Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Patrizia Valduga, «Requiem» (απόδοση - επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

$
0
0

`

Ρέκβιεμ

I

Ψυχή, χαμένη ψυχή, αγαπημένη,
τρόπο δεν βρίσκω συγχώρεση να ζητήσω,
γιατί βουβός και τόσο καθάριος είναι ο νους
και βλέπει τόσο καθαρά τι είμαι,
που λόγια δεν βρίσκει πια, ψυχή αγαπημένη,
ο νους που τη συγχώρεσή σου
δεν αξίζει,
και στέκομαι βουβή στο χείλος της ζωής
για να στη δώσω,
να σε κρατήσω στη ζωή.

II

Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε μια συνειρμική διαδοχή
σε βλέπω, μόνο, μόνο, και δίχως αγάπη
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν.

III

Τι μαύρες ώρες πρέπει να ’χεις περάσει,
ώρες για να πεις χρόνια, να πεις ζωή,
ως εκείνο τον απέλπιδο Νοέμβρη
του παγερού ανέμου,
των κιτρινισμένων φύλλων,
πατέρα κιτρινισμένε σαν φύλλο στην πνοή
όλου του παγερού ανέμου της ζωής,
της παρανοημένης και ασύδοτης αγάπης,
της αγάπης
που δεν σου έχει δοθεί.

VΙΙΙ

Ω, πατέρα πατέρα που σε γνωρίζω τώρα
μόνο τώρα μετά από τόση ζωή,
σε ικετεύω μίλα μου, μίλα μου ακόμα·
εγώ απότυχα ως κόρη,
έφυγα μια μέρα μακριά,
και από τότε μακριά,
δεν ξέρω τίποτα για σένα, για τη ζωή σου,
τίποτα για τις χαρές και τις σκοτούρες σου,
και είμαι σαράντα χρόνων, πατέρα,
είμαι σαράντα χρόνων!

X

Σε ικετεύω Θεέ, πάρ’ του τo νου,
μην ταλανίζεις μιαν τάλαινα καρδιά,
ω, πρόστρεξε,
κάν’ τον να μη νιώθει τίποτα,
που κείται κακοφορμισμένος, καθετηριασμένος,
αιμόφυρτος… Αποτέλειωσε σπλαχνικά
το έργο που από καιρό έχεις αρχίσει,
σώσον αυτόν, Σώτερ, από της αγωνίας,
πέμψον δ’ εμοί δύναμιν
ίνα υψωθήσομαι έως ένδοθεν άλγους!

XI

Όμως, ο Θεός σου πήρε τη μιλιά
κι ήθελες να μας μιλήσεις και δεν μπορούσες
κι ένιωθες το θάνατο ως και στο λαιμό
και δεν κατάφερνες να μας πεις ότι πεθαίνεις…
Το λένε τα μάτια σου,
ψυχή μονάχη,
κείνος ο άσπλαχνος θάνατος που ζεις,
ψυχή βουβή,
φτιαγμένη μόνο με βλέμμα
υπεροπτικό και βλέμμα παρακλητικό.

XII

Ω, πόση ζωή σε τόσο λίγη ζωή…
αλλά είμαι εδώ κι έχω καρδιά για να κοιτώ…
που μας ψάχνεις με τα μάτια…
που κοπιάζει μονάχη η ζωή
να κατακτήσει με σπασμούς
το θάνατο που νικιέται μόνο με ζωή…
αλλά εγώ είμαι εδώ
κι ακούω το αγκομαχητό σου…
Ψυχή μονάχη χωρίς λέξεις πια,
μιλάς του ήλιου το λαμπρό φως.

XIII

Ω, όχι, όχι αυτόν, Κύριέ μου, πάρε μένα,
που πεθαίνω περισσότερο απ’ αυτόν, Κύριε,
λύτρωσέ τον απ’ το κακό και πάρε μένα!
εμένα, χάριν δίκης, πάρε μένα, Κύριε,
για τη ζωή που μέσα μου πεθαίνει
για τη ζωή που μέσα του ζει …
Δίκαιος ει Κύριε, πάρε μένα, την ανάξια γυνή,
που έχω ζήσει, ως ετοιμοθάνατη, όλη μου τη ζωή…

(από το «Requiem», Marsilio, Βενετία 1994 & Einaudi, Τορίνο 2002)

`

**********

Requiem

I

Anima, perduta anima, cara,
io non so come chiederti perdono,
perché la mente è muta e tanto chiara
e vede tanto chiaro cosa sono,
che non sa più parole, anima cara,
la mente che non merita perdono,
e sto muta sull’orlo della vita
per darla a te, per mantenerti in vita.

II

Oh padre padre, patria del mio cuore,
che per tanto tempo solo col tuo male,
per giorni e giorni e notti di terrore,
come in una sequenza cerebrale
ti vedo, solo, solo, e senza amore,
annegare tacendo nel tuo male
tra chi sa e capisce e non sa amare
e chi non sa capire, e non sa amare.

III

Che ore nere devi aver passato,
ore per dire anni, dire vita,
fino a questo novembre disperato
di vento freddo, di fronda ingiallita,
padre ingiallito come fronda al fiato
di tutto il vento freddo della vita,
dell’amore frainteso e dissipato,
dell’amore che non ti è stato dato.

VΙΙΙ

Oh padre padre che conosco ora,
soltanto ora dopo tanta vita,
ti prego parlami, parlami ancora:
io fallita come figlia, fuggita
lontano un giorno, e lontana da allora,
non so niente di te, della tua vita,
niente delle tue gioie e degli affanni,
e ho quarant’anni, padre, ho quarant’anni!

X

Dio, ti scongiuro, prendigli la mente,
non torturare un cuore torturato,
oh, fa’ presto, fa’che non senta niente,
che è insanguinato, cateterizzato,
piagato… Finisci pietosamente
l’ opera che da tanto hai cominciato,
salvalo dall’ angoscia, salvatore,
e fammi grande come il mio dolore!

XI

Invece Dio ti ha preso la parola:
e volevi parlarci e non riuscivi
e sentivi la morte anche alla gola
e non potevi dirci che morivi…
La dicono i tuoi occhi, anima sola,
quella morte impietosa che tu vivi,
anima muta fatta solo sguardo
imperioso e supplichevole sguardo.

XII

Oh quanta vita in così poca vita…
che sono qui e ho cuore di guardare…
che ci cerchi con gli occhi… che la vita
sola si strema in spasmi a conquistare
la morte, che si vince con la vita…
io sono qui e ascolto il tuo ansimare…
Anima sola senza più parole,
parli la luce lucida del sole.

XIII

Oh no, non lui, Signore, prendi me,
che sto morendo più di lui, Signore,
liberalo dal male e prendi me!
prendi me, per giustizia, me, Signore,
per la vita morente dentro me,
per la vita che vive in lui… Signore,
sii giusto, prendi me, donna da niente,
e vissuta così, morentemente…

`

`

********************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

«Ζώντας ως ετοιμοθάνατη»

«Εγώ ήμουν πάντα όπως είμαι
ακόμα κι όταν δεν ήμουν όπως είμαι
και κανείς δεν θα μάθει πως είμαι
γιατί δεν είμαι μόνο όπως είμαι».

(από τη συλλογή: Εκατό τετράστιχα και άλλες ιστορίες αγάπης)

`

Η Πατρίτσια Βαλντούγκα, είναι αναμφίβολα μια γυναίκα εντυπωσιακή και εκκεντρική τόσο στην εμφάνιση όσο και στην εκφορά του λόγου. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Γιατρικά (1982), προκαλώντας αίσθηση με την ευφάνταστη μετρική τής ομοιοκατάληκτης γραφής της, η οποία υιοθετεί κάθε είδος παραδοσιακής στιχουργικής μορφής, από το σονέτο με τα δύο τετράστιχα και τις δύο τρίστιχες στροφές ως την οκτάβα, κι από τις τερτσίνες του Δάντη ως τη μπαλάντα.

Το «Ρέκβιεμ», ένα λυρικό ποίημα αρχικά με 28 ενδεκασύλλαβες οκτάβες, γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του πατέρα της, στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είναι ο μονόλογος ενός παιδιού πλάι στο κρεβάτι του νεκρού, και στο ρυθμό των στίχων αποτυπώνεται κάτι σπασμωδικό, κάτι από την απειλή, την αγωνία και την ανημποριά μπροστά στο θάνατο. «Αυτές οι 28 οκτάβες, 28 όσες και οι μέρες νοσοκομείου του πατέρα μου, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με επιμέλεια του Νικόλα Κροτσέτι σε μια ιδιωτική έκδοση 73 αντιτύπων, 73 αντίτυπα όσα τα χρόνια της ζωής του πατέρα μου», διευκρινίζει η ίδια. Η Βαλντούγκα συνέχισε να γράφει το «Ρέκβιεμ» για άλλα δέκα χρόνια, σχεδόν αδιάλειπτα, σαν να της ήταν αδύνατον να δώσει οριστικά και αμετάκλητα ένα τέλος. Μετά την πρώτη δημοσίευση το 1994, θα ακολουθήσουν άλλες 10 στροφές χρονολογημένες από το 1992 έως το 2001. Τιμώντας τη μνήμη του πατέρα της, στις 2 Δεκεμβρίου κάθε έτους μέχρι το 2002, μια νέα οκτάβα θα προστίθεται στις 28 προηγούμενες, σαν μια καθιερωμένη προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού, αλλά και τη γαλήνη της δικής της. «Κύριε, δώσε στον καθένα το δικό του θάνατο, / δώσ’ τον επαληθευμένο από τη ζωή˙/ αλλά δώσε μας ζωή πριν απ’ το θάνατο / σ’ αυτόν το θάνατο που αποκαλούμε ζωή». (Από τα Τετράστιχα. Δεύτερος αιώνας).

`

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Βαλντούγκα (Καστελφράνκο Βένετο 1953), ζει και εργάζεται στο Μιλάνο, όπου, εκτός από το να γράφει στίχους, έχει μεταφράσει πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων: Μαλαρμέ, Βαλερί, Μολιέρο, Σαίξπηρ, Σελίν, Κοκτώ.

Ποιητικές της συλλογές: Medicamenta [Γιατρικά, Guanda 1982), La tentazione [Ο πειρασμός, Crocetti 1985], Medicamenta e altri medicamenta [Γιατρικά και άλλα γιατρικά, Einaudi 1989], Donna di dolori [Γυναίκα των θλίψεων, Mondadori 1991], (έμμετροι μονόλογοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη θεατρική σκηνή κερδίζοντας το βραβείο «Eleonora Duse» το 1992 και το βραβείο «Randone» το 1995), Corsia degli incurabili [Νησίδα των ανιάτων, Garzanti, 1996], Requiem (Ρέκβιεμ, Marsilio 1994 & Einaudi 2002), Cento quartine e altre storie d’ amore [Εκατό τετράστιχα και άλλες ιστορίες αγάπης, Einaudi 1997], Prima antologia [Πρώτη ανθολογία, Einaudi 1998], Quartine. Seconda centuria [Τετράστιχα. Δεύτερος αιώνας, Einaudi 2001], Manfed [Μάνφρεντ, Arnoldo Mondadori 2003] (σε συνεργασία με τον ζωγράφο Τζιοβάνι Μανφρεντίνι), Lezioni d’ amore [Ερωτικά μαθήματα, Einaudi 2004]. Επίσης, στον επίλογο της τελευταίας συλλογής του συντρόφου της, ποιητή, μεταφραστή και κριτικού λογοτεχνίας Τζιοβάνι Ραμπόνι, Ultimi versi Τελευταίοι στίχοι, Garzanti 2006], συμπεριλαμβάνονται και 23 ποιήματα που η Βαλντούγκα έγραψε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του κι έχει αφιερώσει σ’ εκείνον, και τα οποία εμπεριέχονται και στο Il libro delle laudi Το βιβλίο των ύμνων, Einaudi 2012], με το οποίο κέρδισε το βραβείο ποίησης «Cetonaverde». Έχει τιμηθεί με το βραβείο λογοτεχνίας «Caprienigma».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles