Image may be NSFW.
Clik here to view.
Σήμερα 16/2/2014 είναι τα εγκαίνια του αρχείου του Γιώργου Ιωάννου και 29 χρόνια από το θάνατό του
1)
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ σε είκοσι δεκαπεντασύλλαβα τετράστιχα του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου
Μιας εφηβείας ζόρικης σαν έσπαγα το τσόφλι,
η ενοχή κι ο δισταγμός με κράταγαν δεμένο.
Να το πατήσω ήθελα το βρώμικο κατώφλι,
να μπω σ’ εκείνο τ’ όνειρο το απαγορευμένο.
Σινεμαδάκια λαϊκά στις όχθες του Βαρδάρη
λιγουρευόμουν κι έστηνα απ’ έξω τους καρτέρι,
μην τύχει και με πάρουνε, οι άσχετοι, χαμπάρι
να κόβω εισιτήριο -και τι θα πουν ποιος ξέρει!
Οι φίλοι ανυπόφοροι , στο ζαχαροπλαστείο
σκοτώνουνε τις ώρες τους, μα εμένα τι με νοιάζει;
Τα πόδια μου που κόβονται πριν φτάσω στο ταμείο,
αυτό με κόφτει μοναχά και το βαλα μαράζι.
Φάτσα με φάτσα έρχομαι στην αίθουσα με άλλους
και βλέπω μες στα μάτια τους πόσο τραβήξαν ζόρι
να δρασκελίσουν τη γραμμή, απ’ τη μεριά του θάρρους,
να μπουν σε κάστρο άπαρτο κι αυτοί συνοδοιπόροι.
Ήταν κι εκείνο το συμβάν- που πώς να το ξεχάσω;
Αγόρι ήμουν άγουρο σε θέση στον εξώστη
που κάποιος χέρι μού ‘βαλε και μού ρθε να ξεράσω.
Τα μούλικά σου φύλαγε, Άγιε Δημήτρη Σώστη.
Τα καθαυτά τα λαϊκά, αυτές οι δευτεράντζες,
-δε μοιάζουν με τ’ αφόρητα, πρώτης κατηγορίας-
σαν μοναστήρια στο βουνό, σαν αντρικές καβάτζες
για μια κουβέντα φιλική δοθείσης ευκαιρίας.
Χωρίς παιδιά, χωρίς γριές, χωρίς χοντρές κυρίες
και δίχως πρόσωπα στριφνά να σε στριφοκοιτάζουν,
όπως αυτά τα σινεμά σε κάποιες συνοικίες
που όλο σαχλά γεμίζουνε κι έτσι σαχλά αδειάζουν.
Οι σιδεράδες, οι σοφέρ , μικροϋπαληλλάκια
σαν πάρει η νύχτα να ‘ρχεται γεμίζουν το σκοτάδι
και από δίπλα μάστορες, χτίστες και φανταράκια
κι άλλοι πολύ αργόσχολοι ,απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Το φως απ΄ το μηχάνημα που πέφτει στην οθόνη
τη μια γελά και σπαρταρά, τη μια πυροβολάει.
Ανοίγει μια τα πρόσωπα και μια τα μουρτζουφλώνει
κι αν ρίξει κι έναν έρωτα; Αμάν και βάι βάι!
Πάντοτε παραμάσχαλα κρατώ εφημερίδα,
στου σκοταδιού το διάλειμμα να πέσω με τα μούτρα.
Να κάνω πως δεν ήξερα, δεν έμαθα, δεν είδα
κι ότι μπορεί αλλόκοτο να κατεβάσει η κούτρα.
Είναι φορές, το διάλειμμα περνώ στην τουαλέτα.
Σωστό αναγνωστήριο μ’ αυτά που λεν οι τοίχοι.
Λόγια γραμμένα πρόχειρα, ζωές με ετικέτα,
μες στα σκατά να ψάχνουνε να βρούνε λίγη τύχη.
Κι απ έξω καπνιστήριο, πήχτρα και νικοτίνη!
Μουστάκια ,μπράτσα και ματιές μυρίζουν βαρβατίλα.
Ως ξέρω ξυριστήκανε οι φραγκολεβαντίνοι
μα δεν του πάει του Έλληνα να πάθει τέτοια νίλα.
Η εργατιά κάνει καλό για την τεστοστερόνη,
ενώ το άστυ ευνοεί σαφώς τα οιστρογόνα.
Άντρας εργάτης, φαίνεται σχεδόν σωστό αφιόνι
και η γυναίκα της χλιδής φαντάζει πριμαντόνα.
Δε με τρομάζει η μοναξιά αν έχω λίγα φράγκα.
Τσιγάρα, εισιτήριο και είμαι ευτυχισμένος.
Πως βρήκα καταφύγιο ,καμώνομαι τον μάγκα,
απ’ τη βροχή, τη λασπουριά καλά προφυλαγμένος.
Με δύο έργα στο πανί, στον κόσμο ταξιδεύω
κι άλλες φορές στα μέσα μου τα σύμπαντα ξεχνιέμαι.
Τόσο που έρχεται στιγμή και πάντα τα μπερδεύω,
σαν να χω πάθει de ja vu αλλά δεν ξεκουνιέμαι.
Να ‘χα μολύβι και χαρτί ,να γράφω ,να ξεγράφω
όλα αυτά που έχω δει, ονόματα και τίτλους,
έργα και πάρεργα σωρό στον κινηματογράφο
μα πιο πολύ για του μυαλού όλους αυτούς τους κύκλους.
Οι διπλανοί αλλάζουνε κι εγώ εκεί, πεισμώνω,
τη μια εικόνες να κοιτώ, την άλλη διαλόγους.
Τη μια καταδικάζομαι, τη μια με αθωώνω.
Για κάθε μου απόφαση βρίσκω χιλιάδες λόγους.
Τι έχει φταίξει απορώ, ο μοσχαναθρεμμένος,
για όλη τούτη τη βρωμιά που έχω συνηθίσει.
Τον εαυτό μου τον κοιτώ σαν να ναι κάποιος ξένος.
Στα λαϊκά τα σινεμά έχω παραφρονήσει.
Νιώθω ανήμπορος να πω πώς έπεσα στο λούκι!
Στις σκοτεινές τις αίθουσες ποντίκι μες στη φάκα.
Αν τύχει πού και πού καβγάς και στράφτει και χαστούκι,
παραληρώ μονάχος μου «τι τά ‘θελες μαλάκα»
Μα πιο πολύ τρελαίνομαι κάθε που λογαριάζω
πόσα λεφτά σπατάλησα! Πόσος χαμένος χρόνος!
Στα λαϊκά τα σινεμά μία ζωή ρημάζω
για να ‘χω την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαι μόνος.
Image may be NSFW.
Clik here to view.
2.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ
Το παν κι εδώ είναι να κάνεις την αρχή, να κατανικήσεις ορισμένους δισταγμούς. Ύστερα συνηθίζεις και διαπιστώνεις ότι είναι καλύτερα από κάθε βόλτα και κάθε ανιαρό ζαχαροπλαστείο. Όσο να πάρω την απόφαση να μπω σε λαϊκό σινεμά, είδα κι έπαθα. Πήγαινα ολοένα και τα λιγουρευόμουν απ’ έξω, κοίταζα αυτούς που μπαίναν, έτρωγαν ώρες με τα μάτια τις φωτογραφίες, και ξαφνικά ξεφύτρωνε μια αντίρρηση στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να πάω. Κάτι μέσα μου με εμπόδιζε, ένα αίσθημα ενοχής, νόμιζα πως θα εκτεθώ πολύ άσχημα. Συμβαίνει όμως και σε άλλους αυτό το πράγμα. Το βλέπω στα μάτια τους, όταν ερχόμαστε τώρα φάτσα με φάτσα εκεί μέσα. Το βράδυ που ξεκίνησα σοβαρά να πάω οπωσδήποτε, τραβούσα προς το Βαρδάρη και τα πόδια μου κόβονταν. Δεν μπορούσα όμως ν’ αντέξω άλλο χωρίς παρέα. Οι φίλοι είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πια ανυπόφοροι, αφήνω ότι με διάφορες δικαιολογίες χανόντουσαν τις νύχτες.
Στα κατηχητικά βέβαια μάς απαγόρευαν τον κινηματόγραφο. Είχαμε το εντευκτήριό μας, όπου μπορούσαμε να περνάμε ευχάριστα τα βράδια. Άλλοι συζητούσαν πολύ αυτή την απαγόρευση, εγώ υπάκουσα εύκολα, γιατί δεν είχα καιρό, ούτε λεφτά για εισιτήρια. Είχα να πάω σινεμά από μικρό παιδί. Τότε πήγαινα μόνος μου στο σινεμά της γειτονιάς μου και πάντα στον εξώστη. Έπαψα όμως απότομα να πηγαίνω και σ’ αυτό, από τότε που ένας μου έκανε ανήθικες χειρονομίες στο σκοτάδι. Ακόμα και τώρα όταν πηγαίνω καμιά φορά σε κείνο το σινεμά, σφίγγεται η καρδιά μου και δεν ξέρω τι έχω. Ίσως αυτός να ήταν ο κυριότερος λόγος, που δε με πείραζε η απαγόρευση. Κατόπι άρχισα πάλι αριά και που να πηγαίνω, αλλά εκείνα τα πρώτης προβολής μού ήταν αφόρητα, Κυρίως για τον σαχλό κόσμο που συμμαζεύουν. Γιατί δε φτάνει να είναι καλό ένα έργο για να το ευχαριστηθείς. Πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο περιβάλλον, να μπορείς εν ανάγκη να πεις μια κουβέντα με το διπλανό σου, και όχι να εισπράττεις κάθε τόσο εχθρικές ματιές από στριφνά πρόσωπα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα τα λαϊκά σινεμά έχουν αυτή την ατμόσφαιρα. Τα συνοικιακά είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική.
Τα καθεαυτού λαϊκά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σ’ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απ’ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί. Δυστυχώς τα πολλά διαβάσματα και η καθιστική ζωή μ’ έχουν, ως φαίνεται, ανεξίτηλα σφραγίσει. Νιώθω δίπλα μου μια επιφύλαξη. Όταν το έργο είναι κωμωδία, επικρατεί καλή διάθεση και εύκολα ανοίγονται συζητήσεις με τον παρακαθήμενο. Τα αστυνομικά και τα γκαγκστερικά, με τους φόνους και τα εγκλήματα, σφίγγουν την ψυχή και καθηλώνουν, δημιουργούν ατμόσφαιρα φοβίας, πέφτει μια υποψία. Η αλήθεια είναι ότι στα ερωτικά ακούγονται κραυγές και χυδαιότητες. Ποτέ δε θα ξεχάσω τι κατάσταση είχε δημιουργηθεί κάποτε, που έβλεπα τους Εραστές του Λουί Μάλλ. Είχαν πλέον αφηνιάσει.
Κουβαλώ πάντα μαζί μου μια εφημερίδα, έστω και διαβασμένη. Μόλις ανάβουν τα φώτα, βυθίζομαι δήθεν στο διάβασμα, γιατί ορισμένα βλέμματα με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καμιά φορά τραβώ για το καπνιστήριο. Δίπλα είναι τα αποχωρητήρια με τους τοίχους γεμάτους γραψίματα. Με πιάνει ένας φόβος και κλείνομαι εκεί μέσα περιμένοντας να σβήσουν τα φώτα. Απ’ την ορθογραφία και το βαθμό της ξετσιπωσιάς καταλαβαίνεις αν τα ’χει γράψει μορφωμένος. Οι επιγραφές των μορφωμένων είναι οι πιο σαχλές και οι πιο πρόστυχες. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω μια μελέτη πάνω στα γραψίματα των αμόρφωτων, γιατί έχουν γνησιότητα και πρωτογονισμό. Κάνεις την ανάγκη σου περιστοιχισμένος από διάφορες προτροπές και προτάσεις, που έχουν πολλές φορές μεγάλη πρωτοτυπία. Στο πανεπιστήμιο οι τοίχοι των αποχωρητηρίων ήταν σκεπασμένοι με ανόητες πολιτικολογίες.
Το καπνιστήριο στα διαλείμματα είναι πήχτρα. Απ’ τα ρούχα, απ’ τα χέρια και το πρόσωπο συνήθως καταλαβαίνω τι δουλειά κάνουν. Οι περισσότεροι είναι νέοι, με καλοδεμένα σώματα και πρόσωπα σπαθιά. Ολωσδιόλου άλλου ρυθμού από μένα. Δεν είναι για τους κύκλους μου, ούτε εγώ για τους δικούς τους. Το μουστάκι δίνει και παίρνει. Είναι μελαχρινοί και τους πάει. Στην Ευρώπη, μαθαίνω, το έχουν ξυρίσει. Δεν έχω ταξιδέψει προς τα κει και ούτε θέλω, αλλά, αν όλοι οι ξένοι είναι σαν αυτά τα ασυμμάζευτα ξεπλύματα, που περιτρέχουν και χαλνούν την Ελλάδα, καλά κάναν και το ξυρίσαν. Η εργατική τάξη είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, που πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει. Αντίθετα η αστική τάξη έχει ωραίες γυναίκες, που της δίνουν το γενικό τόνο. Απ’ αυτές βγαίνουν οι περίφημες κυρίες και οι διαβόητες μαμάδες. Κρυφοκοιτάζω ορισμένους εργάτες και σκέφτομαι αν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να βγουν και να μεγαλώσουν σε αστικό σπίτι. Σίγουρα θα τους είχαν ζεματίσει την ψυχή, θα τους μαραίναν πριν την ώρα τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εργάτες ζηλεύουν την αστική ζωή.
Όταν βραδιάζει και νιώθω στην τσέπη μου λεφτά αρκετά για ένα πακέτο τσιγάρα και για ένα εισιτήριο, είμαι ευτυχισμένος. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, ούτε φοβάμαι γενικότερα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός μελανιάζει στα δυτικά βουνά και βλέπω ότι έρχεται καταιγίδα, τρέχω και χώνομαι στα σινεμά, όπως ένα καιρό στα καταφύγια. Εκεί μέσα δεν εισχωρεί τίποτε. Βγαίνω αργά, βλέπω τους δρόμους γεμάτους νερά και λάσπες μια λαχτάρα λιγότερη, λέω μέσα μου. Τα λαϊκά σινεμά παίζουν πάντοτε δύο έργα, γι’ αυτό όταν καταλαβαίνω ότι θα καθίσω πολύ, την πρώτη φορά παρακολουθώ περισσότερο το διάλογο, τη δεύτερη μόνο τις φωτογραφίες και την τρίτη πια τις μικρολεπτομέρειες. Άλλοτε πάλι μαζεύομαι στον εαυτό μου και ξεχνιέμαι εντελώς. Κάνω ατέλειωτα προγράμματα για δράση και μετρημένη ζωή. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βγάλω χαρτί και μολύβι να τα γράψω. Εν τω μεταξύ οι παρακαθήμενοι διαρκώς αλλάζουν. Ποτέ δεν είμαι σε θέση να διηγηθώ την υπόθεση των έργων που είδα, ούτε θυμούμαι τίτλους και ονόματα. Στην αρχή είχα ένα μπλοκάκι και τα έγραφα, μαζί με τα προγράμματα και τις αποφάσεις μου. Τώρα ούτε καν τον τίτλο του έργου προσέχω, συνήθως είναι ψεύτικος κι αυτός. Συμβαίνει πολλές φορές να μπαίνω σε έργο που έχω ξαναδεί. Σε λίγο αρχίζω να βασανίζομαι, όπως πολλές φορές με τους ανθρώπους: πού τον είδα, πού τον είδα. Κλείνομαι τότε και περιμένω το δεύτερο έργο. Κοιτάζω την αίθουσα, ένας κλειστός βρομερός χώρος. Απορώ με τον εαυτό μου πως συνήθισα σε τέτοια βρομιά. Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, μέσα στο μπάνιο μου βάζαν καρυδόφυλλα• το νερό μοσχοβολούσε ιώδιο. Έξοδος κινδύνου ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι σαν φάκα. Αλίμονο αν συμβεί τίποτε. Ο χωροφύλακας είναι συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πότε πότε γίνεται κανένα επεισόδιο, στράφτει κανένα χαστούκι. Δεν είναι αυτά για σένα, λέω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν φύλαγα όλα αυτά τα εισιτήρια που έχω κόψει, και έκανα τώρα ένα λογαριασμό, θα μ’ έπιανε τρέλα, όταν θα ’βλεπα πόσα λεφτά και πάσες ώρες έχω σπαταλήσει για να βρίσκομαι εκεί μέσα. Σχεδόν μια ολόκληρη ζωή.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ:
16 Φεβρουαρίου το 1985 ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου εγκατέλειπε τα εγκόσμια και το σπίτι του στα Εξάρχεια για να ενταφιαστεί δύο μέρες αργότερα στη γενέτειρα του Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε να περάσουν 29 χρόνια για την «μετακόμιση» του αρχείου του και προσωπικών του αντικειμένων. Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014,στις 5 το απόγευμα, εγκαινιάζεται τελικά το «καινούργιο» του σπίτι στον 6ο όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου Θεσσαλονίκης που θ’ αποτελεί στο εξής μόνιμη έκθεση του πολύτιμου αρχείου του και μια αναπαράσταση του διαμερίσματος του.