`
Και είπεν ο Θεός:
«Δεύτε λάβετε μέρα!
Απ’ τ’ ακριβότερο αρωματοπωλείο του Παράδεισου,
εγώ
δημιούργησα για χάρη σας
απόσταγμα από αυγή γιασεμί και δύση τριαντάφυλλο.
Ελάτε, πάρτε άνθρωποι: Το φως είναι το πιο ασπατάλητο
δώρο μου.
Να μπει στη φλέβα σας μπρούσκος φεγγερός, να καλοσυνέψουν οι καιροί,
να πλυθεί η ανάσα του φτωχού και το παντζούρι του
λυγμού,
ν’ αναπληρώσει ο φόβος το σεργιάνι του με την αγάπη.
Και τις νύχτες,
όποιο κομμάτι ατμόσφαιρας αφήνω αμπάλωτο,
λογαριάζετέ το για άστρο».
`
******
Ωσαννά, λοιπόν, η γεννημένη πλάση!
Γλέντα, χώμα καινούργιο!
Και γλέντα, σπόρε του χιονιού, με το χρυσάνθεμο
στο παγωμένο σου σκάλισμα!
Ζωηρές ποικιλίες της ύλης, πλυθείτε τη φωτιά!
Βγείτε, κόσμε,
δείτε φως
νιώστε φως
αγγίξτε φως!
Προϋπαντήστε τ’ αναλλοίωτο του σύμπαντος που φτερουγίζει, ανάστατο,
μες στα ουράνια τσιγαρόχαρτα και στις διαυγείς νεφέλες!
`
****
Πέρασα την καλοσύνη μέσ’ απ’ όλα τα υλικά:
την πέτρα, το νερό, το μανιτάρι
και με άλλο τίποτα δεν ταίριαξε περισσότερο, όσο με
τον ήλιο.
Για τούτο λοιπόν, κι οι άνθρωποι που ’ναι καλόκαρδοι
έχουν το πρόσωπό τους φτιαγμένο
μισό από δέρμα
και μισό από γύρη του εντελβάις.
Άγγιξε, τώρα, τη γραμμή του προσώπου σου
και κρίνε, ήρεμα,
αν έχει κάλυκα ή ζυγωματικό.
`
*****
Κάθε φορά που ξετυλίγω τον χάρτη της Ελλάδας,
πέφτω πάνω σ’ ελληνικό νησί.
Πρώτη, εξερευνώ πάντα την πιο πανώρια εκκλησιά,
με τα πιο περίτεχνα σκαλιστά θαλάσσια κιγκλιδώματα.
Είναι παλιά και γνώριμη η ατμόσφαιρα μέσα της:
Ανάμεσα στους ύμνους που εξατμίζονται γλυκά
και στις μισολιωμένες λαμπάδες με τα κάτασπρα κοχύλια,
μοσχοβολά η λαδομπογιά στο εικόνισμα της Παναγιάς
το χέρι του Αϊ-Φανούρη ξημερώνει δρόμους
τα μάτια της Αγια-Παρασκευής κοιτάζουν τη βροχή
και τηνε κάνουν χώμα στέρεο.
Εντέλει, στο νησί που βρέχει ύμνους το καλοκαίρι,
άνεμος είν’ ο καιρός και τα πανιά του πλοίου χαρά.
`
Κι έτσι, στον κάβο του απλωμένου κουβαριού της
σκέψης μου
ξετυλίγω ευχές απ’ τον θερινό ουρανό που φλέγεται,
στάζοντας πάνω στο νησί μου κίτρινο αίμα με
λεμονάνθια κόκκινα.
`
******
Ο ψαράς πουλά για να ζήσει.
Δεν θα πούλαγε, αλλιώς – τα λυπάται τα ψάρια.
Τον θρέφει, κάθε λίγο, ένα δίχτυ μπρούσκο ξερό
και φουσκώνουν μες στα μάτια του τόποι ψημένοι.
Πάντα κάπου αλλού η χρυσή πετονιά.
Πάντα.
`
Ώσπου τα γέρικα κουράγια να μη φτουράν άλλο.
Αν ο ψαράς πουλάει, εντέλει, συγχωρεμένος είναι: τον εξομολογεί ο ήλιος
\μέσα σε μια βάρκα
ισόβια.
`
******
Τόσο εωθινό το μάγουλο του πεύκου,
τόσο μετάξι ο παλμός της αμμουδιάς,
τόσα λόγια τραβηγμένα καταμεσήμερο.
Σ’ ένα ερυθρόμορφο αγγείο,
το χρίσμα,
και μες στην Κυριακή, περπατώ και λιώνω χάρτινες
πεταλούδες.
`
Όταν ο καιρός με πάει προς το δέλτα της φωτιάς,
Μάη, τάξε μου να ζεσταθώ στεφάνια ακλόνητα
κι έπειτα,
`
σχώρα με που είπα για νερό μου τον ήλιο.