Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χρήστος Μαυρής, Ποιήματα

$
0
0

Henri de Toulouse Lautrec

Λονδίνο, άνοιξη του 1898
στη γκαλερι Goupil γίνονται εγκαίνια
και το συνωστισμένο πλήθος φθάνει μέχρι
έξω στο πεζοδρόμιο στο τσουχτερο κρύο.
Περιμένει με αγωνία να θαυμάσουν
τους άσεμνους πίνακες και να δούνε
απο κοντα τον τολμηρο ζωγράφο
κόμητα Henri Marie Raymond
de Toulouse-Lautrec-Monfa.
Ανάμεσα στο εκλεκτο πλήθος
και ο Εδουάρδος Η΄, ο πρίγκιπας
της Ουαλίας. Το αετίσιο μάτι του πρίγκιπα
δρεπάνι που κόβει το πλήθος
ψάχνει απεγνωσμένα να ξεχωρίσει
τον 34χρονο ζωγράφο με ύψος 1 και 52.
Ο Toulouse Lautrec σκνίπα στο μεθύσι
απ’ ώρα βρισκόταν δένδρο ξεραμένο
σε μία βελούδινη πολυθρόνα σωριασμένος
παραδομένος στα φαρμακωμένα δίχτυα
του Μορφέα.

Μόνο το δεξι χέρι του
που ήταν τοποθετημένο ανάμεσα
στα μουσκεμένα σκέλη του
έδειχνε κάπως να σαλεύει.
Με αυτό το χέρι κατά διαστήματα
ο μεθυσμένος Henri έξυνε
ασυναίσθητα τ’ αχαμνά του
στη θέα των έκπληκτων φιλότεχνων
που ήταν τριγύρω του, ωσαν
να τους έλεγε με περισση ικανοποίηση
«εδω σας έχω γραμμένους», ρε μαλάκες!

14.8.2011, Αγία Φύλα

*

Το σπίτι του ποιητη

Το τριώροφο αγέρωχο σπίτι
με τα μεγάλα μπλε ξύλινα παράθυρα
στην οδο Μητρ. Γενναδίου, στον αριθμο 18,
φαινόταν ν’ αντιστέκεται πεισματικα
στα σαγόνια του αμείλικτου χρόνου.
Μόνο η πρόσοψή του δεν ξέφυγε
απο τη μανία των νεαρων φιλάθλων
που την έβαψαν απάνω μέχρι κάτω
με πολύχρωμα ποδοσφαιρικα συνθήματα
κάνοντάς το να μοιάζει με γυναίκα μακιγιαρισμένη
έτοιμη να εισέλθει σε καρναβαλίστικη παρέλαση.

Χαμηλα κάτω, στ’ αριστερα της εισόδου,
μόλις που διέκρινες μία εντοιχισμένη
με μαύρα ξεθωριασμένα γράμματα
μαρμάρινη πλάκα που έγραφε:
«Στο σπίτι αυτο γεννήθηκε το 1925
ο ποιητης Μανώλης Αναγνωστάκης
έμεινε εδω με την οικογένειά του
μέχρι το 1945».

Καημένε ποιητη, (κατα που θα έλεγε
ο συμπολίτης και ομότεχνός σου
Ντίνος Χριστιανόπουλος), ποιος απο
τους «οργανωμένους» γνωρίζει σήμερα
έστω κι’ ένα απο τους οργισμένους στίχους σου;

Τρισμέγιστε ποιητη, ποιος θα το πίστευε
πως η ανατρεπτικη δύναμη του ποδοσφαίρου
που τόσο αγάπησες και ύμνησες
θα προσπερνούσε και θα επισκίαζε τόσο άδικα
ακόμη και το απαστράπτον όνομά σου!

19.8.2011, Θεσσαλονίκη-26.8.2011, Αγία Φύλα

*

«Δικος σας, Αρτουρ Ρεμπω…»

Στην Πίτσα Γαλάζη,
που κάποτε τον αγιογράφησε

Ο ποιητης Αρτουρ Ρεμπω στην Κύπρο
ζέστη αφόρητη και κάθεται
και γράφει στη μάνα του
γράμματα λυπητερα γράφει
στην αδελφη του Ιζαμπελ,
με σταθερη κατάληξη
«Δικος σας, Αρτουρ Ρεμπω…».
Ζητα να του στείλουν ένα λεύκωμα
αγροτικων και δασικων πριονιστηρίων
τα εγχειρίδια του καροποιου,
του τουβλοποιου, του κλειδαρα, του μαραγκου,
να γίνει πολυτεχνίτης έξοχος
να βγάλει πολλα λεφτα πλούσιος να γίνει
για να μπορέσει να παντρευτει
μια όμορφη κοπέλα.

Ο τυχωδιώκτης Αρτουρ Ρεμπω
στην Αφρικη δουλεύει μέρα-νύχτα
πουλώντας άλλοτε καφε
και άλλοτε σκλάβους.
Απο το Χαραρ γράφει στη μάνα του
γράμματα στην αδελφη του γράφει
τη μίζερη ζωη του εξιστορώντας
κουβαλώντας μερόνυχτα -σαν γαϊδούρι-
ένα σακκι με δεκαέξι χιλιάδες φράγκα
σφιχτοδεμένο στο σώμα του,
ονειρευόμενος συνέχεια μια όμορφη
οικογενειακη ζωη.

Το αβάστακτο βάρος των κερμάτων
κάποια στιγμη απρόβλεπτη
θα διαλύσει τα τρυφερα πόδια του.
Σανιδομένος τώρα σε φορείο μήνες
πολλούς τον περιφέρουνε-σκοτεινος Επιτάφιος-
οι δούλοι που κάποτε μοσχοπούλησε.

Στη Γαλλία, στο σπίτι του θα φθάσει
χωρις πόδια και νομίσματα
μα και χωρις την παιδικη ψυχη του.
Την ακριβη ψυχη του
όπως και την Άγια Ποίηση
τα είχε ξεπουλήσει προ πολλου
στον τετραπέρατο διάβολο.

Μόνες κατάμονες όπως πάντα
η μάνα και η αδελφη του σε πλήρη σύγχυση
απέμειναν να διερωτώνται πως θα απαλλαχτουν
απο το μολυσμένο κουφάρι του.

Λευκωσία, 16/3/2008-10/10/2010.

*

Ο καφές του Μίλτου Σαχτούρη

Του Γιώργου Μαρκόπουλου
για τις υποδείξεις του

Στην Φωκίωνος Νέγρη, όπως πάντα,
ο ποιητης Μίλτος Σαχτούρης
απολαμβάνει τον καφε του
αδιαφορώντας προκλητικα
για τους θαμώνες γύρω του
που κρυφογελάνε και σχολιάζουν
(πικρόχολα μερικες φορές)
γιατι φοράει στα πόδια του
μια κόκκινη και μια άσπρη κάλτσα.

Την ίδια ώρα
πλήθος διψασμένα πουλια
μαζεύονται
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
που έχει το φλιτζάνι με τον καφε του
και το αφράτο παξιμάδι του.
Ένα ένα τα πουλια
τσιμπολογάνε ένα σπυρί
από το παξιμάδι του ποιητή
και ύστερα χάνονται
μέσα στην φλεγόμενη πολιτεία
αφήνοντας για ενθύμιον
πάνω στο στρογγυλο τραπεζάκι
απο μια μεγάλη κουτσουλια.

Μια μεγάλη κουτσουλια,
παρόμοια με χρυσαφένιο νόμισμα.

30/7/2004

*

Η λυπημένη των Εξαρχείων

Συχνα στον ύπνο μου τον τελευταίο καιρο
έρχεται ένας άνθρωπος απρόσωπος.
Στη θέση του προσώπου βρίσκεται
ανθισμένο ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο.
Κατακόκκινο τριαντάφυλλο παρόμοιο
με το αίμα σκοτωμένων παιδιών.
Απρόσωπος άνθρωπος όπως ο άτιμος θάνατος
που ρέει στους πληγωμένους στίχους
της Κατερίνας Γώγου.

Στην Αθήνα, τέλος του 1982
ο Πάνος επέμενε να με πάει κοντά της
να συναντήσουμε την ποιήτρια στο σπίτι της.
Έμοιαζε του είπαν με ζώο φαρμακωμένο
πεταγμένο σε μια γωνια ενος σκοτεινου δωματίου
μακιγιαρισμένη μπροστα απο ένα αναμμένο κερι
ωσαν να έραβε τη ραγισμένη νύκτα με την σιωπη της.
Απο το στραβωμένο στόμα της διέκρινες
να αιωρείται ένα πικρο ερωτηματικο.
«Γιατι οι Μεγάλοι να πεθαίνουν τόσο
άσπλαχνα», έλεγε και ξενάλεγε.

Λαβωμένο θηρίο ολομόναχο
δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις
αν βρισκόταν προς τη μερια των ανθρώπων
ή προς τη μεριά των αγγέλων.

Πάει καιρός που οι φίλοι της έγιναν
μαύρα πουλια και πέταξαν μακρυά της.
Λίγα χρόνια αργότερα
ακούσαμε πως έβγαλε και αυτη φτερα
και πέταξε στους ουρανους
απο την ταράτσα ενος ετοιμόροπου σπιτιου.
Στο ταξίδι της προς τους ουρανους
άπλωνε το χέρι της ριψοκίνδυνα
και άναβε τσιγάρο
απο τις διερχόμενες αστραπες.

Τράβαγε μια γερη ρουφηξια
και το υπόλοιπο τσιγάρο το έριχνε κάτω
να το πάρουν τα λιπόθυμα παιδια που
έλιωναν μέσα στην αιματοβαμμένη συνοικία.

2-15 Νοεμβρίου 2007

*

Ο Θεομπαίχτης

Όλη μέρα το ατίθασο μυαλό του
στριφογυρίζει και σκοντάφτει απάνω
σε τσιμέντα, τσιμεντόπετρες, τούβλα
και άλλα οικοδομικα υλικα που διαθέτει
στο τριώροφο κατάστημα που κληρονόμησε
απο τον συγχωρεμένο πατέρα του.
Στο καρυδένιο γραφείο του
που βρίσκεται στο βάθος του καταστήματος
σκεφτικος παιδεύει όλη μέρα το μυαλό του
πως θα ξεγελάσει τους συμπολίτες του,
πως θα τους πωλήσει πιο ακριβα
την ευτελή πραμάτεια του και
πως θα κάνει πέντε τα τρία εκατομμύρια
που έχει συσσωρευμένα στις τράπεζες!

Το βράδι στο παλατάκι του
απλωμένος φαρδυς πλατυς
στην αναπαυτική πολυθρονά του
προσπαθει να χαλαρώσει
διαβάζοντας και γράφοντας
θρησκευτικη ποίηση.

Τις Κυριακες πρωί
δηλώνει ποιητης και διανοούμενος
και τον βρίσκομε ανελλιπως στην εκκλησία
να δοξολογει και να ευχαριστει τον Θεο
για τα πνευματικά και υλικα αγαθα
που εν αφθονία του χάρισε,
να μιλα για την επιβαλλόμενη
αγάπη και βοήθεια μας
προς τους πάσχοντες συναθρώπους μας!

Άραγε, ο Θεομπαίχτης, θα κατορθώσει
να ξεγελάσει και τον Πανάγαθο;
Τρίτη, 14.10.2003

*

Ο απαράδεκτος νυχτοφύλακας

Ίσως λόγω της κούρασης που συνέθλιβε
σαν μέγκενη τη σκέψη του
ίσως γιατί δεν άντεχε το βάρος του σκοταδιού
που στοιβάχθηκε στις κυρτωμένες πλάτες του
ή γιατι δεν είχε καταλάβει τι ακριβως απαιτούσε
το σκληρο και άχαρο επάγγελμά του,
μόλις απέμεινε μόνος του έσφαξε τον υπέροχο
αλλά, κατα τ΄άλλα, ενοχλητικό κόκορα
του κ. Ριμάκο-που όλο τον εκθείαζε και όλο
τον επαινούσε για την ιδιότυπη φωνή του-
και κάλεσε τον σπλαχνικο άγγελο
να του κλείσει τα βαρεμένα βλέφαρά του.

Μέσα στη βαθια σιωπη
άκουσε να τροχίζουν μαχαίρια δίστομα
στον τρυφερό λαιμο της αγαπημένης του
και άλογα αφηνιασμένα να καλπάζουν
στο πλακόστρωτο της αυλης του.
Στο ασπρόμαυρο όνειρο του είδε
τα μαύρα περιστέρια να αποδεκατίζονται
μες στις λεπίδες του διάφανου φωτος
και τον ήλιο αφώτιστο να κατρακυλα και
να βουλιάζει σαν μπάλα ποδοσφαίρου
στην ζεστη άσφαλτο.
Αισθάνθηκε και τα ύπουλα ελάφια
που λαβωμένα πηγαινοέρχονταν
στις στέγες των σπιτιων μας.
Επεδίωκαν να φθάσουν στ’ απόκρημνα νερα
για να σβήσουν το θεριεμένο πόνο τους
που έτρωγε σαν κατσίκα τα σωθικα τους.

Τον φαρμακωμένο πόνο τους
που αν τον αφήσουν στα τρίστρατα
τον παίρνουν οι διαβάτες
κι αν τον αφήσουν στα κλαριά
τον παίρνουν τα πουλάκια.

Φεβράρης-1.3.2013

*

Η άνοιξη λοξοδρόμησε
και μας προσπέρασε

Απίστευτο και όμως αληθινο.
Αυτος ο χρόνος ο άτιμος δεν περιείχε
την άνοιξη στις αποσκευες του!
Η πληγωμένη άνοιξη σαν φορτηγό
που μουγκρίζει στον ανήφορο
λοξοδρόμησε και μας προσπέρασε.
Ξυπόλυτοι και λαχανιασμένοι φθάσαμε
στο αδίστακτο καλοκαίρι απροετοίμαστοι.
Άγονο καλοκαίρι, που στα περβόλια του δεν
ευδοκιμουν πλέον τα καρποφόρα όνειρα,
καλοκαίρι τύρανος, που μας διώχνει
μακρυα απο τις ανοιχτες θάλασσες,
τις θάλασσες που γεννοβολούσαν αιώνιους
έρωτες και δρόσιζαν τα λυπαρα κορμια μας.
Οι μέρες μας τούτο τον άτιμο χρόνο
μίκραιναν και έγιναν πιο ζοφερες,
τα πανύψηλα δέντρα του κήπου μας
γονάτισαν και δακρύζουν ασταμάτητα
κατάντικρυ στον δυνάστη Ήλιο
σαν τις χαροκαμένες μάνες
γιατι «ήρθε η άνοιξη πικρη,
το καλοακαίρι μαύρο».

Απο φόβο τώρα μαζευόμαστε
απο νωρις στα κουρσεμένα σπίτια μας
μήπως ανταμωθούμε με την άγρια πείνα
που γυροφέρνει μέσα στους δρόμους
και μας λιανίσει τις σάρκες μας
με τα κοφτερα δόντια της.
Στις χορταριασμένες αυλες μας
τώρα φυσάει ζεστος άνεμος και
πίσω απο γκρεμισμένους τοίχους
μεσ’ απο άγρια σκοτάδια
ξεπροβάλλουν αγύρτες και μαυραγορίτες
που ζητάνε να παζαρέψουν την ακριβη
ζωη μας για λίγα αργύρια.

Τώρα που «ήρθ΄ η άνοιξη
πικρη, το καλοκαίρι μαύρο»
σαν επικηρυγμένοι ληστοφυγόδικοι
αδέξια πυροβολάμε στον αέρα
και προχωράμε προς το άγνωστο.
Προσοχη, λοιπόν,
τα μάτια μας δεκατέσσερα! «Μην
ξεπουλήσουμε φθηνα το τομάρι μας ρε»,
όπως έλεγε και η Κατερίνα Γώγου.

Λεμεσος, 6.1.2013-Λευκωσία, 22.3.2013

Από την ανέκδοτη συλλογή «Οι απόντες»


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles