Δεν με αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό[1].
Είναι ένα τεράστιο λεπτό ξυράφι, από την μια άκρη ενός φαραγγιού έως την άλλη, σαράντα εννέα μέτρα ύψος και δύο χιλιάδων τετρακοσίων πέντε μέτρων μήκος, που χωρίζει τον κόσμο.Αυτόν που γνωρίζουμε, και αυτόν που μας είναι πρόσκαιρα και για διάφορους λόγους άγνωστος ή ξεχασμένος. Από τον άγνωστο σε εμάς κόσμο, ένα ποτάμι καταλήγει και συσσωρεύεται στην μια πλευρά του ξυραφιού, αφήνοντας να χύνεται μοναχά ένα πολύ μικρό μέρος από τα νερά του προς τον δικό μας κόσμο στην άλλη πλευρά.
Στο σημείο αυτό για να πας δεν υπάρχει δρόμος γνωστός. Μονάχα κατά λάθος μπορεί να βρεθεί κάποιος εκεί. Η καλύτερα για να είμαι πιο σαφής, μονάχα μετά από μια μεγάλη και εξαντλητική σειρά λαθών μπορεί να βρεθεί κάποιος εκεί. Όποιος αντέχει τόσα λάθη, την απογοήτευση της αποτυχίας και την συνεχή προσπάθεια, χωρίς να ξέρει πως, φτάνει και είναι έτοιμος να περπατά επάνω στο ξυράφι γυμνός, χωρίς να ματώνει ούτε να πληγώνεται. Αυτό βέβαια δεν γίνεται με μαγικό η θαυματουργό τρόπο, όπως σίγουρα θέλετε να φανταστείτε, γιατί ο τρόπος της εκπαίδευσης σας,ο θρησκευτικός φανατισμός σας, και το γενικότερο περιβάλλον, έχει δημιουργήσει μέσα σας μια παρά φύση ροπή στην δεισιδαιμονία και την σχιζοφρένεια, αλλά από εξαιρετική ικανότητα και γνώση του τρόπου με τον οποίο μπορεί κάποιος να βαδίσει ακόμη και στα πιο δύσκολα μονοπάτια, όπως αυτά που είναι στρωμένα με φωτιά,αναμμένα κάρβουνα, αιχμηρές πέτρες και ξυράφια, χωρίς να βλάπτει την σωματική του ακεραιότητα.
Τα άτομα που φτάνουν εκεί ονομάστηκαν με διάφορα ονόματα κατά καιρούς. Είναι καλό εδώ να θυμίσω, ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα μοναχά και απόλυτα συγκεκριμένο όνομα,που αντιστοιχεί μορφικά και ηχητικά απόλυτα με το ίδιο το πράγμα, λόγο της φύσης του σύμπαντος στο οποίο τυχαίνει να κατοικούμε. Αποτελεί μάλιστα το όνομα του κάθε πράγματος, τον ήχο που θα παραγότανε αν το αφήναμε σε πλήρη ησυχία να δονηθεί από τις μυστικές δονήσεις του σύμπαντος που συνεχώς και επίμονα πέφτουν επάνω μας κάθε στιγμή. Το ότι οι περισσότεροι αγνοούν αυτό το γεγονός και δίνουν ονόματα στην τύχη δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει. Το γεγονός επίσης ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολλά ονόματα, και αναφέρω ενδεικτικά: ποιητές,προφήτες, σαμάνοι, άγιοι και τρελοί, δηλώνει ακριβώς την μεγάλη και φυσική επιθυμία του ανθρώπου να βρει ένα ακριβές και ικανοποιητικό όνομα που να ορίζει απόλυτα αυτά τα άτομα που τόσο πολύ εκτιμούν και θαυμάζουν κάποιοι. Ταυτόχρονα όμως αυτό το πλήθος των ονομάτων δηλώνει και την αποτυχία εντοπισμού, μέχρι στιγμής, του σωστού ονόματος, αφού όσο η επιθυμία δεν ικανοποιείτε, τόσο πληθαίνουν και οι προτάσεις από νέα καινούργια και πιο περίεργα ονόματα, έτσι τελικά καταλήγουμε στο ευνόητο συμπέρασμα ότι το όνομα αυτό είναι για εμάς προς το παρόν τουλάχιστον, άγνωστο και μυστηριώδες. Όχι για όλους όμως και όχι σε όλους τους καιρούς. Αυτοί που ξέρουν δεν μπορούν να το πούνε, όχι επειδή δεν το θέλουν αλλά επειδή πρέπει να κάνουν ότι δεν το ξέρουν. Προσποιούνται άγνοια ή ότι επίμονα προσπαθούν να βρουν και αυτοί μια λύση, κάνουν πως διαβάζουν περίεργα και παράξενα βιβλία, στριφογυρίζουν επίμονα της νύχτες στα κρεβάτια τους ξάγρυπνοι ή τριγυρίζουν τις νύχτες κάτω από το φεγγάρι και σκέφτονται.
Τους λόγους για τους οποίους το κάνουν αυτό, δεν είναι στις προθέσεις μου να τους αποκαλύψω,γιατί όπως έχω ξαναπεί πάντα πρέπει να υπάρχει ένα μυστήριο, γύρω από το οποίο να δημιουργούνται εικασίες, συζητήσεις και επίμονες αναζητήσεις. Αυτό που είναι στις προθέσεις μου να αποκαλύψω είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι στην ζωή τους, γιατί όπως και να το κάνουμε, όσο ικανός και συνηθισμένος στις κακουχίες να είναι κάποιος, δεν είναι εύκολο να βαδίζεις επάνω στην κόψη ενός τόσο μεγάλου ξυραφιού. Λίγο μόνο να ξεχαστείς, λίγο να χαλαρώσεις είναι αρκετό για να οδηγηθούμε στην μοιραία πράξη του τραυματισμού ή και του θανάτου, μετά την οποία, τα προαναφερθέντα πρόσωπα περνούν στον χώρο της μυθολογίας και στην άχλη της υπερβολής.
Είναι βέβαιο πως πολλοί από εσάς θα θεωρείτε ήδη αυτά που λέω μια μεγάλη σειρά από ψέματα. Σας δικαιολογώ απόλυτα, και εγώ την ίδια εντύπωση είχα όταν μου τα είπανε και εμένα για πρώτη φορά. Μπήκα τότε στην διαδικασία να μελετήσω τα ψέματα και ανακάλυψα ότι υπάρχουν πολλά είδη από ψεύτες και ακόμη περισσότερα είδη από ψέματα. Αυτά που θεωρώ άξια λόγου και μου προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση είναι τα θανατηφόρα ψέματα, που χωρίζονται με την σειρά τους και αυτά σε δύο μεγάλες κατηγορίες:Από την μια τα αθώα και χωρίς κακία ψέματα που λόγω διαφόρων απροσδόκητων και αναπάντεχων συγκυριών, χτυπημάτων της μοίρας, της τύχης και του κακού ριζικού,καταλήγουν θανατηφόρα, προκαλώντας κατάπληξη ακόμη και σε αυτόν που αρχικά τα είπε, χωρίς να είναι στις προθέσεις του να προκαλέσει ένα τέτοιο μοιραίο τέλος σε κάποιον άλλον και από την άλλη, τα ψέματα που ξεκάθαρα έχουν τον κακόβουλο στόχο να ξεκάνουν κάποιον δια παντός. Αυτή η τελευταία κατηγορία ψεμάτων είναι που περισσότερο μου κάνει κομμάτια την καρδιά και όποτε την σκέφτομαι, μου έρχονται στο μυαλό ιστορίες που λέγανε παλιά στο χωριό μου, περιπλανώμενοι παραμυθάδες με πιο χαρακτηριστική, αυτήν που θα σας διηγηθώ ευθύς αμέσως.
Θα ξεκινήσω την ιστορία από την μέση, από το γνωστό σημείο όπου ο γενναίος, όμορφος,περιλάλητος και άξιος θαυμασμού, λόγο των κατορθωμάτων του, άνδρας πέφτει στο κρεβάτι άρρωστος να πεθάνει από τον έρωτα. Το τι προηγείται αυτού του συμβάντος,θα προσποιηθώ ότι έχει λίγη σημασία και δεν χρειάζεται να το αναφέρω, στην πραγματικότητα, λόγο της ασθενής μου μνήμης,απλά το έχω ξεχάσει. Αυτό που έχει σημασία, παρόλα αυτά, είναι ότι το νεαρό παιδί πεθαίνει, μιας και φλέγεται διακαώς, σχίζεται η καρδιά του και βαρυγκωμάει για την κοπέλα που αγαπάει και που διάφοροι λόγοι, τους οποίους θα εξηγήσουμε εκτενώς πιο κάτω, δεν του επιτρέπουν να την συναντήσει και να της εκφράσει τον έρωτα του. Όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί έχει μοναχά δύο επιλογές, η μια πιο δύσκολη από την άλλη. Είτε να πάει στον Βασιλιά και πατέρα της κοπέλας, γιατί όπως είναι ευνόητο μόνο την κόρη του Βασιλιά θα μπορούσε να ερωτευτεί ένας τέτοιος άνδρας, και να την ζητήσει σε γάμο, είτε να την κλέψει κρυφά την νύχτα με την βοήθεια της τροφού της, που την μεγάλωσε και είναι η μοναδική που την αγαπάει και νοιάζεται για αυτήν, γιατί όπως επίσης είναι γνωστό ακόμη και στα μικρά παιδιά αυτή την φορά, οι βασιλιάδες δεν έχουν χρόνο για να ασχοληθούν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,όλη την ημέρα σκέφτονται πως θα κατακτήσουν καινούργια και πιο μεγάλα βασίλεια και πως θα αποτρέψουν τις συνεχείς δολοπλοκίες, που σαν μόνο στόχο έχουν τον θάνατο τους και τον σφετερισμό του θρόνου τους.
Αυτό που δεν ξέρει ο καημένος μας ο ήρωας, πολύ αθώος ακόμη μέσα στην μοίρα του, και που και εσείς κάνετε ότι δεν γνωρίζετε, παρότι που το μόνο που χρειάζεται είναι μια απλή και στοιχειώδη γνώση της ελληνικής γλώσσας, είναι ότι η λέξη βασιλιάς σημαίνει βάση του λαού και ότι στην αρχική της μορφή η βασιλεία ήταν μια διαφορετική διαδικασία με την οποία ο λαός αποδεχόταν τον αξιότερο και ικανότερο άνδρα ως υπερασπιστή και επικεφαλής του. Είναι συγκινητικές οι ιστορίες που υπάρχουν πάνω σε αυτό το γεγονός και θα αρκεστώ επιγραμματικά να αναφερθώ σε βασιλιάδες που στο τέλος της βασιλείας τους ντύνονταν ζητιάνοι και ψάχνανε να βρούνε τον άξιο αντικαταστάτη τους ή ακόμη σε αυτούς που ζούσαν με τον λιτό και απλό τρόπο που ζούσαν οι πιο φτωχοί στο βασίλειο τους και όταν οι φτωχότεροι γινότανε πιο εύποροι ζούσανε και αυτοί καλύτερα ή τέλος σε άλλους βασιλιάδες που είχαν ολόκληρο συμβούλιο από σοφούς που κανόνιζαν τα του βασιλείου τους και φρόντιζαν να επιλέξουν τον αξιότερο για να είναι διάδοχος. Η χρυσή και ηρωική εποχή της βασιλείας έληξε όταν άρχισε να εφαρμόζεται η αναγκαστική διαδοχή από τους απόγονους του βασιλιά, όταν δηλαδή κριτήριο για την θέση άρχισε να είναι το αίμα και όχι η αξία. Υπήρχε ένα ολόκληρο πλήθος ανίκανων που επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει αξιώματα και προετοίμαζε το έδαφος για την θέσπιση άλλων κριτηρίων πέρα από την αξιοσύνη και βρήκε την ευκαιρία σε θολούς και καλά θαμμένους από τον χρόνο καιρούς να επιβάλει την θέληση του. Όλα αυτά είναι μια ιστορία θλιβερή που καλό θα ήταν να μην ειπωθεί την παρούσα χρονική στιγμή. Αυτό που πρέπει να ειπωθεί με απόλυτη καθαρότητα είναι ότι την εποχή που έτυχε στον ήρωα μας να ζήσει το πλήθος αυτό των ανικάνων είχε γίνει ολόκληρο πλέγμα από ανθρώπους που επόπτευαν με μοναδικό σκοπό την διατήρηση τους στα αξιώματα και φυσικά η αξιοσύνη καταδιώκονταν και δεν γινότανε ανεκτή για κανένα λόγο.
Στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να πούμε και λίγα λόγια για τον ήλιο. Ο ήλιος όπως σωστά είναι διαδεδομένο είναι η αλήθεια, φλέγεται δε για τον απλό λόγο ότι δεν είναι εύκολο να πλησιάσεις την αλήθεια, ούτε και να την δεις παρότι είναι ολοφάνερη.Πολλοί βέβαια προφυλάσσονται από τον ήλιο όπως και από την αλήθεια, φοράνε γυαλιά, καπέλα, κλείνονται στα σπίτια τους, πηγαίνουνε να ζήσουνε σε μέρη σκοτεινά, λένε δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ο ήλιος, μαζεύονται σε σπίτια και οργανώνουν συζητήσεις, προωθούν με κάθε τρόπο τις απόψεις τους, σπαταλούν όλη την ενέργεια και τα χρήματα τους για αυτό τον σκοπό. Αυτοί αποτελούν το σύνολο των γαλαζοαίματων που αρνούνται την καταφανή και στον πιο ανόητο αλήθεια ότι δεν μπορούν να βασιλεύουν με μόνο κριτήριο το αίμα τους και όχι την αξία. Είναι μάλιστα γνωστοί και ως «Φύλακες του Μυστικού» ή άλλα παρεμφερή ανόητα και μυστηριώδη ονόματα που σκοπό έχουν να αποπροσανατολίσουν και να εκφοβίσουν τον απλό άνθρωπο και να περιβάλουν το τίποτα με την άχλη της υπερβολής και του μυστηρίου. Οι φύλακες αυτοί λοιπόν θορυβήθηκαν από τα κατορθώματα του ήρωα μας,στον οποίο επίμονα αρνούμαι να αναφέρω το όνομα του, αν και το γνωρίζω όπως και όλο το γενεαλογικό του δέντρο, γιατί ο χρόνος και τα ονόματα ενίοτε είναι σημαντικά ενίοτε δε παντελώς ασήμαντα και χρησιμοποιούνται σαν πρόφαση για πράγματα διαχρονικά ή τρόπων τινά χρόνια όπως οι κακές ασθένειες και οι θανατηφόρες παθήσεις.
Καλό θα ήταν,για να επανέρθουμε στην ιστορία μας, να πούμε ότι δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό από αυτούς τους ανθρώπους ένας τόσο περιλάλητός ήρωας να κάνει το ατόπημα και να θεωρήσει ότι μπορεί να παντρευτεί την κόρη ενός βασιλιά και να γίνει αυτοδίκαια διάδοχος και συνεχιστής του βασιλικού στέμματος. Για αυτόν τον πολύ απλό και σαφή λόγο άρχισαν να σπαταλούν όλη τους την ενέργεια με σκοπό να διαβάλουν και ψευδώς να κατηγορήσουν των ήρωα μας με πλείστα όσα για να τον αποτρέψουν από το μοιραίο βήμα που θα μπορούσε με πάσα βεβαιότητα να οδηγήσει μέχρι και στον αφανισμό του.
Ενώ από την μια πλευρά συμβαίνουν αυτά καλό θα ήταν να ασχοληθούμε και λίγο με τον ήρωα μας και πρώτη από όλα να του βγάλουμε την χρυσή στολή και να τον στολίσουμε με μερικά όχι και πολύ κολακευτικά σχόλια. Το νεαρό της ηλικίας και το μεγαλείο της τόλμης είναι μεν θεμιτά αλλά πρέπει να συνοδεύονται και από σοφία, αν όχι αποτελούν επικίνδυνες αρετές που ασυγκράτητες μπορούν να οδηγήσουν στην αλαζονεία και ίσως και τον παραλογισμό.
Εδώ θα κάνουμε μια μεγάλη στάση και θα μιλήσουμε για την ποιητική προ-οικονομία και θα σας συμβούλευα χρησιμοποιώντας την, να πάψετε να έχετε αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας μας, μιας και όπως σε όλες τις ιστορίες αυτού του είδους ο πρωταγωνιστής θα καταφέρει παρ’ όλες τις αντιξοότητες να πετύχει τον σκοπό του,βέβαια το γεγονός ότι δεν γνωρίζει ποιος είναι ο σκοπός του είναι άλλο θέμα και προαπαιτούμενο που ίσως αναπτύξουμε πιο κάτω. Δεν προσδοκώ να απευθυνθώ στα κατώτερα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης, την αγωνία και τον φόβο αλλά σε ανώτερα όπως είναι ο σεβασμός και η κριτική στάση και αντιμετώπιση όλων των παρεχόμενων πληροφοριών. Στα αρχαία χρόνια λοιπόν, αλλά και μετά, οι θεατές γνώριζαν την ιστορία του δράματος, την είχαν διδαχτεί. Ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε ο ποιητής την γνωστή ιστορία και φώτιζε άγνωστες πτυχές ή με άγνωστο τρόπο παρέδιδε το ανθρώπινο δράμα που ενθουσίαζε τους θεατές και μαζί με αυτά ήταν και η γλωσσοπλαστική ικανότητα και η σκηνοθεσία και η μουσική και ο χορός, αυτά σε εποχές διάσπαρτες μέσα στο χρόνο που ο άνθρωπος είχε τεθεί ως κέντρο και επίκεντρο του κόσμου και όχι σε εποχές ζοφερές που ζει ο ήρωας μας σε αυτήν την ιστορία. Πρέπει λοιπόν να επιστήσω την προσοχή σας στα δευτερεύοντα και επουσιώδη και παρόλα τα κόλπα και τις τεχνικές που θα χρησιμοποιήσω για να σας αποπροσανατολίσω δεν θα πρέπει στιγμή να τα χάσετε από τα μάτια σας, να μείνετε νηφάλιοι στο μεγάλο δράμα του ανθρώπου που γίνεται ποιητής και σαμάνος και προφήτης και άγιος και τρελός και να μελετήσετε όλες τις λεπτομέρειες και όλες τις δευτερεύουσες παραμέτρους της ιστορίας μας.
Και για να συνεχίσουμε με την ιστορία μας θα πούμε ότι ο ήρωας μας αποφάσισε φυσικά να πάει να ζητήσει την κόρη του βασιλιά για γυναίκα του. Την νύχτα πριν το τολμήσει αυτό, είδε στο όνειρο του ότι θα γίνει βασιλιάς και παρότι ήταν κάτι λογικό και προφανές ως προς την ερμηνεία του, αποφάσισε να συμβουλευτεί μια από τις γυναίκες που ξέρουν και εξηγούν τα όνειρα. Και επειδή τα άτομα αυτά τα πλησιάζει κάποιος μόνο νύχτα, το ίδιο βράδυ πήγε και χτύπησε την πόρτα της για να της πει όσα ήθελε. Εκείνο το βράδυ μια κοπέλα τον είδε από το παράθυρο της και τον ερωτεύτηκε με όλο το είναι της, τόσο, που της φάνηκε σαν να βλέπει μια διάφανη μορφή που αλλού μεν είναι γνωστή ως ξωτικό και αλλού ως αλαφροΐσκιωτος,η κοπέλα αυτή μάλιστα τύχαινε να ανήκει στην συντεχνία των κλεφτών και να είναι αρχηγός της, πράγμα που λίγοι γνώριζαν στην μικρή πόλη όπου διαδραματίζεται το δράμα μας. Αλλά με αυτήν θα ασχοληθούμε αργότερα. Ο ήρωας μας πήγε στην γυναίκα και τις εξήγησε τις προθέσεις αλλά και το όνειρο του. Η μάντισσα μόλις τον είδε κατάλαβε αλλά το μόνο που μπορούσε να του αποκαλύψει ,από τα κρυφά νοήματα και τα μυστήρια, ήταν ότι θα γινόταν βασιλιάς με τρόπο που δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί, αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να πεθάνει. Το παλικάρι έφυγε προβληματισμένο γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πως γίνεται να πεθάνει πρώτα και μετά να γίνει βασιλιάς. Τρεις ημέρες με το άλογο έπρεπε να καβαλήσει για να φτάσει στο παλάτι, τρεις ημέρες καβαλούσε αμέριμνος, ενώ η φήμη ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας απατεώνας που είχε με κόλπα και στα ψέματα κάνει τόσους άθλους έπεσε στην χώρα σαν επιδημία και απλώθηκε ραγδαία. Την μέρα που περνούσε τις πόρτες του κάστρου για να πάει στο παλάτι ο βασιλιάς τον είχε είδη επικηρύξει σαν κοινό κακοποιό. Εκεί τον πλησίασε ένας ζητιάνος τον οποίο είχε ειδοποιήσει η μάντισσα και του έδωσε ένα βοτάνι. «Όταν τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ, φάε αυτό το βοτάνι» του είπε. Το παλικάρι δεν έδωσε σημασία αλλά πήρε το βοτάνι.Όταν έφτασε στο παλάτι και πριν καν προλάβει να μπει μέσα, οι φύλακες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην φυλακή, με σκοπό την επομένη να τον εκτελέσουν δημόσια σαν κοινό κακοποιό. Το παλικάρι απελπισμένο, θυμήθηκε τον ζητιάνο και έφαγε το βοτάνι. Μετά από λίγο έπεσε νεκρός.
Εδώ πρέπει να μιλήσουμε για την νεκροφάνεια, όταν δηλαδή κάποιος φαίνεται νεκρός αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτό το κόλπο το πετυχαίνει κάποιος με τα κατάλληλα βότανα και με λίγη γνώση πάνω στην χρήση τους. Η νεκροφάνεια στην αρχική της χρήση χρησιμοποιούνταν στα αρχαία μυστήρια συμβολικά στους μύστες, για να τους δείξει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει εν ζωή, να φτάσει στο φοβερό τέλος για να μπορέσει να ξυπνήσει μέσα του η θεότητα και το θεϊκό πνεύμα αλλά και για να νικηθεί οριστικά ο φόβος του θανάτου. Τα σύμβολα όμως είναι ερεθίσματα που οδηγούν σε διαφορετικά μονοπάτια μέσω τον οποίον μπορεί κάποιος να βιώσει πραγματικά τα μυστήρια και τότε να οδηγηθεί στην κρυφή αυτή γνώση του κόσμου και του σύμπαντος. Με τον καιρό η χρήση των συμβόλων ξεχάστηκε και πολύ επιτήδειοι και τσαρλατάνοι, σαν και εμένα και τους άλλους συγγραφείς, τα χρησιμοποιούσαν για ιδιοτελείς σκοπούς όπως παραδείγματος χάρη για να μπορέσουν να σώσουν τον ήρωα τους από μια πολύ δύσκολη κατάσταση.
Με αυτόν τον τρόπο, όπως καταλαβαίνετε σώθηκε ο ήρωας μας, την επόμενη μέρα οι φύλακες τον βρήκαν νεκρό και τον πέταξαν στον δρόμο. Ο ζητιάνος το βράδυ μάζεψε το κουφάρι και το φύλαξε στο δάσος όσο έπρεπε μέχρι να ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε του εξήγησε όλα όσα είχαν συμβεί και τον συμβούλεψε να κυκλοφορεί μόνο νύχτα και να κρύβεται γιατί αν τον ανακάλυπταν ότι ήταν ζωντανός θα τον σκότωναν και αυτή την φορά δεν θα μπορούσε κανείς να τον γλυτώσει. Αυτός τότε λανθασμένα σκέφτηκε πως είχε δίκιο η μάντισσα που του είπε ότι για να γίνει βασιλιάς έπρεπε πρώτα να πεθάνει και θεώρησε ότι το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα απλά έπρεπε να διαλέξει τον άλλο δρόμο, να κλέψει δηλαδή την βασιλοπούλα και έτσι να αναγκάσει τον βασιλιά να τον κάνει διάδοχο του. Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει είναι ότι δεν ήξερε να κλέβει και έπρεπε να βρει κάποιον να του μάθει την τέχνη. Για να μην τα πολυλογώ αφού περιπλανήθηκε νύχτες πολλές και δεν κατάφερε να βρει κάποιον κλέφτη να τον μυήσει στην τέχνη, αποφάσισε να κάνει πως κοιμάται σε κάποιο μέρος απόμερο και να παραφυλάξει αν κάποιος προσπαθήσει να τον κλέψει να τον πιάσει και να τον υποχρεώσει με αντάλλαγμα την ζωή του να του μάθει την τέχνη.
Το επάγγελμα του ληστή και του κλέφτη είναι ένα έντιμο και καθ’ όλα αξιοσέβαστο λειτούργημα.Ο κλέφτης και ο ληστής είναι άνθρωποι έξυπνοι σοφοί και ξέρουν να παίρνουν πράγματα από αυτούς που δεν τα χρειάζονται ή με δόλο και πονηριά τα έχουν πάρει και να τα δίνουν σε όσους τα έχουν ανάγκη. Είναι μάλιστα εκ πεποιθήσεως άνθρωποι λιτοί, πολλές φορές ρακένδυτοι και λιτοδίαιτοι. Το γεγονός αυτό απλά τους βοηθά να είναι οξυδερκής και σε συνεχή εγρήγορση, γιατί η άνετη ζωή και τα πλούτη μαλακώνουν τις αισθήσεις και κάνουν τον άνθρωπο άπληστο και εγωιστή. Ο ήρωας μας χωρίς να τα γνωρίζει όλα αυτά αναγκάστηκε, γιατί η ανάγκη είναι που κινεί τους ανθρώπους και την γη, μαζί με τον έρωτα, να ψάξει και να ζητήσει την βοήθεια ενός κλέφτη. Έψαξε παντού όμως μάταια και όταν η ανάγκη τα φέρει έτσι που εσύ να μην μπορείς, αυτός που τον έχεις ανάγκη, όταν είναι σοφός άνθρωπος,το καταλαβαίνει και προστρέχει να σε βοηθήσει. Γι’ αυτόν τον λόγο και για πολλούς άλλους που καλό θα ήταν να ψάξετε και να τους καταλάβετε μόνοι σας,αφού ως γνωστόν η γνώση δεν μεταδίδετε με τον λόγο μόνο αλλά κυρίως με την εμπειρία, το παράδειγμα και τα σημάδια που υπάρχουν παντού και ο καθένας όσα μπορεί και είναι έτοιμος να δεχτεί, τα αναγνωρίζει και τα ακολουθεί, γι αυτόν τον λόγο λοιπόν ο μεγαλύτερος κλέφτης της περιοχής, μια γυναίκα απαράμιλλης καλλονής και καλλιέργειας αποφάσισε να τον βοηθήσει. Όμως έπρεπε πρώτα να τον δοκιμάσει και έτσι αποφάσισε να μεταμφιεστεί σε άντρα για να τον συναντήσει.
Πράγματι έτσι και έγινε, το βράδυ πλησίασε η γυναίκα που τον είχε ερωτευτεί καλά μεταμφιεσμένη σε άντρα και αφέθηκε να πιαστεί αν και ήταν από τις ικανότερες σε αυτήν την τέχνη. Κάτι το σκοτάδι, κάτι η μεταμφίεση, ο ήρωας μας δεν κατάλαβε ότι ο κλέφτης ήταν γυναίκα. Του ζήτησε να τον συμβουλέψει και αφού όλη νύχτα του εξηγούσε τα πιο απόκρυφα μυστικά της κλοπής στο τέλος για να του μάθει την τέχνη, του έκλεψε την καρδιά, για να του δείξει πως γίνεται, και έφυγε. Ο ήρωας μας χαρούμενος που έμαθε την τέχνη της κλοπής έφυγε και αυτός αλλά ξέχασε να ζητήσει πίσω την καρδιά του.
Στο σημείο αυτό είμαστε και πάλι αναγκασμένοι να κάνουμε ένα διάλειμμα και να μιλήσουμε για την μεταμφίεση. Η μεταμφίεση χρησιμοποιείται για πολλούς λόγους όπως ενδεικτικά αναφέρω για να δοκιμάσουμε την πίστη κάποιου, να αναπαραστήσουμε γεγονότα που έγιναν και να τα αποκαλύψουμε, για να δείξουμε συμβολικά την αλλαγή που συντελείτε κλπ. Αυτός ο τελευταίος λόγος είναι που με ενδιαφέρει, η μεταμφίεση εδώ συμβολικά αναπαριστά την αλλαγή που αρχίζει να συντελείτε αλλά και συνάμα υποδηλώνει ότι ο έρωτας δεν έχει φύλλο.
Ο ήρωας μας προχωρούσε μόνο νύχτα προς το παλάτι, αναγκαζόταν πολλές φορές να κλέψει για να φάει, όμως στην μέση της διαδρομής μπερδεύτηκε επειδή του είχαν κλέψει την καρδιά του. Αυτός που το έλεγε η καρδιά του και δεν φοβόταν τίποτα, τώρα για πρώτη φορά δείλιασε, δεν ήξερε προς τα πού να πάει και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις ξεκίνησε να περιπλανιέται τυχαία ενώ σκέψεις περίεργες άρχισαν να τον πλημμυρίζουν και να τον τυραννάνε.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο τον άνδρα και να πούμε μια μικρή άλλη άσχετη ιστορία. Το τέχνασμα της μιας ιστορίας μέσα στην άλλη είναι από πολύ παλιά γνωστό και εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς που δεν είναι στις προθέσεις μου να αποκαλύψω, αυτό που θα ήθελα μόνο να πω είναι πως εγώ την χρησιμοποιώ με μοναδικό στόχο να σας μπερδέψω ακόμη περισσότερο.
Ήταν λοιπόν μια φορά ένας άνδρας που ζούσε σε μια καλύβα στο βουνό, μια νύχτα χτύπησε την πόρτα του ένας έμπορος βαριά άρρωστος από τις κακουχίες του ταξιδιού του. Ο άνδρας τον περιποιήθηκε και τον έκανε καλά. Ο έμπορος φεύγοντας για να τον ευχαριστήσει έβγαλε μέσα από την άμαξα του και του δώρισε εννιά πανέμορφα πουλιά που κελαηδούσαν πολύ γλυκά. Από τότε ο άνδρας απέκτησε αγάπη για την μουσική, έφερε μάλιστα ξύλα από το δάσος και έφτιαξε τα δικά του αυτοσχέδια μουσικά όργανα και έμαθε την τέχνη της μουσικής με την βοήθεια των πουλιών.Πέρασε καιρός και βαριά συμφορά, λοιμός και ξηρασία έπεσε στην επαρχία. Τα ζώα και πολλοί άνθρωποι πέθαναν ενώ όλα τα δέντρα και τα σπαρτά ξεράθηκαν. Ο άνδρας έφτασε σε σημείο να πεινάει, μέρες πολλές έμεινε νηστικός χωρίς να μπορεί τίποτα να βρει να φάει, τελικά άρχισε να σκέφτεται να φάει τα πουλιά που είχε.Η ιδέα που του μπήκε στο μυαλό τον βασάνιζε νύχτες πολλές. Κάθε πρωί ξυπνούσε μέσα στα αίματα και τις πληγές, όλη την ημέρα με υπομονή και με προσήλωση τις φρόντιζε και τις περιποιούνταν και τελικά κατάφερνε λίγο πριν πέσει για ύπνο να γιατρευτεί. Την άλλη ημέρα ξυπνούσε ξανά μέσα στα αίματα. Πάλευε βλέπεις με τον εαυτό του όλη την νύχτα. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε τελικά αυτός ο άνδρας και η ιστορία ξεχάστηκε με το πέρασμα των χρόνων.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι με τον ίδιο τρόπο πάλευε και ο δικός μας ήρωας με τον εαυτό του μερόνυχτα ατελείωτα. Μήνες πολλούς διέσχιζε την χαρά λυπημένος και αφού περιπλανήθηκε ξυπόλητος χιλιόμετρα αμέτρητα, χωρίς να ξέρει πως, έφτασε στην κόψη του ξυραφιού. Μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να περπατάει επάνω στο ξυράφι με γυμνά τα πόδια. Περπάτησε μέχρι την μέση αλλά κάπου εκεί έπεσε κάτω λιπόθυμος από την κούραση. Η τύχη, ή η ατυχία, για όσους τυχαίνει να πιστεύουν στην θεά αυτή τα έφερε έτσι ώστε να πέσει πάνω στα κλαδιά ενός τεράστιου πλάτανου και να γλυτώσει τον βέβαιο θάνατο. Όταν έπεσε στο έδαφος λιποθύμησε.
Λίγο πιο πέρα από το σημείο αυτό βρίσκεται η ωραία πύλη της ζωής και του θανάτου, της λογικής και της τρέλας, του γνωστού και του αγνώστου, του συνειδητού και του ασυνειδήτου που χωρίζει αυτούς τους κόσμους και μέσα από την οποία περνάει ένας ποταμός. Πλάι της στέκετε ακοίμητος ένας φρουρός, το που οδηγεί αυτή η πύλη είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο, αλλά η πιο πιθανή απάντηση είναι πως οδηγεί τον καθένα εκεί που του είναι γραμμένο να πάει. Ο φρουρός μόλις αντιλήφθηκε τον λιπόθυμο άντρα λίγο πιο πέρα από την πύλη πήγε για να δει αν ζει, μετά από λίγο ο άνδρας συνήλθε και ρώτησε πιο ήταν αυτό το μέρος. Ο φρουρός του απάντησε πως δεν ήξερε να του απαντήσει γιατί από τότε που γεννήθηκε στο χωριό δίπλα από την πύλη, του ανατέθηκε με κλήρο να συνεχίσει αφού ενηλικιωθεί, την παράδοση του χωριού που κάθε τριάντα τρία χρόνια διαλέγει τους δύο φύλακες του με κλήρο και δεν γνώριζε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Αφού μεγάλωσε προορισμένος για αυτήν την υπηρεσία μάλιστα άκρα μυστικότητα του κρατιόταν για όλα τα πράγματα και το μόνο που το επαναλάμβαναν επίμονα ήταν πως αφότου ξεκινήσει την υπηρεσία του μόνος του θα καταλάβαινε όλα όσα έπρεπε να κάνει. Και πράγματι μόλις ανέλαβε μετά από λίγο καιρό μπορούσε να ξεχωρίσει από τα χαρακτηριστικά του προσώπου ποιος έπρεπε να περάσει την πύλη και ποιος όχι. Του είπε ακόμη ότι τόσα χρόνια είδε πολλούς να περνούν την πύλη αλλά λίγους να επιστρέφουν. Του διηγήθηκε ιστορίες παλαιές που κυκλοφορούν στην περιοχή και που φτάνουν μέχρι τα αρχαία μυθικά χρόνια για τον Ορφέα, τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα .Αλλά την ιστορία που με βεβαιότητα θυμόταν γιατί την έζησε, ήταν αυτή της Ισπανο-μεξικανής ζωγράφου Remedios Varo που μετά από μια τραγική ιστορία και αφού έχασε τον αγαπημένο της σε ένα φρικτό δυστύχημα πλημμύρισε η ζωή της από τα δάκρυα της και τίποτα δεν μπορούσε να διώξει την στεναχώρια που ένοιωθε για τον αγαπημένο της. Έφτασε στην πύλη από τον ποταμό με μια αυτοσχέδια μηχανή δική της επινοήσεως και κατάφερε στην άλλη πλευρά να βρει την αιτία της βαριάς της θλίψης, το πικρό ποτήρι του χωρισμού που ξεχείλιζε από τα δάκρυα της και να το πιει μιας και δια παντός και έτσι να γλυτώσει από την κατάθλιψη που θα την οδηγούσε σιγά αλλά σταθερά στον βέβαιο θάνατο δια του πνιγμού μέσα στα ίδια της τα δάκρυα. Του ανέφερε ακόμη για αυτούς που έρχονται από μίλια μακριά με το αμίλητο νερό και περνούν την πύλη και χάνονται χωρίς να μιλούν άλλοι για να μην γυρίσουν ποτέ και άλλοι για να καταφέρουν να γυρίσουν μετά από καιρό. Του ανέφερε ότι όσοι γυρνούν τίποτα δεν αναφέρουν για αυτά που είδαν και γι’ αυτό τον λόγο και ο ίδιος πολύ λίγα ήξερε.Τον συμβούλεψε τέλος αν ήθελε να περάσει την πύλη να ξεκουραστεί πρώτα και να κάνει λιτή διατροφή μέχρι να ξεκινήσει το ταξίδι. Ο άνδρας έμεινε εκεί τριάντα τρεις μέρες. Την τριακοστή τέταρτη μέρα χάραξε πάνω στο πλατάνι που είχε πέσει τους στίχους:
Αυτός που πέθανε φορές
πολλές
και αναστήθει
έχει στο στόμα του φωτιά
και σίδερο στα στήθη
και για πρώτη φορά κάτω από το φως του ήλιου μετά από μήνες ανέβηκε σε ένα σανίδι ξύλο και με τα ρούχα του αυτοσχέδια πανιά άρχισε να ανεβαίνει πλωτά τον ποταμό. Πέρασε έτσι το στριφογυριστό βουνό της θλίψης και συνέχισε να ανεβαίνει μέχρι που έφτασε σε ένα μέρος που είναι πάντα χειμώνας. Είχε αρχίσει να ανεβαίνει τα άγρια βουνά της τρέλας εκεί εγκατέλειψε τον ποταμό και άρχισε να προχωράει με τα πόδια ξυπόλητος πάνω στα χιόνια. Βάδισε και ανέβηκε κανείς δεν ξέρει πόσο πολύ ώσπου έφτασε στο απόκρημνο φαράγγι της απόγνωσης, εκεί που πρέπει κάποιος να είναι πολύ δυνατός για να μην τρελαθεί τελείως. Στην άκρη αυτού του φαραγγιού πλάι σε ένα γκρεμό τριακόσια σαράντα τρία μέτρα ύψος είναι ένα δέντρο. Το δέντρο αυτό είναι γνωστό στις μυθολογίες των βόριων λαών και ως ανεμόδεντρο πάνω στο οποίο είχε κρεμαστεί ανάποδα ο θρυλικός ήρωας Βοτάν. Τα σχοινιά μάλιστα υπήρχαν ακόμη κρεμασμένα πάνω στο δέντρο μετά από τόσους αιώνες. Χωρίς να γνωρίζει αυτήν την μυθική ιστορία ο ήρωας μας διάβασε σκαλισμένους πάνω στο δέντρο τους γνωστούς στίχους του ποιητή:
Για εμένα όλα σφάλουσι
και πάσιν άνω κάτω
για με ξαναγεννήθηκε
η φύσις των πραγμάτων
Αφού διάβασε τους στίχους κάθισε ώρα πολύ και σκεφτότανε, κοίταξε τα σκοινιά και κατάλαβε, τα έδεσε στα πόδια του ανεβασμένος πάνω στα κλαδιά του δέντρου και κρεμάστηκε ανάποδα. Ο αέρας λυσσομανούσε και ήταν πολύ τυχερός που άντεξαν τα σχοινιά στην μανία του. Μετά έπεσε σε ιερό λήθαργο. Ακροβατούσε για άλλη μια φορά και κυριολεκτικά και μεταφορικά ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στην πλήρη τρέλα και την λογική. Όταν έπεσε η νύχτα ο αέρας κόπασε και χιόνισε πυκνά. Το χιόνι τον κάλυψε τελείως σαν το κουκούλι που καλύπτει την κάμπια, το μεγαλύτερο μυστήριο του ανθρώπου αυτό της θέοσης ή καλύτερα της θέασης άρχισε να συντελείτε. Πέθαινε ο παλιός του εαυτός για να ξαναγεννηθεί σαμάνος, ποιητής, άγιος, προφήτης και τρελός. Η θεότητα άρχισε να λάμπει μέσα του, από ετερόφωτος γινόταν μια και δια παντός αυτόφωτος, από σκιά γινόταν μια και δια παντός φωτεινός σαν τον ήλιο.Όταν ξύπνησε ήτανε πια κάποιος άλλος. Ένα φως είχε καλύψει την μορφή του και όσοι τον έβλεπαν νόμιζαν ότι έβλεπαν ένα μικρό ήλιο. Γύρισε πίσω ξαναπέρασε την πύλη και πορεύτηκε πίσω προς το παλάτι. Όταν έφτασε ήταν πάλι νύχτα. Μετά από τριάντα τόσους μήνες πορεύτηκε μέχρι την αίθουσα του θρόνου. Ο βασιλιάς και οι ακόλουθοι του τρομοκρατημένοι εγκατέλειψαν το παλάτι και τράπηκαν σε φυγή. Ο ήρωας μας έβγαλε τα ρούχα του και γυμνός κάθισε στον θρόνο. Αυτή η στιγμή για όσους λίγους τυχερούς την είδαν και για εμένα που την άκουσα θα μείνει ανεξίτηλη για πάντα στην μνήμη τους. Εκεί καθισμένος αφού εξήγησε όλη την αλήθεια για το πρόσωπο του ξαναντύθηκε και έφυγε. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε μετά, κάποιοι που εγώ αποφάσισα να πιστέψω χωρίς λόγο, λένε ότι βρήκε την κοπέλα που του έκλεψε την καρδιά και ζήσανε μαζί ευτυχισμένοι.
[1] Ο υπότιτλος είναι στίχος από τραγούδι του κ. Θανάση Παπακωνσταντίνου.