Δεν υπήρχε εποχή μεγαλύτερης χαράς από κείνη που μας πρόσφερε, σε μένα και τη Μαρία, η θεία με τον θάνατο της.
Η Ινές επέστρεφε από το Μπουένος Άιρες, όπου είχε περάσει τρεις μήνες. Εκείνη τη νύχτα, όταν πλαγιάσαμε, ακούσαμε την Ινές να λέει στη μαμά:
_Τι περίεργο!.. Έχω τα φρύδια πρησμένα.
Η μαμά βεβαίως περιεργάστηκε τα φρύδια της θείας, καθώς λίγο μετά αποκρίθηκε:
_ Όντως…. Δεν νοιώθεις τίποτα;
_ Όχι… Νύστα….
Την επόμενη μέρα, κατά τις δύο το μεσημέρι, αντιληφθήκαμε ξάφνου μια μεγάλη αναταραχή εντός της οικίας, πόρτες που ανοίγανε και δεν κλείνανε, κοφτούς διάλογους επιφωνημάτων, και όψεις αλαφιασμένες. Η Ινές είχε ευλογιά, κάποιας αιμορραγικής μετάλλαξης που ενδημούσε στο Μπουένος Άιρες.
Φυσικά, στην αδερφή μου και μένα, το δράμα προξένησε ενθουσιασμό. Τα παιδιά διακατέχονται πάντα από τη δυσαρέσκεια πως στο σπίτι δεν συμβαίνουν σπουδαία πράγματα. Ετούτη τη φορά η θεία μας- όλως τυχαίως η θεία μας!- άρρωστη από ευλογιά! Εγώ, ως ευτυχές παιδάκι, είχα να διηγούμαι με περηφάνια τη φιλία μου μ’ έναν αστυνομικό, και τη συνάντηση μου μ’ έναν κλόουν που έχοντας δώσει έναν πήδο στις εξέδρες είχε πάρει θέση στο πλάι μου. Όμως τώρα το μέγα γεγονός συνέβαινε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και εξιστορώντας το στο πρώτο παιδί που κοντοστάθηκε στην πόρτα να κοιτάξει, υπήρχε στα μάτια μου η έπαρση με την οποία ένα πλάσμα σημαδεμένο από βαρύτατο πένθος, παρελαύνει για πρώτη φορά μπροστά από τα έκπληκτα και
ζηλόφθονα γειτονάκια του.
Το ίδιο απόγευμα βγήκαμε από το σπίτι, και βολευτήκαμε στο μοναδικό μέρος που θα μπορούσαμε να βρούμε με τόση σπουδή, μια παλιά αγροικία στα πέριξ του σπιτιού. Μια αδερφή της μαμάς που είχε περάσει ευλογιά όταν ήταν μικρή, έμεινε στο πλευρό της Ινές.
Πιθανότατα τις πρώτες μέρες η μαμά βίωσε βάναυσες αγωνίες για τα παιδιά της που είχαν φιλήσει την άρρωστη. Όμως, αντίθετα εμείς, έχοντας μετατραπεί σε οργισμένοι Ροβινσώνες, δεν είχαμε χρόνο για να αναλογιζόμαστε τη θεία μας. Είχε περάσει καιρός που η αγροικία κοιμόταν σε με μια ερεβώδη και υγρή νηνεμία. Ασπριδερές πορτοκαλιές από ίασπι ˙ ροδακινιές ξεφλουδισμένες στα σταυρώματα˙ κυδωνιές που είχαν όψη από λυγαριές ˙ συκιές που σερνόντουσαν χάμω εξαιτίας της εγκατάλειψης, πράγμα που έδινε , στο πυκνό τους φύλλωμα που απορροφούσε τα βήματα, μια έντονη αίσθηση παραδείσου.
Εμείς δεν ήμασταν ακριβώς ο Αδάμ και η Εύα αλλά, πράγματι, ηρωικοί Ροβινσώνες αφημένοι στην μοίρα μας εξαιτίας της μεγάλης οικογενειακής δυστυχίας: τον θάνατο της θείας μας, που υπέκυψε τέσσερεις μέρες μετά αφότου άρχισε η εξερεύνηση μας.
Περνούσαμε ολόκληρη την μέρα ανιχνεύοντας στα πέριξ της αγροικίας τόσο εξονυχιστικά που οι συκιές, πολύ πυκνές στη βάση τους, μας φέρνανε μια κάποια αναστάτωση. Το πηγάδι επίσης διέγειρε τις γεωγραφικές μας ανησυχίες. Ήταν ένα παλιό πηγάδι που ‘χε μείνει ημιτελές, οι εργασίες είχαν σταματήσει στα δεκατέσσερα μέτρα πάνω από τον λιθόστρωτο πάτο, που χανότανε τώρα μέσα στο πηγαδόχορτο και τις φτέρες των τοιχωμάτων του. Ήτανε ωστόσο ανάγκη να το εξερευνήσουμε και προελαύνοντας καταφέραμε με ατέρμονες προσπάθειες να φέρουμε ως το στόμιο του ένα μεγάλο κοτρώνι. Καθώς το πηγάδι παρέμενε κρυμμένο πίσω από ένα πύκνωμα καλαμιών, ήταν εφικτή αυτή η μπαγαποντιά δίχως η μαμά να πάρει χαμπάρι. Ωστόσο, η Μαρία, της οποίας η ποιητική έμπνευση υπερτερούσε πάντα στις επιχειρήσεις μας, κατάφερε να μεταφέρουμε το τέρας μέχρι που μια μεγάλη πλημμυρίδα, γεμίζοντας το πηγάδι, μας τροφοδοτούσε με καλλιτεχνική ικανοποίηση και, ταυτόχρονα, επιστημονική.
Όμως εκείνο που κυρίως αποτέλεσε πόλο έλξη των εφορμήσεων μας ήταν ο καλαμιώνας. Αργήσαμε κάνα δυο βδομάδες να εξερευνήσουμε όπως έπρεπε εκείνο το πληθωρικό πλέγμα από πράσινα κοντάρια, ξερά, κοντάρια κάθετα, κοντάρια τσακισμένα, παρασυρμένα, γερμένα στη γη. Τα ξερά φύλλα, ακινητοποιημένα στην πτώση τους, πλέκανε το πύκνωμα, που γέμιζε με σκόνη και θρύμματα τον αέρα στην παραμικρή επαφή.
Διαλευκάναμε ωστόσο το μυστήριο ˙ και καθισμένοι με την αδερφή μου στη σκοτεινή κόχη κάποιας γωνιάς, κολλημένοι ο ένας στον άλλον και βουβοί στο ημίφως, απολαμβάναμε για ολόκληρες ώρες την περηφάνια πως δεν νοιώθαμε φόβο. Ήταν εκεί όπου ένα απόγευμα, ντροπιασμένοι από την ελάχιστη πρωτοβουλία μας, ανακαλύψαμε το κάπνισμα. Η μαμά ήταν χήρα ˙ μαζί μας ζούσανε συνήθως οι δυο αδερφές της, και εκείνες τις στιγμές ένας αδερφός, αυτός ο οποίος είχε έρθει με την Ινές από το Μπουένος Άιρες.
Εκείνος ο εικοσαετής θείος μας, πολύ κομψός και επηρμένος, είχε προσάψει σε εμάς μια κάποια δύναμη που η μάνα μας, με τη δυσαρέσκεια εκείνης της στιγμής και την ελλιπή της προσωπικότητα, ευνοούσε.
Η Μαρία κι εγώ, αίφνης, εκδηλώναμε μια ολόκαρδη αντιπάθεια προς τον αυτόκλητο πατριούλη.
_Σε διαβεβαιώνω, έλεγε εκείνος στη μαμά, δείχνοντας μας με το σαγόνι, πως θα επιθυμούσα να ζω για πάντα μαζί σου για να ‘χω από κοντά τα παιδιά σου. Θα σε παιδέψουνε πολύ
_ Άφησε τα, αποκρινόταν η μαμά αποκαμωμένη.
Εμείς δεν λέγαμε τίποτα ˙ όμως κοιταζόμασταν πάνω από το πιάτο της σούπας.
Από εκείνον τον βλοσυρό άνθρωπο , λοιπόν, είχαμε βουτήξει ένα πακέτο τσιγάρα ˙ και παρόλο που μας έβαζε σε πειρασμό να μυηθούμε άμεσα στο ανδροπρεπές προνόμιο, περιμέναμε τη συσκευή. Αυτή ήτανε μια πίπα που είχα φτιάξει εγώ με ένα κομμάτι καλάμι, για μπολ γεμίσματος, ένα πηχάκι κουρτίνας για επιστόμιο ˙ και για κολλητική ουσία, στόκο από ένα τζάμι προσφάτως τοποθετημένο. Η πίπα ήτανε τέλεια, ανάλαφρη και ποικιλόχρωμη.
Στο καταφύγιο μας του καλαμιώνα, τη γεμίζαμε, η Μαρία κι εγώ, με θρησκευτική και ακλόνητη προσήλωση. Πέντε τσιγάρα εναπόθεσαν εντός της τον καπνό τους, και τότε καθισμένοι με τα γόνατα ψηλά, άναψα την πίπα και εισέπνευσα. Η Μαρία που καταβρόχθιζε τις κινήσεις μου με τα μάτια, αντιλήφθηκε πως τα δικά μου τα σκεπάζανε δάκρυα: ποτέ μου δεν είχα δει πράγμα πιο απεχθές. Κατάπια, ωστόσο, θαρρετά το αναγουλιαστικό σάλιο.
_ Εύγευστο; με ρώτησε η Μαρία με λαχτάρα, τείνοντας το χέρι
_ Εύγευστο, απάντησα όπως της έδινα την απαίσια συσκευή.
Η Μαρία ρούφηξε με μεγαλύτερη ακόμη δύναμη. Εγώ που την παρατηρούσα προσεχτικά αντιλήφθηκα με τη σειρά μου τα δάκρυα της και την ταυτόχρονη κίνηση χειλιών, λαιμού και γλώσσας, όπως φυσούσε προς τα έξω. Το θάρρος της υπήρξε μεγαλύτερο απ’ το δικό μου.
_ Είναι εύγεστο, είπε με τα μάτια κλαμένα και σουφρώνοντας τα χείλη . Κι έφερε άλλη μια φορά με ηρωισμό στο στόμα το μπρούτζινο πηχάκι.
Ήταν επιτακτική ανάγκη να τη σώσω. Η περηφάνια, και μόνο αυτή, την έριχνε εσπευσμένα ξανά σε κείνον τον κολασμένο καπνό που ‘χε γεύση αλατιού από το Chantaud, η ίδια περηφάνια που μ’ είχε κάνει να της εκθειάσω την αηδιαστική καούρα.
_ Φφστ!…-είπα απότομα, στήνοντας αυτί- μου φαίνεται πως το βόδι που ‘δαμε τις προάλλες, πρέπει να φωλιάζει εδώ…
Η Μαρία αφοσιώθηκε, αφήνοντας κατά μέρος την πίπα ˙ και με προσεχτική ακοή και μάτια διερευνητικά, απομακρυνθήκαμε από εκεί, με φαινομενική αγωνία για να δούμε το ζωάκι, όμως στ’ αλήθεια γαντζωμένοι σαν ετοιμοθάνατοι σε κείνη την αξιότιμη πρόφαση της επινόησης μου, για να απομακρυνθούμε με σύνεση από τον καπνό, δίχως να πληγεί ο εγωισμός μας.
Ένα μήνα μετά επέστρεψα στην καλαμένια πίπα, όμως τότε με αποτελέσματα πολύ διαφορετικά. Εξαιτίας των σποραδικών σκανδαλιών μας, ο πατριούλης μας είχε υψώσει τη φωνή με μεγαλύτερη σκληρότητα από εκείνη που θα μπορούσαμε να του επιτρέψουμε, η αδερφή μου κι εγώ. Παραπονεθήκαμε στη μαμά.
_ Μπα… Μη δίνετε σημασία-μας απάντησε, σχεδόν δίχως να ακούσει- αυτός έτσι είναι.
_ Να δεις που καμιά μέρα θα μας τις βρέξει!- στέναξε η Μαρία
_ Αν εσείς δεν του δώσετε αφορμές, όχι. Τι του κάνατε;-πρόσθεσε απευθυνόμενη σε μένα.
_ Τίποτα, μαμά… Όμως εγώ δεν θέλω να με αγγίξει- αντέτεινα με τη σειρά μου.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο θείος μας.
_ Α! Εδώ είναι το καλόπαιδο ο Εδουάρδο! Θα σου ασπρίσει τα μαλλιά αυτό το παιδί, θα δεις!
_ Παραπονιούνται πως θες να τους χτυπήσεις.
_ Εγώ; – αναφώνησε ο πατριούλης ζυγιάζοντας με-. Ακόμη δεν το έχω σκεφτεί. Αλλά έτσι και δείξεις ασέβεια..
_ Και πολύ καλά θα πράξεις-έδωσε τη συγκατάθεση της η μαμά.
_ Εγώ δεν θέλω να με αγγίξει- επανέλαβα θυμωμένος και αναψοκοκκινισμένος-. Αυτός δεν είναι ο μπαμπάς!
_ Όμως αφού ο καημένος ο πατέρα σου δεν υπάρχει, είναι θείος σου. Και στο κάτω-κάτω της γραφής αφήστε με ήσυχη- κατέληξε κάνοντας μας πέρα.
Μόνοι στην αυλή, η Μαρία κι εγώ, κοιταζόμασταν με υπεροπτική φλόγα στα μάτια.
_ Κανείς δεν πρόκειται να με χτυπήσει- διαβεβαίωσα.
_Όχι!… Ούτε και μένα-υποστήριξε εκείνη, για λογαριασμό της
_ Είναι ένας βλάκας!
Και η έμπνευση ήρθε απότομα, και όπως πάντα, στην αδερφή μου, με ξέφρενο γέλιο και θριαμβευτικό βηματισμό :
_ Ο θείος Αλφόνσο… είναι ένας βλάκας! Ο θείος Αλφόνσο… είναι ένα βλάκας!
Όταν λίγο μετά έπεσα πάνω στον πατριούλη, μου φάνηκε, από το βλέμμα του, πως μας είχε ακούσει. Όμως ήδη είχαμε σχεδιάσει την ιστορία του Κλωτσοτσίγαρου, παρατσούκλι βγαλμένο από τις μεγάλες δόξες του μουλαριού του Μοντ.
Το Κλωτσοτσίγαρο αποτελούταν, κατά βάση , από ένα πυροτέχνημα που, τυλιγμένο σε τσιγαρόχαρτο, τοποθετήθηκε στην ταμπακιέρα όπου ο θείος Αλφόνσο είχε πάντα στο κομοδίνο, καθώς τα χρησιμοποιούσε στη μεσημεριάτικη σιέστα.
Το ένα του άκρο ήταν κομμένο έτσι ώστε το τσιγάρο να μην έκανε μεγάλη ζημιά στον καπνιστή. Το απότομο ανάβλυσμα σπινθήρων ήταν αρκετό, και εν τέλει η όλη επιτυχία συνίστατο στο γεγονός πως ο θείος μας, μισοκοιμισμένος, δεν θα συνειδητοποιούσε την ιδιαίτερη σκληράδα του τσιγάρου του.
Είναι φορές που τα πράγματα επισπεύδονται με τέτοιο τρόπο, που δεν υπάρχει χρόνος ούτε αναπνοές για να τα διηγηθείς. Ξέρω μόνο πως σε μια σιέστα ο πατριούλης εξήλθε σαν βόμβα απ’ το δώμα του, συναντώντας τη μαμά στην τραπεζαρία.
_Α, εδώ είσαι! Ξέρεις τι κάνανε ; Στο ορκίζομαι πως τούτη φορά θα τα πούμε καλά!
_Αλφόνσο!
_Τι; Δεν θέλω κι εσένα από πάνω! Αν δεν ξέρεις να διαπαιδαγωγείς τα παιδιά σου, θα το κάνω εγώ!
Ακούγοντας την οργισμένη φωνή του θείου, εγώ που ήμουν απασχολημένος με το να χαράζω αθώα γραμμές στο στόμιο του πηγαδιού, ελίχθηκα μέχρι μου μπήκα από τη δεύτερη πόρτα στην τραπεζαρία και χώθηκα πίσω από τη μαμά. Ο πατριούλης με είδε τότε και ρίχτηκε κατά πάνω μου.
_ Εγώ δεν έκανα τίποτα!-φώναξα
_ Περίμενε-βρυχήθηκε ο θείος μου, τρέχοντας πίσω μου γύρω από το τραπέζι.
_Αλφόνσο, άστον!
_ Θα σου τον αφήσω μετά!
_ Δεν θέλω να μ’ αγγίξει!
_ Έλα Αλφόνσο! Κάνεις σαν παιδάκι!
Αυτό ήταν το τελευταίο πράμα που θα μπορούσε να πει κανείς στον πατριούλη. Εκτόξευσε έναν όρκο και τα πόδια του ξοπίσω μου με τόση ταχύτητα που παραλίγο να με φτάσει. Όμως ακριβώς εκείνη τη στιγμή βγήκα σφεντόνα από την ανοιχτή πόρτα προς την αγροικία, με τον θείο στο κατόπι μου.
Σε πέντε δευτερόλεπτα περάσαμε σαν μια πνοή από τις ροδακινιές, τις πορτοκαλιές και τις αχλαδιές, κι ήταν τότε που η ιδέα του πηγαδιού, και της πέτρας, αναδύθηκε φριχτά ολοκάθαρη.
_ Δεν θέλω να με ακουμπήσει-φώναξα κι άλλο
_Περίμενε!
Εκείνη τη στιγμή φτάσαμε στον καλαμιώνα
_Θα ριχτώ στο πηγάδι!- τσίριξα για να με ακούσει η μαμά
_ Εγώ είμαι αυτός που σε ρίξει!
Απότομα εξαφανίστηκα από τα μάτια του πίσω από τα καλάμια ˙ τρέχοντας πάντα, έριξα μια σπρωξιά στην εξερευνητική πέτρα που περίμενα να φέρει πλημμύρα, και πήδηξα από το πλάι, έχοντας βυθιστεί κάτω από τη φυλλωσιά.
Ο θείος πρόβαλε αμέσως, την ώρα που δεν μ’ έβλεπε πια, ένιωθε εκεί στον πάτο του πηγαδιού το απαίσιο βούισμα ενός σώματος που συνθλιβόταν.
Ο πατριούλης σταμάτησε, τελείως χλωμός ˙ έστρεψε προς όλες τις μεριές τα γουρλωμένα του μάτια, και ζύγωσε στο πηγάδι. Προσπάθησε να κοιτάξει μέσα, όμως τα πηγαδόχορτα τον εμπόδισαν. Τότε φάνηκε να συλλογιέται, και ύστερα από μια προσεχτική ματιά στο πηγάδι και γύρω από αυτό, άρχισε να με αναζητεί.
Καθώς, δυστυχώς για την περίσταση, δεν ήταν πολύς καιρός που ο θείος Αλφόνσο είχε πάψει να παίζει κρυφτό για ν’ αποφύγει τις επαφές σώμα με σώμα με τους γονείς του, διατηρούσε ακόμη πολύ νωπές τις πρόσφατες στρατηγικές, και έκανε για την αφεντιά μου ό,τι ήταν δυνατό προκειμένου να με ξεχωνιάσει.
Ανακάλυψε αμέσως την κρύπτη μου, επιστρέφοντας πεισματικά σε κείνη με αξιοθαύμαστη όσφρηση ˙ όμως καθώς το άφθονο φύλλωμα με έκρυβε εξ ολοκλήρου, ο θόρυβος του σώματος που συγκρούοταν τρέλαινε τον θείο μου, που δεν έψαχνε καλά, με πλήρη συναίσθηση.
Αποφάνθηκε λοιπόν πως εγώ κειτόμουν πατικωμένος στον πάτο του πηγαδιού, για να κάνω πράξη αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μεταθανάτια εκδίκηση. Η περίπτωση ήτανε εντελώς ξεκάθαρη: με τι πρόσωπο ο θείος θα διηγιόταν στη μαμά πως εγώ είχα αυτοκτονήσει για να αποφύγω το ξύλο που θα μου ‘ριχνε.
Περάσανε δέκα λεπτά.
_Αλφόνσο- ήχησε αίφνης η φωνή της μαμάς στην αυλή.
_ Μερσέδες; – απάντησε εκείνος μετά από ένα απότομο τράνταγμα.
Ίσως η μαμά προαισθάνθηκε κάτι, γιατί η φωνή της ήχησε ξανά, αναστατωμένη.
_ Και ο Εδουάρδο; Πού βρίσκεται; – πρόσθεσε προχωρώντας.
_ Εδώ, μαζί μου! –απάντησε γελώντας.- Πλέον τα έχουμε βρει.
Έτσι όπως ήτανε μακριά η μαμά δεν μπορούσε να τη δει τη χλομάδα του ούτε την αστεία γκριμάτσα του που εκείνος προσπαθούσε να την κάνει μακάριο χαμόγελο, πήγαν όλα καλά
_ Δεν το χτύπησες, έτσι; – επέμενε κι άλλο η μαμά
_ Όχι! Ένα αστείο ήταν!
Η μαμά ξαναμπήκε μέσα. Αστείο! Αστείο ήταν όλο αυτό για τον πατριούλη.
Η Σέλια, η μεγάλη μου θεία, που είχε μόλις αποτελειώσει τον μεσημεριανό της ύπνο, διέσχισε την αυλή και ο Αλφόνσο με χειρονομίες την έκανε να σιωπήσει. Κάποιες στιγμές αργότερα η Σέλια έβγαζα ένα πνιγμένο ωχ!, φέρνοντας τα χέρια της στο κεφάλι.
_ Όμως, πώς! Τι φρίκη! Καημένη, καημενούλα Μερσέδες! Τι χτύπημα!
Ήταν ανάγκη να αποφασιστεί κάτι πριν η Μερσέδες έπαιρνε χαμπάρι. Να με βγάλουν , έχοντας ακόμη ζωή; Το πηγάδι είχε δεκατέσσερα μέτρα βάθος. Ίσως, ποιος να ξέρει… Όμως για να γίνει αυτό θα ήταν απαραίτητο να φέρουν τριχιές, άντρες ˙ και η Μερσέδες…
_ Καημένη, καημένη μάνα! – επαναλάμβανε η θεία μου.
Είναι ακριβές να πω πως για μένα, τον μικρό ήρωα, μάρτυρα της σωματικής του αξιοπρέπειας, δεν υπήρξε ούτε καν ένα δάκρυ. Η μαμά μονοπωλούσε όλες τις εξάψεις εκείνου του πόνου, που της θυσίαζαν τη μακρινή πιθανότητα να βρίσκομαι εν ζωή, εκεί κάτω. Το οποίο, πληγώνοντας τη διπλή μου ματαιοδοξία ως ζωντανού και ως νεκρού, ζωντάνεψε τη δίψα μου για εκδίκηση.
Μισή ώρα μετά η μαμά ξαναρώτησε για μένα, και η Σέλια της απάντησε με τόσο ισχνή διπλωματία, που η μαμά είχε αμέσως τη βεβαιότητα μιας καταστροφής.
_Ο Εδουάρδο, ο γιος μου!- αλάλαξε ξεφεύγοντας από τα χέρια της αδερφής της που πάσχιζε να τη συγκρατήσει, και έσπευσε να πάει στην αγροικία.
_ Μερσέδες, όχι! Σου τ’ ορκίζομαι! Έχει βγει!
_ Το παιδί μου! Ο γιος μου! Αλφόνσο!
Ο Αλφόνσο έσπευσε να τη βρει, ακινητοποιώντας την καθώς έβλεπε πως κατευθυνόταν στο πηγάδι. Η μαμά δεν σκεφτόταν τίποτα συγκεκριμένο ˙ όμως βλέποντας την τρομοκρατημένη χειρονομία του αδερφού της, θυμήθηκε τότε τη διαμαρτυρία μου μια ώρα πριν, και έβγαλε μια τρομαχτική οιμωγή.
_ Άιιι! Το παιδί μου! Σκοτώθηκε! Αφήστε με! Αφήστε με! Το παιδί μου, Αλφόνσο! Μου το σκότωσες!
Κουβάλησαν τη μάνα μου δίχως αισθήσεις. Δεν μου είχε προκαλέσει την παραμικρή συγκίνηση η απελπισία της μαμάς, καθώς εγώ-εξαιτίας εκείνης- ήμουν και παραήμουν ζωντανός, παίζοντας απλά στα οχτώ μου χρόνια με τη συγκίνηση, κατά τον τρόπο που οι μεγάλοι χρησιμοποιούν τις εκπλήξεις , τραγικές κατά το ήμισυ: τη χαρά που θα έχει όταν με δει!
Εντωμεταξύ, απολάμβανα ενδόμυχη ευχαρίστηση με την αποτυχία του πατριούλη.
_ Χμμμ… ! Να με χτυπήσει!- βαρυγκωμούσα, ακόμη κάτω από το φύλλωμα.
Σηκώθηκα τότε με προφυλάξεις, κάθισα ανακούρκουδα στην κρύπτη μου και πήρα την περίφημη πίπα που ‘χα καλά φυλαγμένη στα φύλλα. Εκείνη ήταν η ώρα να αφιερώσω όλη μου τη σοβαρότητα προκειμένου να εξαντλήσω την πίπα.
Ο καπνός εκείνου του υγρασιασμένου χαρμανιού, ξεραμένου και ξαναυγρασιασμένου και ξαναξεραμένου ατελείωτες φορές, είχε τη δεδομένη στιγμή μια γεύση κουμπαρί, διάλυμα Coirre και θειικής σόδας, πολύ πιο αψύς σε σχέση με την πρώτη φορά. Ξεκίνησα, ωστόσο, το έργο μου που είχε μια δυνατή γεύση, με τα φρύδια σμιχτά και να δόντια να τρίζουν πάνω στο επιστόμιο.
Κάπνισα, νομίζω το εν τέταρτο της πίπας. Θυμάμαι μόνο πως ο καλαμιώνας στο τέλος γίνηκε εντελώς γλαυκός κι άρχισε να χορεύει στους δυο πόντους απ’ τα μάτια μου. Δυο τρία σφυριά σε κάθε παρειά της κεφαλής μου πήραν να κοπανάνε τους κροτάφους μου, ενώ το στομάχι, έχοντας φτάσει στο στόμα μου, έβγαζε απευθείας με εκπνοές τις τελευταίες τολύπες καπνού.
* * * * *
Συνήλθα καθώς με κουβαλούσαν στα χέρια για το σπίτι. Και παρόλο που αισθανόμουν φριχτά άρρωστος, είχα τη λεπτότητα να παραμείνω κοιμισμένος, εξαιτίας αυτού που θα μπορούσε να συμβεί. Ένιωσα τα παραληρηματικά χέρια της μαμάς να με ταρακουνούν.
_ Αγαπημένο μου παιδί! Εδούαρδο, γιε μου! Αχ, Αλφόνσο, δεν πρόκειται να σου συγχωρέσω ποτέ τον πόνο που μου προκάλεσες!
_ Έλα- της έλεγε η μεγάλη μου θεία- μην είσαι τρελή, Μερσέδες! Βλέπεις πως δεν έχει τίποτα!
_ Αχ!- ήρθε στα συγκαλά της η μαμά φέρνοντας τα χέρια στην καρδιά με έναν απέραντο αναστεναγμό- Ναι, πάει πέρασε!… Όμως πες μου, Αλφόνσο, πώς δεν συνέβη τίποτα; Ετούτο το πηγάδι, Θεούλη μου!….
Ο πατριούλης, συντετριμμένος με τη σειρά του, μίλησε αόριστα για κατάρρευση, για χώμα μαλακό , προτιμώντας ν’ αφήσει για μια στιγμή μεγαλύτερης ηρεμίας την αληθινή εκδοχή, ενώ η καημένη η μαμά δεν είχε αντιληφθεί την φριχτή δηλητηρίαση απ’ τον καπνό που απέπνεε ο αυτόχειρας της.
Τελικά άνοιξα τα μάτια, χαμογέλασα και ξανακοιμήθηκα, ετούτη τη φορά εντίμως και βαθιά.
Έχοντας σουρουπώσει πλέον, ο θείος με ξύπνησε.
_ Τι θα σου άξιζε να σου κάνω;-μου είπε με συριστική μνησικακία – Αύριο, θα τα μαρτυρήσω όλα στη μάνα σου, και θα δεις τι σημαίνει χωρατό !
Εγώ ακόμη δεν έβλεπα καθόλου καλά, τα πράγματα λικνίζονταν λιγάκι, και το στομάχι εξακολουθούσε ακόμη να είναι κολλημένο στον λαιμό μου. Ωστόσο, του αποκρίθηκα:
_ Αν πεις οτιδήποτε στη μαμά, αυτή τη φορά στο ορκίζομαι θα ριχτώ μέσα!
Τα μάτια ενός μικρούλη αυτόχειρα που ηρωικά κάπνισε την πίπα του, εκφράζουν ενδεχομένως και απελπισμένο θάρρος;
Είναι πιθανό. Όπως και να ‘χει, ο πατριούλης, αφού με κοίταξε επίμονα, σήκωσε τους ώμους, ανεβάζοντας ως τον λαιμό μου το σεντόνι που είχε κάπως υποχωρήσει.
_ Μου φαίνεται πως το καλύτερο θα ήταν να κάνω πως είμαι φίλος με αυτό το μικρόβιο-ψιθύρισε.
_ Κι εγώ το ίδιο νομίζω- αποκρίθηκα.
Και αποκοιμήθηκα.
(Cuentos de amor, de locura y de muerte, 1917)
[1] To μουλάρι ο Μοντ. Κόμικ που κάνει την εμφάνιση του το 1904
[2] Κόκκινος καρπός όπως το τσίλι, με έντονα καυτερή γεύση.
[3] Μάρκα διαλύματος φωσφορικού άλατος
****************************************************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
O Οράσιο Σιλβέστρε Κιρόγα Φορτέσα (Ουρουγουάη, 31/12/1878-Αργεντινή, 19/2/1937), έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αργεντινή και επιδόθηκε στη συστηματική συγγραφή διηγημάτων σε μια εποχή που ως λογοτεχνικό είδος θεωρούταν υποδεέστερο και βρισκόταν κάτω από τη σκιά της παντοδυναμίας του μυθιστορήματος. Πλέον θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους της Λατινικής Αμερικής και προάγγελος του φανταστικού διηγήματος που χαρακτηρίζει το λατινοαμερικάνικο μπουμ της δεκαετίας του 1960. Εξέδωσε πολλές συλλογές διηγημάτων, ενώ πολλά από αυτά δημοσιευότανε σε τακτά διαστήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Έγραψε επίσης ποίηση, θέατρο και δύο μυθιστορήματα που ωστόσο δεν γνώρισαν ιδιαίτερη αποδοχή. Παράλληλα αρθρογραφούσε για διάφορα θέματα και θεωρείται ο άνθρωπος που θεμελίωσε την κινηματογραφική κριτική αφού υπήρξε φανατικός λάτρης του είδους, ειδικά του βωβού κινηματογράφου. Σε πολλές από τις ταινίες αυτές τον συνόδευε η σπουδαία ποιήτρια Αλφονσίνα Στόρνι με την οποία είχε μια ιδιαίτερα στενή σχέση και της είχε ζητήσει, πριν εκείνος παντρευτεί για δεύτερη φορά, να τον ακολουθήσει στον ιδιωτικό του «παράδεισο» που ο ίδιος είχε δημιουργήσει με τα χέρια του, στη ζούγκλα της περιοχής Misiones, στη Βόρεια Αργεντινή.
Στη γραφή του κυριαρχεί το παράξενο και το τρομακτικό. Επηρεάστηκε από συγγραφείς όπως ο Πόε, ο Κίπλινγκ, ο Μωπασάν ο Τσέχωφ, ο Λόντον, ο Κονράντ, ο Ντοστογιέφσκι κλπ. Υπηρέτησε τα πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής, τον μοντερνισμό καθώς και τον νατουραλισμό. Τα διηγήματα του είναι επί το πλείστον τραγικά και η περιστρέφονται γύρω από τη φύση, στη φαινομενική ηρεμία της οποίας βλέπει να ελλοχεύει ο τρόμος και η βία, και τον έρωτα. Οι ήρωες του γίνονται συχνά θύματα του παραλογισμού ενός βάρβαρου κόσμου που συμβολίζεται μέσα από θηριώδεις καταιγίδες και άγρια ζώα, αλλά και της εχθρότητας της φύσης. Πολλά από τα διηγήματα του έχουν ως σκηνικό τη ζούγκλα στην περιοχή Misiones όπου έζησε αποτραβηγμένος με την οικογένεια του, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του, και ειδικά τα τελευταία χρόνια. Από την πολυετή παραμονή του εκεί προκύπτουν και πολλοί από τους ήρωες των διηγημάτων τους, ασυνήθιστες περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν επιλέξει συνειδητά την περιοχή ως τόπο αυτοεξορίας μακριά από τον πολιτισμό.
Η ζωή του, από τότε που είναι βρέφος, σημαδεύεται από μια σειρά πρόωρων και απίθανων θανάτων προσώπων του στενού οικογενειακού και φιλικού του περιβάλλοντος. Ήταν νεογέννητο μωρό ακόμη όταν φέρανε τον πατέρα του, που είχε αυτοπυροβοληθεί κατά λάθος στο κυνήγι, νεκρό στο σπίτι. Στα δεκατρία χρόνια του θα γίνει άθελα του αυτόπτης μάρτυρας στην αυτοκτονία του πατριού του, του μόνου πατέρα που γνώρισε και τον είχε αγαπήσει σαν παιδί του. Στα είκοσι του χρόνια πυροβολεί και σκοτώνει άθελα του τον καλύτερο του φίλο τη στιγμή που καθαρίζανε μαζί το όπλο του. Η πρώτη του γυναίκα, (μαθήτρια του όταν ο Κιρόγα ήταν δάσκαλος λογοτεχνίας, αλλά και μούσα των πρώτων του έργων), επίσης αυτοκτονεί, πίνοντας ένα από χημικά υγρά επεξεργασίας των φωτογραφιών του, επειδή, λέγεται, δεν μπόρεσε να αντέξει τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης στην άγρια φύση, ενώ είδε να πεθαίνουν μέσα σε ένα χρόνο (1901) δύο από τα αδέρφια του από τυφοειδή πυρετό. Οι μελετητές του έργου του έχουν αποδώσει την παρουσία του παρανοϊκού και του αφύσικου στοιχείου, που κάνει συχνά την εμφάνιση του στο έργο του, στα συγκεκριμένα συμβάντα.
Σε όλη του τη ζωή κινούταν μεταξύ της πόλης και της ζούγκλας, και ως άνθρωπος υπήρξε ιδιόμορφος και εκκεντρικός. Ένας επιδέξιος και ικανός χειρώνακτας (έχτισε μόνος του το σπίτι του, ασχολούταν με ευρεσιτεχνίες, κατασκεύαζε κανό, καλλιεργούσε, κυνηγούσε, επεξεργαζόταν δέρματα ζώων, επιδόθηκε στην εξημέρωση και στην ανθοκομία της άγριας ορχιδέας, μεταξύ άλλων) που του άρεσε να ντύνεται συχνά, στο περιβάλλον αυτό, με φράκο και να οδηγεί μοτοσικλέτα. Υπάλληλος του προξενείου στο μεγάλο αστικό κέντρο, από την μία, και κάτοικος της άγριας ζούγκλας, από την άλλη. Το 1904 είχε ταξιδέψει στο Παρίσι (εκεί γνώρισε τον Ρουμπέν Νταρίο) αλλά επέστρεψε απογοητευμένος πίσω λίγους μήνες μετά. Αν και η μεγάλη του πίστη υπήρξε η αιώνια αγάπη, στο έργο του θα μιλήσει εκτενώς για τον θάνατο και την παράνοια. Η θεματική αυτή διαποτίζει τη συλλογή από όπου προέρχεται το διήγημα Το πρώτο μας τσιγάρο, το οποίο αποτελεί μια εξαίρεση λόγω του χιουμοριστικού και «ανάλαφρου» ύφους του. Με τον αργεντινό ποιητή Λεοπόλδο Λουγκόνες, με τον οποίο διατηρούσε μια πολύχρονη στενή φιλία, αποτέλεσαν μέλη μιας αποστολής (1903) που χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Αργεντινής και είχε ως σκοπό την εξερεύνηση των ερειπίων που είχαν αφήσει πίσω τους τα τάγματα των ιησουιτών. Η εμπειρία αυτή, όπου εκείνος είχε πάει ως φωτογράφος, υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του σε όλα τα επίπεδα και ειδικά το οικονομικό αφού επενδύει ό,τι του έχει απομείνει από την πατρική περιουσία σε καλλιέργειες βαμβακιού στην περιοχή του Chaco˙ και αποτυχαίνει. Και όσον αφορά τη λογοτεχνική του δραστηριότητα, κάπου εκεί εντοπίζεται χρονολογικά η αφετηρία της σοβαρής ενασχόλησης του με τη διηγηματογραφία.
Το 1935 μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο και δύο χρόνια μετά, ενώ η δεύτερη γυναίκα του (με την οποία είχανε πολλά χρόνια διαφορά αφού ήτανε συμμαθήτρια της κόρης του) τον έχει εγκαταλείψει, αυτοκτονεί πίνοντας υδροκυάνιο στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται. Ωστόσο ο κύκλος θανάτου που σημάδεψε τη ζωή του δεν κλείνει εδώ. Μετά τον θάνατο του αυτοκτονούν διαδοχικά, σε διαφορετικές φάσεις, η κόρη του, Έγκλε, η Αλφονσίνα Στόρνι, ο επιστήθιος φίλος Λεοπόλδο Λουγκόνες, καθώς και ο γιος του Νταρίο.
ΠΗΓΕΣ :
Bellini, G. (1997), Nueva historia de la literatura hispanoamericana, Castalia, Madrid.
https://www.escritores.org/biografias/247-horacio-quiroga
https://www.infobae.com/sociedad/2020/02/19/horacio-quiroga-los-amores-la-locura-y-las-tragedias-que-marcaron-su-vida/
https://www.persee.fr/doc/hispa_0007-4640_1975_num_77_1_4169
https://revista-iberoamericana.pitt.edu/ojs/index.php/Iberoamericana/article/view/712/0
The post Horacio Quiroga (Uruguay, 1879-1937), «Το πρώτο μας τσιγάρο» (μετφρ- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.