ΑΣΦΥΞΙΑ-ΑΣΦ(ΑΞΙΑ)-ΕΣΦ(ΑΞΙΑ)
Το πνίξιμο μιας συγκίνησης είναι μια βρεφοκτονία
-όταν έχεις το ρόλο του προστάτη-
Είναι αδελφοκτονία, αν είσαι ρεαλιστής
γενοκτονία, μονάχα αν το βλέπεις σαν καθήκον.
Εκεί που μπερδεύονται τα πράγματα
είναι όταν πρέπει κανείς να καθαρίσει τα αίματα.
Ο βρεφοκτόνος αντικρύζει τότε τα απομεινάρια μιας γενοκτονίας,
ο πετυχημένος τα διασκορπισμένα αδέρφια του,
κι ο τελευταίος…
μαζεύει τα κομμάτια του στο χρόνο,
και αναρωτιέται, (όταν πονέσει κι αυτός)
πώς κατάφερε και έσφαξε
τόσο πόνο από το παρελθόν και το μέλλον.
Άλλωστε όλοι εκτιμούμε το περίπλοκο, το δύσκολο, το απλησίαστο.
Το αβίαστο κλάμα όμως, μην ξεχνάμε,
ότι είναι η μόνη μας υποχρέωση,
στις καρδιές της Ιστορίας.
ΦΙΛΙΑ
Μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ήταν ικανή
να την κάνει να τιναχτεί.
Το φιλί της ήταν άλλωστε
για καιρό, ένας τόπος ξένος,
αφού είχε τόσα αφήσει από έξω.
Τους τοίχους πίσω από το σπίτι της,
όλη αυτή την άγρια μουσική
γεμάτη σπιτική μοναξιά.
Αλλά κυρίως τα σπασμένα χείλη της,
ακινητοποιημένα, έτσι
που κανένα διαιρεμένο ή κινούμενο κόσμο,
δεν μπορούσαν να φιλήσουν
ΛΕΠΤΟΔΕΙΚΤΕΣ
Δεν το χε σε τίποτα,
να αρχίσει να μιλά περισσότερο,
να γίνει μια από αυτές τις πολυλογούδες,
κι ας μην είχε αυτή την αφύσικη ροή
που συνοδέυει τον άνεμο.
Της έλειπε όμως το όνομά της,
και πώς να αρχίσει να φλυαρεί κανείς,
δίχως όνομα;
Για αυτό κι αυτή,
στοίβαζε ακούραστα τόσες κινήσεις,
χρώματα, αναλαμπές
και έβαζε λίγο λίγο, σιγά σιγά
άλλη μια μικρή πινελιά,
στον πίνακα, που τελειωμό μπορεί να μην έχει
που κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να δεί,
ούτε καν αυτή.
Πού καιρός για λόγια,
όταν έχεις μπλεχτεί στους λεπτοδείχτες
και αφήνεις τις ώρες,
έτσι ιπποτικά να σε προσπερνούν;
ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ
Άνοιξε το βήμα του για να την πλησιάσει..
όπως όμως ο αέρας που σήκωσε,
την φόβισε, τινάχθηκε αυτή και συγκρουστήκανε
άνοιξε αυτός τότε τα χέρια του να την αγκαλιάσει
αλλά του τα κοψε,
άνοιξε τα σαγόνια του, να της πει κάτι τουλάχιστον
και του ξερίζωσε τη γλώσσα.
Μην έχοντας τίποτα άλλο στη διάθεσή του,
άνοιξε τα μάτια του
και την κοίταξε
-φροντίζοντας, για να μην του τα βγάλει-
να συστηθεί από την αρχή.
Χωρίς χέρια, χωρίς πόδια, χωρίς κενά.
Σαν κουρτίνα που κρύβει τέλεια
τα έξω φώτα που πληγώνουν
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Όλα αυτά τα ποιήματα στο δρόμο μου,
είναι οι μόνες κατακόμβες, εν καιρώ ειρήνης.
Ψάχνω να βρω μυαλά χυμένα,
κι αν βρω ένα ολόκληρο άκρο, είμαι τόσο γεμάτος..
ένα χέρι, ένα ολόκληρο πόδι.,
ειδικά αν έχουν τα ίδια μέτρα με τα δικά μου
πόσες φορές εχω κόψει τα χέρια μου, προσπαθώντας να βρω
αν θα κολλούσαν αλλού
σε κάποια ανατίναξη ενός αγαπημένου..
Τελικά δεν ταιριάζουν πουθενά, έμαθα
αλλά τόσο τους αρέσει
-που και που-
να με εγκαταλείπουν χωρίς να κοιτούν πίσω,
για άλλα, πιο γεμάτα σώματα
ΛΕΥΚΟΧΗΝΕΣ, ΣΤΑΧΤΟΠΑΠΙΕΣ Ή ΠΕΤΡΟΠΕΡΔΙΚΕΣ
Έμαθα κι εγώ μεγάλος
ότι τα πουλιά δεν πετούν στην πραγματικότητα.
Tο μόνο που κάνουν, είναι να
αγωνιούν φωναχτά.
ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΥΧΙΑ
Σ αγαπώ, σε χρειάζομαι
σ -απώ, σε ά-μαι
μισοακουγόταν, από το σκοτεινό δωμάτιο.
Ε-γώ, χ-όμα, σ-όμα, με μια απλή αναδιάταξη
Σ αγάτα, σ αγατώ
λένε οι γατόφιλοι,
αυτοί με τα μικροσκοπικά χέρια
και τις απέραντες ενοχές