Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Τζέιν Ώστιν, «Σάντιτον», (μετάφραση-επίμετρο: Λαμπριάνα Οικονόμου), εκδ. Κοβάλτιο, 2017

$
0
0

`

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΑΘΕ ΜΕΡΟΣ ΕΧΕΙ και την εξέχουσα κυρία του. Στο Σάντιτον αυτή ήταν η λαίδη Ντέναμ• και καθ’ οδόν από το Ουίλινγκτον προς την ακτή, ο κ. Πάρκερ την περιέγραψε στη Σάρλοτ με περισσότερες λεπτομέρειες από όσες η ίδια του είχε ζητήσει. Τη μνημόνευε συχνά κατά την παραμονή του στο Ουίλινγκτον· αναγκαστικά, εφόσον ήταν συνέταιρός του στην επένδυση. Άλλωστε, ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε να αναφέρεται επί μακρόν στο Σάντιτον δίχως να συστήσει τη λαίδη Ντέναμ: εύπορη ηλικιωμένη γυναίκα, είχε θάψει δύο συζύγους και εκτιμούσε την αξία των χρημάτων· ευυπόληπτη, συγκατοικούσε με έναν φτωχό εξάδελφό της − αυτά ήταν ήδη γνωστά. Εντούτοις, μερικές επιπρόσθετες λεπτομέρειες για το παρελθόν και τον χαρακτήρα της διασκέδαζαν την πλήξη μιας μεγάλης ανηφόρας ή των κακοτράχαλων σημείων του δρόμου και εφοδίαζαν τη νεαρή επισκέπτρια με τις απαραίτητες γνώσεις για το άτομο, με το οποίο αναμενόταν να έρχεται σε καθημερινή επαφή αποδώ και στο εξής.
Η λαίδη Ντέναμ υπήρξε μια ευκατάστατη δεσποινίς Μπρέρετον· γεννήθηκε για να είναι πλούσια, μα όχι και μορφωμένη. Πρώτος της σύζυγος ήταν κάποιος κ. Χόλις, με διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία στην περιοχή· μεταξύ άλλων και μία έπαυλη στο Σάντιτον. Όταν παντρεύτηκαν, αυτός ήταν γέρος και εκείνη περίπου τριάντα ετών. Τα κίνητρά της γι’ αυτό τον γάμο ήταν σχεδόν ακατανόητα, δεδομένου ότι το ζευγάρι το χώριζαν σαράντα χρόνια· μα φρόντιζε θαυμάσια τον κ. Χόλις και του πρόσφερε τόση χαρά ώστε της κληροδότησε τα πάντα μετά θάνατον − όλη του την περιουσία. Αφού έμεινε χήρα για μερικά χρόνια, ενέδωσε πάλι στην παντρειά. O εκλιπών σερ Χάρι Ντέναμ, του Ντέναμ Παρκ στο Σάντιτον, κατάφερε να τη μεταπείσει και να βάλει χέρι στα υψηλά της εισοδήματα· απέτυχε, όμως, να αυξήσει εφ’ όρου ζωής τα πλούτη της οικογένειάς του. Ήταν υπερβολικά καχύποπτη για να απεμπολήσει την εξουσία της από οτιδήποτε της ανήκε και μόλις, αφότου απεβίωσε ο σερ Χάρι, επέστρεψε στο σπίτι της στο Σάντιτον, λέγεται πως καυχήθηκε σε φιλικό της πρόσωπο: «Το μόνο που πήρα από αυτή την οικογένεια ήταν ο τίτλος· μα δεν τους έδωσα τίποτα γι’ αντάλλαγμα».
Ο κόσμος πίστευε πως η λαίδη Ντέναμ παντρεύτηκε για τον τίτλο· και ο κ. Πάρκερ παραδέχθηκε πως πλέον η αξία του τίτλου ήταν προφανής − επομένως, η συμπεριφορά της είχε λογική εξήγηση.
― Κάποτε, είπε, γίνεται ελαφρώς αλαζονική, όχι όμως προσβλητική, και κάποιες στιγμές, σε ορισμένα ζητήματα, το παρακάνει με τη λατρεία της για το χρήμα. Ωστόσο, είναι καλοσυνάτη γυναίκα, πολύ καλοσυνάτη − πολύ εξυπηρετική, φιλική γειτόνισσα• πρόσχαρος, ανεξάρτητος, αξιόλογος χαρακτήρας και τα ελαττώματά της πιθανόν να οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην έλλειψη παιδείας. Διαθέτει εκ φύσεως καλό αισθητήριο, πλην όμως ακαλλιέργητο. Έχει κοφτερό μυαλό, σε εγρήγορση, καθώς και υγιέστατο σκαρί για εβδομηντάχρονη· συμβάλλει στην ανάπτυξη του Σάντιτον με αξιοθαύμαστο κέφι. Παρόλο που μια στο τόσο, θα εκδηλώσει κάποια μικρότητα. Δεν μπορεί να δει τόσο μακριά όσο εγώ και πανικοβάλλεται για κάποιο ασήμαντο τρέχον έξοδο δίχως να υπολογίζει το κέρδος που θα της αποφέρει σε κάνα δυο χρόνια. Γεγονός που σημαίνει ότι −αλίμονο− σκεφτόμαστε διαφορετικά, ενίοτε έχουμε διαφορετική οπτική επί των πραγμάτων, δεσποινίς Χέιγουντ. Πρέπει να είστε επιφυλακτική απέναντι στην εκδοχή του καθενός. Μόλις μας δείτε από κοντά να μιλάμε, θα σχηματίσετε ιδία άποψη.
Η λαίδη Ντέναμ ήταν πραγματικά εξέχουσα κυρία, πέρα από τις συνήθεις επιταγές της κοινωνίας, μιας και είχε κληρονομήσει ετήσιο εισόδημα πολλών χιλιάδων λιρών και τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων να την πολιορκούν: τους συγγενείς της, οι οποίοι πολύ λογικά επιθυμούσαν να μοιραστούν τις αρχικές τριάντα χιλιάδες λίρες της• τους νόμιμους κληρονόμους του Χόλις, οι οποίοι ευελπιστούσαν να οφείλουν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη στο δικό της περί δικαίου αίσθημα από όση όφειλαν στου προγόνου τους• και τα μέλη της οικογένειας Ντέναμ, για λογαριασμό των οποίων ο δεύτερος σύζυγός της ήλπιζε να πετύχει μια καλή συμφωνία. Από όλους αυτούς, ή τους απογόνους τους, η λαίδη Ντέναμ είχε δεχθεί αναμφισβήτητα για πολύ καιρό −και εξακολουθούσε να δέχεται− σφοδρές επιθέσεις• και ο κ. Πάρκερ δεν δίστασε να πει ότι από τις τρεις κατηγορίες οι συγγενείς του σερ Χάρι Ντέναμ απολάμβαναν τη μεγαλύτερη ευμένεια εκ μέρους της, ενώ οι συγγενείς του Χόλις την ελάχιστη. Οι πρώτοι, πίστευε ο κ. Πάρκερ, είχαν το πλεονέκτημα να αποτελούν ενθύμια μιας σχέσης, την οποία η λαίδη Ντέναμ θεωρούσε ασφαλώς πολύτιμη, εφόσον τους γνώριζε από παιδιά και εκείνοι ήταν πάντοτε πρόθυμοι να διατηρήσουν αυτό το προνόμιο, εκδηλώνοντας το εύλογο ενδιαφέρον τους· οι δεύτεροι είχαν αυτοϋπονομευθεί ανεπανόρθωτα, εκφράζοντας βλακώδες και αδικαιολόγητο μίσος, μόλις πέθανε ο Χόλις. Ο σερ Έντουαρντ, νυν βαρονέτος και ανιψιός του σερ Χάρι, διέμενε μόνιμα στο Ντέναμ Παρκ• και ο κ. Πάρκερ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως εκείνον και την αδελφή του, τη δεσποινίδα Ντέναμ, που συγκατοικούσε μαζί του, θα θυμόταν προ παντός η λαίδη Ντέναμ στη διαθήκη της. Το ήλπιζε ειλικρινά. Η δεσποινίς Ντέναμ διέθετε πενιχρό εισόδημα• και ο αδελφός της ήταν φτωχός για τα δεδομένα της κοινωνικής του θέσης.
― Είναι ένθερμος υποστηρικτής του Σάντιτον, είπε ο κ. Πάρκερ, και αν είχε τη δυνατότητα, θα ήταν ανοιχτοχέρης στον ίδιο βαθμό που είναι ανοιχτόκαρδος. Ένας ευγενής αρωγός! Όπως έχει η κατάσταση, κάνει ό,τι μπορεί· χτίζει μια μικρή αγροικία με καλόγουστη διακόσμηση σε μια χέρσα λωρίδα γης που του παραχώρησε η λαίδη Ντέναμ, για την οποία είμαι βέβαιος πως θα έχουμε πολλούς υποψήφιους διεκδικητές προτού τελειώσει το καλοκαίρι.
Μέχρι πριν από δώδεκα μήνες, ο κ. Πάρκερ θεωρούσε πως ο σερ Έντουαρντ ήταν εκτός συναγωνισμού: είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κληροδοτήματος που θα άφηνε η λαίδη Ντέναμ, μα πλέον έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι αξιώσεις ακόμη ενός ατόμου· επρόκειτο για τη νεαρή συγγενή, που η λαίδη Ντέναμ είχε δεχθεί στην οικογένειά της. Αν και πάντοτε αντιστεκόταν σε οποιαδήποτε παρόμοια προσθήκη, και για πολύ καιρό −και συχνά− απολάμβανε τις απανωτές νίκες που πετύχαινε σε κάθε απόπειρα των συγγενών της να φέρουν τη μια ή την άλλη νεαρά ως συντροφιά της στο Σάντιτον Χάουζ, πέρυσι, την ημέρα εορτής των Αρχαγγέλων, επέστρεψε από το Λονδίνο μαζί με κάποια δεσποινίδα Μπρέρετον, η οποία συναγωνιζόταν επάξια τον σερ Έντουαρντ στο να εξασφαλίσει για την ίδια και την οικογένειά της εκείνο το μερίδιο της περιουσίας που αναμφισβήτητα δικαιούνταν να κληρονομήσουν.
Ο κ. Πάρκερ μίλησε εγκάρδια για την Κλάρα Μπρέρετον, και η ιστορία του απέκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον με την είσοδο μιας τέτοιας προσωπικότητας. Η Σάρλοτ τον άκουγε τώρα όχι απλά διασκεδάζοντας• τον άκουγε με προσήλωση και ενθουσιασμό να περιγράφει την Κλάρα Μπρέρετον ως χαριτωμένη, προσιτή, ευγενική, μετριόφρων, που συμπεριφέρεται με ακλόνητη σύνεση και προφανώς κερδίζει με την έμφυτη αξιοσύνη της τη στοργή της προστάτιδάς της. Η ομορφιά, η γλυκύτητα, η φτώχεια και η εξάρτηση δεν χρειάζεται να κεντρίσουν τη φαντασία ενός άνδρα· οι γυναίκες −με εξαιρέσεις, ασφαλώς− καταλαβαίνουν αμέσως και συμπονούν η μία την άλλη. Ο κ. Πάρκερ περιέγραψε λεπτομερώς πώς η Κλάρα έγινε δεκτή στο Σάντιτον, αναλύοντας με εύστοχα παραδείγματα εκείνον τον σύνθετο χαρακτήρα, εκείνον τον συνδυασμό μικρότητας, καλοσύνης, σύνεσης και γενναιοδωρίας, τον οποίο αναγνώριζε στη λαίδη Ντέναμ.
Αφού για χρόνια απέφευγε το Λονδίνο, κυρίως λόγω των εξαδέλφων που της έγραφαν, την προσκαλούσαν και την ενοχλούσαν διαρκώς, και τους οποίους είχε αποφασίσει να κρατάει σε απόσταση, η λαίδη Ντέναμ αναγκάστηκε να το επισκεφθεί πέρυσι, την περίοδο εορτασμού των Αρχαγγέλων, βέβαιη πως θα την κρατούσαν εκεί για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Πήρε την πρωτοβουλία να μείνει σε ξενοδοχείο, όσο το δυνατόν πιο λιτά, παραγνωρίζοντας το περίφημο υψηλό κόστος διαμονής σε αυτά τα καταλύματα· και μόλις πέρασαν τρεις ημέρες, ζήτησε τον λογαριασμό που υπολόγισε πως θα ήταν ανάλογος με τη σύνεση που η ίδια είχε επιδείξει. Το ποσό ήταν τέτοιο ώστε αποφάσισε πως δεν θα έμενε εκεί ούτε ώρα παραπάνω· και ενώ μάζευε τα πράγματά της οργισμένη και κατασυγχυσμένη, αφενός διότι πίστευε πως ο λογαριασμός ήταν παραφουσκωμένος και αφετέρου γιατί δεν ήξερε πού να πάει προκειμένου να τύχει καλύτερης μεταχείρισης, ενώ, λοιπόν, μάζευε τα πράγματά της για να εγκαταλείψει το ξενοδοχείο αψηφώντας το ρίσκο, την κρίσιμη εκείνη στιγμή εμφανίστηκαν οι εξάδελφοί της, οι διπλωμάτες εξάδελφοι που έφερναν «καλοτυχία» και οι οποίοι έμοιαζαν πάντοτε να την κατασκοπεύουν· και αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, την έπεισαν να καταδεχθεί −για το υπόλοιπο της παραμονής της− μια κατοικία ταπεινή σαν τη δική τους, σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του Λονδίνου.
Πήγε· έμεινε ευχαριστημένη από την υποδοχή που της επιφύλαξαν και τη φιλοξενία, καθώς και το ενδιαφέρον που της έδειξαν όλοι − βρήκε τα εξαδέλφια της, τους Μπρέρετον, αξιόλογα πέρα από κάθε προσδοκία − και τελικά, λαμβάνοντας ιδία γνώση για τα πενιχρά τους εισοδήματα και τις οικονομικές τους δυσχέρειες, προσκάλεσε ένα από τα κορίτσια της οικογένειας να περάσει τον χειμώνα μαζί της. Η πρόσκληση αφορούσε μία κοπέλα, για έξι μήνες − με ανοιχτό το ενδεχόμενο να την αντικαταστήσει άλλη κοπέλα μετά − μα επιλέγοντας τη συγκεκριμένη, η λαίδη Ντέναμ έδειξε την καλή πλευρά του χαρακτήρα της. Διότι, αγνοώντας τις κόρες της οικογένειας, διάλεξε την Κλάρα, μιαν ανιψιά − ασφαλώς, την πιο απροστάτευτη και αξιολύπητη από όλες − συνηθισμένη στη φτώχεια − πρόσθετο βάρος σε ένα ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον − σε δεινή θέση από κάθε άποψη, ώστε, παρόλα τα φυσικά χαρίσματα και τις ικανότητές της, να μην προορίζεται για κάτι καλύτερο από παραμάνα.
Η Κλάρα επέστρεψε μαζί της − και χάρη στη σύνεση και στα προσόντα της, είχε εξασφαλίσει, κατά τα φαινόμενα, την εκτίμηση της λαίδης Ντέναμ. Οι έξι μήνες είχαν παρέλθει προ πολλού − και δεν ειπώθηκε το παραμικρό για αλλαγή ή ανταλλαγή. Η Κλάρα έγινε ευρέως αγαπητή. Όλοι αισθάνονταν την επίδραση που ασκούσαν η ισορροπημένη συμπεριφορά και ο ήπιος, ευγενικός της χαρακτήρας. Η προκατάληψη, με την οποία την αντιμετώπισαν αρχικά σε κάποια «πηγαδάκια», διαλύθηκε τελείως. Θεωρήθηκε αξιόπιστη, η συνοδός που θα καθοδηγούσε και θα μαλάκωνε τη λαίδη Ντέναμ, που θα την έκανε πιο ανοιχτόμυαλη και πιο ανοιχτοχέρα. Ήταν εξαιρετικά προσιτή και ευπαρουσίαστη − και εφόσον είχε το προνόμιο να απολαμβάνει την αύρα του Σάντιτον, η ομορφιά της ήταν απόλυτη.

`

****************************************************************

Στις 18 Μαρτίου 1817, η Τζέιν Ώστιν έμελλε να γράψει τις τελευταίες αράδες ενός μυθιστορήματος εν προόδω. Το χειρόγραφο έφερε τον τίτλο «Τα αδέλφια» [«The Brothers»] και η καταχώριση του πρώτου κεφαλαίου είχε ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1817. Η αποδυναμωμένη υγεία της Ώστιν και ο θάνατός της, στις 18 Ιουνίου του ίδιου έτους, κληροδοτούν στην παγκόσμια λογοτεχνία δώδεκα κεφάλαια από το μυθιστόρημα, το οποίο θα εκδοθεί τελικά το 1925, με τον τίτλο «Σάντιτον», σε 250 αντίτυπα [«Sanditon», The Clarendon Press: Oxford]. Έκτοτε, το τελευταίο μυθιστόρημα της Ώστιν, ανολοκλήρωτο πλην όμως φανερά το πιο ώριμο έργο της Αγγλίδας συγγραφέως, βρήκε πολλούς «συνεχιστές»· υπάρχουν περισσότερες από 80 εκδοχές για το πώς θα εξελισσόταν η πλοκή του. Κανείς δεν γνωρίζει αν η Σάρλοτ Χέιγουντ και ο Σίντνεϊ Πάρκερ θα κατάφερναν να «κλέψουν τη δόξα» από την Ελίζαμπεθ Μπένετ [Elizabeth Bennett] και τον κ. Ντάρσι [Mr. Darcy] − το ζευγάρι των πρωταγωνιστών στην «Περηφάνια και προκατάληψη» [«Pride and Prejudice»]. Βέβαιο, όμως, είναι πως το «Σάντιτον» αποτελεί ένα ακατέργαστο διαμάντι για κάθε αναγνώστη.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles