[author] του Uwe Justus Wenzel (μετφρ. – επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης)[/author]
.
«Θεωρώ, ότι θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για ισλαμική βία», κατέθεσε πριν λίγο καιρό ο πάπας κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου. Μόλις λίγες ημέρες πριν είχε διαπραχθεί η άγρια δολοφονία ενός καθολικού ιερέα σε μια εκκλησία της Νορμανδίας. Οι δυο δράστες είχαν δηλώσει υποστηρικτές της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Ο αρχηγός της ρωμαϊοκαθολικής εκκλησίας ήθελε προφανώς να μας αποτρέψει από γενικότητες και εύκολες καταδίκες, μια και σε κάθε θρησκεία υπάρχουν «μικρές φονταμενταλιστικές ομάδες», με τις οποίες θα ήταν άδικο να ταυτιστεί το σύνολο της συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας. Όποιος εντούτοις μιλά για «ισλαμική βία», θα πρέπει κατά συνέπεια να μπορεί να δει στην πράξη και μια αντίστοιχη «καθολική βία», όταν βαπτισμένοι καθολικοί διαπράττουν εγκλήματα.
Μπορεί μεν η παραπάνω σύγκριση να μην είναι απολύτως εύστοχη, καθώς χωλαίνει, όσο ένας καθολικός στο θρήσκευμα εγκληματίας δεν επικαλείται θεϊκή εντολή ή κάτι παρόμοιο για τις πράξεις του - απόδειξη για το ότι υπάρχουν τρομοκράτες που σκοτώνουν εν ονόματι του Θεού των Χριστιανών, αποτελεί η οργάνωση Lord’s Resistance Army, που έχει ιδρυθεί στην Βόρεια Ουγκάντα από τον Γιόζεφ Κόνυ -, ωστόσο η δυσαρέσκεια που ο ποντίφικας εξέφρασε, μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία για μια μικρή υποχώρηση και ταυτόχρονα την εξέταση ενός συνηθισμένου είδους αντίδρασης.
(O βασιλιάς Ριχάρδος Ι της Αγγλίας, ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος, κατά την διάρκεια της 3ης Σταυροφορίας)
.
Από τις αρχές της νεώτερης εποχής
.
Η θρησκεία και η βία συνδέονται συνειρμικά πολύ συχνά στην κοινωνία μας. Ο William T. Cavanaugh αποδίδει στο βιβλίο του «Ο μύθος της θρησκευτικής βίας» αυτή τη σύνδεση στους επονομαζόμενους θρησκευτικούς πολέμους στις αρχές της νεώτερης εποχής στην Ευρώπη. Όπως αναφέρει, προέκυψε μια ιστορικο- πολιτική «διήγηση», η οποία συνέδεσε τη βία με την δημιουργία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανοχή στα μοντέρνα κράτη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον αμερικανό θρησκειολόγο, αυτή η διήγηση συγκαλύπτει, ότι η προκαλούμενη πολεμική βία εκείνης της εποχής διεπόταν μάλλον από δικούς της –επίσης πολιτικούς – νόμους παρά από την επιδίωξη σχηματισμού αντίθετων στρατοπέδων. Η συγκεκριμένη άποψη ενισχύεται και από την ιστοριογραφική έρευνα: Ιδιαίτερα ο τριακονταετής πόλεμος είναι μάλλον ένας πόλεμος που αποσκοπεί στην διαμόρφωση κράτους παρά ένας πόλεμος μεταξύ θρησκευμάτων.
Με την σημερινή επιδημική του μορφή, ο αυτόματος αυτός σχεδόν συνειρμός μεταξύ βίας και θρησκείας έχει δημιουργηθεί στο πρόσφατο παρελθόν μετά την τρομοκρατική επίθεση κατά των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου πριν δεκαπέντε χρόνια.
Από τότε και μετά, μόλις σε κάποιο σημείο του πλανήτη σημειωθούν πράξεις βίας - που δεν αφορούν επιθέσεις αυτοκτονίας - τίθεται αμέσως το ερώτημα ενός ισλαμικού ή τζιχαντικού «κίνητρου», και μάλιστα ακόμα και τότε, όταν εκ πρώτης απουσιάζουν ανάλογες ενδείξεις. Εκείνο που είναι μέρος της εγκληματολογικής ρουτίνας στις υπηρεσίες εξιχνίασης και ερευνών, μπορεί να οδηγήσει την κοινή γνώμη σε μια καθολική καχυποψία, η οποία συμβάλλει ελάχιστα τόσο στην διαμόρφωση μιας λογικής εκτίμησης, όσο και στην συμβίωση σε μια ανοικτή κοινωνία. Οι ανάλογες υποψίες έχουν συχνά την τάση να στρέφονται όχι μόνο κατά μιας συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά κατά της θρησκείας γενικά.
Για να διακοπεί η αυτονόητη αυτή πια, αυτόματη «μετάθεση» από τη βία στην θρησκεία, ας θυμηθούμε μια τετριμμένη άποψη, με την οποία πιθανόν θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί το κεντρικό νόημα αυτών που ο πάπας ήθελε να πει: Δεν είναι οι θρησκείες που σκοτώνουν, αλλά οι άνθρωποι – άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν να νομιμοποιήσουν μέσω της θρησκείας δικές τους βιαιοπραγίες, παραπέμποντας σε μια υποτιθέμενη θεϊκή εντολή, διορίζοντας οι ίδιοι τους εαυτούς τους εκτελεστές σε ένα πλασματικό εσχατολογικό αγώνα. Αφού ο δράστης δεν αισθάνεται πια λοιπόν δισταγμό, η βιαιότητα παίρνει μορφή αυτοσκοπού και στιγμιαία μεταμορφώνεται στην αίσθηση μιας απόλυτης εξουσίας. Έτσι τουλάχιστον περιγράφουν οι σύγχρονες εγκληματολογικές έρευνες το «τελικό βήμα».
.
Δραματουργία και ερμηνεία
.
Στην προσπάθεια λεπτομερούς παρατήρησης της ψυχικής υπόστασης των δραστών, οι απόπειρες περιγραφής και εξήγησης ακραίας μορφής βιαιοτήτων ακολουθούν σε γενικές γραμμές ένα είδος δραματουργίας (όπως υποδηλώνει ο Jan- Philipp Reemtsma στην μελέτη του «Εμπιστοσύνη και βία»). Σ΄αυτή την δραματουργία, αν θέλετε, η θρησκεία μοιάζει να παρεμβαίνει σαν από μηχανής Θεός.
Σε πρώτη φάση, για να καταστούν αντιληπτά τα τρομακτικά χαρακτηριστικά της πράξης, αναζητούνται ικανά κίνητρα που πιθανόν οδήγησαν σ΄αυτήν. Εφόσον δεν μπορούν να αναγνωριστούν ορθολογικοί στόχοι, τους οποίους θα ήθελε να εκπληρώσει για παράδειγμα ένας δράστης σε αμόκ, ζητείται η βοήθεια της ψυχολογίας και της ιατρικής: υπάρχουν ενδείξεις για ψυχικές ασθένειες ή «διαταραχές του χαρακτήρα»;
Αν ακόμα και γι΄αυτά δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, τότε τελικά μπορεί να υπάρξει μια συγκάλυψη, μια παρασιώπηση της άστοχης και αναίτιας όπως πλέον φαίνεται πράξης. Τώρα χάσκει ένα αρχαϊκό βάραθρο, στο οποίο ηχούν τα λόγια του Σοφοκλή: «Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.» (Πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος το γεννά όμως ο άνθρωπος).
Η ορθολογική άποψη των πραγμάτων υποχωρεί αυξητικά κατά την εξέλιξη αυτής της δραματουργίας έναντι της ανορθολογικής. Αν τώρα μπει στο παιχνίδι η θρησκεία, τότε αυτές οι δυο προοπτικές, η ορθολογική και η ανορθολογική, διασταυρώνονται. Η γενική υπόδειξη μιας θρησκείας ως υποκινητή βίας, ικανοποιεί αφενός επιπόλαια την ανάγκη για μια εξήγηση, γιατί σ΄αυτήν [την εξήγηση] υπάρχει κάτι σαν ευδιάκριτη αιτία, εννοείται. Την ίδια όμως στιγμή και αφετέρου αυτό το κάτι ονόματι «θρησκεία» χρησιμεύει ως ένα Μαύρο Κουτί, αφήνοντας ανοικτή την υπόθεση να περιέχει οτιδήποτε δυνατό και αδύνατο. Μια γενική υποψία κατά της θρησκείας μας «γλιτώνει» από την πιο προσεκτική ανάλυση.
Όμως ειπώθηκε, ότι δεν σκοτώνουν οι θρησκείες, αλλά οι άνθρωποι – και το κάνουν εξαιτίας όλων των λόγων που κανείς μπορεί να φανταστεί, και έχοντας όλα τα πιθανά κίνητρα. Οι θρησκείες μπορούν να αποτελέσουν ένα ρεζερβουάρ για τέτοιες αιτίες και κίνητρα, κάτι που όμως μπορούν και οι πολιτικές ιδεολογίες. Και πράγματι, τέτοιες πολιτικές - κυρίως ολοκληρωτικές και όχι θρησκευτικές - κοσμοθεωρίες ήταν, που μετέτρεψαν τον περασμένο αιώνα στον πιο αιματοβαμμένο ίσως της ανθρώπινης ιστορίας.
.
Πολιτικοί μηχανικοί
.
Τι γνωρίζουμε όμως για τους ανθρώπους που σκοτώνουν εν ονόματι ενός Θεού, που φωνάζουν «ο Αλλάχ είναι μεγάλος!» σφαγιάζοντας άλλους, χωρίς να προστατεύουν ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό; Τι γνωρίζουμε, εκτός από το ότι πρόκειται κατά το πλείστον για νέους κυρίως άνδρες; Ο κοινωνιολόγος Ντιέγκο Γκαμπέττα και ο πολιτικός επιστήμονας Στέφφεν Χέρτογκ έχουν εξετάσει τα βιογραφικά στοιχεία περισσότερων από τέσσερεις χιλιάδες ριζοσπαστικοποιημένων ατόμων, για τα οποία έχουν ανοιχτεί φάκελοι σε σχέση με την ισλαμική τρομοκρατία τόσο στον μουσουλμανικό κόσμο όσο και στη Δύση.
Η προσοχή των επιστημόνων στρέφεται κυρίως στην παιδεία και το επάγγελμα αυτών των ατόμων. Κατά την εξέταση λοιπόν των παραπάνω φακέλων βρέθηκε ένα στατιστικά χαρακτηριστικό στοιχείο: πολλοί από τους τρομοκράτες είναι πολιτικοί μηχανικοί ή φοιτητές τεχνολογικών κλάδων. Από τα πλέον των χιλίων άτομα, τα οποία συμμετείχαν μετά την 11 Σεπτεμβρίου άμεσα σε τρομοκρατικές επιθέσεις, το 45 % ανήκε τους παραπάνω επαγγελματικούς κλάδους. Οι Γκαμπέττα και Χέρτογκ ωστόσο αποκλείουν την εύλογη υπόθεση, ότι οι τρομοκράτες προέρχονται από αυτούς τους επαγγελματικούς τομείς, επειδή εξαιτίας των τεχνολογικών τους γνώσεων μπορούν να κατασκευάσουν ευκολότερα βόμβες, μια και στους τρομοκρατικούς πυρήνες μεταξύ των ειδικών στα εκρηκτικά οι πολιτικοί μηχανικοί αποτελούν προφανώς μόνο ένα μικρό ποσοστό.
Ενδιαφέρον προξενούν τα κοινωνιο –ψυχολογικά χαρακτηριστικά, που ξεχωρίζουν σ΄αυτά τα άτομα: χαρακτηριολογικές προδιαθέσεις και αντιλήψεις, όπως μια έντονη αίσθηση αηδίας, αντιπάθειες για αμφιλεγόμενες καταστάσεις και η ανάγκη ενός ιδεολογικού περιχαρακώματος φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο.
Η θρησκεία προφανώς μπορεί σε κάποιες απλουστευμένες ερμηνείες της να ικανοποιεί την ανάγκη των κατά τα άλλα αδιάφορων θρησκευτικά ανδρών για νοητική συνοχή, αγνότητα, σαφήνεια, τάξη και ξεκάθαρη λύση προβλημάτων. Βαθύτερες γνώσεις του Κορανίου δεν τους είναι απαραίτητες.
.
Οι μηδενιστές και το «franchise»
.
Τώρα, βεβαίως, δεν είναι όλοι οι τζιχαντιστές πολιτικοί μηχανικοί, και ιδιαίτερα εκείνοι που κατάγονται από ευρωπαϊκές χώρες. Όμως και σε ό, τι αφορά στον βαθμό ριζοσπαστικοποίησης κοινωνικά υποβαθμισμένων μουσουλμάνων από τη μια και εφήβων της μεσαίας τάξης, που περιέρχονται σε μια ιδεολογική κρίση, από την άλλη, φαίνεται να μην υπάρχει μια ιδιαίτερη θρησκευτικότητα (όπως δείχνουν και άλλες μελέτες). Το πολύ πολύ μπορεί να γίνει λόγος για μια λατρεία του θανάτου και του φόνου, για ένα βίαιο μηδενισμό, ο οποίος τελικά στρέφεται κατά του ίδιου του του εαυτού συμπαρασύροντας και άλλους. Όπως έχει περιγράψει ο πολιτικός επιστήμονας Χέρφριντ Μύνκλερ αναλύοντας τις επιθέσεις στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και την Νίτσα, τώρα κάνει την εμφάνισή του ένας νέος τύπος τρομοκράτη, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο του παλιού: δεν είναι πια ιδεολόγος και ψυχικά σταθερός. Η τρομοκρατική άρα οργάνωση Ισλαμικό Κράτος θέτει την ετικέτα της στην διάθεση ασταθών νέων ανδρών στην Ευρώπη, οι οποίοι είναι σε θέση να βάλουν τέλος στη ζωή τους με «μια σπουδαία πράξη» και τίποτε περισσότερο.
Αυτό το «franchise» μοντέλο δεν καθιστά μόνο ασαφή τα όρια μεταξύ αμόκ και τρομοκρατίας, αλλά δεν χρειάζεται και από την πλευρά εκείνων, οι οποίοι σκοτώνουν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά εν ονόματι του Ισλαμικού Κράτους, «φανατική πίστη» ή μια ιδιαίτερη θρησκευτική πεποίθηση.
Για να μην παρεξηγηθώ: οι θρησκείες μπορούν να προμηθεύσουν σε εγκληματίες αιτίες και κίνητρα για πράξεις βίας. Οι θρησκείες όμως επίσης υπηρετούν στην αντιμετώπιση και τον περιορισμό της βίας. Οι οπαδοί μιας θρησκείας θα πρέπει λοιπόν να κάνουν κάτι, ώστε μια θρησκεία να μην μεταβληθεί σε αντικείμενο παράνομης ιδιοποίησης από εξτρεμιστές. Αφού επίσης ισχύει, ότι την ειρήνη δεν την αποκαθιστούν οι θρησκείες, αλλά οι άνθρωποι –άνθρωποι που δείχνουν εμπιστοσύνη στο Θεό.
***
(Δημοσιεύθηκε στην ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung, 2016 )
.
.
Ο Uwe Justus Wenzel ( Ούβε Γιούστους Βέντσελ )γεννήθηκε στο Κάσσελ το 1959. Από το 2004 εργάζεται ως εντεταλμένος καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης Uwe Justus Wenzel,στους τομείς της Φιλοσοφίας και Ιστορίας της γνώσης.
.