Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ποιήματα (μετάφραση- επίμετρο: Γιώργος Παναγιωτίδης), εκδ. poema, 2016

$
0
0

`

Το φαινόμενο Ελίζαμπεθ Μπίσοπ εισέρχεται στον ακαδημαϊκό κανόνα, κυρίως λόγω του συσχετισμού των γραπτών της με τη Βραζιλία. Οι Αμερικάνοι μελετητές εμπιστεύτηκαν την καινοφανή, μυστηριώδη και μη προφανή γραφή της, αποδεχόμενοι το κοινωνικό και ιστορικό περιεχόμενό της, όπως αυτό διατυπωνόνταν με τρόπο περίπλοκο ή και αντιφατικό, σ’ ό,τι φορά τη βραζιλιάνικη εμπειρία της. Ο κριτικός της εφημερίδας Guardian, William Boyd, συγκεκριμενοποιεί το ζήτημα διακρίνοντας τέσσερις περιόδους στη γραφή της Μπίσοπ: «Οι διαφορές ανάμεσα σ’ αυτές αποδίδονται κυρίως στη σχέση της με τη Lota. Εξερευνώντας τα έντεκα ποιήματα της συλλογής Brazil και τμήματα από τη συλλογή Questions of Travel, ανακαλύπτω ότι τα τουριστικά ποιήματα της Μπίσοπ ακροβατούν μεταξύ των προσδοκιών ενός τουρίστα στη Βραζιλία της μπανάνας και των δημοφιλών ταινιών της Carmen Miranda, και της πραγματικότητας που ανακαλύπτει, καθώς εξελίσσεται από εξερευνήτρια τουρίστρια σε εκπατρισμένη που προσπαθεί να ριζώσει. Στα ποιήματά της περιόδου της Σαμαμπάια γράφει από την οπτική που της παρέχεται από το περιορισμένο και υποβαθμισμένο κοινωνικό περιβάλλον, έξω από το RiodeJaneiro όπου είχε χτίσει η Lota στη φάρμα της. Η πολιτική αστάθεια στη Βραζιλία, την οποία η Μπίσοπ θεωρεί υπεύθυνη για τη διάλυση της σχέση της με τη Lota, την οδήγησε στην καταγραφή απλοϊκών απόψεων, τις οποίες η Lota περιφρόνησε».

`
Επιπρόσθετα, η επίσης μελετήτρια του έργου της, Jessica Reese Goudeau, εντοπίζει τα κοινά σημεία μεταξύ βιωμάτων και πνευματικών αναζητήσεων. Επισημαίνει ακόμη ότι η ποιήτρια είναι ιδιαίτερα προσεκτική με τις λεπτομέρειες. «Η εμμονή της με την ακρίβεια ήταν μια μόνιμη αιτία διαμάχης με τον Robert Lowell», συμφωνεί ο George Monteiro. «Επέμενε… το τραβούσε πολύ (μακριά) με την ακρίβεια», έλεγε ο Lowell. Η ίδια επέμενα ότι η ακρίβεια έχει την ικανότητα να προσδίδει μια σχεδόν λογοτεχνική ερμηνεία, σ’ ένα στιγμιότυπο ή σ’ ένα θέμα. «H Μπίσοπ δεν προσπαθεί να μεταφέρει εκτενώς μια περίληψη των συναισθημάτων της, αλλά ν’ αποδώσει λογοτεχνικά την πραγματικότητα που βιώνει στη Βραζιλία και να περιγράψει ευθέως το πώς αυτή επηρεάζει το έργο της, την ίδια στιγμή, που εκείνη ζει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής της».
Παρ’ όλη την ειλικρίνεια που εκφράζει, στην αλληλογραφία της η Μπίσοπ, «το μυστικό της συναισθηματικής δύναμής της», όπως αναφέρει ο Colm Toibin, «είναι στο μη ειπωμένο». Σε ό,τι αφήνει ανείπωτο, ατελές, να αιωρείται περισσότερο ως βεβαιότητα παρά ως υπόθεση. Ο Toibin περιγράφει την ικανότητα της Μπίσοπ να μεταδίδει έντονα συναισθήματα έμμεσα, μέσα από ακριβείς περιγραφές και ιδιαίτερες σκηνοθετικές λεπτομέρειες, αντικείμενων και γεγονότων. Τολμά επίσης να συνδέσει τα συναισθηματικά στερημένα παιδικά της χρόνια στη Νέα Σκωτία με την εμπειρία της συναισθηματικής πλήρωσης στη Βραζιλία, που ωστόσο, καταλήγει, δεν φαίνεται να καλύπτει την πρόωρη απώλεια των γονιών της.

`
Η Μπίσοπ ήταν πολύ προσεκτική ακόμα και στις συνεντεύξεις της. Φρόντιζε να επιλέγει ακόμα και τον τόπο της συνέντευξης και ήταν πάντα κάπου, όπου εκείνη ένοιωθε οικεία. Το ίδιο συνέβαινε και με το περιεχόμενο των συνεντεύξεων, αφού ακόμα κι αυτό περνούσε πάντα απ’ την έγκρισή της. Απέφευγε επιμελώς οτιδήποτε θα την έκανε να φανεί τόσο προφανής όσο και μυστηριώδης. Άφηνε την ποίηση της να αποκαλύπτει αυτό που η ίδια μπορεί να θεωρούσε ότι πρέπει να αποκαλύψει ή να καλύψει.
Η αυξανόμενη δημοτικότητά της συμπίπτει με την ταυτόχρονο ενδιαφέρον του κοινού των Ηνωμένων Πολιτειών για τον πολιτισμό της Βραζιλίας, με αφορμή την αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας, εν μέσω μιας γενικότερης παγκόσμιας ύφεσης. Έχει επιχειρηθεί να προσδιοριστεί η ποιήτρια με την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, από μελετητές όπως ο Leo Gilson Ribeiro, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει, το ποίημα The Burglar of Babylon, ως πολιτικό μανιφέστο. Αυτό όμως οφείλεται κυρίως στις ίδιες τις πολιτικές απόψεις του. Πάντως, μετά το πραξικόπημα του 1964, η ποιήτρια φαίνεται ότι δεν παίρνει ανοιχτή θέση δηλώνοντας σε συνέντευξη ότι την έβρισκε αντίθετη «ό,τι πολιτικοποιεί τη σκέψη των συγγραφέων».

`
«Όλο το έργο της θα πρέπει να γίνει κατανοητό μέσα από το πρίσμα της αποτύπωσης ενός ανθρώπου υπερευαίσθητου, προσεκτικού και επιφυλακτικού. Ενός ανθρώπου ευσυνείδητου, με προσήλωση απέναντι σε ό,τι αληθινό», γράφει η Ann Stevenson. «Απαιτείται να διαβαστεί ως αυτοβιογραφία», συνεχίζει, «αλλά ειπωμένη από τα ενδότερα: από μέσα προς τα έξω». Αντί μιας χρονολογημένης ψηλάφησης, μας δίνεται η πλάγια θέαση των τόπων, των ανθρώπων, των πλασμάτων και κάποιων γεγονότων, καταγεγραμμένων με τέτοιον τρόπο, ώστε δρουν ακόμα και απομακρυσμένα απ’ τον χρόνο. Πιστά είδωλα, αποτυπωμένα στον καθρέφτη της μνήμης της συγγραφέα. Κάποτε είχε γράψει στον Lowell: «Το πάθος μου για την ακρίβεια μπορεί να σου θυμίζει γεροντοκόρη, αλλά μια και πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας και όλα όσα πλέουν προς εμάς μα και να τα εξετάζουμε πολύ προσεκτικά. Τι εξαρτάται απ’ όλα αυτά; Κανείς δεν ξέρει…».
`
(Από το Επίμετρο)

`

Μία τέχνη

Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα
στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή.

Χάνεις κάτι κάθε μέρα. Πέρα από την ταραχή
σαν χάσεις τα κλειδιά σου, άσχημα η ώρα πάει στα χαμένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.

Ασκήσου λοιπόν να χάνεις πιο γρήγορα να χάνεις πιο πολύ:
τόπους και πρόσωπα και όπου προόριζες για σένα
να ταξιδέψεις. Τίποτα από αυτά δεν θα φέρει την καταστροφή.

Έχασα τη φροντίδα της μητέρας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο ή
προτελευταίο χάθηκε από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.

Έχασα δύο πόλεις, αξιαγάπητες. Και πιο πολύ
κάποιους κόσμους που ανήκα, δύο ποτάμια, μια ήπειρο.
Μου έλειψαν μα δεν ήταν καταστροφή.

Ακόμα χάνοντας εσένα (τη φωνή που αστειευόταν, ένα νεύμα
που αγαπώ) δεν πρόκειται να πω ψέμα. Είναι προφανές
η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
μολονότι μπορεί να μοιάζει σαν (γράψε το!) σαν καταστροφή.

`

************************************************************

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη δημιουργική γραφή και είναι υποψήφιος διδάκτορας του ΜΠΣ «Δημιουργική Γραφή», του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, του οποίου και είναι διδάσκων-συνεργάτης. Διδάσκει δημιουργική γραφή από το 2009. Συντάχτηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» για μια δεκαετία, έως το 2005, απ’ όπου παρουσίασε κυρίως ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών. Από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας» εξέδωσε τρεις ποιητικές συνθέσεις, Ρύνια, α΄ έκδοση το 1985 και β΄ έκδοση το 2002, Τα όντα εκεί και Ονόματα μόνΟ υπό τον τίτλο Τα δύο όλα το 1996 και Δι’ οδών το 2002, Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ερώτων και Αοράτων (Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω του 2008) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» το 2007. Επίσης από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», κυκλοφόρησαν οι ποιητικές του συλλογές Ομορφιές αφόρητες το 2012 και Κύμα άλμα το 2014 και το βιβλίο του Γιώργος Σεφέρης – Βίος και παρωδία το 2014. Κείμενά του υπάρχουν σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles