Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Κατερίνα Ασημακοπούλου, «Μια σακούλα καραμέλες», εκδ. Μελάνι, 2016

$
0
0

`

Κλοπή οφθαλμών

Σου ‘κλεψαν τα μάτια ένα πρωί και τα καρφίτσωσαν σε άλλον. Έμεινες έτσι εσύ με δυο άδειες τρύπες κι εκείνος απέκτησε δυο ουρανούς καθάριους.

Πέρασαν χρόνια χωρίς φως για σένα, χρόνια που κατάλαβες πως και το σκοτάδι, μια συνήθεια είναι.

Ώσπου ήρθε ένα άλλο πρωί που, περπατώντας στο δρόμο με το μπαστούνι, σε είδαν τα μάτια σου. Αυτοβούλως εγκατέλειψαν τον παράνομο κάτοχο τους κι επέστρεψαν σε σένα. Φέροντας μαζί τους κι όσα είδαν.

Ο κλέφτης δεν πιάστηκε ποτέ.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια κι οι εικόνες του άλλου έγιναν ένα με τις εικόνες τις δικές σου. Σήμερα δεν ξεχωρίζεις τις περιόδους σε κείνες που είχες και σε κείνες που δεν είχες μάτια. Κι εκείνα σκοτεινιάζουν τώρα σα γερνάς, όπως συννεφιάζουν οι ουρανοί.

Μπορεί και να μη στα ‘κλεψαν ποτέ, ψιθυρίζεις, τέλος. Μπορεί να τα ‘δωσες οικειοθελώς σε κείνον τον κύριο, που τα πήγε σε μέρη που εσύ δε θα τα πήγαινες ποτέ, που τα έντυσε βροχή και ήλιο ενώ εσύ δε θα τα ‘ντυνες ποτέ.
Τα μάτια σου, που τώρα κλείνουν, θα τα άφηνες γυμνά.

`

*

Εκείνοι που μένουν

Θέλει θάρρος να πεθαίνεις.
Μα, να συνοδεύεις έναν άνθρωπο που πεθαίνει θέλει περίσσευμα ζωής.
Να του κρατάς το χέρι μέρες, μήνες, χρόνια.
Να τον βλέπεις να κυλάει αργά στο σκοτάδι.
Να βλέπεις τη μνήμη να φεύγει από τα μάτια του.
Να τον σηκώνεις σαν να ήταν ένα φυλλαράκι.
Θέλει πολλή ζωή, θέλει ανοιχτή ψυχή
Θέλει δυο πόδια πιο γερά από κορμούς δέντρων.

Γι` αυτό, μαμά,
κι επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που απλώνεις το κορμί σου
για να περπατήσουν μαλακά πάνω του εκείνοι που φεύγουν,
γι` αυτό λάμπεις
κι εκείνες τις μέρες που νομίζεις πως δεν είσαι όμορφη
και γι` αυτό λάμπεις
όλες τις μέρες.

`

*

Αμετανόητα

Ο τόπος βουλιάζει μα τα παιδιά παραμένουν αμετανόητα όμορφα.
Το μονοπάτι που οδηγεί στην αγαπημένη μου παραλία
είναι πάντα σπαρμένο με φύλλα του χειμώνα,
όλων των χειμώνων που είδε αυτή η γη.
Η θάλασσα είναι πάντα επικίνδυνη,
πάντα ερωτευμένη,
πάντα θανατηφόρα.
Ο τόπος βουλιάζει, μα η ψυχή επιπλέει.
Σχήμα αφηρημένο, δάκρυ που στέκεται στα μάτια και μεγεθύνει την όραση,
κορμί που δόθηκε παντοτινά στο αλάτι.

Δεν κραυγάζουν οι ψυχές που ανυψώνονται πάνω απ’ τα ναυάγια.
Αιώνιες καθώς είναι, σιωπηλά ανταμώνουν με την ιστορία.
Η στεριά αχνοφαίνεται, η στεριά πλησιάζει, η στεριά χάθηκε.
Τα παιδιά παραμένουν αμετανόητα όμορφα

`

*

Ιχθύ λένε τη λήθη
Το ψάρι που ζει μέσα μου
μια διαρκής υπενθύμιση πως μπορώ και ξεχνώ.

Μπορώ να φοράω μια μάσκα
μπορώ να σου τη δίνω
μπορείς να μου την επιστρέφεις ξεσκισμένη.
Μπορώ να ξεχνώ πόσο βάναυσα την έβγαλα από το πρόσωπο μου,
πόσο πόνεσα, πόσο άργησαν να φύγουν τα υπολείμματα της,
πόσο γυμνή και αόριστη ήμουν.
Κι, έπειτα, μπορώ να ξεχνώ πώς την περιέφερες με αλαζονεία
σαν να ήταν δικιά σου,
σαν να την είχες βγάλει από το δικό σου το δέρμα
πώς μου την έφερες πίσω διαλυμένη,
κομμένη σε χίλια κομμάτια που δεν μου έμοιαζαν καν.

Το ψάρι που ζει μέσα μου
μια διαρκής υπενθύμιση πως μπορώ και με ξεχνώ.

`

*

Ασυγχώρητο
Αν αλλαξοπιστήσω, τι θα γίνουν οι αμαρτίες μου
Αν πάψω να πιστεύω σ’ εκείνο το βράδυ που πρώτη φορά με άγγιξες
πού θα προσεύχομαι;
Πού θ’ αφιερώνω τα πρωινά
ποιανού το αίμα και τη σάρκα θα μεταλαμβάνω;

Άπιστη θα γυρνώ
σαν να μην σκότωσα ποτέ για σένα.
Κι εσύ πάνω στο σταυρό κανέναν δε θα βρεις να συγχωρέσεις.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles