Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Άγγελος Φέτσης, Μονόλογος

$
0
0

Μονόλογος

Τελικά είμαι ποιητής ή απλά έμαθα να γράφω έτσι;
Όχι ότι έμαθα.
Απλά λέω ότι μπορεί να υποκρίνομαι,
Χωρίς να το ξέρω.
Ο στρατός των ξεχασμένων ψυχών θα μου πει.
Από όπου περνάει πεθαίνουν τα λουλούδια και τα δέντρα ξεραίνονται.
Δεν κοιμούνται αλλά ούτε και είναι ξύπνιοι.
Τα θλιβερά τους βήματα σκάβουν τα χώματα για αιώνες και στο πέρασμά τους
Ακούγονται τραγούδια του θανάτου.
Οι μορφές τους αλλάζουν συνέχεια και τα πρόσωπά τους άμορφα, σκοτεινά.
Ο δρόμος τους δεν τελειώνει ποτέ. Όταν ξεκίνησαν δεν υπήρχε χρόνος
Και συνεχίζουν και μετά το τέλος του.
Πέρασαν από την κόλαση και τον παράδεισο όμως δεν το θυμούνται και η αιωνιότητα τους περιμένει για πάντα.
Το τέλος και το τίποτα σκότωσαν, όπως και το πάντα, το ποτέ και το τώρα.
Η σιωπή τους είναι το μόνο όπλο, που σκοτώνει όποιον σκεφτεί και μόνο
Την ύπαρξή τους. Αυτοί δεν πολέμησαν ποτέ ούτε και έχασαν από κανέναν.
Δεν ένιωσαν την μορφή του κινδύνου και δεν συνάντησαν ποτέ κανέναν.
Ο στρατός των ξεχασμένων ψυχών θα μου πει.
Ακολουθώ τον αέρα ελπίζοντας πως είμαι μαζί τους και γυρνώ συνεχώς στο ίδιο σημείο. Γι’ αυτό σίγουρος είμαι πως τους έχω βρει γιατί το παντού και το πουθενά είναι το ίδιο, δεν διαχωρίζεται. Εκείνοι μου δίδαξαν πως παντού είναι το ίδιο αν η αιωνιότητα δεν παρεμβαίνει και διαχωρίζω.
Λέω ότι εδώ δεν είναι εδώ. Είναι απλά εδώ και οπουδήποτε ταυτόχρονα.
Ακόμα καλύτερα : υπερισχύει το πουθενά και τα υπόλοιπα
Τα κρατάμε για την φύση.

Ω και ω.
Όμορφη φύση. Πρώτη η γυναίκα.
Αυτή έπρεπε και αποχωρίστηκα για να ακολουθήσω το άγνωστο.
Πανέμορφη πλανεύτρα ούτε κι εσύ νίκησες αυτούς.
Παντρεύτηκες τα λουλούδια, τις πηγές και την όμορφη αυγή και το σούρουπο στα λαγκάδια και τις ρεματιές.
Όμορφη γυναίκα, ξέρεις. Τίποτα απ’ τις χαμένες απολαύσεις σου δεν πήγανε χαμένες, αλλά ούτε και αδημονώ.

Κάθομαι εδώ, πίσω τους, πίσω απ’ την ακίνητη πορεία, και αναλογίζομαι την έρημο γιατί εκεί ήταν συνέχεια αυτοί.
Μια έρημος μαύρη, σε μαύρη νύχτα, με σκούρο γκρι φεγγάρι και σκιές να πετούν, αμέτρητες σκιές να πετούν και να ακούγονται οι ανάσες, τα ουρλιαχτά κι οι θρήνοι τους σαν συναυλία για τους δυστυχισμένους.
Αισθάνομαι εδώ, μέσα στην άνοιξη των ερώτων μου, ένα σφίξιμο στην καρδιά και ένα μικρό ενισχυμένο αναγούλιασμα.
Πεθαίνω.
Και πεθαίνοντας ξορκίζω μόνος μου τον θάνατο.
Ο θάνατος.
Ένα μικρό παιδί, κάποτε τον συνάντησα. Έπαιζε με κύβους μέσα τον καμένο παράδεισο. Οι κύβοι του σχημάτιζαν πυραμίδες και πολλά άλλα άγνωστα σχήματα. Αυτός απλά τα κοίταζε και όταν με κοίταξε και εμένα για μια φορά, ξαφνικά γνώρισα τα πάντα, όμως, όποιος για πάντα φεύγει απ’ τον καταραμένο κήπο, όλα τα ξεχνά, και να γεννηθεί πρέπει.

Υπάρχει έρημος ή
Υπάρχω κι εγώ; Ή ο στρατός, ή η φύση, οι πηγές, τα δέντρα κι ο στρατός των χαμένων ψυχών;
Θα ήταν ωραίο —μάλλον, τουλάχιστον να υπήρχα έστω εγώ.
Αυτό ίσως να έδινε έναν μικρό τόνο ενδιαφέροντος εδώ γύρω.
Πως θα μπορούσα να με ξεχάσω;
Στο διάολο και ο στρατός με τους ξεχασμένους αλλά και οτιδήποτε άλλο.
Καλύτερα να ξεκινήσω το επόμενο ποίημα. Ή κάτι που να μοιάζει


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles