Το τέλος ενός καλοκαιριού
Ποιος θα΄θελε να ζει χωρίς των δέντρων την παρηγοριά!
Α, τι καλά που έχουν κι εκείνα μερτικό στο θάνατο!
Μαζεύτηκαν τα ροδάκινα, οι προύνοι αλλάζουν χρώμα,
κάτω απ΄το τόξο της γέφυρας ο χρόνος βουίζει.
Στ΄αποδημητικά αφήνω την απελπισία μου.
Μετρούν το μερίδιο τους στην αιωνιότητα ατάραχα.
Τα ταξίδια τους
διαγράφονται στις φυλλωσιές σαν ίσκιος βιασύνης,
η κίνηση των φτερών βάφει τους καρπούς.
Τώρα χρειάζεται υπομονή.
Σύντομα θα φανερωθεί τι γράφουν εκεί πάνω τα πουλιά,
μα νιώθεις κιόλας μιας πεντάρας για οβολό τη γεύση κάτω απ΄τη γλώσσα.
`
***
Τέλος Αυγούστου
Τα ψόφια ψάρια ακίνητα μ΄άσπρες κοιλιές
ανάμεσα στους σπόρους για τις πάπιες και τις καλαμιές της όχθης.
Οι πελαργοί έχουν φτερά να διαφύγουν το θάνατο.
Ξέρω καμιά φορά, πως τον Θεό
τον νοιάζουν περισσότερο τα σαλιγκάρια.
Σ΄αυτά χτίζει σπίτι. Εμάς όμως δεν μας αγαπά.
Το λεωφορείο που φέρνει την ποδοσφαιρική ομάδα πίσω
σηκώνει ένα σύννεφο σκόνης το βράδυ.
Το φεγγάρι γυαλίζει στις ιτιές,
σμίγει με τον αποσπερίτη.
Πόσο κοντά είσαι, αθανασία, στης νυχτερίδας το φτερό,
σ΄αυτά τα φώτα προβολείς που σαν δυο μάτια
κατηφορίζουνε το λόφο προς τα δω.
`
***
Αναρριχώμενες βατομουριές
Το δάσος πίσω από τις σκέψεις,
στο πλάι τους οι στάλες της βροχής
και το φθινόπωρο που τις κιτρινίζει -
αχ, να μπορούσα να΄λεγα αναρριχώμενες βατομουριές,
στο αυτί να σου ψιθύριζα τα μούρα,
τα κόκκινα, που έπεσαν στα μούσκλια.
Όμως δεν τα καταλαβαίνει το αυτί σου,
το στόμα μου να τα προφέρει δεν μπορεί
και οι λέξεις δεν συγκρατούν την πτώση τους.
Χέρι χέρι ανάμεσα σε αδιανόητες σκέψεις.
Στο σύδεντρο τα ίχνη χάνονται.
Το φεγγάρι ανοίγει τα μάτια του,
κίτρινα
για πάντα.
`
***
Μηνύματα της βροχής
Ειδήσεις που προορίζονται για μένα
μέσα στις τυμπανοκρουσίες διαβιβασμένες των κυμάτων της βροχής,
από στέγες σχιστόλιθων σε άλλες κεραμιδένιες,
λες και φέρνουν χτικιό,
λαθραίο εμπόρευμα σταλμένο
σε παραλήπτη που δεν το επιθυμεί.
Έξω απ΄το σπίτι σκούζει το τσίγκινο κιόσκι,
ψηφία ηχούν - γράμματα π΄ανταμώνουνε μαζί -
μιλά η βροχή, θαρρώ, μια γλώσσα
που τη γνωρίζω μόνο εγώ
κι άλλος κανείς.
Ακούω άφωνος
τα μηνύματα της απόγνωσης,
τα μηνύματα της φτώχειας,
τις κατηγορίες.
Με πληγώνει που είναι για μένα,
γιατί εγώ δεν νιώθω ενοχή.
Φωνάζω τότε δυνατά,
πως τη βροχή δεν την φοβάμαι και τις επικρίσεις της,
ούτε κι ετούτη εδώ τη μπόρα που τις φέρνει.
Θα βγω
σαν έρθει η ώρα
να της απαντήσω.