Οι Παράξενες Νύχτες
Επιστροφή στο σπίτι
Σκηνή Ζηλοτυπίας
Οι Σκέψεις
Προσπάθεια Φυγής
Το όνειρο
Η Βόλτα
Το Τέλος
Πρόλογος
Επίλογος
Οι Παράξενες Νύχτες
Προσοχή στις παράξενες νύχτες
μοιάζουν μ’ αυγό που κλωσσιέται
κι εμείς το πουλί που άβολα κάθεται πάνω του
κι όλο θέλει να ξεδιπλώσει τα φτερά
και κάθετα να φύγει, μα…
πρέπει – ένα πρέπει που δένει σα συρματόσκοινο –
πρέπει να νοιώσεις πρώτα,
το πρώτο σκάσιμο, σα μια περίεργη έκρηξη
για το καινούργιο
και τρέμοντας μη και δεις πάλι τέρας να βγαίνει
περιμένεις το πρώτο κρώξιμο του πετεινού.
Επιστροφή Στο Σπίτι
Στη στάση η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει,
έμοιαζε με διστακτικό κατούρημα μικρού παιδιού,
ενώ στο σπίτι, η πόρτα αγόγγυστα περίμενε
την όμορφη κείνη ώρα του γυρισμού.
Και τέτοια είν’ η ώρα που εμφανίζεται ο Χ.,
γυρνά το κλειδί καλά, δυο και τρεις φορές,
ώσπου ο ήχος να καθησυχάσει την αίσθηση.
Ύστερα, ολόκληρη μέρα-σακκούλι
αδειάζει απ’ τον ώμο του, στη μέση
να πλημμυρίσει το δωμάτιο
και χώνεται βαθιά.
Τις στιγμές διαλέγει και σε ράφια τις στοιβάζει,
βιβλία σοφών που μοναχός του τάχει γράψει
κι ύστερα ξέχασε να τα διαβάσει.
Χορό χωρίς ειρμό χορεύει με τις σκέψεις
στριμώχνοντας τες σε γωνιές,
να νοιώσει κάτω απ’ την αφή του διασχίζοντος χεριού του
τα παχουλά μεριά και τα ολοστρόγγυλά τους στήθη,
μα τυχερό λογίζει τον εαυτό του μονάχ’ αν τον αφήσουν να βυζάξει,
γλυκά πριν να χαθούν, γελώντας παιχνιδιάρικα, κάποιον ακόμα συνειρμό.
Τέλος, μωρό αφήνεται στην αγκαλιά της νύχτας της νταντάς
κι εκείνη με περισσή φροντίδα στέλνει στο υπόλοιπο του ύπνου του
όνειρα καλοδιάλεχτα,
που το πρωί μακρινά θα φαίνονται, μα και με σημασία ….
Αλλά να! Το λεωφορείο κόβει τη σκοτεινιά σε φέτες
κι αλλοίμονο στην αναμονή, σαν το κακό στοιχειό διαλύεται
και πέφτει άπνοη στις μπροστινές του ρόδες.
Στην κοιλιά του πια ο Χ μασημένη τροφή χωνεύεται με μικρά τραντάγματα,
ζυμωνόμενος και ζυμώνοντας τις μορφές.
Σκηνή Ζηλοτυπίας
Σαν περίττωμα ξεβράζεται στην ίδια καταβροχθιστική σκοτεινιά που τον γέννησε
και ψάχνει ψηλαφώντας τα σημάδια του δρόμου για την πόρτα του σπιτιού του.
Το κλειδί τρυπά ως τα κατάβαθα την κλειδαριά, που αφήνει μια μικρή κραυγή
κι αποκαλύπτει έντρομη το μυστικό της, ανοίγοντας την είσοδο.
Επιτέλους!
Μ’ ανάβοντας το φως, μορφή μυστήρια στέκεται μπρος του,
γελώντας τον σέρνει απ’ το χέρι,
δίπλα στα ράφια με τα βιβλία του τον απυθώνει
κι ενώ τα πορφυροκόκκινα χείλη της κινούνται
διαγράφοντας όλα τα γεωμετρικά σχήματα
σαν όμορφη καμπύλη που αποφάσισε να παίξει,
ακούει τη φωνή της να μιλά για δικαστήριο. Κι ο ένοχος;
«Εγώ; Αδύνατον! Ορκίζομαι πως είν’ αδύνατον».
Μα είν’ ανίκανος ν’ αρθρώσει λέξη.
Αισθάνεται το στομάχι του να πάλλεται και ξερνά στα πόδια της.
Τότε, κάτωχρο γίνεται το πρόσωπό της, βάζει τα κλάματα,
κρίση μανίας την κυριεύει, ξεσκίζει ολόκληρα βιβλία
κι άλλα τσαλαπατά και κουρελιάζει, ενώ,
αυτός νοιώθοντας φρικτούς πόνους, ουρλιάζει
και παρακαλά να μη τον εξοντώσει,
γιατί κοντεύει να εξολοθρεύσει το μυαλό του.
Τον κοιτά μια στιγμή με μάτια σκοτεινά,
σκίζει μια τελευταία σελίδα και του απαντά:
«Πρόσεχε!
Ζηλιάρα ερωμένη είμαι και θα σε καταστρέψω.
Κάθε μέρα ντύνομαι και στολίζομαι και το κορμί μου ραντίζω μ’ αρώματα.
Περιμένω εσένα να σμίξεις μαζί μου σ’ έρωτα, που
δύναμη θα σε στολίσει κι αντάξιο δικό μου θα σε κάνει,
μα εσύ όλη τη μέρα περπατάς στο σπίτι μου,
παρατηρείς μυστήρια τα πάντα κι έπειτα το βράδυ
με πρόστυχα χάδια πέφτεις στο κρεβάτι με κείνες τι πόρνες τις σκέψεις,
χλευάζεις εμένα και περιφρονείς αυτό που σου χάρισα.
Σε προειδοποιώ, θα νοιώσεις το μίσος μου μα τότε θα είν’ αργά».
Τον τράνταξε και κόντεψε εικόνα αμφίβολη να σβήσει.
Έπειτα, έσυρε περήφανα τα βήματά της, ώσπου έπαψε να τ’ ακούει και μουρμούρισε
«Σκύλα!»
Μόλις εκείνη έφυγε, ο Χ. άρχισε λίγο-λίγο να συνέρχεται
βιβλία στα ράφια να τακτοποιεί και τις πληγές να τρέφει,
εξουθενωμένος κάθισε στη μέση, στο παχύ χαλί
απλώθηκε κι άρχισε να φαντάζεται, εκείνη…….
την πανέμορφη, τη σκύλα, την πλανεύτρα,
μα….
αρσενικό ν’ αντιστέκεται στου κύκλου τη γοητεία.
Έφυγε! – μουρμούρισε – λίκνιζε το κορμί της κι έσειε τον αέρα γύρω της….
………………………………………………………………………………………………………………….
Ξαφνικά, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του
κι ύστερα σηκώθηκε να κόβει βόλτες γεμάτος ένταση.
Οι μικρούλες σκέψεις, ζουμερές κι όμορφες, άρχισαν να τον περιτριγυρίζουν,
την προσοχή του επιθυμώντας να τραβήξουν
και μια όμορφη νύχτα μαζί του να περάσουν,
μ’ αυτός τις έδιωξε μακριά.
Ο ύπνος, ο γέρο-φίλος του, τον τύλιξε στο μαύρο του μανδύα,
βοηθώντας τον να τις αποφύγει και
στη μαύρη σπηλιά του τον τράβηξε ν’ αναπαυτούν μαζί,
νανουρισμένοι από ήχο μονότονο και συνάμα περίεργο σαν διαταγή
Κοιμήσου!!!
Σ’ αυτό το σημείο, μπορούμε τις σκέψεις να παρακολουθήσουμε και
κάποια μυστικά τους να μάθουμε, όσο ο Χ. θ’ αναπαύεται.
Ο καημενούλης!! Μια μέρα σαν κι αυτή κακιά δασκάλα,
με βαθμό άσχημο σε φοβερίζει σε κάποια εξέταση που θα μετρήσει.
Οι Σκέψεις
Οι σκέψεις λοιπόν έχουν για μάννα τη συνείδηση, μάννα κουνέλα, που
ατέλειωτα γεννοβολάει σε καλές και κακές γέννες,
κόρες που έχουν όλες τις μορφές που ήδη ξέρουμε κι ακόμα κι άλλες, που
σιγά-σιγά ξεπροβάλλουν απ’ την τρύπα της τεράστιας τούτης μήτρας.
Περιφέρονται στον αέρα σ’ ένα συνεχή πόλεμο μεταξύ τους, μια
κι η κυριαρχία είναι η μόνη θέληση και δυνατότητα για επιβίωσή τους.
Έτσι, σε αλυσωτό-κυκλικό χορό, τελούνται πράξεις μυστήριες, όπως
τρικλοποδιές και αγκωνιές, κάποτε-κάποτε
και κάποιες ολοφάνερες μπουνιές ή δαγκωνιές.
Κι όταν τα πράγματα σοβαρεύουν τότε, μπορείς να δεις
ολόκληρο αγώνα πάλης και μαλλιοτραβήγματος, όπου ο λικνιστός χορός
χωρίζεται χορευτικά σε ομάδες μακελειού που φέρουν τ’ όνομα απόψεις.
Είναι δυναμικές αυτές κι αλλοίμονο όταν απομονωθούν
σε δικό τους αποκλειστικά χορό σε χώρο κλεισμένο,
κυριαρχούν και γίνονται ψηλομύτες θεές, παντοδύναμες κι αδίστακτες
σε μόνιμο πόλεμο με τις άλλες.
Κι ο καημενούλης ο Χ. – γι αυτό καημενούλης –
ανέλαβε εθελοντικά ρόλο σπουδαίο, ρόλο δύσκολο, του διαιτητή,
μέσα σε χώρο ακόμα πιο δυσνόητο κι απ’ όλ’ αυτά που μέχρι τώρα ιστορήσαμε,
στο χώρο του μυαλού του.
Προσπάθεια Φυγής
Όταν ξύπνησε ο Χ., μετά από μερικές ώρες βαρύ ύπνου,
αναταράχτηκαν μαζί του κι οι μικρούλες σκέψεις
που ‘χαν κοντά του στριμωχτεί, δίπλα στη ζέστη του κορμιού του.
Ξύπνησαν, τεντώθηκαν κι αρπάχτηκαν επάνω του,
σκουντώντας και τραβώντας τον την προσοχή του να κερδίσουν.
Εκείνος όμως, μετά από έναν τέτοιο γλυκό ύπνο, ένοιωθε,
νωχελικά να πλέει και το μόνο που έκανε εκείνη τη στιγμή,
ήταν να στείλει μια σκέψη τόσο δα μικρή κι απροσδιόριστη ακόμα,
τη μνήμη να καλέσει, φωτογραφίες εκείνης να του δείξει….
Έτσι για ώρα πολλή έμεινε μες την κατάσταση αυτή, τόσο, που
πίστεψε πως εύκολα θα του ήταν μπορετό
να διώξει όλες τούτες τις μικρούλες στρουμπουλές
καθώς και τη συνείδησή του.
Μ’ ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια σκέψη κοροϊδευτική εφάνηκε μπροστά του
κι αμέσως
παγερό μαύρο πέπλο φορτωμένο πικρό άρωμα πέρασε
κι όλα χάθηκαν
αφήνοντας τον Χ. μονάχο
σε άχρωμη διάσταση προβολή παράξενη να κάνει
και με κλειστά μάτια να δει…..
Το Όνειρο
Ξαπλωμένος με τη μούρη κατάχαμα ανέπνεε τόσο βαριά που
η αναπνοή του γιόμιζε βογγητά την ερημιά και
σήκωνε σύννεφα σκόνης
Ήταν γυμνός. Ναι! Σίγουρα!
Φαινόταν κιόλας ματωμένος με κάτι τεράστια μελανά σημάδια,
ένα στο σβέρκο, άλλο στον αριστερό γοφό και τρίτο στα πλευρά
Σχισμένος ήταν σχεδόν παντού και το αίμα έτρεχε απ’ αλλού κι αλλού είχε πήξει.
Διπλωμένα τα χέρια δεν ‘καναν την παραμικρή κίνηση,
μόνο ένα ρίγος σαν κύμα κάτω απ’ το πετσί του περνούσε απ’ άκρο σ’ άκρο.
- Πόνος;
Βαρύ το να νοιώθεις και κάποτε, όσο κι αν καυχιόμαστε γι αυτό,
είναι στιγμές που δεν το θέμε…Κι όταν ο ήλιος φεύγει, το σκοτάδι δεν σημαίνει
ύπνο γαλήνιο, προστατεμένο απ’ τ’ αχνό φως της φεγγαροπερπατησιάς,
μα κάλυμμα σ’ έγκλημα ανείπωτο κι ανεπανόρθωτο. Συνομωσία χωρίς μάρτυρες-
Νύχτα λοιπόν το σκηνικό και χάνεται απ’ τα μάτια εκείνος.
Χάνεται σα σβήσιμο με μαύρη πινελιά,
μια και τη νύχτα είναι που η φύση μαζεύει τ’ αταίριαστα και κανείς δεν ξέρει τι τα κάνει ή που τα πάει.
Ακούγεται σούρσιμο. Να ‘ναι άραγε πλάσμα που κινείται ή που το κινούν;
Όσο κι αν ψάχνει η ματιά αλλοίμονο, είν’ ανίκανη στο σκοτάδι.
Το φως του φεγγαριού ρίχνει σκιές πιο δύσκολες κι από γρίφους.
Ο χρόνος ανύπαρκτος στη στάση. Η πρώτη αχτίδα θα τον μετρήσει,
καθώς το γύρο της περιοχής θα τρέξει να κάνει, μα έρημη θα την δείξει
Που πήγε; Ποιος;
Μα εκεί, χθες ή τέλος πάντων πριν κάποιο χρόνο ήταν,
στο χώμα πεσμένος ήταν, δεν κάνω λάθος.
Λάθος;
Χώμα ήταν ή πουλί καθένα στο δρόμο του; Ποιος; Τι να ‘ταν άραγε;
Δεν μπορείς καν να το περιγράψεις…………………
Ξανάγινε φως, τραβήχτηκε το πέπλο στη γωνιά κι έγινε μια σκιά.
Ο Χ. άνοιξε τα μάτια που σ’ αυτήν καρφώθηκαν αμέσως.
Η δική της εικόνα ήταν παρούσα, μύρισε τον αέρα κι έμεινε ακίνητος.
Πόθος σηκώθηκε απ’ το σώμα του και πήρε μορφή γλυκιά, ερμαφρόδιτη,
κάθισε στους μηρούς του στέλνοντας τις φωτεινές του ακτίνες
σε κάθε γωνιά του κορμιού του, μοιράζοντάς το σε κομμάτια
που καθένα ανήκε σ’ αυτήν και καθένα υπέκυπτε σ’ αυτήν.
Φαντασία που έκανε δυο μικρά θλιμμένα δάκρια να τρεμοπαίξουν στα βλέφαρά του
και σαν με τσουλήθρα κατέβηκαν στα χείλη του.
Ορθός, πετάχτηκε με κίνηση απότομη, σαν ξύπνημα βιαστικό
που εκτινάσσεται να προλάβει τη μέρα.
Χτύπησε τα πόδια του θυμωμένα,
η σκιά σκοτείνιασε πιο πολύ κι εξαφανίστηκε, ενώ
στη μεγάλη αίθουσα του μυαλού του, βρίσκοντας πως η στιγμή είναι κατάλληλη,
στην αρχή δειλά κι έπειτα ξεφωνίζοντας χαρούμενα, πετάχτηκαν οι μικρούλες,
θεωρώντας πως ένας χορός πανηγυρικός άρμοζε στην περίπτωση.
Όμως ο Χ. χτυπώντας παλαμάκια, δήλωσε σαν απόλυτος κύριος κι αφέντης τους
πως επιθυμούσε μια μικρή ξεκουραστική βόλτα
κι αυτό θα έκαναν ευθύς χωρίς διαμαρτυρίες.
Η Βόλτα
Συνάχτηκαν λοιπόν όλες πιασμένες χέρι-χέρι στη σειρά,
στριμώχνοντας η μια την άλλη για να ‘ναι όσο πιο κοντά του ήταν μπορετό,
περιμένοντας την τύχη την καλή που θα τις σπρώξει αγκαζέ του
σε τούτο τον περίπατο,
αγκαλιά ν’ απολαύσουν την αίσθηση της φαντασίας
σε λίκνισμα περπατήματος, αργού και ρυθμικού, τροφοδότη.
Όταν ο Χ. την πόρτα άνοιξε, ο δισταγμός γκρεμίστηκε,
καθώς το τσούρμο πίσω του τα πόδια άρχισε να κρούει
ζητώντας την υπόσχεση να εκπληρωθεί. Αποφασίστηκε περίπατος. Τι διάολο!
Κλείνει τα μάτια και τις πιο αγαπημένες, τις πιο όμορφες στο πλάι του κρατά
και προς την αλέα τις παρασέρνει στη σκοτεινή του κάμαρα,
με ξελογιάσματα κάθε λογής, που θα βοηθούσαν όχι μόνο να τις κατακτήσει,
μα γόνιμος ν’ αποδειχτεί και καρπούς-παιδιά μαζί τους να γεννήσει.
Ομορφιά και ισχύ στα δώματα για τη δικιά τους ύπαρξη και τη δικιά του γνώση.
Μην πεθάνεις!! Μην πεθάνεις!! Φώναζε, τσίριζε στη γέννα της η σκέψη τ’ ουρανού
κι όταν ένα όμορφο αγόρι γεννήθηκε, στα μάτια του είχε
ένα καινούργιο πρωτόγνωρο χρώμα
σαν από άλλους κόσμους, μα κι από τούτους δω….
Νύχτωσε όμως και το παιδί κρατώντας αγκαλιά μα και τη μάννα – σκέψη από δίπλα,
την πόρτα άνοιξε κι αντίκρισε σκοτάδι.
Ό,τι κρατούσε ο Χ. στο νου του ή στο χέρι καπνός γίνηκε και χάθηκε…
Έτσι κι αλλιώς όλα είναι εικόνες, είπε, όλοι είμαστε εικόνες,
η προβολή μας μονοδιάστατη προς τα έξω, παρ’ όλο που η ουσία είναι διαφορετική.
Ζει σε πολλές διαστάσεις, συνειδητές κι ασυνείδητες,
μόνο που δεν είναι εύκολο ούτε την προβολή ολοκληρωμένη στους άλλους να κάνουμε, ούτε καν να τη δεχτούμε σαν τέτοια.
Μας βρίσκει απροετοίμαστους, το διάστημα-χάος, που μεσολαβεί.
……………………………………………………………………………………………..
Έπειτα στο μυαλό του ένα κενό
Ούτε μια σκέψη δεν έμεινε, ούτε καν μία εικόνα
………………………………………………………………………………………………..
Το Τέλος
Ανατρίχιασαν τα φύλλα
καθώς ο ανασασμός έγινε βαρύς
Αναφιλητό στο σούρουπο,
εκτόξευε κοφτερή τη λάμα
στον ανύποπτο θιασώτη του θρύλου
Του σκίστηκε σα θώπευμα στα δυο η σάρκα
και μάτωσε την ώρα που θηκάρωνε το τιμαλφή
Έλιωσε τεράστια η νύχτα ξαφνικά,
να κρύψει τον ποταμό τον κόκκινο
Τελευταίο σκίρτημα
Έμεινε η ψυχή στην πέτσα την καλύπτρα
δυο τεράστια ατέλειωτα λεπτά
κι έπειτα άφησε μόνο του
κείνο τ’ ακίνητο κορμί στις πλάκες
με μένα καρφωμένη μες τ’ ασπράδι των βολβών
που πήρε να γίνεται ώχρα.
Πεθάναμε και γίναμε μαζί αθάνατοι μικρέ μου,
σε κείνη τη στιγμή που ο γέρος
θυροκοπούσε ανυπόμονα
αν και κρατούσε στο χέρι το κλειδί.
Θ’ ακούω το θρόισμα των φουστανιών Εκείνης
ανάμεσα στους βράχους
και θα σου ψιθυρίζω: Μην κοιμηθείς!!
όταν περάσει κι από δω,
εγώ μέσα στα μάτια σου και συ καλώντας την ψυχή
θα φωνάξουμε ν’ ακούσει…………………………………..
………………………………………………………………………..
Πρόλογος
Η Ζωή από την πρώτη εκείνη έκρηξη της αρχής της διάγεται και βιώνεται μέσα από απώλειες, άλλοτε μικρές, καθημερινές, σχεδόν ασήμαντες κι άλλοτε σημαντικές, βαρύνουσες, πολυδιάστατες, βυθοκόρες, που πληγώνουν το χρόνο, το χώρο μας κι απειλούν την ενότητά μας.
Η Ζωή πορεύεται αέναα και μας καλεί πάντα να ‘μαστε παρόντες σιμά της, να παλεύουμε μαζί της στο φως που σκορπίζει τα σκοτάδια του σύμπαντος και της ψυχής μας.
Η Ζωή μας σύρει έξω από το θολό θόλο της φαντασίας μας και μας οδηγεί σε ερωτήματα προς απάντηση, άλλοτε μικρά, καθημερινά κι άλλοτε ευρύτερα, διαχρονικά, καθοριστικά με την επίλυσή τους.
Η Ζωή μας καλεί να την ασπαστούμε.
Η Ζωή μας προτρέπει με δύναμη ακόμη και στο θάνατο (μας) να την ακολουθήσουμε.
Σαν τον καλλιτέχνη που του δόθηκε το υλικό για να το πλάσει, σμιλεύοντας ερωτήματα κι αξίες για τη ζωή, ώστε να την τιμήσουμε, να την αγαπήσουμε ως πολύτιμη που είναι κι άφοβα να αφεθούμε να σμίξουμε μαζί της.
Επίλογος
Είναι δύσκολο ν’ αλλάξουμε εσώτερες διεργασίες.
Το πρόβλημα του πόθου και της έλξης για τη ζωή και συνάμα ο θάνατος παραμένει πάντα ένα μυστήριο με τους δικούς του όρους προσέγγισης, που όσο κι ότι γνωρίζουμε πάντα είναι ελλιπές.
Η ύλη και η ενέργεια. Πόσο μπορεί να πλάσει η πρώτη τη δεύτερη και ως ποιο βαθμό; Αντίστροφα; Είναι γιατί υπάρχει ένα όριο ή αυτό είναι ο φόβος; Πόσο τα
a priori στο μυαλό μας περιορίζουν και καθορίζουν; Νοητικά κατασκευάσματα, μετουσιώσεις προστατευτικών χιτώνων εφησυχασμού μπροστά στο φόβο μας για το θάνατο μας εγκλωβίζουν;
Οι νύχτες είναι παράξενες και πρέπει να προσέχουμε ή εμείς παραξενεύουμε τις νύχτες που όλα γίνονται σκιές και φαντασιώσεις, που καθένας μας ξορκίζει με το δικό του τρόπο, γιατί μας είναι δύσκολο ν’ αποδεχθούμε πως όλα φτάνουν σ’ ένα όριο ενός τέλους και μιας αρχής.