`
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ Η ΠΟΑ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας
τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες
τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων
τα γεμάτα ως πάνω και τ’ απύθμενα
Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα
τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα
τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι
τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα
Η ´Ερση, η Μυρτώ, η Μαρίνα
η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή
η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια
( Απόσπασμα από το Άξιον Εστί, 1959)
`
*
`
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια
-Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκκαλο
άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
(Προσανατολισμοί, 1940)
`
*
Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια- στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.
«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ‘ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.
»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων,
»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός
τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»
(´Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό, 1960)
`
*
` Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό
προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ στον
ουρανό μα τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια
και τους ήλιους.
(Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, 1971)
`
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στούς ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ καί σε πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς και ποιός, μ ‘ακούς
Σου κρατεί τό χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες καί των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θά μας κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια νά μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα– ένα , μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες , μ’ ακούς
Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας και, μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε, μ’ ακούς
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ ‘ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές καί με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς;
Ποιός γυρεύει τον αλλο, ποιός φωνάζει- ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
(Το Μονόγραμμα, 1971)
`
*********************************************************
«Και ιδού μια άκρα ησυχία. Που μεταφορικά μιλώντας, δεν είναι μόνον φαινόμενο ακουστικό αλλά και απόσταση. Η απόσταση η απαραίτητη για να υπάρξει μια πιο αληθινή ζωή. Από το άλλο άκρο της εγρήγορσης, αργά, σταλάζει σαν κόμπος νερού ένα γυμνό κορίτσι. Όλοι προσέχουν τα μαλλιά του τα λυτά ως τους μηρούς. Λίγοι μόνον υποψιάζονται ότι δεν είναι παρά η έννοια του «αειθαλούς» όπως συμβαίνει να σταλάζει στην ευαισθησία του δημιουργού. Και ακόμα λιγότεροι, ότι πρόκειται για την ενσάρκωση ενός ιδανικού που, με όπλο του την Ομορφιά, ξέρει να εκδικείται».
(Οδυσσέας Ελύτης, Άνδρος 1992)
`
*********************************************************
`
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
«Μ’ αόρατα δάκτυλα μας αγγίζει τον νου ο έξω κόσμος. Ακούμε σα να βλέπουμε, βλέπουμε σα ν’ ακούμε. Η φιλία δύο αισθήσεων είναι συχνά η έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας. Όταν αγγίζεις βλέπεις… Ευτυχώς που τα αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα και που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα».
Είναι οι σκέψεις του Οδυσσέα Ελύτη που ενώνουν την τέχνη του λόγου με την τέχνη της εικόνας και απηχούν τα χρώματα των φωνηέντων του Ρεμπώ. Στο περιβάλλον του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Ελύτης ανακάλυψε τους σουρεαλιστές, τους πίνακες και τα κολάζ του Μαξ Έρνστ, του Βίκτωρ Μπράουνερ, του Υβ Τανγκύ, του Όσκαρ Ντομίνγκεθ. Εξέθεσε τα πρώτα του κολάζ στην έκθεση σουρεαλιστών ζωγράφων που πραγματοποιήθηκε το 1936 στο διαμέρισμα του Εμπειρίκου. Ο Ελύτης, από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της γενιάς του ’30, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας το 1979, εξαίρετος δοκιμιογράφος και μεταφραστής, ολοκλήρωσε την καλλιτεχνική του προσφορά με την παραγωγή εικόνων, όπως κι οι ομότεχνοί του Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Βαλαωρίτης, Ρίτσος, Πεντζίκης, Κόντογλου. Ονομάζει σ υ ν ε ι κ ό ν ε ς τα εικαστικά του έργα, τα κολάζ, τις τέμπερες, τις ακουαρέλες και αποδίδει στον εαυτό του το ένστικτο του κυνηγού εικόνων. Γράφει για τις πρώτες του απόπειρες:
«Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ’ ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλους της γλώσσας… Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά-σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν’ ανεβαίνουν στην επιφάνεια…
Η κόρη άγγελος. Ένας άγγελος θηλυκός σε όλη του τη δόξα. Με φτερούγες από κάτι άλλο, που η ζωή δε μας το είχε προσφέρει ως τότε: φτερούγες από θαλασσινά όστρακα. Ναι, αυτό ήταν. Να σημάνει ο συναγερμός των φυσικών στοιχείων, ο μετεωρισμός τους στον αιθέρα της φαντασίας και το κατακάθισμά τους με μια διαφορετική, απρόβλεπτη, μη ωφελιμιστική (επιμένω σ’ αυτό) επανασύνθεση.» (Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, 1992)
Θαυμαστής πολλών ζωγράφων ο Ελύτης, έγραψε εξαιρετικά δοκίμια για τον Θεόφιλο, τον Στέρη, τον Διονύση Φωτόπουλο, τους μεγάλους της δυτικής τέχνης, τον Αρπ, τον Γκρις, τον Ρόθκο, στα κείμενα του αναφέρεται στον Πικάσο, στον Μπρακ, στον Ματίς, ενώ προχώρησε και στη συγκρότηση φανταστικού μουσείου (κατά το υπόδειγμα του Μαλρώ) που περιλάμβανε 120 έργα 24 δημιουργών, από τον Σεζάν και τον Σερά ως τον Μπαλτύς και τον Βαζαρελύ.
`
* Η Ευθυμία Γεωργιάδου-Kούντουρα είναι Ιστορικός της Τέχνης