Άνεμος ανατολικός
η παγωνιά λήστεψε τις πατούσες μας, Κύριε
κι ο ύπνος μας ευνοήθηκε σε πέντε ώρες συνεχόμενες
πίσω απ’ τους πάγκους στο πανηγύρι στ’ εκκλησάκι της
Σάντα Λουτσία• τη νύχτα ο Μάθιου μάρσαρε τη μηχανή
κι έκανε τρεις γύρους γύρω από τα κορμιά μας μέσα στους
πλαστικούς σάκους• — να σου δείξω την πίσω πλευρά
των πραγμάτων, χαχάνισε στη Σέρυλ• εκείνη σιγοσφύριζε
έναν σκοπό κι έπλεκε μια παχιά κοτσίδα τα μαλλιά της
πάνω στη μηχανή• το πρωί κατουρήσαμε όσο νερό είχαμε
πιει δίπλα στον πάγκο με τα καλαμπόκια• ο Τζό τρίφτηκε
όρθιος πάνω στη Μάργκοτ κοιτώντας τη στο πρόσωπο•
όταν έχυσε το παντελόνι του λασπώθηκε• εκείνη ξέσπασε
σε κλάματα ντροπιασμένη• οι άλλοι κοιτάξαμε αλλού•
ο Πάτρικ κλώτσησε έναν αναποδογυρισμένο τζίτζικα
κι αυτός ζωντάνεψε μπρος στη μύτη του Μπέντζαμιν•
ο Μπέντζαμιν ούρλιαζε τινάζοντας τα χέρια με κοριτσί-
στικους τρόπους μπροστά από το πρόσωπο• χτύπησε τα
μάγουλα• το μέτωπο• τα χείλη• ο Πάτρικ ξεκαρδίστηκε•
οι άλλοι πιάσαμε το τραγούδι και τους μπόγους•
εκεί κάτω στο Σαιν Λούις
εκεί κάτω στο Σαιν Λούις
ανοιγμένα μας περιμένουν στάχυα
ανοιγμένα μας περιμένουν στάχυα
όμορφες γυναίκες και μια καντίνα
ανοικτή για μπύρες
(άντρες:) εκεί κάτω στο Σαιν Λούις
(γυναίκες:) εκεί κάτω στο Σαιν Λούις
-επανάληψη-
ο ήλιος μια σπιθαμή πάν’ απ’ το χώμα κι η μυρωδιά απ’
το κάτουρο στα καλαμπόκια μας έκλεινε τη μύτη•
σηκώσαμε τους μπόγους• το μπουλούκι προχώρησε ._
My way
Τ’ άσπρο του βουνού βότσαλο Κι η μαρτυρία της Άνοιξης
Το κορμί του• ανθρακομμένος βράχος πέρα στο πέλαγο μακριά•
τ’ αγόρι
Γυναίκες του τάματος με λάμδα από λιβάνι και λατρεία στα ριγηλά
τους χέρια στ’ Άη Λια μαζεμένες το ξωκκλήσι στη πέτρα πάνω
του βουνού
Η κόρη δώδεκα χρονώ παιδί στον ύπνο με τα γυμνά της πέλ-
ματα και τα φεγγαρένια χείλη Το βραδινό κι η νύχτα αφέγγαρη
Θεία αγρύπνια
Το μικρό φιδάκι απ’ τον κόρφο της ελιάς δραπετεμένο• ευθύς
σαν στον ασβέστη του σκαλοπατιού σκόρδο λιωμένο έγλειψε
στης ελιάς γύρεψε δρόμο να επιστρέφει παρά στης κόρης το
γυμνωμένο στήθος
Έτσι ανάσανε κι αυτό κι ελαφρωμένο από την άλλη πήρε μια
στροφή να το χαρεί γυμνό τ’ ανέμου το ανέκκλητο το φύσημα
πριν τ’ αυγερινού το έβγα
Το πρωινό η καμπάνα κι η νηστεία ξεκίναγαν τη μέρα και
τ’ αγόρι άφαντο όπως το γύρεψε της κόρης το διψασμένο
βλέμμα
Κάτ’ απ’ τον αγκώνα βαθειά ο βράχος• το χέρι της σκισμένο•
το ‘θρεφε η θάλασσα• λευκή όπως η αλυκή στ’ αλάτι• η πληγή
την έτρωγε
Το μάτι της πουλί που τον ορίζοντα τον σκίζει• γύρισε τη διάθεση
λάδι στ’ άσβηστα καντήλια να προσθέσει• το φιτίλι να σηκώσει
λίγο προς τα πάνω• της νύχτας τ’ αποφόρια να μαζέψει• και τ’
αγόρι ακόμη να φανεί
Τ’ άσπρο του πελάγου τ’ ακλόνητο Κι η μαρτυρία του θεού το
βύθισμα της μέσα-γης δυο οργιές κάτ’ απ’ το βράχο• η θάλασσα
γυμνώθηκε
Λες κι από δίψα ο Ποσειδώνας να την ορέχτηκε και την κατάπιε•
τ’ αγόρι ακόμη να φανεί κι όπως ο Απόλλωνας αγνάντια το
φέγγος του
είχε απολύσει- το πουλί στο μάτι της κόρης θαμπώθηκε και σκιά-
χτηκε• φτερούγισε• αρπάχτηκε• κι απ’ τη λαχτάρα έφτιαξε αδέξια
φωλιά με τα μαλλιά της
πάνω απ’ τους λευκούς της ώμους τούς μαρμαροσμιλεμένους
που άνοιξ’ η κόρη και κατοίκησε τ’ αγόρι περιμένοντας• ακόμη
να φανεί ._
Το κόκκινο στο χαμόγελο της Μαρίας
το κάποτε είναι ήχος σιωπής ανθρώπου Μαρία•
ένας κόφτης να αδειάσει τη πούδρα τ’ ουρανού
από βλέμμα• να φεύγουν οι κραυγές των ψυχών
έξω• ν’ απλώνονται ύλη αστρική και υλακή ζώου
στο άπειρο• να σπάζονται στο μηδέν του σύμπαντος•
κι έπειτα να ‘ρχεται βροχή στην πόλη και λίγο κίτρινο
απ’ την ταμπέλα του δρόμου να σου φτιάχνει ήλιο
για τη στιγμή που θα μουσκέψουν τα βλέφαρα δάκρυ•
κι ορχήστρες πουλιών και βαθύ πράσινο δάσους να
αποτελέσουν την κολυμπήθρα να βαφτιστείς εκ νέου•
κι οι προθέσεις των ανθρώπων λευκές όπως το γνήσιο
χιόνι στη κορυφή του Ολύμπου παραμονή καλοκαιριού
του ‘15• σε μια τέτοια κοιλότητα του χρόνου αξιώθηκα
κι εγώ Μαρία για να ‘ρθω να σε συναντήσω ξαναγεννημένη•
να βαδίσουμε μαζί την μικρή οδό των ρόδων με χέρια για
φτερά και μάτια πυρσούς• κι όπως λίγο κόκκινο θέλω στο
ποίημα να βάλω τη γυναίκα που χώρεσε απλωμένη στο
μικροσκοπικό πίνακα του Ρέμπραντ στον πεσσό της αιθού-
σης της Εθνικής Πινακοθήκης των Αθηνών στο νου μου
φέρνω• να λάμπει ατελής• όπως λάμπει το χαμόγελό σου•
κι είναι αυτό το κόκκινο στο ποίημα Μαρία των Αγγέλων
που μας αγάπησες ._
του θανάτου
στη κοιλάδα του θανάτου
η μάννα μου καθιστή στο μπαλκόνι
σε μια καρέκλα γερτή γελαστή
επιθεωρούσε από απόσταση
τη βρύση να στάζει σε θέση άλλη
από τη δική της
προσπάθησα να της φωνάξω
[το γέλιο της ήταν τζάμι]
μετάνιωσα να τη διακόψω
[απότυχα να το κόψω]
στο φόντο το βουνό των σκιών
ένα αεροπλάνο χωρίς βουή
[ένα αεροπλάνο όπως μέλισσα χωρίς βοή]
από την ουρά βγήκε καπνός
[βυθιζόταν στη χοάνη των βουνών]
όταν η μύτη φαινόταν στο μεταξύ των
[στραγγίζοντας το μέλι τους
το σκόρπιζε από τη κοιλιά του]
κορυφών
αδελφό δεν έχω κι έτσι επινόησα
άλλο ποίημα να αναφερθώ στον Ανρί Μισώ
κι ούτε που ενόχλησα άλλο τη μάννα
να την κάνω κοριτσάκι αφού μέσα μου
γερνάει
άλλωστε ήταν ήδη αργά
από καιρό κοιμόταν ._