Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Edmond Rostand, 4 Ποιήματα (μτφρ.-επίμετρο: Ανδρονίκη Δημητριάδου)

$
0
0

Ballade des vers qu’on ne finit jamais

Mes vers pour qui je sens la plus grande tendresse
Sont tous les non-finis qui vont par un, par deux ;
Ces vers dont on remet l’achèvement sans cesse,
Qu’on retrouve en fouillant dans les papiers poudreux.
Quand on est un poète, on est un paresseux ;
On n’est point patient comme un graveur sur cuivre :
Souvent, quand la beauté d’un sujet vous enivre,
On se met au travail ; mais le feu tombe, mais
Les vers vont faiblissant si l’on veut les poursuivre.
Les meilleurs sont les vers qu’on ne finit jamais.

L’idée est délicate, et la forme la blesse
Des poèmes trop faits. Elle préfère ceux
Qui ne l’ajustent pas avec trop d’étroitesse ;
Elle court moins danger de s’abîmer en eux.
Quand on veut achever, cela devient chanceux ;
La mort du sens exquis bien souvent doit s’ensuivre ;
Il fond comme fondrait une étoile de givre
Qu’on voudrait prendre, ou bien la neige des sommets !
Dans des vers terminés le rêve peut-il vivre ?
Les meilleurs sont les vers qu’on ne finit jamais.

C’est vous, vers commencés et puis que l’on délaisse,
Rondels abandonnés, refrains harmonieux
Auxquels on n’a pas fait de chansons, par mollesse,
Sonnets dont on n’a fait qu’un tercet merveilleux,
C’est vous que le poète aime toujours le mieux.
Et tel alexandrin qu’un second n’a pu suivre
Dit un charme, un parfum léger dont on fut ivre,
Mieux qu’un poème long. Ce sont les plus mauvais,
Les vers que, du tiroir, pour la foule, on délivre…
Les meilleurs sont les vers qu’on ne finit jamais.

Envoi

Lecteur, je suis navré. Ces vers que je te livre
- Dont, peut-être, on vendra le papier à la livre, -
Ne sont pas, il s’en faut, hélas ! ceux que j’aimais.
Car les meilleurs, comment les mettre dans un livre ?
Les meilleurs sont les vers qu’on ne finit jamais.

(Edmond Rostand, Les Musardises, 1911)

Μπαλάντα των ημιτελών στίχων

Οι στίχοι μου γι’ αυτούς που νιώθω την πιο μεγάλη ευαισθησία
Είναι όλοι τους ημιτελείς που ένας ή δυο μαζί πάνε .
Οι στίχοι που το τέλος τους συνέχεια ξαναβάζεις,
που ξαναβρίσκεις ψάχνοντας σε φύλλα σκονισμένα.
Ποιητής σαν είσαι, είσαι οκνός .
Δεν έχεις διόλου υπομονή σαν τον χαράκτη του χαλκού:
Συχνά, όταν η ομορφιά από κάτι σε μεθάει,
Στρώνεσαι να δουλέψεις . μα η φωτιά χωνεύει, όμως
Οι στίχοι συνεχώς τη δύναμή τους χάνουν, αν θες να συνεχίσεις.
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.

Η ιδέα είναι λεπτή, και το σχήμα την πονάει
Από ποιήματα τόσο πολύ φτιαγμένα. Εκείνη προτιμά αυτά
Που με στενότητα πολλή δεν την περιορίζουν.
Διατρέχει κίνδυνο σε αυτά μικρότερης ζημίας.
Αν θέλει κάποιος να τελειώσει, γίνεται αυτό τυχαία .
Της τέλειας έννοιας συχνά ο θάνατος πρέπει να ακολουθήσει .
Λιώνει όπως θα έλιωνε το παγωμένο αστέρι
που θα ‘θελες να άγγιζες, ή σαν στις κορυφές το χιόνι!
Σε τελειωμένους στίχους είναι δυνατόν το όνειρο να ζήσει;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.

Εσείς είστε, στίχοι που σας άρχισαν κι ύστερα παραμέλησαν,
Ροντέλα εγκαταλειμμένα, ρεφραίν αρμονικά
Που, από ραθυμία απλά, τραγούδια δεν σας κάνανε,
Σονέτα με τα οποία σκαρώσανε ένα θαυμάσιο τρίστιχο,
Πάντοτε εσάς ο ποιητής πιότερο αγαπάει.
Και τέτοιο αλεξανδρινό που όμοιό του δεν έχει
Μια γοητεία λέει, ένα άρωμα ελαφρύ το οποίο σε μεθάει,
Από ένα ποίημα μακρύ είναι πολύ καλύτερο. Αυτοί είναι οι χειρότεροι,
Οι στίχοι που, απ’το συρτάρι μέσα, για το πλήθος, παραδίδεις …
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.

Αφιέρωση

Λυπάμαι, αναγνώστη. Οι στίχοι που σου παραδίδω αυτοί
- Των οποίων, ίσως, το χαρτί με τη λίβρα θα πωλείται -
Δεν είναι, μακριά από εμένα, αλίμονο! εκείνοι που αγάπησα.
Γιατί, πώς να χωρέσουν οι καλύτεροι σε ένα βιβλίο μέσα;
Καλύτεροι είναι οι στίχοι που ποτέ σου δεν τελειώνεις.

(Έντμοντ Ροστάν, Οι Περιπλανήσεις, 1911)

Je t’aime, je suis fou…

Je t’aime, je suis fou, je n’en peux plus, c’est trop ;
Ton nom est dans mon cœur comme dans un grelot,
Et comme tout le temps, Roxane, je frissonne,
Tout le temps, le grelot s’agite, et le nom sonne !
De toi, je me souviens de tout, j’ai tout aimé :
Je sais que l’an dernier, un jour, le douze mai,
Pour sortir le matin tu changeas de coiffure !
J’ai tellement pris pour clarté ta chevelure
Que, comme lorsqu’on a trop fixé le soleil,
On voit sur toute chose ensuite un rond vermeil,
Sur tout, quand j’ai quitté les feux dont tu m’inondes,
Mon regard ébloui pose des taches blondes !

(Edmond Rostand, Cyrano de Bergerac, Acte III scène VII, 1897)

Σ ‘αγαπώ, είμαι τρελός …

Σ ‘αγαπώ, είμαι τρελός, δεν αντέχω, είναι πολύ.
Το όνομά σου στην καρδιά μου σαν καμπάνα αντηχεί,
Και καθώς συνέχεια τρέμω και ριγώ, Ρωξάνη,
Η καμπάνα όλο χτυπά, και το όνομά σου ηχώ κάνει!
Από εσένα, όλα θυμάμαι, λάτρεψα το κάθε τι:
Ξέρω πέρυσι, μια μέρα, στις 12 του Μάη,
Χτένισμα άλλαξες για να βγεις το πρωί!
Τόσο πέρασα για φως της κόμης σου τη λάμψη
Που, σαν κατάματα τον ήλιο αντικρίζεις,
Στα πάντα βλέπεις έπειτα μια κόκκινη κηλίδα,
Παντού, όταν άφησα τη λάμψη που με κατακλύζει,
Το θαμπωμένο βλέμμα μου πλάθει ξανθά σημεία!

(Έντμοντ Ροστάν, Συρανό ντε Μπερζεράκ, Πράξη ΙΙΙ Σκηνή VII, 1897)

La branche

Cette branche pendante et gracile de saule,
Qui vibre parce que l’eau vibrante la frôle,
Ayant voulu sans doute écouter de plus près
Ce que dit le ruisseau dans son tumulte frais,
Se pencha, d’une souple inflexion de tige,
Un peu d’abord, puis trop, - maladresse ou vertige !
Et l’eau, par une feuille, en courant, la retint :
Si bien qu’elle, à présent, dont c’était le destin
De vivre, avec toujours le même geste calme,
Dans l’azur, d’une vie indolente de palme,
Elle doit s’agiter sans cesse, trembloter,
Sangloter quand il plaît à l’eau de sangloter,
Se secouer gaîment si l’eau devient rieuse,
Et s’épuiser en longs émois, la curieuse,
Qu’estiment bien punie alors ses vertes sœurs,
Mais qui n’a nul regret des tranquilles douceurs,
Mais qui secrètement les raille et les méprise,
Mais qui se sent, malgré le courant qui la brise,
Et l’affole, et malgré l’implacable ruisseau
Qui ne lui fait jamais grâce d’un seul sursaut,
Heureuse d’être celle avec qui communique
Le flot, et de savoir ce qu’il dit, elle unique !

(Edmond Rostand, Les Musardises, 1911)

Το κλαδί

Το λεπτό αυτό κλαδί ιτιάς που αιωρείται,
Που ριγεί επειδή το γάργαρο νερό το αγγίζει,
Πιθανά γιατί δοκίμασε προσεκτικότερα να ακούσει
Αυτό που το ρυάκι λέει στο δροσερό στροβίλισμά του,
Έσκυψε, με εύκαμπτο λύγισμα του μίσχου,
Λιγάκι στην αρχή, στη συνέχεια πολύ - αδεξιότητα ή ζάλη!
Και το νερό, από ένα φύλλο, τρέχοντας, το συγκράτησε:
Έτσι ώστε, τώρα, του οποίου η μοίρα ήταν
να ζει, με την ίδια γαλήνια κίνηση για πάντα,
Στον ουρανό, ενός φοίνικα ζωή νωχελική,
Να κινείται πρέπει συνεχώς, να τρεμοπαίζει
Να κλαίει με λυγμούς σαν το νερό θέλει να κλαίει,
Χαρούμενα να σπαρταρά αν το νερό χαρούμενα κυλάει,
Και σε μεγάλες συγκινήσεις να εξαντλείται, το περίεργο,
Που τα πράσινα αδέλφια του θεωρούν δίκαια τιμωρημένο,
Αλλά οι ήπιες τρυφερότητες σ’αυτό δεν λείπουν διόλου,
Όμως κρυφά χλευάζει αυτές και τις περιφρονεί,
Ωστόσο αισθάνεται, παρά το ρεύμα που το σπάει,
Και το ανατρέπει, και την αμείλικτη ροή που
Χάρη δεν του κάνει ούτε για ένα τίναγμα,
Χαρούμενο επειδή είναι αυτό με το οποίο επικοινωνεί
Το ρεύμα, και ό,τι λέει γνωρίζει, μοναδικό πως είναι!

(Έντμοντ Ροστάν, Οι Περιπλανήσεις, 1911)

Le linon

Ce léger linon
Qui vous emmitoufle,
Mais à la façon
D’un souffle ;

Ce linon léger
Dont la candeur frêle
À le voltiger
D’une aile ;

Ce léger linon,
Assez diaphane
Pour qu’un seul rayon
Le fane ;

Ce linon, léger
Comme un fil de berge
Que fait voyager
La Vierge ;

Ce léger linon,
C’est votre pensée
Que les choses n’ont
Froissée !

Ce linon léger,
C’est, neigeuse flamme
Qu’un rien fait bouger,
Votre âme !

Ce léger linon,
Ce linon que j’aime,
Ce n’est rien sinon
Vous-même !

(Edmond Rostand, Les Romanesques, 1894)

Το λινό

Το ελαφρύ αυτό λινό
Που σε τυλίγει,
Όμως ίδιο
Με ανάσα .

Αυτό το ελαφρύ λινό
Που εύθραυστα αθώο
Κυματίζει
Σαν φτερό .

Το ελαφρύ αυτό λινό,
Τόσο διάφανο
Που μια ακτίνα μόνο
Ξεθωριάζει .

Αυτό το ελαφρύ λινό,
Σαν του ρυακιού το κύμα
Που ταξιδεύει
Την Παρθένο .

Το ελαφρύ αυτό λινό,
Είναι η δική σου σκέψη
Που κανείς δεν έχει
Τσαλακώσει!

Αυτό το ελαφρύ λινό,
Είναι, χιονισμένη φλόγα
Που ένα τίποτα ταράζει,
Η ψυχή σου!

Το ελαφρύ αυτό λινό,
Το λινό που αγαπώ,
Δεν είναι τίποτα παρά
Εσύ μονάχα!

(Έντμοντ Ροστάν, Τα Ρομαντικά, 1894)

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο Εντμόν Ροστάν ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Μασσαλία από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία στο κολέγιο Στανισλάς στο Παρίσι. Συνέχισε με νομικές σπουδές και παράλληλα έγραψε το πρώτο θεατρικό του έργο: “Le Gant rouge” (”Το κόκκινο γάντι”). Το 1890 εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εμφανίστηκε το 1890: “Les Musardises” (”Οι Περιπλανήσεις”).
Το 1891, έγραψε το έργο “Les deux Pierrots” (”Οι δύο Πιερρότοι”), αλλά η επιτυχία ήρθε το 1894 με “Τα Ρομαντικά” (”Les Romanesques”). Στη συνέχεια έγραψε για τη Σάρα Μπερνάρ δύο έμμετρα έργα: “La Princesse Lointaine” (”Η απόμακρη πριγκίπισσα”), που ανέβηκε το 1895, και “La Samaritaine” (”Η Σαμαρίτιδα”) το 1897. Τη χρονιά εκείνη ανέβηκε στο Πορτ Σαιν-Μαρτέν και ο “Συρανό ντε Μπερζεράκ”, που υπήρξε ένας θρίαμβος σπάνιος για τα θεατρικά χρονικά και ήταν εμπνευσμένος από τις περιπέτειες του πραγματικού Σιρανό, του θεατρικού συγγραφέα που έζησε τον 17ο αιώνα στη Γαλλία. Το “Aiglon” (”Αετιδέας”), έργο γραμμένο για την Μπερνάρ, που ανέβηκε το 1900, γνώρισε ανάλογη επιτυχία. Αυτή η διπλή επιτυχία τον οδήγησε, το 1901, στη Γαλλική Ακαδημία.
Ήταν μόνο τριάντα τριών ετών. Η υγεία του όμως, εύθραυστη πια λόγω μιας πνευμονίας, τον ανάγκασε να αποσυρθεί στο Κάμπο, στη Χώρα των Βάσκων, όπου έγραψε το “Chantecler”, το οποίο ανέβηκε στο Παρίσι το 1910, χωρίς όμως επιτυχία. Την ίδια τύχη είχε και η “Τελευταία νύχτα του Δον Ζουάν” που παρουσιάστηκε μετά το θάνατό του. Ο Εντμόν Ροστάν πέθανε από πνευμονία στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 1918.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles