`
Η Παναγία των Παρισίων βγήκε στα παρισινά βιβλιοπωλεία τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου του 1831· αμέσως οι τόμοι-της έγιναν ανάρπαστοι, και ώς το τέλος της χρονιάς είχαν κυκλοφορήσει τουλάχιστον δύο ακόμα εκδόσεις, ενώ ακολούθησαν αμέσως κι άλλες.
Εκείνον τον Απρίλη του 1831 ο Αδαμάντιος Κοραής έκλεινε τα ογδοντατρία-του χρόνια, κι είμαστε σίγουροι πως αδιαφόρησε παντελώς για το καινούριο βιβλίο· το πιθανότερο μάλιστα είναι πως δεν θα το πληροφορήθηκε καν. Άλλες προτεραιότητες τον βασάνιζαν στα γερατειά-του· δυο χρόνια νωρίτερα είχε εκδώσει τον Συνέκδημο Ιερατικό και τους αντικαποδιστριακούς-του διαλόγους, όπου στηλίτευε τις δεσποτικές τάσεις της εκκλησίας και του πρώτου κυβερνήτη, τώρα τον απασχολούσαν τα Άτακτα, με το γλωσσικό υλικό και τις ποικίλες συμβουλές στους συμπατριώτες-του. Όμως ακόμα κι αν είχε τύχει να του μιλήσει κάποιος γι’ αυτό το καινούριο μυθιστόρημα ή για τον συγγραφέα-του –ηγέτη πια των ρομαντικών–, ο γέροντας θα απέστρεφε το πρόσωπό-του. Και μόνον η ιδέα του «ρομαντισμού» του προκαλούσε φρίκη: τον συνέδεε με τον χριστιανισμό, ακριβέστερα με τον καλογηρισμό, την αγάπη προς τους σκοτεινούς χρόνους του μεσαίωνα, τον σεβασμό προς τον απαίσιο βασιλικό θεσμό· άλλωστε τα μυθιστορήματα δεν ήταν του γούστου-του. Τα λογάριαζε για εύκολη λογοτεχνία, λογοτεχνία της παρακμής, κι ίσως στο βάθος-βάθος να μην πολυσυμπαθούσε ούτε τη λογοτεχνία· εύρισκε, νομίζω, πως λίγο βοήθαγε τον άνθρωπο στον αγώνα-του να ξεφύγει απ’ τα δεσμά της ανελευθερίας.
`
Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Αν τώρα όμως για μια στιγμή θελήσουμε να ξεφύγουμε από τις αγκάλες-της, και δοκιμάσουμε να εισχωρήσουμε στα σαγηνευτικά κι αβέβαια σοκάκια της φαντασίας –σ’ αυτά που μας παρασέρνει η γοητεία κάθε καλού μυθιστορήματος– αν, λοιπόν, κάνουμε την απίθανη υπόθεση ότι κάποιο πονηρό ή πειραχτικό χέρι άφησε πάνω στο γραφείο του Κοραή ένα αντίτυπο του καινουριοτυπωμένου βιβλίου, κι αυτός, με την πάντα παιδική-του περιέργεια το άνοιγε, το ξεφύλλιζε, και διάβαζε τις πρώτες τριάντα-σαράντα σελίδες –όσες συνήθως χρειαζόμαστε για να βγούμε από το καθημερινό-μας κλίμα, να ξεχαστούμε, και ν’ αφήσουμε την αράχνη του μύθου να μας τυλίξει (σαν εκείνη την αράχνη που στο βιβλίο τυλίγει μια μύγα στο σκοτεινό κελί του πυργίσκου της Νοτρ-Νταμ)– άραγε τότε θα άφηνε από τα χέρια-του το μυθιστόρημα ο Κοραής, ή θα χωνόταν στην πολυθρόνα-του, όπως τόσες άλλες χιλιάδες χιλιάδων, ξεχνώντας τον καφέ-του να κρυώνει στο φλιτζάνι; Και μήπως ανακάλυπτε, ξαφνικά, πως και το μυθιστόρημα και ο κατάρατος ρομαντισμός ήτανε κάτι σαν την Εσμεράλδα για την επιστήμη του Κλαύδιου Φρόλου· μπορούσαν δηλαδή να τινάξουν τα πάντα στον αέρα; Ενώ όλες οι δικές-του οι προσπάθειες να καταγγείλει τον μεσαίωνα, τις δεισιδαιμονίες των παπάδων, την ψευδευλάβεια, όλα τα όπλα που δοκίμαζε να σωρεύσει με τη λογική και την αναλυτική σκέψη, δεν ήταν παρά μια σταγόνα μπροστά στο τεράστιο κύμα συναισθημάτων και ανθρωπιάς που ίσως να ξύπναγε στους δικούς-της αναγνώστες Η Παναγία των Παρισίων; Κι αν ο αγώνας για μια δίκαιη κοινωνία, για μια καλύτερη κοινωνία αύριο, περνάει τελικά περισσότερο από τους δρόμους της καρδιάς και της φαντασίας, παρά από εκείνους του μυαλού, που ο ίδιος τόσο επίμονα καλλιεργούσε;
`
Η θεά Τύχη δεν θέλησε να θέσει αυτό το ερώτημα στον Κοραή· το άφησε για εμάς. Από τη μια όσοι υποστηρίζουν την αξία και τη δύναμη της νηφάλιας και λογικής σκέψης, από την άλλη όσοι πιστεύουν πως τα συναισθήματα και η έξαρση θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να βελτιώσουν τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής. Οι πρώτοι αντλώντας τα επιχειρήματά-τους από τη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία που μας δείχνει πόσο εύκολα ξεθυμαίνουν τα αγαθά συναισθήματα που μπορεί να γεννήσει ένα μυθιστόρημα και η λογοτεχνία – αλλιώς οι κοινωνίες θα είχαν αλλάξει εδώ και αιώνες. Κι οι δεύτεροι να αντιτάσσουν πως ούτε η λογική δεν έχει, τελικά, καταφέρει να βελτιώσει τους ανθρώπους, ενώ ίσως κάποιο θετικό ίζημα από τον κόσμο των συναισθημάτων παραμένει κάποτε ζωντανό και δραστήριο, ακόμα κι αφού έχει εξατμιστεί η γοητεία της ανάγνωσης.
Άλυτο ερώτημα. Άλλωστε τα ζητήματα που θέτει η λογοτεχνία, όταν αξίζει το όνομά-της –γράψιμο ή διάβασμα, αδιάφορο– δεν συνδέονται μονάχα με τον όποιο κοινωνικό-της ρόλο, όπως πίστευε, μαζί με τον Κοραή και ο επίσης γερασμένος Διαφωτισμός. Τα συναισθήματα, ακόμα και τα βίαια, της χαράς, της λύπης, της αγωνίας, τα χρειάζονται οι άνθρωποι, και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις – το ένιωσε αυτό ο νεαρός Ρομαντισμός, κι ανοίχτηκε στον κόσμο της φαντασίας. Ο εικοσιεννιάχρονος Βίκτωρ Ουγκώ κατόρθωσε να πλάσει έναν κόσμο τρισδιάστατο, σχεδόν πραγματικό, με πάθη απροσμέτρητα, με έρωτες, με φόβο και αγωνία, με μίση, αλλά και με χαρακτήρες αλλόκοτους, σχεδιασμένους για να προκαλούν την πιο ακραία αποστροφή, ή την πιο θερμή επιδοκιμασία. Και για να κάνει τον κόσμο-του πιο πιστευτό, έστησε τη συναρπαστική πλοκή-του στα τέλη του μεσαίωνα, στα χρόνια του μυστηρίου και του μύθου, στη Γαλλία του 1482, δηλαδή στα χρόνια του παράξενου εκείνου βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΑ΄, ενώ για να τον κάνει πιο γοητευτικό, έδωσε τον πρώτο ρόλο στο ίδιο το Παρίσι. Η Παναγία των Παρισίων είναι η καρδιά που ζωογονεί την πόλη· μπροστά στην πλατεία συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, ψηλά από τους πύργους-της παρατηρεί κανείς την κίνηση παντού, ώς τις πέρα γειτονιές, εκεί όπου ψυχή καλοστεκούμενου αστού δεν πατάει, μόνο κυριαρχεί η συντεχνία των ζητιάνων – γιατι στον μεσαίωνα και οι ζητιάνοι είχαν τη δική-τους συντεχνία. Απ’ τα καμπαναριά-της απλώνεται ο γλυκός ή ο πένθιμος ήχος που ξεχύνουν οι τόσες καμπάνες-της – τις κυβερνά ο Κουασιμόδος, μια από τις πιο μυθιστορηματικές μορφές που έστησε ποτέ η λογοτεχνία. Κι οι σελίδες πλημμυρίζουν από λεπτομέρειες, από περιγραφές για τους ανθρώπους με τις παλιές συνήθειες, για τους θεσμούς και τα βασανιστήρια, για τον στρατό και τις μάχες-του με τα ξεσηκωμένα πλήθη, για τις απαίσιες φυλακές, για τις πόρνες, τους φοιτητές, και πάνω απ’ όλα, μέσα σ’ όλα, η θρησκεία, οι παπάδες κι οι δεισιδαιμονίες που καταδυναστεύουν τα μυαλά.
`
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα πέρα ως πέρα, στηριγμένο σε ντοκουμέντα –το ενδιαφέρον για τον μεσαίωνα είχε αρχίσει πριν λίγα μόλις χρόνια να φουντώνει και στους ακαδημαϊκούς χώρους– και καμωμένο με τέτοια ακριβολογία που η ανάγνωση σε παρασέρνει διπλά· από τη μια ξεφεύγεις απ’ τον δικό-σου κόσμο, κι από την άλλη βυθίζεσαι αμέσως σ’ έναν άλλον, αιρετό –με την αρχαία σημασία της λέξης– αλλά πειστικό, σχεδόν επιβεβλημένο. Νιώθεις έτσι απόλυτα νομιμοποιημένος ν’ αφεθείς στη γοητεία της φυγής.
Αλλά όχι μόνο. Σ’ όλη τη διάρκεια του έργου, αυτού του ποταμού που ρέει και ποτίζει με εικόνες και συναισθήματα τη φαντασία-του, ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ποτέ μόνος: πλάι-του στέκει πάντα ο συγγραφέας, ο σύγχρονός-του συγγραφέας, και σαν να του σφυρίζει σιγά στ’ αφτί, «πρόσεξε τούτο», «κοίταξε τ’ άλλο» – «σου αρέσουν;», «συμφωνείς;». Γιατι ο ρομαντισμός του Ουγκώ δεν ήταν πια ο παλιός, ο φιλικός προς τον βασιλέα και την παλιά τάξη των πραγμάτων· η αγάπη της ελευθερίας είχε τώρα κατακτήσει το πνεύμα-του, και Η Παναγία των Παρισίων είναι, από πάνω ώς κάτω, απ’ την μιαν άκρη ώς την άλλη, διαποτισμένη από τα ιδεώδη του Διαφωτισμού. Καμιά από τις μεσαιωνικές πρακτικές δεν περιγράφεται χωρίς ο συγγραφέας να δώσει το εναίσιμο στον αναγνώστη να την καταδικάσει, καμιά εκδοχή του θρησκευτικού λόγου δεν εκφέρεται δίχως τη σκιά της συγγραφικής ειρωνείας· ο θεσμός της βασιλείας γελοιοποιείται, της δικαιοσύνης ακόμη περισσότερο, και την καλοσύνη τη βρίσκουμε σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις στις καρδιές των φτωχών, των κατατρεγμένων, παρά στους υπηρέτες του θεού ή στους εκπροσώπους της εξουσίας. Ο κόσμος των Αθλίων ετοιμάζεται.
`
Νομίζω πως η τρομακτική επιτυχία του βιβλίου στηρίχτηκε και σ’ ετούτη την κοινωνική διάσταση· ίσως μάλιστα η αντοχή-του στον χρόνο, καθώς και σε αναγνώστες που ούτε Παριζιάνοι ούτε Γάλλοι είναι –ώστε ν’ αναγνωρίζουν τα γνωστά κι αγαπημένα μέρη, ή να θέλγονται από τις ειδικές ιστορικές πληροφορίες– να οφείλεται σ’ αυτήν την ανθρωπιστική κριτική ματιά. Όχι, δεν είναι μόνο ιστορικό μυθιστόρημα, δεν είναι μόνο φυγή στο παρελθόν, είναι και φυγή στις ελπίδες του μέλλοντος.