`
Ὁ ἔρως μεριμνεῖ ὡς μανιακός τῶν ἀμπελώνων τῆς ψυχῆς ν’ ἀποτελειώσει ὅ,τι ἔχει ἀρχίσει μέ μιά ἁπλή συμπαθητική ἕλξη. Στό φῶς δέν βγαίνει. Δουλεύει μέσα στά σκοτεινά τά βάθη τοῦ ἐνστίκτου καί βγάζει μεροκάματο καθαρίζοντας ἰσοπεδωτικά ἕνα τοπίο πού μόλις ἔχει ἀρχίσει νά μπουμπουκιάζει. Δίχως ἀναστολές, ψυχρά, ἀμείλικτα, γίνεται θολός ἀνεμοστρόβιλος πού ἀπογειώνει, στριφογυρίζει ἀνηλεῶς τά θύματά του σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τ’ οὐρανοῦ, τά βολοδέρνει σέ κάθε του γωνιά μέχρι συναπαρμού, ἀπερημώνει τα ἀπό αἷμα, ἀπό σπλάχνα, ἀπό σφυγμό,-
κι ὕστερα ἀφήνει τα ἀπό πολύ ψηλά νά πασπατεύουν τό σφιχτό σκοτάδι τοῦ μυαλοῦ τους σέ μιάν ὕστατη προσπάθεια ἀπόγνωσης νά ΄βρουν τόν δρόμο πρός τό σακατεμένο τους εἶναι -συχνά πυκνά ἄκαρπη.
Ὁ ἔρως εἶναι ὁ σιαμαῖος ἀδερφός τοῦ πόνου, μόνο πού τούς ἐνώνουν χαλαρά γεφύρια: ὁ μέν ἀναζητεῖ προσχήματα γιά νά ἐπιβάλει τόν δικό του θρίαμβο, ὁ δέ ἀποζητάει ἔδαφος γιά νά βολέψει τό δικό του σῶμα. Ὅταν ὁ πρῶτος δοξάζει τή ζωή μέχρι νά τήν ἀφομοιώσει πλήρως, ὁ δεύτερός τη σέβεται -δίχως αὐτή εἶναι ἀνύπαρκτος.
Ὡστόσο, συναντῶνται ὅταν πρόκειται νά διαπιστώσουν ἰδίοις ὄμμασι τήν προκληθεῖσα δυστυχία στό κορμί πού σαρακόφαγαν.
Ὁ ἔρως εἶναι, πάλι, ἡ φυσική προεξοχή στήν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, πάνω στήν ὁποία σκοντάφτει ἡ ἀράχνη πού πλέκει τή μιζέρια, τό ἰσοπεδωτικό τῆς καθημερινότητας, τήν ἀποχαλίνωση τῆς ἀνίας, τήν ἄνοια, τήν παράνοια, τόν παράταιρο χαμό. Εἶναι τό ψηλότερο σκαλοπάτι τοῦ βίου, πρός τό ὁποῖο κατευθύνονται γονυπετεῖς εὐτυχεῖς τε καί δυστυχεῖς θνητοί, προκειμένου νά μεταλάβουν κάτι ἀπό θεῖο καί ἀπό ἀθανασία. Ἐπειδή δέ τό σῶμα αὐτῆς τῆς μεταλαβιᾶς εἶναι στό ἐλάχιστο περιορισμένο, ἡ οἰκονομία τῆς φύσης ἔχει προνοήσει, ὥστε νά εἶναι μετρημένοι αὐτοί πού φτάνουν μπροστά στήν ὄστια μέ ἀνοιχτή καρδιά καί ἕτοιμη ψυχή.
Καί εἶναι τούτη ἡ ἀνάγκη τέτοια, ὥστε νά μήν ἀκοῦνε μήτε ἀπό πολύ κοντά τόν θρῆνο καί τόν κοπετό ὅσων κιόλας συνθλίβονται σέ τοῦτες τίς μυλόπετρες τοῦ πάθους. Σάμπως νά μήν τούς ἔχει ἀφήκει αὐτιά γιά ἤχους ἄλλους, σάν νά μήν δύνανται νά δοῦν τίποτα,
παρεκτός ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτός τους,- τίποτα -πέραν αὐτοῦ πού ὑπαγορεύει ἡ θεϊκή σειρήνα.
Ὁ ἔρως ἐνσαρκώνει τό ἀνομολόγητο, τήν ἐλπίδα στή ζωή, τήν ἐλπίδα γιά ζωή.
Τά νεύματα τοῦ θεοῦ σέ κάθε προσευχή ἀπελπισμένου πού γυρεύει τήν ἄκρη τοῦ χαμοῦ γιά νά σωθεῖ, εἶναι τά φαρμακωμένα βέλη τοῦ φτερωτοῦ του τέκνου.
Τό μεγαλεῖο τῆς ἀφοσίωσης, ἡ κατά κράτος ἥττα τῆς μοναξιᾶς, ἡ μιά ὀμορφιά θρονιασμένη στόν τρανότερο Ἀηλιά τοῦ συναισθήματος, εἶναι ὁ ἔρωτας.
Ἀλλά: καί τό χαμένο μας μάτι στήν ἀπαλάμη τ’ ἀλλουνοῦ, τό φαράγγι πού μᾶς ἔχει καταπιεῖ, ὁ χαλασμός πού ἀρραβωνιαστήκαμε, μιά φορεσιά χωρίς κορμί, ἡ συντριβή.
Ὁ ἔρως φύεται στά γκρεμνά. Δίχως τά ὕψη, χάνει. Ὅταν δέν πέφτει ἀπό πολύ ψηλά, ἄν δέν ὁρμεῖ ὡς ἀετός, χάνει ἀπ’ τή μαγεία του, καταντεῖ.
Ἤ θά ΄ρθει ὡς ἀστροπελέκι, ἤ δέν θά ΄ναι.
Ἔρως πού σέρνεται, πού ἀπαντᾶται καί στόν κάμπο, εἶναι πόθος, δέν εἶναι πάθος. Ἄν ὁ ἔρωτας δέν εἶναι ἀρρώστια, τότε δέν εἶναι τέτοιος.
Ἄν ὁ ἔρωτας βιώνεται ὡς συναίρεση, εἶναι παράτονος. Ἄν ὁ ἔρως εἶναι πλήρωμα καί ὄχι ἔλλειψη κι ἀνέφικτο, τότε πρέπει νά μεταφραστεῖ ἀλλιῶς. Δέν εἶναι μέρος μιᾶς φωτιᾶς πού καίει κάπου στ’ ἁλώνια τοῦ εἶναι. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωτιά, ἀκέρια, πού πυρπολεῖ τήν ὕπαρξη ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.
Ὁ ἐρωτοχτυπημένος ἔχει μόνο του προσφάϊ τήν (αὐτο)-καταστροφή πού δρέπει στούς ἀγρούς τῆς ἀπόγνωσης. Μέσα στή φρενιτική πορεία τοῦ νοῦ του πρός τό ἀποσβολωτικό ὅραμα πού δεσπόζει τῶν αἰσθήσεών του, ἀψηφᾶ κάθε φανερό ἤ ἐλλοχεύοντα κίνδυνο, κυνηγᾶ τά χνάρια τῆς φωτιᾶς, τή θέλει ὁλάκερη δική του γιά νά ‘ναι πλήρως προσωπικό τό μαρτύριό του, ὅλες οἱ γλῶσσες της δικές του. Δίχως αὐτή τή λειτουργία τοῦ ἀπόλυτου ἐγώ, χωρίς τήν αἴσθηση τῆς μοναδικότητας, δέν εἶναι, παρά ἄλλος ἕνας ὑποψήφιος πού σύντομα θά κριθεῖ μετεξεταστέος καί θά συμπληρώνει τή στοίβα τῶν ἀποτυχημένων.
Ὁ ἐρωτευμένος κατεβάζει ὅλα τά ποτήρια στή σειρά, διεκδικώντας καί τό τελευταῖο, αὐτό πού θά τόν ρίξει χάμω ξερό, θά τόν κεραυνοβολήσει, θά τοῦ ἀνοίξει τήν πόρτα τοῦ χάους.
Εἶναι ὁ ἔρωτας ἡ ὀργή στό ἀπόλυτό της -καί ἡ νηνεμία τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς ἀντάμα. Σκόρπια φωνήεντα πού μαζεύουν τά σπουργίτια, λέξεις πού ἀντλήσαμε ὡς καθαρόν ἀδάμαντα ἀπ’ τό πηγάδι τῆς ψυχῆς: ΚΕΡΩΝ, ΣΟΥΣΩΝ, ΑΤΙΑ, ΜΑΤΙΝ. ΔΑΜΥΣ, ΛΥΡΙΑ, ΜΟΪΡΑ, ΑΛΩΕ. ΑΛΑΣ, ΑΜΠΡΙΑ, ΟΣΚΥΑΓΩ.
Εἶναι ἡ δειλία στό ἀποκορύφωμά της, ἡ ἐντροπή τοῦ ‘δέν πάει ἄλλο’, μά καί ἡ αὐτοπεποίθηση στά ὅρια τῆς τρέλας.
Ὁ λυγμός χαρᾶς καί ὁ λυγμός στήν οἰμωγή.
Ὁ πόνος.
Καί ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ν’ ἀντιπαλεύει τή ζωή μέ τήν ἴδια τήν θανάσιμη ὀμορφιά της: τή ζωή.
Ὅταν οἱ ἵμεροι ἄλλο δέν μποροῦν νά χαλιναγωγηθοῦν –καί δέν ντρεπόμαστε γιά τοῦτο-, ὅταν, σέ κατάσταση λατρείας, βάζουμε στό εἰκονοστάσι τῆς ψυχῆς μας τή μορφή τοῦ ἀνθρώπου πού πλανᾶ τή σκέψη μας,
ὅταν ὁ θάνατος πολλῶν, δικῶν καί μή, χωνευτεῖ δίχως ἐρωτηματικά μέσα στήν ἀνθοφορία τῆς ψυχῆς μας,
ὅταν στήν ‘καλημέρα’ τοῦ φίλου ἤ τοῦ γείτονα ἀπαντήσουμε ἐνδομύχως ‘σ’ ἀγαπῶ’.
Ὅταν δέν λογαριάσουμε συνέπειες, ἀψηφήσουμε τή ζωή καθεαυτή, ἀδιαφορήσουμε γιά τό δίδυμο ἀδέρφι τοῦ ἔρωτα-
ὅταν σπαταλήσουμε καί τήν τελευταία ἀξιοπρέπειά μας,
ὅταν ἐξαντλήσουμε καί τά ὑστερνά τοῦ ὕπνου μας,
ὅταν θά εἴμαστε ὁ δρόμος πού θά μᾶς πατεῖ,
διασχίσουμε ξυπόλητοι τήν ἔρημο τοῦ πόνου καί τῆς μοναξιᾶς,
βάλουμε φυτίλι στούς φόβους καί στίς ἠρεμίες μας,
φαρμακώσουμε τή μπουκιά πού πρόκειται νά καταπιοῦμε μέ ὅλη τή δόση τῆς θύελλας.
Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν ἄνθρωπο καί τόν σεβαστοῦμε εἰλικρινά,
θά εἴμαστε ὥριμοι νά ἐρωτευτοῦμε
αὐτόν τόν ἠδύ πόνο.
`
*
Από το βιβλίο «Νυχτερινό γαίας ἀπείρου», εκδ. Ελλέβορος 2013.
`
***********************************************************
Ο Φώτης Μότσης γεννήθηκε στο Ζωτικό, στη Λάκα Σούλι. Ζει στο Ναύπλιο. Έργα του: ΄Κραυγές΄ (Σείριος, 1973), ‘Απολογία των δρόμων’ (Ελεύθερος Τύπος, 1983), ‘Το μικρό απέραντο’ (Ελλέβορος, 1999), ‘Υδράργυρος ρέων’ (Ελλέβορος, 2001), ‘Ο Ιούδας της νύχτας’ (Ελλέβορος, 2003), ‘Αμαρυλλίδος και Ιππεάστρου’ (Ελλέβορος, 2005), ‘Ηπειρώτικο’ (Ελλέβορος, 2006),΄Νυχτερινό γαίας απείρου΄ (Ελλέβορος, 2007), Σκιάς όναρ έρως, Ελλέβορος, 2013), Ηπειρώτικο, επανέκδοση 2013, Νυχτερινό γαίας απείρου, (επανέκδοση 2013)