Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Σταμάτιος Γκαβέτας, Τρία Διηγήματα

$
0
0

Ένα από τα ονόματα Του Θεού

Βρέθηκα εχθές σε ένα ξένο όνειρο, φιλοξενούμενος ή παγιδευμένος ακόμα δεν ξέρω. Προχώραγα σε κάποια πλατεία, όταν ξαφνικά ένας τοίχος μου έκλεισε το δρόμο, γυρίζω από την άλλη βλέπω έναν άντρα, του φωνάζω, μιλάει μια αλλόκοτη γλώσσα, τρέχω προς το μέρος του, και άλλος τοίχος και άλλος, και άλλος, τώρα πια είμαι κλεισμένος από παντού.
Με φέρνει στο νου της, ναι είναι γυναίκα, κάθεται σε ένα καφέ μου χαμογελάει και με χαιρετάει, σε ποια νησίδα του νοσηρού μυαλού της τάχα να είχα βρεθεί. Στο δικό της το όνειρο τι δουλειά είχα, τι δουλειά έχω εγώ σε ξένα όνειρα; Με επιστρέφει πάλι μέσα στους τοίχους, τους σπρώχνω με τις παλάμες μου, ολοένα και στενεύουν, θα με λιώσουν.
Τα λόγια του πατέρα μια πρωτοχρονιά σαν αντανάκλαση σκάσανε εκείνη τη στιγμή «Τύχη είναι ένα από τα ονόματα Του Θεού λέει ο Μέγας Βασίλειος». Ψαχουλεύω τις τσέπες μου, κάτι πρέπει να κάνω. Ένα ζάρι, το έχω για γούρι, το πετάω στον τοίχο, σφηνώνεται μέσα, μεγαλώνει, όσο πάει μεγαλώνει συνέχεια, γίνεται ένα παράθυρο. Οι τοίχοι ετοιμάζονται να με συνθλίψουν, ανοίγω το παράθυρο, τελευταία στιγμή πετάγομαι έξω.

Παράδοξη κόρη του Βορρά

Τον κοίταγε με αυτό το μάτι το μεγάλο, κόρη του Βορρά. Όχι πως δεν είχε δεύτερο, αλλά έτσι γεννήθηκε με ένα, και είναι πολύ μεγάλο. Στα ιριδίζοντα νερά της καθρεφτιζότανε αιμορραγώντας κάθε απόγευμα ο ήλιος, νάρκισσος από άποψη. Τον τύφλωνε η αντηλιά, δε μπορούσε να δει καθαρά και περίμενε, σε μια γωνιά με κρυμμένα μυστικά. Ένα σύννεφο σα βλέφαρο σκέπασε το γυμνό και απροστάτευτο οφθαλμό της.
Οι ώρες, σκύλες αχώνευτες, περνάγανε πρώτη φορά χωρίς να τον αγγίξουν, χωρίς να του αφήσουνε μια γρατσουνιά για ενθύμιο. Βυθίστηκε στην αγκαλιά του Μορφέα , είναι αργά, η επόμενη μέρα σύμφωνα με το χρόνο και τα παραστρατήματα του έχει ήδη εισβάλει, παρέα με την ομίχλη και την υγρασία.
Ξεφύσηξε και είδε την άχνα του, μορφή να παίρνει και να του χαμογελάει. Διέκρινε από απέναντι τα δέντρα γυμνά, πιστά στην εποχή του Φθινοπώρου, να σαλεύουν τα πελώρια δάχτυλά τους, χωρίς δεσμευτικά στολίδια να φορούν. Επιμηκύνονταν προς το μέρος του, αδύναμος να αντιδράσει καθότανε σα χάννος και κοιτούσε που τον τυλίγανε, γραπώνοντας τον, και να τον οδηγούν πάνω από τα νερά. Η ομίχλη τον εμπόδιζε να δει καθαρά.
Κάπου το τοπίο ξεδιαλύνει και η όραση του, περίεργα παιχνίδια άρχιζε να παίζει. Μα να ένας άντρας, πιο δίπλα μια γυναίκα, αϋλοι, γυμνοί , βλέπονται σα να έχουν χρόνια να συναντηθούν, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και συνουσιάζονται αργά , ευγενικά με τα χείλη ενωμένα. Πιο πέρα άλλο ένα ζευγάρι το ίδιο ακριβώς κάνουν , με το ίδιο πάθος και την ίδια θέρμη. Όσο τα μάτια του μπορούν να δουν, αυτό συνεχίζεται όλο και πιο πέρα, με άπειρα ζευγάρια.
Τα κλαδιά με απεριόριστο σεβασμό, αργά για να μην ενοχλήσουν τα ζευγάρια τον ταξιδεύουν πάνω στον νοτισμένο αγέρα. Κοιτά με ύφος μωρό αδυνατώντας να ερμηνεύσει τι είδους όργιο ευγενικό είναι αυτό. Θέλει να ρωτήσει , μα κανένας δε φαίνεται που να μπορεί να αποκριθεί.
Μέσα σε αυτή την τερπνή ατμόσφαιρα δυο φτερά άκουσε να κροταλίζουν στο κενό. Ξάφνου από το πουθενά ένας κατάλευκος κύκνος βρέθηκε να σεργιανίζει σιωπηλά πάνω του ένα βλέμμα ερευνητικό, τον κοίταξε με ένα ζευγάρι μάτια από κάρβουνο και διαβάζοντας τη σκέψη του τον προκάλεσε να ρωτήσει. Σκέφτεται τι είναι όλα αυτά που βιώνει; Ευθύς ο κύκνος νοητά του απαντάει και του λέει πως κάθε εκατό χρόνια σ ‘αυτά εδώ τα νερά για ένα βράδυ συναντιόνται όλοι οι μεγάλοι έρωτες. Δεν έχει σημασία ποιόν παντρεύτηκες ή αν δεν παντρεύτηκες αλλά ποιος ήταν ο μεγάλος σου έρωτας. Συνουσιάζονται μέχρι να ξημερώσει και ένας θνητός με σάρκα και οστά σαν και αυτόν, πρέπει να παρακολουθεί το γεγονός για να φέρει τη ζωντάνια του στην παράδοση.
Σιγά, σιγά, τα κλαδιά τον τραβάνε πίσω στην όχθη και ο κύκνος τον προειδοποιεί πως αυτά που είδε δεν πρέπει να τα πει πουθενά, διαφορετικά, τα μάτια του αιχμάλωτα σε όνειρα θα είναι.
Μια χρυσοπόρφυρη ανταύγεια έσκισε τα σύννεφα και ξετυλίχθηκε σα βεντάλια, σε όποιο ζευγάρι έπεφτε αυτό εξαφανιζόταν με μια υπόσχεση εκατό χρόνων. Ο ήλιος έχει τυλίξει το τοπίο και η ομίχλη έσβησε. Κοίταξε το πρόσωπο του στα νερά και τον είδε μωρό να καθρεπτίζεται λαμποκοπώντας από ευχαρίστηση. Ήπιε το πρωινό γλύφοντας τα χείλη του, αγκάλιασε με μια στερνή ματιά τη λίμνη και με έναν αλήτη μπούσουλα τράβηξε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Καστοριά 2003

Εκτός τόπου και χρόνου

Πλανόδιο τσίρκο η ζωή μου τραίνα, βαπόρια, αεροπλάνα, αποσκευές, ορφάνεψαν και οι μνήμες μου. Βράδια ατέλειωτα με αλκοολικούς θαμώνες σε μπαρ εφήμερα και απόμερα με τα τσιγάρα να τελειώνουν. Τι έχει μείνει από όλα αυτά ο κόσμος που σωπαίνει; Όλα μαζί η χωριστά;
Μέρος της ζωής η απώλεια και η υπομονή κραυγή απόγνωσης. Τα χρώματα ψεύτικα ή αληθινά, σε ποια φωλιά εκκολάπτεται η αλήθεια;
Βρισκόμουνα, μπορεί και όχι τώρα που το σκέφτομαι, αλλά μάλλον ναι, βρισκόμουνα. Κυριακάτικο πρωινό, κατάμονος όπως πάντα, να περπατώ στην παραλία της Θεσσαλονίκης ετούτη τη φορά, στα χείλη του Θερμαϊκού, θαυμάζοντας τους γλάρους και τον ουρανό που δίνει το χρώμα του στη θάλασσα, βάφοντας την ανάλογα με τις διαθέσεις του.
Εκεί που προχώραγα θλιβά μοίρα χαμένη στο άπειρο, αρχέγονη μήτρα με ρουφά και με πετάει σε ένα μέρος υγρό και σκοτεινό έξω από τα σύνορα του κόσμου. Τα νύχια μου είχανε χώμα το ίδιο και το στόμα μου. Δε βλέπω τίποτα, ψηλαφώ τριγύρω και πιάνω ένα σπερματσέτο βάζω το χέρι μου στη δεξιά τσέπη του παντελονιού μου και βγάζω έναν αναπτήρα — να και σε κάτι που μου φάνηκε χρήσιμο το κάπνισμα.
Να είχα πεθάνει από καιρό και να μη το ήξερα; Τι θέλω εγώ εδώ πέρα; Φωτίζω τριγύρω και βλέπω ένα ζυγό, από τη μια μεριά του είχε μια κλεψύδρα και από την άλλη ένα καθρέπτη, πλησιάζω και κοιτάζω το εαυτό μου μέσα του. Είχα — λέει — άκουσον άκουσον, το πρόσωπό μου χωρισμένο στα δύο. Από τη μία ήτανε θλιμμένο και από την άλλη γαλήνιο και ευτυχισμένο. Η τελική μορφή του προσώπου μου εξαρτιότανε από ποια μεριά θα έγερνε το ζύγι.
Δίνω μια γροθιά στο αλλόκοτο είδωλο μου και αυτό σπάει σε χιλιάδες μικρά κομμάτια που αιωρούνται αργά καταργώντας τη βαρύτητα. Κάθε κομμάτι αντικατοπτρίζει και μια μου αμαρτία. Ένας σωρός από είδωλά μου, λάθη του παρελθόντος. Ψαύοντας τις πληγές τις ψυχής μου μετανιώνω για τα παραστρατήματα μου.
Από την άλλη, η κλεψύδρα, και μέσα τις, εκεί που πέφτει η άμμος, το μέλλον μου που δε μπορώ να το διακρίνω καθαρά και δεν ξέρω αν θέλω. Έχω καιρό να ζήσω ακόμα, χτυπάω το γυαλί να μπω μέσα μα είναι μάταιος κόπος. Οι δείκτες του ρολογιού μου θρυμματισμένοι. Είμαι εκτός τόπου και χρόνου.
Σκιάζαροι — και πάλι αυτοί — χύνονται από τα αιδοία της κόλασης και προσπαθούν εισβάλουν μέσα από ουλές του χρόνου. Στο βάθος του λίκνου που βρίσκομαι διακρίνω μια σκάλα που οδηγεί σε μια πύλη. Τρέχω ανεβαίνοντας τα σκαλιά τα οποία αρχίζουν να εξαφανίζονται από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Μετέωρος μένω σε ένα σκαλί, μη έχοντας άλλη επιλογή βουτώ στο κενό. Η ίδια μήτρα με τραβά και με πετάει πάλι στην παραλία. Τι είχα ζήσει, τι δεν είχα, αδύνατο να πω…
Στο δρόμο μου ο Λευκός Πύργος, τώρα λευκός, κάποτε όρθιος κόκκινος φαλλός, διακορευτής ψυχών παρθένων, αγέρωχος στέκει και κοιτά την πόλη. Οι πεθαμένοι τον μανδύα των ανέμων είχαν ντυθεί και περιφέρονταν σαλοί και μανιασμένοι, εδώ το λεν Βαρδάρη. Μια μελωδία από έναν μελαχρινό που παίζει περσικό σαντούρι, κάτω από ένα φαννό με ηρεμεί.
Μπροστά μου ο Θερμαϊκός μπλαβί και θυμωμένος, σε μαίανδρους υγρούς μετριέμαι στο κύμα, ζωή ονείρου παντομίμα ∙ πνοή, στις άκρες δυο χειλιών. Συνεχίζω και πάλι να αποτελώ το αίμα στις φλέβες του χρόνου.
Σε μια βιτρίνα στέκω και κοιτώ το πρόσωπο μου, δεν είναι χαρούμενο ούτε θλιμμένο, όμως μπορεί να γίνει αν εγώ το επιλέξω και αυτό μου αρέσει…


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles