`
Η σε βάθος ενασχόληση του κριτικού με τα ποιήματα ενός δημιουργού αποτελεί ένα είδος αυταπάτης, καθώς ο κριτικός έχει την εντύπωση ότι μπορεί να σταθεί δίπλα στα ποιήματα και να τα βοηθήσει να μιλήσουν και να μεταδώσουν το ρίγος τους, τη στιγμή που εκείνα έχουν ήδη πει πολλά στους αναγνώστες. Από την άποψη αυτή κάθε απόπειρα κριτικής ενέχει το στοιχείο της τραγικής πλάνης. Παλεύει ο κριτικός να βάλει σε τάξη τα ύψη και τα βάθη του, να κουρντίσει τις λέξεις του με τρόπο που να πείθουν, να βάλει χαλινάρι σε τόσο απείθαρχα πλάσματα όσο τα ποιήματα και τα πεζά. Φτιάνει γεφύρια μεταξύ δημιουργού και αναγνώστη, αλλά ξεχνάει πάντα να κλείσει στα θεμέλιά τους τη γυναίκα του Πρωτομάστορα. Κι έτσι τα γεφύρια του, αβέβαια και κούφια, γονατίζουν στον πρώτο χείμαρρο που θα τα συναντήσει. Αλλά ο κριτικός επιμένει , δηλώνει αυτάρεσκα ότι πλάθει τέχνη μέσα στην τέχνη. Αισθάνεται χρέος του να προσεγγίσει τις αρετές ενός έργου με έναν κατά το δυνατόν αντικειμενικό κώδικα πρόσληψης του ωραίου. Μόνο και μόνο για να δώσει στο έργο τροφή, να το δυναμώσει, να το ξεγυμνώσει κι έτσι να αιφνιδιάσει πρώτος τους κάθε λογής ηδονοβλεψίες. Επιμένει πως η βούλησή του να γεννήσει τέχνη από την τέχνη, ενισχύει τελικά τις πιθανότητες για μία ψύχραιμη παρατήρηση εκείνων των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν με καίριο τρόπο τα έργα. Κι αυτή η επιμονή γίνεται η δύναμή του.
`
Με τον ίδιο τρόπο επιμένοντας, πήρα να γράψω για την καινούργια δουλειά της Φροσούλας Κολοσιάτου. Με όλες τις δυσκολίες και τις αναστολές που γεννά η αναμέτρηση ενός περίπου άπειρου στοχαστή με μια ποιητική πορεία χρόνων. Η πρώτη ωστόσο δοκιμή να συναντήσω το έργο της ποιήτριας είχε γίνει πριν από δύο χρόνια. Και τώρα πάλι αντιμέτωπος μ’ ένα νεογέννητο έργο της και με το δέος που αισθάνεται κανείς, όταν αγγίζει κάτι τόσο ώριμο, αποκρυσταλλωμένο σε μια λογοτεχνική μορφή που αποπνέει σιγουριά για τον εαυτό της. Ο τίτλος είναι προσδιοριστικός της ατμόσφαιρας των ποιημάτων . Τα συστατικά του ένα επίθετο, η λέξη «σκοτεινός», πολυφορεμένη στην ποίηση, μυστηριώδης μα πάντα ελκυστική με την αοριστία της, κι ένα ουσιαστικό , η λέξη «συγκατοίκηση», η οποία προδίδει ένα είδος συνύπαρξης ετερόκλητων στοιχείων. Ουσιαστικό και επίθετο, ως σύνολο, διαγράφουν μία περίκλειστη ζωή δίπλα σε μιαν άλλη ζωή, μία συμβίωση μέσα στο μαύρο.
`
Ανέκαθεν η ποίηση της Κολοσιάτου είχε στα σπλάχνα της κάτι μαύρο . Ένα μαύρο που εκφραζόταν ως φυγή, ως φθορά, ως ηλικία , ως παλιό, ως κατοχή . Έβγαινε μέσα από τις μνήμες του τόπου της , μέσα απ’ το φόβο για τη ρηχότητα των πραγμάτων γύρω της . Άγγιζε με τρόπο τις λέξεις, τις φωνές , τις μουσικές των ποιημάτων της. Το ίδιο μαύρο είναι παρόν κι εδώ , αλλά θαρρεί κανείς γνώριμο και διακριτικό . Μοιάζει με απαλό αεράκι που φουσκώνει τα πανιά των ποιημάτων και τους δίνει κίνηση . Αποτελεί τη ρίζα απ’ την οποία βλασταίνει ο λόγος της. Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτε το μελοδραματικό, το προσποιητό , το υπέρμετρο. Κι ούτε ξεπέφτει η ποιητική σ’ έναν ανέξοδο και φλύαρο ρομαντισμό. Η Κολοσιάτου ξέρει καλά πώς να ισορροπεί ανάμεσα στο λόγο και στο συναίσθημα. Εκεί που κινδυνεύει ένα ποίημα να εκτραπεί προς μία μεγαλόστομη ρητορεία, εκεί παρεμβαίνει το μέτρο κι επαναφέρει τις λέξεις στην ποιητική τους τροχιά.
Aς μείνουμε για παράδειγμα στο ποίημα «Αετοί μαζεύουν τα φτερά τους» , για να φανεί καλύτερα η παραπάνω παρατήρηση. Εκεί λοιπόν το αρχικό λυρικό σκηνικό με τους αετούς και το θαλασσινό νερό υπονομεύεται πρόσκαιρα από την επισήμανση της πανταχού παρουσίας του θανάτου, για να γίνει έπειτα η απροσδόκητη ταύτιση του θανάτου με το ρόδι που κυλάει «στα ελλείμματα του χρόνου» και να επανέλθει το ποίημα απολύτως φυσιολογικά στη μεριά του λυρισμού. Θα έλεγα παράλληλα ότι τα περισσότερα ποιήματα εδώ έχουν ως εκκίνηση την άρνηση . Ξεκινούν ως γκρίζες λέξεις [τέφρα , βουβά, ανοχύρωτη , θρυμματισμένο, τέλος ] ή ως γκρίζες διαπιστώσεις [με εξαντλεί ό,τι αγάπησα, η φωνή χάνεται, ισορροπία σε μια χιονοστιβάδα, δεν υπάρχουν νέα, μέχρι τις θυρίδες της ασφυξίας] και καταλήγουν πάλι στην άρνηση, στο φόβο, στον εφιάλτη. Ενδιάμεσα ωστόσο υπάρχει ανάταση, υπάρχει μία οξεία ποιητική ματιά που αντιστρέφει το σκοτάδι σε λόγο.
`
Θεματικά κυριαρχούν γνώριμα στην ποίησή της μοτίβα. Τα ποιήματα παίρνουν ανάσα από το βάρος των πραγμάτων που κουβαλάει στη μνήμη της η ποιήτρια , από την αναπόφευκτη πάλη του ανθρώπινου σώματος με το τέλος του , από την απορία για την όψη που τείνει να λάβει ο κόσμος γύρω μας , από το μικρό και ασήμαντο , στο οποίο ανακαλύπτει το αξιοπρόσεκτο και διαχρονικό . Το διαχρονικό, βέβαια, στην ποίηση της Κολοσιάτου δεν εμπεριέχεται σε ασκήσεις διδακτισμού ή σε στίχους -μηνύματα , αλλά κυρίως στην εντύπωση που αφήνουν οι στίχοι της ως βιωμένες αλήθειες, ως λυρικές εξάψεις ενός ανήσυχου υποσυνείδητου .
Επιπλέον, η έμπνευση πολλών ποιημάτων αντλείται από τις τραυματικές εμπειρίες της οικονομικής και θεσμικής κρίσης την οποία βιώνουμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Ως μέρος αυτής της πραγματικότητας, η ποιήτρια συλλέγει τα τραύματα, μετασχηματίζει τα θραύσματα σε καθολικές εποπτείες, εγκλωβίζει την ατομική συγκίνηση σε λειτουργικά λογοτεχνικά σχήματα . Έτσι , ο ποιητικός της κόσμος δίνει στον κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό το αισθητικό κίνητρο που του επιτρέπει να ξεπεράσει το εμπόδιο της απλής και κάποτε γραφικής αποτύπωσης της επικαιρότητας. Η Κολοσιάτου άλλοτε σημαδεύει τα μικρά καθημερινά στιγμιότυπα που όμως,παρά τη μικρότητά τους, συλλαμβάνουν και ανακλούν τις ευρύτερες διαστάσεις μιας πανανθρώπινης απελπισίας. Κι άλλοτε βάζει το φακό πάνω στην ίδια την πανανθρώπινη απελπισία , για να τη φωτίσει ποικιλότροπα και να την καταστήσει αναπόσπαστο κομμάτι από την εμπειρία όλων μας . Μέσα σ’ αυτή την οπτική συνυπάρχουν η μικρή καθημερινή οδύνη ,όπως αυτή που βιώνουν «νοικοκυριά εύθραυστα / Σας πορσελάνη» και «Καταρρέουν χωρίς όνομα» , αλλά και πρόσωπα –θύματα της λογικής που επιβάλλει η νέα τάξη πραγμάτων ,όπως η μικρή Σάρα ,πάνω από την οποία στέκεται με συγκίνηση η ποιήτρια και ψάλλει ένα τρυφερό μοιρολόι . Κάποτε μάλιστα ο κύκλος ανοίγει , αγκαλιάζει τα μωρά της Γάζας , τη Φουκουσίμα, μαρτυρικές περιοχές όπως η Λιβύη και η Συρία .
`
Υφολογικά, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι η αφηγηματική φωνή κινείται ανάμεσα στη συμμετοχή και στην αποχή . Συμμετέχει και δε συμμετέχει, αγγίζει και δεν αγγίζει. Βρίσκεται από μέσα κι απ’ έξω ταυτόχρονα . Η παρουσία άλλωστε του εγώ είναι εδώ ελάχιστη, κάτι που φανερώνει την επιδίωξη της ποιήτριας να κρατήσει σε απόσταση την αφηγηματική φωνή από το πρόσωπό της. Με τον τρόπο αυτό διευρύνει το οπτικό πεδίο των ποιημάτων της, τα απαλλάσσει από την ταύτισή τους με αποκλειστικά δικά της βιώματα ,στέκεται περισσότερο στο ρόλο του παρατηρητή παρά του πάσχοντος υποκειμένου . Αυτή η τεχνική της επιτρέπει να φέρνει στο προσκήνιο το «αντικείμενο» και μ’ έναν τρόπο ασφαλώς ποιητικό να το φωτίζει από απίθανες πλευρές. Ας δούμε τους παρακάτω στίχους : «Ψυχή στους δρόμους /Τρίζει το ξεχασμένο πόμολο της πόλης /όπως παράθυρο από μέσα / Στο δικό της λαβύρινθο / Η πόλη ολόκληρη / χωρίς αισθήσεις» . Θαρρείς πως το «αντικείμενο» , η πόλη σηκώνεται από το τσιμέντο κι ανασαίνει , αυτόνομη , ξέχωρη από τα βήματα κι από τις λέξεις της αφηγηματικής φωνής ,κι αποτυπωμένη με μια συνειρμική διαδοχή εικόνων .
Αυτή η παράταξη των εικόνων είναι ένα άλλο υφολογικό γνώρισμα της ποιήτριας και παραπέμπει στην τεχνική του διασπασμένου θέματος ,με την οποία οι καθολικές εμπειρίες κομματιάζονται και τοποθετούνται επιδέξια στο σώμα πολλών εικόνων του ίδιου ποιήματος , έτσι που τα ποιήματα της Κολοσιάτου μοιάζουν συχνά με σπασμένο καθρέφτη ,τα κομμάτια του οποίου ενώνονται με συνειρμούς , για να μεταφέρουν μία αντισυμβατική εικόνα της πραγματικότητας .Για παράδειγμα , στο ποίημα [Τέφρα και ατμός] , το θέμα της αναλγησίας του σημερινού κόσμου θρυμματίζεται σε εικόνες όπως της τέφρας και του ατμού, της κακοκαιρίας που σκιάζει τους πληθυσμούς , των χαρακτηριστικών του προσώπου , των λαοπλάνων , του παιδιού που γράφει ιστορία στις καταπακτές της φτώχειας .
Ο λόγος πάλι είναι πυκνός , αφήνει συχνά το ρήμα στην άκρη , φέρνει μπροστά χωρίς φόβο το ουσιαστικό και το επίθετο , σε διαδοχικές συνεκφορές , θα έλεγε κανείς για να νεκρώσει για λίγο την κίνηση , για να φωτίσει αυτά που στέκονται μέσα στη σιωπή . Με τον τρόπο αυτό η δραματικότητα επεκτείνεται και στα μη ζώντα και δίνει τη δυνατότητα να μετατοπιστεί έστω για λίγο η προσοχή από κέντρο στην περιφέρεια της πράξης .
Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και λέξεις που μεταφέρουν ήχους ,ακουστικές εποπτείες , και που απαντούν με μεγάλη συχνότητα σε μία πληθώρα ποιημάτων . Το ηχητικό ρεπερτόριο ξεκινά από τον ψίθυρο . Έπειτα έρχονται οι τριγμοί «από το ξεχασμένο πόμολο της πόλης» , η φωνούλα «από κουρδιστή κούκλα» , το παράπονο . Η φωνή επιστρέφει σαν αντίλαλος , ακούγονται «βραχνές φωνές» , «φωνές του δρόμου» , «φωνές άλλων ανθρώπων» , σύντομα «θόρυβος» ,»μοιρολόι» , «τύμπανα πολέμου», ύστερα «μακρινές ιαχές» , «κραυγή». Σε όλες τις εντάσεις της , η φωνή χρησιμοποιείται από την ποιήτρια ως ένα ανιμιστικό εργαλείο , ως ένας τρόπος ανάστασης των νεκρών πραγμάτων. Γιατί όπως γράφει η ίδια «Όλα μπορούν να συμβούν /αν τα πεις δυνατά» ή «σαν να είναι η φωνή απάντηση / σε κάποιον που είναι απών /και πρέπει να γυρίσει» .
Στην ποίηση της Κολοσιάτου λοιπόν οι πιθανότητες είναι με το μέρος των απίθανων πραγμάτων , ο χρόνος άλλοτε παγώνει κι άλλοτε κινείται γοργά , οι εμπειρίες συμφύρονται , ανατρέπουν η μία την άλλη , αλληλοσυμπληρώνονται , συνθέτουν παράξενα ποιητικά ψηφιδωτά ,μέσα στα οποία διαγράφεται πάντα το πρόσωπο της ηλικίας . Κι αν όπως λέει ο Βαλερύ «η ποίηση είναι η γλώσσα όχι της αλήθειας αλλά της δημιουργίας» , η Φροσούλα Κολοσιάτου με τη «Σκοτεινή Συγκατοίκηση» κατορθώνει να μιλήσει αυτή τη γλώσσα με το δικό της ανορθόδοξο αλλά γοητευτικό τρόπο.