.
1.Στο κελί
Άλλη μια μέρα που περνά αθόρυβα, δειλά:
κενή σταγόνα που προστίθεται στα χρόνια, φευγαλέα,
κι απ΄το πηχτό το Τίποτα της νύχτας σαν κυλά
και μέσα στην αυγή σκορπιέται η σκιά η τελευταία,
ευφρόσυνα για σένα το ψυχρό φιλί της μέρας δεν χαράζει,
γιατί το αύριο σαν σήμερα και χθες θα μοιάζει.
Στη φυλακή είναι η ζωή χωρίς παρόν
και της ελπίδας την επιστροφή μονάχα θέλει,
γεμάτη είναι ως τα χείλη απ΄το παρελθόν,
σκληρό αν είν΄το στρώμα που ησυχάζεις δεν την μέλει,
αν το πινάκι σου είναι άδειο ή τροφή αν έχει -
απατηλός, χωρίς συναίσθηση στιγμής, ο χρόνος τρέχει.
Νέος δεν μένεις, αλλά ούτε δεν γερνάς,
συνήθεια είναι ό, τι σε ξυπνά κι ό, τι σε νανουρίζει,
το «Πότε;» και ποτέ το «Πώς;» είναι αυτό που ρωτάς,
μα «Πότε;» είναι απαίτηση που μέλλον προσδιορίζει.
Αλίμονο, μπορεί η συνήθεια αυτή να σε σκοτώσει…
Μείνε Εσύ! Πάντα Εσύ! Στη λήθη η ελπίδα ας μην τελειώσει!
`
2. Αιώνια Ζωή
Τα κεριά σβήστε στους βωμούς!
Σε εκκλησιές κι άλλους ναούς
Θεός δεν μένει.
Ούτε στα νέφη κατοικεί,
παρά στη θάλασσα είναι εκεί
την αφρισμένη.
Στις πιο ψηλές βουνοκορφές,
στα χιόνια κάντε προσευχές,
που άνεμος δέρνει.
Στο τζάκι δίπλα στην πυρά,
όταν ενώνεσαι με την γυμνή κυρά,
ο Θεός προσμένει.
Η ευλογία του είναι εκεί
κι όταν σμίγουν το σώμα κι η ψυχή,
μέσα σας μπαίνει:
τότε που η ώρα αιώνια διαρκεί,
γεννάτε εσείς Θεό πάνω στη γη,
Πιστοί μου φοβισμένοι!
Όλα απλώνουν ρίζες στην ακμή,
ανθίζουν κι έρχεται η παρακμή,
που θα χαθούν.
Μα όταν πίνετε κρασί,
ξέρετε πως σιμώνει η στιγμή
που πάλι θα τρυγούν.
Εδώ, επίγεια, είναι η Ζωή,
γιατί ό,τι άνθρωπο με άνθρωπο ενώνει,
ο θάνατος δεν το νικά και δεν το εξοντώνει.
`
3. Η απόφαση
Όταν σε ρώτησα: «Έχω την άδεια να σας προστατεύσω ο καημένος;»
Είπες: «Μα, κύριε μου, είστε τόσο τετριμμένος!»
Όταν σε ρώτησα: «Μπορώ σε κάτι να σας βοηθήσω;»
Είπες: «Ίσως μια άλλη φορά… Όχι τώρα, θα αργήσω».
Όταν σου ζήτησα: «Μικρή μου, δώσε μου για ανταμοιβή ένα φιλί!»
Είπες: «Θεέ μου, φιλί; Τι είναι αυτό που θέλετε από μένα, δηλαδή;»
Όταν διέταξα: « Έλα μαζί μου, πάμε εκεί που μένω!»
Είπες: «Αχ, επιτέλους! Έτσι σε θέλω: αποφασισμένο!»
`
*********************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ:
Ο Έριχ Μύσαμ γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1878 στο Βερολίνο. Υπήρξε γιος του εβραϊκής καταγωγής φαρμακοποιού Ζίγκφριντ Ζέλιχμαν και της συζύγου του Ρόζαλη και είχε τρία ακόμα αδέλφια. Μεγάλωσε στην πόλη Λύμπεκ.
1896 -1900
Αποβάλλεται από το Γυμνάσιο εξαιτίας «σοσιαλιστικών εξτρεμιστικών ενεργειών». Μεταξύ 1896 - 1899 ολοκληρώνει την μαθητεία του ως φαρμακοποιός και εργάζεται ακολούθως ως βοηθός φαρμακοποιού μέχρι το 1900 σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας.
Το 1901 εγκαθίσταται ως συγγραφέας στο Βερολίνο και γίνεται μέλος της ομάδας ποιητών «Νέα Κοινωνία». Έρχεται σε επαφή με το αναρχοκομμουνιστικό κίνημα της εποχής.
1901 – 1904
Στα χρόνια που ακολουθούν εξελίσσεται σε εκπρόσωπο ενός «λογοτεχνικού Αναρχισμού» και εκφράζεται κατά των αστικών κανόνων και της κρατικής επιβολής. Σ΄αυτόν τον «Συναισθηματικό Αναρχισμό», όπως τον ονόμαζε, συνυπάρχουν θέσεις διάφορων θεωρητικών της Αναρχίας, όπως του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, αλλά και στοιχεία ενός αστικού Ιντιβιντουαλισμού, όπως αυτά απαντιούνται στον Νίτσε. Το ίδιο χρονικό διάστημα δημοσιεύει κείμενα του σε διάφορα πολιτικά περιοδικά επικρίνοντας το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα για αστικές τάσεις και απορρίπτοντας τον Μαρξισμό εξαιτίας αυταρχικών χαρακτηριστικών.
1904 – 1924
Καλεσμένος από φίλους επιχειρεί με τον ερωτικό του σύντροφο Γιοχάνες Νολ εκτενή ταξίδια στην Ζυρίχη, Ασκόνα, την Βόρεια Ιταλία, στο Μόναχο και την Βιέννη. Επιστρέφοντας στην Γερμανία ιδρύει την «Ομάδα Πράξη» για την προπαγάνδα του υποπρολεταριάτου. Συλλαμβάνεται το 1910 κατηγορούμενος για συνομωσία, αλλά αθωώνεται λίγο αργότερα.
Μεταξύ 1911 – 1919 εκδίδει το έντυπο «Κάιν, Περιοδικό για την ανθρωπιά». Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προσπαθεί να ιδρύσει χωρίς επιτυχία ένα σύλλογο ακτιβιστών κατά του πολέμου.
Επειδή αρνείται να πάρει όπλο καταδικάζεται σε εξάμηνη φυλάκιση το 1915. Το 1916 έρχεται σε επαφή με την ομάδα «Σπάρτακος» και γίνεται ο κύριος διοργανωτής διαμαρτυριών και απεργιών εναντίον του πολέμου.
Μετά την καταστολή της λεγόμενης Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 ετών, αφέθηκε όμως ελεύθερος το 1924. Εγκαθίσταται στο Βερολίνο όπου εκδίδει το αναρχικό περιοδικό «Ένδειξη».
Ανάμεσα στα έτη 1925 και 1929 δραστηριοποιήθηκε στους κόλπους της οργάνωσης «Κόκκινη Βοήθεια», φιλικά προσκείμενης στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Από την οργάνωση αποχώρησε το 1929, αφού στο μεταξύ είχε αποτάξει και το Ιουδαϊκό θρήσκευμα. Λίγο μετά την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, συνελήφθη το 1934, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Οράνιενμπουργκ. Η ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στον φασιστικό τύπο έλεγε: «Ο Εβραίος Έριχ Μύζαμ κρεμάστηκε στο κρατητήριο».
Εκτός από πολιτικά κείμενα, ο Μύζαμ έγραψε πλήθος ποιημάτων, θεατρικά έργα και ημερολόγια.