`
ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙΣ PERPENDICOLARMENTE (ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ) ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΒΑΘΗ
ΣΤΟΝ ΛΙΓΟ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΔΩΘΗΚΕ
Αν ο Ρίτσος κι ο Ελύτης είναι καλύτεροι τελικά από τα αρχικά τους πρότυπα: ο Ρίτσος παρά τους ρητορικούς πλατειασμούς του είναι καλύτερος από τον Αραγκόν, κι ο Ελύτης με όλη την αρχική λυρική αισθηματολογία του είναι καλύτερος από τον Ελυάρ, έτσι κι ο Χρήστος Μπράβος (1948-1987) είναι αυθεντικότερος από κάθε άλλον ποιητή της γενιάς του, συμπεριλαμβανομένου και του Μιχάλη Γκανά. Ο πρόωρα χαμένος ποιητής μας, γνήσιος όσο λίγοι, κυνηγά θανάτους από το παρελθόν, με την χαρακτηριστική ελλειπτική θεματική και γραφή του. Ποιητής που πατούσε στους θανάτους των άλλων, προτού σκοντάψει στον δικό του, μας λέει ήδη από την πρώτη του συλλογή, Ορεινό καταφύγιο (1983), στο ποίημα «Οικογενειακό νεκροταφείο»:
Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους
και στη δεύτερη συλλογή, Με των αλόγων τα φαντάσματα (1985), συνεχίζει, ενδεικτικά, με το ποίημα
«Πρώτη βροχή ή Αντιπερισπασμός»:
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι
βρεμένοι ώς το κόκκαλο. Επιστρέφουν.
Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων
ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν•
βυθίζονται στου κόκορα το αίμα.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι•
σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν.
Για να κλείσει με τη μεταθανάτια συλλογή του Μετά τα μυθικά (1996) και το ποίημα «Το αλώνι»:
Αέρας παγωμένος
γνέθει κρύσταλλα∙
αέρας παγερός και παγωμένος.
Μες στο κερί
και μες στο χιόνι αυτός
και λάμνει∙
Με χέρια τσακι-
σμένα αυτός
και λάμνει
Με σκάρτα ζάρια
παίζει ο θάνατος
`
Μαθητής ουσιαστικός και θαυμαστής του Μίλτου Σαχτούρη, μένει κατά βάση πολλαπλά ιδιοπρόσωπος, κατορθώνοντας ήδη από την πρώτη του συλλογή −στα 35 του χρόνια− να δείξει πως όχι απλά έχει δικό του κατακτημένο και διαμορφωμένο πρόσωπο, αλλά πώς κομίζει μια νέα καταβολή στα γράμματά μας, των οποίων αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος και σταθμό. Κάτι που επιβεβαιώνεται και αυξάνεται σε βάθος και σε έκταση στη δεύτερη και ωριμότερη του συλλογή και εν μέρει στην τρίτη. Έτσι, ενώ το σαχτουρικό στοιχείο είναι εξαρχής παρόν, ο Μπράβος προχωρά με μια δική του ποίηση στην οποία κυριαρχούν σκηνές ματωμένες και αποσπασματικές, δοσμένες με καίριο τρόπο. Αυτό είναι το κλίμα που τον ενδιέφερε και που κατόρθωσε να δώσει, παρά τον σχετικά σύντομο βίο του. Επιμένοντας και μένοντας τελικά στο βάθος των πραγμάτων.
Ένας Μπράβος, για να δώσουμε μια άλλη νότα, που χτυπούσε την πόρτα του Σαχτούρη κι ο Σαχτούρης τον «έδιωχνε»: «Όχι τώρα Χρήστο, μου ήρθε η έμπνευση. Φύγε! Σε παρακαλώ φύγε!», μας λέει χαρακτηριστικά αφηγούμενος ο ποιητής. Και του έκλεινε την πόρτα. «Πάλι κάτι μου άλλαξε στο ποίημα», έλεγε και του το αφιέρωνε. Τον αγαπούσε τον Μπράβο ο Σαχτούρης και τον εκτιμούσε, όπως κι ο Γιάννης Δάλλας, ο οποίος σημειώνει πως έφυγε νωρίς, αφήνοντας όμως μια ανεξίτηλη μνήμη την οποία και μας την μεταφέρει στο ποίημα του «Καισαριανή (Επί τύμβω)» της συλλογής Αποθέτης (1993). Ένα ποίημα δραματικό, πυκνό, πολλαπλό και ωραίο, όπως η ψυχή του πρόωρα χαμένου μας ποιητή, το οποίο θα δούμε στο τρίτο μέρος αυτού του δοκιμίου σε μια αντι- και συν-ήχηση των δύο ποιητών, του Δάλλα και του Μπράβου. Ας σταθούμε όμως πρώτα στην ποιητική του, την ποιητική ενός ανθρώπου που οικειώνεται το κλίμα της εποχής με τρόπο νέο, πιάνοντας και δίνοντας τον χρόνο και τον τόπο αλλιώς, όπως βλέπουμε και στα ακόλουθα δύο ποιήματα, αντίστοιχα. Αρχίζει με την εικόνα:
Πώς μπαμπάκιασαν
τα μαλλιά της μάνας μου
φέγγουν στο κόκκινο
της μέρας με τυφλώνουν
για να καταλήξει:
Κι όπως της γδέρνω το λαιμό
και με σκεπάζει
χάνομαι μες στο μαύρο
των μαλλιών της
(«Δίκοπη μέρα», Ορεινό Καταφύγιο)
Και ακολουθεί η γενίκευση μιας νεκρικής γεωγραφίας:
Φαντάροι της υποχώρησης
στον πάτο του Αλιάκμονα
τα ρούχα τους σκαλώσαν
στα ρουγάζια-Θερμαϊκός ανήξερος.
[…]Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται στον χάρτη
Οι τόποι σε κονσέρβα
(«Η κίνηση», Ορεινό Καταφύγιο)
`
`
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ
ΣΥΝΑΙΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΟΤΙΒΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟ
Αν ο Σαχτούρης δεξιώνεται συχνά στην ποίηση του τους Ροσσέτι, Ρεμπώ, Σκλάβο και Μπουζιάνη, και συναριθμείται ως ομόλογος στη χορεία τους, έτσι κι ο Μπράβος δεξιώνεται εμβληματικά μοτίβα από τη λαϊκή μυθολογία μας και συναριθμείται πλέον ως μέρος μιας μεγαλύτερης παράδοσης κι ενός ρεύματος, που συναιρεί το μοντέρνο −στην εξπρεσιονιστική του εκδοχή− με το δημοτικό μοντέλο. Έτσι, αναδύεται ο ποιητής μας μαζί με τα χώματα από μεγάλα βάθη, αμιγώς προσωπικός στην εκφορά του, πρωτότυπος απέχοντας τόσο από τον τόνο του κηρύγματος αρκετών μοντερνιστών –των προηγούμενων κυρίως γενεών− όσο και από τα ανούσια πειραματικά παιχνίδια και τα τεχνάσματα των συνομηλίκων και των νεότερων του, κατορθώνοντας, αφού πρώτα εξασφάλισε τα εφόδια και οργάνωσε τους όρους της ποιητικής του, τις αρχές και τα αποχρώντα μοτίβα του, τα άλματα και τις μεταπηδήσεις του −μέσω των ποιητικών του μορφών και εκτελέσεων− να δείξει πως μπορεί να αρδεύεται και να αυτοτροφοδοτείται κομίζοντας κάτι νέο στα γράμματά μας. Κάτι που ίσως θα μπορούσε να κάνει καιρό, αν δεν τον διέκοπταν οι «διαθέσεις» των γονιδίων του και η δυναμική του σώματος του. Έτσι γεννά και προλαβαίνει να τροφοδοτεί και να αναπαράγει την ποιητική του σοφία έως τα 39 του χρόνια, και από εκεί μας αφήνει να φανταζόμαστε προς τα που θα μπορούσε, αν επιζούσε, να τραβήξει, όχι σαφώς ως άλλος Σαραντάρης που χάθηκε στον πόλεμο του ’40, αλλά κατά κάποιον τρόπο ως άλλος Φραντς Μαρκ, ως δηλ. εξπρεσιονιστής ζωγράφος, που χάθηκε στον πρώτο μεγάλο πόλεμο, στα σκοτάδια αυτού του κόσμου. Αν μάλιστα στο Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια ο Σαχτούρης που πέθανε «πλήρης» ημερών γυρνά την ταινία «ανάποδα» και με χρονική τουλάχιστον άνεση, μες στην αγωνία του, ξαναπιάνει θέματα, γεγονότα και εμμονές, που τον τυραννούν ισόβια, στον Μπράβο Με των αλόγων τα φαντάσματα προσπαθούμε εμείς στη θέση του νεκρού του σώματος, με το ζωντανό ποιητικό του σώμα πλέον και με τα φαντάσματα των ζωικών και των ποιητικών του μορφωμάτων, να διαβούμε το μισό τουλάχιστον του έργου του που δεν πρόφτασε να γίνει, ενώ ήταν ήδη εκεί και απαιτούσε απλά και περίμενε, την «βέβαιη» εξόρυξή του.
Αν ο Αχιλλέας Κυριακίδης, για να συνεχίσουμε, αποκαλεί τον Μιχάλη Γκανά ως τον «επώνυμο δημοτικό τραγουδιστή», ο Μπράβος είναι και αποκαλύπτεται οξύτερος, καθώς δεν μένει στα δημοτικά μοτίβα των αλόγων, των νυφών και των νεκρών ενδεικτικά, αλλά προχωρά και φέρνει μπροστά μας άλλα πρόσγεια τοπία, κατάσαρκα δεμένα με εμπειρίες που ανακαλούν μια «νέα», την επόμενη δηλ. εποχή: αυτή του εμφυλίου και των γνωστών ακροτήτων, μεταπλασμένα και δοσμένα σε μια νέα μορφή. Θυμίζοντας εδώ και την οδηγία του Σολωμού στον νεαρό, 25χρονο τότε, Γεώργιο Τερτσέτη: «Κι όσο για την ποίηση, πρόσεξε καλά, Γιώργη μου, γιατί βέβαια καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ’ αυτά τ’ αχνάρια [τα δημοτικά, τα κλέφτικα τραγούδια], δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί∙ πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα ["perpendicolarmente"]. [...] Η κλέφτικη ποίηση είναι όμορφη και ενδιαφέρουσα καθώς μ’ αυτήν παράστησαν ανεπιτήδευτα οι κλέφτες τη ζωή τους, τις ιδέες τους και τα αισθήματα τους. Δεν έχει το ίδιο ενδιαφέρον στο δικό μας στόμα∙ το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά» . Εδώ, αναλογικά, στην εποχή μας φυσικά, αξίζει κανείς να δει τα ποιήματα του Μπράβου «Η μηλιά», «ντυμένο» εξπρεσιονιστικά με πυρήνα πυρακτωμένο, το «Ανεπίδοτο», «παραδοσιακό» ποίημα δοσμένο με άλλες πινελιές, και το ποίημα «Οι τουρκάλες», που συναιρεί κατά κάποιον τρόπο τα δύο προηγούμενα, στα οποία και θα σταθούμε σύντομα, αφού όμως πρώτα παραθέσουμε τη «μηλιά»:
Σε φράκτη τελείωνε η γυναίκα,
ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,
τα ‘παιρνε πάλι.
Επέρασ’ ένας μ’ άλογο,
κυνηγημένος. Η ματωμένη
τραύλιζε. Αυτός βαριά ελυπήθη.
Κι όπως την κάμα ετράβηξε
κι απόστρεψε τα μάτια
σκίστηκε η γης
βγάζει μηλιά
τα μήλα φορτωμένη
κι αυτή σε μαύρο σύννεφο
-ωι μηλιά-
για χαμηλά ποτάμια
ετραβούσε.
`
Με τρόπο άμεσο, ευθύβολο και δυνατό ο Μπράβος, ενώ φαίνεται επίσης δεμένος όπως ο Γκανάς, με τον ηπειρωτικό τόπο και την ιστορία (η σύζυγος του Ερμιόνη κατάγεται από την Ηγουμενίτσα, ο ίδιος −έστω− από τα διπλανά Γρεβενά) κινείται αλλιώς και φεύγει μεταπλάθοντας με τρόπο γνήσιο και με υλικά πυρακτωμένα, τις μνήμες από τα εγκλήματα που έγιναν ενάντια στις αρβανίτισσες (εδώ και «Η μηλιά», αλλά κυρίως «Οι τουρκάλες»), πείθοντας μας πως όχι μόνο, ίσως όπως ο Γκανάς, έχει εμπειρίες από την άλλη μεριά του χρόνου, αλλά γνωρίζει πώς να τις δώσει γνησιότερα με τη φορά της «μοντέρνας» τέχνης της εποχής του:
Μαύρες γυναίκες
περνούν στο δρόμο
πάνε βουβές
παν με τα κόλλυβα
Ξάφνου ξυπνά το αίμα
βάφει τον ουρανό και τον δρόμο
σφαίρες πέφτουν
στην πίσω πλαγιά του χρόνου
Κατρακυλούν κεφάλια
και πέφτουνε στο δρόμο
μπρός στις μαύρες γυναίκες
που πάνε με τα κόλλυβα […]
(«Εμφύλιος λώρος»)
Έτσι ο ποιητής πιάνει το δημοτικό στοιχείο από την ίδια του την πηγή αλλά αλλιώς, και το αποκαλύπτει στην εκφορά του ως απωθημένο κι ως χωνεμένο βαθιά, φέροντας το πάντα στην συγχρονία μας. Δείχνοντας προφανώς πως είχε εμπιστοσύνη σε αυτό που έπλαθε, έβγαινε από την πρόσγεια βάση του και γνώριζε προς τα που και πώς θα κατευθυνθεί.
`
Ένας Μπράβος που βρίσκεται και κινείται σε ένα παράλληλο πεδίο επίσης με τον Γιάννη Δάλλα. Με δική του ευθυβολία ο Μπράβος, τονίζοντας επίμονα το νεκρικό στοιχείο, εξορύσσει τις ζωισμένες (κατά το βιωμένες) του εικόνες, οι οποίες και βγαίνουν από μέσα του σε θερμοκρασίες που τις συγκρατούν συγκολλημένες και άρα άρτιες, στην καλλιτεχνική τους εκφορά. Εικόνες ικανές να μεταδώσουν το βάρος και το βάθος του αργού και στοχευμένου τους βιώματος. Στον «Λόρκα» ενδεικτικά, που φαίνεται να τους ενώνει, ο Δάλλας κινείται δοξαστικά, ενώ ο Μπράβος τον φέρνει στην εποχή με άλλο τρόπο, και τον ξαναζωντανεύει μαζί με το νεκρικό, στην περίπτωση του, τοπίο και τους αγέρηδες του ποιήματος, οι οποίοι και μας γδέρνουν θερίζοντας:
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα•
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.
Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσάει την αστραπή της. […]
(«Σονέτο του σκοτεινού θανάτου»)
`
Οι ποιητές Δάλλας και Μπράβος συναντώνται και σε άλλα μοτίβα, ενδεικτικά στο: «αυτός δεν είναι ο Διγενής/ μα ο μικροΚωνσταντίνος», όπου η σχέση δασκάλου-μαθητή αποκαλύπτεται μερικώς (πρβλ. την Ανατομία του Δάλλα), για να φανεί πιο ξεκάθαρα στο ποίημα του Μπράβου «Η σφραγίδα», το οποίο αν δεν έρχεται, σίγουρα συμπίπτει με αυτό του Δάλλα. Μας λέει ο Μπράβος:
Όλο γεφύρια να περνάς∙
όλο να ακούς το κλάμα της χτισμένης
θυμίζοντας την «στοιχειωμένη» του Δάλλα. Ποίημα στο οποίο επιπρόσθετα φαίνεται να κινείται ανάμεσα στον Δάλλα και τον Σαχτούρη, σε έναν μετεωρισμό που μεταβάλλεται κατά την εξέλιξη του σύντομου αυτού ποιήματος, για να καταθέσει ίσως εσκεμμένα, τις οφειλές του, μέσω αυτής της εκτέλεσης. Ως άλλος Ερμής καταθέτει ίσως τέτοιον οβολό για να περάσει απέναντι. Εντύπωση που διατηρείται και στο «Προγραφή» του Μπράβου σε σχέση με τους «προγραμμένους» του Δάλλα, όπου όμως η αποκόλληση, οι δυνατότητες και η στόχευση του αποκαλύπτονται και πάλι ξεκάθαρα (πρβλ. το ποίημα «Υπόλοιπα προγραφής» της συλλογής Το Τίμημα). Συλλογή για την οποία ο Μπράβος έγραψε κριτική σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «H μεταπολεμική φθορά ψυχών και ονείρων, το γονάτισμα των ανθρώπων, η προδομένη ανάταση και συνακόλουθα η χαμένη Ανάσταση, συγκροτούν τα παράλληλα (ή ταυτοτικά;) επίπεδα στα οποία εκτείνεται η ποίηση του Γιάννη Δάλλα στο Τίμημα. Τίμημα ατομικό ή συλλογικό (οδυνηρό σε κάθε περίπτωση) που καταβάλλεται στο αργυραμοιβείο της εποχής, με αντάλλαγμα την καθίζηση σε μια ζωή ευθύγραμμη και στέρφα . Τους ιμάντες κινούν, απ’ το βάθος του χρόνου, οι μυλόπετρες του εμφυλίου. […] Η επίχρωση του ποιητικού προπομπού με δάνεια δραματουργικής τυπολογίας (πρόσωπα του έργου, περιγραφή σκηνικού χώρου), αποτελεί, πιστεύω, πλάγια δήλωση του Δάλλα, πως, προτάσσοντας εισαγωγικά στοιχεία της μορφολογίας του θεάτρου, στοχεύει στον αρχέγονο πυρήνα του, που είναι η τραγική ουσία των πραγμάτων». Συγκρατούμε επίσης και: «Το υποκείμενο είναι οι ταπεινοί οραματιστές, διασταύρωση αρχάγγελου και αρματολού στη λαϊκή φαντασία και συνείδηση, που συντρίφτηκαν για να εκπέσουν στο μαυσωλείο μιας ποίησης σύγχρονου μύθου». Στο Τίμημα τέλος, κατά τον Μπράβο, ο Δάλλας «επανασυνδέεται με τα προπλάσματα και πρωτοπλάσματα των ορμητικών εισοδίων του στον ποιητικό στίβο», αναφερόμενος στην πρώτη του συλλογή Federico Garcia Lorca του 1948, δείχνοντας εύλογα τις προσωπικές προτιμήσεις του και τις καλλιτεχνικές του προτεραιότητες. Να σημειωθεί πως ο Μπράβος γράφει και για την μελέτη του Δάλλα Η ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, δείχνοντας και εδώ τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα, την ευθυβολία του, αλλά και τις εξαιρετικές του δυνατότητες σε αυτό το άλλο πεδίο, όπου επίσης τον στερηθήκαμε.
`
`
«ΕΠΙ ΤΥΜΒΩ»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΗΧΗΣΗ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΩΝ
Βρισκόμαστε σε μια υποβλητική και λιτή τελετή: «Καισαριανή (Επί τύμβω)». Ένας θρήνος ψιχάλισμα στις νοτισμένες ψυχές. Στο παρεκκλήσι της Καισαριανής. Στην κηδεία του ποιητή Χρήστου Μπράβου που πρόλαβε και έβγαλε τρία έργα. Φίλος καλός των ποιητών μας Σαχτούρη και Δάλλα, πέρα από τους Μιχάλη Γκανά και τον εκδότη των Κειμένων Φίλιππο Βλάχο. Εκεί, στην τελετή, και η σύντροφος του, η τραγική Ερμιόνη:
Κι εκείνη είν’ εκεί στη μέση των άνω και κάτω δυνάμεων
εκεί μες στα διασταυρούμενα πυρά
δορυάλωτη
σφίγγει τα δυό βλαστάρια της τον Ηλία τον Ιωάννη
(να ‘ταν ο ένας να γράψει μια καινούργια Αποκάλυψη
ο άλλος με ακρίδες και μέλι της ερημίας να προφητέψει…)
Σηκώνει το βλέμμα και βλέπει τη μορφή που αναλήφθηκε
σφίγγει τον Ηλία τον Ιωάννη και που να τους κρύψει
η δορυάλωτη Ερμιόνη
Γράφει ο ποιητής Γιάννης Δάλλας. Το προσωπικό, αναμιγνύεται δένοντας με την εποχή, κι ο ποιητής γενικεύοντας πατά στο ειδικό και εκτοξεύεται σε μια κοσμολογία και μετά πάλι πίσω. Ο νεκρός, που μας ενδιαφέρει εδώ, ανοιχτός, συγγενείς από την μία, οι δικοί του οι άνθρωποι, κι από την άλλη η πόλη, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Παρακολουθούμε μια διαδοχή στο μοιρολόι. Να λεν οι μεν και να απαντούν οι δε, μια φούγκα σε αντήχηση. Όπως έγινε. Ένα τρεμόσβησμα που διαπέρασε τότε το πραγματικό και ήρθε να μείνει στο ποίημα, που όταν το ανακαλούμε ζωντανεύει μαζί με την κηδεία. Πρόκειται για έναν θρήνο, με άλλα λόγια, σαν ψιχάλισμα: «Πάχνη ψυχών ανάμεσα στα κυπαρίσσια».
Έτσι και τα ποιήματα, του Μπράβου και του Δάλλα, ακούγονται σε μιαν αντήχηση, θαρρώ, για να συνηχήσουν τελικά ενεργοποιώντας τον τραγικό πυρήνα των πραγμάτων. Αντίστοιχα:
Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.
Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν•
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.
(«Του λυπημένου», Με των αλόγων τα φαντάσματα)
λέει ο Μπράβος. Κι ο Δάλλας, στη διάρκεια της κηδείας:
Χρόνος αδέκαστος στην κόψη του πρωϊνού
το χέρι του ιεροξεταστή σ’ όλες τις κεφαλές
ο αμίλητος σφαγέας
Μέρα που ακόμη έσταζε το αίμα της
φρεσκοκομμένη απ’ τα πλευρά της νύχτας
ουράνιος λώρος
Μα η γη αναίσθητη στο πένθος τ’ ουρανού
κι η αλλαξοκαιριά στις φυλλωσιές ανέραστη
Πάχνη ψυχών ανάμεσα στα κυπαρίσσια
(«Καισαριανή»)
Κι όλα να σβήνουνε, το φέρετρο του ποιητή συνέχεια ανοιχτό και να πλησιάζουμε, και να χιονίζει, να θροΐζει, πάχνη. Ο Μπράβος:
Κι όμως το πιο γλυκό βιολί
το παίζει ο θάνατος
Κοιτάς απ΄ το παράθυρο, καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
(«Ήμερος ύπνος», Με των αλόγων τα φαντάσματα)
Κι πάλι, σε μια αντίστοιχη συνήχηση, ο Δάλλας:
«Ο χώρος ανοίγει μια ρωγμή ανεπαίσθητη να περιλάβει την τελευταία σκηνή Στην κεντρική πύλη διόδια με τους μαύρους εισπράκτορες πίσω από πάγκους και από παγκάρια Και γύρω λουλούδια σαν στόματα πορφυρά με ταινίες και γράμματα αιωνίου λατρείας Ώσπου περνώντας πέρα από τη ρωγμή βλέπεις ν’ απλώνεται η ευρεία οδός… Εκεί μέσα κυνηγοί των ψυχών παραβγαίνοντας ποιός θα προλάβει το θήραμα από μνήμα σε μνήμα Από ένα παρεκκλήσι των αφανών πρόβαλε και η πομπή του άμοιρου ποιητή Κάτω απ’ τους γόους και τα τακούνια των γυναικών οι πρώιμα μεταστάντες ανασηκώνονται στους αγκώνες τους όπως οι έφηβοι στ’ αρχαία επιτύμβια Με την υποχθόνια χλόη να ξαναφυτρώνει στο στήθος τους ξαναπαίρνοντας απ’ την πλάκα τα εγχάρακτα σύνεργα [...] “Γειά σου Μ.”, “Γειά χαρά Δ. ”» («Καισαριανή»)
Κι ο Μπράβος, σε μια από τις κορυφώσεις του:
Μ’ άλογο μαύρο και τυφλό
να μπω στον ύπνο σου. Ριγμένος
σταυρωτά. Με τα καρφιά μου.
Εσύ από χιόνι. Με το κάρβουνο
στα μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς
και τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου
που θα σπάζει.
Και συνεχίζει, μαζί με την Ερμιόνη, της κηδείας του πιά:
Να τιναχτείς-νύφη που ξύπνησαν
τα δάκρυα του γαμπρού ανοίγει
το ταβάνι ανεβαίνουν.
Να μη θυμάσαι τίποτα μετά-
μόνο του δαίμονα το χέρι
που ευλογούσε.
(«Απόκρυφο», Μετά τα μυθικά)
`
Συναντώντας, παραλλάσσοντας και συν-εκτοξεύοντας το κλίμα του Μαρκ Σαγκάλ και του Μίλτου Σαχτούρη.
Μισοζώντανος στο ράμφος του κρατά σαν κρέπι μια γοερή πινακίδα που ξεδιπλώθηκε στον ορίζοντα. Φωνάζοντας –τι άλλο;– «Γιατί;…»:
Το Γιατί στριφογυρίζει στο αχανές
σαν ένας έλικας της ψυχής
που δεν μ’ ακολούθησε
ενώ το κορμί λοξοδρόμησε και σφαδάζει στα χόρτα
Κρατώντας τα δυό μικρά της από το χέρι
το βλέμμα γατζώνεται στη μορφή που ελικοδρομεί
Γύρω χορός μυροφόρων Κι ένας θρήνος ψιχάλισμα
Χρστ… Χρστ… στις νοτισμένες ψυχές
ΧΡ… ΧΡ… και πάλι ΧΡΣΤ… ΧΡΣΤ… Φαγωμένα φωνήεντα
κι η λέξη σμπαράλιασμα Δεν σχηματίζεται όνομα
Στο κλίτος επάνω ο δρακοντοκτόνος με το κοντάρι του
και ξάφνου από το κουβούκλι ακούστηκε το χλιμίντρισμα
είν’ εκείνος που άρπαξε τα λουριά και ουριοδρόμησε
στα πίσω χρόνια στους τουρκομαχαλάδες σπαθίζοντας
με των αλόγων τα φαντάσματα
Και τώρα σφυρίζει μες στα ουράνια χαλάσματα
(«Καισαριανή»)
Με αυτά τα τελευταία να σχολιάζουν την εμπειρία του Μπράβου. Ο στίχος μάλιστα «με των αλόγων τα φαντάσματα» είναι άμεση αναφορά στον τίτλο του δεύτερου βιβλίου του και τα προηγούμενα κινούνται επίσης στο κλίμα του. Κι από εκεί ο Δάλλας ανοίγεται με το ποίημα του στο πολιτικό πεδίο που συναντά την εποχή και την κοσμολογία της που εφάπτεται της κοσμογονίας. Σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Μπάσταρδοι σάς έχω στα σκέλη μου
εκτρώματα του Υπερπέραν»
Κι ο Μπράβος, νεκρός, αλλά προεξοφλώντας τα μελλούμενα, σε άλλον τόνο, με τη σειρά του:
Είπε το νυχτοπούλι: «Πετούν δυο
μαύροι άγιοι». Τ’ άστρα γυρίσανε
να ιδούν «είναι δυο άγιοι
λαμπεροί» είπε η σελήνη
κι ακούστηκε ο κρότος ο μεγάλος
της γης
που τσακιζότανε τυφλή
πάνω στο βράχο.
(«Συντέλεια», Μετά τα μυθικά)
Παρασέρνοντας και το πολιτικό στοιχείο που συναντούμε στο ποίημα του «Άρρωστη μάνα»:
Σάπια δοκάνια
δόκανα σιωπής
και το ψωμί κάρβουνο
το γάλα σου φαρμάκι.
Κακή αρρώστια σάπισε
πατρίδα τους μαστούς σου
Κι από αυτές τις κοσμολογικές κορυφώσεις, περνάμε μέσα από έναν «χρόνο-πιλότο» στο ποίημα του Δάλλα που περιπολεί εκεί πάνω και μας δείχνει «το δίχτυ των πόλεων κι εμάς μες στα βρόχια τους», −όπως όλοι μας μέσα στον κόσμο− στη σκηνή που οδηγούνται με τα καμιόνια οι μελλοθάνατοι στον τόπο της εκτελέσεως, πετώντας τα τελευταία τους λόγια σε σημειώματα («φυλλοροήματα τόσων υπάρξεων/ ριγμένα στη λάσπη των παραλάσεων» κατά τον ποιητή), όπως κι ο Μπράβος «πετά» τα ίδια του τα ποιήματα. Μας λέει λοιπόν, αναφερόμενος εις εαυτόν ο νεότερος εκ των δύο ποιητής:
Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα
κι όλη τη νυχτα αλυχτάς σκυλί λυτό• […]
Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο,
να σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;
(«Ουράνιο ψάρι», Μετά τα μυθικά)
`
Η κλούβα, το καμιόνι με τους μελλοθάνατους «σε μια αέναη περιφορά» γυρίζει στην «Καισαριανή» όπου και ανοίγει ο χώρος μια ρωγμή και βλέπουμε την τελετή του άτυχου ποιητή, που υπογράμμιζε εξαρχής την «Προγραφή» του:
Ζυγιάζεται γκρίζο, γεράκι. Σάπιο
αγεράκι πώς τα καίει τα μαλλιά
σου!
Δε θα γλιτώσεις Ιφιγένεια• αυτά
που ήξερες για σύννεφα πονετικά να
λησμονήσεις. Κορμί φιδιού θα
δέρνεσαι στο χώμα, δίχως κεφάλι
πετεινός και θα χιμάς. Και τα
καράβια θα ξεχάσουν τα νερά.
Μέσα σε μπαρ οι ναύτες θα
σαπίζουν
`
Αν ο Δάλλας στην «Καισαριανή» του μας δίνει τελικά ένα μεγάλο σκηνικό ποίημα, αλλά και ένα στοιχείο μιας επιτύμβιας ανάμνησης, στην ουσία κι ο Μπράβος, παρόλο που δεν πρόλαβε να γράψει ένα μεγάλο ίσως συνθετικό ποίημα, στην ουσία μέσω των σύντομων ποιημάτων του μας λέει πως όλο του το ποιητικό έργο είναι ένα ποίημα, δοσμένο ελλειπτικά και με αποσπάσματα, τείνοντας μονίμως προς τον ίδιο υποχθόνιο στόχο, τον οποίο προσπαθεί και να πετύχει και ίσως να συνθλίψει. Ένας στόχος που σύμφωνα με τη φορά του ποιητή, προτάσσοντας τα εισαγωγικά στοιχεία της μορφολογίας του θεάτρου και ορισμένα επαναλαμβανόμενα δημοτικά μοτίβα, περνά μέσω της εξπρεσιονιστικής του ορμής στον αρχέγονο πυρήνα τους, που είναι η τραγική ουσία των πραγμάτων, από όπου και ανεβαίνει κατακόρυφα, ως βολίδα του εαυτού του, αφήνοντας πίσω του τα ποιήματα ως νομίσματα που μας περνούν στην άλλη πλευρά του χρόνου.
`
Ας μην αποχαιρετίσουμε έτσι τον ποιητή μας, αλλά παραθέτοντας το «Νανούρισμα» του, από την συλλογή Με των αλόγων τα φαντάσματα:
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια•
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
`
Ο Χρήστος Μπράβος τελικά είναι ένας νεκροπομπός ποιητής που στα ευθύβολα του σπαράγματα κατέθεσε το τραγικό νόημα της ζωής, με έναν νέο στα γράμματά μας τρόπο, κάτι που προφανώς θα έκανε αν επιζούσε και σε ένα μεγαλύτερο ποίημα, απηχώντας ίσως και τη σημείωση του γενάρχη της ποιήσεως μας:
«Composita in Simplicia resolvuntur, Simplicia Multa in Unum Simplicissimum, Ficino. Cosi sara come dice H. Un vero Uno e Tutto, e come O. Suaviter ipsum unum in Multis Totum efficere» .
Στην περίπτωση του Μπράβου πάντα σε σχέση με την εγγύτητα του προς τον θάνατο. Την «Ανατολή» του την φανταζόμαστε, μάλιστα, ως την αρχή αυτού του μεγάλου ποιήματος, που δεν έγραψε, συμπεριλαμβάνοντας μάλιστα το «βαμπάκι στο στόμα», το σολωμικό αυτό μοτίβο, από το Λάμπρο. Γράφει ο Σολωμός:
Πτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι∙
μέσα του επήε το νεκρικό βαμπάκι
Κι ο Μπράβος κλείνοντας στην «Ανατολή» του:
Μα η μέρα το σκορπά το μυστικό της. Κ’ είπε
“σκοτάδι ας γίνει, ας γίνει φόβος’. Ακούστηκαν
χτυπήματα στην πόρτα. Με των αλόγων τα φαν-
τάσματα περνούσαν οι νεκροί. Σηκώθηκε μια λύπη.
Κι όλοι το ‘νιωσαν-ο μάγος είχε φτάσει.
Τότε πέρασαν χρόνια. Τ’ άλογα ματωμένα
και τρελά κατέβαιναν στους κάμπους• έπεφταν
στ΄αποσπάσματα. Όμως ο μάγος σώπαινε. Τι-
ναζε μοναχά τα δάχτυλά του, τραβούσε αόρατα
σκοινιά. Ώσπου ανοίξανε τα σπλάχνα του και
βγήκε το βαμπάκι.
`
****************************************************
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, Αλληλογραφία, επιμ.-μτφρ. Λ. Πολίτης, τόμος Γ’, 1991, σ. 252
-Βλ. και το «καρυωατακικό» ποίημα του «Θάνατος μισθωτού».
-Οι συλλογές του, ας επαναληφθεί εδώ, είναι το Ορεινό Καταφύγιο, τυπ. Κείμενα. 1983, Με των αλόγων τα φαντάσματα, τυπ. Κείμενα 1985 κι ένα μονόφυλλο που κυκλοφόρησε το 1986 με το ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου». Τέλος, μετά θάνατον εκδόθηκε η συλλογή Μετά τα μυθικά, σε πρόλογο Μιχάλη Γκανά, επιμέλεια-επίμετρο Μισέλ Φάις και εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, 1996 όπου ενσωματώνονται και παλιότερα, δηλ. κάποια από τα πρώτα, ποιήματα του (βλ. και Θανάσης Μαρκόπουλος, Νέα Εστία, τχ. 1774, Ιανουάριος 2005, σσ. 82-91). Στον Μ. Γκανά αφιερώνει και το ποίημα «Μήκος χρόνου» από το Ορεινό Καταφύγιο: «Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια/ και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά/ και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά/ θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.// Εκείνος θα ‘ρχεται απ’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα/ −ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά−/ και συ με τον ανάπηρο σουγιά/ θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.// Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης/ θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς/ κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς/ στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης».
Ο Μάριος Χάκκας, ο πεζογράφος του Κοινόβιου, και ο Δημήτρης Κακουλίδης, ο ζωγράφος του απόλυτου άσπρου. Ο Μπράβος αφιερώνει στον Γιώργο Κακουλίδη το ποίημα του «Ουράνιο ψάρι».
«Τα Σύνθετα αναλύονται σε Απλά, τα Πολλά Απλά σε Ένα Απλούστατο, Φιτσίνο. Έτσι θα είναι, όπως λέει ο Έγελος: Ένα Αληθινό Εν και Παν, και όπως ο Ωριγένης : Αυτό καθεαυτό το Ένα πραγματοποιεί ηδέως το Παν εν Πολλοίς» (Δ. Σολωμού, Ζ 6, ΑΕ 425 10-14).