`
Το σύντομο αυτό θεατρικό έργο του αυστριακού ζωγράφου Oskar Kokoschka θεωρείται το πρώτο εξπρεσιονιστικό δράμα στην ιστορία του θεάτρου και ένα από τα πλέον επιδραστικά κείμενα στην εξέλιξη της θεατρικής αλλά και της κινηματογραφικής τέχνης του 20ου αιώνα. Η πρώτη παράσταση στο Kunstschau Theater της Βιέννης το 1909 προκάλεσε σκάνδαλο, και χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία. Τον Ιούνιο του 1921 θα ανέβει με τη μορφή όπερας, μετά από τις απαραίτητες διορθώσεις και προσθήκες, σε μουσική του Paul Hindemith, στη Staatsoper της Στουτγκάρδης. ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ
`
Το μονόπρακτο γράφτηκε το 1907, με πρωταγωνιστές έναν άντρα πολεμιστή και μια γυναίκα οικοδέσποινα ενός πύργου, που πλαισιώνονται αντίστοιχα από μια ομάδα συμπολεμιστών και μια ομάδα γυναικών. Μετά την άφιξη των πολεμιστών στον πύργο, η γυναίκα ερωτεύεται τον άντρα, ο άντρας τη σημαδεύει με καυτό σίδερο, και στη συνέχεια η γυναίκα καταφέρνει να τον αιχμαλωτίσει. Ο άντρας θα απελευθερωθεί τελικά και θα δολοφονήσει με ένα του άγγιγμα όχι μόνο τη γυναίκα, αλλά και ολόκληρη τη συνοδεία της, μαζί με τους συμπολεμιστές του. Αφού βάλει φωτιά στον πύργο, θα αποχωρήσει μέσα στις φλόγες. Πρόκειται για μια παντομίμα με υποστηρικτικούς διαλόγους, αφού όλη η δράση επικεντρώνεται στις κινήσεις των ηθοποιών, ενώ σημαίνοντα ρόλο κατέχουν οι φωτισμοί και η σκηνογραφία. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το τελείωμα του έργου:
`
[…]
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Χλωμέ! Τρόμαξες;
Ξέρεις από φόβο.
Κοιμάσαι μόνο; Ξύπνησες.
Μ’ ακούς;
ΑΝΤΡΑΣ:
(Αιχμάλωτος, βαριανασαίνει, σηκώνει με δυσκολία το κεφάλι, κουνά το ένα χέρι, μετά και τα δυο, τραγουδώντας όλο και πιο δυνατά, στο τέλος δραπετεύει)
Άνεμος που κινεί
τις στιγμές του χρόνου.
Μοναξιά.
Η ηρεμία και η πείνα μου προκαλούν σύγχυση.
Αλλεπάλληλοι κόσμοι, ανάσα καμία, η νύχτα διαρκεί.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
(Φοβισμένη)
Τέτοια ζωντάνια πηγάζει απ’ το τραγούδι.
Τέτοια δύναμη ξεχύνεται απ’ την πύλη.
Είναι χλωμός σαν πτώμα.
(Η γυναίκα ανεβαίνει πάλι στη σκάλα, τρέμοντας και γελώντας δυνατά. Ο άντρας σηκώνεται αργά, ακουμπά στα κάγκελα και φωνάζει)
ΓΥΝΑΙΚΑ:
(Αδύναμα και μοχθηρά)
Ένα αγρίμι δαμάζω στο κλουβί μου,
που γαβγίζει το τραγούδι της πείνας.
ΑΝΤΡΑΣ:
… ! ! !
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ε, εσύ, πτώμα, δε θα πεθάνεις;
ΑΝΤΡΑΣ:
Ήλιος και σελήνη, φώτα του Είναι, ο κόσμος απατάται καθώς ανασαίνει.
Γυναίκα με έχασες πια.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
(Σαν αράχνη απλώνεται στα κάγκελα που τους χωρίζουν)
Μη με ξεχνάς.
ΑΝΤΡΑΣ:
Οι σκουριασμένες σκέψεις κολλάνε στο μέτωπο.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Είμαι η γυναίκα σου!
ΑΝΤΡΑΣ:
Μια σταλιά από δειλό φως!
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Άντρα μου κοιμήσου!
ΑΝΤΡΑΣ:
Ησυχία, ησυχία, πόρνη, άσε… με… να σκεφτώ…
ΓΥΝΑΙΚΑ:
… ! ! !
ΑΝΤΡΑΣ:
Φοβάμαι!
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Δε θέλω να σ’ αφήσω να ζήσεις, ακούς;
Με αποδυναμώνεις.
Θα σε σκοτώσω.
Σε κρατώ αιχμάλωτο.
Με σφίγγεις. Άσε με!
Σαν αλυσίδα με σφίγγεις.
Βοήθεια!
Έχασα το κλειδί που σε κρατούσε αιχμάλωτο.
[…]