Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

«Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών»- Αναφορά στον Γιώργο Μαρκόπουλου και τον Μίλτο Σαχτούρη (Γράφει ο Χρήστος Μαυρής)

$
0
0

`

Σε όλο το σώμα (corpus) με το εκδομένο ποιητικό έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου υπάρχει πληθώρα αναφορών στην έβδομη και τελευταία μέρα της εβδομάδας, που δεν είναι άλλη ασφαλώς από την Κυριακή. Μέρα ξεχωριστή και πολύ αγαπημένη για τους περισσότερους ανθρώπους που κατοικούν αυτό τον «διακεκριμένο πλανήτη», όπως λιτά αλλά πολύ εύστοχα τον έχει χαρακτηρίσει ο Νικηφόρος Βρετάκος. Όπως διαπιστώνω, στο ποιητικό έργο του Γ. Μαρκόπουλου, υπάρχουν ποιήματα που αναφέρονται στην Κυριακή σχεδόν σε όλες τις ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, όπως π.χ. ΄΄Η θλίψις του προαστίου΄΄, ΄΄Οι πυροτεχνουργοί΄΄, ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, ΄΄Μη σκεπάζεις το ποτάμι΄΄ κ. α.. Μάλιστα, κάποια από αυτά τα ποιήματα τιτλοφορούνται μονολεκτικά, δηλαδή με μία μόνο λέξη, τη λέξη ΄΄Κυριακή΄΄, και κάποια άλλα στον τίτλο τους περιέχεται οπωσδήποτε και η λέξη ΄΄Κυριακή΄΄, όπως είναι το ποίημα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄ κ. α..
`

Οι τραγουδισμένες Κυριακές φυσικά αποτελούν κοινό τόπο στην ελληνική ποίηση, εφόσον το φαινόμενο αυτό το συναντούμε και σε πολλούς άλλους Έλληνες ποιητές, κυρίως τους παλαιότερους, τόσο αυτούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως είναι ο Μίλτος Σαχτούρης και ο Μανώλης Αναγνωστάκης, όσο και αυτούς της ΄΄Γενιάς του ’30΄΄, όπως είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αρκούμαι ν’ αναφέρω εδώ πως ο Γ. Ρίτσος σε ένα από τα εκτενή ποιήματά του, την ΄΄Αγρύπνια΄΄ (1954), θα γράψει:
«Τραμπούκοι, τραμπούκοι, μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω
τα λεφτά μας.
Όλο μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω τις μέρες μας.
Δώστε μας πίσω το ψωμί μας, την Κυριακή μας.
Δώστε μας πίσω τη ζωή μας».

`

Η Κυριακή όμως, παρόλο που για τους περισσότερους ανθρώπους είναι μέρα αργίας και αποχής από την καθημερινή ρουτίνα τους, εννοώ πως είναι μέρα αποχής από την κουραστική δουλειά τους, συνεπώς είναι μέρα χαράς, που προσφέρεται για ξεκούραση και διασκέδαση (για πολλούς συνανθρώπους μας είναι και μέρα για έξοδο στο βουνό ή στη θάλασσα, στο γήπεδο ή στον ιππόδρομο, στο καφενείο ή στον κινηματογράφο), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους περισσότερους Έλληνες ποιητές που έχουν καταπιαστεί με αυτό το θέμα. Θέλω να πω τους Έλληνες ποιητές που κάνουν αναφορές ή μνημονεύουν τις Κυριακές στην ποίησή τους.
Αντιθέτως, όπως διαπιστώνω, γι’ αυτούς τους ποιητές οι Κυριακές είναι συννεφιασμένες και ψυχρές, άδειες και μονότονες, έρημες και πληκτικές, θλιμμένες και άχαρες και, το κυριότερο, είναι στιγματισμένες πάντοτε από ένα θλιβερό γεγονός που συνέβη στους ίδιους ή σε κάποια άλλα άτομα από την οικογένειά τους ή από το στενό περιβάλλον τους. Γι αυτό και ονόμασα τη μικρή αυτή σπουδή μου ΄΄Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών΄΄ . Τίτλος που καλύπτει επαρκώς, νομίζω, το περιεχόμενο που περικλείεται στην εργασία μου, αλλά και για να μας θυμίζει διαρκώς, τιμής ένεκεν, το πονεμένο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη ΄΄Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών΄΄, που περιέχεται στη συλλογή του ΄΄Καταβύθιση΄΄ και εκδόθηκε το 1990, στην Αθήνα.
`

Θα δώσω στη συνέχεια κάποια ενδεικτικά παραδείγματα, τόσο από την ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου όσο και από την ποίηση του Μ. Σαχτούρη, ικανά όμως να μας εισαγάγουν και να μας περιάγουν στο θέμα μας. Περιορίζομαι, για την ώρα, μόνο σε αυτούς τους δύο σημαντικούς ποιητές για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, γιατί το συγκεκριμένο θέμα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο περιβόλι της ελληνικής ποίησης, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί διεξοδικά στις σελίδες της παρούσης δοκιμής.
Και, δεύτερον, για να μην ξεμακρύνουμε από την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ποίηση που μου έδωσε το έναυσμα και την έμπνευση για να προχωρήσω στη σύνθεση αυτής της εργασίας, αλλά και γιατί πιστεύω πως η επιρροή που δέχθηκε ο Γ. Μαρκόπουλος, σε ότι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, προέρχεται κατευθείαν από την ποίηση του πρεσβύτερου Μ. Σαχτούρη, άσχετα αν η επίδραση αυτή δεν είναι κραυγαλέα και, κυρίως, έντονα χρωματισμένη για να είναι τουλάχιστον ευδιάκριτη με γυμνούς οφθαλμούς από κάποια απόσταση. Σίγουρα όμως, η επίδραση αυτή είναι γονιμοποιός, άρα καρποφόρα, παρά την όποια απαισιοδοξία κουβαλάει μέσα της.

`

`

Σχετικά με αυτό το καταθλιπτικό κλίμα που διαχέεται στην κυριακάτικη ατμόσφαιρα που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες ποιητές, και στο τέλος καταλήγει σαν το χυμένο φαρμάκι στην ποίησή τους, ο Γιώργος Μαρκόπουλος στο ποίημα του ΄΄Τις Κυριακές το απόγευμα΄΄, από τη συλλογή ΄΄Η θλίψις του προαστίου΄΄, θα γράψει πως «τις Κυριακές το απόγευμα/ οι πόρτες των πολυκατοικιών/ μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία που τα ξέχασαν».
Και στη συλλογή ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, χωρίς περιστροφές, θα αποκαλύψει πως «από όλες τις ημέρες, μπορώ να σας πληροφορήσω ότι ανέκαθεν, πιο πολύ φοβόμουν την Κυριακή…».
`

Με τις ίδιες περίπου αρνητικές σκέψεις και απαισιόδοξα συναισθήματα για τις Κυριακές διακατέχεται, όπως ανάφερα, και ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που στάθηκε θα έλεγα δάσκαλος και οδηγός για τον Γ. Μαρκόπουλο, άσχετα αν οι σκληρές συνθήκες της εποχής που έζησε και δημιούργησε αλλά και τα πλούσια βιώματα που απεκόμισε, τον ανάγκασαν να δημιουργήσει μία τραγική, στο έπακρον εφιαλτική, ποίηση.
Συγκεκριμένα, στο ποίημά του που τιτλοφορείται ΄΄Σαν πανηγύρι΄΄, από τη συλλογή ΄΄Χρωματοτραύματα΄΄, θα αποκαλέσει την Κυριακή «ευλογημένη Κυριακή/ καταραμένη μέρα» γιατί, όπως λέει, «μ’ ένα κτύπημα ο θεοκόπος μ’ έσπασε στα δύο».
`

Θα προσπαθήσω να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό, για να αντιληφθούμε καλύτερα πως λειτουργούν και πως περιγράφονται οι Κυριακές στην ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου και Μ. Σαχτούρη, δίδοντας ακόμη κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα από το έργο των δύο αυτών επιφανών δημιουργών, επιχειρώντας ταυτόχρονα και μία σύγκριση, για να διαφανεί η έκταση που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο θέμα στην ποίησή τους αλλά και τα σημεία επαφής τους, όπως διαφαίνονται, έστω και αμυδρά, σε κάποια ποιήματά τους.
Στην ποιητική συλλογή ΄΄Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης΄΄, του Γ. Μαρκόπουλου, που εξέδωσε τον Μάρτιο του 1987, όλες οι αναφορές στις Κυριακές, που περιέχονται σε κάποια ποιήματά της, συνοδεύονται και από ένα κακό, πολύ θλιβερό, μαντάτο. Για την ακρίβεια, στη συλλογή αυτή, γίνονται αναφορές στην Κυριακή σε τρία συνεχόμενα ποιήματα, που είναι τα εξής: ΄΄Σε μία παραλία το 1960 ή στο ρυθμό της Μπάντας΄΄, ΄΄Στη μάντρα του ασύλου΄΄ και στο ΄΄Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας΄΄ . Είναι, θα έλεγα, τρία ομότροπα ποιήματα αλλά το καθένα με διαφορετικό ύφος.
Το πρώτο ποίημα, ειδικά το ύφος του, θυμίζει την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, το δεύτερο θυμίζει την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και το τρίτο θυμίζει την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.
Στο πρώτο ποίημα, το κακό μαντάτο περιγράφεται με τους εξής στίχους:
«Ήταν Ιούλιος, Κυριακή πρωί/ και έτσι που το φως του ηλίου/ ήταν τόσο διάφανο,/ το παιδάκι σηκώθηκε/ και προχώρησε προς τη θάλασσα/ ώσπου χάθηκε».

`
Στο δεύτερο ποίημα, το τραγικό γεγονός, (που συντελείται και αυτό ημέρα Κυριακή), περιγράφεται ως εξής:
«Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω./ Ήταν σφαγμένη/ με το στήθος γυμνό/ και τα μαλλιά της λυμένα./ Ωραιοτάτη κοιμωμένη/ για τον τάφο της, φώναξα»
`

Και στο τρίτο ποίημα ο Μαρκόπουλος θα σημειώσει:
«Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας που το έπιασε φωτιά και τους γονείς μου να τρέχουν μισόγυμνοι από τον ύπνο. Μετά από χρόνια πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο. Την τελευταία Κυριακή που τους είδα με ρωτούσαν συνέχεια για την αδελφή μου. Εγώ δεν είχα αδελφή ποτέ τους είπα-πως το ξεχνούσαν-».
`

Με άλλα λόγια, στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για ένα παιδί που χάθηκε μία Κυριακή στην θάλασσα και δεν ξαναγύρισε. Ο ποιητής εδώ, παρόλο που δεν το ομολογεί ξεκάθαρα, αφήνει να εννοηθεί πως το παιδάκι έχει πνιγεί στη θάλασσα. Στο δεύτερο ποίημα γίνεται λόγος για μία σφαγμένη κοπέλα που συνάντησε μέσα στο δρόμο, πάλι ημέρα Κυριακή, για να καταλήξει να σημαδεύει την ποίησή του αρνητικά και αυτή η ευλογημένη μέρα. Το γεγονός αυτό όμως, όπως αντιλαμβάνομαι, πρέπει ν΄ ανάγεται στην σφαίρα της φαντασίας του ποιητή ή στην σφαίρα του ονείρου του, μετά που πληροφορήθηκε για τη «σφαγμένη θέλησή» της και ύστερα από τον υποχρεωτικό γάμο που την ανάγκασε να συνάψει ο πατέρας της με κάποιο που δεν την ενδιέφερε.
Και στο τρίτο ποίημα γίνεται λόγος για τους γονείς του που «πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο» αλλά και για το σπίτι τους που το έπιασε φωτιά.
Στο τέταρτο μέρος από το ποίημα ΄΄Διαβάσεις πεζών΄΄, που περιλαμβάνεται στη συλλογή ΄΄Μη σκεπάσεις το ποτάμι΄΄, ο Γ. Μαρκόπουλος περιγράφει ακόμη ένα «φοβερό δυστύχημα», που έλαβε χώρα και αυτό Κυριακή, χρωματίζοντας έτσι την άγια αυτή μέρα με τα πιο μελανά χρώματα που υπάρχουν στη μεγάλη παλέτα του Θεού:
«-Κυριακή, Ιούνιος, δώδεκα το μεσημέρι. Ένα ταξί μεγάλο, χρώματος θαλασσί με κοκαλί σκεπή, σταματά σε ένα παλιό αρχοντικό κάποιας μεσαίας σε πληθυσμό επαρχιακής πόλης. Κατεβαίνει η μητέρα, επιστρέφοντας από το μαιευτήριο, με το νεογέννητο μωρό της. Ο πατέρας, φορώντας το γιλέκο του κοστουμιού (μαύρο) με το άσπρο πουκάμισο, την υποδέχεται με εναγκαλισμούς.

Το σούρουπο η πόλη ταράχτηκε από ένα φοβερό δυστύχημα-πνιγμό για όσους θυμούνται, με βάρκα, οκτώ μαθητριών του τοπικού Γυμνασίου. Αργά το βράδυ κατέφθασε στην προκυμαία το ναυαγοσωστικό. Έβγαζαν σώματα άψυχα, με το σωρό».

Βεβαίως, το πιο πάνω τραγικό περιστατικό, με τις πνιγμένες μαθήτριες, που σημειώθηκε σε επαρχιακή πόλη, φέρνει στη θύμησή μας κάποιες σκηνές από την ταινία ΄΄Το κορίτσι με τα μαύρα΄΄ (1956), του Μιχάλη Κακογιάννη, που γυρίστηκε στην Ύδρα, κάνοντας μας να πιστεύουμε πως το γεγονός αυτό είναι πραγματικό, εφόσον καταγράφηκε με επιτυχία και από την 7η τέχνη, δηλαδή την τέχνη του κινηματογράφου.
`

`

Στη συλλογή τώρα του Μίλτου Σαχτούρη, που τιτλοφορείται ΄΄Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη΄΄ (1964), υπάρχει ανάμεσα σε άλλα και το ποίημα που ονομάζεται μονολεκτικά ΄΄Κυριακή΄΄, το οποίο αρχίζει με τους εξής στίχους:
«Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου

το πεθαμένο παιδί

δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι…».

`

Ο Σαχτούρης, στο εμβληματικό αυτό ποίημα, μας κάνει ασφαλώς κοινωνούς της κυριακάτικης μοναξιάς του αλλά ταυτόχρονα αναφέρεται και αυτός σ’ ένα θλιβερό περιστατικό. Αναφέρεται «σ’ ένα πεθαμένο παιδί» που… «δεν ξενιτεύεται» και «πάει κρατώντας ένα κόκκινο σκυλάκι μέσα στο μαντίλι…».
`

Στη συλλογή ΄΄Οι πυροτεχνουργοί΄΄, όπως διαπιστώνω, ο Μαρκόπουλος καταπιάνεται και πάλι με τις Κυριακές και συγκεκριμένα κάνει αναφορές στα ποιήματα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄ και ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής 2΄΄. Μάλιστα, στο ποίημα ΄΄Απόγευμα Μαΐου Κυριακής΄΄, θα γράψει:
«Ένας άνθρωπος λιαζόταν στο ταρατσάκι./ Και βέβαια, έτσι που καθόταν,/ έμοιαζε σαν να είχε πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια».
Το ποίημα του Γιώργου Μαρκόπουλου όμως, φέρνει αμέσως στην θύμησή μας τη ΄΄Δύσκολη Κυριακή΄΄, του Μίλτου Σαχτούρη, το πρώτο ίσως ποίημα που κωδικοποίησε σε βιβλίο και περιέχεται στην πρώτη συλλογή του που τιτλοφορείται ΄΄Η Λησμονημένη΄΄ (1945), όπου, ανάμεσα σε άλλους θλιβερούς στίχους, διαβάζουμε:
«…φίλε αγάπη αίμα φίλε/ φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τί κρύο

Ήτανε παγωνιά/ δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι/ κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά».
`

Στα δύο αυτά ποιήματα φαίνεται πως υπάρχει μια κρυφή επικοινωνία ή, καλύτερα, ένας σιωπηλός αλλά ευεργετικός διάλογος που μοιάζει με το αθέατο νερό που κυλάει αθόρυβα κάτω από το σκληρό βράχο και πηγαινοέρχεται ασταμάτητα από την μία υπόγεια λίμνη στην άλλη. Με άλλα λόγια, όπως στοχεύει ν’ αποδείξει η δοκιμή μου, στα δύο αυτά ποιήματα υπάρχουν, πιστεύω, κοινά στοιχεία που φανερώνουν, θα έλεγα με ασφάλεια, έναν διακειμενικό διάλογο με θέμα το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Ένα διάλογο για τον οποίο υποπτεύομαι ότι ανοίγει όπως ο κύκλος στο νερό και συμμετέχουν σε αυτό και άλλοι Νεοέλληνες ποιητές γιατί, τα πιο πάνω αποσπάσματα, έμμεσα μπορεί να παραπέμπουν και στο στίχο «Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα», του Μανώλη Αναγνωστάκη, από το ποίημα ΄΄Ο Νεκρός΄΄, που περιέχεται στη συλλογή του ΄΄Η Συνέχεια 3΄΄.
Επιπλέον, το ποίημα του Γ. Μαρκόπουλου ακούγεται και σαν ένας φιλικός χαιρετισμός ή μία σιγανή απόκριση, έστω καθυστερημένα, στο ποίημα του Σαχτούρη. Ο Σαχτούρης, όπως διαβάζουμε, με ύφος που αποπνέει παράπονο, ομολογεί πως δεν ξέρει την ώρα που είχαν πεθάνει οι φίλοι του και πως τώρα έχει απομείνει μόνος «μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο». Και ο Μαρκόπουλος, ωσάν να θέλει να παρηγορήσει τον Σαχτούρη αλλά και να τον απαλλάξει από την αγωνία και τα ερωτηματικά που τον κυριεύουν, του απαντάει πως οι φίλοι του έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
`

Αυτοί οι ποιητικοί διάλογοι όμως, για τους επαρκείς αναγνώστες, δηλαδή για όσους γνωρίζουν σε βάθος τη δουλειά του Γ. Μαρκόπουλου, δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, το οποίο οφείλουν να έχουν υπόψη τους και οι νεότεροι. Θέλω να πω οι μελλοντικοί αναγνώστες του. Γιατί, ο περιπαθής Μαρκόπουλος, όπως έχει επισημανθεί αλλού, και είναι ήδη γνωστό, από αγάπη και τιμή προς τους παλαιότερούς του, από αγάπη και τιμή προς την τέχνη της ποίησης, που υπηρετεί με ασίγαστο πάθος εδώ και δεκάδες χρόνια, επιδιώκει αρκετά τακτικά να επικοινωνεί μέσω της ποίησής του με άλλους ομότεχνούς του. Κυρίως επικοινωνεί και συνομιλεί με ποιητές των αμέσως προηγούμενων γενιών, για τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση, συζητώντας μαζί τους για πολλά και ποικίλα θέματα, κυρίως υπαρξιακά και μεταφυσικά. Και αυτή η επικοινωνία γίνεται άλλοτε στα κρυφά και άλλοτε στα φανερά. Άλλοτε με ηχηρές σιωπές και άλλοτε με λαγαρούς κρότους.
`

Λευκωσία, 24.4.2012-20.10.2012


Ανδρέας Κεντζός, Ποιήματα

$
0
0

Τυφλός τύραννος Ι

Ευτυχώς υπάρχει γεωμετρία
υπάρχουν σχήματα

Δείτε για παράδειγμα τι ωραία πάω
μ’ αυτά τι ωραία μπορώ

Είδατε;

Και τώρα πάρτε μου τα σχήματα
αφήστε μου χώρο να πέσω να χαθώ

*

Τυφλός τύραννος ΙΙ

Ξέρω το σημείο του σώματος
όπου αισθάνεται κανείς μηδέν πόνο
και δεν φοβάμαι να το πω
Είναι κάπου στην κόρη του οφθαλμού
όταν με τρόμο αντικρίζει και την παραμικρή βελόνα

*

Ο δύτης

Νικήθηκε ο Θάνατος
πατήθηκε
έγινε γλυκό κρασί
Κάποιος όμως δεν πίνει
κάνει πέρα το ποτήρι
έτοιμος να πέσει στη φωτιά
Δεν φοβάται να γίνει
ένα ηλίθιο κάρβουνο

*

Στο φως

Όλοι ψεύτες
γράφουμε για τα σκοτάδια
και τα γραπτά μας
χωρίς καμία εξαίρεση
διαβάζονται στο φως

*

Γεννημένος ομιλητής Ι

Μαζεύονται γύρω μου οι άνθρωποι
ν’ ακούσουν
Μέλι, λένε, στάζει το στόμα μου

Μελίρρυτε, μου φωνάζουν
Χρυσόστομε

Αν όμως αντί χεριών είχα φτερά
θα πετούσα
κρατώντας το στόμα μου κλειστό

*

Γεννημένος ομιλητής ΙΙ

Κάθε πρόταση αληθεύει
σε βάθος χρόνου όμως
Γι’ αυτό μείνετε ‘δω
μην πάτε αλλού
καλοί μου φίλοι
και θα δείτε άλογα να μιλάνε
ανθρώπους να πετάνε

*

Γεννημένος ομιλητής ΙΙΙ

Στέγνωσε το στόμα μου
μιλώντας για το θαύμα
Σας παρακαλώ- λίγο νερό

*

Τοίχος

Έπεσα σε τοίχο
έσπασα το κεφάλι μου
παραπέρα δεν πάει
και πίσω από τον τοίχο είναι το ποίημα
γραμμένο και ήσυχο

*

Κατέχει την τέχνη

Κατέχει την τέχνη αυτός ο άνθρωπος
Βλέπω τι ωραία δουλεύει
και φτιάχνει κήπο με λίγη κοπριά
Είναι καλός
Σε κάνει να πιστεύεις ότι έτσι μόνο
ανθίζει κάτι- αν το αγγίξουν
βρώμικα χέρια

*

Μύθος

Και η Ελένη έγινε γριά με μουστάκια
Ο κόσμος στην αρχή την έβλεπε παράξενα
συνήθισε όμως
και τώρα πλησιάζει άφοβα
Τη χαϊδεύουν και την ταΐζουν
σαν να είναι η γάτα τους ή το άλογό τους
κι όχι η αιτία του Πολέμου

*

Θεοδώρα

Δεν θέλει κοσμήματα το πρόσωπό σου
το φως της ημέρας αρκεί

Βγάλε τα μαργαριτάρια από τον λαιμό
τα χρυσά σου σκουλαρίκια

Βγάλτα όλα
φύλα τα για τον τάφο σου

*

Το λάθος του Φιλοσόφου

Είπα ότι υπάρχει κάτι πέρα από τις Ιδέες- το Αγαθόν
Έκανα λάθος
Στο επέκεινα είναι ο Αγάθων

Καλέ μου φίλε, δεν πειράζει
έλα να ξαναστήσουμε συμπόσιο
να πιούμε να χαρούμε τη νίκη σου στους τραγικούς αγώνες

*

Ο προφήτης

Ξυρίστηκε καλά
και είδε τον εαυτό του

Κάποτε θαύμαζαν όλοι τα δόντια του
Θα έρθει μια ημέρα που θα πέσουν
(έλεγε)
θα δείτε

Δεν τον πίστευαν και τώρα χαμογελάει
που η προφητεία του βγήκε αληθινή

*

Κακός προφήτης

Τα είδε όλα εκ των προτέρων
(σαν σε όνειρο)
και δεν μίλησε
δεν είπε τίποτα στον λαό του
Ήθελε να τα ζήσει

*

Φωνή

Να κρατήσουμε τις γραμμές
Φώναζε
«Σύντροφοι μην υποχωρείτε»

Καλά φώναζε
αλλά εμείς ήμασταν νέοι
τρέχαμε σαν ελάφια

`

*******************************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε το 1974. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη ποιητική συλλογή , «Συγκεκριμένα ποιήματα», εκδ. Γαβριηλίδη 2010.

Κωστής Φραγκούλης (1905-2005), «Η τραχηλιά σου μη γραθεί» (επιλογή- γλωσσάριο- επιμέλεια: Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

1. Η Ονορίτισσα

Σ΄όλο τον κόσμο έβρεχε, σ΄ένα χωριό δεν βρέχει.

Κοντό να φταίνε τα μιαρά, κοντό να φταίνε ανθρώποι,

κοντό να φταίνε οι κοπελιές που κριματίζουν τς άντρες;

Δεν είναι ποιος να τώσε πει, να τώσε ξεδιαλύνει,

και τρέχου πάνε στου καδή, ρωτούν και το δεσπότη.

Μήδ΄ο δεσπότης τ΄άνιωσε, μηδ΄ο καδής το βρήκε.

Στη στράτα οντέ γυρίζανε κρυγοί κι αποκλαημένοι,

περάσανε ένα σύργιακο με τρίφυλλη καμάρα

κι εκειά, στα βούρκα τα πηχτά, στου γύρου τα καλάμια,

πετάχτηκεν αφορδακός κι αρχίνηξε να λέει:

-Δεξιά- ζερβά μην τρέχετε κι άλλο μην αφοράστε!

Μήδ΄οι γι ανθρώποι φταίξασι, μηδέ τα ζούμπερα ντως,

μηδέ και φταίνε οι γι όμορφες, ανέ κολάζουν τς άντρες.

Το φταίξιμο ΄ναι του παπά, όπου ΄ναι νιός και χήρος

και τη χηργειάν του δε βαστά και πίορκος λογάται.

Μόνο να πάτε ογλήγορα και μηνυτέψετέ του,

μην ξαναπιάσει θυμιατό, μη βάλει πετραχήλι,

και την καμπάνα τς εκκλησιάς να μην την ξαναπαίξει.

Γιατί πηγαίνει οντέ χτυπά σύναυγα πάσα σκόλη

μια -ν- ονορίτισσα αρφανή, μια κοντοχηρεμένη

όμορφη σαν το κόνισμα και κάνει το σταυρό τζη.

Οντέ θυμιάζει και περνά, τς ακροπατεί τον πόδα΄

οντέ κινά χερουβεικό, το μάτι τση σφαλίζει΄

οντό τση δίδει αντίντερο, τση γαργαλεί τη χέρα

κι οντέ απολεί την εκκλησιά, τήνε ξεμοναχιάζει!

`

ονορίτισσα,η : η ενορίτισσα

τώσε πει: τους το πει

τ΄άνιωσε: το ένιωσε, το κατάλαβε

κρυγοί: κρύοι, παγωμένοι

σύργιακο, το: η περιοχή γύρω από ένα ρυάκι

γύρου[ο γύρος]: η άκρη, η όχθη

αφορδακός, ο: βάτραχος

ζούμπερα, τα: τα ζωντανά, τα ζώα

οντέ, οντό: όταν

σύναυγα, τα: τα χαράματα

αντίντερο, το: το αντίδωρο

απολεί: τελειώνει, ολοκληρώνει

`

*********

2. Τ΄αμοναχό

Εζευγαρώσαν τα πουλιά κι ένα δε ζευγαρώνει,
Μόνο πομένει αταίριαστο κι αμοναχό γυρίζει.
Δεντρί δε βρίσκει να σταθεί, κλωνί να ξεμουδιάσει
Μήδε και νεροκόλυμπο να βρέξει το φτερό ντου

Και τρέχει μεσ’ την ερημιά κι ολοχρονίς το τρώνε
Οι λαύρες του καλοκαιριού κι οι πάχνες του χειμώνα.
- Πανάθεμά σε, κυνηγέ, που σκότωσες το ένα
και δεν το σκότωνες κι αυτό να΄ χεις μιστό μεγάλο,
να μη γυρίζει μοναχό στο κόσμο, δίχως ταίρι.
Γιατί καλλιά από θάνατο η γι’ ορφανιά λογάται!

.

καλλιά: καλύτερα, περισσότερο

`

******

3. Αποθυμιά

Στην οξοχή να σ΄εύρισκα μια μέρα που να βρέχει

και νά΄ναι ο τόπος άβολος , σπηλιάρι να μη βρίσκεις,

μήτε δεντρό για να σταθείς γή δέτη ν΄αποσκιάσεις.

Ν΄αστράφτει ο Θιός και να βροντά να ρίχνει αστροπελέκι

και να φοβάσαι αμοναχή για νά΄ ρθω από κοντά σου

ν΄απλώσω το ρασίδι μου τσι δυο μας να τυλίξει,

να βγάλω το μαντήλι μου στον ώμο να σου ρίξω

και το μεϊντανογέλεκο ζιπόνι να το βάλεις.

Να σ΄αγκαλιάσω μην εργάς, κρυγιάδα μη σε πιάσει

κι η τραχηλιά σου μη γραθεί κι ο κόρφος σ΄ανεδώσει.

Και μέσα στ΄αστραπόβροντο και τη βοή τ΄αέρα

η αναπνιά μας να σμιχτεί κι η εμιλιά να τρέμει.

Κι αν βλαστημήξω τον καιρό να μη μου το πιστέψεις,

καντήλα τάσω των αγιώ, μέσα μου, να μη βδιάσει…

`

οξοχή, η: η εξοχή

σπηλιάρι, το: η σπηλιά

γή: ή

δέτης, ο: η άκρη

αποσκιάζω: βρίσκω σκιά, προφυλάγομαι

αστροπελέκι, το: ο κεραυνός

ρασίδι, το: το ράσο, το επανωφόρι, η κάπα

μεϊντανογέλεκο, το: το κεντημένο γιλέκο της κρητικής παραδοσιακής ενδυμασίας

ζιπόνι, το: το ζιπούνι, φανέλα που φοριέται κατάσαρκα

εργώ: κρυώνω

κρυγιάδα, η: η κρυάδα, το ρίγος

γραθεί[ γραίνομαι]: υγραίνομαι, βρέχομαι

ανεδώσει[αναδίνω]: εμφανίζω υγρασία στην επιφάνεια, βρέχομαι

εμιλιά, η: η ομιλία

βδιάσει[ βδιάζω]: ευδιάζω, ξαστερώνω

`

******

4. Η παραγγελιά

Πήρε βουλή ένας άγουρος, να κατεβεί τον άδη,

να παίξει μια του Χάροντα, τ΄ανάστρουφα να πέσει

και να του πάρει τα κλειδιά να διπλοξεκλειδώσει

του κάτω κόσμου τα κελλιά να μπει διαγουμίσει!

Μια μάνα τον αγροίκησε, παραγγελιά του κάνει:

-Αν εί΄και πας, την κόρη μου, πίσω να μου γιαγείρεις,

που μίσεψε και μού΄φηκε στη μέση τ΄αργαστήρι

και δε χτυπά το πέταλο και σώπασε η σαϊτα

και τα προυκιά πομείνανε μεσοξετελεμένα.

Θέλουν οι μπόλιες κέντισμα και κρόσσα τα μαντήλια

και τα προσώμια ξόμπλιασμα κι οι πατητές μαργέλι,

θέλει κι η περαμάτιση δυο λιγαδούρες όργο.

-Πού δα τη δω την κόρη σου και πώς θα τη γρωνίσω,

απού΄ν το μέρος σκοτεινό κι άβολος είν΄ο τόπος;

Κι απηλογάται΄- ως κατεβείς, δα στέκει πρώτη - πρώτη΄

δεν είναι οχτώ που μίσεψε, τα νηάμερα τση κάνω!

`

πήρε βουλή: σκέφτηκε, αποφάσισε

παίξει: χτυπήσει, πυροβολήσει ,ρίξει

τ΄ανάστρουφα: ανάστροφα, ανάποδα, ανάσκελα

γιαγείρεις: επιστρέψεις, γυρίσεις πίσω

μού΄φηκε: μου άφησε

μισοξετελεμένα: μισοτελειωμένα

προσώμια[προσώμι, το]: βάτα για να ακουμπήσει η στάμνα στον ώμο

λιγαδούρες, οι: μέτρο για νήμα υφαντικής

γρωνίσω: γνωρίσω

`

************

5. Τση κόρης

Κόρη που πλύνεις στο γιαλό κι απλώνεις τα μαντήλια,

πάρε μου το ποκάμισο να μου το σαπουνίσεις.

Μόνο στο μέρος τση καρδιάς βλέπε μην το ξεπλύνεις,

γιατ΄ είν΄το αίμα ντου πηχτό και πολυμαυρισμένο,

και θα ματώσει η θάλασσα, θα κοκκινίσει ο τόπος

και θα φλομώσουν τα νερά να πεταχτούν τα ψάρια.

Και μην τ΄απλώσεις σε κλαδί γή σε ξερό χαράκι,

γιατί θα πέσει το κλαδί, θα σπείρει το χαράκι.

Μόν΄άπλωσέ το απάνω σου, κατάσαρκα, να νιώσεις

τς αγάπης την αποθυμιά, τη λόχη τση καρδιάς μου.

Να δεις το αίμα ν΄ανομπρεί, να τρέχει κουτσουνάρι,

αστόχαστη, για πάρτη σου, σκληρή, για όνομης σου.

`

γή: ή

θα σπείρει: θα σκορπίσει, θα θρυμματιστεί

ν΄ανομπρεί: να αναβλύζει

για όνομης σου: για σένα, για το όνομά σου, χάριν σου

`

************

6. Η δασκαλοπούλα

Δασκαλοπούλα δε φελά στα γράμματα και κλαίει.

Το μάθημα τζη ποξεχνά, την πλάκα τζη δεν παίρνει

κι άγραφτη πάει στο σκολειό κι αδιάβαστη μισεύγει.

Ο δάσκαλος τήνε ρωτά και τη γλυκομαλώνει.

-Πε μου, Λενιώ, το μάθημα, πε μου το τροπαράκι

Που σού΄βαλα, και τα γραφτά στην πλάκα σου να γράψεις.

-Μη με μαλώνεις, δάσκαλε, φάλαγγα μη μου βάλεις,

γιατ΄ είν΄τα γράμματα βαρά κι ο νους δεν τα ξετρέχει

κι εγώ του κάκου ξαγρυπνώ κι άδικα τα διαβάζω΄

κι α θες τραγούδια και σκοπούς να πω και μαντινιάδες,

για του σεβντά τα βάσανα, κατέχω τα ξεστήθου,

το σ΄αγαπώ, να σου το πω, στην πλάκα να στο γράψω.

Και πιάνει τη παράπονο και τση ντροπής το κλάημα.

Ζητά να δει την πλάκα τζη, θωρεί πουλιά και βγιόλες ΄

παίρνει τ΄αλφαβητάριο, κι ήτονε τς Αρετούσας.

`

φελά [φελώ]: ωφελώ, προσφέρω ή αποδίδω έργο, έχω απόδοση

δεν τα ξετρέχει: δεν τα αντέχει, δεν τα προλαβαίνει, του ξεφεύγουν

βαρά: βαριά

σεβντάς, ο: ο καημός του έρωτα

κλάημα, το: το κλάμα

βγιόλες, οι: βιόλες, γαρίφαλα

ξεστήθου: απέξω, εκ μνήμης

`

*************

7. Λιγοψυχιά

Πάρε τα ράσα, γούμενε, πάρε την πατερίτσα,

για δε μπορώ καλόγερος στο μοναστήρι νά΄μια.

Τα συναξάργια των αγιώ, που τά΄χα για δασκάλους,

αδιάβαστα σου τά΄φηκα και μεσοδιαβασμένα΄

κι εγώ γιαγέρνω στο χωργιό, να ζω με τσι χωργιάτες,

πού΄χουνε ζεύκι κάθ΄αργά, σεϊρι πάσα σκόλη

και χαίρουνται τα νιότα ντως και τς αγαπητηκές τως.

Τσόχινη βράκα δα φορώ, τερτζίστικο ρασίδι,

κι άσπρα κερεστελίδικα τσαρδίνια πάσα μέρα.

Στ΄αυτί δα βάνω αρισμαρί και δα νυχτογυρίζω

και μαντινιάδες και σκοπούς για ψαλμουδιές δα λέω.

Να πάρω και γυναίκα μου του προεστού την κόρη,

απού΄ ρθε οψές στην εκκλησιά, στον Αη Κωσταντίνο,

κι εστάθη σαν την Παναγιά κι ήφεξε ο τόπος όλος,

τάξε πως επετούσανε τριγύρω τζη αρχαγγέλοι.

Ο λόγος τς είναι ψαλμουδιά, χερουβικό η φωνή τζη,

κι η αναπνιά τζη μερτζουβί κι αθόνερο καθάργιο.

Επέρασα κι εθύμιασα κι εμοσκομύρισά τη

κι ως έκλινε την κεφαλή, το θυμιατό μου πέφτει!

`

γιαγέρνω: επιστρέφω

ζεύκι, το: η γιορτή, το φαγοπότι

σεϊρι, το: η χαρά

ρασίδι, το: επανωφόρι, η κάπα

κερεστελίδικα: με καλά υλικά, ποιοτικά

τσαρδίνια: υποδήματα

αρισμαρί,το: το ροσμαρί, το δεντρολίβανο

δα: θα

μερτζουβί, το: μοσχολίβανο, σμύρνα

`

***********

8. Του χάρου η μάνα

Του χάρου η μάνα πρόβαλε, του γιου τζη παραγγέρνει:

-Μην παίρνεις άνοιξη ψυχές, που να΄χεις την ευκή μου,

που λουλουδίζουν τα κλαδιά και τα δεντρά καρπίζουν,

και ζευγαρώνουν τα πουλιά και σμίγουσι τα έχνη.

Το θέρο καταλάγιασε, υγιέ μου, κι αφρουκάσου

του θεριστή που τραγουδεί, του λιχνιστή που στένει

εφτά σωρούς το μάλαμα το στάρι στη λιχνίστρα,

και του βοσκού που ξωλαλεί τα ζα στο ποτιστήρι.

Κι Αύγουστο μήνα πόζεψε, στ΄αμπέλι ξεκουράσου

να δεις κοράσια που τρυγούν και νιους οπού πατούνε

στα πατητήργια ολόχαροι και ξεμετρούν το μούστο.

Και τον Οχτώβρη πού΄ρχεται αψύ το πρωτοβρόχι,

στον Κάτω κόσμο άλλες ψυχές μη βουληθείς να πάρεις!

Θέλου να σπείρουν στα χωργιά, θένε να ζευγαρίσουν

κι έχουν και λιομαζώματα κι αλετρουβγιά στη μέση.

Σαν έρθουν τα Χριστούγεννα, υγιέ μου, πομονέψου!

Φέστες ο κόσμος και χαρές, και μαύρα ας μη φορέσει,

Κι απέ τα Φωτοκάλαντα κι ο μήνας φλεβαρίσει,

Δουλειές του κλάδου, τς οξοχής, κι ανέλωση μην κάμεις!

Κι άμα΄ρθουν τα Λαμπρόσκολα, υγιέ μου, θεραπέψου,

κάτσε και καταλάγιασε και πιάσε μου το λόγο!

Μην ορφανεύγεις κοπελιές, γυναίκες μη χηρεύγεις

κι απού τη ρόγα αχρόνιαστα κοπέλια μη σακάζεις,

μην παίρνεις σκολιαρούδικα κι αφήνουν το Ψαλτήρι.

Κι ανεστορήσου πού΄λεγες κι εσύ την άλφα- βήτα

κι εκαλανάρχας του παπά κι εβάστας του το ίσο

κι ήλεγες τον Απόστολο κι ήμοιαζες με τσ΄αγγέλους΄

κι εδά πώς αλλαξόσειρες και δεν ψυχοπονάσαι;

έχνη, τα: τα ζώα, τα θηλαστικά ζώα

ζα, τα: >>, τα πρόβατα

αφρουκάσου: αφουγκράσου , υπάκουσε

ξωλαλεί: σαλαγά

πόζεψε: ξεπέζεψε

αλετρουβγιά, τα: τα ελαιοτριβεία

πομονέψου: κάνε υπομονή, συγκρατήσου

ανέλωση, η: η ανάλωση, η σπατάλη

σακάζω: στερώ από τη μάνα

ανεστορήσου: ανιστορήσου, θυμήσου, βάλε με το νου

εδά: τώρα

αλλαξόσειρες[ αλλαξοσέρνω]: αλλάζω πορεία, αλλάζω άποψη

`

***********

9. Τα νιότα

Δεν είν΄τα νιότα, ζάβαλε, παράς να τα φυλάξεις,

τσεκίνια, χρυσοκόσαρα, φλουργιά να τα στερέψεις,

κασέλες, παρακάσελα, κεμέρια να γεμίσεις

γή να τα βάνεις στον κιρά, κρέτιτο να τα δίδεις,

το διάφορό ντως να ρουφάς, τον τόκο να βυζάνεις

για τα καλά γεράματα να τά΄χεις αποκούμπι.

Παράς είναι λοϊσιμος, και μπίζηλη μονέδα,

π΄ άμα πομείνει αξόδευτη, πέραση μπλιό δεν έχει΄

΄μόλογο π΄α δεν πλερωθεί στη διορία πάνω,

η βούλα του ξεπλύνεται, σκέτο χαρτί λογάται΄

σύκο που σα δεν φαωθεί στην ώρα του, πομένει

κουνάλι απάνω στη συκιά και τρων το οι συκοφάδες

γή πέφτει με τον άνεμο και το πατούν διαβάτες΄

ρούχα, που σα δε φορεθού, τρυπά τα η κοτσιπίδα,

φύλλο κι αθός τση ταχυνής π΄αργά ΄ναι μαδημένος,

πουλιά, που λίγο στένουνται κι άμα χινοπωριάσει,

αγιορανοί τα παίρνουνε και βιαστικά μισεύγου.

Για κείνο, που΄χει στόχαση και νου, μην τα λυπάται,

μην τα ψηφά τα νιότα του κι ας μη τα λογαριάζει΄

ας τα ξοδεύγει σ΄τσι χαρές, στα ζεύκι΄ας τα ρογιάζει,

πρίχου να ρθει χινόπωρος…

`

μπλιό: πια, πλέον

κουνάλι, το: πολύ ώριμο σύκο

αγιορανός, ο: ο γερανός

ρογιάζω: δωρίζω, φιλεύω, σκορπίζω

χινόπωρος, ο: το φθινόπωρο

`

`

*******************************************************************

`

Ένας Κρητικός Αναδρομάρης*

Του Μενέλαου Παρλαμά

Βρήκα πριν από πολλές μέρες πάνω στο γραφείο μου ένα πολύφυλλο τετράδιο στοργικά τυλιγμένο με λευκό χαρτί, χωρίς καμιάν ένδειξη για την προέλευσή του – σαν έκθετο. Χρόνια τώρα ταλαιπωρούμαι με τετράδια, γι΄αυτό και μοναχά η θέα τους μου προκαλεί δυσφορία- πολύ περισσότερο το διάβασμά τους. Τούτο όμως το ανώνυμο τετράδιο ήταν πολύ συμπαθητικό. Οι σελίδες του άνετες και καθαρές ήσαν γεμάτες γράμματα καλλιγραφημένα με κομψές γραμμές, που δεν έθιγαν καθόλου τα περιθώρια. Αντί λοιπόν να το περιφρονήσω, άρχισα να το διαβάζω, όχι όμως με τον ορθόδοξο τρόπο, αρχίζοντας δηλαδή…από την αρχή. Ακολούθησα το γνωστό βολικό σύστημα που έχουν καθιερώσει οι νεοέλληνες κριτικοί΄άρπαζα λίγες γραμμές από κάθε σελίδα αποσπώντας τις βίαια από τον κορμό τους- «κυνηδόν», όπως θα έλεγε ο Αριστοφάνης. Δεν άργησα όμως να σταματήσω σχεδόν έκθαμβος. Όχι μονάχα ο κάθε στίχος – επρόκειτο για ποιήματα - , αλλά και η κάθε λέξη αντιστέκονταν με σθένος σ΄αυτή την επιτροχάδην ανάγνωση και αξιούσαν ολόκληρη και εντεταμένη την προσοχή μου. Από κάθε γραμμή ανεδύετο ένα πλήθος προσφιλών πραγμάτων – «μνήμες παλαιές γλυκιές κι αστοχισμένες».

Μου φάνηκε, στην αρχή, πως διάβαζα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης. Η γλώσσα, το ύφος, τα θέματα έδειχναν όχι «τον ποιητή του Εγώ» - για να θυμηθούμε την εύστοχη ορολογία του Παλαμά - , αλλά την ίδια την αρχαϊκή και σεμνότατη Κρητική Μούσα:

Πότε να βδιάσει η καταχνιά, να ξαφουργιάσει ο τόπος,

να μπει μεσοσαράκοστο, να λιώσουν τα κρουστάλλια,

να κιτρινίσει ασπάλαθος, να βλαστορύσει ο πρίνος,

να πρασινίσουν τα σελλιά, ν΄ανθίσουν οι κεφάλες!

Να βγουν Κριτσώτες στα βουνά, να βγουν Κριτσωτοπούλες

να πιάσουν τα κελερικά, ν΄ανοίξουν τα μιτάτα…

Πού ήταν, όμως, κρυμμένα τόσον καιρό αυτά τα ωραία δημοτικά τραγούδια – σκέφτηκα- και πώς ξέφυγαν μέχρι σήμερα την προσοχή ων λαογράφων; Καταλάβαινα πια πως οι σελίδες τους μυστηριώδους τετραδίου κάτι σπουδαίο επρόκειτο να μου αποκαλύψουν. Κι άρχισα να το μελετώ με τον ορθόδοξο πια τρόπο – από την αρχή ως το τέλος.

Σιγά σιγά άρχισα να πείθομαι, πως δεν επρόκειτο για δημοτικά τραγούδια. Πρώτα πρώτα δεν ήταν δυνατό τόσα πολλά ποιήματα – εξηνταπέντε!- να είναι όλα άγνωστα ύστερα από τόσες πολλές συλλεκτικές προσπάθειες. Κι ύστερα, ανάμεσα στην ποικιλία των θεμάτων άρχισα πια να διακρίνω ένα ενιαίο προσωπικό τόνο, και κάτω από τη λαϊκότητα της γλώσσας και του ύφους μιαν αδιόρατη λογιότητα. Οπωσδήποτε όμως η γοητεία έμεινεν η ίδια! Μέσα από το τετράδιο ανάβλυζε μια ποίηση που συνετάρασσε τα έγκατα της Κρητικής Μνήμης. Μορφές του παλιού καιρού – διαλυμένες πια σήμερα – αναθρώσκουν λες από τους στίχους, για να σταθούν με χάρη και σιγουριά μπροστά στα έκθαμβα μάτια σου. Αυτή η σεμνή και όμορφη κόρη που

α δε μιλεί, πρεπίζεται, κι όντε μιλεί ξομπλιάζει,

είναι δίχως αμφιβολία, ένα πλάσμα πολύ σπάνιο στη σημερινή ζωή και ποίηση!

Και τούτη η αγροτική εικόνα είναι μια σύνθεση, που θα την υπέγραφε κι ο Βιργίλιος:

Έρχεται ο γευγαρόκαιρος, κοντοσιμώνει Οχτώβρης,

που πιάνει μπόρα στο βουνό, στον κάμπο πρωτοβρόχι.

Να σηκωθεί κι ο νιόπαντρος με τη νοικοκερά του

να πάρει τα ζευγάλετρα, το ζεύτη και το σπόρο,

να ζέψει τα πρωτόζυγα, πρώτη σπορά να κάμει.

Στην αυλακιά ξωπίσω του να του κλουθά η γυναίκα,

να στρώνει, να βολοκοπά κι αγίδα να του κάνει.

Στο « έσω» να τη γλυκοθωρεί, και στο «άνω» να τση γνέφει,

κι αυτή να του χαμογελά κι ο τόπος να μορφαίνει.

Να γυροπεταρίζουνε μαδέρια οι σουσουράδες

και να περνούν οι γεδικοί κι΄οι ξένοι ευκές να δίδουν:

Να΄ναι καλά τα σπέρνουνε κι ο κόπος του διαφόρου,

να βγάλει αστάχυ απιθαμή κι εννιά αδερφούς το στάρι!

Να βρέξει ο Μάρτης στο βλαστό κι Απρίλης, να σκελώσει,

κι ο Μάης να δροσολογά, να το καλομεστώσει!

Να΄ναι ο Πρωτόλης καψερός, να ρθεί ο καιρός του θέρου,

να κάνει κείνη τσ΄αγκαλιές κι εκείνος τα δεμάτια…

Αλλά να και μια άλλη γνώριμη μορφή. Έρχεται, λες, να διαψεύσει τον λαμπρό Αθηναίο λόγιο, που έγραφε τις προάλλες πως η χήρα του « Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» είναι «αγέρωχη Παριζιάνα εταίρα εντελώς ξένη προς τα ήθη της κρητικής υπαίθρου». Είναι η Αναγνώσταινα,

όπου παντρέφτη δώδεκα και χήρεψε δεκάξι!…

Σαν τη παγώνα πορπατεί, σαν τη λαφίνα τρέχει

και σαν πετροπέρδικα στο δώμα στραταρίζει…

Στο σπίτι της:

ανέν ξωμείνει κιρατζής, ξοδεύγει τον κιρά ντου,

ανέν περάσει γεμιτζής, τρώει τη συρμαγιά ντου

κι ανέν κονέψει βασιλιός, εγούγια στο ρηγάτο…

Κοντά σε τούτη την Κρητική Αφροδίτη, που καταξοδεύει την ομορφιά και τους άντρες, στέκει μια άλλη γυναίκα – επίσης γνώριμη – γεμάτη ανεξόδευτους πόθους. Η νεαρή καλογρά, που τα ξημερώματα παλεύει με τον Πειρασμό:

…Άδικα πάει ο κάνονας, του κάκου ψαλμουδίζει.

Έργο θαρρείς του πειρασμού πως είναι και ταράσσει,

κι αδυνατίζει την καρδιά κι ανεχουμά τα φρένα.

Και βγαίνει αποδιαφώτιστα και στέκει στον εξώστη

να πάρει αέρα του βουνού του λαγκαδιού τ΄αγιάζι,

μπορέτως και θεραπαεί και πρωϊμάνει ο νους τση.

Κι ακούει τ΄αηδόνι που λαλεί τσ΄ αγάπης το τραγούδι,

την πέρδικα που κελαϊδεί στα πλάγια ταιργιασμένη,

γροικά και το βοσκόπουλο το Ρώκριτο να λέει…

Έτσι, μια μια, πέρασαν, μπροστά στα μάτια μου σειρά ολόκληρη από μορφές – όλες θρεμμένες από την πολύχυμη Κρητική ρίζα, έτσι σαν δίφορος καρπός της! Δεν είχα πια καμμιάν αμφιβολία πως τα ποιήματα του τετραδίου ήσαν έργο ενός νοσταλγού, που ανέδραμε με λαχτάρα και τόλμη στις ρίζες του για να στεριώσει την ύπαρξή του πάνω στον αρχαίο κορμό… Γιατί μονάχα ένας τέτοιος εμπαθής νοσταλγός θα μπορούσε ν΄αναστήσει τόσα πράγματα χρησιμοποιώντας τη φόρμα του δημοτικού τραγουδιού χωρίς ίχνος θεματογραφικής ατονίας. Η ατρόμητη γλώσσα του λαού – πόσο ψοφοδεής και ωχρή φαίνεται δίπλα της η δική μας η γλώσσα!- ποτέ δεν υποτάσσεται στους θεματογράφους΄ δαμάζεται μόνον από τους αληθινούς εραστές της… Αλλά ποιος να ήταν άραγε αυτός ο άγνωστος αναδρομάρης της Κρήτης!

Προχθές, περνώντας από την οδό Δαιδάλου, άκουσα να με φωνάζουν. Σταμάτησα, και είδα πως με καλούσεν από την πόρτα του τυπογραφείου του ο Κωστής Φραγκούλης – πάντα με το συνθετήριο στο χέρι. Με τον άριστο αυτό τυπογράφο είχαμε γνωριστεί από τα χρόνια των «Κρητικών Χρονικών» κι είχα εκτιμήσει από τότε τις τεχνικές του ικανότητες. Είχα, εξ άλλου, παρατηρήσει πως τα κείμενα που στοιχειοθετούσε δεν ήσαν γι΄αυτόν απλή τυπογραφική ύλη. Τα αγαπούσε, τα έκρινε με αξιοσημείωτη οξυδέρκεια και, μερικές φορές, διόρθωνε τα τυπογραφικά τους αβλεπτήματα. Μου είχε κάμει λόγο για την έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού «με αυστηρή λογοκρισία» - όπως έλεγε - , που να εκφράζει έγκυρα τις καλλιτεχνικές δυνάμεις του τόπου Υπέθεσα, λοιπόν, πως με καλούσε, για να συνεχίσομε την παλιά τούτη συζήτηση. Η ερώτηση όμως που μου έκαμε δεν είχε καμμιά σχέση με αυτή του την φιλοδοξία. Ήταν μάλλον περίεργη, αν όχι ανόητη:

-Πήρατε πολλά δώρα την Πρωτοχρονιά;

Την ερώτηση αυτή την υπογράμμιζεν ένα πονηρό χαμόγελο που με έβαλε σε υποψία…

-Πήρα μερικά, του απάντησα αόριστα. Γιατί με ρωτάς;

- Από γνωστούς ή άγνωστους; Με ξαναρώτησε πάντα με το πονηρό χαμόγελο.

Αμέσως θυμήθηκα το μυστηριώδες τετράδιο. Έχει γούστο, σκέφτηκα, να είναι τούτος ο ποιητής. Αντί να του απαντήσω, άρχισα να του λέω μερικούς στίχους, που διατηρούσα στη μνήμη μου:

Του χάρου η μάνα πρόβαλλε, του γιου τζη παραγγέρνει:

-Μην παίρνεις άνοιξη ψυχές, που να΄χεις την ευκή μου,

που λουλουδίζουν τα κλαδιά και τα δεντρά καρπίζουν

και ζευγαρώνουν τα πουλιά και σμίγουσι τα έχνη!…

Μ΄εκοίταξε σιωπηλός, όχι όμως με έκπληξη. Στα μάτια του φαινόταν η λαχτάρα να διακρίνει την εντύπωση μου από το ποίημα. Ήμουν πια βέβαιος: ο «άγνωστος ποιητής» του τετραδίου ήταν ο Κώστας Φραγκούλης. Το ομολόγησεν, άλλωστε, σε λίγο και ο ίδιος σχεδόν με συντριβή… Ελπίζω πάντως και εύχομαι η μετριοφροσύνη αυτή να μη σταθεί εμπόδιο στην έκδοση των λαμπρών στίχων, που ανέδωσεν η κρητική του ψυχή – ισάξια σε γνησιότητα μ΄εκείνη του Προβηγκιανού συναδέλφου του…

`

* (Πρωτοδημοσιεύθηκε ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Μεσόγειος», φ. της 11. 01. 1958 και απετέλεσε πρόλογο στην πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Κ.Φ. το 1961)

`

***********************************************************

`

BΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

.

Ο Κωστής Φραγκούλης γεννήθηκε στη Λάστρο Σητείας το 1905 και πέθανε ακριβώς στα εκατό του χρόνια στις 11.02.2005. Δεκαέξι χρονών εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης ακολουθώντας το επάγγελμα του τυπογράφου. Ταυτόχρονα με την τυπογραφική τέχνη, άρχισαν και οι πρώτες λογοτεχνικές του ανησυχίες. Ξεκίνησε λοιπόν μ’ ένα είδος χρονογραφήματος στην τοπική εφημερίδα «Ίδη» που εντυπωσίασε το αναγνωστικό κοινό με το δροσερό και παιγνιώδες ύφος του.

Στα 25 του χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα, εργαζόμενος πάντα ως τυπογράφος κι εκεί εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Μ’ ανοιχτά φτερά».

Με το ξέσπασμα του πολέμου βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο και μετά την Γερμανική εισβολή στην Κρήτη, επανήλθε στη Λάστρο έγγαμος πια με ένα παιδί, όπου έζησε όλα τα χρόνια της κατοχής.

Ύστερα από την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο και εξακολούθησε να ασκεί το επάγγελμα του τυπογράφου. Αργότερα απέκτησε ιδιόκτητο τυπογραφείο με την επωνυμία «Ανταίος», ενώ παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία συγγράφοντας στην εφημερίδα «Πατρίς» επί 35 χρόνια καθημερινά τη στήλη του χρονογραφήματος με το ψευδώνυμο «Ανταίος».

Το τυπογραφείο έφερε πολύ κοντά τον Κ. Φραγκούλη στους κύκλους των λόγιων, πράγμα που είχε μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Το τυπογραφείο του έγινε το εντευκτήριο των διανοουμένων της εποχής, οι οποίοι με τις κρητολογικές έρευνες και μελέτες και τις συνεχείς ενασχολήσεις τους με θέματα λογοτεχνικά, παραδοσιακά, γλωσσικά κλπ, βοήθησαν τον Κωστή Φραγκούλη να ανακαλύψει την παραδοσιακή του ταυτότητα και να ξεθάψει από μέσα του όλον εκείνο τον γλωσσικό πλούτο, που είχε αποθησαυρίσει από τη ζωή του στην ύπαιθρο μετουσιώνοντας τον σε στίχους. Έτσι γεννήθηκαν τα «Δίφορα», η δίτομη ποιητική συλλογή απ΄όπου προέρχονται και τα ποιήματα της παρούσας ανάρτησης.

Εκτός από αριστοτέχνης του δεκαπεντασύλλαβου ο Κωστής Φραγκούλης έχει επίσης συγγράψει τρεις συλλογές διηγημάτων και χρονικών και ένα μυθιστόρημα.

Νίκος Γαζέπης, Όνειρο μεσημεριού (Φεβρουάριος 2014)

$
0
0

◦ Οι κλακέττες του Ροζινάντε

Στο πεζοδρόμιο απέναντι ‒ένα απ’τα μεσημέρια τα τυχαία
τα πέντε στον παρά, αυτά της παλιοκαθημερινής, τα πρόστυχα
‒ όπου τα πιο πολλά απ’τα συναρτήματα, πνίγονται μεσ’στη συννεφιά
που κάθησε στη γειτονιά βαρειά, σαν τις καρδιές που νοσταλγούνε
‒και που σαν πέρασε κάποιος στην τύχη απο κει
έδωσε μία μέσ’τα μούτρα του καιρού και τον εχάλασε
‒στριφογυρίζει μεσ’στις σάχλες του ο Σαρλώ
τσαλαπατώντας κάτι απόνερα
παίζοντας και παραζαλίζοντας περαστικούς.

Απο το βάθος του μεσημεριού, έρχεται με τριποδισμούς
και τις κλακέττες του ο Ροζινάντε
κι’ύστερα και ο ίδιος με τον Σάντσο του
μα ‒αναζητώντας το αριστερό του χέρι‒ κι’ ο Θερβάντες.
Το γέλιο βγαίνει περιφρονημένο απ’τις πηγές του
απο τη μία, πρώτον, τη μπουτονιέρα του Σαρλώ
κι’απο την άλλη, δεύτερο, απο τη χαραμάδα μέσα
του φωταγωγημένου τάφου του
και του ‒απ’τα κάποια κάπου κάποτε, αργασμένα του παΐδια‒
ξεκλειδωμένου στέρνου της Ελεεινής Μορφής.
Εκεί συχνάζω κατ’αυτάς, κι’εξαργυρώνω τη μελαγχολία μου.

Νυστάζω. Πηγαίνω μέσα, αποσύρομαι
και αφήνω αυτή τη σύνοδο
να δεί το μέλλον της μεσ’στ’όνειρό μου.

◦Το παρόν της Αλλης Στιγμής ‒ Κι ‒άχ‒ η ζωή δεν είν’για χόρταση

Το καταπίστευμα, είναι το κάτι
που ο κληροδότης μ’έναν του έμπιστο ‒
το οδηγεί στον τελικό του αποδέκτη
ύστερα απο ορισμένο χρόνο και απο την τέλεση συγκεκριμένου δράματος
και ίσως είναι το κάτι αυτό ‒ή τιποτένιο ή σπουδαίο
ή ότι βρεθεί και όποτε.
Κάτι το οτιδήποτε.
Το καλύτερο όμως ειναι αυτό, που κάποιος φεύγοντας δε μπόρεσε να πάρει
και μάλιστα ‒άν με το καιρό αυτό ακρίβυνε
κι άρχισε να σταλάζει και χρωστικές κι αρώματα
κι αν πάλι το λησμόνησε αυτός
και του’ρθε να γυρίσει να το παρει να φύγει‒
έλεγα αν θα βολέψει και περνάω απο κεί
μεσ’στο καιρό που θα’χω στο όνειρό μου
να πάω να του πάρω το παρόν, αυτό της άλλης του στιγμής
της στιγμής δηλαδή που το πένθος εκτοπίζει τον Λόγο
χάριν λυγμού και ανείπωτου
που ρημάζει τα σπλάχνα του τόπου
τραβάει μαζύ του «τα πάθια» ‒πές‒
«και τους καϋμούς» του «του κόσμου»
και αδέσποτα απ’το εδώ ως το εκεί της επικράτειας
τα πηγαίνει καροτσάκι με ράδιο να τα ρίξει στο απύλωτο στόμα της Φύσης.
Ο λυπημένος τότε εγώ και νυχτωμένος μακριά, που αργά παίρνω είδηση
πως η ζωή είναι γεμάτη λεπτομέρειες κι ο θάνατος ανύποπτος και αγαθιάρης
‒ φοβάμαι οτι μπορεί να πάρω ανάποδες, να φτάσω στην προκυμαία της αβύσσου
να ρίξω μία ματιά ‒ώωώπ!‒ όπως εκείνες τις τροχιοδεικτικές
των πυροβολικών που ξεσκίζαν τις νύχτες
και να το ρίξω στο τέλος στο σορολόπ.

\

◦Ο τρόμος του γέλιου ή Λαναπάμε Μαζίστορ

Ελα να πάμε μαζύ στο ρήμα « ωωώπ»
μεσ’στης φωταγωγίας το ανάγνωσμα
εκεί όπου και ξύπνησα μέσ’ στ’ άγρια γεράματα
φάτσα μ’ αυτόν τον Σκαραμούς, που τον παράστησε στο σινεμά
ο Στίου Αρτε Γκρέη Τζερέ, με το ξίφος στο χέρι
να με κοιτάει με νόημα και να γυρεύει τον μπελά του
καθώς με το που χώθηκε στο στίχο μου
έχασε και το μάτι του, αλλα και τ’όνομά του
διότι σέρνω –ευκαιρία!– το όλκιμο όπλο –και τι να λέμε τώρα!–
αρχίζουν τα χτυπήματα και οι διασπαθισμοί
‒πάρε κι’αυτή, δώσε κι’εκείνη, φέρε και τούτη, λέγοντας, και προχωράμε.
Δε μου βαριέσαι λέω μέσα μου
–όλ’αυτά κάποτε, θα τα θυμόμαστε, να δείς, και θα γελάμε.

Τσίγγινοι φθόγγοι σα σπινθήρες, το λοιπόν
πέφτουνε χάμω ασπαίροντας, μέσ’ στα εκνεφώματα
και σε ριπές απο ψιχάλες διάφανου αίματος
ρανίδες από τα τουρκόφυτα πλατύφυλλά μου
και στον αέρα θρύψαλα απ΄τα ομηρικά πολύποδά μου.

Ετσι με τα παιχνίδια αυτά, φαντάσματος του Σκαραμούς
και του απόβλακος εμού, ανέργου σαμουράι δηλαδή, κοντά στις ρίζες
φτάσαμε στα θολάμια φαίνεται ‒απ΄έξω τους‒ και τις ξυπνήσαμε
εκείνες τις ανύπαρκτες και υπαρκτές Κυρίες της ζωής μου
κατακρυμμένες εδώ δίπλα στους αιώνες.

Βρέθηκα ανέτοιμος μπροστά στα επίχειρα της αφροσύνης μου
‒γιατι απρόσεχτος, τ’ ἀφησα όλα κι’ έφτασαν εδώ που φτάσανε
αλλα και ο ίδιος ο θεός την ίδια ώρα
κάπου αλλού θα ‘χε το νού του και δεν πρόσεχε.
Εγινε κέρματα και έπεσε μπρός μου η καταφρα’ή .
‒ «Αφορισμένα τουρκοπούλια ! » ‒ ξανακούστηκε κραυγή.
Ούτε που σκέφτηκα ποτέ, τέτοια υποδοχή
να θεμελιώσω έστω δικαίωμα μερίδας μου απ’το παρελθόν.

Αρχίσαν έξοδο ‒που λές ‒ οι αρουραίες μαινάδες
απ’τις κολύπες μέσα, από τα καμαράκια, τα κολτούκια τους
τα πλυσταριά και τα χαμάμια. Τί να πείς !

Φάνηκε πρώτα η Τίναπις, μετά η Φόγκα και η Τζέμα
η Ελισαπέτ με τη Σουλτού στο πλάι
ύστερα βγήκε η Διφαλάγγα, η Ονειρόπεδες, Κουρέλα
η Προσταπού, η Λιθαρώ, η Ανηφόρα ‒προχώρα λέμε!‒‒
η Θαχαθώ, η Θασωθώ όλες κουβάρι, Στάθμη μετά Καράνα
Κεσαφλού και Πορφυρόγγα, Χρέκα, Κερασουντέϊσα
Πανερωμένη και Καταπιατζού, η Πλέξη, η Μάργα, η Αναγλού
η Τισενιάζη, η Κικίτσα, Κόχρακο, Δοκανοφόρα
η Τσόναπίσω , η Σιναπλού, η Αστραπέλω, ‒πάντα σε ήθελα!‒
η Μουσουρλού, η Κεραπάτρα, η Μνοστή, η Μαριγούτσα, το Πελέσι
Στέλλα αλλά και Φεγγαράδα, μετά η Ψάπφα η Σαπφούλα μου
η Φλαμενκάρα και η Γέραξ, η Τερκελέκη, η Πολτόζα, η Κιτατίνε.

Εναρθρες κι’ άναρθρες ‒επιφωνήματα και κλητικές κραυγές‒
για αδέσποτα κι’ακατονόμαστα αισθήματα, είναι αυτά.
Δεν είναι ονόματα, καλέ!

Στο μεταξύ παράτησα τους αγαθους αγωνιστές της γειτονιάς μου
άφωνους κι ΄ολομόναχους μέσ’τα βαγόνια του ονείρου μου, ν’αργοκυλάνε

Φάνηκε καταφάνηκε, πως η γαλήνη του κόσμου
έχει να κάνει με τη σιωπή των κοιμημένων προγόνων
που δεν ξεχνάνε ποτέ.

Κι έχουμε τώρα, να!
Μνημόσυνα αιωρήματα αποσπασμάτων
πάντων εναερίων και διαφανών ειδώλων
υμένια μετέωρα,νιφάδες και παρανιφάδες
ενα κακό, ένα περσεφονικό, μία νεφέλωση
και συ μη φεύγεις, μείνε ‘δώ, να δείς το τέλος!

Χθόνιος υετός διάκοσμος, δές που σηκώθηκε
με όσα πετούμενα προηγήθηκαν ‒και τώρα να ο λογαριασμός!‒
ανασκιρτά και ιριδίζει που και που, μέσ’στο ημίφως του
άχραντο δέρμα αρχαίου μουνιού.

Αστέρια συνωστίζονται στους ουρανούς της πίσω αυλής.
Πολυκοσμία εκεί, αναβρασμός ‒καρφίτσα να μη πέφτει!‒
και μέσα εκεί, να πάλι ο ανύποπτος Αυτός‒ κοίτα κατάντια!‒
να είναι πιά μόνον, των ανθρώπων ενεργούμενο και έτσι τώρα
απο το κάτω προς το πάνω, ανοιγοκλείνοντας σαγόνια
να αναχαράζει, και με καταφαγωνιές
να απλώνεται το Μέγα του Σχεδίου Πόλεως.

◦Το καταπίστευμα

Οταν δεν βρίσκει τόπο, για να πέσει η σκιά σου
θα είναι σίγουρα επειδή
αυτή, εσύ και κάποιο φώς ‒τα τρία εσείς‒
πλανήτες πλάνητες στην ερημία μέσα, εκεί
στις παγωμένες εκπνοές και τα άπατα του Απόκοσμου
άγεσθε και συμφύρεσθε χωρίς καμμία ‒εσένα λέω !‒
ακρίδα ρήματος να καταπιάνει και να ιστορεί.
Κάνω ότι μου’ ρχεται στο νού
ότι περνάει απ’ το χέρι μου, να καταφέρω να σε φοβερίσω
με καμώματα
μήπως γυρίσουμε στα κλασσικά και τα εικονογραφημέ ‒
να ξαναρχίσουμε ‒αφου κι αυτος ο γκαϊντές τελειώνει‒
κι έτσι γλυτώσουμε από τη φρικαλέα γοητεία
του Ποτέ, του Πουθενά, του Τίποτε.

Ομως κι’εσύ, κάτι να εύρισκες, να έριχνες στους ώμους σου
‒μη ξεπαγιάσεις!‒

κάτι το τιποτένιο, ότι βρεθεί.
Κάτι το οτιδήποτε.

Σημείωση

Οι λέξεις με τη λοξή γραφή έχουνε σχέση με
‒ τη μετάφραση του Δον Κιχώτη απο τον Καρθαίο
‒ διήγημα του Παπαδιαμάντη
‒ επανάληψη στίχων μου
‒λέξη του Εγγονόπουλου
‒φράση απο το μυστήριο της βάπτισης

Αγγελική Ηλιοπούλου, «Τηλέμαχος» / Επιλογή Ποιημάτων 1997-2013, Σειρά Ποιείν 07, εκδ. Μετρονόμος 2014

$
0
0

`

Διάβημα

Συνήθιζε να μιλάει
ώσπου μια νύχτα γέμισε το στόμα της κοτσίδες.
Εκείνη μίλαγε∙
αυτός όρθιος, ψηλός, άκουγε.
Μιλούσε και τα μαλλιά φύτρωναν στον ουρανίσκο.
Δεν άκουγε πια,
δεν έβλεπε πια τους κερδοσκόπους οιωνούς.
Το διάβημα δεν έκανε -
δεν τόλμησε – έντρομη – να λύσει τις κοτσίδες.
Και τα μαλλιά της μάκραιναν
και οι ουλές φώναζαν
και στο στόμα της φώλιαζαν πια
τρομαγμένοι λαγοί απ’ τα φώτα του δρόμου.

`

*

Τροχήλατη θύμηση

Δεν γδύθηκε ακόμα γιατί
το σώμα της δεν το’ βλεπε γυμνό
προτού ξαπλώσει στον επίδεσμο του λαιμού του.
Και δεν το αντέχει,
της φαίνεται ξένο.
Δεν είναι αυτό,
όχι, δεν είναι.

Λοιπόν, τα μάτια της πετάει στα σκουπίδια
εκδικούμενη τη νέα σελήνη
που βγήκε μπροστά της επιδεικτικά.
Δεν είχε όμως σκεφτεί ότι στο εξής
θα ακούει καλά
την τροχήλατη θύμηση με τους υάκινθους,
να περνάει κάτω από το παγωμένο της σαγόνι.

`

*

Σύσπαση μυών

Πώς να μπεις στο κεφάλι μου
που είναι γεμάτο θλίψη;
Πώς,
που κάθε μέρα πλένομαι
ενώ το χώμα δεν φεύγει απ’ τα μαλλιά
κι απ’ τους κροτάφους;
Γέμισε η ντουλάπα καπνούς κι αερικά
για να ντυθώ παραδοξολογία -
ξυπόλητη ν’ αφηγηθώ το άρρητο το στόμα
που με δάγκωσε μιά για πάντα στα μάγουλα.
Πώς;
που ακούω ακόμα το κλάμα της γέννας
κι η νύχτα δανείζοντάς μου σώμα
μου δίνει στο κατώφλι γλυκό του κουταλιού
για να μ’ εξευμενίσει;
Μη ρωτάς που κλαίω, που γελάω.
Σύσπαση μυών βουβή
η κάθε μου μέτρηση,
η κάθε μου ροή,
η κάθε μου αυτάγγελτη απώλεια
σε βάρος και σε ύπνο.

`

*

Νεκρικοί διάλογοι

Στην τσέπη του έχει ένα πεθαμένο πουλί.
Στο στήθος του έχει ένα πεθαμένο πουλί
και στο στόμα του νεκρικούς διαλόγους.
Στο κεφάλι του έχει ένα άδειο κλουβί
που κάποτε είχε αοιδούς.
Τώρα γεμάτο με τον τρόμο του κενού
δεν έχει με τι να κολλήσει
τ’ αποσπάσματα και τα σπαράγματα.
Ώσπου τα πάντα έγιναν σχετικά
και το κλουβί ξαναμπόρεσε
να ενορχηστρώσει εντός του τα άστρα.
`

*

Ελεύθερη βούληση

Έβρεξε δυνατά
κι όπως ελεύθερη βούληση
επιλογής υπόλογης
με ξεχνάς, να με ξεχνάς.
Κι όπως συζυγία ονείρων
ζητά τον κανόνα της νύχτας να γενικεύσει
με ρωτάς, να με ρωτάς.
Τις απορίες των χειλιών
τις υποψίες των χεριών
στο δέντρο της αμφισημίας να κρεμάς.
Σε κατακόμβες, σε γκρεμούς
και σε αμύητα στον θάνατο θαυμαστικά
με ξυπνάς, να με ξυπνάς.
Κι όπως σιωπηλή κατάρα
κάθε φορά που βρέχει
έτσι και τώρα σε λήθαργο συνενοχής
συναίνεση κρυφά αποπλανώντας
με τρυπάς, να με τρυπάς
εκεί που συνηθίζουν οι μέλισσες -
στα δάχτυλα δηλαδή -
για να πάρουν μικρές πρόχειρες
χειροπιαστές αποδείξεις
κι επαληθεύσιμες αποφάνσεις
αντίξοες του νου χειραφετήσεις.

`

*  «με ξεχνάς, να με ξεχνάς»: στίχος της Κικής Δημουλά από το ποίημα «Σκόνη» της ποιητικής συλλογής Το τελευταίο σώμα μου, Εκδόσεις Στιγμή 1989.

`

*

Τερμίτες

Βάλε τώρα τα γυαλιά
και συνέχισε να κόβεις με τσεκούρι
όλα μου τα ρήματα.
Γιατί έμεινα εδώ να συρρικνώνομαι
και να πρέπει να αγνοώ
τους τερμίτες που μου τρώνε τα δάχτυλα.

Εγώ, και χωρίς στόμα
θα πω για τους τερμίτες
επίδεσμο να δέσουνε
σε όλα μου τα κύματα.

`

*

Σκανδάλη

Κάθε φορά που οπλίζομαι στο μυστικό σου κρόταφο
σκανδάλη,
να φύγω, να σε θάψω πρέπει.
Πού;
Στον ύπνο μου βαθιά
για να μπορώ μόνο στη θλίψη μου
με δάχτυλα μισά
το φως να δείχνω που έγινε σκόνη,
τις νύχτες, που σε πορφύρα κύκλωσαν το δέρμα.
Και ξανατρώω το πρωί
μεταβολίζοντας σε αδάμαντα το αίμα.

Την πόρτα κλείνω, πετάω τα κλειδιά
κι όταν πάω για ύπνο
γεννάω άλλα,
να μπω ξανά στο γέλιο που ανεπαίσθητα
κλέβει κάθε φορά κι από ένα μου δόντι.

Δεν έχω, μη μιλάς,
δεν έχω καταφύγιο.
Τα ρούχα μου τα δάνεισα στο χιόνι
και στόχευσα το στόμα σου γυμνή
τη λέξη να πάρω νεκρή
του πλανήτη το σάλιο
του πόνου το πιόνι.

`

*************************

Η Αγγελική Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία της Επιστήμης & Κλασική Φιλολογία. Λατινική, επίσης, Φιλολογία σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Διδάσκει σε Πανεπιστημιακά φροντιστήρια Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, ενώ παράλληλα ασχολείται επαγγελματικά με μεταγραφές ελληνικών Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών χειρογράφων. Το 2004 μετέφρασε στα Λατινικά ερωτικά ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη που εκδόθηκαν από το Ε.Λ.Ι.Α.

`

Από το Αρχείο του ΠΟΙΕΙΝ, οι λατινικές μεταφράσεις ποιημάτων του Καβάφη ΕΔΩ

Kalam Le-l-Shabad, «Πέντε Νέοι Αιγύπτιοι Ποιητές» (μτφρ.-ανθολόγηση: Εύη Σμαρλαμάκη)

$
0
0

`

Από το βιβλίο: Kalam Le-l-Shabad, «A multilingual anthology of contemporary Egyptian poetry with International contributions», Edited by Dante Marianacci and Paolo Vanino, Must Cairo 2013

`

1) Islam El-Sha’rawy (1991)

Τα μάτια σου

Όμορφα σαν παλάτι λαμπρό, που η λάμψη του με τύφλωσε. Άσε με να πιω απ΄το κρασί σου…
Όλες οι μούσες είναι δάκρυα χυμένα… Έχω χαθεί στο μέσο και βλέπω δυο φτερά από μακρυά
Ένα μαγικό ιπτάμενο χαλί, είσαι ένας άγγελος…η σελήνη σε ζηλεύει
Εκείνος είπε «κοίτα με και θα ξαναβρείς την όρασή σου
Κοίταξα, ώστε να δω, να ζήσω ξανά!! Χωρίς εσένα, όμως, είμαι ένα παιδί μονάχο στην έρημο
τα μάτια σου είναι ένα πέλαγος που με γιατρεύει, με πνίγει καθώς κολυμπώ…
Εύχομαι να είσαι εδώ, να είσαι εγώ κι εγώ να είμαι εσύ…
Μόνο τότε θα δω, ο Φόβος θα φύγει από την καρδιά μου και θα αναφωνήσω το όνομά σου που παίζει μουσική σε ρόδινα αυτιά, το χρώμα των παρειών σου, τις βλεφαρίδες και τα μαλλιά σου που φωτίζουν τον κόσμο και καθοδηγούν όσους έχουν ξεστρατίσει
Σίγουρα είμαι άνθρωπος που μόνο εσένα θέλει…!

`

*

2) Michael Halim (1989)

Κοίτα!

Κοίτα τι έγινες
τι νόμιζες ότι θα ήσουν
Κοίτα, ο χρόνος μπορεί να ξεγλιστρήσει
δεν άρχισες καν να σέρνεσαι
Κοίτα όσο μακρυά μπορείς να δεις
Κοίτα βαθιά, κοίτα πιο μακρυά
Δεν είναι αυτό που ψάχνεις;
Ή περιμένεις κάποιον άλλον;
Κοίτα και πες μου, φίλε μου
Ποιο το νόημα τούτης της ζωής;
Πες μου οτιδήποτε
Που να αξίζει τα βάσανα
Ζωή που σπαταλιέται σε έναν αγώνα
Η ουσία του ταξιδιού είναι χαμένη
και το μυαλό διαστρεβλωμένο
Κι εμείς χάσαμε τα σημαντικά
Κοίτα, λοιπόν, και πες μου, φίλε μου

Ζούμε σαν μηχανές
Ζούμε σε καιρούς ομιχλώδεις
μιλούμε όταν πρέπει να σωπάσουμε
και σωπαίνουμε όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε
κυνηγούμε φύλλα στον άνεμο
ήμασταν τυφλοί
βρίζουμε τους πάντες
αλλά δεν βρίζουμε τον εαυτό μας
δειλοί
με το ζόρι στο πάτωμα
σαν σκλάβοι ενός αφέντη
που δημιουργήθηκε στο κεφάλι μας
παραδινόμαστε
τα παρατάμε
Ενδίδουμε
Φοβόμαστε
τα πάντα γύρω μας
Τα κορμιά μας μεγαλώνουν
τα κεφάλια μας μικραίνουν
οι ψυχές μας σκοτεινιάζουν
οι καρδιές μας ξεθωριάζουν
Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε
Δεν μπαίνουμε στον κόπο να μάθουμε
Γιατί να μπούμε άλλωστε;
Έχουμε τη γνώση
άσχημα αστεία
η γνώση είναι βάρος
μας είπαν αρκετά
γιατρεύει, πληγώνει
δεν χρειαζόμαστε κι άλλη
*
Θα μάθεις
όταν ειπωθούν και πραχθούν τα πάντα
θα μάθεις
θα ανοίξεις τα μάτια σου
και θα δεις με μεταμέλεια
πως εσύ…
Δεν ήξερες

`

*

3) Nassrine Nabil (1992)

Χαμένος από μια στάλα

Τον ξελόγιασα με το σώμα μου
το βελούδινο δέρμα μου…
Αυτός με άρπαξε από τη μέση, με αγκάλιασε
Το φιλί μου έπεσε στο πουκάμισό του
Το άρωμά του ξεθύμανε από την ανάσα του
Κι έτσι πίεσε τα χείλη του στα δικά μου, μέχρι που εξαφανίστηκα…
Και ο άντρας χάθηκε, με μια στάλα σήψης

`

*

4) Ahmed Aid (1980)
Έσφαλα

Πράγματι έκανα λάθη
Τα είδα όλα πριν πολύ καιρό
Φοβόμουν να εκπλαγώ με ό,τι δεν θέλω
Συνήθιζα να κουβαλάω, σαν μουλάρι στην αγορά
να περπατάω σύμφωνα με τα καπρίτσια του ανόητου αφεντικού μου
Και ήξερα, μόνο ένα πράμα χρειαζόμουν να επιβιώσω
Όπως το παιδί χρειάζεται το γάλα
από το ντελικάτο στήθος της μάνας…
Χρειάζομαι ένα τραγούδι στο χρώμα του γρασιδού, να ζει στο μπαλκόνι μου
και μια ευχή στο χρώμα της πασχαλιάς να γεμίζει τον κήπο μου
Μια αγαπημένη μορφή να φωτίσει το δωμάτιό μου
και να συναντήσω εσένα πέρα από την ιστορία μου

Ένας άνθρωπος στη γη εγκαταλείπει τα όνειρα
γιατί τα όνειρα είναι για αυτούς που θέλουν να υποφέρουν
μάταιες προσπάθειες
Λάθη που γεμίζουν το όραμά μας
κοιτάζουμε τη ζωή
και βρίσκουμε μοναχά λάθη

`

*

5) Ghada Khalifa
Κάτω από τη στέγη

Θάνατος παντού ολόγυρά μας
Θάνατος και βάσανα και απώλεια της όρασης
Όλα αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα κάτω απ’τη μύτη μας
Και αυτό που σκέφτομαι
Είναι πως υψώνομαι στο Θεό
Χωρίς να ξέρω πώς είναι η ζεστασιά της αγκαλιάς ενός άντρα

Θα με βίαζαν στο δρόμο
Πριν μάθω την ομορφιά του απαλού αγγίγματος

Όλη αυτή η ανοησία
Με κάνει να μισώ τον εαυτό μου

Ελευθερία…ποιο είναι το αληθινό όνομά σου;
Πώς είσαι χωρίς μακιγιάζ
Άσε με να γελάσω δυνατά
Ή είσαι
Πάντοτε

`

* Οι συγκεκριμένες μεταφράσεις έγιναν από τα Αγγλικά.

Γιώργος Χριστιανάκης, «Arthur Rimbaud, “Μια εποχή στην κόλαση”», Alltogethernow, 2013

$
0
0

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

`
[...]  Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μη τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης. Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοικοί σκοποί.  οι λαικές εικονογραφήσεις. Η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας, τα παραμύθια με νεράιδες, τα τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοικοί σκοποί.  Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δε ξέσπασαν επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα.
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο.- Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου. Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια. Αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους. [...]

`

********************************************************

Πρόκειται για μια μουσική σύνθεση βασισμένη στο ποιητικό κείμενο του Αρθούρου Ρεμπώ στην μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη. Το 56 σέλιδο βιβλίο περιέχει αποσπάσματα του κειμένου, σημειώματα, φωτογραφικό υλικό και εικονογραφήσεις, καθώς και 2 cd διάρκειας 80΄ λεπτών το καθένα. Το πρώτο είναι ορχηστρικό και στο δεύτερο υπάρχει παράλληλα με την μουσική η αφήγηση ολόκληρου του ποιητικού κειμένου του Αρθούρου Ρεμπώ. Το κείμενο διαβάζει ο Γιώργος Χριστιανάκης και τα έμμετρα ποιήματα ο Γιάννης Αγγελάκας.

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Cd 1 Ορχηστρικό - Cd 2 Αφήγηση (τα ίδια όπως το cd1 αλλά με αφήγηση)

01 Άλλοτε…
02 Λευκό γαλάζιο

03 Πρόγονος

04 Αίμα κακό

05 Παιδάκι ακόμα

06 Οι λευκοί αποβιβἀζονται
07 Πάθος
08 Η τιμωρία

09 Ιντερμέδιο

10 Νύχτα κόλασης

11 Παραισθήσεις

12 Παραλήρημα Α

13 Παραλήρημα Β

14 Παραλήρημα Γ

15 Αλχημεία του λόγου

16 Πείνα

17 Το ανέφικτο

18 Ανθρώπινη εργασία

19 Πρωινό

20 Αποχαιρετισμός

`

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Στις ηχογραφήσεις συμμετείχαν οι μουσικοί: Φώτης Σιώτας - βιολί, βιόλα, Μιχάλης Βρέττας: βιολί, Σοφία Ευκλείδου: τσέλο, Νίκος Βελιώτης: τσέλο, Μπάμπης Παπαδόπουλος: κιθάρες, Βασίλης Μπαχαρίδης: τύμπανα, κρουστά, Vlastur: μπάσο, Γιώργης Ξυλούρης: λύρα, Γιώργος Αβραμίδης: τρομπέτα και ο Γιώργος Χριστιανάκης: πιάνο, πλήκτρα, κιθάρες, μπάσο, κρουστά.

Ταυτότητα Ποιητής: Θάνος Γώγος

$
0
0

`

1. Γράφετε μόνο ξύπνιος;

Όχι. Γράφω και σε υπναγωγικές ψευδαισθήσεις .

2. Αν είστε εξαρτημένος από την ποίηση, γιατί δεν παίρνετε μεθαδόνη;

Δεν γνωρίζω ακόμα εάν είμαι.

3. Αισθάνεστε ποιητής μόνο όταν γράφετε;

Λίγο τότε, ίσως περισσότερο στην πρακτική της ζωής .

4. Γράφετε και αποτυχημένα ποιήματα ή τα δημοσιεύετε μόνο;

Συνέχεια, μερικά τα δημοσιεύω με ψευδώνυμα-ετερώνυμα . Άλλα τα πετάω και πολλές φορές φοβάμαι πως είναι θέμα διάθεσης και όχι αντικειμενικής κριτικής .Έτσι ίσως κρατάω τα λάθος .

5. Το ποίημα φέρνει στο μυαλό σας α) τα πόδια μιας γυναίκας β) ένα ηλιοβασίλεμα γ) ένα θεσπέσιο γεύμα;

Το μυαλό μας φέρνει τα ποιήματα μαζί με το κάθε περιβάλλον .

6. Οι λέξεις είναι απαραίτητες σε ένα ποίημα; Και αν ναι, έχετε λίστα με ποιητικές λέξεις που πρέπει να αποφεύγετε;

Επίθετα πολλά, επεξηγήσεις. Θέλω πλέον μόνο τη δράση, το γεγονός , ταχύτητα, όχι σχολιασμούς

7. Την ποιητική σας ταυτότητα την πήρατε από μόνος σας ή σας την έδωσε η συντεχνία;

Η Παναγία , μου την έδωσε η Παναγία.

8. Αν τα κακά ποιήματα των φίλων σας κάνουν καλύτερους ποιητές, οι κακές κριτικές σας ωθούν στο καλύτερο;

Εξαρτάται , αν η κριτική γίνεται με ειλικρίνεια βοηθά, αν γίνεται με ειλικρίνεια και καλές προθέσεις βοηθά ακόμα πιο πολύ. Αν γίνεται λόγω προσωπικής εμπάθειας, άλλοτε γελάω ή θέλω να δαγκώσω το αυτί του υποκειμένου . Ανάλογα με την διάθεση .

9. Γράφετε από ανάγκη ή από συνήθεια;

Δεν γνωρίζω . Μάλλον γιατί το θέλω .

10. Πιστεύετε στη μούσα; Αν ναι, ποια είναι η δική σας;

Αυτές που κάνουν καλό στη γραφή , τις περισσότερες φορές κάνουν κακό στη ζωή.

11. Σας έχει επισκεφθεί η έμπνευση τώρα τελευταία και πότε ήταν η τελευταία φορά που σας κορόιδεψε;

Με κοροϊδεύει τις περισσότερες μέρες

12. Ποιος ήταν ο τίτλος του πρώτου σας ποιήματος και για ποιο πράγμα μιλούσατε;

Δεν θυμάμαι .Θα ήταν στο σχολείο . Έχω δύο συρτάρια με το παρελθόν μέσα . Τα ανοίγω σπάνια

13. Είστε ερωτευμένος αυτόν τον καιρό;

Πολύ ανά στιγμές και καθόλου

14. Πώς αισθάνεστε όταν σας αποκαλούν ποιητή;

Εξαρτάται το πρόσωπο…

15. Σας ώθησε κάτι ώστε να ασχοληθείτε με την ποίηση ή ήταν δική σας απόφαση;

Η ποίηση

16. Πιστεύετε ότι για να είναι κάποιος ποιητής πρέπει να έχει κάποιο χάρισμα ή απλώς πολλά ελαττώματα;

Τίποτα δεν χαρίζεται χωρίς δουλειά . Όσο για το δεύτερο για να θεωρηθεί κάτι ελαττωματικό πρέπει να ξέρουμε ποιο είναι το άρτιο , το σωστό, το δυνατό. Με ψυχιατρικούς όρους αν το ελάττωμα σημαίνει διαταραχή, οι διαταραχές θερίζουν στον χώρο της τέχνης .

17. Στη ζωή σας έχετε αφοσιωθεί μόνο στην ποίηση ή έχετε και κάποια κατοικίδια ή ακριβά αυτοκίνητα ή ερωμένες/ους;

Συγκατοικώ με γάτες . Τις αγαπάω πάρα πολύ . Μου αρέσει επίσης να οδηγώ , να ακούω μουσική και να πίνω ουίσκι. Ναι .Τις ερωμένες και αυτές ναι.

18. Γράφετε καθαρά μόνο δικές σας σκέψεις ή κλέβετε και τις σκέψεις άλλων ατόμων;

Δεν κλέβω , παρά μόνο στα σούπερ μάρκετ

19. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ταμπού στην ποίηση;

Προσπαθώ να μη με νοιάζουν τα ταμπού, είτε υπάρχουν είτε όχι.

20. Ποιος πιστεύετε πως είναι ο χειρότερος χαρακτηρισμός για έναν ποιητή;

Ρινόκερος


Yahya Hassan, «Γνωριζόμαστε τάχα;» (μτφρ-επίμετρο:Γιώργος Καρτάκης)για πρώτη φορά στα Ελληνικά!

$
0
0

1.παιδική ηλικία

πέντε παιδιά παραταγμένα στη σειρά κι ένας πατέρας με
βέργα
κλάματα και μια λίμνη με ούρα
τεντώνουμε τα χέρια μπροστά εναλλάξ
προβλέψεως ένεκεν
ύστερα ο ήχος όπως βρίσκει η βιτσιά την αδελφή
χοροπηδώντας απ΄το ένα πόδι στο άλλο
τα ούρα καταρράκτης που τρέχει στα πόδια της
πρώτα απλώνεις το ένα χέρι ύστερα το άλλο
κι αν κρατήσει πολύ τα ανοίγεις
εκούσια
μια βιτσιά μια φωνή ένας αριθμός 30 ή 40
πότε πότε 50
και μια τελευταία από πίσω
βγαίνοντας από την πόρτα
αρπάζει ύστερα τον αδελφό απ΄τους ώμους τον τραβά
επάνω
δέρνει και συνεχίζει να μετρά
εγώ χαμηλώνω το βλέμμα μέχρι να έρθει η σειρά μου
η μάνα σπάει πιάτα στο διάδρομο
ενώ το al jazzera δείχνει
υπερδραστήριες μπουλντόζες κι εξοργισμένα ανθρώπινα μέλη
η λωρίδα της γάζας λουσμένη στο φως
σημαίες που φλέγονται
όταν ο σιωνιστής δεν εγκρίνει την ύπαρξη μας
αν αυτή εδώ είναι βέβαια ύπαρξη
επειδή κλαίμε με αναφιλητά από φόβο και πόνο
γιατί γυρεύουμε να πάρουμε αέρα να βρούμε το νόημα
στο σχολείο δεν επιτρέπεται να μιλάμε αραβικά
στο σπίτι δεν επιτρέπεται να μιλάμε δανέζικα
μια βιτσιά μια φωνή ένας αριθμός

*

2. παραμονές χριστουγέννων

καθόμουν μέσα στην γκαρνταρόμπα με ένα κουλουράκι κανέλας
στο χέρι
και μάθαινα κρυφά στη σιωπή να δένω
παπούτσια
πορτοκάλια με γαρύφαλλα και κόκκινες κορδέλες
κρέμονταν από το ταβάνι όπως διάτρητες
κούκλες βουντού
αυτές είναι οι αναμνήσεις μου από το νηπιαγωγείο
οι άλλοι λαχταρούσαν να έρθει
ο άγιος βασίλης
όμως εγώ τον φοβόμουν πολύ
το ίδιο όπως και τον πατέρα μου

*

3. 12 χρονών

όταν κατούραγε ο μικρός μου αδελφός
στο κρεβάτι
τον ξυπνούσαν μπουνιές
μια νύχτα με σκούντηξε
αδελφέ μού ξέφυγαν πάλι
ένιωσα την αγωνία του
γλίστρησα σιγανά στην τουαλέτα
έφερα χαρτί
σκούπισα το κορμί του
και το αδιάβροχο υποσέντονο
έβαλα τα ρούχα σε μια μαύρη
πλαστική σακούλα
και την έχωσα κάτω από το κρεβάτι
ανταλλάξαμε κουβέρτες
το πρωί έβαλα την κουβέρτα
στη σακούλα
και την πέταξα από το παράθυρο του πρώτου ορόφου
έπλυνα τα δόντια κι έφαγα το αραβικό μου
πρωινό
πήγα τη σακούλα στη μάνα μου στο μπλοκ 36
παρά τις απειλές του πατέρα να με κάνει μαύρο
στο ξύλο
αν ξαναπατούσα εκεί
μετά το σχολείο πήγα και πήρα τη σακούλα
που δε βρωμούσε πια ούρα
ο πατέρας ήταν ακόμα στη δουλειά
κι έτσι κάπνισα ένα τσιγάρο στο δωμάτιο
καρφώνοντας με το βλέμμα τον απέναντι τοίχο

*

4.τοκ τοκ στην πόρτα

ένας μουσουλμάνος απ΄την περιοχή του πάρκου γκέλλερουπ
βρήκε το δρόμο κι ανεβαίνει τη σκάλα μας
διαβάζει τα κουδούνια
και χτυπά την πόρτα με τα περισσότερα ονόματα κοριτσιών
ζυγιάζει με το βλέμμα πόσα παιδιά υπάρχουν στο σπίτι
θέλει για νοικοκυρά την μικρή μου αδελφή
να της χτίσει ένα παράδεισο στο παραδίπλα τσιμεντένιο τετράγωνο
με τις ευλογίες του αλλάχ και 20 χρόνια
διαφορά ηλικίας
να είναι ο πρώτος της άντρας την πρώτη νύχτα
να τη γαμά με το γένι του και να δοξάζει τον αλλάχ
για όλα
ένας ακόμα μουσουλμάνος απ΄την περιοχή του πάρκου γκέλλερουπ
βρήκε το δρόμο κι ανεβαίνει τη σκάλα μας
ζυγιάζει με το βλέμμα τον αριθμό των παιδιών
θέλει για νοικοκυρά την μεγάλη μου αδελφή
να μαγειρεύει και να υπακούει
και να γεννήσει 10 συμμορίτες που θα απαρνηθεί
αν γίνουν άπιστοι

*

5. αναγκαστικός περιορισμός

στο τέλος ήμασταν εκεί μαζί στημένοι
μέτωπα στραμμένα στον τοίχο
με δάκρυα στα μάγουλα και
πόνους στο λαιμό
καινούρια επιμελήτρια
άλλα παιδιά
πηγαίναμε στη μάνα μου στο απέναντι μπλοκ
την ξέρετε όμως δα την ιστορία

σκηνή

ο αρμόδιος με ένα φύλλο χαρτί
μερικά όργανα που έκαναν απλά τη δουλειά τους
η μάνα μου λέει
μη μου πάρετε το γιό μου γιορτάζουμε αύριο
μπαϊράμι
όμως αυτό εκεί το χαρτί
κι έτσι φοράω τα παλιοπάπουτσα
τους φιλώ στο μέτωπο αποχαιρετώντας
κλοτσάω τον αρμόδιο κατεβαίνω
τη σκάλα
μου περνούν χειροπέδες
συνιστά αδίκημα φωνάζουν τα όργανα
ένας χαμός
εγώ τους λέω είμαι ακόμα ανήλικος
τους κλοτσάω κι αυτούς
κι έτσι υπήρχε αντί για αρνί και κεμπάπ
πάπια μήλα και δαμάσκηνα
στο τηλέφωνο τη μια με λέτε καρντάση
την άλλη δανό
θέλετε να μάθετε γιατί είμαι σε ίδρυμα
αλλά γνωριζόμαστε τάχα;
μας ενώνει κάτι άλλο πέρα απ΄αυτόν τον πόνο;
εσείς γίνατε ψηλοί και όμορφοι
κι εγώ κατά πως φαίνεται ένας δανός
αλλά γνωριζόμαστε τάχα;
πάει πολύς καιρός που βγήκαμε
από την τρύπα
αλλά μάλλον δεν είναι αυτό που μας ενώνει

*

6. η σύλληψη

ξυπνώ εκείνο το πρωί
κάποιος με φώναζε φάλτσα και χτυπούσε στο
παράθυρο
παίρνω ένα μαχαίρι από το συρτάρι
και ανοίγω την κουρτίνα
δυο αστυνόμοι με πολιτικά
ξέρω τον ένα από την τελευταία φορά που
με σταμάτησαν με το αυτοκίνητο
γρήγορα κλείνω πάλι την κουρτίνα
βάζω ξανά το μαχαίρι στο συρτάρι
τραβώ το νερό στη λεκάνη να ξεπλύνει ένα βόλο
κρύβω τα μετρητά στις σελίδες του knausgard *
σπρώχνω κάτω από το κρεβάτι τρία laptops
βάζω τα παντελόνια μου και κάνω ένα τσιγάρο
πριν τους ανοίξω την πόρτα
είμαι κατηγορούμενος απ΄ό, τι όλα δείχνουν
ερευνούν το διαμέρισμα
κατάσχουν τους υπολογιστές και δυο
walkie - talkies
ένα στιλέτο
και μια χαρτόκουτα γεμάτη αστυνομικά βιβλία
τους λέω
δική σας η χαρτόκουτα όμως
μην ακουμπήσετε τα χέρια σας στη συλλογή μου.

΄
(Σ.τ.Μ: * Νορβηγός συγγραφέας)

************
Ακούστε εδώ τον Yahya Hassan να απαγγέλει το ποίημα « παιδική ηλικία»:

http://www.youtube.com/watch?v=N839DlASGkA#t=67

**********

Ο Yahya Hassan γεννήθηκε το 1995 σε μια κοινωνικά υποβαθμισμένη περιοχή της πόλης Aarhus στην Δανία από γονείς Παλαιστίνιους φυγάδες. 13 χρονών εγκατέλειψε το σχολείο και αναμείχθηκε σε μια σειρά από ποινικά αδικήματα, περνώντας γι΄αυτό το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέχρι σήμερα σε αναμορφωτήρια ανηλίκων.

Σκέψου, σημειώνει ο Yahya Hassan στην πρώτη έκδοση των ποιημάτων του το 2013, να είσαι 18 χρονών και όλοι να σε θεωρούν ξένο. Ο πατέρας σου να σου κάνει κήρυγμα για τον Θεό και παράλληλα να σε κακοποιεί, να ζεις σε μια χώρα που αποκαλείται Δημοκρατία, η οποία σε απομονώνει εξ αρχής κλείνοντάς σε σε ένα γκέτο, όπου - ούτε κι εκεί - κανείς δεν θέλει να σε ξέρει. Παρ΄ όλα αυτά είσαι άνθρωπος, είσαι περήφανος και θυμωμένος.

Τα ποιήματα του Yahya Hassan είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, η γλώσσα του σαφής και ριζοσπαστική, το ύφος του από εριστικό γίνεται την άλλη στιγμή ήπιο και ποιητικό, οι εικόνες του εντυπωσιακές. Η ποίησή του, καταρρίπτοντας τα αποδεκτά στερεότυπα, πυροδότησε στη Δανία νέες συζητήσεις γύρω από θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τον προβληματισμό σε σχέση με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

***********

«Δεν ξέρω, τι είναι ευτυχία»*

Ε: Κύριε Χασσάν, από την εποχή της επίθεσης εναντίον σας στην Κοπενχάγη συνοδεύεστε από σωματοφύλακες. Φοβάστε ότι μπορεί να σας επιτεθούν ξανά;

Α: Όταν κάποιος περιστοιχίζεται από δυο σωματοφύλακες και συνεχίζει να φοβάται, τότε είναι δειλός. Ο φόβος είναι φυσιολογικό συστατικό της ανθρώπινης ζωής. Μπορεί, λοιπόν, να υπάρξει και στη δική μου. Παλαιότερα είχα δυο κοινωνικούς λειτουργούς που με πρόσεχαν, ύστερα δυο αστυνομικούς που με καταδίωκαν εδώ και εκεί ως κακοποιό, τώρα έχω δυο άτομα της μυστικής υπηρεσίας, που με συνοδεύουν διαρκώς.

Ε: Θα μπορούσαν κάποια στιγμή να γίνουν φίλοι σας;

Α: Όχι. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που είναι πιο φιλικοί από κάποιους άλλους. Αυτοί όμως κάνουν μόνο την δουλειά τους.

Ε: Οι φανατικοί μουσουλμάνοι είναι εξοργισμένοι με τα ποιήματά σας, το ίδιο ισχύει και με κάποιους από τους συγγενείς και γνωστούς σας. Γνωρίζατε τον άντρα που σας επιτέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο;

Α: Θα ήθελα κατ΄αρχάς να ξεκαθαρίσω πως απεχθάνομαι τους φανατικούς μουσουλμάνους το ίδιο όπως και τους ακροδεξιούς. Δεν έχω με κανένα από τους δυο κάτι κοινό και δεν γνωρίζω επίσης αυτόν που μου επιτέθηκε.

Ε: Λέτε πως απεχθάνεστε τους ακροδεξιούς. Μοιάζει όμως σαν να οικειοποιήστε τις απόψεις τους, όταν στα ποιήματά σας επιβεβαιώνετε τις προκαταλήψεις τους. Οι μετανάστες εμφανίζονται στην ποίησή σας ως τεμπέληδες και βίαιοι, ως κατεργάρηδες που εξαπατούν το κράτος. Αυτό δεν είναι κάπως προβληματικό;

Α: Είμαι ένας ποιητής που έχει γράψει μια συλλογή. Είμαι υπόλογος γι΄αυτή τη συλλογή, για τα ποιήματά μου, δεν είμαι υπεύθυνος για τις ερμηνείες που τους δίνουν οι αναγνώστες μου. Θα ήθελα να φέρω ένα παράδειγμα. Αν σου χαρίσω λόγου χάρη ένα μαχαίρι, το κάνω ίσως, επειδή ξέρω ότι σου αρέσει να μαγειρεύεις. Αν εσύ τώρα πάρεις το μαχαίρι και απειλήσεις ή μαχαιρώσεις με αυτό κάποιον, δεν φέρω εγώ γι΄αυτό την ευθύνη, επειδή σου χάρισα το μαχαίρι. Είναι μια δική σου απόφαση που την παίρνεις μόνη σου. Ακόμα κι αν σου έδινα ένα μαχαίρι για να σκοτώσεις κάποιον που χρωστά σε μένα χρήματα κι εσύ το κάνεις, πάλι δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Εσύ αποφασίζεις, τι είναι για σένα σωστό.

Ε: Εσείς όμως είστε εκείνος που γράψατε τα συγκεκριμένα ποιήματα, τα οποία πέραν τούτου θεωρούνται επίσης αυτοβιογραφικά. Δεν σας πονά, αν κάποιος τα χρησιμοποιεί παρερμηνεύοντάς τα;

Α: Αυτό που μπορώ να πω, είναι μόνο πως δεν συμφωνώ με τον τρόπο που οι άνθρωποι με χρησιμοποιούν. Και μ΄αυτή την εξήγηση έχω κάνει το χρέος μου. Αν σου δώσω ένα ρολό χαρτί υγείας, είναι αδιάφορο, αν εσύ το χρησιμοποιήσεις για να σκουπιστείς ή για να καθαρίσεις το πάτωμα.

Ε: Μα εδώ δεν πρόκειται για χαρτί υγείας, τα ποιήματα είναι κομμάτι του εαυτού σας…

Α: …όχι, είναι ένα προϊόν. Αν οι άνθρωποι ασχολούνται με μένα, αυτό έχει να κάνει με το βιβλίο μου, δεν έχει να κάνει με την ψυχή μου. Δεν μπορώ να κατευθύνω τους συνειρμούς του αναγνώστη. Θα μπορούσα απλά να σχεδιάσω στο χαρτί ένα κουδούνι και να πω πως είναι ένα άλογο κι εσύ να είσαι τώρα αυτή που πρέπει να βρει το άλογο. Ίσως όμως να μην ανακαλύψεις καν το άλογο και να δεις σ΄αυτό το κουδούνι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι το ίδιο, όπως αν εγώ γράψω ένα βιβλίο και σου πω πως είναι ιδιαίτερα επικριτικό απέναντι στο Ισλάμ ή στο σύστημα ή σε κάτι άλλο. Δεν γίνεται όμως έτσι. Η ζωή και τα γούστα κάθε ατόμου είναι αυτά που καθορίζουν τη σημασία ενός βιβλίου.

Ε: Κάποια από τα ποιήματά σας δημιουργούν την εντύπωση πως αποδίδετε το σύνολο των προβλημάτων σας στο τρόπο με τον οποίο σας έχουν συμπεριφερθεί οι γονείς σας. Δεν μοιάζει υπεραπλουστευμένο;

Α: Φυσικά και φέρω ο ίδιος την ευθύνη για τα ποινικά αδικήματα που διέπραξα. Εγώ έχω την ευθύνη για το γεγονός ότι χτύπησα ανθρώπους, όμως δεν φταίω εγώ για το ότι ο πατέρας μου ήταν βίαιος ή για το ότι είναι κάποιος που εξαπατά την κοινωνία.

Ε: Και η κοινωνία; Είναι άμοιρη ευθυνών;

Α: Υπάρχουν άνθρωποι, που κάθονται στο ταμείο ενός σούπερ μάρκετ και άλλοι, που μαζεύουν σκουπίδια από τους δρόμους. Έχουμε δικηγόρους, έχουμε φύλακες σωφρονιστικών ιδρυμάτων, όλοι αυτοί φέρουν ευθύνη για κάτι. Δεν είναι όμως φταίξιμο της κοινωνίας πως ο πατέρας μου είναι βίαιος και εξουσιαστικός. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία πρέπει να αναλάβεις ο ίδιος την ευθύνη, εκτός κι αν έχεις μια ιδιαίτερα καλή σχέση με το ρόλο του θύματος.

Ε: Οι γονείς σας διέφυγαν στην Παλαιστίνη από συνθήκες παρόμοιες με αυτές ενός πολέμου. Πιθανόν εσείς να είστε ψυχικά τραυματισμένος. Δεν έχετε καθόλου κατανόηση για τίποτα απ΄αυτά;

Α: Δεν με αφορούν τα προβλήματα που είχε η γενιά των γονιών μου, αλλά τα προβλήματα που δημιούργησαν αυτοί οι άνθρωποι. Χτυπούν τα παιδιά τους, τα χειραγωγούν θρησκευτικά, είναι κοινωνικοί απατεώνες, δεν θέλουν να συνδιαλέγονται με ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από αυτούς. Οξύνουν το χάσμα μεταξύ της μουσουλμανικής κοινότητας και της κοινωνίας της πλειοψηφίας.

Ε: Υπάρχει ένα ποίημα στο οποίο γράφετε για έναν μικρό αδελφό που έβρεχε στον ύπνο του το κρεβάτι. Στο ποίημα τον προστατεύετε κρύβοντας τα σεντόνια. Υπάρχει πράγματι αυτός ο αδελφός;

Α: Το βιβλίο έχει γραφτεί πάνω στη βάση της ζωής μου, των εμπειριών, των σκέψεων και των συναισθημάτων μου.

Ε: Αληθεύει ότι η μητέρα σας σάς έχει απαρνηθεί;

Α: Ναι, είναι αλήθεια. Υπάρχουν άτομα της οικογένειας, με τα οποία δεν μιλώ.

Ε: Με ποιόν από την οικογένεια έχετε ακόμα επαφή;

Α: Δεν έχει εδώ θέση αυτή η ερώτηση.

Ε: Περάσατε κάποια χρόνια σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Συναντήσατε εκεί ανθρώπους που είχαν παρόμοια βιώματα με εσάς;

Α: Σαφώς.

Ε: Γίνατε ένας πιο ευτυχισμένος άνθρωπος ζώντας σε αυτά τα ιδρύματα;

Α: Δεν θα το έλεγα με τίποτα. Εκεί συμβαίνουν πράγματα..! Όλα αυτά ανήκουν όμως σε μια άλλη εποχή. Δεν μπορώ να πω πως ξέρω πραγματικά, τι είναι ευτυχία.

Ε: Σ΄αυτά τα ιδρύματα ξεκινήσατε να γράφετε ποίηση;

Α: Όχι, έγραφα και πριν.

Ε: Εμείς διαβάσαμε όμως πως…

Α: Διαβάζετε πολύ.

Ε: Είναι αλήθεια πως μια δασκάλα σας σάς παρακίνησε να γράψετε;

Α: Έγραφα και διάβαζα και πριν να συναντήσω αυτή τη δασκάλα. Αυτή μου δώριζε βιβλία. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί ακόμα άνθρωποι, που μου δώριζαν βιβλία.

Ε: Συχνά έχετε πει ότι θαυμάζετε τον Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι παράξενο ένας τόσο νέος άνθρωπος όπως εσείς να διαβάζει Ντοστογιέφσκι;

Α: Έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Έχω διαβάσει πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Έτσι έκανα πάντα.

Ε: Οι ποιητές γνωρίζουν σπάνια επιτυχία. Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ποιήματα και όχι για παράδειγμα ένα μυθιστόρημα;

Α: Στα δεκατρία μου είχα αρχίσει να παίζω μουσική Ραπ. Κοντά στο σπίτι μου υπήρχαν διάφορα εργαστήρια Ραπ μουσικής. Είχα εγγραφεί σε ένα από αυτά. Μου άρεσε, επίσης μου άρεσαν ο ρυθμός και η μουσική. Όμως με τον καιρό μου φαινόταν επιφανειακά, γελοιογραφικά. Κάποια στιγμή βαρέθηκα να παριστάνω συνέχεια τον σκληρό, δεν μου άρεσαν οι χρυσές αλυσίδες, τα λεφτά, το χασίς, οι γυναίκες. Συνέχισα να γράφω στίχους, αλλά δεν τους μαγνητοφωνούσα πια. Με τον καιρό αυτά τα κείμενα άρχισαν να γίνονται μικρές διηγήσεις, η έκφρασή μου απόκτησε μεγαλύτερη ακρίβεια, και στο τέλος έγιναν ποιήματα. Αυτή όμως η εξέλιξη δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση.

Ε: Με την Ραπ θα μπορούσατε να έχετε ένα πιο νεανικό κοινό.

Α: Στις παρουσιάσεις των ποιημάτων μου έρχονται πολλοί νέοι, όπως επίσης και άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας. Το κοινό μου είναι μικτό.

Ε: Σε τι διαφέρει ένα τραγούδι Ραπ από ένα ποίημα;

Α: Η ποίηση δεν διακρίνεται από τα δόγματα που υπάρχουν στην κουλτούρα Χιπ Χοπ. Για να το καταλάβει, χρειάζεται κανείς να δει ένα και μόνο Ραπ βίντεο. Όλα λειτουργούν σύμφωνα με το ίδιο σχήμα. Η ποίηση είναι πιο ελεύθερη. Υπάρχει αυτοδράση, υπάρχουν ποιήματα που επικεντρώνουν στη γλωσσική μορφή και τα οποία δεν έχουν να επικοινωνήσουν ιδιαίτερα βάσει περιεχομένου, και υπάρχουν άλλα που η βαρύτητά τους αφορά στο άκουσμα. Δεν υποστηρίζω πως η ποίηση είναι τελείως ελεύθερη από δόγματα, αλλά πως διαθέτει περισσότερες φόρμες, πως δεν είναι τόσο περιοριστική όπως η μουσική Ραπ.

Ε: Κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτό το διάστημα είστε ένας σταρ στην Δανία. Θεωρείτε τον εαυτό σας πρότυπο;

Α: Όχι, δεν με θεωρώ. Μόνο και μόνο επειδή τώρα έχω γίνει ένας κάποιος ποιητής, και επειδή ορισμένοι πιστεύουν πως έχω ανέλθει σε κάτι άλλο, ανώτερο, δεν σημαίνει ότι αυτό συμβαίνει κιόλας. Ταυτόχρονα κάνω πάρα πολλά άλλα πράγματα, τα οποία ίσως δεν ενδείκνυνται ιδιαίτερα από ηθικής πλευράς. Δεν είμαι καλύτερος από άλλους, απλά είμαι κάποιος που γράφει ποιήματα. Την ίδια στιγμή μπορεί να είμαι κάποιος που διαπράττει ποινικά αδικήματα ή που κάνει χρήση εθιστικών ουσιών.

Ε: Ωστόσο είναι ασυνήθιστο ή και σπάνιο ακόμα το γεγονός, ότι υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι, που θεωρούν σημαντικό αυτό που έχετε καταφέρει.

Α: Αυτοί οι ίδιοι πρέπει να ξέρουν, τι είναι γι΄αυτούς σημαντικό.

Ε: Ο χώρος της λογοτεχνίας θεωρείται κάπως ελιτίστικος και αποτελεί για σας μια νέα εμπειρία. Αισθάνεστε περιθωριοποιημένος;
Α: Δεν κινούμαι ιδιαίτερα πολύ σε λογοτεχνικούς κύκλους. Το ότι έχω γράψει ποιήματα δεν σημαίνει ότι ανήκω σε κάποια ελίτ. Οι κύκλοι αυτού του είδους δεν με αφορούν ιδιαίτερα. Όμως ως άτομο που απόκτησε δημοτικότητα, έχω πότε πότε την αίσθηση πως είμαι κατά κάποιον τρόπο ένα είδος καμηλοπάρδαλης, που πολλοί θα ήθελαν να την συναντήσουν και να την περιεργαστούν.

Ε: Μπορεί κανείς να υποθέσει, μέσω της κριτικής που ασκείτε στο Ισλάμ, ότι απορρίπτετε κάθε μορφή θρησκείας;

Α: Σε ό, τι αφορά εμένα τον ίδιο, ναι. Αλλά μου είναι αδιάφορο, αν και σε τι πιστεύουν οι άνθρωποι. Το αν πιστεύουν λόγου χάρη στον Αλλάχ, στον Άγιο Βασίλη ή στον Χοντρό και Λιγνό. Μόνο όταν η πίστη τους αρχίσει να γίνεται αλλόκοτη και οι ίδιοι μεταμορφώνονται σε ομιχλώδη άτομα, έχω πρόβλημα.

Ε: Ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη.

Α: Όλα καλά.

*(Η συνέντευξη δόθηκε στην Fatma Aydemir στα πλαίσια της Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας τον Μάρτιο 2014, και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα taz, φ. της 06. 04. 2014)

Annamaria Ferramosca, Πέντε ποιήματα (μετφρ.- επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

$
0
0

1.

Κωνσταντινούπολη

Αν οι μιναρέδες μάκραιναν τον ίσκιο τους
ξεμπέρδευαν πέταλα από μπλε γαρύφαλλα
ως και μέσα απ’ τα μαλλιά
εκείνων των αποκαρδιωμένων λούστρων
θεςπαπούτσιασαναστέριαχίλιεςλίρες
θα σταματούσε ο χρόνος
στη γωνία ντροπής
του ξενοδοχείου Ερμής.
Θα κατέρρεε ο χρόνος
με κεραυνόπληκτα φτερά
πάνω στο χαλί
των μετανοιών.

Και το Πέραν
θ’ αντιλαλούσε άξαφνα
από παιχνίδια και φωνές
να τρέχουν ξέφρενα
κυνηγώντας την πλώρη των πλοίων στο κανάλι
να ψάχνουν κατά μήκος των τάφρων
καλάμια ανθεκτικά
χλωρά να ξεφλουδίσουν
ύστερα τραβώντας κατά τη γέφυρα για να ψαρέψουν
στην τσέπη σταφύλι από τη Σμύρνη
μέχρι το δείλι.

Ο Κεράτιος θ’ αντίκριζε
ακόμα τις αντανακλάσεις του
στ’ ανοιχτόχρωμα μαλλιά
στα σκιρτήματα στο αγκίστρι
στις αναλαμπές
της παιδικής υπερηφάνειας.

Το βράδυ βουλιάζει
το Μεγάλο Παζάρι των ονείρων
σε σάρκες μεδουσών
σουλτάνους σμαραγδένιους
σαν σαύρες
ότανμεγαλώσωθέλωναγίνωκαπετάνιοςέμποροςψαράς

Πάνω στο προσκέφαλο
γλυκάνισος και ζαφορά.

`

*

Istanbul

Se i minareti allungassero l’ombra
dipanassero fili di garofano blu
fin nei capelli
di questi sciuscià disincantati
vuoiscarpecomestellemillelire
si fermerebbe il tempo
all’angolo vergogna
dell’hotel Mercure.
Franerebbe il tempo
con ali stupefatte
sul tappeto
dei pentimenti.

E Beyoglu
risuonerebbe a un tratto
di giochi e grida
correre a rompicollo
sfidando la prua delle navi sul canale
cercare lungo i fossi
canne robuste
verdi da scortecciare
poi via sul ponte a pescare
uva di Smirne in tasca
fino al tramonto.

Vedrebbe il Corno d’Oro
ancora i suoi riflessi
nei capelli vaniglia
nei guizzi all’amo
nei lampi
dell’orgoglio bambino.

A sera affonda
il Gran Bazar dei sogni
in polpa di meduse
sultani smeraldini
come ramarri
dagrandevogliofarecapitanomercantepescatore

Sul cuscino
anice e zafferano.

`

********

2.

Νανούρισμα στο αντίστροφο

Κοιμάσαι
Σου τραγουδώ τον ουρανό
Χαμογελά
με φώτα μικρά, άπειρα
σαν τις μικρές ιστορίες του κόσμου
Σκορπά για σένα σταγόνες γάλα, στρίβει σβούρες
Μία ανάβει, γαλήνιος φάρος της περιστροφής σου

Κοιμάσαι
Σου τραγουδώ τον ήλιο
Χτυπά
χορούς φωτιάς κουρδισμένους
στο ρυθμό του στήθους σου
Όμως είναι δύσκολο να μιμηθείς τη μουσική μιας χαραυγής
Κι εσύ τον νικάς
επειδή πολύ γερό είναι το αγκάλιασμά σου στη ζωή

Κοιμάσαι
Σου τραγουδώ τον άνθρωπο
Χάνω
τις λέξεις. Δεν ξέρω πια να τραγουδώ
Γίνεται ξέφρενο το πέταγμα των περιστεριών πάνω στο κεφάλι σου
Ίσως οι πόλεις πολύ σπιθοβολούν
Πολύ ψηλές οι φωτιές που ξεκληρίζουν
Δεν μοιάζουν να μπορούν θέρμη να δώσουν
Σπάζουν οι γέφυρες. Κι οι λέξεις

Ακόμα κι αν κοιμάσαι
τραγούδα
Μόνο εσύ μπορείς να τραγουδήσεις
από τη σφαίρα του ουράνιου τόξου,
νοητή γέφυρα
που ενώνει όλες τις φωλιές των περιστεριών
Το τραγούδι σου σταματά το γοργό θεό
που αποβλακώνει το βλέμμα
και σβήνει τις τρυφερές φωτιές
των λόγων
Μόνο εσύ τις αναζωπυρώνεις,
εσύ που δεν σταματάς
την ανιαρή – μεγάλη μονοτονία των γιατί
Γιατί οι φωτιές πυρπολούν, γιατί οι γέφυρες καταρρέουν,
οι λέξεις δεν μιλούν, γιατί;
Μόνο εσύ, μωρό μου, μπορείς να απαντήσεις

Ακόμα κι αν κοιμάσαι
τραγούδα μου τον άνθρωπο που θα ’σαι.
Σε ακούω

`

*

Ninna-Nanna Αll’incontrario

Dormi
Ti canto il cielo
Ride
con luci piccole, infinite
come le storie piccole del mondo
Spande per te gocce di latte, avvita trottole
Una s’accende, lanterna serena del tuo giro

Dormi
Ti canto il sole
Batte
danze di fuoco accordate
al ritmo del tuo petto
Ma è difficile imitare la musica di un’alba
E tu lo vinci
ché troppo forte è il tuo abbraccio alla vita

Dormi
Ti canto l’uomo
Perdo
le parole. Non so più cantare
Si fa convulso il volo di colombe sul tuo capo
Forse le città troppo scintillano
Troppo alti i fuochi che devastano
Non ricordano di poter scaldare
Si interrompono i ponti. E le parole

Anche se dormi
canta
Tu solo puoi cantare
dalla regione dell’arcobaleno,
ponte comprensibile
che unisce tutti i nidi di colombe
La tua canzone ferma il dio veloce
che inebetisce sguardi
e spegne i fuochi teneri
delle parole
Tu solo li ravvivi,
tu che non smetti
la cantilena noiosa-grandiosa dei perché
Perché i fuochi incendiano, i ponti crollano,
le parole non parlano, perché?
Tu solo, bambino, puoi rispondere

Anche se dormi
cantami l’uomo che sarai
Ti ascolto

`

**********

3.

Η νύχτα της ταράντα

Ακόμα κι αν κείνο το αλώνι είναι μακριά
και η ηχώ από τα ντέφια χάνεται
απομένει μια ρυθμική υπόσταση σταριού
το ίχνος ενός χεριού που χορεύει

Ακόμα κι αν όλο το αστρικό κακό
που έμελε να βρέξει έχει βρέξει
η νύχτα χαρίζει ακόμα φώτα
φωσφορισμούς τυμπάνων που λικνίζουν
νότες πάνω στο βλέφαρο του θανάτου
ανάσες πάνω στο λαιμό του φιδιού
βήματα που ξεσηκώνουν κύματα
σπρώχνουν το σκοτάδι μες στα δίχτυα

Αδαής σκαρφαλώνει κανείς πάνω σε σύρματα
τεντωμένα μεταξύ γης και σελήνης
η απολιθωμένη ηχώ τραγουδά ήδη
στο χώρο την αντεκδίκηση για την αράχνη
το ψωμί νίκησε το σίδερο
το αίμα ξαναγύρισε στις φλέβες

ψηλά ο ανεξίτηλος ήχος μας
ταλαντεύεται κβαντικά
η προσφορά ενός χεριού.

`

*

Notte taranta

Anche se quell’aia è lontana
e l’eco dei tamburelli si perde
resta un’essenza ritmica di grano
l’impronta danzante di una mano

Anche se tutto il male di stelle
che doveva piovere è piovuto
la notte regala ancora lumi
fuochi fatui di timpani che ondeggiano
ancora note sul ciglio della morte
fiati sul collo della serpe
passi che sollevano ondate
sospingono il buio nella rete

Si sale inconsapevoli su fili
tesi tra terra e luna
già l’eco fossile canta
allo spazio la rivincita sul ragno
il pane ha battuto il ferro
il sangue rientrato in vena

in alto il nostro suono indelebile
oscilla quantica
l’offerta di una mano.

`

***********

4.

Η πλατεία Με Τις Ηττημένες Ταραντούλες

Άλλες λέξεις έχουμε τούτη τη νυχτιά:
ένα κορμί μουσικό
να εκδικηθούμε τον καιρό
που πέρασε χωρίς φωτιές
Έχουμε την αυγή
που χτυπά σαραμπάντα πάνω σε τσιτωμένα δέρματα,
ασημένιο οργασμό πάνω στα λιόδεντρα,
ως και στη θάλασσα - η ηχώ
κάνει να ζηλεύουν οι σπηλιές –
Πόδια
να χτυπούν ρυθμικά σκοπούς ερωτικούς πάνω στο χώμα
Και βροντές
να διαλύουν κάθε αραχνιά

Στην πλατεία ο αγέρας
χαράζεται από χέρια με σπαθιά
Οι κοπέλες φεγγοβολούν τη γη
όπου χορεύουν
Οι ποδόγυροι από τις φούστες πετούν στο φεγγάρι
Τα ταμπούρλα παίρνουν φωτιά. Μέχρι νά ’βγει αίμα
(Να ξαμολήσουμε τα ρυθμικά σκυλιά, ομόφωνα,
κι εξασθενίζει ο φόβος)

`

*

La Piazza Delle Vinte Tarantole

Abbiamo altre parole questa notte:
un corpo musicale
a vendicare il tempo
passato senza fuochi
Abbiamo l’alba
che batte su pelli tese in sarabanda,
furore d’argento sugli olivi,
fino al mare – l’eco
ingelosisce le grotte –
Piedi
a scandire colpi d’amore sulla terra
E tuoni
a dissipare tutte le aracnitudini

In piazza l’aria
è disegnata di spade con le braccia
Le ragazze scintillano la terra
dove ballano
Volano i cerchi delle gonne alla luna
S’incendiano i tamburi. Fino a sangue
(A sciogliere i cani ritmici, all’unisono,
si sfianca la paura)

`

************

5.

Να μιλάς όπως γεννιέσαι

Φωνή που κυνηγώ εδώ και νύχτες μάταια

Ξέρω καλά την προσμονή της
και τη σφοδρή σύγκρουση και το ωστικό κύμα
κατά μήκος των δρόμων στα βόρεια της καρδιάς
Φθάνει
και είναι η έκκληση ενός μικρού κοριτσιού:
- Εμείς είμαστε σαν ένα βιολί, δεν είμαστε;
Οι λέξεις
πετούν σαν μουσική από το στόμα
κι η γλώσσα είναι το δοξάρι…
Αν όμως κλάψω,
είναι το ξύλο του βιολιού μου σαν
ένα κλαδί κάτω απ’ τη βροχή;

Στους άλλους να μιλάς όπως
γεννιέσαι, κάθε φορά
να έρχεσαι
στο λευκό φως όπου
λευκότητα είναι το σύμπαν που κερνούν οι νότες
αγγέλων θρόισμα πάνω από το Βερολίνο
πάνω από περιοχές
πέρα από αμφιβολίες πέρα από παρανοήσεις
Έτσι μιλούν τα παιδιά ζυμώνοντας πηλό
με την ελάχιστη αναγκαία θλίψη

Να μιλάς όπως
ζεις συμ-μερίζεσαι
ρυθμούς μυστικούς, κάποιου θεού σύμβολα
παλμούς προφυλαγμένους μέχρις ενός ορίου
όπου η φωνή θα είναι πάνω από τη μουσική
καθαρή απεριόριστη
θα αφεθεί
talking about – να μιλά για όλα
whispering – να ψιθυρίζει
missing - και ν’ ακυρώνει ακόμη
(ήχος δροσιάς στη νύχτα)

Αύριο, αύριο, πότε;
Σήμερα βρέχει
πάνω στο ξύλο των κλαδιών
Μια μόνο λέξη
μπορεί ακόμη και να σκοτώσει,
Μια νότα
να κάνει να σιγήσει ένα βιολί

`

*

Parlare come nascere

Voce che inseguo da più notti invano

Ne so bene l’attesa
e l’urto lancinante e l’onda
propagata lungo le strade a nord del cuore
Arriva
ed è squillo di bimba:
- Noi siamo come un violino, vero?
Le parole
volano come la musica dalla bocca
e la lingua è l’archetto…
Ma se piango,
il legno del mio violino è come
un ramo sotto la pioggia?

Parlare come
nascere agli altri, ogni volta
venire
alla luce – bianca – dove
bianchezza è l’universo offerto delle note
brusio d’angeli sopra Berlino
sopra le regioni
fuori dal dubbio fuori dagli equivoci
Così i bambini parlano impastando la terra
col minimo dolore necessario

Parlare come
vivere con-dividere
ritmi segreti di qualche dio dei simboli
vibrazioni protette fino a un termine
dove la voce sarà oltremusica
pura illimite
si lascerà
talking about – parlar di tutto
whispering – sussurrare
missing – annullare, perfino
(rumore di rugiada nella notte)

Domani, domani, quando?
Oggi piove
sopra il legno dei rami
Una sola parola
può uccidere, ancora
Una nota
far tacere un violino

`

**************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Συναιρώντας μύθους και ιστορίες

Η ποιήτρια Άννα-Μαρία Φεραμόσκα, ζει στη Ρώμη όπου, πέρα από τις λογοτεχνικές δραστηριότητες και τη συμμετοχή της σε εκδηλώσεις που σχετίζονται με τη διεθνή αλληλεγγύη, εργάζεται ως βιολόγος. Ο γενέθλιος τόπος της όμως, το Τρικάζε στο Λέτσε της Κάτω Ιταλίας, πιστεύω ότι ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας και της ποιητικής της γραφής. «Είμαι πεπεισμένη ότι σήμερα ο τόπος μου, με την αναγέννησή του στη μουσική, το χορό και το λόγο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λαϊκής του παράδοσης, […] δεν κάνει άλλο από το να υπενθυμίζει στον κόσμο την ανάγκη για μια νέα θεραπεία από τις “αράχνες” του ατομικισμού και της αποξένωσης, την ανάγκη αναστροφής της πλεύσης προς την αρχαία, αλλά πάντα αναγκαία, διάσταση που χάνουμε: εκείνην της κατανόησης και της αλληλέγγυας πορείας. Είναι αυτός ο αυθεντικός πυρετός που αισθάνομαι ζωντανό στoν τόπο μου και προσπαθώ να μεταδώσω στην ποίησή μου, μια “τεχνοποιία” που επιδιώκει το μοίρασμα από κοινού, κι ανοίγει στον κόσμο έναν ορίζοντα άλλων λύσεων, εφικτών, έναντι κάθε μορφής βίας, κάθε παρανόησης». (Pugliamondo: «Ένα ταξίδι με στίχους»).

Το Λέτσε βρίσκεται στη χερσόνησο του Σαλέντο, «στο τακούνι της μπότας» όπως συχνά την αποκαλούν, στη «γη του επαναλαμβανόμενου τσιμπήματος» (La terra del rimorso), όπως την χαρακτηρίζει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Ιταλός εθνογράφος Ερνέστο ντε Μαρτίνο, και παραπέμπει στο συμβολικό «ξαναδάγκωμα» της μυθικής αράχνης, δηλαδή στην επιστροφή ενός κακού παρελθόντος που συνεχίζει να δηλητηριάζει τον φτωχό ιταλικό Νότο. Σε κείνους τους γειτονικούς τόπους με την αρχαία ελληνική αποικία του Τάραντα, το Μπρίντιζι και τα χωριά όπου οι κάτοικοι ομιλούν την κατωιταλική ή γραικανική διάλεκτο, αναβιώνει σήμερα μια λαϊκή παράδοση, καταδεικνύοντας ότι οι άρρητοι δεσμοί μεταξύ των Γραικάνων και των Ελλήνων δεν είναι μόνο γλωσσικοί αλλά και πολιτισμικοί.

Η «Νύχτα της ταράντα», (Notte della taranta), είναι ένα θεσπισμένο, μοναδικό στο είδος του, φεστιβάλ που διαδραματίζεται κάθε χρόνο τον Αύγουστο, κάθε μέρα και σε διαφορετικό χωριό, και ολοκληρώνεται με μια μεγάλη συναυλία στο Μελπινιάνο, ένα από τα εννιά ελληνόφωνα χωριά της περιφέρειας Απουλίας που, κατά την αρχαιότητα, αποτελούσε τμήμα της Magna Grecia. Εκεί συρρέουν άτομα κάθε ηλικίας, χιλιάδες σύγχρονοι «ταραντοχτυπημένοι» από υπαρξιακά άγχη και εσωτερικές, συγκρουσιακές καταστάσεις βιωμένων εμπειριών, που αναζητούν τον εξαγνισμό τους μέσω της κοινής τους μέθεξης σε έναν ξέφρενο, μέχρι εξαντλήσεως, μιμητικό χορό των κινήσεων της αράχνης ταράντα ή ταραντούλα, που παραπέμπει σε αρχαίες παγανιστικές τελετουργίες.

Η ταραντέλα, ένα είδος εξορκισμού του «κακού» που έχει τις ρίζες του στο Μεσαίωνα, στόχευε στην ίαση από τον ταραντισμό, μιαν ασθένεια που προερχόταν από το τσίμπημα της μαύρης, δηλητηριώδους αράχνης ταραντούλας και προκαλούσε ψυχικές διαταραχές και σπασμούς στους «ταραντάτους», δηλαδή σε εκείνους που τσιμπούσε. Ο μύθος, με πολλές εκδοχές, (που έχει ενδιαφέρον να δούμε, κάποια στιγμή, ενδελεχώς), συνοπτικά αναφέρει πως η θεά Αθηνά τιμώρησε μιαν όμορφη κοπέλα, την Αράχνη Ταραντούλα, για την αλαζονεία της να τολμήσει να πιστέψει πως ήταν καλύτερη υφάντρα από την ίδια τη θεά. Μια άλλη όμως σύγχρονη εκδοχή θεωρεί ότι, επειδή στη μεσαιωνική κοινωνία ο χορός ήταν κάτι απαγορευμένο για τις γυναίκες, εκείνες επινόησαν αυτό το μύθευμα για να μπορούν να χορεύουν ελεύθερα.

Η Φεραμόσκα μας μιλά γι’ αυτήν τη «Νύχτα της ταράντα» προσκαλώντας μας για χορό και τραγούδι υπό τη συνοδεία του βιολιού, του ταμπουρέλο, του ακορντεόν και της κιθάρας των «tamburellisti», στην πλατεία Torrepaduli, την «Πλατεία Με τις Ηττημένες ταραντούλες», αφού πρώτα μας προσελκύει με το «νανούρισμα», με τα ατέλειωτα «γιατί;» ενός μικρού παιδιού, και με τις μυρωδιές της «Κωνσταντινούπολης»: «Θα ήθελα να σας προτείνω αυτή την παράξενη νύχτα, που χορεύεται στην πατρίδα μου το Σαλέντο από την εποχή των ορφικών τελετών, γιατί κάθε φορά την αισθάνομαι ως μια έντονη κραυγή λύτρωσης και συνάμα ζωτικής χαράς που πρέπει οπωσδήποτε να μοιραστώ.»

`

****************************************************

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η Άννα – Μαρία Φεραμόσκα συνεργάζεται με διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά για την ποίηση, μεταξύ αυτών το «Poesia2punto0.com», όπου είναι η επιμελήτρια κι εμπνεύστρια της στήλης Poesia Condivisa, το «Clepsydraedizioni» όπου δημοσιεύει έργα νέων, άγνωστων ακόμα Ιταλών ποιητών. Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με περιοδικά όπως: «Le Voci della Luna», «La Mosca di Milano», «La Clessidra».

Μεταξύ αυτών που έχει δημοσιεύσει, είναι οι ποιητικές συλλογές: «Other Signs, Other Circles», [Άλλα σημάδια, άλλοι κύκλοι, ποιητική ανθολογία ποιημάτων 1990-2009, εκδ. Chelsea Editions, Νέα Υόρκη, 2009, Βραβείο «Città di Cattolica»], «Curve di livello», [Καμπύλες επιπέδου, εκδ. Marsilio, 2006, Βραβεία: «Astrolabio», «Castrovillari-Pollino», «Violetta di Soragna»], «Paso Doble», [Πάσο Ντόμπλε, εκδ. Empiria, 2006, δίγλωσση ποιητική συλλογή σε συνεργασία με την ποιήτρια Αναμαρία Κρόου Σεράνο], «Porte/Doors», [Πόρτες, Εκδόσεις del Leone, 2002, Βραβείο Internazionale Forum-Den Haag], «Il versante vero», [Ο αληθινός στιχοποιός, εκδ. Fermenti, 1999, Βραβείο «Opera Prima Aldo Contini-Bonacossi»], «Canti della prossimità», [Τραγούδια εγγύτητας, συλλογή που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Anima Mundi», εκδ. puntoacapo, 2011].

`

`

*********************************************************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*  Μπορείτε να ακούσετε το ποίημα «Η Πλατεία Με τις Ηττημένες ταραντούλες»: ΕΔΩ

** Pugliamondo: «Ένα ταξίδι με στίχους», https://lapoesiaelospirito.wordpress.com

***Από τις ποιητικές συλλογές: Il versante vero, εκδ. Fermenti 1999, Curve di Livello, εκδ. Marsilio, Βενετία 2006, Paso Doble, εκδ. Empiria, Ρώμη 2006.

`

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Ανέκδοτα Ποιήματα

$
0
0

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;

Γιατί γράφουμε ποίηση

Δεν είναι ότι γράφουμε ποίηση.
Είναι ότι δεν ξέρουμε να μην γράφουμε.
Όπως κάποιος φοβισμένα
ανοίγει την πόρτα του ή την καρδιά του
σ’ έναν τσακισμένο.
Όχι επειδή είναι καλός άνθρωπος.
Από ανάγκη.


Μίλησα για σένα με τη σιωπή

Mίλησα για σένα με τη σιωπή
μίλησα για την ομορφιά σου.
Ητανε όμως μόνο λέξεις φοβισμένες
δεν υπήρχε σώμα
ήτανε μόνο θύμηση
χαραγμένη
σε δύο κορμούς μνήμης.
Όταν έφυγε ο ίλιγγος
εξανεμίστηκαν τα λόγια
και η εικόνα σου.
Εμεινε μόνο σιωπή
και η λογική.
Αυτές οι δύο
μου αποκαλύπτουν κάθε βράδυ
την απουσία σου.

Ο κρότος των λέξεων τους
στον Ορέστη

Θυμάμαι
την πρώτη μέρα στο σχολείο
έκλαψα από τρόμο
μόλις το χέρι της μάνας μου
αποσύρθηκε.
Δεν είναι ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο
φορείς μιας απρόσιτης γνώσης.
Τις λέξεις τους φοβόμουνα
σκληρές δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν πλασμένες στη στοργή.
Ετσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιό μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις γλυκύτατες και αγαπητικιές
να τις παίρνει μαζί του
να τoν κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.

Αυτή δεν είναι η φωνή μου

Δεν είναι η φωνή μου αυτή που ακούω να ηχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο.
Χρόνια ακίνητος και άλαλος
μέσα στη νυχτερινή ονειροπόληση και περισυλλογή
η σιωπή της πρέπει να έβγαλε ρίζες
σε κάποιου άγνωστου το στόμα.
Κάπου εξόχως ομιλητικού
που με ακρίβεια υπέθεσε τη φωνή μου.

Χριστούγεννα 2013

Aδειασαν οι δρόμοι της πόλης
οι διευθύνσεις τους συστρέφονται
οι δρόμοι οδηγούν στο νεκροταφείο
όπου οι νεκροί λείπουν
οι νεκροί γιορτάζουν στο κέντρο της πόλης
οι ζωντανοί είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους
σε λίγο θα πάρουν τη θέση των νεκρών
ο αέρας θα φυσήξει μια φορά
προς τα εκεί που οι δρόμοι καταλήγουν
και οι νεκροί θα βασιλέψουν στην πόλη
κανείς πια δεν ξέρει το μέλλον
καλύτερα από τους νεκρούς.

O γηραιότερος

Εζησε περισσότερο από τους φίλους του
έζησε περισσότερα.
Οι αναμνήσεις του
αιωρούνται
ανεξέλεγκτα σ’ ένα κενό
που δεν είναι πια
η μνήμη του
αφού τα σκοινιά που τις κρατούσαν
κόπηκαν.
Όπως οι αστροναύτες
από έλλειψη βαρύτητας
αιωρούνται
όπως οι φωτογραφίες
από έλλειψη ζωής
ακινητούν
όπως οι παλιοί ατέλειωτοι στίχοι
άψυχοι και ανέστιοι
αδυνατούν να υπακούσουν
στις προσπάθειες οργάνωσης τους
έτσι και το ταξίδι του μες τη ζωή
-μια αναπνοή
λες και κάποιος να φύσηξε
πολύ δυνατά
από πολύ μακριά
μόνο γι’ αυτόν
κι ύστερα
έκλεισε ξαφνικά
το στόμα.

ΤΟ ΠΟΙΕΙΝ ΤΟ POETENLADEN και το POIEINREBSTEIN ΣΑΣ ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

$
0
0

[author] Ποιείν [/author]

ΤΟ ΠΟΙΕΙΝ ΤΟ POETENLADEN ΚΑΙ ΤΟ POIEINREBSTEIN ΣΑΣ ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Δημήτριος Μουζάκης
Τζένη Μαστοράκη
Χρίστος Λάσκαρης
Λεωνίδας κακάρογλου
Κατερίνα Γώγου
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Γιάννης Βαρβέρης
Γιώργος καλοζώης
Τάσος Γαλάτης
Σοφία Γιοβάνογλου
Γιώργος Χριστοδουλίδης
Βασίλης Λαλιώτης
Γλυκερία Μπασδέκη
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Πάμπος Κουζάλης
Μαρία Ανδρεαδέλλη

Ελένη Μαρινάκη
Γιώτα Αργυροπούλου
Πέτρος Γκολίτσης
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Γιώργος Χρονάς
Γιάννης Υφαντής
Νίκος Καρούζος
Γαβριήλ Ναχμίας
Λίνα Φυτιλή
Γιώργος Καρτάκης
Ηλίας Κωνσταντίνου
Δήμητρα Χριστοδούλου

ο Σπύρος Αραβανής και ο Σωτήρης Παστάκας με τους μεταφραστές Jan Kuhlbrodt, Jorgos Kartakis,
Ευαγγελία Πολύμου,και Massimiliano Damaggio
http://www.poetenladen.de/luftfracht/vorspann.php

http://rebstein.wordpress.com/category/massimiliano-damaggio/page/2/

«Νέα υποκρισία σε παμπάλαια συσκευασία»

$
0
0

[author] Του Σωτήρη Παστάκα [/author]

Ο νέος διευθυντής του ψευδεπίγραφου «νέου» περιοδικού από τη σελίδα του στο φμπ αναδημοσιεύει ένα άρθρο του κ. Σιώτη από την «Καθημερινή» και χάνει την ψυχραιμία του μόλις εμφανίζεται μια φιλολογική μελέτη για εμφανή λογοκλοπή του εργοδότη του και μέντορά του κ. Πατίλη:

«-Ιαπωνίς,
μήπως πονείς;

-Νο, νο
Εγκυμωνώ
εν κιμονώ
εν και μονό.

Κώστας Παύλου Παναγιωτόπουλος, Αποφταίγματα, σελ. 47
Εκδόσεις Καστανιώτης 1981.

*****

ΧΙ
( Η ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΜΟΥ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΓΟΣΜΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ)

Ιαπωνίς,
και συ πονείς

Γιάννης Πατίλης, Γραφέως Κάτοπτρον
Εκδόσεις Ύψιλον, Δεκέμβριος 1989»

Ένα μόνο παράδειγμα, είπαμε, από το πλούσιο υλικό που έχει μαζέψει ήδη η φιλολογική μας ομάδα. Ο «νέος Διευθυντής» λοιπόν, εν βρασμώ ψυχής και τελών σε κατάσταση μένους, πρόθυμος δηλαδή να προτάξει τα στήθη του για να προστατέψει το αφεντικό του, πρώτα δηλώνει πως πρόκειται περί «συμπτώσεως» (sic!), αμέσως μετά (στο καπάκι που λέμε) πως ο Πατίλης το πήρε μεν αλλά «το αξιοποίησε ποιητικά» και στο τέλος, εδώ είναι το διασκεδαστικό του θέματος συνδέει την υπεράσπιση της καταφανούς λογοκλοπής του ευεργέτη του με την εξής παρατήρηση: «Ότι ο Χάρης Βλαβιανός βρισκόταν στο επίκεντρο των διαδικτυακών επιθέσεών σας (τίνων;) επί χρόνια (χρόνια; Τι πίνετε και δεν μας δίνετε;)… Όπως εξάλλου και ότι το διαδικτυακό περιοδικό (δεν το κατονομάζει, παρόλο που τον είχε επανειλημμένως δημοσιεύσει, χάρη στη μεσολάβηση τρίτων… έτσι έχει μάθει να λειτουργεί ο άνθρωπος), που επί χρόνια φιλοξενούσε αυτές τις επιθέσεις σας, τις έχει πλέον διαγράψει, μαζί με όλα τα επικριτικά πόστ και τα (εκατοντάδες! και πολύ συχνά καλώς τεκμηριωμένα) σχόλια αναγνωστών του εις βάρος του Βλαβιανού. (Επειδή το γαμημένο το ασυνείδητο κρύβεται στη γλώσσα, ορίστε πως η ίδια η γλώσσα τον προδίδει) : Αντ’ αυτού, ο Βλαβιανός αναρτάται πλέον τακτικά με κείμενά του στο εν λόγω περιοδικό, και ο διευθυντής αυτού του τελευταίου τυπώνεται πρωτοσέλιδος στην Ποιητική, το περιοδικό του πρώτου…» (εδώ η αφέλειά του εμπίπτει σε ποινικό αδίκημα, αλλά δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω μαζί του, επειδή η ηλιθιότητα του νέου διευθυντή του ψευδεπίγραφου νέου περιοδικού είναι πασιφανής).

Λοιπόν, κ. “νέε” Διευθυντά: δεν υπήρξε καμία επίθεση του περιοδικού μας. (το ποιείν είναι θέση κι όχι αντίθεση). Αναδημοσιεύσαμε το κείμενο που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», την προηγούμενη μέρα (με τον καιρό μάθαμε και ποιος το ΄΄εγραψε και ποιος το δημοσίευσε…). Τα σχόλια φυσικά και σβήστηκαν. Ο κ. Πατίλης τότε επέμενε κι αυτός να σβηστούν τα σχόλια, μου δήλωσε πως «όλα αυτά μας γυρίζουν στον εμφύλιο».

Τότε ο Πατίλης μας κατηγορούσε ως πολέμιους του Βλαβιανού, τώρα εσείς μας αποδίδεται τη μομφή πως τον στηρίζουμε και πως σε μας (τους πολέμιούς του) στηρίζεται η ατιμωρησία του…

Τις προσωπικές σας διαφορές τις γνωρίζουμε πολύ καλά. Οι μετακινήσεις των στρατηγών σας επίσης μας είναι γνωστές αλλά παντελώς αδιάφορες.

Καλό μας Πάσχα, κ. «νέε» Διευθυντά!

Γιώργος Κασαπίδης, Μικρό Ανθολόγιο

$
0
0

`

ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΦΥΣΗΤΟ ΓΥΑΛΙ

Μικρά κι αέρινα πετούμενα
πάνω απ’ το φόβο των ψυχών
σαν άγγελοι της αναγέννησης κι ωσάν
τοπία φανταστικών ερωτικών σκηνών
με διπλοσέντονα λευκά και δαντελένια
προσκέφαλα ως τους ώμους κι ως τον αιώνιο
ποθητό μανδύα ‘‘ορατών τε και αοράτων ’’
- εύθραυστο φυσητό γυαλί, ευγενικό στολίδι
στους κλάδους αιωρούμενο του δέντρου
της μηλιάς, της γνώσης, των μεγάλων κοπετών
των δώδεκα δακρύων, όταν σφαλίζουν νοερά
οι πύλες της μοιραίας πρωτευούσης
κι αρχινούν οι κρότοι της αντίστασης
κάτω από επίπεδες στέγες πλήρεις κεραιών,
όταν ο δήμιος των ποιητών, δεν είναι
πρόσωπο υπαρκτό με θηλιά ή λαιμητόμο
αλλά μια τρύπα χάσκουσα στο κέντρο της ζωής
κοντά μας, δίπλα μας, απέναντι
στα θεωρεία της θλίψης, σε κάθε τζαμωτό
θηριο-οικοδόμημα, μ’ επιταγμένους αριθμούς
γραφείων ή σε φαρέτρες-φέρετρα της γλώσσας
δίχως βέλη, με μόνη άρχουσα δυσοίωνη αιχμή
το αρχαίον «ουδέν» ή «το μη χείρον
βέλτιστον» ανούσιων μονολόγων.

`

*

Η ΘΥΜΙΚΗ ΕΠΩΔΟΣ

Ωδή στο παράλογο

Περνάς απέναντι στο πεζοδρόμιο.
Το βραβείο του Κρόνου στο μέτωπο
χαραγμένη εικών του Ασώτου.

Η θυμική επωδός προκαλεί το φως
ως ακτίνα καλογυαλισμένου ποδηλάτου.
Καθαρός κι αψεγάδιαστος ο ουρανός
υποκύπτει σχεδόν από τα χαράματα
στην κυανή αποστολή του.

Αργότερα, γύρω στο μεσημέρι
δώδεκα φορτηγά κατακρημνίζονται
το ’να μετά το άλλο σαν μαγνητισμένα
στη μοιραία στροφή της Αναβύσσου
δίχως κρότους κι εκρήξεις.

Εγώ, βαδίζω ( με τι θάρρος άραγε ) αμέριμνος
κατά μήκος του ίδιου δρόμου, βέβαιος
όλως διόλου για την εμφανή οφθαλμαπάτη
όχι της πτώσης των φορτηγών, αλλά
του συμπτωματικού αριθμού «δώδεκα».

`

*

ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΤΡΙΤΗ

Γυναίκα άγριος άνεμος
ουρλιάζει στο κορμί μου και κρυώνω.
Μ’ αφήνει μόνο, δίχως υποδήματα
με μαύρες κάλτσες καταδότριες της αφής
στο βρεγμένο κατάστρωμα. Κι ο καπετάνιος
άφαντος, στον πάτο, στο βυθό της μέρας
και το σκισμένο δίχτυ του απογεύματος
γεμάτο άγχη και ανίες να βολοδέρνει
δέσμιο πίσω από την πρύμνη.

Κι έτσι, καθώς ακίνητος αιωρούμαι, μεταξύ
φθοράς και αφθαρσίας, επεμβαίνει
απρόσκλητος εντός μου ο ποιητής
( βρήκε την ώρα ο καιροσκόπος )
και με προγκάει με στιχοπλοκές του τύπου:
- Πόσο θ’ αντέξουμε ακόμη
δίχως ηλεκτρικό στη σκέψη;
Μονάχα ένα κερί αμυδράς λάμψεως
φωτίζει την έρημη ρήση:
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΕΛΚΟΜΑΙ
ΕΠΙ ΠΟΔΟΣ ΑΣΘΜΑΙΝΩ.

Σ’ εκείνο το σημείο βουτάω
πέφτω, για την ακρίβεια , στα νερά
τα κατακόκκινα της αφρισμένης θάλασσας
και όπως είναι φυσικό, κραυγάζω, εκλιπαρώ
την επόμενη μέρα να σπεύσει να με σώσει
να πιαστώ στην άκρη της Τετάρτης.

`

*

ΣΑΝ ΑΨΟΓΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

Ε, ναι λοιπόν, όλα έχουν κάποτε ένα τέλος:
ο βόρειος άνεμος που παιδεύει τα φύλλα της
μουριάς, η αδηφάγα άποψη των δεινοσαύρων
το πανηγύρι της Ακράτας, οι φανοποιοί, το κόκκινο
της θάλασσας λίγο πριν δύσει ο ήλιος…

Άλλα επανέρχονται παραλλαγμένα, άλλα
όχι. Κι ο πετεινός της γειτονιάς μου
μη νομίζετε πως λαλεί κάθε χάραμα.
Τις προάλλες τον τσάκωσα να κοιμάται
μέχρι αργά το μεσημέρι. Τον πέρασα για
πεθαμένο (ήταν) και είπα στην αρχή:
- Τι κρίμα, να πάει χαμένο τόσο κρέας!
Μετά, μ’ έπιασαν τα ποιητικά. Θυμήθηκα
την απαράμιλλη κορμοστασιά του κι άρχισα
ν’ απαγγέλλω δυνατά στ’ αυτιά του, Πινδάριους
στίχους. Τον ξεγέλασα όπως φαίνεται, γιατί
στυλώθηκε και πάλι στα γερά του πόδια
φούσκωσε με έπαρση το στήθος, σήκωσε
το λειρί ψηλά (μαζί με το κεφάλι… εννοείται!)•
μόνο το κικιρίκου δεν κατάφερε καλά,
εντούτοις, ένιωσα απρόσμενα περήφανος, καθώς
του ’δωσα κάτι απ’ την παλιά του αίγλη
τουλάχιστον στην εκφορά του λόγου
να τον έχω στολισμένο επιμελώς
σαν άψογο απαρέμφατο.

`

*

ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ

Συνάδω με τη δυνατή βοή, καθώς
πασχίζει ο χείμαρρος να ονομαστεί ποτάμι
σαλπίζοντας το ον εκ των ενόντων
και το ευ των ευπειθών
θύματα κάποτε του εμφύλιου σκότους
χαραμάδες του ξύλου στην ακίνητη πόλη
εν μέσω των ληστών
εν μέσω των πολύφημων αστών
των « αθανάτων » -φευ- που ετάφησαν
των « γενναίων » που ενέδωσαν
των ένθερμων ονειροπτεριστών που εν τέλει
πεζοί περπατούν στις καυτές λεωφόρους
των φαναριών και των εξατμίσεων.

Περνάω γοργά στην αντίπερα όχθη
των ζωντανών αγαλμάτων, των ψυχρών
ηφαιστείων, των κραυγών που σιωπούν
κι όλα τ’ άλλα παρακάμπτοντας ρήματα,
Υπομένω, των φαντασμένων τα βέλη
τους δισταγμούς των δειλών
τα ποικίλα πομπώδη περάσματα
από το χρέος στο πολύχρωμο χάος
από την πείνα στο πολύ της απληστίας
από την τέφρα στα αόρατα τείχη…
και τις κάρες των καταραμένων κρατώ
ποιητών, στις μεγάλες πήλινες στάμνες
τις ανέγγιχτες, γεμάτες κρασιά
κατακόκκινα, γεμάτες στίχους κρυφούς
κι ανεκπλήρωτα τάματα.

(Από τη συλλογή ΑΝΤΙΠΕΡΑ εκδ. Τυπωθήτω 2005,
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2006 )

`

*

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Στην άπιστη νεαρή
του Β΄ Καταστρώματος

Το θαύμα δεν είναι πλέον
να περπατήσεις επί των υδάτων. Τούτο
άπαξ και δια παντός συνετελέσθη, ως ελέχθη.

Το θαύμα είναι να παγώσει
ολάκερη η θάλασσα κατακαλόκαιρο
γιατί εκείνη δεν σε πρόσεξε στο πλοίο…

τζάμι να γίνει, αιχμηρό γυαλί, λάμα
που αστράφτει ηδονικά στις φλέβες και στο αίμα
να κοκκινίσει πρόωρα ο ήλιος πριν τη δύση του

γιατί εκείνη δεν σου χάρισε ένα βλέμμα
γιατί δε φύσηξε στην κόμη της ο άνεμος
ούριος του έρωτα, αρμενιστής…

`

*

ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

Θάλασσα θηλυκή και θάλλουσα

θάλασσα που συμφιλιώνει στο κορμί της χίλια πέλαγα
θάλασσα ελεητική στα ρηχά των αισθημάτων

θάλασσα φιλική στη Σαμοθράκη πριν τη θύελλα
θάλασσα στο Πλατύ της Λήμνου, ανεμόεσσα

θάλασσα του Σολωμού με τον Πόρφυρα
θάλασσα του Θέμελη με τα μοναχικά και λυπημένα πλοία
θάλασσα μνήμη, του Σινόπουλου

θάλασσα θάλαττα(δις) των εναπομεινάντων εκ των μυρίων
στην τελική κατάβαση για την Ελλάδα ρε γαμώτο

θάλασσα με την Ελένη γυμνή στο έβδομο ποίημα, ξαπλωμένη
ανέμελα στη νιόκοπη φράση χύμα στο κύμα

θάλασσα πληθωρική, με κοράλλια, όστρακα, φύκια, με μύθους
ιδανικοχαμένες Ατλαντίδες, αέναους ήχους…

θάλασσα του Άθω, σιωπηλή, όρθρου βαθέως

εκ βαθέων θάλασσα.

(Από τη συλλογή ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΘΑΛΑΣΣΑ εκδ.PHOTOGRAPHS STUDIO, 2010)

`

*

Η ΚΟΥΡΤΙΝΑ

Κι εκεί που όλα φαντάζουν μαγικά
από το απέναντι παράθυρο του λεωφορείου:
« η πρωινή δροσιά, τα δέντρα τα μοναχικά
οι λαξευτές βουνοκορφές του μυθικού Παγγαίου
η ευστροφία του ήλιου του ανυπόταχτου…»
τραβάει, αίφνης, η κυρία - κατά τ’ άλλα - την κουρτίνα
και χάνονται όλα μονομιάς στο κίτρινο πανί της.

- Τι αγένεια κι αυτή να σου στερούν
την πρώτη ύλη της ποιήσεως, δίχως
μια - τόση δα- συγνώμη, μιαν απολογία!

Κι αν το ατόπημα βάρυνε μία κοπελίτσα, ίσως
και να ’δινα λιγάκι τόπο στην οργή, να συγχωρούσα.
Μα τώρα κάθομαι άπραγος, δίχως το θείο
αγνάντεμα, χωρίς αισθήματα, με μόνη
εκδικητική ευχαρίστηση τον λαμπερό ιδρώτα
που ενοχλεί αφάνταστα κι εξευτελίζει
το, ούτως ή άλλως, άθλιο της …κυρίας μακιγιάζ!

`

*

ΑΣΠΡΟΒΑΛΤΑ ΓΚΡΙΖΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Όσο πυκνά και να χιονίζει
πάνω στη θάλασσα, εκείνη
μουντή απ’ έξω κι ως βαθαίνει σκοτεινή
ποτέ της δεν ασπρίζει.

Κι ουτ’ ένα δέντρο μεσοπέλαγα
σαν τίτλος - έστω - ποιήματος, ωσάν παρατυπία
έτσι που την πεζή ζωή μου να ξεγέλαγα
με μιαν ακόμη εξαίσια ουτοπία.

`

*

Μ’ ΑΛΛΟΝ ΤΡΟΠΟ
Στην κόμη του Κόμη…

Οι μέρες παραδίδονται στο γκρίζο
αγριεύει το ελάφι το ήμερο
η θάλασσα αφηνιάζει και ξεβράζει
το ματωμένο του Αίαντα σπαθί στη μακρινή
Ανταρκτική, ανατέμνει το τοπίο…

Γερνάμε μάλλον ή μ’ άλλον τρόπο
ανιχνεύουμε τα γεγονότα, επιζητώντας
του τρόμου το άλλοθι για τα ολέθρια
του χρόνου· τις ρίμες που ’γιναν ρημάδια
στ’ απόκρημνα των άρρητων.

Καλύτερα από την αρχή να σπέρναμε ανέμους
κι ας θερίζαμε θύελλες αργότερα
παρά, δίχως χαρά, χείριστοι όλων να χρωστάμε
χίλιες χάρες σ’ άχαρες χίμαιρες, εκλιπαρώντας
κάποιο χάδι στα ελάχιστα μαλλιά που απομένουν

σε τούτα τα γυαλιστερά σαν καύκαλα χελώνας
αδειανά από ιδέες φαλακρά κεφάλια.

`

*

ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙ(Ο)

Τόσες βαρύνουσες άγκυρες μα πουθενά
δεν στέριωσες. Τόσες κραταιές κορώνες
μα ποτέ κεκυρωμένος, κράτησες όπως λεν
απλώς μια στάση - συνήθως δίχως έπαρση.

Δράμα - Γρανίτης - Νευροκόπι
κι αντίστροφα το δρομολόγιο
πλήρωσες την καθημερινότητα αδρά
- χιλιάδες εισιτήρια κι όνειρα ακυρωμένα.

Λίγο πριν παραδώσεις τα Οχυρά, λίγο πριν
αγγίξεις το όριο, στο Ακρινό ή στο Περιθώρι(ο)
τίθεται εκ νέου, για πολλοστή φορά, η ασύμετρη
ερώτηση: - Άκρατος οίνος ή κρίνων νους;

(Από τη συλλογή ΕΚΣΚΑΦΕΑΣ ΑΟΡΑΤΩΝ, Οι εκδόσεις των φίλων, Δεκ. 2013)

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιώργος Κασαπίδης γεννήθηκε το 1961 στη Δράμα, όπου και κατοικεί μόνιμα.
Το 1999 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων ποιητικής φαντασίας με τίτλο Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ στις εκδόσεις Παρατηρητής, τον Νοέμβριο του 2005 την ποιητική συλλογή ΑΝΤΙΠΕΡΑ στις εκδόσεις Τυπωθήτω (Βραβείο Αθάνα Ακαδημίας Αθηνών 2006), την ποιητική συλλογή ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΘΑΛΑΣΣΑ από τις εκδόσεις Photo/Graphs Studio 2010 και κατά το έτος Καβάφη μια ενότητα ποιημάτων με τον τίτλο ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 2013 μ.Χ (εκτός εμπορίου). Η πιο πρόσφατη συλλογή του ΕΚΣΚΑΦΕΑΣ ΑΟΡΑΤΩΝ κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2013, από τις Εκδόσεις των Φίλων.
Στο χώρο της φωτογραφίας έχει πραγματοποιήσει οκτώ ατομικές εκθέσεις, καθώς και τις εκδόσεις ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ από την Camera Obscura, 2003 (εκτός εμπορίου) και ΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ από τη Δ.Ε.Κ.ΠΟ.Τ.Α. Δράμας το 2004.

Paul Celan,«Χώμα ήταν μέσα τους» (μτφρ-σημειώσεις: Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0


1.

ΧΩΜΑ ΗΤΑΝ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ και
αυτοί έσκαβαν.

Έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι κυλούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν υμνούσαν το Θεό,
που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, όπως άκουγαν, όλα αυτά τα γνώριζε.

Έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια΄
δεν έγιναν σοφοί, ούτε εμπνεύστηκαν λόγους ασμάτων,
δεν επινόησαν κάποιου είδους γλώσσα.
Έσκαβαν.

Και απλώθηκε μια σιγαλιά και ήρθε και μια θύελλα,
ήρθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδάει εκεί, λέει: αυτοί σκάβουν.

Ω ένας, ω κανένας, ω ουδείς, ω εσύ:
πού οδηγούσε, αφού δεν οδηγούσε πουθενά;
Ω εσύ σκάβεις, κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου προς τη μεριά σου,
ενώ στο χέρι μας ξυπνά το δαχτυλίδι.

*

Σ.τ.Μ.

1.Η διαδικασία της «εκσκαφής» εμφανίζεται στην ποίηση του Τσέλαν ήδη στο ποίημα «Η Φούγκα του Θανάτου»: «…τους βάζει ένα μνήμα να σκάψουν στη γη». Ολόκληρο το ποίημα της Φούγκας: http://pribas.blogspot.gr/2013/05/paul-celan.html
2.[Έσκαβαν κι έσκαβαν…η νύχτα τους.]. «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου΄εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. 3, 17)
2.α: «και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο Θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γην, εξ ης ελήφθη» (Γεν. 3,23)
3.[Και δεν υμνούσαν το Θεό]..[ούτε εμπνεύστηκαν λόγους ασμάτων…γλώσσα]. Σύγκρινε με τον παρακάτω ψαλμό (3 -6):

1.Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν, ότε ενεθυμήθημεν την Σιών.
2.Επί τας ιτέας εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τας κιθάρας ημών.
3.Διότι οι αιχμαλωτίσαντες ημάς εκεί εζήτησαν παρ’ ημών λόγους ασμάτων΄ και οι ερημώσαντες ημάς ύμνον, λέγοντες, Ψάλατε εις ημάς εκ των ωδών της Σιών.
4.Πως να ψάλωμεν την ωδήν του Κυρίου επί ξένης γης;
5.Εάν σε λησμονήσω, Ιερουσαλήμ, ας λησμονήση η δεξιά μου
6.Ας κολληθή η γλώσσα μου εις τον ουρανίσκον μου, εάν δεν σε ενθυμώμαι΄

(Ψαλμοί, ψαλμός 137)

*

ES WAR ERDE IN IHNEN, und
sie gruben.

Sie gruben und gruben, so ging
ihr Tag dahin, ihre Nacht. Und sie lobten nicht Gott,
der, so hörten sie, alles dies wollte,
der, so hörten sie, alles dies wusste.

Sie gruben und hörten nichts mehr;
sie wurden nicht weise, erfanden kein Lied,
erdachten sich keinerlei Sprache.
Sie gruben.

Es kam eine Stille, es kam auch ein Sturm,
es kamen die Meere alle.
Ich grabe, du gräbst, und es gräbt auch der Wurm,
und das Singende dort sagt: sie graben.

O einer, o keiner, o niemand, o du:
Wohin gings, da’s nirgendhin ging?
O du gräbst und ich grab, und ich grab mich dir zu,
und am Finger erwacht uns der Ring.

*

2.ΨΑΛΜΟΣ

Κανείς δεν θα μας ξαναπλάσει εμάς από πηλό και χώμα,
κανείς δεν θα γητέψει τη δική μας σκόνη.
Κανείς.

Σοι πρέπει δόξα, εσύ ο Κανένας .
Για σένα μόνο
να ανθούμε θέλουμε.
Αντίκρυ σου.

Ένα Τίποτα
υπήρξαμε, είμαστε και
θα μείνουμε, ανθίζοντας:
του Τίποτα, του
Κανενός το Ρόδο.

Με
στύλο σαν ολόφωτη ψυχή,
το στήμονα ουρανό ερημωμένο,
στεφάνη άλικη
από λόγο πορφυρό που ψάλλαμε
πάνω, ω πάνω
από το αγκάθι.

*

Σ.τ.Μ

1.[Κανείς δεν θα μας ξαναπλάσει…σκόνη]. «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.» (Γεν. 2,6)
Το ρήμα, λοιπόν, «γητεύω», besprechen (μαγγανεύω, μαγεύω, λέω ξόρκια) στο πρωτότυπο, θα πρέπει να ερμηνευθεί ως το βιβλικό «εμφυσώ πνοή».
2. [Κανείς…κανείς…Κανείς]. Πολλοί στίχοι βιβλικών ψαλμών ξεκινούν κατ΄ακολουθία με την ίδια λέξη (:parallelismus membrorum).
3.[ολόφωτη ψυχή], «seelenhell» στο πρωτότυπο. Νεολογισμός: «Seele: ψυχή + hell: φωτεινός».
4.[ουρανό ερημωμένο], «himmelswüst» στο πρωτότυπο. Νεολογισμός: «Himmel: ουρανός + wüst: έρημος, ανάστατος, χαώδης».

*
PSALM

Niemand knetet uns wieder aus Erde und Lehm,
niemand bespricht unsern Staub.
Niemand.

Gelobt seist du, Niemand.
Dir zulieb wollen
Wir blühn.
Dir
entgegen.

Ein Nichts
waren wir, sind wir, werden
wir bleiben, blühend:
die Nichts-, die
Niemandsrose.

Mit
dem Griffel seelenhell,
dem Staubfaben himmelswüst,
der Krone rot
vom Purpurwort, das wir sangen
über, o über
dem Dorn.

«Του Κανενός το Ρόδο»

Ο Paul Celan έγραψε την ποιητική συλλογή «Του κανενός το Ρόδο» μεταξύ 1959 και 1963. Πρόκειται για την τέταρτη και ίσως για την σημαντικότερη ποιητική του συλλογή. Στο ίδιο χρονικό διάστημα κορυφώνεται και η ψυχική κρίση του ποιητή, ώστε τελικά να νοσηλευτεί για πρώτη φορά σε ψυχιατρική κλινική.

Οι συγκρούσεις με συναδέλφους και κριτικούς στην λεγόμενη «Υπόθεση Goll», κατά την οποία κατηγορήθηκε για λογοκλοπή, οδήγησαν τελικά σε σοβαρή προσβολή της ψυχικής του υγείας. Ο Τσέλαν φοβόταν μια αναζωπύρωση του αντισημιτισμού στην Ευρώπη και αισθανόταν ότι διατρέχει κίνδυνο, όχι μόνο η ζωή του αλλά και η καλλιτεχνική του υπόσταση, μέσω της δυσφήμησης τού ονόματός του εξαιτίας των παραπάνω κατηγοριών.

Το κλίμα αυτών των συγκρούσεων αντικατοπτρίζεται θεματικά στα ποιήματα της συλλογής μέσα από μια βαθιά αντιπαράθεση με τον Εβραϊσμό και την ρωσική λογοτεχνία. Σε καμιά άλλη ποιητική του συλλογή δεν εμφανίζεται αναλογικά το ίδιο πλήθος εβραϊκών ονομάτων, εννοιών, τελετουργιών, μυθολογικών, μυστικιστικών και θεολογικών συγκείμενων.

Τα ποιήματα απευθύνονται στην Νέλλυ Ζαξ και στον Όσσιπ Μάντελσταμ* ως εκφραστές του δυτικοευρωπαϊκού και ανατολικοευρωπαϊκού εβραϊκού στοιχείου αντίστοιχα. Ο Τσέλαν έβλεπε στο πρόσωπο του Όσσιπ Μάντελσταμ τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της ρωσικής λογοτεχνίας και του εβραϊκού στοιχείου. Στον ίδιο είναι επίσης αφιερωμένη και η συλλογή.

*Όσσιπ Μάντελσταμ. Ρώσος ποιητής, 1891 Βαρσοβία - 1938 Βλαδιβοστόκ.

****

Βιβλιογραφία:
.
1.Paul Celan, Die Gedichte, Suhrkamp Verlag, 2005, επιμέλεια και σχόλια Barbara Wiedemann.
2*. Anne Carson, Economy of the unlost (Simonides and Paul Celan),Princeton University Press.
3. Julian Tietz, Die Funktion der Bibelmotivik bei Paul Celan.
4. Verena Walzl, Zur Erdmetaphorik in Paul Celans Niemandsrose.
5*. Jan-Heiner Tück, Gelobt seist Du, Niemand. Paul Celans Dichtung - eine theologische Provokation, 2000
6. Paul Celan, «Του Κανενός το Ρόδο», Άγρα 1995,μτφρ. Χ.Γ. Λάζος
.
*Ακούστε τον Paul Celan να απαγγέλει το ποίημα «Χώμα ήταν μέσα τους»: http://www.youtube.com/watch?v=K8my2LjZxBY
.
(Τα ποιήματα της ανάρτησης περιλαμβάνονται στη συλλογή «Του Κανενός το Ρόδο».)


Γιάννης Χρήστου, ««Έξι τραγούδια σε ποίηση Τ.Σ. Έλιοτ», Σείριος 2001

$
0
0

`

ποίηση: Τ. Σ. Έλιοτ, συνθέτης: Γιάννης Χρήστου, τραγούδι: Alice Gabbai (μέτζο σοπράνο). Για μεσόφωνο και πιάνο (1955). Πιάνο: Piero Guarino. Ιδιωτική ηχογράφηση, μάλλον στο σπίτι του συνθέτη, 1955.


Ακούστε το ΕΡΓΟ  ΕΔΩ

`

Το έργο γράφτηκε το 1955. Είχε προηγηθεί, το 1951, το έργο Συμφωνία αρ. 1 για γυναικεία φωνή και ορχήστρα όπου το μεσαίο μέρος ήταν πάνω στο ποίημα του Έλιοτ, Μάτια που τελευταία φορά είδα σε δάκρυα. Τα «Έξι τραγουδια σε ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ» γράφτηκαν αρχικά για μεσόφωνο και πιάνο και το 1957 ενορχηστρώθηκαν.

`
Eyes that last I saw in tears

Eyes that last I saw in tears
Through division
Here in death’s dream kingdom
The golden vision reappears
I see the eyes but not the tears
This is my affliction

This is my affliction
Eyes I shall not see again
Eyes of decision
Eyes I shall not see unless
At the door of death’s other kingdom
Where, as in this,
The eyes outlast a little while
A little while outlast the tears
And hold us in derision.

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

I. New Hampshire
II. Death by Water [00.55]
III. Mélange Adultère de tout [03:08]
IV. Eyes that last I saw in tears [04:18]
V. The Wind sprang up at four o’clock [08:02]
VI. Virginia [09:55]

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Πάσχα ρωμέικο», “Πασχαλινά διηγήματα”, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”

$
0
0

`

Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς.

Οταν εμειδία ο μπαρμπα - Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα, όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται διά την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «ή εφτάκρατόρισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Αγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).

Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σόλωμο» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη

που εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει

και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπαρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Εστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον «Εκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.

«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» - ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ’ η γης αναμάρτητος - άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε». Και ύστερον, αφού ουδ’ η γη είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Οταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίση την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». «Ελεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ… ως ενάντιος υψίστοις!». Οταν με ηρώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρες υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Αγιος, άγιος, άγιος… ως ενάντιος υψίστοις».

Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’ ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Αγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου…

Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188…. περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ’ Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελίνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’ αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήταν ίσως πτωχός, δε θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν.

Αλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ητο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν’ ακούη την Ανάστασιν εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.

Ητο ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν’ ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του.

Και όμως ήτο… δυτικός!

Ο μπαρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α`, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν’ αποθάνη εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.

Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με τη συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίνων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.

Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Αγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Αγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δε θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις τη χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά τη μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Εβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς.

Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.

Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ’ ανέτελλε μετ’ ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

Ο μπαρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνιως.

- Φίλος! καλός! μη ρίχνης…

Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπιισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.

- Φίλος και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

- Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου.

- Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!

- Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Τις σας έβλαψα;

- Δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.

Ητο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθόκλοπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του.

Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

- Συ εγελάστηκες, απήντησεν, εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα.

Ο χωρικός εκάγχασε.

- Στον Περαία; στον Αϊ - Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι;

- Απ’ την Αθήνα.

- Απ’ την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν’ ακούσης Ανάσταση;

- Εχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Σπύρος.

Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

- Να φχαριστάς καημένε…

Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

- Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το ‘χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!

Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν’ απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

- Κάνεις άδικα και συγχωρεμένος να ‘σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε… δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.

- Ελα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε…

Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος.

Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπαρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Αγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο.

Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός του Αστεως το Αγιον Πάσχα.

Κώστας Ψαράκης, Από τη συλλογή «ώσπερ πελεκάν»

$
0
0

`

ώσπερ πελεκάν

Όπου είμαι σ εκείνο το παλιό το χωριουδάκι
κι είμαι σ ένα σπίτι με καμάρες ή και σε κάτι κήπους
κι είναι να συμβούν πράγματα
κι είναι γνωστό και θλιβερό το τέλος αυτής της ιστορίας.
Αλλά δεν πρέπει λέει να το γνωρίζομε αυτό το τέλος
μα πρέπει να έχομε εκείνη τη παιδική χαρά.
Κι είναι αυτό το νόημα τόσο πολύ μακρινό
που μούδωσε τόση χαρά η ξεχασμένη γεύση του .
Και πιο πολύ όπου κάτω απ αυτό το νόημα
είναι θαμμένα πλήθος άλλα νοήματα και άλλοι λογισμοί
όπου τα πλάκωνε τούτος ο λογισμός.
κι είναι και ένα ποίημα που ξεκινά έτσι

Πως είναι στις ωραίες ιστορίες
όπου οι πράξεις των ανθρώπων έχουν νόημα,
έτσι φαντάζονται οι άνθρωποι αιτίες
για ότι τους συμβεί πέρα απ τα γνώριμα

διότι παρατήρησα ότι οι άνθρωποι διηγούνται σαν ιστορίες
εκείνα τα σημεία της ζωής τους που δεν κατανοούν…

δηλαδή τα διηγούνται έτσι ώστε να βγαίνει ένα νόημα.

….και σκέφτηκα τον ποιητή όπου έχει
ολάκερο το νόημα του ποιήματος στο νου του δίχως λέξεις
και σκέφτηκα πόσο πλανούνται οι άνθρωποι που νομίζουν
ότι ο ποιητής γυρεύει λέξεις για να βάλει το νόημα τούτο μέσα στις λέξεις…..

και λέει ο ποιητής των Αρρήτων όπου γράφει τη μεγάλη Γεωμετρία των Παθών.
……..

Διότι ο ποιητής το νόημα , το θέλει πάντα να ναι
έτσι γυμνό κι ολόκληρο, ελεύθερο από λέξεις
Οι λέξεις είναι που ορμούν στο νόημα απάνω
όπως οι μύγες στο φαί και τα όρνεα στο κρέας
και ο ποιητής όσο μπορεί τις διώχνει να μη κάτσουν

……..

κι είναι το ποίημα
το πτώμα του νοήματος που έλαμπε στον νού του
και λυπάται , όπως λυπάται ο αμαρτωλός μετά την αμαρτία
διότι έχει ηδονή ετούτος ο θάνατος του νοήματος
έχει και θυσία

«ώσπερ πελεκάν»
που λένε τα ιερά βιβλία

`

*

λόγος για τη ποίηση

πολλοί είναι εκείνοι όπου ερωτούν γιατί να γράφει ο κάθε ποιητής ποιήματα
και έτσι ερωτούσα και εγώ τον εαυτό μου
κατεβαίνοντας στη θάλασσα
από τις ορθές τις πέτρες και τα ρέτσουλα….
και τότε φύσηξε ένα αεράκι δροσερό
κι έγινε μεγάλη σιωπή και ησυχία στο νού μου μέσα.
και μια δροσιά στο μέρος της καρδιάς
όπου σαν να ήμουνα μικρό παιδάκι
και με κρατούσε ο πατέρας μου απ το χέρι
και τον ρωτούσα και μούλεγε
κι ήταν ο λόγος του σαν ζάχαρι αγαπητερός
όπως μιλούνε οι πατεράδες
όπως μιλούσε κι ο πατέρας μου
όταν μου μάθαινε τα γράμματα
και λέει μου εκείνος ο γλυκύς ο λογισμός
με δίχως λόγια , μόνο με το νόημα πού χουνε τα λόγια
Ότι , όπως εγώ έφτιαξα ένα ποίημα μια φορά
όπου έφτιαξα ένα καφενείο , έβαλα και τραπεζάκια
και καπετάνιους στους τοίχους και λυράρηδες
έτσι ο Μεγαλοδύναμος έφτιαξε τη γή και τη θάλασσα
έφτιαξε και τους ουρανούς
κι όπως έφερα εγώ εκει στο καφενείο ανθρώπους να πίνουν το κρασί τους
και αυτοί οι άνθρωποι και η ψυχή τους ήτανε η σημασία του ποιήματος
έτσι και ο Παντοδύναμος έφερε εμένα και σένα και τον καθένα μας

-άχ πως να το πώ να το πάρετε ετούτο το νόημα-
εμείς οι άνθρωποι είμαστε το αληθινό νόημα στου Θεού το Μέγα Ποίημα
γι αυτό και ευλόγησε τους ποιητές
κατ εικόνα και ομοίωση
και είμαστε δηλαδή ποιητές και μείς
αλλά με τη δική του τη χάρη.
Όπου με βρήκε όλο αυτό το νόημα στον τόπο και με τουφέκισε .
Και μετά ήρθανε πάλι οι σκέψεις κ έχασα εκείνη τη σιωπή του νου
που αφήνει τα νοήματα ολόκληρα ,και τη δροσιά στο μέρος της καρδιάς
μα πάλι κάτι έμεινε, σαν το βασιλικό οπού ξεράθηκε σ ενα τσεπάκι
σ ενα σακάκι μιας γιορτής….

`

*

H δίκη

Όπου εγέμισε το σπίτι μου ανθρώπους δικαστές της Μεγάλης Κρίσης
και με κοίταζαν που κοιμόμουνα και ψάλανε
και σηκώθηκα όπως όπως ντροπιασμένος και μου λέει ο ένας Δικαστής :
-Τι δηλώνεις;
-Ένοχος λέω εγώ , κι έψαχνα με το νού μου να δώ που έσφαλα.
-Γράψε το . Μου λέει ο άλλος , και τόγραψα .
-Πάρε μου λέει ετούτο το πινέλο και φύγε.
Eφυγα , έτσι , γυμνός , τυλίχτηκα μια κουβέρτα και με διώξανε από το σπίτι μου και έφυγα και ήταν όλα πανάρχαια και τα χώματα και τα σπίτια και οι άνθρωποι .
Και έλεγα θα πάω στο βουνό και ‘νιωθα και ελευθερία και φόβο.
Και πήγα .Kαι στο δρόμο, μέσα στους βράχους αρχαίοι ναοί , και βρήκα νερό και μια σπηλιά και παρακάτω ένα ποταμό λύπη και φοβήθηκα να μπώ , ότι ήμουν απ όλους ξένος .
Και έβγαζε η σπηλιά στο σπίτι μου το πατρικό στις παλιές τις ξεχασμένες κάμερες και τις αυλές εκείνες που ακούς και λένε οι γριές ,όταν διδάσκουν ,της μύγας το φτερό.

( το σπίτι μου)

Διότι το σπίτι μου το πατρικό είναι παλαιό και τούρκικο, έχει αυλή κλειστή και οντά για τις χανούμισσες και αποθήκη .Όπου στην αποθήκη υπάρχουν οι πόρτες στο πρίν ή ίσως και στο μετά , και καμιά φορά και εκκλησάκια στους τοίχους .

Και λέει ο Ποιητής των Αρρήτων όπου γράφει τη μεγάλη Γεωμετρία των Παθών .

…………………………………………………..

Στη αποθήκη υπάρχουνε στοές
σε τόπους που ξεχάστηκε ο χρόνος
αυλές κρυφές ,κάμαρες μυστικές
χαμένες στη μεγάλη λησμονιά
που δε τις φτάνει του καιρού ο φθόνος

………………………………………………….

εκεί με ‘βγαλε το όνειρο και θαύμασα πως είναι τόσο κοντινά τα πάντα.

Και μ έπιασε μια ανησυχία και ένα συναίσθημα ανημποριάς ,διότι βρήκα το σπίτι ετοιμόρροπο , όπου απέξω δεν φαινόταν ,αλλά οι οντάδες κρέμονταν σε μια κλωστή και πώς να το διορθώσω ετούτο το σπίτι που θα πέσει αναπάντεχα ….

Και τότε έρχεται ο Άγιος και διατάζει.

-Σκάψε το τοίχο!
και σκάβω προς τη μεριά του νεκροταφείου εκεί όπου είναι το τίποτα .
Και ιδού. Μια κάμαρα περίτρανη αιώνες κλειστή . Κι άλλη κάμαρα κι είναι ν απορείς .

Και ερωτά ο Ποιητής των Αρρήτων όπου γράφει τη μεγάλη Γεωμετρία των Παθών

Εμείς που χρόνια κινδυνεύομε σε τούτους τους τόπους
αναζητώντας τα χαμένα ιερά
τι φέραμε;
4.
πάρεξ λόγια γραμμένα στη άμμο του ονείρου
-μισοσβησμένα ήδη απο τα πρώτα κύματα του πρωϊνού-
για κάτι που συνέβη, ή θα συμβεί
“κάτω απο τον καταραμένο ίσκιο μιας συκιάς”.

και ετελειώθη το όνειρο και μούμεινε μόνο ετούτη η φράση να πορευτώ

«κάτω απο τον καταραμένο ίσκιο μιας συκιάς.»

`

*

Ορνέ

Φέρανε το κρασί για το μνημόσυνο , και πίναμε , πίναμε , τα δυό αδέρφια οι φίλοι μου
που ήρθανε από τα ξένα να θάψουνε τη μάνα τους , να κλείσουν το σπίτι για πάντα και να φύγουν και γώ .
Και τα μεσάνυχτα έφυγα ολομέθυστος, με ανοικτές τις δυό φτερούγες ,
να με κρατούν στον Νότιο Ανεμο ,που φύσηξε ωστόσο ,όχι ψηλά,
μόνο μισό μέτρο πάνω από τη γή, πάνω από τον χειμωνιάτικο λαβύρινθο
του κάμπου με τις ασημένιες ελιές, και λίγο πιο ψηλά ώρες ώρες,
αλλά όχι πολύ να μη χαθώ προς τα βουνά.
Και πρίν φύγω έδωσα παραγγελία αν με χάσουν , να με γυρέψουν στην Ορνέ πού έχω αδυναμία ,κι έλεγα και ξανάλεγα

“μ αρέσουν τα δέντρα
που υποτάσσονται στον άνεμο”

και ένιωθα αυτά τα ωκεάνια συναισθήματα της μέθης
που έχω μιλήσει γι αυτά ,

τι όμορφα που είναι να είμαι ολομέθυστος
και νάναι νύχτα και φεγγάρι και ελιές και βρεγμένος κάμπος ,
και τι όμορφα που είναι να ειμαι εγώ!
και να λέω

“μ αρέσουν τα δέντρα
που υποτάσσονται στον άνεμο”

και να πετώ όχι ψηλά, να μη ψηλώσει ο νούς μου και χαθώ
και με γυρεύουν την επαύριο εις την Ορνέ στα Ορη.

`

*

Κατερίνα

Ήταν η ώρα του περίπατου, όταν έβγαινε από το σπίτι της ,και βουτούσε στο πλήθος που σεργιάνιζε ,και κατέβαινε μέχρι τα μπεντένια της θάλασσας , ολομόναχη, δεκαπέντε χρονών.

Και κοίταζε μόνο χάμαι ,ολότελα συγκεντρωμένη στο κίνδυνο, και γελούσε το χαμόγελο τής νίκης , κι έσκιζε το πλήθος ,κι έκοβε τα λόγια, κι άφηνε πίσω της αφρούς ,όπως το ποντοπόρο πλοίο.

Και περνούσε ώρα να καταλαγιάσουνε τα κύματα όπου χτυπούσανε δεξά ζερβά στα πεζοδρόμια .

Κι ήταν ένα μεγάλο νόημα γλυκόπικρο μέσα στο ψεύτη κόσμο ,τότε που φύτρωναν οι κολώνες της ψυχής μας και πρίν να μπεί η βαριά σκεπή να τις συντρίψει .

και λέει ο ποιητής που γράφει τη Μεγάλη Γεωμετρία των Παθών για τούτο το νόημα ,
που έχει αρχή μα που δεν έχει τέλος ,όπου φτιάχτηκε μέσα μας ,για τούτη την όμορφη πληγή που φτιάξαμε εκείνες τις ανοικτές εποχές ,όπου διαλέγαμε ,τις κρυφές μας τις πληγές και σφραγίζαμε τις κάμερες .
……..
που τάμαθες τα μυστικά
ετούτου του πολέμου;
να μη σηκώνεις τη ματιά
μα να κοιτάζεις χάμαι ;
Οποιος σιωπά ακούγεται
που δε θωρεί θαμπώνει
κι όποιος περνά και χάνεται
ποτέ δε λησμονιέται.
……………………

Και περνούσε ώρα να καταλαγιάσουνε τα κύματα όπου χτυπούσανε δεξά ζερβά στα πεζοδρόμια.

*
Ο Πόλεμος
(τα σκοτεινά νερά)

Όπου εβρέθηκα σε τούτο τον πόλεμο βαριά πληγωμένος , να μη μπορώ να γιάνω πλέον μοναχός μου τις πληγές και έπεσα στους γιατρούς.

Και επληγώθηκα βαριά όταν συνέβη να νικώ σε τούτο τον πόλεμο …

Διότι τόσα χρόνια νικημένος και κυνηγημένος από τους εχθρούς ,αναθάρρησα με το να νικώ, και πιάστηκα αφύλακτος και ελαβώθηκα βαριά.

Πάλι όμως εστοχάστηκα τη ζωή μου , με την ευκαιρία ετούτη , όπου εκρύφτηκα να γιάνω , ότι δηλαδή με τούτο το πόλεμο όπου ετάχθην να πολεμώ τίποτα δεν έζησα απ ότι ζουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι που κάνουν καταδιά και περουσίες και χουν προς το τέλος της ζωής τους ανάπαυση και σέβας από τη κοινωνία και σπίτι ωραίο και ρούχα και συνήθειες καλές.

Και γώ μόνο πληγές και αγωνία και ανέχεια. Και μια φορά που βρέθηκα να νικώ σε τούτο τον πόλεμο , όπου όλοι ετούτοι ούτε πως υπάρχει γνωρίζουν , κι αυτή σε κακό μου γύρισε.

Κι έπεσα στα γόνατα πολλές φορές με δάκρυα να παρακαλέσω τον Θεό να μου δώσει μια χαρά , μια μεγάλη χαρά να χαίρομαι μέρες πολλές να φύγει αυτή η θλίψη.

Επήγα λοιπόν στο Μοναστήρι και βρίσκω το Καλόγερο που είναι και Στρατηγός , κι είχαν οι πόρτες του κελιού και τα παράθυρα μεγάλα ανοίγματα από κάτω να περνά ο Βοριάς να κάνει κρύο. Και λυπήθηκε τους άμαθους και άναψε φωτιά κ έφερε κρασί και χορτόπιτες και μας λέει

-Εμείς παιδιά μου έτσι όπως πάμε κινδυνεύομε να χάσομε και τούτη τη ζωή και την άλλη!

Και φάγαμε τις πίτες και ήπιαμε το κρασί και φύγαμε.

Και άφησε εκείνη τη πόρτα ανοικτή για μας και τον Βοριά τον παγωμένο…

και ζήτησα εξήγηση για τα λόγια του Στρατηγού και ένα μεσημέρι έρχεται ο ποιητής των αρρήτων και με ρωτά

αλήθεια τι πεθύμησε εσένα η ψυχή σου
ποια αρετή πιο θησαυρό τι πράγμα και πιο τόπο;
ψάξε να βρείς κι όταν θα βρεις δές μήπως η ζωή σου
είναι ο δρόμος που οδηγεί σ αυτό που χεις διαλέξει

Και τότε εστοχάστηκα τα πράγματα αλλιώς .

Και βρέθηκα για άλλη μια φορά στην αποθήκη του πατρικού μου σπιτιού , εκεί όπου έχω συνηθίσει να ανησυχώ για τους οντάδες αν πέσουν ή όχι , όπου υπάρχουν οι κάμαρες στους τοίχους που οδηγούν στο χθες ή ίσως και το αύριο.

Και θαύμασα διότι από τ ανοίγματα του τοίχου έμπαιναν ,μιας θάλασσας τα κύματα .

Που βρέθηκε εδώ η θάλασσα; συλλογίστηκα .

Καί για πρώτη φορά ήταν τόσο όμορφος αυτός ο χώρος , αρχαίος , μισοχαλασμένος
αλλά σταθερός και διόλου δεν ανησυχούσα μη πέσει, καθώς η θάλασσα τον έστησε.
Και τα κύματα εκείνης της θάλασσας πίσω από τους τοίχους .
Και γέμισε το σπίτι ανθρώπους που εθαύμαζαν και κείνοι ετούτα τα παράξενα.
Όπου βρίσκω λοιπόν μια άγκυρα της θάλασσας εκείνης
και ακολουθώντας εγώ την αλυσίδα της
και οι άνθρωποι εμένα,
κατεβήκαμε βαθιά , πολύ βαθιά.
Και ήταν εκει μια άλλη θάλασσα σκοτεινή ,
ολότελα σκοτεινή και ήρεμη
και ξέφωτα
σαν αυτά που πάμε όταν πιούμε
ή όταν πεθαίνουν οι άνθρωποί μας.
Και λειτουργούν άλλοι νόμοι εκεί κάτω και άλλες ελευθερίες.
και έρχεται ο ίδιος ο Προπάτορας ο Μεγάλος Καπετάνιος
και μου λέει
αυτά τα σκοτεινά νερά έχουν το νόημά τους
κ οι βρύσες οι παλαιϊνές θα βρούνε τα νερά τους .

και με φίλησε σταυρωτά και χάθηκε .

Χρίστος Παλαιοπάνος, Τέσσερα ποιήματα - Δοκιμές

$
0
0

`

Ο επίδοξος γαμπρούλης Χίτλερ λίγο πριν τον γάμο παρατραγουδά

στον Γ. Μ.
Νυμφευμένος ήμουν πάντα
και τώρα στο μπούνκερ μου άνοιξη καιρό
νυμφευμένος
με την τέλεια ενότητα του εαυτού μου – ποιον θάνατο;

ενώ εσείς
προοδευτικοί ψυχαναλυόμενοι
προελαύνοντες
επίδοξοι νικητές –
επίδοξοι πάντα δίχως λύση τελική
ουτοπικοί
μ’ ένα ελπιδοφόρο μέλλον
μ’ έναν ερχόμενο αιώνα

που θα με δικαιώσει: τι εσείς “νέοι αρίοι” τον αδύναμο
ΠΙΟ ΔΥΣΤΥΧΗ σε ζωή θα καίτε
νυμφίοι ανύμφευτοι
αγοραίοι θεράποντες της φύσης
μύστες εικονικοί –
μύστες του υπέρτατού Σας Σταυρού – όχι του Σιδηρού,
του εαυτού,
ψυχαναλυόμενοι
παρανοϊκοί.

Δεν θα τελειώσω επειδή τέλειωσα ερχόμενοι·
ήδη εσύ
ποιος είσαι
που ορίζει ποιος επίδοξος, ποιος παρατραγουδά;

με αντιγράφεις
κι ούτε πρωτότυπο φαντάζεσαι ποτέ,
τί είσαι, ποιος;

Εγώ
ατάραχος στέκω
ο Αδόλφος Εγώ το Ράιχ
πρωτότυπος στο πεπρωμένο που γαλούχησα
δυνατός
δίχως αισθήματα
εκεί που εσύ
κακέκτυπό μου
αδύναμος θα έλεγες: «δεν θα τελειώσω επειδή τέλειωσα καθάρματα».

Ώστε τί η παραφροσύνη ερχόμενοι;
Ποιος ο παράφρων;
Λόγο πήρα για ολοκαύτωμα,
τον Λόγο Μου ερχόμενοι
θα πάρετε κι εσείς
“νέοι αρίοι”
αγοραίοι θεράποντες της φύσης…

δεν θα τελειώσω επειδή τέλειωσα φίλοι μου·
ποιος Γκαίρινγκ;
το χρίσμα Μου σε σας…
Σε απροσδόκητο, ανθρώπινα, Γάμο εγώ πάω. Μια Εύα μαζί μου·
ανθρώπινα, τί άλλο;

`

*

Από που έρχονται τα ουράνια τόξα

–«Από πού έρχονται τα ουράνια τόξα;» γεμάτα
σωπαίνοντας τα μάτια του το ουράνιο τόξο
έρχεται το ερώτημά του τραγουδώντας

μέσα στης Κατάρας του θεατή το λυμένο πέρασμα
στης ένωσης το άπειρο ορατό

γεμάτα τόξο ουράνιο σωπαίνοντας τα μάτια μου
στο ερώτημά σου σ’ αγαπώ
στο σωθικό τραγούδι εντός σου, ώσπου

ΣΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΠΥΡΟ ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΜΑΣ
ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΑΣΜΑΤΑ
ΠΟΙΗΜΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΦΕΡΝΟΥΝ.

(μήνες εννιά μετά την αλλοπαρμένη απάντηση, να ’σου μια πορτοκαλοκοκκινομάλλα και γαλαζοπρασινομάτα κόρη, ασπρούλα φακιδομύτη)

`

*

Μ’ έναν θεό ο καθένας μεταμοντέρνα

Μ’ έναν θεό ο καθένας στην άνωθεν ορθοτοπιά –

άνω, παρά την ξύδι εποχή των πεζών, τα επιτελεία συνεχίζουν να λαλούν –

ό,τι υπογράφει άνω δεν είναι αετός –

άνω κάτω ποιείν –

άνωθεν κάτω ορθοτοπιά: μ’ έναν θεό ο καθένας κι Έναν –

ορθοτοπιά: ασυνέχεια ποιητικού σώματος στο γραμμένο σώμα –

το γραμμένο σώμα κόσμημα στον θρίαμβο των ποιητών –

οι στίχοι δεν στάζουν ιδρώτα –

οι στοίχοι στάζουν χαμένη μουσική –

ανάμεσα των στ(ο)ίχων η επιθυμία στέρφα ποτίζεται –

μ’ έναν θεό ο καθένας –

σύγκλιση καθρεφτών κι ειδώλων στο Mall –

Η ΔΥΣΗ ΣΤΟ ΚΑΜΑ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙ

δηλητήριο στον Σωκράτη
δηλητήριο
και Σιβηρία στον Μαρξ

-ζωγραφίζει-

ο Friedman μ’ ένα Του κομμάτι ομφάλιου λώρου στο φυλακτό του
προστατευμένος από ανταγωνιστές

homo economicus-θάνατος στους ασύμφορους

υμνούμεν Σε διακόπτη Του Υιέ:

homo sapiens

τα διαφωρικά παιδιά μου
τί θα ζήσουν – παράβαση
με την αρετή του διαρκώς απόντος αιμάτου
και του στήθους του πλαστικού!

στο διαμέρισμα αναμένοντας

ο σεισμός
δεν είναι θεός
γιατί δεν υπάρχει λένε
σεισμός

άνωθεν ορθοτοπιά καθορίζοντας ναι,
τις επαναστάσεις κι αυτές
στους μεταθρόνους
άνω επιτελικές

ευλογία Κυρίου

μ’ έναν θεό ο καθένας – πού πας ανώμαλε ’σύ;

στην πρωτότοκη αφήγηση του εσύ πλέον μια προτομή
νεκρή κι αυτή σιωπή•
πλέον σαν μουσική
μια οιμωγή
η δευτερότοκη αφήγηση του εγώ –

πού πας ανώμαλε ’σύ;

η πόρτα που χτυπάς από πόσα αγγιγμένος
ένοχος στη θεία Τραπεζοσύνη (υμνούμεν Σε)
είναι του εξομολόγου,
του άνωθεν καλέ:

άφεση αμαρτιών, τα ρέστα στην συναυλία της Madonna

πώς να μην λαλήσει ο Ποιητής;

στην Ιδιωτική Τηλεόραση της ορθοτοπιάς (Του),
ριγμένος
κι απένταρος,
Θα
αυτοκτονήσει

στο διαμέρισμα πιο μέσα πηδώντας
στο είδωλό του πιο μέσα

μεταμοντέρνα

στο κάμα της δύσης
τον δραπέτη Σωκράτη της Μόστρας βλέποντας
και βέβαια το Matrix

από πόσα των παρεκκλίσεων
ανέγγιχτος ευτυχώς Του!

`

*

Υγρή εξιδανίκευση

Όταν επιτέλους ο πρόσφυγας τραγουδήσει
για τα ξερικά προικιά κάθε πατρίδας λίγο πριν ξαναγίνει
ιθαγενής χλωραίνοντάς τα

όταν το χάρισμα να τα χλωραίνει-να τ’ αποκόβει απ’ το νερό
δεν θα ’χει θεατή-θεό και χάρισμα δεν θα ’ναι
τι ιθαγενής χλωραίνοντάς τα

όταν στη δίψα της πηγής που προς θάλασσα απαντιέται
ιθαγενής αλύτρωτα ξεδιψάει
προς θεού μην παρακαλώντας μια λύτρωση να έρθει

όταν έτσι μες στη ζωή
ανήμερα του ωκεανού της
με πόνο πηγή κι ωκεανό τη νιώθει

όταν τότε οι γλώσσες έμψυχες
υγρά αιματώνονται
προς θάλασσα γοργοπόταμες για κλάμα γέννησης πριν να κοπεί ο λώρος
ωκεανούς απαντώντας
όταν κόβεται ο λώρος
και με ποιήματα έτσι υγρά και τα θαύματα τ’ άλλα
τα μπορετά χλωραίνονται συνέχειά του,
κάθε πατρίδας προικιό ανάβλυσμα όλα

όταν οι ασπάρακτοι με αναβλύσματα τέτοια
συγγράψιμα σπαράξουν
από ζωή
μες στη ζωή ανήμερα του ωκεανού της
ιθαγενείς αλύτρωτα
συνέχειά του,

τότε θα ανοίγομαι αλλιώς να σ’ αγαπώ
σαν το νερό προς θάλασσα που είσαι
πηγή μου
εσύ
δίψα μου
γοργοπόταμο άνοιγμά μου

κι αντίς για το σταυρό
μαζί
θα κάνουμε
τον κόσμο
πηγή
και δίψα της
προς θάλασσα
γλώσσες υγρές βαδίζοντας
γοργοπόταμοι
για κλάμα γέννησης πριν να κοπεί ο λώρος
ωκεανούς απαντώντας
ιθαγενείς αλύτρωτα…

`

************************************************

Βιογραφικό:

Ο Χρίστος Παλαιοπάνος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1970 στη Χρυσοβίτσα Ιωαννίνων. Απόφοιτος της Σχολής Μηχανικών Αεροπορίας, εργάζεται πλέον στην Αθήνα. Το 1995 εκδόθηκε το πρωτόλειό του “Τρόπιδα” και το 2010 η ποιητική σύνθεση “.ύστερα θα καούν τα σάλια”. Αποσπάσματα από το υπό διαμόρφωση έργο του “Κατά ασπάρακτων” έχουν δημοσιευθεί στο διαδίκτυο.

Γιώργος Καρτάκης, «Έξι ποιήματα για το Ποιείν»

$
0
0

`

1. του βασιλάκη σ.

βασιλάκη, του λέω, τί κάνεις με τόσο θάνατο,
δε σε πονούν τα κόκαλά σου;

βασιλάκη, του λέω, το βλέπω στις φωτογραφίες
πως την απόφαση την είχες πάρει.

- τί καταλαβαίνεις κι εσύ, μου απαντά.

βασιλάκη, του λέω, σε νιώθω, σε νιώθω…

- είναι που τον κουβαλάς κι εσύ, μου λέει.

βασιλάκη, του λέω, πώς άντεξες;

- όπως θ΄αντέξεις κι εσύ, μου λέει.

βασιλάκη, του λέω, μου λείπεις!

με κοίταξε γελαστός, έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι απομακρύνθηκε. το μπλε μπουφάν. το πράσινο δέντρο. ήταν μάλλον ελιά. ο τοίχος ξεπλυμένο κόκκινο, γδαρμένο κόκκινο δεκαετίας. προχώρησε στην αυλή. άκουγα βήματα από δερμάτινες σόλες. κάπου υπάρχει ένας βασιλικός, έλεγα. ήμουνα σίγουρος. κάπου υπάρχει κάτω απ΄την ελιά και σκιάζεται τα καλοκαίρια. ο δικός μου νεκρός. ο βασιλάκης. το χαμόγελό του.

μόνο ποιήματα πεθαμένων θα διαβάζω πια.
αυτοί ξέρουν.
- μη με ξυπνάτε!

`

*

2. Κουβέντα κάνουμε τώρα;

Πέρασα τη μισή μου ζωή στα νοσοκομεία
δείχνοντας φλέβες, μιλώντας για φόβο
κι έχω την αίσθηση
πως οι γιατροί
ήξεραν κάτι παραπάνω,
μα δεν το αποκάλυπταν.
Το διάβαζα στις ετικέτες των ορών,
το ψιθύριζαν στο αυτί των νοσοκόμων,
οι καθαρίστριες το έτριβαν χλωρίνη.
Πάντα οι διάδρομοι γυάλιζαν
από ένα νυσταγμένο φως
κι εγώ απαγορευόταν να καπνίσω
και να πιω καφέ.

Μόνο σε κάτι τουαλέτες κοινές
τράβαγα τη βελόνα
και άφηνα το αίμα
να σταλάξει στις ακαθαρσίες.

Το θέαμα τις νύχτες μού ξόρκιζαν
με υπνωτικά,
όταν ο διπλανός βογκούσε
απ΄τα βάθη του στήθους του
και η νυκτερινή ούρλιαζε στη γραμμή
για κάποιο επείγον.

`

*

3. Εικόνα

Μην τον κοιτάτε που γελά,
μην του καταλογίζετε τα λάθη,
πως κοροϊδεύει τους χωλούς
μιλώντας επηρμένα,
πως ακυρώνει στίχους του
με το κρασί
κι άθλιους έρωτες -
τον τρώει το σαράκι.

Άλλες στιγμές να τον δείτε,
τότε που χάνεται χλωμός
σε πιο χλωμό ορίζοντα,
που μοιάζουνε τα μάτια του
σα να ματώνουν.

Άλλες στιγμές να τον δείτε
που κρύβεται.
Τον τρώει ο πόνος.

`

*

4. Νομίζετε πως..!

Έχετε ακούσει ποτέ γνώριμες φωνές,
μα ξεχασμένες,
που σας θυμίζουν τον παλιό σας εαυτό;

Επιβιώνουν μέσα σε άλλους.

Σας θυμίζουν αυτό που ξεχάσατε
ή που θα θέλατε να μη θυμάστε,
αυτό που τόσο επώδυνα,
περίτεχνα σχεδόν, έχετε αποβάλλει,
λες και δεν έχει καν υπάρξει!

Έχετε ακούσει ποτέ άρρωστο στόμα να μιλά,
γλώσσα τρελή ν΄αρθρώνει λόγο
φαρμακωμένο;

Είναι ό, τι δεν έλαχε σε σας
τυχαία εντελώς,
γιατί βρεθήκατε - τυχαία εντελώς -
με τριανταδύο δόντια,
με δυο πόδια
και δυο πρόσωπα.

`

*

5. Συναντώντας τον Αντόρνο τη νέα χιλιετία

Καμιά φορά βγάζω νύχια,
τους επιτρέπω, δηλαδή, να μεγαλώσουν,
κι αν βγω στο δρόμο, κάθε εικόνα με πονά.
-Ποιά ποίηση, λέω τότε,
δεν βλέπεις τον ανθρώπινο πόνο;

Τον βλέπω.
Πονούν, γιατί πονούν τον πλησίον.
Πεινούν, γιατί ληστεύουν τον πλησίον.
Εξαπατούνται, γιατί εξαπατούν τον πλησίον.
Ιδρύουν συλλόγους
εναντίον του πόνου,
εναντίον της κλοπής,
εναντίον της απάτης,
κι αρχίζουν πάλι ανάμεσά τους
να πληγώνονται, να ληστεύονται και να εξαπατούν.

Γυρίζω τότε πίσω.
Τόσο κακός που απόμεινα μόνος
και γράφω στίχους:

-Ναι, μου αξίζει η τιμωρία αυτή!

`

*

6. Μετά Βαΐων

Ανοιχτοί ήταν οι δρόμοι σου σήμερα,
μα πόσο γρήγορα οδηγούνε στη Γεσθημανή
και τα βαγιόκλωνα,
πώς γίνεται να βγάζουνε μες σε μια νύχτα αγκάθια.

Πάντα για χάρη κάποιας εξουσίας κεντρικής
τα χέρια του θα νίβει ένας Ηρώδης
και θα ζητά την κρίσιμη στιγμή
να πάρει την απόφαση το αφιονισμένο πλήθος.

Όμως,
τί φταίει ο Βαραββάς
δυο τρία χρόνια πως του χάρισαν ακόμη να προλάβει
να μπει κι αυτός σε μνήμα ανθρώπινο
στη γη
και μια ταφή ν΄αξιωθεί.
Στη θέση του
κι εσύ δεν θα ποθούσες την αναβολή;

Μα αν νίκησες,
ήταν που βάδισες
ως πρόβατο ίσια στη σφαγή
γνωρίζοντας από τα πριν το τέλος.
Κι αν λύγισες,
μια μόνο ύστερη στιγμή,
ήταν που σ΄εγκατέλειπε ο άνθρωπος -
αυτός ο φοβισμένος.

- Χριστέ, του είπε ο αριστερός ληστής
σε άπταιστα αγγλικά,
αν μίλαγες σε γλώσσα άλλη,
σε μια γλώσσα εποχής,
μπορεί και να σε καταλάβαινε το πλήθος
και νά΄χε άλλο τέλος κι η δική σου η ζωή.

- Μα φίλε μου, είπες εσύ,
όσοι διαβάζουν απ΄τα χείλη,
θα είναι πάντα οι κουφοί και ένας δυο κακοποιοί,
ήχους
αναπαράγουν πάντοτε μόνο
οι άλλοι.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live