Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Νίκος Τσουκαλάς, Ποιήματα

$
0
0

`

Ωραιότητα

«Νύκτωρ ἐφ’ ὑμᾶς δόλιος ὁρμᾶται μόνος»
«Τη νύχτα μοναχός του έρχεται κατά πάνω σας με δόλο»

Τα δίχτυα του ωραίου
τόσο αδίστακτα αρπάζουν
την ανάσα σου
σε τραβούν απ’ τα μαλλιά
Σειρήνες της οράσεως
σε γεμίζουν μέλια
τόσο γλυκά τα κεντριά
των μελισσών τους

ο Αχιλλέας ορμάει με τ’ άρμα του
κι εσύ εν λευκώ τιμαλφές
δούλος του σκαιού ματιού
θήραμα
ξοπίσω του σερνάμενο στα χώματα
– σκόνη οδυρμός σκόνη –
ούτε που κατάφερες να οσμιστείς
του είδωλου τη βρόμα.

«Ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν
εἴδωλ’, ὅσοι περ ζῶμεν, ἢ κούφην σκιάν»
«Βλέπω πως εμείς οι άνθρωποι τίποτε άλλο δεν είμαστε
παρά φαντάσματα και ίσκιος πετούμενος»

(* Αρχαία ελληνικά αποσπάσματα: Σοφοκλέους, Αίας, στιχ. 47, 125-126)

`

*

Κώνειο

Αφού δε θέλεις να πάρεις
το ποτήρι και να με συνοδεύσεις
στη μυσταγωγία του κωνείου,
αφού δε θες τους χυμούς
του έρωτα απόψε να γευθείς,
πέτα το μακριά και δες το να γίνεται
χιλιάδες μικρά, πικρά κομμάτια.
Ποιος είμαι εγώ να σε πιέσω
την αιωνιότητα στα χείλη να ορεχθείς
και τη διώκουσα αλήθεια κατάματα να δεις;
Ένας ήταν ο Σωκράτης.

`

*

Ζωή και ποίηση

Και τι κάνουμε
σε τούτη τη ζωή;

Πετρούλες ρίχνουμε
μέσα σε μια λιμνούλα βρόμικη
απ’ τις ψυχές μας και θαυμάζουμε
τους παφλασμούς
κρεμάμενοι από τα χείλη των άλλων
πώς θα κρίνουν τους κυματισμούς μας.

Προσωρινά ταράζουμε
τα πάλαι ποτέ νερά.
Για μια θέση στον πυθμένα
των χαμένων ονείρων
και της σκληρής πραγματικότητας.
Για το βοτσαλάκι μας ˙
ούτε καν για εμάς.

Και κάπου εκεί σε μια όχθη
θροΐζουν οι ποιητές.
Έξω κόσμος.
Τραυλίζουν λέξεις.
Λέξεις που δεν τους αφήνουμε
να ρίξουν στη λιμνούλα μας.
Ασυναρτησίες
που δεν ταιριάζουν σε νερά λιμνάζοντα.

`

*

Πράσινοι ωκεανοί

πράσινοι ωκεανοί
σε μαύρη καταιγίδα
θάλασσα κόρη
μονάκριβη του ασφαλούς θανάτου
δυο κρίνα μελανά
το τείχος της ομίχλης
δυο πράσινοι ανθοί
πολιορκούν σαν δόρατα
οι αφροί το χάδι της γαλήνης
αναστεναγμός
ματαιότητας
ελπίδα που πεθαίνει
πρώτη ή στερνή
ξορκίζει τη ζωή
πράσινα νερά
σμαράγδια
πολύκαρπου νησιού
κοράκια ασθενή
ρουφούν νερό
άπληστα
το φτύνουν
του έρωτος ωδές
ενός τυφλού Ομήρου
ψευδέρωτος σπουδές
μιας πόρνης αγνοστόλιστης
ερωτηματικά
παράφορα
ένα γιατί
κι ένα επειδή
δίχως φτερά αετοί
πράσινοι ωκεανοί
που γίναν
βούρκοι πράσινοι

`

*

Υάκινθος

Απλώνω τις χούφτες μου
σαν τον Υάκινθο στη λύρα
Μέσα τους φυσάς χάδια
και δροσοσταλίδες
Η ηχώ σου
στη ραχοκοκαλιά μου

Κλείνω τις χούφτες μου
σφιχτά σφιχτά
σφραγίδα το χαμόγελό σου
να ζηλέψουνε οι άγγελοι
να χορέψουν οι θεοί

Στις χούφτες μου κυλά ροδόνερο
Η ώρα της τελείωσης
ετόξευσε το δίσκο

Έφταιγε ο Απόλλων
ή ο Ζέφυρος;

Ανοίγεις τις χούφτες μου
Νηρηίδες ξεπηδούν άδοντας ροδόνερο
ερωδιοί με μοιρολόγια και αηδόνια
ποτάμι δάκρυα
φυτεύουν δέντρα

Τελευταίοι οι ψίθυροί σου
και τα χάδια
Βουβά τα βουτάς
με βέβηλη βία
τα βάζεις βλαστούς στα μάτια σου
Στο μνήμα μου σκορπάς πρασινάδα

Έφταιγε ο Απόλλων
ή ο Ζέφυρος;

Οι ψίθυροι
τα χάδια σου
Με ραίνουν υακίνθους

`

*

Φεγγαροντυμένη

Την είδα ξημερώματα.
Χωρίς ανάσα και καρδιά μετά του έρωτα τα βέλη
ήρθε κι έσκυψε δίπλα μου.
Το γλυκό της νανούρισμα με πήρε αγκαλιά
και σαν από όνειρο ξύπνησα.
Τη συνάντησα πάλι μετά από πολλούς αναστεναγμούς
ένα δειλινό του φθινοπώρου.
Κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο ποτάμι
την έλουζαν τα φύλλα.
Μου χαμογέλασε με πίκρα και με νόημα σαν πάθος
συναίσθημα πρωτόγνωρο.
Χάθηκε στης Αφροδίτης το χορό πίσω απ’ το δέντρο
μα το βλέμμα της στοιχειό.
Ερχόταν πάντα όταν μου τέλειωναν τα γήινα τα πλαίσια
σαν τελεσίδικη συνέχεια.
Και σαν παρθένα πλάγιαζε στης θλίψης μου τον ρου
κι έρωτα έκανε με την ψυχή μου.
Δεν ήξερα ποια ήτανε μα με το νου μου έψαχνα
απεγνωσμένα να τη βρω.
Αδελφή μου ή ερωμένη, αντίδοτο ή ναρκωτικό
ή το υπαρξιακό μου εγώ;
Στο απόλυτο μεταίχμιο την βρήκα ένα βράδυ υπό το σεληνόφως
με μάτια απροσδιόριστα.
«Ποια Φεγγαροντυμένη είσαι εσύ;» ψέλλισε το μυαλό μου
κι άξαφνα φύγαν οι αισθήσεις.
«Εγώ είμαι η Ποίηση, μικρέ μου αδελφέ κι ανείπωτε εραστή μου».
Κι ήτανε μοίρα αμετάκλητη.

`

*

Ωδή στην Αλεξάνδρεια (Το Αντίο)

Στον Κ. Π. Καβάφη

Ένα αντίο μοναχό στα χείλη
για την Αλεξάνδρεια που έχασα.
Σφιχταγκαλιάζει της σιωπής τις νότες
κι ωρύεται στα βάθη του ωκεανού.
Βρέθηκε μια αχτίδα φωτός σαν ομίχλη
μα χάθηκε στης αβύσσου τα νερά.
Στο βάθος του ορίζοντα η Αλεξάνδρεια,
προσκήνιο μία άγνωστη φωνή
και κάπου στο ενδιάμεσο ένα πρόσωπο.
Πολλά υποσχόμενο, μα μέγας παραβάτης.
Χάνω τη μια Αλεξάνδρεια μετά την άλλη.
Και το αντίο ένας ήχος μακρινός.
Ονειρικός και αέναα ανήκουστος.
Κουβάρι μπερδεμένο.
Μα κάποιος ξέχασε το μίτο να ξεχάσει.
Στο κατώφλι της Αλεξάνδρειας, μορφή στιλπνή,
μα εν μια νυκτί σκόρπισε κι αυτή
σα στάχτη μιας νεκρής ανάμνησης στον άνεμο.
Πώς να την αποχαιρετίσω
όταν αυτή ήταν που μου χάρισε πνοή
και από την πίσω όψη του καθρέφτη
κατάρα ματωμένη σα σπαθιού κορφή;
Της Αλεξάνδρειας το αντίο
μόνο μια άηχη δειλή ιαχή.


«Οι παράξενες εξισώσεις του Χάρη Βλαβιανού/ Ποιήματα (1991-2011)» (γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης)

$
0
0

Διακοπές στην Πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης 2009, Σονέτα της Συμφοράς, εκδ. Πατάκης, 2011, Η Τέχνη της Αφαίρεσης [Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων], Ποιήματα 1991-2003, εκδ. Νεφέλη 2013.

`

TAKE I

H ποιητική συλλογή Η Νοσταλγία των Ουρανών (1991) και σίγουρα η πρώτη ενότητα «Ο θρίαμβος του τέλους», αν όχι το σύνολο της ποιητικής του, κινείται ανάμεσα σε δύο μότο: «γιατί και εμείς, ως υποκείμενα, είμαστε σαφέστατα εγγεγραμμένοι μέσα στην αφήγηση» του Paul de Man και το «Weep for the lives your wishes never led» του W.H. Auden. Κι αν στον Έλιοτ «ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος» είναι «όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό» (Hollow man) στον Βλαβιανό δεν έχουμε ένα λυγμό, ούτε καν κρότο, αλλά έναν ήχο που δεν «γίνεται», μια «ουσία» που διαρκώς μετατίθεται μεταξύ ενός μη τόπου και ενός εαυτού-μη εαυτού. Ένας εαυτός που στην ποίηση του λειτουργεί ως μια επινόηση που επίμονα διαλέγει την «επιφάνεια» σε μια νέα διακειμενική θα λέγαμε αιώρηση: «Τα μάτια διακηρύσσουν/ πως τα πάντα είναι επιφάνεια» μας λέει ενδεικτικά στο «VI» ποίημα του «Oxford Blues» της συλλογής Adieu.
Πρόκειται θα λέγαμε για ένα νέο είδος σιωπής −τουλάχιστον στην ελλαδική επικράτεια− που μες στην επανάληψη και την ιδιότυπη αναμονή που καλλιεργεί, οδηγεί σε μια μετάθεση εντός τελικά του ίδιου του δια-κείμενου. Εκεί δομείται ο εαυτός, η ιδιο-προσωπεία του ποιητή.
«Ανάγκη τώρα να κλονίσω την ψυχρή αυτάρκεια της φύσης» μας λέει στα 34 του χρόνια, διαπιστώνοντας την ερημιά της εκκλησίας που ευλογεί μόνο ως κτίσμα πλέον −σε ένα μεταθρησκευτικό κλίμα− ένα ερωτικό πάθος. Βρισκόμαστε σε μια παραθαλάσσια ερωτική ανάμνηση, εκεί που το παρελθόν δένει με το παρόν, σ’ ένα είδος απολογισμού. Παρακολουθούμε τον ποιητή να τοποθετείται εκ των υστέρων με την πρόθεση να δέσει ανόμοια φαινομενικά πράγματα σε μιαν αφήγηση. Έρημος όμως ο κήπος του και ξερός. Πετά πυροτεχνήματα, λευκά στην απόχρωση του ουρανού, τα βλέπει μόνος του και ικανοποιείται από το καμουφλάρισμα, την τόση ομοιότητα. Προσπαθώντας να απομακρυνθεί απ’ «τον πρώτο στεναγμό» που «ζητούσε να πλάσει τον ουρανό/ κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» («Ο θρίαμβος του τέλους, Ι» Η Νοσταλγία των Ουρανών) αναζητεί μια επινόηση, έναν τρόπο να συνεχίσει. Μια πρώτη «απάντηση», μια στάση δυνατή στο αδιέξοδο του, η ακόλουθη: «να εξωραΐσω το κυμάτισμα μιας κόμης/ να ψηλαφίσω το σώμα του έρωτα», με τι; «με λέξεις» φυσικά, που «απεκδύονται την ενοχή» και γυαλίζουν σβήνοντας. Ποια όμως είναι αυτή η «ενοχή»; Και ποια η πηγή της; Εδώ βρισκόμαστε σ’ έναν άξονα κεντρικό που διαπερνά το σύνολο. Η κόρη της μαμάς, η αδερφή, που εξοντώνει ριγμένη στα ναρκωτικά, καθώς μαθαίνουμε αργότερα , την οικογένεια και πρώτα και μονίμως την μητέρα, τη “Vergine madre, figlia del tuo figlio”, καθώς μας λέει, δηλ. την «Παναγία Μήτερα, κόρη του Υιού σου», ενός γιού όμως που στην περίπτωση του σταυρώνεται χωρίς να σώζει και να σώζεται. Κρατά όμως ο ποιητής όπως και να ‘χει ισορροπίες με τον τρόπο του που από καιρό έχουν χαθεί. Και το ξέρει. Το θέμα μόνιμα λοιπόν σχεδόν αυτός και η οικογένεια του. Έτσι ανοίγει η σκηνή του πρώτου ποιήματος, το ίδιο το συγκεντρωτικό βιβλίο, στην ουσία η ποιητική του (αποκηρύσσοντας −προφανώς− τις πρώτες τέσσερις ποιητικές του συλλογές. Συνήθως κάποιοι βιαστικοί, να σημειωθεί εδώ, αποκηρύσσουν μια, το πολύ δύο συλλογές. Συνεπώς «κατορθώνει» εδώ ένα ρεκόρ, μια νέου τύπου πρωτιά που φαίνεται να επιζητά).
Ας σταθούμε όμως στα της «οικογένειας» −με ενδιαφέρον φυσικά ποιητικό− που μας αποκαλύπτει το «πρόσωπο» του ποιητή, ενός ποιητή που μονίμως προπορεύεται του ποιήματος (“that favorite subject, Myself” μας λέει παραθέτοντας ως μότο την κουβέντα του James Boswell, στο ποίημα «Villa Borghese» της συλλογής Adieu). To κλίμα συνοψίζεται «επιτυχημένα» στο ποίημα «La madre Greca», ποίημα που κινείται μακριά βεβαίως από το ομώνυμο ποίημα του Σολωμού. Μας λέει: «Το κάψιμο αρχίζει πάλι./ Είναι κι αυτό μια τέχνη λοιπόν:/ Να ξέρεις ποιον θα βάλεις με ποιον/ και που».

Όπως τότε
που ο Ελβετός καθηγητής ξένων γλωσσών
καθόταν πλάι σου
στο σημείο
που το κεντητό τραπεζομάντιλο ήταν τρύπιο.
Και βέβαια κανείς δεν πίστεψε
εκείνο το αμήχανο “η Μαρίνα
δεν προσέχει όταν καπνίζει”,
ούτε κι ο αειθαλής αλπινιστής
που από λεπτότητα σκέπασε την ντροπή
μετακινώντας ελαφρά το πιάτο του.
Πώς να εξηγήσεις εξ άλλου
σ’ έναν επίδοξο γαμπρό
πως τα προικιά της principessa
τα τρώει ο σκόρος του ενεχυροδανειστηρίου.

Προτίμησες λοιπόν τα παιδαρέλια
με τις Alfa Romeo
και τα χρυσά σταυρουδάκια
που πούλαγαν άσπρη ζάχαρη
για να ζήσουν τα καημένα
… και ανάμεσα στα λαχανιάσματα
και τους γογγυσμούς
“αλλά εσύ κόρη μου,
δεν θέ νά ‘σαι πόρνη
σαν τες άλλες γυναίκες του τόπου μου.”

Οι «ψευδαισθήσεις της αστής μητέρας μας» μας εκτοπίζουν και στην προκλητική αλαζονεία της αδερφής −Μαρίνας− στο ομώνυμο ποίημα («ΙΙ»), που λέει στον αδερφό: «Να καταπιείς τη ζωή/ με μια απλή κίνηση της γλώσσας!/ […] Αύριο, αγαπημένε μου αδελφούλη,/ αύριο, αύριο». Έτσι κινούμαστε προς ένα σκηνικό που ο ποιητής αφαιρεί «όλα τα δραματικά στοιχεία/ χειρονομίες, βηματισμούς, ευκτικές του μέλλοντος, για να απλωθεί σαν λάδι/ πάνω στην κερματισμένη εικόνα/ η φωνή της». «Πρόκειται αποκλειστικά για τη φωνή της». Τι άλλο; Τη φωνή της μητέρας (στο ποίημα «Pentimento»). «Ι had no mother» μας «φωνάζει» στο μότο, συμπάσχοντας με τον Robert Browning του Α Blot in the Scutcheon. «Η ωραία γυναίκα/ και η υποβλητική φωνή της./Μπορώ να φανταστώ αυτήν τη γυναίκα/ καθισμένη αναπαυτικά στην αγαπημένη της bergere/ να κοιτάει τον συνομιλητή/ με το υστερόβουλο εκείνο βλέμμα/ που πάντα ήξερε να ιδιοποιείται/ τις λεπτομέρειες μιας αλλότριας ζωής/ για να υφάνει τις δικές του έντρομες φαντασιώσεις». Κάτι που τελικά καταλήγει να κάνει ο ίδιος. Φτάνει στο σημείο μάλιστα να σκηνοθετήσει την μητέρα να λέει για αυτόν: «Ήθελε να πάει τη σκέψη του ακόμη πιο μακριά/ ήθελε να πάει πιο μακριά απ’ όλους τους άλλους», «αλλά δεν νομίζω πως έζησε ποτέ ευτυχισμένος», «ίσως είναι χαμένη υπόθεση», «να είσαι όμως ως τον λαιμό στο βούρκο/ και να μην ενδίδεις». Ή αλλιώς:

Χάσματα.
Πάντα υπήρχαν χάσματα
γιατί η φωνή της σταματάει
γιατί η φωνή της συνεχίζει
γιατί η φωνή δεν φτάνει ως εδώ

Και το συμπέρασμα του ποιητή; «Συγγένεια σημαίνει θάνατος» . Και το επόμενο βήμα φυσικά η απόδραση. Αναζητά μια συνέχεια έξω, πέρα και μετά τον εαυτό: «Κάθε μέρα προσπαθούσα να γράψω τρεις στίχους/ που η αντοχή τους/ να υπερβαίνει τη δική μου», «δεκαοκτώ χρόνια στο έλεος αυτής της γυναίκας», «η Αγγλία ήταν ένας ελιγμός,/ ο μόνος ευφυής ελιγμός στη ζωή μου». Τελικά «έπρεπε να σπάσει το συμβόλαιο αίματος». Εξ ου κι ο τίτλος της συλλογής: Adieu.
Ένα Adieu που συνεχίζει αποχαιρετώντας και την τρίτη γυναίκα της ζωής του. «Τρεις γυναίκες/ (μάνα, κόρη και η κόρη της κόρης)» στο ποίημα «Μια φορά κι έναν καιρό…». Γυρνά νοσταλγικά και με απορία στον εαυτό, που δεν αναγνωρίζει: «Εκείνο το καστανόξανθο αγόρι με τα κυματιστά χείλη,/ ο έφηβος με το πορτραίτο του Σικελιανού στο γραφείο/ ο φοιτητής με τις βαθιές ρυτίδες γύρω απ’ το στόμα». Και ίσως σε μια εξήγηση της όλης «αποτυχίας», του αδιεξόδου, στην κουβέντα της μάνας (δηλ. του Wallace Stevens): «Η αισθηματολογία/ είναι η αποτυχία του αισθήματος, μας έλεγες».
Θυμωμένος, σαν παιδί που του παίρνουν το παιχνίδι, επιθυμώντας μονίμως να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος και η κρυμμένη αλλά ουσιαστική αιτία του «παντός», σαν άλλος Σικελιανός «ανθεί για σένα η Ρώμη» («Γιάννης Κιτς», Αγ. Σικελιανού, το παραθέτει ως μότο) μας λέει: «16 Νοεμβρίου: πέθανες λοιπόν κι εσύ/ μακριά μου, όπως θα πεθάνει κι αυτή/ −η dulcissima mater−/ όπως πεθαίνετε όλοι σας». Και σ’ ένα τόσο «ευαίσθητο» θέμα, επιλέγει να δικαιολογηθεί και για την τάση του προς τη λογοκλοπή, αυτό που αποκαλεί «οικειοποίηση», παραθέτοντας ιταλικούς στίχους του Quasimodo, «παραλλάσσοντας» τους. Σημειώνει λοιπόν:

«Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως αυτός ο δάνειος χαιρετισμός, η οικειοποίηση ενός «ξένου», αλλά προσφιλούς λόγου, ήταν αναγκαίος’ ήταν ο τρόπος μου να συμφιλιωθώ, τη στιγμή εκείνη με τον θάνατο της», για να προσθέσει για όσους δεν πείσθηκαν: «αλλά και με την παράξενη συνθήκη, που με θέλει να μοιράζομαι ανάμεσα σε τρεις χώρες και τρεις γλώσσες».

Και αφού δεν λειτουργούν αυτά, επανέρχεται επί του θέματος επιθετικός, στα Σονέτα της Συμφοράς: «Αυτοί περίμεναν [τάχα] . Να γλιστρήσεις./ Και εσύ γλίστρησες με τον πιο παιδαριώδη τρόπο./ Τώρα φτύνουν στο πηγάδι σου/ που είκοσι χρόνια το έσκαβες για να βγάλεις λίγο καθαρό νερό./ Οικειοποιήθηκες; Διασκεύασες; Δεν ανέφερες την πηγή/ (από βαθιά περιφρόνηση για τους άξεστους “συνοδοιπόρους”); Έχει σημασία;», ρωτά και φυσικά απαντάμε τεράστια. Και συνεχίζει: «Το είπαμε: «σημαδεμένος για πάντα». Και αφού αναφερθεί στους «Σαίξπηρ, Τσέλαν, Μπρέχτ, τόσοι και τόσοι θα πεις», ας το αφήσουμε αυτό ασχολίαστο, αποδρά σε μια εικόνα που επινοεί για την περίσταση και που τάχα τον βολεύει: «Με την άκρη του ματιού σου βλέπεις το σπουργίτι/ να ισορροπεί σ’ ένα ετοιμόρροπο κλαδί./ Ό,τι ζει, ζει εντέλει μόνο του. Δέξου του» («9»). Και για να παραμείνουμε στη «ζωολογία» ας παραθέσουμε και την ακόλουθη εικόνα: «Ο στεναγμός περιστεριού/ ανώτερος πάντα θα είναι/ απ’ τις κραυγές της χήνας», σαν ο κόσμος να εξαντλείται ανάμεσα στις δύο αυτές στάσεις. Και συνεχίζει: «Εγώ ζητώ στεφάνι που το σώμα να συντρίβει», «αυτή τη δόξα θέλω, όχι άλλη» («Amores, XI», Adieu) και σημειώνουμε πως μάλλον ικανοποιείται σκεπτόμενος την πλήρη συντριβή του, την οποία προσπαθεί και να σκηνοθετήσει. Κι ακολουθεί η λύση:

«να αυτοπεριοριστείς:
να μικρύνεις το πεδίο, αφαιρώντας, αδιάκοπα αφαιρώντας,
συμπυκνώνοντας, ελαχιστοποιώντας –προτάσεις, καταστάσεις, χαρακτήρες-
σταθερά ερωτοτροπώντας με τα όρια του τίποτε»
(«38», Σονέτα)

Πρόκειται για έναν ποιητή τελικά που προσπαθεί να φέρει τα πάντα στα όρια του, φέρνοντας μια ευκολία στη γραφή μας και στοχεύοντας στην απονεύρωση και ίσως στην ακινητοποίηση των γραμμάτων μας. Μια διαφορετική βέβαια στάση από αυτήν του Χριστιανόπουλου που θάβοντας και φτιάχνοντας γύρω του ένα νεκροταφείο στη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να ισχυρίζεται στο τέλος πως είναι ο μόνος ζωντανός. Η σβησμένη λοιπόν Αθήνα και η ισοπεδωμένη «ερωτική» Θεσσαλονίκη. Ας παραθέσουμε εδώ και τους ακόλουθους ενδεικτικούς στίχους: «Μέσα στις αποχρώσεις της ιδιοτέλειας/ κάθε συγκεκριμένη ευθύνη παραγράφεται/ κι όλοι πορεύονται χαρωπά πάνω στα ερείπια/ που είναι ο παράδεισος τους/ και η κόλαση μου» («ΙΙΙ»), «Στην ποίηση τίποτα δεν είναι αληθινό/ εκτός από τις υπερβολές του εγώ» («ΙV»), «Το αληθινό θηρίο στην αρένα είναι ο όχλος, όχι το αιλουροειδές» («ΙV») . Και συνεχίζει στο σονέτο «38»:

Να αφήνεις τις εικόνες να λειτουργούν ανεξάρτητα από τις λέξεις,
τις λέξεις ανεξάρτητα από τον φυσικό τους πομπό.
Η μόνη επιτυχία είναι η πίστη στην αποτυχία.

Η εποχή του μεμψίμοιρου Σμυρνιού προχωρούσε προς το χάος. Η δική σου;
Εδρεύει στο χάος. Άσε τα μισόλογα και υποδέξου του –με στόμα ορθάνοιχτο.

Και αφού όπως μας λέει στο σονέτο «43» πιστεύει πως «αυτό που διακυβεύεται δεν είναι η αρχή της Ποίησης αλλά της αρμοδιότητας» και αφού φυσικά κρατά για τον εαυτό του την πλέον σημαντική ερμηνεία, ίσως ως ο κατεξοχήν «δαφνοστεφής διερμηνέας» , αποφασίζει να εμφανιστεί επεξηγώντας: «τα πασπάλισε όλα με Αυγουστίνο και έφτιαξε τα εύγεστα σονέτα του/ […] φρόντισε οι “μιμήσεις” του να εκσυγχρονίσουν τις πηγές», ενώ «εκείνοι συνεχίζουν να γράφουν αυθεντικά, ανόθευτα στιχάκια/ και να ομνύουν στην αγράμματη Μούσα τους» («17»). Και αλλού ως εξυπνάκιας: «Εσύ αποστάτησες από την κοινότητα των στιχοπλόκων/ για να παραμείνεις πιστός στην ποίηση (Κι εκείνη πήρε την εκδίκηση της)», συγκρατώντας όμως την ειλικρίνεια, την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό του. Ως άλλος Χριστιανόπουλος, των Αθηνών αυτή τη φορά, άρα αλλιώτικος μες στην «αστικότητα» της πρωτεύουσας, προκαταλαμβάνει τις πιθανές αντιδράσεις και κλείνει λέγοντας: «Καλά σ’ τα [σε] είπε η πιστή σου φίλη (άκουσε την και μια φορά):/ «Από τα τραύματα στο ίδιο σου το σώμα θα πρέπει να το έχεις μάθει πια:/ θα ραβδίζουν πάντα το δέντρο που έχει καρπούς» («64», Σονέτα). Και: «Το σονέτο αυτό δεν έχει θέμα, ισχυρίζεσαι, […]/ αλλά για κοιτάξου στον καθρέφτη και πες μου τι βλέπεις;// Το θέμα μήπως; («44»).
Είναι ζήτημα όλα τελικά εξισορρόπησης. «Και στην ποίηση πώς επιτυγχάνεται αυτή η ισορροπία;», ρωτά στο σονέτο «57». Κι η απάντηση: «Μέσω της “αποστρατικοποίησης της γλώσσας”, ισχυρίζεται ο Κέητζ./ Δηλαδή μέσω της υπονόμευσης του υψηλού./ Επομένως γράψε ένα ποίημα που να κοιτάει προς τα κάτω: το γρασίδι». Μα και εκεί ο καθρέφτης είναι πάλι λευκός και επιστρέφει τη σβησμένη αντανάκλαση ενός «λευκού εαυτού» ή καλύτερα την αντανάκλαση του λευκού ουρανού, για να θυμηθούμε και το «Garden in Sunlight» του David Harsent της συλλογής Night , αλλά και «το σπέρμα είναι γλυκύτερο του ουρανού» και πάλι του Χριστιανόπουλου.

Ο βαθύτερος φόβος του ίσως είναι να μην «σβήσει μέσα στην ανωνυμία της φυλής» («59»). «Αναρωτήσου: Υπάρχω; Φώναξε το δυνατά να σε ακούσω κι εγώ: Υπάρχω;». Επιπρόσθετα, ικανοποιείται πιστεύοντας στην κουβέντα που θα μπορούσε να εκστομίσει μόνο ένας αμερικανός −έστω πραγματικά καλός− ποιητής όπως ο Κάμμινγκς, πως: «Η απολύτως απεριόριστη χώρα κάθε ποιητή είναι ο εαυτός του», «ο ποιητής που προδίδει αυτή τη χώρα αυτοκτονεί/ και ούτε ο καλύτερος δικηγόρος δεν μπορεί να σκοτώσει έναν νεκρό» («29»). Εδώ να προσθέσουμε πως χτυπά και τους «αριστερούς» («αδέρφια μου αριστεροί» που θα ‘λεγε κι ο Ντίνος) διαδίδοντας πως ο Ζίζεκ είναι ψυχασθενής (περιμένουμε και το σχετικό ποίημα), αλλά και με τους ακόλουθους στίχους: «οκτάωρη οινοποσία με πρώην αριστεριστή, νυν συντάκτη life-style περιοδικού./ Χαίρεται τόσο πολύ με τη δυστυχία σου (ούτε κουβέντα για τον θάνατο της) […]/ Συμπέρασμα: όταν ακούς Αντόρνο και πολλά Moralia/ κράτα minima καλάθια» («27») αλλά και σημειώνοντας στο σονέτο «29» πως «ο κόκκινος Ρίτσος δεν καταδέχτηκε να διαβάσει κάμμινγκς». Ίσως κατά το(;): «καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες/ γιατί το τζάκισες το χέρι σου/ τοτζάκισες για να χορεύουν σέικ/ τα κωλόπαιδα».
Η σκηνοθεσία, για να επανέλθουμε, ή η επινόηση του εαυτού, καταρρέει μπροστά στη νεκρή μάνα. Εκεί που τον χτυπάει το «πραγματικό» εμφανίζεται πιο ανθρώπινος κατακτώντας ή επιτρέποντας τις καλύτερες του στιγμές:

Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται
ότι εξημερώνουν τον θάνατο λένε ψέματα
Τα χέρια σου όμως που τώρα κρατάνε
την τεφροδόχο με τις στάχτες της είναι αληθινά. […]
Κρατιέσαι από τις λέξεις, λες και η θάλασσα έχει κλαδιά.
Όμως βουλιάζεις διαρκώς. Το στόμα σου είναι ήδη κάτω απ’ το νερό.
(«58»)

ή αντίστοιχα, εκεί που προσπαθεί να βρει τη δύναμη, ή αφήνεται, ώστε να συγκινήσει «μεταδίδοντας το βάρος της απώλειας», μ’ ένα διάλογο –όχι εσωτερικό μονόλογο- με τον βαθύτερο του εαυτό, διόλου «άψυχο και προβλέψιμο» αυτή τη φορά, οργανικά δεμένο με τον «ψυχισμό» του. Μας λέει:

Πλήττεις. Όλο και πιο πολύ. Όλο και συχνότερα.
Διαβάζεις ό,τι τύχει και πέσει στα χέρια σου μήπως και ξεχαστείς λιγάκι:
πιάνεις το De picture sacra. Ούτε την εισαγωγή δεν μπορείς να ολοκληρώσεις.[…]
Στην κατάσταση που βρίσκεσαι, οι κανόνες της ορθής αγιογραφίας σε μάραναν […] Έξυπνα τα σχόλια, ωραίες οι εικονογραφήσεις, άξιος ο καρδινάλιος Σφόρτσα
αλλά σήμερα είναι Τρίτη, 10 Αυγούστου του 2010, κι εσύ βρίσκεται στην Τήνο,
όχι στο Μιλάνο του Quattrocento, και η καρδιά σου είναι βαριά σαν πέτρα
και θα ήθελες κάποιος να την πιάσει στα χέρια του και την πετάξει στη θάλασσα, να πάει κατευθείαν στον πάτο. Τώρα.
(«67»)

Εμφανίζεται εδώ θεωρώ σε μια από τις πιο γνήσιες στιγμές του. Κλείσιμο, τηρουμένων των αναλογιών, που θα έπρεπε να αντιπαραθέσουμε στο κλείσιμο της Κίχλης του Σεφέρη («και είσαι/ σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά/ τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού να κοιτάξεις πρώτα/ […] θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ΄ το φως της μέρας») και στα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ («Τώρα που το φως λιγοστεύει [...]»). Ο καθένας βέβαια στην «απάντηση» του, συνοψίζει τον εαυτό του, τις προτεραιότητες του, τον τρόπο του, εν τέλει το ανάστημα του.
Σε αντίστοιχο κλίμα ή με αντίστοιχες διαθέσεις κινείται και το ακόλουθο: «[…] δύο εκατομμύρια εξαθλιωμένοι cariocas,/ ντυμένοι στα λευκά/ […] θα γιορτάσουν τον ερχομό του νέου χρόνου/ βουτώντας στ’ αδιάφορα νερά του ωκεανού/ ενώ εσύ, με μια παγωμένη caipirinha στο χέρι,/ θα κοιτάς τ’ απορημένα της μάτια […]/ και θα εύχεσαι όλα να τελειώσουν τώρα/ −με ένα φαντασμαγορικό πυροτέχνημα/ (στο κέντρο της καρδιάς σου)» («Cidade Maravilhosa», Μετά το τέλος της ομορφιάς).
Ας σταθούμε όμως και σ’ άλλες αξιόλογες στιγμές, εκεί που λειτουργεί ως πατέρας αλλά και ως γιός που βασανίζεται απ’ τη σχέση με τον δικό του πατέρα. Για τον γιό του λέει λοιπόν, αναβιώνοντας σε μια πολύ ιδιαίτερη και ανθρώπινη σκηνή, τα ακόλουθα μαγευτικά: «Δεν θα ‘πρεπε να ήταν πάνω από πέντε/ (ήσασταν αγκαλιά στο κρεβάτι)/ και είχες αρχίσει να του διηγείσαι τον «Τυφώνα Κουροσάβα»/−νέα εκδοχή με περισσότερες στέγες και αγελάδες/ να στροβιλίζονται στον μαύρο ουρανό−/ όταν γύρισε ξαφνικά και σου είπε:/ «Μπαμπά, όταν τελειώσεις το παραμύθι σου μη σβήσεις το φως»./ «Γιατί;» ρώτησες. «Γιατί όταν είναι σκοτάδι, ακούω τη σιωπή» («18»). Ενώ για την κόρη του, δύο σονέτα παρακάτω, στο «20» γράφει και πάλι ανθρώπινα: «Σου λείπει η κόρη σου. Τη σκέφτεσαι διαρκώς./ Θέλεις να της μιλήσεις. Ν’ ακούσεις τη φωνή της./ […] Είναι μόλις έξι χρονών./ Κάθεται στα γόνατα σου με τον Μόγλη στα χέρια. Τότε υπήρχες στη ζωή της/ Επιτέλους απαντάει: «Έλα, μπαμπά, τι θέλεις; Είμαι στα Εξάρχεια»./ Πας να πεις κάτι΄ σε κόβει: «Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, τα λέμε αργότερα»/ και χωρίς να περιμένει την επόμενη φράση, μ’ ένα ξερό «γειά» σου το κλείνει./ Θα ‘θελες να ήσουν εκεί τώρα, να δεις το αγόρι που της κρατάει το χέρι,/ να του πεις: «Πρόσεχε καλά! Όταν η κόρη μου δείχνει το φεγγάρι,/ εσύ θα κοιτάς το δάχτυλο, όχι αυτό το κοινότοπο τίποτε. Ακούς τι σου λεώ;».
Τέλος, ακόμη πιο προσωπικός, σε πιο δύσκολα χωράφια αυτή τη φορά, μας λέει για τον πατέρα του, σκεπτόμενος φωναχτά, γυρνώντας πάλι πρωτίστως στον εαυτό: «Είσαι διαρκώς εξουθενωμένος. Φρόντισε ο πατερούλης γι’ αυτό./ Όταν σκορπούσε τα λεφτά του στα μπαρ της Ύδρας και της Μυκόνου,/ έκανε ωραία φιγούρα στις κυρίες με τους πληκτικούς συζύγους./ Ο Brasileiro ήταν όντως καλός εραστής με εξωτική πανοπλία./ Τώρα βρίσκεται διασωληνωμένος σε ιδιωτική κλινική στο Morumbi/ και έχει πάψει εδώ και μήνες να μιλάει. Σε κοιτάει έντοντα στα μάτια/ μ’ εκείνο το βλέμμα που θα ήθελες να λέει: «Συγγνώμη, γιέ μου»,/ ενώ στην πραγματικότητα σου ψιθυρίζει: «Κοίτα για πότε τέλειωσε το πάρτι!» («62»).
Παρακάτω, στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής, ο πατέρας πεθαίνει. Το σονέτο «74» ξεκινά μ’ ένα πολύ αξιόλογο τρόπο, που ανακαλεί ως τεχνική το αντίστοιχο εκπληκτικό του Μίλτου Σαχτούρη: «Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά» (της συλλογής Όταν σας μιλώ): «Όταν έγραφες ένα χρόνο πριν το σονέτο 47, ζούσε ακόμη./Χθες πέθανε. […]/ Το πρωί που ξύπνησες βρήκες ένα SMS από τον αδερφό σου:/“Call me immediately! Our father…”/ [Ta αγγλικά είναι η κοινή σας γλώσσα, κι αυτά σπασμένα, όπως η σχέση σας]/ Ώρα Βραζιλίας 14:00. Έκλεισε τα μάτια σου καθώς εσύ άνοιγες τα δικά σου. / Τώρα είσαι πλέον ορφανός./ Φθινόπωρο έφυγαν και οι δύο, με δύο χρόνια διαφορά./ Οι στάλες της βροχής στο τζάμι συντονίζονται με την οδύνη σου−/ κυλάνε αργά όπως τα δάκρυα σου./ Τον αγαπούσες όσο πίστευες; Σε αγαπούσε όσο ήθελες;/ Συνέχισε να ρωτάς. Οι δικοί σου τοίχοι έχουν ακόμη πολλά να πουν».
Μια πρώτη έως τώρα «σύνοψη»: Το παρελθόν στον Βλαβιανό με τα συμβάντα του, όπως και για τους αστούς «επαναστάτες» αλλά και για τον Μπένγιαμιν −που τον θυμάται ο Βλαβιανός μέσω του angelus novus του− πρέπει να ταχθεί αναγκαστικά στην υπηρεσία του παρόντος και του προσώπου του, καθώς και η κλασική παράδοση πρέπει επίσης να πέσει θύμα του «αιρετικού» σφετερισμού του και της παρερμηνευτικής του γραφής, για να ανακτηθεί, ας υποθέσουμε, ο χαμένος χρόνος ή καλύτερα το δια βίου ασχημάτιστο πρόσωπο του. Ο «επαναστάτης» αστός, στο ξέφτισμα του στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, είναι ο απόγονος όχι μόνο καταπιεστικών και άλλοτε αδιάφορων ή εγωκεντρικών γονέων, αλλά και αδελφών, οι οποίοι σφετερίστηκαν την πατριαρχία ή και την μητριαρχία (σε μια μορφή υποκατάστασης) του καιρού τους και κληροδότησαν κάτι από αυτήν την επικίνδυνη ή ισοπεδωτική δύναμη στις επόμενες γενεές , κλονίζοντας τελικά −στην περίπτωση που μας απασχολεί− τον ίδιο τον δημιουργό. Μας λέει ενδεικτικά στο ποίημα «Ευλογημένος Ο…» της συλλογής Adieu με μότο του Lord Byron (Parisina): “Yet in my lineaments they trace/ Some features of my father’s face,/ And in my spirit –all of thee”, αναφερόμενος προφανώς στον πατέρα: «Όλα αυτά τα χρόνια/ ζούσα για να σ’ εκδικηθώ/ όχι γι’ αυτό που ήσουν/ ή κατάντησες στο μεταξύ/ αλλά γι’ αυτό που είμαι/ που ήμουν ανέκαθεν./ Τριάντα χρόνια πίστευα/ πως πόνος σημαίνει/ να μην έχεις αγαπηθεί./ Σημαίνει αγαπάω». Και στο επόμενο ποίημα «Υποδειγματική παραίτηση», συνεχίζει: «Θα ήθελα να σε συγχωρήσω/ […] Θα ζήσω λοιπόν αφού το θέλεις/ για να σε δω όμως να πεθαίνεις./ Θα ζήσω για να σε κλάψω όπως δεν θα σε κλάψει κανείς».
«Υπάρχει μια αμφιθαλής αλληλεγγύη», συνεχίζει ο Eagleton, «η οποία κόβει στα δύο την κενή, ομογενοποιημένη συνέχεια της ιστορίας της άρχουσας τάξης, την οποία ο Μπένγιαμιν ορίζει ως “παράδοση”. Επομένως, η ανακύκλωση του παρελθόντος είναι ταυτόχρονα οπιούχο και έμπνευση –μια κυνική κλοπή της “αύρας” του, η οποία όμως, όπως θα το έθετε ο Μπένγιαμιν, ανακόπτει την ομαλή ροή του ιστορικού χρόνου μ’ έναν συγκλονιστικό «αστερισμό» ανάμεσα στις πολιτικές ανάγκες του παρόντος και σε μια λυτρωμένη στιγμή του παρελθόντος» . Έτσι, με μια δόση υπερβολής θα μπορούσαμε να πούμε πως οι οκνοί «πλούσιοι» καταναλώνουν υψηλή λογοτεχνία και κουλτούρα –καλά κάνουν, το θέμα όμως είναι ο τρόπος και η στόχευση– αλλά στην ουσία αυτό που καταναλώνουν (ή παράγουν) είναι ο ναρκισσισμός των δικών τους πράξεων, πράξεων που εν τέλει οδηγούν και ταυτίζονται με την απολαυστική κατανάλωση, εδρεύοντας −επί το πλείστον− πάνω σε μια γερή δόση ανασφάλειας αλλά και μιας μη γόνιμης αυτο-αμφισβήτησης. Η κλασικίζουσα αισθητική του Βλαβιανού και ο καταναλωτικός-μεταπρατικός φετιχισμός του, απογυμνώνουν τελικά τα πράγματα από την ιδιαιτερότητα τους, περιορίζοντας κατά κάποιον τρόπο το «αισθησιακό» τους περιεχόμενο σε μια μορφή στρεβλωμένης εξιδανίκευσης προς ιδία και αποκλειστική –σε τελική ανάλυση– χρήση .
Έτσι, σ’ ένα τέτοιο ίσως κλίμα εξομολογείται και αναλογίζεται έναν άλλο δρόμο που τελικά δεν πήρε: «Επινόησες έναν ποιητή στα μέτρα του αγαπημένου σου Possum/ για να δώσεις ένα σχήμα στις άγουρες σκέψεις σου./ Τριάντα χρόνια αργότερα κοιτάς τον ποιητή που έγινες/και τον οικτίρεις για την ηλίθια επιλογή του./ Καλύτερα να ‘χες ακολουθήσει το άλλο μονοπάτι,/ όχι αυτό που υπαινίχθηκε ο Φρόστ (καλός φανφαρόνος και δαύτος).// Τα σκάτωσες αγόρι μου! Κοίτα να διασώσεις ό,τι ψυχή σου απέμεινε» («5»).

`

TAKE II

Ο ποιητής εμφανίζει τον εαυτό του ως «κωπηλάτη στο ποτάμι των νεκρών» −πρωτίστως των νεκρών ποιητών− κι ως άλλος Johnny Depp («William Blake») στο Dead Man του Jarmusch, καθώς «του μέλλοντος η ανάμνηση» είναι «ένα λινό άσπρο σεντόνι» («Ο θρίαμβος του τέλους, Ι» Η Νοσταλγία των Ουρανών) διαισθάνεται πως δεν θα κατορθώσει πολλά, ή καθώς του έρχεται το νεκροσέντονο στο πρόσωπο, αντιλαμβάνεται πως το τέλος έχει ήδη θριαμβεύσει. Απ’ την αρχή. Απ’ την άλλη γνωρίζει πως στο «τέλος μου είναι η αρχή» που θα ‘λεγε και ο Έλιοτ −που μας ενώνει.
Όλα έχουν δρομολογηθεί −συνοψίζοντας και μετωνυμικά− με την «μετά τόκον παρθένον». Η οικογένεια έχει ξεπέσει. Άρα κι ο ίδιος, τόσο εντός της πυρηνικής οικογένειας που του έτυχε, όσο και της ποιητικής που επιλέγει. Σαν «ανέτοιμος από καιρό» μ’ ένα άλμα μπαίνει εντός της «οικογένειας» (όπως η Ελλάδα στο ευρώ;) και μετά δια βίου το πληρώνει. Το μάτι του στεγνό, όχι εκ των προτέρων, αλλά φυσώντας το για να στεγνώσει. Το δράμα είναι έτσι ιδιότυπα παρόν έστω μέσα στην απο-δραματοποίηση του. Μόνιμη έγνοια του εξάλλου η «συντήρηση» αυτής της αποδραματοποίησης. Αποτέλεσμα του όλου αδιεξόδου. Μια προσπάθεια που χρωματίζει το σύνολο του έργου. Στις στιγμές μάλιστα που αφήνει αυτή την «ένταση» να εκδηλωθεί κατορθώνει θεωρώ και τα καλύτερα μορφώματα του.
Ως άλλος «Φλαμανδός», έτσι αποκαλεί τον Βερμέερ από οικειότητα −σαρκώνοντας τον έξυπνα− «σηκώνει το παραβάν και μας ξεναγεί στο εργαστήριο του» («Το ποίημα του Βερμέερ», Διακοπές στην πραγματικότητα). Τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του ποιητή, του παρατηρητή και του παρατηρούμενου («με την πλάτη γυρισμένη στον θεατή [αναγνώστη], είναι η αλήθεια»). Στερούμενος όμως στην περίπτωση του –ίσως– άλλου θέματος. Έτσι εδώ τελειώνουν κι οι ομοιότητες με τον Γιοχάνες Φερμίιρ, τον αποκαλούμενο Βέερμερ ή Βερμέερ. Γυρίζει το πρόσωπο του προς το μέρος μας και σχηματίζεται εκείνη τη στιγμή, μπροστά μας, σαν άλλος πίνακας του Μπέικον, όπου όμως αντί για κόκκινα έρχονται χρώματα λευκά και ξεφτισμένα. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα σημειωτόν τύπου Μπέκετ. Βουλιάζουμε. Μέσα στο τόσο άσπρο, στο κενό ο ποιητής-θέμα σε μια νέου τύπου σκληρότητα προς τον εαυτό του πρωτίστως, με πινελιές εκλεπτυσμένες, ελαφριές και υπολογισμένες περνά τη θηλιά στο λαιμό του, στο λαιμό μας. Το στεγνό του βλέμματος, η ξεθωριασμένη γυαλάδα του ματιού απ’ την υπερβολική αυτοπαρατήρηση, απ’ την αιώρηση, απ’ την εκ των υστέρων τοποθέτηση και την έγνοια τού πως τον προσλαμβάνουν, παγιδεύεται στην κενότητα και την άηχη αντανάκλαση του όποιου πραγματικού του συμβαίνει και μας συμβαίνει. Τώρα.
Από εκεί προβάλλονται οι σκιές, τα «άμορφα ποιήματα» που μας περνούν στο ερώτημα που θέτει στο ποίημα «Il gran caosse», όπου και απαντά:

Στο ερώτημα “ποιο το νόημα όλων αυτών των άμορφων μορφών;”
που φαίνεται να βασάνιζε τον Άγιο Βερνάρδο,
εκείνος απαντούσε με έμφαση: “Κανένα”.
Η deformitas δεν κωδικοποιείται.
Το μυαλό είναι ανίκανο να παγιδεύσει την ομορφιά.
Τα πάντα παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Οι προσδοκίες διαψεύδονται διαρκώς.
Ένας αποκρουστικός γρύπας μεταμορφώνεται ξαφνικά σε κόκορα’
ο φόβος δίνει τη θέση του στο γέλιο,
το τραγικό στο ιλαρό

Και έτσι «συμβαίνει και στην ποίηση» και σίγουρα στον ποιητή που προτιμά το «make it new» του Πάουντ από το «make it strange» των φορμαλιστών. Ένας ποιητής που απομακρύνεται «αποφασίζοντας» απ’ την οργανικότητα της τέχνης. Στο ενδιάμεσο: «Τα αντικείμενα αιωρούνται νωχελικά/ μέσα στη μεταφυσική τους αθωότητα/ […] συνέχισε να τα παρατηρείς/ για όση ώρα σου απομένει» («Δειλινό χωρίς ειδύλλιο»).
Επιστρέφοντας στον εαυτό, συνεχίζει: «Είμαστε εντέλει πολύ πνευματώδεις./ Βρίσκουμε πάντοτε ένα άλλοθι/ για να συνεχίσουμε ατάραχοι/ τις ναρκισσιστικές μας καταβάσεις/ και τα λεκτικά σλάλομ» («Πέντε ποιήματα για την αστική ευαισθησία»). Αλλά αφού τσακιστεί εμφανίζεται πιο ανθρώπινος μες στην αυτογελοιοποίηση του: «Δεν διαφωνώ./ Ασφαλώς και ξέρει τι σημαίνει χαλινάρι./ Όμως στ’ αλήθεια, το άλογο που βρίσκεται;/ Γιατί εγώ δεν βλέπω ιππότη να καλπάζει/ αλλά έναν στιχοπλόκο δυστυχή και φαντασμένο/ που σέρνει τη σέλα καταγής/ και τον αέρα με λύσσα μαστιγώνει» («My kingdom for a horse») ή και καλώντας προς μια μορφή «συμπόνιας», ζητώντας και πάλι προσοχή, σαν άλλος Μάλερ: «Έφτασε η εποχή της πλήξης./ (Κουαρτέτα, Κάντος, Κίχλες στα σκουπίδια.) Καλωσόρισες κατάθλιψη,/ Καλωσόρισες εσύ που η φήμη σου/ δεν θα ξεπεράσει τον αυτιστικό κύκλο των άσπονδων φίλων σου/ […] Μπορώ τουλάχιστον ν’ αποχωρήσω διακριτικά;/ Δεν νομίζω να λείψω σε κανέναν» («Nom de guerre»).
Όταν δυναμώνει, δηλ. όταν βρίσκει τον εαυτό του ειρωνευόμενος τους άλλους, υπερασπίζεται επίμονα την ποίηση, την ανοίγει στις «πραγματικές» της δυνατότητες, θέτοντας πλαίσια ικανοποιητικά: «Κι ενώ οι νέοι διαφωτιστές/ θεωρούν βέβαια την έλευση της βαρβαρότητας/ η ποίηση έχει καταντήσει/ το κόκαλο εκατό φτωχών ψιθυριστών/ που πάνω του ακονίζουν τα κωμικοτραγικά τους δόντια» («ΙΙΙ»). Και παραθέτει το credo του, αφού όμως πρώτα αμυνθεί απέναντι στους κοινωνικούς κύκλους του: «Αρνούμαι να αποκηρύξω το εύθραυστο πάθος μου» και έπειτα απέναντι στους ομότεχνους: «Αυτοί που διαφωνούν με τον τρόπο της γραφής μου/ δεν έχουν διακινδυνεύσει τίποτα»! Και ιδού λοιπόν το credo του: «Όλη η προηγούμενη προσπάθεια/ προετοιμασία γι’ αυτή τη στιγμή της δύναμης/ όπου η ρητορεία και η μοιρολατρία έχουν αποβληθεί/ και η καθαρή γλώσσα απογυμνώνεται/ με στόχο την απλή ονοματολογία./ Οι στίχοι να αλληλοενισχύονται/ η σύνδεση ωστόσο ανοιχτή με βάση τις μεταπτώσεις/ η εκλέπτυνση και η συμπύκνωση χωρίς βοηθητικές υποδομές/ η αποσπασματικότητα της συνείδησης/ ν’ αποτυπώνει τη ρευστότητα που καταγράφει/ το αποτέλεσμα να αναδίδει τη λάμψη μιας πειθαρχημένης ενόρασης». Μια «πειθαρχημένη ενόραση» που στοχεύει στα γράμματα και εναντιώνεται στον «εκφυλισμό του τραγικού», ειρωνευόμενη ιδιότυπα τις ιταλικές όπερες που κορυφώνονται στο: «no! non voglio morir!» («όχι! Δεν θέλω να πεθάνω!»), αλλά και στις «δραματικές συνταγές» του τύπου: «η ζωή είναι πικρή/αλλά η ζάχαρη της γλώσσας (μου)/ τη κάνει γλυκιά σα μάντολα». Μας μιλά μάλιστα επ’ αυτού και στα κριτικά του κείμενα αλλά και στο ακόλουθο ποίημα, όπου και «παραφράζει»: «Εσύ βέβαια πιστεύεις ότι αληθινή ποίηση σημαίνει/ τα μάτια να είναι διαρκώς υγρά/ και να γράφεις κρατώντας στα χέρια χαρτομάντιλα./ Λες και μπορεί κάποιος να παίξει ένα κοντσέρτο βιολιού/ ή να σμιλεύσει ένα άγαλμα αν τα χέρια του τρέμουν από συγκίνηση./ Αλλά τα ψεύτικα ποιήματα, όπως και τα faux bijoux,/ Μοιάζουν πάντοτε πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα./ Επομένως τα ποιήματα μου δεν είναι για σένα, ma cherie./ Εσύ ποθείς «αβυσσαλέα πάθη» και «ζοφερά σκοτάδια»/ κι εγώ το μόνο που έχω να σου προσφέρω είναι τη λέξη adieu. (Χωρίς «».) («36», Σονέτα). Χωρίς εισαγωγικά αλλά μες σε παρένθεση . Σαν τη ζωή −παρένθεση− ανάμεσα στα δυό σκοτάδια.
Η ποίηση όμως, για να συνεχίσουμε, δεν χρειάζεται υπερασπιστές, τουλάχιστον στην επικράτεια μας, αλλά ούτε και ρύθμιση των άλλων. Όχι μετά από έναν Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Σεφέρη, Σαχτούρη, Φάλκο, Δάλλα. Ως αυτόκλητος πρέσβης καλής ποιήσεως, την προωθεί και κυκλοφορεί ως άλλος Πάουντ, τηρουμένων των αναλογίων, σε κοσμικά σαλόνια, στη Σόλωνος, στο «Zeitgeist» της («34», Σονέτα). Εξ ου ίσως και το άνοιγμα του εργαστηρίου του. Ασυντόνιστος όμως όχι απλά με την εποχή αλλά και με τον εαυτό του, «ανεπηρέαστος από “των γεγονότων την πορεία”» που θα ‘λεγε και ο Ποιητής (στο Χιού Σέλγουιν Μώμπερλυ) περνά ως φάρσα, μετά την τραγωδία της περίπτωσης του Πάουντ, κατευθείαν όχι στη μνήμη των ανθρώπων αλλά στο ότι όντως «η περίπτωση του δεν αποτελεί/ καμία προσθήκη στο διάδημα των Μουσών», σχεδόν. Το wishful thinking του παραμένει θεωρώ και συνοψίζεται στα ακόλουθα που γράφει ο ίδιος για τον Έζρα:

«Κάποιοι επιμένουν να θεωρούν το ποίημα αυτοβιογραφικό, αφού ο Πάουντ μοιάζει, στο πρόσωπο της περσόνας που επινοεί, να ισχυρίζεται ότι η συνεχιζόμενη παραμονή του στο μεταπολεμικό Λονδίνο, με τις παρωχημένες και αντιδραστικές ιδέες του, θα οδηγούσε σε βέβαιη αποτυχία και ακύρωση των όποιων ποιητικών του φιλοδοξιών. Ωστόσο κανένα έργο, όσο προσωπικό κι αν είναι, και μάλιστα της εμβέλειας ενός Μώμπερλυ, δεν μπορεί να διαβαστεί, όπως επιμένει ο Λήβις, ως καθαρή αυτοβιογραφία. Δεν θα αναγνωρίζουμε στο κάτοπτρο του, όπως πιστεύω ότι αναγνωρίζουμε, ένα μέρος του εαυτού μας (έστω στρεβλωμένο, για να θυμηθούμε τον Άσμπερυ), αν δεν ενυπήρχαν σε αυτό στοιχεία που να το αποδεσμεύουν από συγκεκριμένες προσωπικές και ιστορικές αναφορές, και να του προσδίδουν μια διάσταση διαχρονική» .

Κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση του και που δείχνει ίσως προς μια στρέβλωση της ποίησης και της τέχνης, που χάνοντας την «πραγματική» κοινωνική και όχι μόνο λειτουργία της, καταλήγει ή τείνει να γίνεται μοχλός ατομικής ανόδου στην όποια κοινωνική ιεραρχία υφίσταται η εκάστοτε εποχή, και αναρρίχησης σε πλατφόρμες που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από τον ίδιο.
Κι από εδώ μπορούμε να επανέρθουμε στη δόμηση της συνείδησης, στην οπτική του ποιητή, δηλ. στο θέμα της «οικειοποίησης». «Να φανεί», όπως μας λέει ο ίδιος, «καθαρότερα η συγκεκριμένη συνθήκη μέσα στην οποία συγκροτούμε, με ρευστές και ασταθείς λέξεις, τη συνείδηση». «Ξεκινάμε χωρίς να γνωρίζουμε τι θα συλλέξει ο νους από την αστραφτερή ροή των πραγμάτων». Όπου αντί για πράγματα όμως εμείς διαβάζουμε ποιήματα. Μια συνείδηση που συγκροτείται, συναποτελείται από ποιήματα –κυρίως τρίτων– και εκεί βαδίζει οικειοποιώντας τα με έναν τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στα γράμματα μας. Τι αφήνουν όμως πίσω τους τα ποιήματα, σαν να μας λέει, στο πρώτο φως της κάθε επόμενης μέρας; Τίποτα, μια ανακύκληση, έναν τόπο που τον περιδιαβαίνει κανείς. Προσοχή όμως «έχει νόημα να προχωρήσουμε πριν παραιτηθούμε». Μας λέει: «Το κόσμημα [δηλ. το ποίημα] που κρατάς στα χέρια σου ζητάει να δικαιωθεί τώρα. Κοίταξέ το όσο ακόμη λάμπει», «ωστόσο ό,τι σε εκείνο το μακρινό παρελθόν φάνταζε αυθεντικό/ είχε ήδη αρχίσει να ξεφτίζει» («Lost, found, lost again»). Μια δικαίωση που τον στοιχειώνει, μαζί με την αποτυχία-επιτυχία του αισθήματος, όπως θα δούμε κλείνοντας.
Έτσι καταλήγουμε και πάλι στον εαυτό. Όχι όμως όπως θα έλεγε η Βέντλερ με την έννοια της εκ προοιμίου μοναδικότητας του, την οποία και «οφείλει να αποτυπώνει με λέξεις η ποίηση» («φράση, καθ’ όλσα κοινότοπη που παραπέμπει στην, γερμανικής προέλευσης, φιλοσοφική έννοια Einzelpersönlichkeit») −είναι κουρασμένος άλλωστε ο ποιητής απ’ τους «εαυτούς» των φοιτητριών που του χτυπούν την πόρτα στο κολλέγιο, και απ’ τα ποιήματα τόσων a priori εαυτών που τον κατακλύζουν ως διευθυντή των περιοδικών της «Ποίησης» άλλοτε και τώρα της «Ποιητικής» (και φοβάμαι ότι εδώ έχει δίκιο)− αλλά η ποιητική πράξη ως το αποτέλεσμα μιας συνείδησης που έχει δομηθεί, ως ένας τόπος που παράγει νόημα, ή έστω σημασία κι ας κλείνεται σε δίκτυα τελικά ανθρώπων και μετεχόντων. Εκεί όπου τα τοπία-τόποι σε επανάληψη λειτουργούν σαν τα μοτίβα μιας αρχιτεκτονικής δομής (για να θυμηθούμε και τον Τσέστερτον, που αγαπά ο ποιητής) που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού, που λέει επίμονα το ίδιο πράγμα, προσπαθώντας να δομήσει αυτό το συγκεκριμένο κάτι, που το γυροφέρνει στις παραλλαγές του. Τι είναι όμως αυτό που τόσο τον βασανίζει; «Θα πρέπει να εξετάσουμε πολύ προσεχτικά αυτά τα τοπία αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη ζωγραφική του», δηλ. την ποίηση του. Λογικά αυτό που αδιάκοπα επανέρχεται:

Είμαι το παιδί
που βλέπει τους γονείς του να καβγαδίζουν
στην κουζίνα του σπιτιού
και τον πατέρα να χαστουκίζει τη μητέρα
και τη μητέρα ν’ αρπάζει το καρπούζι απ’ τον μαρμάρινο πάγκο
και να το πετάει με δύναμη στο πάτωμα
κι αυτό ν’ ανοίγει στα δυό
και τα ζουμιά να τρέχουν πάνω στα λευκά πλακάκια.[…]
(«Κόκκινο/Μαύρο», Ο άγγελος της ιστορίας)

ή «το εργαστήριο του ήταν ένα απλό τετράγωνο δωμάτιο, μ’ ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο» («Σημειώσεις για την πραγματικότητα του εαυτού», Διακοπές στην πραγματικότητα). Εκεί έξω, στον δρόμο, κοιτώντας μέσα απ’ το μεγάλο παράθυρο βλέπει μάλλον τον εαυτό του. «Θέλω να καθίσεις στην καρέκλα». Κάθεται. Βρίσκονται στο κενό. Συνομιλούν. «Επιχειρούν» γράφοντας ποίηση αντί ζωγραφίζοντας «άλλη μια αυτοπροσωπογραφία τους». «Γελά με ικανοποίηση για όσα είχε μόλις κατορθώσει να φτιάξει». Δεν αφήνει τον άλλον Χάρη να το δει. «Τέλος, ζωγράφισε τον εαυτό του [τους] να κάθεται στη φανταστική καρέκλα με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και στους αγκώνες ν’ ακουμπούν στο γραφείο. Για μερικά λεπτά κοίταξε τον εαυτό του να στοχάζεται συνοφρυωμένος μπρος στο φανταστικό γραφείο, ύστερα όμως προχώρησε προς το πραγματικό και, αφού κάθισε, τοποθέτησε μπροστά του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί και άρχισε να σχεδιάζει την εικόνα του εαυτού του να κάθεται στο γραφείο σχεδιάζοντας τον εαυτό…». Έκτοτε πολλαπλασιάζονται. Οι μέσα φωνάζουν κάθε φορά τον νέο έξω: «Χάρη!». «(Το ποίημα ξέρει ήδη που κρύβεσαι και σε αλυσοδένει εκεί για πάντα)» («Η επιφάνεια των πραγμάτων, 10»). Ή, γιατί όχι; «Απομένουν άλλοι έξι στίχοι για να κλείσει κι αυτό το ποίημα./ [πρόκειται για σονέτο δηλ. 14στιχο]/ Δεν είναι λίγοι αν το σκεφτείς. Δύο ολόκληρα χαϊκού./ Ή μάλλον ένα πλέον:

Πέντε συλλαβές για αρχή
που να συμπυκνώνουν το φλέγον θέμα:
“Ο Βλαβιανός. Ποιός;”».
(«75», Σονέτα της Συμφοράς)

Ο Βλαβιανός είναι κάποιος τελικά που βλέποντας εκδικείται τον εαυτό του. Καταλήγει να μην βλέπει τίποτα. Ένας σύγχρονος Οιδίποδας. Όχι φυσικά ο Οιδίποδας-Ηλίας της λαχαναγοράς, δηλ. της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (του Σαχτούρη), ούτε ο Οιδίποδας με το οργανάκι του, της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (του Χριστιανόπουλου), αλλά ο ίδιος ο ποιητής τυφλός, ως Οιδίποδας-Μέρμερος-Φέρητας (τα παιδιά της Μήδειας) εκεί που δεν συγκρούονται πια δύο δίκια ισχυρά, αλλά άσπρο πάνω στο άσπρο γλιστράμε στο πουθενά. «Ημι-ζώντανος» διατηρεί τη στεγνότητα του τυφλού του ματιού. Σαν άλλος Φέρητας στη Μήδεια του Λαρς φον Τρίερ περνά μόνος του τη θηλιά. Μας λέει ενδεικτικά: «Το βλέμμα πάνω στη ζωή/ μετατρέπεται σε ιδεολογία που μας απονεκρώνει/ γιατί η ζωή αυτή/ δεν υπάρχει πια». Να επαναληφθεί εδώ πως το βασικό του μέλημα στην ποίηση και κατ’ επέκταση στον κριτικό του λόγο, φαίνεται να είναι η αποφυγή του μελοδραματισμού (τον οποίο φαίνεται φορές να ταυτίζει με το δράμα) ταυτίζοντας τον με την αποτυχία του αισθήματος. Πώς όμως είναι δυνατόν αναρωτιέμαι να τίθεται το αίσθημα με όρους αποτυχίας ή επιτυχίας; Ποιες κοινωνικές-ιστορικές συνθήκες οδηγούν σε μια τέτοια στάση; Ένας ποιητής που όπως και να ‘χει αποφεύγει σαν το διάολο τον μελοδραματισμό. Ας το κρατήσουμε αυτό ως ένα απ’ τα κομβικά σημεία. Καθώς και τους ακόλουθους στίχους: «Ο χρόνος εντέλει μοιάζει περισσότερο με ακυρωμένη ανάσταση/ παρά με χρονικό ένδοξου περάσματος» («Meditatio lectoris»), «καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο φρικιαστική/ η ποίηση δεν μπορεί να επαναπαύεται/ στις ακαριαίες συλλήψεις του νου/ ή να προσφέρεται σαν θεραπευτική συνταγή/ επινοημένη από καλλιεργημένους ασθενείς» («VΙΙ»). Και τέλος: «Τη στιγμή του τελευταίου ασπασμού/ θυμήσου κι εμένα Vergine madre/ θυμήσου τον άμεμπτο συκοφάντη σου» («VIΙI»), εμένα που τόσο συκοφαντώ τον εαυτό μου.
Μας λέει τελικά πως στην ουσία ανέκαθεν αποζητούσε αυτό που έχει «τη δύναμη να καταστρέψει τις ιδέες του» αν όχι και τον ίδιο. Πρόκειται τελικά για κάποιον που τραβά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, για να ενεργοποιήσει ίσως όμως και τον αναγνώστη. Όχι απλά υιοθετεί, αλλά βιώνει έντονα από μέσα το «make it new» του Πάουντ αλλά με «λάθος» τρόπο. Σε αντίθεση πάντα με το «make it strange», καθώς σημειώσαμε, που είναι ξένο με τη στάση του και με τον «ψυχισμό» του.
Κλείνοντας πρόκειται για μια προκλητικά άκρως εξομολογητική, αποδραματοποιημένη ποιητική κατάθεση μιας πικρίας που όχι απλώς προτάσσει μόνιμα το ατομικό αλλά το θεωρεί ως το μόνο πραγματικά υπαρκτό ή συμβαίνον. Σαν να απαιτεί ο ποιητής-παιδί μονίμως να είναι στο κέντρο της γιορτής. Σαν ένα παιδί που ζητά απ’ τους γονείς του προσοχή. Δεν έμαθε ή μάλλον έμαθε σκληρά πως το θέμα δεν ήτανε αυτός. Πότε δεν ήτανε αυτός. Και πώς αυτό να το χωνέψει; Μια πληγή βαθιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, με το σώμα, και κλείνει μόνο επιφανειακά πιάνοντας μια κρούστα ειρωνείας και αυτοσαρκασμού με ψήγματα δανδισμού και απαξίωσης του άλλου.
Επίσης ας συγκρατήσουμε πως ενώ διασκευάζει το γνωστό ποίημα του Μοντάλε «Σπίτι στη θάλασσα» και σημειώνει πως είναι για δική του χρήση τελικά δεν συγκρατείται και το δημοσιεύει. Να μην πέσει τίποτα κάτω, ούτε καν μια μεταγραφή. Αντίστοιχα ο πρώτος στίχος του σονέτου «72» είναι: «Διαβάζεις (παραφράζοντας για τις δικές σου ανάγκες)». Επίσης ας σταθούμε στο ότι φαντάζεται τον Έλιοτ ως κάποιον που «κωπηλατεί με δύναμη» μένοντας «ακίνητος στο ίδιο πάντα σημείο» και που «του χαμογελά με νόημα» («Αποχαιρετισμός», Διακοπές). Τολμά επίσης να γράψει το 121ο Κάντο («Canto CXXI»), ενώ ως γνωστόν ο Πάουντ έγραψε 120. Μας λέει λοιπόν: «Έπλασες τέχνη προσπαθώντας να γράψεις τον Παράδεισο./ Απ’ τον αέρα τη ζωντανή μάζεψες παράδοση/ κι όπως αρμόζει στης τελειότητας τον εραστή/ αγωνίστηκες ένα κέντρο να της δώσεις,/ μια διάρκεια./ Ωστόσο η εποχή σου απαιτούσε αποκάλυψη φαντασμαγορική,/ όχι, ασφαλώς όχι, κομφουκιανική ακινησία./ Παλεύοντας λοιπόν με των γεγονότων την πορεία/ το δικό σου έχασες κέντρο./ Το άλλοθι ανθρώπινο/ όμως η αληθινή της φυλής σου Πηνελόπη/ η usura», δηλ. ο τόκος και όχι «ο Φλωμπέρ» που θα έλεγε ο Πάουντ. Το ποίημα να σημειωθεί πως είναι κακότεχνο για όποιον αντιλαμβάνεται τις αποχρώσεις και γνωρίζει τα πρωτότυπα άρα αντιλαμβάνεται την βίαιη και άγαρμπη αρπαγή των σημείων του Πάουντ και των μελετητών του. Τέλος, στο ποίημα «Ο Κάτουλλος στην Καλλιδρομίου» παρουσιάζει την πίστη του σε μια τέχνη αποκλειστικά «διορθωτική» και επίσης μιλά για την «επίθεση» που δέχθηκε και δέχεται ως λογοκλόπος. Μας λέει λοιπόν: «Σε ποιόν θα χαρίσω αυτό το καινούργιο, κομψό βιβλίο», η κομψότητα να σημειωθεί και εδώ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αντίληψη του, «που με απανωτές διορθώσεις μόλις ολοκλήρωσα;/ Σ’ εσένα, Κορνήλιε, που πάντα πίστευες/ ότι τ’ ανοιχτά μου ποιήματα έκρυβαν κάποιο ταλέντο». Ξεκαθαρίζοντας και την πρόθεση του, τις «επιλογές» του και τις προτεραιότητες του:

Δέξου λοιπόν αυτό το δώρο, ό,τι κι αν περιέχει
ό,τι κι αν αξίζει, ώστε με τη συνδρομή του προστάτη του
να επιζήσει τουλάχιστον έναν αιώνα [...]
Ευγνωμοσύνη κάτω απ’ τον ήλιο μη ζητάς.
Κατάλαβε το: οι πράξεις σου ενοχλούν,
ταράζουν τα βαλτόνερα,
και όσοι από χάρη [δηλ. Χάρη Βλαβιανό]
δεν γνωρίζουν
θέλουν ελεύθερα, χωρίς περισπασμούς,
μέσα στα κόπρανα τους να τσαλαβουτούν.
“Ακριβό του φίλο” με αποκαλούσε τότε
αυτός με το ευγενικό χαμόγελο
και τους αβρούς του τρόπους.
Τώρα με λοιδορεί και μ’ αποστρέφεται.

Κανείς δεν βρέθηκε τόση πίκρα να μου δώσει.

Στην ενότητα τέλος ενδεικτικά «Με λουλούδια και λείψανα» της πέμπτης δηλ. της πρώτης του ουσιαστικά αναγνωρισμένης συλλογής, κινείται μεταξύ «To create a system» του William Blake και της Οξφόρδης, ως τόπο και ως φοιητητούπολη. Μια εμμονή που εμφανίζεται σχεδόν σ’ όλα του τα βιβλία. Έτσι ενδεικτικά ας παραθέσουμε μαζί με την «κομψότητα» τού Αλέξανδρου Μάτσα (το παραθέτει ως μότο στην ενότητα «Oxford Blues» του Adieu) που τόσο τους απασχολεί, τους ακόλουθους ενδεικτικούς στίχους που συνοψίζουν: «η επαλήθευση των αλλεπάλληλων ματαιώσεων», «η αίσθηση της ανερχόμενης κενότητας του χρόνου», «τα στεγνά μάτια της παραίτησης», «να καταντήσεις μια ευαισθησία που εξαντλήθηκε». Οι καθηγητές του συγκατανεύουν σε ορισμούς τρίτων που παρουσιάζει ως δικούς του (βλ. το «Ι» στο «Oxford Blues»), κάνει copy-paste ποιήματα τρίτων και τα «παρουσιάζει» ως δικά του (στην ενότητα «H αντοχή των ποιητών» και όχι μόνο) και παίζει με τις νέες ταυτότητες του: ενδιαφέροντος=αδιαφορία, αλλά και απονεύρωση=συναίσθημα, αποδραματοποίηση=δράμα, αποτυχία=επιτυχία και φυσικά κλοπή=καινούργια πρωτότυπη δημιουργία, και άλλα θαυμαστά και ιδιαίτερα, που μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως αν κάποιος αδιαφορεί για κάποιον ενδιαφέρεται απόλυτα και πως αν δεν γνωρίζει τίποτα ταυτίζεται με τον παν. Κάπως έτσι έχουν λοιπόν οι παράξενες εξισώσεις του Χάρη Βλαβιανού. «Ο ποιητής του κολλεγίου;» μας ρωτά και απαντά ίσως στους «ομοίους» του:

Το ερώτημα έπαψε να υφίσταται
από τη στιγμή που κατέφθασε ο Μάρτιν
−ένα χωριατόπαιδο απ’ το Λάνκαστερ
που μπορούσε να στέκεται όρθιος στο μονόξυλο
και με το κοντάρι στο χέρι
ν’ απαγγέλει μπαλάντες του Καβαλκάντι στα Ιταλικά!

“Εσύ δεν είσαι ο Έλληνας;
Μπορώ να δανειστώ τη γραφομηχανή σου;
Έχω να παραδώσω σε τρεις ώρες μιά εργασία
για τα αττικά συμποτικά τραγούδια:
ουδέ καλάς σοφίας έστίν χάρις…
as they say my dear…Haris.”
Τη στιγμή που την έδινα
ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Γύρισα στο δωμάτιο μου
κι άρχισα να διαβάζω Σιμωνίδη με λύσσα

Και πολύ φοβάμαι πως αυτή τη λύσσα μαζί με το στυλ, την κομψότητα και την απονέκρωση του αισθήματος ποτέ δεν κατάφερε να την ξεπεράσει. Μάλλον πρόκειται τελικά για κάποιον που ενώ καταλαβαίνει πολύ από ποίηση στερείται του δημιουργικού ταλέντου ώστε να φτιάξει κάτι που θα αντέχει. Και έτσι ίσως τελικά αποφασίζει να μην κάνει άλλο απ’ τον εαυτό του. Σαν μια άλλη εκδοχή της Μαρίνας Αμπράμοβιτς. Είναι κι αυτό τελικά μια μορφή τραγικότητας.
Tέλος, στην ενότητα “Eξομολογήσεις” επίσης του Adieu παραθέτει δύο μότο που εξηγούν πολλά: «I was tought to feel, perhaps too much» (του William Wordsworth, χωρίς το «perhaps too much» στην περίπτωση του Βλαβιανού) κάτι που τον οδηγεί στο: «The self-sufficing power of solititude» και στο «κι όμως μονάχα μια διάτρητη καρδιά/ μπορεί να γεμίσει από αγάπη» (Θεοδόσης Νικολάου). Όλα νομίζω οδεύουν στη «λύση» του δράματος. Ο ποιητής λόγο του Brasileiro που «όλα τα θεωρούσε δικά του» («48», Σονέτα) και της «inferno-madre» («16», Σονέτα της Συμφοράς) χάνει την ευκαιρία να κάνει τη ζωή που ίσως τον έμαθαν να επιθυμεί: «Έμπλεξες πάλι με διανοούμενη (Μάο, Μάλερ, Μαλρώ)/ οπότε μην κάνεις όνειρα για κοινές καταβάσεις στις πλαγιές του Πηλίου/ και λευκά πανιά που φουσκώνουν στον άγριο άνεμο» («46», Σονέτα). Ή, για να μην κλείσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο: «[…] οπότε ας κλείσει ο καθένας το τετράδιο του/ κι ας αφήσει για μιά μέρα/ τα ζώα του κήπου του να τρέξουν ελεύθερα/ μέσα στα χάρτινα, χλοερά λιβάδια της μνήμης του» («Σονέτο», Ο άγγελος της ιστορίας). Κι όλα αυτά καθώς μόνιμα:

Το βασίλειο μου οικοδομείται πάνω στα ερείπια μου
(«Ποιος;», Μετά το τέλος της ομορφιάς)

`

* Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το περ. Ένεκεν, τχ. 28, Απρ.-Ιουν. 2013, σσ. 191-206)

Ο John Lennon και το παρασιτικό δυναμικό

$
0
0

[author] Του Δημήτριου Μουζάκη [/author]

Η Yoko Ono και ο John Lennon ζήτησαν κάποτε από τον Νίκο Μαστοράκη μια σχετικώς περίεργη χάρη. Ήθελαν να επισκεφτούν και να ακούσουν τις ορμηνείες όσων από τους αστρολόγους της Αθήνας θα επέλεγε ο γνωστός σκηνοθέτης. Ο Νίκος Μαστοράκης δεν τους χάλασε το χατίρι. Τελευταία στάση της παρέας Ono-Lennon-Μαστοράκη ήταν η Τασία Λούτα, γνωστή αστρολόγος της εποχής και προσωπική σύμβουλος πολλών διασήμων και επιτυχημένων στο είδος τους, όπως ο Μίνωας Κυριακού. Διαβάζοντας το χέρι του Lennon η αστρολόγος ορμήνεψε: «αγόρι μου να προσέχεις, διότι θα σε πυροβολήσουν σε ένα νησί». Θορυβημένο από την προφητεία, το ζευγάρι ακύρωσε τότε την κρουαζιέρα του στα ελληνικά νησιά και επέστρεψε στο Λονδίνο.
Πολλά χρόνια αργότερα, περί την αλλαγή της χιλιετίας, ο Νίκος Μαστοράκης λαμβάνει από την Ono συνέντευξη και της θυμίζει την προφητεία. Η Οno, εμφανώς ταραγμένη, ανακαλεί το γεγονός και διαπιστώνει: «Το Manhattan είναι νησί!». Το διάβασμα της χειρός είχε επιβεβαιωθεί. Ρίγος.
Aναλογιζόμενος την ιστορία αυτή, προσπάθησα να μαντέψω τις πιθανές σκέψεις του μέσου ανθρώπου που την πληροφορείται, του ανθρώπου, δηλαδή, που εμείς, οι επιδημιολόγοι της έννοιας, τόσο παιδεύουμε: α) Υπάρχουν αστρολόγοι και αστρολόγοι, και κάποιοι από αυτούς έχουν το χάρισμα, δεν μπορούμε να τους απορρίπτουμε όλους συλλήβδην και β) Παράξενη σύμπτωση, αλλά σύμπτωση.
Επιτρέψτε μου, τώρα, να σας πω τις δικές μου. Προφανώς συντάσσομαι με τους υπέρ της σύμπτωσης, δεδομένου ότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχει συστηματοποιηθεί ανάγνωση μελλοντικού πυροβολισμού σε χέρι μετά του τόπου στον οποίον αυτός θα λάβει χώρα, ούτε, βέβαια, κρίνω την πιθανότητα επαλήθευσης μιας τέτοιας πρόβλεψης για ένα σημαίνον πρόσωπο (ακόμη κι αν η αστρολόγος δεν αναγνώρισε τον John, θα κατάλαβε, φρονώ, πως είναι σημαντικός) μικρότερη από το να κερδίσει κανείς το λαχείο.
Οι δικές μου σκέψεις, απλώς, δεν τελειώνουν εδώ. Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να πραγματοποιήσω την απαραίτητη παρένθεση της αποσαφήνισης του παρασιτισμού. Στη Βιολογία, παρασιτισμός είναι η κατάσταση συμβίωσης δύο οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικό είδος, του παρασίτου και του ξενιστή, η οποία χαρακτηρίζεται από μονόπλευρη ωφέλεια σε βάρος του ξενιστή και υπέρ του παρασίτου. Το παράσιτο, επιπροσθέτως, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τον ξενιστή, ο ξενιστής, όμως, επιβιώνει ωραιότατα χωρίς το παράσιτο, το οποίο, σε τελική ανάλυση, μόνο ζημία επιφέρει σε αυτόν. Αγαπημένο μου παράδειγμα παρασίτων είναι οι γνωστοί σε όλους μας ιοί, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας τα χημικά υλικά και τους βιολογικούς μηχανισμούς των κυττάρων μας, προκαλούν στον οργανισμό μας βλάβες ποικίλες σε ένταση και συνέπειες.
Ανάλογη των παρασίτων συμπεριφορά συναντούμε και στο κοινωνικό επίπεδο: ομάδες ατόμων, δηλαδή, που, αν και ανήκουν στο ίδιο είδος με μας, μας εκμεταλλεύονται ζημιώνοντάς μας προκειμένου να επιβιώσουν. Τέτοιοι, κατά τη γνώμη μου, είναι οι απανταχού αστρολόγοι. Εκμεταλλεύονται τη μεταφυσική ανάγκη, την απελπισία, τις δεισιδαιμονίες, υφέρπουσες και κραταιές, ώστε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Πυροβολισμοί σε χέρια, γάμοι σε κατακάθια καφέ, επαγγελματικές επιτυχίες σε τράπουλες και ιδού πεδίο δόξης και εσόδευσης λαμπρόν.
Ζωή χωρίς παρασιτισμό δεν υπάρχει˙ κι ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ, θα αποτολμήσω την πρόβλεψη. Κατ’ αναλογία, θα αποτολμήσω την ορμηνεία, ούτε κοινωνία χωρίς παρασιτισμό πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Και τούτο, διότι σύμφωνα με την ρηξικέλευθη και μεγαλοφυή θεωρία μου, το παρασιτικό δυναμικό της γης δε μεταβάλλεται.
Τούτο σημαίνει πως ακόμα κι αν, επί παραδείγματι, η αστρολογία και η άσκησή της απαγορευθούν δια ροπάλου, τα παράσιτα (η ύπαρξη των οποίων με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να απειληθεί) θα αλλάξουν, απλώς, τις παρασιτικές στρατηγικές τους. Θα κατεβαίνουν, ας πούμε, στις εκλογές, γλείφοντας, τάζοντας, βαφτίζοντας, έχοντας κατά νου μόνο πώς θα οικειοποιηθούν το δημόσιο χρήμα (ή και το ιδιωτικό, και οι μίζες καλές είναι). Θα ανοίγουν γραφεία παραψυχολογικών ερευνών και ψυχαναλυτικής θεραπευτικής. Θα ιδρύουν θρησκείες και θα ξεκινούν κινήματα. Θα βρίσκουν χρηματοδότες τοκογλυφικών επιχειρήσεων σε επίπεδο διακρατικό.
Δεν τα λέω όλα τούτα για να κατεβάσουμε τα όπλα. Να κυνηγήσουμε όσα παράσιτα υποπίπτουν στην αντίληψή μας. Να μην απογοητεύομαστε, όμως. Το παρασιτικό δυναμικό της γης θα είναι πάντα σταθερό. Κι ο παρασιτισμός αείποτε θα κρατά από το χέρι τη ζωή μας.

Διάφανα Κρίνα, «Τα μελοποιημένα ποιήματα» 1991-2009

$
0
0

`
ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ: Blas de Otero (μετφρ.: Βασίλης Λαλιώτης), «Καταρχήν»

Αν έχω χάσει τη ζωή, το χρόνο, όλα,
όλα όσα έριξα σαν δαχτυλίδι στο νερό,
αν έχω χάσει τη φωνή μες στ ‘αγριόχορτα,
μου απομένει η λέξη.
Αν έχω υποφέρει για τη δίψα, την πείνα, κι όλα
όσα ήταν δικά μου και κατάντησα ένα τίποτα,
αν έχω θερίσει τις σκιές στα σιωπηλά,
μου απομένει η λέξη.

Αν άνοιξα τα χείλη για να δω το πρόσωπο
το τρομερό και το καθάριο της πατρίδας μου,
αν άνοιξα τα χείλη μέχρι να τα σκίσω,
μου απομένει η λέξη.

`

********************

Κώστας Ουράνης, «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι»

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος.
Στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία.
Θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να `ρθει ο αστυνόμος.
Θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι.
Θε να πουν: «Τι `ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα `ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα `ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι.
Και μια Καίτη θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει…

`
**********

Κλέανδρος Καρθαίος, «Βάλτε να πιούμε»

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε…

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε…

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.
Βάλτε να πιούμε…

Πες μας πού πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας πού πάει ο άνεμος, πού πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.
Βάλτε να πιούμε…

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε…

`

************************

Κώστας Καρυωτάκης, «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου»

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ—
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ‘ζησα ζωή.
`

***************
Διονύσης Καψάλης, «Μέρες Αργίας»

Ξέρω πως θα `ρθει και δε θα `μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου.
Μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δε θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δε θα ρωτήσω αναιδώς, πού το κεντρί σου;
Γονιός δε θα `ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου, ξημερώνει.

Θα `ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη.
Θα `ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.

Δε θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δε θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.
Θα `ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου

`
********************
Λίνος Ιωαννίδης, «Θέμεθλο»

Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ ‘έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ‘ατάραχα νερά των υδρατμών μου.
`
************
Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Το τραγούδι της Βάλιας και του λύκου»

Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

Ένας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις…
`
`
**************************************************
`
Τα Διάφανα Κρίνα ήταν ένα ελληνικό ροκ συγκρότημα. Η σύνθεσή του ήταν:  Θάνος Ανεστόπουλος (φωνή/ ακουστική κιθάρα/ φυσαρμόνικα/ πιάνο/ όργανο), Νίκος Μπαρδής (κιθάρες/ τρομπέτα/ κρουστά/ συνθετητές/ μεταλλόφωνο), Κυριάκος Τσουκαλάς (κιθάρες/ πλήκτρα/ κρουστά/ γεννήτρια ήχων), Παντελής Ροδοστόγλου (ηλεκτρικό μπάσσο), Τάσοςς Μαχά (τύμπανα/ κρουστά) και Παναγιώτης Μπερλής (φωνή, πλήκτρα,σύνθεση/ενορχήστρωση, 1995-2000). Σχηματίστηκαν το 1991 και διαλύθηκαν το 2009

`

*******************************************

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
1994 Λιώνοντας μόνος / Κάτω απ’ το ηφαίστειο (Single - Wipe Out Records)
1996 Έγινε η απώλεια συνήθειά μας (Wipe Out Records)
1998 Κάτι σαράβαλες καρδιές (Wipe Out Records)
2000 Είναι που όλα ήρθαν αργά (Single - This is my Voice Records)
2000 Ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές (This is my Voice Records)
2001 Καινούργιος τόπος / Κάτω απ’ το ηφαίστειο (Single - ένθετο στο Fractal Press)
2003 Ο,τι απόμεινε απ’ την ευτυχία (This is my Voice Records)
2005 Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους (Ίνδικτος)
2008 Κι η αγάπη πάλι θα καλεί (Roll Out, διανομή Sony BMG)
2008 Κι αν έσβησε σαν ίσκιος / Ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά (Roll Out, Single)
2012 Κι η αγαπη παλι θα καλει -Εκδοση σε Βινυλιο (B-otherSide Records,Labyrinth of Thoughts Records)

J.D. Salinger, «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης», (μετφρ.: Τζένη Μαστοράκη), εκδ. Γράμματα 2014

$
0
0

`

ΑΜΑ ΜΙΛΑΤΕ ΣΟΒΑΡΑ πως θέλετε να σας τα πω, εντάξει τώρα, εσείς θα περιμένετε μήπως αρχίσω να σας λέω έτσι κάνα πού γεννήθηκα, και τι σκατά που θα ’τανε τα παιδικά μου χρόνια, κι όσα ξερωγώ τι άλλα είχανε κάνει οι δικοί μου πριν με κάνουνε κι εμένα, κι ένα κάρο μαβλακείες, που ούτε Δαβίδ Κόπερφηλντ –μόνο που, για να πω και την αλήθεια αλήθεια μου άμα θέλετε, εγώ δεν έχω όρεξη για τέτοια. Πρώτο και κύριο, είναι βαρεμάρα, και δεύτερο είναι κι οι δικοί μου, που θα κόβανε από καναδυοτρείς φορές τις φλέβες τους άμα θα πήγαινα να μπω στα πιο προσωπικά τους. Παρεξηγιούνται και με το παραμικρό αυτοί, κι ακόμα πιο ειδικότερα ο πατέρας μου. Καλοί είναι ξερωγώ οι άνθρωποι, δε λέω, αλλά έχουνε κι ένα παρεξηγησιάρικο, που άσ’ το να πάει στο διάολο. Κι εντάξει πάντως, δε θα κάτσω να σας πω και τίποτα αυτοκωλοβιογραφίες και δε συμμαζεύεται. Θα πω, έτσι σκέτα, τι τρελοκομείο που έγινε κοντά στα περσινά Χριστούγεννα, κι ύστερα κλάταρα και κάπως αρκετά, κι έπρεπε νά ’ρθω εδώ για να κουλάρω. Λέω, ας πούμε, τα ίδια έχω πει και του Ντι Μπι, που είναι κι αδερφός μου ξερωγώ. Και μένει και στο Χόλυγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά απ’ αυτή την ξεφτιλοκατάσταση εδωπέρα, και βασικά πετιέται και με βλέπει κάθε σαββατοκύριακο, στο πιο σχεδόν. Και θα με πάει και σπίτι με το αμάξι του, άμα θα είναι για να πάω σπίτι μου, μπορεί τον άλλο μήνα. Ολόκληρη Τζάγκουαρ έχει πάρει. Εγγλέζικο εργαλείο, θα πιάνει και διακόσα μίλια την ώρα. Το πλήρωσε κι ένα σκασμό, στο παραλίγο τέσσερα χιλιάρικα. Αλλά τώρα βγάζει χοντρά λεφτά. Που πριν, δεν έβγαζε. Πιο πριν, τότε που έμενε σ’ εμάς, ήτανε νορμάλ συγγραφέας. Είχε γράψει και κάτι διηγήματα, ένα πολύ φοβερό βιβλίο, Το απόρρητο χρυσόψαρο, άμα δεν τον έχετε υπόψη σας. Το πιο καλύτερό μου εκειπέρα μέσα ήτανε «Το απόρρητο χρυσόψαρο». Με τον πιτσιρικά που, λέει, δεν άφηνε τους άλλους ούτε να κοιτάνε το χρυσόψαρό του, γιατί το ’χε αγοράσει με τελείως δικά του λεφτά. Μιλάμε, λιώμα μ’ έκανε. Και τώρα πάει, αυτός ο Ντι Μπι: πόρνη στο Χόλυγουντ. Εγώ, αν έχω ένα που σιχαίνομαι, είναι το σινεμά. Ούτε να μου το αναφέρετε ποτέ.

Από κει που θέλω ν’ αρχίσω να σας λέω, είναι η μέρα που έφυγα από το Πένσι. Αυτό τo Πένσι είναι σχολείο στην Πενσυλβάνια, στο Έιγκερσταουν. Ιδιωτικό. Κάπου μπορεί να το ’χετε ακουστά. Εκτός αν είδατε και τίποτα διαφημίσεις τελοσπάντων. Πρέπει να το διαφημίζουνε, να μη σας πω και σε κάνα χιλιάρι περιοδικά, κι έχουνε πάντα ένα τύπο απ’ τους πολύ μουράτους, και πηδάει με τ’ άλογό του ένα φράχτη. Που λες, να πούμε, και στο Πένσι δεν έκανες κι άλλη δουλειά, και μόνο με το πόλο ασχολιόσουνα πρωί και βράδυ. Άσχετο που εγώ δεν είδα εκειπέρα άλογο ούτε για δείγμα, ούτε από μακριά. Και από κάτω απ’ τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο, λέει πάντα: «Από το 1888 μέχρι σήμερα, διαπλάθουμε νέους άνδρες με αδαμάντινο χαρακτήρα και πάμφωτη σκέψη». Σιγά τ’ αυγά. Στο Πένσι δε γίνεται καμιά κωλοδιάπλαση παραπάνω από τ’ άλλα σχολεία. Κι ούτε που είχαμε ποτέ κανένανε που να ’τανε και πάμφωτος και αδαμάντινος και ξερωγώ. Που δηλαδή, άντε να ’χαμε δύο παιδιά. Και πολλά λέω. Κι αυτά, μάλλον έτσι ήρθανε στο Πένσι.

Αλλά τελοσπάντων, ήτανε το Σάββατο που παίζαμε με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το Σάξον Χωλ ήτανε, και καλά, πολύ μεγάλη ιστορία για το Πένσι, μέσα κι έξω. Ήτανε και το τελευταίο ματς του χρόνου αυτό το ματς, κι άμα δεν κέρδιζε το Πενσουλάκι σου εσένα, έπρεπε, λέει, να πας ν’ αυτοκτονάς ή να κι εγώ δεν ξέρω. Θυμάμαι που κατά τις τρεις εκείνο το απόγεμα είχα βρεθεί τέρμα διαόλου, στην κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σ’ ένα αλλούτερο κανόνι, που το ’χανε κι απ’ το δενξερωπού, κι από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Έβλεπες όλο το γήπεδο από κει πάνω, κι έβλεπες και τις δυο ομάδες που κοπανιόντουσαν αριστερά και δεξιά. Την εξέδρα δεν την έβλεπες και πάρα πολύ τέλεια, όμως τους άκουγες που γκαρίζανε, φοβερά και τρομερά για το Πένσι, αφού εκεί κάτω βασικά, μείον εγώ, ήτανε όλο το σχολείο, και ψόφια και ξεδοντιασμένα για το Σάξον Χωλ, αφού η ξένη ομάδα δεν πολυκουβάλαγε ποτέ δικό της κόσμο.

Στο ματς δεν κατεβαίνανε και τίποτα πολλά κορίτσια. Κορίτσια είχανε το ελεύθερο να φέρνουνε μόνο οι τελειόφοιτοι. Δράμα σχολείο, απ’ όπου και να το πιάσεις. Εγώ ήθελα να ’μαι κάπου, που να βλέπεις και κάνα κορίτσι εκεί γύρω μια στις τόσες, μακάρι και που να ρουφάει τη μύτη του, ή που να ξύνει έτσι κάνα ώμο, ή και που να χασκογελάει έστω, ή να κάτι τελοσπάντων. Η δικιά μου, η Σέλμα Θέρμερ –κόρη του λυκειάρχη ήτανε αυτή— κατέβαινε κάθε τρεις και λίγο στο ματς, αλλά δεν ήτανε και ακριβώς ο τύπος που να σε τρελαίνει από τον πόθο. Μιλάμε πάντως, αρκετά καλή κοπέλα. Μια μέρα στο λεωφορείο του Έιγκερσταουν είχαμε κάτσει δίπλα δίπλα, και ψιλοπιάσαμε και την κουβέντα. Με τη μία τη συμπάθησα. Είχε πάρα πολύ μεγάλη μύτη, και τα νύχια της ήτανε καταφαγωμένα και σα να ’χανε ξεματώσει κιόλας, και φόραγε κι ένα σουτιέν με παραγεμιστά απαυτά, κάτι διαόλους που πετάγανε και βγάζανε μάτι, αλλά ψιλοήτανε και για λύπηση κάπως. Αυτό που μ’ άρεσε, είναι που δε σε πλάκωνε στις παπαριές, πως τι ωραίος τύπος, λέει, που θα ’τανε ο πατέρας της. Μάλλον θα πρέπει να τον είχε καταλάβει τι γλίτσης που ήτανε, τι γνήσιο ιμιτασιόν.

O λόγος που βρισκόμουνα τέρμα για τέρμα εκεί στο Τόμσεν Χιλ, αντί για κάτω στο ματς, είναι πως μόλις που είχαμε γυρίσει από Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας. Εγώ ήμουνα ο μάνατζερ της ομάδας, και καλά. Σκατά μάνατζερ. Είχαμε πάει Νέα Υόρκη εκείνο το πρωί, που θα γινότανε μια φιλική συνάντηση μ’ ένα ξένο σχολείο, το Μακμπέρνι. Μόνο που η συνάντηση δεν έγινε. Ξέχασα όλα μας τα κωλοσύνεργα και τα διάφορά μας και τα κωλοξίφη κάτω στον υπόγειο. Αλλά όχι που έφταιγα και εντελώς. Αφού είχα όλο να σηκώνομαι και να κοιτάω ένα χάρτη εκειπέρα, για να δω πού ήτανε να κατεβούμε. Κι έτσι στο Πένσι ξαναμπαίναμε κατά τις δυόμιση, αντί την ώρα του βραδινού τραπεζιού. Στο γυρισμό με το τρένο, ολόκληρη η ομάδα μ’ έβαλε και στο αποδιοπομπαίο μου, σ’ ολόκληρη τη διαδρομή. Που είχε λίγο και την πλάκα του, δε λέω.

Ο άλλος λόγος που δεν είχα κατεβεί κάτω στο ματς, είναι που πήγαινα να πω κανένα αντίο στο μπαρμπα-Σπένσερ που μας έκανε ιστορία. Κάτι σε γρίπη είχε πάθει, κι έλεγα πως μάλλον δε θα τον ξανάβλεπα ώσπου να ξεκινήσουνε οι διακοπές των Χριστουγέννων. Και μου ’χε στείλει μέχρι και σημείωμα, πως να με δει πριν φύγω για το σπίτι μου. Το ’ξερε ότι δε θα ξαναγύρναγα στο Πένσι.

Αυτό, εντάξει, ξέχασα να σας το πω. Εμένα μ’ είχανε σουτάρει. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, λόγωπου έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και που δεν έλεγα να ξερωγώ και να συμμορφωθώ. Μου ’χανε κάνει σύσταση πολλές φορές, πως να κοιτάξω να συμμορφωθώ –και πιο ειδικότερα στη μέση του τριμήνου, τότε που φέρανε και τους δικούς μου για συμβουλιάκι με το μπαρμπα-Θέρμερ— αλλά εγώ δε συμμορφώθηκα. Κι έπεσε η έξωση. Στο Πένσι πέφτουνε όλο εξώσεις κάθε τρεις και λίγο. Μιλάμε, έχει και πολύ ακαδημαϊκό επίπεδο, αυτό το Πένσι. Αλλά, πάρα πολύ.

Και τελοσπάντων ήτανε Δεκέμβρης ξερωγώ, κι είχε κι ένα ψοφόκρυο του κερατά, και πιο πολύ εκεί πάνω, τέρμα στο βλαμμένο το λόφο. Kι εγώ φόραγα στο τελείως σκέτο μου μια καμπαρντίνα ντουμπλουφάς, κι ούτε καθόλου γάντια ούτε τίποτα. Από την προηγούμενη βδομάδα πριν απ’ όλ’ αυτά, μου ’χανε φάει μέσ’ απ’ το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα στις τσέπες και τα ξερωγώ μου, και τα γάντια με τη γούνα. Αλλά, το Πένσι ήτανε και τίγκα στα λαμόγια. Είχε του κόσμου τα διάφορα παιδιά από κάτι πάρα πολύ πλούσιες οικογένειες εκειπέρα, αλλά όμως τα λαμόγια, λαμόγια. Όσο πιο ακριβό το σχολείο, τόσο και πιο λαμόγια μαζεύει –σοβαρά σάς το λέω. Και τελοσπάντων, δίπλα στο αλλούτερο κανόνι ήμουνα, και χάζευα κάτω το ματς και μου ’χε πέσει ο κώλος απ’ το κρύο. Μόνο που εγώ δεν πολυπρόσεχα το ματς. Στο βάθος βάθος, γι’ άλλο είχα ξεμείνει εκεί πάνω, κι ήτανε που περίμενα μήπως και νιώσω κάτι σαν αντίο. Λέω, ας πούμε, αφού κι από σχολεία έχω φύγει, κι από αλλού, κι ούτε που το ’ξερα πως έφευγα. Και που δεν έχω και πιο σιχαμένο απ’ αυτό. Εμένα δε με νοιάζει αν είναι λυπημένο αντίο ή κακό αντίο, αλλά άμα φεύγω από κάπου, θέλω να το ξέρω πως φεύγω. Άμα δεν το ξέρεις, γίνεσαι ακόμα πιο χάλια.

Ήμουνα πάντως τυχερός. Άξαφνα, κάτι σκέφτηκα, και με βοήθησε, και μου ’δωσε να καταλάβω ότι ξεκουμπιζόμουνα να πάω στο διάολο από κειπέρα. Θυμήθηκα έτσι άξαφνα εκείνη τη φορά, λέμε για μέσα στον Οκτώβρη, που ήμουνα με το Ρόμπερτ Τίτσνερ και τον Πωλ Κάμπελ, και βαράγαμε πάσες με μια μπάλα του ράγκμπι μπροστά στο κτίριο του Ακαδημαϊκού. Καλά παιδιά, και πιο ειδικότερα ο Τίτσνερ. Κόντευε η ώρα για το βραδινό τραπέζι, κι έξω σκοτείνιαζε και κάπως αρκετά, αλλά εμείς, δώσ’ του και βαράγαμε πάσες. Σκοτείνιαζε, σκοτείνιαζε, ούτε τη μπάλα δε βλέπαμε πια, κι εμείς, εκεί, κάναμε ό,τι κάναμε και δε λέγαμε να τα παρατήσουμε. Που τελικά τα παρατήσαμε όμως, με το ζόρι. Ήτανε αυτός κύριος Ζαμβέζιος εκειπέρα, που τον είχαμε βιολογία, κι έβγαλε το κεφάλι του σ’ ένα παράθυρο στο Ακαδημαϊκό, και μας είπε πως να ξαναπάμε στους κοιτώνες και να ετοιμαστούμε για το δείπνο. Και τελοσπάντων, μόλις θυμηθώ κανένα τέτοιο, το βρίσκω το αντίο που χρειάζομαι –τουλάχιστον τις πιο πολλές φορές, το βρίσκω. Και με το που το βρήκα, έκανα μεταβολή κι άρχισα και κατέβαινα φουλάρα από την άλλη μεριά του λόφου, για το σπίτι του μπαρμπα-Σπένσερ. Δεν έμενε μέσα στο σχολείο αυτός. Έμενε Στρατάρχου Γουέην, στη λεωφόρο.

To πήγα φουλάρα μέχρι την κεντρική πύλη, κι ύστερα στάθηκα μισό λεπτάκι να ξελαχανιάσω. Εγώ, για να σας πω και την αλήθεια αλήθεια μου, λαχανιάζω και με το τίποτα. Πρώτο και κύριο, αφού καπνίζω σαν τρελός. Που δηλαδή, κάπνιζα. Τώρα μου το κόψανε. Κι ύστερα είναι και το άλλο, που από πέρσι έριξα και μια δεκαπεντάρα πόντους μπόι. Και κάπως έτσι κόντεψα να πάθω φυματίωση, κι ήρθα εδωπέρα κι έκανα τόσα κωλοτσεκάπ και τόσα κωλοδιάφορα. Αλλά από υγεία όμως, είμαι αρκετά καλά.
Και τελοσπάντων, μόλις ξελαχάνιασα, πέρασα τρέχοντας και το μεγάλο δρόμο, το 204. Που είχε πιάσει κι ένα πάγο, κόλαση, και παρατσάκ ο διάολος να ’τρωγα και καμιά γλίστρα. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω γιατί έτρεχα –μάλλον γιατί έτσι μου ’ρθε. Κι ύστερα, μόλις πέρασα το δρόμο απέναντι, ένιωσα κάτι, σα να ψιλοεξαφανιζόμουνα σιγά σιγά. Ήτανε κι ένα απόγεμα τελείως παράνοια, με πολύ φοβερό κρύο, κι ούτε που έλεγε να βγει καθόλου κάνας ήλιος, κι ένιωθες να παθαίνεις κάτι σα μια εξαφάνιση κάθε που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο.

Πω ρε αδερφάκι μου, πώς πάτησα το κουδούνι με το που έφτασα στο σπίτι του μπαρμπα-Σπένσερ. Είχα ξυλιάσει κανονικά. Τ’ αυτιά μου με πονάγανε, και τα δάχτυλά μου δε μπορούσα ούτε να τα κουνήσω. «Άντε, ντε! Άντε, ντε!» είπα σχεδόν στο φωναχτό. «Ανοίξτε καμιά πόρτα, ντε!» Στο τέλος άνοιξε η γριά, η κυρία Σπένσερ. Από υπηρέτριες και τέτοια, δεν είχανε, και πάντα μόνοι τους ανοίγανε τις πόρτες. Δεν ήτανε και τίποτα λεφτάδες, μιλάμε.

«Χόλντεν!» μου λέει η κυρία Σπένσερ. «Καλώς τονε! Έλα, πουλάκι μου! Πέθανες απ’ το κρύο, ε;» Νομίζω κιόλας πως είχε χαρεί που μ’ έβλεπε. Αφού, εντάξει, μου ’χε μια συμπάθεια. Τουλάχιστον εγώ, έτσι νομίζω.
Πω ρε αδερφάκι μου, πώς όρμησα να μπω εκειπέρα μέσα. «Πώς είσαστε, κυρία Σπένσερ;» της λέω. «Πώς πάει ο κύριος Σπένσερ;»
«Δώ’ μου την καμπαρντίνα σου, πουλάκι μου» μου λέει. Ούτε που μ’ άκουσε που ρώταγα πώς πάει ο κύριος Σπένσερ. Είναι που είχε και μια ψιλοκουφαμάρα κάπως.
Μου κρέμασε την καμπαρντίνα μου στη ντουλάπα του χωλ, κι εγώ έκανα μία πίσω τα μαλλιά μου με το χέρι μου. Κάθε τρεις και λίγο τα κουρεύω πεζοναυτικά, και δεν είναι για πολλά πολλά χτενίσματα. «Πώς είσαστε, κυρία Σπένσερ;» της ξαναλέω, αλλά πιο δυνατά, για να μ’ ακούσει.
«Εγώ καλά είμαι». Έκλεισε την πόρτα της ντουλάπας. «Εσύ πώς είσαι». Από τον τρόπο που με ρώταγε, το ’πιασα με τη μία, ο μπαρμπα-Σπένσερ θα της το ’χε πει πως με σουτάρανε.
«Καλά, ευχαριστώ» της λέω. «Ο κύριος Σπένσερ; Του πέρασε η γρίπη του;»
«Αν του πέρασε; Αχ, βρε Χόλντεν! Αυτός, κάνει σαν –τι να σου πω πια… Στο δωμάτιό του είναι, πουλάκι μου. Έλα. Από δω».
`

* To A’ κεφάλαιο από το βιβλίο

`

********************************************************************

`

Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του “The Catcher in the Rye” (”Ο φύλακας στη σίκαλη”, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο “A Perfect Day for Bananafish” (”Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα”, περιοδικό “New Yorker”, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία “Franny and Zooey” (”Φράνυ και Ζούι”, 1961) και “Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction” (”Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία”, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο “Nine Stories” (”Εννέα ιστορίες”, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.

H Tζένη Μαστοράκη μετέφρασε για πρώτη φορά το βιβλίο «Ο φύλακας στη σίκαλη» το οποίο κυκλοφόρησε το 1978 από τις εκδόσεις Επίκουρος.  Εφέτος κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και πάλι από την ίδια.

Άντης Ιωαννίδης, Ποιήματα

$
0
0

`

[Λεπτομέρεια από σχέδιο Α. Ιωαννίδη]

`
ο κήπος

επέστρεφε στον ύπνο του συχνά
έψαχνε τα τοιχώματα
τα σκοτεινά της νύχτας

μισά κομμάτια

εύρισκε παλιούς πετάμενους καιρούς
στενές εικόνες
παιδί θυμόταν βρέφος
πως από τότε που μου πάγωσαν τα μάτια
πως είμαι ήδη
εφτά ημερών καιρός

ως τώρα μισό φεγγάρι φως

βγαίνει λουσμένο πιο λευκό
μυρίζει κήπο κι ευωδιάζει δάκρυ
μαζεύει τα μεσάνυχτα
τινάζει τ’ αξημέρωτα κι ανοίγει
να φυσήξουν τα σκοτάδια

πρόλαβα να μείνω ημιτελής

ως τώρα ακόμα κι έρχονται
ως τώρα πάντα και φυσούν
περνούν κλειστά κι ανοίγουν να φανούν
μπροστά, ψηλά και πάνω μου τα βάθη

`

**********************

το φέγγος του χρόνου

μακριά στην αντιφεγγιά των μαρμάρων
αντηχούσε ο κραδασμός των φύλλων
έπαλλαν τα λαξεμένα βάθη
κι o απόηχος αχός
έφερνε κύκλω ως εδώ τον όρθρο

ξημέρωνε ολημερίς η νύχτα
κράταγε τον ορίζοντα κλωστή κι ακροβατούσε
ισορροπούσε στην ακροθαλασσιά του φλοίσβου
κι έγερνε πάλι μακρινή
η φεγγερή αστραφτερή αθανασία

χρόνοι της γης
καιροί των δέντρων διαυγείς
στα χάλκινα ραγίσματα του ήχου

`

**********************

η γυναίκα που ακούει τις βροχές

άπλωνε ψηλά
τα μαλλιά της στο παράθυρο
η γυναίκα που ακούει τις βροχές
τίναζε τα μαλλιά της κι άκουγε
τα πήλινα νερά σπασμένα

δρόμοι σκυφτοί αδιάβατοι καιροί
τέντωνε την απόσταση να φτάσει
να περάσει το κατώφλι ο πνιγμένος
στέγη στενή
ανάσαινε το δώμα να ψηλώσει
να χωρέσει το θαμμένο χώμα της αυλής

χαμένοι ποταμοί

μάζευε τους ίσκιους της κοντά
στόλιζε χόρτο το κορμί της να τ’ ανάψει
να κάψει πάνω της θολό το νερό λειωμένο

στεχνός αχός
τόση πλημμύρα ακούστηκε
κι έσταξε μόνο στάχτη

`

**********************

«Παναγία της Ομορφιάς»*

η μνήμη θα βαφτίζεται στις λίμνες
εκεί που
γνέφεις κι επιστρέφει ο καιρός
και περιφέρεις τους ορίζοντες
παραπλανείς το χρόνο
πως ειν’ καινούργιος πάλι τωρινός
εκεί στων θαλασσών τις στέρνες
που πνίγεις τα πηγάδια
και δένεις το νερό
να ‘ναι ο κόσμος διψασμένος
παρθένος πάντα να’ ναι ο στεναγμός
εκεί
το σώμα σου γλυφό
εκεί να μείνει μυστικό
η μια μεριά σου θάλασσα να είσαι ουρανός

`

* μικρή εκκλησία στα Πάνω Λεύκαρα της Κύπρου
παραπομπή στη Θεά Αφροδίτη

`

**********************

Ενθύμια Λόγια

στην περίμετρο των κλειστών περιοχών
εκεί που δεν μπορούν να πάν οι βάρκες
η Αναβάτης ερχόταν
στο κέντρο της οθόνης με τον ήχο

φύσαγε στις απέραντες ακτές της
αντίλαλος που πέρναγε
κι ακούγονταν αθάνατα παντού
τα Ενθύμια Λόγια

«…στη γη των ουρανών
ο βόγγος των βουνών
η θανή των λίθων …»

ενθύμια τα λόγια του επισκέπτη

εικόνα ηχώ η Άνεμος-Αναβάτης
η άβατος πηγή των θαλασσών
ίσο σημείο των αποστάσεων ο λόγος
η λέμβος και ο φλοίσβος της αυλής

`

**********************

η αποτέφρωση της λίμνης

η αποτέφρωση της λίμνης
αφυδάτωσε τον αέρα και τον άδειασε

τώρα που ρίξανε τους ουρανούς
που στερέψαν
τους παλιούς ανθρώπους του νερού
τώρα που κάψανε και σκόρπισαν
χαμένους τους ανέμους
ακούγονται κάτω να σπαράσσουν
τα όσα θαμμένα σώθηκαν
αυτά που μόνο βρέθηκαν

τα οστά και το αλάτι

`

**********************

η διάσωση της σκιάς
μνήμη αγνοουμένων

`

διακριβώθηκε η τύχη του φωτός
η καταγωγή της σκιάς
αποκαταστάθηκε η σύνθεση
ο ακριβής τόνος της εικόνας
ο προπλασμός των ονομάτων

η όψη μας
η λάμψη τους που λειώνει

τώρα
ασάλευτοι οριστικά
σωπαίνουν χαμηλά
χωρίς
το χέρι της αφής να βλέπει
δίχως
το βλέμμα της σιωπής να δείχνει
πως είμαστε εμείς το βάραθρο
το χάος των οστών τους

`

**********************

η επάρκεια της παλίρροιας

ότι ακόμα απομένει
ακουμπά στο διάβα του ελάχιστου λευκού
για την απόδειξη της καθαρότητας σαν ησυχία

σαν αγωνία, σαν παλίρροια πυρετού
η πληρότητα υπομένει την πλημμύρα
όταν αδειάζει η θάλασσα την ώρα
όταν η μνήμη τ’ ουρανού στερεύει
και ο κόπος εξαντλείται στην αλμύρα

`

**********************

η γυναίκα του βάθους

η σκιαγραφή του πλάνου
-απόσπασμα σημειώσεων και κινήσεων-
`

…στη συνέχεια
το σύννεφο τσαλακώνεται
γίνεται χαρτί και πέφτει
ενώ σκιαγραφείται κάτω να φανεί
η γυναίκα του βάθους

πότε μπροστά λίγο πιο πίσω
κάνει πως θα μιλήσει
δυο τρείς κινήσεις πως θα πει
πως θ’ ακουστεί
όμως σωπαίνει κι αποσύρεται
καθώς υποκλίνεται της πέφτουν δάκρυα
σκύβει μαζεύει δάχτυλα
γράφει για το τέλος
το έλεος την ώρα που ανοίγει
ο ήχος η βροχή να κοιμηθεί

ωστόσο
η γυναίκα ακόμα αναβοσβήνει
και η προβολή συνεχίζεται
βρέχει
η θολή μετάφραση στην οθόνη
λέει πως η ταινία είναι πια βουβή
πως οι σκηνές π’ ακολουθούν
θα παρουσιάσουν δίχως ήχο τη σιωπή

η γυναίκα μένει
αιωρείται αργά
κινεί αθόρυβα τα βλέφαρα τα χείλη
στον ύπνο της νυστάζει
γέρνει στο ‘να της πλευρό και στάζει
αναβλύζει βουλιάζουν οι καιροί
αχνοφέγγει
γνέφει η φωνή «ευχαριστώ»

παλιά σιγή
λιώνει στα βάθη το χαρτί
ο ύπνος της το σύννεφο
το πλάνο «σύννεφο-γυναίκα»

`

`

*******************************************************

Ο Άντης Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1939. Σαν ζωγράφος, έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές και ελάχιστες ατομικές εκθέσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, από το 1956. Ασχολήθηκε με όλους τους τομείς των Εικαστικών Τεχνών: (ζωγραφική, χαρακτική, γραφικές τέχνες, σκηνογραφία, φωτογραφία, κινηματογράφος). Έγραψε για την Τέχνη, δίδαξε στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ενώ έλαβε διεθνείς διακρίσεις και βραβεία.

Υπήρξε μέλος της ομάδας του περιοδικού “Κυπριακά Χρονικά” από την ίδρυσή του, το 1960, όπου και πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, το 1964. Στη συνέχεια υπήρξε μέλος της ομάδας ίδρυσης της Στέγης των Κυπριακών Χρονικών, το 1966. Ποιήματά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Το 1991 εξέδωσε το ποιητικό έργο “Χρωμόλευκο”.

Καίτη Βασιλάκου, «Νυχτώνει Αργά», Μανδραγόρας, 2014

$
0
0

“Νύχτα
σβησμένο το μαγκάλι
από το δρόμο ερχόταν
στο δωμάτιο
λίγο φως
έκανε κρύο
και φυσούσε έξω
ο αέρας έμπαινε
με συριγμούς στο σπίτι
-μια συντροφιά
στη μοναξιά
μαζί κι ο ρόχθος των κυμάτων
έτσι όπως έσπαγαν
στα βράχια της ακτής.
Έτσι δεν άκουσα
ήταν αδύνατο ν’ ακούσω
τη βουή
τον πάταγο του χρόνου
που τα σάρωνε όλα
κι έμειναν τώρα
αδειανά τα χέρια μου
και η μνήμη μου βαριά”.
“Απλώθηκαν οι σκιές
πιάσανε τις γωνίες
στέκονται τώρα ύπουλα.
Λίγο το βλέμμα σου
να αποτραβήξεις
εκείνες έχουν κάνει
ένα ακόμα βήμα.
Σου λένε:
Στένεψε ο καιρός
δεν προλαβαίνεις πια
να διορθώσεις τίποτα.
Σου λένε:
Σε λίγο
θα σ’ αγγίξουμε
ετοιμάσου”.
“Σας βλέπω.
Ακούω
τους ψιθύρους σας
μυρίζω
τον καπνό του τσιγάρου σας
- οι γρίλιες είναι κλειστές
έξω
παραμονεύει η ζέστη
τα κορμιά σας
λουσμένα
σε γλυκό ιδρώτα
γεμάτο ενδορφίνες -
χαλαρά
χαλαρά
είναι όμορφες
αυτές οι στιγμές
είναι μια ευτυχία,
δεν είναι;
Σας βλέπω.
Θα πείτε τώρα διάφορα
σχέδια ίσως
περιστατικά
από τη ζωή σας
κάποια όνειρα
η κούραση
των τελευταίων ημερών
- τρέχουν οι ενδορφίνες
στο κορμί σας
φουντώνει πάλι ο ίμερος
και νέες ουσίες
χύνονται στο αίμα σας-
αγκαλιάζεστε
κι είναι μια ευτυχία αυτή
δεν είναι;
Σας βλέπω.
Σπάνε τη μύτη μου
οι οσμές απ’ τα υγρά σας
δυο-δυο
δυο-δυο
αναστενάζετε
δυο-δυο
δυο-δυο
γραπώνετε την ηδονή
μη σας ξεφύγει
δυο-δυο
δυο-δυο
περνάτε στον παράδεισο
για λίγα δευτερόλεπτα
- και είναι
ναι
είναι μια ευτυχία αυτή.
Σας βλέπω.
Είμαι εδώ δίπλα σας
ένα βουβό στοιχείο
μια ακίνητη μορφή
μέσα σε πλαίσιο
το γύψινο σχέδιο στο ταβάνι
το τασάκι με τα αποτσίγαρα
το χαλάκι στο πάτωμα
απορροφώ τους κραδασμούς σας
το τρίξιμο του κρεβατιού σας
τα σαλεμένα από πόθο λόγια σας.
Είναι στο συρτάρι
κάτι τεράστια μαχαίρια,
σκέφτομαι”.
“Η ευτυχία μου έχει μια ποιότητα πόνου.
Ταξιδεύω στην κόψη του ξυραφιού
και φτάνω κομματιασμένη στον παράδεισο”.

`

*************************

Κριτική για το βιβλίο από τον Κώστα Τσιαχρή στο ΠΟΙΕΙΝ:  ΕΔΩ

Jorgos Seferis, Gedichte / Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα (μτφρ.: Jan Kuhlbrodt &Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

1.

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ΄ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν΄αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ΄άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ΄ασφοδίλια.
Μες στ΄ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ- πέρα
θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

*

Der Hafen ist alt, ich kann nicht mehr warten
weder auf den Freund, der zur Insel mit den Kiefern fuhr
noch auf jenen, der fuhr zur Insel mit den Platanen
auch nicht auf den, der ging aufs offene Meer hinaus.
Ich streichle die verrosteten Kanonen, ich streichle die Ruder,
dass mein Körper lebendig wird und sich strafft.
Die Segeltücher riechen nur nach Salz
eines anderen Sturmes.

Selbst wenn ich allein sein wollte, die Einsamkeit suchte,
ersehnte ich doch nicht, meine Seele am Horizont
in Trümmer zerfallen zu sehen,
nicht diese Linien, diese Farben, diese Stille.

Die Sterne der Nacht bringen mir die Erwartung Odysseus zurück,
auf die Toten in den wilden Narzissen.
Als wir uns in die Narzissen hier legten, wollten wir die Schlucht finden,
die Adonis sah, als er verwundet.

`

**********************

2.

Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ΄άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ΄αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ΄ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ΄άσπιλα φτερά
των κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αυτά τ΄ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

*

Wir warteten
drei Jahre auf den Engel,
betrachteten gedankenverloren
die Kiefern aus der Nähe, das Meer und die Sterne.
Fest hatten wir die Pflugschar oder den Kiel des Schiffes im Auge,
hielten so Ausschau nach dem ersten Samen,
mit dem das uralte Drama von Neuem beginnt.

Wir kehrten gebrochen in unsere Häuser zurück
mit matten Gliedern, der Mund zerfurcht
durch Rostgeschmack und Salz.
Als wir erwachten, reisten wir nach Norden,
fremd dort versanken wir im Wirbel der Schwingen weißer Schwäne,
die auf uns einschlugen.
In den Winternächten machte uns der kräftige Ostwind
verrückt
und in den Sommern verloren wir uns in der Agonie
des nicht enden wollenden Tages.

Wir brachten
die Reliefs einer bescheidenen Kunst zurück.

`

********************

3. Αστυάναξ

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

*

Astyanax

Jetzt da du weggehst, nimm auch das Kind mit,
das das Licht unter dieser Platane erblickte,
an einem Tag als Hörner hallten und Waffen glänzten
und die verschwitzten Pferde senkten ihre Köpfe in die Tränke
und berührten mit feuchten Nüstern
die grüne Oberfläche des Wassers.

Die Ölbäume mit den Falten unserer Eltern
die Felsen mit dem Wissen unserer Eltern
und das pulsende Blut unseres Bruders auf der Erde:
diese reiche Reihung war eine hohe Freude den Seelen,
die um ihr Gebet wussten.

Jetzt da du weggehst, jetzt da der Tag der Vergeltung
anbricht, jetzt da niemand weiß,
wen er töten wird und wie er endet, nimm das Kind,
das das Licht unter den Blättern dieser Platane erblickte
und weihe es ein in das Studium der Bäume.

`

***********************

4.

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:

Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.

Δεκέμβρης 1933 - Δεκέμβρης 1934

*

Hier vollenden sich die Werke des Meeres, enden die Werke der Liebe.
Jene, die einmal hier leben, wo wir enden,
sollten, wenn in ihrem Gedächtnis das Blut schwarz hervorquillt,
uns nicht vergessen, auch unsere schwachen Seelen nicht zwischen Narzissen,
sie sollten der Opfer Köpfe zur Finsternis wenden:

Wir, die wir nichts hatten, werden sie Frieden lehren

Dezember 1933 - Dezember 1934

`

***********************

5. Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν

να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα

εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας,
δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

*

Flucht

Es war keine andere als unsere Liebe,
sie verging, kam wieder und brachte uns
ein Augenlid, halb geschlossen einzeln,
ein steinernes Lächeln, verloren

im morgendlichen Gras
eine sonderbare Muschel,
die unsere Seele beharrlich zu erklären versucht.
Unsere Liebe war nicht anders,
tastete ruhig in den Dingen, die uns umgaben

versucht zu erklären, warum wir um keinen Preis
sterben wollen.
Auch wenn wir uns an den Lenden fassten,
auch wenn wir mit ganzer Kraft den Anderen umhalsten,
auch wenn wir unseren Atem

mit dem Atem des Anderen mischten,
auch wenn wir unsere Augen schlossen,
sie war keine andere
als nur dieser tiefe Kummer, dass wir uns
auf der Flucht
aneinander klammerten.

`

***********************

6. Παιδί

Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή
για τα μικρά παιδιά;
μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα
γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου
ήταν κι εκείνο πράσινο

με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων
όταν μέσα στη ζεστασιά τού χειμώνα
ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί΄
έτσι γνώρισα το κορμί μου.

*

Kind

Als ich heranwuchs, quälten mich die Bäume
was grinst ihr so? Kam euch der Frühling in den Sinn?
zu schwer für kleine Kinder?
mir gefielen die grünen Blätter sehr
ich denke, dass ich ein wenig gebildet
weil das Löschpapier auf meiner Schulbank
auch so grün war

mich ärgerten die Wurzeln,
wenn sie kamen in der Wärme des Winters
sich um meinen Körper zu schlingen
ich hatte als Kind keinen anderen Traum;
so lernte ich meinen Körper kennen

`

***********************

7.

Υστερόγραφο

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε νά ειμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας·
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης-

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

*

Postskriptum

Aber sie haben so bleiche Augen ohne Wimpern
und ihre Arme sind dünn wie Bambustriebe.

Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen! Ich erkannte
die hellen Stimmen unserer Kinder die bei Tagesanbruch
die grünen Hänge herab rennen
fröhlich wie Bienen und wie Schmetterlinge so bunt.
Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen!
Deren Stimme es kaum vermag,
über ihre Lippen kriechen.
Sie klebt fest an ihren gelben Zähnen.
Dein sind das Meer und der Wind,
und der Stern der am Firmament prangt
Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen,
denn sie wissen nichts von unserem Dasein
wie wir leben und unsere Wunden mit Kräutern heilen,
die wir auf den grünen Hängen sammeln,
die keine anderen sind, als jene, da in der Nähe;
dass wir so atmen, wie es uns zu atmen möglich ist
mit einem kleinen Gebet jeden Morgen
während unsere Gedächtnislücken
vom Meer geflutet werden –

Herr, lass uns bitte nicht allein mit ihnen!
Dein Wille soll anders geschehen.

`

************************

8. Το φύλλο της λεύκας

Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος
έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος
πέρα μακριά μια θάλασσα

πέρα μακριά
ένα νησί στον ήλιο
και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά
πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι
και τα μάτια κλειστά

σε θαλασσινές ανεμώνες.
Έτρεμε τόσο πολύ
το ζήτησα τόσο πολύ
στη στέρνα με τους ευκαλύπτους
την άνοιξη και το φθινόπωρο

σ’ όλα τα δάση γυμνά
θεέ μου το ζήτησα.

*

Das Laub der Silberpappel

Εs zitterte stark als der Wind es verwehte
es zitterte stark, wie könnte es nicht erfasst werden vom Wind
drüben weit ein Meer

weit drüben eine Insel in der Sonne
und in den Händen die Ruder
sterben im Moment da die Insel auftauchte
und die Augen verschlossen

in Meeresanemonen.
Es zitterte derart,
ich suchte es
in der Zisterne mit dem Eukalyptus
im Frühling und im Herbst auch

und in nackten Wäldern,
mein Gott, ich suchte es

`

**********************

9.[Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές…]

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια

μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

*

[In den Meeresgrotten]

In Meeresgrotten liegt ein Durst,
liegt eine Liebe, wächst Erregung,
hart wie Muscheln alles

du kannst sie in die Hand legen.
In den Meeresgrotten sah ich dir über Tage in die Augen
und erkannte dich nicht, wie du mich nicht erkanntest.

`

*******************************************************

Ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά το 1914 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έφυγε για να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του ακολούθησε τη διπλωματική καριέρα, γι’ αυτό έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Ελλάδα. Με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941 ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Νότιο Αφρική, στην Αίγυπτο και την Ιταλία έως το 1944. Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε το 1931 με τη συλλογή Στροφή και ακολούθησε η επόμενη συλλογή με τον τίτλο Στέρνα (1932). Ακολούθησαν οι συλλογές Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και τον ίδιο χρόνο το Τετράδιο Γυμνασμάτων, ενώ αργότερα το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ, Κίχλη, Τρία κρυφά ποιήματα και Τετράδιο Γυμνασμάτων.
Το 1947 τιμήθηκε με το Έπαθλο Παλαμά και το 1961 με το Βραβείο Foyle και είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα μετατράπηκε στην πρώτη μαζική εκδήλωση κατά της δικτατορίας.

*
Georgos Seferis (Pseudonym George Seferiades) wurde 1900 in Smyrna geboren und zog 1914 nach Athen. Mit achtzehn Jahren begann er Jura in Paris zu studieren. Nach dem Studium nahm er eine diplomatischen Laufbahn auf. Nach dem deutschen Invasion in Kreta 1941 ging er nach Südafrika, Ägypten und Italien . 1963 erhielt er den Nobelpreis. Seine Beerdigung am 22. September 1971 in Athen war die erste Massendemonstration gegen die griechisch faschistische Diktatur. Werke: Wende (Στροφή), 1931 Die Zisterne (Στέρνα), 1932 Mythischer Lebensbericht (Μυθιστόρημα), 1935 Übungsheft (Τετράδιο Γυμνασμάτων), 1940 Logbuch I (Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄), 1940 Logbuch II (Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄), 1944 Drossel (Κίχλη), 1947 Logbuch III – Zypern, wohin mich das Orakel wies (Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄), 1955 Drei geheime Gedichte (Τρία κρυφά ποιήματα), 1966 Übungsheft II (Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄), 1976
Von besonderer Bedeutung sind neben seinen Gedichten auch seine Essays und Tagebücher. „Ich glaube, dass die von Angst und Unruhe beherrschte Welt, in der wir Leben, die Dichtung braucht.“ sagt er in seiner Nobelpreisrede.

***

Σημείωση ΠΟΙΕΙΝ: η στήλη με τις μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών στα Γερμανικά συνεχίζεται την τελευταία Τετάρτη κάθε μήνα.


Θωμαή Δ. Ζορμπάκη, «Έξι χαϊκού για την Άνοιξη»

$
0
0

*
όμορφη Άνοιξη,
στο χορτάρι
μια πασχαλίτσα.

*

μια πεταλούδα
κρύβεται
στη σκιά του μεσημεριού

γλυκιά μελωδία της αλήθειας
χρώμα λευκό, του Μάρτη.

*

γκρίζα τα σύννεφα,
σε περιμένω.
πέφτει βροχή

*

τρέχουν τα σύννεφα
κερί ανάβω
στην εκκλησιά

*

άγνωστοι ήρωες
χτίζουν την Άνοιξη.
Λευκή σελίδα.

*

πέρασμα
όλα είχαν τελειώσει
εσύ και η μουσική

`

************************************

Η Θωμαή Δ. Ζορμπάκη γεννήθηκε το 1973 στην Νότια Αφρική από έλληνες μετανάστες. Μεγάλωσε και τελείωσε το σχολείο στην Αθήνα όπου και εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος δεκαεφτά χρόνια. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας τεύχος 37, στο Λογοτεχνικό Καφενείο και στο Αλωνάκι της Ποίησης.

Στέλλα Δούμου-Γραφακού, «Χαμηλές Οκτάβες», εκδ. Φαρφουλάς, 2014

$
0
0

`

H ΜΑΧΑΙΡΙΑ

Είχα καιρό να σε δω. Με φίλησες μ’ ένα φιλί όλο λάσπη. Ο τοκετός της σελήνης έσταζε κίτρινο στα έλη των ματιών σου – έτσι μου φάνηκε. Σε φοβήθηκα λίγο, σαν πως φοβάται κανείς κάτι που πέφτει καταπάνω του. Το κατάλαβες.
«Έτσι κρεμιέμαι στις αβύσσους», είπες.
Το παλτό σου ήταν από στάχτη θαρρώ. Ο υπόλοιπος έλειπες. Μιλήσαμε τυπικά, αμήχανα. Οι λέξεις βγαίνανε απ’ τα χείλη σαν αριθμοί από κληρωτίδα. Το μουσικό κουτί των παλαιών ημερών είχε πια σπάσει –το ήξερες–, κι όλο ψέλλιζες πως ήσουν για χρόνια σε νεκροταφείο πουλιών. Φυσικά, δεν ήταν αλήθεια, μα έπρεπε να εφεύρεις μια μάχη θετή να πληγώσεις την αλήθεια.
Από τότε που.
[Ήταν ένας άρρωστος Οκτώβρης, και φυσούσε χλιαρά και ξεκούρδιστα∙ οι αρτηρίες του φωτός καταραμένες! φώναζε, φώναζε, φώναζε, ώσπου έγινε όλος μια πληγή. Με πήλινη πίστη πήρε ένα μαχαίρι, κι έκοψε όλα τα «θα» απ’ τη ζωή τους. Όταν, εντέλει, κάποτε τον πήραν, χαμογελούσε σαν κάτι ν’ αγκύλωνε το σπασμένο του πρόσωπο.]
Ακόμα εξέχουν καρφιά στο πρόσωπό σου
και η μαχαιριά στον τοίχο
όταν σβήνει το φως
γεμίζει αίμα.

`

***************

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΗΤΑΝ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ

Ήταν μια κόλαση όλο φλέβες ιλίγγου.
Παμπάλαιοι ρόγχοι σε πνευμόνια λυρικά
και σε έγχρωμα δάση
κουδούνια από άγνωστα ζώα – εμείς.
Και είπες να πάρεις έναν χρόνο έκθετο
και να τον κάνεις δικό μας παιδί.
Ο χρόνος ήταν κοριτσάκι,
εσύ λύκος επίορκος
και όλα γίνανε σα να τα ’χε γλείψει φωτιά.
Αυτά, όταν δεν προσέχεις σε ποιο παραμύθι ακουμπάς τις ζωές μας.

`

*********************

ΕΠΙ ΠΑΤΩΜΑΤΩΝ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ

Εξ αγχιστείας αγαπημένοι
σε ρωγμές μοιραστήκαμε
κάποτε πήλινοι, κάποτε γυάλινοι
ποτέ όμως ολό-κληροι. Ένα Σίγμα που έλειπε…

*

Η γριά καρέκλα στην κυλιόμενη νύχτα δίνει όνομα: Απουσία τεταμένη.
Στο μήκος του μεσότοιχου κορδώνονται ήχοι
-βεβαίως άνθρωπος δεν φανερώθηκε, μόνο η ιδέα του.
Δαμόκλειο ρολόι στον υμένα του τοίχου, πιστώνει σπασμένους λαιμούς σε χρόνο κάθιδρο.

`

`

******************************************************

Η ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ-ΓΡΑΦΑΚΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Συναντήθηκε με την ποιητική πράξη αργά, αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι ποτέ δεν είναι αργά για να αρχίσει κανείς. Το 2012, στον ΚΘ’ διαγωνισμό ποίησης του Φ.Σ. Παρνασσός, η συλλογή της με τίτλο Χαμηλές οκτάβες τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Ποίησης. Η συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς. Ποιήματά της έχουν επίσης συμπεριληφθεί στην ομαδική έκδοση της διαδικτυακής ομάδας CRAFT, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013 και σε διάφορες σελίδες του διαδικτύου. Στη δισκογραφία έχει υπογράψει στίχους με το όνομα Ουράνια.

Μάνος Χατζιδάκις, «Δύο ναυτικά τραγούδια», ποίηση: Μίλτος Σαχτούρης (έργο 2, 1947)

$
0
0

`

«Έγραψα τα ΔΥΟ ΝΑΥΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ πολύ νωρίς το ΄47. Ξεκίνησα με τον Σαχτούρη γιατί βρήκα την ποίηση του - τα ποιήματα αυτά που είχα διαλέξει- να ταιριάζει πάρα πολύ μ΄ εκείνο που ήθελα να εκφράσω εκείνο τον καιρό. Η ελλειπτική γραφή του Σαχτούρη μου άφηνε περιθώρια να εισχωρήσω μουσικά ανάμεσα στους στίχους του. Και μ΄ άρεσε κι η ιδέα. Αυτά τα ΔΥΟ ΝΑΥΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ μ΄ άρεσαν πολύ… », Mάνος Χατζιδάκις

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

Ο ΒΑΡΚΑΡΗΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΥΝΩΝ

O βαρκάρης των κεραυνών γυρίζει
από ακτή σ’ ακτή
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά

Δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
δεν θέλει ν’ αράξει πουθενά
μόνο στη βάρκα ψιθυρίζει
φύγαν τα νερά!
φύγαν τα νερά!

`

ΕΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ ΨΗΛΑ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Ένας ναύτης ψηλά
στα κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μες στο φεγγάρι.

Κι η κοπέλα απ’ τη γη
με τα κόκκινα μάτια
λέει ένα τραγούδι
για να φτάσει ως το ναύτη.

Φτάνει ως το λιμάνι
φτάνει ως το καράβι
φτάνει ως τα κατάρτια
μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι!

`
Ερμηνεία : Σόνια Θεοδωρίδου
Πιάνο: Γιάννης Βακαρέλης

`

**********************************************************

Το 1947, ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιεί δύο ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη από την ποιητική συλλογή του «Παραλογαις». Κάτω από τον τίτλο «Δύο ναυτικά τραγούδια», ο Χατζιδάκις επιχειρεί να ντύσει με μουσική δυο ποιήματα του Σαχτούρη, σε μια περίοδο που τόσο ο ποιητής, όσο και το έργο του, ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό . Τα τραγούδια που έχουν τη μορφή του lied, γραμμένα για πιάνο και αντρική φωνή, ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά με τον Γιώργο Μούτσιο και τον συνθέτη να τον συνοδεύει στο πιάνο, μια σπάνια εκτέλεση σε δίσκο 45 στροφών. Κάποια χρόνια αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου του 1972, ο Χατζιδάκις ηχογραφεί ξανά τα «Δύο ναυτικά τραγούδια» με τον Σπύρο Σακκά.

(Από το κείμενο του Μάκη Γκαρτζόπουλου, «Μάνος Χατζιδάκις, μελοποιήσεις», περισσότερα στο ΠΟΙΕΙΝ: ΕΔΩ)

«Γιώργος Καρτάκης, “Τώρα που τα σύννεφα”,» εκδ. Γαβριηλίδης 2013 (γράφει η Στέλλα Αλιγιζάκη) [+ Πρόσκληση παρουσίασης βιβλίου]

$
0
0

`

Η συλλογή περιλαμβάνει 33 ποιήματα, από τα οποία το καθένα συνδέεται με μιαν αφορμή, αφετηρία επαναβίωσης γεγονότων και καταστάσεων ή με μια επαν - επεξεργασία θεμάτων της μνήμης και του συναισθηματικού κόσμου του ποιητή. Πολλά από αυτά ανασύρονται από το «κρυφό υπόγειο του υποσυνείδητου» (1), διατυπώνονται με λόγο συχνά κρυπτικό και η λεκτικοποίησή τους προσομοιάζει με «ελάσσονα διαδικασία εξιλέωσης» για το δημιουργό. Σε αυτή τη νοερή διάθλαση ζωντανών παραστάσεων και απωθημένων βιωμάτων συντελείται η μαγική μεταμόρφωση της ποιητικής διεργασίας, που καθιστά την ποίηση του Γ. Καρτάκη πραγματικά «εργαστηριακή»  (2) και γι’ αυτό ακριβώς άκρως ενδιαφέρουσα .
Η γλώσσα της ποιητικής γραφής του είναι απλή καθημερινή, με στοιχεία του προφορικού λόγου και της κρητικής διαλέκτου ακόμη. Με πολλή φροντίδα καταρτίζει το προσωπικό του ποιητικό «λεξικό» σταχυολογώντας εκφράσεις ή αναπάντεχα συνταιριάζοντας λέξεις και φωνήματα, που φορτίζει με προσωπική γλωσσική διαίσθηση. Οι λόγιοι τύποι , δηλωτικοί της ευχερούς διακίνησης του ποιητή στη διαχρονικότητα της γλωσσικής εξέλιξης, οδηγούν συνειρμικά στη θεματολογία της μυθολογίας ή της αρχαίας λογοτεχνίας, συνταιριασμένα μάλιστα με τα θέματα και το λόγο της καθημερινής ομιλίας. Η λεκτική ποικιλομορφία μοιάζει να είναι αποτέλεσμα της διανοητικής επεξεργασίας και της εκούσιας περιδίνησης των συναισθημάτων, που δεν συντελείται χωρίς πόνο και χωρίς κόπο. Αντιθέτως ο τρόπος της αποτύπωσης είναι κυριολεκτικά απότοκος μιας πραγματικής «γλωσσικής αναδημιουργίας», κατά τη σεφερική έννοια.
`

Γνώρισμα κοινό με τους υπερρεαλιστές ποιητές , ίσως και δανεισμένο από αυτούς η καταπάτηση των κανόνων της συμβατικής γραμματικής. Τα κεφαλαία γράμματα έχουν αποβληθεί, τα σημεία της στίξης λείπουν συνήθως. Σπανιότατα παρουσιάζεται κάποιο από αυτά . Έτσι προφανώς η απουσία τους επιτρέπει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις, αλλά και αντίστοιχες νοητικές προσλήψεις των σημαινομένων.
Ως προς τα ρηματικά πρόσωπα ο λόγος συνήθως απευθύνεται από το «εγώ», από το «ποιητικό υποκείμενο» προς τον αναγνώστη. Έτσι η εσωτερική ανάγκη αυτοέκφρασης, η προσωπική έγνοια ποιητικής εκφόρτισης συναισθημάτων και σκέψεων μετατρέπεται ταυτοχρόνως σε υπολανθάνουσα διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού, ενώ η γραφή τότε παίρνει το χαρακτήρα εσωτερικού μονολόγου ή ημερολογιακών σημειώσεων. Το β΄ενικό πρόσωπο, που επίσης συχνά συναντιέται, καθιστά το ύφος χαμηλόφωνο σχεδόν κουβεντιαστό και οικείο, αποκαλυπτικό και καθοδηγητικό της σκέψης και των αισθημάτων , που αναφύονται. Λίγα ποιήματα διαμορφώνονται με άξονα το «εμείς», στοιχείο ενδεικτικό του αισθήματος απομόνωσης στον άξενο - ακόμη και όταν είναι οικείος - χώρο.
Τα ρήματα στην αρχή της ποιητικής διατύπωσης γράφονται στον ενεστώτα. Η ποίηση έτσι φαίνεται να αποδίδει τις σκέψεις της στιγμής, την ακτινογραφία της βιούμενης πραγματικότητας, που όμως όσο συμπληρώνεται από στοιχεία και σχόλια συνειρμικά ακολουθεί τον αναδρομικά κινούμενο μίτο των αναμνήσεων. Αυτές ξετυλίγονται με εναλλασσόμενους ιστορικούς χρόνους κατά περίπτωση, δίνουν την προοπτική του βάθους της βιωματικότητας, των εμπειριών που σημάδεψαν τον ψυχισμό του ποιητή. Πρόκειται για υλικό πολύτιμο στην κατάρτιση της προσωπικής ποιητικής θεματολογίας του, που περιλαμβάνει και τα «ασήμαντα» της χαμένης καθημερινότητας , καταγεγραμμένης διαισθητικά με την ευαισθησία της ψυχής του χρόνια ολόκληρα.

Ωστόσο αυτή η αφηγηματική πρόθεση συχνά συγχέεται με την περιγραφή , για να απεικονίσουν αρχικά ρεαλιστικά πρόσωπα και πράγματα, ενώ η εξωτερική δράση συμπληρώνεται από την παράθεση στοιχείων εσωτερικής συνειδητής και ασύνειδης διεργασίας. Έτσι αιφνιδίως μεταλλάσσεται το ύφος, μεταπηδά στην αφαίρεση, για να αποδώσει έναν πολύ προσωπικό ψυχισμό, για να εκφράσει τα ανομολόγητα, καθώς ο ποιητής είναι απρόθυμος να αναμετρηθεί με τη ρεαλιστική καταγραφή της πραγματικότητας ως το τέλος της. Τότε ο λόγος του πυκνώνει ιδιόρρυθμα, συχνά συμβολοποιείται και ανασυντίθεται, για να κλειδώσει την πόρτα στους «πολλούς» (3) και να αφήσει τους ενδιαφερόμενους στην αγωνία της ερμηνείας και αποκωδικοποίησης .
`

Η στιχουργική διαμόρφωση των ποιημάτων επίσης ποικίλλει. Κάποτε μονολεκτικοί, συχνά ολιγόλεξοι, άλλοτε με ολοκληρωμένα νοήματα και άλλοτε με προφανείς διασκελισμούς ή με ανολοκλήρωτα θέματα, αναγκαστικά επιβραδύνουν το ρυθμό της ανάγνωσης και εφιστούν την προσοχή του δέκτη στο βαρύ ιδιαίτερο φορτίο των λέξεων. Με αυτό όμως τον τρόπο χρωματίζεται και η μουσικότητα της στιχουργίας ∙ διατηρεί όμως την ανεξαρτησία της η σκέψη, που μοιάζει να αρνείται να υποταχθεί στη συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, όπως δεν υποτάσσεται ούτε στις λογικές κατασκευές ή στις ηθικές συμβάσεις.
`

Τόσο στη μορφή όσο και στη θεματολογία, στο ιδεολογικό περιεχόμενο, συντελείται η υπέρβαση του κοινού , του αναμενόμενου , του ρεαλιστικού , η απώθηση του συνειδητού και η δικαίωση του παράλογου, στο οποίο συχνά οδηγεί συνειρμικά η ροή του ασυνείδητου. Μάλιστα, η αποτύπωση πραγματικών καταστάσεων και συναισθημάτων εκτρέπονται με τρόπο σχεδόν μυστηριακό και απρόσμενο για τον ανυποψίαστο αναγνώστη στην παραδοξολογία, με υπερρεαλιστικό σχεδόν αυτοματισμό. Έτσι , εκθέτονται μύχιες σκέψεις , επιθυμίες και αγωνίες με τρόπο άλλοτε δραματικό, άλλοτε παιγνιώδη, αποτυπώνοντας τους ψυχικούς κραδασμούς, τις εφιαλτικές εικόνες του υποσυνείδητου και την ίδια την αγωνία του ποιητή στον ψιθυριστό διάλογό του με το χρόνο και το θάνατο.
Στην «παρωδία της άχραντης διάρκειας του χρόνου»  (4) ελλοχεύει πάντοτε το εφήμερο , για να υπενθυμίζει το θάνατο. Ο ποιητής βιώνει επαναληπτικά το θάνατο των αγαπημένων του, τους υποδέχεται στα όνειρα και τους δραματοποιεί στις ποιητικές του προσλήψεις. Είναι παρόντες , τον συντροφεύουν τις νύχτες μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα των οικείων χώρων, του εκφράζουν την αγάπη τους, συνομιλεί μαζί τους. Φαίνεται να παίζει με το θάνατο, με την «ηδονή του θανάτου», κάποτε τον αισθητοποιεί σε εικόνες πραγματικές έως υπερρεαλιστικές, άλλοτε φρικιαστικές έως εξπρεσσιονιστικές, που αποδίδονται με λόγο ελλειπτικό και υποβλητικό, όμως ζεστό και ανθρώπινο υπαινικτικά και διακριτικά φορτισμένο με αιωρούμενα συναισθήματα.
Με ανάλογο τρόπο διακριτικό και χαμηλόφωνο διατυπώνονται αρχαιόθεμα ποιήματα ή σνάλογοι στίχοι. Σε αυτά έχει οδηγήσει η αναζήτηση διαχρονικών αληθειών και αιωνίων συμβόλων. Αλλά και η αιώνια φύση, η κρητική ύπαιθρος, με τις ευωδιές και τους ήχους της, τα ήθη και τις εικόνες της , είναι οικεία στον ποιητή. Σε στίχους και σε εκφραστικά μέσα αναδύεται το αυθεντικό μεσογειακό τοπίο, καταγράφονται με ενάργεια σκηνές και εικόνες της φυσικής ζωής, με τρόπο που διεγείρουν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, για να ανοίξουν το δρόμο της επιτήδειας ένθεσης ιερών εφηβικών μυστικών και γλυκών προσωπικών αναμνήσεων.
`

Ανάμεσα σε αυτές ο έρωτας έχει ξεχωριστή θέση. Συνιστά μυστήριο η βίωσή του , η διέγερσή του κρυφή μαγεία, η απόλαυσή του αναγκαία τροφή, που όμως πάντοτε υποκρύπτει τον κίνδυνο της προδοσίας ή το λιγότερο της ανέφικτης επικοινωνίας, ίσως και γιατί η γυναίκα είναι δοσμένη «στην κυοφορία των σπλάχνων της». Το όνειρα, «η μαγεία του μυαλού», η αντιπαράθεση με τα «φαρμάκια του φόβου», η ανάμειξη της φαντασίας και της «διείσδυσης σε στοές ανακάλυψης ολότελα δικές του» ερμηνεύουν κατά τη δική του ομολογία την καταγωγή του στίχου. Ο ποιητής βλέπει την ποίηση στη δική του καθημερινότητα, στις δικές του ερωτικές εμπειρίες, στις μαγικές νυχτερινές νοερές περιδιαβάσεις του, στις ενερμήνευτες ανασύρσεις των εγγραφών του υποσυνείδητου. Ανοίγει διάλογο μαζί της, που αποτυπώνεται στο έργο του∙ όμως διάλογο όχι εύκολα προσιτό στους πολλούς.
Γιατί το ποιητικό του έργο του Γιώργου Καρτάκη απευθύνεται στους ενδιαφερόμενους να περιηγηθούν την «υποκειμενική ενδοχώρα» (5) όχι μόνο του ίδιου αλλά μέσω της ποίησής του και τη δική τους, καλώντας τους σε μια διαδικασία βαθιάς και ανηλεούς ενδοσκόπησης, αυτογνωσίας αλλά και εσωτερικής κάθαρσης. Γιατί αυτά είναι τα δώρα της ποίησης , για όσους ξέρουν να τα απολαμβάνουν.

`
`

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
`
1 Η φράση εμπνευσμένη από την ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη.
2 Η υιοθέτηση μιας αντίληψης της ποιητικής τέχνης απόλυτα εργαστηριακής» αποδίδεται στην ποίηση του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, ποιητή που εκτιμά ιδιαίτερα ο Γιώργος Καρτάκης.
3 Η εικόνα από το σχετικό ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου, Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
4 Η φράση από ποίημα του Νίκου Καρούζου, (Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος).
5 Από τη διατύπωση του Ανδρέα Εμπειρίκου «Η ανάγνωσις της ποιήσεως μοιάζει ταξίδι υπερωκεάνειο στον απέραντο εσωτερικό χώρο του ποιητή, στην υποκειμενική του «ενδοχώρα».

`

`

**********************************************************

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

`

Η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν και το La soiree de Votanique [Καστοριάς 37, Βοτανικός (Στάση Κεραμεικός του μετρό)]

σας προσκαλούν την Κυριακή 4 Μαΐου 2014 στις 18. 30

σε μια βραδιά αφιερωμένη στον ποιητή και μεταφραστή, Γιώργο Καρτάκη

με αφορμή το βιβλίο του «Τώρα που τα σύννεφα», εκδ. Γαβριηλίδης 2013.

Θα μιλήσουν οι:

Βασίλης Λαλιώτης, ποιητής- μεταφραστής
Στέλλα Αλιγιζάκη, φιλόλογος-ιστορικός
Σπύρος Αραβανής, φιλόλογος-ποιητής, εκδότης Ποιείν

Νικόλαος Στουδίτης, Ποιήματα

$
0
0

`

Ουλή

Δεν είναι ουλή
ο ανυποψίαστος χορός του υδροβάτη
επάνω απ’ του Αρχιπελάγου τ’ άλας.

Σχεδόν αόρατο, το ελάχιστο,
φως που χάνεται
η βάση της ουράς του•
καθώς τα χέρια μας
ζητούν το καθαρό γλυκό νερό
αγγίζοντας κινστέρναις από χόβολη.

Κι ούτε νερό,
ούτε ανταπόκριση αντιλάλου
στις κραυγές μας.

`

****

Ιδιωτεία

Θολά σκαρφαλώσαν τ’ ανθρώπινα ψέματα
πλαγιές κατακτώντας, απέμειναν στείρες.

`

****

Παύση

Η ημέρα δεν υπάρχει.
Ποτέ της δεν υπήρξε
ή ίσως ήτανε ο αναχωρητής
που λεηλάτησε τα πάντα•
φωνές ανθρώπων στον ορίζοντα,
κάποτε ενώθηκαν στον άνεμο.

Ματαιότητα
νά ‘χεις την πίστη
μέσα απ’ το κέλυφος μιάς σκέψης
ολόκληρος ο κόσμος πως θα ξεδιπλωθεί.
Δέος μίας νιφάδας από χιόνι
πριν ακουμπήσει
τα παγωμένα ύδατα του ωκεανού
κι αναιρεθεί
απ’ το στοιχείο
που γέννησε την ίδια.

`

****

Ο Ξένος

Η ανθρωπότητα πάντα είχε μία θέρμη
καμωμένη από θηριωδία
- τόσο οικεία.
Φυσιογνωμία ενός νεκρού προσώπου, τεμαχισμένου,
γεμάτου χαρακιές• να στρέφονται
όπου επιτάσσουνε οι ανάγκες κάθε εποχής
- λένε.

Αφήστε με να δω το πρόσωπο, γνωρίζω αυτόν τον ξένο.
Γνωρίζω τη θηριωδία άλλοτε ως ευνοημένος
κι άλλοτε αδικημένος στον κόσμο αυτόν.
Το ξέρω, είναι νεκρός στην μέρα την κλητή
όμως δεν καταδέχεται να ξαποστάσει.

Περπάτησε μίλια σκοτάδι για ν’ αγραυλά
στην εύφορη πεδιάδα που λατρέψαμε•
εκεί, μονάχα εμείς, δεν ρίξαμ’ ένα βέλος σκέψης.
Το ξέρω πως γι’ αυτόν δεν ήτανε πεδιάδα
ήταν λωρίδα σε βουνοπλαγιά
και το τραγούδι που ονειρεύτηκε
ακόμη χάνεται ανάμεσα στα δέντρα•
σ’ ένα παλιό πυκνό της δάσος.
Στάθηκα ανάμεσα στα φορτωμένα δέντρα,
τόσοι πολλοί καρποί
- σαπίζουνε στην αφθονία!

Κλείστε τα μάτια του νεκρού.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, λείπει η σοφία δίχως όραση.
Λείπουν κι οι γνώσεις ενός δούλου.
Δείτε, κάτω απ’ το στόμα του,
τα γένια πλέκουνε μιά προσευχή
ολόκληρη σοδιά στα χρόνια.

Τί ωφελεί ακόμη κι αν γνωρίζουμε καλά
τους έμπορους της εποχής;
Αυτοί ζητούν να κρύβονται στο καταφύγιο μιάς εικόνας
κι εμείς πιστά ακολουθούμε σ’ ένα κοινό πεδίο,
βαδίζοντας μίλια σκοτάδια μέσα μας για να ξενιτευτούμε
από της ανθρωπότητας το πιο πλατύ κατάστρωμα,
μιά αρχαία αγορά• κι ενώ είναι βυθισμένη,
ακόμη ταξιδεύει.

Είναι αργά,
μα ο άνεμος υπάρχει και ελπίζει
γλυκαίνοντας το ιδρωμένο μέτωπο.
Περπάτησε μίλια σκοτάδια
με μόνη συντροφιά τη σκέψη μίας μάνας.
Το μενταγιόν, ο κόμπος στον λαιμό της,
να την αλυσοδένει, να την πνίγει,
ό,τι απέμεινε απ’ το παιδί της.

Στ’ αλήθεια,
γνωρίζω αυτό το πρόσωπο.
Είν’ όμοιες οι χαρακιές του πρόσφυγα
μ’ αυτές στα σπλάχνα της φυλής μου,
καθόρισαν τη σκέψη μας.
Γι’ αυτό και υποκλίνομαι με σεβασμό
σ’ ενός νεκρού την πιο βαθειά αγωνία.

Πλύντε, αλείψτε τον με μύρο και τυλίξτε τον, σε σάβανα λευκά.

Απόψε έφυγε ένας από εμάς,
για το μακρύ ταξίδι.

`

*******************************************************

Ο Νικόλαος Στουδίτης γεννήθηκε στην Πιερία το 1980. Σπούδασε επικοινωνία και διεθνές εμπόριο, διοίκηση επιχειρήσεων, διεθνής οικονομικές και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αυστραλίας. Έχει εργαστεί στο οικονομικό τμήμα Βρετανικού δημόσιου οργανισμού, καθώς και σε όμιλο επιχειρήσεων με αντικείμενο το διεθνές εμπόριο και έδρα το Μπαχρέιν της Μέσης Ανατολής.

Χριστόδουλος Καλλίνος, 4 ποιήματα για ποιητές

$
0
0

Άντε και πηδήχτου ποιητή!

Οι τυχοδιώκτες δεν γίνονται ποιητές,
ούτε οι γλείφτες γίνονται ποιητές.
Ποιητές δεν γίνονται οι ανόητοι κι οι ψωνισμένοι.
Μπορεί βεβαίως να πιάσουν την καλή,
να πάρουν βραβεία, να αποκτήσουν φήμη,
ανάμεσα σε άλλους ανόητους
και ανάμεσα σε άλλους ψωνισμένους.
Μπορεί να βρουν εκδότες περιωπής
και κριτικούς του σιναφιού τους,
να γράψουν ανοησίες αντάξιες του έργου τους.
Η ποίηση δεν θα τους κάνει την χάριν.
Η ποίηση δεν είναι καμιά ανόητη κυρά,
να υπολογίζει δούναι και λαβείν
να υπολογίζει ζημίες και κέρδη.
Η ποίηση, θα τους κλάσει τ’ αρχίδια
και θα του πει του κουτοπόνηρου ποιητή,
του κάλπικου και του χαζού, ”άντε και πηδήχτου ποιητή,
και συ κι ποίησή σου, και τα βραβεία και οι εκδότες σου
και οι κριτικοί και οι ανόητοι του σιναφιού σου”
Άντε και πηδήχτου, γιατί εμείς δεν θα σου κάνουμε την χάρη!


Στον Νίκο Καρούζο

Διάβασα τη λίστα τους κι εσύ έλειπες.
Α ρε μπάρμπα Νίκο,
εσύ τους έφτυνες τόσα χρόνια τους κατεργαραίους
πού να σε βάλουν στις λίστες τους,
στα κατάστιχά τους.
Στα μπακαλοδεφτέρια τους.
Σε βλέπω εκεί ψηλά να πίνεις τα ουζάκια σου
και να καπνίζεις το φούμο σου χαμογελώντας ΄
χαρτοπαίζοντας με τον θάνατο
και έτσι στο μεθύσι σου απάνω,
να τους τα λες,
όπως τα πες και τότε σ’ εκείνο τον μη μου άπτου τύπο του Κολωνακίου
” Στον πούτσο μου σας γράφω, κύριοι!
κι εσάς και τες λίστες σας!
Το καταλαβαίνετε;
Στον π ο ύ τ σ ο μου!’’

Ωδή εις τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Ήταν πουλί νυχτερινό, τύπος κομψός,
ωραίος.
Γνωστός μποέμ της εποχής.
Φορούσε πάντοτε στη μπουτονιέρα του λουλούδι.
Δανδής σαν τον Wilde.
Ποιητής εστέτ,
γνώστης καλός της γαλλικής
δεινός του πιάνου βιρτουόζος,
μάστορας του στίχου τρυφερός, ονειροπόλος.
Αγαπούσε τη νύχτα, το φως του φεγγαριού,
κερί που τρεμοπαίζει η ποίησις του,
φεγγάρι που αργοσβήνει η πνοή του.

Άτιτλο XII

Πέθανε εν Αθήναις “εν σιωπή” ο ποιητής…
πρέπει να ήτο ωραίος ο ποιητής για να πεθαίνει έτσι,
”εν σιωπή”.

[από το υπό έκδοση βιβλίο Ρέκβιεμ στην νεότητα]

«Η εκδικητική Αριάδνη (Κάτουλλος, c. 64) και ο ελεγειακός της εαυτός (Οβίδιος, Her. 10)» [γράφει η Αγγελική Ηλιοπούλου]

$
0
0


[John William Waterhouse, Ariadne (1898)]

`

Ο λατίνος ποιητής Οβίδιος (43 π.Χ.-17 μ.Χ.) αποφασίζει στην αρχή της ποιητικής του σταδιοδρομίας να δώσει φωνή σε γνωστές ηρωίδες υψηλού συνήθως κοινωνικού status, όπως είναι η Πηνελόπη, η Μήδεια και η Αριάδνη. Όλες τους γράφουν στους απόντες αγαπημένους τους αναπτύσσοντας έναν ερωτικό λόγο πειθούς για την επιστροφή τους. Κι ενώ οι 15 συνολικά Ηρωίδες έχουν επικές, τραγικές ή αλεξανδρινές ελληνικές καταβολές (π.χ. Οδύσσεια, Αργοναυτικά, Μήδεια, Ιππόλυτος, Ύμνος στη Δήμητρα, κ.ά.), για την επιστολή της Αριάδνης προς τον Θησέα (Her. 10), ο ποιητής αντλεί το υλικό του από το επύλλιο 64 του ομόγλωσσού του Κατούλλου (περ. 87 π.Χ.-57 π.Χ.). Η ελεγειακή επιστολή της Αριάδνης, κατάμεστη από ευφυείς διακειμενικούς συσχετισμούς με το κατούλλειο κείμενο, μάς προσφέρει ένα ποιητικό προϊόν, ενδεικτικό της λατινικής αυγούστειας ποιητικής τέχνης.
Μετά τη θανάτωση του Μινώταυρου η Αριάδνη σαλπάρει μαζί με τον Θησέα. Όμως, όχι μόνο δεν μεταβαίνει στην Αθήνα μαζί του, όπως της είχε υποσχεθεί, αλλά ολομόναχη ξυπνά σε έρημη ακτή της Νάξου. Κανείς δεν ήταν εκεί, (βλ. Her. 10.11-12) αναφωνεί η οβίδεια Αριάδνη, όταν αντί για το κορμί του αγαπημένου της ψηλαφεί στο σκοτάδι το άδειο κρεβάτι. Μορφή παγωμένη περιγράφεται τόσο από τον Κάτουλλο (βλ. Cat. c. 64.61-62) (1) όσο και από τον Οβίδιο (βλ. Her. 10.49-50). (2) Αδάμαστες ωστόσο μανίες κατακλύζουν αργότερα την καρδιά της κατούλλειας ηρωίδας (βλ. Cat. c. 64.54), κι εκείνη, τυφλή από τρελή μανία (βλ. Cat. c. 64.197) ζητάει απ’ τους θεούς την τιμωρία του Θησέα (βλ. Cat. c. 64.188-190). (3)
Από τον λήθαργο ξυπνάει και η οβίδεια Αριάδνη (βλ. Her. 10.33), όχι όμως με τις εκδικητικές διαθέσεις της κατούλλειας Κρήσσας, αλλά προκειμένου να κινητοποιηθεί για να την ακούσει και να τη δει ο Θησέας: απεγκλωβισμένη από τη στατικότητα της κατούλλειας εκφράσεως, (4) φωνάζει δυνατά, χτυπάει το στήθος της, απλώνει τα χέρια και κάνει σινιάλα, μέχρι κι ένα ρούχο κρεμάει σε κλαδί, αλλά μάταια, με τελευταία της αντίδραση το κλάμα (βλ. Her. 10.33-43).
Ο Δίας δίνει τη συγκατάθεσή του να τιμωρηθεί ο Θησέας,5 βοηθώντας έτσι να εκπληρωθεί η κατάρα της κατούλλειας Αριάδνης, που ζητάει από τις Ευμενίδες να μην ανεχτούν μάταιο το κλάμα της να πάει και να φροντίσουν ώστε με όποια καρδιά την άφησε έρημη ο Θησέας, μ’ αυτήν την ίδια ο ίδιος του το σόι του να κλάψει . (6) Η κατούλλεια, λοιπόν, caeca caligo (βλ. Cat. c. 64.208), η τυφλή αχλύ που έστειλε ο Δίας κι έκανε τον Θησέα να λησμονήσει τις εντολές του πατέρα του, (7) κινεί τα νήματα της πρωτοτυπίας του Κατούλλου, που συνδέει τον μύθο της εγκατάλειψης με τη διάσταση της κατάρας και την αυτοκτονία του Αιγέα. (8) Η οβίδεια Αριάδνη όχι μόνο δεν εξαπολύει κατάρες κατά του Θησέα, αλλά παρακαλώντας τον να στρέψει τα πανιά του πλοίου του προς τη Νάξο (βλ. Her. 10.149), αντιστρέφει ταυτόχρονα αυτήν την καινοτομία του Κατούλλου. Κι εδώ το καινοφανές ανακύπτει μέσα από κάτι εξίσου καινοφανές: ο Οβίδιος πρωτοτυπεί με τη σειρά του, αναδεικνύοντας με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την ελεγειακή πλέον φύση της Αριάδνης, προβάλλοντας παράλληλα σε μεταποιητικό επίπεδο το ειδολογικό έδαφος της επιστολής.

`

********************************************************

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Φιγούρα που μαρμάρωσε βακχίδας, μακριά αγναντεύει αυτόν, κι αλί, σε κύματα από έγνοιες παραδέρνει. Η μετάφραση είναι του Τρομάρα (2004: 157).
2. Κάθισα παγωμένη στον βράχο ατενίζοντας τη θάλασσα, κι όσο ήταν από πέτρα το κάθισμα, τόσο ήμουν πέτρα κι εγώ.
3. Μα μπρος στον θάνατο τα μάτια μου δεν θα νωθρέψουν και οι αισθήσεις δεν θ’ αφήσουνε το κουρασμένο σώμα, πριν να ζητήσω απ’ τους θεούς ποινή της προδοσίας. Η μετάφραση είναι του Τρομάρα (2004: 167).
4. Βλ. Μητούση (2007) 240∙ Spentzou (2003) 91, 108∙ Barchiesi (1993) 346.
5. Βλ. Cat. c. 64.202-204: αφού ξέχυσε αυτά τα λόγια απ’ τη θλιμμένη της καρδιά, ζητώντας ανήσυχη την τιμωρία των άγριων πράξεων του Θησέα, ένευσε με την αήττητη βούλησή του ο ρυθμιστής των ουρανίων.
6. Βλ. Cat. c. 64.200-201. Η μετάφραση είναι του Τρομάρα (2004: 167).
7. Βλ. Cat. c. 64.233-237: τους λόφους της πατρίδας σου τα μάτια σου όταν δούνε, κατέβασε τα πένθιμα πανιά απ’ τις αντένες κι ύψωσε τα λαμπρά πανιά στα γυριστά σχοινιά σου, σημάδια της χαράς ως δω να καταλάβω αμέσως, καθώς η ώρα η καλή πίσω σε ξαναφέρνει. Η μετάφραση είναι του Τρομάρα (2004: 169).
8. Βλ. Cat. c. 64.233-237: τους λόφους της πατρίδας σου τα μάτια σου όταν δούνε, κατέβασε τα πένθιμα πανιά απ’ τις αντένες κι ύψωσε τα λαμπρά πανιά στα γυριστά σχοινιά σου, σημάδια της χαράς ως δω να καταλάβω αμέσως, καθώς η ώρα η καλή πίσω σε ξαναφέρνει. Η μετάφραση είναι του Τρομάρα (2004: 169).

`

******************************************************

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

`
Barchiesi, A. (1993), “Future Reflexive: Two Modes of Allusion and Ovid΄s Heroides”, HSCPh 95: 333-365
Knox, P. E. (1995), Ovid: Heroides. Select Epistles, Cambridge (Cambridge University Press)
Konstan, D. (1993), “Neoteric Epic: Catullus 64”, στο Boyle A. J. (ed.), Roman Epic, London and New York (Routledge), σσ. 59-78
Μητούση, Ε. (2007), De genere: Φύλο και γένος στις Ηρωίδες του Οβιδίου, διδ. διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Spentzou, E. (2003), Readers and Writers in Ovid΄s Heroides. Transgressions of Genre and Gender, Oxford (Oxford University Press)
Τρομάρας, Λ. (2004), Κάτουλλος. Ο νεωτερικός ποιητής της Ρώμης, Θεσσαλονίκη (University Studio Press). (Ανατύπωση, 1η έκδ. 2001)

`

`

*********************************************************

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν, οι εκδόσεις Μετρονόμος
και το La soiree de Votanique [Καστοριάς 37, Βοτανικός (Στάση Κεραμεικός του μετρό)] σας προσκαλούν ΣΗΜΕΡΑ, Tετάρτη 7 Μαΐου 2014, στις 20.00

στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της ΣΕΙΡΑΣ ΠΟΙΕΙΝ,

«Τηλέμαχος», της Αγγελικής Ηλιοπούλου


Θα μιλήσουν οι:

Σπύρος Αραβανής, φιλόλογος-ποιητής, εκδότης/υπεύθυνος Σειράς Ποιείν εκδ. Μετρονόμος
Στέφη Αδαμοπούλου, μεταφράστρια

Ποιήματα από το βιβλίο, συνοδεία σαξοφώνου από τον Νίκο Κουλούρη, θα διαβάσει η ίδια η ποιήτρια και ο γιατρός & φιλόλογος, Νίκος Τόμπρας.

Θα ακουστούν επτά μελοποιημένα ποιήματα από τον Ηρακλή Ποζατζίδη.


Ιωάννης Ανυφαντής, Τρία ποιήματα από την υπό έκδοση «Σταγόνα και Ωκεανός»

$
0
0

`

I

Τα σπίτια ανθίζουν
όπως τα λουλούδια
και μαραίνονται
όπως τα λουλούδια.

Νηνεμικές σιωπές
της ψυχής το απόβραδο.

Πόσα ψηλάφισε ο νους
που δεν τόλμησε το σώμα;
Πόσα δάκρυα βροχής
έδωσαν καρπούς μετάνοιας;

Μακρινή η θύμηση, θαρρώ,
μιας άλλης νιότης.
Άστραψε το ανάστημα της
ομοούσια του ονείρου.
Σα φάρος φέγγει
εκείνο το κοχύλι
που αντιστέκεται πεισματικά
ζητώντας τα ωραία.

Είμαστε ελάχιστοι
μπρος τα μέγιστα
που μας στοιχειώνουν,
με την ψυχή ορμώμενη στα χείλη.

Ζούμε και ξαναζούμε μύρια
χρωματίζοντας ανέμους.
Μα σα πιστέψουμε στο φως
που ανυψώνει τις καρδιές
τότε τα βήματα θα εναρμονιστούν
με τους χτύπους της καρδιάς,
στο δρόμο
για το πιο υπέροχο ξέφωτο.
Πίστεψε τα βήματα
και αυτά διάπλατα
θα σου ανοίξουν τον δρόμο
για το αρχέγονο μονοπάτι.

`

*****

II
Το εύρος των λέξεων
είναι πάντα δυσανάλογο
από το εύρος των πράξεων
Και αυτά τα μάτια…
μια βροχή περιμένουν για να κρυφτούν
άλλοτε σε άδεια απογεύματα
άλλοτε σε γεμάτα τασάκια
περιμένοντας κείνη την άνοιξη των περαστικών.
Με το αστέρι στην μιλιά
και με πνοές ολάκερης άνοιξης

Τα σώματα σβήνουν
μες την κενότητα των ωρών.
Και η ζωή, εκείνο το φύλλο
που αφήνεται στο μέγα κατήφορο
κείνου του πρώτου αρχιπελάγους.

Σαστισμένη ματιά,
πρόωρη και εφήμερη
αναζητώντας χρώμα δανεικό.
Κρυφή ασέλγεια·
πριν αίφνης στραφεί στα πορφυρά
κείνων των λιωμένων αποχρώσεων.

Κάποτε λες θα ’ρθουν
πλούσιες ολότητες, απλώνοντας γύρω
απαλά προσοδοφόρα φύλλα
αδήλωτων κληρονομιών.
Γονατιστών!
Μπρος της ψυχής το Θέρος.

Γι’ αυτό νέε μου,
μην ταράζεις σύγκορμη την λέξη.
Ας τη να βγει
και μακριά σ’ ένα άλλο σώμα
ν’ αθροίσει.

`

****

III

Μια σταγόνα άγγιξα και ωκεανούς άνοιξα.
Είναι μεγάλος ο κόσμος μα αρκούσε
ένα σου βλέμμα για να γείρει σαν τον ήλιο
και να φιλήσει τη θάλασσα.

«Δεν αιχμαλωτίζεται ο κόσμος», μου έλεγες.
Κι όμως, όταν σε κρατούσα
ένιωθα την ανάσα του
εκείνο το πρώτο φθινοπωρινό
υγρό του δάκρυ.
Μα κι ένα τραγούδι
θαρρείς ολάκερη η άνοιξη να μπαίνει.
«Ακούς;», μου έλεγες
Πριν χωθείς στης πανσελήνου τα σεντόνια.

Αγάπη λες, μέσα στα κρίνα και τις μυγδαλιές
που έσκυψες να κλέψεις τις οσμές
και να γεμίσεις την κάθε μας μέρα
σα να ’ταν αυτή η πρώτη.
Ξανά μέχρι το δείλι και πάλι ξανά…

`

***********************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε στη Λευκάδα όπου και ζει. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων καθώς και Δημοσιογραφία. Έχει  εκδόσει μια ποιητική ανθολογία με τίτλο “Γυάλινες Εικόνες” (εκδ. Κονιδάρη, 2010).

«Το στίγμα»

$
0
0

[author] Του Ηρακλή Κακαβάνη [/author]
`

`

Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης η 9η Μάη. Μέρα μνήμης και παραδειγματισμού. Ιδιαίτερα επίκαιρη επέτειος με αυτά που ζούμε στη χώρα μας και όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία. Στην αντιφασιστική μάχη στρατεύτηκε και η ποίηση (όπως κι όλες οι Τέχνες) με τα δικά της όπλα. Περιέγραψε το αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού, τις αιτίες που το γεννούν, εμψύχωσε, προπαγάνδισε, στήριξε και ύμνησε τον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας μα και του σοβιετικού λαού που πρόσφερε τα μέγιστα σε αυτή τη Νίκη. Ενα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της ελληνικής αντιφασιστικής ποίησης «Το στίγμα» του Φώτη Αγγουλέ.
`

Ο Φώτης Αγγουλές «Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,/ ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε» (γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα που του αφιέρωσε). Αγωνιστής στη ζωή για την εξασφάλιση του επιούσιου και συνεπής αγωνιστής για τις ιδέες του. Για να μπορέσει να βιοποριστεί σταμάτησε το σχολείο πριν ακόμη τελειώσει τη Β’ Δημοτικού. Ακολουθεί μια ζωή δύσκολη, γεμάτη στερήσεις και διώξεις, «το ψωμί το πείνασα/ και το φαρμακι το ‘πια». Ο Φώτης Αγγουλές είναι ο κατεξοχήν προλετάριος ποιητής. Αυτοδίδακτος. Μοναδική περίπτωση. Ζήτησε την άδεια τις νύχτες να κοιμάται μέσα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Χίου για να μπορεί να διαβάζει.
Μια αντιπροσωπευτική του εικόνα μας δίνει ο για λίγο καιρό συγκρατούμενός του στις φυλακές Κέρκυρας και λογοτέχνης Δημήτρης Κανελλόπουλος: «Ενας άνθρωπος που τα γεύτηκε όλα μπόλικα και χορτάτα. Τη φτώχεια, το χτικιό, τον κατατρεγμό και την πείνα, ακόμα και τη μαστοριά να κόβει στα τέσσερα το τσιγάρο όλα τον είχανε αδικήσει, ακόμα και μια φωτογραφία που τονε δείχνει ευτυχισμένο».
`
Το ποίημα «Το στίγμα γράφτηκε όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην ΕΣΣΔ. Όπως ο ίδιος ο Αγγουλές έγραψε, αναφέρεται «σ’ ένα νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος πάνω σε μια ρούσικη χιονισμένη στέπα». Την περίοδο της Κατοχής μεταδιδόταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας, του Λονδίνου και του Καΐρου.

`

Το στίγμα

Και μες στα χιόνια θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;
Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;
Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει
εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι
να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει;
Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;

Τώρα φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια
κι απ’ της φυλής σου τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια.
………………………………………………………………………………………….
Κι ίσως μια μάνα, ένα παιδί κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη,
κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει
θα ‘ναι ένα στίγμα, ένας λεκές μες στο κατάσπρο χιόνι…

`

Οι στίχοι του θυμίζουν τις απορίες του ποιήματος «Σε μια ιταλίδα μητέρα» που έγραψε ο Γιώργος Μουτάφης, αδελφικός φίλος του Αγγουλέ, όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα. Αναφέρεται στο «κρανίο ενός παιδιού τρύπιο από μια σφαίρα», που «κείται μέσ’ στην ολόδροση χλόη τη βρεγμένη». Και αναρωτιέται: «Ιταλίδα τραγική, φτωχική μητέρα/ τι ζητά στην άξενη γη μας το παιδί σου./ ποιος κακούργος το ‘στειλε να ταφεί εδώ πέρα/ μεσ’ στα Αλβανικά βουνά δίχως την ευχή σου».
Όπως έγραψε ο μελετητής του Γιώργος Σιδέρης: «Τίποτα άλλο να μην έγραφε ο Αγγουλές, μ’ αυτό και μόνο το ποίημα θα εξασφάλιζε μια κάποια θέση στον ελληνικό Παρνασσό… Το συνταίριασμα του ιερού μίσους με την άγρια ανθρωπιά προς το όργανο του ναζισμού, το φονιά, είναι πραγματικός άθλος, που μόνο μεγάλοι τραγικοί μπόρεσαν πετυχημένα να το συνταιριάξουν». Αυτό το ποίημα όπως κι άλλα ποιήματα του Φώτη Αγγουλέ μελοποίησε ο αγωνιστής του ΕΛΑΣ Πάνος Τζαβέλας. (ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ)
`
Δεν είναι το μόνο αντιφασιστικό ποίημα του Αγγουλέ, ο οποίος διακατεχόταν από ταξικό μίσος απέναντι στο φασισμό. Εμπνευσμένο αυτό από τον αγώνα του ελληνικού λαού είναι το ποίημα «Φασίστες».
`

Φασίστες ήρθανε στον τόπο μας,
φασίστες πήραν τα σπαρτά μας,
φασίστες σκότωσαν τ’ αδέλφια μας
και τυραγνούνε τα παιδιά μας.
****
Κάψανε το φτωχό μας σπιτικό
και κούρσεψαν την πλούσια χώρα,
φασίστες ήρθανε και φέρανε
λιμό, θανατικό και μπόρα.

`

Επειδή οι λαοί δεν ξεχνάμε, υπενθυμίζουμε (παραφράζοντας τον Αγγουλέ) σε όσους ονειρεύονται μια νέα Βαϊμάρη ότι τους περιμένει ένα νέο Στάλινγκραντ.

`

Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέπες
Και λιώσαν τα χιόνια και ζεστάθηκαν οι καρδιές των ανθρώπων.
Υστερα
Πήρε ο χάρος τον τσάρο.
Κι ύστερα
Οι Λαοί αποκτήσανε Στάλινγκραντ!

Νικόλας Κρίκος, «Σπαράγματα», εκδ. Μελάνι 2013

$
0
0

`

1.
Η Δύση μας ματώνει.
Ο χρόνος μας ερώμενος αλήτης σε σοκάκια που
Μόνη η Νύχτα ξέρει να φωτίζει.
Το σώμα μένει σαν δώρο
Ν’ αποζητά την πόλη και το δάκρυ της,
Κείνο που εκχύνει ομορφιά στην ήττα…

`

2.
Εκεί στο φόβο όλα αναμετρώνται,
Παπαρούνα και κρόταφος, και ο έρωτας,
Εκείνη η σιωπή που μόνο με σώματα θάλλει.
Σ’ υψώνουν αλαφρά οι κινήσεις σου,
Την ώρα που διπλώνεις τα νοτισμένα σεντόνια,
Αλήτη μου!
Η αλήθεια σου είναι που συγκινεί και όχι το προσωπείο σου.
Να τώρα δα που το κρασί πήρε να βασιλεύσει,
Στην απουσία σου.

`

3.
Είναι κάποιες στιγμές που τ’ ωραίο αιμορραγεί.
Νιώθεις να καταθέτεις λέξεις
Σε τράπεζες της νιότης.
Σύμμαχος αλλοτινός η έντοκος ευαισθησία.

`

4.
Έρεβος και μόνο το λευκό
τη θάλασσα προδίδει.
Ίσως και οι στερεές σκιές νησιών.
Αχ! ζωγραφιά,
Με παλέτα την ψυχή και
τ’ όνειρο να σπεύδει!

`

5.
Το Μαντείο,
Χωρίς χρησμούς,
Και η ατελεύτητη ενσάρκωση,
Άνευ κωνίου.
Στην ανυπαρξία… όλα δυνατά!

`

*****************************************************

Ο Νικόλας Κρίκος γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1965. Πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι Μέλος του Διπλωματικού Σώματος από τον Ιανουάριο του 1995.

Θανάσης Νικόπουλος, «Τραγούδια του έρωτα και της θάλασσας/ Μουσική ανάγνωση σε Έλληνες και Γάλλους ποιητές», Efonia, 2001

$
0
0

`

Ο δίσκος του Θανάση Νικόπουλου, κυκλοφόρησε 14 χρόνια μετά το επίσης, ποιητικό, «Μοναχικοί Σαλτιμπάγκοι» με τον τίτλο: «Τραγούδια του έρωτα και της θάλασσας» με υπότιτλο: «Μουσική ανάγνωση σε Έλληνες και Γάλλους ποιητές» ( Ρίτσος, Λιοντάκης, Μύρης, Παπαδάκη, Μαρκόπουλος κ.ά.) Ερμηνεύουν ο ίδιος ο συνθέτης, ο Γιάννης Ζάρας, η Δανάη Παναγιωτοπούλου και ο Μίλτος Πασχαλίδης

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ: «Ο έρωτας δεν ήτανε δοσμένος»

Ποίηση: Χριστόφορος Λιοντάκης (τραγούδι: Μίλτος Πασχαλίδης)

`
Ζήσαμε σ`ώρες ασχημάτιστες
Δοσμένοι
Άλλοτε
Στη μυσταγωγία των πρωινών ωρών
Κι άλλοτε
Στην τελετή των διαδοχικών αποκαλύψεων
Με προσωπεία
Πάντα πρόχειρα
Και δάχτυλα καλογυμνασμένα
Έτοιμα γιά κάθε περίσταση
Συνεχίζουν τώρα οι φωνές
Μέσα στο θόρυβο του χρόνου
Στις νύχτες δίχως μέλλον
Το όνειρο δε μας ανήκει
Ο έρωτας δεν ήτανε δοσμένος
Η τελευταία μάσκα, η μάσκα της ανυπαρξίας
Έγινε ένα με το δέρμα
Μάσκες πέφτουν διαδοχικά
Όταν ακόμα υπήρχε θέση για πολλά
Ο έρωτας δεν ήτανε δοσμένος
Το όνειρο δε μας ανήκει.

`

Περιεχόμενα Δίσκου

1. ΛΥΚΟΦΩΣ - ΟΡΧΗΣΤΡΙΚΟ
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΟΜΟΤΙΤΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΚΥΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ
2. ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ - ΣΑΙΝ ΤΖΩΝ ΠΕΡΣ
ΜΤΦ - Τ.ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
3. ΕΠΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΖΕΙΣ - ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘Ο ΡΟΔΩΝΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ’
4. Ο ΧΡΟΝΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΑΠΟ ‘ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ’
5. ΤΟ ΜΥΡΩΔΙΚΟ - ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΛΕΑΙΝΑ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ’
6. ΣΑ ΧΕΙΜΑΡΟΣ - Κ.Χ. ΜΥΡΗΣ
7. ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ - ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ’
8. ΕΡΩΣ ΕΡΩΤΑΣ - ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΕΡΩΣ ΕΡΩΤΑΣ’
9. ΥΠΟΤΑΓΗ - ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ’
10. Ε ΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΑΡΓΑ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ’
11. Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΔΟΣΜΕΝΟΣ - ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ’
12. ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β’

`
****************************************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Θανάσης Νικόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το Μάρτη του 1953. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στο Δημοτικό Ωδείο Λαμίας και στη συνέχεια σπούδασε πιάνο, φλάουτο και ανώτερα θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο Αθηνών. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Αντιστοιχία Ποίησης και Μουσικής – Ποίηση και Μουσική στη Νεοελληνική Τέχνη». Έγραψε μουσική για πολλές θεατρικές παραστάσεις. Συνέθεσε τη μουσική για την κινηματογραφική ταινία του Δημήτρη Μακρή “Το Φράγμα” μαζί με τον Νίκο Μαμαγκάκη, για το χορογραφικό έργο «Ανάταση», ύστερα από παραγγελία της Monette Lausa, που παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες, καθώς και τη συμφωνική σουΐτα σε πέντε μέρη «Ακροβασίες Ψυχής», ύστερα από παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Επίσης το πολυσύνθετο έργο «Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο» που παρουσιάστηκε στα Γ’ Ρίτσεια στη Μονεμβασιά.

«”976 π.Χ.”: η Κατερίνα Γώγου και ο Κ. Π. Καβάφης» (γράφει ο Μάριος –Κυπαρίσσης Μώρος)

$
0
0

`

Οι διακειμενικές σχέσεις που αναπτύσσουν τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου και τα εξωτερικά του ποιητικού της στερεώματος είναι ένας χώρος αγεωγράφητος. Κανένα ποίημα, καθολικά, δε γεννιέται σε κενό αέρος, δεν είναι αύταρκες, αυτοδύναμο, αλλά συνομιλεί. Εμείς, θα προσπαθήσουμε, σύντομα, να ανιχνεύσουμε την καβαφική παρουσία σε ένα τους. Το ποίημα «976 π. Χ.» της συλλογής Απόντες:

976 π. Χ

Είκοσι ενός ετών ο Πρίγκιπας
κάθε νύχτα επί πολύ
επιδίδονταν με τη Βασίλισσα
σε ανομολόγητα πάθη.
Τόσο δε πιο πολύ
όσο αυτά δεν ονοματίζοντο.
Όσο πιο
απηγορευμένα ήσαν.
Της γλώσσας της αλεξανδρινής.
Που ο ένας με θάνατο
παίρνει την πάνσοφη άγνοια
κι ο άλλος με έρωτα
την άχρηστη γνώση.
Του άνθους του Κακού.
Που εξαγνίζει λέω…

`

Μεθοδολογικά, θα ακολουθήσουμε το close reading, στίχο προς στίχο, προσπαθώντας να εντοπίσουμε το ζητούμενο. Ήδη ο τίτλος-χρονολογία παραπέμπει στις καβαφικές ποιητικές χρονολογίες (θυμίζουμε τα πέντε ποιήματα «Μέρες του…» κ.ά.). Και ο Μανόλης Αναγνωστάκης προσέλαβε την καβαφική χρονική σήμανση στο «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ. Χ.», με το «μ. Χ.» να ηχεί ειρωνικά. Την ίδια χροιά θα πρέπει να εννοήσουμε και εδώ, μόνο που η Γώγου μας γυρνά στο π. Χ. Οπότε, μένει το ερώτημα: γιατί στοχοποιείται ο Καβάφης; Αν δεχτούμε τον αντικονφορμιστικό χαρακτήρα της ποίησης της Γώγου, και το συνδέσουμε με την τάση «απενοχοποίησης» της ομοφυλοφιλίας του Αλεξανδρινού, και, συνεπώς, την ένταξή του στο λογοτεχνικό κανόνα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα: στοχοποίηση και αντίδραση στο όποιο συστημικό σύμπαν. Προϊόντος του κειμένου, θα εξηγηθεί αναλυτικότερα η ειρωνική, και μόλις επιθετική, δομή του «976 π.Χ.».
Η πρώτη περίοδος, «Είκοσι ετών ο Πρίγκιπας/ κάθε νύχτα επί πολύ/ επιδίδονταν με τη Βασίλισσα/ σε ανομολόγητα πάθη» κάνει τις συστάσεις. Ο είκοσι ενός ετ΄ψν Πρίγκιπας είναι καβαφικός τόπος, πέρα από κάθε αμφιβολία, καλύτερα, είναι ειρωνική δομή ενός καβαφικού τόπου· οι νέοι της ποίησης του Καβάφη, που αυξάνονται ποσοτικά κατά την τελευταία περίοδο της γραφής του, ηλικιακά κυμαίνονται μεταξύ είκοσι και είκοσι τεσσάρων χρόνων, ανώνυμοι ή επώνυμοι. Βέβαια, σημάινοντα ρόλο, παραπληρωματικό της ονοματοδοσίας, παίζει και το επάγγελμα. Οι «αντρείοι της ηδονής» νέοι, όταν δεν είναι ανεπάγγελτοι, ασκούν ένα βάναυσο και βάρβαρο επάγγελμα, που κατά το Δ. Ν. Μαρωνίτη, μόνο όταν ρήγνυνται τα δεσμευτικά δεσμά του, το ποιητικό υποκείμενο μπορεί, αυτεξούσιο, να κινηθεί στο ποιητικό στερέωμα.

`

Εδώ, δεν έχουμε όμως να κάνουμε με κάποιο νέο του προλεταριάτου· το ποιητικό μας υποκείμενο είναι Πρίγκιπας. Και μάλιστα, ένα Πρίγκιπας που επιδίδεται σε «ανομολόγητα πάθη» με τη Βασίλισσα. Είτε η Βασίλισσα είναι η μητέρα, είτε η μητριά του, οι αιμομικτικές δομές και ο συμβολικός ευνουχισμός του πατέρα παραμένουν. Η ιδιαίτερα δυναμική σχέση που αναπτύσσει η Γώγου με τον πατέρα της είναι γνωστή και δε θα μας απασχολήσει εδώ. Απλώς, επιτείνει την παραπάνω θέση. Τα «ανομολόγητα πάθη» είναι καβαφικός τόπος· ποια είναι όμως η πρόσληψή του από τη Γώγου; Επανερχόμαστε στην κανονικοποίηση του Καβάφη· φαίνεται, πως όταν η ομοφυλοφιλία του Καβάφη, που αποτέλεσε και τον κυριότερο λόγο της κριτικής παραγνώρισής του, έπαψε να προκαλεί, εν αντιθέσει μάλιστα, συζητήθηκε ανοιχτά και προκρίθηκε, η Γώγου ένιωσε την ανάγκη να προχωρήσει περισσότερο. Έχουμε, πολύ πιθανώς, να κάνουμε με την αιμομιξία στον αντίποδα της ομοφυλοφιλίας. Τα πάθη αυτά δεν κατονομάζονται· η ονοματοδοσία τους οδηγεί στην αναγνωρισιμότητα του ίδιου του ποιητή. Εκλαμβάνουμε το στίχο αυτό ως απευθείας ειρωνεία στον Καβάφη. Στα ποιήματα του τελευταίου δεν έχουμε ρητή δήλωση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, παρά ένα παιχνίδι νοουμένων και υπονοουμένων. Ο επόμενος στίχος, «Όσο πιο/ απηγορευμένα ήσαν», υποστηρίζει αυτή την άποψη. Η γοητεία του ανομολόγητου, του απαγορευμένου, ενυπάρχει και στις καβαφικές σελίδες. Αυτό, ωστόσο, που εκεί (υπο)νοείται, εδώ δηλώνεται ρητά: «επιδιδόταν […] σε ανομολόγητα πάθη».
Η γενική που ακολουθεί, «Της γλώσσας της αλεξανδρινής», πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με εκείνη του δεκάτου τετάρτου στίχου, «Του άνθους του Κακού». Δύο ουσιαστικά σε γενική πτώση με επιθετικούς προσδιορισμούς. Η παραπομπή στην Αλεξάνδρεια είναι εξόφθαλμη αναφορά στον Καβάφη· η αισθητική της γλώσσας αλλά και του τόπου ως ποιητικού υποκειμένου έχουν απασχολήσει τον Καβάφη (πρβλ. τα ποιήματα «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» και «Η πόλις» αντίστοιχα)· για τη Γώγου, τα πάθη του άνομου ζεύγους διογκώνονται στο αλεξανδρινό συμφραστικό περιβάλλον. Η ιδιότυπη χρήση της γλώσσας από τον Καβάφη και η συγκάλυψη πίσω της παθών και πόθων έχει απασχολήσει, ήδη από πολύ νωρίς, την κριτική. Ας μην παραβλέπουμε την κρυπτικότητα των πρώτων ξενόγλωσσών του ποιημάτων στη γαλλική, όπου ήταν αδύνατη η διευκρίνιση του φύλου. Η Γώγου προσπαθεί να εκπορθήσει, να υπονομεύσει και αυτό το οχυρό της καβαφικής ποιητικής, τη γλώσσα ως προϊόν του τόπου.
Ωστόσο, η ποιήτρια δε μπορεί να απεγκλωβιστεί από το πεισιθάνατο που χαρακτηρίζει το σύνολο της γραφής της, από ένα σκληρό και ωμό καρυωτακισμό που τη συνοδεύει από τα Τρία κλικ αριστερά ως και τα Φύλλα σαν ημερολογίου. Ακολουθεί η δευτερεύουσα αναφορική, «Που ο ένας με θάνατο/ παίρνει την πάνσοφη άγνοια/ κι ο άλλος με έρωτα/ την άχρηστη γνώση». Έχουμε να κάνουμε με δύο αντιθετικά ζεύγη, «πάνσοφη άγνοια» - «άχρηστη γνώση», που, πιθανότατα, απαντούν στα πάθη του τετάρτου στίχου, πίσω από την ύψιστη αντίθεση έρωτα – θανάτου. Αυτή η αναφορά μπορεί να οδηγήσει σε μια συσχέτιση, με επιφύλαξη, με το καβαφικό «Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ» και το ζευγάρι των δύο νέων· ο έρωτάς τους οδηγείται σε τέλμα οικονομικών αιτίων, ο ένας πεθαίνει κι ο άλλος μένει στο ποιητικό στερέωμα, γνώστης μεν της μόνης αλήθειας, μόνος δε.
Ακολουθεί η δεύτερη γενική, «Του άνθους του Κακού», εξίσου οφθαλμοφανής παραπομπή στη μπωντλαιρική συλλογή – ορόσημο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Η σχέση του Καβάφη με το Μπωνταλαίρ, όπως κι αυτή με τον Καρυωτάκη, έχουν επανειλημμένα αναζητηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία, γι’ αυτό και δε θα συζητηθούν εδώ. Το «Κακό» στην ποίηση της Γώγου κυκλοφορεί παρενδυτικά, άλλοτε ως κάποια εξάρτηση, ως κατάχρηση κι άλλοτε ως πρόσωπο, ακόμα και της ίδιας της οικογένειάς της.
`

Το ποίημα κλείνει, «Που εξαγνίζουνε λέω…», λυτρωτικά για το ποιητικό υποκείμενο. Δεύτερη αναφορική προσδιοριστική πρόταση, οπότε επιστρέφουμε στον προηγούμενο συλλογισμό· τα «πάθη» είναι το βασικό και μείζον θέμα του ποιήματος, ίδιας δυναμικής με κείνη που είχαν και στη ζωή της Γώγου. Γιατί όμως προτάσσεται αντιδιασταλτικά στην καβαφική ποιητική; Μάλλον, θα πρέπει να το εντάξουμε στη γενικότερη αντιδραστικότητα της ποιήτριας που σημάδεψε τη γενιά του 1970. Ο Καβάφης, που την ποίηση του διατρέχουν «ανομολόγητα πάθη» γίνεται κανόνας, οπότε και στοχοποιείται. Το ποίημα «976 π.Χ.» είναι μία αντίδραση στη συστημική νόρμα, που ενέταξε και τον πάλαι ποτέ απεκταίο Αλεξανδρινό. Η Γώγου ενσωματώνει καβαφικούς τόπους, τους στρεβλώνει, του χρεώνει με πάθη πλέον ακραία και τους μορφοποιεί στα δικά της μέτρα και συαθμά.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live