Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

«Τρεις ανούσιες παρατηρήσεις»

$
0
0

[author] Του Σπύρου Αραβανή [/author]

`

`

1. Δημόσιες ευχαριστίες

Καθημερινά διαβάζω στους τοίχους του facebook δημόσιες ευχαριστίες λογοτεχνών προς περιοδικά, blogs ή οτιδήποτε άλλο φιλοξενεί τη δουλειά τους με επισυναπτόμενο ασφαλώς προς κοινή θέαση το αντίστοιχο link και τα λοιπά. Ο λόγος αυτής της δημόσιας παρουσίασης είναι αποκλειστικά ένας. Να πληροφορηθεί το κοινό τους για τη δουλειά τους. Απολύτως θεμιτό -άλλωστε προσωπικός χώρος ειναι και η αυτοπροβολή είναι μέρος του παιχνιδιού και σεβαστή-. Βρίσκω όμως περισσότερο τίμιο να αναγράφεται: «Στο τάδε τεύχος του τάδε περιοδικού δημοσιεύονται κείμενα, ποιήματά μου κ.τ.λ.» παρά αυτή η δημόσια εξομολόγηση περί ευχαριστιών, μιας δηλαδή συνθήκης η οποία κατά βάση είναι ιδιωτική. Με άλλα λόγια, το «δημόσιο ευχαριστώ» δεν προορίζεται για το περιοδικό αλλά για την ατομική προβολή του καθενός. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παιχνίδι marketing που δεν σέβεται τη δεοντολογία και την ιερότητα του «ευχαριστώ» και κατ’ επέκτασιν του χώρου που φιλοξένησε τη δουλειά σου και στον οποίο χώρο δεν θα αναφερθείς ποτέ ξανά για άλλες περιπτώσεις πλην εσού..
`
2. Βιογραφικά βιβλίων

Έχω αρκετά παραδείγματα λογοτεχνών οι οποίοι στα βιογραφικά των βιβλίων τους, δηλαδή στο “αυτί” της έκδοσης,  παρουσιάζονται φειδωλοί. Ούτε καν φωτογραφία τους δεν θέλουν να βάλουν, θεωρώντας πιθανόν είτε πως ο αναγνώστης δεν πρέπει να επηρεάζεται από το «βιογραφικό» του συγγραφέα είτε γιατί οι ίδιοι, με τον λακωνικό αυτό τρόπο προβολής τους, αυξάνουν την αξία των κειμένων τους και μειώνουν την ανθρώπινη παρουσία τους… Ή γιατί είναι ιδιαιτέρως σεμνοί από τη φύση τους και όχι επιδειξιομανείς….(αναφορά σε σπουδές, βραβεύσεις κ.ά.). Τρίχες κατσαρές. Οι ίδιοι αυτοί λογοτέχνες έχουν γεμίσει με εκατοντάδες προσωπικές πληροφορίες (από φωτογραφίες από όλες τις στιγμές και φάσεις τους, μέχρι στοιχεία ταυτότητας και βιογραφικού) το προσωπικό τους προφίλ στο ίντερνετ (και κυρίως στο facebook) και επιπρόσθετα μας βομβαρδίζουν με δεκάδες αναρτήσεις του υπερφίαλου ιδιωτικού τους «εγώ»  και όχι του έργου τους.  Από τη στιγμή που το διαδικτυακό τους προφίλ δεν είναι περιφρουρημένο ως ιδιωτική ζωή, δηλαδή, κοινοποιημένο μόνο στους φίλους τους αλλά «απελπιστικά διαθέσιμο» και ανοικτό και στον κάθε “αναγνώστη” του  αυτός ο αόρατος αλλά τόσο ορατός αναγνώστης (τον οποίο σκέφτονται όταν έχουν το ρόλο του συγγραφέα σε ένα βιβλίο) όχι μόνο είναι πλήρως ενημερωμένος για τον «ποιητή» και το βιογραφικό του αλλά είναι και συμμέτοχος της καθημερινότητάς του… Αν θέλετε, λογοτέχνες μου, να κτίσετε το «μύθο» σας, ας το κάνετε σωστά…Όχι με δυο μέτρα και με δύο σταθμά.

`

3. Η αναγραφή του ονόματος και το γ’ πρόσωπο

Διαβάζω στους διαδικτυακούς τοίχους τα δημιουργήματα που δημοσιεύουν οι λογοτέχνες. Κάτω από αυτά,  πολλοί γράφουν -συνήθως με κεφαλαία γράμματα- το όνομά τους. Λες και αυτοί που τα έγραψαν δεν είναι οι ίδιοι που τα κοινοποιούν. Φοβούνται τη λογοκλοπή; Θεωρούν μήπως οι αναγνώστες τους δεν  δώσουν την πρέπουσα σημασία αν νομίσουν οτι είναι κάποιου άλλου; Νομίζουν πως μένουν έτσι στην αιωνιότητα βάζοντας την υπογραφή τους; -το αστειότερο βέβαια είναι όταν δημοσιεύουν εικόνες με στίχους τους και το επώνυμό τους-.

Επιπρόσθετα, χρήζει ψυχιατρικής μάλλον παρατήρησης όταν κοινοποιούν  ανακοινώσεις, που τους αφορούν, γραμμένες σε γ’ πρόσωπο: «Διαβάστε το άρθρο του Βρασίδα Κουνουπίδη που δημοσιεύτηκε εκεί..» ή «Ο Βρασίδας Κουνουπίδης παρουσίαζει το βιβλίο του κ.τ.λ.»  -εξαιρώ τις επίσημες, επαγγελματικού προφίλ, σελίδες-. Πάντα στο μυαλό μου, όταν διαβάζω τέτοιες περιπτώσεις, έρχονται τηλεοπτικές εκπομπές ή ομιλίες πολιτικών οι οποίοι υπερασπίζονται το βίος και την ηθική τους κάνοντας χρήση αυτού του μεγαλοπρεπούς γ΄προσώπου. Και είναι αυτές οι περιπτώσεις που το βίος και η ηθική είναι προβληματικά…

`

Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλες τέτοιες  παρατηρήσεις από τη γύρα μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως για παράδειγμα τα ψεύτικα προφίλ που με επαγγελματικό τρόπο ανανεώνουν οι λογοτέχνες για να κερδίσουν λίγα ή πολλά likes παραπάνω στην αληθινή τους σελίδα, τα πληρωμένα μέσω ειδικών εταιρειών πλαστά σχόλια, friends, likes κ.ά., οι αναρίθμητες φατσούλες, και τα γλυκόλογα στα σχόλια οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και άλλα τινά και τραγελαφικά που δεν ανήκουν μόνο στο χώρο των παραλογοτεχνών αλλά δυστυχών και ορισμένων λογοτεχνών. Το κείμενο όμως αυτό δεν διεκδικεί τίποτε πέραν αυτού που γράφει ο τίτλος του. Ανούσιες παρατηρήσεις.


Κώστας Λάνταβος, «Τα Ευτελή και τα Σπουδαία», εκδ. Αρμός 2014

$
0
0

`

Α

Θά μείνω ἐδῶ στή χώρα τοῦ Μωάβ∙
δέ γυρίζω πίσω σέ μιά γῆ ἀφίξεων -
εἶναι καί τά φαντάσματα πού μέ καλωσορίζουν.

Κάθε πρωΐ θά βγαίνω στόν ἣλιο πρῶτος
ἀδημονώντας νά συναντηθῶ
μέ τήν καινούργια μέρα.

Θά μείνω ἐδῶ.Ὣσπου νά ἔρθει
ἡ Νύχτα τῶν νυχτῶν
καί τό γλυκό νερό νά πιῶ τῆς λησμονιᾶς
καί ν᾽ ἀρνηθῶ τό Χρόνο.

Γ

Μέ τίς πρῶτες ὁρμές τῆς ἄνοιξης
ἀνθίζει ἡ γυμνότητα

γυμνή ἡ διάφανη αὐγή
γυμνός ὁ ἔνδοξος ἣλιος τοῦ μεσημεριοῦ
γυμνό τό πορφυρό ἡλιόγερμα

πού ἄλλοι τό λένε δειλινό
κι ἄλλοι τῆς νύχτας προπομπό

πού ἀναγγέλλει τή γυμνότητα τῶν ἄστρων.

Θ

Θέλω νά θυμᾶμαι. Στό φῶς τῆς μέρας.
Ὁ ἄνεμος φυσάει ἀκόμα στή μνήμη.

Πόσο ζυγίζουν οἱ χαμένες σκέψεις;

Συνεπής, σάν τόν ἐρχομό τῶν ἐποχῶν
θ᾿ ἀφήσω τό βασίλειο τῆς σιωπῆς
καθώς θά ξεπροβάλλει ἡ αὐγή θρυμματισμένη.

Θέλω νά θυμᾶμαι. Στό φῶς τῆς νύχτας.
Τά εὐτελῆ και τά σπουδαῖα.
Σέ μιά δεξίωση ὀνείρων.

Θέλω νά θυμᾶμαι. Κάθε στιγμή καί ὣρα.
Ἡ ψυχή δέν νοιώθει τόν χρόνο.

ΙΔ

Δέν εἶμαι μόνος! Κρατῶ στά χέρια μου
πού βλέπουν τίς μικρές ρυτίδες πού πληθαίνουν.

Μοῦ ἀρκεῖ ἡ γεύση μιᾶς θνητῆς ἡμέρας
καί τό εὐλογημένο σφυροκόπημα τοῦ ἣλιου
πάνω σ᾿ ἓναν τεμπέλη κάμπο.

Κι ὃταν τό περιττό γίνετ᾿ ἀναγκαῖο
ἀφήνω πίσω μου τόν πειρασμό νά πικραθῶ
καί ἀποσύρομαι ἀσφαλισμένος μέσα στήν ὓπαρξή μου.

Ξέρω πότε ἀρχίζει ὁ θερισμός –
εὔχομαι νά μή ζήσω τόν θάνατο τῆς ζωῆς μου.

ΚΓ

Εἶμαι ἓνας ἄνθρωπος μονάχα.
Ἓνας συνηθισμένος ἄνθρωπος
πού περιμένω ἐν ἁπλότητι καρδίας
νά ψηλαφήσω τό ἀποτύπωμα τῆς ἀρχῆς μου.

Εἶδα ἀνθρώπους νά πίνουν τήν ἀδικία σάν νερό
ἀλλά δέν εἶδα ματαιότητα ὑπό τόν ἣλιο.

Ξέρω πώς εἶναι ἡ ζωή χωρίς ἀγάπη
ὃμως ὁ θάνατος δέν χρησιμεύει
ἃμα ἡ ὣρα του δέν ἔρθει.

Εἶμαι ἓνας ἄνθρωπος μόνος –
κι ὁ Θεός εἶναι μόνος
καί ἡ μοναξιά του αἰώνια,
ἀλλά δέν ἔχει πεῖραν θανάτου.

Εἶμαι ἓνας ἄνθρωπος μονάχα –
καί δέν ἔχω πεῖραν θανάτου.
Ἀλλά θεός δέν εἶμαι.

Eugène Guillevic (1907-1997), Έξι ποιήματα (μτφρ: Ανδρονίκη Δημητριάδου)

$
0
0

`

1. Ποιητική Τέχνη (απόσπασμα)  [Είναι, επίσης, ο τίτλος της συλλογής]

Αν κάνω την άμμο να κυλά
Από το αριστερό μου χέρι στην δεξιά παλάμη,

Αυτό είναι, δίχως άλλο, διασκέδαση
Να αγγίζω την πέτρα που έγινε σκόνη

Είναι, όμως, και κάτι παραπάνω
Να ζωντανεύω τον χρόνο,

Για να τον αισθάνομαι
Να κυλάει, να περνά

Κι ακόμα να τον κάνω
Να γυρίζει πίσω, να υποχωρεί.

Κάνω την άμμο να γλιστρά
Και γράφω ποίημα ανάποδα

Guillevic (”Ποιητική Τέχνη” - ποίημα 1985-1986, Gallimard, 1989)

*

1. Art poétique (extrait) C’est aussi le titre du recueil.

Si je fais couler du sable
De ma main gauche à ma paume droite,

C’est bien sûr pour le plaisir
De toucher la pierre devenue poudre,

Mais c’est aussi et davantage
Pour donner du corps au temps,

Pour ainsi sentir le temps
Couler, s’écouler

Et aussi le faire
Revenir en arrière, se renier.

En faisant glisser du sable,
J’écris un poème contre le temps.

Guillevic (”Art Poétique” - poème 1985-1986, Gallimard, 1989)

`

*****

2. Caillou

Viens encore une fois
Te consacrer caillou

Sur la table dans la lumière
Qui te convient,

Regardons-nous
Comme si c’était
Pour ne jamais finir.

Nous aurons mis dans l’air
De la lenteur qui restera.

2. Βότσαλο

Έλα και πάλι
Να αφιερωθείς
Βότσαλο

Πάνω στο τραπέζι
Μέσα στο φως
Που σου ταιριάζει.

Ας κοιταχτούμε
Σαν να μην υπάρχει τέλος
Ποτέ σ΄αυτό.

Θα έχουμε σκορπίσει στον αέρα
Βραδύτητα που θα παραμείνει.

`

****

3. Élégie

Lorsque nous tremblions
L’un contre l’autre dans le bois
Au bord du ruisseau,

Lorsque nos corps
Devenaient à nous,

Lorsque chacun de nous
S’appartenait dans l’autre
Et qu’ensemble nous avancions,

C’était alors aussi
La teneur du printemps

Qui passait dans nos corps
Et qui se connaissait

Guillevic (”Sphère” - éditions Gallimard, 1963)

3. Ελεγεία

Όταν τρέμαμε
Ο ένας πάνω στον άλλον μέσα στο δάσος
Στην όχθη του ρυακιού

Όταν τα κορμιά
Γίνονταν δικά μας,

Όταν ο καθένας
Ανήκε στον άλλον
Και μαζί προχωρούσαμε

Ήταν τότε ακριβώς
Που η ουσία της άνοιξης

Διαπερνούσε το σώμα μας
Και το αναγνώριζε.

Guillevic (”Sphère” - éditions Gallimard, 1963)

`

******

4. Habitations

J’ai logé dans le merle.
Je crois savoir comment
Le merle se réveille et comment il veut dire
La lumière, du noir encore, quelques couleurs,
Leurs jeux lourds à travers
Ce rouge qu’il se voit.

J’ai fait leur verticale
Avec les blés.
Avec l’étang j’ai tâtonné
Vers le sommeil toujours tout proche.

J’ai vécu dans la fleur.
J’y ai vu le soleil
Venir s’occuper d’elle
Et l’inciter longtemps
A tenter ses frontières.

J’ai vécu dans des fruits
Qui rêvaient de durer.

J’ai vécu dans des yeux
Qui pensaient à sourire.

Guillevic (”Sphère” - éditions Gallimard, 1963)

4. Καταφύγια

Έμεινα στο σπίτι του κότσυφα.
Πιστεύω ότι ξέρω με ποιον τρόπο
Ο κότσυφας ξυπνά και πώς αυτό σημαίνει
Φως, σκοτάδι ακόμα, μερικά χρώματα,
Να αναπνέουν πνιχτά μέσα από
Αυτό το κόκκινο που ξεχωρίζει.

Τράβηξα τις κάθετες τους
Στο σιτάρι.
Την λιμνούλα ψηλάφισα
Γυρεύοντας τον ύπνο εκεί κοντά.

Έζησα μέσα στο άνθος.
Είδα τον ήλιο
Να το φροντίζει
Και να το ενθαρρύνει για καιρό
Να δοκιμάσει τα όριά του.

Έζησα μέσα σε φρούτα
Που ονειρεύονταν να διαρκέσουν.

Έζησα μέσα σε μάτια
Που σκέφτονταν να χαμογελάσουν

Guillevic (”Sphère” - éditions Gallimard, 1963)

`

******

5. Paroles

Peu de paroles
Car trop de paroles
Bouchent le creux,
Et la résonance : adieu.

Peu de paroles
Pour que chacune ait dans la sphère
Tout un circuit,
Sa résonance.

Guillevic (”Inclus” - Gallimard, 1973)

5. Λόγια

Λίγα λόγια
Γιατί τα πολλά
Φράζουν τις κοιλότητες,
Και η ηχώ: αντίο.

Λίγα λόγια
Ο καθένας μέσα στη σφαίρα του να έχει
Μία καμπύλη μόνο,
Την ηχώ του.

Guillevic (”Inclus” - Gallimard, 1973)

`

******

6. Rites

à Colomba

Qu’il fasse clair
Ou qu’il fasse nuit
Sur les prairies,

Un jour il faudra
Prendre avec les mains
De l’eau d’un fossé.

Pour qu’en tombe une goutte
Au hasard du vent,
Sur un mur perdu
Entre bois et prés.

Parce que c’est la pierre,
Parce que c’est l’eau,
Parce que c’est nous.

Guillevic (”Terraqué” - Gallimard, 1945)

6. Τελετουργίες

στην Colomba

Ξημερώνει
Ή σκοτεινιάζει
Στα λιβάδια,

Μια μέρα θα χρειαστεί
να πάρεις με τα χέρια
Νερό από ένα χαντάκι.

Για μια σταγόνα που θα πέσει
Τυχαία απ΄τον άνεμο
Σ΄έναν τοίχο χαμένο
Ανάμεσα σε δάση και λιβάδια.

Επειδή είναι η πέτρα,
Επειδή είναι το νερό,
Επειδή είμαστε εμείς.

Guillevic (”Terraqué” - Gallimard, 1945)

`

* Σημ.: Η Colomba Yoronca ήταν η πρώτη ερωμένη του Eugène Guillevic, σύζυγος του ποιητή
Ilarie Yoronca από τον οποίο χώρισε. Ήταν επίσης η αδελφή του ποιητή Claude Sernet,
την οποία ο Guillevic γνώρισε το 1938.

`

`

********************************************************

Ο Eugène Guillevic (1907-1997) είναι ένας ποιητής του Καρνάκ, του οποίου η απλή, σαφής και διεισδυτική γραφή ερευνά την μυστηριώδης παρουσία των αντικειμένων και των ανθρώπων γύρω του. Συγγραφέας είκοσι περίπου συλλογών: «Gagner» (1949), «Terre à bonheur» (1952 και 1985), «Ville» (1959), «Carnac» (1961), «Sphère» (1963), «Avec» (1966), «Euclidiennes» (1967), «Ville» (1969), «Paroi» (1970), «Encoches» (1970), «Inclus» (1973), «Du domaine» (1977), «Étier» (1979), «Autres» (1980), «Trouées» (1981), «Requis» (1983), «Art poétique» (1989), «Le Chant» (1990), «Possibles futurs» (1996), έλαβε το μεγάλο βραβείο της ποίησης της Γαλλικής Ακαδημίας το 1976 και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1984. Πέθανε τον Μάρτιο του 1997. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της εποχής μας, του οποίου το έργο μεταφράστηκε σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες σε 60 χώρες .

Δημήτρης Κογιάννης- Ανδριανός Παπαμάρκου, «Aldebaran», (βιβλίο-cd) Μικρός Ήρως 2014

$
0
0

`
12 μελοποιημένα ποιήματα των Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Κλείτου Κύρου, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βύρωνα Λεοντάρη, Κώστα Ουράνη, Μαρίας Πολυδούρη, Ρώμου Φιλύρα.

`


ΑΚΟΥΣΤΕ : Το ποίημα «Αποχρωματισμοί» (ποίηση: Βύρων Λεοντάρης)

`

Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου γράφει για το δίσκο:
«Οι συνθέτες Δημήτρης Κογιάννης και Αδριανός Παπαμάρκου με τα μελοποιημένα αυτά ποιήματα επιχειρούν και πετυχαίνουν μια εμπνευσμένη δροσερή και άνευ συμπλεγμάτων προσέγγιση στα κείμενα αυτά . Δεν είναι η πρώτη φορά που το μπόλιασμα της ποίησης με τον σύγχρονο ήχο αποδίδει νέους καρπούς. Η Λένα Πλάτωνος με τον Καρυωτάκη της αλλά και ο Λουκάς Θάνος με τον Βάρναλη, η Υδήλη Τσαλίκη με την Μπόσα Νόβα πάλι του Καρυωτάκη συμβάλλουν σαν παραπόταμοι σε ένα κεντρικό ποτάμι νεωτερισμού που γέννησε η γενιά του 50.

Η εικόνα που μου δίνεται με το έργο αυτό είναι διπλή. Είναι φορές που βλέπω ένα παλαιό αναπαλαιωμένο αρχοντικό όπου διατηρήθηκε μεν η πρόσοψη αλλά τα ενδότερα τα συνέχει ξεκάθαρα η εξυπηρέτηση ενός σύγχρονου κατοίκου. Άλλες πάλι στιγμές προβάλλει ένας σοφός γέρος, κάτοικος σε ένα λοφτ, σου ανοίγει απρόσμενα μια μοντέρνα πόρτα . Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ισορροπεί ή παρακινεί ζωηρά σε σκέψεις θετικές για την άφιξη δύο νέων συνθετών που φαίνεται ήρθαν για να αφήσουν το ίχνος τους, σκαλίζοντας τα αρχικά τους και μιά καρδιά στον αρχέγονο κορμό του ελληνικού τραγουδιού .

Τους καλωσορίζουμε με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα ,όπως αρμόζει να αφουγκραζόμαστε πάντα τη σοφία της νεότητας και τους επαινούμε και για την τόλμη και για το σέβας της μουσικής τους.»

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ –ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ τραγουδά ο Απόστολος Ρίζος.
ΤΑ ΦΟΡΤΗΓΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ τραγουδά ο Μίλτος Πασχαλίδης.
Ω ΜΗ ΜΕ ΒΛΕΠΕΤΕ ΠΟΥ ΚΛΑΙΩ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ τραγουδά η Γιώτα Νέγκα.
ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ τραγουδά η Καίτη Κουλλιά.
ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ τραγουδά ο Βασίλης Σκουλάς.
ΖΩΗ ΠΟΥ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΣ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ τραγουδά η Ρίτα Αντωνοπούλου.
ΩΡΑ ΒΟΥΒΗ-ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ τραγουδά ο Δημήτρης Καρράς.
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ τραγουδά ο Δημητράκης Ramone.
ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΩ-ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ τραγουδά η Βιολέτα Φιλίππου.
ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ τραγουδά η Λένα Αλκαίου.
Ο ΚΗΠΟΣ ΕΙΜΑΙ-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ τραγουδά η Μαρία Κουταβά.
FONTAINE DE MEDICIS-ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ τραγουδά ο Αδριανός Παπαμάρκου

Αχιλλέας Κατσαρός, «Η χειρουργική των έσω ουρανών», εκδ. Ars Poetica 2014 (γράφει ο Σπύρος Αραβανής)

$
0
0

`

`

Ένας σοφός άνθρωπος εντυπωσίαζε με την ηρεμία και το βαθύ στοχασμό του όσους ανθρώπους τον συναναστρέφονταν. «Πόσο συνειδητοποιημένος είναι!», έλεγαν και «τι αυτογνωσία!». «Σίγουρα θα έχει διαβάσει πολλά βιβλία και θα έχει κάνει άπειρες ώρες διαλογισμού και ψυχοθεραπείας». Κάποτε τον ρώτησαν με τι ασχολείται. «Είστε ποιητής; Ψυχίατρος; Διαλογιστής; Ιερέας;». «Είμαι μαραθωνοδρόμος» απάντησε.

`

Ξεκινώ εσκεμμένα την παρουσίαση του βιβλίου με μια μικρή ιστοριούλα μου. Δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο ο Αχιλλέας Κατσαρός διανύει τις εσωτερικές του διαδρομές τις ώρες που βρίσκεται εν κινήσει. Αν «γράφει», εντος εισαγωγικών το ρήμα, ποιήματα τρέχοντας τις μεγάλες αποστάσεις του στους μαραθωνίους που λαμβάνει μέρος και διακρίνεται ως αθλητής. Δεν ξέρω τι σκέφτεται στο δρόμο της μεγάλης μοναξιάς και πόσο ήρεμος και συνειδητοποιημένος είναι ως άνθρωπος καθώς δεν γνωριζόμαστε πέραν μιας κοινής συνύπαρξης στη μεγάλη οικογένεια του διαδικτύου. Αυτό όμως που αισθάνθηκα διαβάζοντας τα ποιήματα από τη δεύτερή του συλλογή,  ειναι πως κατ’ αρχάς η γραφή του διαθέτει την πειθαρχία των πολλών χιλιομέτρων κι ας είναι τα ποιήματά του ολιγόστιχα. Τι εννοώ; Εννοώ οτι τα ποιήματά του διαθέτουν μιαν αφετηρία και έχουν πάντα ένα στόχο. Κι όπως ο Κατσαρός ως μαραθωνοδρόμος αλλάζει πολλές παραστάσεις μέχρι να φτάσει στο τέρμα της διαδρομής του έτσι και το βιβλίο του διασχίζει πολλά είδη λόγου από το πρώτο ποίημα μέχρι το τελευταίο. Υπερρεαλιστής και αφηγηματικός, μυθοπλάστης και αποφθεγματικός, περιγραφικός και ενδοσκοπικός, ουτοπικός και ρεαλιστής ακόμα και ντανταιστής. Για παράδειγμα, το «Πως μαγειρευεται ενα ποίημα» του Κατσαρού συνομιλεί -εν γνώσει ή εν αγνοία του- με το «Πώς να να φτιάχνετε ένα ντανταιστικό ποίημα» του Τριστάν Τζαρά. Κι όλα αυτά διατηρώντας μια συνοχή στο ποιητικό βιβλίο, παρουσιάζοντάς το οχι ως ασπονδυλη συρραφή ποιημάτων αλλά ως μια σύνθεση. Έτσι στο βιβλίο συναντάμε ποικιλότροπους στίχους όπως:
«ανήμπορες οι λέξεις, φλέβες να βρουν στα κρίνα», «ο μύθος θέλει τον λύκο να υπάρχει για να θυμίζει στα πρόβατα την πτώση», «ανάγλυφη βροχή ως περιδέραιο στον ήλιο», «το σώμα περισπωμένη θέλει για να ζεσταθεί και όχι οξείες», «παρακαλείται ο επόμενος που θέλει να αυτοκτονήσει να πλησιάσει προς την αποβάθρα», «κάθε στιγμή μελετώ τη γεωργία της σιωπής», «η τέχνη να αγαπάς είναι μεταξωτή, άσε τα λόγια τα μικρά για τον μεγάλο κόσμο».

`

Το δεύτερο που θέλω να τονίσω είναι οτι από το πρώτο κι όλας ποίημα της συλλογής, τη «Βάπτιση» διαφαίνεται η ανάγκη του Κατσαρού να εκφραστεί με την πρόθεση «δια». Δηλαδη «διακειμενικά» αλλά και «διαπροσωπικά». Οι επινοημένοι μυθοι αλλά και τα υπαρκτά πρόσωπα ως αφιερώσεις και πηγές έμπευσης διατρέχουν τα ποιήματά του και συμπλέκονται αρμονικά, με έναν υγιή τρόπο. Δείχνοντας δηλαδή πως ο ποιητής είναι ένα κράμα ιστοριών που διάβασε και ανθρώπων που γνώρισε ή τουλάχιστον γεύτηκε για λίγο την ύπαρξή τους. Με απλά λόγια, γράφει περιτριγυρισμένος από πρόσωπα. Λειτουργεί εντός μιας αόρατης και ορατής ομάδας. Είτε, δηλαδή αυτή λέγεται ιστορία της λογοτεχνίας είτε ιστορία του facebook. Με το ένα πόδι στην πραγματικότητα της μυθοπλασίας και με το άλλο στη μυθοπλασία της πραγματικότητας. Έτσι στα ποιήματά του συναντάμε του Ίωνες, τον Νηρέα, τον Ισαάκ, τον Σολομώντα, τον Λάζαρο και το σημασιολογικό φορτίο που αυτοί φέρουν και από την άλλη ονόματα υπαρκτά της καθημερινότητάς του ή ενταγμένα στην καθημερινότητά του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όπως ο Φερνάντο Πεσσοα, Τάσος Λειβαδίτης, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, ο Γιώργος Δουατζής, ο Ζαχαρίας Στουφής, ο Ηλίας Τσέχος, ο Πάνος Σταθόγιαννης και όσοι άλλοι λαμβάνουν τις ευχαριστίες του στο τέλος του βιβλίου για την άμεση και έμμεση προσφορά τους στην υλοποίηση των ποιημάτων.

`

Το τρίτο που θά ήθελα να καταθέσω ειναι η συνειδητή ή ασυνείδητη -δεν το γνωρίζω αυτό- επιρροή που φαίνεται να έχει από ποιητές όχι των μεγάλων επικών οραμάτων μολονότι θα μπορούσε ελέω της φιλολογικής του εκπαίδευσης αλλά κυρίως από ποιητές της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς και της Γενιάς του 70, όπως η Αγγελάκη Ρουκ, ο Γιάννης Βαρβέρης, η Τζένη Μαστοράκη, ο Αντώνης Φωστιέρης. Όπου θυμάται τις φιλολογικές του καταβολές, αυτό γίνεται οργανικά μέσα στο ποίημα και όχι για να εντυπωσιάσει. Για παράδειγμα στο ποίημα Θελκτικό: «Λάκκο σκάβω αλλά δεν ξέρω πόσες φορές πρέπει να με θάψω κατά το εικός και το αναγκαίον» χρησιμοποιεί δηλαδή την αριστοτελική αισθητική αρχή όχι ως κριτήριο επιτυχίας του τραγικού μύθου αλλά ως κριτήριο εσωτερικής αξιολόγησης. Ή αλλου: «Φωνάζω μέχρι να με ακούσουν οι πιέριες Μούσες, να μου παραδώσουν την ασπίδα του Αχιλλέα» στίχος επίσης λειτουργικός μέσα στο οικοδόμημα που φτιάχνει στο ποίημα «Ηχοι των θεών». Και ασφαλώς η χρήση ενός πλούσιου λεξιλογίου δεν γίνεται για να ζητήσει τον θαυμασμό του υποδεέστερου αναγνώστη καθώς όπως γράφει και ο δαιμονιος Μπουαλώ «ο ανόητος βρίσκει πάντοτε ενός πιο ανόητου το θαυμασμό» αλλά για να υπηρετήσει τις ανάγκες της έμπνευσής του και του μηνύματός της.

Θα κλείσω αυτήν την παρουσίαση και πάλι με όρους αθλητικούς. Η ποίηση είναι ένας μαραθώνιος δρόμος που απαιτεί γερά πνευμόνια, αυτοκυριαρχία και προπαντώς συνειδητοποίηση οτι ο μεγαλύτερος έπαινος δεν σε περιμένει μετά τον τερματισμό αλλά ειναι η ίδια η πορεία προς αυτόν. Το μυστικό της επιτυχίας απλώς βρίσκεται στην σωστή προπόνηση και τον καλό ρυθμό που διατηρεί ο αθλητή. Ο Αχιλλέας Κατσαρός είμαι σίγουρος οτι γνωρίζει πολύ καλά αυτούς τους όρους που απαιτεί ο αθλητισμός. Για αυτό το μόνο που μπορώ να του ευχηθώ είναι να τους εφαρμόσει και στην ποιητική του πορεία η οποία κρύβει περισσότερες παγίδες και δυσκολίες έσωθεν και έξωθεν από αυτές που έχει συναντήσει στην καριέρα του ως δρομέας. Γιατί τώρα είναι ένας «ακίνητος δρομέας» για να θυμηθούμε και τον Αργύρη Χιόνη.

«Η Θεωρία Της Πανσπερμίας Και Ο Νότης Σφακιανάκης»

$
0
0

[author] Του Δημητρίου Μουζάκη [/author]

Ακούγοντας τον Νότη Σφακιανάκη να εκφράζει περίπου βεβαιότητα για την εξωγήινη παρέμβαση προκειμένου να φτιαχτούν οι Παρθενώνες αλλά και πίστη για την ανυπαρξία της εξελικτικής διαδικασίας, προσπάθησα να φανταστώ πώς ηχεί στα ώτα των πτυχιούχων Βιολογίας η έκφραση άποψης από το λαϊκό βάρδο. Αηδίες, αστειότητες, αυτάρεσκη κρίση μεγαλείου πιστεύω θα ήταν η αξιολόγηση των περισσότερων. Οι περισσότεροι πτυχιούχοι Βιολογίας ξέρουν καλά το ποίημά τους, το οποίο απλοϊκώς έχει ως εξής: προβιοτική σούπα, πρώτες μορφές ζωής σε αυτήν, μακρά χρονικώς εξέλιξη προς τη θαυμαστή πολυπλοκότητα που γνωρίζουμε σήμερα εκ των σύγχρονων παραστάσεων και εκ του αρχείου, φυσικά, των απολιθωμάτων.

Καλά και άγια όλα αυτά, κι ίσως, βέβαια, να ’χουν δίκιο και ως προς την προέλευση της ζωής και ως προς το λαϊκό βάρδο οι εν λόγω πτυχιούχοι. Διερωτώμαι, όμως, πόσοι εξ αυτών έχουν ακούσει για την πανσπερμία, όρο που πρωτοξεκίνησε από τα χείλη του Αναξαγόρα ταξιδεύοντας (μέσω Μπερζέλιους, Ρίχτερ, Κέλβιν και Χέλμχολτζ) μέχρι αυτά του Αρένιους στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε και έλαβε διαστάσεις επιστημονικής υπόθεσης, ως η περιπλάνηση της ζωής στη μορφή σπορίων από πλανητικό σύστημα σε πλανητικό σύστημα. Φυσικά, η φιλολογία και παραφιλολογία περί πανσπερμίας δεν τελείωσε εκεί. Οι Crick και Orgel (1973)* , για παράδειγμα, παρατήρησαν διαφωνία ανάμεσα στη συγκέντρωση ορισμένων στοιχείων στο σώμα των ζώντων οργανισμών και της διαθεσιμότητας των στοιχείων αυτών στη γη. Ο μόλυβδος, φερειπείν, είναι στοιχείο σημαντικό για τις ενζυμικές χημικές αντιδράσεις, εντούτοις θα ήταν αδύνατο για τους πρωτο-οργανισμούς να εξελιχθούν τοιουτοτρόπως ώστε να παρουσιάζουν εξάρτηση από το στοιχείο αυτό, δεδομένης της σπανιότητάς του στη γη.

Η πραγματικότητα είναι ότι η θεωρία της πανσπερμίας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Έχοντας παραδεχθεί τούτο, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε πώς προέκυψε η «μόλυνση» ενός αβιοτικού περιβάλλοντος (Γη) από τη ζωή. Πρόκειται για τυχαίο γεγονός ή γεγονός κατευθυνόμενο από λογικά όντα; Η κατευθυνόμενη «μόλυνση» ίσως ηχεί σε κάποιους υπερβολική. Για την αναρώτησή της, όμως, δε διεκδικώ πατρότητα. Το βιβλίο εξέλιξης που μέχρι πρότινος διδάσκονταν οι φοιτητές της Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών έθετε ρητά το ερώτημα** .

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η «μόλυνση» της γης με ζωή εκ προθέσεως από εξωγήινα, λογικά όντα είναι ένα σενάριο το οποίο υπό κάποια πιθανότητα μπορεί να αληθεύει. Ερωτώ: αν τα όντα αυτά αρέσκονται σε τέτοια και άλλα παιχνίδια, τότε γιατί να μην ευθύνονται και για άλλα φαινόμενα, όπως για τη «μεταμόρφωση» ενός Homo sapiens που για το 95% και πλέον της εξελικτικής του ιστορίας ζούσε ως κυνηγός και τροφοσυλλέκτης σε αρχιτέκτονα Παρθενώνων, διαδικτυακό γκατζετάκια και ταξιδευτή της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος; Νομίζετε ότι η απόσταση που διανύεται από τον κυνηγό-τροφοσυλλέκτη στον ταξιδευτή του διαστήματος είναι μικρότερη από αυτή της γένεσης της ζωής στη γη έως την ύπαρξη εξωγήινης ζωής η οποία επηρέασε τις γήινες εξελίξεις;

Να μην είστε σίγουροι για τίποτε, γατάκια. Κι όταν μιλά ο Νότης να μη γελάτε.

*Crick F. H. & Orgel L. E., 1973. Directed Panspermia, Icarus 19: 341-346
**Αλαχιώτης Σ., 1992. Εξέλιξη Και Μοριακή Εξέλιξη, Συμμετρία

Μαρία Καρδαρά, «Ο Αίολος», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2013

$
0
0

ΜΕ ΛΕΝΕ
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Κανένας δεν με πιστεύει
με λένε Κασσάνδρα
Κόρη βασιλιά και σκλάβα βασιλιά
και στάχτη τα βασίλεια
Όπως ορίζει η ιστορία
οι αστοχιές εξ ακοντίων
*
Αχ! Μάνα Εκάβη του Άδη . . .
με το σφαγμένο κόκορα
μαντεύω το μέλλον Και τι μέλλον!
παραφωνίες και τέμπορα
Οι απέραντοι κόσμοι
τα σφαγεία Τα Μουσεία
Τις ζυγαριές του Απόλλωνα
πέταξα στη φωτιά Στο πυρ τα ζύγια!
Ποιος τη ζυγιάζει τη ζωή του, με τι;
Ζύγιασαν τη ζωή τους
με πειρατείες και βόδια
Έχασαν τη ζωή τους
Ζύγιασαν τη ζωή τους
με χειροποίητα λάφυρα
και σφάγια ανθρώπων
Έχασαν τη ζωή τους
Με το σφαγμένο κόκορα
δεμένο στο λαιμό μου
τρέχει το αίμα του σιγή
Δεν τη λαλεί την ώρα
*
Τούτο το στεφάνι της μαντείας
Τούτο το σκήπτρο των γερόντων
μου στοίχισαν ολόκληρη ζωή
Όλα τα ήξερα πριν να τα ζήσω
Αλλιώτικα είναι να τα ζεις
αλλιώτικα να τα θυμάσαι
Έβλεπα τη φωτιά προτού να βγάλη φλόγες
Κι όταν άναβε η φωτιά
έριχνα πάνω μου τις στάχτες
Λουζόμουνα με άδειες στάχτες …
Το θάνατο τον ήξερα
πριν από το θάνατό μου

*
Τι τον ήθελα τον δολοπλόκο μάντη!
Ο ματωμένος και τρελός
βγήκε από τα πτώματα
Με τα μυαλά χυμένα πλάθει μάσκες
Λογιών λογιώνε μάσκες φορεί
τα πρόσωπα των σκοτωμένων
Ελάτε, φώναζε, Ελάτε! Ξέρω το μέλλον των νεκρών
τα άλλα όλοι τα γνωρίζουν
Εσύ, μου λέει, κάμε πέρα!
Είσαι ακόμη ζωντανή
Έχεις ένα αρνίσιο μάτι
Γλύφεις την πέτρα και τ αλάτι
Κάμε πέρα!
*
Αχ! τι φωτιές στην Πέργαμο τριγύρω
Τι σκοτωμός, τι βογγητά και τι φωνές βοήθεια!
Εκείνος κρέμασε στον άνεμο τις μάσκες
Σ όλο τον άνεμο οι μάσκες φώναζαν,
ρέκαζαν
μου ΄λεγαν κάμε πέρα!
Εδώ πεθαίνουν και πουλιά
από το φόβο των αιμάτων
Ανέβα στα βουνά
κοιμήσου με βοσκούς αν ζουν ακόμη
Ίσως γλυτώσουν τα βουνά
*
Τον ανίσκιωτο δε θα τον δεις, κοιμάται
Σε κουρμπενιές και πλατανόφυλλα
και στις βαθιές σπηλιές θυμάται
Και στις μεγάλες μπόρες βγαίνει
στεφανωμένος με κισσό συννεφιασμένο
Μόνο στ αστέρια θα τον δεις
Θα σε γνωρίση στο νερό
Προτού σε αγαπήση
είχε ένα πρόσωπο δικό σου
Τον παίρνουν και τον φέρνουν τα νερά
όπως τον είδα τότε στην πλημμύρα
όπως τον είδα σκοτωμένο
Έτσι που ήτανε ξανθός με τα λουλούδια
μοναδική φορά ψυχρός
μπορούσε να ξανακοπή
μπορούσε να ξαναπεθάνη
*
Ποιο δρόμο να πάρω στην Τροία;
Ποιον ν΄αποχαιρετήσω;
Σαν άγνωστη μ ακολουθεί αυτή η σκιά
η δακρυσμένη
Ποιον ν’ αποχαιρετήσω;
Στο δίφρο στον καρόδρομο
ο μεταξένιος του χιτώνας ματωμένος
στη λίχνη και στον άνεμο!
Μάνα Εκάβη του Άδη
λένε πως βρήκαν μια πηγή
που τρέχει αίμα απ’ το λαιμό μου
Ψάχνουν με τα μαχαίρια
*
Να φύγω ναι! από πού να φύγω;
Πώς να τη δέσω τη φωτιά
Μες το μαντήλι
χώρια οι στάχτες τα κειμήλια
Πως είμαι από τα λάφυρα το αρνιέμαι
Δεν ξέρω και τι άλλο
Είμαι σφαγμένη! το μαντεύω
Κοντά μου τρέχει το μαχαίρι
κι από κοντά ο ήλιος ρίχνει στα μάτια μου
το έρεβος
Στο τσακισμένο καθρεφτάκι
πάλι φωνάζει ο πειρατής
αν θέλεις τα μαλάματα
έμπα στις πειρατείες
οι άνθρωποι στοιχίζουν λίγο
Αύριο η ζήτηση αλλάζει –
θ ασχοληθούμε με την τέχνη
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη! . . .
με ταραχή μ΄ακολουθεί
η ευωδιά της πικροδάφνης από Άργος και πάνω
Στην πέτρα τώρα…
Στην κόψη τώρα….
Ποιο δρόμο να πάρω στο Άργος;
*
Δεμένη στα κατάρτια σταυρωτά
με τη στεριά και με τη θάλασσα
κείνος με έδενε σφιχτά με λόγια
Αν φτάσουμε στο Άργος, είπε,
θα αγοράσω σκουλαρίκια να φορείς
και δαχτυλίδια να φορείς
Περίκαλλη σκλάβα
αρραβωνιαστικιά του Απόλλωνα
με την ολόχρυση τη ζώνη της μαντείας
θα σ έχω στον περίαυλο στο πλάι
Μπορεί βεβαίως και να ζήσης . . .
Μπορεί βεβαίως να πεθάνης . . .
Τη νύχτα θα σου πω τα πιο ωραία
Όταν πεθάνω θα σε σφάξουν
στον τάφο μου διπλά μαχαίρια
Είναι το έθιμο του τόπου
Έπρεπε πριν να κακουργήσης
γιατί ήταν να απωλεσθής
*
Αχ, μάνα Εκάβη του Άδη . . .
Τι να μασάς τη δάφνη και ποια μοίρα;
Τι να τις κάνεις τις μαντείες . . .
Ακόμη παιανίζουνε οι σάλπιγγες στην Τροία
Δεν ακούς; Άκου! άκου….
Η μουσική των εχθρών
Η μουσική των φίλων

`

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Μαρία Καρδαρά γεννήθηκε στο Κατσαρού Μεσσηνίας.Σπούδασε στην Οδοντιατρική Σχολή της Αθήνας. Το 1981 εξέδωσε τη συλλογή «Θρήνος για τη Μητέρα μου».

Ανέκδοτα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό η Λέξη, Ποιείν και Διάστιχο. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην Ανθολογία “ Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα” ( εκδ. Καστανιώτης ) καθώς και στην Ανθολογία Θρησκευτικής Ποίησης του Σήφη Κόλλια. Υπάρχει μεγάλη ανέκδοτη εργασία. Ιστολόγιο: http://karthara.blogspot.gr/

«Το 1821 στην ελληνική ποίηση/ Ανθολόγηση-Επίμετρο: Ηλίας Γκρής», εκδ. Κέδρος 2011

$
0
0

`

Γιώργος Σουρής
ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΕΕΙΝΟΣ

Απάνω σε παληόσκαμνα μια κάσσα στηριγμένη
είχ’ ένα γέροντα νεκρό με ρούχα λερωμένα,
απ’ τη μεγάλη γενεά αυτή τη δοξασμένη,
που τόσο αγωνίστηκε εις το Εικοσιένα.
Κανείς δεν τον εγνώριζε, κανείς δεν τον τιμούσε,
και όμως μια φορά κι’ αυτός με δόξα πολεμούσε.

Στη δεξιά του τη μεριά ολιγοστό λιβάνι
σε κεραμίδι έκαιγε με τόση ευωδία,
κι αριστερά ένα πανί, όποιος περνά να βάνη
λίγα λεπτά για να γενή του γέρου η κηδεία.
Κανένας δεν τον έκλαιγε, μόνον ένα κλητήρα
είδαν να στέκη όρθιος εις της αυλής τη θύρα.

Αυτός που αγωνίστηκε για την Πατρίδα μόνον
Κι’ επέρασε με το σπαθί της νειότης του τα χρόνια,
έλαβε ως αντάλλαγμα των τόσων του αγώνων
τη φτώχια και την φοβερή του κόσμου καταφρόνια.
Και ζωντανός δοκίμασε απ’ όλους μας τη χλεύη,
και μεσ’ στην κάσσα του νεκρός ακόμα ζητιανεύει.
Ιανουάριος 1885.

`

****
Αλέξανδρος Σούτσος

Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
(Τον Ιούνιον του 1831)

Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο… τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις…
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.

Πού να είμασθε, παιδί μου;… Είναι νύκτα;… Είναι μέρα;
- Νύκτα είναι… Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
- Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι…
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι…
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.

Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει…
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος•
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.

Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι•
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.

Ξένοι, μην περιγελάτε τα χυμένα μου τα μάτια,
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Αν δεν ήναι με χρυσάφι και κοράλια σκεπαστό,
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.

Ήρωες εξακουσμένοι!
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν,
Και αφίνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους προμάχους,
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.

`
*****

Ἄγγελος Σικελιανός
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή

Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».

Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.

`
*****

Κώστας Καρυωτακης
ΚΑΝΑΡΗΣ

Κάποιοι δαιμόνοι
τον είχαν στείλει.
Έγινε αχείλι
κόσμου που επόνει.

(Ήρωες χρόνοι!)
Και πώς εμίλει
με το φιτίλι,
με το τρομπόνι!

Το πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.

Κι είχε το θείο
χέρι που φλόγα
κράταε κι ευλόγα

`

Ανθολογούνται οι:
Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Κάλβος, Κρίτων Αθανασούλης, Έφη Αιλιανού, Ρούλα Αλαβέρα, Άρης Αλεξάνδρου, Δημήτρης Αλεξίου, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ευάγγελος Βαλσαμίδης, Γιάννης Βαρβέρης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Βασιλάκης, Κώστας Βασιλείου, Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, Μπίλη Βέμη, Όλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιώργος Γαβαλάς, Τάσος Γαλάτης, Στέλιος Γεράνης, Γιώργος Γεωργούσης, Νίκος Γκάτσος, Θωμάς Γκόρπας, Ηλίας Γκρης, Γιάννης Δάλλας, Ιάσων Δεπούντης, Δημήτρης Δούκαρης, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Ζιόβας, Γιώργος Θέμελης, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Βικτωρία Θεοδώρου, Λιλή Ιακωβίδη, Νίκος Καζαντζάκης, Έκτωρ Κακναβάτος, Τάσος Καρπενάρος, Νίκος Καρούζος, Κώστας Καρυωτάκης, Βαγγέλης Κάσσος, Μιχάλης Κατσαρός, Σωκράτης Καψάσκης, Γιώργος Κεντρωτής, Γιώργης Κότσιρας, Κώστας Κρεμμυδάς, Κώστας Κρυστάλλης, Θανάσης Κωσταβάρας, Νίκος Β. Λαδάς, Νίκος Λεβέντης, Βύρων Λεοντάρης, Κώστας Λογαράς, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Λορέντζος Μαβίλης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ζώης Μάναρης, Γιώργης Μανουσάκης, Μάριος Μαρκίδής, Γεράσιμος Μαρκοράς, Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, Μάριος Μέσκος, Βασίλης Μιχαηλίδης, Γιώργος Μπλάνας, Ρίτα Μπούμη - Παππά, Παύλος Νιρβάνας, Θεόδωρος Ξύδης, Νίκος Ορφανίδης, Κωστής Παλαμάς, Αλέξανδρος Πάλλης, Γιώργος Παναγουλόπουλος, Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Τάκης Παπατσώνης, Γιάννης Η. Παππάς, Αχιλλέας Παράσχος, Μιλτιάδης Πασιαρδής, Τάκης Παυλοστάθης, Αλεξάνδρα Πλακωτάρη, Ιωάννης Πολέμης, Δημήτρης Ποταμίτης, Λευτέρης Πούλιος, Μανόλης Πρατικάκης, Γιάννης Ρίτσος, Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Σωτήρης Σαράκης, Διονύσης Σέρρας, Γιώργος Σεφέρης, Άγγελος Σημηριώτης, Άγγελος Σικελιανός, Ντίνος Σιώτης, Γιάννης Σκαρίμπας, Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Γεώργιος Σουρής, Αλέξανδρος Σούτσος, Στέλιος Σπεράντζας, Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Τερτσέτης, Γιάννης Τζανετάκης, Θανάσης Τζούλης, Χρήστος Τουμανίδης, Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, Ιούλιος Τυπάλδος, Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Γιάννης Υφαντής, Θεόφιλος Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκάς, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Γιώργος Χουλιάρας, Ντίνος Χριστιανόπουλος.
`
`


Dimitrios Mouzakis, Gedichte /Δημήτριος Μουζάκης, Ποιήματα (μτφρ. Jan Kuhlbrodt &Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

.

.
1.Τρούφα κάτω απ΄το χαλί

Στο πατρικό μου σπίτι
κάτω απ’ το χαλί
είχα κάποτε σκουπίσει
την τρούφα που ’πεσε
απ’ το στόμα μου
καθώς έτρωγα γλυκό.
Το πατρικό μου σπίτι
πλέον δεν υπάρχει.
Η τρούφα θα ’χει πια αποσυντεθεί
κι η τύχη εκείνου του χαλιού
αγνοείται.
Εγώ, το αγνοούμενο χαλί
το γκρεμισμένο πατρικό
κι η αποσυντεθειμένη τρούφα
συνωμότες
μιας ασήμαντης παιδικής αταξίας
που δεν κοινοποιήθηκε ποτέ.
Κι όμως
όλοι γνωρίζουν για τα παιδιά
με τις μύγες στο πρόσωπο.

*
Trüffel unter dem Teppich

In meinem Elternhaus
hatte ich damals die Praline,
die mir aus dem Mund fiel,
als ich naschte,
unter den Teppich gekehrt.
Mein Elternhaus existiert nicht mehr.
Die Praline wird zerfallen sein,
und was aus dem Teppich wurde,
weiß keiner.
Ich, der verschollene Teppich,
das abgerissene Elternhaus
und die zersetzte Praline
Verschwörer
einer kindlichen Untat,
die nie ans Licht kam.
Aber alle wissen von Kindern
mit Fliegen auf dem Gesicht.

`

2.Λουϊζα Μαρία Ανδρομάχη

Απ’ το πρωί καταχωρώ αντιβιογράμματα
στο αρχείο των αντιβιογραμμάτων
κι όλο το μάτι μου πέφτει
πάνω σε γυναικεία ονόματα.
Λουΐζα, Μαρία, Ανδρομάχη
ετών 67, ετών 72, ετών 89
δε σας καταχωρώ μηχανικά.
Σας συλλογίζομαι έφηβες
μέσα σε σφύζοντες κήπους
αξεχώριστες απ’ τα αρώματα των λουλουδιών.
Ήσασταν όμορφες
γίνατε μάνες
περπατήσατε την αποθέωση του κάλλους
και της περηφάνιας όπως κάθε γυναίκα.
Λουΐζα, Μαρία, Ανδρομάχη
τρέμουν τα δάχτυλά μου
γλιστρούν μέσα σε δάκρυα
πληκτρολογώ ασυναρτησίες.
Φάρμακο ικανό δεν έχω να σας δώσω
τρόπο να σβήσω αυτά τα δεδομένα
δεν μπορώ να βρω.
Απ’ το πρωί καταχωρώ αντιβιογράμματα
στο αρχείο των αντιβιογραμμάτων
κι είμαι απαρηγόρητος
έτσι άφθαρτα που φέγγουν τα ονόματα
στη λίστα που μας περιέχει όλους.

*
Luise Maria Andromache

Seit heute Morgen trage ich Antibiogramme
ins Archiv der Antibiogramme ein
und stets fällt mein Blick
auf Frauennamen.
Luise Maria Andromache
67 Jahre, 72 Jahre, 89 Jahre
ich trage euch nicht mechanisch ein.
Ich stelle mir vor, wie ihr herangewachsen seid
und in pulsierenden Gärten pubertiertet,
nicht vom Duft der Blüten zu unterscheiden.
Ihr seid schön gewesen,
ihr seid Mütter geworden,
ihr zelebriertet die Schönheit
und den Stolz wie jede Frau.
Luise Maria Andromache;
meine Finger zittern
und rutschen auf Tränen aus,
ich tippe zusammenhangloses Zeug.
Ich habe kein wirksames Medikament für euch,
finde keine Weise, diese Daten zu löschen.
Seit heute Morgen trage ich Antibiogramme
ins Archiv der Antibiogramme ein
und bin untröstlich,
so unzerstörbar wie die Namen leuchten
auf dieser Liste, die uns alle birgt.

`

3.Αν υπάρχεις

Σ’ αυτούς τους δρόμους
έχω περπατήσει και μαζί σου
μα τώρα έρχομαι εδώ απόλυτα μονάχος
και φέρνω στο νου μου εμάς
σ’ εκείνη και την άλλη γωνία.
Φαίνεται πως δεν έσπασε ποτέ η μοναξιά μου
αλλιώς θα ήσουν εδώ
και δε θα χρειαζόταν να σέρνω τον εαυτό μου
σε δάκρυα και αναμνήσεις.
Εγώ ο σπουδαίος
αυτός που μιλά με τα μυρμήγκια
και τα χαλίκια των επαρχιακών οδών
ο ιδιοκτήτης μιας αλήθειας
που δε χρειάζεται καν λέξεις να ειπωθεί
μόνο πίκρα μού προσφέρω.
Περιπλανιέμαι σε σώματα και βλέμματα κενά
σα να έχω κάτι να αποδείξω
σα να χρωστάω σ’ έναν αόρατο εχθρό
που με χρεώνει αποτυχίες.
Αν υπάρχεις
έλα εύκολα χωρίς να προσπαθήσω
αλλιώς σταμάτα ν’ απαγάγεις τα όνειρά μου.
Δεν αντέχω.

*

Wenn es dich gibt

Auf diesen Straßen bin ich mit dir gegangen,
jetzt aber komme ich ganz allein hierher
und wir werden mir an einer ganz anderen Ecke zur Gegenwart.
Εs scheint, dass meine Einsamkeit nie unterbrochen wurde,
sonst wärst du hier
und ich bräuchte mich nicht
auf Tränen und Erinnerungen zu verlassen.
Ich, der Große,
der mit den Ameisen und den Kieselsteinen auf der Landstraße spricht,
im Besitz einer Wahrheit, die um gesagt zu werden
kaum Worte braucht,
habe für mich nur Bitterkeit.
Ich irre in leeren Körpern mit leerem Blick umher,
als hätte ich etwas zu beweisen,
als sei ich einem unsichtbaren Feind,
der mich mit Misserfolg belastet,
irgendetwas schuldig.
Wenn es dich gibt,
komm einfach,
ohne dass ich mich bemühen muss,
und hör auf meine Träume zu besetzen.
Ich halte es nicht aus.

`

4.Γυμνός

Κανένα ποίημα δε θα σε έκανε να γυρίσεις πίσω.
Αυτό το ποίημα θα γράψω.
Αν ανάψεις ένα κερί στην άλλη άκρη του κόσμου
θα βάλω στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι.
Αν κάνεις να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου
θα βγάλω όλα τα ρούχα μου.
Αν ένα δάκρυ κυλήσει στο μάγουλό σου
από την άλλη άκρη του κόσμου
θα χτυπήσω την πόρτα σου.
Αν δε μου ανοίξεις
για πάντα θα περιμένω έξω από την πόρτα σου
γυμνός.

*
Nackt

Kein Gedicht wird dich dazu bringen, zurückzukehren.
Dieses Gedicht werde ich schreiben.
Wenn du am anderen Ende der Welt eine Kerze anzündest
werde ich im Radio ein Lied einstellen.
Tust du so, als legtest du dich auf dein Bett,
werde ich alle meine Kleider ausziehen.
Wenn eine Träne von deiner Wange rollt
am anderen Ende der Welt,
werde ich an deine Tür klopfen.
Wenn du mir nicht öffnest,
werde ich für immer nackt
vor deiner Tür warten.

`

5.

Αφού την ένιωσε να παλεύει
στον ιστό
η αράχνη βγήκε και δάγκωσε
τη μέλισσα
αμέσως τυλίγοντάς την
σε σάβανο μεταξωτό.
Μόλις τα μέσα της
υγροποιήθηκαν
άρχισε να της ρουφά
με λαιμαργία τους χυμούς
ώσπου την παράτησε άδειο κουφάρι.
Θεέ μου Σε παρατηρώ.
Εδώ με λένε συκοφάντη.

*
Als sie den Kampf
im Netz bemerkte,
kam die Spinne und biss
die Biene
wickelte sie zugleich
in das seidene Leichentuch.
Sobald sich das Innere
verflüssigte,
begann sie die Säfte
gierig einzusaugen,
darauf sie den leeren Kadaver verließ.
Mein Gott, ich beobachte dich.
Man nennt mich hier Denunziant.

`

6.Τοπία της βροχής

Στο μαγαζί κόσμος πολύς.
Όρθιος έξω με τυρόπιτα στο χέρι μου
ζεστή
απολαμβάνω τις μπουκιές μου.
Τα κομματάκια που πέφτουν δε χάνονται΄
έρχονται τα περιστέρια
και ραμφίζουν ό,τι το στόμα μου αφήνει.
Ύστερα διψάνε.
Τους δείχνω τις πιτσίλες
στη σέλα της μοτοσικλέτας
όμως εκείνα δε θέλουν να πιουν σταγόνες
που το στόμα μου
δεν έσταξε.

*

Landschaften im Regen

Im Laden viele Leute.
Draußen ich
mit einer Pita in der Hand,
warm,
genieße sie im Stehen und kaue.
Die Krümel gehen nicht verloren;
Tauben kommen und picken auf,
was mir aus dem Mund fällt.
Danach haben sie Durst.
Ich zeige ihnen die Spritzer
auf dem Motorradsitz,
aber sie wollen keine Tropfen,
die nicht aus meinem Mund kommen.

`

7.

M’ έχαναν οι δικοί μου
όταν κοβότανε το ρεύμα

πού ’ν’ ο Δημήτρης
πού ’ν’ ο Δημήτρης

άφαντος.

Παιδί με θαλασσί πουλόβερ
και μία μπεζ, μακριά καμπαρντίνα
πλησίαζα αθόρυβα τη σαρκοφάγο πρίζα
κι έχωνα μέσα της τα δάχτυλα βαθιά
να πάει από κει που΄ρθε η απαγόρευση.
Κι όταν αργότερα ερχότανε το ρεύμα
δίχως να πάρει τις φωνές
του φόβου ηλεκτροπληξίας

ποτέ να μη με βρείτε
σκεφτόμουν με μανία εγώ,
με δάχτυλα ζεστά της αταξίας
όταν θα μεγαλώσω, θα γίνω

ποιητής.

*

Die meinen verloren mich
als der Strom ausfiel

wo ist Dimitris
wo ist Dimitris

hin.

Das Kind mit dem meeresfarbenen Puli
und einem beigen Trenchcoat

ich näherte mich leise der fleischfressenden
Steckdose
und steckte meine Finger
tief in sie hinein,
damit das Verbot dorthin verschwindet,
wo es her kam.

Darauf floss der Strom,
ohne den Angstgeschrei
vor dem Schlag zu verdecken,

ihr sollt mich nie mehr finden,
dachte ich wütend,
mit von der Untat glühenden Fingern,
wenn ich groß bin, werde ich

Dichter.

`

`

*******

O Δημήτριος Μουζάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε Βιολογία και Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Πατρών, από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην Οικολογία-Διαχείριση και Προστασία του Φυσικού Περιβάλλοντος. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

*

Dimitrios Mouzakis wurde 1979 in Athen geboren. Er studierte Biologie und Pharmazie an der Universität von Patras, und machte einen Abschluss in Ökologie-Management und Schutz der natürlichen Umwelt. Gedichte und Schriften von ihm wurden in Print-und Online-Literaturzeitschriften veröffentlicht.

Χρήστος Τουμανίδης, Πέντε ποιήματα για τον κερδισμένο χρόνο (επιμ.: Γιώργος Κ. Μύαρης)

$
0
0

`

«Only through time time is conquered»

T. S. Eliot, Τέσσερα Κουαρτέτα (Burnt Norton II)

«Μόνο μέσω του χρόνου κερδίζεται ο χρόνος».

`

1. Σκέψεις ενός ονειροπόλου οδηγού

«Ο, τι είναι να σωθεί∙ σώθηκε σώζοντάς μας», λες.

Και φεύγοντας, θαρρείς πως επιστρέφεις,

σε άλλες εποχές,

απ’ το στενό δρομάκι που έστριψες,

κορνάροντας

τον θάνατο.

Τον άλλο εαυτό σου.

Ενώ, πάνω στο τζάμι ξεψυχούν τα λόγια της βροχής.

(Ο, τι ήταν να σωθεί, διασώθηκε μες στην διαρκή ροή).

`

2. Για μια στιγμή μονάχα

Τα ωραία πράγματα, τα τρομερά

γεννιούνται κάποτε εν ώρα εργασίας.

Εκεί, μες στη βουή των δρόμων, στον συνωστισμό,

την ώρα που τρέχεις να προφτάσεις:

την Τράπεζα, το λεωφορείο, τον Αχέροντα.

Εκεί, που ο δρόμος

ξάφνου

γίνεται γκρεμός.

Για μια στιγμή μονάχα.

Αν είσαι έτοιμος και ικανός∙ θα διασώσεις κάτι.

Θα διασωθείς σε μια γραμμή, σε μία λέξη.

Σ’ εκείνη την ελάχιστη σιωπή,

με την πολλή λαχτάρα.

(Έτσι μονάχα θα διαβείς, αλώβητος, την καθημερινότητα σου).

`

3. Στην Ιερά Οδό των λογισμών

Χαράματα, σ’ ένα φανάρι κόκκινο, κάτω από τη βροχή,

ξύπνησε ξάφνου μέσα μου το χθες.

Το ανυποψίαστο παιδί της Λιθαριάς που υπήρξα.

Ο έφηβος της Νάουσας ή …των Αντικυθήρων.

Γιγαντοαφίσες που φωνάζουνε για νύχτες μαγικές,

έρχονται και με κλείνουνε από παντού.

Δάφνες και πικροδάφνες, προσφυγικοί καημοί.

Ενώ, κάτι πολύχρωμες σκιές κολλούν πάνω στα τζάμια:

«Πάρε…πάρε» μου λεν, επίμονα, στη γλώσσα της σιωπής.

Αμφίβολες πραμάτειες της Ανατολής. Βεβαιωμένες αγωνίες.

Να πάρω; Να μην πάρω;

Όλα εκείνα που είχα κάποτε προσπεράσει∙ με προσπέρασαν.

Θολά νερά, παλιά νερά που σμίγουν με καινούρια.

-Θα υπάρξει τάχα γυρισμός; Θα γίνει καλοκαίρι;-

Άναψε όμως πράσινο. Πράσινη κι η βροχή.

Πατάω γκάζι, χάνομαι, στην τέταρτη διάσταση του ονείρου!

(Μυστήρια ελευσίνια, κι αυτά, που λέγαμε πως∙ «θα έρθουν».)

`

4. Συμπέρασμα ή άλλοθι

Έτσι όπως έπεφτε το φως, οι ίσκιοι δεν υπήρχαν.

Φυσούσε, ναι, και το παράθυρο το άφησ’ ανοιχτό.

Αμέλεια τάχα;

Ή μήπως για το ενδεχόμενο που προσδοκούσα να έρθει;

(Ξέρω, οι «σοφοί» ψυχίατροι κρατούν τις απαντήσεις.)

Το πρόσωπό μου το έχασα μες σε θολούς καθρέφτες.

Ρυτίδες, ρήγματα, ρωγμές γύρω απ’ τα μάτια.

Οι μέρες και οι νύχτας άσπρισαν.

Κάτασπρη έγινα κι εγώ, απ’ έξω κι από μέσα.

Ολάκερη ένα χιονισμένο παρελθόν!

Και ο Πρίγκιπας μου ακόμη να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του!

(Τι λες κι εσύ αηδόνι μου τρελό, τρελό ξετρελαμένο, τι;)

`

5. Στη μαργαρίτα πάλι

Πάνω σε μία μαργαρίτα σκύβοντας, ένα πρωί

διάβασα τα μελλούμενα και είδα τους χαλασμούς.

Ήτανε Κυριακή, στη Λιθαριά.

Καμπάνες δεν χτυπούσαν, και οι άνθρωποι

ντυμένοι τα καλά τους,

ανηφορίζανε φαράγγια και βουνά,

πήγαιναν στα ξωκλήσια της Αγάπης, λέει.

Στο Πάικον. Στο Βέρμιο. Στον Άθω..

Εκεί τους οδηγούσε ο φόβος και η καρδιά τους.

-Υπάρχει άραγε θεός;

-Υπάρχει και δεν υπάρχει!

-Και τι θεός, τι πίστη, τι τραγούδι;

Λίγο πριν απ’ το λιόγερμα,

στην μαργαρίτα πάλι επέστρεψα, να βρω τις απαντήσεις.

Να μελετήσω απ’ την αρχή, την ιστορία του κόσμου.

`

Αθήνα, Χριστούγεννα, 2013

George Le Nonce, Ποιήματα για το «Ποιείν»

$
0
0

`

Nature morte

Μέρες τώρα μαραίνονταν στὸ ἀνθοδοχεῖο.

Ὡραία εἶναι καὶ ἡ φθορά, μονολογοῦσα,
ἔχουν μιὰν ἄλλου εἴδους ὡραιότητα, πιὸ ἐκλεκτή,
καθὼς γέρνουν τὰ ἄνθη, χάνουν τὰ πέταλά τους,
χάνουν τὸ χρῶμα τους, χάνουν τὰ φύλλα τους,
ἐξακολουθοῦν παρ᾽ὅλα αὐτὰ καλαίσθητα
νὰ κοσμοῦν τὴ γωνιὰ αὐτὴ τοῦ σαλονιοῦ,
σὰν νεκρὴ φύση τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰώνα.

Μόνον ὅταν ἁπλώθηκε τόσο ἡ δυσωδία
ὥστε οἱ γείτονες ἀνησύχησαν πὼς κάποιος
εἶχε πεθάνει, μόνο τότε σηκώθηκα
πέταξα τὰ σάπια λουλούδια στὰ σκουπίδια
ἔχυσα τὸ στάσιμο νερὸ τοῦ ἀνθοδοχείου στὴν τουαλέτα
ἔπλυνα ὅλα τὰ πατώματα μὲ χλωρίνη
καὶ ἐπέστρεψα στὶς κλινόφιλες φαντασιώσεις
φέρνοντας αὐτὴ τὴ φορὰ στὸ νοῦ
τὴν λευκότητα τῶν νοσοκομείων
τὴν ὀσμὴ τῆς ἐπιθετικῆς ἀντισηψίας τους.

`

***

Μαδριγάλιο

Καμμιὰ φορὰ θέλεις ἔμβρυο πάλι νὰ βρεθεῖς
στὴ μήτρα τῆς μοναδικῆς γυναίκας τῆς ζωῆς σου,
γιὰ λίγο, ἔστω, ἀπ᾽τὸ παρόν σου νὰ χαθεῖς.

Ἀλλάζεις κάπως ἄτεχνα τὸν τρόπο τῆς γραφῆς σου
ἀφήνεσαι σὲ ρίμες παληὲς νὰ περιδινηθεῖς
κι ἔτσι ἐπιστρέφεις στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀρχῆς σου.

Κι ἂς ξέρεις πὼς ποτὲ δὲν εἶχε νόημα νὰ ἀναμορφωθεῖς:
μεσόκοπος, νεόκοπος, πεζὸς θὰ ξαναγίνεις παρευθύς.

`

***

Συνάντηση παλαιῶν συμμαθητῶν

Πέρασαν ἀνεπαισθήτως τὰ χρόνια,
σκεφτόμουν κοιτάζοντας
τὸ ξεφτισμένο βελοῦδο τῶν ἐπίπλων
τὶς σπασμένες χάντρες τοῦ πολυελαίου
καὶ τὶς φθαρμένες κορνίζες τῶν πινάκων.

Τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπο εἶναι ἀλλιῶς:
Μιθριδάτης κάθε μέρα στὸν καθρέφτη
ἀναπτύσσεις κάποιου εἴδους τυφλὴ ἀνοσία
γι᾽αὐτὸ σὲ προσβάλλει τόσο ἡ θέα
ὁμηλίκων ποὺ εἶχες χρόνια νὰ δεῖς.

Τὰ ὡραῖα ἐρείπια τῆς καθημερινότητας
εἶναι τὰ μόνα ἀξιόπιστα πειστήρια
αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἔχεις λεφτὰ νὰ μπαλώσεις
καὶ πάντα θὰ σοῦ θυμίζουν πῶς ἤσουν μιὰ φορά.

`

***

Ἡ Λέσχη

It was still a shock when, almost a quarter of a century later,
The clarity of the rules dawned on you for the first time.

John Ashbery, «Soonest mended»

Ἤμουν σὲ μιὰ μυστικὴ χαρτοπαικτικὴ λέσχη σὰν αὐτὲς ποὺ βλέπουμε στὶς ταινίες: ὅλοι πίναμε οὐίσκυ καὶ καπνίζαμε, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἀποπνικτικὴ καὶ ἀπειλητική, στὸ τραπέζι μου, στρωμένο παραδόξως μὲ μαύρη τσόχα, παιζόταν ἕνα παιχνίδι ποὺ δὲν γνώριζα, εἶπα μάλιστα ὅτι δὲν τὸ ξέρω αὐτὸ τὸ παιχνίδι καὶ ὅτι ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ πάω σὲ κάποιο ἄλλο τραπέζι, ἀλλὰ οἱ συμπαῖκτες μου δὲν ἤθελαν νὰ ἀκούσουν λέξη, δὲν ἔχει σημασία, μοῦ εἶπαν, ἀντιθέτως, εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ μὴν ξέρεις τοὺς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ, οἱ πιθανότητες νὰ κερδίσεις αὐξάνονται κατακόρυφα, δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἀτζαμῆ.

Ἔμεινα λοιπόν. Κοιτοῦσα τὰ χαρτιὰ ποὺ μοῦ μοίραζαν καὶ δὲν καταλάβαινα τί σήμαιναν, δὲν εἶχα ἰδέα ἂν τὸ φύλλο μου ἦταν καλό, δὲν ἤξερα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ συνεχίσω νὰ ποντάρω, συνέχιζα μηχανικά, ἀπὸ μιὰ στιγμὴ καὶ πέρα οὔτε κἂν κοιτοῦσα τὰ χαρτιά, ἁπλῶς συνέχιζα, σκεφτόμουν πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σωθοῦν οἱ μάρκες, θὰ τελειώσει τὸ παιχνίδι, θὰ πιῶ ἕνα οὐίσκυ ἀκόμη καὶ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὸ σπίτι μου καὶ θὰ κοιμηθῶ καὶ δὲν θὰ ὀνειρευθῶ τίποτα, οὔτε παιχνίδια, οὔτε συμπαῖκτες, οὔτε λέσχες, ἀλλὰ τὸ παιχνίδι δὲν τέλειωνε, τὰ μάτια μου εἶχαν κοκκινίσει ἀπὸ τὸν πολὺ καπνό, καὶ νὰ ἤθελα πλέον δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δῶ τὰ χαρτιά μου, δὲν ἔβλεπα, τὸ σῶμα μου πονοῦσε τόσες ὧρες σὲ αὐτὴν τὴν καρέκλα, κέρδιζα μᾶλλον διότι οἱ μάρκες μου ὄχι ἁπλῶς δὲν σώνονταν, ἀλλὰ πολλαπλασιάζονταν, ἐντούτοις δὲν ἀπολάμβανα τὴν νίκη, δὲν καταλάβαινα κἂν πότε ἔληγε ὁ κάθε γύρος, τὸ κεφάλι μου πονοῦσε, τὸ ξημέρωμα οἱ συμπαῖκτες μου ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται ἕνας ἕνας καὶ νὰ φεύγουν, ἐγὼ ὅμως ἔμενα ἐκεῖ, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις μοῦ ἔλεγαν οἱ ἐναπομείναντες, κερδίζεις, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις πρέπει νὰ δώσεις καὶ στοὺς ἄλλους τὴν εὐκαιρία νὰ πάρουν πίσω κάποια ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔχουν χάσει, κάποια ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ τοὺς ἔχεις φάει.

Ὣς τὸ μεσημέρι εἶχε μείνει μόνο ἕνας συμπαίκτης, δὲν ἀντέχω τοῦ εἶπα, πᾶρε τὰ κέρδη μου νὰ φύγω ἐπιτέλους, πονάω παντοῦ, τὰ μάτια μου ἔχουν θολώσει, τὸ στόμα μου στέγνωσε, τὰ κόκκαλά μου ξεράθηκαν, τὸ αἷμα μου στερεύει, δὲν εἶναι ἀστεῖα αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος μὲ φωνὴ στεντόρεια, δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ παραιτηθεῖς ἀπὸ τὰ κέρδη σου, δὲν μπορεῖς νὰ ἐγκαταλείψεις τὸ παιχνίδι μὲ κανέναν τρόπο, ἄλλωστε σὲ λίγο θ᾽ἀρχίσουν νὰ ἐπιστρέφουν καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ φύγω τότε κι ἐγὼ νὰ ξαποστάσω, ἐσὺ ὅμως θὰ μείνεις ἐδῶ, δὲν ἔχεις ἐπιλογή, θὰ βάλουμε βάρδιες, αὐτὸ τὸ παιχνίδι δὲν ἔχει τέλος, μόνο μικρὲς ἀνάπαυλες γιὰ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, ἐσὺ ὅμως, ἐσὺ ποὺ διατείνεσαι ὅτι δὲν ξέρεις τοὺς κανόνες, ἐσὺ ποὺ ὑποκρίνεσαι ὅτι δὲν θέλεις νὰ παίξεις, ἐσὺ θὰ μείνεις γιὰ πάντα ἐδῶ, αὐτὸ τὸ τραπέζι δὲν ἀδειάζει ποτέ.

`

***

Ἀνέγερση

Νὰ τὸν χτίσουμε, νὰ τὸν χτίσουμε, φώναζαν.
Ἤξερα πὼς ἄνθρωπο ἐννοοῦσαν
ἀλλὰ δὲν σταμάτησα, δὲν κοντοστάθηκα,
δὲν προσπάθησα νὰ τοὺς ἐμποδίσω
ὅπως ὅταν μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ βλέπουμε
στὸ κατάστρωμα τοῦ δρόμου σκοτωμένο σκυλὶ
κι ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα καὶ σφίγγουμε τὰ μάτια
καὶ μέσα σὲ λίγα εὐεργετικὰ δευτερόλεπτα
ξεχνᾶμε τί εἴδαμε
καὶ ποιά φρίκη ὁδήγησε
σ᾽αὐτὸ ποὺ δὲν θέλαμε νὰ δοῦμε.

Ὣς τὴν ἄκρη τοῦ ἑπόμενου τετραγώνου ἔφταναν
οἱ φονικὲς ἰαχές τους, ἄρχισα νὰ τρέχω νὰ ξεφύγω,
ὅσο ἀπομακρυνόμουν ὅμως τόσο πιὸ δυνατὸς ὁ ἀντίλαλος
ὥσπου ἄκουσα πνιγμένη μιὰ κραυγὴ
κι ἕναν γδοῦπο
κι ὕστερα τίποτα
καὶ δὲν ξαναπέρασα ποτὲ ἀπὸ ἐκείνη τὴ γειτονιὰ
γιὰ νὰ μὴ δῶ τί μέγαρο ἀνέγειραν
γιὰ νὰ ξεχάσω τί ἄκουσα
καὶ ποιά φρίκη ὁδήγησε
σ᾽αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελα ν᾽ἀκούσω.

`

***

Τρόμος

θὰ ἔμενε ὅ,τι οἱ κέραμοι
τῆς ἀταξίας οἱ ἐρριμμένοι, ὡραία Παράνοια.

Τ. Κ. Παπατσώνης, «Δεσμοὶ»

Φιλῆστε με, φιλῆστε με μὲ πάθος!
Τὸ σάπιο στόμα μου

μὴ σᾶς τρομάζει, τὸ γέμισαν
βαμβάκι μυρωμένο.

Ἔρχονται οἱ μητέρες, ὅλες γρηὲς κυρτὲς
ἀποστεωμένες, μιὰ μακριὰ σειρὰ μητέρες
ντροπιασμένες, σέρνουν τοὺς γιούς τους
μὲ ἁλυσίδα περασμένη στὸ λαιμό, οἱ γιοὶ
μὲ σκυφτὴ περηφάνεια ἀκολουθοῦν,
οἱ Γιώργηδες. ὅλοι ἁλυσοδεμένοι
μὲ αἵματα, μὲ τραύματα, μὲ χαίνουσες πληγὲς
μὲ ἕλκη νὰ κατατρῶν τὰ εὐσταλῆ τους σώματα
ἡττημένοι, τ᾽ἄλογά τους βορὰ τοῦ δράκου,
τὰ ξίφη τους σπασμένα, οἱ πανοπλίες διαλυμένες,
καὶ ἡ ξηρασία νὰ ἁπλώνεται στὴ χώρα.

Οἱ μητέρες τοὺς ἀποθέτουν στὰ πόδια μου
ἄλαλους, γυμνούς καὶ αἱμάσσοντες
καὶ βακχευμένες ὠρύονται
καλύτερα νὰ μὴ σὲ εἶχα γεννήσει
νὰ ξέσκιζες μὲ τὰ νύχια σου τὴ μήτρα μου
κι οἱ δυὸ νὰ σκοτωνόμασταν ὅσο ἦταν καιρός,
παρὰ ἐτούτη ἡ μαύρη μοίρα.

Φιλῆστε με ὅλοι
οἱ πτοημένοι.

Δὲν εἶμαι
ὀμίχλη, καπνός, σκόνη πιά,

ἔγινα σῶμα ἀνθρώπινο –
στεγνὸ σῶμα

ἀλλὰ ἀνθρώπινο, μὲ ἐπιθυμίες
καὶ αἰσθήσεις.

Γιώργηδες ὄχι ἅγιοι, Γιώργηδες
τῆς κολάσεως.

Πράγματι, ὁ τρόμος εἶναι τὸ νόημα τῆς νύχτας, καλὰ τὰ λέει ἡ Κάρσον (ἢ ὁ Κάτουλλος ἴσως, ποτὲ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι βέβαιος μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ποιητικὸ ὀρυμαγδό, καὶ ποτὲ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος οὕτως ἢ ἄλλως, ἐνδέχεται μάλιστα αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ὀρυμαγδοῦ). Γενικευμένος ξεκινάει, μὲ ἀσαφές, ἀπροσδιόριστο ἀντικείμενο. Τὸν διώχνεις, νομίζεις. Ἀνακαλεῖς μιὰν εὐχάριστη στιγμὴ τῆς ἡμέρας, ἢ κάποιας ἄλλης ἡμέρας ἐν ἐλλείψει, τὴν ξαναπαίζεις στὸ μυαλό σου καὶ ἤδη αἰσθάνεσαι σωτήριο ὕπνο νὰ σὲ κυριεύει μὲ ὄνειρα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τῆς πρόσφατης χαρᾶς. Τότε τινάζεσαι. Τὸ προκαταρκτικὸ νεφέλωμα τοῦ ὀνείρου διαλύεται. Ἔρχεται ἕνας νέος τρόμος καὶ σὲ παραλύει. Μὲ συγκεκριμένα, ἁπτὰ ἀντικείμενα. Ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι ἁπτός, σκέφτεσαι, ἄρα ὁ τρόμος σου δὲν ἔχει τίποτε τὸ ἀπόκοσμο, τίποτε τὸ μεταφυσικό. Ἱδρώνεις. Πιάνεις τὸ κεφάλι σου καὶ μὲ τὰ δυό σου χέρια. Τὸ σφίγγεις. Θέλεις ἡ ἁπτὴ αὐτὴ πίεση νὰ ἐξορύξει τὸν τρόμο, νὰ πέσει σὰν μαρμάρινο μέλος στὸ πάτωμα, νὰ τὸν πιάσεις, νὰ τὸν πετάξεις στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας, νὰ τραβήξεις τὸ καζανάκι, νὰ ἐξαφανισθεῖ. Ἀλλὰ ὁ τρόμος εἶναι τὸ νόημα τῆς νύχτας. Δὲν ἐξορύσσεται.

`

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

George Le Nonce γεννήθηκε τὸ 1967 στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ζεῖ. Σπούδασε φιλοσοφία, ἀγγλικὴ λογοτεχνία καὶ γλωσσολογία. Ἡ ποιητική συλλογή του «Ὁ Ἐμονίδης» κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «μικρὴ ἄρκτος».

Μιχάλης Σιγανίδης, «97%», MLK, 2014

$
0
0

`

Ακούγονται στίχοι και κείμενα του συνθέτη Μιχάλη Σιγανίδη και των: Γιάννη Ζήκα, Μανώλη Αναγνωστάκη, Έμιλυ Ντίκινσον, Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκυ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Παβλίνας Μάρβιν

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

`

Πρόκειται για τη δημιουργία “μουσικών συνάψεων” μεταξύ καταγραμμένου ηχητικού υλικού (document) και ζωντανής μουσικής δράσης (fiction) ή αλλιώς Δραματοποιημένης Αmbient Μουσικής (D.A.M.), ήτοι: 63 λεπτά μουσικού patchwork που περιέχει, εκτός των άλλων, δύο εκτενείς αφηγήσεις με ερωτικό θέμα και εννέα ηχητικά ταχυδράματα, a la maniere de Πάνος Κουτρουμπούσης. Επίσης, τέσσερα βίντεος πολύ μικρού μήκους που επιμελήθηκε ο Γιάννης Πειραλής.

Εκτός από τα ποιητικά κείμενα ακούγονται θραύσματα καθημερινού λόγου, από τις φωνές των:
Σωκράτη Μάλαμα, Λευτέρη Μουμτζή, Νικόλα Σπανού, Δημήτρη Δεμερτζή, Γιώργου Καρυώτη, Καίτης Γιαβάσογλου, Μιχάλη Σιγανίδη, Aλεξάνδρας Νάσσου, Μαριέλλας Κεσίσογλου, Θόδωρου Θεοδωρίδη, Μίνας Γαρέφη, Αλεξάνδρας Τσατσούλα, Σαβίνας Γιαννάτου, Lamia Bendioui, Κώστα Θεοδώρου κ.ά.

Παίζουν οι μουσικοί:

Χάρης Λαμπράκης νέι, πλήκτρα, Κώστας Αναστασιάδης τύμπανα, κρουστά, James Wylie άλτο σαξόφωνο, Δημήτρης Πολυζωίδης βιόλα, Νίκος “Ζάμπας” Μολύβας τρομπέτα, Αθανασία Γκούβαρη μαρίμπα, Ιάσων Γερεμτζές κρουστά, Λευτέρης Μουμτζής ηλ. κιθάρα, Θύμιος Ατζακάς ηλ. κιθάρα, Ziya Tabassian τύμπανα, Θοδωρής Κίτσος λαούτο, Μιχάλης Σιγανίδης κοντραμπάσο, ακ. & ηλ. κιθάρα, tapes, ηλεκτρικό μπάσο

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Pozdravi
2. Τζον Σμιθ
3. Πρέπει να πας στην Μπέτυ
4. Ο αδερφός μου
5. Ημερολόγιο
6. Macedonia moved to 2012
7. Die Kunst der Loop
8. Νέοι της Σιδώνος (lounge version)
9. Όνειρα της Άντζυ
10. Pimlico
11. Βάρβαροι
12. We wait for change
13. Ο Τζάτζας
14. Shrink
15. Αλλοπαρμένοι
16. Μεταγλώττιση
17. Doumouii
18. Γλυκό μου χώμα
19. Ο Κάρολος της Αγγλίας
20. Σάος
21. Κοιμάστε σαν πουλάκι;
22. Light Blue
23. Das Phaenomen
24. Audition Παπαδιαμάντη
25. Lacrimae no 9845867
26. Bio

`

Μουσική, Στίχοι: Μιχάλης Σιγανίδης εκτός των:

3. μουσική: Μιχάλης Σιγανίδης, Δημήτρης Πολυζωίδης
7. κείμενο: Martin Heidegger
8. μουσική για το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη “Νέοι της Σιδώνος”
9. ποίημα Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι
18. στίχοι: Who is who Μιχάλης Σιγανίδης Γλυκό μου χώμα Γιάννης Ζήκας
20. κείμενο: DSM. III
22. μουσική: Thelonious Monk

Γιάννης Μ. Στρατούλιας, «Οι μεταμορφώσεις του νερού», εκδ. Πολύεδρο 2013 (γράφει ο Γιάννης Τόλιας)

$
0
0

`

Ο Γιάννης Μ. Στρατούλιας, ψυχίατρος, πρωτοεμφανίστηκε το 2013 στην ελληνική ποίηση με την ποιητική συλλογή «Οι μεταμορφώσεις του νερού» (εκδ. Πολύεδρο). Η γραφή του έχει τη δύναμη χρόνων καλλιέργειας, εσωτερικών αναζητήσεων αλλά και βαθιάς φιλοσοφίας. Με ευρηματικότητα «ευ» πλάθει τη γλώσσα. Της δίνει ποιητική υπόσταση χωρίς οι σκέψεις του να αγκομαχούν σε δαιδαλώδεις αόριστες ποιητικές συλλήψεις.
Με οξεία κρίση και εξονυχιστική παρατηρητικότητα, με όπλα το λόγο και την εξαιρετική χρήση της γλώσσας δίνει υπόσταση στο άρρητο και κερδίζει χρόνο «στο διηνεκές», καθώς τα ποιήματά του λειτουργούν ως πρεσβευτές του «ανίκητου στη μάχη» έρωτα και της απουσίας, της αδηφάγου προσμονής, της επιθυμίας, της «αγάπης μετά θάνατον» αλλά και της αμφισβήτησης του κόσμου, της στοχαστικότητας για τη ζωή, του αδιαχείριστου πόνου, της ακατανίκητης τρέλας.
Με μεταφυσικό μυστικισμό για καταστάσεις ανθρώπινες (αγιασμός των υδάτων, προσευχή, βλασφημία) οδηγεί τον αναγνώστη στην απενοχοποίηση για ό,τι μπορεί να αισθανθεί στην κορύφωση της ερωτικής περιδίνησης. Θα έλεγα όμως πως δημιούργημα εξαιρετικής έμπνευσης είναι το ομότιτλο ποίημα της συλλογής «Οι μεταμορφώσεις του νερού». Πρόκειται για μια πρωτότυπη σύλληψη του γυναικείου σώματος και έναν ες αεί ύμνο στη γυναικεία παρουσία∙ με αφόρμηση το νερό και την υγρή σύσταση των εκκρίσεων εξυμνεί με μοναδικό τρόπο τη γυναίκα και το μεγαλείο του κορμιού και της ύπαρξής της.
Στην ποίησή του συναιρεί τον ερωτικό λόγο και αισθησιασμό με μια βαθιά θρησκευτικότητα - στοιχεία έκδηλα στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής του – αποφεύγοντας έτσι τη χυδαιότητα της καθημερινότητας. Στα μη ερωτικά ποιήματά του διαφαίνεται έντονα η αποτύπωση του ανθρωπισμού και του μεταφυσικού του προβληματισμού.

Υπό έκδοση βρίσκεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Η τυμβωρυχία του βλέμματος». Θα κυκλοφορήσει στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Κέδρος.

`

Γυ(μ)νὴ

Τὸ σεληνόφως ἀγγίζοντας
τὴ γυμνή σου πλάτη
γίνεται φτερὰ ἀγγέλου.
Στὸ χῶμα ποὺ πατοῦν
τὰ γυμνά σου πέλματα
φυτρώνουν ἀρχαῖα ἀγάλματα.
Βουτώντας στὴ θάλασσα γυμνή,
γίνεται ὁ ἁγιασμὸς τῶν Ὑδάτων
καὶ τὸ κρεβάτι ποὺ ξαπλώνεις,
πάλι γυμνή,
αἱμάτινος ὠκεανὸς φαντάζει.
Νοσταλγία τοῦ ἀπόλυτου
καὶ συνένωσης μὲ τὸ πᾶν.

`

*


Νόημα

Ψάρια μὲ τ΄ἀγκίστρι
στὸ στόμα οἱ λέξεις
καὶ ἡ πετονιὰ κομμένη.
Βρὲς ἄλλο τρόπο
νὰ ψαρεύεις·
μὲ δίχτυ ἴσως, καλὰ πλεγμένο.

Ἔτσι πιθανὸν
γεμίσεις τὸ τελάρο τοῦ νοήματος.

`

*

Προσευχὴ

Δῶσε μου λίγη νύχτα
νὰ πλέξω τὰ μαλλιά σου
μὲ ἴνες σκοταδιοῦ
καὶ μὲ τὸ ὑφαντὸ
νὰ ντύσω τὴ μορφή σου,
σὲ ἐκδοχὲς τῆς λύπης
ὅσο καὶ τῆς χαρᾶς,
γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῆ
ἡ ἄφατη ὀμορφιά,
Πιστὸ χριστιανὸ
νὰ μὲ βρῆ τὸ ξημέρωμα
μέσ΄ τὸ ναὸ - Σῶμα σου
νὰ προσεύχομαι.

`

*

Θεοφάνεια

Καθισμένη σὲ ἀμμώδη παραλία,
ἐκεῖ ποὺ σκάει τὸ κῦμα,
μὲ τὰ πόδια μισάνοιχτα
καὶ τὸ νερὸ νὰ φτάνει
ὡς τὶς ρίζες τους…

Ἔτσι γίνεται ὁ ἁγιασμὸς

τῶν ὑδάτων.

Καθαρτήριο

Μὲ τὰ ἐκκρίματά σου
θὰ ξεπλύνω
τὰ κρίματά μου…

`
*

Βλασφημία

Ἡ ὀμορφιά σου
ἴχνος ἑνὸς δρόμου
ποὺ δὲν ὁδηγεῖ πουθενά.
Ἔφηβος βλαστήμησα τὸ Θεὸ
ποὺ ἡ μάνα μοῦ ἐμφύσησε·
τώρα,
στὰ ἀπογευματινὰ χρόνια
τῆς ζωῆς,
χάρισέ μου λίγη νύχτα
καὶ ἄς γίνω
πάλι βλάσφημος.
Ἡ ὀμορφιά σου
ἔχει κάτι ἀπό τὸ ἀπλησίαστο
τοῦ Θεοῦ.

`
*

Ἀντιστάθμισμα

Ὁμόκλινος μαζί σου
ὀδύνη μιᾶς μοναδικῆς ξενότητας,
κραυγὴ τῆς μοναξιᾶς
μέσα στὴ νύχτα.
Δωρεὰ ἀντιστάθμισης
ὁ ὄγκος τῆς ἀπόλαυσης
ποὺ μόνο ἐσὺ
μπορεῖς νὰ προσφέρεις.

`

*

Οἱ μεταμορφώσεις τοῦ νεροῦ

Διάφανο νέκταρ
τῆς ὀρχιδέας μπροστὰ
ἐν ἀφθονίᾳ σὲ στιγμὲς ἀπόλαυσης,
Πορφυρὲς τοιχογραφίες
ἀποκολλημένες ἀπὸ τὸ θόλο
τῆς μητρόπολης τοῦ κορμιοῦ,
Κεχριμπαρένιο διήθημα
ὑγρὸ θησαυροφυλάκειο τῶν ἀποβλήτων,
Ὑφάλμυρος ἱδρώτας
πρωϊνὴ δροσιὰ ἐξαίσιου σώματος,
Δάκρυ παρατημένο στὴ βαρύτητα
πυκνὴ σταγόνα
τῆς αἰώνιας γυναικείας θλίψης,
Σάλιο γιὰ νὰ λειαίνονται
καὶ νὰ μαλακώνουν
οἱ λέξεις ποὺ προ(σ)φέρει,
Γάλα, λευκὸ ποτάμι
τῆς πρώτης ἀγαλλίασης
κάθε ἀνθρώπου.
Οἱ μεταμορφώσεις τοῦ ταπεινοῦ νεροῦ
στὰ ρυάκια λατρεμένου σώματος

`

*

Κατάλυση

Σὰν σὲ ἐγκυμοσύνη
ποὺ τελειώνει
τὰ νερὰ τῶν ρημάτων ἔσπασαν
γιὰ νὰ γεννηθῆ τὸ Ἄρρητο,
ὅ,τι στὴ θέα τῆς μορφῆς σου
ἀσφυκτιώντας,
κραυγή,
σπασμός,
χαροποιὸς θρῆνος
ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει·
ἔκσταση ἀνείπωτη
ποὺ ἀγνοεῖ
ρήματα, οὐσιαστικά,ἐπίθετα.
Εἶσαι αὐτὴ ποὺ ἀκόμα
καὶ τὴ γλῶσσα καταλύει,
σὰν τὴν τρέλα.

`


*

Ἐπαῖτες

Τὸ νῆμα στὶς ραφὲς
τῶν λέξεων ἔσπασε,
χύνεται ἡ σημασία τους,
μισοάδεια σακιὰ
ἀνταλλάσουν οἱ ἄνθρωποι.
Τὸ «σπίτι τοῦ εἶναι»
γκρεμίζεται
καὶ οἱ ψυχὲς
στὰ ἰατρεῖα
ζητιανεύουν νευροληπτικά.

• Μ. Χάιντεγγερ: «Ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Εἶναι…»

*

Ἡ Ἀγάπη μετὰ θάνατον . . .

Σὲ λίκνισα στὴν ἀγκαλιὰ
τῶν λέξεων,
σοῦ ἔστρωσα στίχους
νὰ ξαπλώσεις,
σὲ ἔβαλα μέσ΄ τὸ ποίημα
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.
Τώρα ἐντρυφῶ στὴν ἄλγεβρα
τοῦ πόνου τῆς ἀγάπης.
Λύσεις βρῆκα πολλές:
λιποταξία,
ἀπάθεια,
ἀδιαφορία,
ἐκλογίκευση
καὶ ἄλλες.
Λάθος ἦταν ὅλες·
σωστὴ τελικὰ μόνο μία:
σ΄ἀγαπῶ μέχρι μυελοῦ ὀστῶν·
γιὰ νὰ μποροῦν καὶ μέσ΄ τὸν τάφο
τὰ κόκκαλα,
ὅταν αὐτὰ θὰ ΄χουν μείνει μόνο,
νὰ ψιθυρίζουν στὰ σκουλήκια
σ΄ἀγαπῶ . . .

`

Gunnar Ekelöf (1907-1968), «Στον Κόσμο είν΄Αργά» (μτφρ.-επιμ. : Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

1.Θύμα και θύτης

Της τέχνης του ανέφικτου
ασπάζομαι την πίστη
κι είμαι απ΄αυτή την άποψη ένας πιστός,
όμως είναι μια πίστη που τη λένε αυταπάτη.
Ξέρω
πως εδώ νοιάζονται για το εφικτό.
Αφήστε με, λοιπόν, να είμαι ένας αδιάφορος
για το τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο.
Για δείτε στις εικόνες τον Ιωάννη Βαπτιστή
πως φέρει σώος το κεφάλι του στους ώμους,
ενώ ταυτόχρονα μπροστά του το κρατεί επί πίνακι -
To θύμα απεικονίζεται ως θύτης.
Γι΄αυτό κι εγώ πίστη ομολογώ
στην τέχνη του ανέφικτου,
την τέχνη της αγάπης για ζωή και της αυτοκατάργησης
συγχρόνως.
`

*
2. Θαμμένα ευρήματα

Όταν προχωρήσει κανείς τόσο βαθιά μέσα στον παραλογισμό όπως εγώ
αποκτά πάλι ενδιαφέρον κάθε λέξη:
θαμμένα ευρήματα
που ξαναφέρνεις στο φως σκάβοντας όπως αρχαιολόγος:
η μικρή λέξη Εσύ -
ίσως μια γυάλινη χάντρα
που κάποτε κρεμότανε σε ένα λαιμό΄
η μεγάλη λέξη Εγώ -
ίσως πυρόλιθου θραύσμα
που μ΄αυτό ένας φαφούτης έξυνε
ένα σκληρό κομμάτι κρέας

`

*

3. Αποθέωση

Δώσ΄μου φαρμάκι να χαθώ ή όνειρα να ζήσω,
η ασκητική πλησιάζει στο τέλος της στις φεγγαρίσιες πύλες
που έχει ο ήλιος με το φως του πια ευλογήσει
και απ΄της πραγματικότητας απαλλαγμένα το ζυγό
θα πάψουν του νεκρού τα όνειρα
να θρηνούν για τη μοίρα τους.

Πατέρα, στους δικούς σου ουρανούς επιστρέφω τα μάτια μου όπως
γαλάζια σταγόνα στη θάλασσα.
Δεν υποκλίνεται ο μαύρος κόσμος τώρα πια μπροστά σε βάγια
και σε ψαλμωδίες,
χιλιόχρονοι όμως άνεμοι χτενίζουνε των δέντρων τα λυτά μαλλιά,
σβήνουν πηγές τη δίψα του μοναχικού διαβάτη,
τα τέσσερα σημεία τ΄ουρανού στέκουν ανώφελα γύρω απ΄τη νεκρική κλίνη
και των αγγέλων οι αιθέριες φορεσιές μεταμορφώνονται
με ένα μαγικό άγγιγμα
σε Τίποτα.

`

*

4. Δεκαδικά θραύσματα

Τα λουλούδια στο παράθυρο κοιμούνται,
ξεχειλίζουν τα μάτια της λάμπας με φως,
καρφώνει με άδεια μάτια το παράθυρο έξω το σκοτάδι,
τα κάδρα άψυχα δείχνουν τις ίδιες πάντα γνώριμες συνθέσεις
και στους τοίχους κοντοστέκονται οι μύγες και συλλογιούνται.

Γέρνουνε τα λουλούδια στη νυχτιά, η λάμπα υφαίνει φως,
σε μια γωνιά η γάτα κλώθει το μάλλινο νήμα και νανουρίζεται,
στη φωτιά ασθμαίνει το λεβέτι του καφέ γλυκιά θαλπωρή
και τα παιδιά παίζουνε σιωπηλά στο πάτωμα με λέξεις.

Λευκοστρωμένο το τραπέζι περιμένει κάποιον
που το βήμα του δεν θ΄ακουστεί ποτέ στη σκάλα.

Ένα τρένο μακριά διαπερνά τη σιωπή
χωρίς ν΄αποκαλύπτει το μυστικό των πραγμάτων.
Η μοίρα όμως, μετρά τους χτύπους του ρολογιού με δεκαδικά θραύσματα.

`

*

5. Άνθρωπος και Αντι - άνθρωπος

Πιστεύω στον μοναχικό άνθρωπο,
αυτόν που πορεύεται μόνος,
χωρίς να τρέχει σαν σκυλί πίσω απ΄τα χνάρια του
και των ανθρώπων την οσμή, λες κι είναι λύκος, δεν την αποφεύγει:
Άνθρωπος και την ίδια στιγμή Αντι-άνθρωπος.

Πώς γίνεται η συνύπαρξη εφικτή;
Διέφυγε απ΄ τον πάνω, τον εξωτερικό δρόμο -
ό,τι είναι ζώο στους άλλους, ζώο είναι και σε σένα.
Πήγαινε απ΄τον κάτω, τον εσωτερικό δρόμο -
ό,τι είναι μέσα σου βυθός, βυθός είν΄και στους άλλους.
Είναι δύσκολο να συνηθίσεις τον εαυτό σου.
Είναι δύσκολο να συνηθίσεις χωρίς τον εαυτό σου.

Όποιος όμως το κατορθώσει, δεν θα εγκαταλειφθεί ποτέ.
Όποιος όμως το κατορθώσει, θα είναι πάντα αλληλέγγυος.
Γιατί το Άβολο είναι μακροπρόθεσμα
το μόνο Βολικό.
`

*

6. Την ένιωσα όμως

Αν μπορούσα να περιγράψω Το Ύψιστο,
θα έπαιρνα μπλε
και δυο σπυριά χρυσάφι:
ένα αστέρι πάνω από την κεφαλή
κι ένα στα πόδια κάτω
και κάτω από τα πέλματα ένα αντιφέγγισμα
που καταλήγει σε αστέρι.
Αν μπορούσα να περιγράψω το Πλάτος
θα έπαιρνα μια αγκαλιά,
γιατί έχω αισθήσεις,
σφαλερές και πρωτόγονες,
που δεν καταλαβαίνουν την πραγματικότητα που Υπάρχει -
Δεν υπάρχει αστέρι,
όπου έχεις το κεφάλι σου,
μήτε κέντρο υπάρχει,
εκεί που στηρίζεις τα πόδια σου,
μα μια ελάχιστη άχνα απ΄τη Χάρη σου
την ένιωσα όμως.

`

*

7.Θεός και Διάβολος

Ο Διάβολος είναι Θεός
και ο Θεός, Διάβολος
κι εγώ είχα μάθει
να τους λατρεύω και τους δυο,
τον ένα με τον ένα
τον άλλο με τον άλλο τρόπο.
Μα οι τρόποι ήταν όμοιοι,
γιατί και με τους δυο απαιτούσα.
Μέχρι που γνώρισα
τον έρωτα:
μια σχισμή
ανάμεσα στους δυο μαχητές,
τον έρωτα:
μια χαραμάδα φως
ανάμεσα στα ματωμένα χείλη,
τη χαράδρα απ΄όπου οι εκλεκτοί
περνούν
στον κόσμο των αδιάφορων -
των αδιάφορων που προσκυνούν τον ένα Θεό,
των αδιάφορων που προσκυνούν τον ένα Διάβολο.

`

*

8. Ό,τι απομένει

Την άνοιξη ή το φθινόπωρο -
ποιά διαφορά έχει;
Στα νιάτα ή στα γηρατειά -
κι ύστερα;
Έτσι κι αλλιώς θα χαθείς
απ΄την εικόνα του Όλου.
Έχεις χαθεί, χάθηκες
τώρα, μόλις πριν λίγο,
πριν χίλια χρόνια.
Όμως αυτός ο χαμός σου
έχει απομείνει

`

*


9. Η μαύρη εικόνα

Η μαύρη εικόνα
κάτω απ΄το ασήμι είναι λιωμένη απ΄τα φιλιά
Η μαύρη εικόνα
κάτω απ΄το ασήμι είναι λιωμένη απ΄τα φιλιά
Κάτω απ΄το ασήμι
η μαύρη εικόνα είναι λιωμένη απ΄τα φιλιά
Κάτω απ΄το ασήμι
η μαύρη εικόνα είναι λιωμένη απ΄τα φιλιά
Ολόγυρα της
το άσπρο ασήμι είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Ολόγυρα της
και το μέταλλο ακόμα είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Κάτω απ΄το μέταλλο
η μαύρη εικόνα είναι λιωμένη απ΄τα φιλιά
Α, μαύρο, μαύρο
που είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Μαύρο μέσα στα μάτια μας
που είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Ό, τι ευχηθήκαμε
είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Το απευκταίο
είναι γεμάτο φιλιά, λιωμένο απ΄τα φιλιά
Απ΄ό,τι γλιτώσαμε
είναι λιωμένο απ΄τα φιλιά
Και ό, τι ευχόμαστε
είναι κι αυτό πολυφίλητο, γεμάτο φιλιά.
`
Σ.τ.Μ.: Ο Gunnar Ekelöf έγραψε το ποίημα «Η μαύρη εικόνα» - που παρατίθεται ακολούθως και στην σουηδική γλώσσα - εμπνευσμένος από μια εικόνα της Θεοτόκου που είδε σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη.

`

*
Den svarta bilden
under silver sönderkysst
Den svarta bilden
under silver sönderkysst
Under silvret
den svarta bilden sönderkysst
Under silvret
den svarta bilden sönderkysst
Runt kring bilden
det vita silvret sönderkysst
Runt kring bilden
själva metallen sönderkysst
Under metallen
den svarta bilden sönderkysst
Mörker, o mörker
sönderkysst
Mörker i våra ögon
sönderkysst
Allt vad vi önskat
sönderkysst
Allt vad vi inte önskat
kysst och sönderkysst
Allt vad vi undsluppit
sönderkysst.
Allt vad vi önskar
flerfaldiga gånger kysst.

`

`

************************************************************
`

Ακούστε τον Gunnar Ekelöf να απαγγέλει το ποίημα « Η μαύρη εικόνα», 1965: ΕΔΩ

`

***********************************************************

Ζώντας τη ζωή*   (μτφρ.: Γιώργος Καρτάκη)

`

Ο Gunnar Ekelöf έζησε ως ποιητής με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στο παρελθόν. Δεν θρηνούσε, ωστόσο, τη χαμένη ευτυχία, αλλά επιδίωξε να ανακαλύψει ένα δρόμο πέραν αυτής της αναντικατάστατης απώλειας. Για τον Ekelöf η ποίηση - όπως και η ζωή -ταυτιζόταν με μιαν ατέρμονη αναζήτηση.

Ο σημαντικότερος Σουηδός ποιητής του 20ΟΥ αιώνα παρέμεινε όλη του τη ζωή μακριά από ομάδες και ομαδοποιήσεις. Μετά την πρώτη του ποιητική συλλογή «Στον κόσμο είναι αργά», το 1932, για την οποία η κριτική της εποχής απεφάνθη ομόφωνα με καυστικά σχόλια, τον ακολούθησε η ετικέτα του σουρεαλιστή.
Λίγα χρόνια αργότερα, απαντώντας σε ένα άρθρο, ο Ekelöf διατύπωσε την άποψη πως ο ποιητής που καταφέρνει να διαρρήξει τα στενά πλαίσια του εαυτού του και να εκφραστεί, δεν αφήνεται σε επιρροές, πολύ δε περισσότερο «ένας ποιητής αναγνωρίζει τον εαυτό του σε κάθε τι Παλιό και Νέο, αλλά και , πέραν τούτου, μέσα στο Χρόνο, στο μεταβαλλόμενο φως που ρίχνει ο Χρόνος πάνω σε μια εικόνα, κάνοντας την έτσι να ζει και ν΄αλλάζει». Η αυτονομία του γίνεται εν τέλει αισθητή και μόνο από το γεγονός, ότι, από την δεκαετία του τριάντα έως σήμερα, δεν υπάρχει κάποιο σουηδικό ποιητικό ρεύμα που να μην τον επικαλείται ως πρόδρομο.
Η ποίηση του χωρίς να είναι εύκολα βατή, τονίζει με αμεσότητα μεμονωμένους στίχους και εικόνες, αφήνοντας ένα ιδιαίτερο απόηχο. Ο Ekelöf πάσχιζε να αποφύγει κάθε συμβατική λογοτεχνική φόρμα, επιθυμούσε ποιήματα που να είναι κοντά στη ζωή, έκφραση μιας στάσης ζωής. Πτυχές, ωστόσο, τόσο του περιβάλλοντος, στο οποίο δημιουργήθηκαν τα ποιήματα, αλλά και της προσωπικότητας του ποιητή, ο οποίος καλλιεργούσε σκόπιμα αυτή του την ιδιορρυθμία, μπορούν να καταστήσουν εφικτή την πρόσβαση στο έργο του.

Οι τέσσερεις ποιητικές συλλογές «Strountes»(Τρέλλες), «Opus incertum», «En Mölna -Elegie»(Μια ελεγεία της Μέλνα) και «En natt i Otoac» (Μια νύχτα στο Οτοάκ), κυκλοφόρησαν μεταξύ 1955 και 1961, όταν, δηλαδή, ο δημιουργός τους βρισκόταν ήδη σε ώριμη ηλικία. Τα θεματικά τους ωστόσο μοτίβα αναφέρονται σε παλαιότερα βιώματα, ενώ πολλά από τα ποιήματα έχουν στο πέρασμα του χρόνου ξαναδουλευτεί και δημοσιευθεί σε μια λίγο διαφορετική μορφή.

Έτσι τον βλέπουμε για παράδειγμα να παρατηρεί, κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού με την μητέρα του, στην προκυμαία της Νίκαιας στην Γαλλία ένα ψαρά καθώς τραβά ένα χταπόδι από το νερό. Η εντύπωση που ασκεί πάνω του το πολυπλόκαμο ζώο με τα παγωμένα, «χθόνια και γυαλιστερά του μάτια» καταγράφεται σε ένα από τα νεανικά του ποιήματά και επιστρέφει μεταλλαγμένη, συμβολίζοντας την αινιγματικότητα του ανθρώπου, στις ποιητικές συλλογές «Opus incertum», «Μια ελεγεία της Μέλνα» και «Μια νύχτα στο Οτοάκ». Το παρόν, λοιπόν, κατακλύζεται στον Ekelöf διαρκώς από το παρελθόν. «Κάθε εικόνα μοιάζει σαν να έχει ωριμάσει για χρόνια όπως το κρασί σε ένα άρτιο κελάρι, τη στιγμή όμως της αποσφράγισης, τη χαρακτηρίζει η φρεσκάδα και η αμεσότητα της ζωντάνιας του παρόντος», γράφει ο Σουηδός κριτικός Όλαφ Λάγκερκραντς για το έργο του.

Ο Λάγκερκραντς ήταν επίσης εκείνος που του εξασφάλισε και ένα μικρό εισόδημα: ανήκοντας στην ομάδα σύνταξης μιας ημερήσιας εφημερίδας είχε τη δυνατότητα να του αναθέτει την συγγραφή άρθρων προς δημοσίευση. Ο Ekelöf καταγόταν από εύπορη μεν οικογένεια, έχασε όμως την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μέσα σε μια νύχτα ύστερα από την χρεωκοπία της εταιρίας κατασκευής σπίρτων Κρόιγκερ το 1932.
Ο Ekelöf διατήρησε την αίσθηση για ποιότητα, που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό και τα ποιήματά του, σε όλη του τη ζωή σε σχέση με τα ρούχα, τα έπιπλα, τις συλλογές έργων τέχνης και την διατροφή του. Τα προς το ζην έπρεπε ωστόσο, μετά το 1932, να τα αποκτήσει με κόπο μέσω πώλησης μεμονωμένων ποιημάτων, της συγγραφής άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά, την κριτική βιβλίων και υποτροφιών.

Ο Ekelöf δεν ακολούθησε ποτέ ένα συμβατικό, μικροαστικό τρόπο ζωής. Σπούδασε Ανατολική Φιλοσοφία στο Λονδίνο και την Ουψάλα καθώς και μουσική στο Παρίσι, οι σπουδές όμως αυτές έγιναν με σκοπό την δική του εμβάθυνση και ενασχόληση με αυτές τις επιστήμες. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Φάσμα» και μετάφρασε στα Σουηδικά νουβέλες του Προυστ, καθώς και ποιήματα των Ρεμπώ και Ελυάρ. Κατά τα έτη 1933 και 1934 εξέδωσε δυο τόμους με μεταφρασμένη γαλλική ποίηση, ενώ εκτιμούσε ιδιαίτερα συγγραφείς όπως ο Έλιοτ και ο Πάουντ. Υπήρξε επίσης άριστος γνώστης τόσο της σκανδιναβικής όσο και της αρχαίας λογοτεχνίας.
Παρά την καλλιέργεια που διέθετε, υπήρξε άνθρωπος που αγαπούσε την πεζή καθημερινότητα. Ήταν γνωστός για το χιούμορ του μεταξύ συγγενικών προσώπων και φίλων, του άρεσαν τα κόμικς και είχε δημιουργήσει και ο ίδιος, από την εποχή των γυμνασιακών του σπουδών στη Στοκχόλμη, μια συλλογή από αλλόκοτα σχέδια και ποιήματα, των οποίων μια επιλογή δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του.

`

Ποίηση και Αντι - ποίηση

Ήδη ο τίτλος της συλλογής «Τρέλες», που εκδόθηκε το 1955, αναφέρεται σε αυτές τις καθημερινές, τετριμμένες στιγμές. Όπως και οι επόμενες συλλογές περιέχει και αυτή ποιήματα με μια δόση περιπαικτική ειρωνείας. Για παράδειγμα το ποίημα «Μύθος»: « Ένα αρνίσιο παϊδάκι αποφάσισε:/Εμένα δεν θα με φάει κανείς!/Σύντομα ήταν γεμάτο σκουλήκια/ σάπιο, λησμονημένο». Ή το ποίημα «Γάτες» από την συλλογή «Opus incertum»: «Λες πως μια γάτα δεν είναι άνθρωπος,/δεν είναι Χριστιανός -/Πολλές έχω δει!/ Έπαιζαν με ένα ποντίκι που σφύριζε καθισμένο στα πίσω του πόδια/Το άφηναν,/για να πεθάνει μόνο του απ΄τον τρόμο/χωρίς άλλες πληγές παρά μόνο μικρές αμυχές,/σαν δαγκώματα αγάπης.»

Και στις τρεις συλλογές υπάρχουν αυτά τα «αντιαισθητικά και εν μέρει αντιποιητικά» ποιήματα, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Ekelöf, πλάι σε άλλα, σημαντικά, των οποίων η θεματολογία είναι σοβαρή. Το συγκινητικό ποίημα «Αρσινόη» ανοίγει για παράδειγμα τη συλλογή «Τρέλες»: «Τυλίγω, τυλίγω τις γάζες αυτές/γύρω απ΄τα μάτια των αγαπημένων μου, γύρω από την ψυχή τους/Με ωχρό, με σβησμένο μελάνι σχεδόν/ σχεδιάζω στις λινόγαζες/σύμβολα μυστικά/ που θέλω να τυλίξω όπως νανούρισμα γύρω απ΄την ψυχή τους - …» Ο τίτλος «Αρσινόη» αναφέρεται σε νεκρικά πορτραίτα, καθώς Αρσινόη είναι το κεντρικό σημείο της όασης Φαγιούμ στην Αίγυπτο, όπου έχουν βρεθεί οι γνωστές νεκρικές μάσκες - πορτραίτα που τοποθετούνταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού ή της νεκρής. Στο ποίημα, διασκελίζει το λυρικό Εγώ το Χρόνο και κάνει το πένθος, σε συνδυασμό με μια μεγάλη τρυφερότητα, αισθητό.

Άλλα ποιήματα φωτίζουν την προσωπικότητα του ποιητή: «Καλά μόνο τη νύχτα αισθάνομαι /μόνος με την μυστηριώδη λάμπα/ λυτρωμένος από την πιεστική μέρα/ σκυμμένος πάνω από μια δουλειά που δεν τελειώνει…» ή «Αυτός που ζει για κάτι σπουδαίο, είναι ευτυχής,/ μα όποιος το ψάχνει στα πολλά,/στην ποικιλία,/θα φτάσει να είναι άδειος όπως εγώ και αποκαμωμένος…»
Σε αρκετά ποιήματα επίσης καταγράφονται εντυπώσεις από ταξίδια. Όταν το επέτρεπε η οικονομική του κατάσταση ή ο χειμώνας ήταν σκοτεινός και μακρύς, ταξίδευε με την σύζυγό του Ίνγκριντ στη Νότια Ευρώπη. Για παράδειγμα στο ποίημα «Ελλάδα»Ω, ασπρισμένη εκκλησιά/με πολυφίλητες εικόνες!/Κλεισμένη είναι η πόρτα σου/μόνο μ΄ένα καρφί κι ένα μάλλινο νήμα/όπως αυτό που βρίσκεις μέσα στ΄αγκάθια/ και το τυλίγεις στα δάχτυλα…»

`

Μυστικισμός και μουσική

«Η ποίηση είναι για μένα μυστικισμός και μουσική», γράφει ο Ekelöf το 1947. «Μυστικισμός δεν σημαίνει έκφραση συγκεχυμένων θέσεων, αλλά βίωση της ζωής, τη συνειδητοποίηση του αιώνια διερχόμενου, της διαφοροποίησης, της επαναφοράς σε αυτό που έχει να κάνει με την εικόνα, τον ήχο, τη σκέψη, το συναίσθημα και τη ζωή. Το κυριότερο είναι η κίνηση αυτή καθαυτή. Η αίσθηση της ολότητας; Ναι, το νόημα της ζωής βρίσκεται μέσα στο ότι ήρθαμε για να ζήσουμε και … να βιώσουμε τη ζωή.»
`

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύθηκε στην ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung στις 23.03.2002.

**Ευχαριστώ θερμά τον φίλο, συγγραφέα και μεταφραστή, Ronald Erb. Χωρίς τις γνώσεις του για το έργο του G. Ekelöf, η παρούσα ανάρτηση θα ήταν ελλιπής.

Νίκος Ερηνάκης, «ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά», εκδ. Γαβριηλίδη 2013 (μετάφραση στα αγγλικά: Γιάννης Γκούμας)

$
0
0

`

Απ΄ την Ενότητα: «η μόνη μυθική εποχή είναι το μέλλον»
`
II

H λήθη έχει χρώμα κίτρινο

Δεν υπάρχουν ανάγκες
Δεν χρειάζονται νόμοι
Aναμένουμε τους εξόριστους

Οι δρόμοι ήταν αρκετοί
Κι έπρεπε να επιλέξουμε έναν

Προς αυτό το άλλο που αν δεν ήδη υπάρχει
Μπορεί να υπάρξει
Εκεί που η εξουσία πλέον δεν θα έχει τι να εξουσιάσει

Η σάρκα μας απολογήθηκε
Το μυαλό μας ποτέ

Μα όλα χειροτερεύουν με το χρόνο

Συνεχίζουμε να πέφτουμε
Παραμένοντας υποχρεωμένοι στο θάνατο

Βρισκόμαστε στα σύνορα

Έχει χελιδόνια εδώ

Είχαμε να θυσιάσουμε και θυσιάσαμε

Ανακαλύψαμε καθρέφτες
Και απειλούμε την ομορφιά μας

Πετάξαμε πέτρες στον αέρα
Και τρέξαμε να τις φτάσουν πριν πέσουν

Εδώ στο άκρο του ύπνου
Κάθισε μαζί μας η αρρώστια

Και να βρωμάει η γνώση των παιδικών χρόνων
Πρώτα τραγουδιέται ο πόνος και μετά η χαρά

Κρυφές καρδιές που αναζητήσαμε

Δεν είδαμε το φόβο στη σκόνη
Αλλά στη διαφάνεια

Παρακολουθήσαμε τους εαυτούς μας
Απατηλούς μα αφυπνισμένους

Ενώσαμε τις κρύπτες
Που ελλοχεύουν μέσα μας

Ξυπνήσαμε τον έρωτα από τις καβαλίνες

Με μια αδήριτη ανάγκη για νυχτερινούς φόβους
Την πρώτη Παρασκευή του νέου φεγγαριού

Υδράργυρος, θειάφι και αλάτι
Σε μια ζωή εμμένειας

Κλαίμε σαν υοσκύαμοι που μας ξερίζωσαν

Η μόνη μας ελευθερία
Η επιλογή μιας αίρεσης
Που θα μας οδηγήσει όλους σε κάτι απατηλά κοινό

Κανείς δεν αναπνέει από μόνος του

Αφού δεν έχει ψάρια εδώ
Ας βουτήξουμε γυμνοί στη θέση τους

Φέρε ιεράν ζωήν εις τον μύστην τον νέον

Κι ας πεθαίνουν οι ονειροπόλοι

Δεν πεθαίνουν ποτέ τα όνειρα

Ας περπατήσουμε

Κι ας μην έφτασε ποτέ κανείς

Μας απέμεινε το μεθυσμένο μας μέλι
`

***

II

Oblivion is yellow coloured

There are no needs
No need for laws
We wait for the exiles

There were quite a few roads
And we had to choose one

Towards that other which if it doesn’t already exist
It can exist
Where authority has nothing more to command

Our flesh apologized
Our mind never

Everything worsens in time

We continue falling
While remaining obligated to death

We are on the borders

There are swallows here

We had to sacrifice and sacrifice we did

We discovered mirrors
And threaten our beauty

We threw stones up in the air
And ran to catch them before they fell

Here on the edge of sleep
With us sat illness

And yes, childhood knowledge stinks
First is pain sang and then joy

Secret hearts we looked for

We didn’t see fear in the dust
But in transparency

We kept a watch on ourselves
Deceptive but awake

We joined the hideouts
Lurking inside us

We awoke love from the dung

With dire need of nocturnal fears
On the first Friday of the new moon

Mercury sulphur and salt
In a steadfast life

We weep like uprooted henbanes

Our only freedom
Is the choice of a heresy
That will lead us to something deceptively common

No one breathes by himself

Since there are no more fish here
Let us plunge naked in their place

Give a sacred life to the young mystic

Daydreamers may die
But dreams never do

Let us walk
Even if no one has ever reached his destination

We are left with our intoxicated honey

`

*******************************************


Από την Ενότητα: «η λάμψη θα μας συναντήσει όπως χορεύεις την κραυγή»

`

I

Τέρμα η αμέριστη αφθονία

Ήταν θέμα φόβου και όχι ηδονής’
Η έλξη της απώλειας
Και η μέθη της επανάκτησης

Στρώστε
Σημασία έχει να τραφούμε

Απεγνωσμένες εποχές
Κληρονομημένες αναπαραστάσεις
Μας νίκησαν οι συνειρμοί μας

Εκπρόθεσμοι και πάλι

Ζηλεύουμε τη ζωή
Όσων επιλέγουν να πεθάνουν

Αναζητούμε την πορνογραφία του πνεύματος

Προχωρούμε με ό,τι δεν μας ανήκει
Μειδιώντας γοητευτικά
Θολωμένοι από αθώες διαστροφές
Υποκρινόμενοι σε κάθε τυχαίο φως
Τόσο αναθεματισμένα μοναδικοί και όμορφοι

`

***
`
Ι

So much for undivided abundance
It was a matter of fear and not pleasure;
The attraction of loss
And the elation of recovery

Lay the table
It’s important that we eat

Desperate times
Inherited enactments
Our associations overcame us

Late yet again

We envy the life
Of those who choose to die

We are after the intellect’s pornography

We proceed with what doesn’t belong to us
With a pleasant smile
Confused with innocent perversions
Feigning at every chance light
So damn unique and handsome that we are

`

**********************************************

`

III

Μακριά από πέπλα

Δεν έχει γωνίες πια η αγάπη μας·
εξημερώθηκε

Ακούς τη μυρωδιά;
Mια ελευθερία πιο ελεύθερη μας αναζητάει

Ένας αντίλαλος
Μόνο πατρίδες υπάρχουν εδώ

Δεν είναι τα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν
αλλά ο χώρος ανάμεσά τους

Μοιχευτήκαμε
Για όσα σχεδόν θα ζήσουμε
Παρεκτραπήκαμε
Προς το μοναδικό νήμα

Μέχρι η ελευθερία να μας ικετέψει

Για όσα σπαθιά δεν κρατήσαμε
Για τη θλίψη του θαύματος

Όπως φιλιούνται οι εχθροί
Όπως αναβλύζουν τα μάτια σου μέσα από ό,τι αντικρίζω

Ο κόσμος μια μέρα θα διαλυθεί·
Όχι από εμάς αλλά για εμάς

Και υπέροχη όπως είσαι
Άβατη και εφήμερη
Πέφτοντας προς τον ουρανό
Εκείνη τη μέρα μαζί σου θα σμίξω

Δεν είναι παιχνίδι πια

Στέκομαι στον άνεμο
Στους ψιθύρους που ερεθίζουν

Πόσα λουλούδια έγειραν;

Χωρίς εσένα θάνατε όλα θα αναβάλλονταν

Τόσες θυσίες για ένα μαζί
Μόνο μέσα από τάφους ξέρεις να έρχεσαι άνοιξη
`
****
III

Away with veils

Our love has no more angles
It has appeased

I wonder if you can hear the smell
A freer freedom looks for us

An echo
There are only homelands here

It’s not things that need to change
But the space between them

We adulterated
Well-nigh everything we are to live
We deviated
From the only tape

Till freedom implored us

For what swords we didn’t hold
For the miracle’s sorrow

As enemies kiss each other
As your eyes well from what I see

One day the world will break up;
Not by us but for us

And divine as you are
Inaccessible and ephemeral

Falling skywards
That day I’ll join you

It’s no longer a game

I stand in the wind
In the stimulating whispers

How many flowers have bent

Without you, death, everything would be deferred

So many sacrifices for togetherness
O spring, only through graves you know how to come
`
***************************************************

Aπό την Ενότητα: «δεν είμαι ακόμα έτοιμος για όμορφες μέρες»

`

V

Αυτές τις μέρες δεν μ’ αρέσει να βγαίνω πολύ απ’το σπίτι

Δεν ανθίζουν πια γαλάζιες βιολέτες

Και δεν νομίζω πως είναι κανείς έτοιμος να αλλάξει
Για να τις ξαναδεί

Αν θυμάσαι το μέρος
Από εκεί ξεκίνησα

Πού είναι όμως τώρα η βαθιά γνώση

Για μια φορά θα υπερασπιστώ την ενηλικίωση
Όλες τις μεταμορφώσεις  τηςπου υπομείναμε

Είμαι η μόνη μου πληγή
Απόδειξη της αλήθειας μου

Μην με ξαναρωτήσεις τιεννοώ

Θαπροτιμούσα να είμαι πηγή έμπνευσης για κάποιον που γράφει
Παρά να γράφω

Μοιάζει μεσυμφωνία του αγνώστου
H αργοπορία της καθημερινότητας
Mε δελεάζει ησκόνη

Πραγματικότητα·πόσο ευάλωτη είσαι

Μακριά από την περίμετρο
Η αγωνία εξαφανίζεται στο κέντρο
Δεν υπάρχει πια ηχώ

Θάνατε πήδα· Θα σε πιάσω

Το σκοτάδι δεν κατανοεί το φως
Ίσως και το αντίθετο
Όπως και να‘χει άσ ’ τα να παλεύουν

Έχουμε τις δικές μας μάχες να δώσουμε

`

***

V

These days I don’t like going out much

Blue violets are no longer blossoming
And I don’t think anyone is ready to change
In order to see them again

If you remember the place
It was from where I set out

But where now is deep knowledge

For once I’ll champion the coming of age
All its transformations that we endured

I am my only wound
Proof of my truth

Don’t ask again what I mean

I’d rather be a source of inspiration to someone who writes
Than me writing

It’s like agreeing with the unknown
The delay of everydayness
Dust lures me

Reality, you are so susceptible

Away from the perimeter
Anguish vanishes in the centre
There’s no more echo

Death, jump
I’ll catch you

The dark doesn’t comprehend the light
And vice versa perhaps
Whichever way let them vie with one another

We have our own battles to fight


Ευγενία Μεταξά, Τρία Ποιήματα

$
0
0

Κατόρθωμα

Ο μίτος της Αριάδνης
ξετυλίγεται πάλι
να σώσει απ’ το λαβύρινθο
τους άλλους,τους υπόλοιπους.
Εκείνη περήφανη για το κατόρθωμά της
μιλά!
Ουρλιάζει η γλώσσα της
βοήθειαααα.!
Ω αιώνια δύναμη του θήλεος
αξίνα της ζωής
ορίζει και διευρύνει τους ορίζοντες,
γεωτρίζει στριμωγμένα.
Σύμβολο εποχής
ολοζώντανη,αμφιταλαντεύεται,πλανεύεται στο σήμερα ,
να βρεί τ’όνειρο
μ’ένα αστέρι κρυμμένο
σε αντρική γροθιά!
Μικρή Αριάδνη,ζεστή σπορά
γεννάει την πολύμεστη σοδειά σου.

`

***

Με ακροβάτη

Δεν λυσσομανούμε στην άκρη της γης,
ούτε φοράμε κελεμπία σε αραβικό χορό
να τέρψουμε την πληθώρα μας.
Δεν παραβιάζουμε τους κανόνες μας
γιατί έτσι επιθυμούμε,
ούτε γνωρίζουμε να ξεμακραίνουμε
κράζοντας τα πλήθη.
Δεν κρατάμε σκυλίσια στα δόντια
την απόδειξη χρέους,
ούτε ανάβουμε τα φώτα.
Δεν στυλιζάρουμε το ποιόν μας
σε κάδρα και ορθοδοξίες ειδότες
εικόνων που άλλοι πιο πριν ζωγράφισαν,
ούτε αναλογιζόμαστε να σταματήσουμε την νεροποντή.
Δεν μισούμε τις καταιγίδες τα απόνερα και την απανεμιά,
ούτε όταν κρυβόμαστε.
Μόνο ακροβατούμε σε τεντωμένο σκοινί
χωρίς δίχτυ,
στου κόσμου τα τσίρκα.

`

***

Πιο μεγάλο

Τι είναι Ποιητή
πιο μεγάλο από αυτό που σε κρατάει,
σε λυγάει,δεν σε σπάει
σαν άγαλμα;
Μα σαν κλαράκι ,όποια στροφή
κι’αν πάρει επανέρχεται.
Ο άνεμος,ο έρωτας ,οι φίλοι,η φύση
το άπιαστο όνειρο;
Το χώμα;

`

***********************************

Η Ευγενία Μεταξά γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Κορυδαλλό. Πήγε στο Λονδίνο για σπουδές secreterial, επέστρεψε και εργάστηκε σε τράπεζα επί 31 χρόνια.Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 2009 με τίτλο“Χωρογραφήματα”,εκδόσεις Διάττων ,η δεύτερη το 2013 με τίτλο “Ανά πάσα στιγμή”, εκδόσεις Απαρσις. Τώρα, τον περισσότερο καιρό ζει στη Δάφνη Καλαβρύτων όπου ασχολείται με την βιολογική καλλιέργεια. Εχει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο.

«Ο ήχος του τοπίου (στα νεανικά διηγήματα του Μ. Καραγάτση)»

$
0
0

[author] Του Σωτήρη Παστάκα [/author]

Από την ομηρική Τροία στο spleen του Παρισιού και στη Λεωφόρο Νιέφσκι, ο τόπος στη λογοτεχνία έχει αναδεχθεί πολλές φορές σε κύριο ήρωα. Η ανακλητική δύναμη του τοπίου στη σύγχρονη λογοτεχνία από τον Προυστ με «τα ονόματα τόπων» έως το Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς, το ονειρικό Μπουένος Άιρες του Μπόρχες και το φανταστικό Μακόντο στα «εκατό χρόνια μοναξιάς» αποτελούν πλέον τη γεωγραφία του σύγχρονου αναγνώστη. Σε αυτή την αναγνωστική γεωγραφία ο νεαρός Καραγάτσης προσθέτει τον κάμπο της Θεσσαλίας και τη Ραψάνη.

«Το βράδυ σαν οι πλαγιές αντηχούσαν από τα κουδούνια του γυρισμού των κοπαδιών», διαβάζω στη δεύτερη μόλις σελίδα του νεανικού διηγήματος «Η Αννούλα» και μπροστά μου χάρη σ’ αυτά τα σελαγίσματα στήνεται όλο το σκηνικό της ιδιαίτερής μου πατρίδας, της Ραψάνης. Μνήμες θαμμένες 50 χρόνια μέσα μου, ξαναζωντανεύουν: είμαι δέκα χρονών, φοράω κοντά παντελόνια, έχω τους αγκώνες και τα γόνατα μαυρισμένα από τις τούμπες και τις μπάλες, και στην τσέπη κρύβω την πρώτη μου σφεντόνα που μου χάρισε μόλις ένας μεγαλύτερος φίλος μου για τις υπηρεσίες που του πρόσφερα να ξεμοναχιάζει τη ξαδέρφη μου. Κάνουμε τη βόλτα με τις ξαδέρφες μου στο Ανήλιο. Από τον άγιο-Αθανάσιο κατηφορίζαμε το ανήλιο μονοπάτι κατά τις πέντε το απόγευμα για να βγούμε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κι εκεί γευματίζαμε με σταφύλια, τυρί και ψωμί πριν μπούμε στην κεντρική βόλτα, στον επίσημο περίπατο της Γαστέρνας.

Το ξεκαλοκαιριό στη Ραψάνη συνοδεύονταν από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα: οι πλαγιές ζωντάνευαν από τα γέλια και τα τραγούδια. Σ’ ένα καλοκαίρι μεθυστικό κι έναν αέρα γεμάτο νιάτα και τραγούδια, νωρίς-νωρίς στα δώδεκά μου έδωσα και πήρα το πρώτο μου φιλί.

Πως ο Καραγάτσης επιβάλει το τοπίο χάρη στα «ακούσματα», τους χαρακτηριστικούς ήχους που τα συνοδεύουν: «είναι η άγια ώρα. Μια σκιά τριγύριζε το μπαλκόνι των τζαμιών με τα χέρια σηκωμένα σ’ Εκείνον. Και η φωνή του πιστού μουεζίνη αντηχούσε στο υγρό και φωτερό δείλι. –Αλάχ-ιλ-Αλάχ. Ένας είναι ο θεός και προφήτης του ο Μωάμεθ».

Σκέφτομαι τα παιδιά μας που διατρέχουν την Ελλάδα με τρένα, με ΚΤΕΛ, έχοντας τα ακουστικά του i-pod στα αυτιά, και διασχύουν μια Ελλάδα με προκάτ ήχους, που δεν αφήνονται στο φυσικό ήχο του τοπίου, το μονότονο τραμ-τραμ της σιδηροδρομικής τροχαιάς, στο μπιπ-μπιπ του αυτοκινητόδρομου, στο κρώξιμο των πουλιών, στο κελαρυστό γέλιο μιας νεαρής γυναίκας που σου προκαλεί αυθόρμητη στύση…

(Γ’ ΚΑΡΑΓΑΤΣΕΙΑ 4-6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ σε Λάρισα και Ραψάνη)

Δημήτρης Ι. Μπρούχος, Ανθολογία ποιημάτων

$
0
0

`

Από τη συλλογή «ΩΔΙΝΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ», εκδ. «τα τραμάκια», 1993

`

ΤΑ ΣΚΥΒΑΛΑ

Όλοι εσείς, ευυπόληπτοι και νομοταγείς
με την αξιοπρέπεια στο κούτελο,
που αφήνετε το σπέρμα σας στα πεζοδρόμια
και κουμπώνετε το παντελόνι σας επιδεικτικά
(σαν πράξη καλωσύνης)
στα όρια ενός καθωσπρεπισμού φαύλου σε βαθμό
κακουργήματος και μιας ξύλινης αδιαντροπίας,

ΣΥΝΤΗΡΕΊΤΕ την αλλοτρίωση
κι ούτε ένα τριφύλλι αίμα
για τις παιδικές σας φωτογραφίες που σας φτύνουν
μήτε μια ακίδα μνήμης στους βολεμένους πισινούς σας
απ’ τη σκαλωμαρία των λογισμών σας, κάποτε
ή έστω ένα τρύπιο βλέμμα
στα χρόνια του “Μεγάλου Ξεσηκωμού”.

Ας είναι…
Βλέπετε,
“πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα”

για τα σκύβαλα…


`
***********
ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ

Δεν είναι διασυρμός
να δανείζεις το κορμί σου στη νύχτα
δωρίζοντας τις χάρες του σε χείλη πρησμένα
απ’ τον πόθο.

Δεν είναι διασυρμός
ν’ ανάβεις και ν’ αφήνεσαι
να λειτουργήσει απόλυτα επάνω σου το πρωτόγονα
Ωραίο.

Δεν είναι διασυρμός
το να φανερωθείς όπως ποτέ δεν το ‘χεις κάνει
ούτε το ν’ αλλοιώσεις την εικόνα σου
με τους απανωτούς σπασμούς σου.

Διασυρμός,
είναι η ανάγκη σου να σκεπαστείς μετά την πράξη,
το να γυρίσεις πλάτη και να σκέφτεσαι,
γρήγορα-γρήγορα να τρέξεις να ντυθείς, να φύγεις,
διασυρμός
είναι να αισθάνεσαι χαράματα τα τελευταία φώτα να σε γδύνουν,
οι πιο θρασείς να σου κορνάρουν
κι εσύ ν αγωνίζεσαι να μαζέψεις το βλέμμα σου από καταγής,
μάταια…

Διασυρμός,
είναι ν’ αρνιέσαι αυτό που μόλις έκανες
πεισματικά να αποφεύγεις την αλήθεια
να απορρίπτεις τον εαυτό σου εσύ ο ίδιος,

διασυρμός
είναι να ομολογείς απρόσκοπτα μεταμέλεια,

κάθε φορά

κατόπιν εορτής…


`
*****


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΣΗ

μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου

Κρατάς ακόμα τη Σαλονίκη
σα μια κούπα ζεστό καφέ
στη γνώριμη θέση σου,
κάπου στην παλιά παραλία…

Κι η Σαλονίκη,
-μια άλλη Αντριάννα-
κρατώντας σε απ’ το χέρι σε γυρνάει
στις ρούγες και στις γειτονιές που αγάπησες
όσο τίποτα,

για να σ’ αποθέσει στην άκρη του πιο ματωμένου σύννεφου
και ν ανηφορίσεις την τελευταία
μοναχική σου πορεία…

Και οι χαμένοι έρωτες
κι όλοι οι αποχαιρετισμοί του κόσμου,
ακόμα κι αυτό το λευκό μυστικό
κι εκείνη η παντοτινή θεία τρέλλα, σε ζωγραφίζουν
πλοίο στο λιμάνι που φεύγει
και το ξεκινάνε,
γιορτάζοντας έτσι, εκεί,

την τελευταία σου δύση,

Φίλε…

`
*********************************************************

`

Από τη συλλογή: «ΝΕΚΡΟ ΣΗΜΕΙΟ ή Η ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ»,
εκδ. «Θεσσαλονίκη», 1985

`

ΕΚΠΟΙΗΣΗ

Ο παράδεισος κατέληξε
στο καφενεδάκι της γειτονιάς
και το τελευταίο χαμόγελο το στήσαμε κάδρο στον τοίχο.
Τα παλιά μας όνειρα τα γυρίσαμε στο φλυτζάνι
και με την πρώτη μας χίμαιρα
βάψαμε τα χείλη μας να φαντάζουν.
Αφεθήκαμε στο καραβάκι της γραμμής
σε ατέλειωτα πηγαινέλα.
Βασανίζουμε το μοναδικό μας Πόθο
σε αδέξιες συνουσίες μέχρι να μας μισέψει

Κι αφουγκραζόμαστε την έρημη νύχτα που θα εναλλάσσεται…

Εμείς,
από κακή συγκυρία
ένα αζήτητο δέμα

σ ένα χώρο, που δηλώνει

Εκποίηση…


`

`

**********************************************************

Από τη συλλογή «ΝΟΥΜΗΝΙΑ ή ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ», εκδ. «τα τραμάκια», 1996
`

ΚΑΤΑΔΥΣΗ

Πρέπει να κατεβώ μέχρι το μηδέν
Να πήξω τη γλώσσα μου
Να λύσω το χορό των συμφώνων
Να λάβω το χρίσμα των φωνηέντων
Να ξεντυθώ το χιτώνα των Πρωτοπλάστων

Και ν’ ανοίξω τον κύκλο των εργασιών μου
Σκάβοντας βαθιά
Για τον Ουρανό.


`

******

ΔΟΣ ΜΟΥ

Δος μου την άκρη σου
Να τη φορέσω μάρτη

Δος μου το Λόγο Σου
Να μεταλάβω απ’ το Απόλυτο
Οδύνη,
Έτσι που φως κι υπομονή
Στο ρόγχο της ημέρας να βλαστήσω

Δος μου την ίδαση
Να ερωτευτώ τα κρίνα και τη φτέρη
Και τα παράταιρα πουλιά του Απείρου

Δος μου τη γρήγορση

Ν’ αγγίξω τη ζωή.

`

*******

ΣΩΜΑ ΦΩΤΟΣ

Σώμα φωτός
Θαλπωρή του Αφανέρωτου
Στη λιποψυχία του επιπεφυκότος.

Κι η ελιά η τρισμέγιστη
Χερουβική υμνωδία στο Παν
Μα οι ορδές των αφρόνων
Πορεία Τέλους.

Το πορφυρό των πιο μεστών μου χρόνων
Βορά
Στη μνησικακία του ασφόδελου.

`

***********************************************************

Από τη συλλογή «ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΘΑΝΑΤΟΥ», εκδ. «τα τραμάκια», 1990


`
`

ΑΠΩΛΕΙΑ

Αρκούντως αρκούμενοι,

συγκατατεθήκαμε.

`

Αρκούντως αρνούμενοι,

εξοστρακιστήκαμε.

`

Εν κατακλείδι,

απωλεστήκαμε…

`

*******

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κοπέλλες,

κεντούσαν τον υμέναιο.

`

Γυναίκες,

υφαίναν τη θλίψη.

`

Τώρα,

αφουγκράζονται το Τίποτα

που υπήρξαν.

`

*********************************************************

Από τη συλλογή «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», εκδ. «απόστροφος», 2007
`

ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ

Συμμαζεύω λέξεις, σκέψεις, βιώματα
Επικεφαλίδες, μετρώ και ξαναμετρώ
Τοδιανυθέν μήκος με
Αστιγματική ματιά.
Κεφάλαια σκόρπια, συνδέσεις πρόχειρες
Δρωμένων επιπόλαιες συρραφές
Εικόνων
Το χθες σήμερα επιτακτικό
Ζητάει εξηγήσεις και πιάνει τους λογαριασμούς
Που μένουν σε εκκρεμότητα από χρόνια
Μα τα πρόσωπα έχουνε λιώσει
Τα ιμάτια διεμερίσθησαν προ πολλού και ο κλήρος
Με βγάζει άκληρο και παραπαίοντα
Μεταξύ των μακρών και βραχέων φωνηέντων μου
Στην ακαταστασία των λαθών μου να βρίσκω
Σταθερό άλλοθι αθροίζοντας
Τις χρεώσεις.

Κατά τα άλλα, τα ράφια μου σφύζουν
Από φιλόδοξες λεξιθηρικές στοιβάξεις
Και πάσης φύσεως προσεγγίσεις
Επί παντός του επιστητού
Με βιολετί πινελιές πού και πού στη χρώση
Της φαντασίας.

Τίποτα…
Στην ουσία, μια παρατεταμένη προσκόλληση
και μια διαρκής εμμονή
-με προφανώς αποχρώντα λόγο-

Στη βασανιστική αναίδεια
Της έκθλιψης.
`

`
****************************************************************

`

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1977 με την ποιητική συλλογή «Στο πέρασμα του χρόνου». Ακολούθησαν οι συλλογές: «Σκόρπιες θύμησες» 1978, «Τα χρόνια της Νιότης» 1978, «Χαμένα δειλινά» 1979, «Αθώρητες πολιτείες» 1981, «Διαδρομή ονείρου» 1983, «Νεκρό σημείο ή η έβδομη νύχτα της καταστροφής» 1985, «Ασκητική θανάτου» 1990, «Ωδίνες της νύχτας» 1993, «Νουμηνία ή ανατολικά του Παντός» 1996, «Λουλούδια του δρόμου» 2007, «Παύλος, το Σκεύος της Εκλογής», ορατόριο 2008, «Ο χαλασμός της Νάουσας-1822 μ.Χ», ελληνική ραψωδία 2011, «Για την ειρήνη του κόσμου», ωδή 2012, «Άγιες μνήμες» (του Ιερού Χρυσοστόμου η Εξορία και των Ποντίων η Γενοκτονία), ποιητική μονογραφία 2012, «Άγιος Σπυρίδων, Μέγιστος ως ταπεινός», Εσπερινή υμνωδία 2013, «Αθανάσιος Διάκος, Αδούλωτος σταυραετός», Ηρωικό ορατόριο 2014.
Έγραψε ακόμα, λιμπρέτα για όπερες, ορατόρια, καντάτες, ραψωδίες, καθώς επίσης ωδές, ύμνους και στίχους τραγουδιών.
Δικοί του είναι και οι στίχοι του κύκλου τραγουδιών της βραβευμένης τηλεοπτικής σειράς της ΕΤ1, «Τα παιδιά της Νιόβης».
Επιμελήθηκε, έγραψε και παρουσίασε ιστορικές, επετειακές και Εκδηλώσεις Μνήμης.
Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από γνωστούς συνθέτες (Λίνο Κόκοτο, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Σπανό, Κώστα Χατζή, Γιώργο Χατζηνάσιο κ.α.) και ερμηνεύτηκαν από δημοφιλείς τραγουδιστές (Μελίνα Ασλανίδου, Φωτεινή Δάρρα, Μελίνα Κανά, Ηλία Κλωναρίδη, Γιάννη Κούτρα, Χαρούλα Λαμπράκη, Μανώλη Μητσιά, Λιζέτα Νικολάου, Φίλιππο Νικολάου, Πένυ Ξενάκη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Αντώνη Ρέμο, Κώστα Σμοκοβίτη κ.α.)

Pietro Ingrao, δύο ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο:Ελένη Αναστασοπούλου)

$
0
0


Silenzi

Sapessi come stringe il petto
la cavalcata delle nubi
quando a stormi s’allungano:
basse:
frangia
di chi neppure piange la sconfitta
perché non la può leggere:
volge le mani pesanti
nell’inedia dei pensieri,
ranicchiato nel suo grembo.

Σιωπές

Αν ήξερες πως σφίγγει το στήθος
των νεφών ο καλπασμός
όταν σαν κοπάδια απλώνονται
χαμηλά:
τσακίζει
ακόμη κι αυτόν που δεν θρηνεί για την απώλεια
επειδή δεν μπορεί να την ερμηνεύσει:
γυρίζει τα χέρια αδέξια
στην αβουλία της αγωνίας
κουβαριασμένος στα γόνατά του.

Statue

E ora lente
si riempiono, si nutrono
della pioggia,
figlie della solitudine:
assenti al mondo,
mutilate spoglie
fuggite al loro tempo;·
concavi gli occhi
uguali, assorti
sulla vita dispersa.

Αγάλματα

Και τώρα αργά
γεμίζουν, τρέφονται από τη βροχή,
κόρες της μοναξιάς:
απουσίες της ζωής
κολοβωμένα λάφυρα
πρόσφυγες στο χρόνο
άδεια τα μάτια
σταθερά, αφοσιωμένα
στην αγνοούμενη ζωή

Ο Πιέτρο Ινγκράο είναι κορυφαία προσωπικότητα της Ιταλικής Αριστεράς. Γεννήθηκε το 1915 στη Λένολα της Ιταλίας. Από το 1936 πήρε μέρος στον αντιφασιστικό παράνομο αγώνα και συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση. Ήταν διευ/της της Unita,βουλευτής και πρόεδρος της ιταλικής βουλής. Έχει γράψει πολιτικά δοκίμια ,μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Εύμαρος το βιβλίο του «Η αγανάκτηση δεν αρκεί». Τα ποιήματά του δεν έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Ο Πιέτρο Ινγκραο παραμένει ένας άνθρωπος με ανατρεπτική σκέψη και ενεργή καθώς και εναργή νεανική παρουσία στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ιταλίας. Ένας νέος 98 χρονών.
Επιχειρώ να προσεγγίσω το ποιητικό έργο του Ινγκράο με απόλυτο σεβασμό κι έχοντας την επίγνωση της ταπεινότητας μου μπροστά στο «ανάστημά» του.

Μαρίζα Κωχ, «Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ», ποίηση: Γιώργος Σαραντάρης, Verso 2009

$
0
0

`

* Από σήμερα  και κάθε Σάββατο 18:00- 19:00 η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «ΠΟΙΕΙΝ» www.poiein.gr αποκτά και ραδιοφωνική φωνή στο Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ΕΡΑ & ertopen.com:  ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ ΕΔΩ. Μελοποιημένη ποίηση, αναγνώσεις ποιημάτων, παρουσίαση ποιητικών συλλογών, σχόλια για την ποιητική και όχι μόνο επικαιρότητα, ζωντανές συνεντεύξεις με δημιουργούς σκιαγραφούν το προφίλ της εκπομπής. Επιμελείται και παρουσιάζει ο συνεκδότης του περιοδικού, Σπύρος Αραβανής.
`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ: «Εμείς οι Έλληνες»
`

Εμείς οι Έλληνες
Που σε χαρούμενα νησιά έχουμε τόπο
Σε άμοιρη στεγνή γη
Που την υγραίνει ευλάβεια στον αιώνα
Η πλούσια ανάμνηση
Ο άφθονος ήλιος
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σαν δέντρα
Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
Πουλιά που κρυώνουμε
Και δεν νοιαζόμαστε να στήσουμε
Σε πιο πράσινο χώρο
Τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβούμε
Στην τύχη μας μια ώρα που δεν σβήνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας
Μια φούχτα δύναμη και θάρρος
Που τήνε χρειάζεται και χαιρετάει
Ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούριο δρόμο
Για τις ανθρώπινες ψυχές;

`

*****

Με τα Λάβαρα

Oh, les oiseaux qui baignent notre terre!

Si je n’ avais la foi

J’ aimerais mieux mourir,

Mais ils chantent

Et je chante avec eux.

4.12.1939

Σε ποια θάλασσα θ’ ανθέξει η ζωή μου

Σε ποια πλημμύρα;

Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ

Μα δε χορταίνω

Πάνω στη θάλασσα ο θάνατος

Έχει παλμό δικό μου

Και τρέχει με τα λάβαρα

Όταν εγώ σωπαίνω.

`

****

Ο άνεμος μας φορτώνει

Ο άνεμος μάς φορτώνει με παλαιά αμαρτήματα
Και μας διώχνει εδώ κι εκεί στο βρόντο

Δεν μπορώ να πονέσω πια
Να πονέσω μαζί σου
Για να σηκώσω τη φρίκη
Όπου δεν ξέρω αν φταίω

Ποια μητριά μάς καμαρώνει;

Τραγούδια μπόλικα
Σωπαίνουν μέσα μου
Κι είμαι σαν κτήνος
Όταν δεν αγαπώ
Τραγούδια αδιάντροπα
Που χάσανε το σώμα
Βγαίνουν παντού και σπείρουνε
Ζιζάνια

Μελάτα λόγια
Κόσμος φτηνός
Ζούμε με σας
Τρεφόμαστε
Με το δικό σας χνούδι
Και παραπαίουμε
Γλιστρώντας πάνω στο δάπεδο
Κάτω από αόρατη στέγη.

`

****

Μιλῶ…

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει

`

*****

Απόψε η θάλασσα απόψε ο πόνος

Απόψε η θάλασσα απόψε ο πόνος

Έχουν χορό
Γίνε ένα σύννεφο κι έλα μαζί μας
Θα δεις ακόμα την ομορφιά
Τα μάτια σου εκείνα που κρατάς
Στην άνοιξη δοσμένα
Θα πάνω απάνω στη θάλασσα στον πόνο
Και θα ρυθμίσουν το χορό.
`

****************************************************

Η σκέψη και η απόφαση της  Μαρίζας Κωχ να μελοποιήσει  ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη συνέπεσε χρονικά  με τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή το 2008 αλλά και τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων συνεχούς παρουσίας της ίδιας στο ελληνικό τραγούδι.  O Καθηγητής Gail Holst - Warhaft, Δ/ντής της Πρωτοβουλίας Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κορνέλ γράφει για τον δισκο: «Με το καινούριο της CD, μια  μελοποίηση  στίχων του Γιώργου Σαραντάρη, η Mαρίζα Κωχ δείχνει για άλλη μι αφορά ότι είναι από τους πιο πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της Ελλάδας.  Σαράντα χρόνια ακολουθεί το δικό της μονοπάτι που συνδέει ένα παραδοσιακό σεβασμό για το στίχο με μια όμορφη τρέλα που τη βγάζει έξω από τα σύνορα των κατηγοριών και των ρευμάτων της μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι ένα CD που ξαφνιάζει ευχάριστα και που ταιριάζει υπέροχα με την μοναδική ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη. Μαζί με τους εξαιρετικούς σολίστες της η Μαρίζα Κωχ μας προσφέρει ξανά την τολμηρή και γοητευτική μουσική αναζήτηση.»

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (+πέντε τραγούδια)

`

1. Με τα λάβαρα
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
2. Εμείς οι Έλληνες
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
3. Ο άνεμος μας φορτώνει…
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
4. Μιλώ
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
5. Απόψε η θάλασσα, απόψε ο πόνος
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
6. Μπαλάντα
(ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, Μουσική: Μαρίζα Κωχ)
`

Εναρμόνιση, Νάσος Γκρόζας, Γιάννης Σταυρόπουλος

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live