Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Κώστας Ριτσώνης, «Μεταφράσεις από τα Γαλλικά», εκδ. Ποιήματα των Φίλων 2013

$
0
0

`

CHARLES BEAUDELAIRE
1821-1867

`
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΑΚΙ
-Όμορφέ μου σκύλε, αγαπημένο μου παιχνίδι , πλησίασε και έλα να αναπνεύσεις ένα εξαίσιο άρωμα αγορασμένο από τον πιο καλό μυροπώλη της πολιτείας .
Και ο σκύλος , κουνώντας την ουρά του , αυτό που είναι , όπως πιστεύω , γι’ αυτά τα φτωχά ζώα , το σημάδι που αντιστοιχεί στο
γέλιο και στο χαμόγελο , πλησιάζει και βάζει με περιέργεια την υγρή του μύτη πάνω στο ξεβουλωμένο μπουκαλάκι…μετά , υποχωρώντας απότομα , με φόβο μου γαυγίζει σα να με κατηγορεί .
-Αχ ! άθλιε σκύλε , αν σου είχα προσφέρει ένα πακέτο με κοπριές , θα τις μύριζες ευχάριστα και ίσως και να τις κατάπινες . Έτσι εσύ
αισχρέ σύντροφε της θλιβερής ζωής μου , μοιάζεις με το κοινό που δεν πρέπει ποτέ να του παρουσιάζουν αρώματα ευαίσθητα που το ερεθίζουν , αλλά ακαθαρσίες διαλεγμένες με επιμέλεια.

*

ΧLIV
Η ΣΟΥΠΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Η μικρή μου τρελή αγαπημένη μού σέρβιρε το γεύμα, και από το ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας θαύμαζα τις κινούμενες αρχιτεκτονικές που ο Θεός φτιάχνει με τους ατμούς, τις υπέροχες κατασκεύες του άπιαστου. Και έλεγα μέσα στο θαυμασμό μου:-Όλες αυτές οι φαντασμαγορίες είναι σχεδόν το ίδιο όμορφες με τα μάτια της όμορφής μου αγαπημένης, του μικρού τρελού τέρατος με τα πράσινα μάτια.
Κι απότομα δέχτηκα ένα άγριο χτύπημα γροθιάς πάνω στην πλάτη, κι άκουσα μια φωνή βραχνή και θελκτική, μια φωνή υστερική και σα χαλασμένη απ’ το ρακί, τη φωνή της ακριβής μου μικρής αγαπημένης που μου έλεγε: -Θα φας επιτέλους τη σούπα σου , κ… μ… έμπορα συννέφων ;
`
`
*******************************************************

ARTHUR RIMBAUD
1854-1891

`
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΙΙΙ

Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε.

Υπάρχει ένα ρολόι που δεν κτυπά.

Υπάρχει ένα έλος με μια φωλιά ζώων λευκών.

Υπάρχει ένας καθεδρικός ναός που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.

Υπάρχει ένα μικρό αμάξι παρατημένο μέσα στη λόχμη, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας με κορδέλες σκεπασμένο.

Υπάρχει ένα μπουλούκι μικρών ηθοποιών με κουστούμια, που διακρίνονται πάνω στο δρόμο μέσα από τις παρυφές του δάσους.

Υπάρχει τέλος πάντων, όταν πεινάμε και διψάμε, κάποιος που σας κυνηγά.

*

ΒΕΙΝG BEAUTEOUS

Μπροστά σε μια νιφάδα χιονιού μια Ύπαρξη της Ομορφιάς υψηλού αναστήματος. Σφυρίγματα θανάτου και κύκλοι υποχθόνιας μουσικής
ανεβάζουν φαρδαίνουν και τρεμουλιάζουν σαν ένα φάντασμα αυτό το λατρεμένο κορμί, κατακόκκινα και μαύρα τραύματα λάμπουν μέσα σε περήφανες σάρκες. Tα χρώματα τα καθαρά της ζωής σκουραίνουν, χορεύουν και ελευθερώνονται γύρω από το Όραμα πάνω στην αποθήκη. Και οι φρίκες σηκώνονται και βροντούν, και η τρελή νοστιμάδα αυτών των εντυπώσεων φορτώνεται με τα θανατηφόρα σφυρίγματα και με τις βραχνές μουσικές που ο κόσμος, μακριά πίσω από εμάς εκτοξεύει πάνω στη μητέρα μας της
Ομορφιάς,- αυτή υποχωρεί, ανασηκώνεται. Ω τα κόκαλά μας έχουν ξαναντυθεί μ’ ένα καινούργιο ερωτιάρικο κορμί.
*
ΦΡΑΣΕΙΣ

ΟΤΑΝ ο κόσμος θα μικρύνει και θα γίνει μονάχα ένα δάσος μαύρο για τα τέσσερα κατάπληκτα μάτια μας,- σε μια αμμουδιά για δυο παιδιά πιστά,- σε ένα σπίτι μουσικό για την λαμπρή μας συμπάθεια,- εγώ θα σας συναντήσω.

*

Όταν είμαστε πολύ δυνατοί,- ποιος υποχωρεί ; πολύ χαρούμενοι,- ποιος γελοιοποιείται ; Όταν είμαστε πολύ κακοί,- τι θα κάνουν μαζί μας.

Στολιστείτε, χορέψτε, γελάστε.- Δε θα μπορέσω ποτέ να στείλω τον έρωτα απ’ το παράθυρο.

*

Τέντωσα χορδές από καμπαναριό σε καμπαναριό, γιρλάντες από παράθυρο σε παράθυρο, χρυσές αλυσίδες από αστέρι σε αστέρι, και
χορεύω.

*

Η λιμνούλα ψηλά συνέχεια αχνίζει. Ποια μάγισσα θα σηκωθεί πάνω στο λευκό ηλιοβασίλεμα ; Ποιά βιολετιά φυλλώματα θα κατέβουν ;

*

Την ώρα που τα δημόσια έσοδα κυλούν στις γιορτές της αδελφοσύνης, χτυπά μια καμπάνα φωτιάς ρόδινη μέσα στα σύννεφα.

*

Ζωογονώντας μια χαριτωμένη γεύση Σινικής μελάνης, μια πούδρα μαύρη βρέχει γλυκά πάνω στην αγρύπνια μου.- Λιγοστεύω τα φώτα του πολυελαίου, πέφτω στο κρεβάτι, και γυρισμένος προς τη μεριά της σκιάς, σας συναντώ κορίτσια μου! βασίλισσες μου!
`
`
************************************************************

GUILLAUME AROLLINAIRE
1880-1918

`
Βρέχει
Βρέχει φωνές γυναικών σα να ήταν πεθαμένες ακόμα
και μες στην ανάμνηση
κι εσάς είναι που βρέχει εξαίσιες συναντήσεις της
ζωής μου ω σταγονίτσες
κι αυτά τα αφηνιασμένα σύννεφα χλιμιντρίζουν ένα
σύμπαν αυτηκόων πολιτειών
άκου αν βρέχει καθώς η λύπη και η περιφρόνηση
κλαίνε μια αρχαία μουσική
άκου που στάζουν οι δεσμοί που σε κρατούν ψηλά
και χαμηλά

*
Το τραγούδι του έρωτα
Ιδού από τι είναι φτιαγμένο το συμφωνικό τραγούδι του
Έρωτα
Υπάρχει το τραγούδι του έρωτα το παλιό
Ο θόρυβος των ταραγμένων φιλιών διασήμων εραστών
Οι κραυγές του έρωτα των θνητών γυναικών βιασμένες από
τους θεούς
Ο ανδρισμός των μυθικών ηρώων σε ανάταση όπως τα
όπλα ενάντια στ’ αεροπλάνα
Το πολύτιμο ουρλιαχτό του Ιάσωνα
Το θανατηφόρο τραγούδι του κύκνου
Και ο ύμνος ο νικηφόρος που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου
τραγουδούν στον ακίνητο Μέμνονα
Υπάρχει η κραυγή των Σαβίνων τη στιγμή της αρπαγής
Υπάρχει επίσης η ερωτική κραυγή του αίλουρου μέσα
στη ζούγκλα
Ο υπόκωφος θόρυβος των χυμών που ανεβαίνουν μέσα
στα τροπικά φυτά
Οι βροντές του πυροβολικού που αποτελειώνουν τον
τρομερό έρωτα των λαών
Τα κύματα της θάλασσας όπου γεννιέται η ζωή και η
oμορφιά
Υπάρχει εκεί το τραγούδι όλου του έρωτα του κόσμου

`
`
**********************************************************

Jules Supervielle
1884 -1960

`
Ταξιδιώτη , ταξιδιώτη δέξου την επιστροφή ,
Δεν έχει θέση πια σε σένα για τα καινούργια πρόσωπα ,
Τ’ όνειρό σου σχεδιασμένο με τα πολλά τοπία ,
Ας το να ξεκουραστεί μες στο καινούργιο σου περίγραμμα .
Γλίτωσε από τον ορίζοντα που όλο με θόρυβο σε διεκδικεί
Για να ακούσεις επιτέλους τη ζωντανή σου οχλοβοή
Που τώρα την φυλά με τις αψίδες της τις καταπράσινες
η φοινικιά που υποκλίνεται στις πηγές της ψυχής σου.
*
Μεταθανάτιο
Θα ‘πρεπε να δώσουμε στους νεκρούς φράσεις καθημερινές
Λέξεις που με ευκολία πηγαίνουν απ’ τα χείλια μας στα αυτιά τους ,
Λέξεις για να βαστούν συντροφιά
Όταν δεν είμαστε πια στη ζωή .
Βοηθείστε με ,φίλοι μου ,άνθρωποι ,
Δεν είναι δουλειά μοναχά για έναν . Από τις μεταχειρισμένες φράσεις τριμμένες από τα χρόνια
Φράσεις δικές σας και δικές μου μα και των πατεράδων μας
Προπάντων για τους νεκρούς του πολέμου
Με τη μοίρα τους που εξερράγη Φράσεις διαλεγμένες προσεχτικά
Για να τους έχουν εμπιστοσύνη .
Τίποτε δεν είναι τόσο δειλό όσο ένας νεκρός
Αισθάνεται λιγάκι τον έξω αέρα
Και να που δυσπιστεί ,
Φράσεις που πρέπει να τις βαστούμε έτοιμες
Για να τις τρίβουν λιγάκι στα χείλια τους
Και βρίσκοντας τες τόσο όμορφες από την μεγάλη τους χρήση
Αισθάνονται το μικρό πυρετό
Που μαζί του έχασε μια όμορφη μέρα την ανάμνηση των σκοταδιών
Και κοίταξε πίσω του .

`
`
************************************************************

ΡΙΕRRE REVERDY
1889-1960

`
TO ΓΥΑΛΙΝΟ ΚΛΕΙΔΙ

Τρύπες στον τοίχο , τρύπες στην καμινάδα και στην πίπα μου ` στη γωνία δυο σταυρωμένα μπαστούνια χτυπιούνται μεταξύ τους . Ποιός θα τα πάρει ; Δεν κάθεται κανείς στο τραπέζι , κανείς πάνω στο κρεβάτι και οι πολυθρόνες είναι άδειες . Κάποιος θέλει να βγει έξω . Αλλά δεν είμαι εγώ που φύσηξα τη λάμπα για να σβήσει , δεν είναι τα βάδισμά μου που κατεβαίνει τη σκάλα , ίσως υπάρχει κι άλλος νεκρός μέσα στο σπίτι .

*

ΟΙ ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Σε κάθε σχιστόλιθο
Που γλιστρούσε στη στέγη
Είχαμε
Γράψει ένα ποίημα
Η υδρορροή ήταν στολισμένη με διαμάντια
Και τα πουλιά τα έπιναν

`

`

************************************************************

PAUL ELUARD
1895-1952

`

Στην Ισπανία

Εάν στην Ισπανία υπάρχει ένα ματωμένο δέντρο
Είναι το δέντρο της ελευθερίας

Εάν στην Ισπανία υπάρχει ένα στόμα φλύαρο
Μιλάει για ελευθερία

Εάν στην Ισπανία υπάρχει ένα ποτήρι με δυνατό κρασί
Είναι για να πίνει ο λαός της

*
Σύνθημα

Εσείς τι θέλετε η πόρτα ήταν φυλαγμένη
Εσείς τι θέλετε ήμασταν κλειδωμένοι
Εσείς τι θέλετε οι δρόμοι είχαν κλειστεί
Εσείς τι θέλετε η πόλη είχε νικηθεί
Εσείς τι θέλετε ήτανε πεινασμένη
Εσείς τι θέλετε ήμασταν χωρίς όπλα
Εσείς τι θέλετε η νύχτα είχε πέσει
Εσείς τι θέλετε είχαμε αγαπηθεί

`
`
Δεν μπορούν να με γνωρίσουν

Δεν μπορούν να με γνωρίσουν
Καλύτερα από ότι με γνωρίζεις

Τα μάτια σου που μέσα τους κοιμόμαστε
Εμείς οι δυο
Δώσανε στα ανθρώπινά μου φώτα
Μια μοίρα πιο καλή κι απ’ τις νύχτες του κόσμου
Τα μάτια σου που μέσα τους κάνω ταξίδια
Δώσανε στις χειρονομίες των δρόμων
Μια αίσθηση που αποσπάται από τη γη

Μέσα στα μάτια σου αυτοί που αποκαλύπτουν
Την ατελείωτή μας μοναξιά
Δε βρίσκουν πια αυτό που περιμένουν

Δεν μπορούν να σε γνωρίσουν
Πιο καλά από ότι σε γνωρίζω

`
`

*************************************************************

TRISTAN TZARA
1896-1963

`

ΙΙ

Το τραγούδι ενός ντανταϊστή
που ήταν όχι χαρούμενος
όχι και λυπημένος
και αγαπούσε μια ποδηλάτισσα
όχι χαρούμενη και όχι λυπημένη

μα την πρωτοχρονιά ο σύζυγος
που όλα τα ήξερε μέσα σε μια κρίση
έστειλε στο Βατικανό
τα δυο κορμιά τους μέσα σε τρεις βαλίτσες

ούτε ο εραστής
ούτε η ποδηλάτισσα
δεν ήταν πια χαρούμενοι
ούτε και λυπημένοι

φάτε ωραία κεφαλάκια
πλύνετε το στρατιώτη σας
νταντά
νταντά
πιείτε και νεράκι

III

το τραγούδι ενός ποδηλάτη
που ήταν από καρδιάς νταντά
κι ήταν λοιπόν ντανταϊστής
όπως όλοι οι νταντά από καρδιάς

ένα φίδι φόραγε γάντια
έκλεισε γρήγορα την δικλείδα
έβαλε τα γάντια με το φιδίσιo δέρμα
και πήγε τον πάπα ν’ αγκαλιάσει

είναι συγκινητικό
κοιλιά λουλουδιασμένη
δεν είχε πια νταντά μες στην καρδιά

να πιείτε γάλα των πουλιών
να πλύνετε τις σοκολάτες σας
νταντά
νταντά
φάτε και μοσχαράκι

`
`
*************************************************************

ROBERT DESNOS
1900-1945

`
ΠΟΤΕ ΑΛΛΗ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΣΕΝΑ

Ποτέ άλλη εκτός από σένα παρόλα τα άστρα και τις μοναξιές
Παρόλα τα κομμένα δέντρα και το πέσιμο της νύχτας
Ποτέ άλλη εκτός από σένα δε θ’ ακολουθήσει το δρόμο της που είναι ο δικός μου
Όσο απομακρύνεσαι τόσο η σκιά σου μεγαλώνει
Ποτέ άλλη εκτός από σένα δε θα χαιρετήσει τη θάλασσα την αυγή όταν εγώ κουρασμένος απ’ την περιπλάνηση βγαίνω από τα σκοτεινά δάση κι από τα βάτα των τσουκνίδων και βαδίζω προς τους αφρούς των κυμάτων
Ποτέ άλλη εκτός από σένα δε θα ακουμπήσει το χέρι της πάνω στο μέτωπό μου και στα μάτια μου
Ποτέ άλλη εκτός από σένα και αρνιέμαι το ψέμα και την απιστία
Αυτό το καράβι με την άγκυρα μπορείς να κόψεις τους κάβους του
Ποτέ άλλη εκτός από σένα
Ο φυλακισμένος αετός μέσα σε ένα κλουβί ροκανίζει σιγανά τα χάλκινα πλέγματα και τα δοκάρια
Τι απόδραση !
Είναι η Κυριακή που την μάρκαρε το τραγούδι των αηδονιών μέσα στα δάσος με το πράσινο τρυφερό χρώμα η στεναχώρια των μικρών κοριτσιών μπροστά στην παρουσία ενός κλουβιού που μέσα του πηδά ένα καναρίνι την ώρα που στο μοναχικό δρόμο ο ήλιος αργά μετακινεί τη λεπτή γραμμή του πάνω στο ζεστό πεζοδρόμιο
Θα περάσουμε και άλλες γραμμές
Ποτέ ποτέ άλλη εκτός από σένα
Κι εγώ μόνος μόνος μόνος όπως ο μαραμένος κισσός των κήπων των προαστίων μόνος όπως το ποτήρι
Κι εσύ ποτέ άλλη εκτός από σένα .

*

ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Γλιστρώντας μέσα στη σκιά σου με τη βοήθεια της νύχτας.
Ακολουθώντας τα βήματά σου, η σκιά σου στο παράθυρο.
Αυτή η σκιά στο παράθυρο είναι δικιά σου, δεν είναι κάποιας άλλης, είσαι εσύ.
Μην ανοίγεις αυτό το παράθυρο, αυτό το παράθυρο που κουνιέσαι πίσω απ’ τις κουρτίνες του.
Κλείσε τα μάτια.
Θά’ θελα να στα κλείσω με τα χείλια μου.
Αλλά το παράθυρο ανοίγει κι ο αέρας, ο αέρας που κουνά παράξενα την φλόγα και τη σημαία κυκλώνει τη φυγή μου με το παλτό του.
Ανοίγει το παράθυρο ανοίγει κι ο αέρας, ο αέρας που κουνά παράξενα τη φλόγα και τη σημαία κυκλώνει τη φυγή μου με το παλτό του.
Ανοίγει το παράθυρο: δεν είσαι εσύ.
Το γνώριζα καλά.


Σάκης Τσιλίκης-Τούλα Καρώνη, «Ταξίδι με τον Οδυσσέα», Final Touch2014

$
0
0

`

Soundtrack εμπνευσμένο από τη διασκευή στην «Οδύσσεια» του Ομήρου από την Τούλα Καρώνη, σε σύνθεση Σάκη Τσιλίκη.

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΕΡΓΟ: ΕΔΩ

`

TRACKLIST

1. Μούσα τραγούδα μου σκοπό - Όμηρος (Βασίλης Παπακωνσταντίνου) - 00:01

2. Η Λωτοχώρα - Λωτοφάγοι (Δήμητρα Πρεάρη) - 04:02

3. Το μυαλό του ανθρώπου - Κύκλωπας (Αργύρης Λούλατζης) - 06:05

4. Φτάνει μονάχα μια στιγμή - Λαιστρυγόνες (Κωνσταντίνος Τσιμούρης) - 08:20

5. Ήλιε πατέρα - Κίρκη (Αλεξάνδρα Κόνιακ) - 10:20

6. Καλό ταξίδι - Αποχαιρετισμός Οδυσσέα Κίρκης (Αλεξάνδρα Κόνιακ, Χρήστος Νινιός) - 12:36

7. Έλα κοντά - Σειρήνες (Κατερίνα Τσιλίκη, Δήμητρα Πρεάρη) - 15:15

8. Πας να ξεφύγεις - Συμπληγάδες (Κατερίνα Τσιλίκη) - 17:05

9. Το καράβι της καταστροφής - Τα βόδια του Ήλιου (Κατερίνα Τσιλίκη) - 19:25

10. Εφτά χειμώνες - Καλυψώ (Σταυρούλα Εσαμπαλίδη) - 21:47

11. Η Τροία και η Ελένη - Δημόδοκος (Σάκης Τσιλίκης) - 24:21

12. Oδυσσέας-Πηνελόπη - Του γάμου (Κωνσταντίνος Τσιμούρης, Σταυρούλα Εσαμπαλίδη, Κατερίνα Τσιλίκη) - 26:54

13. Ευτυχισμένος Επίλογος - Φινάλε (Χρήστος Νινιός) - 28:52

14. Ορχηστικό θέμα - Αποχαιρετισμός - 33:08

`

Φωνητικά/Χορωδία:

(Αργύρης Λούλατζης, Κωνσταντίνος Τσιμούρης, Δήμητρα Πρεάρη, Σάκης Τσιλίκης, Κωνσταντίνος Τσιμούρης, Δήμητρα Πρεάρη, Σάκης Τσιλίκης)

«50+1 χρόνια προσφοράς του Διαμαντή Φλωράκη» (γράφει η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι)

$
0
0

`

ΤΑ ΤΡΙΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΦΛΩΡΑΚΗ

`

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
-τρία όνειρα-

«Είναι προτιμότερο να χαρτογραφώ
λάθος τον Κόσμο, παρά να μην τον χαρτογραφώ καθόλου.
(’Ολοι, υποχρεωτικά, πάντα αυτό κάναμε).»
Δ.Φ.

`

Κατά την ανάγνωση της βιβλιογραφίας του Διαμαντή Φλωράκη εντοπίστηκαν τρεις ιδιότυπες περιγραφές ονείρων τα οποία σηματοδοτούν την ίδια τη φιλοσοφία του Δ.Φ. Η ιδιοτυπία έγκειται στο εξής γεγονός: Όταν σε ένα φανταστικό δημιούργημα παρατίθενται αποσπασματικά όνειρα(φαντασία μέσα στη φαντασία ή διπλή υπερτονισμένη φαντασία), ενδεχομένως και είναι όνειρα με την υπόνοια ότι είναι ρεαλιστικά γεγονότα μασκαρεμένα σε ενύπνιο κατά τον χρόνο λογοτεχνικής αφήγησης. Ή αλλιώς, πραγματικά γεγονότα που περιέπεσαν στη λύτρωση ενός επαναλαμβανόμενου ονείρου ή βραχνά που επιμένει στον νου του συγγραφέα και εν τέλει με αγνότητα αποτυπώνεται μέσα στα βιβλία με διάφορες παραλλαγές του. Η ιδιοτυπία επίσης γίνεται αντιληπτή από το ίδιο το συνάισθημα και κλίμα που τα περιβάλλει(αυτή ήταν και η αιτία της ανίχνευσης και ανάλυσης σε ετούτη τη μελέτη). Δεν αποκλείεται να είναι τραυματικά γεγονότα που επανέρχονται ως απομνημονευμένος πόνος σε κύκλους και καρφώνουν το ιστορικό υπόβαθρο -που τόσο επιμελώς καλύπτεται- ενός υπερεαλιστικού συγγραφέα. Βία και Πόλεμος αλλοεθνικός και ομοεθνικός

Στα όνειρα αυτά εστιάζουμε την προσοχή ετούτης της μελέτης, ώστε να ξεδιπλώσουμε τον μίτο του μυστηρίου και να εξηγήσουμε το ανεξήγητο της συγγραφικής δεινότητας του Δ.Φ.. Ποια είναι η θεμέλιος λίθος, ποια η πρώτη πηγή που διοχετεύει την πένα του Δ.Φ.

Το κριτικό σημείωμα αυτό γράφτηκε πριν την εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα κατά την παρουσιάση «50 Χρόνια Προσφοράς του Διαμαντή Φλωράκη στη Λογοτεχνία» στο βιβλιοπωλείο Ars Nocturna (Μάης του 2013). Με έκπληξη παραδέχεται ότι τα τρία αυτά όνειρα -που αναλύω-συμβαίνουν στην παλιά του γειτονιά, όπου έζησε και μεγάλωσε και αποτελούν τη μόνιμη πηγή έμπνευσης και την ανομολόγητη Παράδεισο του Συγγραφέα. Η ερώτηση που του είχε τεθεί -από μένα προσωπικά- ήταν ποιος ήταν ο συγγραφέας που τον ενέπνευσε, καθώς μέσα στα κείμενα δεν ανίχνευσα σαφής αναφορές σε πρόδρομους του ή σύγχρονούς του συγγραφείς. Η απάντηση που έδωσε ήταν η παιδική του γειτονιά και τα παιδιά που έπαιζε μαζί, τίποτα άλλο.
Ο μελαγχολικός τόνος των ονείρων πηγάζει από την αναφορά σε τοπία που ίσως έχουν αλλοιωθεί/καταστραφεί ολοσχερώς από τον χρόνο. Ακόμα κι αν δεν έχουν αλλοιωθεί, τα υποκείμενα της δράσης έχουν οριστικά απαχθεί η χαθεί από προσώπου γης.
Ο Δ.Φ. είναι ο μόνος εν ζωή αυτόπτης μάρτυρας μιας εποχής που ισοπέδωσε τα πάντα-πατά δε ανάμεσα σε δυο αιώνες. Τα πάντα εκτός από το άσυλο της σκέψης του όπου δημιουργεί ανεπανάληπτα και εξέχει. Η Φαντασία ως όπλο και άμυνα κατά της Κατοχής, κατά του Εμφυλίου, κατά του Πραξικοπήματος, κατά της Εποχής του Υπερκαταναλωτισμού, της Αστικοποίησης του Επαρχιώτη. Η Αναδρομή καλά κρατεί έως και την εποχή της Κρίσης και της αναθεωρησης των φάλτσο «αξιών» των προηγούμενων εποχών. Ο Δ.Φ. φαίνεται βράχος ακλόνητος -τότε και τώρα- και όλα τα γεγονότα-ακόμα και τα τεχνολογικά επιτεύγματα- έρχονται να τον επιβεβαιώσουν και να τον καθιερώσουν ως βράχο εν μέσω ερήμου.
Όσοι αναφέρονται καλοπροαίρετα στον Διαμαντή Φλωράκη ως ο μετρ της cult Ε.Φ.(εννοώντας ο μέτρ των ψευδαισθήσεων) τείνουν με την ιλαροκωμική θεώρηση ενός φαινομένου ανεκδιήγητου και ανεξήγητου να τον αφήσουν για δεύτερη φορά στο περιθώρια. Η πρώτη φορά που εγκαταλείφθηκε το φαινόμενο Δ.Φ. ήταν όταν αφέθηκε στην υποβαθμισμένη υπο-κατηγορία της λογοτεχνίας όπως αυτή θεωρείται της Επιστημονικής Φαντασίας έναντι των υπολοίπων. Η δεύτερη άρνηση είναι αυτή του χαρακτηρισμου των οπαδών του ως ειδήμονα σε κάτι που κανείς δε χρειάζεται. Η τέχνη όμως τι είναι; Είναι ένα ζευγάρι αγροτικά παλιοπάπουτσα που έχασαν την επαφή με το φυσικό περιβάλλον -του αμπελώνα ή του κριθαρώνα- και απαίτησαν με άχρονη επιμονή να ανατρέψουν όλη τη φαινομενικά απλή και γλαφυρή εικόνα ενός αγωγιάτη. Ο αγωγιάτης της τέχνης Δ.Φ. σμίλευσε έτη πενήντα τη φαντασία και άφησε κληρονομιά απόλαυσης και αβαθμολόγητης αξίας και το πιο σημαντικό μας δώρισε μία τεράστια εργογραφία εγχώριου πλούτου μη εμπορευματοποιημένης.
`

Προκαλεί τους πάντες και τα πάντα. Απέναντι στην αλήθεια στέκεται δίχως ένδυμα, δίχως φίλους ή με λιγότερους φίλους συγκριτικά με όσους είχε όταν πρωτοξεκίνησε. Μην ξεχνάς: η λογοτεχνία θα σε κάνει να χάσεις ό,τι έχεις. Θα στραφείς κατά άλλων και εναντίων σου, αν είσαι συνεπής στα λόγια σου. Μόνος γυμνός και γι’αυτό ειλικρινής. Ιδού το θαύμα της Ελληνικής γλώσσας και πρωτοπορίας. Πριν την έλευση μια άλλης εποχής. Ο Διαμαντής Φλωράκης που τώρα απορρίψατε, θα επανέλθει δριμύς με όλες τις επωδούς. Εν χορώ θα θριαμβεύσει σαν η Τραγωδία της Εντεκαλογίας της Ύπαρξης.
Μένει να διαβάσετε τα όνειρα ενός αναρχικού και σαν εσφαλμένος ονειροκρίτης να τον απορρίψετε. Διότι για αυτό είστε πλασμένοι και τέλειοι. Η απόρριψη ως πηγή Ευτυχία. Το λουλούδι του Διαμαντή άνθισε μία και μοναδική φορά το 2013, αφού κάθε πενήντα χρόνια ανθίζει και το άνθος διαρκεί την απειροελάχιστη στιμή των λίγων δακρύων. Τρία Δεύτερα μέχρι να κυλήσει το Δάκρυ από το Μάτι στη Γη. Ένα μάτι γκουέρνικα, αλόγου φαντασίας δίχως αναβάτη.

`


`

Όνειρο Πρώτο

«Αυτή τη φορά, το ξύπνημά μου συνοδευόταν με κάτι
νέο. Με μία ανάμνηση. Αυτή: Ένα αγόρι (εγώ;) πιασμένο
από το χέρι του πατέρα του, φέρνει βόλτες γύρω από έναν
ψηλό φοίνικα. Κάτι μου λέει πως αυτό συνεχίζεται για με-
γάλο διάστημα.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω τον χώρο που περιέχει τον
κήπο με τον φοίνικα. Το μόνο βέβαιο που πιστεύω είναι ότι
ο πατέρας δεν είμαι εγώ.
Κάνω τις κινητικές ασκήσεις, παρακολουθώντας την
εικόνα της ανάμνησης. Αργά, κάποιος σεβασμός για τον
πατέρα και στοργή για το παιδί, δυναμώνουν μέσα μου.
Προσέχω καλύτερα: Το αγόρι κρατά το χέρι του πατέ-
ρα του σφιχτά, σα να ζητά και να παίρνει προστασία. Ο πα-
τέρας έχει ύφος ανθρώπου που δίνει αυτήν την προστασία,
αλλά ταυτόχρονα ψάχνει, χωρίς να το δείχνει στο παιδί, για
την άφιξη κάποιου κινδύνου. Κι όμως πρόκειται για μία
βόλτα γύρω από τον φοίνικα ενός μικρού κήπου.
Είναι απόγευμα Κυριακής, σκέφτομαι. Φθινοπωριάτι-
κης Κυριακής. Αν το βλέμμα του πατέρα έψαχνε τον ουρα-
νό, θα υπέθετα πως φοβάται κάτι που θα ‘ρθει από εκεί. Αε-
ροπλάνα ίσως.
Απόγευμα φθινοπωριάτικης Κυριακής, σε περίοδο πο-
λέμου, θα ‘λεγα. ‘Ομως ο κίνδυνος δείχνει αόριστος.
Τα δυο πρόσωπα της ανάμνησής μου, διαγράφουν ακό-
μα μερικούς κύκλους γύρω από τον φοίνικα του έρημου
κήπου και μετά χάνονται. Η μνήμη μου αδειάζει από τη μο-
ναδική της εικόνα και γω μένω να κοιτώ ένα γκρίζο κενό.
Ποιος είμαι; αναρωτιέμαι, ενώ κινούμαι μέσα στο ά-
δειο, γκρίζο τοπίο της μνήμης μου. Τί υπήρξα πριν με κα-
ταβροχθίσουν τα ερέβη.»

Από το βιβλίο ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ (μυθ.), 1973

`

`

(Μέσα στην αφήγηση του παρεμβάλλει ένα αληθινό όνειρο. Ο τόνος προσθέτει ανατριχιαστικό μυρμίδισμα σε όσους είναι συγγραφείς. Γιατί γίνεται αντιληπτό ότι μέσα στο όνειρο παρεμβάλλει ένα αληθινό όνειρο όπως το έζησε ή το έφερε στην επιφάνεια η αφήγηση. Το τοπίο για κάποιον λόγο άγνωστο μας υποβάλλει σε μία ανησυχία. Ο κίνδυνος παραμονεύει να εμφανιστεί. Όχι από τον ουρανό και τα πετούμενα του. Ο κίνδυνος παραμονεύει από τον κήπο. Ο Διαμαντής του 73’ δεν αναγνωριζει στο πρόσωπο του πατέρα τον εαυτό του. Τότε ήταν 38 χρονών. Αναγνωρίζει τον εαυτό του στο παιδί, διότι φύση προστατευτική αγωνιά να προστατεύσει τον αδύναμο που στην περίπτωση είναι το παιδί, οπότε και επικεντρώνεται σε αυτό. Κι όμως αυτό που φαίνεται εξ’ όψεος σαν πατέρας με παιδί δεν είναι άλλο από τον συγγραφέα σε παιδική και ενήλικη ηλικία πιασμένη χέρι με χέρι. Ο ηλικιωμένος Διαμαντής στοργικά και προστατευτικά προστατεύει σε έναν χώρο πολιτικά δυσανάλογο της σκέψης του. Η αυλή θυμίζει τον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου. Θυμίζει έπαυλη ακατοίκητη από κάποιο φονικό. Θυμίζει τα αρχοντικά που μένανε οι Γερμανοί στρατιώτες, θυμίζει ένα εχθρικό περιβάλλον για τον στοχασμό του Διαμαντή. Η απειλή που ένοιωσε μικρός θα επανέρχεται σαν φιλοσοφικό στίγμα ανησυχίας σε όλη του την πορεία.)

`


Όνειρο Δεύτερο

«Θυμάμαι λοιπόν: Κατηφορίζαμε τον γνώριμο δρόμο.
Πιτσιρικάδες, κακοντυμένοι, με πρόσωπα μελανά από το
κρύο. Ο ήλιος μόλις είχε χαθεί πίσω από το φαλακρό α-
σπρόγκριζο βουνό, της ανατολικής συνοικίας.
Στα μάτια μας, είναι φυλακισμένη μία απόφαση. Πριν
λίγο, ένας μας είχε ρωτήσει: «Θέλετε ρε να πάμε πέρα από
την εκκλησία και πιο πέρα ακόμα από τη λεωφόρο με τα
σινεμά;».
Και βέβαια θέλαμε. Το ερώτημα ήταν αν θα το τολ-
μούσαμε. Αυτό άλλωστε εννοούσε κι εκείνος που είχε ρω-
τήσει. Το πέρα από τη λεωφόρο σήμαινε: σπάσιμο των συνό-
ρων, πορεία (τουλάχιστον στην επιστροφή) μέσα στη νύ-
χτα. Συνάντηση με τους ξένους στρατιώτες. Καρδιοχτύπια
στο σπίτι. Και το λιγότερο: ξύλο αλύπητο από τους πατερά-
δες στην επιστροφή. Το περισσότερο: Συνάντηση με τα…
φαντάσματα εκείνων που είχαν εκτελεστεί, στον κήπο με
τις λεύκες.
Ακούγαμε συχνά για κείνα τα… φαντάσματα, που σιγά
- σιγά, πήραν, στα παιδικά μας μυαλά, μορφή αξεπέραστων
τειχών, που έκαναν τη λεωφόρο απροσπέλαστη.
Με ντροπή ισοδύναμη μίας επιθυμίας να φτάσω πέρα
από τη λεωφόρο, πέρα από τον φόβο μου, είχα πει: «Ναι».
Η πρώτη λιποψυχία εκδηλώθηκε λίγο μετά την εκκλη-
σία. Είχε νυχτώσει. Οι δρόμοι άδειοι. Τα σπίτια σκοτεινά,
εύθραστα σαν καταφύγια ονείρου. Κάτι σκυλιά, πέρα μα-
κριά, γάβγιζαν. (Ήταν ν’ απορείς για την ύπαρξή τους, σε
κείνους τους καιρούς της πείνας).
«Φοβάσαι;» τον ρωτήσαμε ένοχα, αδύναμα, έτοιμοι να
περάσουμε στη μεριά του.
«Ναι», μας είπε εκείνος ντροπιασμένα, αθώα.
Σταματήσαμε. Η νύχτα, στο μεταξύ, έτρεχε. Ακόμα λί-
γο και θα φτάναμε στη λεωφόρο. Οι μικρές καρδιές μας ό-
μως, δεν άντεχαν άλλο.
Καθίσαμε σιωπηλοί δίπλα του. Η θέση μας ήταν κοντά
του. Ήταν ο εκφραστής του φόβου μας.
Ξάφνου, εκείνος που στάθηκε, λύγισε πρώτος, βγάζο-
ντας μία φωνή αλλόκοτη, πολεμική, απελπισμένη, χάθηκε
προς το σκοτάδι που μας χώριζε από τη λεωφόρο, που έ-
βγαζε στα… φαντάσματα.
Αυτό ήταν. Αμέσως μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ορμή-
σαμε πίσω του. Τεμαχίζαμε το σκοτάδι, τον φόβο μας. Αρ-
γότερα, θυμόμαστε πως περάσαμε δίπλα από μαυροφορε-
μένους στρατιώτες, από φαντάσματα, σκύλους που γάβγι-
ζαν, δάγκωναν.
Είχαμε σπάσει τα σύνορα του κόσμου μας.»

`

`

Σπάνια ομολογία για τα πρώτα παιδικά χρόνια τον καιρό του πολέμου και της κατοχής- η αθωότητα του τρόμου. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας με την παιδική αυτή ανάμνηση είναι αυτή που θα καθόριζε την μετέπειτα πορεία του σα στοχαστή. Προφανώς οι παιδικοί αυτοί φίλοι να χάθηκαν στο πέρας της ζωής-νεκροί όλοι τους στα αζήτητα. Αυτό όμως που αποτελεί μυστικισμό στην απόλυτη έκφραση είναι το γεγονός ότι διαβήκαν την εκκλησία και ενώ προσπέρασαν το Θείο βρέθηκαν εκτός συνόρον της πραγματικότητας. Ο Δ.Φ. από κείνη τη μέρα δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του ή αν επέστρεψε, επέστρεψε σαν έναν σχεδόν ανθρώπινο αντίκρισμα του εαυτού του. Ένα ομοίωμα ανθρώπου, το αυθεντικό θα κοιμάται ζώντας σε έναν απομακρυσμένο δωμάτιο του χωροχρόνου. Ο πραγματικός Διαμαντής Φλωράκης βρίσκεται σε ένα ερζατς(Ersatz) νοσοκομείο, συνομιλεί με τη Νόρα το ρομπότ και σκέφτεται για την μεγάλη απόδραση από το κυτταρικό σύμπαν.Λένε ο θάνατος του βιολογικού κορμιού δεν είναι άλλος από το λύσιμο των κυττάρων μας, από το σπάσιμο της φλούδας του φλοιού του κυττάρου. Αυτός ο θάνατος είναι που θα ελευθερώσει τον Διαμαντή και όλους μας από την σκλαβιά της ύπαρξης. Δεν έχουμε παρά να πεθάνουμε για να το διαπιστώσουμε. Μέχρι τότε δικαιούμαστε να περάσουμε τον χρόνο μας στον χωροχρόνο της αναμονής παρέα με το αίνιγμα που λεγεται ζωή.)

`

Όνειρο Τρίτο

«Θα κοιμηθώ. Θα προσπαθήσω να δω όνειρα από τότε που ήμουν
παιδί. Από τότε που το κορμί μου βρισκόταν μέσα στον παράδεισο της
επαφής με το χώμα, τις πέτρες, το χορτάρι, τα χέρια των φίλων του. Να,
μπορώ ν’ αρχίσω κιόλας. Βλέπω εκείνο το μελαχρινό κατσαρομάλλικο
κοριτσάκι να στέκει έξω από την πόρτα του σπιτιού της, εκεί στο τέλος
του ανηφορικού δρόμου της γειτονιάς μας και να με κοιτά. Βλέπω το
Γοργία να το πλησιάζει, να του πιάνει βιαστικά, αχόρταγα το χέρι και
μετά να χάνεται όλος χαρά, πίσω από το τέλος του δρόμου. Θα το δω
χίλιες, άπειρες φορές αυτό το όνειρο, μέχρι την άκρη του χρόνου. Θα
ξεφύγω, θα δραπετεύσω από τα εφιαλτικά όνειρα των ιδεών, που βλέπω
να βλέπουν έξω οι άλλοι.»

`
Οι παρενθέσεις από αληθινά περιστατικά στη ζωή του συγγραφέα κατά τη διάρκεια της αφήγησης για έναν περίεργο λόγο παρουσιάζονται σαν όνειρα. Στο συγγραφικό χρόνο τα όνειρα αποτελεούν επαναλήψεις βάναυσες για κάτι που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Για κάποιον λόγο ο συγγραφέας ταξιδεύει προς τα μπρος και ποτέ προς τα πίσω. Ίσως η φρικαλεότητα της πρώτης εποχής των χρόνων του να έχει παγιδεύσει το εγώ σε μία επιθυμία να επιστρέψει στην αθωότητα του, αλλά και να δραπετεύσει από τη μη-αθωότητα των άλλων. Τα εφιαλτικά όνειρα των ιδεών όπως ονομάζει τις εμμονές των κοινωνικών ομάδων του καιρού του τον αναγκάζει να ζει σε έναν μελλοντικό χρόνο. Εκεί άναρχα πολεμά ακόμα και την έννοια της ύπαρξης, αμφισβητεί και φιλιώνεται με το Θείο. Η γραφή του θα γίνει κατανοητή από τις μελλοντικές γενιές, που η διαφορά ευφυΐας αυξημένης από τη σημερινή γενιά θα την έχουν αποκτήσει λόγω ιστορικών συγκυριών. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι απευθύνεται σε κοινό που δεν έχει έρθει ακόμα στη ζωή. Ο σκοπός του είναι καθαρός κι άγιος για τον λόγο αυτό.

`

**************************************************************

`

`

ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ, Η ΥΛΗ

Απόσπασμα που διαβάστηκε στην εκπομπή «Άξιον Εστί» του Βασίλη Βασιλικού.

`

«Τί μπορεί να πει ένα ανθρώπινο ον με τις λέξεις;
Τί συνδυασμό ήχων μπορεί να βγάλει ένα μουσικό όργα-
νο με πέτρινες χορδές;
Το πρόβλημα δεν είναι τι θα σας πω σε αυτήν την πραγ-
ματικά παράλογη «ιστορία», είναι το τι θα φανταστείτε, τι
προεκτάσεις θα δώσετε, με αφορμή την «ιστορία» μου.
Οι πιθανότητες να φτάσετε μέχρι εκεί που θα ‘θελα, εί-
ναι ίσες με τις πιθανότητες ν’ ακούσετε τη μουσική κάποιου
πέτρινου βιολιού. Με λίγα λόγια, ποντάρω στη φαντασία
σας.
Πάντως δεν είμαι σε τόσο μειονεκτική θέση, όπως μπο-
ρεί να φαίνεται. Κι αυτό γιατί μπορώ να περιμένω. Να περι-
μένω μέχρι τότε που θ’ ακούσετε τις «νότες» μου.
Θα περιμένω. Στο μεταξύ, θα εργάζομαι για να συντο-
μεύσω την αναμονή μου: Σιγά - σιγά, θα καταστρέφω τ’ α-
κουστικό σας τύμπανο. Γιατί αυτό είναι που δε σας επιτρέπει
ν’ ακούσετε τις πέτρινες νότες.
Θα γίνω πιο κατανοητός: Δεν είναι το «παράλογο» της
ιστορίας μου το εμπόδιο. Η λογική σας είναι. (Δηλαδή το α-
κουστικό σας τύμπανο).
Θα με θυμηθείτε: ‘Οσο η λογική σας θα εξελίσσεται, αρ-
νούμενη την υπόστασή της, τόσο θα πλησιάζετε την αλήθεια.
‘Οσο το αυτί σας θα χάνει τη δυνατότητα ν’ ακούει «λογι-
κούς» ήχους, τόσο βαθύτερα στη μουσική της σιωπής θα βυ-
θίζεστε. Και τότε θα δείτε το μέλλον να δύει, το παρελθόν ν’
ανατέλλει. Τον άνθρωπο να σταυρώνεται από τον Θεό. (Αυ-
τό θα το ξαναδείτε)
Προσέξτε: Αν νομίζετε πως με λογικό τρόπο, θα γκρεμί-
σω τη λογική σας, κάνετε λάθος. Πρώτον γιατί αυτό δεν το
μπορώ. Το ζήτημα είναι να γίνει το αυτί σας ικανό ν’ ακούει
τους πέτρινους ήχους μου κι όχι το πως οι πέτρινοι ήχοι θα
μεταμορφωθούν σε αντιληπτούς από σας.
Το κατανοητό, το λογικό που βλέπετε στον καθρέφτη
του νου σας, είναι το είδωλο του παράλογου.
Για λίγο σας βοηθάω να με καταλάβετε, να δείτε πιο εί-
ναι πραγματικά το είδωλο και ποιο το αντικείμενο: Δικαιο-
λογείστε τον θάνατο ενός ποντικού. (Και βέβαια μπορείτε).
Δικαιολογείστε τον θάνατο ενός συνανθρώπου σας. (Κι αυτό
το μπορείτε). Θα σας δυσκολέψω: Του εαυτού σας; (Εδώ το
πραγματικό, το λογικό είναι ακόμα τέτοια; Είναι; Για δοκι-
μάστε πάλι. Σε κάποια από τις επαναλήψεις των δοκιμών θα
με καταλάβετε).
Ξέρετε λοιπόν κάτι πιο παράλογο από τον θάνατό σας;
Και πιο λογικό ταυτόχρονα; Πιο πραγματικό; Ξέρετε κάτι
πιο παράλογο από την ύπαρξη του Κόσμου; (Αιτιατό χωρίς
αίτιο, προϋποθέτει η ύπαρξη του Κόσμου. Και άντε μετά από
αυτό, να συζητάμε για λογικές αιτιοκρατικής δομής).
Μη γελάσετε λοιπόν αν κάποιος σας πει πως είδε μία
μετέωρη πέτρα, έναν κολασμένο να έχει συλλάβει την έννοια
της αγάπης περισσότερο, ή το ίδιο μ’ έναν άγιο. Ή σας μιλή-
σει για κάποιον θεό, που κάποτε έκανε ένα μοιραίο λάθος.
Κανένας τρελός δεν έχασε τη λογική της τρέλας του. Κι
αυτό είναι κακό για τους λογικούς. Γιατί έτσι, δεν είχαν ποτέ
έναν που θα τους λύτρωνε. (Άφρονες, γιατί σκοτώσατε τους
μάγους, τους παραμυθάδες, τους άγιους, τα θαύματα, τα ό-
νειρα, τη δίψα για υπέρβαση; Γιατί τυφλώσατε τα μάτια με
τα οποία θα βλέπατε την εικόνα του Κόσμου; -Αυτού του Κό-
σμου, που η «ιστορία» μου προσπαθεί να σας δείξει την α-
πειρότητα των επιπέδων του-).»

`
Όταν επικεντρώθηκα στην προσπάθεια να εξηγήσω τη δυναμική Διαμαντή Φλωράκη, βρέθηκα σε μια ευχάριστη θέση να νοιώσω τον νου μου να αναζωογονείται από νέες ιδέες. Τα κύτταρά μου διαβάζοντας για την αυτοκτονία των κυττάρων ή για τα κατατρεγμένα όντα που επιδίωξαν να αποδράσουν εκτός συμπαντικού κυττάρου, συμπάθησαν την τραγικότητα όντων και υπο-όντων και ελευθερώθηκαν μέσα από αυτά. Ένοιωσα την αναρχία της ύλης να χτενίζει το χάος του απείρου και αυτές οι παράλληλες γραμμές που αφήναν ξοπίσω τους τα χτένια του οργώματος δεν ήταν άλλες από τις παράλληλες ζωές των όντων. Τα όντα μεταξύ τους είναι ίσα σε σύγκριση με την απειρία του Όλου. Σεβαστά και άξια πέρα από την κακότητα ή καλότητα που επιλέγουν. Η αντιπαλότητα τους θρέφει το σύμπαν με καταστροφή και γένεση. Ο Διαμαντής κάνει καλά που ασχολείται με το κακό. Διότι είναι πυθαγόρειο το αίνιγμα που θέτει. Κι η ζωή τι άλλο είναι παρά ένα τρίγωνο καλού που περιέχει ένα τρίγωνο κακού και κείνο με τη σειρά του ένα τρίγωνο καλού και ούτως καθεξής. Όλα μαζί αποτελούν ένα συνεχόμενο άπειρο που δεν τελειώνει ποτέ. Το περιεχόμενο του απείρου όμως που σεμνά υπαινίσσεται δεν είναι άλλο από το μάταιο μηδέν
Το έργο του Διαμαντή εξηγείται μόνο με τη σιωπή και γω που μίλησα καταχράστηκα την ευγένεια και υπομονή του. Το έργο του Διαμαντή είναι όσα δεν είπα. Είναι η σιωπή μεταξύ των λέξεών του…
Τη βιβλιογραφία του ευχαρίστως θα τη συνιστούσα σε έγκλειστους, σε καταπιεσμένους, σε ανήσυχους ανθρώπους που θέλουν να αποκαταστήσουν τη αληθινή συν-είδηση του Είναι. Η βιβλιογραφία του είναι επικίνδυνη τρομοκρατίας μιας ήσυχης φαινομενικά ζωής(για όσους δεν είδαν ότι αποτελεί μία Ersatz πρόσοψη θεάτρου και πλάνης). Γεννήτορας σκέψης, και απατηλότητας του κόσμου. Όνειρο στο όνειρο και παγίδα μέσα στην παγίδα. Η δραπέτευση ορίζει τον αναρχικό εαυτό του Διαμαντή σε ό,τι στατικό «καθώς πρέπει» μας ορίζει, ακόμα κι όταν αυτό αφορά στον περιβάλλοντα χώρο κι εδώ αναφέρομαι στον πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας.
Τη γλώσσα του αρνήθηκε, αυτή και τον βοήθησε στην απόδρασή του από την ύλη και την καταφυγή του στο περιεχόμενο των λέξεων. Η γλώσσα του Διαμαντή είναι ο αναρχισμός των απλών προτάσεων –μία κύρια πρόταση σε συνοδεία δευτερεύουσας- που σε οδηγεί στην επανάσταση της αθωότητας. Απλοποιεί σύνθετα πράγματα και μας ταξιδεύει σε φανταστικούς χρόνους και χώρους. Αν η γλώσσα ήταν άλλη, η ύπαρξη δεν θα είχε λυθεί στο μικροσκόπιο των λέξεων της, ούτε συνακόλουθα σε μακροσκοπικό επίπεδο από το όραμα της εργογραφίας του. Ο Διαμαντής προικίστηκε από την απομόνωσή του στην Ελληνική Γλώσσα, θα απελευθερωθεί με τη μετάφρασή του σε μια σύμφωνη με όλους γλώσσα(μάλλον την Αγγλική) σε κάποιο μελλοντικό χρόνο. Η δικαίωση θα γίνει όταν επιστρέψει στο μέλλον που τον περιμένει. Το έργο του δικαιολογεί το πείραμα της Φιλαδέλφειας. Είναι ένας από τους αγνοούμενους που συναντάται μέσα από τα έργα του σε όλα τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα ολισθημένα σε έναν ουτοπικό μελλοντικό χρόνο που δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί ή πραγματοποιήθηκε χρόνια μετά τη συγγραφή των βιβλίων.

`

Για την Ελληνική γλώσσα ισχύει ότι το σημαίνον (η λέξη) και το σημαινόμενο (η έννοια) σχετίζονται πρωτογενώς μεταξύ τους, σε αντίθεση με την Αγγλική ή άλλων ΕυρωπαΪκών που το σημαινόμενο συνήθως είναι μία τυχαία ακολουθία γραμμάτων που βαφτίστηκε από το σημαινόμενο. Η οξύτητα του πνεύματος του Διαμαντή Φλωράκη τονίστηκε και στιλβώθηκε με αυτήν την χρυσή διαφορά και επιβεβαίωσε το εσωτερικό άπειρον με το εξωτερικό πεπερασμένο μιας λέξης. Το κείμενο πονά όχι μόνο σα σύνολο, αλλά και σαν επιμέρους ζωντανές μονάδες-λέξεις! Οι γλωσσολογικές συγκυρίες ήταν με το μέρος του στοχαστή!

`

`

ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ο Διαμαντής Φλωράκης χρησιμοποιεί την επιστημονική φαντασία σαν ουτοπικό ενδιάμεσο χώρο μετασχηματισμού. Ο χώρος αυτός δεν είναι το ζητούμενο για αυτό και δε θα πρέπει να καλείται μετρ της Ε.Φ.. Είναι όμως ο αναγκαίος μετασχηματισμός μέσα από τον οποίο περνάει η Ιστορία, η Κοινωνία, η Φιλοσοφία, η λεγόμενη Εμπειρική του, έτσι όπως την έζησε και τη μελέτησε ή αλλιώς όπως ο ίδιος στιγμιαία και πλανεμένα αντιλήφθηκε. Όλα είναι πλάνη. Ο μετασχηματισμός δημιουργεί νέους μετα-ουτοπικούς χώρους Ιστορίας, Κοινωνίας, Φιλοσοφίας ολισθημένα προς τα μπρος σε ένα μέλλον που έρχεται.
Παρακάτω ακολουθεί μία συνάρτηση, όπου εισάγουμε μία ολόκληρη Εποχή με την ιστορία, την κοινωνία και τη φιλοσοφία της, τη μετασχηματίζουμε με το φίλτρο της εμπειρίας και την εξάγουμε ως μια βιωμένη και μετατοπισμένη Εποχής στο άχρονο της Τέχνης.
Συνάρτηση που στελεχώνει την 11-λογία Διαμαντή Φλωράκη
Α ΣΥΝΟΛΟ(ΧΡΟΝΟΣ, ΤΟΠΟΣ)->ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ->Β ΣΥΝΟΛΟ(ΟΥΤΟΠΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ, ουτοπικός ΜΗ ΤΟΠΟΣ)

ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ(ΑΡΧΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Α)→ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ(ΙΔΩΜΕΝΟ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ) →ΤΟ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΣΥΝΟΛΟ Β ΣΕ ΈΝΑΝ ΝΕΟ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ ΟΛΙΣΘΗΜΕΝΟ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΠΡΟΣ Η’ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

Λέει ο στοχαστής:
«Σκέφτομαι ακόμα πως, ουσιαστικά, υπάρχει μόνο ένα τώρα, που
μετακινούμενο, δημιουργεί την ψευδαίσθηση του χτες και του αύριο. Πως
είναι κρίμα, γι’ αυτές τις ψευδαισθήσεις, να χάνω το τώρα μου, που είναι
τέλειο από κάθε άποψη.»

`
Ένα ακόμα σημαντικό γνώρισμα του Διαμαντή Φλωράκη είναι ότι για να αποδείξει την εγκυρότητα του άνω σχήματος, χρησιμοποιεί μια λανθάνουσα μαντική που θα επιβεβαιωθεί στην ορθότητά της δεκαετίες μετά. Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΌΣ πραγματώνεται σε μελλοντικό χρόνο κάθε φορά που διαβάζεται από τον αναγνώστη δικαιολογώντας το σύγκρυο και την ανατριχίλα μας. Αφού όμως ο μετασχηματισμός βγήκε αληθής, άρα και το σχήμα πολεμικής του Δ.Φ. είναι αληθές στο σύνολό του. Αυτός ο τρόπος σκέψης παραπέμπει στη λογική του Αριστοτέλη.
Αυτό όμως που προτιμά ιδιαίτερα ο Δ.Φ. είναι ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε που δεν υπήρξε ποτέ. Η σοφότητα του Δ.Φ. συνοδεύεται πάντα από μία προϊστορία φόνου. Ο ήρωας πάσχει από υπερβολική ευφυϊα και αισθαντικότητα, είναι ατελής όμως και με την προσπάθεια που καταβάλλει σε κάθε τόμο τις 11-λογίας διανύει ένα άλμα σε νέο σύμπαν. Το σύμπαν δεν είναι παρά ο ολισθημένος τόπος Ιστορία-Κοινωνία-Φιλοσοφία που βιώνει σε έναν μη τόπο.

`

Ο Διαμαντής Φλωράκης δεν είαι επιρρεασμένος, όπως γράφει σε κριτική του Paul di Filippo από τους Amiatin, Lem, Bunch, and Van Vogt. Ο Διαμαντής Φλωράκης απορροφά πλήρως την εποχή του και τη διυλίζει σε κάτι πρωτόγνωρο, μπορεί να διαβάζει εφημερίδα, χρονογράφημα εποχής και να γράφει Ε.Φ.. Διαβάζει κυριολεκτικά τα πάντα, ενημερώνεται για ό,τι περνά τριγύρω του. Είναι ένα μάτι που παρακολουθεί τα πάντα.
Ζει Κατοχή και τα εφιαλτικά χρόνια του Εμφυλίου. Δεν αναφέρει λέξη για αυτά στα μυθιστορήματα, αλλά είναι ο μετατοπισμένος τους χώρος προς το μέλλον τα βιβλία που γράφει.

Θα ξεστομίσει ο συγγραφέας στο βιβλίο «Νοσταλγικό Τίποτα»

`«Δε θα κατηγορήσω τον Γοργία, γιατί δεν προτίμησε τον ρόλο του
θύματος. Μόνο τα θύματα, χωρίζουν τον κόσμο σ’ αθώους κι ενόχους.
Βλέπετε, δεν αντέχεται το σφαγείο της ζωής χωρίς αυταπάτες.»

`
Αυτή η φράση είναι φαινομενικά αθώα. Αναλογιστείτε όμως πότε ο συγγραφέας βίωσε κάτι τέτοιο. Ο συγγραφέας βιώσε τον εμφύλιο κι η νεώτερη γενιά του όχι. Ο Διαμαντής είναι ένα θύμα της Ελληνικής Ιστορίας, που έχει διαχωρίσει σαφώς τον κόσμο σε αθώους και ενόχους. Για να αντέξει το σφαγείο της ζωής χρησιμοποει τον μετασχηματισμό της αυταπάτης. Δεν είναι η κοινή ψευδαίσθηση όμως. Είναι η επιστημονική φαντασία. Η εκλογικευμένη φαντασία, γιατί ο Διαμαντής είναι απόλυτα ορθολογικός ακόμα και στα μεγαλύτερα ξεσαλώματα του οίστρου.
Γράφει ο Διαμαντής:

«Κοιτάω τα φιλικά αγαπημένα πρόσωπα των φίλων και ψάχνω για
την αιτία που, λίγο πολύ, όλους μας οδήγησε σε λάθος δρόμους. Τί
έφταιξε; Γιατί εκείνα τα παιδικά μάτια, αργότερα, είδαν τόσες φοβερές
εικόνες; Γιατί χρεώθηκαν τον πίνακα του Κόσμου; Πώς είναι δυνατόν να
ζωγράφισαν τέτοιο πίνακα τέτοια χέρια;
Υπάρχει μια αδικία. Μια σταύρωση. Ένα βουβό παράπονο. Μπορεί
και μια υποχρέωση ελπίδας. Ο Γοργίας σκέφτεται κάπως έτσι όντας μέσα
στην παιδική του ανάμνηση, που σαν αδύνατη φωτίτσα, προσπαθεί να την
προφυλάξει από τις θύελλες του τώρα. Μάταια όμως. Κάποια στιγμή η
φωτίτσα σβήνει κι έρχεται πάλι το σκοτάδι.
Πέρα από τους δρόμους της νιότης, οι δρόμοι ήσαν φραγμένοι.
Ανύπαρκτοι.»

`
Ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένα θύμα του πειράματος της Φιλαδέλφειας. Είναι ένας αγνοούμενος του πολέμου που επέστρεψε στο μέλλον του Τώρα και του Αύριο. Σημαντικά βιβλία του βγαίνουν με το φαινόμενο της ολίσθησης και σαφώς καταλαβαίνουμε ότι ο συγγραφέας περιγελά τις ιστορικές συγκυρίες. Το 73’ βγάζει «Τα Πονοτρόνια και οι Αναρχικοί του Απολύτου». Σε μια εποχή που η εξουσία έχει ολισθήση στην ημιμάθεια των μιλιταριστών, ο Διαμαντής προκαλεί. Δεν παρατηρεί μόνο την εξουσία, αλλά κι όλες τις κοινωνικοπολιτικές ομάδες(ο απόηχος της Δολοφονίας του George Polk και της γοητευτικής μαύρης Ντάλιας του Καπιταλισμού φιγουράρουν στο ρομαντισμό μιας ακαταμάχητα ρετρό εποχής). Παρατηρεί εξονυχιστικά και διαγράφει πολιτικές κινήσεις και ομαδοποιήσεις του Εγώ και τις φιλτράρει σκληρά και ψυχρά αφού απέτυχαν στην πασιφιστική του Θεωρία(Πάψε να πλησιάζεις τον διπλανό σου για να ικανοποιήσεις την ανάγκη για εξουσία και ηδονή!). Άλλωστε όταν πιάνουν τέλμα οι ομάδες αυτές -που ούτως ή άλλως για κει τείνουν- τις παρηγορεί και τις οικτίρει.

`
«Μετά, σιχαινόμουν τα ωραία κούφια συνθήματα,
τους ρομαντισμούς, τις ουτοπίες των αφελών επαναστατών, που
μόνιμα, μονότονα, χιλιάδες χρόνια τώρα, έδειχναν να ξεχνούν πως η
ζωή κινείται μέσα στο πεδίο του νόμου της δύναμης. Τα αιματηρά
παιχνίδια των αλλαγών στους συσχετισμούς των δυνάμεων, ανάμεσα
στις κοινωνικές ομάδες, δε μ’ ενδιέφεραν. Μ’ αυτή τη «φιλοσοφία»
έζησα και δε μετά- νιωσα. Είσαι, χωρίς να το διαλέξεις, θύμα ή θύτης.
Κυνηγός ή θήραμα. Κι αυτό υλοποιείται με χίλιους δυο τρόπους, σε
χίλια επίπεδα. Όλα τ’ άλλα είναι ψευτιές, ρομαντισμοί, ή αρρώστια
του μυαλού. Απλές, τετράγωνες κουβέντες που τίποτα δεν τις κλονίζει.
Δίψα για δύναμη, για ηδονή, για διάρκεια. Αυτό τα τρία,
μεταμορφωμένα, καλύπτουν όλο το φάσμα της ανθρώπινης ιστορίας.
Όπως βλέπετε, έχει απόψεις ο Γοργίας.»

`

Στο σημείο αυτό αναφέρω αυτό που έγραψε ο Νίκος Χρη. Θεοδώρου,
«Και λίγο αργότερα, τον επισκέφτηκα στο γραφείο που διατηρούσε την οδό Πανεπιστημίου. Αυτή η συνάντηση ήταν καθοριστική για να διαμορφώσω μια άποψη για αυτόν. Εκεί έγινε η ταυτοποίηση. Ο Διαμαντής ήταν μια μορφή βγαλμένη από τα βιβλία του».
Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το 95’ ο Διαμαντής είναι παρατηρητής της βίας στο κέντρο της Μεγαλούπολης, παρατηρεί όμως σαν ήρωας βγαλμένος από βιβλίο. Σκεφτείτε το βιβλίο «Επιστροφή στο Μέλλον» αραδιασμένο ανοιχτό σε ένα πάγκο στο κέντρο της Αθήνας να εποπτεύει τους περαστικούς καθώς το ξεφυλλίζουν. Να παρατηρεί ένα παρόν που λιώνει στην καθημερινότητα και την ανωνυμία.

Ο Διαμαντής προβλέπει την επιβολή συμβάντων που θα επιφέρουν μια σειρά τυχαίων, αλλά προβλέψιμων γεγονότων. Για παράδειγμα η επιβεβλημένη Κρίση της Κύπρου(Αττίλας I-1974 & οικονομική επίθεση στιw καταθέσεις των Κυπρίων-2013) προκαλεί μία σειρά αναμενόμενων τυχαίων γεγονότων(μετακινήσεις πληθυσμού, απομόνωση, απόγνωση, δυστυχία, φτώχια). Η τυχαιότητα της Ιστορίας ελαφρώς χειραγωγείται. Αυτό το γνώριζε πάντα ο Διαμαντής.
Πού διαφέρει ο Δ.Φ. από τους άλλους συγγραφείς Φανταστικού στην Ελλάδα; Οι υπόλοιποι είναι σαφώς κυνηγοί του Φανταστικού και μόνον. Ενώ ο Διαμαντής μιμείται κανέναν. Το ταλέντο του είναι πηγαίο, αυθόρμητο και επαληθεύεται χρόνο με τον χρόνο για την εγγυρότητά του(προέβλεψε την έλευση των κοινωνικών δικτύων με την μονοκόμματη λογική των like-report-βλέπε Επιστοφή στο Μέλλον/προέβλεψε την έλευση του youtube-βλέπε Καιάδας). Δεν έχει μιμητές. Απεχθάνεται την αντιγραφή και το φαινόμενο του καθρεπτισμού. Αγαπά όχι μόνο τη μοναχικότητα, αλλά και τη συγγραφική του μόνωση. Δεν έχει ανάγκη κανέναν. Είναι αυτοτελής, αυτόνομος και αναρχικός.

Συχνά καταπιάνεται με ένα μοτίβο: το φονικό παρελθόν του πρωταγωνιστή πηγάζει από τον ίδιο τον συγγραφέα που πρέπει να θανατώσει για να λυτρωθεί όλους τους προηγούμενους ήρωες των μυθιστορημάτων για να περάσει σε μια καινούργια μυθιστορία. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν εξπρεσσιονισμός, δεν είναι παρά η ενοχή του συγγραφέα, που πρέπει να αποκοπεί από τον πλακούντα των προηγούμενων έργων του. Μη ξεχνάτε ο Διαμαντής είναι παιδί των έργων του, και κάθε φορά μεγαλύνει σε κάθε νέο τόμο που εφευρίσκει. Η παιδικότητά του πηγάζει από τη διαρκεί αναγέννησή του(πεθαίνει & αναγεννάται σε κάθε νέο βιβλίο). Είναι απλός άνθρωπος δίχως δόλο που αποκαλύπτει τη πιο σύνθετη μορφή του ανθρώπου. Τα βιβλία του με απλές φράσεις φτιάχνουν οικοδομήματα πολυεπίπεδα από πολλές όψεις ιδωμένα.
`

Το κείμενο τελειώνει με τον θάνατο, αλλά ο ήρωας εναντιώνεται με τον έρωτα που επιβάλεται από κάθε ασήμαντο κύτταρο του σώματος σαν ύστατη απάντηση στην απανταχού παρουσία του Θανάτου. Ο φόβος της μη ύπαρξης εναντιώνεται με την χαλάρωση και την απόλαυση που προσφέρει ο έρωτας. Κλείνει με την Εμπεδόκλεια προοπτική: Φιλώ πολεμώντας, Πολεμώ αγαπώντας! Φιλώ πεθαίνοντας, πεθαίνω αγαπώντας σε έναν κόσμο απόλυτα κενό.

`

**************************************************************

Ο Ερωτισμός στα Έργα του Δ.Φ.

Ο Ερωτισμός στον Διαμαντή Φλωράκη αποτελεί τη μόνη εξαίρεση στον επιστημονικά φαντασιακό κανόνα που υιοθετεί. Ο συγγραφέας -τότε και μόνον τότε - αποζητεί να είναι του καιρού του. Η επιστημονική φαντασία υποχωρεί και εξαϋλώνεται ένεκα του ρεαλιστικού ενστίκτου. Η τεχνολογική απέχθεια προκύπτει σα φυσική συνέπεια και η έλξη για κάθε τι φυσικό, πρωτόγονο και ενστικτώδες γίνεται επιτακτική ανάγκη.

Ο έρωτας δύο κορμιών και μιας ψυχής, μιας ευχαρίστησης και μιας ενιαίας ηδονής. Το αντικείμενο του πόθου δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά συνήθως δηλώνεται από κάποια ιδιότητα ή κάποιο νούμερο (βλέπε η «ξεναγός» στη «Νοσταλγία του Τίποτα» και η νούμερο «20» στο βιβλίο «Επιστροφή στο Μέλλον»). Η Χρήση του ερωτικού στοιχείου αντισταθμίζει πολλές φορές τον φόβο του θανάτου και τις τελολογικές εκρήξεις του συγγραφέα. Είναι η απάντηση και η λύση στην υπαρξιακή αναζήτηση. Ο Διαμαντής Φλωράκης μέσα από τον Ερωτισμό υπηρετεί με τον τρόπο του το Εμπεδόκλειο Δίπολο Αντίθεσης Έρωτας-Θάνατος.

`

`

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ από το 1963 ως το 2013

`
ΟΙ ΑΠΙΘΑΝΟΙ (μυθ.) 1963
ΤΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ (νουβέλα) 1966 /78
Η ΕΚΡΗΞΗ (νουβέλα) 1970 /78
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ (Θέατρο) 1972
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ (μυθ.) 1973 /75 /78 /81 /83 /94 /97
ΤΑ ΠΟΝΟΤΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ (μυθ.) 1975 /78 /83 /85 /94 /97
ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΑΥΡΙΟ (νουβέλα) 1978 /83 /97
ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΤΙΣΜΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (νουβέλα) 1981 /97
ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ (μυθ.) 1985 /97
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ (μυθ.) 1987 /97
Ο ΚΑΙΑΔΑΣ (μυθ.) 1987 /97
Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΝΑΡΧΙΑ (μυθ.) 1988 /97
Ο ΕΧΘΡΟΣ (μυθ.) 1989 /97
ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ (μυθ.) 1992 /97
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ (μυθ.) 1995 /99
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ (μυθ.) 1995 /99
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝΕ ΚΑΝΕΝΑΝ (μυθ.) 1996 /98
ΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ (μυθ.) 2001
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ 2013

`

`

* Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό εργαλείο, σημείο αναφοράς & έμπνευσης για τη σημασιολογική ερμηνεία της στοχαστικής του Δ.Φ.
`

Heidegger Martin, Η προέλευση του έργου τέχνης, Εκδόσεις Δωδώνη
Γιάννης Τζαβάρας, Έρωτας & Πόλεμος, Εκδόσεις Δωδώνη.
R.C. Gonzalez R.E. Woods. “Digital Image Processing”Prentice Hall 3nd Edition 2007.
R.M.Haralick L.G.Shapiro, “Computer and Robot Vision”
Τόμοι Ι, ΙΙ Addison Wesley 1993.
Θεωρία Πινάκων-Θεωρία Μετασχηματισμών-Θεωρία Συνόλων-Απειροστικός Λογισμός Ι&ΙΙ
Sigmund Freud, Die Traumdeutung/ Der Mann Moses und die monotheistische Religion/ Zeitgemäßes über Krieg und Tod/usw.
Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν(1924), του Ντανταϊσμού-Χούγκο Μπαλ(1916), του Φουτουρισμού, Φίλιππο Τομάσο Μαρινέτι
Νίκου Εγγονόπουλου, «Πεζά Κείμενα»-Εκδόσεις Ύψιλον («Παρουσίαση του Φουτουρισμού με την ευκαιρία μιας επετείου»-σελ17, «Για τη Δημοκρατία»-σελ.101)
Χρήστου Μαρκόπουλου,Τάξη & Αναρχία
Καστοριάδης Κ. (1975) Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας σελ.100. Εκδ. Κέδρος
Βασίλης Βασιλικός, Η μυθολογια της Αμερικής/ Poste Restante/Μάθημα Ανατομίας 1965-1978, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Ernest Gellner, Η Κοινωνία των Πολιτών& οι αντίπαλοί της
Nadaud Alain, Η Αρχαιολογία του Μηδενός/Όταν λιώνουν οι πάγοι, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Friedrich Wilhelm Nietzsche, Also sprach Zarathustra/ Ecce homo/Der Antichrist/usw.

`

** Link που έχουν αναρτηθεί στο you-tube από τον συγγραφέα-σκηνοθέτη Η.Φλωράκη:
Α)Από την Eκπομπή «Άξιον Εστί» με τον Βασίλη Βασιλικό:
http://www.youtube.com/watch?v=11RsRdY5Vj0
Β)Από την Παρουσίαση του Δ.Φ. στο βιβλιοπωλείο Ars Nocturna με εισηγητές-συντελεστές: στη Θεατρική Απόδοση ο Γιώργος Χατζηκυριάκος(«Η Χώρα των Χαμένων Ευχών», Βορειοδυτικές Εκδόσεις), κριτική παρουσίαση Κασσάνδρα Αλογοσκούφι(συγγραφέας-ποίητρια), προλόγισε ο συγγραφεάς Ελευθέριος Κεραμίδας («Κοράκι σε Αλικό Χρώμα»-Εκδόσεις Πατάκη, κ.α.). Η βιντεοσκόπηση έγινε από τον συγγραφέα-σκηνοθέτη Ηλία Φλωράκη(Ιστορίες του Τσάρλυ, Εκδόσεις Καστανιώτη, κ.α.)
http://www.youtube.com/watch?v=UXzXteZ1WGI

Σπύρος Αραβανής, Πέντε Αστικές Ωδές

$
0
0

`

Ι.
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Το «ξυράφι» που κοιμίζεις μες τα πόδια σου
Ευνουχίζει τα πιο άγρια αρσενικά
Κάθε βράδυ το τροχίζεις με τα λόγια σου
Και κερδίζεις τη ζωή σου στα στενά
Γύρω απ’ τ’ «Εθνικό» η παράσταση ανεβαίνει
Μαύρη πόρνη η Δυσδαιμόνα γυμνή βγαίνει.

Το «περίστροφο» που κρύβεις μες τα χέρια σου
Εξοντώνει και τα πιο σκληρά παιδιά
Κάθε βράδυ το μοιράζεις με τα αγόρια σου
Και σκοτώνεις τη ψυχή τους στα στενά
Γύρω απ’ τ’ «Εθνικό» το έργο ζωντανεύει
Και ο Σάιλοκ τη λίβρα του γυρεύει.

`

II.
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

Απ΄τις συμπληγάδες μέσα
Των δασκάλων και αγγέλων
Βγαίνουν κάτι φυντανάκια
Κάτι ανήσυχα παιδάκια
Μα τους τρών τα μυαλουδάκια
Τους τροχίζουνε το μέλλον
Κι απ΄ αλλιώτικα παιδάκια
Γίνονται «βάρδα φουρνέλο».

Πρώην Κνίτες πρώην άσσοι
Πρώην σύντροφοι και αγόρια
Όλοι «πρώην» σαν μια στάμπα
Που την αγοράζουν τσάμπα
Και την έχουνε για τράμπα
Μόλις έρθουνε τα ζόρια
Σαν ν’ άλλαζουνε τη λάμπα
Να το βάζουνε στα πόδια.

Ποιος θυμάται να θυμάται
Χτίσαν βίους μες στη λήθη
Σαν αυθαίρετα στην Κάντζα
Μα άλλος βγάζει τώρα λάντζα
Και κοιμάται πια στα ράντζα
Και μετρά και το ρεβύθι
Και ονειρεύεται τη σάλτσα
Τρώγοντας το παραμύθι.

`

ΙΙI.
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΝΕΓΡΗ

Στα υπόγεια δυάρια
Θυσιάζουνε κριάρια
Και στων δρόμων τις ασφάλτους
Πολλαπλασιάζουν άρτους
Θαυματοποιοί της μέρας
Κέρμα κέρμα ο αέρας
Και τις νύχτες σαν τον Τάλω
Να κραυγάζουν το «Εάλω».

Στης Επισκοπής το πιάτο
Κάνουν πάνω του σπαγγάτο
Και στο χέρι της Κυρίας
Ακροβατικά μαγείας
Θαυματοποιοί της μέρας
Κέρμα κέρμα ο αέρας
Και τις νύχτες σαν τον Βέγα
Να προβάλλονται στα έργα.

`

IV.
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΟΥ

Κάτω απ’ τις μεγάλες σκάλες
Πίσω από τις λαμαρίνες
Τις ανάγκες σου καλύπτεις
Τις συνθετικές σου ίνες
Η ζωή μας ένα ΙΚΕΑ
Ο κομμουνισμός στην πράξη
Να μοιράζεται η ιδέα
Σαν διαγώνισμα στην τάξη.

Μες τα ιδιωτικά ηχεία
Μπρος στις νέες εφευρέσεις
Τα ακούσματα σου παίρνεις
Με συρμάτινες ενέσεις
Η φωνή μας iPhone μας
Στον ιδιωτικό μας κήπο
Μουσική στη διαπασών μας
Για το Μυστικό μας Δείπνο.

`

V.
Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ

Η μέρα μας παραπατά
Σαν άρρωστος στον ΟΚΑΝΑ
Μια άδεια τρύπα
Κι εσύ σκυφτός όλο μετράς
Τα ένσημα και πού χρωστάς
«Εν Τούτω» ΙΚΑ.

Η νύχτα μας αγκομαχά
Σαν τρομαγμένο «Ωσαννά»
Μια άθλια πίστα
Κι εσύ περήφανα κοιτάς
Είτε προφίλ είτε ανφάς
«Εν Τούτω» Ήττα.

`

* Κυκλοφόρησε ως e- book από τις εκδόσεις Ενδυμίων φιλίας χάριν, το Δεκέμβρη του 2013

Peter Altenberg, «Ασάντι», 1897 (μτφρ.: Νίκος Βουτυρόπουλος)

$
0
0

Αφιερώνεται στις έγχρωμες φίλες μου,
τους αξέχαστους παραδεισένιους ανθρώπους:
Ακολέ, Ακόσια, Τιόκο, Ντζόγιο, Να-Μπάντου.

Ο ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ

Στην είσοδο του ζωολογικού κήπου, με το σκούρο κιγκλίδωμα και τις σκονισμένες καλαμιές,
υπήρχε ένα ελβετικό σπιτάκι, καστανού χρώματος και λουστραρισμένο, που ψηνόταν
στον απογευματινό ήλιο. Μπροστά καθόταν ο Κλαρκ κι έτρωγε ένα αχλάδι. Πουλούσε
εισιτήρια, κίτρινα τα κανονικά και σκουροπράσινα τα μειωμένα για συλλόγους,
στρατιωτικούς και τακτικούς επισκέπτες. < <Τα παιδιά δεν πληρώνουν>> έλεγε, σα να
ήθελε να πει : < <Δρόμο, εξαφανιστείτε, είστε ασήμαντοι…>> Ένα μικρό κλουβί δίπλα
στο νοτισμένο ελβετικό σπιτάκι φιλοξενούσε δυο σκιούρους. Το πάτωμα ήταν γεμάτο
ψίχουλα και ζάχαρη.
Ένας νεαρός επιστάτης με ένα αγόρι κι ένα κορίτσι είπε: < <Στενόμυαλοι άνθρωποι.
Μόνο φρούτα τρώτε! Θα δείτε σε λίγο>>. Κι έδωσε ένα μικρό ροδάκινο στους σκιούρους.
Οι σκιούροι κάθονταν στα πισινά τους πόδια και τρώγανε.
Το κορίτσι κοιτούσε τον επιστάτη με σεβασμό, όπως άλλωστε κι όλοι οι άλλοι γύρω του.
< <Να μου θυμίσεις Φορτουνατίνα να σου διαβάσω αύριο από το βιβλίο του Μπρεμ
για τις ζωντανές λιχουδιές των ιαγουάρων της Βραζιλίας. Αυτοί οι δυο σκιούροι βρίσκονται
στο λιμάνι της ζωής. Αλλά ψωμί και ζάχαρη! Δεν είναι δα και πίθηκοι>>.
Μετά πλησίασε τις αρκούδες που κινούνταν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο και μύριζαν
άθλια. Οι επισκέπτες τις ανάγκαζαν να κινούνται διαρκώς.
< <Περιμένετε>> είπε ο επιστάτης και τους έριξε ένα ψωμάκι. Τότε μια αρκούδα όρμησε
με την κοιλιά.
Στο κλουβί με τη λέαινα η Φορτουνατίνα στήριξε τους αγκώνες στα ξύλινα κάγκελα
και κοιτούσε επίμονα. Η λέαινα τριγυρνούσε πάνω κάτω, γλιστρώντας πάνω στο
υγρό λίθινο δάπεδο, σαν κάτι να πλησίαζε στα κρυφά. Αχ, τι άραγε;
Ο επιστάτης στεκόταν πίσω μαζί με το αγοράκι που επέμενε να προχωρήσουν:
< <Μια λέαινα, τι βλέπουμε! Φυλακισμένη είναι…>>
Ο επιστάτης έμενε ακίνητος.
< <Η Φορτουνατίνα και η λέαινα…>> σκέφτηκε. Ούτε που ήξερε τι σήμαινε,
τι νόημα είχε αυτή του η σκέψη. Ένιωθε σα να πρόκειται για μια μπαλάντα που
κανείς δεν έχει γράψει ακόμα. Εδώ είναι η μπαλάντα, απλά χρειάζεται να τη γεννήσει
κάποιος ποιητής, να τη ζωντανέψει. Ήδη υπάρχει στο μυαλό κάποιου, πιέζει να βγει
στο φως, θέλει να γίνει τραγούδι…Η Φορτουνατίνα και η λέαινα!
Ο επιστάτης στεκόταν ήρεμα στο ίδιο σημείο. Το κοριτσάκι στριφογύριζε, κοκκίνιζε,
γελούσε αμήχανα, ήταν έτοιμο να προχωρήσει.

< <Δεν είναι δα ντροπή να ονειρεύεσαι πως κάνεις παρέα με ζώα>> σκέφτηκε
ο επιστάτης κι άπλωσε τα όμορφα πατρικά του χέρια στους ώμους του παιδιού.
Η Φορτουνατίνα ονειρευόταν: < <…ξαφνικά μες στα μεσάνυχτα αντηχεί ένα ουρλιαχτό,
κι αμέσως τραντάζεται όλη η φύση. Ένα χτύπημα με την πατούσα, ένα μοσχάρι πέφτει.
Ξέρουμε ότι…Αφρική, Αφρική. Ψυχραιμία, αποφασιστικότητα μέχρι την τελευταία στιγμή
είναι για τον θαρραλέο κυνηγό…>>
Έριξε μια ματιά στον επιστάτη. Όμως αυτός φορούσε μια φαρδιά φόρμα, γκρίζο μπουφάν
και μικρό τσόχινο καστανό καπέλο. Κρατούσε μπαστούνι με χερούλι από κέρατο ελαφιού,
και φορούσε ματογυάλι με χρυσή επένδυση. Θα έπρεπε να είναι ντυμένος με κίτρινα
δερμάτινα ρούχα. Θα έπρεπε δίχως άλλο να φοράει περικνημίδες.
Συνέχισαν να περπατάνε.
Ακούσανε ήχους από σιδερένιες καστανιέτες, υπόκωφους ήχους από ξύλινα τύμπανα,
από μπρούτζινους κρίκους.
Έφτασαν στο σημείο όπου χόρευαν οι Ασάντι.
< <Συγκοπτόμενοι ρυθμοί>> είπε ο επιστάτης < <ακούτε; τα τα τατατα τα τα τατατα…>>
< <Όπως τα αλωνιστήρια σε μας>> είπε το αγόρι.
< <Πολύ σωστά>> είπε ο επιστάτης < <συγκοπτόμενοι ρυθμοί>>.
< <Πράγματι, όπως τα αλωνιστήρια>> είπε η Φορτουνατίνα.
< <Ή όπως ο θόρυβος που κάνει το σιδηροδρομικό βαγόνι στο έδαφος>> είπε το αγόρι.
< <Πράγματι όπως αυτός>> είπε ο Φορτουνατίνα < <θα έπρεπε να παίζουν μουσική
με αληθινά εργαλεία>>.
< <Μπράβο Φορτουνατίνα>> είπε ο επιστάτης.
< <Για αυτούς είναι σίγουρα μουσική>> είπε το αγόρι.
< <Δεν χρειάζονται τέτοιες διακρίσεις ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς. Αυτοί, αυτοί.
Τι νόημα έχει. Πιστεύεις πως πρόκειται για εξωτικά ζώα; Επειδή αυτή η χαζή φυλή
βρίσκεται εδώ και χορεύει; Γιατί; Μήπως επειδή η επιδερμίδα τους έχει περισσότερα
κύτταρα μελανίνης; Τα κορίτσια αυτά σίγουρα είναι καλά και όμορφα. Έλα εδώ μικρή.
Πως σε λένε;>>
< <Τιόκο>>.
Ο επιστάτης πήρε το χέρι της Τιόκο και το ακούμπησε στο χέρι της Φορτουνατίνας
που κοίταξε αμήχανα. Μετά έβγαλε απ’ τη τσέπη ένα κολιέ με λευκές γυάλινες χάντρες
και χρυσό κούμπωμα και το χάρισε στη Τιόκο.
< <Που το βρήκατε αυτό;>> ρώτησε το αγόρι, καθώς έδινε το κολιέ στην Τιόκο.
< <Που άραγε, που;>> απάντησε ο επιστάτης.
Λίγο μετά είπε το αγόρι: < <Ήσασταν πολύ καλός και γλυκός με την Τιόκο. Πιστεύετε
πως το ίδιο ήταν και η Τιόκο μαζί σας; Το αντίθετο ακριβώς>>.
Ο επιστάτης τον κοίταξε σα να του έλεγε: < <Ανόητε, αυτή είναι όλη η λύση του αινίγματος
στη μπερδεμένη ζωή μας>>. Όμως είπε κάτι άλλο: < <Φορτουνατίνα, η Τιόκο δεν ήταν
καλή, γλυκιά και τρυφερή; Να λοιπόν! Μας φέρθηκε σα να ήμασταν πολύτιμοι για αυτή
την ίδια, δεν άφηνε το χέρι σου. Και τι χαρά που έκανε με τις γυάλινες χάντρες.
Και γενικότερα. Αυτή η αγνότητα, αυτή η υπέροχη αστραφτερή και δροσερή επιδερμίδα,
τα φιλντισένια δόντια, τα τρυφερά χέρια και πόδια, οι αριστοκρατικές κλειδώσεις!>>
Το αγόρι σκέφτηκε: < <Έτσι λοιπόν. Αγόρασε τις χάντρες για αυτή>>.
Τη στιγμή του αποχαιρετισμού η Φορτουνατίνα είπε: < <Τιόκο, σ’ αγαπώ>>.
Το αγόρι σκέφτηκε: < <Η Φορτουνατίνα είναι υπερβολική, με όλα>>.
Ο επιστάτης φίλησε τη Τιόκο.
Η Φορτουνατίνα ένιωσε: < <Όλα είναι απαλά, η Τιόκο, η φτωχή λέαινα, ο επιστάτης.
Όπως στον παράδεισο, άνθρωποι και θηρία…>>
Το αγόρι είπε: < <Πόσο κόστισαν οι γυάλινες χάντρες; Πως και είχατε τις ίδιες;
Πείτε μου!>>
< <Πως και γιατί; Ανοίγεις την καρδιά του άλλου με κλειδί που ταιριάζει>>.
Το αγόρι σκέφτηκε: < <Είναι πολύ απλό, τον ενδιαφέρει η Τιόκο>>.
Η Φορτουνατίνα ένιωσε: < <Θα ‘θελα να κλάψω για την Τιόκο, για τη λέαινα, για όλα>>.
Στην έξοδο, οι σκιούροι κάθονταν μες στο κλουβί και οι στενόμυαλοι επισκέπτες
τους έριχναν ψωμάκια και ζάχαρη. Στο καστανόχρωμο λουστραρισμένο ελβετικό
σπιτάκι καθόταν ο Κλαρκ και πουλούσε εισιτήρια, κίτρινα τα κανονικά και σκουροπράσινα
τα μειωμένα για συλλόγους, στρατιωτικούς και συχνούς επισκέπτες.
< <Κουράστηκες Φορτουνατίνα;>> ρώτησε ο επιστάτης.
< <Λιγάκι…>>
< <Τότε, ας κάτσουμε…>>
Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι. Τριγύρω γρασίδι και συστάδες δέντρων. Ένιωθαν μια
ευχάριστη ηρεμία, έσκυψαν το κεφάλι κι οι τρεις μαζί. Ο επιστάτης έβγαλε απ’ τη τσέπη
ένα κολιέ με λευκές γυάλινες χάντρες και χρυσό κούμπωμα. Το έβαλε γύρω απ’ το λαιμό
της Φορτουνατίνας.
Το κορίτσι σήκωσε ψηλά το κεφάλι απ’ τη χαρά του. Παραδεισένια χαρά.
Σιωπή απλώθηκε.
Το αγόρι ένιωθε αμήχανα.
< <Το γρασίδι μοσχοβολά>> είπε ο επιστάτης.
Ανάπνευσαν όλοι βαθιά το γλυκό άρωμα που ανέδυε η γη από τα υπέροχα πνευμόνια της,
για την ακρίβεια από τους πόρους του δέρματός της.
< <Τι θα κάνει η Τιόκο το βράδυ;>> ρώτησε το κορίτσι.
< <Θα καθαρίσει για τον Κλαρκ που τον συναντήσαμε στο ταμείο, ρούχα και παπούτσια,
θα στρώσει τα κρεβάτια, θα βάλει νερό στα πλυντήρια>>.
< <Νόμιζα πως είναι κόρη βασιλιά!>>
Ο επιστάτης φίλησε απαλά τα χρυσαφένια της μαλλιά.
< <Έχω ένα στολίδι βασιλικό>> ένιωσε το κορίτσι < <σαν τη λαίδη Ντάντλεϊ, τέσσερις
σειρές από άψογα μοναδικά μαργαριτάρια, ανεκτίμητα, ίσως δυο εκατομμύρια…>>
Το υγρό χορταρένιο έδαφος της νύχτας χάριζε την αχνή ομιχλώδη δροσιά του στους
κουρασμένους επισκέπτες που κάθονταν στα παγκάκια του κήπου, στα ζευγαράκια
σε απόμερες γωνιές, που λαχταρούσαν σκοτάδι και ησυχία. Οι συστάδες των δέντρων
μοιάζανε με σύννεφα στου γρασιδιού το στερέωμα.
Στον κήπο, η Κιότο τρέμει, ρίχνει ένα λεπτό κίτρινο τσίτι στα υπέροχα καστανόχρωμα
στήθη της που αναπνέουν συνήθως μες στην ομορφιά και την ελευθερία, όπως το
θέλησε ο θεός, χαρίζοντας στο βλέμμα ευγενικών αντρών μια εικόνα κοσμικής
τελειότητας, το ιδεώδες της ακμής και της δύναμης. Μετά κάθεται σ’ ένα μικρό
ξύλινο σκαμνί και καθαρίζει πατάτες για τη σούπα.
< <Τι να κάνει άραγε η Τιόκο;>> σκέφτηκε το παιδί στο παγκάκι.
Ο επιστάτης του κρατά το χέρι, με αυτά τα όμορφα πατρικά του χέρια…
< <Πάμε…>> είπε το αγόρι < <είναι πολύ βαρετά κι έχει κρύο. Η Φορτουνατίνα
θα συναχωθεί όπου να ‘ναι>>.
< <Μην χολοσκάς, εντάξει, σε παρακαλώ…>> είπε ο επιστάτης.
Περπάτησαν σιωπηλά κι αμήχανα για το σπίτι.
Στο δρόμο είπε το κοριτσάκι στον επιστάτη: < <Μπορεί και να συναχωνόμουν…
Κρατάτε κακία στον Όσκαρ;>>
< <Καλό, γλυκό μου κορίτσι>> είπε ο επιστάτης και πήρε το χεράκι της και το
ακούμπησε στην καρδιά του.

`

***********

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

< <Έχει κρύο και υγρασία, Τιόκο. Παντού λιμνούλες. Είσαι γυμνή.
Τι είναι αυτά τα λεπτά λινά φορέματα; Τα χέρια σου είναι κρύα, Τιόκο.
Θα σου τα ζεστάνω. Χρειάζεσαι τουλάχιστον βαμβακερή φανέλα,
όχι τέτοια ρούχα>>.
< <Δεν επιτρέπεται να φοράμε ρούχα, κύριε, ούτε παπούτσια,
τίποτα, ούτε μαντήλι στο κεφάλι. Ο Κλαρκ λέει: βγάλε το,
βγάλε το. Την κυρία παριστάνεις;>>
< <Γιατί δεν επιτρέπεται;>>
< <Πρέπει να δείχνουμε άγριοι, κύριε, απ’ την Αφρική. Είναι παλαβό
τελείως. Δεν είμαστε έτσι στην Αφρική. Όλοι θα γελούσαν. Σαν
άνθρωποι των θάμνων, ναι, τέτοιοι. Κανείς δε ζει σε καλύβες
σαν αυτές. Μόνο τα σκυλιά. Εντελώς ανόητο. Θέλουν να μας βλέπουν
σαν ζώα. Τι εννοείτε, κύριε; Ο Κλαρκ λέει: Ε, τέτοια θεάματα
υπάρχουν στην Ευρώπη αρκετά. Τι χρειάζεστε εσείς; Φυσικά
και πρέπει να κυκλοφορείτε γυμνοί>>.
< <Μα θ’ αρρωστήσετε, θα πεθάνετε…>>
< <Ω, κύριε, τα βράδια στις καλύβες βάζουμε αναμμένα κάρβουνα
μέσα με μεταλλικά δοχεία. Ω, τι ωραία ζέστη! Και η Μονάμπο
είναι ζεστή και την αγκαλιάζω. Και η Ακολέ και η μικρή Ντεντέ
ζεσταίνονται τα βράδια. Ίσως βγει ο ήλιος αύριο. Τότε θα ‘ναι
καλά για την Τιόκο>>.
< <Τιόκο…!>>
< <Κύριε…;>>
< <Τιόκο…>>
< <Πιστεύεις, κύριε, πως αύριο θα βγει ο ήλιος;>>
< <Το ελπίζω>>.

`

***************

ΟΙ ΚΑΛΥΒΕΣ (το βράδυ)

Η καλύβα του αρχηγού: από τρία καρφιά στον τοίχο κρέμονται τρία
ρολόγια τσέπης, ένα χρυσό, ένα ασημένιο, ένα νικελένιο. Ο αρχηγός
κάθεται σ’ ένα ράντζο και παίζει με μια φυσαρμόνικα μινόρε ακόρντα.
Σε μια μικρή ανοιχτή βαλίτσα βρίσκεται ένα λευκό κοστούμι.
Η μαντάμ Γιαμπόλε Ντομέι καπνίζει μια μικρή πίπα κι ακούει τον άντρα της.
Η καλύβα του χρυσοχόου Νοτέι: εδώ κοιμούνται τα παιδιά, Άγκο (3/4 χρόνων),
Ταϊβία (4 χρόνων), Ακουόκο και η μικρούλα Ακολέ. Η καλύβα του
χρυσοχόου Νοτέι…παλάτι της ομορφιάς, παράδεισος της ειρήνης.
Τέσσερις ανάσες, σαν συγχορδίες του λυτρωμένου κόσμου.
Η καλύβα των παρθένων: η μεγάλη Ακολέ, η Ντζόντζο, η Μονάμπο,
η Ασόν, η Τοόκο, η Ακόσια. Εδώ κουρνιάζουν τα βράδια σα βατράχια,
γύρω από ένα κεράκι στο πάτωμα, τρώνε, ησυχάζουν, καπνίζουν
ένα καλό τσιγάρο, τραγουδάνε γλυκά και σιγανά, αλείφονται με
φοινικέλαιο, κοιτάζονται σε μικρά ραγισμένα καθρεφτάκια, κουνάνε
το κορμί τους τρυφερά και χορευτικά, γυμνές από τη μέση και πάνω,
γελάνε οι ελεύθερες χαρούμενες ψυχές τους, κρεμάνε με τάξη
τα κολιέ τους σε καρφιά στον τοίχο, ζηλεύουν την Τιόκο για τα
7 κολιέ της (2 με ανοιχτοπράσινες ρομβοειδείς χάντρες, 1 με
κόκκινες ρομβοειδείς χάντρες, 2 από γρανάτη, 1 από κεχριμπάρι,
1 γαλλικής απομίμησης), ξετρελαίνονται για τις πράσινες χάντρες
και τον γρανάτη, ξαπλώνουν στο σκληρό έδαφος, σβήνουν το
θαμπό κεράκι, τραγουδάνε λίγο ακόμα, αποκοιμούνται.
Αυτή είναι η καλύβα των παρθένων.
Η καλύβα των νεαρών κυρίων είναι άδεια. Το βράδυ οι νεαροί κύριοι
πήγαν στην πόλη. Πότε θα επιστρέψουν; Τι θα δουν; Κανείς δεν το ξέρει.
Η καλύβα των νεαρών κυρίων είναι άδεια.

Δημήτρης Χριστοδούλου, «Ανέκδοτα ποιήματα, Δ’Τόμος», Μετρονόμος 2014 [Aποκλειστική Προδημοσίευση]

$
0
0

`

* Σήμερα συμπληρώνονται 23 χρόνια από το θάνατο του ποιητή και στιχουργού, Δημήτρη Χριστοδούλου.

`

`
Η ΝΙΚΗ ΜΕΣ ΣΤΗ ΛΑΣΠΗ
ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΟΙ ΒΙΕΤΚΟΝΓΚ

Λες την αλήθεια νέο φως; Και ’σείς κοιλάδες της Γκουάγκ σωστά μιλάτε;
Πικρή ζωή που σε σηκώνει ο Γιακ-Τσε σωστά ακούς;
Και ’σείς κοιτάσματα του καουτσούκ έχετε γλώσσα για τη νύχτα αυτή;
Παιδιά της Αλαμπάμα και του Ορενόκ μ’ ακούτε;
Ήταν αλήθεια άραγε πως πολεμήσαμε μαζί τον φασισμό, όταν στου Πάτον τ’ άρματα κρατούσατε του Λίνκολν την ψυχή· ήταν αλήθεια;
Στην Οκινάβα και στην Μπαταάν είναι αλήθεια πως συντρίψατε τον φασισμό
μ’ ακούς, μ’ ακούς, μ’ ακούς απόψε νέο φως;
Τι νέα είν’ αυτά απ’ τη Χάιφογκ, πόσοι νεκροί;
Εσείς παιδιά της US-AIR-FORCE, είναι αλήθεια πως χτυπάτε νηστικούς
τους χθεσινούς σας συμμάχους, είναι αλήθεια φοιτητές του Μίτσιγκαν
πυροβολήσατε παιδιά και σφάξατε Βουδιστές, σκοτώσατε κοπέλες σαν πουλιά, είναι αλήθεια μαχητές των Αρδεννών;
Αχ, πεζοναύτες με τις γκέτες και τα τόμιγκαν της λευτεριάς
αητοί του Μιντγουαίη, γενναίοι του Κορέγκιντορ, του Χιρότο εκδικητές
της Νορμανδίας μαχητές, είναι αλήθεια τώρα σφάζετε παιδιά;
Αχ, πεζοναύτες με τις γκέτες και τα τόμιγκαν της λευτεριάς
ποιος να το πει, το αίμα του κοκόδεντρου ή του μπαμπού
η λάσπη του Βιετνάμ, το σκοτωμένο ρύζι των Βιετκόνγκ, ποιος να το πει;
Πού βγαίνει ο ήλιος σήμερα; Στη δύση, στην ανατολή;
Πού σπάει ο ήλιος σαν σπυρί, ποιόνε φωτίζει;

Στήθια π’ ανάψατε φωτιές και σπείρατε τον τρόμο στον εχθρό
αν, τανκιστές, και ολμιστές των πυροβόλων άκαμπτοι, με την καρδιά της μεραρχίας στο ζερβί,
διπλές σειρές μπαλάσκες στο χακί, την άγρια λόγχη στα σφυρά,
Αμερικάνοι των σκληρών βομβαρδισμών, του Χίμλερ τρομοκράτες,
αδέλφια της απόβασης και των ακτών της Χάβρης νικητές, του Ρήνου κεραυνοί
αχ, είναι αλήθεια πως λασπώσατε στη δυστυχία του Βιετναμ, είναι αλήθεια; Τα λάβαρα που τσάκισαν τον φασισμό τώρα λασπώνουν;

Βομβαρδιστές του Τόκυο, της Χιροσίμα ανίδεοι, πικροί του Ιλλινόις
της μεραρχίας ιππικού, των φρουρίων πληρώματα, θρύλοι των Φιλιππίνων
τι λέει απόψε ο Κάιτελ;
Αχ, πεζοναύτες με τις γκέτες και τα τόμιγκαν της λευτεριάς
πού είν’ η ζούγκλα του Μπαμπού, και τα θηρία των λιμνών τι βόγγους βγάζουν
σπάσανε τα κοκόδεντρα και τα κορμιά του καουτσούκ πεινάνε
για τη λευτεριά, για πού μας πάνε;

Λες την αλήθεια νέο φως και ’σύ καρδιά του Ειρηνικού σωστά ψελλίζεις
στ’ αλήθεια αυτό που άκουσα άνθρωποι πυρπολούνται
απ’ της βενζίνης τ’ άγιο φως;
Τσιρίζουν άγρια οι μηροί και τα ρουθούνια ανθίζουν
εκεί φυτρώνεις νέο φως καθώς ανθίζουν κόκκαλα και οι βολβοί
των αδελφών μέσ’ απ’ την άγρια πυρά το τέλος του πλανήτη σου μακριά κοιτάνε;

Λες την αλήθεια νέο φως;

Τι λέτε ποταμοί εσείς, και ’σείς βαθιές κοιλάδες, τι λέτε λίμνες της
Πουάγκ, και ’σύ μικρή νεροποντή μού λες τη νύχτα;

Τι λέει ο λόγος σου φωτιά τους κίτρινούς μας αδελφούς στη λάσπη σπέρνουν
και τους λευκούς συντρόφους μας τα όρνια σέρνουν.

Ποιος μάς μισεί, άγιο φως πού πας, ψυχή μας, αχ, πεζοναύτες της Μπατάν
του Γιαμασίτα εκδικητές, αήττητοι του Νίμιτς, τρανζίστορς για το αίμα
σας και για τους γιους σας λάσπη, γκέτες ψηλές, διπλές σειρές φυσίγγια
και ’κείνο ’κεί το κράνος, κι αυτό το μαρς του ναυτικού, πώς έτρεμε ο φασισμός
αητοί της Σιγκαπούρης, στην Οκινάβα πέφτατε κι έτρεμε η καρδιά μου,
μικρός στους δρόμους έτρεχα ντυμένος τα πυρά σας,
αντιφασίστες φίλοι μου εργάτες του Ντητρόιτ, λασπώσαμε κι εγώ και ’σείς
γυμνοί μέσα στη νύχτα, στη Σαϊγκόν τα δάκρια και στην καρδιά μου αίμα
σε μια γαβάθα Βιετκόνγκ ναυάγησε η αγάπη μου και την πληγή μου
φίλησε η νύχτα μες στη ζούγκλα.

Αχ, πεζοναύτες με τις γκέτες και τα τόμιγκαν της λευτεριάς
εκδικητές του φασισμού πόσο μάς κοροϊδεύουν.
Εργάτες απ’ το Ορενόκ και φοιτητές του Γέιλ
ποια νύχτα μάς εγέννησε και πρέπει νύχτα να χαθεί
στη ζούγκλα η ψυχή μας.

Γκέτες, διπλές σειρές φυσίγγια, και ’κείνο ’κεί το κράνος
στην Οκινάβα πέφτανε και τρέμαν οι φασίστες
στη Σαϊγκόν το φάντασμα
στα τέλματα του Βιετνάμ ο δρόμος που σας κλέψαν.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», τχ. 137-138, Μάιος-Iούνιος 1966)


`

*****
ΠΑΡΟΔΟΣ

Δεν είναι επειδή μέσα μου τρέμει ένας νεκρός
ούτε που φεύγουν οι στιγμές και φρίττω.
Δεν είναι.
Δεν είναι επειδή μέσα μου χαίνει μια πληγή
μια γλώσσα ανάπηρης φωτιάς
μια τρομαγμένη πέτρα
εκεί
στη μάσκα της καρδιάς.
Δεν είναι.
Δεν είναι που μας γέλασε
ο άνεμος
βάρδος που μας τραγούδησε
στην άκρη μιας πικρής βραδιάς,
δεν είναι.

Είναι που δε μας μέτρησαν με το μεγάλο βήμα της οργιάς
και ήρθανε και κάθησαν
φριχτά πουλιά στα χέρια μας
γόοι στα πρόσωπά μας
ήρθανε μαύροι τρόμοι απ’ τον βοριά
χοντρές ψιχάλες θάνατος
υλάκισαν κακοί καιροί
τρίξαν στα πόδια οι αρμοί
και δεν ευρέθηκε κανείς
να πει πως ήταν όνειρο
κι αυτοί που κράταγαν φωτιά
πως παίζανε τον θάνατο
πως δεν υπάρχει θάνατος
πως είναι λέξη στα χαρτιά
πως είναι μια κακή σπορά
πούρχεται και περνάει…
… για να μη μείνει αυτή η κραυγή
να μη λυσσάει ο πανικός
να μη χυμούν τα σπίτια μας
να πνίξουν την καρδιά μας.

Δε μας μετρήσανε καλά και μπήκαν όλα στη φωτιά
κι αυτά που πολεμήσαμε
’κείνα που ξενυχτίσαμε
τ’ άλλα που κλέψαν της φωτιάς
κι αυτά…

ΙΙ
Δεν είναι επειδή μέσα μου τρέμει ένας νεκρός
ούτε που φεύγουν οι στιγμές και φρίττω.
Είναι που κάθησαν πουλιά
και τραγανίζουν την καρδιά
το αίμα
και τα σπλάχνα μας.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», τχ. 41, Μάιος 1958)

`

`

ΣΗΜΕΙΩΜΑ για την έκδοση του βιβλίου

Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Δημήτρη Χριστοδούλου σε τόμους άρχισε το 1964 με τον τίτλο «Ποιήματα 1954 - 1964» και περιείχε τις οκτώ συλλογές της πρώτης δεκαετίας: «Νυχτοφύλακες» (1954), «Πελταστές» (1956), «Εκ του συστάδην» (1957), «Εστίες αντιστάσεως» (1959), «Μετά το ανακλητικό» (1960), «Παραμεθόρια» (1961), «Πάροδος» (1962), «Επί ευρέος μετώπου» (1964).
Ο δεύτερος τόμος, με τον γενικό τίτλο «Αιχμές», περιλαμβάνει τα δημοσιευμένα ποιήματα της επόμενης δεκαετίας 1965 – 1975: «Δελφοί» (1965), «Μικρά λυρικά» (1966), «Πρόμαχοι» (1966), «Αιχμές» (1967), «Μετοικεσία» (1972), «Ο Οδυσσέας στην πλατεία» (1974), «Της εξορίας» (1974), με την προσθήκη της ενότητας «Μνημόνιο» (1968 – 1975) που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στον τόμο αυτόν.
Ο τρίτος τόμος (1977 - 1988) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, με τη φροντίδα της συντρόφου του Μαρίας Κανδρεβιώτου, και περιέχει με χρονολογική επίσης σειρά τις συλλογές: «Πετρέλαια (1977), «Νετρόνια» (1978), «Ελλάδα μπάυ ντέυ» (1981), «Ντισκοτέκ» (1982), «Ο δρόμος για τα καθαρά» (1983), «Πλάγιος άνεμος» (1984), «Το ρολόι του Κυρρήστου» (1985), «Ούλαφ Πάλμε» (1987), «Ο ποιητής κι ο έβενος» (1988).
Με τον τέταρτο τόμο, που περιλαμβάνει τα ανέκδοτα ποιήματά του καθώς και ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και δεν συμπεριλήφθησαν στις προηγούμενες συγκεντρωτικές εκδόσεις, ολοκληρώνεται το σύνολο της ποιητικής του δημιουργίας.
Μέσα από τις συγκεντρωτικές αυτές εκδόσεις έχουμε μια συνολική αίσθηση του ποιητικού του έργου που χαρακτηρίζεται για την ενότητα της ροής και της συνοχής του.

Θανάσης Συλιβός, εκδότης Μετρονόμου.

`

`

*****************************************************************

`

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991) γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα οικονομικών επιστημών της Παντείου Σχολής. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και το 1944 κρατήθηκε από τους άγγλους στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Νυχτοφύλακες» στο περιοδικό Μακεδονικά Γράμματα και το 1954 κυκλοφόρησε η ομώνυμη πρώτη ποιητική συλλογή του. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , το θέατρο και τη στιχουργική. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά και σουηδικά. Στίχους του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μάνος Λοΐζος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Λίνος Κόκοτος, ο Ζορζ Μουστακί κ.ά.

`

**** Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 20 Μαρτίου

Στάθης Λειβαδάς, Επτά ανέκδοτα ποιήματα

$
0
0

`

‘I was
And I no more exist;
Here drifted
An hedonist’.

Ezra Pound, Hugh Selwyn Mauberley

`

I.

Σ’ έψαχνα μέσα από τις γρίλιες
των ηλιόλουστων επετείων
και σε βρήκα παράταιρο τροχιοδεικτικό την αυγή,
ένα ξεκούρδιστο fado
σε κολιγόσπιτα του Alentejo.

Σε φίλησα με το γλυκό κρασί
του αποχαιρετισμού
κι’ έσκαψα δέκα οργιές
σε νοτισμένο χώμα
να παραχώσω
το ανεπέρειστο μπόϊ σου.

Σε κράτησα στο νύν της κλεψύδρας,
μού γλίστρησες
πριν να προλάβω τον επόμενο
αποβλεπτικό δείκτη
στην σαρακοφαγωμένη φόδρα
του πανωφοριού μου.

Σε βρήκα στητό στο πόστο σου
αψύ σαν το κόκκινο χωρατό
σε συντροφικάτο παραγώνι,
σε άφησα πελιδνή εικασία
μέσα στο κουκούλι
του Eta Carinae.

Ήταν οξύ το γέλιο σου
και οιωνεί ερεβώδες
σαν το έρκος
των παραμελημένων δοντιών σου,
λειάνθηκε μέσα στις αμμουδέρες
και τα κρουστά οιδήματα
των τροπικών ημερόνυχτων,
χάθηκε αναποτρέπτως
κάτω απ’τα τεντόπανα
μικροαστικών διαμερισμάτων.

Τώρα βρυκολακιάζουν οι λέξεις
και γίνονται πρόσωπα
με σπασμένη
τη συμμετρία των ζυγωματικών,
σαν τσακισμένα σφεντάμια
από οπλές βουβαλιών
και τα πρόσωπα αποστεώνονται
σε φθόγγους
χωρίς ούτ’ ένα στίγμα αίμα
να καλαφατίζεις το φρέαρ του απόλυτου
πού αιωρείται πάνω μας
σαν άρρητο ίχνος
στις ουρές υπερβατικών αναγωγών.

`

II.

Είναι βαριά αυτή η νύχτα
δεν μπορώ να τη σηκώσω στους ώμους μου
και οι μαρμαρυγές των αστερισμών
λες και με μαχαιρώνουν στο υπογάστριο
κόβοντας φέτες
τις ανάσες της νύχτας
πεταμένης στα αγριόχορτα
της καστρόπολης˙
ήθελα μόνο ν’ ακούσω
- ανάμεσα στα σπασμένα κεραμικά
της νεκρόπολης
και τα ούρα παχουλών γάτων -
τα υποτονθορίσματα
ενός ευγενικού πλήθους
πού κάποτε υπήρξε
ως χασμωδία
του αιώνιου κύκλου
των ελαιώνων της Μεσογείου,
ένα κλάσμα σιωπής
στο σήμα γεωστατικών δορυφόρων,
ή μια παύση των ψηφιακών bits
για όσους συνθλίβονται
από τη μοίρα τους
τη μοίρα μας.
- Αυτών πού δίνουν
μια παράταση ζωής
των μονόπρακτων
στις δέκα πτυχώσεις πού κάνει ο χρόνος
για το τελικό υπονοούμενο
της αυλαίας
και μια κενή υποσημείωση
στο ημερολόγιο
της χαρούμενης Tibaza
ακουσίως
την εντέκατη πρώϊμη διάσταση.
- Ασήκωτη αυτή η νύχτα
και καταχθόνια σαν αμφίστομη ρομφαία
βγάζει μια υποψία
προδιαγεγραμμένου
στις ημιθανείς τροχιές
των μότορσιπς
μακριά στη σιγαλιά
της καμπύλης του ορίζοντα.

`

III.

Εδώ είναι ο νεκρός πού κρατάει
δυό μώβ βεντάλιες
για να φιλτράρουν την πλήξη του
όπως τ’ αραιοσπαρμένα σύννεφα
τα δειλινά της Sierra Madre.
Είναι ο νεκρός
πού κουβαλάει στον ύπνο του
την ανάσα της γενιάς του
σαν ευγενικό άρωμα
ιερατικού επίπλου
από την Παναγία του Woolnoth
και στο φευγιό του
την νύχτα των σκιών
δυό αναπάντεχοι κεραυνοί
σκάνε στα τετράποδα όνειρα του,
αυτός ο νεκρός ήρθε κάποτε
μ’ ένα ανέφελο χαμόγελο
της παγκοσμιότητας
από την καταχνιά των κρεματορίων
και τώρα βροντοχτυπάει
τις χάντρες της ερημιάς του
σαν τα γδικιωμένα κρανία
φανοστατών των κρεμασμένων.
Αυτός ο νεκρός
κάθε πού τινάζει το φρύδι του
κατεβάζει μια θάλασσα
αρχέτυπα αστέρια
πάνω απ’ τον κοιτώνα του
κι’ έχει τις τσέπες του γεμάτες
κατακόκκινα λαμπιόνια
για τις κόγχες των πνιγμένων.
Όταν οι τύψεις του
γεμίζουν ουρανό
κλείνει τα παράθυρα
στις ιαχές
του επαναστατημένου πλήθους
και μπήγει ένα στιλέτο
σε δύο σατέν ανδρείκελα
πού τού παραστέκουν
σαν άγγελοι
προεξοφληθέντος θανάτου,
κι’ όταν γίνεται ο ίδιος του
ο δήμιος
μια αράχνη
ξεκαρφώνεται από τον ιστό της
σαν οβίδα
και ταράζει
τα μικροαστικά μεσημέρια.
Αυτός ο νεκρός
υπεκφεύγει διαρκώς,
φοράει ένα παρεό
ίδιο με τα χρώματα
των νεανικών πλάζ
και βλέπει στο ρίκνωμα
του ορίζοντα
ένα ρήγμα
για το φρέαρ του ουδενός.
Αυτός ο μειλίχιος νεκρός
είναι η ίδια η αναίρεση
της ανυπαρξίας του.

`

ΙV.

Υγρή καταχνιά
στην κρεβατοκάμαρα
του ξενοδοχείου, στύλ art-deco,
- 11ος όροφος. –
Και μια πνοή τροπικής αύρας
να γλυκαίνει
τρία στοιχειωμένα όνειρα
αυγουστιάτικου μεσημεριού,
τα ακρινά
δυό ροζιασμένοι σταυροί
πού κρέμονται τ’ άντερα μου
εκείθεν των παραισθήσεων
το μεσαίο
μια μέδουσα
πού τυλίγεται στο κρανίο μου
με την αρπαχτική διάθεση
λατίνας ερωμένης.

`

V.

Τι βαρύ αυτό το φθινόπωρο
σα να πέφτουνε
οι γδικιωμένοι βράχοι
της λησμοσύνης
ασήκωτο μολύβι
στο στέρνο,
και τι ελαφρύ
ταυτόχρονα
σαν καταλαγιασμένο λίγνεμα
μιας μέρας κομμένης
στα συμμετρικά της ημισφαίρια
όπως το μεσημεριανό καρβέλι
πέτρινης αγροικίας.
- Τι εύμολπος μπάτης
τι φεγγαρόσχημες κόρες
τι αισχυντηλά ακρογιάλια
τι νόστος
τι αγωνία ερωτική
πελιδνή σαν το πορτόθυρο
του θανάτου.

- Και οι μικρές Κυκλάδες εκεί
καρφωμένες στο καδράκι
της μικρής τραπεζαρίας
λαμπυρίζουν στο φεγγαρόφωτο
του κήπου,
έρημου στην αντάρα
ενός Νοέμβρη προάγγελου
της κόκκινης επαναφοράς
της ιστορίας.

`

VI.

Ένα άστρο μακρινό έπλασα
πιο μακρινό από το σύμπαν
των διαζεύξεων
όπου η διάταξη του λόγου
είναι ένα αχλιό της ώχρας
στο αυτονόητο της διαφάνειας
και αυτός πού θα έρθει
την αυγή
μια σκιώδης ανάμνηση
εαρινών προσκλητηρίων
με την ζέση
σοσιαλιστικών υψικαμίνων,
μια αντρίκια παλάμη
στην φοβικότητα
των μισόκλειστων παραθύρων
βαριά και σίγουρη
σαν το μάνταλο
δύστηνου πεπρωμένου
καταιονιζόμενου
όπως οι πνοές της νύχτας
στο κράσπεδο
αδιαπέραστων ονείρων.

`

VII.

(Για τον σ. Camilo Cienfuegos)

Αυτός ο πνιγμένος
είναι λιπόσαρκος
σαν άγιος των Ταγμάτων
και γελαστός
σαν την αυγή
της προλεταριακής επανάστασης.

Έβγαζε δυό καταπράσινα ερπετά
από τις τσέπες του
να σχοινοβατούν
σαν τις καθημερινές του έγνοιες
σε μια συστάδα αροκάριες
κι’ ένα μαδημένο γεροκόκκορα
μιάς αλάνας desamparados
να βουκεντρίζει τα νυσταλέα βόδια
του ηλιοτρόπιου των τροπικών.

Κρέμονταν από πάνω του
σαν ακονισμένα κοπίδια
γλώσσες τα σύννεφα
της πάμπας
κι’ αυτός επέμενε
να κεντάει στην άμμο
δασύτριχα κορίτσια,
πόρπες από πουκάμισα εκτελεσμένων,
την απέραντη πλατεία
του μαυσωλείου
πιτσιλισμένη από χιλιάδες
πνιγμένα περιστέρια
κι’ ένα αμφίστομο κρατήρα
να ξερνούν
το βαρύ άρωμα των πούρων
οι γλυκές νύχτες
των παραισθήσεων.

Πάτρα, 18-2-2014

`

`

************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

O Στάθης Λειβαδάς γεννήθηκε στην Πάτρα το 1960 και είναι σύμβουλος Β/θμιας Εκπαίδευσης. Είναι διδάκτορας της φιλοσοφίας των μαθηματικών και αυτή την περίοδο ασχολείται µε την μεταδιδακτορική έρευνα κυρίως στο πεδίο των Θεμελίων και της Φιλοσοφίας των Μαθηματικών.
Έχει εκδόσει ως τώρα πέντε ποιητικές συλλογές, τις: “Οιακίζειν” (Αχαϊκές Εκδόσεις, 1998), “Οδός Ηλυσίων Πεδίων” (Περί Τεχνών, 2001), “Οι Αντιστίξεις της Σελήνης” (Γαβριηλίδης, 2004), “Η Περιήγηση” (Γαβριηλίδης, 2007) και “Μια Στιγμή κάτω απ’ τον Ήλιο” (Λευκή Σελίδα, 2012). Αισθητικές του μελέτες έχουν δημοσιευθεί παλιότερα στην “Φιλολογική Επιθεώρηση” και τον “Ελίτροχο” της Πάτρας.
Το προσωπικό του ύφος μεταφέρει μέσω μιας λόγιας και ιδιόμορφης ποιητικής γλώσσας ένα πεδίο φιλοσοφικών αναζητήσεων, νοητικής αφαίρεσης, ιστορικής και ταυτόχρονα προσωπικής μνήμης μαζί µε ένα υπαρξιακό μηδενισµό ενίοτε τραβηγµένο στα όρια του.

Giosetta Balmone, Τέσσερα ποιήματα

$
0
0

Αν μπορούσες

Αν μπορούσες ν’ ακούσεις
Αν μπορούσες ν’ ακούσεις ένα βήμα τι τρόμο φέρνει
Αν μπορούσες να φοβηθείς
μόνο τότε θα καταλάβαινες πόσο απαλά
έκανα τα πάντα για σένα
μόνο τότε θα καταλάβαινες τον τρόπο που σου έβαζα νερό
τον τρόπο που σου άνοιγα την πόρτα, στην έκλεινα,
όταν ανοίγαμε το παράθυρο να βγει ο καπνός - θυμάσαι; -
κι έστελνε ο άνεμος ένα αεράκι παράξενο
που το νιώθαμε δικό μας αλλά δεν ήταν.

`

***

Ίσως οι Θεοί γράφουν καλύτερα από εμάς

Ίσως οι Θεοί γράφουν καλύτερα από εμάς
Ίσως η ουράνια πλήξη να μην υποφέρεται καθόλου
Ίσως εκεί που βλέπουν μία γέννα ή ένα θάνατο
να τους έρχεται ένας μεγάλος στίχος
όμως πάλι μπορεί να γράφουν για το κέφι τους
κοροιδεύοντας την θνητότητα
ή άλλοτε υμνώντας την θάλασσα και τον βυθό
ή άλλοτε παιδιακίζοντας με λέξεις που κάποτε υπήρχαν
όπως υπήρχαν κι εκείνοι χιλιάδες
όμως τώρα γράφουν διάφορα ρέκβιεμ προν τον εαυτό τους
με τρόπο ζηλευτό και μακρινό για τους ανθρώπους
και τώρα γράφουν πως περιμένουν μόνοι
αφού οι Θεοί δεν πεθαίνουν το γνωρίζουμε
απλώς τους παρατούμε λίγο-λίγο

ίσως οι Θεοί γράφουν καλύτερα από εμάς
όμως το πόσο μοιάζουμε κανένας δεν το γράφει.

`

***

Τα θαύματα δεν έρχονται σε όσους είναι μόνοι

Τα θαύματα δεν έρχονται σε όσους είναι μόνοι
Τα θαύματα γελάνε με τις τραγωδίες
Τα θαύματα συνήθως επισκέπτονται την τραγική ειρωνεία
κι άλλοτε τα βρίσκεις να κοιμούνται γαλήνια
σε μέλλοντες συντελεσμένους
προχωρούνε τα θαύματα αργά-αργά εκεί που δεν προσέχεις
εκεί που η έπαρση φτάνει στο αμήν
και αρχίζουν τα λόγια τα μεγάλα ή τα λόγια της άρνησης
που φτάνουν είτε πάνω είτε κάτω
γιατί έπαρση είναι και να κοιτάς με ύφος προς τα κάτω
γιατί έπαρση είναι να περιμένεις
γιατί να πηγαίνεις είναι ταπείνωση και πρέπει να ταπεινωθούμε
γιατί έπαρση είναι να πιστεύεις ένα θαύμα που έρχεται
όταν μες στην κάμαρά σου είσαι μόνος
και ανοίγεις τις πόρτες και ανοίγεις τα παράθυρα
μήπως και μπει κανείς – ακόμη κι ένα περαστικό αεράκι
για να καλέσει το θαύμα να σε σώσει.

`

***

Ένα ποίημα που θα ευχόμουν να είναι το τελευταίο

Προλαβαίνω να γράψω κάτι ακόμη
Δεν ήρθε το θείο φορείο
Και περιμένω
Ανυπόμονη και γοητευμένη
Όπως τότε που ένα χαμόγελο μπούκαρε
Και είπε με την ησυχία σου
Με φιλάς αργότερα
Δεν βιαζόμαστε
Δεν προλαβαίνουμε άλλωστε
Ν’ αγαπηθούμε

-Αυτό πηγαίνει προς τον Θάνατο;
-Όχι, αυτό πηγαίνει προς τον Έρωτα.

Με βολεύει
Κάπου εκεί κοντά σταματάω
Έτσι ήταν που απάντησα
Ενώ σκεφτόμουν
Πως είχαν άλλη διαδρομή
Πως είχαν άλλη αφετηρία

Μπήκα μέσα
Δεν είχα ελιξίριο
Κοιτούσα μην μπει κάνας περίεργος
Και μου ζητήσει θαύμα
Τι να του έλεγα
Πως αυτόν τον καιρό είμαι απογοητευμένη
Δεν μου έχει έρθει κανένα
Δεν θα με πίστευε
Θα με χρέωνε ενοχές
Κι ανικανότητα

Αποκοιμήθηκα

Με σκούντηξε ένας νεαρός
Και μου είπε πως φτάσαμε στο τέρμα
Κι εδώ Θάνατος ήταν
Έπρεπε να γυρίσω δύο φερσίματα πίσω

Όταν με το καλό έφτασα σπίτι
Έπεσα στο κρεβάτι κατευθείαν με τα ρούχα
Και υποσχέθηκα πως άλλη φορά
Θα είμαι πιο προσεχτική με την αγάπη

Όταν ξύπνησα το είχα ήδη ξεχάσει.


«Η Πηγή Λυκούδη μελοποιεί Γιωσέφ Ελιγιά & Paul Celan» (Γράφει ο Μάκης Ναλμπάντογλου)

$
0
0

`

O Paul Celan διαβάζει τη «Φούγκα του Θανάτου» ΕΔΩ

`

Σαν πρόκληση στα σημεία των καιρών η Πηγή Λυκούδη αντιμετώπισε την πρόταση της συνθετικής της παρουσίας στην εκδήλωση για την επέτειο των 70 χρόνων από το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, των Ρωμανιωτών της Ηπείρου,  την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014, στις Βρυξέλλες, καλεσμένη του Συλλόγου Ηπειρωτών Βελγίου.

Οι Ρωμανιώτες είναι το παλαιότερο τμήμα του εβραϊκού στοιχείου στην Ελλάδα. Έχουν ιστορία μεγαλύτερη από δύο χιλιάδες χρόνια. Γλώσσα τους ήταν η ρωμανιώτικη διάλεκτος γνωστή με το σπάνιο όνομα Γεβανική, Yevanic, όρος που ανάγεται στην εβρ. λέξη יון yāvān «Ελλάδα, Ιωνία», που αποτελεί διάλεκτο της Ελληνικής. Το 95% των καταγεγραμμένων Ελλήνων Εβραίων, των Ρωμανιωτών, από τα Γιάννενα, την Άρτα, την Παραμυθιά και την υπόλοιπη περιφέρεια, 1.960 ψυχές άνδρες, γυναίκες και παιδιά οδηγήθηκαν στον θάνατο.

`

`

Στον Γιωσέφ Ελιγιά το ρωμανιώτη ποιητή οδήγησε ο δρόμος. Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901.
Με τα ποιήματά του κάνει πρόταση για τη ζωή. Εκατό χρόνια μετά παραμένει επίκαιρος.

«…ο θάνατός του μου τονώνει την ιδέα ότι εχάθη ένα κόσμημα… τους στίχους του τους έβρισκα τέλειους, παλλόμενους, σκαλισμένους με της τέχνης τις φροντίδες» (19.9.1931). έγραψε για τον Γιωσέφ Ελιγιά ο Κωστής Παλαμάς.

Φοίτησε στη γνωστή Σχολή της Alliance Israélite, ο Ελιγιά όπου αργότερα δίδαξε. Για πρώτη φορά έρχεται στη δημοσιότητα το 1918, όταν ιδρύεται ο Σύλλογος Αμελέ Σιών. Ήταν τότε ο Ελιγιά ένας ένθερμος σιωνιστής που πίστευε ότι η εβραϊκή φτωχολογιά θα σωζόταν μόνο με την ίδρυση ισραηλιτικού κράτους στην Παλαιστίνη.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1921, τον συναντούμε αφοσιωμένο στην κοινωνική δράση και μάλιστα κατά τρόπο ριζοσπαστικό. Είναι η στιγμή που ανοίγεται προς τους διανοούμενους των Ιωαννίνων και προς άλλους κοινωνικούς κύκλους, ενώ ανάλογη είναι και η πνευματική του πορεία. Έτσι ενώ από το 1918 δημοσιεύει ποιήματα που εξυμνούν τη Σιών, το 1920 γράφει ποιήματα ρομαντικού περιεχομένου, ώσπου το 1924 η ποίησή του παίρνει έναν καθαρά ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Ο Ελιγιά εγκαταλείποντας σιγά-σιγά την καθαρή ιδέα του Σιωνισμού, προσανατολίζεται στη διεύρυνση της εβραϊκής παράδοσης και αρχίζει τη μετάφραση ποιημάτων στην ελληνική. Είναι πλέον, κατά την ορολογία της εποχής, ένας αλλιανιστής, δηλαδή ένας “αφομοιωτικός” σύμφωνα με τις αρχές της Alliance Israélite Universelle του Παρισιού, οργανισμού με πρωτοβουλία του οποίου ιδρύθηκαν οι διάφορες ανά τον κόσμο τοπικές, σύγχρονες εβραϊκές Σχολές.
Παράλληλα με την πνευματική του δράση εμφανίζεται και μια άλλη πλευρά του Ελιγιά, αυτή της κοινωνικής ριζοσπαστικότητας, η οποία τον ωθεί στη συνεργασία με την τοπική αριστερή μαχητική εφημερίδα «Νέος Αγών». Πνευματική ωριμότητα και ριζοσπαστικότητα συνδέονται μεταξύ τους και η μεν πρώτη εντάσσεται στο περιβάλλον των Ιωαννίνων, η δε δεύτερη, στις γενικότερες ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1920, καλλιεργώντας άλλωστε ο ίδιος στενότατες σχέσεις με τους προοδευτικούς κύκλους της πόλης και ειδικότερα με τον εκεί νεοσύστατο σοσιαλιστικό πυρήνα.
Τα ποιήματα του Ελιγιά αυτής της εποχής τον κατατάσσουν στην πρωτοπορία της γενιάς του ‘20 ή και αλλιώς στο ρεύμα του λεγόμενου “καρυωτακισμού”.
Ο Ελιγιά δεν παραμένει απλά ένας πρωτοπόρος ποιητής, αλλά γράφει ποίηση η οποία αναφέρεται σε κοινωνικά θέματα και σε τόνους μάλιστα αρκετά υψηλούς.
Τα Γιάννενα του 1920 αντιπροσωπεύουν μια μικρογραφία της τότε Ελληνικής κοινωνίας. Η Εβραϊκή Κοινότητα των Ιωαννίνων είχε περίπου 3.000 μέλη και ο κάμπος των Ιωαννίνων θα γεμίσει από τους ποντιακής καταγωγής Έλληνες χριστιανούς και η πόλη από τους μικρασιάτες.
Στη δεκαετία αυτή εκδηλώνονται έντονοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί. Οργανώνονται πλήθος Σωματείων, Συνδέσμων και Συλλόγων. Η γιαννιώτικη κοινωνία περνά το στάδιο μιας έντονης ζύμωσης. Ιδρύεται το Πανηπειρωτικό Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, το οποίο αποτελείται, το 1922, από οκτώ σωματεία. Η σύσταση συλλόγων προκάλεσε και την αντίστοιχη εκδοτική δραστηριότητα: Εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα, προκηρύξεις, ενημερώνουν τους πολίτες για τις δραστηριότητες του σχηματισμού που εκπροσωπούν.
Τα κείμενα του Ελιγιά είναι πρωτοποριακά. Δημοσιεύονται στην εφημερίδα των Έφεδρων Πολεμιστών «Νέος Αγών» του 1924. Η κυκλοφορία του «Νέου Αγώνα» ενοχλεί τις Αρχές και επανειλημμένα ο Γιωσέφ θα κληθεί από στρατιωτικούς του Φρουραρχείου, λόγω της ανάμειξής του στα πολιτικά δρώμενα.
Τελικά, συλλαμβάνεται και μέσα στη φυλακή γράφει το ποίημα: Πίσω απ’ τα κάγκελα ή De Profundis.
Από εδώ και στο εξής ο Ελιγιά δεν έχει θέση στα Γιάννενα. Διώχτηκε απ’ το σχολειό της Αλλιάνς Φρανσαίζ. Οι πόρτες γι’ αυτόν κλείστηκαν όλες, στην αρχή οι εβραϊκές και ύστερα όλες οι άλλες. Τον έζωσε η φτώχεια [Η φτώχεια, η φτώχεια μάννα μου δεν ξέρει από συμπόνοια (βλ. ποίημα Πουρείμ)]. Κυνηγήθηκε με κείνον τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούνε.
Αυτοεξορίζεται στο Αργυρόκαστρο αλλά δεν μπόρεσε να δώσει λύσει στα οικονομικά του προβλήματα και αποφασίζει να έλθει στη Αθήνα
Στην Αθήνα (1925), ο Ελιγιά αναπτύσσει αξιόλογη πνευματική δράση. Συνεργάζεται με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, στην οποία γράφει διακόσια τρία λήμματα για θέματα της εβραϊκής παράδοσης, ενώ στο Φιλολογικό Παράρτημα της ίδιας δημοσιεύει ποιήματα και κάνει μεταφράσεις κλασικών εβραϊκών κειμένων. Δημιουργεί στενές επαφές με τους κύκλους των διανοούμενων, όπως για παράδειγμα με τον Μ. Αυγέρη, Φ. Κόντογλου, Κ. Βάρναλη, Στ. Δάφνη, Μιλτ. Μαλακάση και άλλους.
Το 1927 γυρίζει για λίγο στα Γιάννενα ενώ το1930-1931 στέλνει ποιήματα για δημοσίευση στο γιαννιώτικο περιοδικό «Ελλοπία» (των Π. Φάντη και Τ. Σιωμόπουλου). Το 1931 συνεργάζεται με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» (διευθυντής Π. Πικρός, σύνταξη Γαλάτεια Καζαντζάκη), ενώ την ίδια χρονιά αποδέχεται τον διορισμό του ως καθηγητής γαλλικών στο Κιλκίς, προσδοκώντας σε μια μετάθεσή του στη Θεσσαλονίκη. Ο Νικόλαος Βέης, Καθηγητής του εκεί πανεπιστημίου, υπόσχεται στον Ελιγιά τη θέση στην έδρα της Εβραιολογίας, υπόσχεση που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Πέθανε προσβλημένος από τύφο στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, στην Αθήνα το 1931.
Ο Γιωσέφ Ελιγιά κοιτούσε το θάνατο κατάματα, υπερήφανα, υπερβατικά, τονίζοντας την Ελληνικότητά του.

`

Ογδόντα χρόνια μετά τον ποιητή και εβδομήντα μετά τη θηριωδία οι στίχοι ήλθαν στο σήμερα. Μαζί με αυτούς της Φούγκας του Θανάτου, που έγραψε γερμανόφωνος εβραίος ποιητής Paul Celan ταιριάχθηκαν με τη μουσική της Πηγής Λυκούδη και δέθηκαν σε μία έντονη καταγγελία της για κάθε μορφή βίας από όπου και αν προέρχεται.

`

`

`

***************************************************************

info

* Η συναυλία πραγματοποιείται την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014 στις 20:00 σε συνεργασία με το Centre Communautaire Laïc Juif de Bruxelles, τη στήριξη του Institut Sépharade Européen και του Foyer Sépharade.

Ερμηνεύουν η Γεωργία Βεληβασάκη και ο Πάνος Λαμπρίδης δύο σημαντικοί ερμηνευτές γεμάτοι πάθος και ουσιαστική κατάθεση ψυχής.

Με τη συνθέτρια στο πιάνο συμπράττουν οι σολίστες μουσικοί της «Ορχήστρας των στιγμών»

Αρετή Κοκκίνου, Μαντολίνο – κιθάρα

Πάρης Μαμμάς, Κλαρινέτο

Έλσα Παπέλη, Τσέλο

Νίκος Ρούσσος, Κρουστά

Auditorium Jacob Salik de l’Espace Yitzhak Rabin

Rue de l’Hôtel des Monnaies 52 – 1060 Bruxelles

`

`

***********************************************

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Άρχισε τις σπουδές της στο πιάνο σε ηλικία 8 ετών. Τελείωσε με Άριστα παμψηφεί και Β’ Βραβείο. Την περίοδο 1999 – 2000 παρακολούθησε MASTERCLASS πιάνου και σύνθεσης στο Salzburg της Αυστρίας.
Μέχρι τον Ιούνιο του 2006 που ολοκλήρωσε τον κύκλο των ανώτερων θεωρητικών μαθημάτων με την απόκτηση διπλώματος σύνθεσης με άριστα παμψηφεί πήρε μέρος σε παγκόσμιους διαγωνισμούς πιάνου στην Ελλάδα και το εξωτερικό με πολύ καλές διακρίσεις.
Είναι εξειδικευμένη σε θέματα παιδοψυχολογίας και μαθησιακών προβλημάτων στην μουσική. Ασκεί διδακτική δραστηριότητα από το 1989.

Τα δύο συμφωνικά έργα της που έχουν ήδη παρουσιαστεί, Χαρά σ’ εσέ χώρα λευκή και Η Δίψα στο Μυστρά είναι βασισμένα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά και του Γιάννη Ρίτσου αντίστοιχα.
Από τις ενότητες των τραγουδιών της εκτός των Κωστή Παλαμά και Γιάννη Ρίτσου ακούγονται στίχοι των Αχιλλέα Παράσχου, Γεώργιου Δροσίνη, Γεωργίου Σουρή, Γεώργιου Στρατήγη, Γιώργου Σαραντάρη, Δημητρίου Κόκκου, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Ηλία Σιμόπουλου, Κωνσταντίνου Δράκου Σούτσου, Κώστα Καρυωτάκη, Κώστα Κρυστάλλη, Κώστα Μόντη, Κώστα Ουράνη, Λάμπρου Πορφύρα, Μυρτιώτισσας (Δρακοπούλου Θεώνης), Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Νικηφόρου Βρεττάκου και Τίμου Μωραϊτίνη.

`

***********

Παλαιότερη συνέντευξη της Πηγής Λυκούδη στο Ποιειν, ΕΔΩ

Καίτη Βασιλάκου, «Νυχτώνει αργά», εκδ. Μανδραγόρας 2014 (γράφει ο Κώστας Τσιαχρής)

$
0
0

`

«Η τέχνη ερμηνεύεται μόνο με τέχνη»

Δημήτρης Μυταράς
`

Θα ξεκινήσω την περιήγησή μου σε τούτη τη συλλογή ανάποδα, απ’ το μικρό στο μεγάλο, απ’ τη συγκίνηση που άναψε μέσα μου ένα συγκεκριμένο κομμάτι αυτού του ποιητικού κόσμου, για να φτάσω μετά στη συνολική αισθητική αποτίμησή του . Γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Τώρα» :

«Τώρα / εδώ στο ενδιάμεσο / όπου το σώμα ακόμα/ ανυποψίαστο / όπου ακόμα αθώο / κι απονήρευτο /επιθυμεί / εδώ , στο ενδιάμεσο /που η συνείδηση γνωρίζει / τι είναι αυτό που έρχεται /πόσο μοιραίο είναι / και τρομαχτικό / στο ενδιάμεσο αυτό εδώ / λέω στο σώμα μου : / Ετοιμάσου./Ο πόνος και η ανημπόρια σου / βρίσκονται καθ’ οδόν / Προσευχήσου / να είναι εύκολο / το Τέλος».

`

Ασφαλώς δε μεταγράφει ποιητικά κάτι ανείπωτο κι η έκφρασή της δεν ακουμπά τα όρια του τολμηρού , είναι όμως ανατριχιαστικά αληθινή ,κι εκείνες τις σπάνιες φορές που κατορθώνεται να συρρικνωθεί σε τέχνη η αλήθεια -μ’ όσες υφολογικές ατέλειες - γίνεται αυθωρεί η πολιτογράφησή της στην κατηγορία της αυθεντικής δημιουργίας . Κι εδώ , σ’ αυτό το ποίημα , η εξομολόγηση διαθέτει την αιφνιδιαστική δύναμη του γυμνού : όπως όταν βλέπεις ξάφνου να πέφτει το σεντόνι και ν’ αποκαλύπτεται η γεωμετρία του ξένου σώματος ,που είναι στην πραγματικότητα τόσο ίδιο με το δικό σου . Για να προετοιμάσει το σώμα να δεχτεί ανώδυνα το Τέλος , η ποιήτρια ξεδιαλέγει από το σωρό αναμενόμενες λέξεις ,αλλά τις στοιχίζει με τρόπο που να μεταφέρουν σταδιακά την ένταση . Όλα λειτουργούν πάνω σε έναν άξονα κάθετο ,που τον ορίζει το οδυνηρό βίωμα, και εξίσου οριζόντιο, στον οποίο καταγράφονται εν είδει στιγμιότυπων , ψίθυροι, απότομες αποστροφές προς το εσύ και το εγώ, φευγαλέες διαθέσεις και στίχοι – μηνύματα.
Το Τέλος, με την αριστοτελική και με την υπαρξιακή του διάσταση , στεριώνει όλα τα ποιήματα αυτής της συλλογής της Καίτης Βασιλάκου. Ακόμη και στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται «Του παιδιού», όλα μοιάζουν σκηνοθετημένα με τρόπο που η παιδική αθωότητα να λοξοκοιτάζει πάντα το Τέλος και να συνειδητοποιεί το βάρος, προτού καν γευτεί την ελαφρότητα [Αυτός ο κόσμος είναι έτσι /έχει φόβο , και πόνο /έχει δάκρυα /Το παιδί συμφωνεί / μαθαίνει /χτίζεται σιγά-σιγά ].Σε άλλο σημείο πάλι η ποιήτρια απομυθοποιεί το αχανές της έκτασης του μέλλοντος ,περιορίζοντάς το σε ένα μικρό πλαίσιο που περικλείει τη λέξη «θάνατος» [ Το μέλλον είναι κάτι / απροσδιόριστα τεράστιο /που ύπουλα σιγά –σιγά μικραίνει/ μέχρι που γίνεται /πλαίσιο σκοτεινό / κι έχει τη λέξη «θάνατος» εντός του] . Τον φόβο του θανάτου δεν τον αποποιείται κι ούτε στήνει το ίνδαλμα εκείνο της προσωπικότητας που καμώνεται ότι καταπνίγει αυτόν τον φόβο με τα γιατρικά της τέχνης. Κοιτάζει τη φθορά κατάματα κι ανατριχιάζει με το τίποτα που κουβαλά , όπως εκείνο το κορίτσι ,στην «Έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν ,που υποφέρει απ’ την πανούκλα κι ετοιμάζεται να καεί στην πυρά . Όταν ο ιππότης την πλησιάζει και τη ρωτά τι βλέπει τώρα που ετοιμάζεται να πεθάνει , διαβάζει στο βλέμμα της το κενό.
`

Αυτή τη δεύτερη ποιητική της διαθήκη, η Καίτη Βασιλάκου τη δομεί σε πέντε μέρη , σε πέντε φαινομενικά διαφορετικές θεματικές προσεγγίσεις της ανθρώπινης αδυναμίας, που όμως στο τέλος συναντιούνται στο κοινό , και γνώριμο για τη γραφή της ποιήτριας , έδαφος του βιώματος .Ο άνθρωπος της μικρής και της ώριμης ηλικίας, ο έρωτας, η μοναξιά, ο χρόνος . Ένα εσωτερικό δράμα, ένας εσωτερικός περίπατος σε πέντε πράξεις, με εισόδια και εξόδια κίνηση ∙ σα μικρά χορικά που τ’ απαγγέλλει και τα εκτελεί ένα μόνο πρόσωπο που εναλλάσσεται σε πολλούς ρόλους ,ένα πρόσωπο που ορχείται και πάλλεται και υπόσχεται κάθαρση που τελικά αναβάλλεται . Μια συνεχόμενη κορύφωση από το πιο αθώο και ανώδυνο στο πιο σύνθετο και αλγεινό. Όπως ακριβώς το υπονοεί και ο τίτλος της συλλογής : Νυχτώνει αργά : το αλγεινό είναι αναπόδραστο, αλλά η πορεία προς αυτό θα είναι βασανιστική .
Μέσα σ’ αυτό το ταξίδι, οι ποιητικές μορφές που συνθέτει η ποιήτρια, μοιάζουν αδύναμες να φτάσουν στην αυτοολοκλήρωση, ζητούν πάντα επιβεβαίωση από τους άλλους, κινούνται εύθραυστες και ατελείς , τραγικά υποτακτικές. Συναινούν χωρίς αντιρρήσεις , χωρίς καμιά διάθεση απόκλισης από το πρότυπο που τους ετοιμάζουν οι άλλοι , υποκύπτουν εύκολα στην υπερβολή ενός συναισθηματικού εκβιασμού . Πάντοτε ο Άλλος, πάντοτε το Εσύ, πάντοτε το Γύρω κι Απέξω και Ξένο. [Ήρθες Εσύ / κι απέναντί μου στάθηκες/ Πως με θέλεις ; ρώτησες / Σε θέλω Αρχάγγελο με τη ρομφαία / με βλέμμα ανερμήνευτο / και ν’αντηχεί η φωνή σου / ως τους εφτά ουρανούς /Πως με θέλεις ; /ξαναρώτησες ] . Και πάντοτε οι μορφές νομίζεις πως βρίσκονται κάπου έγκλειστες .Άλλωστε οι κλειστοί χώροι είναι μια χαρακτηριστική εμμονή στην ποίηση της Βασιλάκου , είτε πρόκειται για ένα δωμάτιο είτε για μια διάθεση που ξετυλίγεται μέσα σε συγκεκριμένα όρια είτε για μια στοιχειωμένη ζωή που κλέβει τροφή από τα φαντάσματά της. Στην πραγματικότητα επεκτείνει το καβαφικό μοτίβο του έγκλειστου όντος που απορροφημένο από την εσωτερική κίνηση αδυνατεί να ακούσει και να αντιληφθεί την εξωτερική κίνηση [Έτσι δεν άκουσα / ήταν αδύνατο ν’ ακούσω/ τη βουή / τον πάταγο του χρόνου / που τα σάρωνε όλα ] .
`

Το παιδί στην πρώτη ενότητα,  σύμβολο του πρωτοφανέρωτου, φτιάχνει μια δική του ζωή, που την ορίζει η συνεχής κίνηση ανάμεσα στα μάτια του και στο ταβάνι του δωματίου, εκεί που ο ασβέστης μετατρέπεται σ’ ένα ιδιόμορφο θέατρο σκιών και παριστάνει με αδρά σχήματα την παρακαταθήκη των μεγάλων : τη μοναξιά, την αδιαφορία, την παράνοια του καθημερινού. Η όραση μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έχει έναν αποκαλυπτικό ρόλο κι η δύναμή της φαίνεται να ωριμάζει σταδιακά , για να γίνει στο τέλος κατευθυντήριος μοχλός της ενηλικίωσης, του ξεκλειδώματος του κόσμου των μεγάλων και της ηδονής. Το παιδί ξετυλίγει πιο γρήγορα τις κορδέλες της ηλικίας κι ανακαλύπτει μέσα στο κουτί τις ψηφίδες που μετατρέπουν τη φαντασίωση σε πράξη. [Σας βλέπω /Σπάνε τη μύτη μου /οι οσμές απ’ τα υγρά σας / δυο-δυο /δυο-δυο/ αναστενάζετε /δυο-δυο/ δυο-δυο/γραπώνετε την ηδονή /μη σας ξεφύγει / δυο-δυο/ δυο-δυο/περνάτε στον παράδεισο /για λίγα δευτερόλεπτα]
Οι μεγάλοι προβάλλονται συναισθηματικά ανοχύρωτοι, απαιτούν διαρκώς από τα παιδιά τους να κλείνουν εκείνα τις ρωγμές τους , να συμπάσχουν και να συντάσσονται με τον τρόμο τους απέναντι στο επερχόμενο τέλος. [Όχι δεν σας αφήνω /να μου φύγετε /Μαζί μου εδώ θα μείνετε /μέχρι το θάνατό μου] Αιωρούνται ανάμεσα στο εξωανθρώπινο και στο ενδοανθρώπινο,  στο αντικείμενο και στο υποκείμενο, στην απόσταση και στο πλησίασμα. Και πάντα το δεύτερο προσπαθεί να εξευμενίσει το πρώτο. [Ηχεί παράξενα η φωνή μου /μέσα στο άδειο σπίτι /όταν μιλώ με τις σκιές μου/Εκείνες δε μιλούν /Κάθονται στις γωνίες /ακούν /σκέφτονται αλλόκοτα/ Προσπαθώ να είμαι καλή μαζί τους /κομμάτια γίνομαι /να τις ευχαριστήσω ]. Έπειτα απωθούν τα φαντάσματά τους για λίγο, μέχρι να ξυπνήσει και πάλι η εσωτερική ένταση. Τότε φαντάσματα και εγώ μπερδεύονται αξεδιάλυτα σ’ έναν διπλό ρόλο : του παρατηρητή και του πρωταγωνιστή . [Και τώρα είναι ώρα / να φεύγετε σιγά-σιγά /να πάτε πίσω /στα αραχνιασμένα σας υπόγεια /να γίνετε ξανά ασώματες σκιές /να κοιμηθείτε / Πάλι όταν το αίμα μου / θα φορτωθεί καινούργιο δηλητήριο / εσείς θα ανοίξετε τα μάτια /αθόρυβα θα ανέβετε τις σκάλες ].
`

Ο έρωτας μοιάζει με διάλογο ανάμεσα σε μία επίμονη ερώτηση και μιαν εγωκεντρική αναπαράσταση του ιδεατού ποθητού όντος.  Πώς με θέλεις ; Πως με θέλεις; Σε θέλω ….σε θέλω ….Ο διάλογος είναι ωστόσο από την αρχή ,από το ύφος και το είδος της ερώτησης , υπονομευμένος . Φαντάζει περισσότερο ως αγωνιώδης μονόλογος με τον οποίο το  “εγώ” συστήνεται . Σε μια δεύτερη εκδοχή ο έρωτας ανοίγει την αγκαλιά του στον πόνο και πορεύονται σα ζευγάρι μέχρι την αιωνιότητα [Η ευτυχία μου έχει μια ποιότητα πόνου / Ταξιδεύω στην κόψη του ξυραφιού / και φτάνω κομματιασμένη στον παράδεισο ]. Η μοναξιά πάλι μετατρέπεται σε δραματική μορφή, σε ζώσα κίνηση που συμπληρώνει ή μήπως αναιρεί [;] τη βασιλεία του εγώ [Η μοναξιά είναι απαλή /σαν χάδι αγαπημένου /είναι ευγενική διακριτική / Σε κάθε κάμαρη σε υποδέχεται σεμνά / έτοιμη πάντα / να υπηρετήσει τις επιθυμίες σου] .Γίνεται αφορμή για εσωτερική δράση , για επικοινωνία με ένα ακριβοθώρητο είδος ομορφιάς [κι εγώ ολομόναχη στον κόσμο / να ακουμπώ στο τζάμι / να βλέπω /πώς η μέρα ξεψυχά χωρίς παράπονο /πόσο όμορφα κατεβαίνουν τα σκοτάδια /να υποδέχομαι τη νύχτα /ανάβοντας ένα παλιό λυχνάρι ].Παίρνει την όψη των κρύων τοίχων τους οποίους χαϊδεύει το εγώ και στους οποίους λέει ωραία λογάκια.
`

Στην τελευταία ενότητα το σώμα παλεύει με το χρόνο. Το ανεκπλήρωτο παρακολουθεί αυτό που εκπληρώθηκε χωρίς εκείνο. Το σώμα διεκδικεί : η κάτι που να δίνει νόημα ή τέλος [Δε θέλω /μου λέει το σώμα μου /βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια / Αν άλλο τίποτα δεν έχεις να μου δώσεις /μη με ταλαιπωρείς /άσε με να σαπίσω ]. Οι σκιές σα μοίρες παρακολουθούν κάθε άστοχη κίνηση , εκμεταλλεύονται κάθε αδυναμία , για να καταστήσουν οριστική την πορεία προς το τέλος [Απλώθηκαν οι σκιές /πιάσανε τις γωνίες /στέκονται τώρα ύπουλα /Λίγο το βλέμμα σου /να αποτραβήξεις /εκείνες έχουν κάνει /ένα ακόμα βήμα / Σου λένε : /Στένεψε ο καιρός /δεν προλαβαίνεις πια /να διορθώσεις τίποτα / Σου λένε : / Σε λίγο /θα σ’ αγγίξουμε / ετοιμάσου ]. Και κάπου προς την έξοδο, μια απλή αριθμητική πράξη μετατρέπεται σε κλειδί διαφορετικής ερμηνείας του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης στα διαφορετικά στάδια της ζωής της : από το απόλυτο [δύο και δύο ίσον τέσσερα] , στο σχετικό [το δύο συν δύο μας δίνει τρία ή πέντε ] κι έπειτα στο καθολικό [δύο συν δύο ίσον άπειρο ] και τελικά στο τίποτα [δύο συν δύο ίσον τίποτα ] .
`

Γράφει κάπου ο Δημήτρης Μυταράς : «Η τέχνη δεν προοδεύει ποτέ,  μην τη συγχέουμε με την επιστήμη, απλώς αλλάζει πρόσωπα και τρόπους , για να πει κάθε φορά τα ίδια πράγματα» και κάπου αλλού στο ίδιο πνεύμα ο Σωτήρης Σόρογκας «Διότι οι ποιητές ποτέ δεν παύουν να ανανεώνονται , ακόμη και όταν χρησιμοποιούν ξανά το μέτρο , την ομοιοκαταληξία ή τα παραδοσιακά επινοήματα». Κι είναι πράγματι έτσι . Η νέα τέχνη γεννιέται μέσα απ’ τις σάρκες της. Είναι πάντοτε ο ίδιος σπόρος αλλά καθώς κυλάει από λιπαρό σ’ εξίσου λιπαρό χωράφι ,βγαίνει στο φως ως καρπός με αλλιώτικη γεύση . Ένας τέτοιος καρπός είναι κι η ποίηση της Καίτης Βασιλάκου .

Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα», εκδ. Χίλων 2014 [+ Παρουσίαση βιβλίου]

$
0
0

`

To βιβλίο «Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα», αποτελείται από τέσσερα πεζογραφήματα σχετικά με την παιδική της ηλικία, γραμμένα ανάμεσα στα έτη 1934-1935. Μέσα από τα γραπτά αυτά, διαγράφεται η εξέγερση της ποιήτριας απέναντι στην προκατάληψη και την εκκλησιαστική συμβατικότητα, αναδεικνύεται το θέμα της γέννησης της ποιητικής της κλίσης, και σκιαγραφείται η ιστορία της οικογένειάς της, στην Ρωσία πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, μια ιστορία σημαδεμένη από το μύθο του θανάτου. Ο Πάστερνακ αποκάλεσε την Μαρίνα Τσβετάγιεβα «ασύγκριτα χαρισματική ποιήτρια, φλογερή και επινοητική» και ο Έρενμπουργκ, «μια Ρωσίδα ασεβή, όλο φως και χαρά». Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν και αυτά τα αφηγήματα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.

`

Αποσπάσματα

`

1) Από το «Ο Διάβολος»

«Τώρα όμως γνωρίζω καλά: ο Διάβολος ζούσε στο δωμάτιο της Βαλέριας γιατί μέσα στο δωμάτιο της Βαλέριας υψωνόταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, μεταμορφωμένο σε βιβλιοθήκη.»

«Σε σένα οφείλω την πρώτη μου παράβαση: το μυστικό που δεν αποκάλυψα κατά την πρώτη εξομολόγηση-ύστερα από αυτό, όλα ήταν μια παράβαση.
Εσύ κομμάτιαζες κάθε ερωτική μου ευτυχία, διαβρώνοντάς την με την προσωπική σου εκτίμηση και αποτελειώνοντάς την με την υπερηφάνεια σου, αφού είχες αποφασίσει πως θα γινόμουν ποιήτρια και όχι γυναίκα άξια να αγαπηθεί.»

`

*****

2) Από το «Η μητέρα μου και η μουσική»

«Αυτό εξελισσόταν σε παιχνίδι με τρεις μεταβλητές αλλά, όταν είσαι πέντε χρονών, σου αρκεί η μια μεταβλητή γιατί πίσω της υπάρχει πάντα κάποια άλλη που αποτελεί την εισαγωγή σε μια ακόμα μεγαλύτερη μεταβλητή, εκείνη που βρίσκεται πίσω από κάθε έννοια, κάθε αντήχηση, την απέραντη μεταβλητή της ψυχής. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να είσαι Μότσαρτ.»

«Παιδιά με τον χαρακτήρα τον δικό μου, διαθέτουν δυνάμεις τις οποίες ούτε μια μητέρα σαν τη δική μου δεν μπορεί να τις νικήσει.»

***

3) Από το «Σπίτι κοντά στον Γερο-ποιμένα»

«Ίσως πάλι, αυτό που σε άλλους εκφραζόταν ως επιθυμία για ζωή, να μην ήταν παρά η δύναμη του πεπρωμένου του οποίου υπήρξε δέσμιος, πεπρωμένο αντίθετο από των παιδιών του, ίσως πάνω του να κρεμόταν το πεπρωμένο της μακροζωίας, όπως το πεπρωμένο του πρόωρου θανάτου, πάνω απ’ τα παιδιά του: μακροζωία που έγινε κατάρα; (Η Σίβυλλα που δεν μπορεί να πεθάνει).
Και καθώς όλα είναι μύθος, μη-μύθος δεν υπάρχει, καθώς δεν μπορείς να μείνεις έξω απ’ το μύθο, μήτε να βγεις απ’ αυτόν, ο Ιλοβαΐσκι εμφανίζεται σήμερα μπρος μου ως Χάρων που διασχίζει τη Λήθη,μέσα στη βάρκα του, μαζί με όλα τα θνητά παιδιά, το ένα μετά το άλλο. Νάτοι, οι πρώτοι μικροί γιοί του, τους θωρείς μέσα απ’ τα παράθυρα του οικογενειακού άλμπουμ, (θα ήταν τώρα μεγαλύτεροί μου κατά σαράντα χρόνια), ανάμεσά τους, η νεαρή μητέρα τους. Και οι δυο έχουν τα χαρακτηριστικά του πατέρα τους: μεγάλο μέτωπο, μάτια μπλε, μακρύ πρόσωπο∙ καθισμένοι στα γόνατα της μητέρας τους, παίζουν ως την τελευταία στιγμή πιτσιλίζοντας ο ένας τον άλλον με τα στάσιμα νερά της Λήθης.»

«Ποιο είναι το πιο σημαντικό στον έρωτα; Η γνώση και το μυστικό. Το να γνωρίζεις κάτι για τον πολυαγαπημένο και να αποκρύπτεις τον έρωτά σου. Καμιά φορά η απόκρυψη (αιδώς) σε οδηγεί στη γνώση (πάθος). Το πάθος του μυστηρίου και η εκδήλωση του πάθους.»


`

*******************

`

Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1892 στη Μόσχα. Η μοίρα αυτής της απρόβλεπτης και χειμαρρώδους γυναίκας, που παντρεύτηκε έναν εθελοντή του Λευκού Στρατού, είναι άρρηκτα δεμένη με την ταραγμένη ιστορία της Ρωσίας. Ασυμβίβαστη με τις ηθικές επιταγές της εποχής της, αντίθετη με την επανάσταση, ζει για πολύ καιρό στην εξορία. Σύγχρονη του Πάστερνακ, του Μάντελσταμ, του Γκόρκι, της Αχμάτοβα, θαυμάστρια του Μαγιακόφσκι, αυτή η αιωνίως ερωτευμένη γυναίκα επιμένει να εξυμνεί τις μεγάλες ιδέες, τις ομορφιές της φύσης και τη μυστηριώδη διδαχή του θανάτου.
Το 1941, ύστερα από πολλές περιπέτειες, επιστρέφει στη Ρωσία, όπου και δίνει τραγικό τέλος στη ζωή της.

`

****************************************************************

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

`
Ο εκδοτικός οίκος Χίλων και το Floral (πλατεία Εξαρχείων) σάς προσκαλούν τη Δευτέρα 10 Μαρτίου τις 19:30 στην παρουσίαση του βιβλίου, «Ο διάβολος και άλλα αφηγήματα», της ρωσίδας ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα.

Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Γιώργος Μιχαλόχρηστας (από τις εκδόσεις Χίλων) και η μεταφράστρια του βιβλίου, Ελένη Μπουκουβάλα. Ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος, δημοσιογράφος θα μιλήσει για την περιπετειώδη ζωή της ποιήτριας και ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, δημοσιογράφος και μεταφραστής, θα αναλύσει το ποιητικό της έργο και θα διαβάσει αγαπημένα ποιήματα.

`

Σόνια Ζαχαράτου, «Madre Dolorosa», εκδ. Μελάνι 2014

$
0
0

[Μνήμη μέσα στη μνήμη, σπείρα στην πυρωμένη χόβολη,
Μνήμη από τον ίδιον ήλιο, από τα ίδια μάτια,
Ίδιος ήλιος, ίδια μάτια, αλλά σαν άλλος ήλιος, σαν άλλα μάτια…
Μνήμη θυμιατό, δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
Όταν… Όταν μια φορά κι έναν καιρό…
Όταν ανάσκελα, το θάμβος…
Όταν στην άμμο… Όταν, άμμος, κοσκινισμένο ασήμι… Ανάσκελα… Μάτια στον ήλιο, μάτια γεμάτα ήλιο… Μάτια μαύρα άτια, και κόκκινο στο κόκκινο του μεσημεριού…
Όταν, γιγαντωμένος καστροπολεμίτης… Έλα, μαργαριταρένια μου…
Όταν, έρωτας, πόθος, αρπάγη και αρπαγή… Πάλη σώμα με σώμα κι εκείνος δαμαστής… Το ‘χρτς’ του πουκάμισου, το ‘φρρρρ’ της σαύρας, το ‘βζζζ’ του μελισσιού, το ‘σσσσς’ της σιωπής… Δίνομαι και χάρισμά σου… Συριγμός βαθιάς ανάσας και βουβό αναφιλητό… Βουητό νεκρού ναυτίλου, αχνά χνάρια αστερία, σκιά από γεράκι περαστικό…
Όταν διάπυρος κι αβάσταγος… Θέρος, κάψα, καίει… Δρεπάνι, δρεπανηφόρος, θερισμός… Αλμύρα γδέρνει, τσούζει… Άλας… Άτλας… Εσταυρωμένη στον τροχό, εσταυρωμένοι στην άμμο, απέθαντοι, παντοτινοί… Ανοχύρωτες ηδονές… Άπαρτες πόλεις… Τι τις βαστάζουν;… Λάθρα οι επιδρομές… Παραδίδομαι… Κάνε με ό, τι θες…
Όταν εντός του και εντός της μ’ ένα λυγμό… Μη λες! αλλά και μίλα μου, προσκυνώ σε και σε παρακαλώ… Αθάνατη κλωστή δεμένη, όρκοι από τις μοίρες φασκιωμένοι… Σκίνα και αψάδα και γιορτή… Κρίνοι εξαπέταλοι θαλασσινοί, μολόχες και βάτοι αγκαθωτοί…
Όταν σάρκα γλυφή, γλώσσα τραχιά σερνάμενη… Σπονδές, βυθός ακαταπόνητος κι ακαταμέριστος και ιλιγγιώδης και σκοτεινός…
Όταν καταβύθιση… Σπονδές και πάλι… Μνήμη, στην ανέμη τυλιγμένη… Χρυσάφι, ολόχρυση και χρυσαφιά και χρυσαφένια μου και χρυσογιορντάνι μου και χρυσοπλουμιστή μου… Γυμνά χείλη, γυμνά μάτια, γυμνά δάχτυλα, γυμνά θαυμαστικά… Φτου, ξελεφτερία!...
Όταν ανάσκελα… Ουρανοί! Σας κέρδισα! Σε κέρδισα! Εγώ, ο νικητής!... Ποιος σε ποιον υποταγή;… Παραμύθι στη ζωή μας αρχινίζει… Εϊ! Θάλασσα απαστράπτουσα κι εκτυφλωτική! Απόλλωνα και Ποσειδώνα μου!...
Ίδιος ήλιος, ίδια μάτια… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει…
Όταν μια φορά κι έναν καιρό…
Γλυμμένα κοχύλια, αμείλικτος χρόνος…
Μνήμη από σώματα, μνήματα σώματα…]

Πλησιάζει… πλησιάζει…
Πλησιάζει κι άλλο,
Πλησιάζει κι άλλο, κι άλλο,
Όσο γίνεται περισσότερο κι άλλο,
Όσο γίνεται και πιο κοντά,
Πλησιάζει προσεκτικά για να μην,
Προσεκτικά για να μη σκοντάψει,
H παντόφλα του να μην,
-η δεξιά παντόφλα που συνήθως-,
Να μη σκοντάψει και όλα ματαιωθούν,
Και δεν γίνουν όπως πρέπει,
Και δεν γίνουν ξανά από την αρχή,
Και δεν γίνουν όπως πάντα,
Όπως πάντα το ίδιο πάντα ίδιο,
Το ίδιο ίδιο κι ωστόσο διαφορετικό,
Και μείνουν αδιευκρίνιστα τα απαντημένα ερωτήματα,
Και μείνουν αναπάντητα τα αναπάντητα ερωτήματα,
Και παραμείνουν στη σιωπή,

Πλησιάζει,
Πλησιάζει κι άλλο με κρυφούς εξορκισμούς,
Μέσα στην ησυχία την σπασμένη σε ίσα μέρη από το μέτρημα του ρολογιού,
-αλυσοπρίονο φτιαγμένο από τώρα, τώρα, τώρα, τώρα-,
Πλησιάζει και την αναζητά στη σκουριασμένη δαντέλα,
Στο σημείο το σίγουρο και αποκλειστικά δικό της,
Εκεί που είναι η θέση της,
Η μόνιμη θέση της,
Ζυγώνει με λαχτάρα,
Αδημονεί,
Αφήνει πάνω της τα δάχτυλά του,
Τα δάχτυλά του που περίπου διάφανα,
Με ατέλειες,
Με βουνοκορφές αιχμηρές και βάραθρα,
Με σκόνη ωριμότητας,
Με στάχτες,
Αφήνει πάνω της τα δάχτυλά του,
Απαλά, πολύ απαλά,
Την αγγίζει δηλαδή,
Την αγγίζει και την παίρνει στα χέρια και την ανασηκώνει,
Έτσι, σαν πούπουλο,
Μεταξωτή νύμφη,
Χρυσαλλίδα,
Έτσι, σαν γρανιτένιο τοτέμ,
Μονόλιθο ερήμου,
Κάστρο,
Έτσι,
Την ανασηκώνει και την κρατά και της κάνει μιαν ολόκληρη διαδρομή εκατοστών σε σχεδόν ευθεία γραμμή,
Μια διαδρομή εκατοστών χρονοβόρων από εκεί που βρίσκεται έως εκεί που πρέπει,
Εκεί, κοντά στα μάτια του,
Και παλινδρομεί το βλέμμα του στο σώμα της, μήπως και κάτι της έχει συμβεί από τα πολλά πέρα και δώθε και τότε και τώρα,
Μήπως και κάτι έχει πάθει,
Μήπως και κάτι,
Μήπως,
Ο παραλυτικός φόβος του γι αυτό το ‘μήπως’,
Και εστιάζει,
Ερευνητικά,
Απερίσπαστα,
Στα ελάσσονα,
Εξονυχιστικά,
Χιλιοστό το χιλιοστό,
Ώσπου όλα κατ’ ευχήν,
Και συνέρχεται και δοξάζει και γαληνεύει,

Jenny Mastoraki, Gedichte / Τζένη Μαστοράκη, Ποιήματα (μτφρ. Jan Kuhlbrodt &Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`
1.

Ήθελα να σου πω το τραγούδι
του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας
γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη
πριν απ΄τους Εβδομήκοντα.
Για τα ελάφια που γυρεύανε
νερό στο βενζινάδικο
και το Χριστό που δούλευε μικρός
σε συνεργείο αυτοκινήτων.
Τότε ένα γράμμα
γεμάτο κατάγματα
ήρθε από πολύ μακριά
και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.

*

Ich wollte dir das Lied
des blinden Dichters aus Babylon singen,
voller Märchen wie das Alte Testament
vor den Septuaginta.
Von den Hirschen,
die an der Tankstelle nach Wasser suchten
und von Christus, der als er jung war,
in einer Autowerkstatt arbeitete.
Da kam ein Brief an
voller Brüche
und von weither und wies uns an, die Türen zu schließen.

`

*******************
2.

Ο Δούρειος ίππος τότε είπε
όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,
κι είπαν γιατί, κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.
Κι ύστερα, εκείνος
έτρωγε ελαφρά τα βράδια
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα πάρκ.

*

Das Trojanische Pferd sagte:
Nein, ich werde keine Journalisten empfangen!
Und man fragte: Warum? Es sagte,
dass es nichts über den Mord wisse.
Und außerdem hielte es am Abend Diät
und als es klein war,
habe es einen Mond lang
als Karussellpferd auf einer Kirmes gearbeitet.

`

**********************

3.

Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά
μέσα μας.
Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους
της απόλυτης σιγαλιάς
και οι κραυγές των χρωμάτων
μας πληγώνουν.
Το φεγγάρι ορμάει από τις χαραμάδες
και λεηλατεί τις κάμαρες.
Τώρα και πάντα
ο ποιητής
στις σκαλωσιές και στα γιαπιά
στεριώνει με καρφιά και δόντια
την ελπίδα.

*

Immer tiefer versinken wir
in uns.
Wir interpretieren
der vollkommenen Stille Klang
und das Schreien der Farben
verletzt uns.
Der Mond quillt aus Rissen
und plündert die Kammern.
Jetzt und immer
macht der Dichter
die Hoffnung
mit Nägeln und Zähnen
an Gerüsten und Rohbauten fest.
`
***********************

4.

Οι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
- τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσικλέτα
με καρότσα για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.

*

Die Großen
haben immer noch das Kind in sich,
das sie im zweiten Weltkrieg waren,
das Mädchen, das zu küssen ihnen nicht gelang,
den unheilbaren Kohlrübenkummer.
Den ersten Flaum auf der Oberlippe,
die Barbaren von Kavafis
und eine alte Tuberkulose,
die Tage in Brotmarken eingetragen.
Ein Nagel an der Wand
könnte eine ganze Epoche markieren
- in den Sommern rasierten sie sich
am Spiegel, der vorm Fenster hing.
Stadtteilträume
wie ein Motorrad mit Kutsche
für große Familien.
Wir tragen, ganz einfach, in uns
die Großen.
`

**********************
5.

.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν
μονάχα στη μνήμη των λαών.
Κολακεύονται
στις εξάρσεις της μακροθυμίας
του όχλου.
Ζουν αχόρταγα
τα βουβά διαστήματα
ανάμεσα σε δυο λέξεις
ή δυο χειρονομίες
κι ύστερα σβήνουν
με μια βαθιά υπόκλιση
- ένδειξη υποταγής
ή περιφρόνησης-
σε μια δυναστεία
συγκεντρωτικών
ανελέητων στιγμών
που ήταν ωστόσο
μονάχα δικές τους.

*

Die Menschen sterben
ausschließlich im Gedächtnis der Völker.
Sie sind geschmeichelt
durch den enorm wachsenden Großmut
des Pöbels.
Sie sind voller Gier
nach den lautlosen Lücken
zwischen den Worten
oder den Gesten
und löschen sich aus
in der tiefen Verbeugung
- ein Zeichen der Unterwerfung
oder Verachtung -
vor der Herrschaft
unbarmherzig
totalitärer Momente,
die jedoch ihren Ursprung
in ihnen selbst haben.
`

***********************
6.

Η γέννηση

Βλάστησα σ΄ένα θερμοκήπιο
μπετόν αρμέ.
Μια φωνή αγελάδας
μου βοσκάει τα σωθικά.
Περιορίστηκα
σ΄αυτή τη φυσική κατάσταση.
Δε μίλησα.
Δεν προκάλεσα κανέναν.
Μονάχα που πάντα ευδοκίμησα
στα μέρη όπου τα λεξικά
αρνήθηκαν επίμονα την ύπαρξή μου.

*

Geburt

Ich keimte in einem Treibhaus
aus Stahlbeton.
Ein Muhen
walkte mein Eingeweide.
Ich begnügte mich
mit diesem natürlichen Zustand.
Ich sprach nicht.
Ich provozierte keinen.
Nur dass ich einzig an Orten gedieh,
an denen durch Lexika
meine Existenz beharrlich geleugnet wird.
`

************************

7.

Παρακμή

Η παρακμή
δεν έχει χρονικά περιθώρια.
Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση
κι έτσι απλά
σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.
Γύρω σου τα παιδιά
περιεργάζονται
την πλάτη της καρέκλας σου
εκεί που σε μια παραφορά
της εφηβείας
είχες γράψει:
Ψέματα - Ψέματα - Ψέματα.
Τελικά
φορτώνεις μόνο το κρεβάτι
σε μια περαστική μοτοσυκλέτα
και μετακομίζεις
σε άγνωστη διεύθυνση.

*
Verfall

Der Verfall
kennt keine Frist.
Er kommt wie eine außergerichtliche Forderung.
Ganz einfach wirft man dir die Möbel auf die Straße.
Kinder stehen neben dir,
bestaunen das
was du im pubertären Wutanfall
auf der Rückenlehne deines Stuhles
kritzeltest:
Lügen - Lügen - Lügen.
Schließlich
packst du nur das Bett
auf ein vorbeifahrendes Motorrad
und ziehst einzig damit um,
Adresse unbekannt.

`

************************

8.

Οι φθόγγοι

Χιλιάδες κεφάλια
μετέωρα.
Παίρνουν μια λέξη
και την κατασπαράζουν.
Παρακολουθείς
απερίγραπτες συσπάσεις
των φθόγγων
από στόμα σε στόμα.
Λένε όλοι τους
το ίδιο πράγμα
διαμελισμένο.

*

Die Laute

Schweben tausende Köpfe.
Sie erfassen ein Wort
und reißen es in Stücke.
Du verfolgst
unsagbares Gehüpf
der Laute
vom Mund zu Mund.
Sie sprechen alle
die gleiche
zerrissene Sache.

`

`

***************************************

Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.Τα ποιήματά της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Δεινή μεταφράστρια, η Τζένη Μαστοράκη έχει μεταφράσει συγγραφείς πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως οι Τζέι-Ντι Σάλιντζερ, Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέττι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλαιρ, Λιούις Κάρολ, Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέην, Μιγέλ δε Θερβάντες, Χάουαρντ Μπάρκερ, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ.Το 1989 τιμήθηκε με το Thornton Niven Wilder Prize του Columbia University (Translation Center) για το σύνολο του μεταφραστικού της έργου και το 1992 με το ειδικό βραβείο του ΙΒΒΥ (International Board on Books for Young People). Ποιήματά της στα ελληνικά και σε γαλλική μετάφραση, επιλεγμένα από την ίδια, περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό της: http://mastorakilfh2007.blogspot.com.

*

Jenny Mastoraki wurde 1949 in Athen geboren. Sie studierte byzantinische und mittelalterliche Literatur an der Universität Arhen. Ihre Gedichte wurden in mehrere Sprachen übersetzt und in Anthologien und Zeitschriften veröffentlicht. Sie übersetzte JD Salinger , Carson McCullers , Elias Canetti , Heinrich Böll, Heinrich von Kleist, Karl Marx, Carlo Goldoni , Edgar Allan Poe, Upton Sinclair, Lewis Carroll, Giorgio Mangkanelli , Federico García Lorca, Harold Pinter , Sarah Kane, Migel nicht Cervantes u.a. ins Griechische. 1989 wurde ihr der Thornton Wilder -Preis der Columbia University für ihr übersetzerisches Werk verliehen. 1992 erhielt sie den Sonderpreis der IBBY ( International Board on Books for Young People). Ihre Gedichte erschienen in Griechisch und auf Französisch .http://mastorakilfh2007.blogspot.com .

Στέργιος Ντέρτσας, Πέντε ποιήματα

$
0
0

`

Με το βαμβάκι

όσες νύχτες
φερθήκαν στα όνειρα μας
τρυφερά
παιχτήκανε στα ζάρια
μες στο σκοτάδι
όπως πάντα
από βαμβακερά χεράκια
που στάζανε αίμα
ενώ εμείς μεθούσαμε
από ικανοποίηση
κι απτόητοι πιστεύαμε
στο θαύμα και στη λύτρωση
ενός φιλιού
μιας αγκαλιάς
μιας  συγχώρεσης
μη ξέροντας
πως αύριο
θα κριθούμε ένοχοι
γι’ αυτό
και θα τιμωρηθούμε
σκληρά και παραδειγματικά

όπερ και εγένετο

`

****

Johann Sebastian Bach

να με προδίδεις κάθε μέρα
για να μη πάψω ποτέ
να νιώθω σίγουρος για μένα

να τους λες σε ποιο ποίημα
βρίσκω  συνήθως καταφύγιο
για να τους δίνεις την  ευκαιρία
να κάνουν κάτι ριψοκίνδυνο στη ζωή τους

ν’  αφήνεις γυμνούς και ατημέλητους,
χωρίς κανένα άλλοθι,
τους φόβους  μου
για ν’  αγαναχτήσουν
τόσο πολύ
που στο τέλος
θα γίνουν μουσικές
πολύ κοντινές στον ίλιγγο
και στην Ανάσταση
ζώντων και τεθνεώτων

`

****

Εκπτώσεις

ασθμαίνει η μέρα
φτύνοντας πτίλα
πάνω στον βόμβο της αγοράς
πικρός καφές
δυο άσοι σπαθί
πληγιάζουν  τα χέρια

στην εφημερίδα
τα δεδομένα αλλάζουν
οι τελευταίες ειδήσεις
στο πρωτοσέλιδο ρίχνονται
και όλα τα σκορ
μηδέν-μηδέν

καιρός εκπτώσεων
λίγη βροχή
κανένα ποτάμι
χαμένη   η θάλασσα
σαν ευκαιρία
επαίτες  πολλοί
και ένα νόμισα
στη τελευταία σελίδα
που όλοι αρνήθηκαν
χωρίς δεύτερη σκέψη

………..

μέρες μικρές
που δεν τελειώνουν
καθώς  δεν βρίσκουν
ρυθμό και λυγμό

`

****
Macondo

Μου δανείζετε για λίγο τη βροχή σας
ή  κάτι  απ΄ τη βαθιά σας μοναξιά;

Γιατί εδώ ο καθρέφτης έχει σπάσει
κι η γρουσουζιά έγινε λούσο,
χαλίκι σε στόματα ρητορικά.

`

****

Έρημος

εκεί που η λησμονιά
ανθρώπους τρώει
και φτύνει  σπόρια
φυτρώνουν  σπίτια στοργικά
κι ας είναι  έρημος
λιβάδια απέραντα
κι ας είναι  έρημος
γλυκές ανάσες
κι ας είναι έρημος
αγάπες αιώνιες
κι ας είναι  έρημος
φύλλα και άνθη λεμονιάς
κι ας είναι έρημος

εκεί διαλέγουν
κάπου κάπου
να στήσουν
οι νεκροί μας
τις  γιορτές τους
και να γεμίσουν
τα παγούρια  μας
με άφθονο δροσερό  νερό

κι ας  είναι  έρημος

`

*****************************************************

`
Γεννήθηκε στον Βόλο το 1970. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ποιήματα και μεταφράσεις διηγημάτων.  Το 2004 διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος «Αντώνης Σαμαράκης» εκδ. Καστανιώτης.  Το 2010,  παρουσιάστηκε στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής του Βόλου  το θεατρικό του έργο «Το δείπνο»,  καρπός της συνεργασίας του με την ομάδα Χορού και Θεάτρου ΑΝΤΙ-ΘΕΣΙΣ.  Είναι σπουδαστής του τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού του ΕΑΠ.

Μαρία Γερογιάννη, Άδειοι στίχοι, Γαβριηλίδης, 2012

$
0
0

Μαζί

΄Εγινε πεταλούδα και αυτός έκλαψε
΄Εγινε μέλισσα και αυτός πόνεσε
΄Εγινε αράχνη και την πλησίασε
΄Εγινε μυρμήγκι και την πρόσεξε

Φόρεσε τη δική της στολή και έμεινε μόνη της

Σε είδα , γη , πολύχρωμη βιτρίνα

Μες απ΄του ήλιου τις περασάδες
τ΄άβροχα βότσαλα θαλασσινής αυλής
τους ψιθύρους των δέντρων που σκορπίζουν τη γύρη
τον ξέγνοιαστο ορίζοντα που αστράφτει την αιωνιότητα
το βλέμμα της δύσης που κλείνει το χορό

Σε είδα, Αρετούσα, με τ΄απελπισμένα σου δάκρυα
κι εσένα, τεθλιμμένε γέροντα, με τα στεγνά σου μάτια

Σε είδα, γη, πολύχρωμη βιτρίνα

Γυναίκα στο μπαλκόνι

Κάθε πρωί
με το σεντόνι
τινάζει τα όνειρά της

Εικόνα

Λεπτό χαμόγελο
Ματιά ανέμου
Και τα μικρά σου δάκτυλα, μια μονοκοντυλιά

Ξεφυλλίζω χρώματα
Τα προσπερνώ

Η μοναξιά ξαγρυπνά

Στο αθόρυβο βήμα σου που ενοχλεί τους άλλους
Στο χάδι που παγώνει το χέρι σου
Στα λόγια μαστίχα στα χείλη τους
Στις φωτογραφίες-χαμογελάστε, παρακαλώ-

Στις άφωνες αλήθειες

Το Πέρασμα

Ζωή και Θάνατος
Κλείνουν το μάτι και σε προσπερνούν

Κι εσύ νόμιζες πως έχουν μάτια μόνο για σένα


Luigi Di Ruscio, Μικρό ανθολόγιο (μετφρ.- επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

$
0
0

`

1.

Ακόμα βρέχει
και ίσως θα βρέχει για πάντα.
Το νερό κυλά σε δυο ρυάκια
και φέρνει τη βρομιά των υψηλών συνοικιών.
Ακούγεται μόνο το σφυρηλάτημα του χαλκωματά
στο εργαστήρι με τους τοίχους που στάζουν νερό
και η φωτιά πάνω στο χαλκό
τα νεφελώματα ατμού.
Εκεί στο σοκάκι οι γριές
που τα πάντα φορτίζουν με μυστήριο
βλέπουν τις κολασμένες συνομιλίες
κι όταν ένας από τους χαλκωματάδες κρεμάστηκε
είπαν πως την ψυχή του την πήρε ο διάβολος.
Στα μέρη μας οι σκοτεινοί θρύλοι αδράχνουν τις καρδιές
κι αλάργα προσπερνάνε από τον χαλκωματά
καθώς πηγαίνουν στη βρύση για νερό
κι ένας από τους χαλκωματάδες ήταν που μου ’πε
δείχνοντάς μου το βιβλίο των φεγγαριών
πως όποιος γεννήθηκε στον αστερισμό του υδροχόου
είναι ερεβώδης όπως το νερό
και γεννήθηκε για να ’ναι μόνος
μου το ’παν ατάραχα
ύστερα τύλιξαν τα γραμμένα κιτάπια
τα ξανάχωσαν σε μια τρύπα μέσα στον τοίχο
και συνέχισαν να σφυροκοπούν.
Εγώ ποτέ μου δεν φοβήθηκα.
Είχαν το μοναδικό μποστάνι της γειτονιάς
Τις σπηλιές που τις αψίδες τους έβλεπα ποτισμένες με νερό
Και το κυπαρίσσι που κατέληξε ο απαγχονισμένος
Τον είδα έμεινε κρεμασμένος για μια μέρα
με τη γλώσσα μαύρη.

*

Ancora piove
e forse pioverà per sempre.
L’acqua scorre su due rivi
e porta lo sporco dei quartieri alti.
S’ode solo il battìo del ramaio
sulla bottega con le pareti colanti d’acqua
e il fuoco sul rame
le nubi di vapore.
Lì le vecchie del vicolo
che tutto popolano di misteri
vedono i colloqui infernali
e quando uno dei ramai s’impiccò
dissero che l’anima se la prese il diavolo.
Da noi le oscure leggende prendono i cuori
e passano lontano dal ramaio
quando vanno per l’acqua alla fontana
e fu uno dei ramai a dirmi
facendomi vedere il libro delle lune
che chi è nato d’acquario
è tenebroso come l’acqua
ed è nato per essere solo
me lo dissero con calma
poi ravvolsero le pagine scritte
le rimisero in un buco nel muro
e continuarono a battere.
Io non ho mai avuto paura.
Avevano l’unico orto del vicinato
Le grotte di cui vedevo gli archi pieni d’acqua
E il cipresso dove finì l’impiccato
Lo vidi rimase appeso un giorno
con la lingua nera.

`

2.

Παντού τελευταίος
γι’ αυτή την απαίσια ράτσα των πρώτων
τελευταίος στην πατρίδα του με χίλιες λιρέτες τη μέρα
τελευταίος σε τούτη τη νέα πατρίδα
για την ιταλική φωνή του
τελευταίος να μισεί
και το μίσος αυτού του ανθρώπου σάς σημαδεύει όλους
ξεκάρφωτος κι εσταυρωμένος κάθε ώρα
καταδικασμένος σ’ έναν κόσμο καταδικασμένων.

*

Ovunque l’ ultimo
per questa razza orribile di primi
ultimo nella sua terra a mille lire a giornata
ultimo in questa nuova terra
per la sua voce italiana
ultimo ad odiare
e l’odio di quest’uomo vi marca tutti
schiodato e crocifisso in ogni ora
dannato per un mondo di dannati.

`

3.

Πέθανε δουλεύοντας
ογδόντα χρόνια τα πέρασε στον μόχθο
πάνω στο λάκκο του έχει τον τσίγκινο σταυρό
έναν αριθμό και μια στοίβα χώμα
πήγαινε σ’ όλες τις κομματικές διαδηλώσεις
έλεγε πως δεν θα ’θελε παπά
αλλά η παράλυση
του έκοψε τη λαλιά.

*

È morto lavorando
ottant’anni l’ha passati sulla fatica
sulla fossa ha la croce di latta
un numero e un mucchio di terra
andava a tutte le manifestazioni di partito
diceva che non avrebbe voluto il prete
ma la paralisi
non lo fece parlare.

`

4.

να περπατάς πάνω στο νέο χιόνι
όπου κανείς ποτέ δεν έχει περπατήσει
ν’ αγαπάς μια γυναίκα
που δεν έχει ακόμα αγαπηθεί
να πίνεις το νερό που κανείς ποτέ δεν έχει πιει
μια σκέψη που κανείς ακόμα δεν έχει σκεφτεί
έναν στίχο που ακόμα δεν έχει γραφτεί
τα πρώτα λόγια ενός νιογέννητου
την τελευταία πνοή του θανάτου μας

*

passare sulla neve nuova
dove nessuno è mai passato
amare una donna
che non è stata ancora amata
bere l’acqua che mai è stata bevuta
un pensiero che ancora non è stato pensato
un verso che ancora non è stato scritto
le prime parole di un nuovo nato
l’ultimo respiro della nostra morte

`

5.

Σε νιώθω δική μου σαν τον αέρα που αναπνέω
σου φιλώ το στόμα κοντανασαίνοντας σαν να έτρεχα
και γεύομαι μαζί σου τον έρωτά μας
τη φυσικότητά σου στη χαρά
πάντα έτσι ψυχή μου της νύχτας μου καύχημα.

*

Ti sento mia come l’aria che respiro
ti bacio la bocca alzando il fiato come se corressi
e godo insieme a te questo nostro amore
la tua naturalezza alla gioia
sempre così anima mia di mia notte gloria.

`

6.

Ήμουν πέντε χρονών
μια γριά μ’ έκανε να καταλάβω
γιατί κανείς δεν με κρατούσε στα γόνατά του
η γιαγιά μου που με κρατούσε απ’ το χέρι δεν με υπεράσπισε
μήτε για παρηγοριά δεν μου ’σφιξε το χέρι
γι’ αυτό πήγα μόνος στα ποτάμια
δεν μου χρειαζόταν το νερό να καθρεφτίζομαι
επέστρεφα στο σπίτι για να μην κοιμηθώ πάνω στα χαλίκια
σ’ εκείνη την ηλικία η πείνα σε κάνει να τρελαίνεσαι
σε κάνει να γίνεις πριν της ώρας σου ενήλικας
κι όλα τα χορτάρια που ’χουν βοσκήσει οι κατσίκες
έμαθα να τα μαζεύω
άρχισε να μ’ αρέσει η γεύση της πικράδας
αυτό ήταν το γάλα μου
κι επειδή έκλεβα με τρόπο
είχα τους πιο όμορφους καρπούς
πήγαινα μόνος για να μην μ’ ανακαλύψουν
στη μυρουδιά μου τα σκυλιά δεν γαύγισαν
και κανείς δεν μπορεί να με κατακρίνει
αν το Θεό κοπίασα νωρίς ν’ απαρνηθώ
πάνω στα τείχη που φούσκωνε το νερό
είχα δει μόνο τις χάρτινες εικόνες
ανακάλυψα τα βιβλία στο σωρό με τα στρατσόχαρτα
ακόμα και σήμερα μαγεύομαι να τα κοιτώ
ανάμεσα στα χαρτιά έψαχνα τη γραμμένη σελίδα
φώναξα και με κοίταξαν σα να ’μουν ζωντανός
σαν κάτι πιότερο από έναν ταξιδιώτη
ξαμολήθηκα στους δρόμους
ποιό αγοράκι δεν ονειρεύεται να ντυθεί σαν άντρας
εγώ αντρώθηκα νωρίς
όντας ακόμη με τα κοντά παντελονάκια
βρήκα μια γυναίκα που έμεινε ευχαριστημένη
επειδή οι άνθρωποι πληγώνουν τις σκέψεις
πέταξα πάνω τους
κάνοντας όνειρα για κάθε φύλλο που έχω δει να πέφτει
ήσαν οι ώρες χωρίς αναπαμό
οι εκκλησιές χρησίμευαν για να δροσιστώ
γυρνοβολούσα διψασμένος για γυναίκες
που σύντομα τις πλήρωσα με χρήματα κλεμμένα.
Τώρα νιώθω τον έρωτα των γυναικών
που μου ακουμπά το πρόσωπο μ’ ανάσες
σφίγγω τα λιπαρά μαλλιά
και μου φέρνουν τύχη τα σαν νέγρου χείλη μου
τα μάτια που αναπαμό δεν έχουν.

*

Avevo cinque anni
una vecchia mi fece capire
perché nessuno mi teneva sui ginocchi
mia nonna che mi teneva per mano non mi difese
né per consolarmi mi strinse la mano
per questo sono andato solo sui fiumi
l’acqua non mi è servita per specchiarmi
ritornavo a casa per non dormire sul greto
a quell’età la fame fa essere pazzi
fa divenire presto adulti
e tutte le erbe che le capre hanno brucato
ho imparato a cogliere
ho preso il gusto del sapore amaro
questo è stato il mio latte
e perché rubavo con calma avevo i frutti più belli
andavo solo per non essere scoperto
al mio odore i cani non hanno abbaiato
e nessuno può condannarmi
se presto mi sono adoperato a negare iddio
sulle mura che l’acqua gonfiava
avevo visto solo le immagini di carta
ho scoperto i libri nel mucchio dello stracciaio
ancora oggi mi incanto a guardarli
cercavo tra le carte la pagina scritta
ho gridato e mi hanno guardato come essere vivo
come qualcosa di più di un viaggiatore
sono entrato nelle strade
quale bambino non sogna di vestire da uomo
io lo sono stato presto
ho trovato ancora con i pantaloncini corti
una donna che è rimasta contenta
perché gli uomini gli facevano male
ho volato sui pensieri
sognando per ogni foglia che ho visto cadere
erano le ore senza riposo
le chiese servivano per rinfrescarmi
giravo assetato delle donne
che presto con soldi rubati ho pagato.
Ora sento l’amore delle donne che sfiora il viso di fiati
stringo i capelli grassi
e le mie labbra da negro mi portano fortuna
gli occhi che non sanno riposare.

`

7.

Η νύχτα κλείνει
με το τελευταίο τραμ που κάνει τα σπίτια να τρέμουν
και στη μνήμη απομένει το νιαούρισμα των γάτων
όλες οι εικόνες της ημέρας επιστρέφουν
θα ’θελα να τις χαρώ ακόμα εκείνες τις στιγμές
να χαζέψω με ηρεμία όλες τις εικόνες
οι φωνές του δρόμου έχουν ήχους άναρθρους
ίσως είναι ένας άντρας που τρεκλίζει
και λογομαχεί με άγνωστους εχθρούς
και κάνει κινήσεις με τα χέρια του τα πάντα για να ’χει
κι αέρα μόνο πιάνει
το ασυγκίνητο φεγγάρι
μοιάζει ν’ ακούει κάθε μας λέξη
να κατασκοπεύει τα πιο μύχια όνειρά μας
όταν λευτερώνονται τα τέρατά μας
και πρέπει να τρέξουμε.

*

La notte si chiude
con l’ultimo tram che fa tremare le case
e il miagolio dei gatti rimane nella memoria
tutte le immagini della giornata tornano
vorrei ancora goderli questi momenti
contemplare con calma tutte le immagini
le voci della strada hanno suoni inarticolati
forse è un uomo che traballa
e discute con nemici ignoti
e fa gesti con le mani per tutto avere
e non ha che l’aria
la luna impassibile
sembra che ascolti ogni nostra parola
che spii i sogni più intimi
quando sono liberati i nostri mostri
e dobbiamo correre.

`

8.

Το τελευταίο ποίημα του Λουίτζι Ντι Ρούσιο

έχω το στόμα γεμάτο πεταλούδες
κι αν ανοίξω το στόμα
θα πετάξουν όλες μακριά
και δεν θα ξαναγυρίσουν ούτε
κι αν μείνω με το στόμα ορθάνοιχτο
για μια αιωνιότητα.

*

L’ultima poesia di Luigi Di Ruscio

ho la bocca piena di farfalle
e se apro la bocca
voleranno via tutte
e non ritorneranno neppure
se rimango a bocca spalancata
per una eternità

`

`

*************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η “Τέταρτη Τάξη” στην ποίηση του Λουίτζι Ντι Ρούσιο

Ο Λουίτζι Ντι Ρούσιο είναι από τη στόφα των ποιητών εκείνων που μπορούν και χαράζουν δρόμους και αφυπνίζουν συνειδήσεις μέσα από τη γραφή τους. Τα ποιήματά του συγκροτούν τη γραπτή εμπειρία του από την επαφή του μ’ εκείνον τον καθημαγμένο κόσμο της εργατιάς και του μόχθου που κάθε μέρα «πεθαίνει δουλεύοντας» στα εργοστάσια, νιώθει «παντού τελευταίος […] καταδικασμένος σ’ έναν κόσμο καταδικασμένων». Διάχυτες, η φτώχεια, η πείνα, η ανεργία, η καταπίεση και η επιβεβλημένη αντίσταση, τρυπώνουν στο σώμα της ποίησης του Ντι Ρούσιο, κι αντανακλούν τις πολλαπλές πληγές του προβάλλοντας συνάμα την πανανθρώπινη κατάσταση της εργατικής τάξης και τον πολιτικό και κοινωνικό ορίζοντα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

«Ένας πραγματικά μεγάλος ποιητής δεν ενδιαφέρεται να είναι ποιητικός» λέει ο Κοκτώ, και η ποίηση του Ντι Ρούσιο είναι πρωτίστως αφήγηση. Αφηγείται στιγμές - σπαράγματα της ζωής, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που «η χροιά της σιωπής» παλινδρομεί, κατά περίσταση, μεταξύ τόνων απαλών και τόνων σκληρών. Για την καταγραφή τους, αρνείται τη χρήση γραμματικών τύπων και φιλολογικών σχημάτων μιας γλώσσας καθαρά λογοτεχνικής, προσφεύγοντας στην καθομιλουμένη, απλή γλώσσα των συναισθημάτων και των ανθρώπων της γειτονιάς.

Στο εργατικό τοπίο των ποιημάτων του, εμφιλοχωρεί, εκτός από το θάνατο τής κάθε μέρας, κι ο πολυσήμαντος έρωτας, το προσωπικό καταφύγιο του ποιητή: «Σε νιώθω δική μου σαν τον αέρα που αναπνέω […] γεύομαι μαζί σου τον έρωτά μας/ τη φυσικότητά σου στη χαρά/ πάντα έτσι ψυχή μου της νύχτας μου καύχημα.».

Ο Ντι Ρούσιο, γεννημένος σε μια φτωχή επαρχιακή πόλη (Φέρμο 1930 - Όσλο 2011), ήταν ένας άνεργος οικοδόμος, στρατευμένος στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Pci) υπό την ηγεσία του Παλμίρο Τολιάτι, του επονομαζόμενου «παππού» του ευρωκομμουνισμού. «Ήμουν δεκατεσσάρων ετών κι ονειρευόμουν να γίνω παρτιζάνος, το έσκασα από το σπίτι κι έφτασα σ’ ένα χωριό όπου ήσαν οι παρτιζάνοι, οι οποίοι μου ’δωσαν μια κλωτσιά στον κώλο και με ξαπόστειλαν πίσω στο σπίτι: Τράβα σπίτι σου! Τράβα στο σπίτι σου, ανόητε! Πληγωμένος στην περηφάνια μου επέστρεψα πίσω, ο πατέρας μου με ρώτησε πού ήμουν, κι εγώ σιωπηλός, φύλαξα το μυστικό της απόπειράς μου να είμαι κι εγώ μεταξύ των κόκκινων απελευθερωτών και των Γκαριμπαλντίνων».

Μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής το 1953, έφυγε μετανάστης στο Όσλο, στη Νορβηγία, το 1957, όπου εργάστηκε για σαράντα χρόνια σ’ ένα εργοστάσιο μεταλλουργίας. «Ήμουν ένας από κείνους τους τύπους που αισθάνεται Εβραίος ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και Παλαιστίνιος με τους Εβραίους, λευκός ανάμεσα στους μαύρους και κατάμαυρος ανάμεσα σε όλους τους λευκούς. Και νεότατος καθώς ήμουν, μ’ έπιανε μια μεγάλη μανία φυγής. […] δεν έκανα άλλο παρά να ονειρεύομαι τη φυγή. Ένιωθα να με καταδιώκει ένας φόβος τόσο τρομακτικός που δεν κατάφερα ποτέ μου να στραφώ για να δω τι είδους φόβος με καταδίωκε. Ονειρευόμουν την αφάνεια κι επαναλάμβανα εκείνες τις ιστορίες του Χέγκελ περί του όντος που μετατρέπεται στο τίποτα, και του τίποτα που γίνεται όν με σάρκα και οστά». («Σκονισμένοι Χριστοί», 2009).

`

`

*************************************************************

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιητικές συλλογές: «Non possiamo abituarci a morire», [Να μη συνηθίσουμε στο θάνατο, με πρόλογο του Φράνκο Φορτίνι, Schwarz, Μιλάνο 1953], «Le streghe s’arrotano le dentiere» [Οι μάγισσες ακονίζουν τις μασέλες τους, με πρόλογο του Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Marotta, Νάπολη 1966], «Apprendistati» [Μαθητείες, Bagaloni, Αγκόνα 1978], «Istruzioni per l’uso della repressione» [Οδηγίες για χρήση καταστολής, Savelli, Ρώμη 1980], «Epigramma» [Επίγραμμα, Valore d’uso edizioni, Ρώμη 1982], «Enunciati» [Διατυπώσεις, Stamperia dell’arancio, Γκροταμάρε 1993], «Firmum» [Pequod, Αγκόνα 1999], «L’ultima raccolta» [Η τελευταία συλλογή, με πρόλογο του Φραντσέσκο Λεονέτι, Manni, Λέτσε 2002], «Epigrafi» [Επιγραφές, Grafiche Fioroni, Καζέτε Ντ’ Έστε 2003], «15 epigrafi con dedica» [15 επιγραφές με αφιέρωση, Battello Stampatore, Τεργέστη 2007], «Poesie Operaie» [Εργατικά Ποιήματα (ανθολογία), Ediesse, Ρώμη 2007].

Πεζογραφία: «Palmiro», [Παλμίρο, Lavoro Editoriale, Αγκόνα 1986 & 2η έκδοση το 1990], «Palmiro», [3η έκδοση, Baldini & Castoldi, Μιλάνο 1996], «Le mitologie di Mary», [Οι μυθολογίες της Μαίρης, Lietocolle, Κόμο 2004, «Cristi polverizzati», [Σκονισμένοι Χριστοί, Le Lettere, Φλωρεντία 2009].

Βραβεύσεις: Του έχουν απονείμει το βραβείο «Unità» το 1953 για την πρώτη του ποιητική συλλογή «Να μη συνηθίσουμε στο θάνατο», (όντας πρόεδρος της επιτροπής ο ποιητής Σαλβατόρε Κουαζίμοντο), το βραβείο «Camaiore» το 1980 για τη συλλογή «Οδηγίες για χρήση καταστολής», το βραβείο ποίησης «Franco Matacotta» το 1993 για τη συλλογή «Διατυπώσεις», και το βραβείο «In/Civile» το 2007 για τη συλλογή «Εργατικά Ποιήματα». Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τις βραβεύσεις, κάποιοι στην Ιταλία θεωρούν ότι η καθεστηκυία λογοτεχνική τάξη αρνείται, ακόμη και σήμερα, να του αναγνωρίσει τη μεγάλη, αναμφισβήτητη αξία του συγγραφικού του έργου συνολικά, και τη θέση που η ιστορία του οφείλει.

`

****************************************************************

«Il Quarto Stato»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

* Στον πρόλογο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Λουίτζι Ντι Ρούσιο, ο διανοούμενος, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Φράνκο Φορτίνι [ψευδώνυμο του Φράνκο Λάτες], είχε γράψει ότι η ποιητική θεματική του Ντι Ρούσιο δεν διαφέρει από κείνην του πίνακα «Quarto Stato» [Τέταρτη Τάξη], αναφερόμενος στην επίδραση που άσκησε το έργο του Ιταλού νεο-ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Τζιουζέπε Πελίτσα ντα Βολπέντο, με τον αρχικό τίτλο «Η πορεία των εργαζομένων» (1901). Πρόκειται για ένα έργο - σύμβολο της κοινωνίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, που αναπαριστά την απεργία των εργαζομένων και συμβολίζει όχι μόνο την κοινωνική διαμαρτυρία, αλλά και τη γέννηση μιας νέας κοινωνικής τάξης, του προλεταριάτου. Είναι ο ίδιος πίνακας που χρησιμοποίησε και ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι το 1976, στους αρχικούς τίτλους της κορυφαίας, ιστορικής του ταινίας «Novecento» [1900], που παρουσιάζει το τοπίο στην Ιταλία από το 1900 και μετά, και τον ιδιαίτερο ρόλο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κινήματος στις μεταπολεμικές εξελίξεις.

** Τα ποιήματα 1ο, 3ο & 6ο, συμπεριλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή «Να μη συνηθίσουμε στο θάνατο». Τον τίτλο της συλλογής τον έχει δώσει ο ποιητής Φράνκο Φορτίνι. Ο αρχικός τίτλος ήταν «Poesie per un vicolo» [Ποιήματα για ένα σοκάκι].

*** Το 4ο ποίημα είναι από την ανέκδοτη συλλογή «Εγγραφές», [Biagio Cepollaro (2005), http://www.cepollaro.it/poesiaitaliana/DiRuIscr.pdf] και το 8ο ποίημα είναι δημοσιευμένο στο: http://www.nazioneindiana.com/2011/02/23/ciao-luigi.

****Τα ποιήματα 2ο, 5ο, & 7ο, συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή «Οι μάγισσες ακονίζουν τις μασέλες τους», (1966), [Biagio Cepollaro (2004), http://www.cepollaro.it/poesiaitaliana/DiRuTes.pdf ].

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, η Κλεψιά, Θερμαϊκός, 2014

$
0
0

Τα μουστλούκια*

Χαρά ονομαζόταν η πρώτη θυγατέρα. Κι ήταν όνομα και πράμα. Γέμιζε το σπίτι μας με χαρά. Το όνομά της ήταν Χαρίκλεια. Από τη μάνα μου, μα τη φωνάζαμε Χαρά. Η μάνα μου μας είχε αφήσει χρόνους και τον γέρο μου τον Αγαμέμνονα. Γερό σκαρί, μα οι κακουχίες τον βασίλεψαν. Την ιστορία με τον παπά που τον βάφτισε μας την είπε τόσες φορές. Μάλωσαν με τον παπά που έλεγε πως δεν υπάρχει άγιος με τέτοιο όνομα.
«Θα με ξυρίσει ο επίσκοπος», είπε ο παπάς με τρόμο και γούρλωσε τα μάτια του.
Έτσι βαφτίστηκε Αγαθοκλής, να γιορτάζει στις 17 Σεπτέμβρη, μα τον φωνάζανε Αγαμέμνονα. Τώρα που η γυναίκα μου η Στεριανή έκανε γιο, ήθελε ν’ ακούσει τ’ όνομά του. Και τ’ όνομά του δεν ήταν Αγαθοκλής, μα Αγαμέμνων.
«Να τ’ ακούσω και να πεθάνω», μου ’λεγε.
«Θέλεις να με βάλεις να μαλώσω με τον παπά», του είπα, μα μέσα μου δεν υπήρχαν δυνάμεις για αντίσταση.
Το κατάλαβε και χαμογέλασε. Ενημερώθηκε ο παπάς και αποδείχτηκε ανοιχτομάτης.
«Είναι καιρός να βγάλουμε και νέους αγίους», μου είπε. «Θα το πούμε Αγαμέμνων».
Ήμασταν θεοσεβούμενη οικογένεια. Είχα και κλίση να γίνω παπάς, μα η Στεριανή δεν ήθελε να γίνει παπαδιά. Έτσι έγινα αριστερός ψάλτης κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν όλα για τη βάφτιση. Ο νονός εκεί, είχε ενημερωθεί κι αυτός για την απόφαση. Όλοι ήταν στην εκκλησιά. Εγώ περίμενα στο σπίτι. Έτσι ήταν το έθιμο, κι εμείς τα τηρούσαμε όλα κατά γράμμα. Θα περίμενα στο σπίτι κι εκεί θα με έβρισκαν για τα μουστλούκια. Έθιμο από παλιά. Τα πιτσιρίκια άκουγαν το όνομα και τρέχαν να το ανακοινώσουν στον μπαμπά που περίμενε στο σπίτι. Με το αζημίωτο. Όλοι έπαιρναν χαρτζιλίκι. Κάποιοι πατεράδες περίμεναν έξω από την εκκλησιά, κοντά στο καμπαναριό, μα εγώ ήθελα στο σπίτι, πατροπαράδοτα.

Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος στο δρόμο από την εκκλησιά ώς το σπίτι. Όλοι είχαν βγει έξω από την πόρτα και περίμεναν την πιτσιρικαρία να περάσει τρέχοντας. Όλο και κάποιος θα τους πετούσε τ’ όνομα. Άσε που κάποιοι είχαν εσωτερική ενημέρωση για το όνομα και ήταν μακρύτερα. Μόλις έβλεπαν το τσούρμο να τρέχει, έτρεχαν κι αυτοί σίγουροι για το όνομα. Ο πρώτος έπαιρνε το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι.
Είχα μαζέψει πολλά ψιλά να δώσω σε όλα τα μικρά που θα έφερναν τη χαρούμενη λέξη.
«Και το όνομα αυτού;».
«Αγαμέμνων», φώναξε ο νονός.
Ποδοβολητό από τα μικρά που έτρεχαν. Έπρεπε να κάνουν στην εκκλησιά ένα γύρο, γιατί το σπίτι ήταν στην άλλη μεριά. Ο Γιωργάκης το ανιψούδι μου, όπως έμαθα μετά, ήθελε να κόψει δρόμο και καβάλησε τα κάγκελα.
«Γαμέμνους, Γαμέμνους», φώναζαν τα παιδιά τρέχοντας.
Η γιαγιά η Αντριανούδαινα πήρε είδηση αργά κι έφτασε λαχανιασμένη στην πόρτα. Απέναντι η θεια-Μυρσίνα.
«Πώς, μαρή, του είπαν του παιδί;».
«Άσι, Μοσκιανή, δεν είνι για λέισμου».
«Γιατί, μαρή Μυρσίνα;».
«Ε, σι λέου δεν είνι για λέισμου».
«Θα μι πεις, μαρή;».
«Να μαρή, Γαμέμνου του είπαν», και ξινίστηκε.
Όταν φτάσαν τα παιδιά, πήραν ο πρώτος ταλιράκι, ο δεύτερος δυο δραχμές και μετά έβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη. Σήκωσα όλα τα ψιλά που χωρούσε η χούφτα και τα πέταξα ψηλά. Γέμισε ο δρόμος ψιλούδια. Τα παιδιά όρμησαν και τσακώνο-νταν. Μερικά ψιλά είχαν σκεπαστεί από το χώμα, μα πού να γλιτώσουν από τους δαίμονες. Τσαλαβουτούσαν μέσα στα χώματα. Οι μάνες δεν τα μάλωναν, γιατί φέρναν στο σπίτι λεφτά. Μερικούς αδύναμους που δεν πρόλαβαν τους έδωσα κι αυτούς και φύγαν όλοι ευχαριστημένοι. Μα ο Γιωργάκης, το ανιψούδι μου, πού είναι; Δεν τον είδα. Αυτός έτρεξε να σκαρ-
φαλώσει στα κάγκελα της εκκλησίας για να κερδίσει χρόνο. Εκεί τον βρήκαμε μετά από λίγο. Είχε καρφωθεί στα κάγκελα της εκκλησιάς και ξεψυχούσε.

* μουστλούκια: έθιμο σύμφωνα με το οποίο ο μπαμπάς δεν παρευρισκόταν στη βάφτιση, αλλά καθόταν σπίτι για να ακούσει το όνομα από τα πιτσιρίκια του χωριού και τους έδινε μπαξίσι.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, «η Πτήση και το Χιόνι» (ανέκδοτη ποιητική συλλογή)

$
0
0

`

ΚΗΠΟΥΡΟΣ

Είναι ένας επουράνιος Κηπουρός/
-κολλήγος-
κάθε δεύτερο βράδυ/
ανάβει το φως στη γωνιά του Μαγγελάνου/
και ποτίζει τα νεφελώματα με μια μάνικα χρόνου/
έτσι η ίδια η φύση /
ανίκανη να γεννήσει/
μια στιγμή που να περιέχει/
και την αρχή και το τέλος της/
αρνείται τη διάρκεια/
αντ΄ αυτής-
ως διακοπή της ροής των ενδεχομένων-
επιλέγει/
μια συρραφή από αμετάκλητες μονάδες “τετέλεσται”/
μια τέτοια στιγμή-
κάθε τέτοια στιγμή-
αγκαλιάζω τον ώμο της/
μια αμβλεία καμπύλη σε έναν κόσμο κενού και αιχμών/
κι έτσι πορευόμαστε μικροί κι ασήμαντοι/
-ζώντας στο κύμα των μικρών θανάτων-
ένα στιγμιαίο τέλος σε
λούπα εμπλοκή/

`

****

ΑΠΟΧΗ

στην αριστερόστροφη – για το βόρειο ημισφαίριο – κατελισσόμενη χρονική περιδίνηση/
κι ενώ είναι Δευτέρα/
τρεις τα χαράματα/
η σαρωτική ροή, διακόπτεται ελλειπτικά/
και ασυνεχώς/
από την επιλεκτική απόχη/
έτσι/
δύο στιγμές καθαρού οργασμού στο δυάρι του Νέου Κόσμου/
-πάνε τριάντα χρόνια-/
πετσοκόβονται ζηλότυπα/
και καταρρέουν σε βεβαιότητα/
αν και γεννιούνται ως πιθανότητα/
ενώ με μια διάθεση νοσταλγικού εγκιβωτισμού/
ταξινομούνται ως εαυτές/
αυτό σημαίνει ταυτόχρονα το θάνατο όλων των παραλλήλων ειρμών/
και την αυγή της ακινησίας/
έπειτα/
ανασύρονται κάθε Απρίλη με την ακολουθία του Νυμφίου/
φρέσκες κι αφράτες σαν τσιπούρες αλανιάρες/
άλλοι γελούν- μόλις τις αντικρίζουν-/
άλλοι οδύρονται/
ενώ στην κορυφογραμμή/
λιώνει το χιόνι πιο γκρι/
ο θάνατος είναι ακόμη στη σπηλιά/
και η γαρδένιες μυρίζουν γλυκό θειάφι/
στο σεντόνι μου λίγο θαλασσινό νερό/
στεγνώνει με τη παλιά ζέστη απ΄ τα πόδια της/

`

****

Η ΠΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

Ι

δεν είναι η πτήση/
ταπεινό ενδιαίτημα της αθανασίας/
που διογκώνει τη ζήση/
και την υλοποιεί/
είναι η λαχτάρα για την πτήση/
το παιδιόθεν όνειρο/
το τρίξιμο του ανέμου/
στις φτερούγες/
ενώ καταπίνεις όνειρα/
στην καρμική ενόραση του μέλλοντος/
μετά ξυπνάς/
και βλέπεις τις εφηβικές σου φλέβες κιρσούς/
τα μπλε μάτια θύελλες/
και στο στήθος σου στρωμένο χιόνι/
- αν και κάτω απ΄ το χιόνι/
το φτέρωμα ιδρωμένο και καυτό –

ΙΙ

δυνατός/
ο απύθμενος λιμός των χυμών/
οδηγεί τους αδένες/
σε μια κοσμική μετουσίωση/
δίχως ηλικιακές αφορμές και επιφυλάξεις/
ο έρωτας είναι πουλί/
και ο χειμώνας του κορμιού/
είναι μια ξόβεργα/
όμως και μετά θάνατον/
αφήνει ο πόθος λίγη καυτή τέφρα/

ΙΙΙ

στη σφεντόνα της μέρας/
κι αν τεντώθηκες/
υπέργειο άροτρο/
το λευκό σε τύφλωσε/
ηλιοσυλλέκτης/
ένα μάτσο κόκαλα/
σε ένα λιβάδι ασβεστίου/
πως να διαχωρίσεις το σάκο σου/
απ΄ το σωρό;/

ΙV

διπλωμένος ο καρπός/
στη φρέσκια κάψα/
αντηχεί/
στολίδια ήχου και λυγμών/
συμπτύσσει/
τη ζωή που προηγήθηκε/
τη ζωή που ετοιμάζεται ν΄ ανθίσει/

`

****

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ (ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ)

…και πάλι απέναντι στην πτώση (και στη φθορά):
ενώ δείχνει ανάγκη νομοτελής/
πρωτεϊκή και αναπόδραστη/
- συχνά, ανολοκλήρωτη/
γίνεται φθίνουσα ταλάντωση -
μια πτώση, μια ανύψωση/
περί ενός ακίνητου παρόντος/
με όρια που στενεύουν διαρκώς/
Κάθε κύκλος της, γεννά/
την ίδια θύελλα ερημιάς και ασφυξίας/
τον ίδιο φόβο και το ίδιο δέος/
αλλά ενώ το χώμα έλκει/
και απορροφά/
και ομογενοποιεί/
και συναρμόζει/
τη φθαρτή περιγεγραμμένη υπόσταση/
η ουσία- δροσερή κι ανέμελη- αποδρά λίγο λίγο προς τα πάνω/
προς την αιθέρια πεμπτουσία/
και το διάστημα/
ώσπου εν τέλει σταματά/
παγωμένη/
σε ταύτιση απόλυτη με το ελκτικό της κέντρο/
Αυτή είναι και η ομορφιά της/
που κατά τη φθίνουσα τροχιά/
επιτρέπει την ανάληψη και τη θέωση/
μες στον ενεστώτα χρόνο/
έτσι η ψυχή μπορεί να υπάρξει/
δίχως μεταφυσικά υποζύγια/
Τυχερός, που στη ζωή μου/
αντάμωσα με ανθρώπους που έζησαν έτσι, με τέτοια συνείδηση/
πως ο θεός τους/
είναι ο ίδιος τους ο θάνατος/

`

`

********************************************************

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε το 1965 στην Ελευσίνα και είναι Φυσικός. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά περιοδικά, στο συλλογικό τόμο της ομάδας CRAFT (εκδόσεις Γαβριηλίδης - 2013) και στον τόμο “Η τέχνη του Γράφειν” (εκδόσεις Καστανιώτης - 1993) με βραβευμένα διηγήματα του περιοδικού “Ρεύματα”. Διατηρεί το ιστολόγιο: “Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας”

Άννα Γρίβα, Δύο ποιήματα

$
0
0

`

ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ

Ποιο είναι του φόβου το ξεδίψασμα;
Πώς μετριέται το βάρος της ανάσας;
Πώς να γυρίσει μια απουσία
σε χάδι θεοβρεχούμενο;
Ποιο μέρος επί γης
κρατά τον άνθρωπο στο ύψος του
και τη γραφή στην άμμο;

Τι χρώμα έχει ο θάνατος
τι χώμα έχει ο ύπνος;
Από νεράκι σε νερό
το τρυφερό σκορπίζει;
Σκουπίζει η τρέλα το μυαλό
για να γλιστρά αθόρυβα;

Ο χρόνος τέμνει κάθετα
ή σφάζει την ακτίνα μας;
Μήπως το αίμα εφάπτεται
κι αλλάζει καρωτίδες;
Έχει υπόλοιπο η θλίψη
ή τέλεια διαιρείται
πριν μας προσθέσει στο σκοτάδι;

`

*************

Ο ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
στη Χριστίνα

Της λέγανε πως η μαμά πήγε στον ουρανό
ο θεός τη φροντίζει και της δίνει μέλι
και στα μαλλιά της ανθίζουν λουλούδια

στα σαράντα την πήρανε μαζί τους
το συμφωνήσαν να μην κλαίνε
και να μιλούν για το μέλι
και τον ουρανό
που είναι μεγάλος κι όμορφος
γεμάτος περιπάτους και πορτοκαλιές

μα εκείνη δεν άκουγε τίποτα
χαρούμενη δεν ήταν ούτε και λυπημένη
κοιτούσε από μακριά μια κηδεία
γυναίκες ακουμπισμένες στον τοίχο
να θρηνούν
ένας γόος που έσκιζε το αυτί της
ενώ εκείνη έπαιζε μήλα ανάμεσα στους τάφους
με μια μπάλα φανταστική
που την κλωτσούσε ώς τα σύννεφα

κι ύστερα ανάβουν το καντήλι της μαμάς
και φεύγουν

σκεφτόταν πως είναι δύσκολο
να ανάψεις το καντήλι
λάδι νερό φιτίλι
σπίρτα νερό φωτιά
ποτήρι διάφανο
κρυστάλλινη αντανάκλαση
στον πάτο
κι ένας μενεξές τα πέταλά του στο λαδάκι

οι πεταλούδες πετούσαν πάνω απ’ τα φέρετρα
ανάλαφρα
όπως αγγίζουν τα μάτια των ανθών
ο ψίθυρός τους ήταν στα φτερά
μια τριβή από ξύλο
που δυναμώνει
και δυναμώνει…

Μικρό Ανθολόγιο Ολλανδών Ποιητών (επιμέλεια-μετφρ.: Ιωάννα Αβραμίδου)

$
0
0

`

NEL NOORDZIJ

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Θεέ μου αγαπημένε,
Κάνε τους εμπόρους πιο λίγο να καπνίζουν
Να πλένονται λιγάκι παραπάνω
Λιγότερο καφέ να πίνουν
Και συγχώρα τους αμαρτωλούς

Οι αγρότες τα δόντια τους να πλένουν,
Και οι κρεοπώλες με πλαστικά καλύμματα
Τα πτώματα των μοσχαριών να κρύβουν
Να μην είναι τόσο βρωμεροί
Προτού σε μένα έρθουν
Συγχώρα τους αμαρτωλούς

Και βρες μου ένα χωριό σ’ αυτό να κατοικήσω
Δίπλα σε έναν ποταμό:
Μην είμαι μοναχή

Κατά τα άλλα:
Κάνε ανίκανους όλους τους άνδρες
Μέχρι τον τελευταίο
Και συγχώρα τους αμαρτωλούς,

Γιατί κουρασμένη είμαι πολύ
Και νευρασθενική

`

********

JAN HANLO

ΕΤΣΙ ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΕΣΥ

Σαν την δροσοσταλίδα της νύχτας πάνω στις πασχαλιές
Και τα ρόδα
Λευκή σαν το κοράλλι και το μαργαριτάρι στα βάθη της θαλάσσης
Σαν το Ωραίο πού κρύβεται βουβό
Μα λάμπει σαν θελήσω να το δω
Έτσι θαρρώ πως είσαι κι εσύ

Σαν γάλα
Σαν κιμωλία
Σαν κόκκινο απαλό πέτρας ωχρής
Σαν πορσελάνη
Σαν κάτι που όντας μακρινό και ταπεινό
Προτού γεράσει έχει πια λησμονηθεί
Σαν τη λυχνίδα και σαν το κερί
Ένα γέλιο και ένα παλιό βιβλίο
Που φτάνει απρόσμενα και είναι τρυφερό
Και σαν κάτι ντροπαλό γενναιόδωρο είναι και ζηλευτό
Ιερό και εύθραυστο συνάμα
Έτσι θαρρώ πως είσαι κι εσύ

*

ΣΚΟΤΟΣ

Κάποτε κρεμόταν απ’ το λαιμό μου ένα μετάλλιο
Και κάποτε ένα παιδί

Μαύρισε το ασήμι
Σκοτείνιασαν οι αναμνήσεις

Σκοτεινιασμένα μάτια σκοτεινιασμένη ανάσα
Σκότη συλλέγω ως το θάνατο

`

*******

GERRIT ACHTENBERG

Και κουνούν τα φύλλα πέρα δώθε
Τις αναμνήσεις τους πάνω από την κεφαλή μου
Ω, ανάσα, που κάποτε σε πίστεψα,
Ω, ιστορίες, που ήμασταν εμείς οι ίδιοι
Στον κόσμο εκείνο, που έχει ξεραθεί και σκόνη έγινε
Στον άνεμο, που με μανία φυσά πάνω από μένα,
Εδώ όπου ξαπλώνω και τα μάτια μου κλείνω
Και βλέπω να λικνίζεται ένα δέντρο πάνω από την κενή
Γήινη κηλίδα, τη μόνη που απόμεινε

`

************

IDA GERHARDT

Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Κύριε,
Γράφω με φτερό κοράκου
Η καρδιά μου, η καρδιά του
Η τιμή του, η τιμή μου
Δεν έχουν τίποτε κοινό
Γράφω με φτερό κοράκου
Γράφω με μελάνι κορακί
Το σύμβολο: Όχι

`

***************

HANS LODEIZEN
I
Ξαπλωμένος
Επάνω στους μηρούς σου θέλω να κοιμηθώ
Σκεπασμένος από των ματιών σου τον ουρανό

Τα πόδια σου είναι πολύ μακριά κι όμως
Είναι δικά σου όπως ένας
Χαρταετός που ξέμεινε ψηλά
Μια μέρα θερινή

Μένω σε άλλο σπίτι, καμιά
Φορά σε συναντώ
Κοιμάμαι πάντα μοναχός
Και είμαστε παντοτινά μαζί

ΙΙ
Η πραότητά σου αυτή
Είναι μοναδική, το στόμα σου
Ήταν σπίτι όπου κατοικούσαμε
Κοιμόμασταν και προσευχόμασταν

Μέσα από σένα
Προσέλαβα τον κόσμο
Και δεν υπήρξα δύσπιστος
Απέναντι στο βράδυ
Μέσα από σένα αποκοιμιόμουν, ζούσα
Μέσα από σένα μπορώ να αγαπώ
ΙΙΙ
Όλο
Κι απομακρύνομαι
Από το σώμα σου
Είμαι σε ταξίδι μακρινό

Όπου σε ξαναβρίσκω
Στην ακτή
Στο νησί
Είσαι για μένα μοναδική

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live