Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Leonidas Kakaroglou, Gedichte / Λεωνίδας Κακάρογλου, Ποιήματα (μτφρ. Jan Kuhlbrodt &Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ

Αργά το απόγευμα
Οι πεθαμένοι μαζεύονται
Στην πλατεία για να τηλεφωνήσουν
Στους δικούς τους
Κρατάνε σφιχτά την κάρτα
Και στέκονται στη σειρά
Έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο
Οι περαστικοί που τους βλέπουν
Μονολογούν: «Από πού ήρθατε πάλι εσείς
γέμισε μετανάστες η πόλη»
Κι αυτοί μ’ ένα μουρμουρητό τους απαντούν:
«Δεν είμαστε εμείς μετανάστες
μεταστάντες είμαστε»
Μεταστάντες

*
DER PLATZ DER TOTEN

Am späten Nachmittag
Versammeln sich die Toten
Auf dem Platz um mit ihren Angehörigen
Zu telefonieren
Sie halten die Telefonkarten fest in der Hand
Und bilden eine Schlange
Vor der Telefonzelle
Die Passanten sprechen
vor sich hin. ”Woher seid ihr gekommen
die Stadt ist mit Vertriebenen überfüllt”
Und die Toten erwidern murmelnd:
”Keine Vertriebenen sind wir
wir sind Heimgegangene”

Heimgegangene


`

***

ΣΠΙΤΙ

Δεν θέλω να γυρνώ στο σπίτι αργά το βράδυ
Όχι γιατί κανείς πια δεν με περιμένει
Αλλά όταν ξεκλειδώνω την πόρτα
Και ψαχουλεύω το διακόπτη ν’ ανάψω το φως
Φοβάμαι μέσα στο σκοτάδι
Μήπως κι αγγίξω τα χέρια μου
Που από τ’ απόγεμα τριγυρνούν
Ν’ ανακαλύψουν πάνω στους τοίχους
Πως πέρασε ο καιρός
Κι ούτ’ ένα χάδι δεν παρηγορεί
Τους λεκιασμένους σοβάδες
Τα ξεπλυμμένα χρώματα
Το σπίτι που άδειασε απ’ τους ανθρώπους του

*
DAS HAUS

Am späten Abend möchte ich nicht nach Hause kommen
Nicht weil keiner mich erwartet
Sondern weil wenn ich die Tür aufschließe
Und tastend nach dem Schalter suche
Ich im Dunkel fürchte
Dass ich meine eigenen Hände berühre
Die sich seit dem Nachmittag hier herumgetrieben haben
Und ich an den Wänden entdecke
Wie die Zeit vergangen ist
Und keine Berührung
Den befleckten Wandputz
Die verwaschenen Farben tröstete
Das Haus das ohne Menschen war

`

***


ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ

Το σπίτι σου παραμονεύω
Παντού σκοτάδι
Εσύ θα λείπεις
Ξεκλειδώνω για να μυρίσω λίγο από σένα
Μα το σπίτι άδειο
Ούτε έπιπλα
Ούτε κουρτίνες
Ούτε μυρωδιά
Έφυγαν όλα, κι έφυγες μαζί τους
Και τώρα τι θα το κάνω το κλειδί
Να το φυλάξω στο πορτοφόλι μου
Σα νόμισμα παλιό που από τόσων
Ανθρώπων χέρια πέρασε
Ή να του περάσω καδένα
Να το φοράω στο λαιμό
Να ξέρω γιατί πνίγομαι
Όταν με πιάνει η λύπη

*
DAS MEDAILLON

Ich lauere vor deinem Haus herum
Überall dunkel
Du wirst wohl nicht zu Hause sein
Ich schließe auf, ein wenig von deinem Duft zu empfangen
Aber das Haus ist leer
Weder Möbel
Noch Vorhänge
Auch kein Geruch
Alles ist weg, und damit auch du
Was soll ich jetzt mit diesem Schlüssel
Soll ich ihn in meiner Brieftasche aufbewahren
Wie eine alte Münze die durch die Hände
Vieler Menschen ging
Oder sollte ich ihn lieber
An einer Kette um den Hals tragen
Dann wüsste ich, warum ich ersticke
Wenn Traurigkeit mich befällt.

`

***

Τα βράδια

Τρίζουν τα σκαλοπάτια
Ξυπνώ και νομίζω
Πώς γύρισες κι ανεβαίνεις
Την ξύλινη σκάλα
Σηκώνομαι να σε χαιρετίσω
Όμως η σκάλα άδεια
Τα σκαλοπάτια τρίζουν μόνα τους
Συνήθισαν το βάρος της απουσίας

*

Abends
Knarren die Stufen
Ich wache auf und denke
Du bist zurück und gehst
Die Holztreppe hinauf
Ich stehe auf um dich zu begrüßen
Aber die Treppe ist leer
Die Stufen knarren von allein
Sie haben sich an das Gewicht der Abwesenheit gewöhnen

`

*****

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ξεκρέμασα από την ντουλάπα
Το παλιό μου πανωφόρι
Εκείνο με το σκίσιμο στη μασχάλη
Μυρίζει ναφθαλίνη
Μα καινούργιο θα φαίνεται μ’ ένα μαντάρισμα
Έτσι που το προβάρω στον καθρέφτη
Και βλέπω το αντιφέγγισμά μου στο τζάμι
Τις μέρες συλλογίζομαι
Πού πέρασαν από την τρύπα της ζωής μου
Ούτ’ ένα μπάλωμα
Ούτ’ ένα μαντάρισμα
Δεν τις ομορφίζει
Όλη του κόσμου η ναφθαλίνη
Τη μυρωδιά του χρόνου δεν σκεπάζει

*

DER GERUCH DER ZEIT

Ich nahm meinem alten Mantel
Aus dem Schrank
Den mit dem Riss unter der Achsel
Er riecht nach Naphthalin
Doch mit einem Flicken wird er wie neu aussehen
Als ich ihn vor dem Spiegel anprobiere
Und meine Gestalt darin betrachte
Denke ich über die Tage nach
Die durch das Loch meines Lebens rutschten
Kein einziger Flicken
Keine Stopfnaht
Verschönert sie
Das ganze Naphthalin der Welt
Verdeckt den Geruch der Zeit nicht

`

*****************************

Ο Λεωνίδας Κακάρογλου γεννήθηκε το 1952 στα Χανιά. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π. Έχει εκδώσει επτά ποιητικά βιβλία: “Τοπία Κοριτσιών” 1981, “Σχεδόν Γκρό Πλαν” (εκδόσεις Πλέθρον 1986), “Στο λευκό του βυθού” (Εκδόσεις Πλέθρον 1989), “Η συνήθεια των ημερολογίων” (εκδόσεις Πλέθρον 1995), “Μονάχα ο χρόνος ξέρει” (εκδόσεις Πλέθρον 2000), “Οι μέρες πριν τα χρόνια” (Εκδόσεις Οδός Πανός 2007), “Άδεια εξόδου” (εκδόσεις Οδός Πανός 2009). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έχουν παρουσιασθεί στο θέατρο και έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες. Το “Η ζωή και τίποτ’ άλλο” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

*
Leonidas Kakaroglou
wurde 1952 in Chania geboren. Er studierte Bauingenieurwesen.
und veröffentlichte sieben Gedichtbände. Seine Gedichte wurden in Literaturzeitschriften veröffentlicht, in Theater n vorgestellt und vertont. “Das Leben und nichts anderes” ist sein erster Roman


Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη, «Αφή στον ήλιο», εκδ. Γαβριηλίδης 2013

$
0
0

`

Και είπεν ο Θεός:

«Δεύτε λάβετε μέρα!

Απ’ τ’ ακριβότερο αρωματοπωλείο του Παράδεισου,

εγώ

δημιούργησα για χάρη σας
απόσταγμα από αυγή γιασεμί και δύση τριαντάφυλλο.

Ελάτε, πάρτε άνθρωποι: Το φως είναι το πιο ασπατάλητο

δώρο μου.

Να μπει στη φλέβα σας μπρούσκος φεγγερός, να καλοσυνέψουν οι καιροί,

να πλυθεί η ανάσα του φτωχού και το παντζούρι του

λυγμού,

ν’ αναπληρώσει ο φόβος το σεργιάνι του με την αγάπη.

Και τις νύχτες,

όποιο κομμάτι ατμόσφαιρας αφήνω αμπάλωτο,
λογαριάζετέ το για άστρο».

`
******

Ωσαννά, λοιπόν, η γεννημένη πλάση!

Γλέντα, χώμα καινούργιο!

Και γλέντα, σπόρε του χιονιού, με το χρυσάνθεμο

στο παγωμένο σου σκάλισμα!
Ζωηρές ποικιλίες της ύλης, πλυθείτε τη φωτιά!

Βγείτε, κόσμε,

δείτε φως
νιώστε φως

αγγίξτε φως!

Προϋπαντήστε τ’ αναλλοίωτο του σύμπαντος που φτερουγίζει, ανάστατο,
μες στα ουράνια τσιγαρόχαρτα και στις διαυγείς νεφέλες!

`
****

Πέρασα την καλοσύνη μέσ’ απ’ όλα τα υλικά:

την πέτρα, το νερό, το μανιτάρι

και με άλλο τίποτα δεν ταίριαξε περισσότερο, όσο με
τον ήλιο.

Για τούτο λοιπόν, κι οι άνθρωποι που ’ναι καλόκαρδοι

έχουν το πρόσωπό τους φτιαγμένο
μισό από δέρμα
και μισό από γύρη του εντελβάις.

Άγγιξε, τώρα, τη γραμμή του προσώπου σου

και κρίνε, ήρεμα,
αν έχει κάλυκα ή ζυγωματικό.

`
*****

Κάθε φορά που ξετυλίγω τον χάρτη της Ελλάδας,

πέφτω πάνω σ’ ελληνικό νησί.

Πρώτη, εξερευνώ πάντα την πιο πανώρια εκκλησιά,

με τα πιο περίτεχνα σκαλιστά θαλάσσια κιγκλιδώματα.

Είναι παλιά και γνώριμη η ατμόσφαιρα μέσα της:

Ανάμεσα στους ύμνους που εξατμίζονται γλυκά

και στις μισολιωμένες λαμπάδες με τα κάτασπρα κοχύλια,

μοσχοβολά η λαδομπογιά στο εικόνισμα της Παναγιάς

το χέρι του Αϊ-Φανούρη ξημερώνει δρόμους

τα μάτια της Αγια-Παρασκευής κοιτάζουν τη βροχή

και τηνε κάνουν χώμα στέρεο.

Εντέλει, στο νησί που βρέχει ύμνους το καλοκαίρι,

άνεμος είν’ ο καιρός και τα πανιά του πλοίου χαρά.

`

Κι έτσι, στον κάβο του απλωμένου κουβαριού της

σκέψης μου

ξετυλίγω ευχές απ’ τον θερινό ουρανό που φλέγεται,

στάζοντας πάνω στο νησί μου κίτρινο αίμα με
λεμονάνθια κόκκινα.

`
******

Ο ψαράς πουλά για να ζήσει.

Δεν θα πούλαγε, αλλιώς – τα λυπάται τα ψάρια.

Τον θρέφει, κάθε λίγο, ένα δίχτυ μπρούσκο ξερό

και φουσκώνουν μες στα μάτια του τόποι ψημένοι.

Πάντα κάπου αλλού η χρυσή πετονιά.
Πάντα.
`

Ώσπου τα γέρικα κουράγια να μη φτουράν άλλο.

Αν ο ψαράς πουλάει, εντέλει, συγχωρεμένος είναι: τον εξομολογεί ο ήλιος

\μέσα σε μια βάρκα

ισόβια.

`
******

Τόσο εωθινό το μάγουλο του πεύκου,

τόσο μετάξι ο παλμός της αμμουδιάς,

τόσα λόγια τραβηγμένα καταμεσήμερο.

Σ’ ένα ερυθρόμορφο αγγείο,

το χρίσμα,

και μες στην Κυριακή, περπατώ και λιώνω χάρτινες

πεταλούδες.

`

Όταν ο καιρός με πάει προς το δέλτα της φωτιάς,

Μάη, τάξε μου να ζεσταθώ στεφάνια ακλόνητα

κι έπειτα,

`

σχώρα με που είπα για νερό μου τον ήλιο.

Ελένη Κοφτερού, τρία ποιήματα

$
0
0


ΛΑΧΤΑΡΑ

Δεν είναι η ρωγμή στην πανοπλία της μοναξιάς
που χάσκει αγέρωχη ως απορία.
Ούτε τα κυκλάμινα που στα πνευμόνια μου
ριζώσανε χυμοτόπια τριζάτα
μωβίσανε το αίμα.
Δεν είναι η σκανδαλώδης νίκη στην αρχαία βεντέτα
με της ενοχής τα μαυροντυμένα μήλα
που οδηγούν τα βήματά μου παιανίζοντας
σε πηγάδι λευκό και βαθύ
σαν αθωότητα/
να ξεβράσει ο πνιγμός
μπουζάτη σύναξη
νιφάδες /
αγριόχηνες/
και αρκούδες πολικές .

Είναι οι σιωπές και τα λευκά χαρτιά
η τελεσίδικη παραδοχή της ήττας
των λέξεων.
Δεν υπάρχουν λέξεις εκπαιδευμένες
για να σκιάσουν τη λάμψη
της εξαίσιας
ανημπόριας να τιθασεύσω -έστω για λίγο-
τη λαχτάρα
-τσιγγάνα έφηβη στη χαρά μαθητεύει
στης αγωνίας σου τα αναχώματα το ντέφι χτυπά
το ρούχο της γδέρνοντας
στης αβεβαιότητας την τραχειά χαραμάδα
στροβιλίζεται/
πέφτει
στων ματιών σου τη μόνη κοιλότητα
τη λυσιτελή. -

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ

«Αγγελέ μου» του ψιθύριζε
καθώς έσκυβε στ’ αυτί του

πίστευε πάλι
στο γένος των αγγέλων
αφού σε θεό πια δεν πίστευε
Ήξερε πόσο ευάλωτοι
Οι πρώην ειδικοί φρουροί του
το «μου» το κτητικό
σκάλωνε στα απωλεσθέντα
τα φτερά του.

Στερεομετρία πτήσης

Από κάτω η Εύβοια.
Όμορφη ανάγλυφη σιωπή.
Μπουμπουκιάζουν τα σύννεφα
σερπαντίνες γαλάζιες, ασφαλώς δεν προφταίνουν
τη δουλειά τους κοιτάζουν
να πυκνώσουν να πλέξουνε καμία βροχή.
Η αχνή πιθανότητα του ουράνιου τόξου
έχει ουρά πλουμιστή.
Δίπλα μου το φτερό του αεροπλάνου
τρισδιάστατο
στο μικρό τραπεζάκι ο καφές ο ανέγγιχτος
τα βιβλία κλειστά με χλευάζουν.

- Όμως ξέχασα αγάπη μου για τα χιόνια
να γράψω
στα βουνά τους ριγμένα / καλά βολεμένα

μα ρισκάρουν ποντάροντας
τις ρευστές τους νιφάδες
στη λαχτάρα μου την ακριβή.
Κι εγώ πάλι κερδίζω
αβεβαιότητα κάτασπρη
σαν άχνη/
σαν πάχνη/
σα χλωμάδα και τρέμουλο
διαφανές αποτύπωμα
επιθυμίας τρελής να πετάξω-

Μέσα μου πάντα εσύ.

Patrizia Valduga, «Requiem» (απόδοση - επίμετρο: Ευαγγελία Πολύμου)

$
0
0

`

Ρέκβιεμ

I

Ψυχή, χαμένη ψυχή, αγαπημένη,
τρόπο δεν βρίσκω συγχώρεση να ζητήσω,
γιατί βουβός και τόσο καθάριος είναι ο νους
και βλέπει τόσο καθαρά τι είμαι,
που λόγια δεν βρίσκει πια, ψυχή αγαπημένη,
ο νους που τη συγχώρεσή σου
δεν αξίζει,
και στέκομαι βουβή στο χείλος της ζωής
για να στη δώσω,
να σε κρατήσω στη ζωή.

II

Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε μια συνειρμική διαδοχή
σε βλέπω, μόνο, μόνο, και δίχως αγάπη
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν.

III

Τι μαύρες ώρες πρέπει να ’χεις περάσει,
ώρες για να πεις χρόνια, να πεις ζωή,
ως εκείνο τον απέλπιδο Νοέμβρη
του παγερού ανέμου,
των κιτρινισμένων φύλλων,
πατέρα κιτρινισμένε σαν φύλλο στην πνοή
όλου του παγερού ανέμου της ζωής,
της παρανοημένης και ασύδοτης αγάπης,
της αγάπης
που δεν σου έχει δοθεί.

VΙΙΙ

Ω, πατέρα πατέρα που σε γνωρίζω τώρα
μόνο τώρα μετά από τόση ζωή,
σε ικετεύω μίλα μου, μίλα μου ακόμα·
εγώ απότυχα ως κόρη,
έφυγα μια μέρα μακριά,
και από τότε μακριά,
δεν ξέρω τίποτα για σένα, για τη ζωή σου,
τίποτα για τις χαρές και τις σκοτούρες σου,
και είμαι σαράντα χρόνων, πατέρα,
είμαι σαράντα χρόνων!

X

Σε ικετεύω Θεέ, πάρ’ του τo νου,
μην ταλανίζεις μιαν τάλαινα καρδιά,
ω, πρόστρεξε,
κάν’ τον να μη νιώθει τίποτα,
που κείται κακοφορμισμένος, καθετηριασμένος,
αιμόφυρτος… Αποτέλειωσε σπλαχνικά
το έργο που από καιρό έχεις αρχίσει,
σώσον αυτόν, Σώτερ, από της αγωνίας,
πέμψον δ’ εμοί δύναμιν
ίνα υψωθήσομαι έως ένδοθεν άλγους!

XI

Όμως, ο Θεός σου πήρε τη μιλιά
κι ήθελες να μας μιλήσεις και δεν μπορούσες
κι ένιωθες το θάνατο ως και στο λαιμό
και δεν κατάφερνες να μας πεις ότι πεθαίνεις…
Το λένε τα μάτια σου,
ψυχή μονάχη,
κείνος ο άσπλαχνος θάνατος που ζεις,
ψυχή βουβή,
φτιαγμένη μόνο με βλέμμα
υπεροπτικό και βλέμμα παρακλητικό.

XII

Ω, πόση ζωή σε τόσο λίγη ζωή…
αλλά είμαι εδώ κι έχω καρδιά για να κοιτώ…
που μας ψάχνεις με τα μάτια…
που κοπιάζει μονάχη η ζωή
να κατακτήσει με σπασμούς
το θάνατο που νικιέται μόνο με ζωή…
αλλά εγώ είμαι εδώ
κι ακούω το αγκομαχητό σου…
Ψυχή μονάχη χωρίς λέξεις πια,
μιλάς του ήλιου το λαμπρό φως.

XIII

Ω, όχι, όχι αυτόν, Κύριέ μου, πάρε μένα,
που πεθαίνω περισσότερο απ’ αυτόν, Κύριε,
λύτρωσέ τον απ’ το κακό και πάρε μένα!
εμένα, χάριν δίκης, πάρε μένα, Κύριε,
για τη ζωή που μέσα μου πεθαίνει
για τη ζωή που μέσα του ζει …
Δίκαιος ει Κύριε, πάρε μένα, την ανάξια γυνή,
που έχω ζήσει, ως ετοιμοθάνατη, όλη μου τη ζωή…

(από το «Requiem», Marsilio, Βενετία 1994 & Einaudi, Τορίνο 2002)

`

**********

Requiem

I

Anima, perduta anima, cara,
io non so come chiederti perdono,
perché la mente è muta e tanto chiara
e vede tanto chiaro cosa sono,
che non sa più parole, anima cara,
la mente che non merita perdono,
e sto muta sull’orlo della vita
per darla a te, per mantenerti in vita.

II

Oh padre padre, patria del mio cuore,
che per tanto tempo solo col tuo male,
per giorni e giorni e notti di terrore,
come in una sequenza cerebrale
ti vedo, solo, solo, e senza amore,
annegare tacendo nel tuo male
tra chi sa e capisce e non sa amare
e chi non sa capire, e non sa amare.

III

Che ore nere devi aver passato,
ore per dire anni, dire vita,
fino a questo novembre disperato
di vento freddo, di fronda ingiallita,
padre ingiallito come fronda al fiato
di tutto il vento freddo della vita,
dell’amore frainteso e dissipato,
dell’amore che non ti è stato dato.

VΙΙΙ

Oh padre padre che conosco ora,
soltanto ora dopo tanta vita,
ti prego parlami, parlami ancora:
io fallita come figlia, fuggita
lontano un giorno, e lontana da allora,
non so niente di te, della tua vita,
niente delle tue gioie e degli affanni,
e ho quarant’anni, padre, ho quarant’anni!

X

Dio, ti scongiuro, prendigli la mente,
non torturare un cuore torturato,
oh, fa’ presto, fa’che non senta niente,
che è insanguinato, cateterizzato,
piagato… Finisci pietosamente
l’ opera che da tanto hai cominciato,
salvalo dall’ angoscia, salvatore,
e fammi grande come il mio dolore!

XI

Invece Dio ti ha preso la parola:
e volevi parlarci e non riuscivi
e sentivi la morte anche alla gola
e non potevi dirci che morivi…
La dicono i tuoi occhi, anima sola,
quella morte impietosa che tu vivi,
anima muta fatta solo sguardo
imperioso e supplichevole sguardo.

XII

Oh quanta vita in così poca vita…
che sono qui e ho cuore di guardare…
che ci cerchi con gli occhi… che la vita
sola si strema in spasmi a conquistare
la morte, che si vince con la vita…
io sono qui e ascolto il tuo ansimare…
Anima sola senza più parole,
parli la luce lucida del sole.

XIII

Oh no, non lui, Signore, prendi me,
che sto morendo più di lui, Signore,
liberalo dal male e prendi me!
prendi me, per giustizia, me, Signore,
per la vita morente dentro me,
per la vita che vive in lui… Signore,
sii giusto, prendi me, donna da niente,
e vissuta così, morentemente…

`

`

********************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

«Ζώντας ως ετοιμοθάνατη»

«Εγώ ήμουν πάντα όπως είμαι
ακόμα κι όταν δεν ήμουν όπως είμαι
και κανείς δεν θα μάθει πως είμαι
γιατί δεν είμαι μόνο όπως είμαι».

(από τη συλλογή: Εκατό τετράστιχα και άλλες ιστορίες αγάπης)

`

Η Πατρίτσια Βαλντούγκα, είναι αναμφίβολα μια γυναίκα εντυπωσιακή και εκκεντρική τόσο στην εμφάνιση όσο και στην εκφορά του λόγου. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Γιατρικά (1982), προκαλώντας αίσθηση με την ευφάνταστη μετρική τής ομοιοκατάληκτης γραφής της, η οποία υιοθετεί κάθε είδος παραδοσιακής στιχουργικής μορφής, από το σονέτο με τα δύο τετράστιχα και τις δύο τρίστιχες στροφές ως την οκτάβα, κι από τις τερτσίνες του Δάντη ως τη μπαλάντα.

Το «Ρέκβιεμ», ένα λυρικό ποίημα αρχικά με 28 ενδεκασύλλαβες οκτάβες, γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του πατέρα της, στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είναι ο μονόλογος ενός παιδιού πλάι στο κρεβάτι του νεκρού, και στο ρυθμό των στίχων αποτυπώνεται κάτι σπασμωδικό, κάτι από την απειλή, την αγωνία και την ανημποριά μπροστά στο θάνατο. «Αυτές οι 28 οκτάβες, 28 όσες και οι μέρες νοσοκομείου του πατέρα μου, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με επιμέλεια του Νικόλα Κροτσέτι σε μια ιδιωτική έκδοση 73 αντιτύπων, 73 αντίτυπα όσα τα χρόνια της ζωής του πατέρα μου», διευκρινίζει η ίδια. Η Βαλντούγκα συνέχισε να γράφει το «Ρέκβιεμ» για άλλα δέκα χρόνια, σχεδόν αδιάλειπτα, σαν να της ήταν αδύνατον να δώσει οριστικά και αμετάκλητα ένα τέλος. Μετά την πρώτη δημοσίευση το 1994, θα ακολουθήσουν άλλες 10 στροφές χρονολογημένες από το 1992 έως το 2001. Τιμώντας τη μνήμη του πατέρα της, στις 2 Δεκεμβρίου κάθε έτους μέχρι το 2002, μια νέα οκτάβα θα προστίθεται στις 28 προηγούμενες, σαν μια καθιερωμένη προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του νεκρού, αλλά και τη γαλήνη της δικής της. «Κύριε, δώσε στον καθένα το δικό του θάνατο, / δώσ’ τον επαληθευμένο από τη ζωή˙/ αλλά δώσε μας ζωή πριν απ’ το θάνατο / σ’ αυτόν το θάνατο που αποκαλούμε ζωή». (Από τα Τετράστιχα. Δεύτερος αιώνας).

`

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Βαλντούγκα (Καστελφράνκο Βένετο 1953), ζει και εργάζεται στο Μιλάνο, όπου, εκτός από το να γράφει στίχους, έχει μεταφράσει πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων: Μαλαρμέ, Βαλερί, Μολιέρο, Σαίξπηρ, Σελίν, Κοκτώ.

Ποιητικές της συλλογές: Medicamenta [Γιατρικά, Guanda 1982), La tentazione [Ο πειρασμός, Crocetti 1985], Medicamenta e altri medicamenta [Γιατρικά και άλλα γιατρικά, Einaudi 1989], Donna di dolori [Γυναίκα των θλίψεων, Mondadori 1991], (έμμετροι μονόλογοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη θεατρική σκηνή κερδίζοντας το βραβείο «Eleonora Duse» το 1992 και το βραβείο «Randone» το 1995), Corsia degli incurabili [Νησίδα των ανιάτων, Garzanti, 1996], Requiem (Ρέκβιεμ, Marsilio 1994 & Einaudi 2002), Cento quartine e altre storie d’ amore [Εκατό τετράστιχα και άλλες ιστορίες αγάπης, Einaudi 1997], Prima antologia [Πρώτη ανθολογία, Einaudi 1998], Quartine. Seconda centuria [Τετράστιχα. Δεύτερος αιώνας, Einaudi 2001], Manfed [Μάνφρεντ, Arnoldo Mondadori 2003] (σε συνεργασία με τον ζωγράφο Τζιοβάνι Μανφρεντίνι), Lezioni d’ amore [Ερωτικά μαθήματα, Einaudi 2004]. Επίσης, στον επίλογο της τελευταίας συλλογής του συντρόφου της, ποιητή, μεταφραστή και κριτικού λογοτεχνίας Τζιοβάνι Ραμπόνι, Ultimi versi Τελευταίοι στίχοι, Garzanti 2006], συμπεριλαμβάνονται και 23 ποιήματα που η Βαλντούγκα έγραψε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του κι έχει αφιερώσει σ’ εκείνον, και τα οποία εμπεριέχονται και στο Il libro delle laudi Το βιβλίο των ύμνων, Einaudi 2012], με το οποίο κέρδισε το βραβείο ποίησης «Cetonaverde». Έχει τιμηθεί με το βραβείο λογοτεχνίας «Caprienigma».

Γιώργος Ιωάννου, Τα Λαϊκά Σινεμά, (και σε είκοσι δεκαπεντασύλλαβα τετράστιχα του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου)

$
0
0

Σήμερα 16/2/2014 είναι τα εγκαίνια του αρχείου του Γιώργου Ιωάννου και 29 χρόνια από το θάνατό του

1)
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ σε είκοσι δεκαπεντασύλλαβα τετράστιχα του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου

Μιας εφηβείας ζόρικης σαν έσπαγα το τσόφλι,
η ενοχή κι ο δισταγμός με κράταγαν δεμένο.
Να το πατήσω ήθελα το βρώμικο κατώφλι,
να μπω σ’ εκείνο τ’ όνειρο το απαγορευμένο.

Σινεμαδάκια λαϊκά στις όχθες του Βαρδάρη
λιγουρευόμουν κι έστηνα απ’ έξω τους καρτέρι,
μην τύχει και με πάρουνε, οι άσχετοι, χαμπάρι
να κόβω εισιτήριο -και τι θα πουν ποιος ξέρει!

Οι φίλοι ανυπόφοροι , στο ζαχαροπλαστείο
σκοτώνουνε τις ώρες τους, μα εμένα τι με νοιάζει;
Τα πόδια μου που κόβονται πριν φτάσω στο ταμείο,
αυτό με κόφτει μοναχά και το βαλα μαράζι.

Φάτσα με φάτσα έρχομαι στην αίθουσα με άλλους
και βλέπω μες στα μάτια τους πόσο τραβήξαν ζόρι
να δρασκελίσουν τη γραμμή, απ’ τη μεριά του θάρρους,
να μπουν σε κάστρο άπαρτο κι αυτοί συνοδοιπόροι.

Ήταν κι εκείνο το συμβάν- που πώς να το ξεχάσω;
Αγόρι ήμουν άγουρο σε θέση στον εξώστη
που κάποιος χέρι μού ‘βαλε και μού ρθε να ξεράσω.
Τα μούλικά σου φύλαγε, Άγιε Δημήτρη Σώστη.

Τα καθαυτά τα λαϊκά, αυτές οι δευτεράντζες,
-δε μοιάζουν με τ’ αφόρητα, πρώτης κατηγορίας-
σαν μοναστήρια στο βουνό, σαν αντρικές καβάτζες
για μια κουβέντα φιλική δοθείσης ευκαιρίας.

Χωρίς παιδιά, χωρίς γριές, χωρίς χοντρές κυρίες
και δίχως πρόσωπα στριφνά να σε στριφοκοιτάζουν,
όπως αυτά τα σινεμά σε κάποιες συνοικίες
που όλο σαχλά γεμίζουνε κι έτσι σαχλά αδειάζουν.

Οι σιδεράδες, οι σοφέρ , μικροϋπαληλλάκια
σαν πάρει η νύχτα να ‘ρχεται γεμίζουν το σκοτάδι
και από δίπλα μάστορες, χτίστες και φανταράκια
κι άλλοι πολύ αργόσχολοι ,απ’ το πρωί ως το βράδυ.

Το φως απ΄ το μηχάνημα που πέφτει στην οθόνη
τη μια γελά και σπαρταρά, τη μια πυροβολάει.
Ανοίγει μια τα πρόσωπα και μια τα μουρτζουφλώνει
κι αν ρίξει κι έναν έρωτα; Αμάν και βάι βάι!

Πάντοτε παραμάσχαλα κρατώ εφημερίδα,
στου σκοταδιού το διάλειμμα να πέσω με τα μούτρα.
Να κάνω πως δεν ήξερα, δεν έμαθα, δεν είδα
κι ότι μπορεί αλλόκοτο να κατεβάσει η κούτρα.

Είναι φορές, το διάλειμμα περνώ στην τουαλέτα.
Σωστό αναγνωστήριο μ’ αυτά που λεν οι τοίχοι.
Λόγια γραμμένα πρόχειρα, ζωές με ετικέτα,
μες στα σκατά να ψάχνουνε να βρούνε λίγη τύχη.

Κι απ έξω καπνιστήριο, πήχτρα και νικοτίνη!
Μουστάκια ,μπράτσα και ματιές μυρίζουν βαρβατίλα.
Ως ξέρω ξυριστήκανε οι φραγκολεβαντίνοι
μα δεν του πάει του Έλληνα να πάθει τέτοια νίλα.

Η εργατιά κάνει καλό για την τεστοστερόνη,
ενώ το άστυ ευνοεί σαφώς τα οιστρογόνα.
Άντρας εργάτης, φαίνεται σχεδόν σωστό αφιόνι
και η γυναίκα της χλιδής φαντάζει πριμαντόνα.

Δε με τρομάζει η μοναξιά αν έχω λίγα φράγκα.
Τσιγάρα, εισιτήριο και είμαι ευτυχισμένος.
Πως βρήκα καταφύγιο ,καμώνομαι τον μάγκα,
απ’ τη βροχή, τη λασπουριά καλά προφυλαγμένος.

Με δύο έργα στο πανί, στον κόσμο ταξιδεύω
κι άλλες φορές στα μέσα μου τα σύμπαντα ξεχνιέμαι.
Τόσο που έρχεται στιγμή και πάντα τα μπερδεύω,
σαν να χω πάθει de ja vu αλλά δεν ξεκουνιέμαι.

Να ‘χα μολύβι και χαρτί ,να γράφω ,να ξεγράφω
όλα αυτά που έχω δει, ονόματα και τίτλους,
έργα και πάρεργα σωρό στον κινηματογράφο
μα πιο πολύ για του μυαλού όλους αυτούς τους κύκλους.

Οι διπλανοί αλλάζουνε κι εγώ εκεί, πεισμώνω,
τη μια εικόνες να κοιτώ, την άλλη διαλόγους.
Τη μια καταδικάζομαι, τη μια με αθωώνω.
Για κάθε μου απόφαση βρίσκω χιλιάδες λόγους.

Τι έχει φταίξει απορώ, ο μοσχαναθρεμμένος,
για όλη τούτη τη βρωμιά που έχω συνηθίσει.
Τον εαυτό μου τον κοιτώ σαν να ναι κάποιος ξένος.
Στα λαϊκά τα σινεμά έχω παραφρονήσει.

Νιώθω ανήμπορος να πω πώς έπεσα στο λούκι!
Στις σκοτεινές τις αίθουσες ποντίκι μες στη φάκα.
Αν τύχει πού και πού καβγάς και στράφτει και χαστούκι,
παραληρώ μονάχος μου «τι τά ‘θελες μαλάκα»

Μα πιο πολύ τρελαίνομαι κάθε που λογαριάζω
πόσα λεφτά σπατάλησα! Πόσος χαμένος χρόνος!
Στα λαϊκά τα σινεμά μία ζωή ρημάζω
για να ‘χω την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαι μόνος.

2.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΙΝΕΜΑ

Το παν κι εδώ είναι να κάνεις την αρχή, να κατανικήσεις ορισμένους δισταγμούς. Ύστερα συνηθίζεις και διαπιστώνεις ότι είναι καλύτερα από κάθε βόλτα και κάθε ανιαρό ζαχαροπλαστείο. Όσο να πάρω την απόφαση να μπω σε λαϊκό σινεμά, είδα κι έπαθα. Πήγαινα ολοένα και τα λιγουρευόμουν απ’ έξω, κοίταζα αυτούς που μπαίναν, έτρωγαν ώρες με τα μάτια τις φωτογραφίες, και ξαφνικά ξεφύτρωνε μια αντίρρηση στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να πάω. Κάτι μέσα μου με εμπόδιζε, ένα αίσθημα ενοχής, νόμιζα πως θα εκτεθώ πολύ άσχημα. Συμβαίνει όμως και σε άλλους αυτό το πράγμα. Το βλέπω στα μάτια τους, όταν ερχόμαστε τώρα φάτσα με φάτσα εκεί μέσα. Το βράδυ που ξεκίνησα σοβαρά να πάω οπωσδήποτε, τραβούσα προς το Βαρδάρη και τα πόδια μου κόβονταν. Δεν μπορούσα όμως ν’ αντέξω άλλο χωρίς παρέα. Οι φίλοι είχαν αλλάξει, είχαν γίνει πια ανυπόφοροι, αφήνω ότι με διάφορες δικαιολογίες χανόντουσαν τις νύχτες.
Στα κατηχητικά βέβαια μάς απαγόρευαν τον κινηματόγραφο. Είχαμε το εντευκτήριό μας, όπου μπορούσαμε να περνάμε ευχάριστα τα βράδια. Άλλοι συζητούσαν πολύ αυτή την απαγόρευση, εγώ υπάκουσα εύκολα, γιατί δεν είχα καιρό, ούτε λεφτά για εισιτήρια. Είχα να πάω σινεμά από μικρό παιδί. Τότε πήγαινα μόνος μου στο σινεμά της γειτονιάς μου και πάντα στον εξώστη. Έπαψα όμως απότομα να πηγαίνω και σ’ αυτό, από τότε που ένας μου έκανε ανήθικες χειρονομίες στο σκοτάδι. Ακόμα και τώρα όταν πηγαίνω καμιά φορά σε κείνο το σινεμά, σφίγγεται η καρδιά μου και δεν ξέρω τι έχω. Ίσως αυτός να ήταν ο κυριότερος λόγος, που δε με πείραζε η απαγόρευση. Κατόπι άρχισα πάλι αριά και που να πηγαίνω, αλλά εκείνα τα πρώτης προβολής μού ήταν αφόρητα, Κυρίως για τον σαχλό κόσμο που συμμαζεύουν. Γιατί δε φτάνει να είναι καλό ένα έργο για να το ευχαριστηθείς. Πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο περιβάλλον, να μπορείς εν ανάγκη να πεις μια κουβέντα με το διπλανό σου, και όχι να εισπράττεις κάθε τόσο εχθρικές ματιές από στριφνά πρόσωπα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλα τα λαϊκά σινεμά έχουν αυτή την ατμόσφαιρα. Τα συνοικιακά είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική.
Τα καθεαυτού λαϊκά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σ’ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απ’ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί. Δυστυχώς τα πολλά διαβάσματα και η καθιστική ζωή μ’ έχουν, ως φαίνεται, ανεξίτηλα σφραγίσει. Νιώθω δίπλα μου μια επιφύλαξη. Όταν το έργο είναι κωμωδία, επικρατεί καλή διάθεση και εύκολα ανοίγονται συζητήσεις με τον παρακαθήμενο. Τα αστυνομικά και τα γκαγκστερικά, με τους φόνους και τα εγκλήματα, σφίγγουν την ψυχή και καθηλώνουν, δημιουργούν ατμόσφαιρα φοβίας, πέφτει μια υποψία. Η αλήθεια είναι ότι στα ερωτικά ακούγονται κραυγές και χυδαιότητες. Ποτέ δε θα ξεχάσω τι κατάσταση είχε δημιουργηθεί κάποτε, που έβλεπα τους Εραστές του Λουί Μάλλ. Είχαν πλέον αφηνιάσει.
Κουβαλώ πάντα μαζί μου μια εφημερίδα, έστω και διαβασμένη. Μόλις ανάβουν τα φώτα, βυθίζομαι δήθεν στο διάβασμα, γιατί ορισμένα βλέμματα με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Καμιά φορά τραβώ για το καπνιστήριο. Δίπλα είναι τα αποχωρητήρια με τους τοίχους γεμάτους γραψίματα. Με πιάνει ένας φόβος και κλείνομαι εκεί μέσα περιμένοντας να σβήσουν τα φώτα. Απ’ την ορθογραφία και το βαθμό της ξετσιπωσιάς καταλαβαίνεις αν τα ’χει γράψει μορφωμένος. Οι επιγραφές των μορφωμένων είναι οι πιο σαχλές και οι πιο πρόστυχες. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω μια μελέτη πάνω στα γραψίματα των αμόρφωτων, γιατί έχουν γνησιότητα και πρωτογονισμό. Κάνεις την ανάγκη σου περιστοιχισμένος από διάφορες προτροπές και προτάσεις, που έχουν πολλές φορές μεγάλη πρωτοτυπία. Στο πανεπιστήμιο οι τοίχοι των αποχωρητηρίων ήταν σκεπασμένοι με ανόητες πολιτικολογίες.
Το καπνιστήριο στα διαλείμματα είναι πήχτρα. Απ’ τα ρούχα, απ’ τα χέρια και το πρόσωπο συνήθως καταλαβαίνω τι δουλειά κάνουν. Οι περισσότεροι είναι νέοι, με καλοδεμένα σώματα και πρόσωπα σπαθιά. Ολωσδιόλου άλλου ρυθμού από μένα. Δεν είναι για τους κύκλους μου, ούτε εγώ για τους δικούς τους. Το μουστάκι δίνει και παίρνει. Είναι μελαχρινοί και τους πάει. Στην Ευρώπη, μαθαίνω, το έχουν ξυρίσει. Δεν έχω ταξιδέψει προς τα κει και ούτε θέλω, αλλά, αν όλοι οι ξένοι είναι σαν αυτά τα ασυμμάζευτα ξεπλύματα, που περιτρέχουν και χαλνούν την Ελλάδα, καλά κάναν και το ξυρίσαν. Η εργατική τάξη είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, που πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει. Αντίθετα η αστική τάξη έχει ωραίες γυναίκες, που της δίνουν το γενικό τόνο. Απ’ αυτές βγαίνουν οι περίφημες κυρίες και οι διαβόητες μαμάδες. Κρυφοκοιτάζω ορισμένους εργάτες και σκέφτομαι αν θα μπορούσαν ποτέ αυτοί να βγουν και να μεγαλώσουν σε αστικό σπίτι. Σίγουρα θα τους είχαν ζεματίσει την ψυχή, θα τους μαραίναν πριν την ώρα τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εργάτες ζηλεύουν την αστική ζωή.
Όταν βραδιάζει και νιώθω στην τσέπη μου λεφτά αρκετά για ένα πακέτο τσιγάρα και για ένα εισιτήριο, είμαι ευτυχισμένος. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, ούτε φοβάμαι γενικότερα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός μελανιάζει στα δυτικά βουνά και βλέπω ότι έρχεται καταιγίδα, τρέχω και χώνομαι στα σινεμά, όπως ένα καιρό στα καταφύγια. Εκεί μέσα δεν εισχωρεί τίποτε. Βγαίνω αργά, βλέπω τους δρόμους γεμάτους νερά και λάσπες μια λαχτάρα λιγότερη, λέω μέσα μου. Τα λαϊκά σινεμά παίζουν πάντοτε δύο έργα, γι’ αυτό όταν καταλαβαίνω ότι θα καθίσω πολύ, την πρώτη φορά παρακολουθώ περισσότερο το διάλογο, τη δεύτερη μόνο τις φωτογραφίες και την τρίτη πια τις μικρολεπτομέρειες. Άλλοτε πάλι μαζεύομαι στον εαυτό μου και ξεχνιέμαι εντελώς. Κάνω ατέλειωτα προγράμματα για δράση και μετρημένη ζωή. Λυπάμαι που δεν μπορώ να βγάλω χαρτί και μολύβι να τα γράψω. Εν τω μεταξύ οι παρακαθήμενοι διαρκώς αλλάζουν. Ποτέ δεν είμαι σε θέση να διηγηθώ την υπόθεση των έργων που είδα, ούτε θυμούμαι τίτλους και ονόματα. Στην αρχή είχα ένα μπλοκάκι και τα έγραφα, μαζί με τα προγράμματα και τις αποφάσεις μου. Τώρα ούτε καν τον τίτλο του έργου προσέχω, συνήθως είναι ψεύτικος κι αυτός. Συμβαίνει πολλές φορές να μπαίνω σε έργο που έχω ξαναδεί. Σε λίγο αρχίζω να βασανίζομαι, όπως πολλές φορές με τους ανθρώπους: πού τον είδα, πού τον είδα. Κλείνομαι τότε και περιμένω το δεύτερο έργο. Κοιτάζω την αίθουσα, ένας κλειστός βρομερός χώρος. Απορώ με τον εαυτό μου πως συνήθισα σε τέτοια βρομιά. Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, μέσα στο μπάνιο μου βάζαν καρυδόφυλλα• το νερό μοσχοβολούσε ιώδιο. Έξοδος κινδύνου ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι σαν φάκα. Αλίμονο αν συμβεί τίποτε. Ο χωροφύλακας είναι συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πότε πότε γίνεται κανένα επεισόδιο, στράφτει κανένα χαστούκι. Δεν είναι αυτά για σένα, λέω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι, αν φύλαγα όλα αυτά τα εισιτήρια που έχω κόψει, και έκανα τώρα ένα λογαριασμό, θα μ’ έπιανε τρέλα, όταν θα ’βλεπα πόσα λεφτά και πάσες ώρες έχω σπαταλήσει για να βρίσκομαι εκεί μέσα. Σχεδόν μια ολόκληρη ζωή.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ:

16 Φεβρουαρίου το 1985 ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου εγκατέλειπε τα εγκόσμια και το σπίτι του στα Εξάρχεια για να ενταφιαστεί δύο μέρες αργότερα στη γενέτειρα του Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε να περάσουν 29 χρόνια για την «μετακόμιση» του αρχείου του και προσωπικών του αντικειμένων. Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014,στις 5 το απόγευμα, εγκαινιάζεται τελικά το «καινούργιο» του σπίτι στον 6ο όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου Θεσσαλονίκης που θ’ αποτελεί στο εξής μόνιμη έκθεση του πολύτιμου αρχείου του και μια αναπαράσταση του διαμερίσματος του.

Λάμπρος Κερεντζής, τρία ποιήματα

$
0
0

`

Τεχνικές οδοντοστοιχίες,

Ετερώνυμες κουβέντες
χτίζουν ένα κόσμο χαοτικό,
που μένει πάντα γκρεμισμένος.

Σώματα τεμαχισμένα,
τρέχουν κάτω από ουρλιαχτά
αδέσποτων σκύλων,
που αποφεύγουν
τα μεθυσμένα βήματα του πλήθους.

Πληγές χαμογελάνε,
φανερώνοντας
τις τεχνικές οδοντοστοιχίες,
να μασάνε
την ωριμότητα με δυσκολία.

`

*********

Η συνέχεια

Βήματα σιγά, κρυμμένα
περπατάνε σε απόμερα ακρογιάλια
της επαφής με το άγνωστο,
της επαφής με την ουσία της καθημερινής ύπαρξης,
την απώλεια.

Ο γέννηση - θάνατος κρύβεται πίσω
από το δέρμα μιας χαμένης μητρότητας
που ψάχνει τα χνάρια της παιδικότητας της.

Αυτή η αίσθηση του επερχόμενου γεγονότος,
αποτελεί για όλα τα μέλη
μια προαιώνια προσδοκία της αθανασίας
που δεν φτάνει να υπάρξει
παρά μόνο μέσα από μικρούς θανάτους.

Κάθε γέννηση και μια απώλεια,
κάθε απώλεια και μια γένεση.

Το γεγονός σαν μηχανισμός
της ανεξάντλητης ανανέωσης της φύσης,
καταλαμβάνει τους πάντες
σαν στοιχείο που δεν χωράει ενδοιασμούς.

Η αποδοχή της εναλλαγής προσώπων
των σεναρίων λειτουργικότητας
του ζωντανού και του πεθαμένου,
και
η παραχώρηση της ζωντάνιας
μέσα από την απώλεια,
αποτελούν
τα βασικά στοιχεία της συνέχειας,
αυτού που ξαναγεννιέται μέσα από τον θάνατό του

`

***********

Γεροντικός βήχας

Γεροντικός βήχας
από την ύπτια θέση
Προσπαθεί
να αρπάξει την άκρη της ζωής
και να επιπλεύσει
στα υγρά του θανάτου
που κουβαλάω μέσα μου

Είμαι ένα δηλητηριασμένο ον
που σκέπτεται το αύριο
ένα δηλητηριασμένο ον
που θέλει να εγκαταλείψει
τα χνάρια του τίποτα
και να αγοράσει
καινούργιο κορμί
σε καλοκαιρινές εκπτώσεις
μυστηρίου,
ένα δηλητηριασμένο ον
που αποκαλύπτει την ρηχότητα
των προσδοκιών του
Εκεί μπροστά μου
Εκεί μπροστά μου.

Με ποιες γκριμάτσες
να κοροϊδέψω τον χρόνο
Να μην με πάρει χαμπάρι;
Να ξεφύγω
από τα μάτια που αγωνιούν
κοιτώντας με από τον καθρέφτη;

Βόμβοι αεροπλάνου
πάνω από το κρεβάτι

`

**********

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννημένος στην Αθήνα του 1954. Έχει σπουδάσει ψυχολογία και επιστήμες της εκπαίδευσης και έχει δουλέψει σε ιδρύματα στο Παρίσι με εφήβους “χωρίς οικογένεια” . Έζησε 8 χρόνια στην Γαλλία. Από 1996 ζει και εργάζεται ως Συστημικός ψυχοθεραπευτής. Παντρεμένος με ένα παιδί. Με την ποιήση και την Λογοτεχνία ασχολείται ερασιτεχνικά από παιδί.

«Χίλιες λέξεις για μια εικόνα»

$
0
0

[author] Του Γλαύκου Κουμίδη[/author]

`

`

Πάντα δυσκολευόμασταν, ακόμα και σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια επετειακής παίδευσης, να βρούμε τα λόγια, το σωστό ύφος, και προπάντων χρήσιμους μνημονευτικούς τρόπους, τέτοιους που να εγκαρδιώνουν, να παρηγορούν, αλλά και να συνάδουν με τις πολιτειακές μας ανάγκες. Και σαν να μην έφταναν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και οι ενθυμητικές διαλείψεις, φέτος χάσαμε και το μέτρο των δυνάμεων, αφού όπως φαίνεται θα δυσκολευτούμε να βρούμε κι αυτά τα αναγκαία ψιλά για να φιλοδωρήσουμε τους μουσικούς.

Ποια να ’ναι άραγε η διαβολική διαφορά της δικής μας τραυματικής εμπειρίας, και τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο δύστροπους, πιο ιδιότροπους από τους άλλους λαούς που είδαν κι έπαθαν παρόμοια, ίσως και χειρότερα; Φταίει η μορφολογία της Μεσαορίας, που δεν μας αφήνει να αποστρέψουμε το βλέμμα από τη σημαδεμένη οροσειρά, το επιτηδευμένο ξεχείλωμα του ιστορικού χρόνου που δεν επιτρέπει στο θυμικό να γαληνέψει; Ή μήπως αυτές οι στρεβλώσεις οφείλονται σε μια βαθύτερη εσωτερική σύγκρουση, στην παθογενή συσσώρευση κάποιων ακατέργαστων αντιφάσεων.
Τουλάχιστο υφολογικά είναι πασιφανές πως ακόμα βωλοδέρνουμε ανάμεσα στη θλίψη και την έπαρση, την ελεγεία και τον θούριο. Το ύφος όμως είναι τελικά θέμα αισθητικής, υποκειμενικής προτίμησης. Πιο καθοριστική είναι η χρεία του μνημονευτικού εθιμικού, προπάντων σ’ αυτό το όψιμο στάδιο που ο λαϊκός αυθορμητισμός κοντεύει να εκτοπιστεί ολοσχερώς από τους κερδοσκοπικούς σχεδιασμούς των ατζέντηδων και των διαφημιστών. Εξάλλου δεν είναι βέβαιο αν υπάρχουν ακόμα εκεί έξω άνθρωποι που θα ’θελαν ν’ακούσουν για το πρόβλημά μας, να συμπονέσουν, ή και να νιώσουν ενοχή για την κατοχή και τη διαίρεση του νησιού μας. Εκτός κι αν το ζητούμενο είναι η εκτόνωση, η κομματική συσπείρωση και ο κατευνασμός του φόβου για τα χειρότερα που ίσως να έπονται. Αλλά και τα πιο έκδηλα αιτήματά μας, για αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επανένωση της χώρας, επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, φαίνεται να έχουν διαβρωθεί από την κατά κόρον επανάληψη και την αναποτελεσματικότητα. Η δε υφολογική αμφιρρέπεια της διαγωγής μας των τελευταίων χρόνων, και όχι μόνο των επετειακών μας εκδηλώσεων, εγείρει την υποψία πως ίσως εντός κι ανάμεσά μας να αναπτύσσεται βαθμηδόν μια διάθεση που μόνο ως «κρυπτοεόρτια» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πιθανόν λοιπόν αυτό που πραγματικά επιθυμούμε, ίσως και το μόνο που μας απομένει, είναι να το «γιορτάσουμε». Το γεγονός δηλαδή πως το κράτος μας κατάφερε τότε να επιβιώσει, κι εξακολουθεί να υπάρχει, παρά τις πολλαπλές απώλειες ανθρώπων, περιουσιών, αλλά και εθνικών ιδεωδών. Με πιο βαρύνουσα την απώλεια της ιστορικής προοπτικής για «Ένωση» με την μητέρα Ελλάδα. Και όπως στις αγγελίες θανάτου οι συγγενείς προτρέπουν το κοινό να κάνει εισφορές αντί στεφάνων σε κάποιο ίδρυμα, έτσι κι εμείς εισφέρουμε έκτοτε αγόγγυστα στον «μακροχρόνιο» που κήρυξε ο Μακάριος. Δεν πρέπει όμως να έχει κανείς παράπονο. Η Κυπριακή Δημοκρατία στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια γενναιόδωρη, γαλαντόμος, ένα ευαγές ίδρυμα που ακόμα και σήμερα, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες, συνεχίζει να προσφέρει καταξίωση, ασυλία και άλλοθι, ακόμα και σ’ εκείνους που θέλησαν τότε να την καταλύσουν πραξικοπηματικά, καθώς και στους απατεώνες που την οδήγησαν τελικά στην πτώχευση, αποτέλεσμα της οποίας είναι και η αδυναμία της να βρει τις τετρακόσιες χιλιάδες που ζητά φέτος ο μαέστρος και οι «οργανικοί» υμνωδοί της καρτερικότητάς μας.
Πώς θα μπορέσουμε λοιπόν να επανασημασιοδοτήσουμε σαράντα βεβαρημένους Ιούληδες, χωρίς να πρέπει να προικίσουμε κάποιους επίδοξους ψυχαγωγούς; Δύσκολο το ερώτημα, αφού μια συγκεκριμένη απάντηση θα μας υποχρέωνε να μπούμε στο πνεύμα και την πρακτική των ατζέντηδων και των διαφημιστών, ή να παρεξηγηθούμε ως ομοίως «οργανικοί», με την γκραμσιανή έννοια του όρου. Δεν φτάνει όμως να ξέρουμε τι «δεν» θέλουμε. Πρέπει καμιά φορά να αντιπροτείνουμε. Ας το «γιορτάσουμε» λοιπόν ασύστολα, μέσα στη φτώχια μας, ανέξοδα και πανδήμως. Χωρίς κομματική καθοδήγηση, στήνοντας πηγαδάκια κι ανάβοντας μύριες λαμπρατζιές* σ’ όλο το κυκλικό βαθούλωμα της τάφρου. Να κοπιάσουν οι ροκάδες από τη Λεμεσό, να έρθουν και οι μαθητευόμενοι ρεμπέτες, οι λαϊκοί αοιδοί, οι τζασίστες, οι ράππερς, από Λονδίνο, Τορόντο, Αθήνα ή Αμστελόδαμο, κι όποιος άλλος θέλει να παίξει γύρω απ’ την πυρά, αμισθί. Κι ας φροντίσουν εγκαίρως οι «ανοργανικοί» επαναπροσεγγιστές να λαμπαδιάσει και το κατεχόμενο ήμισυ της τάφρου, έτσι που το τείχος της Λευκωσίας να γίνει ολόγιομο, να μοιάζει για λίγο από ψηλά σαν ένα καιόμενο στεφάνι, ένα υπερθέαμα μέσα στη νύκτα. Κι ας το φωτογραφήσουμε από πάνω με δορυφόρο ή ελικόπτερο. Για μια εικόνα στο «You Tube», αντί στεφάνων.


`
* Λαμπρατζιά, η (λαμπρόν> λαμπρακιά) μεγάλη πυρά (Κωνσταντίνου Γιαγκουλλή, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία ³2009).

`

***********
Ο Γλαύκος Κουμίδης είναι εικαστικός και ποιητής. Γεννήθηκε το 1950 στη Λευκωσία. Εργάζεται στην Κολωνία και στη Λευκωσία.
(glavkos@t-online.de)

Gerhard Falkner, «Εγκαταλείπω τη χώρα σου, Τζούλια» (μτφρ.-επίμετρο: Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0


`

Ι.

άρον άρον
γιατί λατρεύω τους αεραγωγούς
που φυτρώνουν ατσάλινοι ως την αντίς αμπέμπα,
φεύγω απ΄τον τόπο σου, τζούλια, πατρίδα
των δημοσκοπήσεων και των αφορισμών.
κάθισε εσύ στα τριανταφυλλένια σου ερείπια
που τα ονομάζεις ελπίδα - έτσι λέμε στον τόπο μου -
μέχρι να καταφτάσουν πέπλα πράσινης βροχής
να σε πετάξουν τρομαγμένη πάνω,
αγνώριστη από την προσμονή
σκαλίζοντας τη στάχτη την προφητική απ΄όπου
μια λέξη θα ανασύρεις τόσο αινιγματική
όπως κι η αντίς αμπέμπα

ΙΙ.

μετρούσα τις μέρες με τα δάχτυλα -
με τα δικά σου και τα δικά μου. σαν τον θησέα
έβαψα κι εγώ ένα πανί - όχι μαύρο,
κοιμήθηκα, ήπια, σ΄αγκάλιασα
ανύποπτος, ώσπου τα μάτια, σφραγισμένα από ντροπή,
έδιναν προθεσμίες μεταξύ τους το πρωί
σαρκάζοντας
το ρήμα χουζουρεύω.
τώρα θέλω να φύγω, γιατί το ξέρω,
χαλάζι πως θα κάψει τα σπαρτά,
πως θ΄αφυπνίσει η παγωνιά στο κλήμα μου
τη μέθη.
όμως εγώ, όχι όπως ο θησέας κείνο το πανί,
δεν θα ξεχάσω τα πόδια σου,
τα παιχνιδιάρικα

ΙΙI.

το αθόρυβο δωμάτιο, λοιπόν, μας έχει εκθρονίσει,
οι καθαρές παγερές του γραμμές
που δεν δέχονται ενστάσεις, η αναλγησία
των πραγμάτων, η λάμπα, το τραπέζι,
το σκονισμένο ροδόφυλλο του καλοκαιριού
στο έσχατο άκρο της αναπνοής
που είναι το κρεβάτι μας, εκεί που καταλήγουν
οι γραμμές σ΄ένα θόλο ζεστό
σ΄ένα πίδακα χείμαρρο αέρα -
γιατί είμαστε αμνήμονες, ανένδοτοι και
αρνητικοί στο βουερό γαλάζιο άλλων ημερών

ΙV.

λένε πως κάποιοι
αγαπούν τον κόσμο όπως είναι
τα ζαχαρένια πρωινά, των πόλεων
την πέτρινη ηχώ, τα οπάλια του κρυστάλλινου απρίλη,
πως αγαπούν τη δίψα και το θόρυβο, και την απότομη
ανελέητη μετάπτωση της τρυφερότητας που γίνεται ρωγμή.
λένε πως κάποιοι αγαπούν
τους λαμπερούς ανέμους της ιθάκης
που ρημάζουν το κλήμα
μπροστά στα αποχαυνωμένα βλέμματα των πολαρόιντ.

όμως για σένα, τι έχει αξία, τζούλια,
για σένα που η ομορφιά είναι ένα πράγμα φτερωτό
που σκοντάφτει μπροστά στα μάτια σου

V.

γιατί θα πρέπει η γη, λοιπόν, να μαραθεί
κι η άνοιξη δίχως εμένα να ρημάξει
τζούλια φως μου, μόνο και μόνο επειδή
μοιράστηκα το πουπουλένιο στρώμα σου κι η φούστα σου
στα χρώματα του τόπου μου ανεμίζει.

με σύννεφου ακροδάχτυλα σε χάιδευα παλιά,
στης μέθης τις στιγμές που διπλομοιάζουν όλα,
σίγουρα θα σε διέκρινα από το σαν φραντσίσκο
ως τη βαβυλώνα, και τα πρωινά, χιόνι
απλωνόταν στους γλουτούς σου - που δεν ήταν χιόνι.

σαν πόρνες τώρα οι μέρες μου επαιτούν
ψίχουλα φως, το στόμα μου τρελό παραμιλά
στη μητρική μου γλώσσα

VI.

είναι φορές
που μοιάζει από χαρτί ο ουρανός
κι ο ήλιος μπλεγμένος πάνω του με λίγα χελιδόνια.

χαράζει ιούνης ύστερα, κι είναι ένα καύμα κίτρινο
στο χρώμα των ναρκίσσων. εγώ
δεν κοιτάζω πια πίσω, τζούλια,
αν διασχίζεις τους μεγάλους διαδρόμους
με ντελικάτα αέρινα βήματα
σαν να΄θελες η αύρα σου ν΄αγγίξει την καρδιά μου
τη νύχτα αυτή τη μαλακή που θέλω να ουρλιάξω,
ή αν τα χείλη σου ριγούν σαν τα φτερά ενός γρύλου
μπροστά σ΄ένα ποτήρι coca cola

VII.

εξαφανίζομαι, τζούλια,
η γη, γλυκιά, δεν πέφτει κλήρος κανενός,
χαλάει τα παπούτσια μου τις ώρες,
σκληρός ο αέρας σαν κουάρτζ
τις σκέψεις στο μυαλό μου διασκορπίζει, και το αίμα μου
δεν ανθίζει κόκκινο, τζούλια, μα ούτε και σε άλλο χρώμα.

σε βλέπω στο παράθυρο. τα μάτια σου,
τα ορφανά, ακολουθούν
το δρόμο

`

* Δείτε ΕΔΩτον Gerhard Falkner να διαβάζει τα «Ποιήματα της Περγάμου» στη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας το 2012. Στα ελληνικά απαγγέλει η Μαρίνα Αγαθαγγελίδου:

`

*********

`

`

Ο Γκέρχαρντ Φάλκνερ (Σβαβάχ Γερμανίας) ζει ως ποιητής, συγγραφέας, δραματουργός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής στο Βερολίνο και στη Βαυαρία. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές. Με τη στήριξη υποτροφίας (Literary Colloquium Berlin), παρουσίασε τον τόμο “Berlin – Eisenherzbriefe”, ένα από τα βασικά μεταμοντέρνα μικτά κείμενα. Το 2008 έλαβε το βραβείο Kranischstein και το βραβείο August Graf von Platen για το διήγημά του «Μπρούνο». Το 2010 η Νυρεμβέργη τού απένειμε το Βραβείο της Πόλης. Για τη βράβευση του με το Βραβείο Peter Huchel το 2009 για το ποιητικό βιβλίο του «Hölderlin Reparatur», η επιτροπή τον επαίνεσε για τις «δυνατότητες ανυπέρβλητου λόγου σε καιρούς λαβωμένων κόσμων ομιλίας». Τα Pergamon Ρoems του παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο Μουσείο Περγάμου του Βερολίνου και ερμηνεύτηκαν από μέλη του Schaubühne Theater. Έχει παρουσιάσει την ποίησή του με θεατρικό τρόπο στη Ρωμαϊκή Αγορά στην Αθήνα, στο κάστρο Schloss Leuk στην Ελβετία, στη Βασιλική Στέρνα της Κωνσταντινούπολης και σε πολλά διεθνή φεστιβάλ.


Διονύσης Μαρίνος, «Αναμνέζα», εκδ.Γαβριηλίδης 2014

$
0
0

`

Memento mori
I

έρχομαι από πολύ μακριά
από το τύμπανο της μασχάλης σου
έρχομαι
κι από τη σπάνια τάξη
του λαιμού
έχω δρόμο μπροστά μου
πόλεις και σπίτια να διανύσω
σύννεφα να μασήσει η φωνή μου
κι άλλων χεριών το μελάνι
να ξεφυλλίσω
μέχρι τα μάτια σου
να φτάσω
θα μ’ έχει χτυπήσει η ζωή
και το νερό της επαύριον
η νύχτα θα με θέλει
η κλεισμένη πατρίδα μου
κι ο χρόνος:
ψίχουλο στο σαγόνι

`

***

ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Ι

υπάρχει λίγο νερό
σε κάθε θάνατο’
όπως αλάτι ήλιου
στο σχοινί με τ’ ασπρόρουχα
τη νύχτα μας θυμάται
ο γρύλος του χρόνου
το πρωί σέρνεται
στη γυμνή γροθιά του
τρώει παξιμάδια σε καντίνα
καλπάζει με μια Φορντ
στην εθνική οδό:
Τέμπη
Lincoln Highway
E75 Subotica
υπάρχει λίγο δέρμα
σε κάθε απώλεια
ανέπαφο από συγκινήσεις
ηλίανθους σε κοιμητήρια
ροδαλό γυαλί στα μάτια
και ενθύμια στο βάθος της ντουλάπας
υπάρχει πάντα
ένα ψαλίδι που κόβει τα πόδια
της πραγματικότητας
σαν νικηθούμε
απ’ τη μύγα του τρόμου
που τώρα δα απ’ το παράθυρο
περνάει
σε σχήμα αετού
και πέφτει

`

****

ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΙΙ

πρώτα του έφυγε η ώρα
μια ώρα, δύο ώρες
ζυγά και μονά στοιχεία των λεπτών
χαλούσαν το σεντονιού το κοπάδι
ύστερα οι μέρες, οι βδομάδες
μήνες λύκοι με στόμα μισοφέγγαρο·
σταμάτησε να πηγαίνει στα χρόνια
ο βράχος του πότισε τα βλαστάρια
τον παρηγόρησε το πράσινο τραγούδι
έμαθε να λέει
α λ ε ξ ί κ ε ν ο ς
όταν το ρολόι του τοίχου
τα μείον αιμοσφαίρια
χτυπούσε
για ακριβώς

`

*****

ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΙV

χωρίς εσένα
το παλιό σου σακάκι
προβάρει άλλο σώμα
μεταθανάτιος συνοδός
που παρατείνει τις ραφές
της αδειοσύνης·
τις νύχτες που επιστρέφω σπίτι
ένα ποτάμι, ένα ερείπιο και η ζωή
πασχίζουν να ανασάνουν
στον καλόγερο
βάζα ξεσπάνε στα παράθυρα
κάλτσες αφόρετες μαθαίνουνε
τις δίνες των δαχτύλων
φοράω το σακάκι σου
έξω κάποιος πεινάει
και στο ραδιόφωνο
η Ρεζεντά παραφυλάει
μην γυρίσεις

«Βιβλιοθήκη Βολανάκη»

$
0
0

[author] Του Βασίλη Λαλιώτη[/author]

`

Η Βιβλιοθήκη Βολανάκη, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα μέρος των δράσεων της Εταιρίας Φίλων του Μίνου Βολανάκη. Ο Βολανάκης, γεννήθηκε έζησε και πέθανε στα Εξάρχεια. Άφησε αρκετό υλικό στα κατάλοιπά του, μεταφράσεις υλικά παραστάσεων, και τη βιβλιοθήκη του. Στον πολυχώρο της Στουρνάρα 11, η παρουσία του είναι διαρκής μέσα από όλο αυτό το υλικό που γίνεται προσιτό.
Το κύριο χαρακτηριστικό της Βιβλιοθήκης Βολανάκη ως χώρου είναι η δυνατότητα να φιλοξενεί την ίδια στιγμή πολλές εκδηλώσεις και ταυτόχρονα να προσφέρεται σαν ήσυχο στέκι.
Οι πρώτες εκδηλώσεις που άρχισαν δείχνουν κιόλας τη δυναμική του εγχειρήματος.
Στον ίδιο χώρο φιλοξενείται το ClipartRadio.

`

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Τη Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου
στις 20:30 μ.μ.,το
η Bibliotheque και το Clipartradio

σας προσκαλούν σε μια ξεχωριστή βραδιά
στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΒΟΛΑΝΑΚΗ

ένας
Δημόσιος Διάλογος εφ’ όλης της ύλης
για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και το έργο του

`

Με τον
σκηνοθέτη και συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη
τον ποιητή Γιώργο Κακουλίδη
τον ποιητή και κριτικό Γιώργο Βαρθαλίτη
και τον συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο

`

Θα ακολουθεί προβολή της ταινίας
του Τάκη Σπετσιώτη
ΜΕΤΕΩΡΟ ΚΑΙ ΣΚΙΑ
για τον Λαπαθιώτη

`

με τους : Τάκη Μόσχο, Μιχαήλ Μαρμαρινό,
Γιώργο Κέντρο
και Δημήτρης Ξανθούλη.

`
Για πληροφορίες για τις δράσεις και τα δρώμενα:

https://www.facebook.com/pages/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7-%CE%92%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B7/258216481005419

Δημήτρης Δημητριάδης-Γιώργος Αλισάνογλου, «προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013

$
0
0

`

Κι όμως
μία αλόγιστη στιγμή
παραδομένη στην εμβέλειά της
και αφημένη να καταλήξει στον προορισμό της
δεν έχει άλλη κατεύθυνση
απ’ την καρδιά τού χρόνου
που χάνεται όταν δεν πλήττεται
ολοταχώς με τόλμη καίρια και ακαριαία
επιδιώκοντας να μετατρέψει
την ακαμψία σε κάμψη τής αδράνειας
και την σιωπή σε λόγο παραινετικό
Ετσι σιγά η οχλαγωγία
τέμνεται το μηδέν
θίγεται το προαιώνιο
και επανέρχεται το αρχικό
Τότε όλα ηρεμούν
όχι από χορτασμό και άδειασμα
αλλά από εκπλήρωση
εκείνου τού ελάχιστου που είναι
η έλευση τού πλήρους
και σπινθιροβολεί για μια στιγμή
εκείνο που είναι στιγμιαίο
ενώ θα έπρεπε
αν ήμασταν στ’ αλήθεια ζωντανοί
να διαρκεί
όσο το Σύμπαν [...]
Δ.Δ.

————

Το πρωί το ποίημα απουσίαζε από την θέση του
Που σημαίνει ότι το βλέμμα σου
Έπαψε να υπάρχει
Πιθανόν να μετα/τοπίστηκε
Σε πορώδη κρυπτογραφήματα οθόνης μεγάλης
Σε κάποιον υπαινιγμό ή λίκνισμα Π-οίησης
Οπωσδήποτε μάταιης

Κάτι έχει σαπίσει
Σ’ αυτή την εποχή της ελπίδας
Άραγε ποια επιλέξαμε και ποια μας ανήκει;

Καλά λες!
Φανερώνεται και παρουσιάζεται
Οικείο όσο το έγκλημα
Ανοίκειο όσο η τέχνη σου
Με πλάτη στραμμένη στα ερείπια
Του κόσμου
Ωσάν μια νύχτα εφιαλτική
Όπου ο θεός και το δημιούργημά του
Μαζί ματώνουνε στο τέλος

Κι όμως ζεις
Και το ποίημα
Αρχίζει πάλι μέσα σου
Δοκιμάζει την απομάκρυνση
Στην ιδέα μιας προσπάθειας
Να αγκαλιάσει το ανοίκειο
Η ακραία δυσκολία
Της κατάστασής σου
Είναι το ποίημα
Τίποτε δεν μιλά ζωηρότερα
Στον κόσμο
Απ’ αυτή την γεμάτη υποσχέσεις
Γλώσσα
Που είναι γλώσσα μιας απόλυτης θλίψης [...]
Γ.Α.

`

************

ΤΟ ΤΟΜΙΔΙΟ ΑΥΤΟ, γραμμένο εξ ολοκλήρου σε μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων κατά την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2013, προέκυψε από μία μακρά συζήτηση μετά το πέρας τής οποίας, το ίδιο βράδυ, αποφάσισα να στείλω στο μαίηλ τού συνομιλητή μου ένα ποίημα, απαύγασμα τής συζήτησής μας, το Προς αυτήν την αλόγιστη κατεύθυνση. Μού απάντησε σχεδόν αμέσως με το Η εδώ κατεύθυνση. Δεν είχαμε παρά να συνεχίσουμε.
Τα δεκατέσσερα ποιήματα που συνιστούν το παρόν βιβλίο είναι, λοιπόν, γραμμένα ε ξ ο λ ο κ λ ή ρ ο υ σε μορφή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Είναι δηλαδή μία αλληλογραφία πολλαπλών, αλληλοσυμπληρούμενων και αντιμαχόμενων, κατευθύνσεων, γραμμένη εν θερμώ, εξ ου και στο τέλος κάθε «επιστολής» θεωρήσαμε σκόπιμο να αναγράφεται η ημερομηνία και η ώρα τής αποστολής τους.
Το κείμενο με τον τίτλο «Η ενέσιμη ποίηση» που συντάχθηκε για να αποτελέσει το επίμετρο τού βιβλίου, αποφασίσαμε να ενταχθεί κι αυτό στο κυρίως «σώμα» των ποιητικών ανταλλαγών αφού είναι γραμμένο λίγες μόλις μέρες πριν την ολοκλήρωση των δύο τελευταίων «επιστολών», άρα μέσα στον βρασμό τών αμοιβαίων ανταποκρίσεων . η ένταξη αυτή γίνεται για να υπογραμμιστεί η έγχρονη διάσταση τής ανταλλαγής αλλά και να τονιστεί ο ζέων, δηλαδή τυχαίος, απρόβλεπτος και απρογραμμάτιστος, χαρακτήρας τού όλου εγχειρήματος.

Ιωάννης Κ. Κυριαζής, «100 μύθοι του Αισώπου» -έμμετρη απόδοση

$
0
0

`

Λέων καί λαγωός

Λέων περιτυχών λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρων δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί ’ταν πεινασμένο.
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη.
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει.
« Αχ! », το λιοντάρι σκέφτεται, « μυαλό πρέπει να βάλω,
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο ».

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν:
για τα πολλά πηγαίνοντας, τα λίγα που ’χουν χάνουν.

`

******

Ὄνος, Κόραξ καὶ Λύκος.

Ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο· κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῶι καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτο καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόῤῥωθεν στάντος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἄθλιοι ἡμεῖς, οἳ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα· τούτωι δὲ καὶ προσγελῶσιν.»

Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου (ἀπόπτου?) δῆλοί εἰσιν.

Γάιδαρος, που ’χει μια πληγή στη ράχη του, βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει.
Τρελαίνεται απ’ τον πόνο του ο γάιδαρος, γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει.
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει:
« Δύστυχοι εμείς, μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε,
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μ’ αυτόν γελούνε ».

Ο πόνος γίνεται διπλός
γι’ αυτό αν γελά ο διπλανός.

`
********

Ἔλαφος καί λέων

Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέοντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· “Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα.”
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μείζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το ’σπρωξε το κυνήγι.
Και πριν να κατασπαραχτεί απ’ το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο:
« Απ’ τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σ’ αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω ».

Μικρών κινδύνων, άνθρωπε, το φόβο αν δεν αντέχεις,
σ’ ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις.

`
*************

Ὁδοιπόροι καὶ ἄρκτος

Δύο φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι, πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. Τῆς δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. Ὑποχωρησάσης δέ, ὁ ἀπὸ τοῦ δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. Ὁ δὲ εἶπε· Τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε· τα χάσαν απ’ τον τρόμο.
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος, για να ’ναι σαν νεκρός, είχε στη γη ξαπλώσει.
Σ’ αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς, λεν, δεν αγγίζει.
Αφού το ζώο έφυγε, χαρήκαν που σωθήκαν,
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν,
ο πρώτος λέει στο δεύτερο: « Τι ’πε το ζώο στ’ αφτί σου; »
« Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι ’ναι πιστοί σου ».

`
*************

Ἴππος καὶ ὄνος

Ἄνθρωπός τις εἶχεν ἵππον καὶ ὄνον. Ὁδευόντων δέ, ἐν τῇ ὁδῷ εἶπεν ὁ ὄνος τῷ ἵππῳ· Ἆρον ἐκ τοῦ ἐμοῦ βάρους, εἰ θέλεις εἶναί με ζῶν. Ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη· ὁ δὲ ὄνος πεσὼν ἐκ τοῦ κόπου ἐτελεύτησε.
Τοῦ δὲ δεσπότου πάντα ἐπιθέντος αὐτῷ καὶ αὐτὴν τὴν τοῦ ὄνου δοράν, θρηνῶν ὁ ἵππος ἐβόα· Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τί μοι συνέβη τῷ ταλαιπώρῳ; μὴ θελήσας γὰρ μικρὸν βάρος λαβεῖν, ἰδοῦ ἅπαντα βαστάζω, καὶ τὸ δέρμα.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοῖς μικροῖς οἱ μεγάλοι συγκοινωνοῦντες οἱ ἀμφότεροι σωθήσονται ἐν βίῳ.

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του.
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μ’ όλη την κούρασή του:
« Αν μέρος απ’ το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις,
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ, εμένα θα με σώσεις ».
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει.
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει,
τ’ άλογο τα φορτώνεται · μαζί και το τομάρι!
« Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω,
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω! »

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε,
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε.

`

* Περισσότερα ΕΔΩ

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης- Ελισσάβετ Καρατζόλη «Κλείσε τα σκούρα», Μετρονόμος 2014

$
0
0

`

Στίχοι-Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Σπύρος Αραβανής, Χρήστος Α. Μιχαήλ

`

ΑΚΟΥΣΤΕ ΣΕ Α’ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ: Ε Δ Ω

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, «Η ευλογία της έλλειψης» (σύνθεση: Ελισσάβετ Καρατζόλη)

`

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.

[Από τη συλλογή «Η ανορεξία της ύπαρξης», εκδ. Καστανιώτης, 2011]

`
Ο δεύτερος προσωπικός δίσκος της Ελισσάβετ Καρατζόλη, «Κλείσε τα σκούρα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος, είναι το αποτέλεσμα της καινούριας της συνεργασίας με έναν από τους σημαντικότερους νέους τραγουδοποιούς, τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, τέσσερα χρόνια μετά το τραγούδι «Μου φτάνει ένα παράθυρο» που υπήρχε στη πρώτη της δισκογραφική δουλειά, «Σαν προσευχή στη πιο βαθιά εμπιστοσύνη». Ο Εμμανουηλίδης, και αυτή τη φορά στο ρόλο του συνθέτη, μελοποίησε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και των νεότερων και πρωτοεμφανιζόμενων στη δισκογραφία, Σπύρου Αραβανή και Χρήστου Α. Μιχαήλ. Στο καταληκτήριο τραγούδι του δίσκου η ίδια η Καρατζόλη μελοποιεί το ποίημα «Η ευλογία της έλλειψης» της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ.

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΣΚΟΥ
1. Ζητώ απ’ τους αμαρτωλούς (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
2. Κλείσε τα σκούρα (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
3. Ξοδέψαμε όλο τον καιρό (στίχοι: Χρήστος Α. Μιχαήλ)

Σε φώναξα (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
4. Οι άνθρωποι που αγάπησα (στίχοι: Σπύρος Αραβανής)
5. Ας αγαπιόμαστε κρυφά (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
6. Ό,τι κι αν κρύβει ένα κορμί (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
7. Προσευχές του ποδαριού (στίχοι: Χρήστος Α. Μιχαήλ)
8. Σφαίρα (στίχοι: Χρήστος Α. Μιχαήλ)
9. Γερασμένες Κυριακές (στίχοι: Σπύρος Αραβανής)
10.Το δείπνο (ποίηση: Σπύρος Αραβανής- Από τη συλλογή «Η Ιστορία Ενός Ανθρώπου», εκδ. Μετρονόμος 2011)
11. Η ευλογία της έλλειψης (μουσική: Ελισσάβετ Καρατζόλη, ποίηση: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ)

`

* Περισσότερα τραγούδια ΕΔΩ και ΕΔΩ

**Ζωντανή παρουσίαση του δίσκου, Σταυρός του Νότου Club, 23/2/14, ώρα: 21:30.

«Η θεωρία του Καλού Παιδιού»

$
0
0

[author] του Νίκου Βουτυρόπουλου[/author]

Κυρίαρχο ιδεολόγημα που έχει σχέση με την ανατροφή των παιδιών στην νεοελληνική κοινωνία, αποτελεί η θεωρία του καλού παιδιού. Κάνει αταξίες το παιδί; Ίσως και να τιμωρηθεί, αλλά παραμένει καλό παιδί. Δεν διαβάζει για το σχολείο, ούτε έχει κανένα άλλο ενδιαφέρον; Όμως είναι καλό παιδί, γι’ αυτό ας πάρει βαθμό, ας πάρει κι απολυτήριο. Έμπλεξε με κακές παρέες, έγινε αλκοολικός και ναρκομανής;
Κατά βάθος παραμένει καλό παιδί. Σκότωσε, έκλεψε, βίασε και βρίσκεται στη φυλακή; Ξέφυγε το καημένο, αλλά είναι, ήταν και θα είναι καλό παιδί.
Προπατορικό αμάρτημα; Ιστορίες της ζούγκλας. Ο άνθρωπος εκπολιτίστηκε, έγινε παμπόνηρος, πάνω απ’ όλα έμαθε να μεταθέτει ευθύνες. Τι του χρειάζονται; Ουφ! Η ζωή είναι σύντομη, πρέπει να την χαρεί, να ζήσει τη στιγμή. Ε, τι άλλο;

Εύα Σπαθάρα, «Γ. Βιζυηνός: Μεταξύ του “ή”και του “και”»

$
0
0

`

Έτσι βρέθηκε ένα πανωφόρι με ψέματα,
λες και ο καιρός ήταν άσκημος
στον κόσμο της σεξουαλικότητας.
Φρόιντ

Ο Γεώργιος Βιζυηνός δεν ανήκει σε λογοτεχνικές σχολές ή ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά έκφρασης, γραφής, στόχων, επιδιώξεων. Δεν είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της Φαναριώτικης Σχολής, αν και στα πρώτα έργα διακρίνουμε επιδράσεις. Δεν αποτελεί τυπικό εκπρόσωπο του Ρομαντισμού και της Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής. Δεν είναι ο τυπικός ηθογράφος και λαογράφος, ούτε ο υπερασπιστής μιας ακραιφνούς καθαρεύουσας. Στο έργο του συμφύρονται το παλιό και νέο μπολιασμένο με τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο, έτσι ώστε να κερδίζει επάξια το τίτλο του πρωτοπόρου.
Ο Βιζυηνός κινείται στο μεταίχμιο. Είναι ο συγγραφέας του μεταξύ, της διάζευξης και σύζευξης ταυτόχρονα. Μεταξύ του ή και του και. Εκπρόσωπος του ενδιάμεσου, του ενδεχομένως, του ρευστού. Και υπό αυτούς τους χαρακτηρισμούς το έργο του αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνείας. Εξάλλου η ανάγνωση ενός έργου δεν είναι μια ευθύγραμμη κίνηση, δεν είναι απλώς μια συσσωρευτική διαδικασία αλλά δυναμική, μια σύνθετη κίνηση μέσα στο χρόνο. Η ρευστότητα είναι μέρος του χαρακτήρα του ίδιου του έργου, καθώς η ερμηνεία του εξαρτάται από τις εξωτερικές συνθήκες, διαμορφώνεται και περιορίζεται από την ιστορική σχετικότητα. Κάθε ερμηνεία ενός έργου του παρελθόντος συνίσταται σε ένα διάλογο μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος.

`

Και η παρούσα προσέγγιση εντάσσεται στο αντίστοιχο επικοινωνιακό, πολιτικό και ιστορικό συγκείμενο, προσπαθώντας να διερευνήσει τις συνθήκες και εκφορές, δηλώσεις και συνυποδηλώσεις της κοινωνικής κατασκευής, συγκρότησης και αποσταθεροποίησης σε μια προοπτική ενδεχομενικότητας της έμφυλης ταυτότητας και του τρόπου βίωσης της από τα υποκείμενα αλλά και του τρόπου που αυτός καθορίζει και εκβάλλει στις πράξεις, συμπεριφορές, σκέψεις των ηρώων. Στο έργο του Βιζυηνού μετασχηματίζεται το στατικό ενιαίο και δεδομένο των ιστορικών, πολιτισμικών, κοινωνικών και πολιτικών σημασιοδοτήσεων υποκείμενο σε ασαφές και αβέβαιο . Κι εδώ ο Βιζυηνός διαφοροποιείται, δημιουργώντας ρήγματα στις κάθε είδους κανονικότητες και κανονιστικότητες.
Οι ρηγματώσεις αυτές συνδέονται άμεσα με το ιστορικό, κοινωνικό, λογοτεχνικό πλαίσιο το οποίο επηρέασε την ιδιαιτερότητα γραφής του Βιζυηνού και διαμόρφωσε το λογοτεχνικό του σύμπαν. Ο Βιζυηνός έδρασε και έγραψε σε μια εποχή έντονων αλλαγών πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών, πνευματικών, γεγονός που αντανακλάται και στο έργο του. Εξάλλου η κατανόηση της λογοτεχνίας προϋποθέτει την κατανόηση της συνολικής κοινωνικής διαδικασίας, της οποίας αποτελεί μέρος δηλαδή τη διερεύνηση της πνευματικής του στρωματογραφίας, όπως την ονομάζει ο Μουλλάς.
Σε όλα τα διηγήματά του το σώμα είναι ο τόπος πάνω στον οποίο καταγράφεται ένα σύνολο ποικίλων και αντιφατικών μεταξύ τους πρακτικών και θεωρήσεων: είναι γνώριμο και ταυτόχρονα ξένο• είναι «φυσικά δοσμένο» και ταυτόχρονα προσλαμβάνεται μόνο σε συνάρτηση με πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα• νομίζουμε ότι μας ανήκει, αλλά ξέρουμε ότι ελέγχεται και ρυθμίζεται από μια πληθώρα κοινωνικών απαιτήσεων, πολιτισμικών πρακτικών, επιστημονικών λόγων και κατανομών ρόλων• το νιώθουμε ως ολότητα, αλλά βλέπουμε την ολότητά του να θρυμματίζεται σε διακριτά μέρη και μεμονωμένες λειτουργίες• επενδύουμε σε αυτό για να εξασφαλίσουμε μιαν αποδεκτή εικόνα του εαυτού προς τα έξω, αλλά ταυτόχρονα το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την αντίθεσή μας στα καθιερωμένα• γνωρίζουμε τα όριά του, αλλά ανακαλύπτουμε ότι αυτά ανατρέπονται σε μια διαδρομή διαρκών προσωπικών αναδιατάξεων• νομίζουμε ότι το ελέγχουμε, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι προδίδει τις προσωπικές μας ιστορίες και εμπειρίες.
`

Τα σημεία αυτού του προβληματισμού περί των ορίων του σώματος θεματοποιούνται με περίσσια ενάργεια στο σύνολο του βιζυήνιου έργου. Το σώμα στις αντιφατικές του διαστάσεις, όχι στατικό, ενιαίο και δεδομένο, αλλά αντίθετα μεταβαλλόμενο και ενδεχομενικό. Σώματα με ασαφή και αβέβαιη διάσταση, σημασιοδοτημένα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, τοποθετημένα κοινωνικά, αξιολογημένα και ιεραρχημένα, αλλά ταυτόχρονα και εναντιωνόμενα στις κοινωνικές επιταγές, συγκρουσιακά και αποσταθεροποιητικά των προσδοκιών πειθάρχησής τους, των αναμενόμενων γι’ αυτά κανονικοτήτων. Αν και όλα συντείνουν στην ύπαρξη και προσπάθεια περιφρούρησης του κυρίαρχου λόγου και κατ’ επέκταση στην διασφάλιση της έμφυλης ασυμμετρίας και ως ένα μέγιστο βαθμό αυτό επιτυγχάνεται, εντούτοις, έστω και έμμεσα υπάρχει πίσω από το εμφανές μια υπόγεια και στο περιθώριο δράση των υποκειμένων που την ανατρέπει.
Ο Βιζυηνός διεμβολίζει και αποσταθεροποιεί την έμφυλη ενσώματη, ταυτοτική σταθερότητα δημιουργώντας περιθώρια κριτικής και αμφισβήτησης ουσιοκρατικών προσλήψεων της συγκρότησης των υποκειμένων.
Στο έργο του παρελαύνουν σώματα ασχημάτιστα, (π.χ Μάσιγγα στο διήγημα μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως) απροσδιόριστα μη ανήκοντα ακριβώς στη μια ή την άλλη πλευρά, σώματα πάσχοντα με όλους τους δυνατούς τρόπους γυναίκες φαλλικές (π.χ μάνα, γιαγιά,) άνδρες θηλυπρεπείς (παππούς, Μοσκώβ) αντιστροφές ρόλων. Σε όλο το έργο του Β., το υποκείμενο πάσχει είτε από την ανάγκη απόκτησης, επανεφεύρεσης ενός σταθερού αφηγήματος εαυτού είτε από την απώλειά του. Διαρκώς μετεωρίζεται μεταξύ των πόλων μεταξύ υποκειμένου κι αποκειμένου, ώσπου στο τέλος υπό το βάρος μιας έμφυλης δυναστευτικής υποκειμενικότητας συντρίβεται. Καταφέρνει κατ΄ αυτό τον τρόπο να σπάσει κρατούσες αντιλήψεις, να δημιουργήσει ένα καινούργιο χώρο, ενδιάμεσο ρευστό και κει να τοποθετήσει τους ήρωές του. Κι όλα αυτά στα τέλη του 19ου αι., όταν οι όποιες προσπάθειες ερμηνείας τίθενται υπό το πρίσμα ακραιφνούς αντικειμενικής φυσικότητας και βιολογικού ντετερμινισμού.
Το παρόν κείμενο υιοθετώντας την ερμηνευτική προσέγγιση ενός αναγνωστικού και ερμηνευτικού συνεχούς δεν κλείνει με τελεία. Αφήνει το κείμενο ανοιχτό για αναθεωρήσεις, διαφορετικές προσεγγίσεις και επανανοηματοδοτήσεις. Γι αυτό ενδεχομένως δεν κλείνει και καθόλου…

`

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

*Δανεισμένο από το εσώφυλλο του Θανασέκου Λουκά, Η γυναίκα χωρίς φύλο, Ροές, 1999

** Βλέπε το «διάλογο» των μελετητών του έργου του Βιζυηνού, όπως π.χ., Μουλλά, Χρυσανθόπουλου, Αθανασόπουλου, Μικέ, Τζούλη. Η κατηγορία του φύλου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην όποια προσπάθεια ερμηνείας των έργων του. Ο πρώτος όπως και οι υπόλοιποι μελετητές εστιάζουν στο χαρακτηριστικό των διαρκών αντιθέσεων και στη διάσταση μεταξύ φύλου και γένους όπως την ονομάζει ο Αθανασόπουλος, ενώ ο Χρυσανθόπουλος αναγνωρίζει πως ένας από τους θεματικούς άξονες στο έργο του Βιζυηνού είναι η αναζήτηση του άρρενος και του θήλεος ή αλλιώς αρρενωπότητας και θηλυκότητας. Η Μικέ διαπραγματεύεται τη σχέση ρούχου – μεταμφίεσης ως προς την απόκρυψη ή υιοθέτηση μιας νέας ταυτότητας και ο Τζούλης προβαίνει αντίστοιχα σε μια ψυχαναλυτική ερμηνεία ως προς την διαμόρφωση της. Κοινός τόπος αφόρμησης όλων των παραπάνω μελετητών η προβληματοποίηση της συγκρότησης μιας σταθερής και αμετάκλητης έμφυλης, εθνικής, πολιτισμικής ταυτότητας.
*** Ήγκλετον Τέρι, Ο μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική, Ύψιλον, Αθήνα, 1983, σ.26
**** Μουλλάς Π., Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, Εστία, Αθήνα, 1994, σ.νβ΄


Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, «Ο Νώε στην πόλη», εκδ. Πλανόδιον 2012 [επιμέλεια-επίμετρο: Γιώργος Κ. Μύαρης]

$
0
0

`

Όταν η πόλη γέρνει ράθυμη στο φίλημα του σκότους, ανοίγουν οι μαστοί πελώριας νύκτας.

`

Στους δρόμους ρέει γάλα. Ο ουρανός μυρίζει ύπνο μωρού κι ανάπαυση λεχώνας.
Οι άντρες βγαίνουν από κατώγια βήχοντας. Νικημένοι. Σταυρωμένοι σε δύο στήθη, που με τη θέρμη τους εκδικούνται τους χειμώνες.

Οι άνθρωποι κόβουν την πόλη σαν ψωμί στα δυο, να πάρουν ο καθένας το κομμάτι του. Τα έχουν αυτά οι έρωτες· τους ακρωτηριασμούς. Με τους πολέμους των φυλών εκτεταμένη μαχαιριά κατά μήκος μιας πράσινης γραμμής. Με τις αψιμαχίες των ανθρώπινων καρδιών, βαθιά, ως το μεδούλι της ζωής και του θανάτου το κόκκαλο.

Μονάχα που οι γυναίκες, επειδή αγαπούν πολύ τους άντρες, μπορούν και τίμια να τους επιδικάσουν ζεστό καφέ του πρωινού και το κασκόλ, που τους τυλίγουν στο λαιμό.

Εκεί μακριά, στην άκρη κάποιου λιμανιού – και λέω πως κάθε πόλη θα έπρεπε να έχει ένα λιμάνι – η γυναίκα με το κόκκινο παλτό φώτισε σαν τεράστια πυρκαγιά τη νύκτα. Έκοψε με μία ψαλιδιά τα εβένινα μαλλιά της, τα πέρασε στη βελόνα της και άρχισε να πλέκει ένα πουλόβερ.

Κάθε πόλη πρέπει να έχει το λιμάνι της και τη γυναίκα της. Για να θωπεύει τους άντρες μόλις πιάνουν στεριά, έτοιμοι πάλι να φύγουν, με πικρά αγρυπνημένα στόματα και με βαριά φτερά βουτηγμένα στην πίσσα της ωκεάνιας νύκτας. Πρόθυμο τόξο θα λυγίζει το σώμα, θα υψώνει το ένα της χέρι κατάρτι, στο νερό θα βυθίζει το άλλο, ριψοκίνδυνα παίζοντας με ένα ενδεχόμενο δελφίνι ή αναπόδραστο ένα σαρκοβόρο.

Το άσπρο μαντιλάκι της μάνας τους πλένεται ξαναπλένεται στο γιαλό της θλίψης· σαν ενοχή · πολυκαιρισμένο. Πιτσιλισμένο με χώμα κι αίμα σαν να είχε σκουπίσει τα σώματα χρόνος κακός σαρώνοντας τα μικρά και τρυφερά παιγνίδια τους.

[…]

Όταν η νύκτα χασμουριέται πάνω από τις στέγες, ανοίγουν οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα.
`

Πότε είναι η διάβρωση, πότε η οξείδωση που κάνουν κοντραμπάντο, άλλοτε όμως η όσμωση και η επίστρωση με νέο σοβά, με χρώμα. Ύστερα πάλι σαπισμένα ξύλα, σκελετοί παλιάς σκάλας, μια καμάρα που γέρνει δίχως συντροφιά. Πληγές καινούργιες το τσιμέντο, πώς να επουλώσει τραύματα παλιά; Οι δρόμοι γεμίζουν μουσικές κι εστιατόρια. Ανάμικτα με κουβέντες, χασμωδίες και συρραφές από θρυμματισμένες στρώσεις πολιτισμών. Έρχονται πλήθος και σιτίζονται κοπαδιαστά. Φεύγουν θυμίζοντας πουλιά που κουβαλούν στο ράμφος τους τη ζωή σαν σπόρο.
Απλώνει η πόλη τα νερά της λύπης της, γίνεται λίμνη. Καρτερεί να καθρεφτίσει σε δυο μάτια μια αγάπη που δεν έρχεται. Γι αυτό κάποιες φορές καθώς οι διαβάτες περνούν, μοιάζουν με τρένα που διασταυρώνονται μαζί της. Στυλώνουν το βλέμμα επάνω της κι εκείνη φεύγει πίσω δίχως να βλέπει. Οι άντρες τότε θυμούνται τις περαστικές που δεν τους κοίταξαν και οι γυναίκες τα κρύα κρεβάτια τους.
Από των τοίχων τις ρωγμές, από μισάνοικτα βλέφαρα παραθυριών και παραβιασμένες πόρτες σπινθηρίζουν μικρές, λιπόθυμες ζωές.
Σε ένα πεθαμένο φαρμακείο εκατόν χρονών είναι ένα γεροντάκι. Κάθεται μέσα σε κιτρινισμένα βαμβάκια, σκονισμένες γάζες, ληγμένες κρέμες, ιώδιο, οξυζενέ, σιρόπια, ψαλίδια μαυρισμένα, λαβίδες, κτένες, χάπια, συσκευασίες στραπατσαρισμένες και τσιρότα. Φαρμακώνουν ή θεραπεύουνε και ποιους; Θωπεύουνε το πένθος. Το αντίδοτο μιας πόλης που πεθαίνει, ο φαρμακοποιός ταριχευτής. Δεν διανυκτερεύει ποτέ.
Η ταρίχευση της καρδιάς είναι η οξύτερη αντίφαση. […]
`

Όταν η πόλη χασμουριέται οι αυταπάτες της απλώνονται όπως ο ουρανός.
`

[…] Φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των συνοικιών, στρατιώτες που τους ξέχασαν από τον τελευταίο πόλεμο. Ένοπλοι φοράνε τη διεκδίκηση σαν τα φτωχά αποφόρια. Ένθετοι σε τοίχους που συνορεύουν με σπίτια της χαράς - θεραπευτήρια μελαγχολίας υπόσχεται μια ταμπέλα- μπαράκια, μουσικές σκηνές, και ξυλουργεία, τσαγκαράδικα, εργαστήρια, παλιά τυπογραφεία. Το μαύρο αίμα των φονικών σκεπάστηκε με κίτρινα ούρα μεθυσμένων και εμετούς των μελαγχολικών. Οι γάτες παίζουν με κάδους σκουπιδιών. Δίπλα τους καταρρέει ο πλίνθος κι οι αιώνες. Ξύλινα δοκάρια, αντιστηρίξεις. Απαγορεύεται η διέλευση οριζοντίως και καθέτως, σταυρωτά, σε όλους, δίχως εξαίρεση. Στην αποσύνθεση όλοι και όλα γίνονται ένας πολτός, μια λάσπη, και μέσα της δεν διακρίνεις τους φόβους χωριστά του καθενός.
Αν αύριο άνθιζε εδώ ένας τριανταφυλλόκηπος, αν έτσι γίνονταν, τότε ο φαντάρος ορκίζεται αδιαλείπτως να προσεύχεται. Τώρα σφυρίζει σαν να κρατάει τσίλιες σε κόλπα λωποδύτη. Αστείος τρόπος να περνά τις μέρες και τις νύκτες του, αριθμεί τις βίζιτες άγνωστων αντρών στο διπλανό μπορντέλο, χρονομετρεί την κάθε μια τους, σημειώνει σε τοίχους αριθμούς, συγκρίσεις, και διακόπτει σαν έρχεται η έφοδος, το σύνθημα, το παρασύνθημα. Έχει μια μόνη αντίρρηση. Να του φέρουν πάραυτα έμπροσθέν του μια έστω μόνη ανυπεράσπιστη ζωή. Όμως δεν βλέπει άλλη εκεί εξόν απ’ τη δική του. Το βράδυ, αργά πολύ, αφήνει κάτω το όπλο του και φεύγει μέσα σε πηκτή καραβίσια μοναξιά ακολουθώντας εθιστικούς καπνούς.

`

Η πόλη κρύβει τα λουλούδια της σε ηλιακούς και μυστικές αυλές.

`
Είναι λουλούδια που τα βάζουν στο πέτο κι είναι λουλούδια που τα φορούνε μέσα στην καρδιά, σαν μεσοφόρια κοριτσιών.
Πότε ο έρωτας πότε ο θάνατος φτάνει σαν τριαντάφυλλο στο γλυκοφιλημένο στόμα. Έχει συνάξει όλους τους χυμούς, όλες τις ευωδιές, τις ακουμπάει τρυφερά σε σφραγισμένα χείλη. Παίρνει από τις παλιές φλέβες πίσω τη ζωή.
Σαν από βιβλία κλειστά που τα ακούμπησε το χέρι κάποιου φίλου, επιστρέφουν μια μια οι συλλαβές, ένα ένα τα μετρήματα, στρώσεις στρώσεις οι χρόνοι, φιλάργυρα κρατημένα όλα στην καρδιά, όπως στους δείκτες παλιών ρολογιών. Πεταλούδες έτοιμες να πεθάνουν και πάλι στην αγάπη μιας μόνο στιγμής. Πότε σαν πόθοι, πότε σαν ψυχές αγαπημένων, πάντα θα επιστρέφουν.
Μα ποιος θα ερχότανε να ανασυστήσει τα φωνήματα, τα μορφήματα, τις λέξεις, ονόματα, αριθμούς, οδούς και πόλεις; Μα ποιος θα μπορούσε να δίνει το φιλί της ζωής αν δεν είναι ο ίδιος βαρυπενθής; Ευτυχώς όμως ο ποιητής πάντα κρατάει και μια ομπρέλα. Τις λέξεις του. Σαν εργαστήρι παιγνιδιών. Σαν κούκλες στα χέρια του που τις περιεργάζονται. Κι έχει στο βλέμμα του μια θλίψη, μια μοναξιά, μόλις στεγνώνουνε οι κρότοι από τις λέξεις. Μοιάζει ξένος ανάμεσα σε δικούς του.
[…]
`

Όταν η πόλη ξημερώνει, επιστρέφουν οι μέρες σαν υπόσχεση.
`

Μια τέτοια ώρα, πρωινή, συναντώ συχνά στο δρόμο τον εργάτη του δήμου με το γιο του. Ο πατέρας ακουμπάει κάθε τόσο, εδώ κι εκεί, ένα χαμόγελο για τους περαστικούς. Κι έχει μια χαρούμενη έγνοια· να οδηγεί το παιδί, που πλάι του δουλεύει αδέξια και πρόθυμα. Κοιτάζει αμίλητο όλους τους περαστικούς, ήσυχα με αγαθή καρδιά, ανάπηρη για το κακό. Έτσι αγαθά θα τους κοιτάζει ως το τέλος των δρόμων.
Η μέρα έρχεται φορτωμένο τρεχαντήρι μέσα στο ρόδινο ουρανό. Ξημερώνει. Για χάρη τους γλυκοχαράζει.
[…] Η ζωή περνάει μέσα από την κοίτη των σωμάτων. Καλοί αγωγοί της αθανασίας της, τα φυσικά υλικά τους, που αναπαράγονται ξένα και αδιάφορα προς τα θολά ποτήρια του μυαλού που μηχανεύεται ασθένειες, φυγές και ταριχεύσεις.
Παίρνουν τη σκούπα τους, σπρώχνουν τον τροχήλατο σκουπιδοτενεκέ και προχωρούν. Περιγράφουν με φως άλλες οδούς εισχωρώντας στη μέρα.
Είναι ωραία η ορμή της ζωής που δεν ρωτάει.
Φοράνε φόρμα εργασίας, πράσινο χακί, ύφανση χονδρική, ουδέτερη κι ανώνυμη σαν το σμίξιμο των ομοειδών δέντρων του δάσους, δυο μικροί άνθρωποι, δυο στιγμές στο βάθος του δρόμου. Κι όπως το τρυφερό τρικύμισμα μιας συνεννόησης πλανάται μέσα τους, μεταξύ τους, γύρω τους, γίνονται η καρδιά του τόπου.
Τότε στο τίμιο βλέμμα του πρωινού της πόλης μου θέλω να γίνω δάκρυ. Ή πάλι μια σταγόνα φως στο τζάμι του ύπνου της. Κι ύστερα να ξυπνώ τριανταφυλλιά στους κήπους. Μα είναι τόσο μεγάλο αυτό που επιθυμώ και τόσο μικρό για την πεινασμένη καρδιά μου. Δεν το αξίζω σίγουρα, μονάχα, που αν μου γίνονταν μια τέτοια χάρη, θα ήτανε για την πολλή αγάπη που χρωστώ. Σίγουρα όμως ξέρω πως αβάσταχτα θέλω, την ώρα του ύπνου της πόλης, να χωθώ στο πουρί, μέσα στις πέτρες, και να κοιμηθώ με τις αρχαίες αγάπες μου.
Βγαίνει ο Νώε από τη σκιά των σκουριασμένων τσίγκων, σκέπαστρα υγρά πάνω από πράσινες πέτρες, μουχλιασμένες. Γλυκύς αλιεύς, πριν όλα βυθιστούν, τους γνέφει ελάτε, κι ονομάζει από όλα κι όλους τον πατέρα με το γιο, με τα κοινά βαφτιστικά ονόματά τους· και με το άρθρο τους οπωσδήποτε. Όπως οριστικά θα λέγαμε: Ο Χρήστος. Ο Λουκάς.

`

********

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Στη δημιουργική συνεισφορά της Φρόσως Μαντά-Λαζάρου είχαν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές Οι Μέρες Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές (2002), …σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε…(2005), Τα Μέσα Φάρμακα (2011) και βεβαίως τα πεζά Χωρίς την Αριάδνη. Στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση. Μυθιστόρημα (Γκοβόστης, Αθήνα 2006), Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και σένα (2006). Εργαζόταν ώς πριν λίγο καιρό ως φιλόλογος για πολλά χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.
Στη συλλογή Ο Νώε στην πόλη (εκδ. Πλανόδιον 2012), σταθμό στην λογοτεχνική πορεία της Φρόσως Μαντά –Λαζάρου, η αέναη εσωτερική αναζήτηση εκβάλλει σε στίχους έμφορτους με κοινωνικό λυρισμό και με ευαισθησία λυτρωτική. Η διαρκής κίνηση της έμπνευσης από την εσωτερική πόλη των λεπτών συναισθημάτων και των αιχμηρών προβληματισμών προς την υπαρκτή σπαραγμένη και διαιρεμένη Λευκωσία και μέχρι τη σύγχρονη αλλοτριωμένη μεγαλούπολη της Ευρώπης και του πλανήτη, απελευθερώνει τη θεματική, γειώνει τις εμπειρίες, εικονοποιεί πτυχές του υποσυνείδητου, αποδεσμεύει την έκφραση.

Άννα Αφεντουλίδου, «Ιστορίες Εικονικής Ισορροπίας», εκδ. Γαβριηλίδης 2014

$
0
0

`

Ενότητα: Μυθιστορίες

Η Ιστορία των απογευμάτων

Έμενες στον 6ο κι εγώ στον 4ο.
Έλεγαν πως ήμουν παράξενο παιδί αλλά εγώ δεν.
Ήμουν όπως.
Το μόνο που έκανα κρατούσα σημειώσεις σε ένα ημερολόγιο που έλεγαν άνθρωποι δύσκολες ιστορίες.
Σε είχα συναντήσει 2-3 φορές μέσα στο ασανσέρ. Μύριζες καπνό καφέ και ξύρισμα.
Σού έφερα το ημερολόγιο
Κύριε, είπα…είπες άφησέ το,
είπα όχι,
είπες καλά. Και μ’ άφησες να σταθώ δίπλα σου στο γραφείο.
Η οθόνη ανοιχτή έδειχνε άλλους κόσμους. Δίπλα σου βιβλία, εικόνες μουσικές ίσως και ταινίες με άλλες ζωές.
Το ωραίο ήταν το παράθυρο που έδειχνε ύπουλο φθινόπωρο να λέει θα ανοίξουν τα σχολεία σε λίγο Γαμώτο μου.
Κοίταζες με προσοχή τα γραπτά μου αλλά εγώ σου άγγιξα το πόδι με το γόνατο, γιατί έτσι έκανε η Μαντόνα στην ταινία. Άπλωσες το χέρι σου πίσω μου.
Σκέφτηκα ότι αυτή τού έσταζε λιωμένο κερί στην κοιλιά κι εκείνος στέναζε.
Έβαλες τα δάχτυλά σου μέσα, σε εκείνο το σημείο που γράφει Ι love comics.
Πόνεσα αλλά ήταν ωραίο όπως στο κρυφτό που γδέρνεσαι πάνω στον τοίχο
με τράβηξες με δύναμη αλλά εγώ δεν τραβήχτηκα
κάψιμο τσούξιμο ψίθυρος μημηφοβασαι ωραίοθαείναιμη
φωνή καθησυχαστική έβρεχε τον λαιμό μου
θροΐσματα φερμουάρ πατζούρια σεντόνια
όταν ένιωσα ζεστό πολύ υγρό να κυλάει στα πόδια μου
έλεγα τα λευκά μου σανδάλια πώς θα καθαρίσω να μη με

αλλά

ξέρω ότι
κάθε απόγευμα θα είμαι εκεί
έχω καιρό μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία

ξέρεις ότι
δεν θα προλάβεις ποτέ
να μού τα μάθεις όλα

`

**

Ενότητα: Παραλλαγές συλλέκτριας
Συλλέκτρια Ι

Καμένα φτερά πεταλούδας
γραμμή στην άκρη
πυγολαμπίδας λιωμένης

Παραμύθια σκαρώνω
καρφώνοντας
μισά σκουλαρίκια στα μάτια

Θα καπνίσω το βράδυ
κοιτάζοντας
τα κομμένα τους μέλη στον τοίχο

`

Συλλέκτρια ΙΙ

Κάποτε ήταν πριγκίπισσα. Τώρα της άρεσαν τα παραμύθια και οι συλλογές.
Ακουμπούσε τις πεταλούδες, ενώ πετάριζαν ακόμα, στο τραπέζι και πλησίαζε την φωτιά στα φτερά τους. Τινάσσονταν για μια φορά ακόμα. Μετά. Έβγαζε το καπάκι από το βάζο και το γύριζε ανάποδα. Παραζαλισμένες τις πυγολαμπίδες, τις έπιανε με τα δάχτυλα και τις έσερνε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Σαν κιμωλίες που αφήνουν πίσω τους φωσφορίζουσες γραμμές.

Τα παραμύθια που τής άρεσε να σκαρώνει ήταν από εκείνα που δεν λέγονταν. Τα σεντούκια τους έκρυβαν βαθιά απαγορευμένα μυστικά. Αν τα έβγαζες έξω σε έτρωγαν. Π.χ. ένας όμορφος άντρας έσερνε τα πρησμένα του πόδια μουρμουρίζοντας: «θα κοιμηθώ πρώτα την κόρη της, μετά τον γιο της και στο τέλος θα μπήξω τις περόνες στα δικά της μάτια, να θέλει και να μη μπορεί να κρεμαστεί»

Χάρη στα παραμύθια και στις συλλογές της, την πλησίαζαν πολλοί περίεργοι. Αφού τους βασάνιζε, με όλους τους άγριους τρόπους που ήξερε από την πριγκιπική της θητεία, τους διαμέλιζε και τους έκρυβε στα σεντούκια. Μόνο κάποια αθώα μέλη τους άφηνε σε κοινή θέα στον τοίχο μαζί με τα έντομα: μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι. Μετά. Καθόταν ημίγυμνη στον καναπέ και κάπνιζε κοιτάζοντας τα όλα ήσυχη. Όποιον καταλάβαινε τι σήμαινε μια τούφα μαλλιά, ένα βλέφαρο, ένα νύχι, θα τον παντρευόταν και θα του χάριζε το παλιό της βασίλειο. Το είχε αποφασίσει.

`

***

Ενότητα: Επιγράμματα
Υδροστατικόν

Ήταν ο κολυμβητής χάριν και εξαιτίας του οποίου έγινε η θάλασσα. Μέχρι να το καταλάβει, η γέφυρα είχε ολοκληρωθεί. Δεν κολύμπησε ποτέ.
Φοβικόν
Αυτή ήταν η νεράιδα. Ωστόσο φοβόταν κάθε στιγμή πως εκείνος έψαχνε το χαμένο του κομμάτι, για να φύγει

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

`

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο ασχολήθηκε με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η ποιητική της συλλογή Ελλείπον Σημείο (2010) ήταν στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περ.διαβάζω. Συμμετείχε στην ανθολογία διηγήματος Θεσσαλονίκη 2012 (Ιανός) καθώς και στην ανθολογία The Red Thread, Contemporary tales from Athens to Essex (AutoPrint, Essex 2013). Τον Δεκέμβριο του 2013 εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο με τίτλο Ιστορίες εικονικής ισορροπίας (εκδόσεις Γαβριηλίδη). Υπό έκδοση είναι η μελέτη της Albert Camus, Ο Ξένος: Μια καταβύθιση στον κόσμο του αυτισμού (εκδόσεις poema).

`

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Άννας Αφεντουλίδου, “Ιστορίες εικονικής ισορροπίας”
Σάββατο 8 Μαρτίου 2014, 12:30 μμ, Βιβλιοπωλείο art bar Ποιήματα & Εγκλήματα Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι (60 μέτρα από το μετρό), τηλ.210-3228839

Θα μιλήσουν ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας και η κριτικός λογοτεχνίας, Μαρία Στασινοπούλου. Ποιήματα θα διαβάσει η ίδια.

Christos Laskaris, Gedichte / Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα (μτφρ.: Jan Kuhlbrodt &Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

1.Ταξιδεύεις ακόμα

Ταξιδεύεις ακόμα βουερό σπίτι της εξοχής
κι ακόμα η τρελή σου ψυχή
επιμένει στο καλοκαίρι.
Ακόμα αντλείς απ΄το πηγάδι νερό,
ακόμα τις νύχτες
με πάθος ανασαίνεις.
Είσαι μαγική
κι άσβηστη θλίψη,
ακόμα κρατάς
το παιδί
στην καρδιά σου.

*
Du reist immer noch

Du reist immer noch,
rauschendes Haus auf dem Land
und deine immer noch närrische Seele
beharrt auf Sommer.
Du ziehst immer noch Wasser im Brunnen herauf,
atmest noch leidenschaftlich
in der Nacht.
Du bist die magische
und unausgelöschte Trauer,
noch immer drückst
das Kind du
an deine Brust.

`

*****

2.Μεταμορφώσεις
Τη νύχτα συντελούνται
οι πιο βουβές μεταμορφώσεις:
ανοίγουν στη δροσιά τα λουλούδια,
τα δέντρα μεγαλώνουν
και τα ανήσυχα σκουλήκια
μες σε σπασμούς βγάζουν φτερά.
Φιλήσυχοι πολίτες
πάνω σε παραπέτα υπνοβατούν,
διψούν για κίνδυνο.
Ω, τη νύχτα,
οι έρημοι κήποι αργυπνούν
και τα παράθυρα
ανοίγουν μοναχά τους στο φεγγάρι.
Φλέγονται οι τριανταφυλλιές
στην τρομερή αστροφεγγιά
και οι μοναχικές ψυχές,
βγαίνουν αλλοπαρμένες στο σεργιάνι.

*
Metamorphosen

In der Nacht vollziehen sich
die stillsten Verwandlungen:
Blüten öffnen sich unterm Tau,
die Bäume wachsen
und spastisch wimmelnde Würmer
bekommen Flügel.
Friedliche Bürger
schlafwandeln auf Brüstungen,
dürsten nach Gefahr.
Oh, in der Nacht
bleiben wach die verlassenen Gärten
und die Fenster
öffnen sich von allein gegen den Mond.
Die Rosenstöcke brennen
im gleißenden Sternenlicht
und die einsamen Leute
schlendern herum wie verrückt.

`

*******

3.Συνηθίζεις

Φοβήθηκα πολύ
όταν αντίκρισα πρώτη φορά το θάνατο:
Ήταν θυμάμαι στον υπόγειο
στις πέντε το πρωί
καθώς με κοίταξε με τα σβηστά του μάτια.
Ύστερα,
την επόμενη φορά που τον συνάντησα
- μου διαφεύγει πού –
μου φάνηκε ηπιότερος,
για να μού γίνει με το πέρασμα του χρόνου
οικείος.
Τώρα μπορώ να τον καλημερίζω στο ανέκφραστο πρόσωπο
του θυρωρού,
στη στάση να τον συναντώ περιμένοντας το λεωφορείο,
να τον κοιτάζω στο εστιατόριο αδιάφορα.

*
Gewöhnungssache

Ich erschrak sehr,
als ich dem Tod das erste Mal in die Augen blickte.
Es war in der U- Bahn
um fünf Uhr morgens,
erinnere ich mich,
wo er mich mit stumpfen Augen ansah.
Als ich ihm das nächste Mal begegnete
-weiß nicht mehr wo –
schien er mir milder,
und im Laufe der Zeit wurde er mir
vertraut.
Jetzt kann ich bei seinem Anblick im ausdruckslosen Gesicht
des Pförtners
ihm einen Guten Tag wünschen,
ihm, wenn ich auf den Bus warte,
an der Haltestelle begegnen,
kann ihn im Restaurant ohne Anteilnahme beobachten.

`

********

4.Όλοι κοιμούνται
Και επιμένει η αυγή τα χρώματά της να προσφέρει
στους κοιμισμένους
απ΄το βουνό προβάλλοντας,
και το αηδόνι το τρελό τραγούδι του
κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
τον καημό της.
Όμως
χέρι κανένα
το παράθυρο ν΄ανοίξει δε σηκώνεται,
καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
κανένα όνειρο
μες στη δροσούλα να βουτήξει.
Όλοι κοιμούνται.
Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.

*
Alle schlafen

Und die Morgenröte
leuchtet schon hinter dem Berg hervor,
bietet ihre Farben den Schlafenden dar,
und die Nachtigall besteht auf ihr verrücktes Lied
und das Meer, das in Kanälen braust,
bringt seinen Kummer dar.
Doch
keine Hand rührt sich,
das Fenster zu öffnen,
keine Seele lehnt sich aus dem Fenster heraus,
um sich einen Traum im Tau zu schnappen.
Alle schlafen.
Keiner ist mehr auf.

`

*******

5.Σκιά

Εδώ να προσέξετε,
σ΄αυτό το σιωπηλό παλτό που κρύβεται,
στο βήμα τούτο της επιστροφής
τη νύχτα.
Κι αν θέλετε να μάθετε τον άνθρωπο,
κοιτάξτε τώρα που περνάει από το φως
την πονεμένη έκφραση στην ωμοπλάτη΄
και προπαντός μια λεπτομέρεια:
με πόση ευκολία γλίστρησε μέσα στο γνώριμο,
τ΄αγαπημένο του σκοτάδι.

*

Der Schatten

Darauf sollt ihr achten,
auf diesen stillen Mantel, der in sich verschwindet,
auf diesen Gegenschritt
in der Nacht.
Und wenn ihr den Menschen kennen wollt,
schaut jetzt, da er unter dem Licht vorbeigeht,
auf den Schmerz, der sich auf dem Schulterblatt entbirgt –
und vor allem achtet auf diese Einzelheit:
wie leicht er in seine vertraute,
seine geliebte Dunkelheit gleitet.

`

********

6.Αν είναι κάποιος

Αν είναι κάποιος που στο σπίτι με κρατά,
δεν είσαι εσύ:
μια μετρημένη,
και καλή νοικοκυρά΄

είναι εκείνη η αδελφή σου η ανεπρόκοπη,
όταν στο πιάνο κάθεται
και παίζει.

*

Wenn jemand ist

Wenn jemand ist, der mich zu Hause hält,
du bist es nicht:
besonnene und gute Hausfrau –

es ist deine Schwester, die nichtsnutzige,
die am Klavier sitzt
und spielt.

`

*******

7.Τη ρίζα σκέφτομαι

Τη ρίζα σκέφτομαι,
που όπως και η καρδιά
θαμμένη είναι
μα δεν παραπονιέται

δουλεύοντας για τα κλαδιά,
τα φλύαρα φύλλα.

*

Αn die Wurzel denke ich

Ich denke an die Wurzel,
die wie das Herz
begraben liegt,
doch sie beschwert sich nicht,

dass sie für Äste
und die geschwätzigen Blätter arbeiten muss.

`

********

8.Oι εραστές της νύχτας

Τη νύχτα όχι
δεν θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.

Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές.

*

Die nächtlich Liebenden

Die Nacht, nein,
werden sie uns nicht nehmen,
die werden sie uns nicht wegnehmen,
Geliebte.

Mit ihren Körpern
werden die Liebenden sie verteidigen.
Immer und immer mehr Liebende.

`

`

********

Ο ποιητής Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008) γεννήθηκε στο Χάβαρι της Ηλείας και μεγάλωσε στην Πάτρα. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου. Εργάστηκε ως τη συνταξιοδότησή του στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων του Δήμου Πατρών. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, που εκδόθηκαν από διάφορους εκδ. οίκους της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις “Γαβριηλίδη”. Το 2007 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο “Καβάφη” -με το όνομα του ποιητή ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να τον επηρεάζει (”ανήκω στην καβαφική ποίηση και στην Παλατινή Ανθολογία”, είχε πει). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Πέθανε στις 11 Ιουνίου 2008, σε ηλικία 77 ετών.

*

Christos Laskaris (1931-2008) wurde in Chavari von Ilia geboren und ist in Patras aufgewachsen. Er studierte an der Pädagogischen Akademie von Tripolis hat den Lehrerberuf aber nie ausgeübt. Er arbeitete bis zu seiner Pensionierung in Busgesellschaft Gemeinde Patras. Seine gesammleten Gedichte erschienen 2004 durch die Veröffentlichung bei “Gavriilidi.” 2007 hat er den Internationalen Kavafis-Preis erhalten. Seine Gedichte wurden ins Englische, Deutsche, Polnische, Spanische und Portugiesische übersetzt. Er starb am 11. Juni 2008 im Alter von 77 Jahren.

Mικρή Ανθολογία Νέων Ποιητών Ποιείν IV

$
0
0

`

Ανθολογούνται οι: Ειρήνη-Παλαιολογίνα Ιωσηφίδη, Δημήτρης Στένος,  Νεκταρία Μενδρινού, Δημήτρης Αθανασίου, Δημήτρης Σάλτος, Κατερίνα Καρπούζη, Κρίστης Ελαίος

`

`

1. Ειρήνη-Παλαιολογίνα Ιωσηφίδη

`

Λαχανοντολμάδες

Καπνίζεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο
με επιμονή και υπομονή
να βρεις ένα τραγούδι στο ράδιο
να αξίζει για να θυμάσαι καπνίζοντας
και σβήνεις τα τσιγάρα στο μπωλ
η μαρμελάδα της Κικής είναι άτρωτη παρ’ αυτά
όπως και η μάταιη κατάκρισή της
Σου προσφέρουν μήλο σαν άλλες κακές μάγισσες
κι από λευκό γίνεται σάπιο μήλο
Αγαπούν το μπεζ και τους ματ χρωματισμούς
όχι από απλότητα
αλλά γιατί δεν γνώρισαν το έντονο και βαθύ
για να στραφούν στο απλό
Κι έτσι η απλότητα γίνεται παραβρασμένη σούπα
κι ό,τι διαφορετικό ή σφιχτό είναι κατακριτέο
Το κουρτινόξυλο πέφτει χαλαρώνουν οι σοβάδες
δεν υπάρχουν εμπόδια υφάσματα πια
πλέον φαίνονται τα πάντα
Θεατρόφιλοι τώρα θα συνεχίσετε
ως εραστές της τέχνης ιδιωτικής ζωής
ή θα κρυφτείτε στη ζεστασιά της μόνης περιουσίας σας
μιας κουζίνας με βαζάκια
ψάχνοντας για άλλο νόημα
τώρα που το παλιό απαγορευμένο αποκαλύφθηκε ;
Άραγε νέοι ορίζοντες υπάρχουν και για σας
ή και σ’ αυτούς θα έχετε τον ίδιο πάλι ρόλο;

*

Η κηδεία της χελώνας

κούπες από πορτοκάλια
και χείλη στεγνά σαρκώδη
μια σόμπα σιγοκαίει
συμβατική φλόγα

χέρια που κρυώνουν
ένα λουκέτο κλειστό
πάνω στον τοίχο
κρεμασμένη σκιά
πολλοί νεκροί

δέντρα ανάσες βγάζουν
φύλλα ξεθωριασμένα
μαύρα σκουλήκια
ένα χελωνάκι κρύο
θαμμένο από κάτω
τρύπες μαύρες για μάτια
φως ηλεκτρικό
ίλιγγος
τσιγάρα ρουφηγμένα
βότκα
βρώμικοι τοίχοι
υγρασία πράσινη
σκατά στην τουαλέτα
άρρωστη ζέστη
θλίψη και μια καρδιά
κλαίει χορεύοντας
δακρύζει φτερουγίζοντας
Να πεθαίνεις σωπαίνοντας
κοιτάς ψηλά
ποτέ ο πολυέλαιος
ποτέ κεριά αναμμένα
εκκλησία σκοτωμένη
μιας φωνής
πεθαμένο κοριτσάκι στην τριανταφυλλιά
στη λεμονιά
άλλες φορές

*

Βαρκάδα επί πτωμάτων

Το βλέπω από πάνω
Δε σταματώ να το κοιτώ
Μαύρη θάλασσα ταραγμένη
Λευκό κιόσκι στο κέντρο της
Διάδρομος λευκός σε οδηγεί
Κύκλος που δεν κλείνει
Κάθεσαι σκυφτός με τα χέρια στα γόνατα
Καφέ παλτό και προσευχή
Τα σχόλια σωρό μία αηδία
Παλεύω να ευθυγραμμίσω τη βαρκούλα
Όχι πως θα ΄ρθω να σε βρω
Κ ούτε για να με δεις
Μόνο για να πνίξω την επιθυμία μου
Να πνίξω όσους οδηγώ
Σ αυτή τη λακκούβα έζησαν και πέθαναν
Μουντζούρες ανθρωποφόβων
Κάθε μέρα έσκαβαν το λάκκο του διπλανού
Για να ΄χει το δικό του χώρο
Καθώς έπεφταν μαζί στην τρύπα
Ωραία ζωή ωραία παρέα

`

`

*************************************************************

2. Δημητρης Στενος

`

1.
Θα σου φαω τα ματια λεει το τερας
θα σου πιω τα δακρυα
θα σου φαω τις αιματινες σαρκες που
σταζουν
το κοκκινο μαραμενο αιμα ανθιζε
Ερυθρα κολαση.

2.

Το φως περασε απο ταφους
φωτισε τη γραβατα του νεκρου
επεσε πανω σε τοιχους υγρους
ματωσε το κεφαλι μουσικη γοτθικη.
Ανοιξα τη ντουλαπα
ρακος το πουλοβερ του νεκρου
μια ρωγμη ξεκινα απ’τους κροταφους
φτανει τρεμωδης στη καρδια
κλωστη αποσυντιθεται
κοκκαλα εξασθενουν
Μεσα στην εξασθενηση
η εντονη νοσταλγια ζωης.

3.

Πεθαινω σαν ροδο στο χιονι
μεσα θαβομαι σαν ζωο
ακρωτηριασμενο.

`

`

************************************************************

3. Νεκταρία Μενδρινού

`

Γράφω για κείνες τις λέξεις
που τις κούρασε το αλισβερίσι της ημέρας
το τρελό της φως,
για εκείνες τις λέξεις
που έγειραν χλομές, αποκαμωμένες
στην αγκάλη της νύχτας
κι έγιναν
έναστροι χρησμοί.

Γράφω για τις λέξεις εκείνες
των ανεκπλήρωτων ερώτων
που παίρνουν την όψη φθινοπωρινής βραδιάς
στα παράξενα τοπία της μνήμης.

Γράφω για σένα
που είσαι
εκείνος ο ξαφνικός άνεμος
που ξεσηκώνει τα πεσμένα φύλλα
σε χορό…

*

Ταξιδευτές

Μπρος στο διπλό καθρέφτη της θάλασσας
κανείς δεν ήξερε σε ποια μεριά
βρισκόταν η αλήθεια •
όσοι βάδιζαν στην άμμο
ονειρεύονταν ταξίδια
όσοι αρμένιζαν
νοσταλγούσαν άνθη της γαζίας
και φωτισμένα παραθύρια •
ταξιδευτές όλοι
ποτέ δε στάθηκαν
δεν έμαθαν
σε ποια μεριά βρισκόταν η αλήθεια.

*

Λεύκωμα

Κυριακή
απομεσήμερα πλήξης θαμπά
μυρωδιά φαγητού που σιγοβράζει
για την επόμενη εργάσιμη.

«Κάνε ησυχία
κοιμάται ο πατέρας σου»
-Και η θάλασσα;
«Σου είπα, σιωπή».

Λαβύρινθοι δίχως μίτο
γιορτές χωρίς καλεσμένους
χτυπήματα μονότονα
μιας μπάλας στον ακάλυπτο
-παιχνίδι με έναν παίκτη.

Κυριακή
η ζωή που φτιάξαμε και τώρα μοιάζει ξένη.

`

`

******************************************************************

4. Δημήτρης Αθανασίου

`

ο κρεμασμένος αυτόχειρας
του πρώτου ορόφου

σαν εκκρεμές στο μπαλκόνι…
στο απέναντι πεζοδρόμιο
αγχωμένοι διαβάτες
αποσβολωμένοι
καρφώνουν για δευτερόλεπτα
το βλέμμα τους.
οι προτεραιότητες υπερισχύουν..
και συνεχίζουν το βάδισμα
στον ίδιο ρυθμό.
κάποιοι σιχτιρίζουν και άλλοι
απαγγέλουν γλυκόλογα.
στη γωνιά του δρόμου
δυο σκυλιά
μάχονται για ένα κόκκαλο.
και το τελευταίο δάκρυ..
στάζει στα σκουπίδια

*

Νεκροφάνεια

Όταν το μαύρο ηχος γινει..

σαν σάβανο καλύψει
το άρωμα του δέρματός σου,
στα χέρια επιβληθεί,
κάνοντας το χάδι
πληγές ν’ανοίγει..

η γεύση του σε πνίγει..

έτσι, τελευταία επιθυμία,
μοναδική, πάντα διαθέσιμη,
η επιστροφή στο χθες..
που το γέννησε.
Στο πριν ενός φοβου..

Που πάντα προυπάρχει

`

`

***************************************************************

5. Δημήτρης Σάλτος

`

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Ο ποιητής έστεκε μελαγχολικός μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο.
Φανταζόταν πως τα κίτρινα φύλλα ήταν νεκρά κορμιά ηρώων
οι πεσμένοι κορμοί των δέντρων χαλάσματα κτιρίων
το φως του δειλινού αίμα που πότιζε τα ιερά χώματα της πατρίδας
μα δεν μπορούσε να ξεφύγει από την τραγική του μοίρα
όλα έπαιρναν αμέσως την πραγματική τους μορφή.
Θε μου ψιθύρισε
τι αντιποιητική εποχή.

*

ΤΑΡΙΧΕΥΤΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
Tελικά μας το πούλησαν το σκοινί
αλλά είχαμε μείνει άφραγκοι

*

Στην μνήμη του Σαχτζάτ Λουκμάν

Το βλέμμα του διαπεραστικό απ’ την δύναμη
ενός ονείρου που δεν θα σβήσει ποτέ
συντρίβει την ηττοπάθεια, την μιζέρια
τον σιχαμερό απάνθρωπο ρεαλισμό
δάκρυα δραπετεύουν απ’ τις φυλακές τους
απο την τοξική τους σκόνη
κόβεται η ανάσα.
Ποιος τον θυμάται ακόμα άραγε
βαθιά κοιμάται στον σκουπιδότοπο του διαδικτύου
και καμιά φορά για να εξαγνιστούμε
σκυλεύουμε την άλιωτη μορφή του,
μόνο σ’ ένα μακρινό χωριό κάτι σκιές
απόμειναν να σβήνουνε απ’ τις ριπές του χρόνου
αφίσες που ξεθωριάζουν
και σε κάποια αποθήκη
ένα ποδήλατο που σκουριάζει.

*

ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΘΥΣΙΕΣ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ.
Ω εσύ
πλανημένε απ τα έργα σου
και απο τα ουράνια τόξα
της κατανάλωσης
που να σκεφτόσουν πως η καταιγίδα
ερχόταν καταπάνω σου
τώρα
το αίμα σου πίνουν
τις σάρκες σου μοιράζουν
ένα χριστός έγινες
με το ζόρι
για την ανάσταση του έθνους
σταυρωμένος πάνω στους μεγάλους στόχους
ανάπτυξη
ευημερία
αγορές
και κοίτα
τα τραίνα τρέχουν προς το μέλλον
νέα τραίνα αυτά
γαλανόλευκα
ευρωπαικά
γιάπικα φρεσκοξυρισμένα
χωρίς ντεμοντέ μουστάκια
για να προλάβουνε την ιστορία
κι αν διαμελίσουν στην πορεία τους
το κορμί σου
αναγκαιότητα
μην κοιτάς μόνο την πάρτη σου
αυτή θα την κοιτάς
μόνο όταν είσαι βολεμένος
αν δεν είσαι
να είσαι αλτρουιστής
να δώσεις και την ζωή σου ακόμα
για την πατρίδα
που φυσικά είναι αυτοι
όχι εσύ
εσύ είσαι ότι πουν αυτοί
είτε το παν
είτε τίποτα
οι μέσες λύσεις
τελείωσαν.

`

`

***************************************************************

6. Κατερίνα Καρπούζη

`

Ωρα 4 και μισή

Επανάληψη είναι,
βαρετή είναι,
ανυπόφορη, γδύθηκε
και κουμπώθηκε ξανά.

Στην κρεαταγορά λεν’ το όνομα της
και γελάνε τα σιχαμερά τους γένια
ξεδιάντροπα.

Στον ήχο των τακουνιών της
βλέμματα ένοχα στριφογυρνάνε.
Ώρα 4 και μισή.

Η νύχτα ντυμένη πόρνη
ήρθε νωρίτερα.
Η νύχτα ανταλλάζει κι απαλλάσσει από
τους πόνους με θηλιά.

*

Προς

Άκρως επικίνδυνο
Ένα καρότσι χιόνι
και λίγο δάκρυ
Το ίδιο βάρος.

Ανάμεσα τους
Θα προτιμούσες το δάκρυ ξέρω
Αλλά σήμερα είναι εύκολο να σε σκεπάσω.

Εγκώμια χαράς και θλίψης
Για την παρουσία σου
Χτίζουν οι αισθήσεις μου.

«Αυτόματα θα έρθει το χάος που αγαπάς»,
Είπε ο ζητιάνος ξένος
Κι ακούμπησε τον καθρέφτη.

*

Ονειρο

Σαν προσπαθείς να κοιτάξεις κάποιος σου σφίγγει τα μάτια.
Σαν θες να μιλήσεις κάποιος σου πνίγει τη φωνή.
Όνειρο ειναι ξύπνα.
Δίπλα σου ειναι εκείνος
Και σε προσέχει.

Σαν εχεις μεθύσει κάποιος σε χτυπά στο κεφάλι.
Σαν αδιάκοπα γράφεις κάποιος σου σπάει το μολύβι.
Όνειρο ειναι.
Θυμίσου οτι
Σε προσέχει.

Σαν από όνειρο ξυπνάς κάποιος σου λέει οτι είναι αλήθεια
Κι όταν αθόρυβα μιλάς κάποιος σου ανάβει τα δάκρυα.
Δεν είναι.
Κοιμήσου πάλι.
Αν θέλει, θα σε προσέχει.

`

`

*****************************************************************

7. Κρίστης Ελαίος

`

Ρωγμές

Ρωγμές ανοίγουν σαν περπατάς στ’ όνειρα
Και σχίζουν τη σάρκα των ποδιών
στα όνειρα μου περπατώ πάντα ξυπόλητος
εκεί μέσα στο βαθύ μου ύπνο
που τα περιττά μένουν περιττά
και τα μάτια ορθάνοικτα
μέσα απ’ τις ρωγμές ξεχύνεται ψυχή μου και καβαλά το δρόμο
τότε και μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα
ακούω μια φωνή να με φωνάζει και τρέχω προς το μέρος της

Την ποίηση αν θες να περπατήσεις
θα της δώσεις την Ψυχή σου
κι αν η Ψυχή σου είναι άξια
θα νιώσεις το περπάτημα σου
σαν το στήριγμα του μίσχου.

*
To αστείο.

Ἐρωδιὸς στεκάμενος σέ φάμπρικα ὑψηλῶν
ἐπέρασε σέ κόσμον τό μήνυμα Σοφοῦ
πῶς τό δίκαιον μπορεί αὐτός, εἰπεῖν•
ὡς εἶναι, ἐκπρόσωπος Θεοῦ,
τά τῆς ἀλήθείας ό σκοπός ἐλάλησεν
μιᾶ μάνα, πῶς ὁ ἐλληνισμός ἐσήμερις.
Εἶναι ὡς, μιᾶς δράκας κλάρα.

*

Γυμνό.

Γεσθημανή Γεσθημανή, είσαι μια πόρνη!
Πάνω στα περβάζια των ξε-στυλωμένων μας εκκλησιών•
τόσο αναπάντεχα υπέροχη, που ακόμα και ο πιο βρωμερός πελάτης
θα κατέβει απ’ το βούρκο της υπόσχεσης,
για ένα στα γρήγορα.
Γεσθημανή Γεσθημανή το ακροατήριο είναι πια νεκρό,
τα γεννητικά του όργανα χλοερά σπαρταρούν
στο βωμό των κυπαρισσίων ,
τα νήπια δεν θα σφαγιαστούν,
ο ήλιος δεν θα βουλιάξει
μας ξέχασαν αδερφέ μου
πάνω στα σύνορα της διαφυγής.
ουδέν.

«Kανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές»

$
0
0

[author] Του Σπύρου Αραβανή [/author]

`

`

Διαβάζοντας το πρώιμο μανιφέστο του Σταύρου Θεοδωράκη σημειολογικά θα μπορούσε κανείς να σταθεί σε πολλά: από την εσκεμμένη χρήση του α’ εξομολογητικού προσώπου ως άμεσο επικοινωνιακό τρυκ -ενώ ευαγγελίζεται μια συλλογική προσπάθεια- μέχρι τις γενικόλογες αναφορές που παραπέμπουν σε έκθεση ιδεών Πανελληνίων εξετάσεων (και μαλιστα «κομμένη» εξαιτίας ασυνταξίας, ασάφειας και προκάτ επιχειρημάτων) και την «τυχαία» απαθανάτισή του (με ασπρο μπλουζάκι στη θέση του αλησμόνητου «ζιβάγκο») εν ώρα δράσης στο κέντρο της αίθουσας εξηγώντας στους συνεργάτες του κάτι που όφειλε -ως συνεργάτες του- ήδη να το γνωρίζουν.
`

Παραμερίζω τη χρονική στιγμή της ανακοίνωσης (την επομένη της ξηρασίας της «Ελιάς») ως σύμπτωση και θα μείνω μόνο σε μια ενδοκειμενική παρατήρηση. Εκεί προς το τέλος: «Το τι θα κάνω θα εξαρτηθεί πάλι από εσάς. Αν πάμε καλά στις Ευρωεκλογές, μετά θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε και στις εθνικές εκλογές. Αν αποτύχουμε – αν αποτύχω για την ακρίβεια- τότε μετά τις ευρωεκλογές, θα προσπαθήσω να γυρίσω στη δημοσιογραφία». Τουτέστιν «θα προσπαθήσω», «θα προσπαθήσουμε», «θα προσπαθήσετε» (διαλέγει και παίρνει ο καθένας ό,τι θέλει) για τρείς μήνες. Σαν ένας προπονητής που αναλαμβάνει άμεσα να σώσει μια ομάδα από τον υποβιβασμό ή να κατακτήσει το πρωτάθλημα αν και βρίσκεται σε μειονεκτική θέση (επίσης διαλέγει και παίρνει ο καθένας). Έχοντας όμως  μπροστά του μόνο την προοπτική της επιτυχίας και όχι της αποτυχίας. Τι θέλω να πω; Οτι δεν έχει τίποτα να χάσει όποιο αποτέλεσμα και να έρθει… Όχι όμως όπως το ορίζει ο Μπακούνιν: «Αληθινοί επαναστάτες είναι εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτε». Αλλά με μια ήττα ασφαλή. «Αν αποτύχουμε – αν αποτύχω για την ακρίβεια- τότε μετά τις ευρωεκλογές» και πάλι φίλοι θα είμαστε, σαν να λέει. Όπως ο προπονητής που μοιράζεται με τους παίκτες την επιτυχία, στην ήττα όμως είναι μόνος…

`

Η δημοσιογραφία, λοιπόν, θα τον περιμένει (και ας γράφει παραπλανητικά αυτό το «θα προσπαθήσω») όπως φυσικά θα τον περιμένουν και οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες οι οποίες δεν ανακόπτουν την πορεία τους ούτε τη ζέση που προσφέρουν. Η ζωή θα συνεχιστεί, η ενδεχόμενη αποτυχία θα ξεχαστεί μέσα σε λίγες μέρες ή έστω εβδομάδες ενώ η ενδεχόμενη επιτυχία θα δώσει την επιθυμητή παράταση στον πάγκο. Το πρώιμο μήνυμα, επομένως που εξέλαβα είναι «Τρεις μήνες είναι αυτοί, θα περάσουν. Και βλέπουμε…». Τόση λοιπόν, αγωνία για το μέλλον της πατρίδας μας μόνο για τρεις μήνες; Τόσο μεγάλο όραμα και να εξαρτάται μόνο από τη ψήφο του λαού που δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα τελευταία….; Ακόμα και αν ο Σταύρος Θεοδωράκης έχει τις καλύτερες των προθέσεων (συνεχίζω να απευθύνομαι προσωπικά σε αυτόν και όχι στο συλλογικό της κίνησής του εφορμώμενος από την ίδια του τη γραφή) αυτές ξεκίνησαν με βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό. Η πολιτική όμως είναι μαραθώνιος. Και η αλλαγή που επιθυμεί ο οποιοσδήποτε θέλει να συμμετέχει στα κοινά, μαραθώνιος δρόμος μετ’ εμποδίων. Χωρίς να ανακόπτει την πορεία του το πρώτο στραβοπάτημα όπως και η πρώτη επιτυχημένη κούρσα.

`

Άραγε όμως  ο Σταύρος Θεοδωράκης γνωρίζει τη φιλοσοφική ρήση του Ηράκλειτου «κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές;»

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live