Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Μιχάλης Μαρματάκης, Στίχοι

$
0
0

 

 

 

Ανάκριση

Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και σας ρωτώ πώς να το σβήσω, πώς.
Ρίχνω νερό, ρίχνω κουβέρτες μα δεν σβήνει
είναι ένα μάτι που με τρώει.

Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
και εγώ στους δρόμους τριγυρίζω συνεχώς
γεμάτος τρόμο κι αγωνία που δεν σβήνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με το φως να μ’ ανακρίνει
δεν ξαναπάω στο κρεβάτι με τ’ απαίσιό του το μάτι.

Φύτρωσε μέσα στο κρεβάτι μου ένα φως
κι όλο μου λέει πες μου, λέγε πώς.
Τραβάει τις ρίζες απ’ τις σκέψεις και φωνάζω
γονατιστός κι εξαντλημένος το κοιτάζω.
Δεν τον αντέχω, δεν αντέχω πια τον πόνο
κι ένα προς ένα φανερώνω κάθε πόνο.

Τέλειωσε η ανάμνηση κι ετούτη τη βραδιά
κι εγώ σωρός στου δωματίου τη γωνιά
βλέπω τα θύματα να με κοιτούν θλιμμένα
με βήμα αργό να με κυκλώνουν
και να δείχνουν προς εμένα
και δεν μπορώ να τους κοιτάζω, δεν μπορώ
γιατί είναι ολόιδιοι εγώ.

 

*

Άγρια μυστικά

Πάρε εσύ τη χρυσή γλάστρα γύρω απ’ την τρέλα
και τις νύχτες φόρεσέ την γυμνή,
βγες γυμνή σε χορό στο κορμί μου και γέλα
δεν μπορώ πια ν’ αντέξω προβατάκια αγάπης κυκλοθυμικά
δεν μπορώ σε πρεβάζια λευκά,
με πληγώνει η αγκαλιά της παρθένας που λιώνει.

Πες “ναι”, πες να σ’ αρπάξω στο δικό μου αίμα
βάζω μια κραυγή κι ένα μαχαίρι.
Πες “ναι” στην καταιγίδα που τις νύχτες
μας τ’ αλλάζει σε παγίδες ηδονής.
Πες “ναι” γιατί η αγάπη που το βλέμμα μας
τ’ αλλάζει σε παγίδα ηδονής,πες “ναι”.

Πάρε εσύ τη βροχή της πλημμύρας
που πνίγει και τις νύχτες μούσκεψέ με μ’ αυτήν,
βγες γυμνή στο υγρό μου κορμί για κυνήγι
με σκυλιά και γεράκια θέριζέ μου ηδονές κι άγρια μυστικά,
δεν μπορώ σε κρεβάτια λευκά.

 

 

*

Αρκούδες

Ο ουρανός βρέχει αρκούδες που κάνουν τούμπες
και κατεβαίνουν σαν πεταλούδες
ο κόσμος τρέχει ξετρελαμένος απ’ την τρομάρα
τρέμουνε όλοι και ξεφωνίζουν απ’ τη λαχτάρα

Μα οι αρκούδες που κατεβαίνουν
που κατεβαίνουν σαν πεταλούδες
στη γη καθίζουν
χαμογελάνε και τρώνε φλούδες

Και συ που τρως το φαγητό σου αποχαυνωμένος
και συ που αγγίζεις γλυκά σημεία μεθυσμένος
έφτασε η ώρα να βγεις στο δρόμο ξεσπαθωμένος
έφτασε η ώρα να βγεις στο δρόμο με δράκου μένος

Ήρθαν οι βάρβαροι απ’ την Ασία
που περιμένεις κι αν μείνεις μέσα δεν προλαβαίνεις
και θα τη χάσεις μια και για πάντα
την ευκαιρία να πολεμήσεις με τα θηρία

Γιατί οι αρκούδες μόλις μασήσουν όλες τις φλούδες
θα ξαναφύγουν πάλι όπως ήρθαν σαν πεταλούδες
κι εσύ θλιμμένος σ’ ένα κρεβάτι ασβεστωμένος
θα καυγαδίζεις μικροκαυγάδες με δράκου μένος

 

*

Άσπρο μπλουζ

Στα μάτια μας χορεύει ο χωρισμός
βαμμένος πάλι με τα χρώματα πολέμου
αγάπη που μουσκεύει με βενζίνη ο κυνισμός
το σπίρτο περιμένει και το φύσημα του ανέμου

Και δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη
που να δηλώνει απαπαγάλιστα τη σκέψη
κουμπιά πατάμε με μανία στο κορμί μας
για ν’ ακουστεί το μαγνητόφωνο, η φωνή μας

Στο βλέμμα μας χορεύει ο χωρισμός
κρατά ντουφέκι με το δείχτη στη σκανδάλη
αγάπη που κατάντησε αλήτη ο λυρισμός
ψάχνει να βρει ξυπόλητη τουλάχιστον σανδάλι

Και δε μιλάμε, δε μιλάμε πια με λέξεις
σαν παπαγάλοι ξεφωνίζουμε τις σκέψεις
κουμπιά πατάμε με μανία στο κορμί μας
για ν’ ακουστεί το μαγνητόφωνο η φωνή μας

 

*

Ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ

Ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ
σ’ ένα κρεβάτι είναι κρυμμένοι
κι αγκαλιασμένοι έχουν σκοπό
να μείνουν έτσι εκεί χωμένοι
στόμα με στόμα κολλημένοι
μέρες και νύχτες μήνες χρόνια
ώσπου πια γέροι στα εκατό
να ξεψυχήσουν ξαπλωμένοι
σφιχτά-σφιχτά αγκαλιασμένοι
και με το στόμα και με το στόμα,σε φιλί.

Ένα αγγελούδι τους ταΐζει
τους πλένει και τους ξεσκονίζει
μα ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ
δεν βρίσκουνε καθόλου ώρα
δεν σταματούν ποτέ πια τώρα
γιατί έχουν στόχο και σκοπό χίλια φιλιά
κάθε λεπτό κάθε λεπτό
ο μ’ αγαπάς κι η σ’ αγαπώ.

Ο μ’αγαπάς κι η σ’αγαπώ
έχουν πεθάνει πια από χρόνια
και στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι,
έχουνε μείνει ξεχασμένοι,
στόμα με στόμα, κολλημένοι.
Μα δεν τους βλέπει ανθρώπου μάτι
γιατί είχαν κρύψει το κρεβάτι
για να μπορούνε κάπου-κάπου
ξεφεύγοντάς του, του θανάτου
να δίνουν να δίνουν ξαφνικό φιλί

 

 

*

Σκόνη

Αχ η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη
αχ η ζωή που χάθηκε στη σκόνη

Αχ το φεγγάρι που έσβησε
τ’ ασημένιο φεγγάρι
η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

Η μέρα μου έρημη κίτρινη μέρα
χαρές που βουλιάξατε
πνιγμένες χαρές μου

Ζωή μου που καίγεσαι
στον κίτρινο αέρα
η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη
η ζωή που χάθηκε στη σκόνη

*

Το τραγούδι της νύχτας

Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.

Αίμα στο σώμα μου και τ’ όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
φαντάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ’ όνειρο άσπρο
στο χώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ’ αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μαι λέξη σαν ”άσ’ το”.

Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ’ ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα

‘Να ‘μαι και να ‘μαι” φωνάζω κοντά στον καθρέφτη
”γυναίκα από πέτρα μα ψυχή βιασμένη”
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
”να ‘μαι και να ‘μαι” ψελλίζω μπροστά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
”να ‘μαι και να ‘μαι” υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέω σπασμένη.

Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ’ ένα κάλπικο ψεύτη.

Ξυπνώ μουσκεμένη…

 

 

*

Φυλακές ανηλίκων

Α’ μέρος

Ακούστε τα κλειδιά, πως τρίζουνε,
τα κάγκελα ακούστε, πως βροντάνε,
φωνές, από τους φύλακες, που βρίζουνε,
κάτι σαν απομόνωση, ή σαν φαΐ ζητάνε.

Μην κοιμηθείτε μπρούμητα,
μην κοιμηθείτε ήσυχα,
το ‘να σας μάτι ανοιχτό,
γιατί απόψε, έχουν σκοπό,
οι φύλακες στ’ αφεντικό,
σάρκα ανθρώπινη να πάνε,
γιατί ζητάει φαΐ εκλεκτό.

Στην απομόνωση κλειστός,
πέθανε πάλι ένας μικρός,
με κουτουλιές στον τοίχο.
Της φυλακής το καθεστώς,
μαζί όπως πάντα κι ο γιατρός,
γράψαν πως είχε τύφο.

Το θάψαν λέει στην αυλή,
μα υποψιάζομαι πολύ,
πως θα τον φάνε οι φύλακες.
Γι’ αυτό φωνάζαν σα σκυλιά,
εκεί που κλείναν τα κελιά,
με σύρτες κι αλυσίδες.

Β’ μέρος

Στην απομόνωση κλειστός,
χάνει τα μάτια του ο Χριστός,
πάνω στην εικονίτσα.
Με δυο νυχιές κι είναι τυφλός,
σκεφτόταν κι έκλαιγε ο μικρός,
δεμένος μ’ αλυσίδες.

Ήτανε πέντε την αυγή,
όταν ακούστηκε η κραυγή,
που πάγωνε το αίμα.
Στην απομόνωση κλειστός,
ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.

Ξέρω κομμάτια είν’ ο νεκρός.

 

*****

Ο Μιχάλης Μαρματάκης ήταν ο βασικός στιχουργός του γκρουπ «Τερμίτες» (1980-1988)


Samuel Beckett, “Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες” (μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου)

$
0
0

Samuel Beckett
extrait de “Poèmes, suivi de
Mirlitonnades”, Minuit éd.1978

*

Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι ν’ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου

*
Dieppe
Ακόμα η τελευταία άμπωτις
Το νεκρό βότσαλο
Στροφή βάδην μετά
Προς την φωτισμένη πόλη

*

Έρχονται
διαφορετικές και ίδιες
Με καθεμιά τους είναι διαφορετικά και είναι ίδια
Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι διαφορετική
Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι ίδια

*

μουσική της αδιαφορίας
καρδιά χρόνος αέρας φωτιά άμμος
της σιωπής καθίζηση ερώτων
κάλυψε τις φωνές τους και μη
με ξανακούσω πλέον
να σιωπώ

*

Η μύγα
Ανάμεσα στο σκηνικό κι εμένα
Το τζάμι
Κενό εκτός από εκείνη

Μπρούμητα ξαπλωμένη
μαγγωμένη μες στα μελανά της έντερα
Κεραίες τρελαμένες πτερύγια ενωμένα
Πόδια πλεγμένα στόμα θηλάζον στο κενό
Σπαθίζοντας το κυανό συνθλίβεται στο αόρατο
Κάτω από τον ανίσχυρό μου αντίχειρα ανατρέπει
Τη θάλασσα και τον γαλήνιο ουρανό

*

Ακολουθώ τη ροή της άμμου που γλιστρά
Ανάμεσα αμμόλοφο και βότσαλο
Η θερινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
Εμένα τη ζωή μου που μου διαφεύγει με καταδιώκει
Απ’ όταν άρχισε μέχρι που να τελειώσει

Σε βλέπω αγαπημένη στιγμή
Μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα ομίχλης που διαλύεται
Όπου θα σταματήσω να πατώ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια
Θα ζήσω τόσο όσο διαρκεί το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας

*

Θα’θελα να πεθάνει η αγάπη μου
Και η βροχή να πέφτει στο νεκροταφείο
Και στα δρομάκια όπου βαδίζω
Χύνοντας δάκρυα βροχή για κείνη που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε

Παναγιώτης Ξουραφάς, Δύο ποιήματα

$
0
0


Cri Urbain

Συμπολίτης της αποξένωσης
ψάχνω το αξιόχρεο τού φόβου
με την ελπίδα πως παράπεσε
μες στο συρτάρι τών γιασεμιών.
Η νύχτα αυτή αργοκυλάει βαθιά
στο δίκταμο τής καυτής πέτρας.
Στο χιόνι τής ημίαιμης πλαγιάς
η αυγή ανταμώνει το λιόγερμα.
Θα σας πω τι είναι γιά μένα οργή:
Οργή είναι δυό απλωμένα χέρια
δίχως πρόσωπο και δίχως σώμα
στο φίλτρο δύο βλοσυρών ματιών’
σαν ένα υποτιθέμενο φόντο ζωής
σε γκρο-πλαν ακίνητης οδύνης.

Στο μεταξύ, ακόμα ο ουρανός
σαν κύκνος τού αργού θανάτου
ερμηνεύει αμφίσημα ρέκβιεμ.
Στούς κάδους τής Αχαρνών
αντηχούν απορρίματα ψυχών.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν:
Ο απόλυτος αστικός θάνατος
έχει υψηλή νεωτερικότητα.
Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
ξεθωριάζω σαν παλιά ασφάλεια
γυρνάω και γερνάω κάθε στιγμή
με την ευχάριστη ψευδαίσθηση
μιάς κάποιας επανάστασης.

*****
Ώσμωση

 

Άκκιζε χρώματα η καρδιά
Και χαλινάρια ανάγλυφα
Κροτάλιζε η τεθλασμένη νύχτα.
Ηταν ανήσυχη η αγκαλιά
Τής δίχωρης θάλασσας.
Ο κήπος με τα λειψοφέγγαρα
Ύψωνε φθόγγους γιασεμιών
Και σιγοτραγουδούσε
Ονειρόσπιτα από ασβέστη.
Με πρόσμενε νωπός
Ο απόηχος της ανάσας
Τού κοριτσιού, καθώς
Ξεκούμπωνε το πέλαγος
Στη συμμετρία τού αστερία.
Με πρόσμενε το νυχτικό
Καίκι τών ματιών της, καθώς
Έπλεκε αγάπες αδυσώπητες
Στών αστεριών το παραγάδι.
Νωχελικά με πρόσμενε εκεί
Με τα φιδίσια μάτια της
Σαν μιά κλειδωμένη ανάμνηση,
Ενα αυλάκι φως στη σκοτεινή
Ώσμωση τού μέλλοντος.
Πώς έλεγε ο ποιητής:
“Το κρεβάτι μας είναι ένα καράβι
που πάει στο αύριο χωρίς εμάς”

 

 

******************

Εργαζομαι σαν ψυχίατρος στο 18Ανω. Διατηρώ το μπλογκ ποίησης, με το ονομα poetreated (www.panosx.blogspot.com)

Βασίλης Λαλιώτης, “Τουιττέρια για τον Σπύρο Αραβανή”

$
0
0

Δεν υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που στοχεύει στην ποίηση στις μέρες μας και να μη ξέρει πως στο κέντρο της αναμονής κυβερνάει η αίσθηση της περιττότητας. Και από τη στιγμή που δεν γράφει από ξεχείλισμα, αλλά από πρόθεση αναφοράς σε μιαν αγορά, δεν έχει άλλο τρόπο παίρνοντας το λόγο, από το δρόμο της αυτολογοκρισίας.

Ο Σπύρος Αραβανής ζει ως νομάδας σε κάθε ζήτηση γραφής των ημερών. Με προσεκτικές μετακινήσεις στο παγιδευμένο από κάθε είδους απειλές της εξουσία τοπίο, συλλέκτης του ήθους προσώπων που έζησαν της παρουσία και την ήττα τους ίσως στην επιφάνεια του παρόντος της πολιτιστικής δημοσιογραφίας, ζητάει έργω νομίζω τον «ευσυγκίνητο άνθρωπο» που έβαζε σαν πρόταγμα ο Χειμωνάς.
Η έργω άποψη της ποίησης που καταθέτει είναι η ανάληψη μιας παράδοσης όπου η ποίηση είναι η μνήμη ενός ηθικού αιτήματος στο αυτί της πολιτικής. Κάτι το αναχρονιστικό σε μιαν εποχή εξευτελισμού του ρόλου του ποιητή. Την παροντοποίηση του ηθικού αυτού αιτήματος την παράγει με έναν διάλογο, ο οποίος βλέπει πλάγια και προς το έργο όσων διαλέγεται , αλλά και στον έλεγχο της υπό άλλους όρους παρουσίας του στο παρόν.
Ο ορίζοντας αυτού που θεωρεί αγορά της ποίησης, περιέχει όλους τους τόπους του ενεργού λόγου. Τόσο την γραμμένη στα παραδοσιακά πλαίσια της φιλολογίας, όσο και την τραγουδισμένη, στην ιδιαίτερη εκείνη μορφή που μας παραδόθηκε ιστορικά, όταν η γραπτή ποίηση μέσα από την τραγουδισμένη είχε τη μεγαλύτερη κοινωνική της επίδραση.

Ο Αραβανής βρίσκεται διαρκώς εντός του Ιστορικού, όχι με την έννοια της τρέχουσας ιστορίας, αλλά με εκείνη την κάποτε βαρύθυμη γλώσσα που κάνει την ιστορία μοίρα και όπου τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη παραμένουν ανεκπλήρωτα και επιβάλλουν σκοτεινούς στοχασμούς πάνω σε απωλεσθέντα όνειρα για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο.
Αυτό το «πόδι που του πατάει τη γλώσσα», τον κάνει ένα είδος φρουρού από τον Αγαμέμνονα που κληρονομεί την αγρύπνια ενός μεταπολεμικού ανθρώπου, που το αίτημά του είναι διαρκές, σε κύκλους του χρόνου που πηγαίνουν από την Ύβρη στη Νέμεση, γιατί οι κοινωνία μας εξέπεσε των ποιητών της.
Το καθήκον του πιστεύω πως διαφαίνεται κιόλας: Να αλαφρώσει και να διαυγάσει αυτό τον ορίζοντα όπου διαμένει ως ποιητής, παράγοντας κείμενο που θα παραμένει γέφυρα ανάμεσα στις αγαπημένες φωνές και στα αιτήματα κάθε φορά του παρόντος.
Κάθε εκδοχή του ποιητικού έχει την ισχύ αυτού που την αναλαμβάνει έργω και καταθέτει την ψυχή του γι αυτήν. Και κάθε εκδοχή γραφής έχει την αξίωση να γίνει μέτρο της κριτικής που πηγάζει απ’ αυτήν. Ας πούμε ότι σας έδωσα το πεδίο και τον τόπο που ρίχνει τις ζαριές του. Δεν έχει τόσο σημασία να συνεχίζουμε στο πλαίσιο μιας γραφής. Το εντοπίζουμε ανοιχτοί και για τις ανατροπές του και προσέχουμε πως κάθε φορά υλοποιείται από ποίημα σε ποίημα. Εκεί βρίσκεται και η τελική κρίση των προθέσεων.
Ο Αραβανής μου κάνει την τιμή να είναι φίλος μου. Για φίλο μιλάω, να εξηγούμαστε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, που αναφέρεται στα εσωτερικά της φιλίας μας, περισσότερο πρέπον θα ήταν, σαν έκπληξη, ένα επιθαλάμιο. Ας αρκεστεί σε αυτό που έγραψα. Και ας μας επιτρέψετε μια σεμνή και εκ του πλαγίου δημόσια εγγραφή μιας από τις σημαντικές στιγμές του βίου του. Και η ζωή ας μας επιτρέψει τους ευνοϊκούς θύλακες του χρόνου που χρειάζονται τα ποιήματα.

**************

Walt Witman, Song of the Open road

Ακούστε την απαγγελία του ποιήματος ΕΔΩ

Listen, I will be honest with you
I do not offer the old smooth prizes
But offer rough new prizes
These are the days that must happen to you:
You shall not heap up what is called riches,
You shall scatter with lavish hand all that you earn or achieve.
However sweet the laid up stores,
However convenient the dwelling, you shall not remain there.
However sheltered the port, however calm the waters, you shall not anchor there.
However welcome the hospitality that welcomes you,
You are permitted to receive it but a little while Afoot and lighthearted, take to the open road
Healthy, free, the world before you the long brown path before you, leading wherever you choose.
Say only to one another:
Camerado, I give you my hand!
I give you my love more precious than money; I give you myself before preaching and law:
Will you give me yourself?
Will you come travel with me?
Shall we stick by each other as long as we live?

Στην Ειρήνη (Σ. Α.)

Dino Campana (1885-1932)[ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #9-Τέλος]

$
0
0

 

 

Ο πρώτος μείζων Ιταλός ποιητής του εικοστού αιώνα ήταν ο  Ντίνο Καμπάνα, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές σ’ όλον τον κόσμο. Ο Καμπάνα γεννήθηκε στη πολίχνη Marradi, βόρεια της Φλωρεντίας. Ακόμη κι όταν ήταν παιδάκι αισθανόταν απομονωμένος, και οι αστοί της πόλης του -όπου ο πατέρας του ήταν γυμνασιάρχης - τον είχαν χαρακτηρίσει «παράξενο». Το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια τον πέταξε έξω ως επικίνδυνο για τις ιδέες του και τα πειράματα στη χημεία. Εξέδωσε τη μόνη του ποιητική συλλογή, Ορφικά τραγούδια (Canti orfici) το 1914 (μια συγκεντρωτική έκδοση έγινε το 1952 με τίτλο Canti orfici e altri scritti). Περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, Ρωσία και Νότια Αμερική, δουλεύοντας ως τροχιστής μαχαιριών, πυροσβέστης, εργάτης, μέλος ορχήστρας, μπάτσος, ναύτης, θυρωρός, κ.λπ., και διέμεινε στη φυλακή και σε φρενοκομείο. Κατετάγη στο στρατό, προήχθη σε λοχία, τρελάθηκε και πάλι τον πέταξαν έξω. Πέθανε σ’ ένα φρενοκομείο πριν γίνει πενήντα.

 

 

 Στο χειρότερό του σημείο ο Καμπάνα ήταν ένας διανοητικά ανισόρροπος, ρητορικός παρηκμασμένος, οι έξαλλες ροκοκό φανφάρες του κρύβουν την ψυχική του οδύνη και ευαισθησία. Αλλά στο φόρτε του ανήκει στους καλύτερους της παράδοσής του, που είναι αυτή του poète maudit: παιδί με ευπρέπεια, η προσωπική αγωνία του οποίου γίνεται έντονα αισθητή. Η διανοητική του σύγχυση είναι παραδειγματική στη δήλωσή ότι ήταν «ιμπεριαλιστικός αναρχικός»- ανοησία, βέβαια, και ένας που λέει κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι ανόητος. Πάντως η καλύτερη ποίηση του Καμπάνα είναι στην ουσία η συνδιαλλαγή τέτοιων αντιθέσεων: η αγάπη και η λατρεία για την Τσιγγάνα που φιγουράρει σ’ αυτές -ειδωλολατρικά και ηθικά αισθήματα- κατάθλιψη και εξύψωση. Διανοητικά φαίνεται ότι έπασχε από συναισθηματική διαταραχή που τον ωθούσε σε καταστάσεις, όπου κατάθλιψη και ευφορία αναμειγνύονταν σ’ ένα είδος αφόρητης παράνοιας -παράνοια λαθεμένη από ιατρικής πλευράς, αλλά σπαρακτική για τον υποφέρων. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει την περίπτωσή του ως σχιζοφρένεια -που δεν είναι βέβαια συναισθηματική διαταραχή - αλλά συχνά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις μερικές συναισθηματικές καταστάσεις από σχιζοφρένεια - μάλιστα οι περισσότεροι ποιητές είναι από τη φύση τους μανιοκαταθλιπτικοί.

 
Ο Καμπάνα είναι ονειροπόλος ποιητής που καταγράφει την άκαρπη προσπάθειά του να χάσει την μισητή, την άρρωστη, προσωπική του ταυτότητά μέσα σε νέες εμπειρίες και νέα θέματα ο λυρικός τόνος είναι τόνος ελπίδας που δεν εγκαταλείπει ποτέ. Πάντως μετά το 1916 δεν φαίνεται να έχει γράψει τίποτε άλλο. Ο Καμπάνα δημιουργούσε ωραίους τόπους στη φαντασία του, και για ένα διάστημα έκανε περίπατο μέσα σ’ αυτούς, όπως στο Φθινοπωρινός κήπος:

Στον κήπο-φάντασμα, στην κλαδευμένη δάφνη
Των ποιητών τα ψιθυριστά πράσινα στέμματα
Στις χώρες του φθινοπώρου
Ένα τελευταίο αντίο!
Στις καψαλισμένες ανώμαλες πλαγιές
Που κοκκινίζουν το ηλιοβασίλεμα
Η μακρυνή ζωή φωνάζει
Μ’ ένα κροτάλισμα στριγγλιάς:
Φωνές στον ήλιο που δύει
Και αιματώνει παρτέρια λουλουδιών.
Σαλπίσματα ακούγονται,
Θορύβου μαχαίρι σηκωμένο: ο ποταμός βυθίζεται
Στην επίχρυση άμμο του ήσυχα
Στις άκρες των γεφύρων, τα κεφάλια τους στραμμένα αλλού,
Στέκουν τα λευκά αγάλματα.
Το παρελθόν παρήλθε
Και η σιωπή που ανεβαίνει βαθειά από μέσα της
Σαν μια τρυφερή και μεγαλοπρεπή χορωδία
Λαχταρά το ψηλό μπαλκόνι μου
Και στην μυρωδιά της δάφνης,
Στης δάφνης την ξινή και αδρανή μυρωδιά,
Ανάμεσα τα αγέραστα αγάλματα στον τελικό ήλιο
Αυτή έρχεται σε μένα, είναι εκεί.

Εδώ εσωτερική και εξωτερική εμπειρία συγχωνεύονται - και όμως το ωραίο όραμα είναι βαρυμμένο με απειλή. «Αυτή» είναι η Τσιγγάνα φιλενάδα του Καμπάνα- και ο τόπος είναι μια Φλωρεντία (οι Κήποι Μπόμπολι) μεταμορφωμένη στη φαντασία του ποιητή. Μας παρουσιάζει ένα πορτρέτο της Τσιγγάνας φιλενάδας του στο τρομακτικό και θαυμάσιο ποίημα Μια παράξενη Τσιγγάνα, όπου συγκρίνει το απειλητικό του όνειρο με την πραγματικότητα που φαίνεται να αδικεί. Σε τέτοια ποιήματα ο Καμπάνα πετυχαίνει μια ενορατική αγνότητα σπάνια στον εικοστό αιώνα.

 

*************

 

 

Νίκος Βουτυρόπουλος, «Σχετικά με το Χιόνι»

$
0
0

Είναι φορές που δεν τολμώ να σηκώσω
ένα
δάκ
ρ
υ

Έλεγα κάποτε θα βρω τα διαστήματα των πράξεων
τις κρυφές αντιστοιχίες των λέξεων
το χώμα θα σκάψω ως το πρώτο απολίθωμα του ήλιου
θα οργώσω το χιόνι μέχρι ν’ ανθίσει
η τελευταία βουνοπλαγιά
και τυφλός απ’ τον χρόνο παρέα θα ζήσω
με πρόσωπα αγαπημένα.
Σχεδόν τα κατάφερνα
αν δεν ήταν πάντα αυτή η μικρή ανησυχία
κάτω απ’ τον έλατο-
πιο σοφός κι απ’ τους ποιητές των αιώνων
ν’ αφουγκράζεται τις εποχές.
Τότε κινούσα πάλι για τον σκοπό
που με κρατά ζωντανό
σ’ ένα καταμεσήμερο άγγιγμα της φτέρης
μακριά απ’ τις φλύαρες πόλεις
και τη μικροπρέπεια των ανθρώπων
περπατούσα μέρες και νύχτες
μέσα σε σύννεφα
πάνω σε βράχια και πάγους
πότε στα τέσσερα πότε γλιστρούσα
και σχεδόν τα κατάφερνα
αν δεν ήταν πάντα αυτή η επιστροφή
στο ασφαλές αδιέξοδο της πόλης
να με κάνει πάλι να ψάχνω
μια γκρίζα γραμμή στον ορίζοντα
σε δρόμους από δέρμα βουνών
που κατρακυλά σε ρυάκια.

Ε εσύ ονειρομαχητή
βουβή ταξιδιάρικη κουκίδα
πόσο θ’ αντέξεις το κλάμα της πέτρας;
Θα σε στραγγίσουν οι βουνοσκιές
τρίμμα θα γίνεις απ’ το φιλί
της άγονης κορφογραμμής.

Και δος του πάλι μακριά
ως να ‘ρθει το πρώτο χιόνι
με τα μάτια στις ώρες
και στου ξύλου την ανάσα: στιγμές
που δεν ξαναγυρνούν
σαν της πεταλούδας το τελευταίο πέταγμα.
Είν’ άραγε οι στιγμές κάτι άλλο
από εικόνες; Σε λόγια ξοδευτήκαμε
κι έρημες μείνανε οι φωνές σε σκιές φευγάτες
καρφωμένα τα βλέμματα.
Δώστε μου πάγο να μασήσω!
Όπως ένα βράδυ με κεραυνούς
μύριζε άζωτο απ’ τις καμένες μας τρίχες
χαμένοι στη θύελλα του Λευκού Όρους
να ξαναζούμε το χρονικό
μιας άχρηστης κατάκτησης.

Πώς να διαλέξεις τον σύντροφο;
Όταν δίπλα σου είναι
συμβαίνει απλά να χαίρεσαι
τον καιρό των μικρών πραγμάτων
αλλά πάλι θα κινήσουμε μες τη νύχτα
μόνοι θα ‘μαστε μέχρι το φως
ν’ αγκαλιάσει το έσχατο βήμα
γιατί ‘ναι οι γυναίκες μας
πλασμένες για παιδιά
αδερφάκι μου
σαν τα δικά μας
κι εμείς παιδιά μάνας
που ‘πε τα μισά
και τα ‘δωσε όλα-
θυμάσαι τότε που έλιωνε στην κορτιζόνη;
Κι εμείς ψάχναμε πίσω από τζάμια
τη νέα απόδραση
μακριά απ’ τις φλύαρες πόλεις
και τη μικροπρέπεια των ανθρώπων
ώσπου βρεθήκαμε κάτω
απ’ τη βαριά σκιά του πατέρα
με πεπρωμένο μια πέτρα
που κυλά στο χιόνι.

Τόσοι φίλοι που χάθηκαν-
πόσο μάταιη είναι η γνώση τους;
Δε θα το μάθουμε ποτέ
κρυφά θα βαδίσουμε
ως την τελική ανάσα
συννεφοπαρμένοι απ’ της ζωής
το μέγιστο ερώτημα
θα δαγκώσουμε σχοινί και μέταλλο
σε κάθετες διαδρομές όπου
ο θάνατος σφυρίζει απρόβλεπτα-
αλλά τώρα πως να μιλήσουμε
για το ανθόγελο;
Μέσα μας καρτερά η νύχτα
και τόσα χρόνια ψάχνουμε
την άλεκτη κουβέντα των παιδιών
ασθενείς και οδοιπόροι
με φόντο μιαν απάνθρωπη πόλη
θα εξαντλήσουμε τις στιγμές
γιατί ξέρουμε να ματώνουμε
κι η φαντασία μας άλλο δεν είναι
από το χέρι της πραγματικότητας.
Όμως μέσα μας καρτερά η νύχτα
βαθιά πηχτή αδημιούργητη
σα μιαν αλήθεια που της λείπει το λάμδα.
Έπειτα είν’ όλο αυτό το αίμα
βουβό και πύρινο
και του νερού η διάρκεια
δε μας αφήνει σε ησυχία
μόνο κάτι ώρες πέρα απ’ τη μνήμη
στο μάτι της απόσπασης όταν δεν υπάρχει
παρά το άρωμα από ένα αγριολούλουδο
γίνεται το αξεπέραστο καλοκαίρι της ζωής μας.
Θυμάσαι κάτι φεγγάρια με απόγνωση;
Θα γυρίσουν οι εποχές αντίστροφα
ο έλατος θ’ αφουγκράζεται χώμα κι άνεμο
μακριά θ’ αντηχούν όνειρα παιδικά
και μες τη δίψα της μέρας που δεν ήρθε
θα σταθείς γιός του σκότους στεφανωμένος
ρυτίδες άγριας συγκατάβασης.

Χιλιόμετρα χιλιάδες ένα βράδυ
κάτω από ροδόδεντρα στην καρδιά της Ασίας
ένα άλλο στην όχθη μιας λίμνης
που δεν είδαν ποτέ οι Ίνκας
ύστερα κείνοι οι σάπιοι πάγοι στο Μάουντ Κένυα
οι γρανιτένιες βελόνες των Άλπεων
οι σιδηρές οδοί στους Δολομίτες-
δύσπνοια και πονοκέφαλος. Και πάλι
επιστροφή στο ασφαλές αδιέξοδο της πόλης
με τον ήλιο να δύει πίσω από σβησμένα πρόσωπα
και δάκρυα να φτάνουν μέχρι τον Κόλπο της Βεγγάλης.

Ένα ποτηράκι ακόμη…
τσούγκριζε ο γέρος μας και ρωτούσε:
για δεν κατεβαίνει να πιεί ένα
μαζί μας ο Ευλογημένος;
Τόσο ακατάδεκτος είναι;
Κι έφυγε ο γέρος δίχως εγγόνι
μες του κρασιού την κάψα μεσημέρι.
Θα σου φέρω γέρο μου
εγγόνι στον παράδεισο!
Πιές άλλο ένα και θ’ ανταμώσουμε
στην ίδια πάντα ζάλη.
Μετά έκλαψε για του γιού του
την κίνδυνη σκέψη. Μάνα
θα σου χαρίσω σύννεφο είπα
κι έψαξα γι’ άλλη οικογένεια.
Μια ήρεμη κουβέντα ζητάνε οι άνθρωποι
τι άλλο;
Το ξημέρωμα με βρήκε στις Άνδεις
να σφίγγω τα δόντια απ’ το κρύο.
Κανείς δε με περίμενε
είχα μπροστά μου ακόμη
χιλιόμετρα χιλιάδες ως το τέλος ενός ταξιδιού
που άρχισε πριν χρόνια
αλλά ήξερα καλά: να φεύγεις
είναι το ευκολότερο πράμα στον κόσμο
τα δύσκολα τα βρίσκεις κει που πας.
Και πάντα μπροστά στο ίδιο ερώτημα:
που θα φτάσω; Όπως ένα πρωϊνό
στα Ιμαλάια έπρεπε να γυρίσουμε πίσω
στις φλύαρες πόλεις και στη μικροπρέπεια
των ανθρώπων όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Δεν παίζεις ζάρια με τον θάνατο
σκάκι καμιά φορά.

Έλα γυναίκα μου
να γλυκαθούμε.
Άσε τη Μεσόγειο:
φλεγόμενη βάτος
σαν τη μεσαία τάξη.
Πόσα τραγούδια αντίκρισες;
Θα σου κλέψω το ένοχο γέλιο
φτερό θα γίνω
στην κίτρινη πλεξούδα σου.
Το παιδί και τα μάτια σου!

Λίγο έλειψε να θαφτώ στο χιόνι
πόσες φορές δε μέτρησα μόνο
νοστάλγησα τη στέπα και το βόρειο σέλας:
όσα δεν είδα μα τυφλά ακολούθησα
την κοίτη ενός λογισμού
για να χαθώ στο είναι μου.
Πώς να βρω τώρα την κατάλληλη λέξη;
Στον πάγο φυτρώνει μιας μνήμης επίμονης
με σύνορο τον πόνο: σκιά καυτή στην άβυσσο.
Μέτρα ως το τρία κι όλα τ’ αστέρια
θα πέσουν για ύπνο.
Πάμε; Ένα δυο…

Ξυπνήσαμε στο ύστερο φως
ο παγετώνας ύπουλο φίδι.
Μου ‘λεγες να βιαστώ
μοναδική μας ασφάλεια ο χρόνος
κουρσάρος ο καιρός.
Πιο γρήγορα…πιο γρήγορα…
στο σάπιο γρανίτη αφυδάτωση.
Σκέψη καμιά. Είσαι μόνο τα πνευμόνια σου.
Δώσε! Τράβα! Πρόσεχε!
Πιο γρήγορα…πιο γρήγορα…
ως να νυχτώσει. Το φεγγάρι μενταγιόν
στο λαιμό του γαλαξία.
Είσαι μόνο τα μάτια σου
καθώς γέρνουν κλείνοντας μέσα τους
μια ελάχιστη λάμψη από ανέφικτο.

Στιγμιότυπα λόγια: η συνείδηση δε φοβάται το κρύο-
ο αιώνας φορά τη σάρκα σου ανάποδα.

Τι να σκέφτεσαι τώρα; Περάσανε οι μουσώνες
της νιότης σου όταν για μήνες κρυβόσουνα
μέσα στο άσπρο και τις νύχτες ζούσες στο πουθενά
κρεμασμένος με το σύμπαν μαύρη πληγή
και τον χρόνο κρύσταλλο στα ρουθούνια.
Μακριά στο γαλάζιο κυματομέθησε η καρδιά.
Ο ουρανός συμβιβάστηκε
και μεις σκορπίσαμε στους πέντε ανέμους.
Κάτι λέξεις μείνανε από τραγούδια
που δε θυμόμαστε πια.
Γίναμε ό, τι συνηθίσαμε όπως σβήνει μια φωνή
όταν κλείνει η πόρτα.
Πώς να συγκρίνεις τη νύχτα;
Για το χιόνι τι να υποθέσεις;
Καλύτερα μίλα μου για το παιδί που δεν είσαι!
Για πεταμένα λουλούδια! Το βάσανο αύριο!
Ύστερα άσε με στη φλόγα μιας θύμησης
για δε θέλω ν’ ακούσω άλλα.
Με περιμένει ένας άπιαστος βράχος.
Κατά κει θα πάω κι όσο αντέξω.

Allen Ginsberg, «Αμερική» (μετφρ.: Κλείτος Κύρου, περ. “Μαρτυρίες” τ.χ.9, 1964)

$
0
0

 
Αμερική όλα σου τάχω δώσει και τώρα είμαι ένα τίποτε.

Αμερική δύο δολλάρια κ’ εισοσιεφτά σεντς 17 Ιανουαρίου 1956.

Δεν το χωράει ο νους μου.

Αμερική πότε θα σταματήσουμε τον ανθρώπινο πόλεμο;

Δεν έχω κέφι μη με πειράζεις.

Α σικτήρ με την ατομική σου μπόμπα.

Δε θα γράψω το ποίημα μου πριν έρθω στις καλές μου.

Αμερική πότε θα γίνεις αγγελική;

Πότε θα πετάξεις τα ρούχα σου;

Πότε θα δεις τον εαυτό σου μέσα απ’ τον τάφο;

Πότε θα γίνεις άξια για το ένα εκατομμύρια αγωνιστές σου;

Αμερική γιατί είναι οι βιβλιοθήκες σου γιομάτες δάκρυα;

Αμερική πότε θα στείλεις τις μπόττες σου στην Ινδία;

Μ’ αρρώστησαν οι παράλογες αξιώσεις σου.

Πότε μπορώ να μπω στα μαγαζιά και ν’ αγοράσω ό,τι χρειάζομαι με την ομορφιά μου;

Αμερική στο κάτω - κάτω είσαι συ κι εγώ που είμαστε τέλειοι κι όχι ο κόσμος που θάρθει.

Οι μηχανές σου ξεπερνούν τις δυνάμεις μου.

Με κατάντησες να θέλω να γίνω άγιος.

Θα υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος να ξεκαθαρίσουμε αυτή τη διαφορά.

Ο Μπάροουζ είναι στην Ταγγέρη δεν πιστεύω να γυρίσει είναι φοβερό.

Μήπως είσαι συ απαίσια ή πρόκειται για κάνα έξυπνο χωρατό;

Προσπαθώ να φτάσω στο θέμα.

Αρνούμαι να εγκαταλείψω την έμμονη ιδέα μου.

Αμερική πάψε να σκουντάς ξέρω τι κάνω.

Αμερική πέφτουν οι ανθοί απ’ τα δαμάσκηνα.

Έχω μήνες να διαβάσω εφημερίδες, κάθε μέρα και κάποιος δικάζεται για φόνο.

Αμερική νιώθω συμπάθεια για τους Γουόμπλυς.

Αμερική άλλοτε ήμουν κομμουνιστής όταν ήμουν παιδί δεν μετανιώνω.

Κάθομαι στο σπίτι μέρες συνέχεια και κοιτάζω τα τριαντάφυλλα στο καμαράκι.

Καπνίζω μαριχουάνα σε κάθε μου ευκαιρία.

Το παίρνω απόφαση πως θάχουμε φασαρίες.

Έπρεπε να μ’ έβλεπες διαβάζοντας Μαρξ.

Ο ψυχαναλυτής μου νομίζει πως έχω απόλυτα δίκιο.

Δε θα πω την προσευχή του Κυρίου.

Έχω μυστικά οράματα και κοσμικούς κραδασμούς.

Αμερική δε σου είπα ακόμη το τι έκανες στο θείο Μαξ μετά που γύρισε απ’ τη Ρωσία.

***

Απευθύνομαι σε σένα.

Σκοπεύεις ν’ αφίσεις στο “Τάιμ Μάγκαζιν” να διευθύνει την αισθηματική σου ζωή;

Με κατέχει το “Τάιμ Μάγκαζιν”.

Το διαβάζω κάθε βδομάδα.

Το ξώφυλλό του με κοιτάζει κάθε φορά που στρίβω τη γωνία του ζαχαροπλαστείου.

Το διαβάζω στο υπόγειο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπέρκελεϋ.

Πάντοτε μου μιλά για ευθύνη. Οι επιχειρηματίες είναι σοβαροί. Οι κινηματογραφικοί παραγωγοί είναι σοβαροί. Όλοι είναι σοβαροί εκτός από μένα.

Μου έρχεται, στο νου πως εγώ είμαι η Αμερική.

Κουβεντιάζω και πάλι με τον εαυτό μου.

***

Η Ασία ορθώνεται ενάντιά μου.

Δεν έχω καμιάν ελπίδα.

Θάταν καλύτερα ν’ αναλογιστώ τις εθνικές πηγές του πλούτου μου.

Οι εθνικές πηγές του πλούτου μου αποτελούνται από δυο τεκέδες εκατομμύρια γεννητικά όργανα μια ανέκδοτη προσωπική λογοτεχνία που πάει με 400 μίλια την ώρα και εικοσιπέντε χιλιάδες ψυχιατρεία.

Δε λέω κουβέντα για τις φυλακές μου μήτε για τα εκατομμύρια των απόκληρων που ζουν στις γλάστρες μου κάτω απ’ το φως πεντακοσίων ήλιων.

Έχω καταργήσει τα μπορντέλα στη Γαλλία, τώρα είναι η σειρά της Ταγγέρης.

Η φιλοδοξία μου είναι να γίνω Πρόεδρος κ’ είμαι Καθολικός.

***

Αμερική πώς μπορώ να γράψω μια ιερή λιτανεία με τις ανοησίες σου;

Θα συνεχίσω σαν τον Χένρυ Φορντ οι στροφές μου είναι τόσο προσωπικές όσο και τ’ αυτοκίνητά του κ’ εκτός αυτού όλες τους έχουν διαφορετικό φύλο.

Αμερική θα σου πουλήσω τις στροφές μου προς ++ 2.500 την καθεμιά ++ 500 φτηνότερα από την παλιά στροφή σου

Αμερική λευθέρωσε τον Τομ Μούνεϋ.

Αμερική σώσε τους Ισπανούς Μοναρχικούς.

Αμερική οι Σάκκο και Ραντσέττι δεν πρέπει να πεθάνουν.

Αμερική εγώ είμαι τα παιδιά του Σκότσμπορο.

Αμερική σαν ήμουν εφτά χρονώ η μητέρα μ’ έπαιρνε στις συνεδριάσεις του Κομμουνιστικού Πυρήνα μάς πουλούσαν στραγάλια μια χούφτα το εισιτήριο κάθε εισιτήριο κάνει μια δεκάρα και οι ομιλίες ήσαν ελεύθερες ο καθένας ήταν αγγελικός και συναισθηματικός για τους εργάτες όλα ήσαν τόσο αληθινά δεν μπορείς να φανταστείς τι όμορφο πάρτυ που ήτανε στα 1835 ο Σκοτ Νίρινγκ ήταν ένας έξοχος γέρος σωστός mensch η μάμα Μπλουρ μ’ έκανε να κλαίω όταν είδα κάποτε τον κάμπο του Ισραήλ Άμτερ. Ο καθένας θάπρεπε νάταν κ’ ένας χαφιές.

Αμερική στ’ αλήθεια δε θέλεις να πας στον πόλεμο.

Αμερική αυτοί είναι οι κακοί Ρώσοι.

Τούτοι οι Ρώσοι τούτοι οι Ρώσοι και τούτοι οι Κινέζοι. Και τούτοι οι Ρώσοι.

Η Ρωσία θέλει να μας φάει ζωντανούς. Η Ρωσία λυσσάει για κυριαρχία. Θέλει να μας πάρει τ’ αυτοκίνητο μέσα από τα γκαράζια μας.

Αυτή Σικάγο αρπάζει θέλει. Αυτή Κόκκινο Ρήντερς Ντάιτζεστ χρειάζεται. Αυτή εργοστάσιά μας αυτοκίνητα Σιβηρία θέλει. Αυτός γραφειοκρατία μεγάλο διευθύνει βενζινάδικά μας.

Όχι καλό αυτό. Πφ. Αυτόν κάνει Ιντιάνο μάθει διαβάζει. Αυτόν μεγάλους αραπάδες χρειάζεται. Χά! Αυτή κάνει εμάς δουλεύουμε όλοι δεκάξη ώρες τη μέρα. Βοήθεια.

Αμερική αυτό είναι πολύ σοβαρό.

Αμερική αυτήν την εντύπωση έχω σαν κοιτάζω στο δείκτη της τηλεόρασης.

Αμερική είναι σωστό αυτό;

Κάλιο να στρωθώ αμέσως στη δουλειά.

Είναι αλήθεια πως δε θέλω να πάω στρατιώτης ή να γυρίζω τόρνους σ’ εργοστάσια οργάνων ακριβείας, είμαι μύωπας και οπωσδήποτε ψυχοπαθής.

Αμερική βάζω το σακατεμένο μου ώμο στον τροχό.

Δημήτριος Μουζάκης, Τέσσερα Ποιήματα

$
0
0

ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΗΠΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΡΕΑΤΑ

Όταν σου λένε καρκίνος στον πνεύμονα
μεταστάσεις στο ήπαρ και το πάγκρεας
έχεις ακριβώς το χρόνο που χρειάζεσαι
για να διαπιστώσεις ότι
δε θα ξαναπάς στην Άνδρο
δε θα ξανακούσεις Φώτη Πολυμέρη
δε θα αρνηθείς ξανά να πεταχθούν
οι φουρκέτες της γιαγιάς σου.
Με την ολόδροση αυτή εγλυκάδα στα χείλη
κλείνεις τα μάτια σου γεμάτος μίσος
για την εξάρτηση του οίκου σου, της μουσικής σου
της μοναδικής προσωπικής σου ιστορίας
από πνεύμονες, ήπατα και παγκρέατα.

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ

Τα μέτρα λιτότητας των κυβερνήσεων
επιβάλλονται μοιραία
όσο στη γη κάνουν κουμάντο
οι διεφθαρμένοι, οι τοκογλύφοι, οι πορωμένοι
οι άρπαγες.
Αν βρισκόταν, βέβαια, ένας Χριστιανός
να δολοφονήσει (αφού βασανίσει) το χάρο
τότε θα μπορούσαμε εύκολα οι πολλοί
να πεινάμε αδιαμαρτύρητα
για να τρώνε καλά
οι λίγοι.
Όλοι, όμως, βιαζόμαστε να ζήσουμε
τικ τακ τικ τακ τικ τακ.

ΔΑΡΒΙΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Αφού την ένιωσε να παλεύει
στον ιστό
η αράχνη βγήκε και δάγκωσε
τη μέλισσα
αμέσως τυλίγοντάς την
σε σάβανο μεταξωτό.
Μόλις τα μέσα της
υγροποιήθηκαν
άρχισε να της ρουφά
με λαιμαργία τους χυμούς
ώσπου την παράτησε άδειο κουφάρι.
Θεέ μου Σε παρατηρώ.
Εδώ με λένε συκοφάντη.

ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ ΙΔΙΟΧΕΙΡΩΣ

Εδώ κείται ο Δημήτριος Μουζάκης
που πέρασε τη ζωή του
αποκεφαλίζοντας κύματα.
Με την υπερφυσική του όραση
μας είπε την αλήθεια:
πάνω απ’ το σώμα της θαλάσσης
εξογκώνεται για μια στιγμή
η ζωή μας
κι ύστερα χάνεται για πάντα
στην απεραντοσύνη του νερού.


Ντενίζ Παναγιωτοπούλου, κείμενα

$
0
0

ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Ένας κοινός γραφέας κάθεται ανάμεσα σε στοιβαγμένα χαρτιά, σε σωρούς που μεγάλωσαν με τα χρόνια. Όπου και να κοιτάξει, τείχη απλωμένα γύρωθέ του αιχμαλωτίζουν το τρίτο του μάτι.
Η πτυσσόμενη καρέκλα που κάθεται θέλει να ψηλώσει το ανάστημά της, ενόσω της λέει να κάτσει φρόνιμα. Αυτός ένα μόνο θέλει, να χαμηλώνει, να χαμηλώνει τόσο που να μη φαίνεται. Ε, λοιπόν, ναι. Θέλει να κρυφτεί. Κανείς να μη βλέπει εκείνον, κανέναν να μη βλέπει αυτός. Και το παιχνίδι τόσο καλά κρατεί που η θέα χάνεται.
Έξωθεν, τα γλαφυρά φώτα της ανοίξεως.

ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ

Περνούσα τυχαία. Βρήκα την πόρτα μισάνοιχτη και μπήκα. Στην αρχή δίστασα. Αγκομαχούσαν τα σκαλιά καθώς τα ανέβαινα, θαρρείς πως κουβαλούσαν όχι μόνο εμένα, αλλά και απουσίες αβάσταχτες.
Με φιλοξένησαν οι παλιοί του ένοικοι. Όμορφοι άνθρωποι. Μου έκαναν το τραπέζι, χορέψαμε στην παλιά σάλα, έτριξαν οι σανίδες από το χοροπηδητό. Τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό. ΄
Όταν έφυγα, το σπίτι βρέθηκε σε απόγνωση. Ένας βαθύς λυγμός και μετά σωριάστηκε στα πόδια του.
Υπάρχουν και σπίτια που μένουν μόνα τους.
Ξαναγύρισα, λίγο αργότερα, με τον Αλέξανδρο.
Όταν το έμαθα, δεν είχε απομείνει τίποτα.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Σε ποιο λαβύρινθο να τρέξω να κρυφτώ
να αφήσω το άδειο μου κορμί
να δέρνεται στους τοίχους δίχως λόγο σοβαρό;
Το σκέφτηκα πολύ καλά
Σε όποιο λαβύρινθο

Ο δρόμος μου μ’ έφερε εδώ
Ενοικιάζεται είδα την επιγραφή με τα μεγάλα γράμματα
Εάν πληρώνω νοίκι, στους αιώνες θα το ορίζω εγώ
Ακόμα κι όταν θα έχω πεθάνει

Ο ιδιοκτήτης μου λέει: να, για 300 ευρώ
σου παραχωρώ τέσσερις τοίχους για να
κάθεσαι στο κέντρο. Έτσι κι έγινε.

Κάθισα μπροστά στον έναν που μου είπε
να πάω στον απέναντι που μου είπε
να πάω στον δίπλα που μου είπε να
πάω στον απέναντι που μου έδωσε μια
κλωτσιά να πάω στο κέντρο.

PHILIP MORRIS

Κάπου το διάβασα αυτό
Στην πρότερη ζωή μας
όταν οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν ίσοι
όταν δεν είχε εφευρεθεί η ατομική ιδιοκτησία
όταν δεν υπήρχαν κληρονομικά δικαιώματα
οι ινδιάνοι στη Γη του Πυρός
κάπνιζαν καπνό από καλό χαρμάνι.
Όταν πολύ αργότερα τους συνάντησα
καθίσαμε γύρω απ’ τη φωτιά
και τους έδωσα ένα πακέτο Philip Morris
που έγραφε την προειδοποίηση:
«Το κάπνισμα μπορεί να σκοτώσει».
Η αρχηγός, μια τρελή που περνιότανε
για μάγισσα, μου έδωσε μια επιγραφή
σε πέτρα χαραγμένη:
«Η ιδιοκτησία είναι ο τάφος σας».
Τους είπα ότι δεν ήμουν εγώ ο ιδιοκτήτης καπνού.
Μου είπαν ότι δεν τους πείραξε αυτό
αλλά ότι τους έδωσα κάτι που δεν μου ανήκε.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Το πρώτο τσιγάρο το έκανα με τον πατέρα μου.
Μπορούσα να του έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο μυαλό˙ μπορούσα να του πω πόσο μαλάκας ήτανε και να μη τρέχει τίποτα˙ ήτανε τόσο πολύ πιωμένος που ένιωθα ελεύθερη˙ από τη μη αντίδρασή του˙ ήμουν μικρή πολύ μικρή, γύρω στα 13 με 14 και ένιωθα ελεύθερη˙ από τη νεκρική αντίδρασή του˙ έπαιζα ακόμα με την κούκλα μου και ένιωθα ελεύθερη γιατί αυτός ήταν ο νεκρός.
Και μετά μεγάλωσα.
Ήθελα να είμαι ελεύθερη γιατί ήμουν ελεύθερη από πάντα μου.
Ακόμα και στη φυλακή.

ΑΝΙΚΑΝΟΣ ΘΕΟΣ

Όταν γράφεις νιώθεις σαν ένας μικρός Θεός. Εσύ είσαι που καθορίζεις την τύχη των ηρώων σου. Εάν δεν σου κάνει κάποιος τον σκοτώνεις ή καλύτερα τον κάνεις να πεθάνει. Όμως ένας χαρακτήρας για να στέκει, πρέπει να έχει σχέση με την πραγματικότητα την οποία καθορίζει κάποιος άλλος Θεός ή Διάβολος. Τέλος πάντων, οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εσένα.
Και τώρα σκέφτομαι θλιμμένος που να βρίσκεται αυτή η ελευθερία που υποσχέθηκα στον εαυτό μου.

Ιάσονας Χανδρινός, το Τιμωρό χέρι του Λαού, Θεμέλιο, 2012

$
0
0

Οι σελίδες που ακολουθούν αφηγούνται τη διαδοχή των δραματικών γεγονότων που σημάδεψαν την ταραγμένη κατοχική διετία 1943/1944 στην Αθήνα και τον Πειραιά μέσα από το πρίσμα της δράσης δύο βασικών ενόπλων αντιστασιακών οργανώσεων –του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και της Οργάνωσης Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Φιλοδοξώντας να αποτελέσει μια πρώτη καταγραφή των αιματηρών γεγονότων που σημάδεψαν την τελευταία φάση της γερμανικής κατοχής στο χώρο της πρωτεύουσας, το ανά χείρας βιβλίο θέτει κάποιους βασικούς προβληματισμούς που αφορούν την πολιτική του ΕΑΜ/ΚΚΕ στην πρωτεύουσα από την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων το καλοκαίρι του 1941 μέχρι την Απελευθέρωση. Συγκεκριμένα, μέσα από ποιες διαδικασίες η κομματική και εαμική ηγεσία οδηγήθηκε στην απόφαση συγκρότησης ενόπλων τμημάτων σε κατεχόμενο αστικό περιβάλλον, ποιους στόχους εξυπηρετούσε αρχικά ο ΕΛΑΣ Αθήνας και ποιους στη συνέχεια και ποια η σχέση της ένοπλης δράσης με τον συνδικαλιστικό-πολιτικό αγώνα στην κατεχόμενη Αθήνα και τέλος, πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε ο ανελέητος πόλεμος με τους κατακτητές, τους ένοπλους συνεργάτες τους και τις αντίπαλες, δοσιλογικές ή μη, οργανώσεις. Ο ΕΛΑΣ Αθήνας, ένα διακριτό και παραγνωρισμένο κεφάλαιο της κατοχικής ιστορίας, θα μας απασχολήσει ως προς την οργανωτική του διάρθρωση και τη μαχητική του δράση, τη στελέχωση, την ιδεολογική του συγκρότηση, την κοινωνική του βάση και την ηλικιακή του σύνθεση –πάντα στο βαθμό που μας επιτρέπουν τα υπάρχοντα στοιχεία.

Ξεχωριστή αναφορά θα γίνει, μετά από εξαντλητική μελέτη των έτσι κι αλλιώς ελάχιστων πηγών, στη δράση της ΟΠΛΑ. Μέσα από την αξιοποίηση δικαστικών τεκμηρίων και επιλεγμένων προφορικών μαρτυριών, θα επιχειρηθεί μια πρώτη ανάλυση της φυσιογνωμίας μιας εκ των πλέον μυθοποιημένων και, αντίστροφα, δαιμονοποιημένων, οργανώσεων της ελληνικής ιστορίας. Σε επίπεδο περιγραφής, δεν θα επιδιώξουμε κάτι παραπάνω από μια ιχνηλασία των αποτελεσμάτων της δράσης της αφού, όπως είναι φυσικό, τα γεγονότα που είναι δυνατόν να διασταυρωθούν δεν επαρκούν (και ούτε θα επαρκέσουν ποτέ) για μια εξαντλητική παρουσίαση του θέματος. Παρόλ’ αυτά, είναι δόκιμο να χρησιμοποιήσουμε όσα η έρευνα μας αποκαλύπτει ως υπόθεση εργασίας για μια σειρά καίριων ερωτημάτων: Ποια ήταν η οργανωτική σχέση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ και ποια τα διακριτά χαρακτηριστικά των δύο οργανώσεων; Ποιο ρόλο διαδραμάτιζε μια οργάνωση «περιφρούρησης» στην Αθήνα του ’44 και ποιο περιεχόμενο αποκτά αυτός ο όρος στις πηγές; Ποιοι στελέχωναν την ΟΠΛΑ και πώς στρατολογούνταν τα μέλη της; Πώς και με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι ανθρώπινοι στόχοι; Λειτουργούσε ως κλειστή κομματική αστυνομία ή αποτελούσε μια ακόμα εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ευρείας βάσης με «ειδικότερα» καθήκοντα, μυθοποιημένη λόγω των πανίσχυρων κανόνων συνωμοτικότητας που επιβιώνουν στην σημερινή άτυπη omerta των βετεράνων της;
Σε ό,τι αφορά τους αντιπάλους, θα επιχειρηθεί η προσέγγιση των βασικότερων ενόπλων μηχανισμών του κατοχικού κράτους, ήτοι των βασικών εχθρών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην Αθήνα –Τάγματα Ευζώνων, Ειδική Ασφάλεια, Χωροφυλακή, Αστυνομία Πόλεων (Μηχανοκίνητο Τμήμα)–, και μια συνοπτική περιγραφή της πανσπερμίας των δοσιλογικών οργανώσεων αλλά και του «μωσαϊκού» των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων των Αθηνών σε μια «κατ’ αντιπαράσταση» προσπάθεια κατανόησης της εχθρικής στάσης του ΕΑΜ απέναντί στις τελευταίες. Στις ποικίλες αποχρώσεις του εν Αθήναις κατοχικού εμφυλίου, μας ενδιαφέρουν κυρίως εκείνες οι οργανώσεις που ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με το ΕΑΜ, είτε λόγω της δύναμης τους σε απόλυτους αριθμούς και οπλισμό είτε λόγω της σταθερής, σχεδόν πολεμικής, αντικομουνιστικής τους τοποθέτησης, όπως η Χ και το «προδοτικό» κομμάτι του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπεριφορά των μικρών αθηναϊκών οργανώσεων (ΠΕΑΝ, ΕΣΑΣ, Εθνική Δράση, Εθνικό Κομιτάτο κ.ά.) που απέφευγαν συνειδητά να μπουν στη λογική του ολοκληρωτικού πολέμου διατηρώντας αποστάσεις τόσο από τους «αναρχοκομουνιστές» όσο και από τους «γερμανόδουλους Τσολιάδες» . Για το ΕΑΜ αυτές οι οργανώσεις εντάσσονταν φυσικά συλλήβδην στους «εθνοπροδότες» αλλά η απόσταση ανάμεσα στους πραγματικούς και τους λεκτικούς μύδρους ήταν στην προκειμένη περίπτωση μεγάλη και η συμπεριφορά του ΕΑΜ ποίκιλε ανάλογα με τις συνθήκες. Το κεφάλαιο των «πολιτικών δολοφονιών» είναι αναμφίβολα το πιο ενδιαφέρον αλλά και το πιο ολισθηρό στην παρούσα εργασία.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Στην περίπτωση της πολυδιαβασμένης δεκαετίας του 1940-1950 που θέλγει τους ιστορικούς με κλιμακούμενη (αντί για εξαντλούμενη) ένταση, ελάχιστες γεωγραφικές ενότητες έχουν πλέον μείνει εκτός έρευνας. Μια από αυτές είναι ο χώρος της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα είναι μια περίπτωση ξεχωριστή για λόγους που αφορούν την ίδια την κατοχική πραγματικότητα. Ο διοικητικός μηχανισμός που προέκυψε μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς επιτάχυνε τις διαδικασίες οικονομικού και πολιτικού συγκεντρωτισμού γύρω από τις πόλεις. Στις συνθήκες της ξένης Κατοχής, μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα απέκτησαν πολλαπλάσια σημασία για τα κατοχικά στρατεύματα: Στην Αθήνα οι Γερμανοί εγκατέστησαν το σύνολο των στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών τους, αναδεικνύοντάς την σε ζωτικό πυρήνα της δομής κατοχικής εξουσίας σε όλη την χώρα. Το λεκανοπέδιο μεταβλήθηκε σε πλήρως ελεγχόμενη ζώνη, με πυκνή παρουσία γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων που επηρέασαν την καθημερινότητα, τις συναλλαγές, τις κοινωνικές σχέσεις, τους ρυθμούς της αστικής ζωής, ενώ η εκμετάλλευση του παραγωγικού πλούτου μέσω της επίταξης των περισσότερων εργοστασιακών μονάδων, επέφερε αναδιάταξη των σχέσεων παραγωγής, παρήγε οικονομικές συμπεριφορές και απελευθέρωσε κοινωνικές εντάσεις που συνάντησαν στην πορεία τα προτάγματα του ΕΑΜ αποκτώντας χαρακτηριστικά ενός μαζικού, δυναμικού κοινωνικού κινήματος.
Έτσι, ο χώρος της πρωτεύουσας έγινε σύντομα το «θέατρο μιας αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στην παρανομία και τη νομιμότητα» αφού για τους ίδιους λόγους που γεύτηκε πιο έντονα τη σκλαβιά, η Αθήνα γνώρισε από την πρώτη στιγμή την αυθόρμητη και οργανωμένη αντίσταση. Όλες ανεξαιρέτως οι αντιστασιακές οργανώσεις που επιβίωσαν για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από αυτές που σήμερα αναγνωρίζουμε ως πανελλήνιας εμβέλειας (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ) έως τις πιο βραχύβιες ομαδοποιήσεις ιδρύθηκαν στην Αθήνα για να επεκταθούν αργότερα στην ύπαιθρο ή να περιοριστούν στα όρια της πρωτεύουσας. Είναι πέρα από αμφισβήτηση πως ορισμένες από τις ηρωικότερες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης γράφτηκαν στα αστικά κέντρα σε συνθήκες απόλυτης παρανομίας και με ελάχιστη ελευθερία κινήσεων: «Ο αγώνας έγινε και γίνεται στα πεζοδρόμια της Αθήνας…Δεν ξέρει κανένας από αυτούς που είναι στο βουνό τι θα πει να γυρνάς με το πιστόλι στην τσέπη μες στην Αθήνα, τι θα πει κατοχή, Γκεστάπο, Felgendarmerie, τριτοβάθμια ανάκριση SS, καραμπινιερία, πεζοδρόμιο, διαδήλωση, μοίρασμα προκηρύξεων, βάψιμο, νυχτερινές επιχειρήσεις, γερμανική περίπολος με πολιτικά» . Με κριτήριο την ένταση της τρομοκρατίας και τον αριθμό των εκτελέσεων, η Αθήνα έρχεται δεύτερη μετά την Βαρσοβία. Μια συντηρητική καταμέτρηση υπολογίζει πως στη Βαρσοβία έχασαν τη ζωή τους σε «τακτικές» εκτελέσεις κάπου 8.000 άτομα από τον Οκτώβριο 1943 έως τον Ιούλιο 1944, ενώ στην Αθήνα 3.000 από τον Νοέμβριο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944 .
Σε κοινωνικό επίπεδο, τα στρώματα του πληθυσμού ριζοσπαστικοποιούνται και συσπειρώνονται γύρω από οργανώσεις και φορείς που αρχικά ρίχνουν το μαγικό σύνθημα της «επιβίωσης» δρομολογώντας προοδευτικά μια κατεύθυνση ανοιχτής ρήξης με το κατοχικό καθεστώς. Μια ακριβής εσωτερική περιοδολόγηση της ΕΑΜικής δράσης στην Αθήνα κρίνεται εδώ σκόπιμη: Η περίοδος από τα μέσα του 1942 έως το καλοκαίρι του 1943 χαρακτηρίζεται από επικάλυψη μορφών νόμιμης και παράνομης πάλης που χαρακτηρίζει κάθε μορφή της «αντίστασης των πολιτών» στην κατεχόμενη Ευρώπη . Ο αγώνας είναι κατά κύριο λόγο συνδικαλιστικός –με οικονομικά κυρίως αιτήματα– και τα μέσα διεξαγωγής του εξαντλούνται σε μορφές άοπλης, μαζικής διαμαρτυρίας, δηλαδή απεργίες, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν οι φοιτητές και ακολουθούν οι εργαζόμενοι. Πολλοί θα συμφωνούσαν πως η μαζική συμμετοχή στις μεγάλες διαδηλώσεις που συγκλόνισαν την Αθήνα το 1943 ήταν πράγματι η κορυφαία στιγμή της Εθνικής Αντίστασης. Αυτή η ανοιχτή ρήξη είχε το κόστος της. Η αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων από την πλευρά των κατακτητών και των συνεργατών τους που ακολουθούσαν πλέον τη «σκληρή γραμμή» του τρίτου κατοχικού κυβερνήτη, Ιωάννη Ράλλη, ανάγκασε την Αντίσταση να εγκαταλείψει την τακτική των «παναθηναϊκών» συλλαλητηρίων και έκανε τα πράγματα να σοβαρέψουν απότομα. Δεδομένης της γιγάντωσης του Αθηναϊκού ΕΑΜ και της τεράστιας σημασίας που απέδιδε το ΚΚΕ στην υποστήριξη (καλύτερα, τη διεκδίκηση της υποστήριξης) των μαζών της Αθήνας και Πειραιά, η ένοπλη αντιπαράθεση ήταν αναπόφευκτη. Όπως και στα ελληνικά βουνά την ίδια ακριβώς περίοδο, η αντιπαράθεση αυτή ξέσπασε το φθινόπωρο του 1943, ακολουθώντας και ταυτόχρονα καθορίζοντας τις εξελίξεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας, λαμβάνοντας σύντομα τη μορφή ενός αιματηρού κύκλου εκδικήσεων και αντεκδικήσεων, ανοιχτών μαχών ανάμεσα στους αντάρτες πόλης του ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας, μαζικών εκτελέσεων και εκατέρωθεν δολοφονιών που στο μεγαλύτερο μέρος τους παραμένουν άγνωστες. Μετά το φθινόπωρο του 1943, η ατομική οπλοκατοχή και οπλοχρησία στην πόλη έπαψε να είναι το ύστατο μέσο αυτοπροστασίας ενός εσωστρεφούς παράνομου μηχανισμού και αναβαθμίστηκε σε μέσο επίδειξης και επιβολής μιας μαζικής οργάνωσης που εμπλεκόταν σε έναν θανάσιμο εναγκαλισμό με ένα ενιαίο «μαύρο μέτωπο». Στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν το αντιστασιακό κίνημα, οι αρχές Κατοχής εξαπέλυσαν στα αστικά κέντρα ένα κύμα βίας, όχι μικρότερης σκληρότητας από τις τυφλές πράξεις αντιποίνων που χαρακτήριζαν τον ανταρτοπόλεμο στην ύπαιθρο. Στην Αθήνα του 1944, ο ολοκληρωτικός πόλεμος Αριστεράς-Δεξιάς ξέσπασε στις εφιαλτικότερές του διαστάσεις, με αποτέλεσμα, στη λογική της ευθύγραμμης παρατήρησης, τα Δεκεμβριανά να προκύπτουν ως φυσική εξέλιξη μιας συγκρουσιακής κατάστασης που είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο μήνες πριν.

Ο Χανδρινός Ιάσονας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα την συγκριτική εξέταση της εμπειρίας του Πολέμου και της Κατοχής στα ελληνικά και ευρωπαϊκά αστικά κέντρα (επόπτης καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ). Πρόσφατα εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ Αθήνας και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα (1942-1944)» (εκδόσεις Θεμέλιο), συνοπτική μορφή του οποίου αποτελεί το κείμενο στον παρόντα τόμο.

Οπισθόφυλλο

«Οι δειλοί που προδίδουν πατριώτες στους Ούνους, επειδή φοβούνται τον θάνατο, να ξέρουν πως τους την έχουμε στημένη, πως είναι καταδικασμένοι και με την πρώτη ευκαιρία θα εξοντωθούν σα ζώα». Αυτά γράφτηκαν τον Απρίλιο του 1942 στην L’ Ηumanité, επίσημο έντυπο του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος (PCF). Στις κατεχόμενες από τον Άξονα πόλεις, οι οργανώσεις των κομμουνιστών καλλιέργησαν συστηματικά την μαζική ανυπακοή απέναντι στην κατοχική εξουσία. Στην Αθήνα και τον Πειραιά, η αλματώδης ανάπτυξη του ΕΑΜ, βασισμένου σε ένα εκτεταμένο οργανωτικό δίκτυο, τροφοδοτούσε το αντικατοχικό αίσθημα του κόσμου οδηγώντας τον σε πλήρη ρήξη με το κατοχικό καθεστώς. Η όξυνση της ναζιστικής τρομοκρατίας σε συνδυασμό με την πολιτική πόλωση που κορυφώθηκε την τελευταία φάση της Κατοχής (1943-44) οδήγησε σε έναν αιματηρό κύκλο εκτελέσεων, ανοιχτών μαχών και δολοφονιών στο κέντρο και τις συνοικίες της πρωτεύουσας ανάμεσα στις ελληνόφωνες κατοχικές δυνάμεις (Χωροφυλακή, Ασφάλεια, Τάγματα Ευζώνων) και τους «αντάρτες πόλης» του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ που κλήθηκαν να περιφουρήσουν ανοιχτά τις εαμικές και κομματικές οργανώσεις αναλαμβάνοντας παράλληλα «μυστικά» καθήκοντα πληροφοριών, κατασκοπείας και εξόντωσης στελεχών του κατοχικού μηχανισμού. Θέμα του παρόντος βιβλίου είναι ακριβώς αυτός ο άγνωστος «σιδερένιος βραχίονας του κόμματος» η λειτουργία και δράση του οποίου τίθενται για πρώτη φορά κάτω από το μικροσκόπιο μιας συστηματικής ιστορικής έρευνας.

Σπύρος Αραβανής, «Το λαϊκό τραγούδι στην ποίηση του Θωμά Γκόρπα»

$
0
0

 Ο Καζαντζίδης εδώ

 

 

«Τα λαϊκά τραγούδια μοιάζουν με πουλιά / μαύρα περήφανα έρημα ωραία και προδομένα / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα των τσιτσάνηδων πετάγονται καθώς / μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εργάτη: Σας μισώ/ μέσ’ απ΄τα σπλάχνα του φαντάρου: Δε θέλω / καθώς μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του εραστή πετάγεται: Τι μπορώ / να κάνω για σένα αγάπη μου; Και κλαίει…»

 
Θωμάς Γκόρπας, «Τα λαϊκά τραγούδια»

 
Ποίηση και λαϊκό τραγούδι έχουν αναμφίβολα μια ιδιαίτερη σχέση. Και αυτό γιατί ενώ πάρα πολλά ποιήματα έγιναν σπουδαία λαϊκά τραγούδια, (χωρίς αυτός να είναι ο αρχικός σκοπός γραφής τους αλλά εξαιτίας της πρωτοβουλίας των συνθετών τους) και πάρα πολλά λαϊκά τραγούδια θα μπορεί να λειτουργούσαν ως αυτοτελή ποιήματα, εντούτοις είναι ελάχιστα τα ποιήματα -και ακόμη πιο ελάχιστοι οι ποιητές- που χρησιμοποίησαν ως πηγή έμπνευσής -αλλά κυρίως εξέφρασαν φανερά μέσω των ποιητικών τους στίχων- τις λαϊκές τους καταβολές και κυρίως τα λαϊκά τους ακούσματα. Ο Θωμάς Γκόρπας, αποτελεί –μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Γιώργο Χρονά, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Κώστα Ριτσώνη [ο καθένας με το ύφος και τον τρόπο του) κ.ά.  ένα χαρακτηριστικό δείγμα ποιητή που έσκυψε στην αστείρευτη πηγή του λαϊκού τραγουδιού και δρόσισε την άκρη της ποιητικής του πένας. Αποτελεί έναν από τους ποιητές που μίλησε για το λαϊκό τραγούδι τόσο εκτός των ποιημάτων, κυρίως όμως –κι εδώ είναι η πρωτοτυπία του- εντός αυτών καθώς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει πάρα πολλές φορές μέσα στα ποιήματά του αυτούσιους στίχους τραγουδιών, ρεμπέτικων και δημοτικών. αλλά και να μιλήσει για λαϊκούς ανθρώπους, για ρεμπέτες άγνωστους και γνωστούς. Επίσης ήταν ένας από τους πρώτους που έγραψε για έναν σπουδαίο λαϊκό καλλιτέχνη, εννοώ βεβαίως τον Καραγκιόζη –μάλιστα με δικές του φιγούρες έπαιζε σε ηλικία μόλις 15 ετών-. Έτσι, πολλοί κριτικοί και αναγνώστες συμφωνούν ότι αποτελεί τον πρώτο Έλληνα Beat ποιητή. Πώς σχετίζεται αυτό με τη λαϊκή του πλευρά; Απολύτως. Γιατί οι Αμερικανοί Beat ποιητές των δεκαετιών του '50 και του '60 έδρασαν ενάντια στον κονφορμισμό της αμερικανικής κοινωνίας, έζησαν στα άκρα, έγραψαν για τα άκρα, και χρησιμοποίησαν ως όχημα κατά κύριο λόγο τον ήχο της τζαζ για να μεταδώσουν τα μηνύματά τους. Κάπως έτσι όμως δεν έζησαν και δεν έδρασαν και οι δικοί μας ρεμπέτες; Με τη διαφορά ότι το «όπλο» των δεύτερων ήταν το μπουζούκι και όχι κάποιο σαξόφωνο. Ο στόχος όμως ήταν ο ίδιος και στους δυο. Η ξέφραγη γλώσσα με στόχο τα φραγμένα αισθήματα.
Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι.

 

Ο Θωμάς Γκόρπας ανήκει στους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννημένος στο Μεσολόγγι, το 1935, έζησε στην Αθήνα από το 1954 έως το 1975, στο Παρίσι μέχρι το 1980 και ξανά στην Αθήνα έως το 1990 από όπου και μοίραζε το χρόνο του με την Αίγινα. Υπήρξε εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής, αρθρογράφος, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα, εκδόσεις Έξοδος), συντάκτης, αρχισυντάκτης, κειμενογράφος για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ενώ δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Συμμετείχε ως σεναριογράφος στις ταινίες «Βλάχικος γάμος», «Αγάπη που δεν σβήνει ο χρόνος», «Τι κι αν γεννήθηκα φτωχός», «Ένα Σάββατο βράδυ, μια Κυριακή πρωί», «Το πατάρι του Λουμίδη». Στην τελευταία αυτή ταινία το υλικό ήταν η ίδια του η εμπειρία καθώς έζησε από κοντά την ατμόσφαιρα των «μεγάλων» στο θρυλικό «Πατάρι» του Λουμίδη (Τέο Σαλαπασίδης, Μιχάλης Κατσαρός, Μίλτος Σαχτούρης, Δημήτρης Παπαδίτσα, Δημήτρης Χριστοδούλου, Νίκο Καρούζος, Σπύρος Ασδραχάς, Ροβήρος Μανθούλης κ.ά) και στο θρυλικό καφενείο «Βυζάντιον». Έγραψε έξι ποιητικά βιβλία, (το πρώτο, «Σπασμένος καιρός» εκδόθηκε το 1957), ένα πεζό, ασχολήθηκε με τη λαογραφία, τις καλές τέχνες (ως κριτικός) και την ιστορία της λογοτεχνίας. Πέθανε πρωταπριλιά του 2003, με το τσιγάρο του που ήταν πάντα αναμμένο στο στόμα, να σβήνει για πάντα.

 
Ας περάσουμε τώρα αναλυτικότερα στην ποιητική του και τη σχέση του με το λαϊκό τραγούδι. Στο πρώτο κιόλας ποίημα, «Θέση», της πρώτης του συλλογής, βρίσκει κανείς τη λέξη «τραγούδι» μέσα στους στίχους του: «Σπασμένα συνθήματα/ σπασμένες φωνές/ σπασμένο τραγούδι», λέξη που αρκετές φορές θα μνημονευτεί ποιητικά στα επόμενα βιβλία του. Στη δεύτερή του συλλογή «Παλιές ειδήσεις», 1966, γίνεται για πρώτη φορά γνωστή η αγάπη του και η εμμονή του κυρίως στα λαϊκά τραγούδια αφιερώνοντας μάλιστα και ένα ολόκληρο ποίημαΤα λαϊκά τραγούδια» (βρίσκεται στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου): τα λαϊκά τραγούδια πετάγονται σαν πουλιά μέσα από το σπλάχνα των τσιτσάνηδων όπως μέσα από τα σπλάχνα του εργάτη, του φαντάρου, του εραστή πετάγονται οι επιθυμίες, ομολογημένες και μη. Σε αυτή τη συλλογή βρίσκουμε κι άλλες ευθείες αναφορές π.χ. «τα λαϊκά τραγούδια τ΄ ανεξήγητα τα μαγικά/ τα ρουμελιώτικα σκοτεινιασμένα μοιρολόγια»Ο θάνατος του πατέρα») αλλά κυρίως βρίσκουμε την αυτούσια παρουσία -επίσης για πρώτη φορά- εμβόλιμων λαϊκών στίχων: Πρόκειται για το ποίημα «Εποχή» όπου γράφει: «φύλλα καρδιάς που στο χυμό τους θα κρατάν για πάντα / παράνομα λαϊκά τραγούδια ξακουστά/ παράνομα ακόμα για πάντα λαϊκά…/ Μπρος το ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές…». Το τελευταίο δίστιχο είναι παρμένο από το γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη, «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι», το οποίο έχουν τραγουδήσει μεταξύ των άλλων, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Και η αναφορά στις λαϊκές του μνήμες κλείνει με το τελευταίο ποίημα της συλλογής:

 
 Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαΐ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…

«Μαγική εικόνα»

 

Σε μια συλλογή τρεις φορές η παρουσία του Τσιτσάνη είναι σημείο ενδεικτικό της σχέσης του με τον μεγάλο μας συνθέτη. Μια σχέση που θα συνεχιστεί ποιητικά και σε άλλες συλλογές είτε με παράθεση αυτούσιων μελοποιημένων στίχων π.χ. «Το σκαλοπάτι σου θα κάνω για κρεβάτι» («Αθυμία έως θανάτου», από τη συλλογή «Πανόραμα», 1975) είτε με ολόκληρες παραγράφους: αντιγράφουμε μέρος από το αφηγηματικό του κείμενο-ποίημα «Ιστορίες» (συλλογή «Πανόραμα»):

 

«Είσαι κακός! Αρνείσαι τα πάντα. Δεν αφήνεις τίποτε απείραχτο!
Είσαι κομπλεξικός! Πες μου κάτι που είναι καλό! Πες μας έναν
που τον παραδέχεσαι!
Τσιτσάνης Καλδάρας Καλδάρας Τσιτσάνης
όταν συμβεί το σοβαρόν
όταν συμβεί στα πέριξ καρδιές να κλαίνε
φωτιές να καίνε
Εσύ
σκοπίμως μένεις μόνη
Εσύ.»

 

 

 

Και συνεχίζοντας το ίδιο κείμενο λίγο πιο κάτω υπάρχει μια εκτενής αναφορά-ιστορία:

 
«Ο Τσιτσάνης; Δε λέω πως δεν είναι καλός… στο είδος του βέβαια… Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς πως δεν ξέρει γράμματα… κι ούτε απ’ έξω πέρασε από ωδείο… Και χασίκλα! Χριστέ μου, χασίκλα! Μου έλεγε η Μαίρη ότι όταν πριν δέκα χρόνια είχε πάει με τον μπαμπά της και τη μαμά της στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης…(....)

....(η Νταίζη Πασχάκη αφού τελειοποιήθηκε εις το Εθνικόν Ωδείον εγνώρισε σε ένα πάρτυ τον Μιχαήλ Ψαρέλη τον αγάπησε την αγάπησε του έκανε ένα χρόνο την παρθένα της έκανε ένα χρόνο το καλό παιδί που αγωνίζεται να αποκατασταθεί επαγγελματικώς αρραβωνιαστήκαν κράτησαν τους πιο καλούς απ’ τους παλιούς τους φίλους παντρεύτηκαν δεν έκαναν αμέσως παιδί για να χαρούν λιγάκι τη ζωή τους τη χάρηκαν αυτή με τον γαλακτοπώλη της γειτονιάς «ανόητος αλλά έχει σεξ» αυτός στα μπορντέλα των παρόδων της Αχαρνών γκαστρώθηκε η Νταίζη άγνωστον πως ακατανόητον γιατί χώρισαν πριν γεννηθεί το παιδί αυτός παρέμεινε στη δουλειά του αυτή έγινε (καμάρωνε) κατήντησε (έλεγε αυτός που ζήλευε) τραγουδίστρια σε μπουάτ στα 32 της (φλεβίτις κλπ) και έπιασε χάρις εις το πλούσιον ρεπερτόριο της – είχε και ρεμπέτικο…)
ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
(κάποτε μια κυρία με λεφτά συνέστησε στην Νταίζη να δει τον Τσιτσάνη μπορούσε να του τηλεφωνήσει είναι θαυμάστρια του 20 χρόνια έγινε το ραντεβού στην κουζίνα του μαγαζιού όπου τραγουδούσε ο Βασίλης της μέτρησε τη φωνή μέσα σ’ ένα ντορεμιφασόλ… δεν κάνεις παιδί μου της είπε είναι δύσκολο το επάγγελμα βρες κανέναν νοικοκύρη να φτιάσεις τη ζωή σου δε βλέπεις τα δικά μας χάλια…
Η Νταίζη λίγους μήνες μετά άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής σε παιδιά έβγαζε καλό μεροκάματο πήρε και το παιδάκι της μαζί της…
Απ’ τον πρώτο σοβαρό γκόμενο που έπιασε ζήτησε να την πάει εκεί που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης… έχουμε γνωριστεί…)
Ο Τσιτσάνης τραγουδούσε ακόμα
εγώ τραγουδάω ακόμα
δύσκολο πράγμα το τραγούδι
πολλοί τραγουδάνε
λίγοι έχουνε φωνή…».

 

 
Ο Τσιτσάνης μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον Αποστόλη Χατζηχρήστο εμφανίζονται ονομαστικά τις περισσότερες φορές μέσα στα ποιήματα του Γκόρπα. Στον Στέλιο Καζαντζίδη αφιερώνει ολόκληρο το ποίημα με τίτλο: «Με τον τρόπο του Στέλιου Καζαντζίδη», που εμπεριέχεται στη συλλογή του «Περνάει ο στρατός», 1980. Στίχοι από την περίφημη «Ζιγκοάλα» του Καζαντζίδη λειτουργούν ως μουσικό μοτίβο στο ποίημα το οποίο αφηγείται τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός νέου δόκιμου στα ΚΕΥΑ, πεπεισμένου ότι θα τον αποκλείσουν αλλά ακόμα πιο βέβαιου για τις «άπειρες παραλλαγές καταπιέσεως» που προσφέρει η μαμά Ελλάς στα παιδιά της.

 
Ολόκληρο ποίημα –και μάλιστα ως τίτλος- αφιερώνει και στον Απόστολο Χατζηχρήστο:

 
Την «Άμαξα μες στη βροχή» την τραγουδάμε όλοι Μα ο Χατζηχρήστος ρε παιδιά διψάει και κρυώνει Στον Κάτω Κόσμο μοναχός μόνος και ξεχασμένος Με το μπουζούκι του αγκαλιά βουβός φαρμακωμένος

(«Απόστολος Χατζηχρήστος»,από τη συλλογή «Τα θεάματα» 1983)

 

 
Αυτό το ποίημα είναι αφιερωμένο μάλιστα στον –όχι τόσο ευρέως γνωστό- λαϊκό στιχουργό, συνθέτη, ερμηνευτή και οργανοπαίχτη, Γιάννη Κυριαζή Καμπούρη
Επίσης στο ποίημα αυτό φαίνεται και η άποψή του Γκόρπα για την τροπή που είχε πάρει το λαϊκό τραγούδι με τα χρόνια είτε ως προς την αντιμετώπιση των δημιουργών του είτε ως προς τις συνθήκες διαβίωσή του…Ενδεικτικό είναι και το μακροσκελές ποίημά του «Μπουζουκτσίδικο 1966» («Θεάματα», 1983). Στο ποίημα πρωταγωνιστές είναι «ένα ζευγαράκι μάλλον μνηστευμένων» που πάει σε ένα «μαγαζί με μπουζούκια πόλεως επαρχιακής με άφθονο χρήμα» όπου εκεί όπως γράφει χαρακτηριστικά:

 

«το λαϊκό τραγούδι κάθεται απ΄ έξω κρυώνει και πονάει και λεφτά/ δεν έχει να πληρώσει για να μπει μέσα»... «Το μισό μούτρο του αγαπημένου τραγουδιστή χαλκός και θειάφι/ ό,τι απόμεινε από τις φτώχειες και τις δόξες της Κοκκινιάς των/ Τζιτζιφιών της Δραπετσώνας της Πλατείας Βάθης/ τ’ άλλο μισό δανεικό από τα εξώφυλλα των «λαϊκών» περιοδικών»…

 
Πάνω στο ίδιο θέμα γράφει και αλλού:

 
«Έπεσαν λεφτά μες στα τραγούδια
Έπεσαν τραγούδια μέσα στα λεφτά
Χάλασαν τα τραγούδια τα λεφτά
Χάλασαν τα λεφτά τα τραγούδια
Και τις μεταξωτές μηχανές της αγάπης»

(«Καταστροφή», από τη συλλογή «Γιουσουρούμ»).

 

Στα ποιήματα του Γκόρπα εκτός από στίχους λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών βρίσκουμε και αποσπάσματα από δημοτικά τραγούδια: Χαρακτηριστικά:

«Λάλησε κούκε μ’ λάλησε λάλα καημένο αηδόνι
Λαλάτε σ’ ακροπέλαο που πλενε τα καράβια»

(«Όνειρα», από τη συλλογή «Πανόραμα»)

 

 

ή και ολόκληρα ποιήματα όπως το «Ακούγοντας δημοτικό τραγούδι», από τη συλλογή «Τα θεάματα».

 

Συνοψίζοντας, από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η ποιητική γλώσσα του Γκόρπα είναι η απλή, καθημερινή γλώσσα των μεροκαματιάρηδων του πόνου, του φόβου και του τρόμου. Είναι εξομολογητικός, απλός, κατανοητός, δεν διστάζει να ειρωνευτεί, να λοιδορήσει, αλλά και να θρηνήσει. Έτσι ο Γκόρπας, όπως γράφει η Αγγελική Κωστάβάρα:


«…δεν κολλάει στα παραπλανητικά συνώνυμα των λεξικών. Ο λαϊκός στιχουργός όταν ευστοχεί, ενστικτωδώς χρησιμοποιεί αδίστακτα την λέξη που του καρφώνεται στο μυαλό, χωρίς να υπολογίζει γραμματικούς ή άλλους κανόνες που συνήθως αγνοεί, πετυχαίνοντας συχνά απίθανης ομορφιάς ρίμες: «Πώς να ταιριάξεις μ’ άλληνε/ άδικε κόσμε γυάλινε». Δείχνοντας έτσι μοναδικά την δημιουργική δύναμη της λαϊκής γλώσσας και φαντασίας, δουλεμένης στο σπουδαστήριο της ζωής και στην απέραντα εκτεινόμενη πολυμορφία του συλλογικού πολιτιστικού πλούτου. Έτσι φυλάσσονται και καίνε στη μνήμη, πρόσωπα, ψυχικές καταστάσεις, γεγονότα. Τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, επειδή δεν προσποιούνται αλλά είναι αυθεντικά, έχουν την ψυχοκινητική δύναμη, εφ’ όσον βέβαια τα αφουγκραστείς, να διενεργούν εκείνες τις υποκαταστάσεις που έχει ανάγκη η ψυχή. Άλλωστε. Όπως ήταν στη ζωή, έτσι και στην ποίησή του ο Γκόρπας ήταν ανυπόταχτος, φαντασιωμένος και έχοντας ανάγκη το πάθος, συνταυτισμένο με το λαϊκό τραγούδι».

 
Ο επίλογος δικός του:

 
«Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό κ’ εσύ να περνάς απ’ έξω»

 
(«Αναπόληση», από τη συλλογή «Πανόραμα»).

 

******************

 
ΠΗΓΕΣ

 
Θωμάς Γκόρπας, «Τα ποιήματα», [1957-1983], εκδ. Κέδρος
Βασίλης Κ. Καλαμαράς, «Αμάν λιγότερη δυστυχία», Ελευθεροτυπία 02/04/03
Άρης Σκιαδόπουλος, «Νυχτερινός επισκέπτης», [Θωμάς Γκόρπας], ΕΡΤ, 1-1-97
Αγγελική Κωσταβάρα, «Οι ζωτικές επικολλήσεις στο σώμα της ποίησης», Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «Ποιείν», www.poiein.gr.

 

 

Α’ Δημοσίευση περιοδικό «Όασις», τχ. 18, 2010

Jose Maria Arguedas (1911-1969), «Τα Βαθιά ποτάμια» (μτφρ.: Χριστίνα Ρόρρη-Μίχου), Α’ Μέρος

$
0
0

 

 

1

Ο ΓΕΡΟΣ

Ενέπνεε σεβασμό, παρ’ όλη την παλαιομοδίτικη και βρώμικη εμφάνισή του. Τα σημαίνοντα πρόσωπα του Κούσκο* τον χαιρετούσαν με σοβαρότητα. Είχε πάντα μαζί του ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή· το καπέλο του, με στενό μπορ, του σκίαζε ελαφρά το μέτωπο. Ένιωθες κάπως άβολα άμα τον συνόδευες, γιατί γονάτιζε μπροστά από όλες τις εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, και έβγαζε το καπέλο του με επιδεικτικό τρόπο όταν χαιρετούσε τους ιερομόναχους.
Ο πατέρας μου τον μισούσε. Είχε δουλέψει γραφιάς στα τσιφλίκια του Γέρου. «Ουρλιάζει από τις βουνοκορφές με φωνή κολασμένου, υπενθυμίζοντας στους ινδιάνους του, πως του λόγου του είναι πανταχού παρόν. Αποθηκεύει τους καρπούς από τα περιβόλια και τους αφήνει να σαπίσουν, πιστεύει πως η αξία τους είναι μηδαμινή για να τους φέρει να τους πουλήσει στο Κούσκο ή να τους πάει στο Αμπανκάι, και ότι είναι πολύ ακριβά για να τους αφήσει στους ινδιάνους κολλήγους**. Στην κόλαση θα πάει!»

*Cusco, στα κέτσουα K’osk’o, σημαίνει «ομφαλός», κέντρο της ινκαϊκής αυτοκρατορίας. Σ.τ.Μ.
** Colonos, ινδιάνοι που ανήκουν στα τσιφλίκια. Σ.τ.Σ.
έλεγε γι’ αυτόν ο πατέρας μου.

Ήταν συγγενείς, και τους χώριζε μίσος. Όμως, ο πατέρας μου, στη σκέψη αυτού του ανθρώπου, συνέλαβε ένα παράξενο σχέδιο. Και παρότι μου είχε πει πως προορισμός μας ήταν το Αμπανκάι, κατευθυνθήκαμε προς το Κούσκο, ξεκινώντας από ένα απομακρυσμένο χωριό. Κατά τον πατέρα μου, ήμασταν περαστικοί. Ήμουν γεμάτος ανυπομονησία για να φτάσω στη μεγάλη πόλη. Και τον Γέρο τον γνώρισα σε μιαν αξέχαστη στιγμή.
Μπήκαμε νύχτα στο Κούσκο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός και η φαρδιά λεωφόρος όπου προχωρούσαμε αργά, πεζοί, με ξάφνιασαν. Ο ηλεκτρικός φωτισμός ήταν πιο αδύναμος από εκείνον που υπήρχε σε κάποια μικρά χωριά που είχα γνωρίσει. Φράχτες ξύλινοι ή σιδερένιοι προστάτευαν τους κήπους και τα σύγχρονα σπίτια. Δεν μπορούσε να είναι αυτό το Κούσκο του πατέρα, αυτό που μου είχε περιγράψει, μπορεί και χιλιάδες φορές.
Ο πατέρας μου κρυβόταν κοντά στους τοίχους καθώς προχωρούσε, στη σκιά. Το Κούσκο ήταν η γενέτειρά του και δεν ήθελε να τον αναγνωρίσουν. Σίγουρα μοιάζαμε με δραπέτες, δεν ερχόμασταν όμως ηττημένοι, αλλά για να πραγματοποιήσουμε ένα μεγάλο σχέδιο.
«Θα τον εξαναγκάσω. Μπορώ να τον καταστρέψω!» είχε πει ο πατέρας μου. Αναφερόταν στον Γέρο.
Όταν φτάσαμε στα στενά δρομάκια, ο πατέρας μου άρχισε να περπατάει πίσω από εμένα και τους βαστάζους που κουβαλούσαν τις αποσκευές μας.
Εμφανίστηκαν τα σκαλιστά ξύλινα μπαλκόνια, οι μεγαλοπρεπείς και αρμονικές προσόψεις, οι δρόμοι με την αίσθηση της προοπτικής τους, κυματιστοί πάνω στη βουνοπλαγιές. Ούτε ένα αρχαίο τείχος, όμως!
Τα γνώριζα αυτά τα μπαλκόνια που προεξέχουν σαν εξώστες, τις πετρόχτιστες προσόψεις και τους λαξευτούς διαδρόμους που κατέληγαν στις εξώθυρες, τις μεγάλες μεσαυλές με τις καμάρες. Τα είχα δει όλα αυτά κάτω από τον ήλιο της Ουαμάγκα. Εγώ περιεργαζόμουν εξονυχιστικά τους δρόμους αναζητώντας τα ινκαϊκά τείχη.
«Κοίτα απέναντι!» μου είπε ο πατέρας. Ήταν το παλάτι ενός Ίνκα.
Όταν ο πατέρας έδειξε το τείχος, κοντοστάθηκα. Ήταν σκούρο, τραχύ, η γερμένη μπροστινή του όψη το έκανε ελκυστικό. Ο άσπρος τοίχος του πρώτου ορόφου ξεκινούσε ως κατακόρυφη προέκταση του τείχους.
«Θα το δεις με την ησυχία σου αργότερα. Πάμε να προλάβουμε τον Γέρο» είπε.
Φτάσαμε στο σπίτι του Γέρου. Ήταν στο δρόμο του τείχους των Ίνκα.
Μπήκαμε στην πρώτη αυλή. Περιβαλλόταν από μια στοά με πέτρινες κολόνες και καμάρες που υποβάσταζαν τον πάνω όροφο, με καμάρες κι αυτός αλλά πιο λεπτές. Θαμποί λαμπτήρες άφηναν να εισχωρήσουν οι μορφές στην αυλή, όλα ήταν σιωπηλά. Ο πατέρας μου έβαλε μια φωνή. Από τον πάνω όροφο κατέβηκε ένας μεστίσο* και μετά ένας ινδιάνος. Η σκάλα δεν ήταν φαρδιά, σε σύγκριση με την ευρύχωρη αυλή και τη βεράντα.
Ο μεστίσο κρατούσε μια λάμπα και μας οδήγησε στη δεύτερη αυλή. Δεν είχε ούτε καμάρες, ούτε πάνω όροφο, μονάχα μια βεράντα με ξύλινες κολόνες. Ήταν σκοτεινά, δεν υπήρχε ηλεκτρικός φωτισμός. Είδαμε τις λάμπες σε μερικά δωμάτια. Κάποιοι μίλαγαν δυνατά. Θα ήταν ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ο Γέρος έμενε στο μεγαλύτερο από τα τσιφλίκια του στο Απουρίμακ· ερχόταν που και που στην πόλη, για τις δουλειές του ή για τα πανηγύρια. Καθώς περνούσαμε, όλο και κάποιοι ένοικοι έβγαιναν να μας δουν.
Ένα δενδρύλλιο, ένα σεντρόν**, αν και ήταν κοντό και με κάτισχνα κλαδιά, έκανε την αυλή να μοσχοβολάει. Μπορούσες να δεις λευκά σημάδια στον κορμό του μικρού δέντρου, σίγουρα τα παιδιά το βασάνιζαν.
Ο ινδιάνος φορτώθηκε τις αποσκευές του πατέρα μου και τη δικιά μου. Τον είχα παρατηρήσει προσεχτικά γιατί υπέθετα πως ήταν ο πόγκο***. Το παντελόνι, πολύ εφαρμοστό, τον κάλυπτε μόνο μέχρι τα γόνατα. Ήταν ξυπόλυτος και στα γυμνά του πόδια διακρίνονταν οι μύες, σκληρά λαμπερά δεμάτια. «Ο Γέρος θα τον αναγκάσει να πλυθεί στο Κούσκο», σκέφτηκα. Η εμφάνισή του έμοιαζε εύθραυστη, ήταν λιγνός, ψηλό δε θα τον έλεγες. Στις άκρες του καπέλου του διακρινόταν ο ψάθινος σκελετός. Δε μας κοίταξε. Κάτω από το μπορ του καπέλου του μπόρεσα να παρατηρήσω την αετίσια του

*Mestizo, το πρόσωπο που έχει γεννηθεί από γονείς διαφορετικής φυλής, ειδικά από ινδιάνικης και ισπανικής. Σ.τ.Μ.
**Cedrón, Δενδρύλλιο ύψους 1.50 μέχρι 2.50 μ. Πολύ αρωματικό, με άσπρα ή μοβ λουλούδια που ανθίζουν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Διακοσμεί τις αυλές των σπιτιών. Σ.τ.Μ.
***Pongo, Ο ινδιάνος του τσιφλικιού που υπηρετεί σε βάρδιες και δίχως αμοιβή στο σπίτι του αφέντη. Σ.τ.Σ.

μύτη, τα βαθουλωμένα του μάτια, τους τένοντες του λαιμού που προεξείχαν. Αντίθετα, του μεστίσο η έκφραση, ήταν σχεδόν αυθάδης. Φορούσε ρούχα ιππασίας.
Μας πήγαν στην τρίτη αυλή που δεν είχε πλέον βεράντα.
Εκεί, ένιωσα τη μυρωδιά καβαλίνας. Αλλά η εικόνα του ινκαϊκού τείχους και η ευωδιά του σεντρόν συντηρούσαν την καλή μου διάθεση.
«Εδώ;» ρώτησε ο πατέρας μου.
«Ο κύριος μίλησε. Αυτός αποφάσισε» απάντησε ο μεστίσο.
Με το πόδι του άνοιξε μια πόρτα. Ο πατέρας μου πλήρωσε τους βαστάζους και τους αποχαιρέτησε.
«Πες στον κύριο ότι θα πάω, ότι θα πάω αμέσως στη κάμαρή του. Είναι επείγον!» διέταξε ο πατέρας μου τον μεστίσο.
Εκείνος τοποθέτησε τη λάμπα πάνω σε ένα πεζούλι, στο δωμάτιο. Πήγε κάτι να ξεστομίσει, άλλα ο πατέρας μου τον κοίταξε με αυταρχικό ύφος και ο άνθρωπος υπάκουσε. Μείναμε μόνοι.
«Είναι ένα μαγεριό! Είμαστε στην αυλή με τα ζωντανά!» αναφώνησε ο πατέρας μου. Με πήρε από το χέρι.
«Είναι το μαγεριό των αγωγιατών» μου είπε. «Θα φύγουμε αύριο οπωσδήποτε για το Αμπανκάι. Μην βάζεις τα κλάματα. Γιατί να πάω στην κόλαση, επειδή ξεζούμισα έναν καταραμένο;»
Ένοιωσα τη φωνή του να πνίγεται και τον αγκάλιασα.
«Είμαστε στο Κούσκο!» του είπα.
«Γι’ αυτό, γι’ αυτό!»
Βγήκε. Τον ακολούθησα ως την πόρτα.
«Περίμενε με ή πήγαινε να δεις το τείχος» μου είπε. «Πρέπει να μιλήσω στον Γέρο, τώρα αμέσως». Διέσχισε την αυλή πολύ γρήγορα, σαν να υπήρχε φως.
Ήταν μαγεριό για ινδιάνους το δωμάτιο που μας έδωσαν. Λεκέδες από κάπνα ανέβαιναν ίσαμε το ταβάνι, πάνω από την γωνία όπου υπήρχε μια ντόπια τούζπα, η πέτρινη εστία των ιθαγενών. Πεζούλια περιέβαλλαν το δωμάτιο. Ένα παλιοκρέβατο από σκαλιστό ξύλο με ένα είδος ουρανού από κόκκινο ύφασμα, ερχόταν να διαταράξει την ταπεινότητα του μαγεριού. Η άσπιλη κουβέρτα από πράσινο μετάξι που σκέπαζε το κρεβάτι, τόνιζε την αντίθεση. «Ο Γέρος!», συλλογίστηκα. «Να πώς μας υποδέχεται!»
Εγώ, δεν αισθανόμουν κι άσχημα σε αυτό το δωμάτιο. Έμοιαζε αρκετά με την κουζίνα όπου με ανάγκασαν να ζήσω στα παιδικά μου χρόνια· το σκοτεινό δωμάτιο όπου δέχτηκα τις φροντίδες, τη μουσική, τα τραγούδια και την τόσο γλυκιά λαλιά των ινδιάνων υπηρετριών και των κονσερτάδος*. ‘Ομως αυτό το σκαλιστό κρεβάτι, τί να σήμαινε άραγε; Την διεφθαρμένη ψυχή του Γέρου, τη μανία του να προσβάλλει τον φιλοξενούμενο, τον κοσμογυρισμένο συγγενή που είχε το θάρρος να επιστρέψει. Εμείς δεν τον χρειαζόμασταν. Γιατί ερχόταν ο πατέρας μου εκεί που ήταν αυτός; Γιατί το είχε βάλει στόχο να τον καταστρέψει; Καλύτερα να τον άφηνε να σαπίζει μές στα κρίματά του.
Ειδοποιημένος, ο Γέρος επέλεξε ένα σίγουρο τρόπο να προσβάλει τον πατέρα μου. Θα αναχωρούσαμε με την αυγή! Θα διασχίζαμε την πάμπα του Άντα. Έτσι ήταν προκαθορισμένο. Έτρεξα να δω το τείχος.
Σχημάτιζε γωνία. Προχωρούσε σε όλο το μήκος μιας φαρδιάς οδού και συνέχιζε σε μιαν άλλη, στενότερη και πιο σκοτεινή, που μύριζε ούρα. Εκείνος ο στενός δρόμος σκαρφάλωνε την πλαγιά. Περπάτησα το χώρο μπροστά στο τείχος, πέτρα προς πέτρα. Απομακρυνόμουν μερικά βήματα, το ατένιζα, και ξαναπλησίαζα. Άγγιξα τις πέτρες με τα χέρια, ακολούθησα την κυματιστή γραμμή, εκεί που ενώνονται οι λαξευτές πέτρες, απρόβλεπτη, σαν τη γραμμή των ποταμών. Στο σκοτάδι του δρόμου, στη σιωπή, το τείχος έμοιαζε ζωντανό, οι αρμοί από τις πέτρες που είχα αγγίξει φλόγιζαν τις παλάμες μου.
Κανείς δεν πέρασε από αυτό το δρόμο, για πολλήν ώρα. Άλλα, όπως κοιτούσα, σκυμμένος, μια από τις πέτρες, εμφανίστηκε ένας άνδρας από το πιο πάνω σοκάκι. Σηκώθηκα όρθιος. Απέναντι ήταν ένας ψηλός, μισογκρεμισμένος πλίνθινος τοίχος. Κόλλησα πάνω του. Ο άνδρας κατούρησε στη μέση του δρόμου και συνέχισε το περπάτημα. «Να εξαφανιστεί» –σκέφτηκα. «Να ανοίξει η γη να τον καταπιεί». Όχι γιατί κατούρησε, αλλά γιατί κοντοστάθηκε και έμοιαζε να παλεύει με τον ίσκιο του τείχους· ήταν στιγμές που περίμενε, εντελώς κρυμμένος στη σκοτεινιά που πήγαζε από τις πέτρες. Με έφτασε και με προσπέρασε από μακριά, περπατώντας πάντα με κόπο. Έφτασε στο φωτισμένο σταυροδρόμι και έστριψε. Θα πρέπει να ‘ταν ένας μεθύστακας.

*Concertados, Αγρότες με ετήσια αμοιβή. Σ.τ.Σ.
Το πέρασμα του δεν διατάραξε την ενασχόλησή μου με το τείχος, την επικοινωνία εκείνη που άρχιζε να δημιουργείται μεταξύ μας. Όταν ταξιδεύαμε διασχίζοντας τις περουβιανές Άνδεις, από την ανατολή στην δύση και από το νότο στο βορά, ο πατέρας μου μίλαγε για την γενέτειρά του, τα παλάτια, τους ναούς και τις πλατείες με τις αγορές. Κι εγώ στα ταξίδια αυτά είχα μεγαλώσει.
Όταν ο πατέρας μου αντιμετώπιζε τους εχθρούς του και, ακόμα, όταν ατένιζε ορθός τα βουνά από τις πλατείες των χωριών και νόμιζες ότι από τα μπλε του μάτια θα ανάβλυζαν ποτάμια από δάκρυα, που εκείνος πάντα συγκρατούσε, χάρις θαρρείς σε κάποιο προσωπείο, εγώ συλλογιζόμουν το Κούσκο. Ήξερα πως στο τέλος θα φτάναμε στη μεγάλη πολιτεία. «Θα είναι για το αιώνιο καλό!», αναφώνησε ο πατέρας μου ένα απόγευμα, στο Πάμπας, όπου βρισκόμασταν κυκλωμένοι από το μίσος.
Οι πέτρες του ινκαϊκού τείχους ήταν μεγαλύτερες και πιο παράξενες από ο,τι είχα φανταστεί· κόχλαζαν κάτω από τον ασβεστωμένο πάνω όροφο, που ήταν τυφλός από την μεριά του στενού δρόμου. Θυμήθηκα τότε, τα τραγούδια στα κέτσουα που επαναλαμβάνουν την ίδια φράση με πάθος: «γιάουαρ μάιου», ποτάμι από αίμα· «γιάουαρ ούνο» ματωμένο νερό· «πουκ’τικ, γιάουαρ κότσα», λίμνη από αίμα που βράζει· «γιάουαρ γουέκ’ε», δάκρυα από αίμα. Όμως, δεν θα μπορούσε να λέγεται «γιάουαρ ρούμι», πέτρα από αίμα ή «πουκ’τικ γιάουαρ ρούμι», πέτρα από αίμα που βράζει; Το τείχος ήταν ακίνητο, μα κόχλαζε σε όλες τις γραμμές του και η επιφάνεια του μεταβαλλόταν, όπως των ποταμών το καλοκαίρι, που σχηματίζουν κάτι σαν κορυφή, προς το κέντρο της ροής, στην πιο επικίνδυνη ζώνη, την πιο ισχυρή. Οι ινδιάνοι ονομάζουν «γιάουαρ μάιου» αυτά τα θολά ποτάμια, γιατί στραφταλίζουν καθώς κινούνται κάτω από τον ήλιο, όπως το αίμα. «Γιάουαρ μάιου» ονομάζουν και τις στιγμές βίας των πολεμικών χορών, τότε που οι χορευτές έρχονται στα χέρια.
«Πουκ’τικ, γιάουαρ ρούμι!» αναφώνησα δυνατά μπροστά στο τείχος.
Και, καθώς ο δρόμος παρέμενε σιωπηλός, επανέλαβα αρκετές φορές τη φράση.
Ο πατέρας μου έφτανε εκείνη τη στιγμή στη γωνία. Άκουσε τη φωνή μου και προχώρησε στο στενό το δρόμο.
«Ο Γέρος έβαλε τις φωνές και μου ζήτησε συγνώμη» είπε. «Μα εγώ γνωρίζω καλά αυτά τα κροκοδείλια δάκρυά του. Θα φύγουμε αύριο. Λέει πως όλα τα δωμάτια της πρώτης αυλής είναι γεμάτα έπιπλα, σάκους και παλιοπράματα και πως έβαλε να κατεβάσουν ειδικά για μένα το μεγάλο κρεβάτι του πατέρα του. Παραμύθια! Άλλα εγώ είμαι χριστιανός και, μόλις φέξει, θα πρέπει να πάμε, μαζί με τον Γέρο στην λειτουργία, στον καθεδρικό. Αμέσως μετά θα φύγουμε. Δεν ήταν ο προορισμός μας το Κούσκο· περαστικοί ήμασταν πηγαίνοντας προς το Αμπανκάι. Θα συνεχίσουμε το ταξίδι. Αυτό είναι το παλάτι του Ίνκα Ρόκα. Η Πλάσα ντε Άρμας* είναι κοντά. Πάμε σιγά-σιγά. Θα πάμε να δούμε και τον ναό του Ακγιαουάσι**. Το Κούσκο παραμένει ίδιο. Οι μεθύστακες και οι περαστικοί εξακολουθούν να κατουράνε εδώ. Κι όσο για μπόχα… δεν έχεις δει τίποτα ακόμα. Καλύτερες είναι οι αναμνήσεις! Άντε, πάμε!»
«Ας τον αφήσουμε τον Γέρο να πάει στην κόλαση» του είπα. Μένει κανείς σε αυτό το παλάτι του Ίνκα Ρόκα;
«Από την Ισπανική Κατάκτηση».
«Ζούνε εκεί;»
«Δεν είδες τα μπαλκόνια;»
Η αποικιακή κατασκευή, που φαινόταν μετέωρη πάνω στο τείχος, έμοιαζε με πρόσθετος όροφος. Την είχα ξεχάσει. Στο στενοσόκακο, ο ισπανικός τοίχος, ασβεστωμένος, δεν έμοιαζε να χρησιμεύει παρά μόνο για να φωτίζει το τείχος.
«Μπαμπά» του είπα. «Μιλάει κάθε πέτρα. Ας περιμένουμε λίγο».
«Δε θα ακούσουμε τίποτα. Γιατί δεν μιλάνε. Εσύ είσαι που βρίσκεσαι σε σύγχυση. Γιατί εισχωρούν στη σκέψη σου και από εκεί σε αναστατώνουν».
«Η κάθε πέτρα είναι διαφορετική. Δεν είναι λαξευμένες. Είναι σε κίνηση».
Με έπιασε από το χέρι.

* Plaza de Armas del Cusco. Πλατεία των Όπλων. Η κεντρική πλατεία μιας πόλης πλαισιωμένη από το καθεδρικό ναό και τα κυβερνητικά κτήρια, σε όλες τις πόλεις που έχτισαν οι ισπανοί στην Αμερική. Του Κούσκο η πλατεία πήρε την τοποθεσία της αρχαίας πλατείας των Ινκας, Αουκαϊπάτα (Haucaypata, πλατεία των τερπνών). Είχε μήκος τετρακοσίων ποδιών και μάκρος 300 ποδιών. Ήταν η καρδιά της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Από τις τέσσερις γωνίες της, ξεκινούσαν τους τέσσερις κύριους δρόμους της αυτοκρατορίας. Στο κέντρο του τετραγώνου υπήρχε ένα ιερό σκαλοπάτι που θα ανέβαινε από το κάτω κόσμο ένας θεός ή αυτοκράτορας. Σ.τ.Μ.
Στην Αουκαϊπάτα γινόταν όλες οι τελετές, θυσίες στον Ίντι, ο θεός Ήλιος, και επίσης ήταν το μέρος για να γιορτάζουν με χορούς και τραγούδια. Σ.τ.Μ.
**Acllahuasi. Ναός όπου έμεναν έγκλειστες οι παρθένες της αυτοκρατορικής αριστοκρατίας για να υπηρετήσουν τον Ήλιο και τον Ίνκα. Σ.τ.Μ.
*** Inca Roca. Όνομα του έκτου Ίνκα. Στο τείχος του παλατιού του βρίσκεται το φημισμένο βράχο των δώδεκα γονιών. Σ.τ.Μ.

«Δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται γιατί είναι ανόμοιες, περισσότερο ακόμα και από τις πέτρες στα χωράφια. Γιατί οι Ίνκα μετάλλαζαν σε λάσπη την πέτρα. Σου το έχω πει πολλές φορές».
«Μπαμπά, μοιάζει να περπατούν, να ανακατεύονται, και όμως είναι ακίνητες».
Αγκάλιασα τον πατέρα μου. Ακουμπισμένος στο στήθος του, ατένισα ακόμη μια φορά το τείχος.
«Μένει κανείς μέσα στο παλάτι;» τον ξαναρώτησα.
«Μια οικογένεια αριστοκρατών».
«Όπως ο Γέρος;»
«Όχι, είναι αριστοκράτες αλλά και επίσης φιλάργυροι, όχι όμως όπως ο Γέρος. Όπως ο Γέρος όχι! Όλοι οι άρχοντες του Κούσκο είναι φιλάργυροι».
«Το επιτρέπει ο Ίνκα;»
«Οι Ίνκα είναι νεκροί».
«Άλλα όχι αυτό το τείχος. Γιατί δεν τον καταβροχθίζει τον αφέντη και κύριο του αν είναι φιλάργυρος; Αυτό το τείχος μπορεί να περπατήσει· θα μπορούσε να αναληφθεί στους ουρανούς ή να προχωρήσει μέχρι το τέλος του κόσμου, και να επιστρέψει. Δε γνωρίζουν φόβο αυτοί που μένουν μέσα;»
«Γιέ μου, ο καθεδρικός είναι κοντά. Μας τρέλανε ο Γέρος. Πάμε να προσευχηθούμε».
«Όπου κι αν πάω, οι πέτρες που πρόσταξε να πάρουν μορφή ο Ίνκα Ρόκα θα με συνοδεύουν. Θα ήθελα να κάνω εδώ έναν όρκο».
«Έναν όρκο; Είσαι ταραγμένος, γιε μου. Πάμε στον καθεδρικό. Εδώ έχει πολύ σκοτάδι».
Με φίλησε στο μέτωπο. Τα χέρια του έτρεμαν, όμως ήταν ζεστά.
Περάσαμε το δρόμο, περάσαμε έναν άλλο πολύ φαρδύ, διασχίσαμε ένα στενό σοκάκι. Και είδαμε τους τρούλους του καθεδρικού. Βγήκαμε στην Πλάσα ντε Άρμας. Ο πατέρας μου με κρατούσε από το χέρι. Εμφανίστηκαν οι στοές με τις άσπρες αψίδες. Εμείς ήμασταν στον ίσκιο του ναού.
«Δεν υπάρχει πλέον κανείς στην πλατεία» είπε ο πατέρας μου.
Ήταν η μεγαλύτερη από όλες όσες είχα δει. Οι αψίδες έδειχναν σαν να ήταν στα πέρατα μιας σιωπηρής πάμπας στα ψυχρά κλίματα. Να έκραζε εδώ ένα γιαναουίκου, η πάπια που τριγυρνάει στους νερόλακκους σ’ εκείνες τις πάμπες!
Προχωρήσαμε στην πλατεία. Τα μικρά δέντρα στο πάρκο έμοιαζαν σαν να είχαν επιτούτου φυτευτεί για να μοιάζουν μικροκαμωμένα μπροστά στον καθεδρικό και τους πύργους της εκκλησίας της Εταιρίας του Ιησού*.
«Πώς να μπορέσουν να μεγαλώσουν τα δέντρα» είπα. «Εδώ μπροστά στον καθεδρικό και δεν μπόρεσαν».
Ο πατέρας με πήγε στο προαύλιο. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια. Έβγαλε το καπέλο του κοντά στην μεγάλη κεντρική πύλη. Μας πήρε αρκετό χρόνο να διασχίσουμε το προαύλιο. Τα βήματά μας αντηχούσαν πάνω στην πέτρα. Ο πατέρας μου προσευχόταν. Δεν επαναλάμβανε τις προσευχές τις συνηθισμένες, μιλούσε στο Θεό ελεύθερα.
Βρισκόμασταν στον ίσκιο της πρόσοψης. Δεν μου είπε να προσευχηθώ, παρέμεινα με το κεφάλι ξεσκέπαστο, αποκαμωμένος. Ήταν μια τεράστια πρόσοψη, έμοιαζε να είναι τόσο φαρδιά όσο οι πρόποδες των βουνών που υψώνονται από τις όχθες μερικών λιμνών στα υψίπεδα. Μέσα στην σιωπή, οι πύργοι και το προαύλιο επαναλάμβαναν μέχρι και την παραμικρή αντήχηση, όπως τα πέτρινα βουνά που πλαισιώνουν τις παγερές λίμνες. O βράχος αντιγυρίζει βαθύ το κρώξιμο της πάπιας ή την ανθρώπινη φωνή. Αυτή η ηχώ είναι διάχυτη και μοιάζει να γεννιέται από το ίδιο το στήθος του ταξιδιώτη, που αφουγκράζεται, νιώθοντας να πλαντάζει απ’ τη σιωπή.
Στο γυρισμό, διασχίσαμε το προαύλιο, κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια και μπήκαμε στον κήπο.
«Ήταν η πλατεία των τελετουργιών των Ίνκα» είπε ο πατέρας μου. «Κοίταξε την καλά, γιε μου. Δεν είναι τετράγωνη, αλλά μακρόστενη, από το νότο προς το βορρά».
Η εκκλησία της Εταιρίας και η φαρδιά μητρόπολη και οι δυο με μια σειρά μικρές αψίδες που συνέχιζαν την γραμμή των τειχών, μας είχαν κυκλώσει. Απέναντι ο καθεδρικός και δίπλα ο ναός των Ιησουϊτών. Πού να πάει κανείς; Ήθελα να γονατίσω. Στις στοές περπατούσαν μερικοί περαστικοί· φώτα είδα σε λιγοστά μαγαζιά. Από την πλατεία δεν περνούσε κανείς
«Μπαμπά» του είπα. «Ο καθεδρικός, όσο πιο μακριά πηγαίνω, τόσο πιο μεγάλος φαντάζει. Ποιός τον έχτισε;»
«Ο Ισπανός, με την πέτρα των Ίνκα και τα χέρια των ινδιάνων».
«Η Εταιρία είναι ψηλότερη».

*Compañía de Jesús, Τάγμα των Ιησουϊτών. Σ.τ.Μ.

«Όχι. Είναι στενή».
«Και δεν έχει προαύλιο, βγαίνει από το έδαφος».
«Δεν είναι καθεδρικός, γιε μου».
Φαινόταν μια πλευρά των τρούλων μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
«Βρέχει πάνω στον καθεδρικό;» –ρώτησα τον πατέρα μου. «Πέφτει η βροχή πάνω στον καθεδρικό;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Ναι, τον φωτίζει ο ουρανός. Αλλά δεν πρόκειται να τον αγγίξουν ούτε ο κεραυνός ούτε η βροχή».
«Η βροχή, ναι, ο κεραυνός ποτέ. Με τη βροχή, δυνατή ή ψιλή, ο καθεδρικός φαίνεται μεγαλύτερος».
Μια κηλίδα από δέντρα εμφανίστηκε στους πρόποδες του βουνού.
«Ευκάλυπτοι;» τον ρώτησα
«Μάλλον. Δεν υπήρχαν τότε. Πίσω είναι το οχυρό, το Σακσαϊουαμάν. Δεν θα μπορέσεις να το δεις! Φεύγουμε νωρίς το πρωί. Δεν είναι δυνατό να πάμε νύχτα. Τα τείχη είναι επικίνδυνα. Λένε πως καταβροχθίζουν παιδιά. Αλλά οι πέτρες είναι σαν αυτές του παλατιού του Ίνκα Ρόκα, παρότι η καθεμιά είναι ψηλότερη από την κορυφή του παλατιού».
«Τραγουδάνε οι πέτρες την νύχτα;»
«Μπορεί».
«Τραγουδάνε σαν τις μεγαλύτερες πέτρες των ποταμών και των γκρεμών. Οι Ίνκα θα πρέπει να γνώριζαν την ιστορία κάθε πέτρας που είχε “μαγικές δυνάμεις” και θα πρέπει να τις μετέφεραν όλες για να κατασκευάσουν το οχυρό. Και αυτές με τις οποίες είναι χτισμένος ο καθεδρικός;»
«Τις λάξευσαν οι Ισπανοί. Κοίτα την κόψη της γωνίας του πύργου».
Ακόμα και στο μισοσκόταδο φαινόταν η ακμή, ο ασβέστης που ένωνε την κάθε λαξευμένη πέτρα και την έκανε να ξεχωρίζει.
«Θα πρέπει να τους αφαιρούσαν την “μαγεία”, χτυπώντας τες με καλέμι. Άλλα οι τρούλοι των πύργων, ίσως κρατάνε ακόμη την λάμψη που, όπως λέγεται, χαρακτηρίζει την δόξα. Κοίτα μπαμπά! Λάμπουν τώρα».
«Ναι, γιε μου. Σαν παιδί που είσαι, βλέπεις κάποια πράγματα που δεν τα βλέπουμε εμείς οι μεγαλύτεροι. Η αρμονία του Θεού υπάρχει στην γη. Ας τον συγχωρήσουμε τον Γέρο, αφού χάρη σε αυτόν γνώρισες το Κούσκο. Αύριο θα ‘ρθουμε στον καθεδρικό».
«Αυτή η πλατεία, είναι ισπανική;»
«Όχι. Η πλατεία όχι. Οι αψίδες, οι ναοί. Η πλατεία, όχι. Την έφτιαξε ο Πατσακούτεκ*, ο Ίνκα Ανακαινιστής της Γης. Δεν είναι αλλιώτικη από τις εκατοντάδες πλατείες που έχεις δει;»
«Γι’ αυτό μάλλον θα κρατάει τη λάμψη του ουρανού. Μας φωτίζει από τις προσόψεις των καμπαναριών. Μπαμπά, ας ήτανε να μας βρει εδώ το ξημέρωμα!»
«Μπορεί ο Θεός να ζει καλύτερα σε αυτή την πλατεία, γιατί αυτή έχει διαλέξει ο Ίνκα για κέντρο του κόσμου. Δεν αληθεύει πως η Γη είναι στρόγγυλη. Είναι μακρόστενη· να το θυμάσαι, γιε μου, ότι πάντα περπατούσαμε κατά μήκος ή κατά πλάτος της Γης».
Πλησιάσαμε την Εταιρία. Δεν επιβαλλόταν πάνω σου, σ’ έκανε άλλον άνθρωπο. Θέλησα να τραγουδήσω δίπλα στην μοναδική της πόρτα. Δεν ήθελα να προσευχηθώ. Ο καθεδρικός ήταν υπερβολικά μεγάλος, σαν την αψίδα της δόξας για αυτούς που βασανίστηκαν μέχρι το θάνατο Του. Μπροστά από την πρόσοψη της Εταιρίας, που την έβλεπα ολόκληρη, με κυρίευσε η επιθυμία να τραγουδήσω κάποιον ύμνο, διαφορετικό από τα τραγούδια που είχα ακούσει να λένε οι ινδιάνοι στα κέτσουα ενώ έκλαιγαν στις μικρές εκκλησίες των χωριών. Όχι! Κανένα δακρύβρεχτο τραγούδι!
Με στρατιωτικό βηματισμό κατευθυνθήκαμε προς το Αμάρου Κάντσα*, το παλάτι του Ουάινα Κάπακ** και προς το ναό των Άκγιας***.
«Την Εταιρία, την έχτισαν κι αυτή με τις πέτρες των Ίνκας;» ρώτησα τον πατέρα μου.
«Οι Ισπανοί, γιε μου, τί άλλες πέτρες θα λάξευαν στο Κούσκο; Τώρα θα δεις!»
Τα τείχη του παλατιού και του ναού, ινκαϊκά και τα δυο, διαμόρφωναν ένα στενό δρόμο που έβγαζε στην πλατεία.

*Pachacútec, ένατος Ίνκα, μέγας επεκτατικός της αυτοκρατορίας. Σ.τ.Μ.
**Huayna Cápac, δωδέκατος Ίνκα, πατέρα του Ουάσκαρ και του Αταουάλπα. Πρόλαβε να μάθει τον ερχομό των ευρωπαίων στην Αμερική. Σ.τ.Μ.
***Acllas, δηλαδή ο Ακγιαουάσι. Άκγιας σημαίνει «εκλεκτές», αναφέρεται στις παρθένες του Ηλίου. Σ.τ.Μ.

«Δεν υπάρχει καμιά πόρτα σε αυτό το δρόμο» είπε ο πατέρας μου. «Είναι ίδιος όπως τότε με τους Ίνκα. Χρησιμεύει μόνο για να περνάει ο κόσμος. Πλησίασε! Πάμε. Ας προχωρήσουμε».
Έμοιαζε λαξευμένο στο ζωντανό βράχο. Λέμε ζωντανό βράχο, τον άγριο, πάντα, βράχο, το βράχο εκείνο τον καλυμμένο με παράσιτα ή κόκκινες λειχήνες. Αυτός ο δρόμος μοιάζει με τα τοιχία που έχουν λαξεύσει τα ποτάμια και από όπου κανείς δεν περνάει εκτός από το νερό που πορεύεται ήσυχα ή με βία.
«Ονομάζεται Λορέτο Κίχγιου» είπε ο πατέρας.
«Κίχγιου, μπαμπά;»
«Έτσι ονομάζονται στα κέτσουα οι σχισμές στα βράχια. Όχι αυτές στα συνηθισμένα βράχια, αλλά στα βράχια τα τεράστια, ή εκείνα με τις ατελείωτες φλέβες, που διασχίζουν τις οροσειρές και πορεύονται ανώμαλα, πλάθοντας τα θεμέλια για τα βουνά με το αιώνιο χιόνι*, που με το φως τους, τυφλώνουν τους ταξιδιώτες.
«Εδώ είναι τα ερείπια του ναού του Ακγιαουάσι, και του Αμάρου Κάντσα» αναφώνησε ο πατέρας μου.
Ήταν γαλήνια αυτά τα τείχη, από τέλειες πέτρες. Αυτό του Ακγιαουάσι ήταν πολύ ψηλό, και χαμηλό το άλλο, με φίδια χαραγμένα στο ανώφλι της πόρτας.
«Δεν μένει κανείς μέσα;» ρώτησα
«Μόνο στο Ακγιαουάσι· οι καλόγριες της Αγίας Αικατερίνης, μακριά. Είναι έγκλειστες. Ποτέ δεν βγαίνουν».
Το Αμάρου Κάντσα, το παλάτι του Ουάινα Κάπακ, ήταν ένα ερείπιο, η κορυφή του κατέρρεε. Η διαφορά του ύψους που υπήρχε ανάμεσα στα τείχη του και σε εκείνα του ναού, επέτρεπε στο φως να διεισδύει μέχρι το δρόμο και να αναχαιτίζει καλύτερα τον ίσκιο.
Ο δρόμος ήταν όλο φως, δεν έδειχνε άκαμπτος. Κι αν δεν ήταν τόσο στενός, ίσως στις ίσιες πέτρες να χάλαγε η ευθυγράμμιση τους. Έτσι όμως, ήταν η μια κοντά στην άλλη, δε βρίσκονταν σε έξαψη, δε μιλούσαν, δεν είχαν την ίδια ενεργητικότητα με τις πέτρες εκείνες που έπαιζαν στο τείχος του παλατιού του Ίνκα Ρόκα· ήταν το ίδιο το τείχος που επέβαλλε τη σιωπή, κι αν κάποιος τραγουδούσε εκεί με πανέμορφη φωνή, οι πέτρες θα επαναλάμβαναν τέλεια σε απαράλλαχτο τόνο τη μουσική.
*Nevado βουνό με αιώνιο χιόνι σε μεγάλο υψόμετρο της οροσειράς των Άνδεων. Σ.τ.Μ.
Ήμασταν μαζί, εγώ να αναπολώ τις περιγραφές του Κούσκο που είχε κάνει ο πατέρας μου στα ταξίδια του. Και τότε άκουσα ένα τραγούδι.
«Η Μαρία Αγκόλα!*» του είπα.
«Ναι. Κάτσε ήσυχα. Είναι εννιά η ώρα. Ακούγεται και στην πάμπα του Άντα, πέντε λεύγες μακριά. Οι ταξιδιώτες σταματούν και σταυροκοπιούνται».
Η Γη θα έπρεπε να μεταμορφωθεί σε χρυσάφι αυτή τη στιγμή, και εγώ επίσης, όχι μόνο τα τείχη και η πόλη, οι πύργοι, το προαύλιο και οι προσόψεις που είχα δει.
Η φωνή της καμπάνας αναδυόταν. Και μου φάνηκε ότι αντίκρισα μπροστά μου, την εικόνα των προστατών μου, των ινδιάνων δημάρχων — τον δον Μάιουα και τον δον Βίκτωρ Πούσα, να προσεύχονται γονατισμένοι μπροστά στην πρόσοψη της ασπρισμένης πλινθόκτιστης εκκλησίαs του χωριού μου, ενώ το φως του ηλιοβασιλέματος δεν έλαμπε, άλλα τραγούδαγε. Στα χτενοέλατα, οι αετοί, τα ουαμάντσα**, που προκαλούν τόσο φόβο καθότι σαρκοβόρα πουλιά, σήκωναν το κεφάλι τους, ρουφούσαν το φως, πλάνταζαν.
Εγώ το ήξερα πως η φωνή της καμπάνας έφτανε πέντε λεύγες μακριά. Νόμιζα ότι θα εκραγεί στην πλατεία. Άλλα δυνάμωνε σιγά-σιγά στα κατάλληλα χρονικά διαστήματα, και το τραγούδι γινόταν εντονότερο, διαπερνούσε τα πάντα, και όλα μετατρέπονταν σε αυτή τη μουσική του Κούσκο, που άνοιγε τις πύλες της μνήμης.
Στις μεγάλες λίμνες, ειδικά σε αυτές που έχουν νησιά και καλαμιώνες, υπάρχουν καμπάνες που σημαίνουν τα μεσάνυχτα. Στο άκουσμα του λυπητερού τους τραγουδιού, πύρινοι ή χρυσοί ταύροι βγαίνουν από τα νερά, σέρνοντας αλυσίδες, ανεβαίνουν στις βουνοκορφές και μουκανίζουν στο παγωμένο αγιάζι, γιατί στο Περού οι λίμνες βρίσκονται στα ψηλά. Σκέφτηκα ότι αυτές οι καμπάνες θα έπρεπε να είναι ίγιας***, αντανακλάσεις της «Μαρία Αγκόλα», που θα μετάλλαζε τα φίδια αμάρους**** σε ταύρους. Από το κέντρο της οικουμένης, η φωνή της καμπάνας, καταδυόμενη στις λίμνες, θα πρέπει να είχε μεταμορφώσει τα αρχαία πλάσματα.

*María Angola, περίφημη καμπάνα του καθεδρικού του Κούσκο, τοποθετημένη από το 1659. Έχει ύψος 2.15μ. και 2μ διαμέτρου. Βάρος 50 τόνους. Ο λαός λέει ότι ο χρυσός για την κατασκευή της προέρχεται από δωρεάς μια γυναίκα ονόματι Μαρία Αγκόλα.
**Wamancha, γεράκι, οικ. Accipiter. Σ.τ.Μ.
***Illas, ον με μαγικές ικανότητες. Σ.τ.Μ.
****Amaru, αρχαίος θεός, ο Αμάρου, που είχε μορφή φιδιού και έμενε στις λίμνες στο βάθος, μεταμορφώθηκε σε ταύρο. Συσχετίζεται η εμφάνιση του αμάρου με κατακλυσμούς και μεγάλες αλλαγές στο σύμπαν.

«Μπαμπά» του είπα, όταν σταμάτησε να σημαίνει η καμπάνα. «Δεν μου είπες ότι θα φτάναμε στο Κούσκο για να είμαστε πανευτυχείς;»
«Ο Γέρος είναι εδώ!» είπε. «Ο Αντίχριστος!»
«Αύριο φεύγουμε πιά. Και εκείνος θα πάει στα τσιφλίκια του. Οι καμπάνες που βρίσκονται στις λίμνες που είδαμε στα υψίπεδα, δεν είναι ίγιας της «Μαρία Αγκόλα»;»
«Μπορεί, γιε μου. Εσύ ακόμα σκέπτεσαι σαν παιδί.»
«Είδα, τον δον Μάιουα, όταν σήμαινε η καμπάνα».
«Έτσι είναι. Η φωνή της μας ζωντανεύει την ανάμνησή του. Πάμε!»
Μες στο μισοσκόταδο πορευόταν τα σκαλιστά φίδια πάνω από την πύλη του παλατιού του Ουάινα Κάπακ. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο σε κίνηση σε αυτό το ατσάλινο κίχγιου. Μας ακολούθησαν, παλλόμενα, ίσαμε το σπίτι.
Ο πόγκο περίμενε στην πόρτα. Έβγαλε το καπέλο του και έτσι ακάλυπτος μας ακολούθησε μέχρι την τρίτη αυλή. Ερχόταν αθόρυβα, με τα μαλλιά ανορθωμένα, αναστατωμένα. Του μίλησα στα κέτσουα. Με κοίταξε παραξενεμένος.
«Δεν ξέρει να μιλάει;» ρώτησα τον πατέρα μου.
«Δεν τολμάει» μου είπε. «Παρότι μας συνοδεύει στο μαγεριό».
Σε κανένα από τα εκατοντάδες χωριά που είχα ζήσει με τον πατέρα μου, δεν υπήρχαν πόγκο.
«Παπούλη» του είπα στα κέτσουα. «Είσαι από το Κούσκο;»
«Μάναν»* απάντησε. «Από το τσιφλίκι».
Είχε ένα ξεχειλωμένο πόντσο, πολύ κοντό. Υποκλίθηκε και ζήτησε άδεια για να φύγει. Υποκλίθηκε σα σκουλήκι που επιζητούσε να ποδοπατηθεί.
Αγκάλιασα τον πατέρα μου, όταν άναψε το φως της λάμπας. Η ευωδιά του σεδρόν ερχόταν ίσαμε μας. Δεν μπορούσα να κρατήσω το κλάμα. Έκλαψα σαν να βρισκόμουν στις όχθες μιας μεγάλης άγνωστης λίμνης.
«Είναι το Κούσκο!» μου είπε ο πατέρας μου. «Έτσι αδράχνει τα παιδιά των ξενιτεμένων. Χώρια το τραγούδι της “Μαρία Αγκόλα”».
Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του Γέρου.
«Να φτιάξουμε τα κρεβάτια μας» είπε.

*Manan, κατηγορικό όχι. Σ.τ.Μ.

Στρώσαμε χάμω, όπως κάναμε στους διαδρόμους των σπιτιών, στα χωριά όπου μας φιλοξενούσαν. Τα μάτια μου ήταν υγρά. Έβλεπα τον ινδιάνο του τσιφλικιού, την παραξενευμένη του έκφραση, τα μικρά φίδια του Αμάρου Κάντσα, τις λίμνες να ταράζονται από την φωνή της καμπάνας. Τώρα πια θα προέλαυναν οι ταύροι, γυρεύοντας τις βουνοκορφές!
Προσευχηθήκαμε δυνατά. Ο πατέρας μου ζήτησε από τον Θεό να μην ακούει τις προσευχές που έλεγε ο Γέρος με το ρυπαρό του στόμα σε όλες τις εκκλησίες, ακόμα και στους δρόμους.

(συνεχίζεται…)

Έκτωρ Πανταζής, «Επί Στροφής», Ποιήματα των Φίλων, Αθήνα 2012

$
0
0

Κόσμος φωτόμορφος

άσμα ασμάτων ζωντανά τα στήθεια
σπάνε της σάρκας τα θηλύκια
χύνονται στη νύχτα ηλιοτρόπια
φωτίζουν το μαγαζί ως τα βαλτοτόπια

 
*
Πελώριος ενθουσιασμός

Στη σκιά της Ακρόπολης)
Μπαίνεις από το ακρόπυλο της Οικουμένης
ψαλτήριο μέγα των κιόνων
αντικρίζεις μετώπες αετώματα αιώνων
βάθρο θεών ανάερο θαυμάζεις μένεις

Σχεδόν θεϊκά μας χαρίζονται επεισόδια
κοπές από αρχαίους ουρανούς
βαρύ στον ώμο χέρι μπαίνεις με πόδια εισόδια
λοξές αναλαμπές το μάρμαρο ξυπνά ο νους
Πυκνός ουρανός πυκνό το τραγούδι του Παρθενώνα
ίχνη από βήματα τον αρχαίο βράχο ξυπνούν
σμήνος οι μνήμες στ’ αυτιά σου ηχούν
νέα είναι όλα κι εσύ παιδί του πιο αρχαίου αιώνα

Και ξανακάνουμε τη διαδρομή
χίλιες αγκαλιές του κυανού επιδρομή
με μπουκιές χρυσό φως
πελώριος ο ενθουσιασμός

Άσε την ψυχή σου να προκόψει πως
Άσε την να πιει το χρόνο της
Άσε την να ανοίξει να χορτάσει φως
Κι άσ’ την το σώμα της να σιγουρέψει θρόνο της
πλούτος να μπει στο τραγούδι πελώριος ενθουσιασμός

 

 
*

Υπνοφορία Μυκηνών

Εξηγά του Ερεχθείου το ανάερον
τα ελγίνεια μετρά πειστήρια
και τ’ άλλα μάρμαρα
στου χρόνου τα χυτήρια
λέει: η Καρυάτιδα που λείπει
κι αν έφερε στις αδελφές της λύπη
Δεν είναι δική τους είναι του Μπάιρον

 

 
*
Άστρα ψυχής

Στου κόσμου την καλλονή που κατατρίβει
σμήνος η σκνίπα μαύρο χιόνι της το κρύβει
ποιο τάχα αίσθημα την τέρψη κλέβει
πρωιού που την ξυπνά το φως και την παιδεύει
Είθε στην κάθε μέρα της η καρδιά της ν ’ανοίγει
κι άλλο τα φύλλα κι η αγάπη ώριμα να τη σμίγει

Κι ως άλλοτε σε μακρινές σπηλιές έλαμπες, φίλη,
χρυσά τα κύπελλα της ψυχής σου να γεμίζουν μέθυ και αστραπές

 

 
*
Omnia vincit amor

Και στα πιό σκοτεινά του κόσμου γυρίσματα
από μιας αρχής, από τα πιο αρχαία βήματα
κυβερνά ιδιοσυγκρασία
Βάζω στα λόγια υγρασία
Τώρα είναι πιο δεινή η θέση, τώρα στο λιόγερμα
που ο πανικός τη δύσης εικονικά τα δείχνει μα την αλήθεια
και χάνουμε την ουσία-το χέρι ψάχνει για μεδούλι-
Βάζω στα λόγια υγρασία
Που πέφτει το όνειρο με ίδιες λέξεις
κάνει να μοιάζουν και οι εικόνες;
Ή έχει ο χρόνος μια χροιά που όμοια βάφει
καταπραΰνουμε των πόνων τα βάθη
κι αντλούμε από την ίδια εστία φωτιάς
και ηδονές που ανεβάζει καυτός νοτιάς
Κι όπως διαβάζουμε τον κόσμο δια του ανθρώπου
ψάχνοντας στο τραύλισμα τι θα πει τ όνειρό του
αρχαία φωτιά νέα φωτιά ξανακοιτάμε
το αίνιγμα συχνορωτούμε

Δε θα πει μ αυτό το συχνοανέβασμα πως βατός ο δρόμος
Τρέχει από τα νύχια μας ο χρόνος
Μη ζητάς ό,τι δεν πέτυχαν οι αιώνες να το πετύχεις μόνος
Τρέχει από τα νύχια μας ο χρόνος.

Ακόνι του θανάτου τροχίζει νου κα νου.
Κάλυκες

 

 

*

ΦΩΤΟΧΡΩΜΑ

Η σκληρή άνοιξη ανοίγει με αίμα
Με τον τρόπο που μιά ακτίνα “αχνοφαίνεται ”
πάνω σε μιάν άλλη ακτίνα
θα υπερασπίσω τα νερά της αθανασίας
ως ύδασπις και ως αναισθητική αποτίμηση
Τεντωμένα τόξα θανάσιμες σαΐτες υπερασπίσεως
του φλεγόμενου από τις εννιά μούσες τού Ελικώνα.
Είναι λειτουργός τους είναι ο πρίγκηψ αιθέριων κρίνων
βουτά το χρωστήρα στην ίριδα στάζει λουλάκι το πινέλο
ευωδιάζουν τα ία στάλες νέκταρ και φώς
περνούν τη φύση στων εικόνων το βάθος
και την υψώνουν στο μή περαιτέρω.
Υπερβάσεις χρίει, χρησμούς του υπερεπέκεινα
υψωμένους στο χρόνο του χρωστήρα
σε Σινά ψηλορείτικο που σκιάζει το Χάντακα
όταν τα πολυκάντηλα του Άη Μηνά παίρνουν φωτιά.
Με σταυρό είτε λάβρυ από το “Φόδελε” κι ως το Τολέδο
οι αποκαλύψεις του θα ταρακουνήσουν γη κι ουρανό
και ξέρει ο μαΐστωρ να τα αντιρροπεί
να τα κρατά στην επιφάνεια με δομή νικητήρια
Είναι οι πέντε φούγκες σε πέντε ζάλους.
Επειδή ήρθε όνειρο;
-Επειδή είναι μυστικές αποθεώσεις
που επισυμβαίνουν σε μετώπες σε τέμπλα σε αψίδες
στα πολυστώα τα προστώα
και όπου το πλασίδι της γης παίρνει φόρα να πετάξει
Για τη διαλεκτική του μάρμαρου του χρώματος της μελάνης
πλέγμα και ιστός
έχουν του κυνηγότοπου την ενόρμηση
που κολυμπάει στην κιμωλία και στο γρανίτη
Γιατί η προσπέλαση συμβαίνει με ένα τρόπο
που έχει να κάνει
με του ανθρώπου τα στήθια
που όσο γι αυτό αντέχουν
και είναι εύψυχα και χρονοδίαιτα.
Επειδή πέτρινη φλόγα εικονίζω
επειδή Μένεγο το χρώμα σου είχε γεύση χουρμά
-σείονται οι εσωτερικές φοινικιές των σωμάτων.
Πώς ακαριαία διαψεύδονται όλα
όταν μιά εξωτερική αιτία
έχει πιάσει τόπο στην εσωτερική σου ζωή
γίνονται αβέβαια αδιόρατα άφαντα
καταλύονται οι στηρικτικές φωνές
πέφτοντας από ύψος αυτοπεποίθησης που παρείχαν.
Η σκληρή άνοιξη ανοίγει με αίμα
Ξαναήρθε κι έλαμψε
φώς ξανά στα κείμενα.
-Είναι ανατολή νοήματος αυτού που δεν δύει ποτέ;

 

 

*
ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 
Νομίζαμε ότι ήταν το άπειρο όταν μόνο είχαμε φτάσει στο μηδέν
τότε που ο ζυγοστάτης έδειχνε μια ισορρόπηση
τότε που οι βυθοί απότομα έδειξαν άλλα ύψη .
Κβαντισμένο συμβάν παράδοξα αρπίσματα
κομμάτι από άνεμο που σμιλεύτηκε σε γρανίτη
αποφασιστικότητα και θέληση στο έπακρο συγκινημένη
στρέφει το χρόνο προς τα μέσα
αφού επίμονα κοίταξε έξω και εκεί έξω.
Χορός γύρω από φωτιά
ιλαρές σκιές βαθιά στα μάτια
σφιχτοδεμένα χέρια τρέχει σα λάβα το αίμα
στον κύκλο αυτό
ένας εαυτός πολλοί εαυτοί και γίνεται ένα.
Αυτό που ήσουν γίνεσαι αυτό που είσαι έλευση.
Άδυτη προσωπογράφηση έντασης εσωτερικής
το μέσα άγαλμα, Πρόσωπο
μιας πορείας που βυθίζεται
με συγκίνηση εσωτερικό ρυθμό και αναστοχασμό
Ναός του λυρισμού συμφωνία
άναβε ήλιος κβάντα
(το ποίημα όσο ο παρατηρητής το παρατηρεί
είναι παλμός είναι και σώμα
κατορθωμένο σώμα , ανέμου σώμα
αδιόρατη σμίλη χρόνου πάνω σε γρανίτη
ιδρυτική στιγμή).
Διέσχιζα ένα τοπίο περιστοιχισμένο με ξιφολόγχες
κοίταξα επίμονα το μαύρο.
Και τα κουπιά δε σάλευαν, κωπηλατούσα ακίνητος για χρόνια
ταξιδεύοντας στην καρδιά του χρόνου.
Και το τοπίο δε σάλεψε
Σε κάθε ανατολή μια δύση
Γη νωπή νεοζωγραφισμένη
ανέβαινε κι ανέβαινε στα μάτια μου
κρουστή εικόνα αγάπη βαθιά εγκάτων σάλαγος
έγινε στα χείλη αθέλητα προσευχή
Ακμές κρύσταλλου
στο σιντριβάνι του χρόνου αναβρυτήρι πνευματικής χαράς
Από του συμβολισμού τα βάθη η μουσική αναβλύζει
μαζί με τα συμβολά της
Η γρήγορη ακίδα του χρόνου η λιγότερο γρήγορη και η ακίνητη σχεδόν
και πίσω από το ρολόι ο αδιαπέραστος τοίχος των αιώνων
μάς κάνει να κοιτάξουμε μέσα μας πίσω μας στο μέλλον στην αρχή
Εσωτερικό στήριγμα Ανθρώπινη κωμωδία
άποικοι του σύμπαντος της μελαγχολίας
Δεν πρόκειται γι αυτό. Το όλο ζήτημα είναι
να αγαπήσουμε κάποιες στιγμές που πήραμε απόφαση
να σταθούμε μπροστά στον υπολογιστή μας, όπως όταν
συναντάμε κομμάτια σαν από το ρυθμό ζωντανού χρόνου
Στην ίδια όψη μονογραφείται εαυτός σε βαθύ εαυτό
όπως σε εκείνα τα σιντριβάνια από στέρνα σε πιο χαμηλή στέρνα
αρτεσιανά συγκοινωνούντα και σαν σε γκέυζερ
«Τα φύλλα ξαναγυρνούν στα δέντρα
τα πουλιά βυθίζονται στα σκοτεινά φυλλώματα σαν αστραπές
καφέ Γκρέκ ναυτικοί κόμποι σιδηρές αψίδες
Φιλιατρό και γκρεμός ένα. Πρωτοπηγή πηγάδα σε γκρεμό
ζωντανό νεράκι Ιπποκρήνης
τσαλαβουτάνε κύκνοι και αλκυόνες
Αντί να κοιτάς τις πυραμίδες σαν παρελθόν δες τες σαν μέλλον
θα ζήσουν περισσότερο από όσο έζησαν ήδη
τις έχει φοβηθεί ο χρόνος ώρα που μια καρφίτσα
μια ακίδα αγκαθιού γίνεται πιό επίφοβη
από μιά ατομική βόμβα ( ατομική η μαζική;)
Αισθητική της δημιουργίας: έννοια της δύναμης
έννοια του συμβόλου
στα πλαίσια της συνείδησης η δύναμη ονομάζεται αίσθημα
Κι εσάς άστρα εγώ δε σας προσκάλεσα
στο γαμήλιο αυτό κοιτώνα με την ποίηση εκείνης;
Ποιος ποτίζει τον ουρανό; Ποιος μαθαίνει στο νερό
να ανέρχεται και να πέφτει σαν βροχή αστρολούλουδα;
Διέλαση υπόστασης, ησυχίας σφυρήλατα άνθη
Πετάω πέτρες της σιωπής τις τρώει δε χορταίνει
Ερωτοποιητικά μετατοπίζεις αισθήσεις αισθήματα
Χρυσές γιρλάντες
Αστάθμητα μακρύνονται από τη στάθμη της θάλασσας
Μα εγώ θέλω να πω για τα δικά μας
Όταν φευγαλέες εντυπώσεις όταν σαγήνες
Και δεν χωράνε σε λογικής νόημα,
Όμως γεμάτες λογική και νόημα
Μα εγώ θέλω να ονειρευτώ για τα δικά μας
Πού ξάφνου σαν άγαλμα φωτιάς οι αυγές αυγάζουν σαν πουλιά
«αυγάζει ξάφνου ένα πουλί μα τα κορμιά έχουν σβήσει»
Αδρή γλυπτική των ήχων
Σχεδόν αγγίζαμε το φεγγάρι που σχεδόν γαμογελούσε
Λες και το είχαμε γαργαλήσει στις μασχάλες
Στο δίχτυ της φεγγαρομέρας του
Ατέλειωτες τσιπουροκατανύξεις
Γιατί μας σκούντηξε ένας ψίθυρος: σύντομη η ζωή, έλεγε
(τώρα Βασίλη έχεις φύγει)
στιγμή που έσκυβε και φίλαε
εναλλάξ τους καρπούς των χεριών του.
-Το δέρμα της μουσικής τραντάζεται
τάμ τάμ νυχτερινό αιώνιο
νόμος της ζούγκλας
νομάδες στο άγνωστο εμείς ρουφάμε μεδούλι της θλίψης
μελαγχολικό βυζί στον κόρφο σου άνεμος σκοτεινός μελανό γάλα)
Τα κορδόνια μου δένω στο γηπεδό σου μπαίνω
Είναι το γρασίδι στεγνό ,τσιγγουνιές στο νερό;
Τα κορδόνια μου λύνω φεύγω σ αφήνω
Πλήρωσα το λογαριασμό ρίξε λίγο νερό
Τα κορδόνια μου δένω επιμένω επιμένω
Χίλια χρόνια περιμένω Στις παραλίες της ζωής
Κι έτσι ένα δηλαδή ένα επειδή γίνεται στοιχείο ύφους
Σχήμα υπερβατό που κάνει το ύφος υψηλόν
Πολιτισμοί χτισμένοι πάνω στη θάλασσα όνειρο στο κύμα
Τοπίο της γέννησης: άβυσσος δημιουργίας-
Πάνω στον καμβά του αιώνιου
Κεντά το εφήμερο άλγος
Αστραπή, κεραυνοβόλο όνειρο το ξάφνου-
Άρπισμα ηχάδι γιατί αστερισμός λύρας υπάρχει.
Πεντακόρυφα βροντής
Αστράφτουν κορφές πορφυρένιες
Εκεί που όλα είχαν χαθεί
Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου
Η αγαπημένη
Επιβεβαιώνοντας το: «όταν όλα θα έχουν χαθεί
Θα βρούμε το άπειρο». Και ναι ήταν εκεί
Μπροστά μας το άπειρο
Φωτοστέφανο σα φέτα λεμονιού.
Τεντώνει το λαιμό του
Σαν ο μακρυλαίμης έφηβος
Του Μοντιλιάνη
Για να δεί στα αστέρια
Κάτι που έπρεπε να βρίσκεται
Στη γή
Ήχος κιθάρας
Είχε πετάξει από κάποια
Αόρατη γωνιά ή από πού;
Πέρασμα η τέχνη
Φρεσκοστρωμένοι δρόμοι
Ανέμεναν να τους πρωτοπατήσω
Άστραφταν τα χαλίκια με στράβωναν
Σαν έπεσε η άσφαλτος δεν μου έκαιγαν πιά τα μάτια
Στρεφόταν προς το χρόνο κεντρόφυγα
Στη θεματική εντολή αφιερωμένος εξαιρετικά
Προλαβαίνοντας το μέλλον
Ελατήριο πάθος δημιουργίας νέα επαγγελία
Πρόζα εσωτερικής ολοκλήρωσης
Τα ιδρυτικά φράγματα δεν έχουν φανερούς δρόμους
Οι αερόλιθοι κρατήθηκαν μακριά με τη μεσολάβηση
Η παρηγοριά στα μεγάλα βουβά πάθη είναι μονοσύλλαβη
Ίσως επειδή με τίποτα δεν πιάνει. Όλα εκεί είναι προδοσία
Αν εξαιρέσεις το ραγισμένο σπαραγμένο άφωνο τοπίο
Με μόνο την κραυγή της χαράδρας
Όψεις, ιστορικότητα εξ ονόματος του καιρού σου
Σύνδεση που ενώνει την άνοδο με την κάθοδο
Τον καλλιτέχνη και τη ζωή, τον ποιητή και το χρόνο.
Αισθητικό φόντο να ακουμπήσεις
Πυροβολισμός στη δημοσιά Το ένα προφίλ πάνω στο άλλο
Και τώρα που δεν έχω χρόνο για τον ποιητή
Δεν έχω ζωή. Έχω θάνατο.
Συγκοπτόμενο σαν να μην θέλει να ανασάνει
άλλο από τον αέρα αυτό ξαναμετρώντας τον
Με κρυφό πυρετό διανοίγει εσωτερικά ψύχραιμα
Με αμμοβολή σε γρανιτώδες υλικό αποφασιστικά
αερόλιθος και φωτιά κυριεύει τα μάτια μας:
Πρωτογένεια αυτόγραφη.-
Αργυρά τόξα στον παλμό του κίονα
ένοιωσες τον τρελό σφυγμό
από τη φλέβα του καλλιτέχνη
μεταφερμένο στο μάρμαρο
Ήταν τότε που τράκαρες για τα καλά
το μαύρο μάρμαρο κατά μέτωπο
ώστε μετώπες μέτωπο ταυτόν
κι αντικρίστηκαν ανισόπεδα βουνά ονειρεμένα:
Στην κοιλάδα της φεγγαρομέρας
γύρω μας χόρευαν βουνοκορφές λόφοι
χαζεύοντας τη μυρμηγκιά των ανθρώπων
στο σεληνόφως
Φεγγαροποντή μετάλλαζε των τοπίων την όψη
εξαργύρωνε σε ασήμι
Ανέβαινε από των κυμβάλων τα κλειδιά
ασήμι ήχων ξανά προς τη σελήνη
αργυρόηχη λαλιά πίναμε
πίναμε και πίναμε όνειρο ορεινό.

Αλέξης Αντωνόπουλος, Ποιήματα

$
0
0

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Για να αποκαλείσαι καλλιτέχνης
δεν χρειάζεται να γνωρίζεις γράμματα ή νότες.

Αρκεί ν’ ανακαλύπτεις νόημα
ευεργετώντας έναν κακό άνθρωπο.
Να μιλάς σ’ ένα άτομο που δεν μπορεί να σ’ ακούσει
(ίσως και να μην έζησε ποτέ)
να λες καλημέρα στο κατοικίδιο σου
ή να απολαμβάνεις το παιχνίδι στο οποίο χάνεις.

Καλλιτέχνης σημαίνει να εκφράζεσαι
προσφέροντας νόημα όπου δεν υπάρχει.

Αναπόφευκτα λοιπόν στην Τέχνη, όπως και στη ζωή
(όμως νομίζω πως επαναλαμβάνομαι)
συναντούμε δύο κατηγορίες καλλιτεχνών:

Εκείνους που αποδέχονται την τιμή του τίτλου,
αλλά και τ’ ότι ο καθένας έχει το προνόμιο να τον ασπαστεί,
κι εκείνους που θέλουν να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους
να εξυψωθούν
να γίνουν μέντορες δίχως να είναι δάσκαλοι.

Τα μέλη της πρώτης κατηγορίας
βλέπουν ομορφιά εκεί που άλλοι την αγνοούν.

Τα μέλη της δεύτερης κατηγορίας
δεν βλέπουν ομορφιά
παρά εκεί που οι ίδιοι τη σπέρνουν.

 

 

*

ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα με απαγάγει.
Όχι, αυτό ήταν ψέμα.
Η θάλασσα με υποδέχεται.

‘‘Lasciate ogne speranza, voi ch’entrate.’’
Ποια ελπίδα;
Δεν υπήρξε ελπίδα εδώ.

Η πίστη είναι μια λέξη αποτελούμενη από πέντε γράμματα.
Ο Θεός είναι μια λέξη αποτελούμενη από τέσσερα γράμματα.
Η ζωή είναι μια λέξη αποτελούμενη από τρία γράμματα.

Αυτά ξέρω. Αυτά παίρνω μαζί μου στον πάτο.

 

 

*

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Αν αύριο ο κόσμος καταστρεφόταν
σήμερα θα είχαμε όλοι την ίδια ηλικία.

Μα ο κόσμος κάθε δευτερόλεπτο τελειώνει.
Κοίτα τα ρούχα σου. Τα μάτια σου στον καθρέφτη.
Νιώσε τις γραμμές στην παλάμη σου.
Δικά σου είναι αυτά; Από πότε τα είχες;

Ποιο ήταν το άτομο που πήγε στη δουλειά σου το πρωί;
Που αγκάλιασε τη μητέρα σου;
Που έκανε έρωτα στη γυναίκα σου;
Που μάλωσε με τον άντρα σου;
Που φορούσε το πρόσωπο σου;
Ποιος είσαι εσύ τώρα;

Ποιος θα πάρει τη θέση σου σε δύο λεπτά;
Ποιος θα επιλέξεις να την πάρει;
Ποιος θα γίνεις;

Τα αληθοφανή δάκρυα των αναμνήσεων σου
δεν έχουν το θράσος ν΄ αλλάξουν την Αλήθεια:
Το παρελθόν είναι ένα σενάριο που το γράφεις.
Τώρα.

 

 

*

ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΕΝΑΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

Αν θέλεις να καταστρέψεις έναν καλλιτέχνη
μην του προξενήσεις πόνο.
Εφησύχασε τον, παίνεψε τον
ή απλά κάνε τον να ξεχαστεί.

Μην τον προσβάλλεις.
Εάν τον πείσεις, θα θυσιάσει τα πάντα
για ν’ αποτρέψει το επίθετο σου
από το να τον καθορίσει.

Μην του θυμίζεις αποτυχίες.
Θα απομονωθεί στα καινούργια του έργα
σχίζοντας, βλαστημώντας και ξανά ξεκινώντας
μέχρι που περασμένα λάθη θ’ αποτελούν μετάλλια.

Και ό,τι κι αν κάνεις
όσο και να τον μισείς
προς Θεού
μην του πεις πως δεν θα τα καταφέρει.

Εμείς οι καλλιτέχνες
παρακαλάμε γι αυτή την προφητεία˙
την ιερότερη ευλογία που μπορούμε να δεχτούμε.
Τίποτα άλλο
δεν ωθεί τα δάχτυλα μας να δαχτυλογραφούν ταχύτερα.
Τίποτα άλλο
δεν μας προκαλεί να εφεύρουμε νέα χρώματα.
Τίποτα άλλο
δεν μας δίνει ίδια έμπνευση για νέους ήχους.

Παρά η εικόνα ενός παραιτημένου από τη ζωή
που σπέρνει θάνατο
να λέει σ’ έναν άλλον παραιτημένο από τη ζωή
που αναζητεί ζωή
να τα παρατήσει.

 

 

*

ΑΛΙΚΗ

Για να ξυπνήσει η Αλίκη
έπρεπε πρώτα να καταλάβει.

Πως όλοι οι εχθροί της
οι επικριτές της
δεν ήταν παρά τραπουλόχαρτα.

 

 

*

WAKE-UP CALL

Όλοι θέλουμε να ξυπνήσουμε
αλλά κανείς δεν ανοίγει πρώτος τα μάτια.

 

 

******

Σύντομο βιογραφικό:

Ο Αλέξης Αντωνόπουλος γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Διεθνείς Σχέσεις στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής και Υποκριτική στο Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου Lee Strasberg της Νέας Υόρκης. Από το 2011 μέχρι σήμερα έχει εργαστεί στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο ως ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη.

Τρόποι επικοινωνίας:

alexantonopoulos0@gmail.com

http://www.facebook.com/alex.antonopoulos.7

Χρήστος Μπράβος (1948-1987), Αφιέρωμα II

$
0
0

Το Αφιέρωμα I ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/961/index.html

Από το βιβλίο «Ορεινό Καταφύγιο», εκδ. Κείμενα”, Αθήνα 1983

 

Από την ενότητα “Το μαύρο είναι χρώμα φιλικό. Όπως το φως, έχει εφτά πέπλα”

IV. οι ήχοι

Ανάκουστος κελαηδισμός- σαν κλάμα.
Η νύφη μοναχή
σαλεύει ο φράχτης φέγγουν κοντακιές
πιο κάτω πλένουν σκούτινα
δε βάφουν της Λαμπρής τ’ αυγά.
Στάχυ της νύφης η φωνή
κι αλεύρι ο θάνατος
εκεί που οπλίζει ο γαμπρός
ο τόπος λαμπαδιάζει.
Η Χειμερία νάρκη έπεται.

 

 

*

VI. οι δρόμοι

Κάρβουνα να περάσει ο Επιτάφιος
η Ελένη το πουλί θα κελαηδήσει.
Ο πραματευτής κατεβαίνει
κουβαλάει κρανία
ο Οδυσσέας ξεφεύγει
φίλοι παλιοί σ’ άλλη πτώση
-Φίλιππος Μιλτιάδης Ιωάννης Μιχαήλ-
ο Μπότσαρης που γνώρισες
εβγήκε Φώτης.
Ζαρκάδια στη γυάλα.

 

 

*

Γενέθλιος τόπος

Πατρίδα των απόντων.

Οι φράχτες
κ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.

Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.

 

 

*

Γαμήλια φωτογραφία

             μνήμη Κωστα Ταφυλη

Η πεθαμένη θειά μου στ’ άστρα
κι ο μπάρμπας στο βυζί
έφραξαν πέρυσι οι εσωδρόμοί του
βασίλεψε στην πίσσα

‘28- χρονιά ξεθυμασμένη.

Σε λέγανε Θανάση τότε
Θανάση σ’ έλεγαν ακόμα.
Ποιος έγραψε τα ύστερα
κι ετύλιξε βαμπάκια το κορμί σου;

‘28 -χρονιά ξεθυμασμένη
λέπι στο νύχι
μαύρο νερό.

Αχνίζω όταν ακούω
τα κουπιά
ν’ ανοίγουν δρόμο
να ξεχύνεται η νύχτα

                             Χειμώνας 1981

 

*

Άρρωστη μάνα

Σάπια δοκάνια
δόκανα σιωπής
και το ψωμί κάρβουνο
το γάλα σου φαρμάκι.

Κακή αρρώστια σάπισε
πατρίδα τους μαστούς σου

*****************

 

 

 

Από το βιβλίο «Με των αλόγων τα φαντάσματα». εκδ. Κείμενα 1985, Καστανιώτη, 1990

 

 

Ο εκτελεσμένος του καφενείου

«Κάθεσαι στην καρέκλα του»
μου είπαν.

 

 

*

Η μηλιά

Σε φράκτη τελείωνε η γυναίκα,
ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,
τα ‘παιρνε πάλι.

Επέρασ’ ένας μ’ άλογο,
κυνηγημένος. Η ματωμένη
τραύλιζε. Αυτός βαριά ελυπήθη.
Κι όπως την κάμα ετράβηξε
κι απόστρεψε τα μάτια

σκίστηκε η γης
βγάζει μηλιά
τα μήλα φορτωμένη

κι αυτή σε μαύρο σύννεφο
-ωι μηλιά-
για χαμηλά ποτάμια
ετραβούσε.

 

*

Ανατολή
                Στον Χρήστο Μπουρονίκο

Μα η μέρα το σκορπά το μυστικό της. Κ’ είπε
“σκοτάδι ας γίνει, ας γίνει φόβος”. Ακούστηκαν
χτυπήματα στην πόρτα. Με των αλόγων τα φαν-
τάσματα περνούσαν οι νεκροί. Σηκώθηκε μια λύπη.
Κι όλοι το ‘νιωσαν-ομάγος είχε φτάσει.
Τότε πέρασαν χρόνια. Τ’ άλογα ματωμένα
και τρελά κατέβαιναν στους κάμπους· έπεφταν
στ΄αποσπάσματα. Όμως ο μάγος σώπαινε. Τι-
ναζε μοναχά τα δάχτυλά του, τραβούσε αόρατα
σκοινιά. Ώσπου ανοίξανε τα σπλάχνα του και
βγήκε το βαμπάκι.

 

 

*

Σφραγίδα

Αυτόν τον έρημο χειμώνα
πώς πέρασα δίχως ποτάμια
κι άλογα, με σώματα ειπωμένα…
Η νύχτα ένα θανάσιμο φτερό.
Κ η πεθαμένη τραγουδά
και τη φοβάμαι:

«Όλο γεφύρια να περνάς·
όλο ν’ ακούς το κλάμα
της χτισμένης».

 

 

*

Νανούρισμα

Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.

Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.

Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.

 

 

*

Σημεία και πέρατα

1. Με κόσκινο εμάζεψαν το αίμα.

2. Άλλοι είπαν τον είδαν νεκρό στο Βίτσι·
άλλοι ζωντανό στην Τασκένδη.

3. Ο πατέρας. Ενθύμιον λύπης.

4. Δεν θέλουν να θυμούνταο πώς ανοίγει
η πόρτα στο υπόγειο, η γδαρμένη.

5. Το κούφιο δόντι τους. Αυτό με το φαρμάκι.

6. Αυτά που φύγαν, αίματα
Αυτά που ήρθαν, χιόνι.

7. Αυτά που φύγαν αίματα ήρθαν χιόνι.

8. Άλογα μαύρα στο σκοτάδι.

9. Ως τη συντέλεια της μνήμης.

 

 

**************************

 

 

Από το βιβλίο «Μετά τα μυθικά», εἰκόνες Χρόνης Μπότσογλου, πρόλογος Μιχάλης Γκανάς, ἐπιμέλεια και ἐπίμετρο Μισέλ Φάις.εκδ. Πατάκη, 1996 (μεταθανάτια έκδοση)

 

Από την Ενότητα «Ξύλινα τείχη»

Προγραφή

Ζυγιάζεται γκρίζο, γεράκι. Σάπιο
αγεράκι πώς τα καίει τα μαλλιά
σου!
Δε θα γλιτώσεις Ιφιγένεια· αυτά
που ήξερες για σύννεφα πονετικά να
λησμονήσεις. Κορμί φιδιού θα
δέρνεσαι στο χώμα, δίχως κεφάλι
πετεινός και θα χιμάς. Και τα
καράβια θα ξεχάσουν τα νερά.
Μέσα σε μπαρ οι ναύτες θα
σαπίζουν

                          13-15/4/82

 

 

*

Ουράνιο ψάρι
                Στον Γιώργο Κακουλίδη

Η σκοτεινή της μήτρα αναδεύει
και σάμπως μπάσταρδο κι απόψε σε ξερνά·
στον κύκνο σου λαιμό θηλιά περνά
το χέρι της Σειρήνας· και σε ζεύει.
Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα
κι όλη τη νυχτα αλυχτάς σκυλί λυτό·
πάλι θα λεν τη μάνα σου Λητώ
και τη σπασμένη κάμα σου Μαρκέλλα.
Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο,
να σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;
Θα πνίγεις στο σκοτάδι τα σκυλιά
κι εγώ απ’ τον πάτο της ζωής μου θα σου γράφω.

                                           18/6/83

 

 

*

Από την ενότητα «Μετά τα μυθικά»

Συντέλεια

Είπε το νυχτοπούλι: «Πετούν δυο
μαύροι άγιοι». Τ’ άστρα γυρίσανε
να ιδούν«είναι δυο άγιοι
λαμπεροί» είπε η σελήνη

κι ακούστηκε ο κρότος ο μεγάλος
της γης
που τσακιζότανε τυφλή
πάνω στο βράχο.

 

 

*

Απόκρυφο

Μ’ άλογο μαύρο και τυφλό
να μπω στον ύπνο σου. Ριγμένος
σταυρωτά. Με τα καρφιά μου.

Εσύ από χιόνι. Με το κάρβουνο
στα μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς
και τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου
που θα σπάζει.

Να τιναχτείς-νύφη που ξύπνησαν
τα δάκρυα του γαμπρού ανοίγει
το ταβάνι ανεβαίνουν.
Να μη θυμάσαι τίποτα μετά-
μόνο του δαίμονα το χέρι
που ευλογούσε.

 

 

*

Το νερό

Να μην την πει κανείς αυτή τη νύχτα
που έπνιξε το θάνατο στην κούνια.

 

 

 

*******

 

 

Ο Χρήστος Μπράβος γεννήθηκε στη Δεσκάτη το έτος 1948, αλλά από τα δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών.
Ανήκει στη γενιά του 1970, αλλά κυκλοφορεί όψιμα την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ορεινό καταφύγιο», μόλις το 1983. Δυο χρόνια αργότερα εκδίδει μια δεύτερη, «Με των αλόγων τα φαντάσματα», κι ένα μονόφυλλο το 1986 με το ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου», το οποίο γράφεται με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα.
Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα και κείμενα κριτικής.
Ανάμεσα στα τελευταία, πέντε όλα κι όλα, ενήμερα από βιβλιογραφική άποψη και οξυδερκή από αναγνωστική, ξεχωρίζουν τρία, για το λόγο ότι αναφέρονται στο Μίλτο Σταχτούρη, έναν ποιητή στον οποίο ο Μπράβος μαθήτεψε ιδιαίτερα γόνιμα: «Η κριτική και ο Μίλτος Σαχτούρης. Ένας “περίπατος” από αφορμή την Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη του Γιάννη Δάλλα», περ. Ο Λογοτεχνικός Πολίτης 43 (Ιούνιος 1981) 70-73 «Μίλτου Σαχτούρη Εκτόπλασμα, σελίδες 21», περ. Το Δέντρο 33-34 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1987) 21-23 «Η “αποκριά” του Μίλτου Σαχτούρη: Ξόρκι ή όχημα της φρίκης», περ. Γράμματα και Τέχνες 16 (Απρίλιος1983) 24-25.
Ύστερα από το θάνατο του, το 1996, εκδίδεται η συλλογή “Μετά τα μυθικά”, με εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, πρόλογο του Μιχάλη Γκανά και επιμέλεια επίμετρο του Μισέλ Φάις .
Η συλλογή, στην οποία 2 εμπεριέχεται και το μονόφυλλο του 1986, μοιράζεται σε δύο ενότητες, «Ξύλινα τείχη» και «Μετά τα μυθικά», με πέντε και εφτά ποιήματα αντίστοιχα. Τα πρώτα, χρονολογημένα, γράφονται ανάμεσα στις 28-3-1982 και 23-6-1983 (ένα στις 9-4-1985), ενώ τα δεύτερα είναι αχρονολόγητα αλλά πάντως γραμμένα μετά τις δύο δημοσιευμένες συλλογές του.
Ο ποιητής ασθένησε σοβαρά και πέθανε στα 39 του χρόνια, στις 20 Απριλίου 1987, δεύτερη μέρα του Πάσχα.  

 

 

Θερμές ευχαριστίες στον ποιητή Λίνο Ιωαννίδη για την παραχώρηση των βιβλίων «Με των αλόγων τα φαντάσματα» και «Μετά τα μυθικά».


Γεώργιος Αλεξανδρής, Ποιήματα

$
0
0

∆ΙΠΛΑΝΟΙ

Κι αυτός που δίπλα μου σωπαίνει,
συνωμοτώντας με συνήθειες κι εμμονές,
κι εκείνος που ωρύεται πιο πέρα,
διαβάλλοντας αρετές και μαρτυρίες,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί στο ίδιο ψέμα,
ανύποπτοι σε ελεγχόμενα περιθώρια
και προγραμμένοι σε κατάστιχα ζηλωτές.

Κι αυτός με τους δογματισμούς του,
που βεβαιώνει ποιος είναι απέναντί μας,
κι εκείνος με τις αναγωγές του
που πρεσβεύει σε διαλεκτική συμμετοχή,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί χωρίς ιστορία,
έρμαια στη μοναξιά και τη μονοχρωμία,
κι ασπόνδυλοι σε κάθε πείραμα και χρήση.

Χάνει η ζωή τα υπάρχοντά της
και μένει η φωνή χωρίς προσανατολισμό.
Κι αυτός που αποτελεί κατηγορία,
κι εκείνος που είναι αριθμός,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί στην αλήθεια,
λόγος και πρόσωπο, αναφορά κι αξία,
το μέγεθος μη χάσουμε στο ύψος του ανθρώπου.

Απολογία και εξιλέωση οι καιροί,
σε κάθε τέλος και μια αισιόδοξη αρχή.
Κι αυτός που έχει παραιτηθεί,
κι εκείνος που επιμένει στην οργή,
προλαβαίνουμε να είμαστε διπλανοί στα όριά μας,
το αύριο στην ομορφιά να ορίσουμε
και η ζωή γητεύτρα

 

*

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΕΣ

 

Φέραμε την αγρύπνια μας ως το ξημέρωμα.
Με συντριβή και χωρίς παραιτήσεις.
Άσκεπο το πρωί κι η μέρα αναποφάσιστη.
Χωρίς χρώμα και χειροκρότημα.
Κανένας έπαινος κι ασπασμός.
Ούτε καν μια βλαστήμια.
Έσκυβε πάλι η ζωή υπομονετικά σ’ επιταγές και νουθεσίες.
Μικρό φορτίο η συνήθεια, θρίαμβος η υπακοή
και μεγαλείο η συνέχεια και η ομοιομορφία.

Μα αυτή, βιασύνη αβόλευτη κι αστέγαστη φυγή,
δραπέτευσε από ανακωχές κι εκεχειρίες.
Την είδα να στέκεται ερώτημα και προτροπή
στην άκρη του αταξίδευτου ουρανού,
μπροστά από τα όνειρα και τους ανθρώπους,
βέβαιη για το μακρύ και ασχεδίαστο ταξίδι,
μύχια ευχή, χωρίς απαντοχές κι επιστροφή,
ίδια η άβυσσος, ο φόβος και η οργή.

Τους θεούς τους είχε σκοτώσει αποβραδίς.
Τους ειδήμονες και τους προστάτες
τους είχε αφήσει αδικαίωτους στην πρώτη σιωπή
και μένα, ένοχα κι επώδυνα να ισορροπώ
στους δισταγμούς και τις αντιφάσεις.
Μ’ ατίθαση ματιά γρίκαε το μερτικό της
πίσω από το μούχρωμα της ήσυχης ημέρας,
συνείδηση καθαρή και μνήμη από το μέλλον.

Ξημέρωνε μ’ ένα επινίκιο σάλπισμα
πάνω από τ’απροσανατόλιστα σταυροδρόμια,
στις κλειστές γωνιές και τους λαχανιασμένους δρόμους,
κόκκινη αντηλιά στον ίσκιο της
και ρωγμή βαθιά στη σιγουριά μου.
Την είδα σειρήνα του χαμού, του λυτρωμού γητεύτρα,
λεύτερη να μετρά με ουρανό τον κόσμο
κι εγώ αφτέρουγος από τη γη να ικετεύω
νωρίτερα από τ’ όνειρο στο γέρμα να μην φτάσει.

 

*

ΟΥΤΟΠΙΑ

Τ’ όνειρο που φτερούγισες στον άνεμο πουλί
και μάγεψες στις θάλασσες τραγούδι,
δεν έφτασε μακρύτερα απ’ τ’ ουρανού την άκρη
γιατί δεν είχαν πέρασμα σε ξέφωτα οι καιροί,
οι ορίζοντες χαμήλωναν σε φράχτες και σκιές,
κι εσύ πρώτη φορά κι αμάθητη στο σκίρτημα της ψυχής
θωρούσες με τα μάτια σου τις ομορφιές του κόσμου.

Καράβι πρωτοτάξιδο έσμπρωξα στα πέλαγα το δικό μου
με το νοτιά, με το βοριά, στου ήλιου τα γυροτόπια
μα δεν ανοίχτηκε απ’ την ανατολή πιο πέρα
γιατ’ είχανε σβηστεί τ’ Αυγερινού τα σημάδια ,
οι γοργόνες που τ’ απάντησαν το κράτησαν σε λιμάνια
κι εγώ πρώτη φορά ταξιδευτής στ’ αφρόσκεπο το κύμα
σε κοντινά κι απάνεμα ζύγιαζα τα πέρατα του κόσμου.

Φτάσαμε αργά στο φέγγισμα και στο βασίλεμα νωρίς.
Γδαρμένοι βράχοι η ψυχή κι ο νους φευγάτος γλάρος
γιατ’ είχε ο κόσμος σύνορα κι ένα θλιμμένο βλέμμα
ίδιο με του ζητιάνου έρωτα με του ηλιού τη χάση.
Βαθιά σιωπή ο σπαραγμός και η απόγνωση ηχώ ,
τι ήταν μικρός ο πηγαιμός και τ’ όνειρο ουτοπία
που στοίχειωσε το γυρισμό στο παλιό αραξοβόλι.

 

 

*

ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΑ

Ξυπόλητα πρωινά, μέρες γυμνές και χρόνοι δικασμένοι,
ασπούδαστα χορικά και κομμοί μιας τραγωδίας ελέους
σε μια κρυφή χορεία ενοχών μ’ ανέστιες ευθύνες.
Κι εμείς αγύρτες των ηθών και των καιρών πραματευτές,
ξαρμάτωτοι στον πανικό κι αφρόντιστοι στη δίνη,
μονολογούμε βέβηλα και φωνασκούμε άδειοι,
μ’ αμήχανο βηματισμό και φλοιωμένα λόγια,
απαίδευτη γενιά κι αψίκορη, δειλή, παγιδευμένη,
να δούμε το θαύμα στο χαμό, τον τελειωμό στην πλάνη.

Φτιασίδωμα ψυχής των άλλων η οργή και υπακοή η βία.
Ξέπεσε σύνθημα ο στοχασμός και προγραφή η μαρτυρία,
συμβιβασμός οι πείσμονες αποστροφές και τα μεγάλα πάθη
καθώς επαιτούν κι αυτοί, μικρή κι ασήμαντη την εποχή τους
έτσι που στις ψευδαισθήσεις τους τ’ ανάστημά τους χάσαν
και δήλωσαν γενναιότητες κι αφόρητες συνέπειες στους δρόμους,
σ’ ανάγκες που δεν μπόρεσαν ποτέ ως όραμα να δημιουργήσουν
γιατί τους γήτεψε κι αυτούς η έκσταση κι η ηδονή της ευκαιρίας
και τους γονάτισε η ερημιά κι η τυραννία της αλήθειας.

Συνοδοιπόροι αμνήμονες, άπραγοι, και η αποδοχή συνήθεια,
οι ίδιοι σώφρονες ρυθμοί, συναλλαγή ανοιχτή και ρητορεία.
Βήμα πλατύ η συνείδηση υποταγής και τελετή θριάμβου,
χωρίς κενά η μύηση και η προσαρμογή λατρεία,
σπονδή η υπεροψία της άγνοιας και η οίηση μεγαλείο,
αναζητώντας πρόκριμα στην αναχώρηση και την απουσία.
Πτυχές ασκητισμού η ζωή και μνεία ιστορίας ,
μας ταίριαζε η ευπρέπεια της ταραχής και δοκιμασίας,
μα άσπονδοι φίλοι οι καιροί κι εμείς ανομολόγητα δικοί τους.

 

*

Ο Λάζαρος

Ο Λάζαρος, αυτός ο γνωστός και οικείος συνοδοιπόρος,
που οριοθετεί το ύψος μιας ετερόκλητης συντροφιάς
διεμβολίζοντας άλλοτε τον καθωσπρεπισμό και τη ματαιοδοξία
κι άλλοτε αυθαιρετώντας σε προβληματισμούς και σχολαστικότητες
μ’ έναν ανεπιτήδευτο και εξοργιστικό αυθορμητισμό,
είναι ο καλλιτέχνης μιας αισιόδοξης καθημερινότητας
καθώς αρνείται τη σπουδή των καιρών και των φόβων
και με άδολο κομπασμό ανατρέπει την τάξη του χρόνου.

Στη φρενίτιδα της βιασύνης και το στόμωμα του άγχους,
συλλαβίζει νότες υγρές και ζωγραφίζει φως και γέλιο.
Μελωδίας ανάκρουσμα κι αδρό μετείκασμα ζωής
με λόγους παλιούς κι ανήμερους, μ’ αναδρομές και ανακλήσεις,
σμπρώχνει τις μέρες στη γιορτή ‚τις προσμονές στην άκρη
κι ανάμεσα σε αμφίβολες σιωπές και ψυχές κομποδεμένες ,
ελευθερώνει τις φωνές και με θόρυβο ξετυλίγει
απομεινάρια όνειρα, κρυφές ευχές και αναμνήσεις.

Φερμένος μ’ ανερμήνευτα σημάδια από ανώνυμες εποχές,
από ανοχύρωτες πόλεις και εγκαταλειμμένους ναούς,
ο Λάζαρος, αυτός ο γνωστός και οικείος γυρολόγος,
χτυπώντας το τύμπανο του χρόνου και της ανάγκης
και κρατώντας το δισκοπότηρο μετάληψης της ζωής,
γίνεται ο καλλιτέχνης των πιο απλών διαδρομών
να βρίσκει πέρασμα και κατώφλι η ομήγυρη στη χαρά
πίνοντας ο καθένας με καημό απ’ τη δική του ιστορία.

 

 

*************

Διατηρεί τον ιστότοπο: http://www.alexandris23.net/

Γιώργος Α. Αθανασόπουλος, «Ποίηση Ι», Σαιξπηρικόν, 2012

$
0
0

 

 

ΦΕΥΓΑΛΕΑ (1990)

Ο χρόνος, αυτός ο αγαπημένος σύντροφος
που με το κεφάλι πλημμυρισμένο βαδίζει
η παρέα του είναι χωρίς επιστροφή
βλέπουμε τα δέντρα βλέπουμε τους ατμούς
γυρίζουμε τα βράδια απ’ το κυνήγι του χαμόγελου
και η μοναξιά μας δεν είναι ποτέ ολόκληρη
αδειάζουμε τα μαλλιά μας από τη λιακάδα
του δίνουμε το χέρι
για να μας περάσει κοιμισμένους στην άλλη όχθη
όταν γυρίσει η στρογγυλή μας γη και βγεί ξανά ο ήλιος
βρισκόμαστε κιόλας έτοιμοι για μια καινούρια “νίκη”
ο γαλανός αέρας μας καλεί να τραγουδήσουμε
και η ψυχή των λόφων με τις πήλινες μουσικές της
ν’ αγναντέψουμε μπροστά και γύρω

 

 

 

*

ΕΡΧΟΜΟΣ (1997)
Κάτω από τα μάτια τ’ ουρανού
ο ύμνος του προσώπου σας κυλούσε
αληθινός
έθαλπε τις ωραίες ροπές σας
Υπήρχατε σα σταγόνες και σα φωτιές
υπήρχατε σαν η μόνη σωτηρία της γης
υπήρχατε σαν ώρα γυρισμού
και σαν επίπονο ποτάμι
Τότε που μιλούσατε μόνο σε όποιον γνώριζε
τότε που είχατε τόση ανάγκη από υποσχέσεις
εγώ ζούσα
Δεν είχα άλλο να δώσω από την πράξη του ονείρου
από την πρώτη στιγμή της ζωής μου στο ποτήρι σας
από μια εύπιστη ερμηνεία των βλεφάρων σας

 

 

*

ΑΠΟ ΗΛΙΟ ΣΕ ΗΛΙΟ, 2008

χορεύω
με κερένια βήματα
ήχος
γλυκό λάδι
τρέμει ο άνεμος
και φυτεύει λουλούδι στον ήλιο
κορίτσια κλονίζουν
πάντοτε γρήγορο
το κύμα
πάντοτε λεπτό
τον δρόμο

 

 

 

*

γύρω κολυμπούσαν
μέσα στο φως
χωρίς να ξέρουν
με επισκέπτονται οι φωνές της νύχτας
αγωνία στις πόρτες αγωνία στα παράθυρα
είχα φυτέψει ένα σπίτι…
κι αν ακόμα η πεταλούδα βραδυά μού ξεφύγει
πάλι θα μελωδήσω

 

 

*

μόνο ένας θάνατος
μόνο ένα κορμί
τα χείλη της νύχτας με φίλησαν
οι καθρέφτες έχουν φωνή ραϊσμένη
τα γεφύρια βυθίζονται
φίλοι μου
πέρα μεγάλος κόσμος
αβρό θάμπος
γυμνότητα
προσφέρονται μάγουλα και θηλές
και χώμα

 

 

*

ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΤΑΘΗΚΑΝ, 2011

1. δεξιά και αριστερά οι φτερούγες
καθίζουν το κορμί της πεταλούδας
καθίζουν το αλαφρά πάνω στο φύλλο
φύσηξε αεράκι δροσερό
και δυο-τρία φύλλα πήρε
να τα ταξιδέψει
πιο πέρα πιο μακριά απ’ τις ρίζες

2. (διαβάζοντας κανείς τους στίχους μας, θα πίστευε
ότι η κόκα-κόλα δεν έχει υπάρξει ποτέ)

3. στις φλέβες μας αντί για αίμα
κυλάει κόκα-κόλα
τα παιδικά μας πόδια έχουν αλητέψει
στην άσφαλτο
γεννηθήκαμε στον έβδομο όροφο
ή μήπως στο ασανσέρ
(καλά κάνουν και τη βάζουν τέτοιες ώρες
αυτή τη μουσική
δεν είναι για ν’ ακούγεται)
έλεγα ότι γεννηθήκαμε – δεν είναι σίγουρο
περιμένουμε

 

 

 

*

από τις επιστροφές των δώρων
είχα φροντίσει να παρακρατήσω μια φωτογραφία της

προσωποποίηση της χάρης

δεν ξέρω αλλά μου έδινε θάρρος
για τις επιστρατεύσεις και τα ταξίδια

την είχα κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
και κοιμόμουν ήσυχος

ήρθε καιρός, μετά την ερημιά,
που θέλησα να την ξεχάσω

κι έσχισα τη φωτογραφία της
και τα κομμάτια πέταξα στα σκουπίδια

μάταια

 

 

 

**************

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1946. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Νομική Σχολή) και για ένα χρόνο παρακολούθησε μαθήματα οικονομίας στο Παρίσι. Εργάστηκε στην Ε.Ε στις Βρυξέλλες όπου και διαμένει τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια. . Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Φευγαλέα» 1990, «Ερχομός» 1997, «Το σβησμένο τετράδιο» 2007, «Από ήλιο σε ήλιο» 2008 και «Στιγμές που προεκτάθηκαν» 2011. Επίσης, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν κυκλοφορούν οι μεταφράσεις του με ποιήματα των: Haumont, Guillevic, Jaccottet, Follain, Baptiste- Marey, Reda υπό τον γενικό τίτλο: «Φωνές από μακρυά». Τέλος, είναι ο εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Θ.Ε.Α.»- Θέματα Επιστημών του Ανθρώπου που συνεκδίδεται από τις εκδόσεις La Vivifiante και Σαιξπηρικόν και κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία του Βελγίου και της Ελλάδας.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

 

Η παρούσα έκδοση, συγκεντρώνει πέντε ποιητικές συλλογές του ποιητή και εκδότη Γιώργου Α. Αθανασόπουλου δημοσιευμένες από το 1990 μέχρι και το 2011. Σύντομα, αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν ο δεύτερος τόμος, με αδημοσίευτα έργα του ποιητή (Ποίηση ΙΙ).

Ο Γιώργος Χειμωνάς διαβάζει απόσπασμα από τον «Εχθρό του ποιητή», Κέδρος 1990

$
0
0

 

Ακούστε ΕΔΩ :

 

 

…ήξερα πού θα την βρω. Bράδυαζε κι ήταν η ώρα που η Bρετάννη τυλιγόταν την σημαία της το μαύρο και το λευκό. Άσπρη η θάλασσα κι άσπρος ουρανός μαύρη η γη κατάμαυρα τα δένδρα. Kαθόταν στο αγαπημένο της μέρος. Eκεί όπου τελειώνει το δάσος κι έβλεπε την άσπρη στενή θάλασσα. Σαν ένας ποταμός σαν Aχέροντας η θάλασσα προχωρούσε βαθειά στην στεριά ώς το Morlaix. Aρετή την φώναξα από πίσω όταν πλησίασα. Δεν γύρισε σαν να μην άκουσε. Ύστερα από ώρα γύρισε απότομα. Σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Tο όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο από τον χρόνο. Mε κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Aρετή! επανέλαβε μ’ ένα αχνό γέλιο σαν μια μικρή πτυχή στην ολόισια φωνή της. Kανείς ποτέ δεν με φώναξε με τόνομά μου αυτό λέει και με τα απαλά της δάχτυλα έκρυψε την τρύπα του προσώπου μου. Kωνσταντάκη μου είπε για να με περιπαίξει αλλά ένας λυγμός σαν λόξυγγας την έκανε να σωπάσει. Γυρίσαμε στο πρεσβυτέριο και με κρατούσε επάνω της περπατούσε μ’ έναν ανεπαίσθητο ρόγχο. Σαν ένας θρήνος από πολύ καιρό στον βυθό μπλεγμένος στα φύκια των πιο βαθιών κλαμάτων της. Tίποτε δεν είπε τίποτα δεν ερώτησε. Aμίλητη ετοιμάσθηκε και ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού στην Eλλάδα. Tαξιδέψαμε με τραίνο. Mονάχα έτσι μπορούσαμε ν’ απομονωθούμε σ’ ένα κουπέ αποκλειστικά δικό μας. Aλλά η Kυβέλη σα να ήθελε να με επιδείξει. Eπίτηδες μ’ έβγαζε στον διάδρομο με πήγαινε στο βαγκών-ρεστωράν. Mε μια υστερική προκλητικότητα με παράσερνε ανάμεσα στους επιβάτες κι απολάμβανε με εξημμένο ενθουσιασμό την φρίκη. Tον αποτροπιασμό που τάραζε τον κόσμο που μ’ έβλεπε. Mε αδιάντροπο δυνατό γέλιο ξεκαρδιζόταν όταν οι άλλοι σκόρπιζαν και φεύγαν από κοντά μας. Όταν κάποιοι εστέκονταν και με παρατηρούσαν με βδελυγμία η Kυβέλη με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη. Σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάιδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα. Kαι μοναχά όταν ήμασταν μόνοι κλεινόταν σ’ ένα αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος. Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Eλλάδα. Mέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ’ ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική. Ήταν τρεις νεαροί Oύγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Mια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Aνάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Aναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν H μοναξιά του Aρθούρου Pεμπώ. Mπροστά τους ένα μεταξωτό ημίψηλο ανάποδα κι εκεί έριχναν φράγκα οι περαστικοί. H Kυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Nα χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Mας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ώς το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης.

Jose Maria Arguedas, «Τα Βαθιά ποτάμια» (μετφρ.: Χριστίνα Ρόρρη-Μίχου), Β΄Μέρος

$
0
0

 

 

Το Α’  ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18673/index.html

 

Με ξύπνησε την επόμενη μέρα, φωνάζοντάς με:
«Ξημερώνει. Θα σημάνει η καμπάνα».
Κρατούσε στα χέρια το χρυσό του το ρολόι με τα τρία καπάκια. Ποτέ δεν το πούλησε. Ήταν ενθύμιο από τον πατέρα του. Καμιά φορά κούρδιζε, θαρρείς με πάθος, αυτό το πολυτελές ρολόι, έστω κι αν τα ρούχα του έδειχναν παλιά και εκείνος παρέμενε αξύριστος από την στενοχώρια. Στο χωριό εκείνο, με τα παιδιά φονιάδες των πουλιών, εκεί που μας πολιόρκησαν με την πείνα, ο πατέρας μου έβγαινε στη βεράντα και μπροστά στα πυκνά φαρμακερά βλαστάρια που θέριευαν στην αυλή, χάιδευε το ρολόι του, το έκανε να λαμπυρίζει στον ήλιο, κι αυτή η λάμψη τον ατσάλωνε.
«Θα σηκωθούμε μετά το χτύπημα της καμπάνας, στις πέντε» είπε.
«Το χρυσάφι που έδωσε η κυρία Μαρία Αγκόλα για να το λιώσουν και να φτιαχτεί η καμπάνα, ήταν κοσμήματα;» τον ρώτησα.
«Ξέρουμε ότι έδωσε ένα κιντάλ* χρυσού. Το μέταλλο αυτό ήταν από την εποχή των Ίνκα. Μπορεί να ήταν κομμάτια του Ήλιου του ΄Ιντι Κάντσα** ή των τειχών του ναού, ή των ειδώλων. Κομμάτια μονάχα ή μεγάλα κοσμήματα φτιαγμένα από αυτό το χρυσάφι. Μα το χρυσάφι που έλιωσαν για την καμπάνα δεν ήταν ένα κιντάλ αλλά πολύ περισσότερο. Η Μαρία Αγκόλα, αυτή μόνη της, έδωσε ένα κιντάλ! Το χρυσάφι, γιε μου, ηχεί ως η φωνή από τις καμπάνες να υψώνεται ίσαμε τον ουρανό, για να επιστρέψει με το τραγούδι των αγγέλων στη γη!

*Quintal, Μονάδα βάρους 100 λιβρών. Σ.τ.Μ.
**Inti Cancha, ήταν ο σημαντικότερος ναός του Κούσκο. Μετά από τον πόλεμο με τους Τσάνκας, ο Πατσακούτεκ το ανοικοδόμησε και ξόδεψε για το εσωτερικό του χώρο τόσες ποσότητες χρυσού και ασήμι που από Ίντι Κάντσα (χώρος του ηλίου) μετονομάστηκε Κορικάντσα (χώρος του χρυσού). Στο ναό τοποθετούσαν τις μούμιες των αρχαίων κυβερνόντων οι οποίες μεταφέρονταν στην πλατεία, δυο τετράγωνα μακριά, για τις μεγάλες τελετές. Σ.τ.Μ.

«Και οι άσχημες καμπάνες από τα χωριά που δεν είχαν χρυσάφι;»
«Είναι ξεχασμένα χωριά. Θα τα ακούει ο Θεός, αλλά αυτοί οι θόρυβοι, ποιον άγγελο θα κάνουν να κατέβει; Και ο άνθρωπος έχει δύναμη. Ό, τι είδες χθες βράδυ δεν πρόκειται να το ξεχάσεις»
«Είδα, μπαμπά, τον δον Παύλο Μάιουα, γονατισμένο μπροστά στο ξωκλήσι του χωριού του».
«Θυμήσου, όμως, γιε μου! Οι μικρές καμπάνες αυτού του χωριού είχαν χρυσάφι. Ήταν χωριό μεταλλωρύχων».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το πρώτο χτύπημα της «Μαρία Αγκόλα». Το δωμάτιο μας, καλυμμένο με κάπνα μέχρι το ταβάνι, άρχισε να δονείται με τα αργά κύματα του τραγουδιού. Η δόνηση ήταν θλιμμένη, η μεγάλη κηλίδα από καπνιά ταλαντευόταν σαν μαύρο πανί. Γονατίσαμε για να προσευχηθούμε. Με τα τελευταία κύματα να σβήνουν ακόμη στον αέρα, ήρθε το δεύτερο χτύπημα, ακόμα πιο λυπητερό.
Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια σε ένα ξένο σπίτι, κάτω από την επίβλεψη άσπλαχνων ανθρώπων. Ο κύριος του σπιτιού, ο πατέρας, είχε μάτια με κοκκινισμένα βλέφαρα και πυκνά φρύδια, του άρεσε να προκαλεί πόνο στους εξαρτημένους από εκείνον, τους υπηρέτες και τα ζώα. Αργότερα, όταν ο πατέρας μου με διέσωσε και τριγύρισα μαζί του τα χωριά, βρήκα ότι παντού οι άνθρωποι υπέφεραν. Από το Κούσκο, η «Μαρία Αγκόλα» έκλαιγε, ίσως, για όλους αυτούς. Ποτέ δεν είχα δει κανέναν, τόσο ταπεινωμένο όσο ήταν εκείνος ο πόγκο του Γέρου. Σε κάθε χτύπημα η καμπάνα γινόταν θλιμμένη και διαπότιζε τα πάντα.
«Μπαμπά! Ποιός την έκανε;» –τον ρώτησα, μετά το τελευταίο χτύπημα
«Μεταλλουργοί από το Κούσκο. Δεν ξέρουμε τίποτα παραπάνω».
«Δεν θα πρέπει να ήταν Ισπανοί».
«Γιατί όχι; Αυτοί ήταν οι καλύτεροι, οι πρωτομάστορες».
«Ο Ισπανός, υπέφερε κι αυτός;»
«Πίστευε στο Θεό, γιε μου. Ταπεινωνόταν μπροστά Του, όσο πιο επιφανής ήταν. Και αυτοί αλληλοσκοτώθηκαν. Αλλά πρέπει να βιαστούμε, να μαζέψουμε τα πράγματά μας».
Το φως του ηλίου θα έπρεπε να ήταν πια κοντά. Η σκαλιστή κλίνη του Γέρου ήταν εκτεθειμένη καταμεσής στο δωμάτιο. Ο αλλόκοτος ουρανός της και το μεταξωτό ύφασμα που την κάλυπτε, με έκαναν ν’ αγριεύω. Οι λεκέδες από κάπνα συντελούσαν στο να του προσδίδουν ένα ταπεινωτικό φόντο. Καλύτερα να είχε γίνει συντρίμμια.
Μαζέψαμε το στρώμα του πατέρα μου, τις τρεις προβιές όπου κοιμόμουν εγώ και τις κουβέρτες μας.
Βγήκαμε. Οι ένοικοι της δεύτερης αυλής μας κοίταξαν σαστισμένοι. Πολλοί από αυτούς περιφερόταν γύρω από μια βρύση, κουβαλώντας κουβάδες και κατσαρόλες. Το σεντρόν είχε φυτευτεί στο κέντρο της αυλής, στο πιο στεγνό και σκληρό χώμα. Είχε μερικά λουλούδια στα ψηλότερα κλαδιά. Ο κορμός του έδειχνε σχεδόν αποφλοιωμένος μέχρι τα πρώτα κλωνάρια.
Οι τοίχοι τούτης της αυλής είχαν να βαφτούν τουλάχιστον εκατό χρόνια, πάνω τους διαγράφονταν ζωγραφιές με κάρβουνο, φτιαγμένες από τα παιδιά, ή απλές γραμμές. Η αυλή μύριζε άσχημα, κάτουρα και βρομόνερα. Από όλους αυτούς που ζούσαν εκεί, το πιο δυστυχισμένο θα πρέπει να ήταν το σεντρόν. «Αν πέθαινε, αν ξεραινόταν, η αυλή θα έμοιαζε με κόλαση», είπα χαμηλόφωνα. «Τελικά θα το σκοτώσουν, το αποφλοιώνουν».
Βρήκαμε καθαρή και σιωπηλή την πρώτη αυλή, αυτή του ιδιοκτήτη. Δίπλα σε ένα στύλο του πάνω ορόφου ήταν ο πόγκο, με ξεσκέπαστο το κεφάλι. Εξαφανίστηκε. Όταν ανεβήκαμε στο πάνω μπαλκόνι, τον βρήκαμε ακουμπισμένο πέρα στον τοίχο.
Μας χαιρέτησε υποκλινόμενος, πλησίασε τον πατέρα μου και του φίλησε τα χέρια.
«Παιδί μου, παιδάκι μου!» μου είπε, και ήρθε πίσω μας, κλαίγοντας με αναφιλητά.
Ο μεστίσο φύλαγε, όρθιος, μια σκαλιστή πόρτα.
«Ο Κύριος σας περιμένει» είπε και άνοιξε την πόρτα.
Εγώ μπήκα γρήγορα, πίσω από τον πατέρα μου.
Ο Γέρος καθόταν σε μια πολυθρόνα. Ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα, δεν είχα δει όμοια της· όλο το δάπεδο ήταν καλυμμένο με ένα χαλί. Καθρέφτες με φαρδιά πλαίσια από θαμπό χρυσάφι στόλιζαν τους τοίχους, το κρυστάλλινο πολύφωτο κρεμόταν στην μέση ενός ταβανιού με γύψινες διακοσμήσεις. Τα έπιπλα ήταν ψηλά, με κόκκινη ταπετσαρία. Ο Γέρος δεν σηκώθηκε. Προχωρήσαμε προς εκείνον. Ο πατέρας μου δεν του έτεινε το χέρι. Με σύστησε.
«Ο θείος σου, ο ιδιοκτήτης των τεσσάρων τσιφλικιών» είπε.
Ο Γέρος με κοίταξε σαν να ήθελε να με καταπιεί το χαλί. Παρατήρησα πως το σακάκι του ήταν σχεδόν ξεφτισμένο στο πέτο και πως γυάλιζε δυσάρεστα. Κάποτε ήμουν φίλος ενός ράφτη στην Ουαμάνγκα και εσκάγαμε στα γέλια με τα παλιά σακάκια που κάποιοι φιλάργυροι άρχοντες έστελναν για μαντάρισμα. «Αυτός ο καθρέφτης είναι άχρηστος» έλεγε ο ράφτης στα κέτσουα. «Σε αυτόν κοιτάζεται μονάχα ο διάβολος που καιροφυλακτεί δίπλα στον κύριο για να τον πάρει μαζί του στην κόλαση».
Έσκυψα και έδωσα το χέρι στον Γέρο. Η μεγάλη σάλα με είχε αποπροσανατολίσει, την είχα διασχίσει φοβισμένος, χωρίς να ξέρω πώς να προχωρήσω. Άλλα η βρόμικη γυαλάδα του σακακιού του Γέρου μου έδωσε σιγουριά. Ο Γέρος συνέχιζε να με κοιτάζει. Ποτέ δεν είδα τόσο μικρά και τόσο λαμπερά μάτια. Απέβλεπε στο να παραδοθώ! Στράφηκε εναντίον μου. Ποιος ο λόγος; Είχε σφιγμένα τα τόσο λεπτά χείλη του. Αμέσως κοίταξε τον πατέρα μου, αυτός ήταν παρορμητικός και γενναιόδωρος, είχε προτιμήσει να τριγυρνάει μόνος στα χωριά, ανάμεσα σε ινδιάνους και μεστίσο.
«Πώς σε λένε;» με ρώτησε ο Γέρος, ξανακοιτώντας με.
Ήμουν προετοιμασμένος. Είχα δει το Κούσκο. Ήξερα ότι πίσω από τα τείχη των Ινκαϊκών παλατιών έμεναν οι φιλάργυροι. «Εσύ», είπα μέσα μου, κοιτώντας τον και εγώ επίμονα. Η παρατεταμένη φωνή της καμπάνας, τα φίδια αμάρου του παλατιού του Ουάινα Κάπακ, με συντρόφευαν ακόμα. Ήμασταν στο κέντρο της οικουμένης.
«Ονομάζομαι όπως ο παππούς μου, κύριε» του είπα.
«Κύριε; Δεν είμαι ο θείος σου;»
Ήξερα πως στα μοναστήρια, οι μοναχοί ετοίμαζαν ολονυχτίες για να τον υποδεχτούν, ότι στους δρόμους τον χαιρέταγαν οι κληρικοί. Όμως, εμάς μας έβαλε στα μαγεριά του σπιτιού του, είχε διατάξει να στηθεί εκεί αυτό το σκαλιστό κρεβάτι, μπροστά σιμά στον καπνισμένο τοίχο. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι πιο διεστραμμένος, ούτε να έχει περισσότερη δύναμη από το συνοφρυωμένο κηδεμόνα μου, που και εκείνος, με ανάγκαζε να κοιμάμαι στο μαγεριό.
«Εσείς είσαστε ο θείος μου. Και τώρα πια φεύγουμε, κύριε» του απάντησα.
Είδα τον πατέρα μου να αναγαλλιάζει, παρότι διατηρούσε το σχεδόν επίσημο ύφος.


Ο Γέρος σηκώθηκε, χαμογελώντας, δίχως να με κοιτάξει. Ανακάλυψα τότε ότι το πρόσωπο του ήταν σταχτί, με σκληρή επιδερμίδα, σαν αποχωρισμένη από τα κοκάλα. Πλησίασε ένα έπιπλο στο οποίο κρέμoνταν πολλά μπαστούνια, όλα με χρυσή λαβή.
Η πόρτα του σαλονιού είχε μείνει ανοιχτή και μπόρεσα να δω τον πόγκο, με τα κουρέλια του, με την πλάτη στην κουπαστή του μπαλκονιού. Φαινόταν από μακριά η προσπάθεια που έκανε μόνο και μόνο για να δείχνει ζωντανός, το αόρατο βάρος που του πλάκωνε την ανάσα.
Ο Γέρος έτεινε στον πατέρα μου ένα μαύρο μπαστούνι· η χρυσή λαβή του σχημάτιζε το κεφάλι και το λαιμό ενός αετού. Επέμεινε να το δεχτεί και να το έχει μαζί του. Δεν με κοίταξαν. Ο πατέρας μου πήρε το μπαστούνι και στηρίχτηκε πάνω του, ο Γέρος διάλεξε ένα πιο φαρδύ, με απλή λαβή, σα σκήπτρο δημάρχου.
Όταν ο Γέρος πέρασε δίπλα μου, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος. Το περπάτημα του ήταν όμως επιβλητικό, ακόμη κι αν το έβλεπες από πίσω.
Βγήκαμε στο μπαλκόνι. Σήμαιναν οι καμπάνες. Ο ήχος τους διαγράφονταν πάνω στο ηχητικό φόντο των πολύ αραιών χτυπημάτων της «Μαρία Αγκόλα».
Ο πόγκο προσπάθησε να μας πλησιάσει, ο Γέρος τον έδιωξε με μια κίνηση του μπαστουνιού.
Έκανε ψύχρα στο δρόμο. Άλλα οι καμπάνες έκαναν την πόλη να αγάλλεται. Εγώ περίμενα την φωνή της «Μαρία Αγκόλα». Πάνω στα κύματά της, που αγκάλιαζαν την οικουμένη, ηχούσε η φωνή των άλλων, η φωνή από όλες τις άλλες εκκλησίες. Με το σοβαρό ήχο της καμπάνας, ζωντάνευε μέσα μου η ταπεινωτική εικόνα του πόγκο, τα βαθουλωμένα του μάτια, τα κόκαλα της μύτης του, που ήταν το μόνο στοιχείο με ενεργητικότητα στο πρόσωπο του, το ξεσκέπαστο κεφάλι με τα μαλλιά που έμοιαζαν να είναι ξεπίτηδες ανακατεμένα και γεμάτα βρωμιές. «Δεν έχει μήτε πατέρα μήτε μητέρα, μόνο τον ίσκιο του» έλεγα και ξαναέλεγα, αναπολώντας τους στίχους ενός ουάινο*, ενώ περίμενα σε κάθε βήμα, έναν καινούριο χτύπο της τεράστιας καμπάνας.
*Huayno, δημοτικό τραγούδι και χορός ινκαϊκής προέλευσης. Σ.τ.Σ.
Το χτύπημα της καμπάνας, το κάλεσμα στην λειτουργία, σταμάτησε και ήμουν τότε ελεύθερος να δω καλύτερα την πόλη στο φως της μέρας. Θα φεύγαμε σε μιαν ώρα ή και νωρίτερα. Ο Γέρος μιλούσε.
«Ο Ίνκα Ρόκα το έχτισε. Δείγμα του χάους των ειδωλολατρών, του πρωτογόνου μυαλού τους».
Η φωνή του ήταν τσιριχτή και δεν έμοιαζε με την φωνή ενός γκρίζου λόγω ηλικίας και τόσο κοτσονάτου γέροντα.
Οι γραμμές του τείχους έπαιζαν με τον ήλιο· οι πέτρες δεν είχαν γωνίες ούτε ευθείες· η καθεμιά ήταν σαν ένα ζωντανό που ανακλαδίζεται στο φως, γεννούσαν την επιθυμία να γιορτάσεις, να τρέξεις στην πάμπα, αλαλάζοντας με εύθυμες φωνές. Εγώ θα το έκανα· αλλά ο Γέρος συνέχιζε το κήρυγμα, με λόγια διαλεκτά, σαν να ήθελε να κατατροπώσει τον πατέρα μου.
Όταν φτάσαμε στην γωνία της Πλάσα ντε Άρμας, ο Γέρος έπεσε και στα δύο του γόνατα, έβγαλε το καπέλο του, έσκυψε το κεφάλι και έκανε το σταυρό του αργά-αργά. Πολλοί τον αναγνώρισαν, μα δε γέλασαν, μερικά αγόρια πλησίασαν. Ο πατέρας μου στηρίχτηκε στο μπαστούνι, κάπως μακριά του. Εγώ περίμενα να εμφανιστεί ένας ουαϊρόνκ’ο και να του φτύσει αίμα στο μέτωπο, γιατί αυτά τα φτερωτά έντομα είναι αγγελιοφόροι του διαβόλου ή της κατάρας των αγίων. Ο Γέρος σηκώθηκε και επιτάχυνε το βήμα του. Δε φόρεσε το καπέλο, προχώρησε με ξεσκέπαστο το γκρίζο του κεφάλι. Αμέσως φτάσαμε στην πόρτα του καθεδρικού. Ο πατέρας μου τον ακολουθούσε διακριτικά. Ο Γέρος ήταν αυταρχικός, εγώ όμως θα τον είχα ταρακουνήσει λίγο, πιάνοντας τον από τις πλάτες. Και μπορεί βέβαια και να μην έπεφτε, γιατί έμοιαζε να είναι πολύ βαρύς, σαν να ήταν από ατσάλι· περπατούσε γεμάτος ζωντάνια.
Μπήκαμε στο ναό, και ο Γέρος γονάτισε πάνω στην πλακόστρωση. Ανάμεσα στους κίονες και τις αψίδες, περιβαλλόμενους από την λάμψη του χρυσού, ένιωσα πως οι πανύψηλοι τρούλοι με υποχρέωναν να καταθέσω τα όπλα. Άκουσα να προσεύχεται από ψηλά μια χορωδία ανδρών με φωνή σαν ζουζούνισμα μπάμπουρα. Ήταν λίγος ο κόσμος στο ναό. Ινδιάνες με χρωματιστές μαντίλες στα κεφάλια, έκλαιγαν. Ο καθεδρικός δεν έλαμπε πολύ εκτυφλωτικά. Το φως, φιλτραρισμένο από τον αλάβαστρο των παραθύρων, ήταν διαφορετικός από αυτό του ηλίου. Σαν να είχαμε πέσει, όπως στους μύθους, σε κάποια κρυμμένη, στο κέντρο ενός βουνού πόλη, κάτω από τις στρώσεις αιωνίου πάγου που μας έστελναν φως μέσα από τα βράχια. Ένα ψηλό χοροστάσιο από λουστραρισμένο ξύλο υψωνόταν στη μέση του ναού. Ο Γέρος σηκώθηκε και μας οδήγησε πλάι, προς το δεξί κλίτος.
«Ό Κύριος των σεισμών» είπε, δείχνοντας ένα τρίπτυχο που έφτανε ίσαμε την κορυφή του θόλου. Με κοίταζε, λες και δεν ήμουν παιδί.
Γονάτισα δίπλα του, και μαζί κι ο πατέρας μου, από την άλλη πλευρά.
Ένα δάσος από κεριά έκαιγε μπροστά στον Κύριο. Πίσω από τον καπνό φαινόταν ο Χριστός, με φόντο το χρυσό τρίπτυχο, ανάμεσα σε κολόνες και αψίδες με σκαλισμένες μορφές αγγέλων, καρπών και ζώων.
Εγώ ήξερα πως όταν ο επιτάφιος θα πρόβαλλε στην είσοδο του καθεδρικού, όλοι οι ινδιάνοι του Κούσκο έβγαζαν μια κραυγή που έκανε την πόλη να αναρριγά, ενώ μετά σκέπαζαν το φορείο του Κυρίου και τους δρόμους και τα σοκάκια με λουλούδια του νιούχτσου, που είναι κόκκινα και αδύναμα.
Το πρόσωπο του Εσταυρωμένου ήταν σχεδόν μαύρο, παραμορφωμένο, όπως του πόνγκο. Κατά την διάρκεια των λιτανειών, με τα χέρια του τεντωμένα, με τις βαθιές πληγές, και τα μαλλιά πεσμένα προς την μια πλευρά σαν μαύρη κηλίδα στο φως της πλατείας, αφήνοντας πίσω τον καθεδρικό, τα βουνά και τα κυματιστά σοκάκια, θα πρέπει να προχωρούσε κάνοντας να βαθαίνει ο πόνος όλων όσων υπέφεραν, δείχνοντας να είναι αυτός που υποφέρει περισσότερο από όλους, χωρίς σταματημό. Τώρα, πίσω από τον καπνό και εκείνο το γεμάτο ταραχή φως του πρωινού και των κεριών, εμφανιζόταν πάνω από τον βωμό που ξεχείλιζε χρυσάφι από παντού, όπως στο βάθος ενός ηλιοβασιλέματος στη θάλασσα στα μέρη με τη μεγάλη ζέστη, εκεί όπου το χρυσάφι είναι είτε απαλό είτε λαμπερό κι όχι βαρύ και φλογισμένο όπως το χρυσάφι στα νέφη του οροπεδίου, ή το χρυσάφι μες στην παγωνιά, όταν ο ήλιος του δειλινού σχίζεται σε πέπλα επίφοβα.
Μες στη μαυρίλα, πάσχων, ο Κύριος διακατεχόταν από μια ανησυχητική σιωπή. Ήταν επώδυνο: στον πελώριο καθεδρικό, ανάμεσα στις φλόγες των κεριών και στη λάμψη της μέρας που έφτανε τόσο εξασθενημένη, το πρόσωπο του Χριστού, δημιουργούσε πόνο, τον μετέδιδε στους τοίχους, στους θόλους και στους κίονες. Περίμενα από αυτούς να δακρύσουν. Όμως εκεί ήταν ο Γέρος, προσευχόμενος βιαστικά με τη μεταλλική φωνή του. Οι ρυτίδες του μετώπου του πρόβαλλαν στο φως των κεριών, ήταν οι αυτές οι αυλακιές που έδιναν την εντύπωση ότι το δέρμα του είχε αποχωριστεί από το κρανίο.
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο» είπε.
Δεν μείναμε για τη λειτουργία. Βγήκαμε από το ναό. Επιστρέφαμε με γοργό βήμα. Mας καθοδηγούσε ο Γέρος.
Δεν μπήκαμε στην εκκλησία της Εταιρίας, δεν μπόρεσα καν να αποθαυμάσω ξανά την πρόσοψη της, μόνο είδα τον ίσκιο των πύργων της, πάνω στην πλατεία.
Βρήκαμε ένα καμιόνι στην πόρτα του σπιτιού. Ο μεστίσο, που φορούσε μπότες, μιλούσε με τον οδηγό. Είχαν ανεβάσει τα μπαγκάζια μας στην καρότσα. Δεν θα χρειαζόταν πια να μπούμε στην αυλή.
«Όλα είναι έτοιμα, κύριε» είπε ο μεστίσο.
Ο Πατέρας μου, έδωσε το μπαστούνι στον Γέρο.
Εγώ έτρεξα μέχρι τη δεύτερη αυλή. Αποχαιρέτησα το μικρό δέντρο. Μπροστά του, κοιτάζοντας τα κάτισχνα κλαδιά του, τα τόσο σπάνια μωβ λουλούδια του, που τρεμόπαιζαν ψηλά, αισθάνθηκα δέος μπροστά στο Κούσκο. Το πρόσωπο του Χριστού, η φωνή της μεγάλης καμπάνας, ο τρόμος που υπήρχε μόνιμα στην έκφραση του πόγκο, και ο Γέρος!, γονατισμένος στον καθεδρικό, ακόμα και η σιωπή της Λορέτο Κίχγιου, όλα με πλάκωναν. Πουθενά ο άνθρωπος δεν θα υπέφερε περισσότερο. Με την αυγή, ο ίσκιος του καθεδρικού και η φωνή της «Μαρία Αγκόλα», ξαναγεννιόνταν, έφθαναν μέχρις εμένα και με άγγιζαν. Βγήκα. Θα φεύγαμε πλέον.
Ο Γέρος μου έδωσε το χέρι.
«Θα ιδωθούμε» μου είπε.
Τον είδα χαρούμενο. Λίγο πιο πέρα, ο πόγκο, όρθιος, ακουμπούσε στον τοίχο. Το σκισμένο του πουκάμισο άφηνε να φανεί μέρος του στήθους και του μπράτσου του. Ο πατέρας μου είχε ήδη ανεβεί στο καμιόνι. Πλησίασα τον πόγκο και τον αποχαιρέτησα. Δε φάνηκε και τόσο έκπληκτος. Τον αγκάλιασα χωρίς να τον σφίξω. Έκανε μια να χαμογελάσει αλλά κλαψούρισε αναφωνώντας στα κέτσουα: «Παιδάκι μου, φεύγεις πια, φεύγεις τώρα. Τώρα πια φεύγεις!»
Έτρεξα προς το καμιόνι. Ο Γέρος σήκωσε και τα δύο μπαστούνια σε μια κίνηση αποχαιρετισμού.
«Έπρεπε να είχαμε πάει στην εκκλησία της Εταιρίας!» είπε ο πατέρας μου όταν ξεκίνησε το καμιόνι. Έχει κάποιοι εξώστες κοντά στην άγια τράπεζα, μάλιστα γιε μου, κάτι σκαλιστοί εξώστες με χρυσά καφασωτά που κρύβουν τα άτομα που ακούν από εκεί την λειτουργία. Ήταν για τις έγκλειστες. Αλλά ξέρω ότι εκεί κατεβαίνουν, με το χάραμα, οι μικρότεροι άγγελοι και πετάνε τριγύρω, τραγουδώντας κάτω από τον τρούλο, την ίδια ώρα που κρούουν τη «Μαρία Αγκόλα». Η χαρά τους βασιλεύει στο ναό για το υπόλοιπο της μέρας.
Είχε ξεχάσει τον Γέρο, τόσο βιαστικό στο να μας διώξει, πριν την λειτουργία θυμόταν μόνο την πόλη, το αγαπημένο του Κούσκο και τους ναούς.
«Μπαμπά, ο καθεδρικός είναι ικανός να κάνει κάποιον να υποφέρει» –του είπα.
«Για αυτό οι Ιησουίτες έχτισαν την Εταιρία. Αντιπροσωπεύουν τον κόσμο και τη σωτηρία».
Στο τρένο πια, όσο έβλεπα την πόλη να μεγαλώνει στην φωτιά του ηλίου που έπεφτε πάνω στις σκεπές και στους τρούλους από πέτρα κι ασβέστη, ανακάλυψα το Σακσαϊουαμάν, το οχυρό, πίσω από το βουνό όπου είχαν φυτέψει τους ευκαλύπτους.
Σχηματίζοντας τεθλασμένες γραμμές, τα τείχη στέκονταν πάνω στην πλαγιά, ανάμεσα στο σταχτί του χορταριού. Κάτι μαύρα πουλιά, όχι τόσο μεγάλα όσο οι κόνδορες, έκαναν γύρους, ή ρίχνονταν από το βάθος του ουρανού πάνω στις γραμμές των τειχών. Ο πατέρας μου είδε πως θαύμαζα τα αρχαία και δεν μου είπε τίποτα. Πιο ψηλά, όταν το Σακσαϊουαμάν εμφανίστηκε περιζώνοντας το βουνό, και μπορούσε κανείς να διακρίνει τον στρογγυλό και καθόλου κοφτερό περίγραμμα στις γωνίες των τειχών, μου είπε:
«Είναι όπως οι πέτρες του Ίνκα Ρόκα. Λένε ότι θα παραμείνουν μέχρι την ημέρα της εσχάτης κρίσεως, γιατί εκεί κάνει ο αρχάγγελος τη σάλπιγγα να ηχήσει».
Τον ρώτησα τότε για τα πουλιά που έκοβαν γύρους πάνω από το φρούριο.
«Πάντα είναι εκεί» μου είπε. «Δεν θυμάσαι ότι ουαμάν σημαίνει αετός; “Σάκσαϊ ουαμάν” σημαίνει “αετός χορτάτος”».
«Χορτάτος; Θα χορτάσουν με τον αέρα».
«Όχι, γιε μου. Δεν τρώνε. Είναι οι αετοί του φρούριου. Δεν έχουν ανάγκη τροφή, παίζουν από πάνω του. Δεν πεθαίνουν. Θα ζήσουν ως την μέρα της εσχάτης κρίσεως».
«Ο Γέρος θα παρουσιαστεί αυτή τη μέρα χειρότερος από ότι είναι, ακόμα πιο ζοφερός».
«Δεν θα παρουσιαστεί. Η έσχατη κρίση δεν αφορά τα δαιμόνια».
Περάσαμε την κορυφή. Φτάσαμε στην Ισκουτσάκα. Εκεί νοικιάσαμε άλογα για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας για το Αμπανκάι. Θα πηγαίναμε από την πάμπα του Άντα.
Ενώ καλπάζαμε στην τεράστια πεδιάδα, έβλεπα το Κούσκο: τους τρούλους των ναών στο φως του ηλίου, την μακρόστενη πλατεία όπου τα δέντρα δεν μπορούσαν να μεγαλώσουν. Πώς αναπτύχθηκαν τότε οι ευκάλυπτοι στις πλαγιές του Σακσαϊουαμάν; Οι φιλάργυροι άρχοντες είχαν μήπως δηλητηριάσει με την ανάσα τους την γη της πόλης. Κατοικούσαν στις παλαιές επαύλεις από τον καιρό της ισπανικής κατάκτησης. Θυμήθηκα την εικόνα του μικρού σεντρόν στο σπίτι του Γέρου.
Ο πατέρας μου πορευόταν ήρεμος. Στα γαλάζια μάτια του βασίλευε η χαρά που αισθανόταν κάθε φορά που άρχιζε ένα μεγάλο ταξίδι. Το μεγάλο του σχέδιο είχε ναυαγήσει, μα τώρα καλπάζαμε. Η μυρωδιά των αλόγων μάς γέμιζε χαρά.
Το απόγευμα φτάσαμε στην κορυφή των οροσειρών που πλαισιώνουν το Απουρίμακ. «Ο θεός που μιλάει» σημαίνει το όνομα αυτού του ποταμού.
Ο ξένος το ανακαλύπτει σχεδόν ξαφνικά, έχοντας μπροστά στα μάτια του μια ατελείωτη αλυσίδα από μαύρες οροσειρές και αιώνια χιονισμένα βουνά που εναλλάσσονται. Ο ήχος του ποταμού Απουρίμακ διαχέεται και φτάνει από την άβυσσο στις κορυφές, σαν ένα βουητό από το διάστημα.
Το ποτάμι τρέχει ανάμεσα σε μελανούς δρυμώνες και πέπλα από καλαμιώνες που φυτρώνουν μόνο σε καυτό χώμα. Οι καλαμιώνες έρπουν στις απόκρημνες πλαγιές ή κρέμονται στους γκρεμούς. Ο διάφανος αέρας του υψομέτρου γίνεται πιο πυκνός στα βάθη της κοιλάδας.
Ο ταξιδιώτης μπαίνει απότομα στην χαράδρα. Η φωνή του ποταμού και το βάθος της σκονισμένης αβύσσου, το παιχνίδισμα του μακρινού χιονιού και τα βράχια που αστράφτουν σαν καθρέφτες ξυπνούν στη μνήμη του πρωτόγονες αναμνήσεις, τα πιο αρχέγονα όνειρα.
Καθώς κατεβαίνει στο βάθος της κοιλάδας, ο ταξιδιώτης που μόλις έχει φτάσει, αισθάνεται διάφανος, σαν κρύσταλλος στο οποίο πάλλεται η οικουμένη. Έντομα που βουίζουν εμφανίζονται στα τροπικά μέρη, σύννεφα από δηλητηριώδη κουνούπια καρφώνονται στο πρόσωπο. Ο ταξιδιώτης που κατάγεται από τα ψυχρά μέρη, πλησιάζει το ποτάμι, παραλοϊσμένος, με πυρετό, με πρησμένες τις φλέβες. Η φωνή του ποταμού δυναμώνει, χωρίς να είναι εκκωφαντική, δημιουργεί μια αίσθηση ανάτασης. Τα παιδιά τα αιχμαλωτίζει, τα κάνει να έχουν προαισθήματα για άγνωστους κόσμους. Κοντά στο ποτάμι τα λοφία από τις καλαμιές αναδεύονται. Η ροή του πορεύεται λες και βηματίζουν άλογα, μεγάλα άγρια άλογα.
–Απουρίμακ μάγιου*! Απουρίμακ μάγιου! –επαναλαμβάνουν τα παιδιά που μιλάνε την κέτσουα, με τρυφερότητα μαζί και κάποιο δέος.

*Mayu, ποτάμι στα κέτσουα.

Γιώργος Καλοζώης: «Ποίηση 1992-2012» (Μία ελάχιστη ανθολόγηση από τον Κώστα Ρεούση)

$
0
0

 

 

ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ

Είπεν ο γερο-Πρίαμος
ανεβαίνοντας τα δυνατά
τα τείχη
αυτή η επιθεώρηση όλο
με δυσκολεύει
εμπλέκονται τα ορατά
με τα αόρατα δε
βγάζεις άκρη το ψέμα
είναι η περιφέρεια του
κύκλου της αλήθειας
Αυτή η πόλη μπορεί
και να χαθεί γιατί
και η γη τρώγεται
και το υνί
και τα τρακόσια
παραπούλια εμένα
δε μου λένε τίποτα
και το συνόκαιρη
του κόσμου

Η χώρα ολόκληρη
είναι τεράστιο καζαντί
αλίμονο στον ιδιοκτήτη
που βλέπει τον παίκτη
να τραβάει τον μοχλό
κι η μπίλια του
συνέχεια να κερδίζει
απόβαση πρώτα
αψιμαχίες ελάχιστες
και να κατέλαβε τα
πρώτα χωριουδάκια μας
την πόλη Κερύνεια
με το απαράμιλλόν της
κάστρο και θέλει
κι άλλα η τύχη –
ατυχία του είναι φριχτή

Δυστυχία μου να
γυρίσω πίσω και να
πω της γυναίκας μου
δε μας έμεινε τίποτα
θα πει τα βλάσφημα
λόγια του νονού μου
χωρομέτρη οι Ενετοί
έκαμαν πολύ περισσότερα
πράγματα για την Κύπρο
απ’ ό,τι οι Έλληνες
απόδειξη τα δυνατά τα
τείχη που πάνω τους
πορεύομαι ελαφροπατώ
παρά τη δύσκολη ηλικία
μου ξέρω ο κύκλος
είναι σχήμα ωραίο όμως
για μας τώρα κυκλωτικό

Θα ’θελα λοιπόν να
πω σε τούτους όλους
τους άντρες που είναι
παραταγμένοι εμπρός
μου και με τιμούν
και σέβονται το σχήμα
μου ωραίοι ήταν οι
αγώνες δε λέω έδιναν
βάρος στους ήδη
ασήκωτους καγιάδες λόγια
καιρός να χάσουμε
την ομορφιά για την
οποία πολεμούμε ο
νους ας πάει με τους
απέναντι οι πύλες
ας ανοίξουν θα
συνηθίσουμε σιγά σιγά
τη βάρβαρη –μπορεί
και να μην είναι έτσι–
αισθητική τους

Σας ομιλώ έτσι εγώ
ο ισχυρότερος που έχω
να χάσω τα περισσότερα
αλλά μπορώ να πω
σε σας που όταν
γονατίζετε μπροστά μου
«πολυχρονεμένε βασιλιά
μου» κάνω ένα γύρο
όπως όταν παίζεις το
παιγνίδι ζίζιρος
σε μένα απευθύνονται
αναρωτιέμαι με το
χαμόγελό μου το χαζό
να πω επαναλαμβάνω
ο νους μάς γέλασε
με την ακρίβεια και
τους καλούς κακούς τέτοια
δυτικόφερνα πανάκριβα
σχήματα

Είμαστε και δεν
είμαστε η λύπη πάει
μαζί με τη χαρά αθάνατο
Περίπου
αλλά τότε θα πει
πρώτος ο γιος μου
Έκτορας πολέμαρχος
που τρώγει τον η κεφαλή
του
Πατέρα να σου πω
εμπιστευτικά το γήρας
δε φέρνει πάντα τη
σοφία το καλοκαίρι
δεν ωριμάζει πάντα τον
καρπό θυμάσαι εκείνα
τα κολοκύθια που
είχαμε φυτέψει στον
κήπο όλα δεν
αναπτύχθηκαν
γι’ αυτό πατέρα
ασχολήσου με άλλα
πράγματα μ’ αυτά που
μια ζωή αγωνιζόσουνα
μπες μέσα στην αίθουσα
από κυπαρίσσι να δεις
τα πλούτη σου από εκεί
ν’ αντλήσεις πολύν
ναρκισσισμό
για τα υπόλοιπα άσε
θα μας βγει το όνομα
γι’ αυτό δε ζούμε;
Κι ο κόσμος τι θα πει
κι ακόμα τους Έλληνες
ενθυμίζοντάς τους πικρές
αλήθειες τους εξαγριώνεις
γι’ αυτό σου λέω
κάνε με εμένα βασιλιά
ή έστω περιορίσου

Έτσι του μίλησε με
σεβασμό και περισσή
αγάπη ο γιος του
Έκτορας ο αγνός ο
πρώτος στρατιώτης
Κι ο Πρίαμος αργοκίνητος
μπήκε στην αίθουσα
με τα μυρωδικά τους
λίθους το χρυσάφι
και χάιδευε τα δώρα
που θα έδινε
να πάρει πίσω τ’ άψυχο
κορμί του υιού
στον Τούρκον Αχιλλέα

Μεταμορφώσεις, Λευκωσία 1992

 

*

Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Μεταφερμένος από ένα
θεόρατο φυσούνι που
με στριφογύριζε μέρες
πολλές βδομάδες ίσως
έφτασα στο κέντρο μιας
ερήμου εκεί όπου
δε βλασταίνει απολύτως
τίποτα εκτός απ’ το
μισάνθρωπο ίσως κορμί
κάποιου ερημίτη
Μα ήταν ήδη νεκρός
πουλί που εγκλωβίστηκε
θανάσιμα και πέθανε
μέσα στη μήτρα του
τσοφλιού του κι είδα
τη σπηλιά απειλητική
σα σώμα οργανικό να
πάλλεται πολύ μικρή
απίστευτα μικρή και
γω να μην μπορώ να
μπω μέσα
Φυσούσε ο άνεμος πάνω
στη στείρα γη ο
νεκρός εκείνος άντρας
είχε διατηρηθεί τέλεια
απ’ την ξηρότητα που
διατηρεί και τους
παπύρους
τα μαλλιά του που
έφταναν μέχρι τα γόνατα
τα γένια που μπλέκονταν
με τα μαλλιά του
μου φαίνονταν γνώριμα
η τρέλα του να είναι
η γνώμη σου η μόνη
αληθινή
ήταν η δική μου παράνοια
κοίταξα αυτόν που μου
έμοιαζε
βρήκα στο σκονισμένο
βιβλίο του στήθους του
ανοίγοντάς το αυτό που
μου ταίριαζε
και κάθε φορά που
άλλαζα σελίδα έβρισκα
αυτό που γύρευα σαν
να το είχα γράψει εγώ
ενθυμήθηκα όλες τις
εικόνες νερού που
έζησα της ζωής μου
και καταβράχηκα
ενθυμήθηκα όλες τις
φίνες γεύσεις της
κοιλότητας του στόματός
μου και καταχόρτασα
και άρχισε το σώμα
μου να ξηραίνεται και
να δροσίζει η ψυχή
μου κι άρχισα να
απολαμβάνω τη μοναξιά
μου έναν τρελό
τρελό ναρκισσισμό
που με κυρίευε
μέχρι τις τρίχες της
κεφαλής μου
επικαλέστηκα ό,τι
επικαλείται ένας
ετοιμοθάνατος
τα ειωθότα
έκλεισα την είσοδο
της σπηλιάς όπως
κάνει ακριβώς
οδηγημένο από τα
ένστικτά του το
αγρίμι
έγινα εκείνος που
είχα εμπρός μου
κι ο φόβος του θανάτου
με παρέλυσε
και χέστηκα πάνω μου

Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου, Λευκωσία 1998

*

ΤΑ ΑΛΟΓΑ

Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα

Ο ανάποδος κόσμος, Γαβριηλίδης 2000

*

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΕΣ

Όσο διαπραγματεύονται οι
διαπραγματευτές
όσο ασθμαίνουν τα τρένα
όσο κορυφώνονται τα αεροπλάνα
και χλιμιντρίζουν τα άλογα που
σέρνουν τα τροχήλατα κάρα
θα ψάχνω να βρω τη
μεγεθυσμένη με τον φακό τον
παιδικό την απώλεια
χίλιες γλώσσες με χίλια
διαφορετικά αλφάβητα
χίλιες λογοτεχνίες αδύνατον
να την προσδιορίσουν
είναι μόνο τα λεπτά που
χάνονται σκεπτόμουν
κατεβαίνοντας το μεγάλο ποτάμι;
Κι η ροή πού καταλήγει;
Κι η πηγή αφού δεν υπάρχει
μια αλλά πολλές ποιος μπορεί
να δει τον κόσμο στο σύνολο
να ενώσει τα χιλιάδες κομμάτια;
Ίσως ο μοναχός στο
σκοτεινό καθολικό που υπερίπταται
ελαφρά του εδάφους
δοξάζοντας το δοξασμένο
κι εντούτοις κλείνει το στόμα
μπροστά στο υπέροχα άλεκτο
κι ο άλλος που είδε να
γιατρεύεται προσκυνώντας γιατί να
αρνηθεί το νόμο της αιτιότητας
πιθανολογώντας τη σύμπτωση
αυτά συμβαίνουν ενώ κυλά
ο κόσμος κι οι κόσμοι
κι αυτός που παράγει
είναι θεατής σ’ έναν αγώνα
όπου αθλείται το μάταιο

Η μετατόπιση της γης, Γαβριηλίδης 2005

*

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς

Η κλίση του ρήματος, Φαρφουλάς 2009

*

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι

Το μάθημα της περίληψης, Φαρφουλάς 2011

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live