Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Παναγής Αντωνόπουλος, Τραγούδια μιας Κυριακής

$
0
0

Τραγούδια μιας Κυριακής

2000-2012

Γιατί μου λες

( Nem as paredes comfeso )
Τραγούδι Amalia Rodrigues
Music Ferrer Trindade (Port) 1939
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 11/11/09

Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
αφού φοβάσαι
πως θα ’ρθει κάποια στιγμή
και θύμα θα ’σαι.
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
χωρίς να νιώσεις
πόσο μεγάλο
είναι το “θέλω”
που θα μου δώσεις .

Γιατί με μπλέκεις
σ’ ένα αγαπώ που δεν βλέπεις
Γιατί ξεπέφτεις
σ’ αγαπώ προσποιητό.
Όταν μπορείς
ψάξε να βρεις
αυτό που φταίει , μα
πόνο μη φέρεις.
ενοχές μη μεταφέρεις .

Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
δίχως να ξέρεις
η λέξη αυτή τι θα πει
πως την προφέρεις .
Γιατί μου λες σ’ αγαπώ
μιά και δεν διώχνεις
τις εμμονές σου
πόνο που κάνουν
αυτό που νιώθεις.

Σκέψου με

( Piensa en mi )
Τραγούδι Luz Cazal
Music Agustin Lara ( Mex )+
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 17/6/05

Αν φέρει η μέρα καημό
σκέψου με.
Αν φέρει η νύκτα σου λιγμό
σκέψου με.
Αν τύχει και κλάψεις
όπως κάποτε εγώ
στιγμή μη διστάσεις
μιά αύρα να στύλεις
αστέρι μου παλιό.

Σκέψου με και ’γώ θα ’ρθω.
Θα το νιώσω πως κλαίς και θα’ρθώ.
Αγωνίες και πόνους θα σβήσω
Ο σφυγμός μου το δικό σου
το δικό σου θα νιώσει σφυγμό
Σκέψου με και θα τρέξω
Θα αισθανθώ πως πονάς και θα’ρθώ
Εφιάλτες και φόβους θα διώξω
ο καημός μου τον δικό σου
τον δικό σου θα σβήσει καημό.

Σκέψου με και γω θά’ρθω
Θα πονέσω γιά σε στη στιγμή.
Η παλιά μας μαγεία θα δράσει
Η ψυχή μου στη δική σου
θα γνέψει ψυχή.

Δώσ’ μου κιθάρα

(Quanto llora mi guitarra)
Τραγούδι Tania Libertad
Music Augusto Polo Campos (Peru)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος N. York 23/5/08

Κουρέλι το ˝ εγώ ˝
το ˝ είναι ˝ κουρασμένο.
Ψάχνω πάνω στα τάστα
μιας νότας στεναγμό.
Χωρίς να προσπαθήσω
να βρω κουράγιου λέξεις
Χωρίς στιγμή να πνίξω
το αναφιλητό
Χωρίς να καταφέρω
να διώξω πόνου σκέψεις.
Χωρίς διόλου να κρύψω
δάκρυ μου και λυγμό.

Δώσ’ μου κιθάρα αν θες
μιας νότας καημό.
Κλάψε μαζί μου και πες
σε τόνο πικρό.

Κιθάρα , εσύ που ξέρεις αλήθειες , πταίσματα , λάθη
εσύ που ντύνεις με φως και χρώμα τα πάθη
μ’ ένα μινόρε ,ίσως την φέρεις ξανά.
Κιθάρα , εσύ που γνέθεις σε νότες το δράμα
πάνω στ’ ακόρντα σου στάζει το κλάμα
ενός μοτίβου ,που με ρωτάει , γυρνά; /-/ εάν είναι αργά;

Λάθος η ζωή μας

(Grande)
Τραγούδι Paloma San Basilio
Music Manuel Pareja Obregon (Span)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Ν.Υορκ 30/4/06

Τι πρέπει ακόμα να δώσω;
Τι μένει τάχα να σώσω;
από μιά σύμβαση σκάρτη
που ’χει λήξει με τα χρόνια
Σε ποιά σοκάκια να μπω
ν’ανταμώσω υποσχέσεις
για έναν κόσμο πληγωμένo
για έναν κόσμο ματωμένo
από εμμονές και εγώ.

Ψέμα προσδοκίες όρκοι ψέμα
και η ζωή να κυλά
με μιά αλήθεια να βλέπει
κ’ειρωνικά να γελά
Λάθος η καρδιά κτυπάει λάθος
και ο καιρός να περνά
με το σωστό πιά να ξέρει
έρωτας , πάθος, γερνά

Αν ξέρεις πέσμου να ψάξω.
Αν όχι άσε να κλάψω
γιατί ένα όραμα αιτίας
δεν ζωντάνεψε ποτέ του
Σε ποιά κιτάπια να δω
να ξανάβρω προσμόνες
γιά έναν κόσμο ρημαγμένο
γιά έναν κόσμο ξεχασμένο
με τ’όνειρο του νέκρο.

Λάθος η ζωή μας όλη λάθος
και ο καιρός να περνά.

Νυχτηλασίες
Στη Τζούτζη Ματζουράνη

( Dos Cruces )
Τραγούδι Paloma San Basilio
Music Carmelo Larrea (Span)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 30/10/09

Ψηλαφητά με κοιτάς
και τις ορμές μου ορίζεις.
Ρομφαία πόθου κρατάς ˙
αναστολές πριονίζεις .
Νεύματα στέλνεις χλωμά
νάματα ρέεις του πόνου .
Θριαμβευτής που ορμά
στο σκοτάδι , φρικτά μόνου .

Σε μία νύκτα στοιχειώνεις
προσμονές του καταδίκου
και στην ψυχή μου που χάνω
κατάρες ρίχνεις εκδίκου .
Σε μία νύχτα ξοδεύεις
υπολείμματα του οίκτου
και στο κορμί μου επάνω
ίχνη αφήνεις ενστίκτου .

Κρίματα βλέπεις παντού
και αφορίζεις αγγέλους
χωρίς να δείξεις στοργή
στο κρύο χάδι του τέλους .
Noir ταινία γυρνάς.
Άγκυρες παίρνεις με βίρα .
Μια προσευχή μουρμουράς
να τρομάξεις , οίστρο , μοίρα.

Μου φαίνεται σαν ψέμα

(En un Rincon del alma)
Τραγούδι Chavela Vargas
Μusic Alberto Cortez ( Arg )
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 17/10/08

Σε μιά στιγμή αλήθειας Σε μια στιγμή λατρείας
παρόρμησης και τόλμης που ένα χάδι φέρνει
σε τόνο είπες αδρό ρίγη μέσ’ το κορμί
η σχέση μας πως είναι μου είπες πως συμβαίνει
αμάλγαμα από λάθη και το μυαλό σκοντάφτει
και αναστεναγμό. με δίχως αφορμή.
Σε μια στιγμή ευθύνης Σε μια στιγμή αγία
που η ψυχή παλεύει που μία σκέψη δίνει
ενάντια στο εγώ αξία στην ζωή
μου είπες με κουράγιο είπες με κάποιο θάρρος
πως έφθασε η ώρα όνειρα ψευδαισθήσεις
την μοίρα να δεχθώ ανάγκη και πληγή

Μου φαίνεται σαν ψέμα
μετά από τέτοια αγάπη
να κλαίω να πονώ.
Μου φαίνεται εφιάλτης
πως πίστεψα σε σένα
και τώρα ομολογώ
πως φεύγεις και αφήνεις
αισθήσεις , ερμηνείες
σε πλήρη πανικό.
Μου φαίνεται σαν ψέμα
πως δεν ακούω απόψε
την λέξη σ’ αγαπώ.

Σε μια στιγμή σπουδαία Σε μια στιγμή δικιά μας
μοναδική σ’ αξία ίσως την τελευταία
μου είπες ν’ ανεχθώ είπες κάτι απλό.
σε σχέση που διαβαίνει ο έρωτας κι αν πεθαίνει
πως σφάλματα και χρόνος αυτό που τέλος μένει
φέρνουνε το κακό. είναι ιδανικό.
Σε μια στιγμή μοιραία Σε μια στιγμή αλήθειας
με θράσος όντος κάποιο σκοτώνοντας το ψέμα
είπες κάτι σωστό. είπες αποχωρώ.
Πως η ρουτίνα σβήνει Είπα γεμάτη πόνο
το χρώμα και το πάθος αστέρι μου κι αν πέφτεις
κι αφήνει ένα κενό πάντα θα σ’ αγαπώ.

Φαντασιώσεις

(Se que me va a dejar)
Τραγούδι Marco Antonio Solis
Μusic Marco An. Solis ( Mex )
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 17/4/04

Της φαντασίας μου πιλότος κυβερνήτης
με ταξιδεύεις λαγαρός αποσπερίτης.
Xόβολη , στάχτες , του μυαλού υποδαυλίζεις
τις γκρίζες μέρες με φωτιά σαν χρωματίζεις.

Παλάτια στήνω μεσ’το νου και σε προσμένω
κατακτητής μου σ’ ένα θρόνο να καθίσεις.
Σ’ όρκους αμείλικτα το εγώ σου, όμως δοσμένο
τροπαιοφόρο μου γελά με υπομνήσεις

Και όταν το σήμερα με βρίσκει τρομαγμένη
μεσ’τα συντρίμμια της ψυχής να σε κρατάω
το ότι σε λάτρεψα μου φθάνει και ας λογάω
πως ήσουν όνειρο μιά νύκτα μαγεμένη

Πάντα θα σκέπτομαι δειλή αυτής ζήσης
πως δεν κατάφερα γιά λίγο εσύ να νιώσεις
του θυμικού μου οι αγνές φαντασιώσεις
πηγάζουν από “τ’ αγαπώ “και όχι τις “λύσεις”

Και τι μ’αυτό

( Υ que de mi)
Τραγούδι Rocio Durcal
Music Dalila ( Arg )
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Αθήνα 15/4/04

Πήρες αποφάσεις και είπες τώρα φεύγω
της ρουτίνας δέσμιος πια εγώ δεν μένω.
Έφυγες για να’ βρεις άχρωμες συγκινήσεις.
Νόθες εμπειρίες ψάχνεις μήπως τρυγήσεις.

Πήρες υποσχέσεις ένοχα γιά να κρύψεις.
’Επνιξες στα δήθεν κάποιες μικροτύψεις.
Δράμα απ’τη σκηνή μου είπες θα κατεβάσεις
μιας και δεν αντέχεις διόλου σε υπερβάσεις .

Και τι μ’αυτό ?
εγώ το όνειρο καλά κρατώ
εγώ τους όρκους έχω φυλακτό
έμαθα πως να υπομένω.
Και τι μ’ αυτό ?
εγώ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ
εγώ δεν τόλμησα να σ’αρνηθώ
και μιά ζωή θα περιμένω.
Με πόνο ρωτάω ?

Άδραξες αρνήσεις ίσως έτσι σκεπάσεις
δάκρυα ποτισμένες κάποιες καταφάσεις.
Πόθου καρδιοχτύπια βιάστηκες να πετάξεις
θέλοντας σιωπές μου να παραχαράξεις.
Και τι μ’ αυτό ?…………….
…………….ρωτάω και τι μ’ αυτό ?

Σύννεφα βαριά

( Sobras nada mas )
Τραγούδι Rocio Durcal
Music Francisco Juan Lomuto (1943) (Arg)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Φλώριδα 26/6/01

Μιά μαχαιριά αν μου δώσεις θα τρέξει
αντί γιά αίμα αγάπη αγνή
σαν μιά απόδειξη απλή
αγάπη τι θα πει
αγάπη αληθινή.
Και συ αναίτια αφήνεις να στάξει
χολή φαρμάκι , στις δυό μας ψυχές.
Μην επιτρέψεις αν δε θες
η ζήλια σου αυτή
να βλάψει δυό καρδιές.

Σύννεφα βαριά
σκέπασαν τον ουρανό μας
και ίσως είναι αργά
να δούμε πιά ξαστεριά.
Συννεφά βαριά
αρχισαν κιόλας να κλαίνε
και θλιμμένα σα να λένε
δεν θα δούμε πιά τον ήλιο
ούτε αστέρια μακρινά.
Συννεφα βαριά
μέσα στις δυό τις καρδιές μας.
Συννεφα βαριά
σε μιά αγάπη παλιά.

Θυμάμαι έψαχνες νά’βρεις στα ουράνια
αστερισμό που να λέει σ’αγαπώ
και γω στα χέρια μου τα δυό
κρατούσα τον θεό
στον έρωτα αυτό.
Ούτε που σκέφθηκα πως κάποια μέρα
μία ψευδαίσθηση θά’ναι αρκετή
να μετατρέψει σε βροχή
σε μπόρα αστραπές
μιά αγάπη ξάστερη.

Το ξέρω

( Soñemos )
Rocio Durcal
Music Roberto Caló (1940) (Αrg)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Φλώριδα 6/8/01

Με άλληνε φλερτάρεις
μήπως και με τρομάξεις
πως ίσως θα πετάξεις
σε άλληνε φωλιά
Όμως στο βάθος ξέρω
τίποτε δεν αλλάζει
ούτε και με τρομάζει
η δήθεν ζαβολιά.

Το ξέρω
είμαστε γλυκιά ρουτίνα
Το ξέρω
πως συνήθεια μας κρατά
Το ξέρω
πως το πιό μεγάλο πράγμα
ίσως νά’ταν μιά αιτία
να βρεθούμε χωριστά.
Το ξέρω
δεν αλλάζουμε παιγχίδι
δεν λήγει
κάποια συμβασή παλιά.
Γνωρίζεις
δύσκολο είναι να μ’αφήσεις
δεν θα βρεις να συνηθίσεις
κάποια χούγια μου γνωστά.

Κάποια καπρίτσια κάνεις
την πλάτη σαν γυρίσεις
τάχα να μου θυμίσεις
πως άρχισες καυγά.
Όμως καλά γνωρίζω
πως είναι αυτό γινάτι
σε δυό λεπτά και κάτι
θα είμαστε αγκαλιά.

Νοστάλγησα

(Nostalgias)
Τραγούδι Rocio Durcal
Music juan Carlos Cobian (1936) ( Arg )
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Φλώριδα 29/6/01

Θέλω να μεθύσω την καρδιά
να ξεχάσει σφάλματα μου
κάποια λάθη μου παλιά.
Και οι τύψεις είναι ο λόγος
που ζητάω να μου πούνε
εάν έφταιξα στ’αλήθεια
όταν έκανα το λάθος
να σε διώξω ενώ ζητούσες
μιά συγνώμη αληθινά
Θέλω να πληρώσω ακριβά
να ξωφλήσω μιά γιά πάντα
πως σου φέρθηκα σκληρά.

Νοστάλγησα
τα δυό χείλη τα καυτά σου
την ανάσα, τ’άρωμα σου
που την μέθη τους δεν χόρταινα.
Επόθησα απ’τα χέρια τα ζεστά σου
καποια χάδια πύρινα σου
και ας μου κάνουν βαθύ έγκαυμα.
Εζήτησα να ξανάρθεις στα όνειρα μου
εφιάλτης και ας τρομάξω
και ας ξυπνήσω φοβισμένος (η) τελικά.
Όμως στην άθλια ζωή
να ξανάβρω την αγάπη
που ’λειψε πολύ.

Θέλω να ναρκώσω την ψυχή
να της σβήσω αγωνίες
μια ανάμνηση θολή.
Και ίσως έτσι να ξανάρθει
η ηρεμία πού ’χω χάσει
να ξανάρθει η γαλήνη.
Ν’αναστήσω την χαρά μου
την χαρά πού’χα στα χέρια
και την σκότωσα κι αυτή.
Θέλω ένα θαύμα να συμβεί
πίσω πάλι να σε φέρει
να σε ζήσω απ’ την αρχή.

Γειτονιά μου παλιά

( Madreselva )
Τραγούδι Rocio Durcal
Music Francisco Canaro (1931) (Arg )
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Florida 17/12/01

Πρώτη μου εσύ βηματωσιά
μιας κάμαρας χώμα στρωμένης
Γέλια , φωνές , στη γειτονιά
στα όνειρα μου πάντα φέρνεις.
Φωτιές ανάβεις , να σιγοκάψεις
Μαγιού στεφάνια και ξεγνοιασιάς μου
Πρώτη μου εσύ βηματωσιά
της γειτονιάς μου τα πρώτα θαύματα.

Γειτονιά μου παλιά με αυλές γιασεμιά.
Με φιλίες ζεστές μα και κάποιο καυγά.
Τα χρόνια και αν φύγαν
τους δρόμους και αν ντύσαν
με άσφαλτο , μένεις γιά με ζωγραφιά.
Γειτονιά μου μικρή που ’παιξα σαν παιδί
βόλους , μπάλα , μαζί και το πρώτο φιλί .
Μεσίτες σε βρήκαν
τ’ αγιόκλημα πήραν
με μια σε σκοτώσαν αντί παροχή.

Περάσαν τα χρόνια , γεμίσαμε χιόνια
μιά θύμηση μένει γιά σ’ένα ζεστή.

Πρώτη μου εσύ λαβωματιά
ηλιατορίγας πυρωμένης
κυπαρισσιού στη γειτονιά
στα στήθια μου ακόμα μένεις
Θύμησες φέρνεις και κάποιο δάκρυ
αγουρων χρόνων, ανεμελιάς μου.
Πρώτη μου εσύ λαβωματιά
της γειτονιάς μου τα πρώτα δράματα.

Θάλασσα εσύ ουρανός εγώ

Με έχεις όμως ετούτο δεν φθάνει
Δικός σου, μα είναι λίγο δεν αρκεί
Δεσμώτης μιας ζωής καθώς πρέπει
όμως μεσ’ την καρδιά
με δέρνει μοναξιά
μου ελλειψ’ η χαρά.

Με έχεις, χωρίς αξία καμία.
Δικός σου, γιατί μιά πράξη το’χει πει.
Συζούμε στην σκιά κάποιων νόμων
’Ομως μεσ’ την καρδιά
που νόμους δεν κοιτά
νοιώθω χωρίς δεσμά.

Θάλασσα είσαι κι εγώ ο ουρανός σου
κι ότι κι αν κάνεις
δεν είμαι πιά δικός σου.
Ψευδαίσθηση θυμήσου
σ’ορίζοντα πως σμίγουν
η θάλασσα ποτέ της
αυτόν δεν συναντά
Το θέλησες να είμαι ο ουρανός σου
και συ να παραμείνεις θάλασσα.

Δεν

( Tarde gris )
Rocio Durcal
Music Matos Contursi (1940) (Arg)
Στίχοι Παν. Αντωνόπουλος Φλώριδα 10/7/01

Σκέπτομαι και πονώ
πως πρόσφερα αγνά
πρόσφορο τη ζωή
σε ανάξιο θεό
χωρις κανένα τίμημα
κι απαίτηση γι αυτό
λάθος, που το ’βλεπα σωστό.
Τα μάτια μου στεγνά
κοιτάζουν αλγεινά
πετράδι απ’ τ’ακριβά
σε χέρια κάλπικα
και αναρωτιέμαι μάταια,
τι είναι η χαρά.

Δεν φοβήθηκα τον πόνο,
ούτε την μαχαιριά
όταν σταμάτησα τον χρόνο.
Δεν λογάριασα τι θα συμβεί
όταν μιά άτυχη στιγμή μου
θέλησα ν’αγαπήσω
και βρέθηκα να έχω
στα στήθια πληγή.
Δεν μέτρησα τι πηρα
εκείνη την βραδυά
στα ζάρια που έπεξα την μοίρα.
Δεν, δεν χαμογέλασα στιγμή
αν και σπατάλησα γι αυτόν
είναι μου και ψυχή.

Ζητώ αναπολώ,
της νιότης όνειρα
καρδιά μου ερωτική
σε χέρι φονικό
ζωή μου άχρηστη, μισή,
απάντηση ζητάω
ποιός να μου ’φταιξε σ’αυτό.
Τα χείλη μου μαβιά
γεύονται στωϊκά
φιλιά τόσο πικρά
και ψάχνω στα τυφλά
να βρω τα κάποια σφάλματα,
που μ’ έδεσαν σφικτά .

Μιά φορά ας κερδίσω εγώ

( Rocio jurado )
Esta noche gano yo
Μουσική ?
Στίχοι Παναγής Αντωνόπουλος
Ν.Υορκ 11/9/04

Είναι στην αγάπη νόμος
ο αγύρτης να κερδίζει
Να πέρνει χωρίς να δίνει
ελπίδες άλλων να σβύνει.
Εμένα όμως μου φθάνει
μιά και χάνω τακτικά
ν’αποφύγω τις ενδόσεις
να κερδίσω εντυπώσεις
έστω και γιά μιά φορά.

Μιά μονάχα
Μιά φορά ας κερδίσω εγώ
Φύγε πάρ’ τις αναμνήσεις
Δεν θέλω πιά παραισθήσεις
και φαντασμάτων σκιά.
Δεν θέλω μιά άλλη φορά
να ξανά ’βρεις ευκαιρία
και σαν βρώμικα να κρύψεις
και στα άπλυτα να ρίξεις
τα όνειρα μου
μιά ακόμα αλλαξά.
Είναι λένε στο παιχνίδι
ο αδύναμος να χάνει
να μένει και να λυπάται
το τρένο πως δεν το φθάνει.
Μ’ αρκεί σαν σβήσουν τ’ αστέρια
κι αντικρίσω ξωτικό
να αισθανθώ πως τραγουδάει
η πληγή να μην πονάει
από χέρι φονικό.

Παγιδευμένοι

Φλώριδα 13/7/00

Παγιδευμένοι , σ’ένα μάταιο παιγχίδι
που νωρίς έχουμε χάσει.
Παγιδευμένοι , σε μιά χίμαιρα που τρέχει
έχοντας μας προσπεράσει.
Παγιδευμένοι , σε μικρότητες και λάθη
που ’ναι ολέθρια γιά μας.
Παγιδευμένοι , στης ζωής την καταιγίδα
που για μας , φυσάει χιονιάς.

Και έτσι φθάνουμε στο τέλος
φορτωμένοι ψευδαισθήσεις
δίχως να βρούμε “υπάρχω”
κάπου να μας περιμένει
Και έτσι φθάνουμε στο τέλος
μιας παράστασης του λίγου
μ’ένα τέλος που δεν ξέρει
το να ζεις , το τι σημαίνει .

Παγιδευμένοι , της ανάγκης μονομάχοι
μιας ανήθικης αρένας.
Παγιδευμένοι , στο ταξίδι αυτό του χρόνου
που δεν μέτρησε κανένας.
Παγιδευμένοι στη διάσταση του χώρου
του στενού που είναι η γη.
Παγιδευμένοι σ’ ένα όνειρο ρουτίνας
που είναι η ζωή.

Πιστεύεις

Αθήνα 26/10/04

Πιστεύεις μ’ ένα αντίο πως τελειώνει
η φλόγα απ’ το καμίνι, σβύνει η κάφτρα
Πιστεύεις πως το όνειρο θαμπώνει
με σκόνη που θα πέσει από τα άστρα.
Πιστεύεις η σπαθιά δεσμούς πως λύνει
η μέθη πως γιατρεύει εφιάλτες
Συχώριο η συνείδηση δε δίνει
Στου έρωτα φθηνούς παραχαράκτες.

Εγώ πιστεύω πως γιά τον φθηνό
φθάνει, αρκεί μιά σκέψη
παράτα τον στη λησμονιά
και ότι θέλει ας βρέξει
Εγώ πιστεύω γιά τον χωρισμό
φθάνει κανείς να βλέπει
πως είναι πιό οδεινηρό
απ’ το τι θέλεις το πρέπει.

Πιστεύεις ένα φεύγω πως θα ρίξει
αυλαία σε μονόπρακτο ρουτίνας
Πιστεύεις πως το πρόβλημα σου λύνει
το άγγιγμα μιάς πρόσκαιρης σειρήνας
Πιστεύεις ψευδό άλλοθι αθωώνει
και ελεύθερες αφείνει τις εκστάσεις
Τον ένοχο η καρδιά του τον σκοτώνει
Η αγάπη θέλει δρόμο να την φθάσεις.

Είμαι φονιάς

( Tres Esquinas )
Angel Vargas
Musica Angel D’ Agostino
Στίχοι Παναγής Αντωνόπουλος
Αθήνα 17/6/12

Είμαι κουρέλι που παραδέρνει
μέσα στου πάθους τη ρεματιά .
Είμαι σελίδα π’ άνεμος παίρνει
από παλιάτσου , χειρόγραφα .

Είμαι , όταν σβήνει κάθε τραγούδι
πλοίο με έρμα , λάθη βαριά
Είμαι οπτασία λειψής φιγούρας
που ρότα ψάχνει προς τη χαρά .

Είμαι στ’ αλήθεια τόσο μονάχος
χωρίς ελπίδα και όνειρα
κι όταν ακούω να τραγουδάνε
αναρωτιέμαι που έφταιξα .

Είμαι ρετάλι παλιάς αγάπης .
Απομεινάρι κάποιας φοράς
κι όταν ρωτάνε αν έχω φταίξει
τους απαντάω είμαι φονιάς .


Αμαλία Ρούβαλη, Ποιήματα

$
0
0

 

Cut

Ένα μακρύ καλοκαίρι
αχνοχαράζει
σε σκουρομαβί
Η ομίχλη των ματιών σου
εμποδίζει τον ορίζοντα
ν’ ανοιχτεί
κόβει το απλωμένο χέρι του
απ΄τον αγκώνα
το κολόβωμα
πλέει
στις ήμερες θάλασσες
του εμείς.

‘Ενας ανοιχτός ορίζοντας
δεν αφήνει το καλοκαίρι
να εμφανιστεί.
Κλείνεται σαν φίδι
γύρω του,
το πνίγει
στις απλωσιές των φιλιών του.
Ύστερα
έφτασε ο θάνατος.
Cut.

Μάιος 2011

 

****

Ύπνος

Ενώ κοιμόσουν χωρίς σώμα
με τη μυρωδιά σου,
/λινά τα σεντόνια
στο χρώμα του λίνου/
μπήκα και σου άφησα
ένα παράθυρο ανοιχτό/
στη νύχτα.
Κανονικό, ξύλινο
σαν τα παλιά
φρεσκολουσμένο στην ασπράδα
Ενώ χανόσουν χωρίς σώμα
στο τρίστρατο
Μορφέα/Άδη/Θεού
παρατηρούσα τα όνειρά σου
να σφύζουνε πολύχρωμα
σαν αίμα σε λουλούδια.
Ενώ κειτόσουν χωρίς σώμα
με τα όνειρά σου αγκαλιαστά
δεν ήθελα
να σε ξοδέψω, ξαφνικά/
Να σηκώσω μόνο το μη-σώμα
να πετάξουμε
απ’ το παράθυρο
αφήνοντας
τα υπόλοιπα
να φυλάνε την κάμαρη.

Δεκ.2011

 

***

Ζωή κι αυτή

Ό,τι χώρεσε από ζωή,
χώρεσε.
Τώρα στριφώνω τα ξεφτίδια
για να μην ξηλωθεί
και το λίγο που απομένει.

‘Ο.τι σπείρεις, θερίζεις

Ο Χρόνος πήρε
τις Ώρες αγκαλιά
κι εξατμίστηκαν
σε μικρομόρια σκόνης
θολής και γκριζωπής.
Ούτε σύννεφο αξιώθηκε να γίνει
ούτε βροχή.
Μέχρι να γυρίσω να κοιτάξω
είχε μείνει
το σκέλεθρό μου όρθιο, εξ απεναντίας,
να με ανακρίνει στυγνά
Να με ψέγει σκληρά
για τις κραιπάλες
και τις χιλιάδες εξαφανισμένες ώρες
της διανοητικής ραστώνης.
Για τα θυελλώδη μεθύσια
με Νιρβάνα σε ύποπτα μπαρ.
Έτρεξα να χωθώ
σ’ έναν τάφο
απ΄τη ντροπή μου.
Γιατί δε χώραγα,
μια σταλιά άνθρωπος;

Φεβ. 2008

 

***

Μια αχτίνα φως

Μια λεπτή αχτίνα
φως
δια-σχίζει αμείλικτα
την εμποδισμένη μου όραση.
Μισανοίγω το ένα βλέφαρο
-το καλό-
Και χώνεται καρφί
μες απ’ τα ξέφτια της κουβέρτας.
Μάτια ερμητικά κλειστά
βιάζονται ασύστολα.
Ξαφνική αισχύνη
για τη γυμνότητα.
Σκέψου και να ήταν
παχυθρεμμένη
αυτή η αχτίνα.

Φεβ. 2008

 

***

ΣΤΑΜΝΑ

Σπασμένη στάμνα ο χρόνος μου
στέρεψαν δια μιας όλοι οι χυμοί.
Τίποτα να μην κρατήσει πια ο πηλός;

 

***********

Αμαλία Ρούβαλη: Γεννήθηκε το 1954, μεγάλωσε στο Ναύπλιο και ζει στην Αθήνα. Είναι κοινωνιολόγος, ισπανίστρια και μεταφράστρια από λατινογενείς γλώσσες. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Πρώτα ποιήματα το 1976 και Έπεα πτερόεντα; το 2009, ετοιμάζει τρίτη μέσα στο 2012. Συνεχίζει να μεταφράζει. Διατηρεί μπλογκ: http://www.amarouv.blogspot.com

amaliarouv@gmail.com

Ο Ιάσωνας Σταυράκης με το CIRCUS POIEIN ON THE ROAD

$
0
0

 

 ΑΚΟΥΣΤΕ  εδώ

 
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΙΕΙΝ ΣΤΟ ΔΙΑΤΟΠΟ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2012
ΠΕΜΠΤΗ 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Akanthos Ak
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΚΟΣ, ΠΑΝΑΓΗς ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΛΠ
ΚΙΘΑΡΑ/ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ
ΗΧΟΛΗΠΤΗΣ/ΚΑΜΕΡΑΜΑΝ: ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Rupert Brooke (1887-1915) [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #06]

$
0
0

«Έκανε δική του ολόκληρη την ποιητική συναίσθηση με την οποία ήταν γεννημένος, και περιπλανιόταν μέσα της σαν γυμνός νεαρός κολυμβητής … ο Ρούπερτ μας εξέφραζε όλους…».

Έτσι είχε πει ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας,  Henry James (Χένρυ Τζέιμς) (1843-1916) για τον εκθαμβωτικής ομορφιάς νέο, Ρούπερτ Μπρούκ, ο οποίος ήταν η επιτομή της Γεωργιανής ποίησης (Georgianism), που έκανε την εμφάνισή της το 1912 με την ανθολογία Georgian Poetry, εκδότης ο Έντουαρντ Μαρς (Edward Marsh, 1872-1953), και συνέχισε μέχρι το 1922.

Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι η λέξη Georgian κατέληξε να έχει υποτιμητική έννοια, και όχι αδίκως. Η συμπάθεια του καθενός πρέπει να είναι ιστορική ή κοινωνιολογική. Ως λογοτεχνικό κίνημα δεν έχει κανένα αξιόλογο χαρακτηριστικό. Στη πραγματικότητα ήταν ένα εμπορικό εγχείρημα του Έντουαρτ Μαρς, που ήταν φίλος και βιογράφος του Ρούπερτ Μπρούκ. Αξίζει ν’ αναφέρω ότι είχε μεταφράσει στ’ αγγλικά τα παραμύθια του Ζαν ντε Λα Φονταίν (Jean de La Fontaine) (1621-95), “Contes et Nouvelles” (1664-74). Ενα εμπορικό εγχείρημα, λοιπόν, που δεν μπορεί να πει κανείς ότι πέτυχε στο σκοπό του να δημιουργήσει ένα μεγάλο αναγνωστικό ποιητικό κοινό. Το Γεωργιανό κίνημα, αν και τα νέφη του πολέμου είχαν αρχίσει να μαζεύονται, σκόπευε να διαιωνίσει -αφελώς- τις βικτωριανές αξίες, την εποχή που οι βικτωριανές συνήθειες, διαδικασίες και πρακτικές δεν ήταν πλέον κατάλληλες.

Αλλά για να ξαναγυρίσω στον Ρούπερτ Μπρούκ… Ο Μπρούκ είναι προτιμότερο να θεωρείται ποιητής του πολέμου ή προπολεμικός ποιητής, γιατί εδώ προσφέρει ένα ξεκάθαρο παράδειγμα των περιορισμών του Γεωργιανού κινήματος. Έγραψε μερικούς ευχάριστους και συμπαθητικούς στίχους, αλλά ποιητής καλός δεν ήταν, ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι. Η ανυποταξία του ήταν παιδαριώδης ( ο πατέρας του ήταν καθηγητής στο Rugby School, όπου ο ίδιος είχε φοιτήσει και προφανώς χαρεί) τίποτε που έχει γράψει δεν είναι κακόγουστο, τίποτε βαθυστόχαστο. Η έξαψη που προκαλούσε στους αρσενικούς συγχρόνους του ήταν σε μεγάλο βαθμό συναισθηματική και ομοφυλόφιλη, μολονότι ο ίδιος ήταν ετεροφυλόφιλος. Εξ αιτίας της ενεργητικότητάς, της ικανότητάς και των επιτευγμάτων του, στους συγχρόνους του φαινόταν πιο πρωτότυπος από ό,τι πραγματικά ήταν. Αν δεν είχε πεθάνει από σηψαιμία (στη Σκύρο, στις 23 Απριλίου, 1915, όπου είναι θαμμένος) καθ’ οδόν για την Γαλλίπολη, δεν θα συνέχιζε να γράφει ποιήματα. Θα γινόταν εκδότης, ή, πιο πιθανόν, ένας μετριοπαθής πολιτικός μεταρρυθμιστής και μετά λόρδος. Το φημισμένο σονάτο του The Soldier (Ο Στρατιώτης) συνοψίζει μια σχεδόν παγκόσμια διάθεση μεταξύ νέων παιδιών το φθινόπωρο του 1914-και δεν μπορείς να ρίξεις το φταίξιμο στον ίδιο τον Μπρούκ γι’ αυτό: με το πρόσχημα εύσχημου πατριωτισμού ο ποιητής γιορτάζει μια φυλετική και συνεπώς προσωπική ανωτερότητα (a richer dust) που δεν υπήρχε λόγος ν’ αποκτήσει: ο Θεός (the eternal mind) εξισώνεται με ό,τι είναι αγγλικό. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να ήξερε ο Μπρούκ πώς θα ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πάντως αυτό το σονέτο δεν είναι ποίηση, παρά ένα κομμάτι ανεπαρκής λατρείας των παραδόσεων που φρόντισε να παράσχει αυτό που ο κόσμος του ποθεί. Παραμένει το πιο γνωστό και πιο ευρύτερα διαβασμένο ποίημα από οποιονδήποτε άλλο ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η βασική πρωτοτυπία που στερείται ο Μπρούκ εμφανίζεται σ’ ένα από τα καλύτερά του ποιήματα, Dust (Σκόνη). Αυτό που πηγάζει σίγουρα  είναι ένας ευσυνείδητος «νεανικός» τόνος.

 

***********

 

The soldier
 
If I should die, think only this of me:
   That there’s some corner of a foreign field
That is for ever England.  There shall be
   In that rich earth a richer dust concealed;
A dust whom England bore, shaped, made aware,
   Gave, once, her flowers to love, her ways to roam,
A body of England’s, breathing English air,
   Washed by the rivers, blest by suns of home.

And think, this heart, all evil shed away,
   A pulse in the eternal mind, no less
     Gives somewhere back the thoughts by England given;
Her sights and sounds; dreams happy as her day;
   And laughter, learnt of friends; and gentleness,
     In hearts at peace, under an English heaven.

 

*******************
 

 

γΙΩΡΓής σΑΡΑΚΗΝΌς, «ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ made in UKs»

$
0
0

 

ηνωμένα βασίλεια
τη γηραιά καπότα από τους
εύστροφους Έλληνες λάβατε
κι αυτοί από τους Σκύθες

ηνωμένα βασίλεια
θερίσατε με κανόνια
τη φιλία και τα νιάτα
εμφύλια

ηνωμένα βασίλεια
παιδί είμαι αιώνιο
μα εσείς της φουσκοθαλασσιάς
συντρίμμια

ηνωμένα βασίλεια
βουβών προλεταρίων σας τα κατακάθια
στα μεθύσια θωπεύω
πακέτων όμηρος τουριστικών

ηνωμένα βασίλεια όπως
όπως αλείψατε με πίσσα
τον Κλαυδιανό του Ιονίου Κράτους
«αποσύρατε» τις αγχόνες και τον μπεκρή της Κύπρου ποιητή

ηνωμένα των Ολυμπιακών Αγώνων βασίλεια
εν Λονδίνω
πρώτη θέση οι διώκτες του Βύρωνα,
τράγοι και μαϊμούδες,
ο λόρδος Έλγιν,
η Καρυάτιδα κόρη πιστάγκωνα δεμένη

ηνωμένα τα βασίλεια
απάτης αγυρτείας ενίοτε κι ευλαβούς φόνου
χαίρετε αγάπης κι αιωνίου εκτιμήσεως

ηνωμένα βασίλεια μη έχοντα
στον Χρόνο κυριότητα

Κέρκυρα 27.7.12

π. Λίβυος, Ποιήματα

$
0
0

 

Παρόν
Βαθιά προίκα αγαθή από το πέρασμα του χρόνου,
οι στιγμές που τον ξεπέρασα και έζησα απόλυτα στο παρόν.
Ιδιαιτέρως δε, όταν σε αγκάλιαζα και μηδένιζαν οι αποστάσεις του θανάτου.

*

Εσύ…

Εσύ που τόσα εύκολα σε ερωτικές κάμαρες περιδιαβαίνεις,
και τα κορμιά των εραστών με αυστηρότητα ελέγχεις.
Που στους ναούς αρέσκεσαι τις τιμωρίες κολασμένων
να ακούς και την ζωή των άλλων με χαρά να διαπομπεύεις.
Αλήθεια πόσο πολύ τα ζήλεψες όλα αυτά που κατατρέχεις.
Πόσο πολύ δίψασες της ηδονής την γεύση.

*

Συλλαβισμοί
Μικρός συλλάβιζα την λέξη αγάπη.
σαν μεγάλωσα μονάχα την λέξη χαρά,
στον θάνατο τραυλίζω ασταμάτητα.

*

ΜεθόριοςΈνιωθα άνθρωπος δίχως δέρμα.
Σύνορο δεν είχα από το βλέμμα τους.
Ότι κι αν έλεγαν, όπως κι αν με κοιτούσαν, αιμορραγούσα.
Θεέ μου δως μου δέρμα κι ας είναι και χοντρόπετσο.

 

*

Είπες
Είπες φοβάμαι τον Θεό, σου είπα τον εαυτό σου τρέμεις.
Είπες φοβάμαι τις φλόγες της κολάσεως, σου είπα την ζωή φοβάσαι.

*

 Κατανοήσεις

Μίλησες τόσο πολύ εκείνο το βράδυ που κατάλαβα κάτι ήθελες να κρύψεις.
Σώπασες υπερβολικά ηχηρά, κι’ αισθάνθηκα ότι κάτι σοβαρό είχες να πεις.

*

Επίγνωση

Ξύπνησα με τρόμο στα χείλη, είχαν χρόνια να φιληθούν.
Ξύπνησα με πόνους στα χέρια, δίχως κορμί έσταζαν μοναξιά.
Μα πιο πολύ τυραννική η ματιά, που είχε χρόνια να σε δει.

*

Κοκκινίζουν

Οι μέρες της ζωής μου είναι ντροπαλές,
σαν κορίτσια με χαμηλωμένα βλέμματα.
Κοκκινίζουν γεμάτες ενοχές
για όλα εκείνα που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να ζήσουν.

James Robison, Δύο Ποιήματα (μτφρ: Belica-Antonia Kubareli)

$
0
0

 

ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ του ΤΖΕΙΜΣ ΡΟΜΠΙΣΟΝ
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

«Τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή βρέθηκαν σε αρχαία λειψανοθήκη μοναστηριού του 5ου αι. όπως ισχυρίζονται οι αρχαιολόγοι». Telegraph Newspaper, U.K.

Ο πατέρας μου είναι σχεδόν κουφός πια και μισότυφλος.
Δε στέκεται χωρίς το μπαστούνι του, μα δεν υπάρχει
ανακούφιση στη σκέψη πως έχασε ή γλίτωσε
απ’ τη δύναμη του πόνου, του πένθους ή του φόβου,
μες στη σκοτεινιά που μαζεύεται, στη σιωπή που τον τυλίγει.
Όμως είναι ακόμα ζωηρός κι έτοιμος για κουβεντολόι,
όλο λαχτάρα για τον κόσμο που αλλάζει,
στα ενενήντα-τρία του πιάνει απεγνωσμένους μονολόγους
για τα παλιά, τότε που όλοι ήταν ζωντανοί κι αυτός άντρακλας.
Κι εγώ στα εξήντα-τρία είμαι ακόμα ένας γιος που θέλει να γυρίσει πίσω
ίσως περισσότερο κι από ‘κείνον, στις μηχανές που μούγκριζαν
καθώς άνοιγαν λαχανιασμένα δρόμο στο χιόνι, στα κίτρινα τρένα,
στα άνετα απλά ρούχα. Κάθε καπνός τραγουδούσε τότε.
Οι φτελιές κι οι βελανιδιές άντεχαν τα αβάσταχτα καλοκαίρια
στην προσμονή με ξερό γρασίδι και ξερά λουλούδια.
Αυτή τη βδομάδα τα λούνα-παρκ στις αλάνες ρίχνουν προβολείς
πάνω σε στάβλους και κιόσκια, δυνατά μακρινά λευκά τόξα
που χτενίζουν τον ουρανό όπου χτυπιόνται κεραυνοί στην κάψα.
Η τρομακτική καλλιόπη* ξεδιπλώνεται, αντιλαλεί.
Ο μπαμπάς ζει εκεί κοντά. Παρκάρουν άγνωστοι στην αυλή του,
πετούν χαρτοσακούλες από ζαχαρωμένο ποπ-κορν και ζελατίνες
απ’ τα καραμελωμένα μήλα, όμως δε γκρινιάζει πια.
‘Είναι η εποχή’, λέει, ‘τι το χρειάζομαι το δρομάκι;’
Του διαβάζω την εφημερίδα του. Δεν ξέρει κανέναν στις νεκρολογίες
και δεν μπορεί να μάθει ποιοι φίλοι και ποιοι εχθροί έφυγαν.
Όλοι χάθηκαν.
Ακούμε μέσα στη βαβούρα του τσίρκου
το μνημειώδες βουητό του ωκεανού, το υπόκωφο
βήμα του πλήθους, μυρίζουμε νέφη καρύδας από
αγριογούρουνα στη σούβλα, ψημένο καλαμπόκι,
πιτσιρίκια ωρύονται σε καροτσάκια με ένταση ίση
με τις τσιρίδες απ’ τις κοκορομαχίες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς κροταλίζει το ηλεκτρικό τρενάκι
του λούνα-παρκ σαν ανεβαίνει και τις κατακόκκινες τρίλιες
των επιβατών όταν πέφτει κατακόρυφα.
Η χρονιά ώριμη, γκαστρωμένη κι ο μπαμπάς
λέει πως σε μια νύχτα βαριά κι ατμιστή σαν την αποψινή,
ακολούθησε το ένρινο γρύλισμα του κράχτη που έστηνε
τη σκηνή του: Ζωντανή, ολοζωντανή κι ολόγυμνη όπως
το λέει κι η Βίβλος, μετά το χορό των Εφτά Πέπλων,
η Σάλυ Ραντ παίζει τη Σαλώμη,
μέσα, εδώ μέσα, ξεδιάντροπα κι ακόλαστα, πέπλο το πέπλο όλες
οι θηλυκές ομορφιές της με όλα της τα γυναικείαμυστικά,
ζωντανή ολοζώντανη αποκαλύπτεται μπρος στα μάτια σας.
Ο Εντ ΜακΓκραθ είπε, ‘καλά, για τόσο κορόιδα μας έχουν;’
Ο Εντ ένας δεκαεξάχρονος πονηρός κυνικός
που δε χαλάλιζε ούτε πενήντα σεντς
ούτε καν δέκα δευτερόλεπτα για τέτοιες κομπίνες.
Όμως ο μπαμπάς μπήκε εκεί που οι τυφλές σκιές
μαυρισμένες από τις αναθυμιάσεις του τζιν, και του
αδιαβροχοποιημένου με πετρέλαιο καραβόπανου,
το σάπιο ροκανίδι έσμιγαν με τη βαριά μπόχα από αγρότες
κι επιχειρηματίες κάθονταν στριμωγμένοι,
λιγούρης όχλος καρφωμένος στα φώτα της σκηνής.
Κι ο μπαμπάς, ψηλός ακόμα και τότε, έσπρωχνε
να χωρέσει κι είδε από λάθος κι ήταν τυχερός.
Γιατί η παράσταση μόλις είχε τελειώσει
και βρέθηκε κάτω μπροστά τους, κάτω καθιστή
στα γοφιά της η Σαλώμη, με τα χέρια σταυρωτά στα στήθια
πανέμορφη όπως του υποσχέθηκαν, και κάτι παραπάνω
στην ταραχή της στιγμής, σχεδόν τσίτσιδη, ναι,
κάτω απ’ τα τόπια της αχνοπράσινης γάζας, με χρυσά
βραχιόλια στους αστράγαλους, το θλιμμένο της πρόσωπο μπλαβί
στο λιγοστό φως, στο εκτυφλωτικό μπάνιο του ηλεκτρικού,
στην κάτασπρη βία των φουντωμένων προσώπων που ντρέπονταν
απ’ τη λάμψη τόσης λαχτάρας.
‘Και ειλικρινά, μου άλλαξε τη ζωή’, λέει ο μπαμπάς.
Κι έτσι τον ρωτάω: ‘Το είπες στο Εντ ΜακΓκραθ;
Του είπες ότι είχε άδικο;’
‘Όχι. Του είπα ότι είχε δίκιο, είπα ότι ήταν σκέτη κοροϊδία,
τον άφησα ν’ απολαύσει με κυνισμό τη βέβηλη απάτη,
όπως κι εγώ είχα απολαύσει το πρώτο μου
θαύμα’.

*Σ.τ.μ. Καλλι-όπη: μουσικό όργανο .

 

 

***

LATE AUGUST by James Robison
Translated by:Belica-Antonia Kubareli

“The remains of St John the Baptist have been found in an ancient reliquary in a
5th century monastery…archaeologists have claimed.”
Telegraph Newspaper, U.K.

My father is nearly deaf now and going blind.
He cannot stand without his walker but there
is no comfort in thinking he has lost or been spared
the power to suffer or grieve or fear
the gathering darkness, the silence now
closing in. Still, he is chipper, and full of
good talk, trying to keep up with the flying
world, desperate, at ninety-three, to shun
monologues about then, when everyone was
alive and he was a force. At sixty-three,
I’m still a son, want to go back the same as
he-more maybe- to the machines that shrilled,
ground their way through snow, panted, yellow
streamliners, loose suits. All smoke sang. The elms
and oaks have stood up to an awful summer,
and wait with the dry grass and dry flowers. This
week, the state fairgrounds throw search beams from the
cattle barns and pavilions, straight gauzy
white spears that wipe a sky where heat lightning
stutters. The frightening calliope
ripples, echoes. Dad lives close by; people
park in his yard, drop caramel corn bags
taffy apple wrappers, but he no longer
grouses. ‘It’s just the season’, he says, ‘What
do I need with a driveway?’ I read him his
newspaper; he knows no one in the obits,
so can’t track passings of friends, enemies.
Everyone’s gone.
We hear over from the circus that massive oceanic rumble
of crowd, smell the hickory clouds from
hog roast pits, corn ears scorched in husk, infants
howling in strollers to match the crowing of
prize roosters, and, day and night the recurring
coggy ratcheting of ascending coaster
and the scarlet trill of riders as it falls.
The year has ripened, is gravid and Dad
says on a night as heavy as this, as
steamed up, he followed the nasal snarl
of a barker hawking a tent show on the
midway: Alive Alive and naked as the
Bible tells us, after her dance of the
Seven Veils, Sally Rand as Salome,
inside, inside, revealing unblushingly
and wantonly, veil by veil all her
feminine beauties in all their womanly
intimacy, alive alive revealed
to your eyes.
Ed McGrath said, ‘what kind of rubes
do they take us for?’ Ed at sixteen too wised
up, too much the cynic to waste fifty cents,
or ten good seconds on such a sham.
But Dad went inside, where shadows blotted all blackly,
in fumes of gin, oiled canvas, pine sawdust
and the flinty stench of farming men and
business men jammed too close, ravenous,
mobbed up, closing on the blaring lights up front.
So Dad, tall, even as a teen, shouldered
through and saw his mistake in timing, a
lucky one. Because her act was just over and
she was down before them, down sitting on her
thighs, Salome, with arms across her chest, as
beautiful as promised, more so it seemed in
the shock of the moment, nearly naked, yes,
under the sheets of jade gauze with gold ankle
bracelets, her sad face blue in skewered light,
in her dazzling electric bath, in the white
violence on the red faces, cowering
in the glare of so much craving.
‘I tell you’ Dad says, ‘it was life changing’.
So I ask him: ‘Did you tell Ed McGrath?
Did you tell him he was wrong?’
‘No. I said he was right, I said it was
a sucker’s trap, and let him enjoy his cynic’s
desecration of a fraud, as much as I
enjoyed knowing I had seen my first
miracle.’

 

********

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ του Τζέιμς Ρόμπισον
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

Οι ζωές μας είναι κλεμμένες από άλλους και
δεν τις ζούμε. Κανόνας Πρώτος: τις ζουν
κλέφτες που η πλεονεξία τους ή
η γενναιοδωρία τους και στα πιο απλά
θέματα, μια φορά κι έναν καιρό, κατέγραψε
την ύπαρξή μας. Δεν μας ανήκει ούτε καν
η διάθεσή μας, μια Τρίτη, το πρόσωπό μας
ούτε ίχνος του μέλλοντός μας. Έτσι η ιστορία
κατατρύχει τον Γκοντάρ που θρηνεί τα
σχεδιάσματα της μνήμης λες κι ανήκουν
σε κάποιον, λες και γίνεται. Κανόνας
Δύο: Η ιστορία είναι εφηβική,
υστερική, πλαστή, μεταβατική,
διαιρεμένη σε κεφάλαια, κενά διαστήματα,
σαν άδεια δωμάτια λησμονημένα
απ’ όποιον κάποτε ονειρεύτηκε
μέσα τους. Αυτά είναι τα κεφάλαιά της.
Προσπαθείς να τα απομνημονεύσεις για το τεστ
της Παρασκευής. Τίποτα δεν έγινε
σε εκατομμύρια εκδοχές την ίδια στιγμή. Και,
Κανόνας Τρίτος: Φαντάσματα γράφουν τα προσεχώς
αλλά δε γράφουν, δια-γράφουν.
Οι προ πολλού νεκροί στρίβουν
το αμάξι στο γκρεμό, ή πάνω στο φέρυ ή
διασχίζουν όλο το Τέξας. Ένα φάντασμα
σε έφερε στον εθισμό για το γυμνό κορίτσι
του απογευματινού ήλιου και τη γενετική
της καθαρής τύχης που ονομάζεις έρωτα.

 

***

HISTORY IS THE WORK OF THE DEAD by James Robison
Translated by: Belica-Antonia Kubareli

Our lives are stolen by others and
we do not live them. Rule One: but we
are lived by thieves whose avarice
or generosity in some simplest
matter, once upon a time, wrote our
existence. We don’t own so much as
a mood, a Tuesday, our face, any
part of our future. So history
obsesses Godard, who laments the
designs of memories as if they
belong to anyone, or could. Rule
Two: History is pubescent,
hysteric, fictive, transient,
divided into chapters which are
the ghosts of spaces, empty as rooms
unremembered by whoever dreamed
within once. These are its chapters.
Memorize them, or try, for the test
on Friday. Nothing happened in a
billion variations at any
time. And Rule Three: Ghosts write the
upcoming but not by writing but
erasing. The long ago dead steer
the car over the cliff, or onto
the Channel ferry, or straight across
Texas. A phantom drove you to an
addiction to the naked girl in
afternoon sun, and the genetics
of raw chance you called love.

 

**************

 

 

Ο James Robison (1946) είναι αμερικανός συγγραφέας, που έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιήματα και διηγήματα. Επίσης κινηματογραφικά του σενάρια έχουν γίνει ταινίες. Έχει πάρει το βραβείο Whiting Grant, το Pushcart Prize, το βραβείο Rosenthal της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών και πολλά άλλα ενώ υπήρξε εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών. Διδάσκει λογοτεχνία και δημιουργική γραφή σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Ιωάννης Ιωσηφίδης, Ποιήματα

$
0
0

Του Ηλία…

“Έρχεσαι πάντα
μαζί με το μουνί σου.”

Ποιητής είναι εκείνος που με τρεις λέξεις αφήνει ξαναμμένα κορμιά να ξενυχτούν στα ιδρωμένα κρεβάτια του πόθου.
Ποιητής είναι αυτός που δεν φοβάται ν’ αφήσει την ύπαρξη του να κολυμπάει μετά θάνατον στα σκατά. Αυτός που έχει για τέχνη τις αμαρτωλές στροφές ενός ζεϊμπέκικου όσο και τις πρόστυχες πινελιές του Τσόκλη.
Ποιητής είναι αυτός που βρίσκει τη ζωή φωτογραφίζοντας μνήματα. Αυτός που παίρνει πεθαμένες γλώσσες και τις κάνει ν’ ακούγονται σαν στιχάκια σουξέ μπαλάντας.
Ποιητής είναι εκείνος που φοράει τη γυναίκα στο μέτωπο σαν μαγιάτικο στεφάνι.
Ποιητής είναι αυτός που από το ποτέ και το τίποτα σε πηγαίνει βαθιά στους τεκέδες της ύπαρξης σου.

 

****

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

 

Σε μια παραλία.
Μετρώντας τους κόκκους της άμμου πάνω σ’ ένα κορμί.
Μετρώντας των ερωτικό παλμό των κυμάτων καθώς χαϊδεύουν τους βράχους.
Μελετώντας την αρσενική δύναμη του ήλιου
καθώς μεταμορφώνει τα κορμιά μας σε μελαχρινούς ήρωες παραμυθιών.
Αφήνοντας το αρμυρό νερό να διαβρώσει όλους τους φόβους του θανάτου.
Κλέβοντας ιστορίες που ο γερο - Ποσειδώνας παραμιλά στη μέθη του.

 

****

ΠΕΡΙ ΠΡΕΖΑΣ

 

Μετράν τ’ αργύριά τους.

 

Μετράω ουρλιαχτά μανάδων.

Μετράν κομμένες φλέβες.

Μετράω όνειρα σκουπίδια.

Αναζητούν βαποράκια.

Θάβω ναυάγια.

Δε θα ‘ναι εύκολο.

Εσείς με σύριγγες θανάτου.

Εγώ με γιαταγάνια ζωής

****

ΕΥΧΗ

Υγρών φεγγαριών το φώς να σε λούζει.
Κι ο μικρός μπάσταρδος της Αφροδίτης
να σ’ έχει πάντα στο κυνήγι.

 

 

***

ΑΡΡΩΣΤΟ ΚΟΡΜΙ

 

Η λάθος χρήση αρρωσταίνει το κορμί μου.
Μυρωδιές θηλυκού ορέγεται
η εγκυμοσύνη των ορμών μου.
Και τα χέρια μου σπαράζουν
να τρυγήσουν οργασμό.

 

 

*******

Προσωπικό blog: http://www.orthanys.blogspot.gr/


Μελέτης Αποστολίδης, Χάϊκου

$
0
0

[Έργο του Μελέτη Αποστολίδη (κάρβουνο σε χαρτί 55Χ75 εκ.)]

 

Σύνορο λήθης.
Χαλκευμένο τοπίο
που να βρίσκεσαι;

*

Αθώας μνήμης
μικρά λευκά βότσαλα
ίχνη στην άμμο.

*

Η μικρή φλέβα
στο κρόταφο πρόδωσε
την αγωνία.

*

Άφθαρτη νιότη,
ευφυΐα της φύσης,
πόσο μου λείπεις..

*

Έμψυχες μούμιες,
μνήμες χειρουργημένες
πρόσωπα σκιές.

*

Σώματα άλλων,
ρυτιδωμένες σκέψεις,
θρυμματισμένες.

*

Σκόνη του χρόνου.
Πάρτα όλα δικά σου
Μεφιστοφελή.

*

Που εστιάζεις;
Κάθε βλέμμα ορίζει
άλλη εικόνα.

*
Εσένα μιλώ
που έρχεσαι φεύγοντας.
Συνοδοιπόρε.

*

Πράσινη τομή
της μοιρασμένης πόλης,
κόκκινη πληγή.

*
Στα μαύρα νέφη,
κεραίες ζητιανεύουν,
λευκές ειδήσεις.

*
Ανεμόσπαρτη
φυλλοροή ονείρων.
Δραπέτες του νου.

*
Πέτρινες μνήμες.
Αρχαίας σκουριάς δρόμοι
Περπατημένοι.

*

Κίτρινα φύλα
παλάμες απλωμένες,
ικέτες βροχής.

*

Στο λαβύρινθο
του νου, ψάξε να βρεις
τον Μινώταυρο.

 

 

********

 

Ο Μελέτης Αποστολίδης γεννήθηκε στην κατεχόμενη Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας το 1950. Είναι αρχιτέκτονας, ζει στην Λευκωσία και εργάζεται ως λειτουργός στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού. Ασχολείται παράλληλα με την ζωγραφική, την χαρακτική, την διατήρηση παραδοσιακών οικοδομών/οικισμών και σχετικά πρόσφατα με την γελοιογραφία και την ποίηση.

Λεωνίδας Χρηστάκης, Σχιζοφωνητικά

$
0
0

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ-ΕΚΔΟΤΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ “ΣΧΙΖΟΦΩΝΗΤΙΚΗ”. ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ Ο ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ:

ΑΚΟΥΣΤΕ  εδώ

Το κανάλι του χρήστη excavationsGR

φωτογραφία από τα ρεμάλια
http://www.remaliaclub.gr/forum/showthread.php?t=2383

Το επίσημο σάιτ για το Λεωνίδα ΧΡΗΣΤΆΚΗ
http://ideodromio.org/

Charles Hamilton Sorley (1895-1915) [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #07]

$
0
0

 

Ο πρώτος ποιητής που αντιλήφθηκε την πραγματική ουσία πολέμου τον εικοστό αιώνα ήταν ο Τσαρλς Χάμιλτον Σόρλυ, ο οποίος σκοτώθηκε πριν προλάβει να αξιοποιήσει το εκπληκτικό ποιητικό του ταλέντο. Οι Επιστολές του (Letters, 1919), για την εποχή τους, είναι εκπληκτικές: προβλέπουν στάσεις που υιοθετήθηκαν μόνο μετά το θάνατό του. Σε μια από τις επιστολές αποδοκιμάζει τον Μπρούκ για τα «ωραία του λόγια» και τον συναισθηματισμό του. «Δεν υπάρχει δίκαιος πόλεμος,» έγραφε: «Αγγλία,  βαρέθηκα ν’ ακούω αυτή τη λέξη. Με το να εκπαιδεύομαι για να πολεμήσω για την Αγγλία, εκπαιδεύομαι ν’ αγωνιστώ γι’ αυτή την εσκεμμένη υποκρισία, αυτή τη τρομερή μεσοαστική νωθρότητα προοπτικής… μετά από τον πόλεμο όλοι οι γενναίοι άνδρες θα απαρνηθούν τη χώρα τους και θα ομολογήσουν ότι είναι άγνωστοι και προσκυνητές σ’ αυτό τον κόσμο.» Πριν γράψει αυτό είχε προβεί σε διάγνωση της υποκρισίας που υποβάσκει στο σύστημα των Βρετανικών αριστοκρατικών ιδιωτικών σχολείων (British public school system), ο ίδιος είχε δυσάρεστες εμπειρίες από το Κολλέγιο Marlborough- όλα αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν πως ο θάνατός του ήταν μια ανυπολόγιστη απώλεια για την Αγγλική λογοτεχνία και ζωή. Η ποίησή του είναι, ως επί το πλείστον, πολλά υποσχόμενη. Αλλά η ευγλωττία της, επιμελώς άνευ στόμφο, ήδη αποδεικνύει εκπληκτική ακεραιότητα επιδίωξης.

 

*

When You see Millions of the mouthless Dead

 

When you see millions of the mouthless dead
Across your dreams in pale battalions go,
Say not soft things as other men have said,
That you’ll remember. For you need not so.
Give them not praise. For, deaf, how should they know
It is not curses heaped on each gashed head?
Nor tears. Their blind eyes see not your tears flow.
Nor honour. It is easy to be dead.
Say only this, ‘They are dead.’ Then add thereto,
‘Yet many a better one has died before.’
Then, scanning all the o’ercrowded mass, should you
Perceive one face that you loved heretofore,
It is a spook. None wears the face you knew.
Great death has made all his for evermore.

 

********

 

 

 

 

 

 

Νίκος Αλιφέρης, Εκλογή Ποιημάτων (ανθολόγηση-σχόλιο: Γιώτα Αργυροπούλου)

$
0
0

ΠΛΕΥΣΕΙΣ

Κορίτσια της πρώτης νεότητας
Που αρμενίζετε για τα σαράντα
Σκορπίζετε το αινιγματικό χαμόγελό σας
Στον ύπνο μου και τον φωτίζετε
Γυναίκες πια ανεμίζετε
Τα αργυρά σειρήτια των μαλλιών σας
Στα σκαλοπάτια του Λυκαβηττού
Κορίτσια που δεν ενωθήκαμε ποτέ
Μιαν άλλη ένωσή μας καρτερώ
Μιαν άλλη νεότητα.

Κορίτσια των πρώτων φωτισμών
Και των πρώτων ανοίξεων

*

ΜΥΤΙΛΗΝΗ

Θα γεράσουμε κι ίσως πεθάνουμε εδώ
Στο απρόσμενο πέτρινο σπίτι
Στον κήπο μύστη
Μιας ζωής πιο κρυφής
Η Ιωνία θα ξεπροβάλλει αντικρύ
Στολισμένη την άσβεστη λάμψη
Των πανάρχαιων θρύλων

*

ΕΚ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Τα γιασεμιά σου τα έκρυψα στο συρτάρι μου
μην κάνω ξεχασμένος πως τα μυρίζω
μπροστά στον Κωνσταντίνο
Έσφαλα και συχνά αμάρτησα
εζήτησα όμως πάντα το αγαθό
Η ψυχή μου ματωμένη
από τους φίλους που έχασα
από την φρίκη του πολέμου

*

ΟΥΡΑΝΙΑ ΓΑΤΑ

Σάντρα βασίλισσα του φεγγαριού
Μαύρη σφίγγα θρονιασμένη στην ψάθα
Της Ερήμου

Είσαι η ουράνια γάτα του θεού Ρα
Που πάλεψε το σκοτάδι της νύχτας
Αγγελιοφόρος μηνυμάτων κρυφών
Η χαρμοσύνη της γονιμότητας

Τριγυρνάς στους κήπους του Νείλου
Το αστέρι ανάμεσα στα μάτια
Κάτω από την σελήνη που στάζει
Ευωδιά από γιασεμί

Κι έπειτα έρχεσαι κι εδώ σε μας
Εμφανίζεσαι μεγαλοπρεπής
Σ’ ένα πλατύσκαλο
Και ξαφνικά γεννιέται ένα ποίημα

*

ΤΑΡΑΧΗ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Κάτω απ’ τους ανεμόμυλους σχηματίζουν
Οι ξερολιθιές ακατάληπτες επιγραφές
Τα ιδεογράμματα των νησιών
Τα πουλιά πετούν και τις διαβάζουν
Οι κρωγμοί τους φτάνουν μέχρι τ’ αυτιά μας

Μα κρίνουμε πως το νερό ήταν πάντοτε κρασί
Κι απωθούμε το θαύμα σαν τον αρχιτρίκλινο:

Το ιδεόγραμμα των χειλιών σου
Ανεξιχνίαστο μέσα στην νύχτα

*

ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Λαχταριστὲς Ἀφροδίτες
μὲ καλλίγραμμα μέλη
ἀκόρεστα μεγάλα μάτια
καὶ μικρὲς ψυχές

Θὰ σᾶς βάλω στὴν κόλαση
τὴν καθεμιὰ καὶ σ’ ἕνα κύκλο.
Στὸν κύκλο τῆς λαγνείας
τῆς πλεονεξίας
τῆς φιλαργυρίας, τῆς σπατάλης
τοῦ δόλου, τῶν ὑποκριτῶν

Στὸν κύκλο τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς λήθης.
Στὸ βάραθρο τοῦ μηδενός

*

ΜΥΣ Ο ΑΓΡΟΔΙΑΙΤΟΣ

Τρέχει μὲ βήματα μικρά κι ἔπειτα
δίνει ἕνα σάλτο καὶ σκάει ἠχηρά
πάνω στὴν ὀροφή
Εἶναι ἀπολαυστικὸ τὸ καλοκαίρι
εἶναι ζεστὴ ἡ νύχτα αὐτή
μὰ ἀκόμη πιὸ γλυκιὰ ἡ ἴδια
ἡ ζωὴ ἀνάμεσα στὶς φωτεινὲς ροδακινιές
καὶ τὶς μελιτζανιές _ καὶ ὁ χορὸς
κάτω ἀπὸ τὴν σκεπή

Σείεται ἐρωτικὰ ἡ λεύκα στὴν νύχτα
καὶ σὰν ἀρχαῖος θεός
σταφύλια μασουλᾶς ἡδονικά
ὕστερα τὸ τρεχαλητό
ὁ σάλτος καὶ πάλι ἡ τούμπα:
Εἶσαι ὄντως ἕνας μερακλής
ἕνας γλεντζὲς νυκτόβιος μιᾶς τυφλῆς ζωῆς

ἀλλὰ πῶς θὲς νὰ κοιμηθῶ
μέσα σ’αὐτὴν τὴν ταραχή_
σὰν συλλογἰζομαι μάλιστα
τὴν μοίρα τῶν μερόπων θνητῶν
ἀθάνατε;

*

ΟΙ ΑΓΕΛΑΔΕΣ

Ὁ στόλος φωταγωγημένος
τῶν νησιῶν: Μύκονος Σύρα Ἡ πόλη
ἀπόμακρο κι ἀδιάφορο σκηνικὸ
τῆς ἀνερμάτιστης ζωῆς μας

Πύλη ἀπὸ δοκάρια πέτρες ποὺ θυμίζει
ράντζο Κάκτοι καμάρες μεξικανικές
Στοὺς τοίχους σχέδια τῶν Ἀζτέκων
Μουσικὲς ἐπιτυχίες μπλοὺζ σάμπα
ἀνακατωμένες μὲ φωνὲς ἑλληνικές
Πολύχρωμα ποτὰ μὲ παρδαλὰ ὀνόματα
ποὺ λαμποκοποῦν στὸ μισόφωτο

Πελώριες σκοτεινὲς ἀγελάδες
δίπλα ἀπὸ τὸν ἐξώστη
ἀπαξιοῦν νὰ μᾶς κοιτάξουν
στέκονται μὲς στὴν νύχτα ἀκίνητες
συλλογισμένες _ μὲ τὴν δική τους
ἀνώτερη σοφία

 

************

 

Ο Νίκος Αλιφέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε Μαθηματικά και Πολιτική Φιλοσοφία, στο Λονδίνο και το Παρίσι αντίστοιχα.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Άβυδος (Άγρα, 1994), Εκ του μετώπου και άλλα ποιήματα (Άγρα, 1998) και Προσωπογραφίες και άλλα ποιήματα (Άγρα, 2005).
Έχει μεταφράσει Φλωμπέρ (Γράμματα απ’ την Ελλάδα, ‘Αγρα 1984), Εουτζένιο Μοντάλε (Φινιστέρε και άλλα ποιήματα και Ημερολόγιο του 72, Άγρα 1995 και 2004 αντίστοιχα), καθώς και τις Φιλοσοφικές επιστολές του Βολταίρου (Αλεξάνδρεια, 1989). Επίσης το 2005 κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Άγρα, με επιλογή, εισαγωγή και μετάφρασή του, ο τόμος Περί ποιήσεως, που περιλαμβάνει δοκίμια των Μοντάλε, Ουγκαρέττι, Σάμπα και Κουαζίμοντο.

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Επιλογή Ποιημάτων

$
0
0

Tο ουράνιο τόξο

Χιόνια στη Μόσχα
και στην Αθήνα απρόβλεπτη ηλιοφάνεια.
Σποραδικές βροχές στην Πράγα
και στο Κάιρο αμμοθύελλες.
Στη Λευκωσία ασυνήθιστες για την εποχή
ψηλές θερμοκρασίες
τη νύχτα, αστροφεγγιά μουγγή
στη Βαγδάτη και σήμερα καιρός άστατος.
καταιγίδες, αστραπόβροντα κι οχλοβοή.
Τη νύχτα λαμπαδιάσματα και πρόσωπα ακροπενθή.
Με έξυπνους ακρωτηριασμούς γιατρεύονται οι ακροπαραισθησίες.
Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε.
Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του
μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής.

Εγχειρίδιο καλλιεργητή

Αλλο πρόσωπο είχες το πρωί
τι είδους μαχαιριά σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
ήταν ίσως αναμενόμενο να στρέφονταν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ο,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές ξεθυμασμένες αχτίδες στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα τον συμβιβασμό μιας μυστικής ανθοφορίας
κι αναπόφευκτα έπρεπε κάποια στιγμή να μαραθώ
όπως είχα υποσχεθεί στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο που αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι να δείχνεις μεγαλύτερο σεβασμό στην ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουν τα δέντρα να πεθάνουν.

Στην τέχνη του ζωή

Ο γνωστός ζωγράφος
εκθέτει στη γωνιακή γκαλερί
για τελευταία ίσως φορά.
Στο βλέμμα του αυτοκτονούσε
η ορμητική νεότητα
κι οι νύχτες του
έμπλεες λιωμένο ήλιο
που έκαιε παραπλήσιες εξόδους
και απλωνόταν σαν βούτυρο
σε δυό φέτες σώματα.
Το χώρο και ιδίως τον χρόνο
δεν τον κατάγαυσε
σπίθες μονάχα εδώ κι εκεί
από μια φωτιά που δεν απλώθηκε
κι εκλάμψεις που γρήγορα ξεχνιούνταν.
Μέσα του όμως παρακαλούσε:
Το τοπίο να ζωντανέψει
τα ροδάκινα να αρχίσουν να χορεύουν
τα παιδιά του 1930 να γεράσουν
ο γάιδαρος να γκαρίσει
να σπάσει η στάμνα
και το νερό της κόρης
να χυθεί στα πόδια του
ο αγέρας να φυσήξει
και τα σύννεφα πάνω από το χωριό
να φέρουν βροχή,
αληθινή βροχή
στον ένζωο πίνακα.

Είδη πρώτης ανάγκης

Πήρα δυό κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τζέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Εφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα

Περιφλεγής θνησιμότητα

“Aπό που αντλείς τόση καλοσύνη;” τον ρώτησε
“Aπό τον εναπομείναντα χρόνο μου.
Kάθε φορά που κάνω κάτι καλό
αφαιρώ από την διάρκεια μου.
H καλοσύνη είναι μια σύντμηση”.
“ Kαι τι κερδίζεις σε αντάλλαγμα;”
“ Kερδίζω στην συμπύκνωση.
Aισθάνομαι να προσεγγίζω τις διαστάσεις μου,
εκτείνομαι αφήνοντας πίσω προηγούμενα όρια
σαν τη φωτιά που απλώνεται και δυναμώνει
λιώνοντας την άχρηστη ύλη
η οποία καίγεται συστρεφόμενη”.
“Kι εγώ που έχω αμέτρητο χρόνο μπροστά μου
κάτοχος μιας θριαμβικής αθανασίας
θα μπορούσα να γίνω καλύτερος από σένα
μια αιωνιότητα καλοσύνης
είναι τόσο εύκολο”, είπε με βεβαιότητα.
O άλλος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
Tου ήταν αδύνατο - σκέφτηκε - να καταλάβει
τη σημασία της περιφλεγούς θνησιμότητας.

Oι βάρβαροι

Mε ξένα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον
στο πρόσωπο μας
η αφή ενός άγνωστου δέρματος.
Aγαπημένα πράγματα
στη δίνη του χρόνου.
O καθρέφτης φτύνει
σκουριασμένα χαμόγελα.
Aσύλληπτοι κραδασμοί
ηχούν από παντού
φωνές άλλων εποχών.
Aπό την απέναντι λεωφόρο
οι βάρβαροι
που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά
με διαφημιστικές πινακίδες
τώρα θριαμβεύουν.

Oι νεκροί και τα πράγματα

Πεθαίνει.
Στις εφημερίδες διαβάζουμε
τον πολυαγαπημένο μας κηδεύουμε σήμερα.
Tα προσωπικά του αντικείμενα
ακούν τους οδυρμούς των γυναικών
υπομένοντας την προσωρινότητά τους.
Tου θανάτου η κίνηση
διογκώνει την ακινησία των πραγμάτων.
H οδοντόβουρτσα, οι κάλτσες, τα παπούτσια,
τα πουκάμισα, το ρολόι, κάτι σημειώσεις
που υπόκεινταν σε αναθεώρηση.
Στην εβδομάδα τα μαζεύουν.
Tα καίνε οι αχρείοι ή τα ρίχνουν στα σκουπίδια.
Συνήθως κάτι μένει πίσω
το βρίσκει η χήρα
ύστερα από χρόνια.
Kλαίει από πάνω του
και το φυλάει.

Παριζιάνικη οφθαλμαπάτη

Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περιέργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

O δρόμος του πάθους

Για να φτάσουμε στο αμοιβαίο πάθος
πρέπει να διανύσουμε άγνωστη διαδρομή,
απτόητοι στις ανατροπές
ακλόνητοι στις ύπουλες οσμές
καχύποπτοι σε επισφαλή δελτία καιρού
στα ψέματα που τα κορμιά μας θα μας πουν
μες στην αυθύπαρκτή του αυτοτέλεια.
Προσηλωμένοι οφείλουμε να παραμείνουμε
στον τελικό σκοπό
επιστρατεύοντας αν χρειαστεί
εφεδρικές δόσεις τρυφερότητας
αποτινάσσοντας τις ολικές φθορές
σβήνοντας της μνήμης τα κατάγματα
τις πρόχειρες επανασυγκολλήσεις.
Mε βλέμμα περιπλανώμενου σε ενυδρείο
να εξακοντιστούμε - σαν βολίδες από χορταριασμένο τάφο-
ένδοξα στο απόγειο,
στη διακεκαυμένη ζώνη
ικετεύοντας για λίγο φρέσκο αέρα.

Περί ελπίδων ο λόγος

Mπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Iούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο -έστω-
να μην Tον αρνηθεί.

Oι θήκες των βιολιών

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.

Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.

Oι βιολιστές θα’ πρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

Παρακμή

Πάνω στο έπιπλο, τα παλιά μαύρα παπούτσια σου.
Στον καιρό μας τα πράγματα φαίνεται
να έχουν χάσει τη σημασία τους,
έτσι που μπαίνει το άσπρο φάντασμα
απ’ το παράθυρο
τα φοράει κι εξαφανίζεται
δίχως να νοιάζεται για το χρόνο
και το χώρο του ονείρου.

Kακοπετριά

Eστιατόρια χαμένα μεσ’ τα δέντρα.
Για να μπεις και να καθίσεις πρέπει να περάσεις
μέσα απ’ τις φωλιές των πουλιών.
Mικρά ξενοδοχεία ψάχνουν για ισορροπία
πάνω στους ανηφορικούς δρόμους,
σπίτια διάσπαρτα εδώ κι εκεί,
γαντζωμένα στις πλαγιές των λόφων,
μέσα απ’ την απλότητα τους
ξεμυτίζουν παιδικά προσωπάκια.

Tι θα γίνει λοιπόν
αν αποσύρω το τοπίο
από τα όρια του παραθύρου,
αν το πάρω μαζί μου
σαν μια μεγάλη ζωντανή ανάμνηση;
Θα συνεχίσει να ακούγεται το κελάρυσμα του νερού
από απέναντι;
Tο βουνό θα μείνει ακίνητο;

Tελική κρίση

Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση.
Nα προσθέσω επιτέλους στις λέξεις
το αληθινό τους νόημα.
Nα μπορέσω να μεταφέρω τη σιωπή
που υπάρχει εντός μου σε όλο της το μεγαλείο
μπρος σε δυο απροκατάληπτα μάτια.
Nα γυμνωθώ και να κοιτάζω κι εγώ
με το εκ γενετής ηλίθιο βλέμμα μου.

Ύστερα να περιμένω ν’ ακούσω
το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,
ή το φτερούγισμα του περιστεριού
μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος.

Mύθος 2

Έκλεισε τα μάτια και σφύριξε
από μια παρόρμηση που γεννήθηκε
μέσα στον κόρφο της απόλυτης σιωπής.
Ήτανε άνοιξη,
τριγύρω το δάσος μύριζε φρέσκια πρασινάδα -
καταυλισμός και καταφύγιο.

Όπου κι αν άπλωνε τα χέρια του
άγγιζε μια ζωή έξω απ’ τη δική του.

Tότε αυτή κατέβηκε απ’ το φεγγάρι
κι ακολουθώντας τη μακρινή γραμμή του σφυρίγματος
αποκοιμήθηκε στα χείλη του.

Mεταλλαγή

Tης φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.

Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε η στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Eκείνη δάκρυσε.

Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.

Aυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νοιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.

Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα), «Κατάσταση Πολιορκίας» , α’ έκδοση, εκδ. Ολκός 1974

$
0
0

 

*

Το έργο παρουσιάζεται σήμερα στο Ηρώδειο σε ενορχήστρωση Θάνου Μικρούτσικου. Ερμηνεύουν η Μαρία Φαραντούρη και ο Κώστας Θωμαίδης.

Περισσότερα για την ιστορία του έργου εδώ: http://www.musicpaper.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2166&catid=38&Itemid=23

 

 Ι

 

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,

ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου

και θα ‘χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,

σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.

Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,

στα ισοπεδωμένα τοπία,

στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,

στις σπαταλημένες ματιές,

να βρω ξανά το πρόσωπό σου,την καρδιά μου γυρεύοντας

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,

που ήταν κάποτε δική μας,

που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει

μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων

των νεκρών εικόνων

όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια

της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν -πόσον καιρό;

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,

τις σεληνιακές σου διαλείψεις,

τ’ αστρικά σου πηδήματα.

Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,

την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,

μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,

μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου

και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;

Εφτάπυλο το χάος,

στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.

Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.

Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.

Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.

Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;

Η φωνή σου πού;

Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;

Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς

που σημαδεύει -έφηβο κιόλας το παιδί

η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου

άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα

η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,

ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,

μ’ αφύσικα τινάγματα

η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ

Και γύρω μου παντού,

καταμεσίς

κατάστηθα,

στο χάος, στην καρδιά μου,

αιμόσυρτες οι τροχιές

από την αθωότητα στο φόνο,

κι απ’ το φόνο στην τύψη,

στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.

Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια

τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,

τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα

κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.

Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.

Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.

Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,

οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.

Η δίχως νόημα θυσία,

η πολιορκία,

η απουσία

το τσιγάρο του φρουρού.

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,

κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα

ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες

κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,

που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,

σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,

το φόβο,

το βήμα του φρουρού,

τις νύχτες χωρίς εσένα

που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού

που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,

τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,

απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.

Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει

στο κινούμενο σκοτάδι

όπως κι εμένα,

όπως και τον αγώνα,

που θα ‘ταν δύσκολος, αλλά ωραίος

κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,

Χωρίς εσένα, πώς;

Σαν την πρώτη μοναξιά,

που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί

το σώμα μου θα διαλυθεί

τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,

πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,

το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,

γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,

τα κύτταρά μου,ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους

με την ηλικία της οδύνης,

με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.

Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.

Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,

κι όταν θα ‘ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση

«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,

παρεξηγώντας τον θάνατό μου.

Και μόνο εσύ θα ξέρεις

μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,

το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,

τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα

την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,

τα ελληνικά αινίγματα

-τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα -

και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,

πού χάθηκε το κορμί μου,

τι έγιν’η φωνή μου,

τι η αγρύπνια μου,

τι ήχους έχει ο φόβος

κι η απόγνωση τι πρόσωπα.

«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις

εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

 

 

ΙΙ

 

Μακριά, πολύ μακριά,

ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα

-ίσως- τα φώτα, που μας έκλεψαν

της πολιτείας που μας έκλεψαν

κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα

και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.

Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,

ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.

Κάποτε όλα θα μαθευτούνε

που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης

-τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» -

και θα ξανάρθουνε τα χρώματα

ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,

των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,

να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,

να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.

Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα

θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,

θα είσαι μακριά

τότε εγώ δε θα υπάρχω.

 

 

III

 

Χρόνος παραμορφώθηκε,

Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.

Ξέρεις πού θα με βρεις,

Εγώ ο Φόβος.

Εγώ ο θάνατος.

Εγώ η μνήμη, ανήμερη.

Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,

εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.

Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.

Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,

ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν

ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.

Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.

Όμως θαρρώ, οι μόνοι που -ίσως -καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,

πλούσια απ’ την κληρονομιά μας

πρώτη φορά, τα παιδιά

σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,

θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα

τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών

διορθώνοντας τα λάθη,

σβήνοντας τα ψέματα,

ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,

χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας

σημαδεμένα από την αστραπή

τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης

που σε μας άργησε τόσο πολύ να ‘ρθει.

>

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα

στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου

κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω

βγαίνει τ’ όνομά σου

όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,

με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν

τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,

της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,

κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,

με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν

τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου

ίσως τότε θα ‘χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο

ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,

στο σταυροδρόμι του κόσμου,

μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,

ίσως τότε τα παιδιά σου,

μαζί μ’ όλα τα παιδιά,

να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή

μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα ‘χει μείνει τίποτ’ από μένα

ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω

ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου

ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,

μα θα ‘χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου

θα ‘χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,

ως την άλλη όχθη

και το κορμί μου -ίσως- νεκρό

μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται

με γύρω του τη θύμησή σου

και τη λιόλουστη ζωή.

 

*************

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Τη μουσική συνάντηση του Θάνου Μικρούτσικου με την Μαρία Φαραντούρη θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το αθηναϊκό κοινό την Τετάρτη 29 Αυγούστου, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.

Ο Έλληνας συνθέτης και η σπουδαία ερμηνεύτρια θα συναντηθούν μουσικά, καθώς αυτή η συνεργασία ήταν όνειρο και των δύο από την αρχή σχεδόν της σταδιοδρομίας τους να συνυπάρξουν πάνω στη σκηνή.

Από την εποχή, δηλαδή, που η Μ.Φαραντούρη διέγραφε τη λαμπρή της μουσική σταδιοδρομία, σαν μούσα του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, συνεργαζόταν με ξένους μουσικούς, όπως ο Τζον Ουίλλιαμς και ο Ζουλφί Λιβανελί, και τραγουδούσε με τις σπουδαιότερες ορχήστρες στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος, την ίδια ακριβώς εποχή, έγραφε μουσική για θέατρα στην Ευρώπη και συμμετείχε στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ.

Στη συναυλία η Μαρία Φαραντούρη θα ερμηνεύσει τραγούδια του Θάνου και ο Θάνος Μικρούτσικος θα παίξει για εκείνη στο πιάνο τραγούδια του Χατζιδάκι, του Kurt Weill, του Lucio Dalla και φυσικά του Μίκη Θεοδωράκη.
 
Κορυφαία στιγμή της βραδιάς θα είναι σίγουρα η παρουσίαση του κύκλου τραγουδιών «Κατάσταση Πολιορκίας», που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη.
 
Ο Θάνος Μικρούτσικος υποστηρίζει ότι το έργο αυτό (σε ποίηση Ρένας Χατζηδάκη), αποτελεί ένα ποιητικό χείμαρρο πολιτικής και ερωτικής εξομολόγησης – ένα ντοκουμέντο – και ταυτόχρονα έργο υψηλής αισθητικής και διανόησης. Είναι ένα οριακό έργο του Μίκη, μία ασταμάτητη μελωδία – ποταμός.
 
Η Μαρία Φαραντούρη που η φωνή της ταυτίστηκε με αυτό το έργο (ως πρώτη ερμηνεύτριά του) πιστεύει ότι αξίζει ένας μεγάλος έπαινος στον Θάνο Μικρούτσικο για τη θαυμάσια, εντελώς νέα ενορχήστρωση του έργου που το Αθηναϊκό κοινό θα απολαύσει στις 29 Αυγούστου.
 
Ο Μικρούτσικος το έχει ενορχηστρώσει για δύο φωνές, δύο πιάνα, πνευστά και επτά εκτελεστές κρουστών. Εκτός από τον Θάνο και την Μαρία, στη σκηνή θα βρεθούν μαζί τους ο Κώστας Θωμαΐδης, μόνιμος συμπαραστάτης του Μικρούτσικου στις παρουσιάσεις των πιο δύσκολων έργων του, η Άννα Λινάρδου, η νεότερη τραγουδίστρια με την οποία συνεργάζεται ο συνθέτης, καθώς και σολίστ από τους σημαντικότερους που διαθέτει η χώρα μας: ο Θύμιος Παπαδόπουλος (πνευστά), ο Θοδωρής Οικονόμου (πιάνο) και ο Νίκος Τουλιάτος (κρουστά).
 
Ιnfo: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Τετάρτη 29 Αυγούστου στις 9.00μ.μ.
 Πώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr τηλ.210.7234567
 Παραγωγή: Cricos production
 (συμπαραγωγός: Sui Generis Music/Θέατρο Ακροπόλ)

Χρύσα Αλεξίου, Οκτώ Ποιήματα

$
0
0

*

Πάλι βρέχει
αιώνες τώρα,
στέλνει απουσίες
να γλύψουνε το χώμα,
να μοσχομυρίσει
η γυαλάδα τ΄ουρανού.
Βγήκα στο δρόμο
όρθιος λυγμός
να με προσέξεις,
μα εσύ με κέρασες
τις μνήμες :
μια σταγόνα ο έρωτας ,
μια κι ο θάνατος ,
που μοιάζει αδελφός ,
μια και η ελπίδα ,
που ξέχασε να με γυρέψει ,
μια σταγόνα έγινα κι εγώ
κι έτσι με νίκησες.
Ήθελα απλώς να σε φιλήσω
να γίνω θέμα
στο νερό ….

*

Πώς να σηκώσω αυτό
το βάρος-
όλη τη γή
πάνω στο στήθος
να κρέμεται.
Η εικόνα μιας ζωής
σε πάλη,
καταγραφή
της ωραιότητας.
Μιας αγωνίας
να τρέξουμε
τον κόσμο μας
ωσάν αθάνατοι ….
Έτσι προχώρησε
το θαύμα
με τολμηρούς
να αστειεύονται
στη λύπη …

*

Περιμένω
δεν ξέρω τι,
ν΄αλλάξουν τα σύνορα
του χθές ,
να βρώ καινούργια
πατρίδα ,
να ασπαστώ
μια καθαρή θάλασσα ,
να μισήσω
μια ασήμαντη ζωή
που με θεριεύει .
Ισως
μιά ιδέα
της ανθρωπότητας
που να χωράει
το μάταιο θόρυβο
της ύπαρξης.
Να΄ναι ο έρωτας
μονάχα αυτός
ησυχαστήριο
του γελοίου
σκέφτηκα
και έκλεισα την πόρτα.

*

Zώ κι εγώ
σ΄ αυτή την πόλη
πάει καιρός
κυκλοφορώ
διάφανη
κανείς δεν βλέπει
τη γεωμετρία
μιάς σχεδίας.
Κάθε πρωί
ανασηκώνω
το θρίαμβο
να υπάρχεις
μετά απο
τόσες δολοφονίες
ιδεών.
Αόρατη
σχεδιάζω τον κόσμο
που θα ζήσω
χωρίς νεκρούς
ηγέτες.

*

Αφήνω
την πόρτα ανοιχτή
να μπαίνει λίγο λίγο
φεγγαράδα.

Συνήθως ψάχνει
την καρδιά
να πελαγοδρομήσει.
Της βάζω δύσκολα
πρώτα της δίνω το βλέμμα
της βροχής,
μετά τακτοποιεί
τη μοναξιά
κάτω απ΄το δέρμα.

Μα ένα βράδυ
ενώθηκα μαζίτης …

Μοιάζουμε
με ξεχασμένο χάραμα
απο τότε
βαρυποινίτες.

*

Κι όταν πεθάνουμε
δεν θα΄χει άλλο πόνο
δεν θα΄ χει και μολύβι
να σου γράψω όνειρα.
Θα κλαίς σε άδεια χέρια
και την ελπίδα θα ξεράνεις
σε παλιό ανθοδοχείο.
Θα αγαπάς το χώμα
έτσι καρτερικά
θα το φιλάς και μια σιωπή
θα είναι το φαί σου.
Σφίξε με πάνω σου.
Μια σφαίρα είμαι
στο στόμα σου καιρό,
όρκος στις πλάτες σου.
Μη σταματάς-ο χρόνος
δεν ζεί στον έρωτα
τον καταπίνει η παραίσθηση.

*

Ακούγοντας στράους
ξεπλένω την αυλή
και με θυμάρι
νιώθω τη νύχτα
να παραμιλά
στην ησυχία μου
κάθεται πανσέληνος
νομίζει πώς θα λιώσω
τα φωνήεντα
πόσο φεγγάρι να βάλεις
στο χαρτί
ασήμαντος θα παραμείνεις
μισό φανάρι είσαι και συ

*

Μη σταματάς να υπάρχεις
έστω σαν όμικρον
μια μολυβιά στο σύμπαν
ανάσα που σε χρέωσα
με έρωτα
Μη σταματάς να υπάρχεις
είσαι ο λόγος που ζούν
οι ορχιδέες στον ύπνο
αυτός που με στεφάνωσε
στο όνειρο
απών
Σε λογαριάζω στα χαμένα
χρόνια και δεν μεγαλώνω
πιά


Σπάνιο Χειρόγραφο του Κώστα Μίχου (Ντοκουμέντο ΠΟΙΕΙΝ)

$
0
0

(Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)

[Από το προσωπικό αρχείο του Μάνου Ελευθερίου]

 

Κώστας Μίχος, «644 Τ.Τ.Π.- Αύγουστος ‘62 ( παρά την Ελληνο- Γοιυγκ. μεθόριον)»

( Του Γιώργου Τσιρόγκα)

Το τραίνο των 12, το AUSTRIA’ EXPRESS θαρρώ,
σφύριζε… μιά, δυό, τρεις, ίσως τέσσαρες φορές μέσα στη νύχτα…
όταν έμπαινε στο θάλαμο ο “Γραφεύς της ημερισίας Διαταγής”
-Σέρνοντας μιαν απορία…
κάτι…
σαν αποτυχημένο “Επ’ ώμου”
ή τραγούδι.

Ο ” Γραφεύς της Ημερισίας Διαταγής”
με τα βαρειά βλέφαρα
και τα εικοσιτρία χρόνια.
Με το πακέτο των τσιγάρων στο χέρι
…σαν πρόφαση
ή αιτιολογικό αιτήσεως.

Ο Γραφεύς της Ημερισίας Διαταγής
με παγωμένο το χαμόγελο στα χείλη,
και το πεντακάθαρο,
το “αστράπτον”, το “τέλειον” όπλο,
(όπως έλεγε ο λοχαγός…)
-Σαρκαστικό προσωπείο στην αδιακρισία μας-

…( Κείνη την εποχή η μανία του Βαρδάρη έδιωχνε τα σύννεφα.
Κι ήταν ακόμη Αύγουστος μήνας…)

(… Ο Αύγουστος του Γραφέα της Ημερισίας Διαταγής
έλεγαν οι φιλολογίζοντες του 644 Τ. Τ. Π.)

(Από τη συλλογή «Κβάντα και Αβαρή Ρευστά» Θεσαλονίκη 1969, 199 αντίτυπα εκτός εμπορίου, πηγή: http://giorgosmixos.blogspot.gr/2009/08/blog-post_6947.html)

 

***

 

Μάνος Ελευθερίου, «Κώστας Μίχος (1938-1974)»

Κώστα Μίχο γιατί κρύβεις τ’ όνομά σου;
Στα καφενεία που συχνάζεις δεν κατοικούν οι παντοκράτορες
Κώστας Καρυωτάκης γράφει κι η ταυτότητά σου,
πρίγκηπας επάγγελμα, πρίγκηπας για τη γενιά σου.
Παραμονεύουν οι φασίστες με τους ψευδομάρτυρες.

Κώστα Μίχο, σε ποιόν κρύβεις τ’ όνομά σου;
Μες στα ένδοξα Παρίσια δεν κερδίζεις τον παράδεισο.
Τη ξυραφιά του Ρεμπώ τη σκεπάζουν τα μαλλιά σου,
δεν φτάνουν όλα τα νερά της γης να πλύνουν το άγαλμά σου,
μια νεκροψία,-κι ύστερα το γαλανό πουκάμισο.

Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ΄όνομά σου.
Ένα κλαδάκι ουρανός ήταν μονάχα ο κλήρος σου.
Στις λοταρίες των ποιητών μια βρύση έλαχε στη μοιρασιά σου.
Της ζητιανιάς η φιλία ισορροπεί τη ζυγαριά σου,
στιχάκια ψίχουλα, μετάληψη και μύρο σου.
Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ’ όνομά σου.

 

****

Ο Κώστας Μίχος (Μιχαλόπουλος) γεννήθηκε το 1938 και αυτοκτόνησε το 1974. Εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δυο θεατρικά μονόπρακτα ανέβασε η Μαριέττα Ριάλδη με το θιάσό της.

η κ. Καίτη Ντάλη στο “Χαμάμ” με τον Γιάννη Βαρβέρη και το πΟιειν

$
0
0

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙΤΗ ΝΤΑΛΗ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
σ’ ένα βιντεάκι του Φώτη Παπαδόπουλου (άνοιξη του 2010)

8EuX0h5N2o0

Isaac Rosenberg (1890-1918) [o Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #8]

$
0
0

(Ατομικό του πορτρέτο, έργο του ιδίου, 1915)

 

Ο Ισαάκ Ρόζενμπεργκ, Εβραίος από το Μπρίστολ, που ξεκίνησε να σπουδάζει ζωγραφική, δεν είχε πάντα την αναγνώριση που πράγματι του άξιζε. Η συνηθισμένη γνώμη ήταν «πιο φέρελπις από επίτευγμα». Τα Άπαντά του (Collected Works, 1949) φανερώνουν το άδικο αυτής της γνώμης. Έδειχναν συγκατάβαση για την ατελή μόρφωσή του, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν σκίαζε την μεγαλοφυία του, όσο η τέλεια μόρφωση δεν φώτιζε άλλους φιλόδοξους ποιητές. Γενικά οι κριτικοί δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν ότι τα ποιήματά του, όχι μόνο δεν είναι «ημιτελή» αλλά πρωτότυπα - και δεν μπόρεσαν ν’ αναγνωρίσουν τον ιουδαϊσμό που υποβόσκει σε όλα του τα γραπτά. Εκτός από τον Τσαρλς Χάμιλτον Σόρλυ (που δεν ήταν ακόμη είκοσι ένα ετών όταν πέθανε), ο Ρόζενμπεργκ ήταν ο πιο χαρισματικός ποιητής από τους πεσόντες στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και βέβαια ήταν ο πόλεμος που τράβηξε την ποίηση από μέσα του (υπέφερε πολύ στο μέτωπο, καθώς δεν ήταν καλά στην υγεία του: μάλιστα, δεν ήταν ικανός να υπηρετήσει), αυτό δεν ήταν ένας αποφασιστικός παράγων.

Υπάρχει μια περιπλοκή στην ποίηση του Ρόζενμπεργκ που απουσιάζει από αυτή των άλλων συγχρόνων του. Ο ποιητής Σίγκφριντ Σασούν (1886-1967) το έβλεπε ως συγχώνευση του Βρετανικού και Εβραϊκού πολιτισμού.

 Η «έκφραση» επεξηγεί την ένταση της ποιητικής αντίληψης του Ρόζενμπεργκ, και το θάρρος του να μη περιορίζει τη σύνθετη έννοια του τι προσπαθεί να πει:

 

 

Φώναξε, φώναξε, και μωλώπισε τον αέρα:
Θρυμμάτισε το βωβό διάστημα!
Ναι! Θα τινάξουμε παντού
αυτό το πάθος.
Μην αφήνοντας τόπο

Για το θαυμάσιο και σοβαρό
Μεγαλόπρεπο πλήθος,
Τις έγκυες βασίλισσες της ησυχίας
που αψηφούν
Και πλαισιώνουν το τραγούδι

του θαυμασμού μας για το φως
(το σπίτι που έχουμε νοικιάσει για όλη μας τη ζωή),
που χαιρετίζει τους συγκατοίκους μας.
Και δυναμικά
Το τραγούδι μας θα τριγυρίζει

Τη ζέστη της ζωής, ανθοφόρος φωτιά
Ανοιγμένη λαμπερά από τη σκέψη,
Ενώ λάμπει και σιγά-σιγά σβήνει η άπειρη
λαχτάρα,
Μηδενική φαντασίωση.

Μπορείς να το πιάσεις αυτό και να το βάλεις σε κλουβί;
Των αετών τα φτερά μπορεί
να τα ψαλιδίσεις, να μετρήσεις τη φανταχτερή διάμετρο
του ήλιου
Αλλά καμιά αίσθηση δεν βυθίζεται

Στο μυστήριο της αίσθησης.
Το ταραγμένο πλήθος
Λέξεων ξεσπούν σα σβησμένη
φωτιά μέσα σε πυκνή
Αδικία που σιγοκαίει.

 

Το «χιούμορ» (με την μεταφυσική έννοια) αυτού του ποιήματος πετυχαίνει: εδώ -σ’ ένα ποίημα που γράφτηκε το 1914 ή 1915, πριν καταταγεί ο Ρόζενμπεργκ - έχουμε «μοντέρνα» γραφή που προκύπτει από το πουθενά. Η άποψη του Ρόζενμπεργκ για τον πόλεμο που τον εξολόθρευσε ήταν περιέργως αντικειμενική και περιεκτική.

 
Ο Ρόζενμπεργκ είναι «μοντέρνος» όσο ο Έλιοτ -αλλά έχει μεγαλύτερη πείρα και περισσότερα να πει. Το ότι παραμένει στην αφάνεια είναι παράξενο. Ο κύριος λόγος μπορεί να είναι οι δυσκολίες που εμφανίζουν τα ποιήματά του. Είναι μοναδικός στην Αγγλική γλώσσα, καθόσον κάνει κάθε προσπάθεια να μετατρέψει τα ποιήματά του σε αληθινά πράγματα, ξόρκια - συχνότατα αυτή η διαφοροποίηση έχει απορριφθεί ως «ανωριμότητα». Ωστόσο, για τον πρώην ζωγράφο Ρόζενμπεργκ (πάντως το 1915 αποφάσισε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με την ποίηση, όταν έμενε με μια παντρεμένη αδελφή του στο Κέϊπ Τάουν της Νότιας Αφρικής) οι λέξεις είχαν μια μαγική αξία: υπήρχαν γι’ αυτόν, όπως για κάποιους Ισπανόφωνους λογοτέχνες, σα πραγματικά μυστηριώδης διπλοτυπία των πραγμάτων ή ιδιότητες που εμφαίνουν.

Η ποίηση του Ρόζενμπεργκ χρειάζεται απλώς μεγαλύτερη προσοχή για να γίνει ευρύτερα γνωστή ως η πιο σημαντική που προέρχεται από οποιονδήποτε στρατιώτη ποιητή του εικοστού αιώνα. Ουδείς άλλος σύγχρονος αγγλόφωνος ποιητής είχε μεγαλύτερες δυνατότητες.

 

**************

 

 

 

 

 

 

Μαρία Τσιράκου, «εΠΙστροφή από την ΑΠόσταση», Μανδραγόρας, 2012

$
0
0

 

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ

Ενοικιάζεται
ένα μέτρο και εβδομήντα δύο εκατοστά
Σώμα.
Απόπειρες συνουσίας, πολλές.
Απόπειρες έρωτα, μετρημένες.
Απόπειρες αυτοκτονίας, μια.

Σε περίοδο κρίσης ενοικιάζεται,
έφτασε πια τη μέση ηλικία
με μόνη κατάχρηση αυτή
των αισθήσεων, κυρίως, της όρασης.

Ενοικιάζεται. Δεν πωλείται,
αφού η κάτοχός του επιστρέφει, κάθε που
ο άνθρωπος νυχτώνει δίχως φως.

Πληροφορίες εντός.

 

 

 

*

ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Μιλάω για σένα
σαν ένα ελάχιστο του χρόνου
που υπήρξε

Μιλάω για σένα
σαν μια μετάφραση
του ανώφελου της συγκίνησης

Σαν ένα χαμόγελο,
που δεν πρόλαβε στα μάτια να φτάσει
_όχι γιατί η χαρά ήταν λίγη_
σαν ένα δάκρυ,
που δεν πρόλαβε από τα μάτια να κυλήσει
_όχι γιατί ο πόνος δεν ήταν πολύς_
αλλά γιατί δεν ήσουν
ούτε χαρά, ούτε πόνος
σαν ένα «ίσως»
μιας κάποιας πιθανότητας.

Μιλάω για σένα
που έμεινες λίγο στο πολύ
μιας ανάμνησης,
_σε ενεστώτα χρόνο_
που το τυχαίο δε μας άφησε
να ζήσουμε,
_σε παρελθόντα χρόνο_

Μιλάω για σένα
χωρίς να ξέρω
αν,
κάπου,
υπάρχεις
ακόμα (;)
μιλάω για σένα.

 

 

*

ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΕΓΩ

Δεν είδα εγώ,
το κρεμασμένο από τα συρματοπλέγματα σώμα.
Το λιμάνι μου, ήταν η φυγή του.

Δεν είδα εγώ,
το παιδί που έψαχνε στους κάδους
το μισοφαγωμένο τοστ.
Τα σκουπίδια μου, ήταν η τροφή του.

Δεν είδα εγώ,
φωτιά από εφημερίδες
να ζεσταίνει σαθρά υπόγεια.
Το εφήμερο νέο μου, για να περάσει η νύχτα.

Ούτε είδα πώς μεταναστεύει το όνειρο.
Φοβήθηκα μη χάσω την αρχή του στα χέρια
που ζητούσαν το ευρώ.
Την αγωνία για επιβίωση δεν είδα.
Εμείς γεννιόμαστε δυτικά
η ανάγκη μας είναι προϊόντα.

Δεν είδα εγώ,
λαθραία ζω εδώ
ο τόπος, μοιάζει πέρασμα.

*

ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΑΙ, ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΡΑ

Τσεκάρω το χρόνο.
Σαράντα και, σαράντα παρά.
Παραμιλώ στοιχηματίζοντας με το φως,
σχηματίζοντας (σ) τα στενά
του κορμιού σου χωρίσματα…

Μην κοιτάξεις πίσω
στο απολιθωμένο δάσος
της ηδονής σου τα απόνερα
σκιές νωθρές απόγευμα,
δεν είναι τα χέρια που θα σε ντύσουν
δεν είναι τα μάτια που θα σε γδύσουν
δεν είναι ο τόπος σου_ εκεί.
Μην κοιτάζεις πίσω.

(στου γραφείου την άκρη
ρουφώ το στεναγμό μιας
συρραφής από φωτογραφίες)

Είμαι στο ύψος της διχασμένης σου συνείδησης
η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι,
σαν καιρικό φαινόμενο που κάθε φορά
κοιτάς και είναι αλλιώς και σε ξαφνιάζει,
ο άνεμος που ανοίγει το χαμόγελό σου
είμαι, ο τόπος σου_ εγώ.

(στου γραφείου την άκρη
ρουφώ το στεναγμό μιας
συρραφής από φωτογραφίες)

… (μου) αρκεί μια σελίδα σου
να τελειώσει το άλμπουμ
(σου) αρκεί μια σκέψη μου
να ενώνει το βλέμμα
στου χρόνου τον τόπο.

Σαράντα και, της ζωής σου εγρήγορση
σαράντα παρά, του ονείρου μου αλήθεια.

*

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Στο λιμάνι,
με τ’ ασάλευτα πλοία
ένας κόσμος δύσκολος
και η ευτυχία μια λέξη
μπαλονάκι στον αφρό
στο λιμάνι
ρύποι ζωής που επιπλέουν

στο λιμάνι,
που τον ορίζοντα συνθέτουν οι γερανοί
μια σθεναρή αγκύλωση μνήμης
για το χρόνο που κάθισε στα σκαλάκια
και ένα σαξόφωνο που κάνει φάλτσο
στην κυκλοφορία του ετοιμόρροπου σήμερα
τέλη Οκτώβρη.

Ζήσης Αϊναλής, «Η Σιωπή της Σίβας» [κρίνει ο Κώστας Τσιαχρής]

$
0
0

 

Δημιουργός που βιώνει απόλυτα τον παλμό της εποχής του , ο Ζήσης Αϊναλής ακολουθεί έναν καινούργιο δρόμο ,όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, στη δημοσίευση της ποιητικής δημιουργίας , παρακάμπτοντας τους εκδοτικούς οίκους και τους άλλους διαμεσολαβητές ,και προσφέροντας ο ίδιος τη δουλειά του μέσω του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού ΒΑΚΧΙΚΟΝ . Αν και έχουν προηγηθεί κι άλλες παρόμοιες προσπάθειες , η συγκεκριμένη ηλεκτρονική έκδοση , γέννημα ενός από τους καλύτερους νέους Έλληνες ποιητές και κριτικούς της λογοτεχνίας , καταγγέλλει συνειδητά και μεγαλόφωνα τη χειραγώγηση και την οικονομική εκμετάλλευση της τέχνης από τους διαθέτοντες τα μέσα για τη δημοσιοποίηση και την προώθησή της , και προτείνει ως διέξοδο την απευθείας επαφή του δημιουργού με το κοινό μέσα από την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μέσων πληροφόρησης , χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει και τις αρνητικές όψεις του εγχειρήματος [απουσία μηχανισμών προβολής , δωρεάν διάθεση του έργου ,αναγνωστικό κοινό που αντιμετωπίζει ακόμη με δυσπιστία εγχειρήματα αυτού του είδους ]. Παρά τις δυσκολίες αυτές ο Ζήσης Αϊναλής , όντας αντισυμβατική καλλιτεχνική φιγούρα , τολμά , και η δουλειά του είναι από εκείνες που επιβεβαιώνουν το φανέρωμα μιας νέας ποιητικής γενιάς , της οποίας χαρακτηριστικά είναι η εσωτερικότητα , η αναζήτηση ενός προσανατολισμού μέσα σε μία απόλυτη ιδεολογική σύγχυση , η αγωνία για την εύρεση μιας διεξόδου , η αναγωγή του καθημερινού βιώματος σε αισθητικό γεγονός , η απενοχοποίηση του χυδαίου ,η πλήρης απελευθέρωση των εκφραστικών τρόπων ή και η αναδιάταξη εκείνων της παραδοσιακής στιχουργίας ώστε να ανταποκρίνονται στις αλλαγές των καιρών , οι επιδράσεις από ποικίλα λογοτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν , και η δημιουργική συγχώνευσή τους .Το μυστικό ωστόσο που κάνει την ποίηση του Αϊναλή ιδιαίτερη , είναι ότι παρακολουθεί την άνδρωση αυτής της γενιάς κατά κάποιο τρόπο απ’ έξω ,χαράσσοντας με τους δικούς του όρους το λογοτεχνικό του στίγμα και δημιουργώντας μία ποίηση εγκεφαλική , απαιτητική και την ίδια στιγμή χειμαρρώδη , κατάστικτη από υπαρξιακές , μεταφυσικές και πολιτικές αναφορές . Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει χαρακτηριστικά : «Κάθε καλλιτεχνικό έργο , μόνο και μόνο εξαιτίας της δημοσιοποίησής του , της κάθετης παρέμβασής του στο χωροχρονικό γίγνεσθαι , αποτελεί μια πράξη πολιτική».

 

 

 

Η «Σιωπή της Σίβας» είναι το τρίτο σκαλί σε μία ποιητική ανάβαση που ξεκίνησε το 2006 με τη συλλογή «Ηλεκτρογραφία» και συνεχίστηκε το 2008 με τα «Αποσπάσματα» . Πηγή έμπνευσής του ποιητή στη συγκεκριμένη συλλογή στάθηκε το Αιθιοπικό έπος Kebra Nagast ή άλλως «Η Δόξα των Βασιλέων» , κείμενο τουλάχιστον 700 ετών , που αφηγείται τη συνάντηση της Μακέδα , βασίλισσας του Σαβά και του Σολομώντα , τη γέννηση του Μενελίκ ,καρπού του έρωτα των δύο παραπάνω προσώπων , τη μεταφορά της «κιβωτού της Διαθήκης» από τον Μενελίκ στην Αιθιοπία [ με αποτέλεσμα ο Σολομώντας να χάσει την κιβωτό αλλά και τη θεϊκή εύνοια που τη συνόδευε ],αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι Αιθίοπες έπαψαν να πιστεύουν στον ήλιο , στη σελήνη και στ’ αστέρια , και ασπάστηκαν τη λατρεία του Θεού των Ισραηλιτών . Όλα τα παραπάνω συνιστούν κατά έναν τρόπο τη θεματική ραχοκοκαλιά της συλλογής , καθώς ο ποιητής , αξιοποιώντας διακριτικά την ιστορική μέθοδο του Έλιοτ , συμφύρει το παρελθόν και το παρόν σε μια αξεδιάλυτη ενότητα , ξεκινώντας από το δράμα του Σολομώντα και φτάνοντας μέχρι την παλαιστινιακή Χεβρώνα των ημερών μας . Ο αναγνώστης ωστόσο έχει τη διαρκή εντύπωση πως όλα συμβαίνουν τώρα ή θα συμβούν στο μέλλον , κι αυτή είναι η επιτυχία του ποιητή , η ικανότητά του δηλαδή να αποφεύγει τη γραφικότητα μιας ποιητικής ιστορικής αναπαράστασης και να φέρνει το μακρινό παρελθόν στα μέτρα του παρόντος , μέσα από τις εξομολογήσεις και τις συναισθηματικές εκσπερματώσεις του ποιητικού υποκειμένου του , του Σολομώντα .

 

 
Σε όλο το έργο είναι πρόδηλες οι επιδράσεις από το κίνημα του ρομαντισμού : το συγκινησιακό και το υπερβολικό ,το παράδοξο και το μυστηριώδες , η διάχυτη μελαγχολία , το ασαφές και το συγκεχυμένο , ο έντονος εγωκεντρισμός, το πλούσιο λεξιλόγιο , ο ζωηρός ρυθμός . Ο Αϊναλής ωστόσο χαράσσει πάνω σε νέες γραμμές τα θεωρητικά γνωρίσματα του ρομαντισμού , υποτάσσοντας τον εκφραστικό παρορμητισμό σε μία περισσότερο αφηγηματική φόρμα , εμπλουτισμένη με στοιχεία σουρεαλιστικά [εγώ σ' /έβλεπα να βαδίζεις στα κύματ' ατάραχη το στήθος /χαμαιλέοντα το άσπρο του αφρού των και πέφταν τα /δόντια από το στόμα μου σαν όξινη βροχή στην /περιφέρεια των βημάτων σου], εξπρεσιονιστικά [ξερνώντας στα διαστήματα τον θλιβερό εαυτό μου/ τα σπλάχνα μου τους πνεύμονες τη σπλήνα τους νεφρούς μου/ οδοκαθαριστές σαρώνοντας στις ράγες το εγώ μου] ή και ντανταιστικά [καραδοκώντας χάραμα πώς να τρυπώσω κόσμο/να τρέχοντας να κλαίγοντας ημικρανία στα μάτια/θολό το βλέμμα υδαρή που ψάχνοντας στον κόσμο/κάτω από αποβάθρες γέφυρες όνειρα γόνιμα πουλιά]. Ακόμη και ψήγματα από το δημοτικό τραγούδι [έπεσα δυο φορές να κοιμηθώ και τρεις να εκσπερματώσω ] ή και έργα της αμερικανικής beat λογοτεχνικής γενιάς, όπως το “Howling” του Ginsberg [εγώ που επέζησα ένα χειμώνα θάνατο να κατουρώντας αίμα/ και να γυμνώνοντας τον πούτσο μου τη νύχτα στις κυρίες] μπορεί να ανιχνεύσει κανείς.

 

 
Το αφηγηματικό στοιχείο δεσπόζει σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή , άλλοτε με την παράθεση αποσπασμάτων από το Kebra Nagast και την Παλαιά διαθήκη , άλλοτε με τη μορφή της ποιητικής αφήγησης , κι άλλοτε με την παρουσία αυτούσιων αφηγηματικών μερών . Παράλληλα , η υιοθέτηση ενός Βιβλικού ύφους σε αρκετά σημεία του έργου δημιουργεί μια γέφυρα που ενώνει τη γραφή του ποιητή με εκείνη του «Ash Wednesday» του Έλιοτ ή της «Έγκωμης» του Σεφέρη . Τα ποιήματα της συλλογής δεν έχουν τίτλο ,είναι απλώς αριθμημένα από το ένα μέχρι το εννέα , με καταληκτική δέκατη σύνθεση την «Αποκάλυψι Μενελίκ» όπου ο προφητικός και κρυπτογραφικός λόγος του ποιητή βαδίζει κρατώντας το χέρι μιας αδυσώπητης ειρωνείας για την επερχόμενη «εποχή της Μεγάλης Νύχτας» .

 

 
Αλλού πάλι ο ποιητής εγκαταλείπει τις συναισθηματικές εκχυμώσεις του ρομαντικού ύφους και υιοθετεί έναν λόγο καθημερινό [Ρε συ πατέρα/ξέρεις κάτι/δεν καταλαβαίνω/γιατί αρνείσαι να πεθάνεις] απογυμνωμένο από κάθε είδος εκφραστικού πειραματισμού , ενδεικτικό της ικανότητάς του να ζευγαρώνει το εξεζητημένο με το λιτό μέσα σε σχήματα αυθεντικής ποιητικής συγκίνησης . Κι ανάμεσα εκεί παραμονεύει η εικόνα του Σολομώντα απομυθοποιημένη , γυμνή από τη λάμψη του χρυσού και της θρησκευτικής παράδοσης . Βαθιά και σχεδόν τραγικά πλασμένη με ξενύχτια , με στύσεις , με ανημέρωτα ένστικτα , αποτελεί την κύρια φωνή σε όλη τη σύνθεση , την κατευθυντήρια γραμμή της ανέλιξης του ποιητικού λόγου , σε σημείο μάλιστα που σχεδόν το σύνολο του έργου να μοιάζει με το μονόλογο ενός δραματικού ήρωα . Άλλωστε η απόσταση ανάμεσα στη δομή της σύνθεσης του Αϊναλή και στην αντίστοιχη της κλασικής τραγωδίας δεν είναι και πολύ μεγάλη : το λυρικό και το αφηγηματικό στοιχείο , η τραγική φιγούρα , η δέση και η λύση κάνουν τη «Σιωπή της Σίβας» να γονιμοποιείται με το σπόρι του θεατρικού λόγου και να τίκτει θαυμάσιους καρπούς . Όσον αφορά τέλος τους εκφραστικούς τρόπους , ο Ζήσης Αϊναλής επιλέγει έναν σχεδόν αντισυμβατικό τρόπο γραφής ,ανατρέποντας τους συντακτικούς κανόνες και προχωρώντας σε μία προσωπική συντακτική ορθογραφία , παραγωγό πολλές φορές αλλόκοτων σε πρώτη επαφή νοηματικών συνόλων . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδιομορφίας αποτελεί η χρήση της μετοχής στη θέση της υποτακτικής [ένα χειμώνα θάνατο να φτύνοντας το αίμα/και να γυμνώνοντας τα λόγια μου κουκούτσια μες το στόμα/να φτύνοντας τα δόντια σάλια να καρφώνοντας/τέσσερις τοίχους φυλακή το θάνατο στο στήθος].

 

Αν μου αρέσει για ένα πράγμα ο Αϊναλής, είναι γιατί διαβάζοντάς τον δεν έχω την εντύπωση ότι διαβάζω ταυτόχρονα και άλλους εκατό ποιητές αυτής της γενιάς . Κατορθώνει, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε μια ισοπεδωτική εποχή , να επινοήσει τα δικά του εργαλεία για το σμίλεμα της σκληρής πέτρας που λέγεται ποίηση .Το δημιούργημά του μπορεί σε κάποιους να δίνει την εντύπωση του ελιτίστικου ή και του εξεζητημένου , να φαντάζει δύσκολο στην προσέγγισή του , να απαιτεί για την ερμηνεία του την εμβάθυνση στο υπερκείμενο ,να ξενίζει με τις εκφραστικές ακροβασίες του , να απέχει από το δόγμα της εποχής «όσο λιτότερο τόσο ουσιαστικότερο». Είναι όμως αληθινό και η αλήθεια συχνά απαιτεί περισσότερες από μία θέσεις παρατήρησης των πραγμάτων. Είναι αποκαλυπτικό , γιατί τολμά να κάνει ανασκαφές στους αρχαιολογικούς χώρους της ανθρώπινης ψυχής και να ψαχουλέψει τόσο τα φωτεινά όσο και τα σκοτεινά συστατικά της. Είναι δηλωτικό της βαθιάς μόρφωσης και της εντρύφησης του ποιητή πάνω στα σπουδαία λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που έθρεψαν το σώμα της ποίησης του αιώνα μας. Είναι τέλος , όπως ειπώθηκε και πριν , ένα δημιούργημα πολιτικό , μια αγωνιώδης περιήγηση στους θαλάμους ενός ισχυρού μικρόκοσμου που διαπιστώνει με απόγνωση το βαθμιαίο ξεθώριασμα της λάμψης του .

 

*   Το έπος Kebra Nagast θεωρείται ως το ιερό βιβλίο του ρασταφαριανισμού , θρησκευτικού και πολιτικού κινήματος που συνδυάζει στοιχεία του προτεσταντισμού και του μυστικισμού , προβάλλοντας μια παναφρικανική πολιτική συνείδηση . Κατά την πρώιμη μάλιστα φάση του κινήματος , υπήρχε η πίστη ότι οι μαύροι αποτελούν μετενσάρκωση των Ισραηλιτών και ότι ο πνευματικός τους ηγέτης , Χαϊλέ Σελασιέ [Αιθίοπας αυτοκράτορας] , θα οδηγούσε τη μαύρη φυλή στη γη της Επαγγελίας , την Αιθιοπία .

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live