Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

βάιος νικιώτης, “Ισορροπίες”, 24γράμματα, 2012

$
0
0

 

Aυτό δεν είναι ποίημα,
είναι μια αράδα
στη θέση τού τίποτα.

Κάποτε υπήρξα.
Tο σπίτι λιτό,
ο πυρσός
στη θέση του,
μετουσιώνει αξιοπρέπεια
ωκεάνιας μοναξιάς
μ’ ένα ας.

*

Έκανε άλμα το μπλέ
πάνω απ’ το κιγκλίδωμα.
Ταίριαξε
με
του άσπρου
το νεφέλωμα.

Οι μοίρες, σχόλασαν.

*

Στις ξέχωρες στιγμές
αλαφρώνει το άγχος
τής μοιρασιάς
των δειλινών εικόνων
υπογράφοντας την παρόρμηση
που κυρίευσε το λογισμό.

Αντιπαροχή το δίκοπο μαχαίρι
και η βούληση
στην ίδια κλεψύδρα,
βάφουν ξανά το σπίτι.

*

Φύσηξε εκτροπή που πράττει
και η αλήθεια τάζει νεφρούς και καρδιά.
Μεταξύ παλίρροιας και άμπωτης
πριν καν σε φιλήσω
εσύ, ήρθες εσύ.
Κι ο καιρός καρτερικά
ξημεροβραδιάζεται μεταγγίζοντας
τους σφυγμούς μου στο στήθος σου.
Το ανελέητο εμπρός χωρίς
να ξέρω γιατί.

*

Δεμένος ο κυματισμός
στου λιμανιού τον κάβο.
Στένεψε ο κύκλος μόνος του.
Στου λιμανιού τον κάβο,
υστερόγραφο
μια κίνηση προσφέρουσα.
Θρέφει απ’ το νερό
δικές της περιπέτειες.
Με αέρινη μέθη διαπερνά
την κατάληξη που περιέχει
το δικό της άνοιγμα.
Και γύριζε… γύριζε…
απ’ το οστό τού ώμου γύριζε
η λυγερή, ανέμελα,
τραβώντας τη νύχτα απ’ το μανίκι.

 

******************

 

 

Σε μορφή Fliping book (free ebook), απ’ την εκδοτική σειρά
“εν καινώ” (αριθμός σειράς 13, ημ. έκδοσης: 03/07/2012),
είναι η νέα ποιητική συλλογή “Ισορροπίες” του Βάιου Νικιώτη.
Λέει ότι θ’ αρμενίσει κι απ’ το τυπογραφείο, σε λίγες μέρες…

http://www.24grammata.com/?p=30896


Δημήτριος Μουζάκης, Όνειρο

$
0
0

 

 

Παίζει το Α Spaceman came travelling του Chris de Burgh

Βρίσκομαι σ’ ένα χώρο σκοτεινό. Μπροστά μου μία μεγάλη δίφυλλη πόρτα, από τις χαραμάδες της οποίας ξεφεύγει φως. Προχωρώ προς την πόρτα, την ανοίγω κι αίφνης δεν ακούω τίποτα˙ απόλυτη σιωπή. Δε βλέπω τίποτα˙ βαθύ, πηχτό, απόλυτο σκότος. Δε μυρίζω τίποτα, δε νιώθω καν τον αέρα που αναπνέω, αν αναπνέω πια. Δεν μπορώ να κινηθώ, μα κι αν μπορούσα, δεν υπάρχει τίποτα να πιάσω, ούτε πάτωμα για να σταθώ.

Με κυριεύει τρόμος. Αισθάνομαι πως ιδρώνω χωρίς ιδρώτα. Ιδρώνω, κρυώνω, αδειάζω και πέφτω. Μετεωρίζομαι, αγαπημένα πρόσωπα περιστρέφονται γύρω μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Συνεχίζω να ξέρω ότι υπάρχω, δίχως να μπορώ να είμαι τίποτα από την ύπαρξή μου, δίχως να μπορώ να κάνω έρωτα, να φιλήσω, να φέρω ένα λουλούδι στα ρουθούνια μου, να οδηγήσω την αγαπημένη μου Mustang, να γράψω στο χαρτί ποιήματα και σκέψεις. Ίσως δεν έχω πλέον σώμα.

Ο χρόνος περνά, το καταλαβαίνω. Τίποτα δεν αλλάζει. Αναμνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Πάντοτε οι ίδιες. Φαίνεται πως ολάκερη ζωή στυμμένη δεν είναι παρά λίγες σταγόνες. Η φωνή της μάνας μου σα βύσσινο που χύνεται πάνω στο πιο αγνό καϊμάκι. Το τσιγάρο του πατέρα μου να σιγοκαίει στο ρουστίκ ως τα χαράματα. Ο έρωτας σε μια γκαρσονιέρα στην Πάτρα. Το μεγάλο πλυντήριο στο κατάστημα του ισογείου που η Δήμητρα μου ’λεγε πως είναι αλλιώτικο. Η γιαγιά μου να ρωτάει «κι αν το ξαναδιαβάσεις ακόμα μια φορά θα πάθεις τίποτε;». Ο παππούς να ορίζει «όταν κάποιος δει στο τέλος ενός κειμένου την υπογραφή σου, θα πρέπει να γνωρίζει ότι το κείμενο λέει αλήθεια προτού το διαβάσει». Ο κινηματογράφος Αλεξάνδρα στην Καλλιθέα που έκλεισε. Τα τρεχούμενα νερά στους Μένητες. Μερικές ακόμα˙ δε θέλω να κουράσω. Ήταν πάντοτε σα να μιλούσα σε κοινό.

Φαίνεται πως αυτή θα είναι η καινούρια μου ζωή. Έγινα ψυχή. Κι όμως, γνωρίζω ότι είμαι εγώ, κι ας μην έχω μάνα, κι ας μην έχω πατέρα, γυναίκα, συγγενείς, παιδιά, σπίτι, γείτονες, φαγητό, υποχρεώσεις˙ γνωρίζω πως είμαι εγώ, γιατί και τούτη εδώ την ώρα με το νήμα μου από καιρό κομμένο, συλλογίζομαι όσους έζησαν και ζουν πάνω στη γη σαν κι εμένα, δίχως καν να είναι νεκροί. Δώσε παράδεισο σ’ αυτούς, λέω, Θεέ μου, αν υπάρχεις και λυπάσαι τις επί γης ψυχές.

Belica-Antonia Kubareli, «NIKO AGO THANKS GREECE WHEN FACING THE THREAT OF DEPORTATION»

$
0
0

 

NIKO AGO THANKS GREECE WHEN FACING THE THREAT OF DEPORTATION
We are all refugees somehow, sometime

 

Greece is supposedly giving citizenship to foreigners after they have lived at least 10 years in the country, hold a blue and green card, and have never committed any type of crime. However, this is only on papers. In reality, almost nobody gets citizenship. People from all over the world, who have bought houses here, work legally, pay taxes, use the Greek NHS, study here and bring up their children in Greece, cannot get citizenship.
Bureaucracy, corruption, court delays, national and religious inhibitions are used as fake saving clauses to prevent people who love Greece and have made it their home, to become officially Greek citizens. The problem is huge since there are more than 100,000 people waiting for their citizenship, according to official reports; this means many more are waiting but were never listed. UK gives citizenship at 7 years of residency, USA and Canada after 3 years, France 5 years, Germany 8 years, Ireland only 1 year and so on.
Niko Ago, is a journalist of Albanian origin who came to Greece 22 years ago. He studied literature and journalism here, and has two adult daughters. He is a Philhellene, well-known journalist working for the Greek media, and has interviewed all the Greek Prime Ministers plus innumerable Greek MPs of all the parties. Niko is also a novelist and a member in the leading committee of the Hellenic League for Human Rights.
Even now that he faces the threat of deportation, Niko says, “THANK YOU GREECE” and cries for being forced to leave the country he loves.
On 17th May 2012 he was informed that he must leave Greece within 30 days because during 2007-2008 he hadn’t paid enough money to the NHS, the reason being his illness and inability to work full time. Now Niko faces the courts when he should simply have got the Greek citizenship and nationality ten years ago. The same goes for his daughters. The same goes for so many good honest foreigners in Greece. During the second elections 15 days ago, some politicians afraid of the public outcry, agreed to stop the court procedure and ordered the Bureau for Foreigners to give him permanent residence but not nationality! However, when Nikos accepted the compromise and asked for this type of paper, the Athens municipality told him they have no governmental order to issue it!
This means, that the politicians played another atrocious game on Niko. If Niko cannot get any legal paper he might be arrested by the Police, he won’t be able to work as a journalist and he will have to hide or leave immediately. He will be separated from his family and his two daughters who again have no Greek nationality though they were born in Greece and don’t even speak Albanian.
Niko Ago is a typical case. He is a man who has every right to become a Greek on paper but not in reality.
Soon Greeks will face similar problems since many will try to relocate to foreign countries due to the crisis. During the first three months of 2012, 24,000 graduates have already left Greece seeking a better future elsewhere.
If you think that every man has the right to put in action his legal rights, if you have ever felt exiled, if you have ever lived abroad, if you have ever experienced hostility or invisibility simply because you are of different colour, or language, or religion, please distribute/share this.
From ancestry Greece was the cradle of hospitality and respect to those in need.
Let’s not abolish this now.

 

 

*************

Ο NIKO AGO ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΩ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΑΣΗΣ
Είμαστε όλοι πρόσφυγες, κάπως, κάποτε.

Η Ελλάδα υποτίθεται ότι δίνει υπηκοότητα στους ξένους αφού έχουν ζήσει τουλάχιστον 10 χρόνια στη χώρα έχουν μπλε και πράσινη κάρτα και δεν έχουν ποτέ διαπράξει κάποιο έγκλημα. Ωστόσο αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα σχεδόν κανείς δεν παίρνει Ελληνική υπηκοότητα. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο που αγόρασαν σπίτι εδώ, δουλεύουν νόμιμα, πληρώνουν φόρους και χρησιμοποιούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, σπουδάζουν εδώ και μεγαλώνουν τα παιδιά τους, δεν μπορούν να πάρουν υπηκοότητα.
Η γραφειοκρατία, η διαφθορά, οι καθυστερήσεις στα δικαστήρια και οι θρησκευτικές αναστολές χρησιμοποιούνται ως ψευδείς αιτιολογίες παρεμποδίζοντας ανθρώπους που αγαπούν την Ελλάδα και την θεωρούν πατρίδα τους, να γίνουν και επισήμως Έλληνες πολίτες. Το πρόβλημα είναι τεράστιο εφόσον πάνω από 100.000 άνθρωποι περιμένουν για την υπηκοότητα σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί περισσότεροι περιμένουν αλλά δεν μπήκαν στις λίστες. Το Ηνωμένο Βασίλειο δίνει υπηκοότητα στα 7 χρόνια, η Αμερική και ο Καναδάς στα 3, η Γαλλία στα 5, η Γερμανία στα 8 και η Ιρλανδία μόνο στον 1 χρόνο.
Ο Niko Ago, είναι δημοσιογράφος Αλβανικής καταγωγής που ήρθε στην Ελλάδα πριν 22 χρόνια. Σπούδασε λογοτεχνία και δημοσιογραφία εδώ, κι έχει δύο κόρες. Είναι φιλέλληνας, γνωστός δημοσιογράφος που εργάζεται στα ελληνικά ΜΜΕ (και την Αυγή) και έχει πάρει συνεντεύξεις από όλους τους Έλληνες πρωθυπουργούς και αμέτρητους βουλευτές. Έχει γράψει κι ένα μυθιστόρημα και είναι μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ακόμα και τώρα που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της απέλασης, ο Niko λέει, «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΛΛΑΔΑ» και κλαίει τη χώρα που τόσο αγαπά.
Στις 17 Μαίου τον ενημέρωσαν ότι πρέπει να φύγει εντός 30 ημερών επειδή το 2007-2008 δεν πλήρωσε όλα τα απαιτούμενα ένσημα καθώς ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος και δεν κατάφερε να εργαστεί όλη τη χρονιά. Τώρα ο Niko αντιμετωπίζει και δικαστήριο ενώ ‘απλώς’ θα έπρεπε να είχε πάρει ελληνική υπηκοότητα πριν δέκα χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για τις κόρες του. Το ίδιο ισχύει για αμέτρητους καλούς τίμιους ξένους στην Ελλάδα. Κατά τις δεύτερες εκλογές του 2012, κάποιοι πολιτικοί, τρομαγμένοι απ’ τη δημόσια κατακραυγή, συμφώνησαν να σταματήσουν τα δικαστήρια και έδωσαν εντολή στο κέντρο Αλλοδαπών να του δώσει άδεια παραμονής, αλλά και πάλι όχι υπηκοότητα! Όμως όταν ο Νίκος δέχτηκε το συμβιβασμό και ζήτησε έστω αυτό το χαρτί, ο δήμος Αθηναίων τον ενημέρωσε ότι δεν έχει έγκριση της Περιφέρειας. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί έπαιξαν άλλο ένα άθλιο παιχνίδι στον Niko. Εάν δεν έχει κανένα επίσημο νόμιμο χαρτί, μπορεί να συλληφθεί απ’ την Αστυνομία, δεν μπορεί να εργαστεί ως δημοσιογράφος και ή θα πρέπει να κρύβεται ή να φύγει αμέσως. Θα χωριστεί απ’ την οικογένειά του και τις κόρες του που επαναλαμβάνω, δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα αν και γεννήθηκαν στην Ελλάδα και δεν καλομιλούν Αλβανικά.
Ο Niko Ago είναι μια τυπική περίπτωση. Είναι ένας άνθρωπος στα χαρτιά που έχει κάθε δικαίωμα να γίνει Έλληνας αλλά όχι στην πραγματικότητα.
Σύντομα οι Έλληνες θα αντιμετωπίσουν παρεμφερή προβλήματα εφόσον πολλοί προσπαθούν να εγκατασταθούν σε ξένες χώρες λόγω της κρίσης. Κατά τους πρώτους 3 μήνες του 2012 έφυγαν 24.000 πτυχιούχοι απ’ την Ελλάδα ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον αλλού.
. Αν πιστεύετε ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να βάλει σε πράξη τα νόμιμα δικαιώματά του, αν ποτέ νιώσατε στην εξορία, αν ποτέ ζήσατε στο εξωτερικό, αν ποτέ βιώσατε εχθρότητα ή σαν να είστε αόρατοι μόνο και μόνο επειδή έχετε διαφορετικό χρώμα δέρματος, ή μιλάτε άλλη γλώσσα ή πιστεύετε σε άλλη θρησκεία, σας παρακαλώ κυκλοφορείστε αυτό το κείμενο.
Από την αρχαιότητα η Ελλάδα ήταν το λίκνο της φιλοξενίας και του σεβασμού στους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη.
Ας μην το απεμπολήσουμε τώρα.

Μαρία Ανδρεαδέλλη, «Η Αιχμαλωσία του Ανέκφραστου», 21 ποιήματα σε μετάφραση Γιάννη Γκούμα, Σειρά Ποιείν 02, εκδ. Μετρονόμος 2012

$
0
0


Κοιμάσαι

Κοιμάσαι…
Με παράθυρα κλεισμένα και αυλές ορθάνοιχτες
για να έρχονται μία-μία οι πυγολαμπίδες
ν’ ανάβουν τα καντήλια σου
τώρα που θυμηθήκανε πως
το ξημέρωμα θ’ αργήσει.

Νύσταξαν και οι τροχονόμοι.
Έκρυψαν τη σφυρίχτρα στο στήθος
κρέμασαν τα χέρια στις τσέπες
κι έτσι οι επιβάτες μπορούν να τρέχουν
αυτοβούλως.
Απόψε και τα φανάρια ξεκουράζονται.

Γι’ άλλη μια φορά κοιμάσαι.
Κι ούτε μια αμυχή, ένα τραύμα
ένα σπασμένο πλευρό
ένα ραγισμένο μαξιλάρι
μια μήτρα με διάτρητο αίμα μηνών
μόχθου ετών
δεν συγκόλλησε
τα κομμάτια των ενοχών σου.

Χρόνια ξέγνοιαστη κοιμάσαι
κι αφήνεις τα τριζόνια ν’ αλητεύουν
τα φιλιά να πεθαίνουν
λύκους να πνίγουν τις κραυγές
μην και ξυπνήσεις.
Μόνο το μελάνι ορφανής πένας
αφήνεις να ξενυχτάει
για να στολίζει
γράμματα στα εικονίσματα
των ταραχών σου
κομμένες εξατμίσεις
σε λευκά πανέτοιμα σεντόνια
διανυκτερεύσεων.

Κι εσύ
γι’ άλλη μια νύχτα ένοχη
αργοσαλεύοντας στους ύπνους
τολμάς και μ’ αγκαλιάζεις.
Τραβάς κουβέρτα άστρα
φεγγάρι πανωσέντονο
για να σ’ ακολουθήσω
κι ας ξέρεις
πως χτυπά καμπάνα η καρδιά μου
με πρωινού αγωνία
λυτή…

You Are Asleep

You are asleep…
Windows closed and yards open wide
for the fireflies to come one by one
and light your sacred lamps
having remembered
that dawn will be late appearing.

The traffic policemen too are feeling sleepy.
They’ve hidden away their whistles
stuck their hands in their pockets
thus the crowds can tear along
on their own free will.
Tonight the traffic lights are resting too.

Once again you are asleep.
And not a single scratch, a cut
a broken rib
a wrinkled pillow
a womb riddled with menstrual blood
years of toil
knitted
your guilty parts.

For years you’ve enjoyed a sound sleep
letting crickets bum around
kisses perish
wolves smothering shouts
lest you should awake.

Only an orphan pen’s ink
do you allow to stay up late
in order to adorn
with letters the icons
of your agitation
sawn-off exhausts
on white sheets prepared
for overnight stays.

And you
guilty for yet another night
stirring in sleep
dare cuddle me.
You pull an astral blanket
a lunar top sheet
for me to follow you
though you know
that my heart rings freely as a bell
anxious
for morning …

 

***************

 

Σε κατάνυξη

Δεν κοινώνησα Μέλι
εκείνο το Σαββατόβραδο.
Μου είπαν πως είναι πολλοί οι εχθροί
πίσω απ’ τους λόφους
και είναι αμαρτία να προσεύχομαι
Θανάτους.

Στάθηκα μόνο κάτω απ’ το φως
των Κεριών
να μου θυμίσουν πως είναι Νύχτα
Ακόμη.

Στην προβλήτα – πέρα μακριά –
άκουγα το ψιθύρισμα της θάλασσας
παράπονο αγιασμένο αναμονή…

-Η Ελευθερία πηγάζει απ’ το Κύμα…

 

Devoutness

I didn’t receive milk communion
that Saturday evening.
I was told the enemies were many
behind the hills
and it is a sin to pray
to deaths.

I just stood under
the candlelight
to be reminded that it’s still
night.

On the pier - afar -
I listened to the sea’s murmur
a lament blessed with expectation…

The source of Freedoms is a Wave…

 

*****************

 

Εκείνος I

Του είχανε πει πως
Αν τα δάχτυλά του άγγιζαν
Άλλα δάχτυλα
Θα μάτωνε
Έτσι μόνο έγνεφε
Ποτέ δεν ακούμπησε άνθρωπο
Όποιος πλησίαζε πολύ
Τον απόδιωχνε
Φοβούμενος το αίμα

Το παράπονό του
Η μοναξιά
Πάντα του χαμογελούσε
Σύντροφος αχώριστη, πιστή
Η μόνη παρέα που απόδιωχνε
Ενώ εκείνη επέμενε να στριφογυρίζει
Στην ενδοχώρα του

Περνούσαν τα χρόνια
Όταν μια μέρα
Αλλόφρων
Από θλίψη, φόβο και θυμό
Πετσοκόφτηκε
Κι εκείνη μ’ έρωτα παράφορο
Τον παντρεύτηκε

He I

He had been told that
If his fingers touched
Other fingers
He would bleed
So he just nodded
Never did he touch anyone
Whoever came too near
He turned him away
Fearing blood

His lament
Was his loneliness
Which always smiled at him
An inseparable, loyal companion
The only gathering he dismissed
Whereas she kept on milling around
In his inner world

The years went by
Then one day
Distraught
With grief, fear and anger
He cut himself up
And she madly in love
Married him

 

***************

 

Η αιχμαλωσία του Ανέκφραστου

 

Ραγισμένες εικόνες από ένα φως
Ευθύβολο
Της σάρκας διαχωριστής
Ράφτης επιθυμίας

Δεν θα ’μαι ’δώ τις Κυριακές
Να υφαίνω στις ψυχές τα χρώματα
Κι αρώματα να με ακολουθούν
Για να λιμνάσω λίγο στον πόθο μου
Στην Ένταση της αρπαγής
Στα Τάρταρα της ενοχής
Στο πιο βαθύ Υπάρχω.

Με μία γνώση - δήθεν άγνωστη
Θα κάνω πως δεν είδα
Για να πηγαίνω ως είθισται
Στις εκκλησιές Φυλακισμένη
Και να με δένει ο χρόνος στην απόσταση
Στο ρίγος της καλοκαιριάς μες στα λιβάδια
Των καημών που επιδόθηκαν στο καίεσθαι
Κι αλλού νερό δεν έχει
Παρά στα μάτια τα Ιερά της Αμαρτίας.

 

The Captivity of the Inexpressible

Icons cracked by a well-aimed
Light
Separator of the flesh
Tailor of desire

I shan’t be here on Sundays
To weave colours into souls
And be pursued by scents
I want to rest awhile in my desire
In the tension of seizure
In the abyss of guilt
In the bowels of being.

With knowledge, ostensibly unknown
I’ll pretend not having seen anything
That I might go as customary
Imprisoned in churches
The wind binding me to distance
To summer’s shiver in the meadows
Of wistfulness given over to the flames
And there’s no water anywhere
Except in the sacred eyes of sin.

 
*****************

 

Τυχαία

Έτυχε να βρεθώ
στη μέση ενός κόσμου που ξέπλενε
τις παλιές αμαρτίες με καινούργιες

Χαμόγελο δεν χάραζε στα πρόσωπά τους
Είχανε λέει πένθος για τα χρόνια
που έφευγαν και που γυρνούσαν

Έμοιαζε η μόνη τους χαρά να ήτανε η θλίψη
Η κορυφή κάθε υπερηφάνειας τους
το πανάρχαιο αδιαφιλονίκητο Πένθος

Πήρα ένα σφουγγάρι
Το βούτηξα σ’ ένα κουβά με σαπουνόνερο
κι έτριβα κάθε μουτζούρα που ξεπρόβαλλε
Με έκπληξη ψάχνοντας για την ολόλευκη μπογιά
μονάχα μαύρη στους τοίχους ανακάλυψα.

Accidentally

I happened to find myself
in the midst of people who rinsed
old sins with new ones

There was no trace of a smile on their faces
Apparently they mourned the years
going and returning

Sorrow seemed to be their only joy
The summit of their every pride
the ancient incontestable mourning

I took a sponge
dipped it into a bucket of soapsuds
and scrubbed every smudge that appeared
To my surprise while looking for the white paint
I found only black paint on the walls.

Jacques Prévert (1900-1977), Ποιήματα (μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης)

$
0
0

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: «PAROLLES« («KOYΒΕΝΤΕΣ») ,1946.

 

Ακούστε εδώ τον Prévert

 

ΑΥΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Αυτός ο έρωτας
Τόσο ορμητικός
Τόσο εύθραυστος
Τόσο απαλός
Τόσο απεγνωσμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κι άθλιος σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι κακός
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο ωραίος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο εύθυμος
Και τόσο γελοίος
Tρέμοντας από φόβο όπως ένα παιδί μέσα στο σκοτάδι
Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του
Όπως ένας άντρας ήσυχος στη μέση της νύχτας
Αυτός ο έρωτας που τρόμαζε τους άλλους
Που τους έκανε να μιλούν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας που τον παραμονεύουν
Γιατί κι εμείς τον έχουμε παραμονεύσει
Περικυκλωμένος ,τραυματισμένος ,ποδοπατημένος
σκοτωμένος , απαρνημένος , ξεχασμένος
Γιατί εμείς τον έχουμε καταδιώξει τραυματίσει ποδοπατήσει
σκοτώσει απαρνηθεί ξεχάσει
Αυτός ο έρωτας ολόκληρος
Ακόμα τόσο ζωντανός
Και τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Αυτός που ήταν
Εκείνο το πράγμα το πάντα νέο
Και που δεν έχει αλλάξει
Το ίδιο αληθινός όσο κι ένα φυτό
Το ίδιο να τρέμει όσο και ένα πουλί
Το ίδιο ζεστός το ίδιο ζωντανός όσο και το καλοκαίρι

Μπορούμε εμείς οι δυο
Να φεύγουμε και να ξαναγυρίζουμε
Μπορούμε να ξεχάσουμε
Και μετά να κοιμηθούμε πάλι
Να ξυπνήσουμε να υποφέρουμε να γεράσουμε
Κι άλλο να κοιμηθούμε
Το θάνατο να ονειρευτούμε
Να ξυπνήσουμε να χαμογελάσουμε και να γελάσουμε
Και να ξανανιώσουμε
Ο έρωτας μας εκεί στέκεται
Σα μια γαϊδούρα πεισματάρης
Ζωντανός όπως ο πόθος
Άσπλαχνος όπως η μνήμη
Βλάκας όπως η κλάψα
Τρυφερός σαν την ανάμνηση
Κρύος σαν το μάρμαρο
Όμορφος σαν τη μέρα
Εύθραυστος σαν το παιδί
Μας κοιτά χαμογελώντας
Και μας μιλά χωρίς να λέει τίποτα
Κι εγώ τρέμοντας τον ακούω
Και φωνάζω
Φωνάζω για σένα
Φωνάζω για μένα
Σε ικετεύω
Για σένα για μένα και για όλους αυτούς που αγαπιούνται
Και που έχουν αγαπηθεί
Ναι του φωνάζω
Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους
Που δεν τους γνωρίζω
Μείνε εκεί
Εκεί που είσαι
Εκεί που ήσουν παλιά
Μείνε εκεί
Μην κουνιέσαι
Να μη φύγεις
Εμείς που έχουμε αγαπηθεί
Σε έχουμε ξεχάσει
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν έχουμε παρά μόνο εσένα πάνω στη γη
Μη μας αφήσεις να γίνουμε ψυχροί
Πολύ πιο μακριά πάντα
Και δεν έχει σημασία σε ποιο μέρος
Δώσε μας ένα σημάδι ζωής
Πολύ πιο αργά στη γωνιά κάποιας συστάδας
Μέσα στο δάσος της μνήμης
Ξεπρόβαλλε απότομα
Τέντωσέ μας το χέρι
Και να μας σώσεις

 

**************************

 

ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ

 

Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας
Έλεγε ο πατέρας με μια θυμωμένη φωνή
Στο γιό του τον Προσπέρ , κάτω απ’ την
ντουλάπα τεντωμένο ,
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας ,
Δε θέλεις να πας ,
Και λοιπόν γιατί ;
Και λοιπόν γιατί να πάω να ψαρέψω ένα ζώο
Που δε μου έχει κάνει τίποτε , μπαμπά ,
Πήγαινε μπαμπά , πήγαινε εσύ να το ψαρέψεις ,
Αφού αυτό σου κάνει κέφι ,
Προτιμώ να μείνω στο σπίτι με τη φτωχή μου τη μανούλα
Και με τον ξάδερφό μου τον Γκαστόν
Έτσι με το φαλαινοθηρικό ο πατέρας βγήκε ολομόναχος
Στη θάλασσα τη μανιασμένη…
Να ο πατέρας μέσα στη θάλασσα
Να το παιδί μέσα στο σπίτι
Να και η φάλαινα μέσα στο θυμό
Και να κι ο ξάδερφος ο Γκαστόν που αναποδογυρίζει
τη σουπιέρα με το βραστό .
Η θάλασσα ήταν φριχτή
Η σούπα ήταν καλή
Και να πάνω στην καρέκλα ο Προσπέρ απεγνωσμένος :
Στο ψάρεμα της φάλαινας , δεν πήγα
Και γιατί λοιπόν να πάω ;
Ίσως και να την αρπάζαμε
Λοιπόν τότε θα μπορούσα να φάω .
Όμως να που ανοίγει η πόρτα και με νερά να στάζουν
Ο πατέρας εμφανίζεται λαχανιασμένος
Κρατώντας τη φάλαινα πάνω στη πλάτη του
Ρίχνει το ζώο πάνω στο τραπέζι μια φάλαινα όμορφη
με γαλάζια μάτια
Ένα ζώο που σπάνια το βλέπουμε
Και λέει με μια φωνή αξιολύπητη :
Στα γρήγορα να την κομματιάσετε
Πεινάω , διψάω , θέλω να φάω
Όμως να που ο Προσπέρ σηκώνεται .
Κοιτάζοντας τον πατέρα του μέσα στο άσπρο των ματιών
Μέσα στο άσπρο των γαλάζιων ματιών του πατέρα του
Γαλάζια όπως αυτά της φάλαινας με τα γαλάζια μάτια
Και γιατί λοιπόν να κομματιάσω ένα φτωχό ζώο που
τίποτε δε μου’ χει κάνει ;
Τόσο το χειρότερο δε θέλω το μερίδιο μου
Μετά πετάει το μαχαίρι στη γη
Όμως η φάλαινα το αρπάζει , και πηγαίνει με βιασύνη
πάνω στον πατέρα
Τον κόβει τον πατέρα σε μερίδες
Αχ , αχ λέει ο ξάδερφος Γκαστόν ,
Μου θύμισε το κυνήγι , το κυνήγι των πεταλούδων ,
Και να
Να ο Προσπέρ που ετοιμάζει τα αγγελτήρια
του θανάτου ,
Η μητέρα που πενθοφορεί για τον δυστυχισμένο της σύζυγο
Και η φάλαινα με δακρυσμένο μάτι αντικρύζοντας την
κατεστραμμένη οικογένεια .
Απότομα αρχίζει και φωνάζει :
Και λοιπόν γιατί σκότωσα αυτόν το φτωχό ηλίθιο
Τώρα οι άλλοι θα με καταδιώξουν με την εξωλέμβιο
Και μετά θα εξοντώσουν όλη τη μικρή μου οικογένεια .
Τότε , σκάζοντας ένα ανήσυχο γέλιο
Κατευθύνεται προς την πόρτα και λέει
Στη χήρα περνώντας δίπλα της :
Kυρία μου , αν έρθει κανείς και με ζητήσει
Να απαντήσετε με καλή καρδιά :
H φάλαινα έχει βγει
Παρακαλώ καθίστε .
Περιμένετε εκεί .
Σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς αμφιβολία θα έχει επιστρέψει …

Sidonie Gabrielle Colette (1873-1954), [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #03]

$
0
0

 

Η Κολέτ, που γεννήθηκε στη Βουργουνδία, ήταν βασικά fin de siècle συγγραφέας,  πολυγραφότατη και πρωτότυπη συγγραφέας αναμφιβόλου αναστήματος. Όλες οι αξίες και τα ενδιαφέροντά της προέρχονται από το μποέμικο Παρίσι της νιότης της: νοσταλγία, η τρέλα της νεότητας και η μετάνοια, μια χαλαρή στάση απέναντι την ηθική. Η Κολέτ ήταν συγγραφέας μεγαλύτερης κλίμακας απ’ ότι συνήθως εκτιμάται: μπορούσε με λεπτότητα να εντοπίσει την πρόοδο των διαθέσεων της νεολαίας, να ζωντανέψει την αστική ζωή μιας demimonde (η ίδια ήταν χορεύτρια και μίμος για αρκετά χρόνια μετά από το πρώτο της διαζύγιο το 1906) και να περιγράψει την ύπαιθρο -τοπία, ζώα, πουλιά και λουλούδια- με λεπτομερειακή άνεση. Τα πρώτα της βιβλία γράφτηκαν υπό την διεύθυνση του συζύγου της Γουίλι, που ο ίδιος είχε υπογράψει. Η περιπλανώμενη (La Vagabonde, 1911) κατά κύριο λόγο έχει σχέση με την ίδια.

Cheri (1920) και το επακόλουθο (La Fin de Cheri, 1926) αποτελούν την ιστορία αγάπης ενός νεαρού για μια πενηντάχρονη γυναίκα, και τη σταδιακή αποποίησή του. Μια ιστορία που αφηγείται με εξαιρετική ευαισθησία. Duo (1934) έχει ως θέμα ένα κατεστραμμένο γάμο και έναν άνδρα που έχει αυτοκαταστραφεί από ζήλεια. Gigi (1944), γραμμένο με προσοχή και φροντίδα και δίχως συναισθηματισμό, απέκτησε φήμη ως συναισθηματική ταινία.

 

Οι δυό κύριες επικρίσεις για την Κολέτ ήταν ότι η ταύτισή της με την φύση είναι ψευδώς αισθησιακή, ακόμη και διαχυτική, και ότι στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από κάποια που γράφει για γυναικεία περιοδικά με ανώτερο στίλ. Είναι αλήθεια ότι όταν γράφει για τα παιδικά της χρόνια στην ύπαιθρο, πού και πού πέφτει σε συναισθηματισμό, και είναι επίσης αλήθεια ότι το υλικό των μυθιστορημάτων της (που σε μεγάλο βαθμό αφορούν τα δικά της βιώματα) σχετίζεται με συναισθηματικούς και ρομαντικά αδύναμους ανθρώπους. Πάντως η ίδια δεν είναι συναισθηματική. Αν και κανένας ηθικός φακός δεν διαστρεβλώνει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει αυτό τον κόσμο, η διακοσμητική των διαθέσεων και τα καπρίτσια και τις βαθύτερες λαχτάρες των ηρώων της έχει την ενέργεια οξύνους ανάλυσης. Αν και σαν χαρακτήρας στα μυθιστορήματά της μπορεί να είναι συναισθηματική, σαν συγγραφέας δεν είναι. Φέρνει ενστικτώδη (όχι πνευματική) γυναικεία σοφία στο μυθιστόρημα. Κι έτσι το γοητεύει (όπως στα αυτοβιογραφικά της γραψίματα που έχουν σχέση με τη φύση και τα ζώα) ή του φέρνει μια λαμπερή ανοχή της ανεξέλεγκτης ενστικτώδης ζωής. Το εξαίσιο λιμπρέτο για την όπερα του Ραβέλ, Το παιδί και τα μάγια (L’ Enfant et les sortileges) είναι χαρακτηριστικό, και μια από τις ωραιότερες και πιο τρυφερές ιστορίες για παιδιά που έχουν ποτέ γραφτεί.

 

******************

 

 

 

 

Νίκος Δασκαλόπουλος, «Περιμένοντας μια φίλη στο σταθμό του τραίνου»

$
0
0

 

Είναι θλιβερά τα τραίνα

Έρχονται και φεύγουν σαν τις μέρες. Γρήγορα.
Σου θυμίζουν ότι όλα είναι μεταβλητά,
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά
Σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι πάντα έχουν κάπου
να πάνε. Θέλουν να βρίσκονται αλλού.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι το πρωινό τραίνο.

Κόσμος τρέχει από τον δρόμο, τρέχει από το
λεωφορείο, από το πεζοδρόμιο, τρέχει να ανέβει
τα σκαλιά, να προλάβει το τραίνο. Και τρώνε
ένα κουλούρι στα γρήγορα και πάνε να βγάλουν
εισιτήριο και τους πέφτουν τα κέρματα και δεν
χτυπούν σωστά το εισιτήριο και ίσα
που προφταίνουν το τραίνο. Και βάζουν τα χέρια και
τα πόδια στην πόρτα να μην κλείσει και σπρώχνουν και
φωνάζουν και ιδρώνουν για να προλάβουν να μπουν στο τραίνο.
Και αν τα καταφέρουν και μπουν χαίρονται και αν
μείνουν απ’ έξω είναι κατηφής.

Όταν μπουν στο τραίνο, όταν η πόρτα κλείσει και ο
κρότος της ακουστεί, τότε οι άνθρωποι γίνονται άκαμπτοι.
Αυτοί που έκαναν τόσο κόπο για να τα καταφέρουν, τώρα
είναι σαν να ξέχασαν την ψυχή τους στην πόρτα.
Αν κοιτάξεις κάποιον στα μάτια μέσα στο τραίνο, δεν
βλέπεις τίποτα. Έχουν όλοι ένα κενό βλέμμα.
Έχουν όλοι το ίδιο βαριεστημένο, απογοητευμένο ύφος.
Λες και δεν ήθελαν να μπουν ένα πράμα. Λες και δεν
κόντεψαν να χάσουν ένα χέρι, ένα πόδι για να
επιβιβαστούν

Είναι θλιβερά τα τραίνα.

 

 

******************

Απομόνωση

Μόνος και περίλυπος και δυστυχής μπροστά από μια οθόνη.
Χωρίς όνειρα και ελπίδα πια, μόνο λαιμαργία.
Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, απ’ έξω είναι ότι σε πληγώνει.
Βαρυγκωμάς και αναθεματίζεις, μα κάθε μέρα για σένα είναι αργία.

Μόνος και ζαλισμένος και θυμωμένος στο κρεβάτι σου κοιμάσαι.
Δεν έχει πια σημασία αν είναι πρωί ή μεσημέρι ή απόγευμα ή βράδυ ή αν νυστάζεις,
σου αρκεί που μπορείς να μη θυμάσαι.
Δεν έχει πια σημασία που διστάζεις.

Μόνος και άδειος και χωρίς σκέψεις κάθεσαι και τρως
Το φαΐ σου είναι για σένα πλέον, ο φίλος και ο εχθρός.
Άλλοτε απτόητος, ανένδοτος, σαρκαστικός.
Τώρα μίζερος, πικρός, νωθρός.

Όλους τους φίλους σου τους έκανες σύντομα πέρα.
το σκοτάδι κρύβει ό,τι δεν θες να δεις Οι σκιές είναι τη μέρα.
Και τώρα κανείς δεν σε ενοχλεί, μόνος στο κάστρο σου το απόρθητο.
Κοιτάς την οθόνη, τρως, κοιμάσαι, το άλλοθι που έπλασες στο μυαλό σου είναι ακλόνητο.

Μόνος και περίλυπος και δυστυχής και ζαλισμένος
Μόνος και άδειος και χωρίς σκέψεις. Πλανεμένος.

 

************************

 

Επίχρυσο Κλουβί

Ήταν δύο πουλιά, που ζούσαν
σε ένα επίχρυσο κλουβί.
Δεν είχαν την ελευθερία τους,
μα είχε το ένα, το άλλο.
Είχαν τροφή και νερό
ακόμη και μια μικρή κούνια.
Δεν φαίνονταν και πολύ
δυστυχισμένα αν και φυλακισμένα.
Τραγουδούσαν σχεδόν ολόκληρη τη μέρα.
Σε ένα πολύ μικρό, επίχρυσο κλουβί.
Και μια μέρα το ένα, κατάφερε με
το ράμφος του και έσπρωξε την πόρτα
προς τα πάνω και κατάφερε να βγεί.
Δίσταζε.
Είχε μάθει να ζεί πίσω από κάγκελα.
Πρέπει να έχεις φραγμούς για
να κρατηθείς ανέπαφος…
Ο κόσμος του τώρα θα ήταν έξω από
το μικρό επίχρυσο κλουβί.
Δεν δίσταζε άλλο. Πέταξε.
Και δεν τα κατάφερε
Δεν είχε πετάξει ποτέ!
Κι όμως την τελευταία στιγμή
πήρε απότομα φόρα προς τα πάνω και χάθηκε
στους ανοιχτούς ουρανούς.
Και το πουλί που έμεινε πίσω,
ήταν ανήμπορο να κάνει οτιδήποτε.
Δεν προσπάθησε καν να δραπετεύσει κι αυτό.
Ήξερε ότι θα χαθούν εκεί έξω,
τι νόημα είχε;
Η ελευθερία δεν ήταν για αυτό
αρκετή.
Και έτσι έμεινε στο
μικρό επίχρυσο κλουβί, το οποίο
τώρα του φαινόταν πολύ μεγάλο.
Έκανε κούνια, έτρωγε, έπινε.
Δεν ξανατραγούδησε ποτέ όμως.

 

***************************

 

Τη νύχτα

Τη νύχτα τη σιωπηλή, τα σημαντικά συμβαίνουν
Οι σκέψεις και οι καημοί δυσοίωνα σημαίνουν.
Κάθε λογής εγκλήματα και αρρωστημένες πράξεις.
Στο κρεβάτι ξαπλώνεις την ταλαιπωρημένη σου ψυχή
Ιδρώνεις και στριφογυρνάς, έχεις μoνάχα μια ευχή.

Τη νύχτα τη φλογερή, ψυχές ποθούν ηδονικά αισθήματα
Κορμιά παραδίνονται στον έρωτα, παίρνουν της ζωής τα μεγαλύτερα μαθήματα
Kαι μπορείς να ακούσεις μελωδίες τρελές και να δείς πολύχρωμες λάμψεις.
Τον δικό σου χώρο στο κρεβάτι θες, όχι αγκαλιές και χάδια
Και εκείνη δεν ξέρει ότι το πρωί θα φύγεις, γιατί η καρδιά σου είναι άδεια.

Τη νύχτα τη σκοτεινή, έγνοιες το παρελθόν σκαλίζουν
Αυτά που έκανες και δεν έκανες, το μυαλό σου, σου ζαλίζουν
Η πληγή είναι ακόμη ανοιχτή μετά από τόσο χρόνια.
Έναν άνθρωπο ζητάς, σ ‘αγαπώ στο αυτί σου να ψιθυρίζει
Ακόμα και αν σε κλοτσάει, ακόμα και αν ροχαλίζει.

Τη νύχτα που στις πρώτες ακτίνες του ήλιου σβήνει
H έμπνευση το μυαλό ταρακουνά και την καρδιά σου μόνη δεν αφήνει
Για αυτή που τη πληγή σου άνοιξε, τώρα νιώθεις μόνο καταφρόνια.
Και η έμπνευση, δημιουργία φέρνει, γεμάτη ομορφιά και πυγμή
Ο πόνος τέχνη γίνεται και φέυγει, η ευτυχία κρατάει μόνο μια στιγμή.

 

******************************

 

Περπατώντας

Το μυαλό είναι ελεύθερο
όταν η πόλη παραδίνεται
στο μούχρωμα.
Τα πάντα γύρω σου, σου
φορούν ένα χαμόγελο πλατύ
όσο και αν αντιστέκεσαι.
Οι εργαζόμενοι που πάνε σπίτια
τους.
Τα παιδιά που παίζουν
ανέμελα στην πλατεία.
Τα κορίτσια που βγαίνουν
βόλτα.
Περνάς από δίπλα τους και
μυρίζεις τα
αρώματα τους που σε
μεθούν.
Και τα σκυλιά που
άλλες φορές γρυλίζουν
και σου δείχνουν τα
δόντια τους.
Αυτή την ώρα. Τώρα.
Ακόμα και αυτά σου
χαμογελούν.
Ότι λάθη έκανες δεν έχουν
πια σημασία.
Τα έσβησε το κύμα
που γλύφει την ακρογιαλιά.
Οι γλάροι πετούν από πάνω σου
και σπουργίτια επίμονα, τυλίγονται
στα πόδια σου
και πλανόδιοι μουσικοί
παίζουν blues που στάζουν
ιδρώτα.
Η αμφιβολία πέφτει κάτω
και σπάει σε εκατομμύρια αστέρια.
Η νύχτα πλησιάζει και
κάτι καινούργιο θα ξεκινήσει.
Μέσα στη μέση
και γύρω σου όλοι
σε κοιτούν και χειροκροτούν.
Πάρε τριαντάφυλλα να δώσεις
στη γυναίκα της ζωής σου
και αν δεν έχεις καμία
γυναίκα στη ζωή σου, δώστα
σε μια περαστική.
Για ένα χαμόγελο ακόμα,
αξίζει.
Και τώρα πήγαινε σπίτι σου
γιατί είσαι κουρασμένος
και γιατί η τόση
ομορφιά δεν αντέχεται.
Άλλωστε η νύχτα πλησιάζει
και κάτι καινούργιο θα ξεκινήσει.

Γιάννης Γκούμας, «Ανθολογία 1985-2012», Σειρά Ποιείν 03, εκδ. Μετρονόμος 2012 [γράφει ο Σπύρος Αραβανής]

$
0
0

 (Πίνακας εξωφύλλου: Δημήτρης Λαλέτας, 1964-2011)

 

Δεν ξέρω αν είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω για το βιβλίο του Γιάννη Γκούμα αν και «χρεώνομαι» την επιλογή των ποιημάτων και την επιμέλειά του. Κι αυτό γιατί η σχέση μας ξεπερνά κατά πολύ τις λέξεις, είναι, πλέον, ένας βιωμένος χρόνος. Και ως γνωστόν τον βιωμένο χρόνο τον ζεις, δεν τον περιγράφεις. Είναι πάνω από τους στίχους, και πέρα από τη φιλολογική ματιά. Συνεπώς όσο και αν προσπαθήσω και μάλιστα ενώπιον ακροατηρίου να καταθέσω τι εστί για μένα Γιάννης Γκούμας -και η ποιήσή του ως μια πλευρά του- πάντα κάτι θα υπολείπεται ως έκφραση πάντα κάτι θα περισσεύει ως συναίσθημα.

Θα πω μόνο οτι όσοι τον έχουν γνωρίσει έστω και λίγο από κοντά είμαι απόλυτα βέβαιος οτι τους εκφράζει ο στίχος του Σεφέρη: «Τα πεύκα κρατούν το σχήμα του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε», με άλλα λόγια η παρουσία του εντυπώνεται μέσα σου από την πρώτη στιγμή γνωριμίας. Αισθάνεσαι την ατμόσφαιρα μιας αλλοτινής επόχής, την αύρα ενός δανδή. Άπό τις κινήσεις των δακτύλων του μέχρι το ιδιοφυές χιούμορ και την ιδιόχρωμη φωνή του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο ήρωας στα ύστερα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη εκεί που το μυστηριακό συνδιαλέγεται με το ρεαλιστικό, εκει που τα αντικείμενα συμβολίζουν εποχές και οι εποχές καθρεπτίζουν τα αντικείμενα. Εκεί, δηλαδη, που ένα καπέλο ή μια ομπρέλα στήνουν έναν ολόκληρο κόσμο αθώο, ρομαντικό και συνάμα πληγωμένο. Αυτή ακριβώς είναι και η ποίηση του Γιάννη Γκούμα ένα focus σε μικρά αντικείμενα που αρκούν για να ξετυλίξουν την ιστορία της ζωής του.

 

Γράφει ο ίδιος:

 

«γόπα στην άκρη του πεζοδρομίου, το νοημα της ξοφλημένο σε κίτρινο φίλτρο. Άψυχη μα τόσο τυχερή που είχε την αίσθηση ενός στοματος».

 
Ή αλλού:
 

«και καθώς τοποθετώ τις παντόφλες μου πλάι στο κρεβατι για ένα αύριο, αντιλαμβάνομαι οτι όλη μου η ζωή ήταν μια προσπάθεια να βάλω σιγαστήρα στη σιωπή μου».

 

Το πρώτο, λοιπόν, χαρακτηριστικό των ποιημάτων του είναι αυτή η αίσθηση της κάμερας εσωτερικού, κυρίως χώρου, που εστιάζει και ταυτοχρόνως επεκτείνει. Λείπει το θεατρικο και αφηγηματικό στοιχείο αν και ο ιδιος ηθοποιός του θεάτρου με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Γιατί στην ποιήσή του δεν υποδύεται ρόλους, είναι ο ίδιος ρόλος. Μιας ζωής σημαδεμένης από την οικογενειακή του κατάσταση και από τους ρόλους που η ίδια η ζωή του επέβαλλε. Από ένα επωνυμο που τον συνοδεύει όπως η σκιά του και δεν τον άφησε να ξεδιπλώσει όλο του το «είναι».

 

Γράφει ο ίδιος:

 

«ένα δέντρο μπονζάι που το βασανίζουν κατευθύνουνε κλαδεύουνε κατσιάζουν με σκοπό μια ευχαριστη όψη, ήταν αυτό το πεπρωμένο μου».

 

Αυτή η εξομολογητική διάθεση των ποιημάτων του είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της ποιήσής του. Όπως είχα σημείώσει και παλαιότερα για τη συλλογή του «Τα πορτρέτα της ωριμότητας», παίρνει το νήμα από τα χέρια του Σοφοκλή για να ξετυλίξει αλλιώς τον οικογενειακό μύθο, εκπροσωπώντας έτσι όσους δεν τόλμησαν ποτέ να ομολογήσουν πως ο Οιδίποδας ήταν ο παιδικός τους ήρωας…

 

Γράφει ο ίδιος:

 

«Ο τσιγαρόβηχας της μητέρας είναι το ξυπνητήρι μου

Όπως με γέννησε, με ξυπνά.

Έχω κι έναν πατέρα. Σπάνια τον φέρνω στο νου μου.

Τούτη τη στιγμή, κάπου στον κόσμο

Θα πρέπει να τραβά το καζανάκι.»

 

Ο περιβόητος Γιώργος Μίχος σε ένα σχόλιό του στο Ποιείν την ημέρα ανάρτησης ποιημάτων του Γκούμα είχε γράψει: «Ο Γκούμας αποδεικνύεται ισχυρότατος μετακαβαφικός με ένα φλέγμα παιγνιώδες που χτυπάει στα μαλακά τον επαρχιωτισμό της ποίησής μας… ». Έπεσε μέσα και στις τρεις παρατηρήσεις του. Ο Γκούμας προσπαθώντας μες τους στίχους του να συμφιλίωσει τα ασυμφιλίωτα της ζωής και της τέχνης του χρησιμοποποιεί ως όπλα την καβαφική αισθητική, την ειρωνική γλώσσα και τον ιδιοσυγκρασιακό και όχι επιφανειακό εστετισμό του, στοιχεία που αποτελούν και ο τρίτο γενικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του. Και πώς αλλιώς να αντιμετωπίσει τα τραγελαφικά του ποιητικού χώρου, το γεγονός, δηλαδή, οτι αν και έχει μεταφράσει περισσότερους από 200 Έλληνες Ποιητές και έχει στηρίξει παμπολλους είτε υλικά είτε σε επίπεδο έργου (δημοσιέυσεις και προβολή τους σε περιοδικά του εξωτερικού) για ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τα Δεκαεφτά ελεγεία για τον Σάιτ Σαλίμ Χαλμαν (1986), το νεαρό που σκοτώθηκε στα δεκαεφτά του, και που εμπεριέχονται στο βιβλιο που παρουσιάζεται σήμερα, στην Ελλάδα δεν γράφτηκε ποτέ καμία κριτική αντίθετα με τους διθυράμβους που έλαβε σε άλλες χώρες. Για να μην επεκταθώ σε άλλες πιο προσωπικές ήττες που βίωσε και βιώνει από ανθρώπους του χώρου και τις οποιες εκφράζει οχι ως παράπονο αλλά ως διαπίστωση. Όπως ένας δανδής.

 

Για να δουμε, λοιπόν, αν δεν αξίζε αυτό το έργο ούτε μιας εγχώριας κριτικής. Σας διαβάζω ένα μικρό τμήμα του:

 

«Ένα λευκό γαρίφαλο του τάφου σου

μεταμορφώνει το είναι σου

σε μύρο.

Ήδη αφουγκράζομαι λυγμό μιας πεταλούδας.»

 

Τα συμπεράσματα δικά σας.

 

Συνεχίζω. Παρόλο όμως που είναι βαθύτατα προσωπικός και γεναία αυτο-αναφορικός ο άξονας της ποίησής του δεν περιστρέφεται μόνο από τον ίδιο. Σε αυτή την Ανθολογία εμπεριέχονται και πολλά ποιήματα που αφορούν τον έξω κόσμο αυτόν που διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια του τον στερούν. Έχει όμως το ένστικτό και την κρίση να μπορεί να τον περιγράψει, και εδώ αναφέρομαι, και στα Ανέκδοτα ποιήματα που υπάρχουν στο βιβλίο, καλύτερα και από τον πανταχού παρόντα και τα πάντα (ξε)πληρόντα άνθρωπο της εποχής μας. Γράφει:

 

«Η χώρα με εγκαύματα δευτέρου βαθμού,

ο λαός με εγκαύματα τρίτου βαθμού,

ακόμα και τον ίσκιο του πριονίζουν.

Η ζωή προσπαθεί να χαμογελάσει στους πολιτικούς

και δεν ξέρει πώς.»

 

Και αλλού:

 

«Αυτή η χώρα μας εκμεταλλεύεται για να υπάρξει,

κι εμείς την εκμεταλλευόμαστε για να υπάρξουμε.

Είμαστε σαν μανταλάκια σε απλώστρα δίχως ρούχα.

Είμαστε ατρόμητοι σαν τον κεραυνό,

απειθάρχητοι σαν τον άνεμο,

ανεύθυνοι σαν τα πουλιά

που αφήνουν κουτσουλιές παντού.»

 

 

Όπως και το ακόλουθο:

 

«Δοκιμάζω να μετρήσω προβατάκια, αλλά

τους νεκρούς Εβραίους καταλήγω να μετρώ.

Μακάριο λέω το παιδί αυτό που

δεν γνωρίζει ακόμη να μετρά.»

 

Αγαπημένε μου Γιάννη Γκούμα, θα κλείσω εδώ την σύντομη αυτη παρουσίαση μονάχα με ένα ευχαριστώ που επέλεξες τις εκδόσεις Μετρονόμος και τη Σειρά Ποιείν να στεγάσουν τα ποιήματά σου. Με αυτόν τον εξαιρετικό πίνακα στο εξώφυλλο του προσφάτως αποδημήσαντος, Δημήτρη Λαλέτα, για την παραχώρηση του οποίου θέλω να ευχαριστήσω τον Γιώργο Χρονά. Μην περιμένεις και μην περιμένετε άλλα πιο ευσυγκίνητα καταληκτήρια λόγια. Ο βιωμένος χρόνος τα καλύπτει όλα. Μονάχα ένας παραποιημένος από εμένα στίχος σου:

 

«Εκτός αυτού, την ανεκτίμητη συλλογή σκέψεων την άφησα στα λόγια που δεν έχουν ειπωθεί».

 

* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 4/7/2012 στο Floral.

 

 

 

 
 
 

 

 
 
 

 
 

 

 

 

 

 


Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τρία Ποιήματα

$
0
0


GIORGIO DE CHIRICO- Ettore ed Andromaca

 

ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ

Συμμετείχαν σε επαγγελματικό συνέδριο
που γινόταν σε μεγάλο ξενοδοχείο.

Με πρόσχημα ότι η βρύση στη μπανιέρα της έπαθε βλάβη,
του ζήτησε να πλυθεί στο δωμάτιό του.
Επίτηδες άφησε ανοικτή την πόρτα του μπάνιου καθώς πλενόταν,
για να την δει γυμνή.
Ολοφάνερα του ρίχτηκε με αυτόν τον τρόπο.
Όμως ήταν και μια επίσπευση των κινήσεων
να κάνουν έρωτα για πρώτη φορά.
Γιατί η έλξη ανάμεσά τους με δαιμόνια επιμονή
συνεχώς μεγάλωνε.

****************

 

ΑΝΑΡΙΓΗΣΑ

Όταν μπήκες στο αυτοκίνητο
η μυρωδιά από την κολόνια σου διαχύθηκε.
Μήνυμα, κάλεσμα μου έστελνε
η μυρωδιά της κολόνια σου,
κάλεσμα αφροδισιακό.
Αναρίγησα από χαρά.
Τα δυνατά μπράτσα σου με περίμεναν.
Σφριγηλός, ευφρόσυνος χώρος τα μπράτσα σου,
περίκλειστο σύμπαν με μαγεία.

 

******************

 

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Ώριμη στην ηλικία, και σαν χαρακτήρας αντισυμβατική,
με εκρηκτικό ταπεραμέντο,
αλαζονική, αλλά και με βαθιά μελαγχολία
βαθιά απόγνωση.
Μετά από θυελλώδεις έρωτες
είναι μόνη
και απεγνωσμένα γυρεύει άνδρα να ερωτευθεί ξανά.
Έκοψα γέφυρες, την αποφεύγω.
Αυτές οι αντιθέσεις, αυτό το μείγμα απόγνωσης και αλαζονείας
την κάνουν σκοτεινή και απρόβλεπτη.
Κουράστηκα από τους σκοτεινούς και απρόβλεπτους
-είτε άνδρες είτε γυναίκες-
μπόλικη, πικρή πείρα έχω.

Ιάσωνας Σταυράκης, τα Αθηναϊκά-ανέκδοτα ποιήματα για το πΟΙΕΙΝ

$
0
0

Akanthos Ak τοπίο της Ομόνοιας (λάδι σε καμβά 60 Χ 100 cm)

***

Σφαγείο φορτωμένο μύγες μοιάζει ο δρόμος…
Οι διαβάτες κρεμασμένοι στα τσιγκέλια της χαράς
ακολουθάνε τον αόρατο χάρτη…
Ιδρωμένες οι ανάσες των κεριών
διασταυρώνονται με τις τύψεις
της χοντροκομμένης συκιάς
που χρωματίζει τα φρούτα της
στο μοτίβο του κρεμασμένου Ιούδα…
Δεν υπάρχουν αναμνήσεις
μονάχα ήχοι ακούγονται όταν τα φύλλα θροΐζουν
και συθέμελα τραντάζει το δέντρο…
Δεν υπάρχουν αναμνήσεις
μονάχα οι αισθήσεις λειτουργούν
όταν εκείνο το παράξενο φιλί
σφραγίζει το σώμα
κι ψυχή μπαρκάρει
για τις αχανείς λεωφόρους…

***

Θα ήθελα να ζήσω σε μια χώρα…
Χωρίς κλέφτες…
Χωρίς πολιτικούς…
Χωρίς πατριδοκάπηλους…
Θα ήθελα να ζήσω σε μια χώρα
που θα ονόμαζε με τιμές
τις διακλαδώσεις στους
υπονόμους…

***

Όλοι εγέρθητι…
Εκτός από εμάς
που μείναμε
βαλσαμωμένοι σαν πουλιά
στα καροτσάκια του ουρανού
με λέξεις στα φτερά
και με κάθε πέταγμα
θα σας λερώνουμε
τα μούτρα…

***

Ίπταμαι στο αιγαίο
σαν ταριχευτής του χρόνου…
Στα χεριά κρατώ
το μυστικό ραβδί της μνήμης…
Ψάχνω τον αστράγαλο της ποίησης…
Να ανοίξω το χάος μέσα του…
Η φλυαρία να ξορκιστεί…

***

Από την Δήλο
θα μετρήσω
το ανάστημα σου…
Σε οριζόντιες, σε κάθετες
και διαγώνιες
μεταφυσικές διακεκομμένες…

***

Τώρα που η Ελλάδα πενθεί…
Ο Καββαδίας δεν μπαρκάρει…
Ο Καρυωτάκης σταμάτησε να ειρωνεύεται το θάνατο του…
Ο Σικελιανός έχασε τον δρόμο για την Ελευσίνα…
Ο Παλαμάς έσβησε τον λύχνο κι αποκοιμήθηκε…
Ο Ρίτσος κατεβάζει την κουρτίνα να μην βλέπει…
Ο Καβάφης κλαίει διψασμένος στο τείχος του ορίζοντα…
Ο Καζαντζάκης γεωμετρεί τις χαμένες ψυχές…
Ο Μακρυγιάννης πυρπολεί τα απομνημονεύματα του…
Ο Λειβαδίτης σταμάτησε να αγαπάει…
Και όλοι εμείς αδέλφια μου
πενθούμε τον χαμένο ήλιο
κι παγωνιά τσάκισε τα γόνατα μας…

***

Στις άκομψες γειτονιές της Αθήνας
τα ξημερώματα πιωμένος ο Σωτήρης
σχεδιάζει την εκδίκησή του…

Λίγα βήματα πιο περά
χωρίς μηχανή ο Άκανθος φωτογραφίζει
την κατεδάφιση του κέντρου…

Πίσω μας οι κυρίες
κοιτάζουν στον ίδιο καθρέφτη
χαμογελώντας για το πριν και το μετά…

Την επόμενη, ο Στέλιος
σαν τζίνι φανερώνει την αποσκευή
που κουβάλησα πριν χρόνια
από την Ουκρανία…

Όσο για μένα
που ποτέ δεν έμαθα
πως να κρύβω την χαρά μου,
υπέγραψα ένα συμβόλαιο
για ένα βιβλίο
που δεν θα φέρει
το όνομά μου…

19/7/12 Ο ΙΑΣΩΝΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ ΜΕ ΤΟ CIRCUS POIEIN στην Κεραμεικού και Σαλαμίνος
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΙΕΙΝ ΣΤΟ ΔΙΑΤΟΠΟ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2012

ΠΕΜΠΤΗ 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012
Ο ΙΑΣΩΝΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ ΜΕ ΤΟ CIRCUS POIEIN ON THE ROAD

ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ Akanthos Ak
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΚΛΠ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΕΤΣΙΚΑ,

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΟΙΕΙΝ ΣΤΟ ΔΙΑΤΟΠΟ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2012
ΠΕΜΠΤΗ 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012, Εκδόσεις ΑΚΤΙΣ
Ο ΙΑΣΩΝΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ ΜΕ ΤΟ CIRCUS POIEIN ON THE ROAD

ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ Akanthos Ak
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΚΛΠ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΕΤΣΙΚΑ,
πΡΟΣΕΧΕΊς ΕΚΔΗΛΏΣΕΙς:

1) Anna Akhmatova, Εκδόσεις ΦΙΛΝΤΙΣΙ
2 Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
3) POST RESTAND, Εκδόσεις ΕΝΔΥΜΙΩΝ
4) Franz Kafka, Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ

Jean Genêt (1910-1986) [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #04]

$
0
0

 

Κλέφτης, μαστρωπός, αυνανιστής, προδότης, τοιούτος, ο Ζαν Ζενέ γεννήθηκε στο Παρίσι και η μητέρα του τον εγκατέλειψε στη κοινωνική πρόνοια, μια πράξη που όλη του τη ζωή δεν μπόρεσε να εξηγήσει. Στιγματισμένος σα κλέφτης από τους θετούς γονείς του, ο Ζενέ μεταξύ ηλικίας δέκα και τριάντα-οκτώ χρονών πήγαινε φιρί-φιρί για φασαρία. Το 1948 γλύτωσε την καταδίκη σε ισόβια φυλάκιση λόγω των λογοτεχνικών του επιτευγμάτων. Για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που μαζί με άλλους ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή τη λογική και ανθρωπιστική πράξη επιείκειας, ο Ζενέ ήταν ένας σύγχρονος υπαρξιστής ήρωας. Για τον Σαρτρ ήταν υποδειγματικός λόγω της εκλογής του να γίνει η εικόνα (κλέφτης, εγκληματίας) που οι θετοί γονείς του -και μετά η κοινωνία- του επέβαλαν.

 Μέχρι που ο Ζενέ απέκτησε λογοτεχνική φήμη, λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δράση του ήταν βασικά αστική. Είναι ένδειξη της μεγαλοφυίας του ότι, ειδικά ως θεατρικός συγγραφεύς, έλαβε μέτρα ν’ αναπτυχθεί. Για τον συγγραφέα του μυθιστορήματος Η Παναγία των λουλουδιών (Notre-Dame des fleurs, 1944), γραμμένο κρυφά με μολύβι στη φυλακή το 1943, και την αυτοβιογραφία Ημερολόγιο του κλέφτη (Journal du voleur, 1948), το ναδίρ της ύπαρξης βρίσκεται σε μια περίτεχνη άρνηση των αστικών τελετουργιών: να είσαι βρομιάρης, να κλέβεις, να είσαι δειλός, να αυνανίζεσαι, ν’ αμολάς πορδές και να ευχαριστιέσαι τη μπόχα, να προδίδεις, σκόπιμα να είσαι τυπικός εχθρός της κοινωνίας.

 Η «χαιρεκακία» του Ζενέ, που έχει να κάνει με το εξευτελισμένο υπογάστριο της κοινωνίας, άμεσα αντιφάσκει με το περίτεχνο ύφος της πρόζας του. Κι’ έτσι υπάρχει μια ειρωνεία στο μυθιστόρημα Η Παναγία των λουλουδιών:  «διεφθαρμένος», «διεστραμμένος» εγκληματίας χρησιμοποιεί ένα άκρως ακαδημαΪκό, «πρέπων» ύφος για να καταγράψει απηνώς μικροαθλιότητες, που ποικίλλουν από πώς ν’ αφήσεις μια ικανοποιητική πορδή, μέχρι που να χύνεις μέσα στο στόμα ένος δολοφονημένου άνδρα: όλα αυτά για να θίξει και να βρίσει την αγαπημένη μητέρα που εγκαταλείπει το παιδί της, ώστε να κάνει μια χειρονομία φροντίδας που θα ακύρωνε την αρχική εγκατάλειψη. Η αντίληψη του Ζενέ γι’ αυτή την άγνωστη πραγματική μητέρα, αναμφίβολα προέρχεται από την μικροαστή μορφή της θετής του μητέρας.

Πιο εφευρετικό είναι Ο Κερέλ από τη Βρέστη (Querelle de Brest, 1947), και το καλύτερο μυθιστόρημα του Ζενέ: εδώ υπάρχει μια πιο λιτή πρόζα, ο συγγραφέας βάλθηκε να εξετάσει τη φύση της «ανηθικότητας» από πιο γενική άποψη. Ο ναύτης Κερέλ είναι μια αυτόνομη δημιουργία, μέσα στον οποίο ένας λάτρης ηρώων, με ρίγη σεξουαλισμού, εμφύσησε πραγματική δύναμη.
Το θέατρο του Ζενέ διερευνά τις κοινωνιολογικές συνέπειες του σχεδίου που επιδίωκε πριν τον συγχωρέσει και αποκαταστήσει ο Πρόεδρος Ωριόλ (1884-1966,  Πρόεδρος της Γαλλίας, 1947-54), στα ίδια του τα μάτια, με το να ενεργήσει όπως η μητέρα του (η οποία ήταν πόρνη) έπρεπε να είχε ενεργήσει. Το κύριο θέμα του είναι ότι η κοινωνία επιβάλλει μια εικόνα σ’ ένα άτομο που του στερεί την ελευθερία του. Στη ζωή του ως κλέφτης, ομοφυλόφιλος πόρνος και κατάδικος, το γράψιμο του Ζενέ ήταν μια φαντασία (και μάλιστα φαντασία αυνανιστική, το θέατρό του εκφράζει την πράξη ελευθέρωσης.

Οι υπηρέτριες (Les Bonnes, 1947), ένα δυνατό θεατρικό έργο (ίσως εφοδιασμένο με μισογυνία), δείχνει πόσο ολέθριες αποφάσεις μπορεί να παρθούν σε απατηλές καταστάσεις. Το καλύτερό του θεατρικό έργο, Το μπαλκόνι (Le Balcon, 1956) παρουσιάζει ψευτοαξιωματούχους να εκτελούν τις ερωτικές τους φαντασιώσεις σ’ ένα πορνείο, ενώ μια εξέγερση λαμβάνει χώρα έξω. Τελικά τα φανταστικά γεγονότα μέσα στο πορνείο συνυφαίνονται με τα πραγματικά γεγονότα έξω, αλλά η πολιτική δύναμη προβάλλεται μοναδικά ως έχοντας την προέλευσή της στην ερωτική φαντασία. Αυτή προφανώς είναι μια περιορισμένη άποψη, και το έργο παρά είναι υποκειμενικό για να έχει παγκόσμιο κύρος, πάντως αποδεικνύει του Ζενέ την εξέλιξη από ραψωδικό ναρκισσιστή σε επιδέξιο σατιρικό συγγραφέα.

 

*****************

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κατερίνα Χανδρινού, “Ζωή με Αόμματο”, (ανέκδοτα ποιήματα)

$
0
0

ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ

Ήμουν έγκυος στο μήνα μου.
Κοίταξα τα μπούτια μου έν’ απόγευμα κι ήταν σαν πυλώνες της ΔΕΗ που στέκονται όρθιοι μες στη μπόρα.
Γέννησα μόνη μου στο δωμάτιο με τα πλακάκια.
Το αποκύημα ήταν ένα μικρό γαλάζιο σπουργίτι με πλαστικά μάτια.
Οβάλ.
Πίεσα το στήθος μου να το ταΐσω κι εκείνο έβγαλε φρουτόκρεμα. Το μωρό μου τη ρούφηξε με τα τρίγωνα χειλάκια του κι αποκοιμήθηκε δίπλα μου.
Έφερα κοντά ένα ρεσώ να το ζεσταίνει.
Με πήρε κι εμένα ο ύπνος μαζί του, χωρίς όνειρα.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το φτέρωμά του ήδη καιγόταν από ώρα.
Το άρπαξα και το’ βαλα μάταια κάτω απ’ τη βρύση. Τα πλαστικά του μάτια με κοιτούσαν μες στα μάτια.
Ανακουφίστηκα.
Δεν θα χρειαζόταν να πω σε κανέναν πως είχα γεννήσει ένα γαλάζιο πουλί με πλαστικά μάτια. Ούτε να δικαιολογηθώ στον άντρα που είχα πριν από ένα μήνα κοιμηθεί μαζί και απορούσε πώς το παιδί στην κοιλιά μου
ήταν δικό του.

ΖΩΗ ΜΕ ΑΟΜΜΑΤΟ

Παντρεύτηκα έναν
Τυφλό
για να’ ναι καλός και
να μπορώ.
Κάθε μεσημέρι,
«για να μου φτιάξει το κέφι»,
έβαζε μουσικές στη διαπασών και χόρευε στο κέντρο περίπου
του σαλονιού.
Μια μέρα,
κι ενώ χόρευε,
τσάκισε τη μέση του με τρόπο τέτοιο,
που ένα τεράστιο χάπι μπλε
από την τσέπη του βρέθηκε στο πάτωμα.
Έσκυψα, το μάζεψα, δεν είπα τίποτα, πήγα στο μπάνιο, εκείνος χόρευε.
Αδύνατον να το καταπιώ,
το άφησα να λιώσει στη γλώσσα μου
κι αυτό
άρχισε να διαλύεται όπως ας πούμε μια ταμπλέτα πλυντηρίου.
Όταν επέστρεψα στο σαλόνι
εκείνος με τα χέρια ψηλά ακόμη χόρευε
και τη χαρακτηριστική στο πρόσωπο
έκφραση
ενός όποιου αόμματου
είναι σίγουρος ότι τον κάνουν χάζι.

Με αφορμή κι αιτία τα χιόνια στο Κιλιμάντζαρο

Σαν ένας άντρας
-με ποιόν κυνηγού-
καταλήξει με γυναίκα πιότερο κυνηγό απ’ τον ίδιο
θα κάνει καλά να πιάσει μι’ αναπαυτική αιώρα στην Αφρική
κι εκεί όπως θα’ ναι
-πλαδαρός και ιδρωμένος-
ν’ ακούει τις ύαινες της θύμησης
της γυναίκας της ζωής του που δεν ήξερε από φυσίγγια
και που νόμιζε ότι της είχε πάρει τον αέρα.

Κανόνες Τονισμού

μακρόν προ μακρού, οξύνεται/ μακρόν προ βραχέος, περισπάται

εγώ τι κάνω

Καλλιρρόης

Ο λόγος που δεν αυτοκτονώ δεν είσαι συ: είναι κάτι αρχαίοι στύλοι
δωρικοί
που υψώνονται αναπάντεχα, ανάμεσα στα σκατά της πόλης που
μεγάλωσα.

Πουριτανισμός

Κάπου στο κέντρο του κρεβατιού μου, υπάρχει μια μαύρη τρύπα που οδηγεί στο μεσαίωνα.
Αν πέσεις μέσα, συναντάς υπερήλικες νομικούς με μαύρες τηβέννους να δουλεύουν νυχθημερόν σε ψηλοτάβανες βιβλιοθήκες.
Πλάι σ’ ένα κερί, προσπαθούν να επαναφέρουν καταργημένους κώδικες και ψηφίσματα που έκαναν επί αιώνες τον κόσμο σκυθρωπό.

marital status

περνώντας απ’ το γιαπί
αγνόησε τα πολωνικά πειράγματα και
πήρε
που της πρόσφεραν
το μπουκέτο σιδερόβεργες
έμενε τώρα να τοποθετήσει το χαρτί
υγείας
πίσω της ακριβώς
να στερεώσει την άκρη του στα μαλλιά της
μ’ ένα μεταλλικό τσιμπιδάκι
κι έπειτα ν’ αρχίσει να περπατά
και άρχισε να περπατά
με το πέπλο της να ξετυλίγεται
ξιπόλυτη πάνω στη διαχωριστική
κι έφτασε στην Πύλη του Αδριανού και το πέπλο ήταν ακόμα
στη Συγγρού
κι έφτασε στον Άγνωστο Στρατιώτη και το πέπλο ήταν ακόμα
στην Πύλη του Αδριανού
κι έφτασε στο Οφθαλμιατρείο και το πέπλο ήταν ακόμα
στον Άγνωστο Στρατιώτη
έχοντας για ουρά το χαρτονένιο κύλινδρο
πάνω στα ρύζια πατώντας απ’ τις σπασμένες τράπεζες.

Μαλανδρίνο

65 χρονώ υπό
επιτήρηση
λιόβεργες καίω
με το ίδιο τούτο χέρι
που ένα άλλο απ’ τη μασχάλη
έκοψε
με ξίφος σαμουράι.
Ο δεσμοφύλακας,
που έχω τα τριπλά του χρόνια,
αρχίζει να χάνει την υπομονή του.
Δεν ξέρει πως η ελιά αργεί
να γίνει στάχτη
πόσο μάλλον, πως ο μονόχειρας βασανιστής
της κόρης μου
δεν ήτανε κακό παιδί.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΙΣΩ

Το φιλέτο της ζωής σου εδώ μέσα θα το φας,
μου είπε η σπιτονοικοκυρά, με κότας φωνή.
Με το χυδαίο άλλωστε ύφος που φαντάζεστε,
μου παρέδωσε τα κλειδιά,
δώσαμε τα χέρια
κι έπειτα είδα επιτέλους τις κλάρες της χοντρής της πλάτης στο διάδρομο να μικραίνουν.

Λίγο καιρό μετά
άφηνα τη γκαρσονιέρα
κι επέστρεφα στο πατρικό
με τα βαριά πόδια που φαντάζεστε.
Στο δρόμο, συνάντησα μια νέα κι όμορφη ρακοσυλλέκτρια.
Ταράχτηκα.
Μου λέω «να δεις όμως που αν την πλησιάσεις, θα βρωμάει, ενώ εσύ δε βρωμάς. Καμία σχέση, άρα.».
Πλησίασα, δεν βρωμούσε, μου είπε καλημέρα.

Στο κατώφλι του πατρικού, έφτασα με τα μπαγκάζια, τυλιγμένη υπήρχε μια εφημερίδα.
«Μαμά, άνοιξε, εγώ είμαι. Πρέπει να’ χει έρθει κι η εφημερίδα του μπαμπά»,
ακούστηκα να λέω στη σήτα του θυροτηλεφώνου.
«Την εφημερίδα που είναι συνδρομητής ο πατέρας σου, την έφερε το πρωί ο ταχυδρόμος, συσκευασμένη όπως πάντα. Κανένα διαφημιστικό θα’ ναι αυτό.
Πέτα το».

Η Κατερίνα Χανδρινού γεννήθηκε κάποια στιγμή στο Χολαργό. Ίκτερο δεν εμφάνισε και έκλαψε αμέσως. Γράφει με ό, τι βρει μπροστά της στα περιοδικά ΝΟΤΥέΝΤΕ και Intellectum. Θ’ άλλαζε, θ’ άλλαζε, μα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Για επείγοντα περιστατικά, επικοινωνήστε: cchandrinou1@gmail.com

Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, «Μεσόγειος»

$
0
0

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Γεωγραφία
Η Μεσόγειος βρίσκεται ανάμεσα στη Σιβηρία και τον Άρη.

 

«Η Ιστορία της Μεσογείου ξεγράφτηκε μες στα χαρακώματα
Μεσαιωνική γέννα σε αίματα και λάσπες»

Ferdinand Braudel Annale
Royal Bordel Anal

Μου έμαθες να μιλάω με γρίφους των τριζονιών
Και με την αναίδεια των εικόνων
Η αλήθεια των αριθμών καβάλησε αραβικό άλογο
Κι έμεινα με το θυμικό στο χέρι
Λες και κρατάω κρίνο περιμένοντας
Τον καυλωμένο άγγελο.

Η Μεσόγειος βρίσκεται ανάμεσα στο μαύρο του ήλιου και τα μάτια σου.

 

*****

Πρώτη Βόλτα

Προσπάθησα
Να σου μάθω
Να αποφεύγεις τις λακκούβες
Για να μην βρεθείς στα σύννεφα ξαφνικά.
Φαντάσου πως όταν βουτούσαμε
Δεν φορούσαμε τίποτα.

Μεσόγειος λέγεται διότι όλα μένουν στην μέση.

Από ανία και φόβο
Η Μανία αυτή για ορισμούς άφησε
Την Μοίρα απ’ έξω
Να βολοδέρνει ξαναμμένη γριά
Μες στ’ αγκάθια και την κάποτε σκαμμένη γη.
Όλα έμειναν στην μέση
Τα μαζέψανε κι έφυγαν
Σ’ ένα βράδυ.
Μια ψυχή δεν βρέθηκε να περιμένει
Κι όταν τα βήματα δεν αφήνουν ίχνη
Ο τρόμος τυλίγεται στον λαιμό
Σαν τη λινάτσα των λεπρών.

Το καλοκαίρι μαράζωσε τα στήθια των κοριτσιών
Ούτε μούστο δεν βγάζεις

Ο ήλιος είναι ένας μακρύς κύκλος
Που τεντώνεται διαγώνια σαν χορτασμένος
Πασάς.

Όταν μας καταπίνει ο ήλιος
Άραγε τσούζει ο λαιμός του;

Ο ήλιος βήχει πάντως μερικές φορές
Και φτύνει
Βακτήρια αστέρια στο παρμπρίζ μου
Ανάβω τα δυνατά μου φώτα
Πατάω αλεπούδες και σκαντζόχοιρους
Μια εκδρομή πάνω σε ράγες
Τα άλογα δίπλα μου σέρνουν πίσω τους τις μύγες
Ενώ παράλληλα ορισμένα βαγόνια τρένων κουβαλούν
Την Άνοιξη μακριά.
Κλωνάρια αμυγδαλιών εξέχουν από τις χαραμάδες

Δείξε μου τι φέγγει στον Ορίζοντα
Να σου πω τι δεν θα γίνουμε
Ποτέ.

Όταν περπατάω στους ξεχασμένους δρόμους της επαρχίας
Οι πατημένες γάτες με ακολουθούν με το βλέμμα τους:
«Μην μας αφήσεις να μην πεθάνουμε»

Οι καντίνες που συναντώ μυρίζουν καφέ
Κι όταν πλησιάσω θειάφι.

Η Μεσόγειος είναι αναίρεση προσδοκιών
Με ακρίβεια αλχημιστικού συμβόλου
Που στο βάθος κρύβει κάποιο μακάβριο ψοφίμι.

Δώς μου ψωμί με το χέρι σου
Κι εγώ νερό απ’ τις πληγές μου

Τα παπούτσια βγήκαν μικρά
Και με χτυπούν καθ’ όλη τη διάρκεια

Είναι άδικο που γεννηθήκαμε εδώ
Στο ασημί του λιόδεντρου
Και στα χαρακώματα της σταφίδας.

 

*****

Un-μ-editerranea 1.

Βορειότερα τα παιδιά χαζεύουν βιτρίνες ζαχαροπλαστείων
Βλέπεις, η σοκολάτα ποτέ δεν λιώνει στα μάτια

 

******

Πανίδα

Εδώ δεν υπάρχουν ελέφαντες
Δεν υπάρχουν ζέβρες να κάνουν την ελπίδα
Νουάρ ταινία
Την γη παλέτα ασπρόμαυρη
Λωρίδες χαραμάδες φυλακή χαρούμενη

Δεν υπάρχουν τίγρεις να εμπνέεται ο Blake
Ούτε γαλάζιες αντιλόπες που πηδάνε
Τον Νείλο σαν ρυάκι
Κι έτσι όπως πίνουν νερό
Περιφρονούν τον θάνατο κρυμμένο
Στα ψηλά χορτάρια

Εδώ τα λιοντάρια ζωγραφισμένα
Ή ραμμένα. Δεν υπάρχουν Λέαινες
που γεννούν Γυναίκες που στεφανώνουν
Γυναίκες

Εδώ δεν υπάρχουν ξενιτεμένοι

Μονάχα ξένοι

Εδώ μόνο βασιλιάδες μόνο καπετάνιοι
Που παίζουν κρίκετ
Και κυλιούνται σαν γατάκια στην ποδιά
Της Ισαβέλλας
Στα πόδια του Λαυρέντιου που
Έχει ξεμείνει από μελάνι

*****

Πρώτη Στάση

Όταν πατάω γκάζι το αμάξι μου καρδιοχτυπά μαζί με τα φύλλα της λεύκας. Γιατί σε λένε Ασημένια κι εμένα Άρρωστο; Οι χάρτες δείχνουν τον κόσμο σε μικρογραφία τον θάνατο σε κλίμακες ο χρόνος είναι η γεωμετρία του ανέφικτου

Σταμάτα

Βγες από το αμάξι κι αγόρασέ μου τσιγάρα αγόρασέ μου ένα πλοίο κι έναν ισθμό πάρε μου μια λαβωμένη πυξίδα. Γιατί σε φωνάζουν Μόνη κι εμένα Κυριακή; Πάρε μου μια σοκολάτα να σκάψω μέσα της να βρω τα πρώτα μου δόντια

Προχώρα

Δως μου το κουτί με τα εργαλεία να δω τι φταιει που δεν προλαβαίνω το βήμα μου

Το κακό με τους φίλους είναι πως πεθαίνεις κάποια στιγμή και μένεις μόνος σου

Βάλε μπροστά πάλι κι οδήγησέ με εκεί που καταλήγουν τα σκουπίδια των λεωφόρων που όταν αραιώσει η κίνηση το βράδυ πια οι άγγελοι κατεβαίνουν και τα χώνουν στα στήθη τους τα παρηγορούν με φλογέρες και ποιήματα.

Βάλε μπροστά επιτέλους

 

*****

Χλωρίδα

Τα παιδιά βαρέθηκαν τα δάση
Διότι χανόντουσαν διαρκώς
Άσε που τα κοτσύφια τούς έφτυναν
Σπόρους στο κεφάλι και φύτρωναν τα πεύκα στα μαλλιά τους
Έτσι τα έφραξαν κι έφτιαξαν κήπους
Μα ήταν στενοί
Και τα σαλιγκάρια έκαναν την μέρα αφόρητα μακριά
Τα παιδιά έβαλαν τους κήπους στη χούφτα τους
και τους έπλαθαν τους έπλαθαν σαν βρώμικη πλαστελίνη
Κι οι κήποι έγιναν βότσαλα
Και τα παιδιά κατούραγαν στο κενό
Να βρουν νερό να παίξουνε «ψαράκια»
Μα το νερό έγινε πολύ και δεν ήξεραν κολύμπι
Άσε που τα φύκια που λικνίζονταν θύμιζαν κορίτσι και
Ανέδιδαν μια ομορφιά που έφερνε δάκρυα στα μάτια
και το νερό γέμισε αλμύρα
Και τα παιδιά έγιναν ταξίδι
και μας παράτησαν με ένα μπλε
που είναι Μελαγχολία

 

*******

 

Un-μ-editerranea 2.

Μεσόγειος λέγεται διότι οι γιατροί μπέρδεψαν
μια παλιά πληγή με τον αφαλό

Μιχάλης Νεοφύτου, 4 Στιχουργήματα

$
0
0

Θυμάμαι τις γκρίζες κάμαρες
Τις αφιλόξενες, άθλιες κάμαρες
Πώς άνοιγαν το στόμα τους
Και με καταπίνανε

Έπειτα με ξερνούσανε
Πάνω στα κίτρινα, λιγδιασμένα τους ντιβάνια
Να αναπολώ
Τα πολύχρωμα κορίτσια
Που έναστρος ουρανός ήταν τα μάτια τους
Καθώς έσκυβε απάνω μου
Αυτή η άυπνη πόλη
Και με γρατζουνούσε η παγωμένη ανάσα της
Όπως γρατζουνάω εγώ
Εδώ, τώρα
Αυτή τη κιθάρα

***

Είδα μια λάμψη και
Την ακολούθησα
Γύρω μου οι σκιές
Σιγοψυθίριζαν

Κι απ’ του δρόμου το στενό
Άλογα χλιμιντρίζανε

 

***

Απ’ του πόνου καταπιάνεσαι τα χάδια
Και στης τρέλας αφήνεσαι τα λόγια
Βαφτίζεις την αγάπη καρμανιόλα
Και μες τα μάτια σου λάμπουν τα σκοτάδια

Απόψε τυφλέ καθρέφτη μου
Ας υποκλιθούμε στη θλίψη μαζί

Ανατέλλουν σπάνιας ομορφιάς φεγγάρια
Μα εσύ ταμπελώνεις τη κάθε μου στιγμή
Έτσι βυθίζομαι με περηφάνια στην απάθεια
Πριν αρχίσεις να με λες απειλή

Απόψε τυφλέ καθρέφτη μου
Ας υποκλιθούμε στο χάος

 

***

Τώρα που η σκέψη μου πλανάται ελεύθερη
Και στη φαντασία το είναι μου λουφάζει
Ζητάω να βρω μνήμη υποδιέστερη
Να μη πεθυμάει το κελί μου π’ όλο αδειάζει

Και χωρίς να μετρώ αναπνοές
Θα αφεθώ στων τραγουδιών τα νερά τα βαθειά
Έτσι κι αλλιώς ποιος νοιάζεται
Ας πνιγώ σα λησμονιά

Τώρα σε πηγάδια της έμπνευσης οι στοχασμοί μου
Θα ξεδιψάνε απ’ τον ιδρώτα ενός κόσμου ιδεατού
Τώρα στα χέρια ας κρατήσω τη ζωή μου
Σε δρόμους όπως πάντα για τα πάντα ανοικτούς

 

******************

 

Ο Μιχάλης Νεοφύτου είναι γεννημένος το Φεβρουάριο του ‘87 στη Λεμεσό…Είναι τραγουδοποιός κι από τα 15 του έχει εμφανιστεί κατα καιρούς σε διάφορα συγκροτήματα…Από τα 20 του άρχισε να εμφανίζεται με μια κιθάρα σε αρκετά μαγαζιά της πόλης ενώ από το 2010 είναι ο στιχουργός κι ερμηνευτής στο συγκρότημα ”ΤΑ ΚΑΤΑΚΑΘΙΑ”

Εκάβη Σέχη, Ποιήματα

$
0
0

 

Συνομιλία με έναν ποιητή

 

Ρώτησα ένα φίλο μου ποιητή
τι χρειάζεται για να εκδώσω
τα ποιήματά μου.
Να μην καπνίζω πολύ,
μου απάντησε.
Αδύνατον, του λέω.
Είναι πάνω από
την ατελή φύση μου.
Εμένα ο καπνός με θρέφει.
Οι στάχτες με βοηθούν
να τακτοποιώ τα μεθύσια μου.
Η φωτιά… Σε εμένα η φωτιά
μπορεί και εξοστρακίζει
τις σκάρτες μνήμες μου στο άπειρο.
Να καταπολεμάς τους διαβόλους σου,
συμπλήρωσε.
Τι στο διάολο! Εμπόδιο θέλει να μπει,
σκέφτηκα.
Δεν γίνεται αυτό αγαπημένε μου.
Χωρίς το διάολο στο κορμί μου,
δεν αρθρώνω λέξη στο χαρτί.

Έτσι το πήρα απόφαση.
Η έκδοση της απελπισίας σου
σε οδηγεί σε πωλήσεις
αγαπημένων συνηθειών.

 

**************

Πώς να γίνεις ποιητής

 
Πρώτον, ερωτεύσου.
Το ίδιο φύλο, το άλλο φύλο.
Τη ζέστη της κόλασης, τους φόβους σου,
τη γοητεία της ανασφάλειας,
την ανωριμότητα της επιπολαιότητας,
τη συλλογικότητα,
την αλληλεγγύη.

Ερωτεύσου ότι σε σκοτώνει στο ψαχνό.

Δεύτερον, κοιμήσου κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Γράψε το βράδυ ή
όταν σκαλίζει η ανατολή τον ουρανό.

Τρίτον, ρώτα! Μη πάψεις να ρωτάς.
Τι άρωμα φοράς;
Τι τοκίζεις και τι χρεώνεις;
Πως κοιμάσαι;
Τι μισείς;
Τι αγαπάς;

Τέταρτον, διάβαζε.
Στο τραίνο,
στην ουρά της εφορίας όταν θες να δηλώσεις
το ληξιπρόθεσμο άγχος σου,
στο κατάστρωμα, στο μεσημεριανό.
Διάβαζε, Όρθιος, ξαπλωμένος, γυμνός.

Πέμπτον, μέθυσε.
Με βότκα, με ουίσκι,
με κρυφές μυρωδιές,
με κρασί όπως εγώ.

Έκτον, απόφυγε τους δήθεν.
Τους κατατρομαγμένους από τη
σταγόνα που έπεσε δίπλα τους.
Αυτούς που κρύβουν σουγιάδες
στο νεκρό – συνάμα χαριτωμένο – χαμόγελό τους.
Απόφυγε εκείνους τους πληθωρικούς ξερόλες
που κρίνουν την επιθυμία σου να πεθάνεις
ακαριαία μετά από έναν δυνατό οργασμό.
Απόφυγε ακόμα περισσότερο τους δυνάστες.
Τους επιφανειακούς που βουτάνε
στα νερά της συνείδησης τους
και στο πρώτο δευτερόλεπτο
έχουν σαπίσει.

Έβδομον, προσέλκυσε τη γοητεία
του ανυπεράσπιστου.
Τη σαγήνη της δημιουργίας που
αναβλύζει από τη πάχνη τα
της επιδερμίδας σου.

Μόνο όμως, όταν σαν έκρηξη
ξεσπάσει ο φλοιός του εγκεφάλου σου,
μόνο τότε θα γίνεις ποιητής.

 

**************

Άλυτο αίνιγμα

 
Έφερα το χώμα στα μέτρα μου
μα τα εκατοστά της αγάπης σου
σκέπασαν τη λεπτομέρεια.
Πώς μπορεί ο έρωτας
να υπάρξει δίχως λεπτομέρεια;
Πώς μπορώ να βρω τα αναγκαία
χιλιοστά οξυγόνου να τις
εισπνεύσω στις μέρες εκείνες
που ήθελες να φύγεις;

 

***********

 

Σοφία και Συμπόνια

 

Κάποιοι χαμένοι φίλοι
έγιναν η αιτία απόψε να πιω
και αμέσως μόλις νιώσω μεθυσμένη
να πάρω τους δρόμους.

Αυτή η αιτία έγινε αφορμή
να οικοδομήσω καλύτερα
πεζοδρόμια για να περνούν
άφοβα μπροστά στους αστέγους
οι νεκροί εραστές.

Αυτή η αφορμή είναι η δικαιολογία μου
που εκ των υστέρων κατάλαβα πως
σε όσους είχα κάνει έρωτα
είχαν μουδιάσει αιώνες πριν.

Και όμως στάθηκα εκεί.
Δίπλα τους.
Πλάι τους.
Απέναντί τους,
και τους χάριζα
κάβλα και γοητεία.

Κάποιοι χαμένοι φίλοι απόψε,
μου έκαναν φοβερό κήρυγμα
για τα λάθη μου.
Πόσο χαίρομαι στ’ αλήθεια που χάθηκαν!

Υπάρχει καλύτερο απόσταγμα από τα λάθη
που σοφά επιλέξαμε;
Πως αλλιώς θα ήμουν αυτή που είμαι απόψε,
την 27η ημέρα του Δεκέμβρη;

 

***************

 

Το λευκό ποδήλατο

Μόλις άρχισαν να φαίνονται
στον ορίζοντα τα πρώτα σημάδια
της νιότης που με λαχτάρα περίμενα.
Άγγιξα για λίγο ένα ξεχασμένο όνειρο
και αργότερα με περίσσιο θάρρος
έστρεψα το όπλο εναντίων μου.

Με τολμηρές κινήσεις εγώ
και με ύπουλα συναισθήματα κάποιοι,
συναντηθήκαμε σε ένα δρόμο δίχως γυρισμό.
Θυμάμαι τα λόγια της μητέρας μου,
« Όλοι οι δρόμοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους,
γνωρίζονται μόνο μέσω των ανθρώπων ».

Δεν άργησε η στιγμή που με αφόρητη μανία
με καταδίωξαν δρόμοι με το χαμόγελο
τρομαχτικού γελωτοποιού
και τάραξαν με την ηδονική τελετή τους,
τα λιγοστά μου όνειρα.
Τι γίνεται όταν ξυπνήσω
και πλέον βουτηγμένη σε μια κόλαση
δεν θυμάμαι τίποτα;
Τίποτα για κανέναν μας και υποχρεωμένη
να εξομολογηθώ στον διάολο
πράξεις παθητικές και ενεργητικές.
Πράξεις παλιές.
Πράξεις ξεθωριασμένες και σκουριασμένες.
Βουτηγμένες όλες στο δηλητήριο της ειρωνείας.

Καμία απάντηση ακόμη.

Ίσως θα μάθω όταν κάνει περίπατο το φεγγάρι.
Όταν θα ουρλιάξει
και εγώ σαν το ακούσω τρέξω
με το λευκό ποδήλατο μου
στην γραμμή αντανάκλασης που κάνει
στην επιφάνεια της θάλασσας.
Μπορώ να μάθω πολλά μυστικά με αυτόν τον τρόπο.

Μα δυστυχώς πολλές στιγμές
εξαφανίζονται σαν μικρές πολύχρωμες πεταλούδες.

 

************

Βιογραφικό
Η Εκάβη Σέχη γεννήθηκε το 1988 και κατάγεται από την Αλβανία


Αναστασία Μιχελάκη, Τέσσερα Ποιήματα

$
0
0

 

ΣΕ ΕΙΔΑ…

Σε είδα…
Σε είδα
να κλαδεύεις τις επιθυμίες σου,
να γίνεσαι το κάτοπτρο της νύχτας.
«Δεν έχω πια πατρίδα» να μιλάς
μέσα απ’ τα σύμβολα τα δόντια σου.
Σε είδα…
Σε είδα
να διπλώνεις την ψυχή σου,
να αραιώνουν τα όνειρά σου
επικίνδυνα.
«Δεν έχω πια πατρίδα» να μιλάς
μέσα απ’ τα σύμβολα τα δάκρυά σου.
Έκλεισα σ’ ένα φάκελο τα αστέρια
και σου τον έσπρωξα κάτω απ’ την πόρτα.
«Πάρε τα χνάρια αυτής της γης
και, κοίτα, να ξανάλθεις. Πατρίδα
είναι όπου κοιτάς. Τα άλλα, όλα,
κ α τ α ν ά λ ω σ η».

 

***

ΑΜΦΙΒΟΛΑ ΚΕΡΑΣΜΑΤΑ

Παρέλαβα.
Τις σκέψεις, τις φροντίδες, τα γινάτια.
Στο μεταξύ, πεθαίνει ο καπνός.
Φλερτάρει την υπομονή μου ο υδράργυρος.
Με επισκέφτηκε ένα λουλούδι,
κάπως παράξενο στην ομιλία…
«Θα με φιλέψεις μια γουλιά στοργή απόψε;
Στον κήπο του έθνους περισσεύει η οργή.
Ο θάνατος σου, η κρυφή ευχή μου».
Ανέλαβα.
Τα άτονα μαλλιά της Μαργαρίτας.
Στο βάθος αγωνίζεται η ζωή.
Στο μεταξύ, πεθαίνει ο καπνός.
Το επιδόρπιο του ύπνου μένει άθικτο.

 

***

ΞΥΠΝΑ ΤΟ ΝΕΡΟ (ΌΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΈΡΩΤΑΣ)

Οχτώ χρόνια μείναμε πάνω στη θάλασσα.
Θεωμένοι από τις ανάσες του ήλιου
και τα απαλά φιλιά του ανέμου.
Έστρωνα την καρδιά μου κάθε νύχτα
να κοιμάσαι στον αστερισμό της νιότης.
Οχτώ χρόνια μείναμε πάνω στη θάλασσα.
Μελωμένοι ο ένας απ’ τα μάτια του άλλου
μη νιώθοντας το γκρίζο παρά μόνο
σαν υπότιτλο των ανοιχτών καρδιών.
Οχτώ χρόνια μείναμε πάνω στη θάλασσα.
Οι πατημασιές μας στην άμμο ακούστηκαν
στην απόπνοια του δειλινού σαν μάννα.
Και μην ακούς τι λέει το ρολόι.
Και μην ακούς τι λέει η καμπάνα.
Όταν πεθαίνει ο έρωτας μια
άμαξα από σύννεφα
έρχεται να τον ψάξει.

 

***

Επιστροφή στις ρίζες του Έρωτα

Nύχτα, αλληλέγγυα του ανέμου,
σπάσε τη μέση σου σε δάκρυα
και φθάσε.
Φθάσε όπου η μέρα δεν μπορεί να φθάσει.
Και πες οι λέξεις διαβρώνουν την Αλήθεια.
Και πες πως ό, τι λάμπει δεν είναι Χριστός
Και πες η σκέψη μου για σένα δεν άλλαξε
διεύθυνση. Τις ίδιες θάλασσες
χαϊδεύω πάντα.

Gottfried Benn, Ποιήματα (μτφρ-σχόλιο: Νίκος Βουτυρόπουλος)

$
0
0

 

Ο Gottfried Benn εδώ διαβάζει το ποίημα “Αστέρια”

 

Κυκλοφορία

Ο μοναχικός κυνόδοντας μιας πόρνης
που πέθανε άγνωστη,
είχε σφράγισμα χρυσό.
Τα υπόλοιπα δόντια λείπανε,
λες και το ‘χαν συμφωνήσει σιωπηλά.
Ο νεκροτόμος τον ξερίζωσε
και ύστερα πήγε για χορό.
Λοιπόν, είπε,
μόνο το χώμα πρέπει να καταλήγει στο χώμα.

 

***

 

Μικρό αστρολούλουδο

Ανοίξαμε το πτώμα ενός πνιγμένου μεθύστακα.
Κάποιος του ‘χε καρφώσει ένα μαβί αστρολούλουδο
ανάμεσα στα δόντια.
Καθώς έκοβα κάτω απ’ το δέρμα
γλώσσα κι ουρανίσκο,
μ’ ένα μεγάλο νυστέρι,
μου γλίστρησε τ’ αστέρι στον εγκέφαλο.
Την ώρα που ράβαμε, το πήρα
και το ‘βαλα στη θωρακική κοιλότητα
μέσα σε πριονίδι.
Πιές τώρα τον άμπακο μες στο δοχείο σου!
Κοιμήσου απαλά,
μικρό αστέρι!

 

***

Ο γιατρός ΙΙ

Η κορωνίδα της δημιουργίας, το γουρούνι, ο άνθρωπος-:
κάνει παρέα και μ’ άλλα ζώα!
Στα δεκαεπτά κολλάει μουνόψειρες,
εδώ κι εκεί τριγυρνά ανάμεσα σ’ απαίσιες μουσούδες,
εντερικές παθήσεις και διατροφές,
γυναίκες και μολύνσεις,
στα σαράντα αρχίζει να τρέχει η κύστη-:
νομίζετε για ένα τέτοιο κακομούτσουνο πλάσμα η γη
θα μεγαλώσει απ’ τον ήλιο ως τη σελήνη; Γιατί γαβγίζετε;
Μιλάτε για την ψυχή-Τι είναι η ψυχή σας;
Τις νύχτες χέζει η γριά στο κρεβάτι της-
ο γέρος πασαλείβεται στα πόδια,
και σεις καταβροχθίζετε σαβούρες,
νομίζετε τ’ αστέρια γεννιούνται τυχαία…;
Αχ!-Από κρύα εντόσθια
η γη ξερνά φωτιά όπως κι απ’ άλλες τρύπες,
αίμα πάνω απ’ το στόμα-:
τρικλίζει
πιο κάτω
αυτάρεσκα στη σκιά.

 

***

Ληστές-Σίλλερ

Την πανούκλα φέρνω. Δυσωδία είμαι.
Έρχομαι απ’ την άκρη της γης.
Όταν φτύνω κάποιες φορές ξεστομίζοντας λέξεις,
σφυρίζουν τ’ αστέρια, και τότε όλοι οι δειλοί
μεθύστακες πίνουν απ’ του Άβελ το αίμα.

Γιατί κλαίει η μάνα μου; Γιατί ασπρίζουν
τα μαλλιά του πατέρα μου; Ουρλιάζω:
Σκοτάδι ο ύπνος σας! Οι εκτρωματικές χαράδρες σας!
Σύντομα θα σας αγκαλιάσει το χώμα.
Όμως στο μέτωπό μου βουίζουν ταξιδιάρικα σύννεφα.

Μήπως η βλέννα μιας πόρνης
έσταξε στο αίμα μου μικρή επιδημία;
Ένα κομμάτι θάνατος βρωμάει πάντα στη γωνία-
σφύρα του! Δος του μια! A!

***

Αστέρια

(Μετάφραση : Νίκος Βουτυρόπουλος
Η έμμετρη απόδοση του ποιήματος Αστέρια (1936) έγινε από τον Κώστα Σφενδουράκη)

Αστέρια-μέρες πνιγηρές,
ξόρκια, ικεσίες χρονοβόρες.
Θεοί κρατάνε ζυγαριές
καθώς διστάζουνε οι ώρες.

Πάλι κοπάδια τα χρυσά,
φως, ουρανός, πέπλο και πάλι,
κάτω από φτερά νεκρά φυσά
το παρελθόν κάτι να βγάλει;

Λαχτάρα που ‘χει ξαναρθεί,
τα ρόδα, εσύ, μέθη που στάζει-
το καλοκαίρι έχει σταθεί
τα χελιδόνια να κοιτάζει,

μια εικασία ακόμη μια,
η σιγουριά πως θα κρατήσει:
με ταξίδι στο κύμα, με νυχτιά
τα χελιδόνια έχουν μεθύσει.

 

***********

Σχόλιο:

Όταν το 1912 εκδόθηκε η πρώτη συλλογή του Gottfried Benn (1886-1956), Morgue (Νεκροτομείο), το νέο ποιητικό ιδίωμα θεωρήθηκε άκρως προβοκατόρικο και σοκαριστικό. Μπορούσε να συγκριθεί, σε απόσταση μόνο, με την ποίηση του Heym ή του van Hoddis. Όμως πίσω από τον αδίστακτο κυνισμό του Benn κρύβονταν ουσιώδη ερωτήματα για τον άνθρωπο και την αντίληψη της πραγματικότητας, έτσι όπως κανείς άλλος εξπρεσιονιστής δεν τα είχε προσεγγίσει ως τότε. Γιός κληρικού και γιατρός, γίνεται ευρύτερα γνωστός από το 1948 και μετά. Τι ήταν για τον Benn ο εξπρεσιονισμός: «Να υπερασπίζεσαι βασίλεια, δίχως νόημα, δίχως ελπίδα να νικήσεις».

Βιβλιογραφία: Dietrich Bode, Gedichte des Expressionismus, Reclam, Stuttgart, 2001.

John-T.F and Lewellyn Powys [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012 #05]

$
0
0

 

Οι αδελφοί Πάουις, γιοί ενός ιερέα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ήταν ένα καταπληκτικό τρίο εκκεντρικών συγγραφέων.

Ο λιγότερο ιδιόρρυθμος από τους τρείς ήταν ο Λουέλιν (1884-1939) ο οποίος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πάλευε με τη φυματίωσε, στην οποία τελικά υπέκυψε. Έγραψε καλά γι’ αυτό τον αγώνα, Πετσί με πετσί (Skin for Skin, 1925) και για τα ταξίδια του, Έβενος και φίλντισι (Ebony and Ivory, 1924), υπήρξε επίσης ικανός βιογράφος. Πάντως δημιουργικός συγγραφέας δεν ήταν, και τα δυο του μυθιστορήματα είναι αμελητέα.

 
Ο Τζων Κάουπερ   (1872-1963) είναι συγγραφέας τεράστιας κλίμακας. Ο Θεόδωρος Φράνσις (1875-1953) είναι μινιατουρίστας. Αλλά και τα δυο αδέλφια βλέπουν το σύμπαν σαν πεδίο μάχης για τις δυνάμεις του καλού και του κακού. Και οι δυό συγγραφείς είναι υπερτιμημένοι από τους θαυμαστές τους, και οι δυο είχαν πνεύμα, και οι δυο πολύ γρήγορα έγιναν πληκτικοί με το να μιλούν διαρκώς για τις συγκεκριμένες έμμονες ιδέες τους. Από τους δυο, μάλλον ο Θ.Φ. Πάουις θα επιβιώσει. Το καλύτερο βιβλίο του Τζων Κάουπερ Πάουις, χωρίς συζήτηση, είναι η Αυτοβιογραφία του (Autobiography, 1934). η αυτοδιορατικότητά και ειλικρίνειά του εμφανίζονται με τον καλύτερο τρόπο. Τα ογκώδη μυθιστορήματά του τείνουν να είναι βαρετά και εξεζητημένα, υπάρχει μια δόση τσαρλατανισμού μέσα τους. Η φαντασία του συγγραφέα είναι λιγότερο έκδηλη από ό,τι υποβάλουν τα μεγαλεπήβολα σχέδια: συνήθως υπάρχει περισσότερο η φιλοσοφική του άποψη για τον κόσμο παρά εφεύρεση: μας λέει για τις συγκρούσεις των χαρακτήρων του, αλλά δεν μπορεί να μας πείσει για την ύπαρξή τους. Η «ευφάνταστη ικανότητα» που συχνά του αποδίδουν, αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μια χυδαία «κοσμική» ψευδο-υπερφυσική προσέγγιση ζωής, η οποία αγνοεί ατομικότητα και απλώς συγκεντρώνεται στη πλατειά αντίληψη.

H Ρoμαντική ιστορία (A Glastonbury Romance, 1933) δεν διαβάζεται, εκτός από όσους θέλουν να δραπετεύσουν από τον εαυτό τους σ’ ένα αόριστο πανθεϊσμό. To Wolf Solent (1929) είναι καλύτερο, αλλά πάσχει από τον ίδιο στόμφο. Και όμως, εδώ υπήρχε μια περίφημη ισχυρογνωμοσύνη, και μια σποραδική επίτευξη καθομιλουμένου ύφους. Όταν ο Πάουις προσπαθούσε να είναι αρχαϊκός ήταν ανυπόφορο,  αλλά η καθομιλουμένη είναι συχνά έξοχη. Στην καρδιά αυτών των ευγενών σκοπών και της αυτομεγαλοποίησης βρίσκεται ένας ελάσσων συγγραφέας περιωπής.
Ο Θ.Φ. Πάουις είναι ανώτερος. Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα και πάνω από είκοσι συλλογές διηγημάτων. Βέβαια η σαδιστική του νοσηρότητα γίνεται παράλογη όταν την πάρεις ποσοτικά. Η διαστροφή και σκληρότητα των αγροίκων χαρακτήρων του αντιμετωπίζεται με επιπόλαια γελοιοποίηση. Όχι ότι είχε μια υπερβολική εικόνα της έμφυτης κτηνωδίας των ανθρώπων, μάλλον επειδή αδυνατεί να τοποθετήσει αυτή τη κτηνωδία (συχνά σεξουαλική) σ’ ένα πειστικό πλαίσιο. Εν ολίγοις, Grand Guignol. Περιβόητο παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα Οι θεοί του κυρίου Τάσκερ (Mr. Tasker’s Gods, 1925), όπου ένας βιαστής ταίζει τον πατέρα του στα γουρούνια, που είναι οι θεοί του. Όποιες οι αρετές, δεν πετυχαίνει. Είχε γραφτεί ότι ήταν ένας «μεγάλος και εκπληκτικός συγγραφέας με τρομακτική εντιμότητα ιδιοφυίας». Εκπληκτικός συγγραφέας ναι, ήταν, και με εγγενής ικανότητα. Αλλά δεν ήταν ούτε μεγάλος, ούτε τρομακτικός. Αυτού του είδους η ημι-υπερρεαλιστική διαστροφή ξεχειλίζεται μέσα σε μια αρρωστημένη κακία. Ο Πάουις θα μπορούσε πράγματι να ήταν μεγάλος συγγραφέας αν έβαζε τα πράγματα σε καλύτερη ισορροπία. Το καλύτερό του μυθιστόρημα, Το καλό κρασί του κυρίου Γουέστον (Mr. Weston’s Good Wine, 1927), μια αλληγορία όπου ο Θεός εμφανίζεται στη κομητεία του Ντόρσετ, έχει ένα ελαφρό άγγιγμα και μια πραότητα που ουδετεροποιούν τη συνηθισμένη συγκέντρωσή του στη κτηνώδη πλευρά του ανθρώπου. Πάντως ο αναγνώστης πρέπει να θεωρήσει γελοίες τις συγκρίσεις του με τον Σαίξπηρ. Ωστόσο ο Πάουις έχει τη θέση του ως πρωτότυπος ελάσσων συγγραφέας.

 

*******************

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Λεύκιος Ζαφειρίου, Μια μικρή κατάδυση στην ποιητική του» [γράφει ο Κώστας Τσιαχρής]

$
0
0

 

Με την Κύπρο με συνδέει ένα παράξενο βαθύ σώμα που η ανόρθωσή του μέσα μου ξεκίνησε στα χρόνια της εφηβείας , όταν ανακάλυπτα την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη , τον Οθέλλο του Σαίξπηρ , τα κυπριακά λυρικά ποιήματα της Ενετοκρατίας , τους Κύπριους συμφοιτητές μου και τα βιώματά τους . Παρόλο που ποτέ δεν ταξίδεψα στο νησί και δεν ξέρω αν θα έχω την ευκαιρία ποτέ να το πράξω , υπήρχε πάντοτε αυτό το σώμα που όταν το άγγιζα , αισθανόμουν πως αυτό που φαίνομαι είναι μια φρεναπάτη και πως ανήκω σε άλλα σχήματα και σε άλλα αίματα . Περιπλανώμενος μάλιστα στα λογοτεχνικά επιτεύγματα της μετά την ανεξαρτησία εποχής για το νησί , συναντούσα εξαιρετικούς δημιουργούς των οποίων το έργο , όπως ήταν λογικό, κουβαλούσε κάτι από το πεπρωμένο αυτής της μικρής πράσινης πινελιάς στον θαλασσινό καμβά της Μεσογείου . Ένας από αυτούς , ίσως ο σημαντικότερος κατά την κρίση μου , ήταν ο Λεύκιος Ζαφειρίου .
Η πρώτη μου «συνάντηση» μαζί του πραγματοποιήθηκε στις σελίδες μιας ανθολογίας για τη σύγχρονη Κυπριακή ποίηση , την οποία προλόγιζε ο ίδιος .Έτσι , μου δόθηκε το έναυσμα να αφουγκραστώ βήμα με βήμα τον τόνο μιας γνήσια ποιητικής φωνής , η οποία για σχεδόν πενήντα χρόνια αγωνίζεται να καθαρίσει τις λέξεις από την καθημερινή τους σκόνη . Με αφορμή λοιπόν τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Λεύκιου Ζαφειρίου από τον εκδοτικό οίκο «Γαβριηλίδης» , θα επιχειρήσω να εισβάλω στις αρτηρίες της ποιητικής του , με την ελπίδα πως θα μπορέσω να υφαρπάξω λίγο από το οξυγόνο που ήδη μεταφέρουν ως ακριβή κληρονομιά στις επόμενες γενιές .

 
Μια πρώτη παρατήρηση αφορά το πολιτικό στίγμα της ποίησης του Ζαφειρίου .  Από την άποψη αυτή δεν αποκλίνει από τους ποιητές της λεγόμενης «γενιάς της εισβολής». Το δράμα της Κύπρου , διαποτίζει άλλοτε άμεσα [ κι η Κύπρος /ασύνορη μνήμη φονικού /στην άκρη της Μεσόγειος ] κι άλλοτε έμμεσα τα ποιήματα [ Είσαι μέσα μου / χωραφάκι που /τ’ ανοίγουν τα σπλάχνα κομπρεσέρ /το παραγεμίζουν μπετόν και ραντάρ-] , περισσότερο ως επώδυνη μνήμη , ως υπενθύμιση μιας άρρωστης εποχής που συνεχίζει να μολύνει το παρόν [Κι ο πιτσιρικάς –πήχτρα το αίμα / στα ρούχα του –άνοιγε λάκκους ,/τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα / στους κροτάφους στη μνήμη / βαθιά ως το μέλλον ]. Συχνά μάλιστα ο ποιητής καταφεύγει σ’ έναν ωμό τρόπο, εγκλωβίζει το συναίσθημα μέσα σε σκληρές λέξεις , για να δώσει στο φως βαθύτερες τις πληγές του λαού του [Οι νεκροί βρομούσαν από’να / μίλι μακριά , ήταν ανελέητο / το τελευταίο καλοκαίρι -/τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων / τις στέγες των σπιτιών ]. 

 

Η ίδια ένταση επιτυγχάνεται με την προσωποποίηση του δράματος σε ζωντανές μορφές : οι μαυροντυμένες γερόντισσες παρουσιάζονται ως «μελανόμορφες μνήμες» που προεκτείνονται στα πάθη του νησιού [ μαυροντυμένες κι οι δυο /πλάι στο δέντρο /κάτω απ’ τον ίσκιο του δέντρου / ανεξίτηλες μνήμες / σαν την άλλη της Κύπρου ] .Τις αγγίζουν η μοναξιά , η θλίψη , η νοσταλγία για τον αγαπημένο τόπο , η πικρία για τα στοιχεία της παράδοσής τους που φαντάζουν αταίριαστα σ’ έναν κόσμο εντελώς ξένο [Είναι σε ξένο τόπο μόνες / χωρίς χειρόγραφα της μνήμης / ονειρεύονται πίνοντας καφέ / Είναι ώρες που νιώθουν να πνίγονται , τη μοναξιά ].Οι αγνοούμενοι εμφανίζονται ως οι πανταχού παρόντες σύντροφοι που ενώ μοιράζονται με τους άλλους μικρές καθημερινές συνήθειες , δοκιμάζουν να συντρίψουν τη δύναμη των όπλων με τις ανυπότακτες λέξεις τους [Εσύ δεν χαμογελάς / προσπαθείς ν’ αρθρώσεις / μια λέξη / που να μη συνθλίβεται / από οδοστρωτήρες κι ερπύστριες ]. Οι νεκροί πάλι αρθρώνουν κραυγές διαμαρτυρίας για την καπήλευση των αγώνων τους , για το παρελθόν που με τόση ελαφρότητα αφέθηκε στα χέρια κάποιων κι εκφυλίστηκε .
Σε άλλα σημεία την οργή και το πάθος αντικαθιστά μια έντονη ειρωνεία , με την εισαγωγή παράταιρων στοιχείων σ’ ένα ιδεώδες σκηνικό και με τη χρήση ισχυρών αντιθέσεων . Στο ποίημα «Τουριστικός οδηγός Κύπρου» η ειδυλλιακή εικόνα του νησιού με τις φυσικές ομορφιές και τους ανέμελους τουρίστες υπονομεύεται από την παρουσία των τεκμηρίων της φρίκης [φυλάκια , πολυβολεία , βόμβες ναπάλμ , πανάθλια ραντάρ ], ενώ στο «Αρνητικό για τον Άρη Βελουχιώτη» σαρκάζονται ο συμβιβασμός των άλλοτε επαναστατών και ο ξεπεσμός των κάποτε σημαντικών γεγονότων σε στιγμές που στοιβάζονται μαζικά στα ψυγεία του μυαλού , για να αναλυθούν αργότερα εκ του ασφαλούς .

 
Σημαντική θέση στους στίχους του ποιητή κατέχουν και τα εγκαταλειμμένα κτήρια , σπίτια κι εκκλησίες . Σ’ αυτούς τους χώρους , ο Λεύκιος Ζαφειρίου απελευθερώνει μια σιωπή ομιλούσα , μια δύναμη που προσπερνά την απουσία των ανθρώπων και υψώνεται σε υπέρτατο υπαρξιακό νόημα . Στο «Σπίτι με τις Λεύκες» δύο αντίπαλες εικόνες διεκδικούν το έπαθλο της τελικής εντύπωσης στο μυαλό του αναγνώστη : από τη μία η αποσύνθεση με τους σκελετούς , τα σπασμένα κάδρα και τα τσαλακωμένα βιβλιάρια καταθέσεων , κι απ’ την άλλη η ανάταση , το φως , η ζωή. Στο «Πέτρινο σπίτι με τα περιστέρια» τα σύνορα ανάμεσα στο παιδί και το κτίσμα συγχέονται σκόπιμα , για να αναδυθεί η παράλληλη διαδρομή τους : Το παιδί είναι ξυπόλυτο , με σπασμένη φυσαρμόνικα , νεκρό , ένα φάντασμα που επιστρέφει στον αγαπημένο τόπο. Και το σπίτι αντίστοιχα είναι χωρίς στέγη , με τ’ άδεια δωμάτια , με παράθυρα χωρίς πλαίσιο , νεκρό . Στην «Παναγία την Κανακαριά» επιπλέον αξιοποιείται με έξυπνο τρόπο η παράδοση σύμφωνα με την οποία ένας Σαρακηνός χτύπησε με μαχαίρι το ψηφιδωτό της Βρεφοκρατούσας Παναγίας κι αμέσως έτρεξε αίμα .Το αίμα αυτό γίνεται ο κρίκος ανάμεσα στο παλιό και στο τωρινό χτύπημα , με τους πολιτισμικούς θησαυρούς της κατεχόμενης Κύπρου ανυπεράσπιστους , χωρίς όνομα , απομεινάρια μιας κάποτε κραταιάς ζωής .
Παράλληλα όμως με τον «θρυμματισμένο κόσμο της Κύπρου» , ξεχωριστή θέση στην ποίηση του Λεύκιου Ζαφειρίου , ιδιαίτερα στην πρώιμη παραγωγή του , κατέχει και η μετεμφυλιακή Ελλάδα . Στα ποιήματα αυτά ο ρεαλισμός του ποιητή θυμίζει εκείνον του Μανόλη Αναγνωστάκη . Τα περιττά φτιασίδια εκτοπίζονται από τη συνταγή της σύνθεσης του ποιήματος , η κάθε λέξη μοιάζει με σφαίρα από ένα πιστόλι που στοχεύει πρωτίστως στο μυαλό και ακολούθως στην καρδιά , γενναίες δόσεις πικρίας δυναμώνουν την ένταση της ανάγνωσης , χώροι και ημερομηνίες αποκτούν ποιητική διάσταση [Κι η Ελλάδα /τουριστικό κέντρο / κέντρο μετακομιστικού εμπορίου / και διερχομένων μεγιστάνων / Μπορντέλα στη Σοφοκλέους , πάροδος Αθηνάς ].Ο ίδιος άλλωστε αποκαλύπτει το στίγμα του ως δημιουργού σε αρκετά ποιήματα με αυτοαναφορικό περιεχόμενο : Επιμένει να οριοθετεί τις λέξεις με το δικό του τρόπο, να μένει στην αληθινή τους τάξη [Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις / δώσε τους μια όποια σημασία /κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι / με μια δική σου τάξη μέσα μου /Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω / την ελευθερία ελευθερία /τον φόνο φόνο ] . Ομολογεί ότι η ποίηση χάνει την αθωότητά της σε δύσκολους καιρούς [Μα όταν η ελευθερία χάνεται / η ποίηση γίνεται / σπαθί και ντουφέκι] .Θεωρεί το ποίημα ως αυτόνομη οντότητα που γεννιέται πριν από την έκθεσή μας στην όποια εμπειρία [Όπως σε νύχτα μακελειού / οχυρώνεσαι πίσω απ’ τον θάνατο των άλλων / έτσι και το ποίημα εκτεθειμένο /πριν από μας / κερδίζει τις λέξεις ].

 
Πλάι βέβαια σ’ αυτή την ποίηση που κρατά μαχαίρι , υπάρχει και το λυρικό πρόσωπο του Λεύκιου Ζαφειρίου , το τρυφερό κομμάτι της δημιουργίας του. Εκεί οι λέξεις γαληνεύουν , μεταφέρουν τη βαθιά συγκίνηση του ποιητή απέναντι στα θαύματα της ζωής του , λύνουν τα πανιά της ευαισθησίας του και την παραδίδουν στον άνεμο μιας πηγαίας έμπνευσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ποιήματα «Ένα παιδί ονειρεύεται στην αυλή του Δημοτικού σχολείου» [Κατρακυλάει το φεγγάρι / ασημένια βήματα / στις σκάλες τ’ ουρανού / πριν τα μεσάνυχτα ] και «Κυπριώτικο Α» [Είσαι μέσα μου / τρυφερό κλωνάρι / ραγισμένο γυαλί / που κινδυνεύει να θρυμματιστεί / λευκό γιασεμί στο σκοτάδι ]. Στα ποιήματα που έχουν ως σημείο αναφοράς τους τον έρωτα , ο τόνος γίνεται πιο «επιθετικός», με την έννοια ότι ο ποιητής δεν συνομιλεί απλώς με το ερωτικό ρίγος , αλλά του επιτίθεται απ’ όλες τις μεριές του σώματος και το αναγκάζει να παραδώσει τα πιο εκλεκτά συστατικά του . Έτσι , η ερωτική πράξη γίνεται μια μικρή κοσμογονία ,ένας σεισμός που ορίζει εκ νέου την επιφάνεια των σωμάτων [Βεγγαλικά σέρνει στην κάμαρα ο έρωτάς σου / και στα φιλιά μας / ποτάμια παφλάζοντας / διασχίζουν τη νύχτα ] [Θαλασσινή μικρή σειρήνα / με σπρώχνεις στον έρωτα /καθώς αναδύεσαι μέσα σου / φιλί φιλί ανοίγοντας / όλα τα κρυφά μουσικά παράθυρα / του κορμιού σου σε μένα ].

 
Αξίζει ακόμη να παρατηρήσουμε ότι στην ποίηση του Λεύκιου Ζαφειρίου ορθώνεται συχνά ένα «Εσύ», δηλωτικό της ανάγκης του ποιητή να δένει τον εαυτό του με τα πρόσωπα και τα πράγματα και να καθρεφτίζει σ’ αυτά τις προσωπικές του διαθέσεις . Το σχήμα του αποδέκτη παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία : ένα απροσδιόριστο εσύ , μια ιστορική μορφή , ένας ασήμαντος ήρωας , το αντικείμενο του πόθου , ο άγνωστος παραλήπτης μιας επιστολής , η μάνα ,η ποίηση , οι αγαπημένες πόλεις [Λευκωσία , Αθήνα , Λάρνακα] , το φεγγάρι της Κύπρου , το πλήθος , ο Κύπριος αγνοούμενος , η Κύπρος ολάκερη ].
Στα δε ποιήματα της ύστερης περιόδου εμφανίζονται συχνά άλλοι δημιουργοί , λατρεμένες μορφές από το χώρο της ποίησης ή της ζωγραφικής [ Κάλβος , Καρυωτάκης , Σολωμός , Βαν Γκόγκ ] με τις οποίες συνομιλεί ο ποιητής , σκάβοντας σε καθοριστικές λεπτομέρειες της ζωής τους ή εντάσσοντας σπαράγματα του έργου τους στο δικό του , δίνοντάς τους μιαν άλλη πνοή , μια καινούργια ζωή σ’ ένα ξένο σώμα .
Ολοκληρώνοντας τη μικρή αυτή περιήγηση , θα ήθελα να τονίσω ότι ο Λεύκιος Ζαφειρίου δεν είναι από τους ποιητές που παγιδεύονται στο ατομικό τους σύμπαν , μεταμφιέζοντας τις όποιες εκρήξεις συμβαίνουν εκεί σ’ εκθαμβωτικό θέαμα . Η ποίησή του μοιάζει με αγκαθωτό στεφάνι που τρυπάει επώδυνα τη μνήμη και λερώνει με σκληρές εικόνες τον εφησυχασμό μας. Μαζί με τ’ αγκάθια της όμως φανερώνει και τρυφερούς βλαστούς . Αποκαλύπτει ένα γήινο αίσθημα , έναν εσωτερικό λυρικό γαλαξία γεμάτο από μικρούς πλανήτες μουσικής και φωτιάς .

Τα «Εντεψίζικα» του Γιώργου Σεφέρη (ΚAΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!)

$
0
0

 

Το ΠΟΙΕΙΝ και πάλι καθημερινά μαζί σας από τις 16/8…

 

1.

Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ειδε φώναξε: “Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.”

1939

2.

Η κόρη είχε στο πράμα της πλήθος εφόδια
κ’ ένα ταξίμετρο δεμένο με καλώδια·
σαν της είπα: “Τί θές;”
μ’ αποκρίθη: “Δραχμές
ενενήντα, χωρίς τα διόδια.”

3.

Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο
κ’ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·
και του λέει: “Βρε συ,
γιά να ιδώ το δεξί -
το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο.”

1940

4.

Η μικρή στο μοναστήρι αναθράφη
και το μουνί της έμεινε στο ράφι·
σαν έρχουνταν κανείς
βολικός συγγενής,
έδινέ το με λίγο πιλάφι.

5.

Ήτανε μια Κυρία στο “Βρυντίριον”
που έλεγε σε μια φίλη της: “Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κ’ έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.”

6.

Ήτανε μια Κυρία στην Ουγκάντα
που κοίταζε μια τζακαράντα·
κ’ ένας γέρος με ομπρέλα
σαν την είδε την κοπέλα
της έδειξε το πέος του από μια βεράντα.

8. 10. 41

7.

Ήτανε μια Κυρία στο Λουρένθο Μάρκες
που προτιμούσε να πλακώνεται στις βάρκες·
σα γαμιόταν στη στεριά
φώναζ’: “Όρτσα, ρε παιδιά!
Όρτσα, και θα τρακάρουμε τις νάρκες!”

10. 1941

8.

Ήτανε μια Κυρία στο Καπ-Τάου
πού ‘κραξε: “Αϊ Φανούριε μ’, θα του φάου!”
όταν είδε στην αυλή
να της γνέφει ένα καυλί
πού ‘ζγιαζε παραπάνω από ‘να πάου.

10. 1941

9.

Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
πού ‘χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: “Κρύο-μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!”

10. 1941

10.

Ήτανε μια κοπέλα στο Κουμπάγκο
που ήταν χωμένη κάτω απ’ έναν πάγκο·
σαν της εδείχναν ψωλή
έβγαζε την κεφαλή
και την πιπίλα’ σαν της δίναν ένα φράγκο.

10. 1941

11.

Ήτανε μια Κυρία στο Ζαμπέζι
που δεν έπαυε ποτέ της να το παίζει·
με μια κόκκινη κλωστή
είχε δέσει μι’ απαυτή
και την τραβούσε το σκυλί της στο τραπέζι.

10. 1941

12.

Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: “Μαλάκα, ντύσου.
Α’ δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρές ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.”

10. 1941

13.

Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κ’ ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: “Είναι τάχα κει;
έχει φύγει; – Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.”

10. 1941

14.

Ήτανε μια κοπέλα στο Βίδι
που ψάρευε με καλαμίδι·
σαν της είπα “Τσιμπά;”
μ’ αποκρίθη: “Πού; … Μπά!
Το τσάκωσε ο λαγός μου το σαυρίδι.”

23. 10. 1948

15.

Ήτανε μια Κυρία στη Φαμαγούστα
πού ‘χε αν μη τι άλλο λοξά γούστα·
σαν ετσάκωνε ψωλή,
τσ’ έκοβε την κεφαλή
κράζοντας καυλωμένη: “Χαίρε, Αυγούστα!”

Βαρώσια [1954;]

16.

Ήτανε στα Κατάπολα μια μούλα
που μόνο στην ανηφόρα ετσούλα’·
την ελέγαν Σεβαστή
κι όταν άφηνε πορδή
γίνουνταν εξωφρενική ρεμούλα.

4. 9. 1961

#

Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
κ’ έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
Σαν την έπιαναν οίστροι,
ζήταε πούτσο μ’ αγκίστρι
για να βγάλει το χάντρο απ’ τ’ άντρο.

29. 8. 40

ΜΑΘΙΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ – ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ

Rimata batarda con rime inglese
nel modo Ciprio
EΙΣ ΛΑΙΔΗΝ ΑΓΓΛΙΔΑ

Ναι, θα ’θελα να πιω λιγάκι gin
τώρα που με κοιτάζεις όπως πριν
με μαυλίσεις στης μοιχείας το κρεβάτι.
Κερά διμέτωπη, κερά promiscuous,
ήσουν το σκιστό ρόδι κ’ εγώ ο μίσχος —
Ι mean to say, καυλός απ’ την αγαύη.

Ευχαριστώ∙ τώρα Ι feel quite tipsy:
δεν έχω πια συνείδηση ουδέ τύψη
απ’ τη στιγμή που γδύθηκες κ’ είδα πως σ’ αγαπώ.
Και μ’ έκανες βοσκό σου απ’ την Αrcadia,
ώσπου μου στράγγιξες ολότελα τ’ αρχίδια,
και τότες έκραξες: «Υοu bloody bastard, go!»

24. II. 1965

(μερικά και η φωτό από τη ροδιά )

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live