Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

T.S. Eliot, «Δυσκολίες πολιτευόμενου» (μετφρ. Γιώργος Σεφέρης)

$
0
0

“Ψηφίστε Ελεύθερα”
(μια προεκλογική αφίσα του Intellectum/ Ποιείν από τον Γιάννη Εργελετζή)

 

ΦΩΝΑΞΕ τί νὰ φωνάξω;

Χορτάρι ἡ κάθε σάρκα; συμπεριλαμβανομένων

Τῶν Ἑταίρων τὸν Λουτροῦ, τῶν Ἱπποτῶν τῆς Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας, τῶν Ἱπποτῶν,

Ὢ Ἱππότες! τῆς Λεγεῶνος τῆς Τιμῆς,
Τοῦ Τάγματος τὸν Μέλανος Ἀετοῦ (α’καὶ β’τάξεως). Καὶ τοῦ Τάγματος τοῦ Ἀνατέλλοντος Ἡλίου.

Φώναξε φώναξε τί νὰ φωνάξω;

Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ γίνει πρῶτα εἶναι νὰ σχηματιστοῦν οἱ ἐπιτροπές:

Τὰ γνωμοδοτικὰ συμβούλια, διαρκεῖς ἐπιτροπές, εἰδικὲς ἐπιτροπὲς καὶ ὑποεπιτροπές.

Ἕνας γραμματέας φτάνει γιὰ πολλὲς ἐπιτροπές.

Τί νὰ φωνάξω;

Ὁ Ἄρθουρ Ἔντουαρ Κύριλ Πάρκερ διορίστηκε τηλεφωνητής.

Μὲ μισθὸ μιάμιση λίρα τὴ βδομάδα ποὺ μὲ πέντε σελίνια ἐτήσια αὔξηση

Γίνεται δυόμιση λίρες τὴ βδομάδα•

Κι ἕνα ἐπίδομα τριάντα σελίνια τὰ Χριστούγεννα

Καὶ μιὰ βδομάδα τὸ χρόνο ἄδεια.

Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ γιὰ νὰ ὑποδείξει ἕνα συμβούλιο μηχανικῶν

Νὰ ἐξετάσει τὴν Ὕδρευση.

Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ

Γιὰ τὰ Δημόσια Ἔργα, πρωτίστως γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ὀχυρωματικῶν.

Μιὰ ἐπιτροπὴ ἔχει διοριστεῖ

Νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ μιὰ Βολσκιανὴ ἐπιτροπὴ

Τὴν αἰωνία εἰρήνη• οἱ βιομήχανοι βελῶν καὶ ἀκοντίων καὶ οἱ σιδηρουργοὶ

Ὅρισαν μιὰ μικτὴ ἐπιτροπὴ νὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὴ μείωση τῶν παραγγελιῶν.

Ὡστόσο οἱ φυλακὲς στὰ σύνορα παίζουνε ζάρια Καὶ στοὺς βάλτους (ὢ Μαντοβάνε) κοάζουν τὰ βατράχια.

Πυγολαμπίδες λάμπουν στὶς ἀνήμπορες πάνω ἀστραπὲς τῆς νύχτας τοῦ Ἰουλίου.

Τί νὰ φωνάξω;

Μάνα, μάνα

Νὰ τὰ οἰκογενειακὰ πορτραῖτα γραμμή, σκοῦρες προτομές, ὅλες μὲ ὕφος ἀξιοπρόσεχτα ρωμαϊκό.

Ὅλες ἀξιοπρόσεχτα ἴδιες φωτισμένες διαδοχικὰ ἀπ’ τὴν ἀνταύγεια

Ἑνὸς ἱδρωμένου λαμπαδοφόρου ποὺ χασμουριέται.

Ὢ χωμένοι κάτω ἀπό… Χωμένοι κάτω ἀπό… Ἐκεῖ ποὺ τὸ πόδι τοῦ περιστεριοῦ πάτησε μὲ μιὰ σύσπαση μιὰ στιγμή,

Μιὰ ἀκίνητη στιγμή, μεσημερνὴ ἀνάπαυλα, βολεμένη κάτω ἀπὸ τὰ ψηλότερα κλαδιὰ τοῦ πλατύτερου δέντρου τοῦ μεσημεριοῦ.

Κάτω ἀπ’ τὰ φτερὰ τὸν στήθους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τ’ ἀγεράκι τ’ ἀπογευματινὸ

Ἡ κυκλαμιὰ ἐκεῖ πέρα ἀνοίγει τὰ φτερούγια, ἐκεῖ τ’ ἁγιόκλημα σκύβει στ’ ἀνώφλι.

Ὢ μάνα (ὄχι κάποια προτομὴ ἀπὸ τοῦτες μ’ ἐπιγραφὴ ἀξιοπρεπή)

Ἐγώ ἕνα κουρασμένο κεφάλι ἀνάμεσα σὲ τοῦτα τὰ κεφάλια

Γεροὶ τράχηλοι γιὰ νὰ τὰ βαστάζουν

Γερὲς μύτες γιὰ νὰ σκίζουν τὸν ἄνεμο

Μάνα

Δὲ θὰ μπορούσαμε κάποτε, ἴσως τώρα, νὰ εἴμασταν μαζί.

Ἂν οἱ θυσίες, παιδεμοί, ἀσκητισμοί, ἐξιλασμοὶ

Ἔχουνε τώρα τηρηθεῖ

Δὲ θὰ μπορούσαμε τάχα νὰ εἴμασταν χωμένοι

Χωμένοι μέσα στὴ γαλήνη τοῦ μεσημεριοῦ, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας ποὺ κοάζει.

Ἔλα μὲ τὸ φτερούγισμα τῆς μικρῆς νυχτερίδας, μὲ τὸ μικρὸ λαμπύρισμα τῆς πυγολαμπίδας ἢ κωλοφωτιᾶς

Πετώντας, πέφτοντας, στεφανωμένα σκόνη, τὰ μικρὰ πλάσματα.

Τὰ μικρὰ πλάσματα τσιρίζουν ἀχαμνὰ μέσα στὴ σκόνη, μέσα στὴ νύχτα,

Ὢ μάνα

Τί νὰ φωνάξω;

Ἀπαιτοῦμεν μίαν ἐπιτροπήν, μίαν ἀντιπροσωπευτικὴν ἐπιτροπήν, μίαν ἐπιτροπὴν ἐλέγχου

ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ! ΠΑΡΑΙΤΗΣΙΣ!


Khalil Gibran (1883- 1931): «Να λυπάστε το έθνος που…»

$
0
0

 

 

…Ο Αλ Μουσταφά έμεινε σιωπηλός, κοίταξε μακριά προς τους λόφους και τον απέραντο αιθέρα, γινόταν μάχη μες στη σιωπή του.

Και μετά είπε: “Φίλοι και συνοδοιπόροι μου, να λυπάστε το έθνος που είναι γεμάτο πιστεύω αλλά κενό από θρησκεία.

Να λυπάστε το έθνος που φοράει ρούχα που δεν ύφανε, τρώει ψωμί που δεν θέρισε, και πίνει κρασί που δεν ρέει από δικά του πατητήρια.

Να λυπάστε το έθνος που ζητωκραυγάζει τον βίαιο άνθρωπο σαν ήρωα και θεωρεί γενναιόδωρο τον μεγαλοπρεπή κατακτητή.

Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος στα όνειρά του, κι όμως υποτάσσεται σ’ αυτό μόλις ξυπνά.

Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του παρά μόνο σε νεκρώσιμη πομπή, δεν υπερηφανεύεται παρά μόνο μέσα στα συντρίμμια του, δεν εξεγείρεται παρά μόνο όταν βρεθεί με το λαιμό του ανάμεσα στο σπαθί και στο ξύλο.

Να λυπάστε το έθνος που ο κυβερνήτης του είναι αλεπού, ο φιλόσοφός του ταχυδακτυλουργός και η τέχνη του τέχνη του μπαλώματος και της μίμησης.

Να λυπάστε το έθνος που καλωσορίζει τον καινούριο του άρχοντα με σάλπιγγες και τον αποχαιρετά με κραυγές αποδοκιμασίας, μέχρι να υποδεχτεί τον καινούριο με τη συνοδεία σάλπιγγας και πάλι.

Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του σώπασαν με τα χρόνια και οι δυνατοί του άντρες είναι ακόμα βρέφη.

Να λυπάστε το έθνος που έγινε κομμάτια και το κάθε του κομμάτι αυτοανακηρύσσεται έθνος”.

 

 

(Από το βιβλίο του «Στον Κήπο του Προφήτη»)

Απόστολος Θηβαίος, «Περιπτώσεις»

$
0
0

 

 

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τον συνάντησα μες στις αγορές και του θριάμβους, τον αναγνώρισα από την πληγή στο πρόσωπό του, τον αναγνώρισα που φορούσε δυο σκισμένα φτερά, τον αναγνώρισα από την ολόκληρη πληγή που έφεγγε στο πρόσωπό του. Τον πλησίασα, τον αναγνώρισα, όμως ήταν τόσο μακρυσμένος πια, ήταν ένας ξένος με δυο μεγάλες στοές βαθιά στα μάτια, ερχόταν, έλεγε από τα χρόνια του κρύου. Έπειτα έφυγε με το νυχτερινό λεωφορείο, έβρεχε. Δεν είπαμε πολλά. Πρόλαβα και είδα πλάι του στέκονταν περίλυποι άγγελοι, σταυροί σπασμένοι, νεκροί που κατευθύνονταν στις οικογενειακές κρύπτες. Ίσιες, ακέραιες μοναξιές στέκονταν πλάι του και χάνονταν στις σήραγγες που είχε για μάτια. Τότε κατάλαβα, τότε μόνο θυμήθηκα, πως ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι λατομεία, ανατιναγμένοι ολότελα, ως τη ρίζα.

 

************

 

 
ΤΑ ΕΛΥΤΡΑ

Πολύ τον εντυπωσίασε εκείνο το άγαλμα,
Που είχε το όνομα «Λίζα» χαραγμένο χαμηλά,
Που είχε μια κίνηση ανεπαίσθητη
Σαν να επρόκειτο να βαδίσει
Προς τους μεγάλους δρόμους,
Σαν να επρόκειτο να εγκαταλείψει
Τα νυχτερινά χρόνια,
Σαν να επρόκειτο, λοιπόν
Να ερωτευτεί κάποιον πολύ.
Τον εντυπωσίασε εκείνο το άγαλμα.
Παρατήρησε μάλιστα για ώρα αρκετή
Την τεχνοτροπία, τα χαρακτηριστικά,
Αναρωτήθηκε για την πιστότητα,
Αμφέβαλε, τελικά
έκλαψε πολύ, για την κάθε νεκρή εποχή,
Για της βροχής την αρχαία ηλικία,
Έκλαψε τόσο.
Έκλαψε και έφυγε μονάχα όταν φάνηκε
Στο βάθος του δρόμου
Ένα κορίτσι με δέρμα ολόλευκο.
Φορούσε ενα ασημένιο καπέλο,
Εκείνο το κορίτσι.
Είχε τα αυτιά του στολισμένα
Με γυαλιστερά έλυτρα κανθάρων,
Στα μαλλιά της φτερά παπαγάλων
Καρφωμένα, χρώματος τιτιάν.
Τέτοιες λεπτομέρειες θυμόταν,
γιατί ακριβώς αυτές,
Κάνουν τα κορίτσια
Να μοιάζουν με ήλιους Λίζα.
Μην λυπάσαι,
Υπάρχουν άνθρωποι μάγοι Λίζα,
Που γυρεύουν από πηγάδι σε πηγάδι
Το χαμένο αστέρι.
Υπάρχουν μάγοι που γυρεύουν ακόμα
Τα γράμματα,
Τα καμωμένα από καπνό.

 

***********

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗΣ

Απόψε θα σας μιλήσω για τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα που γυρεύουν ένα χαρτόνι για στρώμα και πίνουν και καπνίζουν σαν γέροι. Πρόκειται για τα παιδιά με τα γυμνά σώματα που χορεύουν και ποτέ δεν κλέβουν τους πρωινούς, περιφρονητικούς διαβάτες. Μόνο στέκουν στο πλευρό των ανάπηρων μουσικών στις πλατφόρμες, σπρώχνουν με κόπο τα αυτοσχέδια οχήματα, μεγαλώνουν με κόπο, ξέρεις, τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα. Και κάποιες νύχτες κλαίνε, κραυγές σκυλιών που δέρνονται αφήνουν τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα μα έπειτα γελούν και τραγουδούν, όλο χορεύουν τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα και λένε πως ο άνθρωπος γεννιέται για τα καράβια που καίγονται και πως έρχεται καιρός και σκύβεις περισσότερο κατά το χώμα και άλλοτε πάλι γνωρίζεις ανθρώπους που αφήνουν ζωηρά αηδόνια μέσα από τα στόματα. Τέτοια πράγματα λένε τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα και εγώ για αυτό τα αγαπώ και τους υπόσχομαι πως θα τους γνωρίσω κάποτε την όμορφη Μαργαρίτα και εκείνα μένουν πιστά στον ήλιο και δεν τρομάζουν ποτέ με τις σκληρές βροχές και δεν παύουν να ζωγραφίζουν την πόλη με τη χαμηλή προοπτική που λένε πατρίδα τους. Όμορφα που φαντάζουν τα παιδιά της διασταύρωσης Μαντέλα, όταν μιλούν για τα χρυσόψαρα που γελούν μες στις καρδιές τους!

 

**************

 

ΕΠΡΕΠΕ

Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Εκείνη η γυναίκα με τα μάτια από κόκκαλα, εκείνη η γυναίκα ήταν η μητέρα. Δεν την γνώριζα και έτσι αποστασιοποιήθηκα γρήγορα και δεν τη φίλησα, δεν άγγιξα το πρόσωπό της, δεν της είπα την ιδιότητά μου. Ακόμα τη θυμάμαι που με κοιτούσε με κομμένη την ανάσα, στη σκοτεινή γωνιά τα χέρια της ακίνητα σαν στιγμές, ο τροχιστής που γελά περνώντας κάτω από το μεγάλο δρόμο, οι νεαροί των γηπέδων, ένα σύννεφο που έμελε να φέρει βροχή. Εκείνη η γυναίκα, μου αποκάλυψαν πως ήταν η μητέρα μου, ντυμένη με κουρέλια,σαν νύχτα, ένα ράκος ολόκληρο. Ας είναι εγώ θα αγαπάω πάντα τις προοπτικές, τις πολιτείες, τους ναούς όταν αποκαλύπτονται μες στα απογεύματα του Σεπτεμβρίου, εγώ θα αγαπάω πάντα εκείνους που είπαν πως ήταν τρελοί, επειδή κάποτε φώναξαν με ένταση, ολόκληρο το πρόσωπό τους φλεγόταν, πως γύρω φάνηκαν φίδια, εντόσθια, παράξενες μορφές, ατέλειωτες πληγές. Αυτούς θυμούνται σήμερα οι υψηλοί προσκεκλημένοι της αυλής και μιλούν χαμηλόφωνα καθώς συμβαίνει στις τελέσεις των μνημοσύνων και μεγάλα πουλιά απειλούν τις φωλιές και τα παιδιά μας. Οι φωλιές μας, για αυτές που σου μιλώ, είναι βρώμικες, σπίτια παλιά που εγκαταλείψαμε και τώρα γεμίζουν συνθήματα οι τοίχοι και ακρωτηριασμένες φωνές σπρώχνουν τις πόρτες. Γεωργία, Κατερίνα, Ιωάννη θα σας δω σύντομα, στους μακρυνούς σταθμούς της επαρχίας, ευτυχισμένους με τις αποσκευές και τις ζαρωμένες φούστες, τα ζαρωμένα χρόνια γύρω από τα μάτια σαν λάσπες έξω από τα σπίτια, σαν λάσπες. Όσοι λοιπόν αγαπούν, είναι αλήθεια, όσοι αγαπούν πρέπει να κλαίνε.

Mαριλένα Φραγκιαδάκη, Τέσσερα ποιήματα

$
0
0

Απολογία

Πνιχτός λυγμός ακούγεται
απ΄το βαθύ σκοτάδι
Αν όμως άτυχη σταθείς εσύ θα τον ακούσεις
από τα σπλάχνα της νυχτιάς
νύχια θα ξεπροβάλλουν
Αν όμως ένοχη βρεθείς στο δέρμα
θα τα νιώσεις
Πια να ξεφύγεις δεν μπορείς
σαν δουν την κούφια μήτρα
Σπαράζεις δάκρυα
εσύ
σώπα και μη φωνάζεις
Ντύθηκε
η σάρκα σου ενοχή
και μάταια ουρλιάζεις
Δεν είμαι η Μήδεια
εγώ
Εγώ
είμαι μια στείρα.

 

***********

 

 

Αράχνη

Σιωπηλά
υφαίνει νήμα της απουσίας
Aιώνιο χρόνο
δίχτυ σαθρό
το αθόρυβο χνάρι
παγιδεύει
Μέλλον, παρόν και παρελθόν
έντομα βαλσαμωμένα
πάνω στην αόρατη κλωστή
Φευ!
Με της πρώτης πνοής
το τίναγμα
ορμά η αφθαρσία.

 

*************

 

Εραστές

 
Φιλιά του ανέμου τύλιξαν τη φλόγα με αγωνία
και το κερί εσπάραξε καθώς τα δάκρυα γεννούσε

Βουή μακρόσυρτη μες στο δωμάτιο σίμωσε
και ξέπνοα βόγκηξε η σιγαλιά, υγρασία.

Αποκοιμήθηκε η σιωπή στη σάρκα του κρεβατιού
κι ο ψίθυρος πέπλο λευκό στα πορφυρά μαλλιά της

Κρυφά σμίγει με τον ήλιο η αυγή στο παραθύρι το βουβό
κι η πρώτη δροσιά σταλάζει από τη παλάμη του χεριού.

 

************* 

 
Ευρυδίκη
Παλίρροια απόψε

στάζει αίμα

η σάρκα απ’τα χείλια

μες στην σπηλιά αναστεναγμοί

βρυχάται η αϋπνία

Άηχες νότες

σαν όρμησαν

σκόνης κύμα

την πένθιμη σκιά

ν’αντικρύσουν

Γοά η καλλιβλέφαρος

στο αδάμαστο φανέρωμα

ψυχή στο γύψο

ακίνητη

αιώνια να κρύβεται

στην αγκαλιά

της όρφνης

Franz Werfel, «Άσμα της σούρας» (μτφρ.-σχόλιο: Νίκος Βουτυρόπουλος)

$
0
0

 

 

Όμοιοι με πότες είμαστε,
Πάνω απ’ τον θάνατό μας σκυμμένοι.
Στη σκιά προφάσεων
Θολωμένοι τρεκλίζουμε.
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Χτυπά κάποιος την πόρτα;
Κανένα μυστικό,
Κανείς δεν χτυπά την πόρτα.

Άσε μας να ζήσουμε!
Η έσχατη ματαιοδοξία μας δυναμώνει,
Μας μεθά και μας θολώνει!
Επίτρεψέ μας μας το όμορφο ψέμα,
Την χορτασμένη χώρα!
Από τι άλλο να ζήσουμε;

Δεν έχουμε ιδέα…
Όμως μιλάμε από δω, από κει
Με λέξεις τυχαίες.

Να δούμε δε θέλουμε τις νύχτες
Χέρια που ορθώνονται από ποτάμι σκοτεινό.
Μέσα μας δάσος πυκνό,
Πάνω από κορφές καμπαναριό;
Μακριά, μακριά!
Ζούμε από δω κι από κει.
Δος μας κανάτα με μαύρο ύπνο!
Άσε μας να ζήσουμε,
Κι άσε μας να πιούμε, να πιούμε!

Αλλά αν ξαγρυπνήσετε!
Αν ξαγρυπνήσω πάνω απ’ τον θάνατό μου!
Πως μου φεύγουν τα πόδια!
Κάτω από φτελιές δεν ξεκουράστηκα.
Ούτε κάπου στάθηκα.
Τα δέντρα σκοτείνιαζαν,
Σα δήμιοι προσμέναν τα βράχια!
Ριχνόμουν σε κάθε φωτιά,
Να καώ μ’ ατέλειωτους πόνους!

Του θανάτου μας είμαστε πότες.
Ζεστά μας σκεπάζουν οι λέξεις.
Σούρουπο και βλέμμα στη λάμπα!
Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό;
Όχι, κανένα μυστικό!
Κοπιάστε λοιπόν και τραγουδήστε!
Και σεις χορεύτριες με τις καστανιέτες!
Εδώ! Τίποτα δεν ξέρουμε.
Να παλέψουμε θέλουμε να παίξουμε.
Αλλά και να πιούμε, άσε μας να πιούμε!

Σχόλιο:

Το λεγόμενο Trinklied, καταχρηστικά εδώ ως Άσμα της Σούρας, έχει μεγάλη παράδοση στους γερμανόφωνους λαούς, όχι μόνο ως λαϊκό τραγούδι διονυσιασμού σε παραδοσιακές γιορτές. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για ποιητές αλλά και για συνθέτες κλασικής μουσικής. Ο Franz Werfel (1890-1945), λογοτέχνης του Κύκλου της Πράγας και φίλος του Franz Kafka, διανθίζει εδώ τη σύνθεσή του με στοιχεία του νεοεμφανιζόμενου λυρικού εξπρεσιονισμού. Γεννημένος στην Πράγα, έζησε αργότερα στο Λάιμπτσιχ και στη Βιέννη, παντρεύτηκε την Άλμα Μάλερ, χήρα του γνωστού συνθέτη, έγραψε θεατρικά και μυθιστορήματα, πολέμησε και βγήκε ζωντανός από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι μέσω Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας κατέφυγε τελικά το 1938 στην Αμερική όπου πέθανε μερικά χρόνια αργότερα.

 

Βιβλιογραφία:
Dietrich Bode, Gedichte des Expressionismus, Reclam, Stuttgart 2001.

Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Τρία Ποιήματα

$
0
0

Ορφέας Δροσουλίτης

Και όταν
η κόκκινη ομίχλη διαλύθηκε
διέκρινε πως ο ορίζοντας
ακόμη πιο ακαθόριστος ήταν.
Και το πραγματικό τοπίο έρημο
δίχως πεταλούδας χορό
χωρίς την μοσκοβολιά των ρόδων
και ούτε αλόγων καλπασμό
κι η στέρνα ξεραμένη.
Μία ψευδαίσθηση οδυνηρή,
αστραπή που σημάδεψε το είναι της
με ουλές προσμονής.
Έτσι σαν σε νάρκη παρέμενε
τον χρόνο σιωπηλά ν` αποκοιμίζει.
Και ο Ορφέας,
Δροσουλίτης ήταν ο Ορφέας
και κείνη μία Ευρυδίκη
που θαμπώθηκε
από της φύσης τ` ανερμήνευτα παιχνίδια.

**************

 

 

Δεν αρνηθήκαμε

Η αξιοπρέπειά μας κουρέλι
σε παζάρια διεθνή.
Δεν αρνηθήκαμε
τα τραγικά μας λάθη.
Ζήσαμε σαν τον πεύκο
που μεγαλώνει αργά
πίνοντας νερό αλμυρό,
που χύνει τα δάκρυά του
σε κάθε τσεκουριά.
Οι ρίζες μας βαθειές
στο χώμα των αιώνων,
κραυγές καθάριες,
διαλύουνε του κεραυνού
την απειλή.
Δεν αρνηθήκαμε τα λάθη μας.
Μόνον
την ευτέλεια αρνιόμαστε
στα νύχια άπληστων τοκογλύφων.

 

**************

 

 

Τα χρώματα

Έβλεπε πάλι τα χρώµατα να κυριαρχούν - κόκκινο
πράσινο, γαλάζιο - να παίρνουν σχήμα, να γίνονται µορφές,
να µεγαλώνουν, να κρέμωνται στα µπαλκόνια των σπιτιών,
να σκαρφαλώνουν στους στύλους της Δ.Ε.Η.
Κι έπειτα οι υποσχέσεις να κολλάνε πάνω στα χρώµατα,
σα σταγόνες στα φύλλα των δέντρων, λαµπυρίζοντας
µε αμφίβολη διάρκεια, που η κάθε µία έχει
το δικό της χώρο, τις δικές της κινήσεις. Όµως,
ο ίδιος ήξερε, πως οι υποσχέσεις δεν χρησίμευαν σε τίποτα
κάθε τόσο ναυαγούσαν με ήχο κούφιο - κι αναρωτιόταν
ποιό χρώμα άραγε θα έδινε στις σταγόνες
την κρυστάλλινη διαφάνεια, για να μη ναυαγήσουν,
σαν το οχηματαγωγό Νηρεύς, που κατευθύνονταν στη Σητεία.

Miguel Angel Contreras, Τρία Ποιήματα (μτφρ: Αθηνά-Στυλιανή Μίχου)

$
0
0

Ακούστε εδώ

(ΧΧΙΧ)
o μικρός κόσμος του ανθρώπου

Επιστρέφω προς τα ενδότερα, όπου πάντα ήμουνα,
όπου τα πάντα είναι και τίποτα δεν είναι
συγκεκριμένο, όπου είμαστε οι ίδιοι, εμείς.
Στα τοπία φράκταλ του υπεδάφους
έρχομαι,
σε βυθισμένς γωνίες κρυμμένες πίσω από
τοίχους
από εντόσθια και έντερα. Διασχίζω αρτηρίες της
πιο κρύας
και σκοτεινής ανωνυμίας: αναγνωρίζω ένα παιδί
που με κοιτά τρομαγμένο και έναν υπερόπτη νεαρό
που με αποδοκιμάζει
και ίσως και ένα γέρο καθηγητή. Το παν είναι οι αρτηρίες, τα διασχίζουν όλα.
Τα σώματα, τις πόλεις… Είναι πανταχού παρών.
Και στηρίζομαι -ενώ διεισδύω- στο
οστεοφυλάκιο
που αντέχει και στηρίζει τις αυπνίες μου.

Από το Libro de Precisiones (2012)

(XXXVI)
KΒΑΝΤΙΚΟ ΦΙΛΙ

Κρατώ το δώρο σου ανάμεσα στα χείλη μου.
Αυτό που θα ‘ταν η λεπτομέρεια που εσύ
περισσότερο θα εκτιμούσες… Αυτό που στην τήξη
αναζητά τoν άλλo πόλο
και αλλάζει την κατάσταση της ύλης.

Απo το Libro de Precisiones (2012)

(XLIV)

OMOΛΟΓΙΑ ΑΡΧΩΝ

Από την πέτρα μπόρεσα να μάθω
ότι η καρδιά διατάζει. Μετά
ανιχνεύοντας και πάλι στους πόρους της
έμαθα ότι είχε χαραγμένη κάποτε
μια επιγραφή που έλεγε: ο προορισμός μου
είναι η προέλευση μου. Αλλά η πορεία και τα χρόνια
μου έδειξαν ότι δεν υπάρχει προορισμός
που να μην ηττείται με την περιφρόνηση.
Και αν και ομολογώ ότι
αγόρασα ακόμα και βυθισμένα καράβια
δεν παύω κάθε μέρα να αισθάνομαι
ότι το καλλίτερο παντα μέλλει γενέσθαι.

Από το Libro de preciosiones (2012)

MIGUEL ANGEL CONTRERAS

Γεννήθηκε στο Γουαδίξ(Γρανάδα) στις 21 Οκτωβρίου
του 1968. Απόφοιτος της Ισπανικής Φιλολογίας και με Δίπλωμα Προχωρημένων Σπουδών στις «Ανώτερες Σπουδές της Ισπανικής Φιλολογίας» του Πανεπιστημίου της Γρανάδας. Εξειδικεύτηκε στην έρευνα της λογοτεχνίας του Αιώνα του Χρυσού, και είναι καθηγητής γλώσσας και λογοτεχνίας.
Εξέδωσε το βιβλίο Aproximaciones a la poesía de Gregorio SIlvestre [Προσεγγίσεις στην ποίηση του Gregorio Silvestre] (Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, 2002).
Σαν ποιητής το 1998 ήταν ένας από αυτούς που επιλέχθηκαν από τον Fernando de Villena στο ανθολόγιο του La poesía que llega. Jóvenes poetas españoles [Η επερχόμενη ποίηση. Νέοι Ισπανοί ποιητές(Μαδρίτη, εκδότες Huerga y Fierro)]• Από αυτή την ημερομηνία ανθολογήθηκε σε διαφορετικές περιστάσεις μεταξύ των οποίων αξίζει να επισημανθούν τα ανθολόγια Ocho poetas jóvenes de Andalucía [Οχτώ νέοι ποιητές της Ανδαλουσίας] που έγινε από τον Pedro José Vizoso(Decir del agua [Tα λεγόμενα του νερού], Μαϊάμι, Γενάρης 2006), Doce voces al Sur [Δώδεκα φωνές στο Νότο] υλοποιημένο από τον Gregorio Morales (λογοτεχνία Alhucema, nº 16, Ιούλιος του 2006), ”20 poetas colombianos. 20 poetas españoles. [20 Κολομβιανοί ποιητές. 20 Ισπανοί ποιητές]” υλοποιημένο από τον Rafael Castillo (Ulrica nº 39-40, Απρίλης του 2007), Poesía cuántica: ocho poetas [Κβαντική Ποίηση: Οχτώ ποιητές] υλοποιημένο απο τον Javier García Hernández, Decir del agua [Tα λεγόμενα του νερού], Μαϊάμι, Γενάρης 2008), Antología del beso Poesía última española [Ανθολόγιο του φιλιού. Ύστατη ισπανική ποίηση] υλοποιημένο απο τον Julio Cesar Jimenez (Mάλαγα, εκδόσεις Mitad Doble, 2009) και Ida y vuelta [Έλευσις και επιστροφή], Ποιητικό ανθολόγιο πέρι ταξιδιού υλοποιημένο από την Begoña Callejón (Γρανάδα, εκδοτικός οίκος Fin de Viaje, 2011) στο οποίο έχει γράψει και τον πρόλογο.
Το 2012 δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή Libro de preciosiones
[Βιβλίο ορθολογισμών] (Μαδρίτη, εκδόσεις Bartleby).
Συνεργάζεται, επίσης, δια μέσω ποιημάτων και λογοτεχνικών κριτικών
με περιοδικά και εκδόσεις από τις οποίες ξεχωρίζουν: Rebública de letras,
Paraíso, Hache, Robador de Europa, Paradigma και Letra Clara.
Είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ανδαλουσιανού Ιδρύματος
Τύπου.

MIGUEL ÁNGEL CONTRERAS

Nació en Guadix (Granada), el 21 de octubre de 1968. Licenciado en Filología Hispánica y con Diploma de Estudios Avanzados en «Estudios Superiores de Filología Española» por la Universidad de Granada. Investigador especializado en literatura del Siglo de Oro y profesor de lengua y literatura españolas en enseñanza secundaria. Ha publicado el libro Aproximaciones a la poesía de Gregorio Silvestre (Universidad de Granada, 2002).
Como poeta, en 1998 fue uno de los seleccionados por Fernando de Villena en su antología La poesía que llega. Jóvenes poetas españoles (Madrid, Huerga y Fierro editores); desde esa fecha ha sido antologado en distintas ocasiones, entre las que cabe destacar las antologías Ocho poetas jóvenes de Andalucía realizada por Pedro José Vizoso (Decir del agua, Miami, enero de 2006), Doce voces al Sur preparada por Gregorio Morales (Alhucema Literatura, nº 16, julio de 2006), “20 Poetas colombianos. 20 Poetas españoles” preparada por Rafael del Castillo (Ulrika, nº 39-40, abril de 2007), Poesía cuántica: Ocho poetas realizada por Javier García Hernández (Decir del agua, Miami, enero de 2008), Antología del beso. Poesía última española preparada por Julio César Jiménez (Málaga, Mitad Doble Ediciones, 2009) e Ida y vuelta. Antología poética sobre el viaje realizada por Begoña Callejón (Granada, Fin de Viaje Ediciones, 2011) en la que figura también como prologuista.
En 2012 publica su poemario Libro de precisiones (Madrid, Bartleby Editores).
Además, colabora con poemas y crítica literaria en distintas revistas y publicaciones de las que sobresalen: República de las Letras, Paraíso, Hache, Robador de Europa, Paradigma y Letra Clara.
Es miembro del Comité Científico de la Fundación Andaluza de la Prensa.

(XXIX)

EL PEQUEÑO COSMOS DEL HOMBRE

Vuelvo hacia adentro, donde siempre he estado,
donde está todo y nada es concreto; donde somos
los mismos. Vengo a los paisajes fractales del subsuelo,
a rincones sumergidos que se esconden tras paredes
de vísceras y entrañas. Cruzo por arterias del más frío
y oscuro anonimato: reconozco a un niño que me mira asustado y a un adolescente arrogante que me increpa,
y quizás a ese viejo profesor. Las arterias lo son todo,
lo cruzan todo: los cuerpos, las ciudades… Siempre están
en todas partes. Y me apoyo –al sumergirme– en el osario
que aguanta y da firmeza a mis insomnios.

De Libro de precisiones (2012)

(XXXVI)

BESO CUÁNTICO

Tengo tu regalo entre mis labios,
ese que sería el detalle que tú
más apreciaras… El que busca
en el deshielo al otro polo
y cambia de estado la materia.

De Libro de precisiones (2012)

(XLIV)

DECLARACIÓN DE PRINCIPIOS

De la piedra he podido aprender
que el corazón manda. Luego,
escrutando nuevamente en sus poros
supe que alguna vez tuvo grabada
una inscripción que decía: mi destino
es mi origen. Pero el camino y los años
me han mostrado que no hay destino
que no se venza con el desprecio.
Y aunque confieso que también
compré los barcos hundidos,
no dejo de sentir cada mañana
que lo mejor siempre está por llegar.

De Libro de precisiones (2012)

Διονύσιος Σολωμός, «Ο Κρητικός»

$
0
0

 

 

I
Eκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·
«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».
Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο·
τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.

II
Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας,
μά την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τσ’ αχνούς αναστημένους κράζω:
«Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Kαπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη».
«Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια,
στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια·
έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά ’μπει στο κορμί της·
ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος·
και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

III
Aκόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . .
Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα·
κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.
Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,
εσειόνταν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

IV
Eκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Tέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει.
[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.]
Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,
γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου·
έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«T’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ’ αδράξαν,
την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ
και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Mακριά ’πό κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω·
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».

V
Eχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.
Eχάθη, αλί μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.―
Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν,
αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει,
κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει,
ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.―
Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα,
με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
μήτε όταν τον μπομπο-Iσούφ και τσ’ άλλους δύο βαρούσα
σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(κι αυτό μου τ’ αύξαιν’,) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.

Aλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
κι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώστε που πρόβαλε η Aυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος,
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει·
δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . . .
δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Aν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,
γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . .
μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Xάρος.
M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρει
ο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη·
με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,
που εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μου·
και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.


Αντώνης Λάσκαρης, Τρία Ποιήματα

$
0
0

 

Ο συρμός

 

Τα βαγόνια του
συρμού παρέλασαν
μπροστά μου
σε σταθμό υπόγειο
σιδερένιες
οι κολώνες σήκωναν
μπετόν τόνους χώματα
και κουφάρια νεκρών
όπου, αναπαυόντουσαν
χιλιάδες χρόνια
και έσπαγε η σιωπή
τους από φωνές
και αυτόν, τον επίμονο ΄
ρυθμό, μονότονο σαν
ινδιάνικο σκοπό,
σαν τελετή
σαν επίκληση ψυχών
και εκεί, που η
μοναξιά ασφυκτικά
με αγκάλιαζε
σε μία μικρή
εικόνα του μυαλού μου
βυθίστηκα,
με σύννεφα,
που επέλαζαν σαν άγρια άτια
σε λιβάδια του βορά
απέραντα, ελεύθερος
το χάδι του ανέμου
αισθάνθηκα
στο πρόσωπό μου, καθώς
ταξίδευε ο νους
χαζεύοντας, τις διαφημίσεις
του συρμού
εικόνες με ινδιάνους
και άτια υπερήφανα
σε απέραντα λιβάδια
ταξίδευαν
ο συρμός τροχιοδρομούσε
με ελαφρό αεράκι
χανόταν στο σκοτάδι
της στοάς μαζί
με τα όνειρά μου,
και παραστάσεις,
που μου θύμιζαν
να ονειρεύομαι
σε σταθμό
υπόγειο
μετρό συντάγματος.

********************

 

Ένα πρωί

 
Σπουργίτια στο μπαλκόνι μου
παιχνιδίζουν ανέμελα
και χαχανίζουν και πετούν
χορεύουν σε κύκλο
πιάνονται φτερό με φτερό
και ερωτοτροπούν, χαρίζουν
σιγανά τιτιβίσματα
το ένα στο άλλο
χοροπηδητά χαρούμενα,
και η μέρα μου στο κενό μου
δωμάτιο, γελά σαν ελπίδα,
μελωδίες φτάνουν στην καρδιά μου,
και ταξιδεύει η ψυχή
στον ουρανό, στα σύννεφα,
τα φτερά μου ανοίγω
στον αιθέρα, στα ρεύματα
πλέω φλογισμένο πλεούμενο,
βάζω φωτιά, καίγομαι,
πέφτω σε κομμάτια παρθένας γης
υψώνομαι στο άπειρο, εκεί ριζώνω
τα χέρια ανοίγω , και γίνονται κλαδιά,
φωλιάζουν περιστέρια τα σπουργίτια
χτίζουν φωλιές, το ερωτικό
σύμπαν απλώνεται, οι εραστές
της φύσεις πλαγιάζουν,
στις αρχαίες ρίζες,
και διαχέονται ερωτικοί
στην πλάση χυμοί, ρευστά γλυπτά
που φιλοτέχνησε ο έρως,
ενώ, γυρνώ στο κενό μου δωμάτιο
αναπαυμένος ταξιδευτής
της φύσης, εγώ , και
μέρος της αιώνιο.

 

*************

 

Η γριά Θανάσω

 

Η γριά Θανάσω
στη γωνία του δρόμου
πουλάει κάστανα,
απέναντι, το σιντριβάνι,
της θυμίζει παιδικά
χρόνια, το ρυάκι
του Αι Γιώργη,
νεράιδες και νεραιδόσογα ,
καθώς κοιτάει, τη
γυναίκα των αρχαίων χρόνων
να λούζετε στα νερά
της πηγής, την ώρα της αυγής,
τα δέντρα σαν να γέρνουν,
τα χέρια να απλώνουν φώς,
σχισμές σε κλαδιά και όνειρα
φαντάζουν φωτεινές,
πεταλούδες που ίπτανται,
στολίζουν, τα ξανθιά μαλλιά
της νύμφης, το πέπλο
σαν υφασμένο,
από ακτίνες που δραπετεύουν
απ’ την σκοτεινή αγκαλιά
των φίλων, που άντρας
έκλεψε, έκρυψε, το
υφασμένο πέπλο από ακτίνες
της αυγής, των ονείρων τη νεράιδα
φυλάκισε, φίλησε,
έκανε γυναίκα του,
και η φύση δάκρυζε,
και οι στάλες της δροσιάς
την ουράνια μελωδία σκόρπιζαν,
και το κελάρυσμα του νερού,
κάλεσμα, υπνώτιζε τους περαστικούς,
και μαγνήτιζε, το βλέμμα,
στο σιντριβάνι,
και στη γριά Θανάσω που πούλαγε κάστανα.

 

***********

Είναι η πρώτη του δημόσια παρουσία στα γράμματα.

Νίκος Κυριακιδης, Ποιήματα

$
0
0

 

 

ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ
Στα ξερονήσια κάποιοι σκύλοι
Με τους τυχαίους τους έρωτες
αβέβαιους για το είδος,
τα ούλα τους τα ματωμένα,
τα πολλά τους τσιμπούρια,
τις άγριες περιπολείες τους.
Την οργή της αγρύπνιας τους
Επώδυνης ιδίως για σκύλους
τις άναρθρες κραyγές τους
Όταν κατέβηκαν οι επισκέπτες….
ανατρίχιασαν , περισσότερο κι απ΄όσο όταν
εκπορνεύονται.
Γιατί δεν ήταν πονεμένοι,άγριοι
Ήταν θαμένοι ζωντανοί οι σκύλοι.
Το πλήρωμα με τα κυάλια,
ναυτικοί που όλα τα περιμένουν
αναστατώθηκαν κι αυτοί ……
όπως ακριβώς με είχε προειδοποιήσει ο παππούς μου:
‘’Όταν εκεί κάτω
για κάποια αναπόφευκτα δευτερόλεπτα
είσαι ευτυχισμένος,
να κοιτάζεις τα νύχια των ποδιών σου
να κοιτάζεις τις οικογενειακές φωτογραφίες αυτής που αγαπάς
να θυμάσαι τον πατέρα σου
σαν μίλαγε κουβέντες του στρατού του’’.

**********

 

ΑΓΑΠΟΥΣΕ
Αγαπούσε, σπάνια μεν,
αλλά αγαπούσε
ποιός νοιάζεται για τη διάρκεια.
Την είδαν στο κήπο
μιλούσε χωρίς να κινεί τα χείλη
του εξηγούσε τα μπερδέματά της
του έδινε κάποιες απ’ τις αγωνίες της
γινόταν πολύ μικρούλα.
Περίμενε να τη πιάσει εκείνη
η γλυκειά κούραση
αυτή του λεωφορείου στο σχόλασμα
να τα δικαιολογεί, όλα,
να τα εξηγεί, όλα.
Που πήγαν οι θυμωμένοι;
Πόσο υπομονή ακόμη έχουν
οι ανυπόμονοι;
Κρατιέται από κάποια μεσημέρια.
Έχει ανάγκη να θαρρεί
πως βρίσκεται στη μέση.
Μισούσε βουβά
περίμενε να το πει
κάποιος άλλος
με λόγια με αιτίες,
με σχόλια.
Τον άκουγε και χαμογελούσε.
Χωρίς να κινεί τα χείλη.

 

****************

 

ΠΡΟΥΣΣΟΣ

Φτάσαμε σύντροφοι,
εδώ χτίστηκε ο μικρός αυτός πύργος, τιμής ένεκεν.
Εδώ φοβήθηκε φωναχτά,τιμής ένεκεν.
Έχουμε το σώμα μας :
Σταματάει εκεί, το ‘’έχω’’
κομματάκια του φεύγουν
κομματάκια του χαρίζονται
κι αυτό μένει εκεί.
Με τη μυρωδιά της αλήθειας, της φθοράς, της ανυπομονησίας.
Το ποτάμι μέσα απ την ομίχλη,
πατήματα στη μοναξιά,
ο στρατηγός Καραισκάκης
μέγας φοβιτσιάρης
γι΄αυτό ένας πυρετός με μουστάκι
κοντούλης μαυριδερός,
δεν τούλειπε η μάνα του……..
βιαζόταν.

 

***************

 

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΕΚΔΡΟΜΗΣ

 

Ο ανύπαρκτος επιμένει
συναντήθηκε με κάποιον στο δημόσιο ουρητήριο : ΄΄Κι εσείς.. εδω λοιπόν’’
πρόκειται για αντανακλαστικές κινήσεις
άλλωστε υπό την γη, ο θόρυβος λιγοστεύει.
‘’Βέβαια, πρέπει να μπορεί κανείς ν΄αντιμετωπίζει τους γλάρους
είναι τόσοι πολλοί εδω μέσα’’,
’’δεν βαριέστε αγαπητέ, εδω υπάρχουν φυλακισμένοι χρόνια
ελάχιστο ζωτικό χώρο χρειαζόμαστε’’,
‘’ο κύριος παίρνει το μπάνιο του’’
‘’ναι, τον ενοχλείτε όμως με την αναφορά’’.
Ό,τι καταγράφεται υπάρχει
σαν τις μηνιαίες υποχρεώσεις ….έσοδα-έξοδα
‘’υποσχέθηκα να ξεχρεώσω όταν τα χρώματα γίνουν πιο παλ’’
‘’εμένα πάλι, πεινούν τα μάτια μου’’
‘’και αναρωτιούμουν φίλτατε, γιατί αυτό το μικρό δάκρυ; Να, σάλιο ήταν’’
Για τη διαφυγή υπάρχει ο εφιάλτης, επαναληπτικό όπλο
Πολλοί προτιμούν να ξυπνούν
Άλλοι οργίζονται πολυ
‘’ Η γνώμη σας για την οργή ;’’
‘’Ηρέμησα και θ΄ανέβω πάλι,
ελπίζω σε αυτούς που θα έρθουν μετά’’
Στοιχειώδες! να μην αφήνεις τη μέρα κενή

Σοφία Γιοβάνογλου, «Φυτολόγιον Νυκτερινόν» ή «Flora Nocturna»

$
0
0

 

Από την ανέκδοτη σειρά ποιημάτων:

“Φυτολόγιον Νυκτερινόν” ή “Flora Nocturna”

 

I.

Mimosa pudica
ή Μη μου άπτου

Με ναστικές κινήσεις
απωθώ
κάθε περίπτωση
να ενωθώ
μαζί Σας.

 

*************

 

ΙΙ.

Betula pendula
ή Σημύδα η εκκρεμής

Στη ζέστη των χεριών Σας
φλέγεται ο ύπερος,
κοχλάζει η σπερματική μου βλάστη.

Αρσενικέ γαμέτη μου,
το “μόνοικον της φύσεώς μου”
απειλείτε.

*****************

 

 

ΙΙΙ.

Salvia splendens των χειλανθών
ή Φωτιά

Στον κάλυκα του στόματός Σας
ενδημούν
τα πορφυρά χειλεοπέταλά μου.

 

IV.

Liatris spicata των αστεροειδών

ή Dense blazing star

Πώς

φύεσθε

πυκνός και απαστράπτων

μέσα στα πυρωμένα σέπαλά μου.

 

**************

 

V.

Nelumbo nucifera των ψυχανθών
ή Ιερός λωτός

Αναμονή αιώνων
γέννησε
έναν ανθό
αχνορόδινου λωτού
στον ομφαλό Σας.

Nicolas Guillen, «Σε Κάποιο Μέρος της Άνοιξης: Ελεγεία» (Μετφρ.- επιλεγόμενα: Βασίλης Λαλιώτης)

$
0
0

 

 

Σάρα:
Έγραψα αυτό το βιβλίο για σας. Στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένο από εσάς. Φυλάξτε το. Κάποια μέρα, όταν περάσουν τα χρόνια, και θα έχω φύγει κι εγώ επίσης, ίσως θα μπορέσετε διαβάζοντάς το να μάθετε πόσο σας αγάπησα, πόσο σας αγαπώ ακόμα, πόσο θα σας αγαπώ ως το θάνατο,
Ο πολύ πιστός σας Ν*

Μάης 5/66

Εγώ σε δίνω στην αιώνια ζωή του ποιήματος
ΕΜΙΛΙΟ ΜΠΑΓΙΑΓΑΣ

 

Ι

Σου το ‘πα.
Πάντα σου το έλεγα,
γιατί δεν ήταν μια φορά.
Πρόσεχε, μην ορκίζεσαι
πως θα με αγαπάς μέχρι το θάνατο,
πρόσεχε γιατί το να πεθαίνεις είναι πράγμα σοβαρό,
κι αν μείνεις ζωντανή
τι γέλιο θα μας δώσει και στους δυο
εκείνο που θα έπρεπε να’ ναι μεγάλος πόνος!

Έτσι έγινε.
Τώρα γελάω μέχρι δακρύων.
Πρόσεξε καλά. Είπα δάκρυα.

 

*******************

 

ΙΙ

Μην νομίζεις πως δεν το ‘ξερα
έγκαιρα. Είδα γλάρους,
χόρτα πάνω στα νερά,
φώτα μακρινά τις νύχτες.
Ένιωσα τον κουρνιαχτό
χαϊδεύοντας μου τους κροτάφους.
“Γη, εδώ υπάρχει γη!”
-μου έλεγε. Ήταν γη, εδώ βρισκόταν,
εδώ βρίσκεται. Με περίμενες,
σοβαρή, ήρεμη, βουβή.
Τίποτα δεν είπες, αλλά εγώ σε άκουσα.
Σ’ ακούω, ακόμα κι όταν τίποτα δε λες.
Τι να μου πεις που να μην ξέρω;
Γύρνα τον τροχό, γύρνα τον,
ν’ ακουστεί το παλιό τραγούδι.

Περνάει ο καιρός περνώντας,
κύριε, ναι
περνώντας και δεν γυρνά,
και πως όχι.
Κι εγώ ο φτωχός που σκεφτόμουν
κύριε, ναι
πως ο καιρός δεν θα περνούσε,
και πως όχι,
πως ο καιρός δεν θα περνούσε…

 

********************

 

ΙΙΙ

Ήμουνα μόνος. Μα δεν πίστευα
πως θα ήμουνα ακόμα πιο μόνος.
Πιο μόνος από να ‘σαι μόνος;
Ναι, λοιπόν. Πιο μόνος.

 

***********************

 

ΙV
Και τώρα τι να κάνεις;
Τίποτα. Τί θα κάνεις;
Ξαναπέρνα το σωρό
από παλιά γράμματα. Στον άνεμο
τα παλιά, ξερά ρόδα.
Θυμήσου το καλύτερο.
Ηρέμησε.
Το χτύπημα ήταν σκληρό, μα κοίτα…
Τι;
Όχι, όχι. Θα σου έλεγα κάτι,
μα όχι.

 

*************************

 

V

Εδώ αρχίζει η νύχτα.
Όταν πια δεν θα με βλέπεις,
θα με αισθανθείς. Καυτό πούπουλο
αγγίζοντας σου το σβέρκο
θα σου δείξει πως εγώ είμαι κοντά.
Προσευχήσου για μένα και θυμήσου
πως τα κορμιά χωρίζουνε
μα οι σκιές τους μένουν.

Μην ταράζεσαι.

 

**********************

 

VI

Θα με θάψεις, φίλη, σε κάποιο μέρος
σιωπηλό, με δέντρα.
Στο μάρμαρο θα βάλεις τ’ όνομά μου μόνο,
χωρίς εν ειρήνη και χωρίς αναπάυσου.
Τι ειρήνη θα έχω,
και τι ανάπαυση,
όταν όλος ο κόσμος ξέρει
που έχω πεθάνει ξαφνικά, ακόμη
με την κούπα στα χείλη,
με το χαμογέλιο σου στα μάτια, και τη φωνή σου
καλώντας με;

Για να πεθάνεις, φίλη, πάντα πρέπει να προετοιμαστείς.
Αν όχι, είναι αυτά τα όντα,
αυτά τα πνεύματα
που σκέφτονται πως είναι ακόμα ζωντανά
( τι θλιβερά που γίνονται!)
κι μιλάνε, όπως κάνω εγώ,
σ’ αυτόν που πια δεν τα ακούει.

 

**********************

 

VII

Φορές
όταν στην τύχη βρίσκω κάποια ημερομηνία,
μου λέω: Ακόμη
δεν την γνώριζα.

Ή επίσης:
Τρία χρόνια πάνε πια που εκείνη ήταν δική μου

Ή ίσως:
Μια μέρα σαν αυτή τη μέρα
έφυγε χωρίς τίποτα να πει ποτέ για πάντα.

 

************************

 

VIII

Ίσως πολύ καλά να ξέρεις,
ή ίσως δεν το ξέρεις,
με τι τρόπο μου άρεσε
να σε βλέπω τ’ απογεύματα, όταν πια έφευγες,
να τακτοποιείς τα χαρτιά σου,
να κλείνεις τη μηχανούλα σου,
να φυλάς τα ξυσμένα
μολύβια, κι αργότερα ακόμα
( στις έξη στο ρολόι του γραφείου)
να ετοιμάζεις με αποκόμματα περιοδικών,
λουλούδια, φωτογραφίες
και γράμματα μεγάλα από αφίσα
για τον τοίχο του σχολειού σου
του νυχτερινού, συντρόφισσα.

( Χαμογελαστή πολιτοφύλακας,
έχοντας κάνει τη σκοπιά σου επιστρέφοντας στο πρωινό)

Με τι θλίψη επίμονη,
λεπτή σαν μια βελόνα
με διαπερνά η θύμηση
όταν ήταν
ο ήσυχος ερωτάς μας ένα κρίνος δροσερός,
ένας κρίνος λευκός της άνοιξης.
Ένας έρωτας,
όπως ο Ρουμπέν Νταρίο είχε πει,
του σε θαυμάζω, του “αχ!”, του στεναγμού.

Αργά νυχτώματα
των πρώτων απογευμάτων, στη Παλιά Αβάνα
ο καθεδρικός
κι εκείνο το μικρό ρεστοράν
όπου ένας φίλος
μας βρήκε χέρι χέρι
και πέρασε χωρίς να μας πει
τίποτα που θα μας έκανε
να υποπτευτούμε πως εκείνος ήξερε
ή τουλάχιστον το φανταζόταν.

Ήτανε ένας κόσμος από απουσίες και παρουσίες
επιπλέοντας σε μια καταχνιά
διάφανη, σ’ ένα όνειρο
γλυκό, τεσσάρων χρόνων. Τέσσερα χρόνια
δεν είναι κάτι αστείο.
Είναι μήνες ημέρες ώρες…
Πόσα φιλιά την ώρα σε τέσσερα χρόνια!

Αχ, μα ξαφνικά,
( δεν ξέρω, κανένας δεν το ξέρει ακόμα)
με υπόκωφους θορύβους, με κινητήρες
αεροπλάνων, με σειρήνες,
ουρλιαχτά, μηχανές,
όπως τις βλέπεις στο σινεμά
όταν παίζουν ταινίες με βομβαρδισμούς,
σείστηκαν, γκρεμίστηκαν, όλα. Κι ύστερα
μια σταθερή σιωπή μεγάλη.
Μια σιωπή μεγάλη, έτσι συνέβη.
Μια σιωπή μεγάλη συντρόφισσα.
Τι σιωπή!

 

***********************

 

ΙΧ

Έχεις πεθάνει εσύ ή εγώ έχω πεθάνει;
Πες πως πεθάναμε κι οι δυο.
Αχ, εγώ θα πω ακόμα κάτι,
θα πω
πως μόνο εσύ θ’ αναστηθείς.

 

**************************

 

Χ

Δεν είναι δυνατόν
ν’ αφομοιώσεις ξαφνικά μία καταστροφή.
Να νιώσεις τα χτυπήματα
και να χαμογελάς για το καθένα τους.
Ίσως είμαι από τί,
από πατσαβούρα,
ας πούμε πατσαβούρα για παράδειγμα,
για να μη με πονάει μια σφυριά
στο κρανίο, ένα μαχαίρι στο συκώτι,
το επίπλουν το απ’ άκρη σ’ άκρη ορθάνοιχτο
από μια μαχαιριά;
Αυτό είναι σοβαρό.
Νιώθω
πως μου φεύγει το αίμα.
Δεν ξέρω από που, αλλά μου φεύγει.
Σβήνομαι λίγο λίγο.
Δε μου μένει
πιότερο από ένα όνομα αναμμένο.
Το ίδιο που εσείς σκέφτεστε,
αυτό που εσείς ξέρετε.

Ποτέ δεν πέθανα,
( είναι πρώτη φορά)
αλλά υποθέτω πως έτσι πρέπει να είναι.

 

**************************

 

ΧΙ

Το σχήμα του θανάτου δεν είναι ένα κρανίο.
Είναι η απουσία σου
σαν μια πεδιάδα απανθρακωμένη.
Μια πεδιάδα με ήλιο και φωτιά τη μέρα,
με αντανακλάσεις και ούτε ένα δέντρο.
Μια πεδιάδα
με στόλισμα δαμασκηνό απ΄ τη Σελήνη,
μια έκταση μεταλλική
στην ψύχρα τη νυχτερινή.

Αν κραυγάζω, δε μ’ ακούν.
Αν φωνάξω, κανείς δεν έρχεται.
Σε τί πλανήτη αυτή την ώρα ζω;
Α, Θεέ μου, αν το ήξερα!
Είμαι νεκρός,
απλωμένος στον ήλιο και τον ουρανό,
ένα πτώμα χωρίς μάτια,
που το ραμφίζουν τα πουλιά.

Μ’ ακούς, τώρα μ’ ακούς;
Εχτές τίποτα περισσότερο, το ίδιο,
το δικό σου για πάντα.

Σιωπή.
Ούτε καν ο άνεμος.

 

********************

 

ΧΙΙ

Από όλους τους φίλους σου, ακόμα κι εκείνους
που ζητούσαν μάταια
από τη βίαιη και ιερή απομάκρυνσή σου
ένα χαμόγελο,
από την προβληματική σου συγκατάθεση
την άδεια
μιας ματιάς
από την ήσυχη φωνή σου
την απάντηση σ’ ένα χαιρετισμό
από όλους
εγώ είμαι ο μοναδικός εξόριστος
χωρίς φωνή και ψήφο στη συγκέντρωση που προεδρεύεις.
Εγώ, που είχα τα χείλη σου στα δικά μου,
πόσα κόλπα, δίχτυα,
εξομολογήσεις
πρέπει να κάνω χρήση κάθε μέρα
για να αγγίξω μόλις
ένα κομμάτι ελάχιστο, υπόλειμμα,
ένα σπίθισμα ίσως,
ή τίποτα, που είναι το πιο πιθανό,
από το καθημερινό σου πρόσωπο.

Μυστικό εφτασφράγιστο.
Τί κατάσταση!
Παρακαλώ, κανείς να μη το λέει
άμα δεν θέλει να με ταπεινώσει.
Να μην το ξαναπεί κανείς.

 

*********************

 

ΧΙΙΙ

Le temps est médecin d΄heureuse expérience;
son remède est tardif, mais il est bien certain.
MALHERBE

Πρέπει να ξέρεις πως αυτό θα σου περάσει.
Ο χρόνος είναι ένας σοφός γιατρός.
Αργεί να θεραπεύσει, μα το κάνει για πάντα.

Πολύ καλά Μαλέρμπ,
πολύ καλά, παλιέ μου φίλε,
κι εν τω μεταξύ;

 

************************

 

XIV

Δεν είναι εύκολο, ποιός το είπε;
να κόψεις μ’ ένα χτύπημα το σιδερό καραβόσκοινο
που μ’ αυτό είναι ενωμένο το καράβι στο μουράγιο.
Τα κύματα είναι κύματα και δεν μπορούν.
Ο άνεμος, λιγότερο.
( Το έχουν εξομολογηθεί πολλές φορές).
Γι αυτό δεν σε πιστεύω
όταν μου λες πως η δύναμή σου είναι τόση
όση για να χωρέσει σε μια κάψουλα
ερπετά και περιστέρια,
τον άνεμο το σκοτεινό του πόθου,
της ζήλιας τη μαρμαρυγή,
η αμφιβολία, η κραυγή, οι στεναγμοί,
το ηλεκτρικό λαχάνιασμα των σπασμωδικών τελειωμάτων,
και η δωρεάν τρυφερότητα,
ρόδινη κι αυθάδης
σαν μια σερπαντίνα σιωπηλή.
Όλη η ηδονή κι όλες οι τύψεις.
Όλα τα δικά μας, θα σου πω.
Είναι αυτό δυνατόν; Κι αυτό που έρχεται;

Να δούμε, πες μου αν μπορείς,
όπως σε μένα συμβαίνει, να μείνεις σοβαρή και θλιμμένη
για τέσσερις αιώνες. Ή να σκεφτείς πως πέθανες.
Να νιώσεις πια άδεια απ’ τον εαυτό σου.
Να ξέρεις αν σου λείπω θα λείπεις του εαυτού σου.
Πες μου αν στη βαθιά τη νύχτα
ξυπνάς με ένα φόβο στο στομάχι
όπως συμβαίνει τις παραμονές των εξετάσεων.
Πες μου αν με νιώθεις να κινούμαι,
σκιά του προσώπου σου
στο σκελετό σου κολλημένος.
Πες μου αν χρειάζεσαι
να δεις με τα μάτια μου, να μιλήσεις με τα λόγια μου,
και να μην αγαπάς, μην αγαπάς, εξεγερμένη κι αρπαγμένη
από μια δύναμη έντονη, ξερή, τυφλή,
από μια δύναμη απλή,
μια δύναμη μεγάλη.

Τι θα μου πεις, διάβολε, αν αυτό
κανείς δεν το υποφέρει ή το αντέχει.
Βεβαίως, όταν αγάπησες.
Πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.

 

**************************

 

XV

Όπως εγώ σ’ αγάπησα, μη ξεγελιέσαι,
έτσι δε θα σ’ αγαπήσουν
ΜΠΕΚΕΡ

Εδώ τελειώνει αυτό το ποίημα.
Είναι δικό σου, αν και δεν μπορείς να το καταστρέψεις.
Ένα κρεμάμενο πούσι μελαγχολικό
επιπλέοντας στις αβύσσους μου
το πρόσωπό σου σχηματίζει, το οργανώνει,
μου προσφέρει τη ματιά σου, το ιδιαίτερο
χαμόγελό σου και την έκφραση
σαν από μια αφελή μομφή
σαν σιωπηλή επιτίμηση για κάτι
που δεν σ’ ευχαριστεί εντελώς.
Θυμάμαι φράσεις, καταστάσεις, αναμονές,
το μακρινό αρχίνισμα, αυτή τη ρήξη,
όλα τα τα δικά σου λεπτά και τρυφερά που υπάρχουν μέσα μου,
που σου ευχαριστώ, και όχι με ευχαριστίες
ευγενείας, αλλά με αυτές που δεν τις λες
γιατί είναι στο βάθος του καθένα
αν και ποτέ δεν ξέρει που ακριβώς.

Ο Μπέκερ, που η θλίψη του με συντροφεύει,
που στη φωνή του η ζωή περνά
με τα νεκρώσιμα τα μωβ της βέλα,
μου δίνει αυτή τη στιγμή τη νοσταλγία,
το αναγκαίο στήριγμα,
το απαλό φως για να σου πω
αυτό το κι εγώ σ’ έχω αγαπήσει
κι αυτό το δεν θα σ’ αγαπήσουν. Ρώτησέ τον,
και θα στο πει αυτός.
Δεν ξέρω αν μ’ αποχαιρετώ, ούτε και τί θα κάνω
όταν δεν θα σε βλέπω πια. Με ποιό τρόπο
θα πεθάνω. Σε ποιά τρώγλη,
σε ποιό μπουντρούμι, σε ποια καταφρόνια, σε ποιό
περιστέρι, σε ποιαν βραχώδη ακτή ή κοιμητήριο,
δίπλα σε ποιο ποτάμι, σε τί μιζέρια ή σταυρό.

Αχ, και μακάρι να ‘ναι
σε κάποιο μέρος της άνοιξης
βρεγμένο στο φιλί της νέας σελήνης,
όπου θα τρέμουν καμπανούλες ηχώντας
σε χαιρετισμό στη λαμπερή σου επιστροφή,
κι εσύ να έρχεσαι
με αργούς ανθούς πορτοκαλιάς
ανάμεσα σε χειροκρότημα και σε κοράλλια.

Αλλά το ξαναλέω,
δεν ξέρω αν αυτό θα είναι αθωότητα και πιστή απλότητα,
εάν δεν είναι ίσως όλα αυτά περισσότερα από όσα πρέπει.

Αληθινά δεν ξέρω.

 

*******************

 

Επιλεγόμενα

 

Μια μέρα που είχα πάει στη Φωλιά του Βιβλίου, ο Θάνος Τσιμέκας, ερωτευμένος όπως φάνηκε,
μου έδειξε ένα βιβλίο του Νικολάς Γκιγιέν. Δίγλωσση έκδοση, ποιήματα ερωτικά, καμωμένα για κάποια Σάρα Κασάλ. Δώσε μου το βιβλίο να το μεταφράσω, του λέω. Το βιβλίο είναι χαρισμένο, μου απάντησε, αλλά θα σου βγάλω μια φωτοτυπία και μετάφρασέ το από εκεί. Πέρασαν τα χρόνια, αλλά η ώρα του βιβλίου να μεταφραστεί δεν είχε έλθει. Με τσίγκλισε πάλι το Όρος Αιγάλεω του Παστάκα, που από τα Ξένια του Μοντάλε με έφερε πίσω στην υπόσχεσή μου. Για τον Νικολάς Γκιγιέν θα βρείτε πολλά στο διαδίκτυο. ( Nicolás Guillen) Συνήθως αφιερώνω τις μεταφράσεις. Ο Θάνος Τσιμέκας, γεροντοπαλίκαρο, καλλιγράφος, βιβλιογνώστης, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Σ’ αυτόν είναι χαρισμένη η μετάφραση. Σαν επιστολή σ’ ένα κορίτσι άγνωστο, που ήταν ερωτευμένος. Σόνγκορο Κοσόνγκο Θανάση…

Κωνσταντίνος Σαμπάνης, Ποιήματα

$
0
0

 

Εισιτήριο για Βαβυλώνα

 

                       Ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου
                       τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα τὰ ἔθνη.
                       (Iωάννου Αποκάλυψις 14.8.)

 

Πρέπει να ήταν
πριν από τον ερχομό της Μνήμης γιατί
περιέργως και παραδόξως
δεν ένιωσα τύψεις

Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου
σαν άμωμη κοπέλα
μα είχε στα μάτια
την υποψία του Ανάρμοστου
δεν είχε ούτε πολλά κεφάλια
ούτε φλόγες στα μαλλιά
μόνο το κορμί της ήταν πυρακτωμένο
(το ένιωθα κι ας ήταν μακριά)

Την ρώτησα τι θέλει
και μου απάντησε ότι εγώ
την προσκάλεσα.
την ρώτησα πώς την λένε
και μου είπε
να μην γίνομαι μωρός
και ότι οι περισσότεροι
την είχαν ήδη φιλήσει πριν χαθούν

Κατάλαβα ότι η Ενοχή μου
βάθαινε λόγω της ειλικρινούς μου απορίας
και οτι η επιθυμία
του ονοματίζειν τα πράγματα
με καθιστούσε συνυπόλογο
«Μη φοβού» μου είπε
«με λένε Απολλύουσα
δεν είσαι ούτε ο πρώτος
ούτε ο έσχατος»

και ήταν τότε που διάβασα
τον αριθμό τον απόκρυφο
μέσα στην πυρά
(και ήταν η Αγάπη
διηρημένη μετά του μηδενός)

«ω Αναίτια Ηδονή!»

η Βαβυλών, Πόρνη μονάκριβη
ερείπια νικηθέντα
από ένα μοχθηρό Καλό
προδοθέντα
από ένα Κακό
που δεν είναι παρά
μια ύπαρξη
αφόρητα αδύναμη

 

******************

Μέθοδος

 

εξαιρώντας,

την μνήμη και το κονίαμα
την ιερά σκόνη
τις λίθινες αλήθειες
που χαράκτηκαν πάνω σε σώματα
την τελετουργία της κάθε ημέρας

καθαιρώντας

το κενόν γράμμα
τον κουρνιαχτό και τον όχλο
τις άσκοπες σημαίες που
κυματίζουν πορφυρές
σαν γυναικεία φορέματα

αφαιρώντας

την παρομοίωση και την μεταφορά
την συνωνυμία
την υπωνυμία
και την διωνυμία

Φέρω τον Λόγο μου ακέραιο
σαν ήλιο καλοκαιρινού μεσημεριού

Και είναι η θάλασσα θάλασσα
και είναι η μοίρα μοίρα
και είναι η Λέξη όρκος

 

*******************

 

Περί συλλογής

 

Μαζεύω τη θλίψη των πόλεων
όπως άλλοι συλλέγουν καρτποστάλ
την κρατώ
σαν γλυκιά ανάμνηση
γεμάτη σκοτάδια
και άδειους νυχτερινούς περιπάτους

Ενίοτε,
μια ωραία γυναίκα
διασχίζει τον δρόμο
με πλησιάζει
και μου μιλά
για ένα τραίνο
που ταξιδεύει τη νύχτα

ενίοτε
οι δρόμοι μουρμουρίζουν
κάτω από τα πόδια μου

αδιάφορος για αυτήν την ειρωνεία
αφαιρώ απ’το ημίφως
το φως

 

****************

 

Το της βροχής κράτος

 

Μέγα το της βροχής κράτος
η επικράτειά της
εκτείνεται πάνω από
όρη, ύδατα και ανθρώπων πόλεις
κρατώντας κλεισμένους
γέρους και παιδιά στα σπίτια τους
γεμίζοντας με μοναξιά τα μπαρς
(όπου τίποτε άλλο δεν αξίζει πιο πολύ
από ένα άγνωστο άγγιγμα)
αδειάζοντας τους δρόμους
και μόνο μια γυναίκα
που ανεπιτυχώς προσπάθησε
να γίνει δέντρο
περιφέρεται
περιφρονώντας
τα σύννεφα

 

*****************

 

μπαρ “International”

 

Στο μπαρ “International”
πίναμε τις σκοτεινές σαν σκέψεις μπύρες μας
ανάμεσα σε ξυλιασμένους, απ΄την συνήθεια, εργάτες
ανάμεσα σε κορίτσια
που ονειρεύονταν τις πεδιάδες της Λευκορωσίας
και ξεπέσμένες αλκοολικές γριές αριστοκράτισσες.
Στο μπαρ “International”
υψώσαμε τα ποτήρια μας
και ήπιαμε στην υγειά
του Αιώνιου Πολέμου
ακουμπώντας σε εκατοντάδες προγόνους
των οποίων οι πράξεις
μάς έφεραν απόψε εδώ
να πίνουμε
σιωπηρά φέροντας
τις μνήμες τόσης αγάπης
τόσου πόνου
πού θα’λεγες ότι
όλα
οι πόλεμοι, οι συνουσίες, οι συναντήσεις,
οι λαοί και οι περιπλανήσεις τους,
τα όνειρα, τα γεγονότα και τα απραγματοποίητα
όλα
κορυφώνονται εδώ
σ’αυτό το μπαρ
σαν να’ταν, θα’λεγες, εδώ
το τέλος και η ουσία
της Ιστορίας.

 

*******************

 

Θερινές σκέψεις

 

ξοδεύεται ο ήλιος
κάθε μέρα, αιώνες τώρα
αναρωτιέμαι
πόσα καλοκαίρια μ’απομένουν
πόσα απογεύματα βροχής
πόσες σιωπές ακόμα θα με κυκλώσουν

το χαρουμενο καράβι της αναγκαιότητας
πλέει φωτεινό
στο μέσο ενός άγνωστου και σκοτεινού ωκεανού

σκέφτομαι ότι το τυχαίο είναι θεός (ή vice versa)
αλλά και πάλι
τέτοιες σκέψεις
μας είναι άχρηστες
(ευτυχώς)

και πάλι
σκέφτομαι
ότι ο οίνος
ή των σωμάτων η ηδονή
κρύβουν το Μυστικό

βέβαια ξέρουμε καλά
πως και αυτό αποτελεί
παραμυθία
ή
μια ελάχιστα πειστική
δικαιολογία

 

****************

 

μικρόν νυκτερινόν

 

Από το παράθυρο μού ψιθυρίζει ο
θεός τις πιθανότητες
στα βροχερά δρομάκια περπατάνε
οι θλίψεις
ο οίκος ανοχής απέναντι
καλά φωταγωγημένος
κάποια ηδονή εξευτελίζεται
κάποιο όμορφο κορίτσι
μπορεί και να μην λυπάται.

Θα είμαστε όλοι μαζί
το άνθος ακέραιον
το αιώνιο τριφύλλι
το ανώνυμον όρος, η συμπαγής θάλασσα
όλα μαζί μου θα τα φέρω
θα δεις

 

****************

 

 

BIOΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κωνσταντίνος Σαμπάνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980 και σπούδασε Ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε διδακτορικές σπουδές στην γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ, όπου και διαμένει τα τελευταία χρόνια. Έχει δημοσιεύσει αριθμό ποιημάτων σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και σε μια ανθολογία νεαρών ποιητών ενώ δύο ποιήματά του δημοσιεύτηκαν πρόσφατα σε αγγλική μετάφραση στο Modern Poetry in Translation (μεταφραστής: Peter Constantine).

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΠΟΙΕΙΝ: Ηχητικό απόσπασμα από τη συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη στην ελληνική υπηρεσία του BBC, το 1953 (επιμέλεια: Μάνος Ορφανουδάκης)

$
0
0

 

 Ειδικά για το ΠΟΕΙΝ.  Ακούστε ΕΔΩ:  http://www.youtube.com/watch?v=LdQYvphSRh4

 

 

Αν ο κόσμος δεν ήταν καμωμένος από τον Ιεχωβά αλλά από τον Όμηρο, ο Μπέρναρντ Σω θα ήταν ένας κοκκινογένης θεός του Ολύμπου και θα είχε αχώριστο σύντροφο κοντά του τον Θερσίτη να τον κερνά.
Νηφάλιος αιώνια ο ένας, ολομέθυστος αιώνια ο άλλος, θα κοίταζαν από ψηλά τον κόσμο και θα γελούσαν, ο ένας γιατί ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, ο άλλος γιατί ο κόσμος είναι τόσο άσχημος, κι οι δυό μαζί γιατί ξέρουν το μεγάλο μυστικό, πως όλος αυτός ο περίφημος Τρωικός Πόλεμος έγινε όχι για την Ελένη, παρά για τον ίσκιο της Ελένης. Η αληθινή Ελένη είχε καταφύγει κυνηγημένη και αμόλευτη, στο κεφάλι του Μπέρναρντ Σω σαν μια μεγάλη ιδέα.

Θα κατέβαινε συχνά ο Μπέρναρντ Σω στον κόσμο να παλέψει, όχι για να βοηθήσει τους Αχαιούς ή τους Τρώες παρά για να προστατέψει καμιάν ιδέα που κινδύνευε.

Ιπποτικός, αφιλόκερδος, καταφρονητής κάθε επίγειου ο κοκκινογένης αυτός θεός, μα πίσω του ως Σάντσο του ο Θερσίτης θα μάζευε με απληστία όλα τα επίγεια λάφυρα. Και έπειτα ο Μπέρναρντ Σω θα ανέβαινε πάλι στον Όλυμπο, να καθίσει δίπλα στην φιλενάδα του την πάνοπλη λογική την Αθηνά και θα συνεχίζονταν μέσα στον αβασίλευτο ήλιο της θεωρίας, ο Θείος Διάλογος.
Κι η Αθηνά σιγά σιγά, όχι οδηγημένη, κυνηγημένη από τον παντοδύναμο θεό, τον Γέλωτα, θα έφτανε στην ακρότατη συνέπεια της λογικής που είναι η απάρνηση της λογικής και θα γίνονταν στα χέρια του Μπέρναρντ Σω, Αφροδίτη.

Γιατί υπάρχει κάτι το επικίνδυνο, σοφιστικό και σαρκοβόρο στον αγαθό τούτο θεό που δεν τρώει κρέας. Στην αρχή νοιώθουμε μπροστά του κάποια δυσφορία, μπορεί κι αντιπάθεια, μιαν κρυάδα, σα να πλησιάζουμε το άλλο πρόσωπο του θεού, τον σατανά. Μας φαίνεται πως παίζει, πως καταδέχεται την παραδοξολογία και την υπερβολή για να κάνει πνεύμα, πως παραμορφώνει και παραφουσκώνει την αλήθεια, για να μας κάνει να γελάσουμε και να ντραπούμε. Μα σιγά σιγά νοιώθουμε, όλα τούτα είναι το σκληρό τσόφλι και μέσα βαθειά χτυπά μια καρδιά τόσο ευαίσθητη που δε θα μπορούσε να ζήσει αν δε κρυστάλλωνε γύρα της, ασπίδα αδιαπέραστη, το γέλιο.

 

Μια μάσκα είναι το πνεύμα, που φορά η καρδιά του Μπέρναρντ Σω, μάσκα ασφυξιογόνων, για να μπορεί να αντέχει μέσα σε τότες φαρμακερές αναθυμιάσεις του κόσμου. Κι όταν νιώσεις το μυστικό αυτό του Μπέρναρντ Σω αρχίζει η μεγάλη αγάπη. Σου αποκαλύπτεται τότε με τα τρία διαδοχικά του πρόσωπα: στην πρώτη γενεά ο Επαναστάτης, στη δεύτερη ο Προφήτης, στην τρίτη τη γενιά μας τούτη ο Γέροπαππούς, ένας δράκος αγαθός που κρατά από το χέρι την αιώνια παλίμπαιδα, την ανθρωπότητα, και την οδηγά μέσα από το δάσος. Και μουγκρίζει σαν λιοντάρι, ο Γέροπαππούς για να φύγουν οι λύκοι.

Μια από τις πιο έξυπνες πράξεις του Μπέρναρντ Σω ήταν και τούτη: Να μην πεθάνει, να επιμείνει, να χει καιρό να κηρύξει με το μαστίγι, την αγάπη. Το μαστίγι που κρατά είναι καμωμένο από την ουρά του διαβόλου και με την ουρά τούτη του διαβόλου κυνηγά την ψευτιά, την πρόληψη, την αδικία. Γιατί είναι και η αντίφαση τούτη μία απ τις μεγάλες διανοητικές χαρές του Μπέρναρντ Σω: Τη λογική, εκτίνοντάς την ως τις ακρότατες συνέπειές της, την κάνει παραλογισμό. Τον παραλογισμό, με την ίδια σατανική μέθοδο, να τον κάνει λογική. Και γι αυτό είμαι βέβαιος πως αν ήταν να καταδιώξει ο Μπέρναρντ Σω τους τίμιους και τους δίκαιους στον κόσμο θα χρησιμοποιούσε ένα μαστίγι καμωμένο από τα γένια του Θεού. Είναι κρίμα που γεννήθηκε τόσο αργά, αν ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα εμείς θα του χτίζαμε όσο ακόμα θα ζούσε, ένα ναό και οι νεόνυμφες θα του πήγαιναν προσφορές καρπούς και λουλούδια και μέλι, αφού δεν τρώει κρέας, και θα του δέονταν να κατέβει στον ύπνο τους με τη μορφή όμως του ανδρός τους και να τις γονιμοποιήσει για να γεννήσουν γιό να του μοιάσει. Και κάπου κάπου κρυφά, ο ίδιος ο Μπέρναρντ Σω, θα πήγαινε στον ναό του, για να ζητήσει κι αυτός με υπέρτατη ειρωνεία και χαρά, μια χάρη από τον εαυτό του. Ποια χάρη; αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Μπέρναρντ Σω κι αυτός μονάχα μπορεί να το φανερώσει. Όμως υποψιάζομαι πως η χάρη που θα ζητούσε ο Μπέρναρντ Σω απ τον θεό τον Μπέρναρντ Σω θα ήταν τούτη: Να γίνει πνευματικός δικτάτορας του κόσμου και είναι ακόμα αρκετά νέος ώστε να ανοίξει τον καινούριο αυτόν δρόμο προς την λύτρωση.

Katherine Mansfield (1888-1923) [ο Γιάννης Γκούμας προτείνει αναγνώσεις για το Καλοκαίρι 2012, #01]

$
0
0

 

 

Η Νεοζηλανδή Κάθρην Μάνσφιλντ, που παντρεύτηκε τον Άγγλο κριτικό John Middleton Murry (Τζον Μίντλετον Μάρρυ) το 1918  [ο γάμος της με τον George Bowden (Τζορτζ Μπάουντεν) to 1909 διαλύθηκε αμέσως] διέφυγε τον επαρχιωτισμό στη γραφή της.
Σπούδασε στο Λονδίνο, και τελικά ήλθε στην Ευρώπη σε ηλικία είκοσι ετών. Επρόκειτο για μια προικισμένη και ευαίσθητη συγγραφέα, αν και υπερτιμημένη σαν διηγηματογράφος. Τα διηγήματά της είναι συχνά αυτοβιογραφικά ( τα καλύτερά της, που περιγράφουν τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Ζηλανδία, γράφτηκαν λίγο μετά τον θάνατο του αδελφού της Leslie Beauchamp (Λέζλη Μπήτσαμ) που σκοτωθηκε στο πεδίο μάχης στη Γαλλία το 1915, γεγονός που την συγκλόνισε, αφού νωρίτερα είχαν περάσει λίγους μήνες μαζί αναπλάθοντας τα παιδικά τους χρόνια στη χώρα τους).

 Ακόμη και σ’ αυτά τα διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στη συλλογή Ευδαιμονία (Bliss, 1920), η Κάθρην Μάνσφιλντ θυσίασε αρκετό αυθορμητισμό για την «τέχνη». Τα επόμενα διηγήματα είναι πιο τραγικά: εκφράζουν το φόβο της για μοναξιά και τις συνέπειες της αλαζονίας, διυλίζουν την ουσία μοναχικών ή πικραμένων ζωών.

Πέθανε το 1923 από φυματίωση στο κέντρο που είχε ιδρύσει στο Παρίσι το 1922, ο Ρώσος μυστικιστής Georgei Ivanovitch Gurdjieff (1877-1949), έχοντας δημοσιεύσει το Η δεξίωση στον κήπο (The Garden Party, 1922). Ακολούθησαν δυο μεταθανάτιες συλλογές: Η φωλιά των περιστεριών (The Doves’ Nest, 1923) και Κάτι παιδαριώδης (Something Childish, 1924). Στις καλές τηςστιγμές (στα διηγήματα της αθωότητας, περί Νέας Ζηλανδίας , αλλά αργότερα σε άλλα έργα όπως Η ζωή της μαμάς Πάρκερ (Life of Ma Parker)  η Κάθρην Μάνσφιλντ πράγματι φθάνει σε λυρική τελειότητα, ακόμα κι αν ο σκοπός της περιορίζεται στο ενδιαφέρον της για στυλιστικό εφέ.

 

Πάντως η πιο σημαντική της δουλειά βρίσκεται στις Επιστολές (Letters, 1928- 1951) και Ημερολόγια (Journals, 1954): εδώ καταγράφει την ενηλικίωσή της εν όψει άμεσου θανάτου (στο βιβλίο Selected stories)

 Είναι, λοιπόν, μια  ελάσσων συγγραφέας που προσελκύει μεγάλο ενδιαφέρον  και ιδιαιτέρως σχετική με την νεοζηλανδική λογοτεχνία, καθότι τα καλύτερά της διηγήματα αφορούσαν τη ζωή εκεί.

 

*************

 

 

 

 

 


Carmen Adamucci, «Τρεις Μικρές Ιστορίες» (μτφρ και επιμέλεια: Belica-Antonia Kubareli)

$
0
0

ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΕΝΟΣ ΑΓΡΟΤΗ – του ΚΑΡΜΕΝ ΑΝΤΑΜΟΥΤΣΙ
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

Ρημάζει κάθε λογική, κάθε αποδεκτή αλήθεια, οτιδήποτε αντιπροσωπεύει τη ζωή, απ’ τον πραγματιστή, τον άνθρωπο του αμερικάνικου ονείρου, τον δότη της ζωής, τον καλοπληρωτή των λογαριασμών και των εργατών και των οδηγών και όσων χειρίζονται τα μηχανήματα, κι όλες τις άλλες ευθύνες που ξεχειλίζουν τη δεξαμενή του άγχους του, κι όλες τις ηθικές αρχές που υιοθέτησε και παράτησε, όλα τα παιδαριώδη όνειρα που ξεπέρασε: το πάθος της δημιουργικότητας, την ανάγκη να επαναστατήσει ενάντια σε κάθε αρχή, τις πεποιθήσεις του για τη δύναμη του ενός -ο δικός του βασιλιάς- κάθε ικανοποίηση που πήρε απ’ την επέκταση των κτημάτων του, οποιαδήποτε αλαζονεία κι εγωιστική πρόθεση, οτιδήποτε πεθαμένο ή αναθρεμμένο, κάθε μίσος και αγάπη, το ταλέντο του να εκλογικεύει, κάθε άγρια μανία του να φάει όλους τους ανταγωνιστές του, να ξεφύγει απ’ τα όρια της μετριοπάθειας που του εμφύσησαν, τα ζηλιάρικα πεινασμένα απογεύματα της εφηβείας του, κάθε άρνηση της ασπλαχνίας του, τις εξομολογήσεις του στον παπά, τις προσφορές του σε μια εκκλησία που δεν τον κριτικάρει, όλα όσα έφτασε να πιστεύει για τη φιλοδοξία, ένας αποφασισμένος, ένας άντρας με θέληση και πείσμα, που θερίζει τη σοδειά της γης και τη σοδειά του μυαλού του – όλα ρημάζονται, αποσυναρμολογούνται, όλα διασκορπίζονται, δεν θα τα ξαναβρεί.
Όλα συντρίμμια απ’ την εικόνα του γιου του πεσμένου στο χώμα.
Δε χρειάζεται καν ν’ αγγίξει το παιδί για να καταλάβει. Και δεν θα το παραδεχτεί ποτέ σε κανέναν. Το κινητό δεν καλεί αριθμούς τόσο γρήγορα. Δεν θα καλέσει κανέναν αριθμό. Το αγόρι δεν αναπνέει. Ίσως και να αναπνέει. Ο αγρότης πέφτει στα γόνατα. Βάζει τα χέρια κάτω απ’ τους ώμους του παιδιού. Τραβάει το παιδί που είναι κάτω απ’ το ανατρεπόμενο φορτηγάκι του, πάνω στο νωπό γρασίδι του πανέμορφου μπροστινού γκαζόν. Τα μπράτσα του γίνονται κούνια για το κεφάλι του παιδιού. Όχι, δεν ανασαίνει. Όχι. Δεν. Πώς έγινε αυτό; Είναι δυνατόν; Πού στο διάτανο ήταν αυτή; Τι άλλο έχει να κάνει απ’ να προσέχει το παιδί; Πού είναι το κινητό; Γιατί το πέταξα κάτω; Πιάσε το κινητό. Αχ, Θεέ μου η πάνα. Του μύρισε η λερή πάνα. Θα τον βρουν σ’ αυτή την κατάσταση, εδώ έξω, στη μπροστινή αυλή, με τη χεσμένη πάνα. Γιατί τον μετακίνησα, γαμώτο μου; Λένε να μην τους μετακινείς ποτέ.
«Ναι. Σας παρακαλώ. 414 Φλόρενς. Ναι. Ναι. Φλόρενς. Φάρμα. Όχι. Το σπίτι. Ναι. Στο δρομάκι. Στο μπρος μέρος του σπιτιού μου, στο δρομάκι. Σας παρακαλώ. Σας παρακαλώ. Όχι. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω γαμώτο μου, είπα!»
Η γυναίκα του παραλίγο να πέσει απ’ τα σκαλιά. Φοράει ένα μπουρνούζι. Τα στήθια της φαίνονται, βρεγμένα κι αστραφτερά κάτω απ’ τον ήλιο. «Θα είναι μια χαρά, θα δεις», λέει σαν παπαγάλος. «Δεν είδα… Κλείδωσα την – πώς ξεκλείδωσε την πόρτα;»
«Τηλεφώνησα… Έρχονται… Τηλεφώνησα».
Εκείνη αμίλητη, κουνάει το παιδί, μόνο κουνάει το παιδί στην αγκαλιά της και του χαϊδεύει το κεφάλι και το πρόσωπο και το λαιμό. Ο άντρας της τη βλέπει να κολλάει το γιο τους στο στήθος της, να κολλάει το πρόσωπό της στο κεφάλι του αγοριού, ένα κεφάλι μια σταλιά, ένα κεφάλι που δε θα μεγαλώσει ποτέ, ένα κεφάλι που πριν λίγα λεπτά ονειρευόταν να πάει να δουλέψει με τον μπαμπά του και μπήκε σχεδόν χορεύοντας στην κρεβατοκάμαρά τους με το τζινάκι του και τις μποτίτσες του κι ένα στραβοκουμπωμένο πουκαμισάκι. Το αγοράκι ήθελε μόνο να πάει μαζί του στη δουλειά κι εκείνος το μάλωσε γιατί τα παιδιά που δεν ακούνε τους γονείς τους πρέπει να τα μαλώνεις για να πάρουν σωστή ανατροφή.
Βρεγμένα μαλλιά κρύβουν τα πρόσωπα της φαμίλιας του, της φαμίλιας που ξέρει ότι έχασε αλλά δεν θα παραδεχτεί ποτέ πως τους έχασε από δικό του λάθος. Ο αγρότης στέκεται κάτω απ’ τον ήλιο που ανατέλλει, χωρίς τον γιο του. Κι ύστερα βλέπει τι ήθελε να κάνει το παιδί και βγήκε έξω, γιατί το αγόρι του άνοιξε την εξώπορτα κι έτρεξε παρ’ όλο που του είχαν πει ξανά και ξανά, ποτέ να μη βγαίνει έξω μόνος του.
Το πορτοφόλι. Το πορτοφόλι που ο αγρότης ξέχασε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. Το πορτοφόλι που ο γιος του ήθελε πάντα να κρατήσει στο χέρι του αλλά ποτέ δεν του το επέτρεψε. Το πορτοφόλι στο δρομάκι με τα χαλίκια. Το πορτοφόλι που θα μείνει για πάντα στο δρομάκι, σφηνωμένο κάτω απ’ τη ρόδα του φορτηγού του αγρότη.

 

*

 


A Farmer’s Morning by Carmen Adamucci
Translated by Belica-Antonia Kubareli

It destroys every understanding, every accepted truth, whatever there is in him of the pragmatist, the American Dreamer, the purveyor of life, the payer of bills and field hands and drivers and equipment operators, whatever responsibilities flood the reservoir of his anxieties, whatever moral codes he has adopted and abandoned and devised on his own, whatever childish dreams he has grown away from: the yearning to be creative, a wish to rebel against all order, whatever belief he holds in the power of the individual -his King of all- whatever satisfaction he has attained through expanding his land, whatever arrogant and selfish intention, whatever of crushing and nurturing, despising and loving, his talent to rationalize, whatever fiery drive to supplant those in the business before him, to escape the confines of the infused modesty, the jealous and hungry afternoons of boyhood, whatever denial of his ruthlessness, his confessions to the priest, his donations to a church unwilling to criticize him, whatever he has come to believe about ambition, a determiner, a willer of things, a harvester of the crop in the earth and the crop in his mind—all of these are destroyed, dismantled, all of it scattered and made irretrievable, by the sight of his youngest son lying on the ground.
He does not have to touch the boy to know. And he will never admit that to anyone. The cell phone will not dial fast enough. It will not dial at all. The boy is not breathing. Maybe he is breathing. The farmer drops to his knees. He reaches under the child’s shoulders. He drags the child from under the pickup truck, into the damp grass of the beautifully green front lawn. His forearms cradle the back of the boy’s head. No. He’s not breathing. He’s not. How could this happen? Where the fuck was she? What did she have to do but to watch the child? Where is the cell phone? Why did I drop it on the ground? Get the cell phone. Oh my God the diaper. He could smell the diaper. They’re going to find him like this outside in the front yard wearing a soiled diaper. Why the fuck did I move him? They say you never should move them.
“Yes. Please. 414 Florence. Yes. Yes. Florence. A farm. No. The house. Yes. In the driveway. The front of the house in my driveway. Please. Please. No. I don’t know. I don’t fuckin’ know I said…”
His wife almost falls from the front steps. She is wearing a bathrobe. His wife’s breasts are visible, wet and glistening under the sun. “It’ll be okay. It’ll be okay,” she is parroting. “I didn’t see. I locked the—how did he unlock the door?”
“I called and they’re coming. I called—”
She says nothing and is rocking and is doing nothing but rocking and holding the boy and stroking the boy’s head and face and neck. He watches her pull their son to her chest, press her face into the head of the boy, a head far from grown, a head never to be grown, a head that had dreamed only minutes before of coming to work with his daddy, when the boy pranced into the bedroom in little jeans and little boots and a little misbuttoned flannel shirt. The boy just wanted to come with him to work and he had scolded the boy because children who do not listen to their parents must be scolded so that they learn how to grow.
Wet hair conceals the faces of his family, the family he knows he has lost but will never admit to losing by mistake. The farmer stands under the rising sun without his son. Then he sees what the boy had come outside to do, why the boy had opened the front door and had run outside despite having been told, again and again, to never come outside alone.
The wallet. The wallet the farmer had forgotten on the nightstand in his bedroom. The wallet his son had always wanted to hold but was never permitted to touch. The wallet in the gravel driveway. The wallet that would forever be in the driveway, wedged beneath the tire of the farmer’s truck.

 

***********************

 

SUMMER 1984 by Carmen Adamucci
Translated by: Belica-Antonia Kubareli

My father calls for us to come outside, hollering into the kitchen through the ripped and taped summer-screen on the storm door. We go out and stand over his cupped greased palms, where a baby rabbit trembles, snared between his thumbs. I have never before seen an animal caught like this, twitching nose, jaw quivering, body spasm like. I remember hearing if you touch a baby rabbit the baby will die. Shunned by its mother. Refused the milk.
Alfie touches the rabbit with his little kid finger, grazing the back of its head, tugging an ear, making it squeak like a chew toy.
“What would you do that for?” my father says. “God’s sake, you kids.”
“It’s going to die anyway,” I say.
“What do you mean?” Alfie says.
“I mean it doesn’t have a chance in hell now.”
“Hey, that mouth” my father says
Alfie hops up and down, groping the air one second, hands dangling limp another. For the first time I think he might be retarded.
“Dad, I can’t see!”
“Easy there, Lenny.”
“Shut up.”
“Come on. Hurry before I get back on the tractor. And Alfie, pull his ear again you’ll see how it feels. Okay?”
“It really is going to die. The mother won’t want it because it smells like humans. Probably starve or something.”
“What is it with you? Can’t you just enjoy something plain for once?” He puts the rabbit into his cap and holds the cap closed between his fingers and thumb. “You’re one strange bird, I’ll tell ya.”
“It’s true, though.”
“It is not and stop saying it.”
“Yeah,” Alfie says. “Why do you have to ruin everything?”
When I punch Alfie he buckles, shielding his stomach, crying in the histrionic wail reserved solely for children. And my father reaches for me, probably trying to pull my hair, dropping his cap and the terrified rabbit falls on the concrete floor, crazed, zigzagging, running in circles and doubling back and bumping into walls and boots and plastic and metal toys.
“Look at this fucking thing go,” my father says.
We do, all three of us, we watch the rabbit skitter in its chaotic daze until finally it darts along the wall and disappears behind some boxes and fishing rods.
“Now you go get it.” My father nudges the small of my back, tries to pass me the cap. “You made it fall.” I stare dogged.
“I’ll do it,” Alfie says.
He straightens up and tiptoes to the corner, cap held before him. He peers through the rods, half bent over, half still crying from when I punched him in the stomach. “There it is! Something’s wrong with it.”
“See what he’s talking about,” my father says.
“Move, Alfie. Get out the way.”
When I kick the boxes nothing happens. When I shake the rods nothing happens. We stand there like that, waiting for something to happen that never does. Alfie moves boxes. I move the rods. The rabbit starts one leg kicking and a dead fly bounces above it because the corner is nothing but cobweb. We wait for the kicking to stop-and that takes forever.
“Now look…What a goddamn shame,” my father says.

*

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1984 – Κάρμεν Ανταμούτσι
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

Ο πατέρας μας φωνάζει απ’ έξω, ουρλιάζοντας στην κουζίνα μέσα απ’ τη σκισμένη και κολλημένη σήτα της πόρτας. Βγαίνουμε και στεκόμαστε πάνω απ’ τις γεμάτες λάσπη χούφτες του όπου ένα νεογέννητο κουνέλι τρέμει, φυλακισμένο ανάμεσα στους αντίχειρές του. Δεν έχω ξαναδεί ζώο πιασμένο έτσι, ζαρώνει τη μύτη του, τα σαγόνια του τρέμουν, το σώμα του σε σπασμούς. Θυμάμαι που είχα ακούσει πως αν αγγίξεις νεογέννητο κουνέλι, θα πεθάνει. Θα το αρνηθεί η μάνα του. Θα του κόψει το γάλα.
Ο Άλφι αγγίζει το κουνέλι με το παιδικό του δαχτυλάκι, χαϊδεύει το κεφάλι του, τραβάει απαλά το αυτί του και το ζώο βγάζει έναν ήχο σαν να ζούληξε παιχνίδι για μωρά.
«Γιατί το ‘κανες αυτό;» λέει ο πατέρας μου. «Για όνομα του Θεού, ρε παιδιά!»
«Αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει», του λέω.
«Τι εννοείς;» με ρωτάει ο Άλφι.
«Εννοώ ότι το πήρε ο διάβολος, τώρα».
«Ε, το στόμα σου», λέει ο πατέρας μου.
Ο Άλφι χοροπηδάει σαν ελατήριο, τη μια σηκώνει τα χέρια στον αέρα, την άλλη τα ρίχνει σαν παράλυτα. Για πρώτη φορά σκέφτομαι μήπως είναι καθυστερημένος.
«Μπαμπά, δε μπορώ να δω!»
«Ησύχασε, Λένυ».
«Σκάσε».
«Άντε. Βιαστείτε πριν ξανανέβω στο τρακτέρ. Και, Άλφι, τράβα ξανά το αυτί του να δεις πώς αντιδρά. Εντάξει;»
«Αλήθεια σου λέω, θα πεθάνει. Η μάνα του δεν θα το θέλει γιατί μυρίζει ανθρωπινά. Μάλλον θα πάει από πείνα…»
«Μου λες τι τρέχει μ’ εσένα; Δε μπορείς έστω μια φορά να διασκεδάσεις με κάτι τόσο απλό;» Βάζει το κουνέλι στο καπέλο του και το κλείνει με το δείκτη και τον αντίχειρα. «Πολύ μυστήριος είσαι».
«Όμως είναι αλήθεια».
«Δεν είναι και σταμάτα να το λες».
«Ναι! Γιατί πρέπει πάντα να μας τη σπας;» λέει ο Άλφι.
Μόλις του ρίχνω μπουνιά στο στομάχι, διπλώνεται στα δύο και τσιρίζει με τον θεατρικό τρόπο όλων των παιδιών. Κι ο πατέρας μου, απλώνει το χέρι σ’ εμένα, μάλλον για να μου τραβήξει τα μαλλιά και του πέφτει το καπέλο του και το πανικόβλητο κουνέλι πέφτει στο τσιμέντο, τρελαμένο, κάνει ζιγκ-ζαγκ, τρέχει σε κύκλους κι αναποδογυρίζει και κουτουλάει σε τοίχους και μπότες και πλαστικά και μεταλλικά παιχνίδια.
«Κοίτα το γαμημένο πώς φεύγει», λέει ο πατέρας μου.
Και το κοιτάμε και οι τρεις, κοιτάμε το κουνέλι να γλιστράει σε μια χαοτική θολούρα μέχρι που τελικά ορμάει παράλληλα με τον τοίχο κι εξαφανίζεται πίσω από κάτι κουτιά και καλάμια ψαρέματος.
«Τώρα πήγαινε και φέρ’το». Ο πατέρας μου με σπρώχνει απ’ τη μέση και προσπαθεί να μου δώσει το καπέλο του. «Εσύ φταις που έπεσε». Τον κοιτάζω πεισμωμένος.
«Θα πάω εγώ», λέει ο Άλφι.
Ξεδιπλώνεται και πάει στις μύτες ως τη γωνία, με το καπέλο μπροστά του. Κρυφοκοιτάζει ανάμεσα στα καλάμια μισοσκυμένος, ενώ μυξοκλαίει ακόμα απ’ τη μπουνιά που του έριξα. «Να το! Όμως κάτι δεν πάει καλά…»
«Πήγαινε να δεις τι τρέχει», μου λέει ο πατέρας μου.
«Άλφι, κουνήσου, φύγε από μπροστά μου».
Όταν κλοτσάω τις κούτες, δε γίνεται τίποτα. Όταν κουνάω τα καλάμια, δε γίνεται τίποτα. Στεκόμαστε έτσι, περιμένοντας κάτι να γίνει που δε γίνεται ποτέ. Ο Άλφι μετακινεί κούτες. Εγώ τα καλάμια. Το κουνέλι αρχίζει να τινάζει το ένα του πόδι και πέφτει μια ψόφια μύγα γιατί η γωνία είναι γεμάτη ιστούς αράχνης. Περιμένουμε να σταματήσει το τίναγμα-και είναι ατέλειωτο.
«Κοίτα να δεις… Τι κρίμα, γαμώτο», λέει ο πατέρας μου.

 

******************************

 

 

Charity Through The Eyes of Children by Carmen Adamucci
Translated by: Belica-Antonia Kubareli

“Check the doors,” Gino Enzi says. “Call the cops. I’m gettin’ my gun.”
In the driveway, a van idles, doors open, men jumping out, almost organized, one after the other. They keep coming.
Gino Enzi’s son, Mark Enzi watches the van unload from atop the radiator cover. He is twelve, in sweat clothes, waiting for his father to return to the family living room with his shotgun.
Lila Enzi, his mother, comes into the living room. She is holding the cordless phone, shaking her head. “I was planning to pay it tomorrow…I get paid tomorrow,” she murmurs.
“They just keep coming,” Mark says.
“Did you call the cops?” his father says while he puts a box of shotgun shells on the arm of the couch. The box turns over spilling buckshot all over the cushions.
“Damn,” Gino Enzi says.
“No phone… I was going to pay it—” Lila says.
“I’ll kill these bastards myself,” Gino Enzi says.
“Dad?”
“Get away from the window,” Gino says. “Damn, got to make these shells count. Why didn’t we get more shells? I remember saying to get more. Let me see here.”
He picks each shotgun shell up and puts each shotgun shell into the box. Mark and Lila watch him. He is mumbling: “I’ll do it. Who do these scumbags think they are? This is my farm. I fire who I want, goddamn it. Nobody tells me what to do on my farm, no scumbag bunch of Mexicans.”
Gino Enzi closes the shotgun, puts the box of shells on a shelf besides books he once purchased at a yard sale to put on the shelf but books he has never actually read, books about history and culture and economic theory, books about world religion, philosophy, psychology, etc. There are books about everything on this shelf, and he has read none. The only books he has read were about farming and the business of farming. Plus the bible—when little they made him to in parochial school.
“Get out of my way,” he says to Mark. “We don’t have many shells…what, what is it, boy?”
In the yard there are thousands, maybe millions of Mexican farm workers. And they keep coming. They just keep coming out of the van. One Mexican throws a brick through the living room window, and the brick smashes into Gino Enzi’s face, knocking him to the floor. He is bleeding. He has lost some teeth. Mark Enzi grabs the gun and tells his mother to get onto the floor near his father.
Mark Enzi stands atop the radiator cover. He is ten feet tall. With the gun pointing directly at his parents and the myriads of Mexican workers in the yard and fearing getting hit in the back by a brick of his own, Mark becomes a man and saves his family from the trampling.

 

*

 

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ* – του Κάρμεν Ανταμούτσι
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη

«Τσεκάρισε τις πόρτες», λέει ο Τζίνο Ένζι. «Πάρε τους μπάτσους. Φέρνω το όπλο μου».
Ένα καμιόνι φρενάρει στο δρομάκι της φάρμας, οι πόρτες ανοίγουν και πηδάνε έξω άντρες ο ένας μετά τον άλλον, σχεδόν οργανωμένα. Κι όλο και πλησιάζουν.
Ο γιος του Τζίνο Ένζι, ο Μαρκ παρακολουθεί το καμιόνι, στημένος πάνω στο καλοριφέρ. Είναι δώδεκα, φοράει τις πιτζάμες του και κοιτάζει έξω, περιμένοντας τον πατέρα του να γυρίσει στο σαλόνι με την καραμπίνα του.
Η Λάιλα, η μάνα του μπαίνει στο σαλόνι. Κρατάει το ασύρματο τηλέφωνο και κουνάει το κεφάλι της. «Σκόπευα να το πληρώσω αύριο… Αύριο πληρώνομαι», μουρμουρίζει.
«Έρχονται συνέχεια», λέει ο Μαρκ.
«Τηλεφώνησες στους μπάτσους;» ρωτάει ο πατέρας του ενώ βάζει ένα κουτί με σφαίρες στο μπράτσο του καναπέ. Το κουτί αναποδογυρίζει και οι σφαίρες πέφτουν πάνω στα μαξιλάρια.
«Γαμώτο», λέει ο Τζίνο Ένζι.
«Δεν έχουμε τηλέφωνο… Θα το πλήρωνα…» λέει η Λάιλα.
«Μπαμπά;»
«Μακριά απ’ το παράθυρο», του λέει ο Τζίνο. «Γαμώτο, αυτές οι σφαίρες δεν πρέπει να πάνε τζάμπα. Γιατί δεν πήραμε πιο πολλές; Θυμάμαι που το έλεγα… Για να δω».
Τις πιάνει και τις βάζει μία μία στο κουτί. Ο Μαρκ και η Λάιλα τον κοιτάζουν καθώς παραμιλάει: «Θα το κάνω. Ποιοι νομίζουν ότι είναι αυτοί οι αληταράδες; Αυτή είναι η δική μου η φάρμα. Θα πυροβολήσω όποιον γουστάρω, γαμώτο μου. Κανείς δε θα μου πει τι θα κάνω στη φάρμα μου, κανένας λεχρίτης Μεξικάνος».
Ο Τζίνο Ένζι κλείνει την καραμπίνα, βάζει το κουτί με τις σφαίρες σ’ ένα ράφι δίπλα στα βιβλία που αγόρασε κάποτε σε ένα ξεπούλημα σπιτιού που άδειαζε, για να γεμίσει τα ράφια όμως δεν τα διάβασε ποτέ. Βιβλία ιστορίας και πολιτισμού και οικονομικών θεωριών, βιβλία για θρησκείες, φιλοσοφία, ψυχολογία κ.λπ. Τα ράφια του έχουν βιβλία για τα πάντα μόνο που δεν τα διάβασε ποτέ. Τα μόνο που διάβασε αφορούν τις αγροτικές καλλιέργειες και την αγροτική επιχειρηματικότητα. Συν τη Βίβλο – τον ανάγκασαν όταν ήταν μικρός στο κατηχητικό.
«Μη μπαίνεις στη μέση», λέει στον Μαρκ. «Δεν έχουμε πολλές σφαίρες… Τι; Τι τρέχει, μικρέ;»
Στην αυλή χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια Μεξικανοί εργάτες. Κι όλο κι έρχονται. Βγαίνουν ασταμάτητα απ’ το καμιόνι. Ένας Μεξικανός πετάει ένα τούβλο στο παράθυρο του σαλονιού, το τούβλο χτυπάει τον Τζίνο Ένζι στο πρόσωπο και πέφτει κάτω. Αιμορραγεί. Του φεύγουν μερικά δόντια. Ο Μαρκ Ένζι βουτάει την καραμπίνα και λέει στη μάνα του να πέσει στο πάτωμα δίπλα στον πατέρα του.
Ο Μαρκ Ένζι στέκεται πάνω στο καλοριφέρ. Γίνεται τρία μέτρα ψηλός. Με το όπλο να στοχεύει στους γονείς του και τους μυριάδες Μεξικανούς εργάτες στην αυλή και το φόβο ότι θα φάει κάνα τούβλο στην πλάτη, ο Μαρκ γίνεται άντρας και σώνει την οικογένειά του απ’ το ποδοπάτημα.

*Σ.τ.μ.: Αυτή η ιστορία γράφτηκε απ’ τον Ανταμούτσι στη διάρκεια των κινητοποιήσεων “Occupy New York” και διαβάστηκε στους διαδηλωτές –ακτιβιστές όπου ανήκει και ο συγγραφέας. Στόχο έχει να ειρωνευτεί την μανία των Αμερικανών κατά των εργατών που μπαινοβγαίνουν δήθεν παράνομα στη χώρα ενώ όλοι ξέρουν πώς χωρίς αυτούς δεν υπάρχει περίπτωση να μαζευτεί καμία σοδειά σε κανένα αγρόκτημα και όπως μου εξήγησε, οι Αμερικανοί αγρότες έχουν ο καθένας τους δικούς του Μεξικανούς εργάτες επί χρόνια, τους πληρώνουν κανονικά αλλά το αμερικανικό κράτος δεν επιτρέπει να τους ασφαλίσουν.

Ο Κάρμεν Ανταμούτσι, γεννήθηκε το 1977 στην Αμερική από γονείς Ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε φιλολογία-λογοτεχνία και δημιουργική γραφή. Πήρε πολλές συγγραφικές και εκπαιδευτικές υποτροφίες και διδάσκει λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Είναι ακτιβιστής, παντρεμένος με δύο κόρες. Διατηρεί με τους γονείς και τα αδέλφια του φάρμα με ροδάκινα και χρησιμοποιεί συστηματικά Μεξικανούς με τους οποίους έχει σχεδόν οικογενειακές σχέσεις, όπως μου εξήγησε και πολεμάει ώστε να πάρουν μόνιμη άδεια παραμονής και εργασίας στην Αμερική. Το πρώτο του βιβλίο θα δημοσιευτεί το 2013

3/7/2012, “«Είμαστε εδώ»…. με ποιήματα και μουσική”, Πλατεία Κλαυθμώνος

$
0
0


«Είμαστε εδώ»…. με ποιήματα και μουσική
Εκδήλωση ποίησης και μουσικής

Πλατεία Κλαυθμώνος, Τρίτη 3 Ιουλίου, ώρα 20.30

 

Η ιστορική πλατεία Κλαυθμώνος, στην καρδιά της Αθήνας, θα πλημμυρίσει στίχους και μουσική, την Τρίτη 3 Ιουλίου στις 20.30, με τη συμμετοχή σημαντικών ποιητών και καλλιτεχνών. Η εκδήλωση ξεκίνησε από μια ιδέα του Κώστα Κρεμμύδα (ποιητή, εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού “Μανδραγόρας”), και του ποιητή και δημοσιογράφου Γιώργου Δουατζή. Υλοποιείται με την εθελοντική προσφορά όλων των συντελεστών και τη στήριξη του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων. Το μουσικό μέρος της εκδήλωσης συντονίζει ο Άγγελος Σφακιανάκης. Σε μια γκρίζα εποχή γεμάτη ανασφάλεια, ανησυχία και στερήσεις, οι δημιουργοί και καλλιτέχνες δηλώνουν παρόντες. Με την εκδήλωση αυτή θυμίζουν ότι υπάρχουν, δρουν, παράγουν, δεν βρίσκονται απομονωμένοι στο περιθώριο, αλλά μέσα στην κοινωνία, δίπλα και μαζί με τους δοκιμαζόμενους πολίτες.

Συμμετέχουν (αλφαβητικά) οι καλλιτέχνες: Γιώργος Ανδρέου, Νένα Βενετσάνου, Χάρης Γιούλης, ENCARDIA, Αναστασία Ζαννή, Κώστας Θωμαΐδης, Γιάννης Κούτρας, Βαγγέλης Μαρκαντώνης, Ευτυχία Μητρίτσα, Μανώλης Μητσιάς, Λάκης Παππάς, Απόστολος Ρίζος, Τρίφωνο, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Γιούλη Περβολαράκη

Διαβάζουν (αλφαβητικά) οι ποιητές: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Άγγελος Αντωνόπουλος, Παναγιώτης Αρβανίτης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Ζέφη Δαράκη, Γιώργος Δουατζής, Νίκος Ερηνάκης, Νικόλας Ευαντινός, Βασίλης K. Καλαμαράς, Διονύσης Καρατζάς, Κώστας Κρεμμύδας, Ανέστης Μελιδώνης, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Γιώργος Μπλάνας, Παυλίνα Παμπούδη, Μιχάλης Παπανικολάου, Σωτήρης Παστάκας, Γιάννης Πατίλης, Τίτος Πατρίκιος, Τάσος Πορφύρης, Λίνα Στεφάνου

Παρουσίαση: Μάριον Μπιτσόλα

“Είμαστε εδώ” με ποιήματα και μουσική”.Πλατεία Κλαυθμώνος, Τρίτη 3 Ιουλίου, ώρα 20.30
Οργάνωση: Περιοδικό «Για την Τέχνη & τη Ζωή» Μανδραγόρας, Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων, Άγγελος Σφακιανάκης - Μικρός Ήρως

 

Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.

Σήμερα στο FLORAL: Μετρονόμος-Ποιείν-Intellectum, ώρα 20:00

$
0
0

 

 

Οι Εκδόσεις Μετρονόμος, η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν

και η Περιοδική Έκδοση Στοχασμού Intellectum

 

σας προσκαλούν

 

την Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012, στις 20:00

 

στο Floral, Θεμιστοκλέους 80, Πλατεία Εξαρχείων

 

στην παρουσίαση των βιβλίων:

της νέας εκδοτικής σειράς του Μετρονόμου, «Ποιείν»:

 

Σωτήρης Παστάκας, «Παραπάτημα στη Χαρά»

 *

Μαρία Ανδρεαδέλλη, «21 ποιήματα από την Αιχμαλωσία του Ανέκφραστου / 21 poems of the Captivity of the Inexpressible»

 *

Γιάννης Γκούμας, «Ανθολογία 1985 - 2012»

 

καθώς και των περιοδικών:

 

Αλμανάκ Ποιείν 2011

*

Intellectum / 16σελιδο Ποιείν, τεύχος 9

 

Είσοδος Ελεύθερη

 

Ομιλητές:

1)Σωτήρης Παστάκας- Θανάσης Συλιβός: Για σειρά ΠΟΙΕΙΝ-εκδ. Μετρονόμος
2) Βασίλης Λαλιώτης για βιβλίο Παστάκα
3) Κώστας Ριτσώνης για βιβλίο Ανδρεαδέλλη
3) Σπύρος Αραβανής για βιβλίο Γκούμα
4) Στράτος Φουντούλης- Παναγιώτης Πάκος για Αλμανακ Ποιείν
5) Βίκτωρ Τσιλώνης για Intellectum

****************

 

 

 

 

****************

 

Αλμανάκ Ποιείν  2011:

Ανθολογούνται και συνεργάζονται οι

Αdonis, Παναγής Αντωνόπουλος, Σπύρος Αραβανής, Γιάννης Βαρβέρης, Charles Baudelaire, Στέλλα Βλαχογιάννη, Νίκος Βουτυρόπουλος, Joseph Brodsky, Σοφία Γιοβανόγλου, Πέτρος Γκολίτσης, Γιάννης Γκούμας, Μάνος Ελευθερίου, Απόστολος Θηβαίος, Γιώργος Κεντρωτής, Ελένη Κεφάλα, Κώστας Κρεμμύδας,, Γιάννης Μαράβας, Τζούτζη Ματζουράνη, Melissanthi, Κωνσταντίνος Μελισσάς, Γιώργος Μίχος, Δημήτριος Μουζάκης, Κωνσταντίνος Μπούρας, Γιώργος Κ. Μύαρης, Τόλης Νικηφόρου, Παναγιώτης Πάκος, Γρηγόρης Παπαδογιάννης, Παύλος Παρασκευαΐδης, Dorothy Parker, Σωτήρης Παστάκας, Μάρκελλος Πιράρ, Alejandra Pizarnik, Rainer Maria Rilke, Κώστας Ριτσώνης, Γιάννης Σκληβανιώτης, August Stramm, Α. Β. Στρατής, Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.

 

Αφιερώματα:

«Η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου»/ «Η κρίση της ποίησης του ιδιωτικού οράματος Ι+II» / «Charles Baudelaire, το σπλην του παρισιού»/ Μελοποιήσεις Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1934/35 – 2010), Γ΄ Μέρος/ «Joseph Brodsky, Ερανίσματα»/ «Νοήματα και ιδέες του Εγώ»/ «H Else Lasker-Schüler και ο Λυρικός Εξπρεσιονισμός»/ «Ένα traverso στους καιρούς με τον Τσε και τον Καββαδία. Σχόλιο στο περιθώριο του ποιήματος «Guevara»»/ «Rainer Maria Rilke, Έξι ποιήματα για τη Λου Αντρέας – Σαλομέ»/ Μικρή Ανθολογία Νέων Ποιητών ΠΟΙΕΙΝ, (Aγυιώτη Κατερίνα, Αηδώνης Αλέξανδρος, Αλεξιού Λάμπρος (Α.), Γώγος Θάνος, Κατσούλης Ιωάννης, Λυμπεροπούλου Έλενα, Μακούσης Δημήτρης, Ορφανουδάκης Μάνος, Σκυθιώτης Πέτρος, Τρούλη Γεωργία) κ.ά.

 

εξώφυλλο: Στράτος Φουντούλης

Σελιδοποίηση-Διόρθωση: Παναγιώτης Πάκος

 

 

 

 

 

 

 

 

Γιάννης Μηλίδης, «Τα παιδιά των Τριακοσίων»*

$
0
0

Όταν έγινε το μεγάλο κακό,
η Σπάρτη πέρασε στην απελπισία.
Μόνο που τα παιδιά μας,
των 300 εμάς νεκρών μαχητών
πήραν άλλη στάση.
Τώρα τα παιδιά μας παίζουν
πάνω στ’ άρματα των σκοτωμένων
μιλούν με τ’ άρματά μας
ζητούν να τους πουν ιστορίες
από τη διαδρομή μας,
το σχεδιασμό της μάχης,
το πρώτο χτύπημα,
το δεύτερο χτύπημα,
τη βροχή από τα περσικά βέλη.
Τ’ άρματα σταματούν
το δάκρυ σαν βλέπουν
στα μάτια των παιδιών.
Μετά τους δείχνουν
μια βαθιά χαρακιά στην ασπίδα
ένα μικρό βαθούλωμα.

«Μην τρομάζετε,
αυτά δεν είναι από τη μάχη,
σ’ αυτό το σημείο
ο πατέρας έπεσε σ’ ένα κριάρι,
σε μια μυστική νυχτερινή πορεία,
και το κριάρι αγρίεψε και κυνήγησε
τον γενναίο Σπαρτιάτη πολεμιστή».
Και τα παιδιά γελούν,
ξεχνούν το δάκρυ,
ξεχνούν τους σκοτωμένους,
κυλάνε τις ασπίδες των πατέρων τους
από την κορυφή του Ταΰγετου,
κάνοντας αγώνα δρόμου με τις ασπίδες,
καθώς κατρακυλούν το βουνό,
ποιος θα φτάσει πρώτος στον ποταμό Ευρώτα,
η ασπίδα ή το παιδί;
Και πρώτη φτάνει πάντα η ασπίδα
καθώς η περιφέρειά της
γνωρίζει καλύτερα από τα παιδιά
κάθε μονοπάτι, κάθε δέντρο,
κάθε λιθάρι, στα περίχωρα της Σπάρτης.
Τότε το παιδί του Λεωνίδα
μαζεύει όλα τα παιδιά σε κύκλο
κι όρθιος τους μιλάει:
«Όσα τα μάτια δουν, γίνονται γνώση,
κι η γνώση για τους γενναίους γίνεται σοφία.
Για την Σπάρτη,
σοφία σημαίνει ελευθερία,
καθώς μετρήθηκε 300 φορές
από χιλιάδες Πέρσες.
Αυτά να θυμάστε,
ελευθερία και σοφία,
κι όχι το αίμα των σκοτωμένων,
αυτό να κρατήσετε,
κι όχι τη θύμηση των νικημένων».

* Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Σπαρτιάτες πολεμιστές που ήθελαν να ακολουθήσουν το Λεωνίδα στις Θερμοπύλες έπρεπε να έχουν ένα παιδί, για να κρατηθεί η συνέχεια σε περίπτωση θανάτου τους.

 

 

********************

 

Ο Γιάννης Μηλίδης γεννήθηκε το 1957 στη Μόρφου κι έφυγε με την εισβολή στην Κύπρο. Ζει στην Αυστραλία με την οικογένειά του. Είναι διευθυντής των ελληνικών σχολείων της Μελβούρνης και καθηγητής ελληνικών.

Κώστας Ρεούσης, 4 ποιήματα από το επίμετρο της ανέκδοτης συλλογής ‘Αδέσποτα’ [Στιχοπλοκίες 1999-2012]

$
0
0


Φωτογραφία: Vladislavs Dracvla Wallachiæ Weywoden (1431-1476)

 

FEDERICO GARCÍA LORCA

Κέντησε στο μαξιλάρι

απομακρύνθηκε ο ύπνος
σφαδάζοντας
το αίμα.
*
Κέντησε στο μαξιλάρι

τι άστρα τι γράμματα ρευστά
ο δρόμος
έγχρωμα
εμφάνισε.
*
Κέντησε στο μαξιλάρι

αποσπάσματα π’ έτυχε
αίφνης να συναντηθούν
ξεσπώντας.
*
Κέντησε στο μαξιλάρι

ο ρυθμός που δεν έχει ρυθμό
ο παλμός που
δεν υπάρχει.
*
Κέντησε στο μαξιλάρι

οπόταν ο θάνατος επιστρέφει
συναντώντας επιτέλους
τον αδελφό του.

ΚΩΣΤΑΣ ΡΕΟΥΣΗΣ

Λάθος περπάτησα λάθος

σ’ ενός ποιητή αιώνων
περασμένων
στάθηκα την πτώση
τους κώδικες έσπασα
και αρχή το σώμα
το κλειδί των πάντων.

*

Λάθος περπάτησα λάθος

αν όχι ζηλωτής τι
τότε που ταρακουνήθηκε
τ’ άστρο κι έδειξε το
γαμημένο την ώχρα
την ώχρα την ώχρα
προσκύνησα ορθά
ορθά με τυπικό πρωτάκουστο
λαχτάρησα μα δεν το
τίμημα alas είμαι εγώ.

!*!

γιουρούσι ή γιούσουρι

Άτιμη
Κι
Ανελεύθερη
Δούλων
Γενιά
Της
Ηδονής
Σκλάβες
Πομπές
Μπαμπέσικες
Ορδές
Βαρβαρικές

Σπάθα
Θαλασσινή
Οργή
Σκελετωμένη
Κοκάλα
Λευκοφόνισσα
Έντιμη
Και
Ελεύθερη
Κραδαίνει
Παλουκωμένο
Μακελειό

ΘΕΪΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

Έτσι όπως ο θάνατός μου..
καταφθάνει
Έτσι όπως ο θάνατός μου..
ελαύνει
Έτσι όπως ο θάνατός μου..
λευτερώνει
Έτσι όπως ο θάνατός μου..
εγκλείεται
Έτσι όπως ο θάνατός μου..
συγκρούεται

Μαχεύοντας και πολεμώντας

τη θανή μου.

Σημείωση: Τα αυτονομημένα ποιήματα ‘γιουρούσι ή γιούσουρι’ και ‘ΘΕΪΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ’ γράφτηκαν στις 25-28 Μαρτίου 2012.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live