![nicolas-guillen02]()
Σάρα:
Έγραψα αυτό το βιβλίο για σας. Στην πραγματικότητα είναι φτιαγμένο από εσάς. Φυλάξτε το. Κάποια μέρα, όταν περάσουν τα χρόνια, και θα έχω φύγει κι εγώ επίσης, ίσως θα μπορέσετε διαβάζοντάς το να μάθετε πόσο σας αγάπησα, πόσο σας αγαπώ ακόμα, πόσο θα σας αγαπώ ως το θάνατο,
Ο πολύ πιστός σας Ν*
Μάης 5/66
Εγώ σε δίνω στην αιώνια ζωή του ποιήματος
ΕΜΙΛΙΟ ΜΠΑΓΙΑΓΑΣ
Ι
Σου το ‘πα.
Πάντα σου το έλεγα,
γιατί δεν ήταν μια φορά.
Πρόσεχε, μην ορκίζεσαι
πως θα με αγαπάς μέχρι το θάνατο,
πρόσεχε γιατί το να πεθαίνεις είναι πράγμα σοβαρό,
κι αν μείνεις ζωντανή
τι γέλιο θα μας δώσει και στους δυο
εκείνο που θα έπρεπε να’ ναι μεγάλος πόνος!
Έτσι έγινε.
Τώρα γελάω μέχρι δακρύων.
Πρόσεξε καλά. Είπα δάκρυα.
*******************
ΙΙ
Μην νομίζεις πως δεν το ‘ξερα
έγκαιρα. Είδα γλάρους,
χόρτα πάνω στα νερά,
φώτα μακρινά τις νύχτες.
Ένιωσα τον κουρνιαχτό
χαϊδεύοντας μου τους κροτάφους.
“Γη, εδώ υπάρχει γη!”
-μου έλεγε. Ήταν γη, εδώ βρισκόταν,
εδώ βρίσκεται. Με περίμενες,
σοβαρή, ήρεμη, βουβή.
Τίποτα δεν είπες, αλλά εγώ σε άκουσα.
Σ’ ακούω, ακόμα κι όταν τίποτα δε λες.
Τι να μου πεις που να μην ξέρω;
Γύρνα τον τροχό, γύρνα τον,
ν’ ακουστεί το παλιό τραγούδι.
Περνάει ο καιρός περνώντας,
κύριε, ναι
περνώντας και δεν γυρνά,
και πως όχι.
Κι εγώ ο φτωχός που σκεφτόμουν
κύριε, ναι
πως ο καιρός δεν θα περνούσε,
και πως όχι,
πως ο καιρός δεν θα περνούσε…
********************
ΙΙΙ
Ήμουνα μόνος. Μα δεν πίστευα
πως θα ήμουνα ακόμα πιο μόνος.
Πιο μόνος από να ‘σαι μόνος;
Ναι, λοιπόν. Πιο μόνος.
***********************
ΙV
Και τώρα τι να κάνεις;
Τίποτα. Τί θα κάνεις;
Ξαναπέρνα το σωρό
από παλιά γράμματα. Στον άνεμο
τα παλιά, ξερά ρόδα.
Θυμήσου το καλύτερο.
Ηρέμησε.
Το χτύπημα ήταν σκληρό, μα κοίτα…
Τι;
Όχι, όχι. Θα σου έλεγα κάτι,
μα όχι.
*************************
V
Εδώ αρχίζει η νύχτα.
Όταν πια δεν θα με βλέπεις,
θα με αισθανθείς. Καυτό πούπουλο
αγγίζοντας σου το σβέρκο
θα σου δείξει πως εγώ είμαι κοντά.
Προσευχήσου για μένα και θυμήσου
πως τα κορμιά χωρίζουνε
μα οι σκιές τους μένουν.
Μην ταράζεσαι.
**********************
VI
Θα με θάψεις, φίλη, σε κάποιο μέρος
σιωπηλό, με δέντρα.
Στο μάρμαρο θα βάλεις τ’ όνομά μου μόνο,
χωρίς εν ειρήνη και χωρίς αναπάυσου.
Τι ειρήνη θα έχω,
και τι ανάπαυση,
όταν όλος ο κόσμος ξέρει
που έχω πεθάνει ξαφνικά, ακόμη
με την κούπα στα χείλη,
με το χαμογέλιο σου στα μάτια, και τη φωνή σου
καλώντας με;
Για να πεθάνεις, φίλη, πάντα πρέπει να προετοιμαστείς.
Αν όχι, είναι αυτά τα όντα,
αυτά τα πνεύματα
που σκέφτονται πως είναι ακόμα ζωντανά
( τι θλιβερά που γίνονται!)
κι μιλάνε, όπως κάνω εγώ,
σ’ αυτόν που πια δεν τα ακούει.
**********************
VII
Φορές
όταν στην τύχη βρίσκω κάποια ημερομηνία,
μου λέω: Ακόμη
δεν την γνώριζα.
Ή επίσης:
Τρία χρόνια πάνε πια που εκείνη ήταν δική μου
Ή ίσως:
Μια μέρα σαν αυτή τη μέρα
έφυγε χωρίς τίποτα να πει ποτέ για πάντα.
************************
VIII
Ίσως πολύ καλά να ξέρεις,
ή ίσως δεν το ξέρεις,
με τι τρόπο μου άρεσε
να σε βλέπω τ’ απογεύματα, όταν πια έφευγες,
να τακτοποιείς τα χαρτιά σου,
να κλείνεις τη μηχανούλα σου,
να φυλάς τα ξυσμένα
μολύβια, κι αργότερα ακόμα
( στις έξη στο ρολόι του γραφείου)
να ετοιμάζεις με αποκόμματα περιοδικών,
λουλούδια, φωτογραφίες
και γράμματα μεγάλα από αφίσα
για τον τοίχο του σχολειού σου
του νυχτερινού, συντρόφισσα.
( Χαμογελαστή πολιτοφύλακας,
έχοντας κάνει τη σκοπιά σου επιστρέφοντας στο πρωινό)
Με τι θλίψη επίμονη,
λεπτή σαν μια βελόνα
με διαπερνά η θύμηση
όταν ήταν
ο ήσυχος ερωτάς μας ένα κρίνος δροσερός,
ένας κρίνος λευκός της άνοιξης.
Ένας έρωτας,
όπως ο Ρουμπέν Νταρίο είχε πει,
του σε θαυμάζω, του “αχ!”, του στεναγμού.
Αργά νυχτώματα
των πρώτων απογευμάτων, στη Παλιά Αβάνα
ο καθεδρικός
κι εκείνο το μικρό ρεστοράν
όπου ένας φίλος
μας βρήκε χέρι χέρι
και πέρασε χωρίς να μας πει
τίποτα που θα μας έκανε
να υποπτευτούμε πως εκείνος ήξερε
ή τουλάχιστον το φανταζόταν.
Ήτανε ένας κόσμος από απουσίες και παρουσίες
επιπλέοντας σε μια καταχνιά
διάφανη, σ’ ένα όνειρο
γλυκό, τεσσάρων χρόνων. Τέσσερα χρόνια
δεν είναι κάτι αστείο.
Είναι μήνες ημέρες ώρες…
Πόσα φιλιά την ώρα σε τέσσερα χρόνια!
Αχ, μα ξαφνικά,
( δεν ξέρω, κανένας δεν το ξέρει ακόμα)
με υπόκωφους θορύβους, με κινητήρες
αεροπλάνων, με σειρήνες,
ουρλιαχτά, μηχανές,
όπως τις βλέπεις στο σινεμά
όταν παίζουν ταινίες με βομβαρδισμούς,
σείστηκαν, γκρεμίστηκαν, όλα. Κι ύστερα
μια σταθερή σιωπή μεγάλη.
Μια σιωπή μεγάλη, έτσι συνέβη.
Μια σιωπή μεγάλη συντρόφισσα.
Τι σιωπή!
***********************
ΙΧ
Έχεις πεθάνει εσύ ή εγώ έχω πεθάνει;
Πες πως πεθάναμε κι οι δυο.
Αχ, εγώ θα πω ακόμα κάτι,
θα πω
πως μόνο εσύ θ’ αναστηθείς.
**************************
Χ
Δεν είναι δυνατόν
ν’ αφομοιώσεις ξαφνικά μία καταστροφή.
Να νιώσεις τα χτυπήματα
και να χαμογελάς για το καθένα τους.
Ίσως είμαι από τί,
από πατσαβούρα,
ας πούμε πατσαβούρα για παράδειγμα,
για να μη με πονάει μια σφυριά
στο κρανίο, ένα μαχαίρι στο συκώτι,
το επίπλουν το απ’ άκρη σ’ άκρη ορθάνοιχτο
από μια μαχαιριά;
Αυτό είναι σοβαρό.
Νιώθω
πως μου φεύγει το αίμα.
Δεν ξέρω από που, αλλά μου φεύγει.
Σβήνομαι λίγο λίγο.
Δε μου μένει
πιότερο από ένα όνομα αναμμένο.
Το ίδιο που εσείς σκέφτεστε,
αυτό που εσείς ξέρετε.
Ποτέ δεν πέθανα,
( είναι πρώτη φορά)
αλλά υποθέτω πως έτσι πρέπει να είναι.
**************************
ΧΙ
Το σχήμα του θανάτου δεν είναι ένα κρανίο.
Είναι η απουσία σου
σαν μια πεδιάδα απανθρακωμένη.
Μια πεδιάδα με ήλιο και φωτιά τη μέρα,
με αντανακλάσεις και ούτε ένα δέντρο.
Μια πεδιάδα
με στόλισμα δαμασκηνό απ΄ τη Σελήνη,
μια έκταση μεταλλική
στην ψύχρα τη νυχτερινή.
Αν κραυγάζω, δε μ’ ακούν.
Αν φωνάξω, κανείς δεν έρχεται.
Σε τί πλανήτη αυτή την ώρα ζω;
Α, Θεέ μου, αν το ήξερα!
Είμαι νεκρός,
απλωμένος στον ήλιο και τον ουρανό,
ένα πτώμα χωρίς μάτια,
που το ραμφίζουν τα πουλιά.
Μ’ ακούς, τώρα μ’ ακούς;
Εχτές τίποτα περισσότερο, το ίδιο,
το δικό σου για πάντα.
Σιωπή.
Ούτε καν ο άνεμος.
********************
ΧΙΙ
Από όλους τους φίλους σου, ακόμα κι εκείνους
που ζητούσαν μάταια
από τη βίαιη και ιερή απομάκρυνσή σου
ένα χαμόγελο,
από την προβληματική σου συγκατάθεση
την άδεια
μιας ματιάς
από την ήσυχη φωνή σου
την απάντηση σ’ ένα χαιρετισμό
από όλους
εγώ είμαι ο μοναδικός εξόριστος
χωρίς φωνή και ψήφο στη συγκέντρωση που προεδρεύεις.
Εγώ, που είχα τα χείλη σου στα δικά μου,
πόσα κόλπα, δίχτυα,
εξομολογήσεις
πρέπει να κάνω χρήση κάθε μέρα
για να αγγίξω μόλις
ένα κομμάτι ελάχιστο, υπόλειμμα,
ένα σπίθισμα ίσως,
ή τίποτα, που είναι το πιο πιθανό,
από το καθημερινό σου πρόσωπο.
Μυστικό εφτασφράγιστο.
Τί κατάσταση!
Παρακαλώ, κανείς να μη το λέει
άμα δεν θέλει να με ταπεινώσει.
Να μην το ξαναπεί κανείς.
*********************
ΧΙΙΙ
Le temps est médecin d΄heureuse expérience;
son remède est tardif, mais il est bien certain.
MALHERBE
Πρέπει να ξέρεις πως αυτό θα σου περάσει.
Ο χρόνος είναι ένας σοφός γιατρός.
Αργεί να θεραπεύσει, μα το κάνει για πάντα.
Πολύ καλά Μαλέρμπ,
πολύ καλά, παλιέ μου φίλε,
κι εν τω μεταξύ;
************************
XIV
Δεν είναι εύκολο, ποιός το είπε;
να κόψεις μ’ ένα χτύπημα το σιδερό καραβόσκοινο
που μ’ αυτό είναι ενωμένο το καράβι στο μουράγιο.
Τα κύματα είναι κύματα και δεν μπορούν.
Ο άνεμος, λιγότερο.
( Το έχουν εξομολογηθεί πολλές φορές).
Γι αυτό δεν σε πιστεύω
όταν μου λες πως η δύναμή σου είναι τόση
όση για να χωρέσει σε μια κάψουλα
ερπετά και περιστέρια,
τον άνεμο το σκοτεινό του πόθου,
της ζήλιας τη μαρμαρυγή,
η αμφιβολία, η κραυγή, οι στεναγμοί,
το ηλεκτρικό λαχάνιασμα των σπασμωδικών τελειωμάτων,
και η δωρεάν τρυφερότητα,
ρόδινη κι αυθάδης
σαν μια σερπαντίνα σιωπηλή.
Όλη η ηδονή κι όλες οι τύψεις.
Όλα τα δικά μας, θα σου πω.
Είναι αυτό δυνατόν; Κι αυτό που έρχεται;
Να δούμε, πες μου αν μπορείς,
όπως σε μένα συμβαίνει, να μείνεις σοβαρή και θλιμμένη
για τέσσερις αιώνες. Ή να σκεφτείς πως πέθανες.
Να νιώσεις πια άδεια απ’ τον εαυτό σου.
Να ξέρεις αν σου λείπω θα λείπεις του εαυτού σου.
Πες μου αν στη βαθιά τη νύχτα
ξυπνάς με ένα φόβο στο στομάχι
όπως συμβαίνει τις παραμονές των εξετάσεων.
Πες μου αν με νιώθεις να κινούμαι,
σκιά του προσώπου σου
στο σκελετό σου κολλημένος.
Πες μου αν χρειάζεσαι
να δεις με τα μάτια μου, να μιλήσεις με τα λόγια μου,
και να μην αγαπάς, μην αγαπάς, εξεγερμένη κι αρπαγμένη
από μια δύναμη έντονη, ξερή, τυφλή,
από μια δύναμη απλή,
μια δύναμη μεγάλη.
Τι θα μου πεις, διάβολε, αν αυτό
κανείς δεν το υποφέρει ή το αντέχει.
Βεβαίως, όταν αγάπησες.
Πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
**************************
XV
Όπως εγώ σ’ αγάπησα, μη ξεγελιέσαι,
έτσι δε θα σ’ αγαπήσουν
ΜΠΕΚΕΡ
Εδώ τελειώνει αυτό το ποίημα.
Είναι δικό σου, αν και δεν μπορείς να το καταστρέψεις.
Ένα κρεμάμενο πούσι μελαγχολικό
επιπλέοντας στις αβύσσους μου
το πρόσωπό σου σχηματίζει, το οργανώνει,
μου προσφέρει τη ματιά σου, το ιδιαίτερο
χαμόγελό σου και την έκφραση
σαν από μια αφελή μομφή
σαν σιωπηλή επιτίμηση για κάτι
που δεν σ’ ευχαριστεί εντελώς.
Θυμάμαι φράσεις, καταστάσεις, αναμονές,
το μακρινό αρχίνισμα, αυτή τη ρήξη,
όλα τα τα δικά σου λεπτά και τρυφερά που υπάρχουν μέσα μου,
που σου ευχαριστώ, και όχι με ευχαριστίες
ευγενείας, αλλά με αυτές που δεν τις λες
γιατί είναι στο βάθος του καθένα
αν και ποτέ δεν ξέρει που ακριβώς.
Ο Μπέκερ, που η θλίψη του με συντροφεύει,
που στη φωνή του η ζωή περνά
με τα νεκρώσιμα τα μωβ της βέλα,
μου δίνει αυτή τη στιγμή τη νοσταλγία,
το αναγκαίο στήριγμα,
το απαλό φως για να σου πω
αυτό το κι εγώ σ’ έχω αγαπήσει
κι αυτό το δεν θα σ’ αγαπήσουν. Ρώτησέ τον,
και θα στο πει αυτός.
Δεν ξέρω αν μ’ αποχαιρετώ, ούτε και τί θα κάνω
όταν δεν θα σε βλέπω πια. Με ποιό τρόπο
θα πεθάνω. Σε ποιά τρώγλη,
σε ποιό μπουντρούμι, σε ποια καταφρόνια, σε ποιό
περιστέρι, σε ποιαν βραχώδη ακτή ή κοιμητήριο,
δίπλα σε ποιο ποτάμι, σε τί μιζέρια ή σταυρό.
Αχ, και μακάρι να ‘ναι
σε κάποιο μέρος της άνοιξης
βρεγμένο στο φιλί της νέας σελήνης,
όπου θα τρέμουν καμπανούλες ηχώντας
σε χαιρετισμό στη λαμπερή σου επιστροφή,
κι εσύ να έρχεσαι
με αργούς ανθούς πορτοκαλιάς
ανάμεσα σε χειροκρότημα και σε κοράλλια.
Αλλά το ξαναλέω,
δεν ξέρω αν αυτό θα είναι αθωότητα και πιστή απλότητα,
εάν δεν είναι ίσως όλα αυτά περισσότερα από όσα πρέπει.
Αληθινά δεν ξέρω.
*******************
Επιλεγόμενα
Μια μέρα που είχα πάει στη Φωλιά του Βιβλίου, ο Θάνος Τσιμέκας, ερωτευμένος όπως φάνηκε,
μου έδειξε ένα βιβλίο του Νικολάς Γκιγιέν. Δίγλωσση έκδοση, ποιήματα ερωτικά, καμωμένα για κάποια Σάρα Κασάλ. Δώσε μου το βιβλίο να το μεταφράσω, του λέω. Το βιβλίο είναι χαρισμένο, μου απάντησε, αλλά θα σου βγάλω μια φωτοτυπία και μετάφρασέ το από εκεί. Πέρασαν τα χρόνια, αλλά η ώρα του βιβλίου να μεταφραστεί δεν είχε έλθει. Με τσίγκλισε πάλι το Όρος Αιγάλεω του Παστάκα, που από τα Ξένια του Μοντάλε με έφερε πίσω στην υπόσχεσή μου. Για τον Νικολάς Γκιγιέν θα βρείτε πολλά στο διαδίκτυο. ( Nicolás Guillen) Συνήθως αφιερώνω τις μεταφράσεις. Ο Θάνος Τσιμέκας, γεροντοπαλίκαρο, καλλιγράφος, βιβλιογνώστης, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Σ’ αυτόν είναι χαρισμένη η μετάφραση. Σαν επιστολή σ’ ένα κορίτσι άγνωστο, που ήταν ερωτευμένος. Σόνγκορο Κοσόνγκο Θανάση…