Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Κερασία Γερογιάννη, «Η κλειστή βαλίτσα-Έξι ποιητικοί δρόμοι», Βόλος 2010

$
0
0

(Ο πίνακας είναι της Κερασίας Γερογιάννη)

 

ΣΕΙΡΗΝΕΣ

Αποκτήσαμε το σχήμα της αναμονής
σειρήνες της μοναξιάς και του θανάτου
που καρτερούμε στο έρμο νησί μας
πλοία περαστικά μήπως φανούν
ν’ ακούσουν το τραγούδι μας
χλευαστικό να τα μαγέψει

Μας μούσκεψε η αρμύρα του πελάγου
του γνώριμου ουρανού η καταχνιά
νότισε μ’ αχλή τα σκιερά μας μάτια
σειρήνες, που αγέρωχες στεκόμαστε
κοιτώντας τον κύκλο ενός ορίζοντα
πανέτοιμου να μας δεχτεί μόλις χαθούμε.

1986/27-4-2004

*

ΕΡΩΤΙΚΟ

 

Ο πόθος και ο έρωτας οργώνουν το κορμί μου
και τρίζουν όπως οι παλιές ξύλινες καρέκλες
δίπλα στο τζάκι ξορκίζοντας τη φλόγα
μ’ ένα ρυθμό υπνωτικό οι αρμοί μου.

Εγώ που θέλω μάγισσα απόψε να καώ
χέρια και μάτια και μαλλιά να τριζοβολήσουν
στοιχεία ελεύθερα τις στάχτες ν’ αψηφήσουν
σ’ αέρα, χώμα και νερό ν’ αναλυθώ….

Η γυναίκα που έγινε κισσός
γιατί δεν είχε άλλο τρόπο
να δίνει ζωή
άπλωσε φύλλα πάνω στις πέτρες
από τον πόνο της αναμονής…

 

*

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΙΣΣΟΣ

Οι ρίζες μου καταγής
φλέβες στο χώμα
αιμορραγούν και καίνε
πείνα αχόρταγη ζωής
τις συστρέφει κει κι ακόμα
φωνίτσα έχουν και κλαίνε

Οι ρίζες μου ποτάμια
μήτρας πορφυρά
που γέννες νίβουν
ξεγέλασμα στη Λάμια
κλάμα παιδιών ακουμπιστά
σε πέτρες, με πέτρες ντύνουν

στον άνεμο ψυχές
που πάλιωσαν στο φως
αγάλματα ως να φρουρούν
γλυκιές απαντοχές
και βλάστησαν ίδιος κισσός
-οι ρίζες μου πονούν…

20-5-1999

*

 

ΙΚΑΡΟΣ

Η φτερούγα μου
ρέουσα ύλη
στη σάρκα μου
ποτάμι λάβας
κι αίματος κλωστή
φυλλορροεί πόνους
βλαστερούς
σπόρους γεννά
που τριζοβολούν
ανθίζοντας
στις οπές μου
ως γη φιλόξενη
επότισα κι εστέγνωσα
άλλο δεν έχω.

Κεντίδι τρίχινο
στα μέλη μου
τα δεσίματα
κι οι κόμποι
πυρώσανε
μες στου ήλιου
τη χαρά
εκόπηκε
ό,τι με κράταγε
ψηλά
κι έτσι βυθίζομαι
στα γαλανά
τα υγρά μου
βοσκοτόπια.

Κι ό,τι καρποφόρησε
εντός μου
στον άμωμο αγέρα
δε θα βγει
μόνο θα κυματίσει
σα παράπονο
και θα γλιστρήσει
πάνω στην πέτρα
φύκι αλμυρό
κλαδί κρυφό
το γιούσουρι
των ναυαγών
και των πνιγμένων
κήπος.

19-12-1999

*

ΑΙΝΙΓΜΑ

Αυτό που έρπει
γυαλιστερό και κρύο λέπι
στις αισθήσεις μου
μαυλιστικά
και φιδοσέρνεται
στις μυστικές εκλείψεις μου
προσεκτικά
κινείται και δε φαίνεται

Έχει κρυφτεί
κουλουριασμένη απειλή
μέσα στις δίπλες του μυαλού
εφώλιασε στη ζεστασιά
τη χωνεμένη
στείρου καιρού
που της βροχής γλυκά φιλιά
δεν περιμένει

Παραφυλά μ’ αγρύπνιας μάτι
στου νου μου το κρυφό παλάτι
τη γεύση του αγγίγματος
τη μυρωδιά των ήχων
τα χρώματα τ’ ανύποπτα
του πιο σκληρού αινίγματος
π’ ασφάλισα στων τοίχων
τη σκιά καχύποπτα

μέχρι να βρω τη λύση
μα έχει πιο άγρια φύση
κι απ’ των παραμυθιών τη Στρίγγλα
με δηλητήριο πικρό
τις σκέψεις μου κοιμίζει
για να τις καταπιεί
κι απ’ τη γριά τη Σφίγγα
δε θα προλάβω να σωθώ
δίχως το Λόγο που ορίζει
τη μόνη μου διαφυγή…

14-3-1999

*

 

ΜΕΔΟΥΣΑ

Είναι μια κόρη αδικημένη από τη μοίρα της
όταν γεννήθηκε βαριά κατάρα της εδόθη
τα παλικάρια που θα φτάσουν ως τη θύρα της
για την καρδιά της τη σκληρή, μαύρην απόχη

θα ’ναι τα μάτια της, που σκιάζονται απ’ τα βλέφαρα
κι έχουν στην ίριδα του Χάροντα το γέλιο
αυτό το γέλιο κρύος άνεμος σε γέφυρα
πέτρα παγερή που στοίχειωσε θεμέλιο

και χτίστηκε από κάτω της η ζέστα της ζωής
κι αν έσβησε κι αν δεν έσβησε - κανείς δε το εξέρει,
κανείς δε το φαντάζεται - κρυμμένη μες στη γης
πως είναι η καρδούλα της, εκεί, και υποφέρει

καθώς ακούει τα νερά αιώνια να κυλούν
και τρέχουν οι δροσιές κάτω απ’ τα πόδια της
που ρίζωσαν στα χώματα με ρίζες που πονούν
και βγάλαν φύτρες τα πνιχτά τα μοιρολόγια της

φύτρες γεννοβολήματα γερά και παρακλάδια
που τρέφοντ’ απ’ τα αίματα, που τρέφοντ’ απ’ τον πόνο
κι αν περπατήσεις πάνω τους με την καρδιά σου άδεια
μη στοχαστείς να κρατηθείς από δικό της κλώνο

γιατί θα γίνει το κλαδί θηλιά που θα σε πνίξει
και τα μαλλιά της τα λιτά φίδια θα σε δαγκώσουν
και τότε πέτρα θα γενείς και κείνη θα σε ρίξει
μες στις δροσιές και τα νερά κι εκεί θα σε μαργώσουν

τα χέρια της τα κέρινα, τα νεκρικά της μάτια,
που εκαταδικάστηκαν όποιον ποθούν να παίρνουν
στου Κάτω Κόσμου τα σκιερά απάνεμα δωμάτια
κι εκεί με άλυσες βαριές να τον αλυσοδένουν.

 

*

 

ΜΕΔΟΥΣΑ-Β’

 

Πέτρα παγερή
ματιά γυναίκας
ροή αβύσσου
μαύρα μαλλιά
βόστρυχοι δηλητήριο
συστρέφονται
σ’ ώμους λευκούς
έρπουν σε στήθη
ευωδιαστά από γάλα
–«Εσύ είσαι
το τέλος μου»
θα πω ριγώντας
«π’ αποφεύγεις τις σκιές
κάτω απ’ τα βλέφαρα
μόνο ζυγίζεις το σπαθί
πάνω στο στέρνο μου
κι ως καθρεφτίζομαι
εκεί δα
μου παίρνεις το κεφάλι,
ωραίε νικητή,
τώρα θα ’μαι μόνο
μια διάφανη κυματιστή
χορεύτρια του βυθού
εκπληκτικά όμορφη
κι ελκυστική
όσο δεν ήμουν
πριν από σε
–σχεδόν δειλή
μες στο γαλάζιο φως.»

2-6-1999/3-1-2001

*

 

ΕΠΟΧΗ ΕΣΧΑΤΗ

Αφήστε τον ουρανό να μπει στην κάμαρά μου
όρκο θα πάρω πως είν’ ο φίλος ο στερνός μου
αφήστε τα πουλιά να ’ρθουν στο προσκεφάλι μου
του αιώνιου ύπνου μου οιωνοί ας γίνουν τώρα.

Στο διάφανο της ώρας γλυκοφίλημα
την πραγματική μου όψη ποτέ, ποτέ
δε θα χαρώ κι ας έρθουν όλα κοντά μου
είμαι ο άνθρωπος που κουράστηκε και φεύγει…

*

Δ.

ΕΠΟΧΗ ΕΣΧΑΤΗ

Κι ως αλαφροπατώ
πάνω στα όνειρά μου
παραμυθιού κλωστή βαστώ
και για παρηγοριά μου

δένω στ’ ανέμου τις ριπές
στου ρεφουλιού την πλάτη
των ταξιδιών μου τις γραμμές
τη ρότα μου στο χάρτη.

Δρακόφτερα που μ’ οδηγούν
πριν να με καταπιούνε
του ορίζοντα μ’ αναμετρούν
τα μάτια που αγρυπνούνε.

Φιδοσερνάμενοι γλιστρούν
με λέπια πίσσα μαύρη
οι δρόμοι π’ αστραφτοκοπούν
στου ουρανού το χάδι

κατρακυλούν σε διαδρομές
και μνήμες που δε σβήνουν
κι αν δεν υπήρξαν νκητές
κι ίσως ποτέ δε γίνουν

θα’χουν κλινάρι χώματα
παλιά και νοτισμένα
να προσκαλούν τα σώματα
τα βαριοκουρασμένα

Εκεί θα δέσω την κλωστή
του ταξιδιού ρημάδι
να βρίσκει θέση η ανταμοιβή
που έγινε σημάδι

πάνω στ’ ανθρώπου την καρδιά
που πολεμά να υπάρξει
του Κάτω Κόσμου τη ζαριά
που ελπίζει να υποτάξει

Ελπίδα βάγια μου στερνή
χωμάτινη ευωδιά μου
στη γούρνα μου την ταπεινή
θα βρω το τίμημά μου

Θα’χουν τα μάτια μου γητειές
του χρόνου τα τερτίπια
να ροβολούν σαν πειρατές
στης μνήμης τα ξενύχτια

ωχρά φιλιά των Τροπικών
και πυρετοί στο αίμα
κρυφά σπαθιά των πειρασμών
που ελόγχισαν με ψέμα,

που ανοίγει στόμα να γευτεί
το αίμα που αφήνω
στην άγρια πέτρα τη σκληρή
στο βάτο και το σχίνο

Του Άδη αναστεναγμός
και καρτερία πόση
θα γίνει η ζήση μου το φως
που θα μ’ απολυτρώσει;

Ας είμαι ξένος κι ας διαβώ
του κόσμου την ασχήμια
με φόβους χίλιους κι ας περνώ
σαν αλυχτούν τ’ αγρίμια

Αγάπη που όλα τα χωράς
κι όλα τα αγκαλιάζεις
αντάλλαγμα που δε ζητάς
και γνώμες δε διχάζεις

Αγάπη που όλα τα μπορείς
τα ισιώνεις και τα γνέθεις
το άδικο το συγχωρείς
το δίκιο το ανατρέφεις

υφάντρα της παρηγοριάς
στημόνι ο λόγος σου ο καλός
αγάπη ο δρόμος της καρδιάς
κι ας είναι και στερνός

Αγάπης γλυκανασασμό
μετρώ στα σωθικά μου
σα σκέφτομαι πως περπατώ
πάνω στα όνειρά μου.

 

*

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄
ιγ΄.1-13
10-12-05

IV

ΕΠΟΧΗ ΕΣΧΑΤΗ

Oι αισθήσεις μου πεντόβολα που τά’ριξεν η Τύχη;
Ποιος είναι άραγε ο Θεός και έχει αποτύχει;
Ποια πέτρα πέφτει στο νερό και δεν τ’ ανακατώνει;
Ποιανού νοτιά το άγγιγμα τα φύλλα δε σαρώνει;
Πού η ζωή η αιώνια το θάνατο ανταμώνει;
Πού είν’ του Άδη το σπαθί που τη Ζωή τελειώνει;

 

 

*

ΩΡΑΙΕΣ ΚΟΙΜΩΜΕΝΕΣ

Ο πόνος μας σκαλώνει στα παράθυρα
κρεμιέτ’ ανθός και φυλλαράκι
τρέμει για να τον προσέξεις

Όταν νυχτώνει παίρνει χίλια πρόσωπα
να σκύψει πάνω μας να μας φιλήσει
είν’ ο νυχτωδός κι ο εφιάλτης μας

Τυλίγει παραμύθια στην ανέμη
και στάζει κόκκινη γραμμή στο χώμα
παρηγοριά η λησμονιά στα βλέφαρα

Ο πόνος μάς μαθαίνει για να ζούμε
και σαρκασμός υφαίνετ’ ο ιστός του
απάνω μας, ωραίες κοιμωμένες

Του ύπνου του χιλιόχρονου σιωπή γλυκιά
και τρυφερή κάτω απ’ τ’ αγκάθια
την προσμονή μας χουχουλιάζει ο πόνος μας ο μυστικός.

Κάθε βραδιά στριφογυρνάει στο στρώμα μας
και γυροφέρνει στο δωμάτιο ανυπόμονος
στο πρόσωπό μας το δικό του αλαφρογέρνει

Ως νά ’ρθει η αγάπη η θυσιαστική
να μας ξυπνήσει του πόνου μας γινήκαμ’ ένα
μια πληγή κι όλο αιμορραγούμε…

Ιούλιος 1983 / 26-6-2000

 

*

 

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΕ

Γέλια, γελάκια
σαν ποντικάκια
απ’ τις χαραμάδες
σειρές και αράδες
κρυφά τρυπώνουν
τους τοίχους δαγκώνουν.

Τα διώχνω με βιάση
σκούπα φαράσι
στου μυαλού μου τις δίπλες
τρεχάτοι ξενύχτες
αυτό το μεθύσι
που έχει αρχίσει
στο δρόμο απέξω
δε θα τ’ αντέξω.

ΔΕ 11 Νοεμβ.2005

*

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΜΥΘΟΣ

Τριανταφυλλόριζα
πάθη που δεν όριζα
άγρια χέρια και κλαδιά
μου τρυπήσαν την καρδιά

με σπαθί και με δικράνι
στα ριζά του πόνου φτάνει
ένας ήλιος βασιλιάς
που με χρύσωσε μεμιάς.

Τριανταφυλλοπνιγόμουν
κι αγκαθιά γινόμουν
σε κεντώ, σε φαρμακώνω
και με ύπνο σε μαργώνω

στάζει μόνο η σιωπή
σα βροχούλα στην αυλή
που μετράει μίσχους χρόνια
που κοιμήθηκαν αιώνια.

Τριανταφυλλοπολεμούσα
και τον Έρωτα ρωτούσα:
είσαι ρόδο να κοπείς
ή αγκάθι να πονείς;

-Αχ, ωραία και κακιά
κοιμωμένη που ξυπνά
εκατό χρονιές κρυβόμουν
και τις νύχτες τυραννιόμουν…

Δε σου χάρισα φιλί
που δε θέλει ανταμοιβή
είμαι ρόδο να κοπώ
και αγκάθι να πονώ.

12-1-05

*

 

 

Ο ΚΌΣΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Τα δέντρα ανεμοδέρνονται
κι ανατριχιάζουν
ανήμπορα θρυμματίζονται
σ’ αποχαιρετισμούς
σαν άνθρωποι διπλώνουν
από θλίψη και κατάνυξη
μαλλιά λιτά, μπράτσα λιγνά
μ’ ανεμικά δάχτυλα

Ο κόσμος ο πικρός
των νεκρών πραγμάτων
στενάζει πλήθος στεναγμούς
όσους άφησε η κάθε ψυχή
πριν ταξιδέψει
για κει που χάνοντ’ οι μνήμες
και ξεχνιόνται οι πίκρες κι οι χαρές
των ανθρώπων
για κει τρεχάτος φεύγει ο άνεμος
ξετρελαμένος γαλανός και γκρίζος
χωρίς να νοιάζετ’ αν υπάρχουμε
σ’ αυτόν τον τόπο

-η στεγνή του αδιαφορία
με μπατσίζει στο πρόσωπο….

 

*

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΟΥ

Τον ξέθαψα τον πατέρα
η γη μού απέδωσε το νεκρό μου.
Τώρα είναι κοντά μου
ή τον έχασα οριστικά;

Κοιτώ τις ρίζες μου
στα μαυρισμένα οστά
με την οικειότητα
να γίνεται χάδι
στο κρύο μέτωπο,
που πια δεν είναι
και φιλί και ανθός
αντίς για ρούχο
κι αγκάλιασμα
χωρίς ανταπόδοση
και μίλημα μοναχικό
χωρίς αποκρίσεις.

Τρίτη 11-9-07

*

 

 

Το ’ξερες πως όταν πεθαίνουμε
γινόμαστε ρίζες;

Δεν έχω μάτια χρωματιστά
δεν έχω δέρμα για να μ’ αγγίξεις
δίχως μαλλιά και χείλη κι ό,τι είμαι
κι ό,τι ήμουν – τώρα πια δεν ξέρω.

Το ’ξερες πως όταν πεθαίνουμε
γινόμαστε ρίζες;

Δεν έχω όνομα και πρόσωπο
δεν έχω έκφραση πόνου ή χαράς
δίχως συνάρτηση τα μέλη μου
οστά στο πανέρι αγκαλιαστά.

Το ’ξερες πως όταν πεθαίνουμε
γινόμαστε ρίζες;

Δεν έχω μυρωδιά άλλη απ’ το χώμα
δεν έχω αίμα παρά το κόκκινο της χοής
δίχως ανάμνηση και θύμηση
η κεφαλή μου άδεια γέρνει.

12-9-07


Engin Ardiç, «Ενάντια στον εορτασμό της Άλωσης από τη μεριά των κατακτητών»

$
0
0

 

 

Ακολουθεί ένα πραγματικά εντυπωσιακό άρθρο του Τούρκου δημοσιογράφου και συγγραφέα Engin Ardiç, ενάντια στον εορτασμό της Άλωσης από τη μεριά των κατακτητών.

 

“Τούρκοι συµπατριώτες, σταµατήστε πια τις φανφάρες και τις γιορτές για την Άλωση, αρκετή βία έχουµε δώσει στην Ανατολή µε τις πράξεις µας…

ΑΝ οργανωνόταν στην Αθήνα συνέδριο µε θέµα «Θα πάρουµε πίσω την Πόλη»…
ΑΝ έφτιαχναν µακέτα µε τα τείχη της πόλης και τους στρατιώτες µε τις πανοπλίες τους να επιτίθενται στην Πόλη… (όπως εµείς στην Τουρκία κάνουµε κάθε χρόνο !)
ΑΝ ένας τύπος ντυµένος όπως ο περίφηµος Έλληνας νικηφόρος και σχεδόν µυθικός Διγενής Ακρίτας έπιανε τον δικό µας Ulubatlι Hasan και τον γκρέµιζε κάτω…
ΑΝ ξαφνικά έµπαινε στην πόλη κάποιος ντυµένος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος πάνω σε ένα λευκό άλογο και δίπλα του άλλος ως Λουκάς Νοταράς, ως Γεώργιος Φραντζής κι έµπαιναν ως αντιπρόσωποι της πόλης… (όπως εµείς στην Τουρκία κάνουµε κάθε χρόνο !)

ΑΝ έφτιαχναν µια χάρτινη Αγία Σοφία που δεν είχε µιναρέδες αλλά Σταυρό…
ΑΝ έκαιγαν λιβάνι και έλεγαν ύµνους, θα µας άρεσε; Δεν θα µας άρεσε, θα ξεσηκώναµε τον κόσµο, µέχρι που θα καλούσαµε πίσω τον πρέσβη µας από την Ελλάδα.

Τότε, γιατί το κάνετε εσείς αυτό, κάθε χρόνο; Πέρασαν 556 χρόνια και γιορτάζετε (την Αλωση) σαν να ήταν χθες; Γιατί κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ( µ΄ αυτές τις γιορτές πού κάνετε ) διακηρύσσετε σε όλο τον κόσµο ότι: «αυτά τα µέρη δεν ήταν δικά µας, ήρθαµε εκ εων υστέρων και τα πήραµε µε τη βία». Για ποιο λόγο άραγε φέρνετε στη µνήµη µια υπόθεση 6 αιώνων; Μήπως στο υποσυνείδητό σας υπάρχει ο φόβος ότι η Πόλη κάποια µέρα θα δοθεί πίσω;

Μην φοβάστε, δεν υπάρχει αυτό που λένε µερικοί ηλίθιοι της Εργκενεκόν περί όρων του 1919. Μη φοβάστε, τα 9 εκατοµµύρια Ελλήνων δεν µπορούν να πάρουν την πόλη των 12 εκατοµµυρίων, και αν ακόµα την πάρουν δεν µπορούν να την κατοικήσουν. Κι οι δικοί µας που γιορτάζουν την Άλωση είναι µια χούφτα φανατικοί µόνο που η φωνή τους ακούγεται δύσκολα.

Ρε σεις, αν µας πούνε ότι λεηλατούσαµε την Πόλη τρεις τρεις και τρεις νύχτες συνεχώς τι θα απαντήσουµε; Θα υπερασπιστούµε τον εαυτό µας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων ή θα αφήσουµε το θέµα στους ιστορικούς; Αντί να περηφανευόµαστε µε τις πόλεις που κατακτήσαµε, ας περηφανευτούµε µε αυτές που ιδρύσαµε, αν υπάρχουν. Αλλά δεν υπάρχουν. Όλη η Ανατολή είναι περιοχή µε την βία κατακτηµένη… Ακόµα και το όνοµα της Ανατολίας δεν είναι αυτό που πιστεύουν (ana=µανα, dolu=γεµάτη) αλλά προέχεται από την ελληνική λέξη η Ανατολή. Ακόµα και η ονοµασία της Ισταµπούλ δεν είναι όπως µας λέει ο Ebliya Celebi «εκεί όπου υπερτερεί το Ισλάµ» τραβώντας τη λέξη από τα µαλλιά, αλλά προέρχεται από το «εις την Πόλιν».

Εντάξει λοιπόν, αποκτήσαµε µόνιµη εγκατάσταση, τέλος η νοµαδική ζωή και γι’ αυτό ο λαός αγοράζει πέντε – πέντε τα διαµερίσµατα. Κανείς δεν µπορεί να µας κουνήσει, ηρεµήστε πια…Οι χωριάτες µας ας αρκεστούν στο να δολοφονούν την Κωνσταντινούπολη χωρίς όµως πολλές φανφάρες…”

Εφημερίδα Sabah
Engin Ardiç
29/05/09

Πηγή, Μυθογένεια
http://mythogenia.blogspot.com/2011/05/29-1453.html

Carlo Bordini, «Polvere/Σκόνη» (μτφρ: Massimiliano Damaggio)

$
0
0

 

 

Σκόνη

Θα έιμαι πάντα λίγο λιγότερος απ’ αυτό που έιμαι,
όχι, πολύ λιγότερος. Σκόνη. Έχασα πολλά.
Ό,τι χάνεται δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί ξανά, κι αν αποκτηθεί
έχει χαθεί τώρα πια, δεν επίπτει πια στην προκαθορισμένη σειρά
των πραγμάτων. Είμαι ευχαριστημένος
εάν μείνει από μένα μόνο ένα ελαφρύ
περιτύλιγμα. Έχασα
πολλά. Σ’ αυτή την ελαφρότυτα,
αυτό που έχει σημασία είναι η απουσία των μυτερών,
να είναι όλα στρογγυλά και συμμαζεμένα. Αυτό
αρκεί. Ό,τι έχει ισοπεδωθεί μπορεί να γίνει στρογγυλό,
στρογγυλό ξανά. Σαν μια γλάστρα. Είναι ακόμα δυνατό.
Η σκόνη μπορεί ν’ αποκτηθεί ξανά. Η σκόνη ήταν κάποτε
συντρίμμια. Η σκόνη τώρα δεν έιναι συντρίμμια,
είναι αργή εύθρυπτη. Η σκόνη
είναι λίγο λιγότερη, αλλά μπορεί να
συγκρατηθεί. Η πληγές
μπορεί να γίνουν σκόνη, συμμαζεμένη
και ολοκληρωμένη. Είμαι ευχαριστημένος
που δεν καταλαβαίνω τα πράγματα. Τη δική
τους έννοια. Έχει πράγματα που αγνοώ, και είμαι
ευχαριστημένος. Μοιάζουν σαν μυστήρια,
ήρεμα. Για παράδειγμα,
το κορίτσι που πάντα συναντώ, μ’ αγαπά
ή όχι; Δεν το ξέρω. Είναι ευχαριστημένος
που δεν το ξέρω. Είμαι ευχαριστημένος που δεν ξέρω
εάν το αγαπώ, καλύτερα, ξέρω πως δεν το αγαπώ ή θα μπορούσα
να το αγαπήσω – είμαι ευχαριστημένος
που δεν ξέρω εάν θα μπορούσα να το αγαπήσω. Το μυστήριο αυτό
με καθυσηχάζει πιο πολύ απ’ την αγάπη του.
Είναι ωραίο που δεν ξέρουμε. Που δεν ξέρω, για παράδειγμα,
πόσο θα ζήσω,
ή πόσο θα ζήσει η γη.


Αυτή η εκκρεμότητα
αντικαθιστά την αιωνιότητα.
Πήγαμε πέρα-δώθε στο χάρτη
το καλοκαίρι. Ψάχνοντας μόνο
για ξεκούραση. Πίσω από την ξεκούραση ήταν
η ελπίδα καινούργιων καιρών,
ή μάλλον, της ανάκτησης των δυνάμεων μόνο.
Δεν υπήρχε ο θόρυβος της θάλασσας.
Δεν υπήρχαν πετάγματα πουλιών, εμπειρίες,
δεν υπήρχαν πρόσωπα γυναικών. Μόνο
Ξεκούραση. Πολλή ξεκούραση. Πολλές
ελπίδες. Πιθανές ελπίδες,
ήσυχες.
(Σποραδικά η τρέλλα θα μπορούσε
να είναι
λοιμώδης ασθένεια).
(κάποτε είχα γράψει
ένα ποίημα που έλεγε
“με πιάνει μια
σύντομη ταχυκαρδία
μάλλον δεν είμαι μεγάλος ποιητής αλλά
τουλάχιστον
είμαι μανιώδης καπνιστής”.)
με την έννοια πως
δεν είμαι ικανός
να εκφράζω
αλλά είμαι ικανός
να αυτοκαταστρέφομαι
(και κάτα βάθος, για έναν ποιητή,
να εκφράζει ή να αυτοκαταστρέφεται
δεν είναι το ίδιο πράγμα;
Να φτάσει το απόλυτο δεν είναι
το γδύσιμο από το σώμα του;

Έτσι μισούμε τους εχθρούς μας
πάνω απ’ όλα
επειδή μπορούν να μας τρελλάνουν. Κι εγώ σ’ αγαπώ γιατί το κενό σου
δεν μου επιτρέπει να ξεσηκωθώ.
Επειδή εσύ επιτρέπεις στους άλλους
να επεκτίνονται.
Εγώ μπορώ να μπω μέσα σου
και να βγω
όποτε θέλω.
Η σκόνη θα μπορούσε να
σκορπιστεί στον αέρα. Είναι απαραίτητο
να είναι ολοκληρωμένη, σε κατάσταση ησυχίας,
όπως η σκόνη των νεκρών της Πομπείας. Μόνο έτσι
μπορεί να είναι αιώνια. Αιωνίως ακίνητη. Απουσία κίνησης.
Το διαλυμένο νευρικό σύστημά μου
αυτό ικετεύει μόνο. Η σκόνη να έιναι ήσυχη.
Απουσία ερεθισμάτων. Χιόνι. Μόνο έτσι, πληγές και συντρίμμια
ησυχάζουν, κι από τα ραγίσματα αυτά
γεννιέται μια καινούργια μορφή ζωής. Θηλυκώς
ήσυχη. Η σκόνη μπορεί να είναι
εξαιρετικά συμπαγής, να ξαναγίνει
ψευδαίσθηση από πέτρα. Σ’ αυτή
τη μείωση,
είναι το ήσυχο σπίτι μου,
ισοπεδωμένη η σταθερότητά της.
Πέτρα πέτρα χτίζεται και
μειώνεται
όπως η θάλασσα,
εκράγει η ζωή σε σταθερότητα
σε λασπώδες νερό
και είναι ζαχαρένια
και πρωτογόνια,
πλούσια με χταπόδια.
Σ’ αυτή τη μείωση,
είναι η υπομονή μου.
Χρειάζεσαι τους μικρούς πόνους
να αποφύγεις τους μεγάλους.
Κι έτσι η ρευστότητα του νερού κι του χώματος επίσης,
η συνεχής αλλαγή της ημέρας και της νύχτας.

Ως εκ τούτου, αυτό συνέβη:
Έτσι από την εικόνα μιας πρωτόγονης ενότητας
κυλήσανε συντρίμμια, κι αυτή η ενότητα δεν γεννήθηκε,
και τα συντρίμμια έγιναν σκόνη. Κι από εκείνη τη σκόνη ξαναγεννήθηκε
η ζωή, μια δεύτερη τεχνητή ζωή, οπώς τεχνητά είναι
τα σπίτια, τα ρούχα, οι όμορφες γυναίκες, τα ψηλά τακούνια, τα καλσόν,
η μπριγιαντίνη για τους άντρες. Ζώη που γεννήθηκε από
την ευθραυστότητα. Όπως μια εμμονή. Οι αισθήσεις ήταν νεκρές.
Ανάπηρη ζωή. Μειωμένη.
Όπως ήσυχος εφιάλτης. Σε μια λίμνη
καθρεφτίζεται.
Τεχνητή ζωή – πως μπορεί να είναι τεχνητή
μια καινουργια ζωή; Εάν η πέτρα δεν υπάρχει πια, ή ποτέ δεν υπήρξε,
δεν είναι καλύτερα να έισαι από γύψο, σαν τους νεκρούς της Πομπείας;
Αιωνίως; Ίσως…
Ο πονηρός αρχαιολόγος γέμισε με γύψο τα περιτυλίγματα
που η λάβα και πύρινες πέτρες άφισαν, εκεί όπου
φθάρθηκαν τα σώματα των φυγάδων της Πομπείας. Ο γύψος
ξαναπήρε τις αρχικές μορφές, περίπου, σε όλη
την τρυφερότητά τους. Φαίνεται πως κοιμούνται, ήσυχοι, λίγο
ξεθωριασμένοι. Λίγο ξεβαμμένοι. Η τεχνητή ζωή δεν έιναι, ίσως –
άχρωμη – αυτό που μπορούσε να είναι; Δεν είναι ίσως ήσυχη,
άμορφη, αυτό που μπορούσε να είναι στα
νιάτα της, στην φυσική της κατάσταση; Δεν έχει ίσως
ανακτηθεί; Το βασικό της δεν έχει ίσως
μείνει; Και ίσως να μην μπορώ να κάνω, από γύψο,
αυτό που δεν έκανα πριν;
Δεν έιναι ίσως ωραία όλα αυτά; Υπάρχει κάτι
που δεν είναι θεμιτό; Ο γύψος δεν είναι,
ίσως,
ανθρώπινη δημιουργεία;
Ταπεινός, γύψος, κατασκευασμένος από συμπαγή σκόνη. Ίσως είμαστε
το μνημείο του εαυτού μας;
Εύθραστο μνημείο, στο δημόσιο κήπο, που κάποιος
μπορεί να πάει να δει. Δεν είναι ίσως αυτό η ζωή; Στην ταπεινότητά της,
ίσως δεν είναι ίσως εμφατκή; Στην βίλλα μποργκέζε,
κοιτάζουν τις προτομές των συναθρώπων μας του δέκατου ένατου αιώνα, παρακμιαίων,
που δεν στερήθηκαν την αξιοπρέπειά τους.
Κι εσύ, θες να είσαι κοντά μου;
Είμαι από καλό γύψο –
αυτοδημιούργητος.
Εσύ που έκοψες τους γιούς σου,
αγαπάς τις γυναίκες – με μια στείρη
αγάπη.
……………………………..

Ένα ροζ πράγμα, πολύ ροζ,
σαν μια αυγή,
αμυδρή και χρυσαφένια, διαφώτιστη,
διάφανη,
σαν μια χρυσαφένια αυγή, διαφώτιστη,
διάφανη, σαν μια κουρτίνα ροζ
και διάφανη, σαν μια καινούργια
έναρξη, σαν χρυσαφένιο νεφέλωμα
που διαφωτίζει απ’ την αδυναμία της,
και την τρυφερότητα, αμυδρή, αυγή, πρώτες πρωινές
ώρες, πεταλούδα σαν τα φτερά από,
σαν σεντόνι, ευτυχισμένο
πρωί.

(Η φυσική μαλακή φορμή του κώνου της σφαίρας
που περιστρέφεται στον εαυτό της
η ελαστικότητα του σώματος
το φυσικό τόξο
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους τίποτα δεν ξεφεύγει
εκτός από την δράση του τσεκουριού που σπέρνει ακονισμένες σχίζες
η ζέστη σαν ωθητής ενέργειας
η παθητικότητα του ό,τι πραγματοποιήται κυκλικά
είναι όλα σπασμένα κομμένα. Κομμένα τα παιδιά σου.)

Τα πάντα μπορεί να ανακτηθούν αλλά όχι εσύ
Μπορείς μόνο να είσαι πτυσσόμενος σαν γύψος σαν σκόνη
μνημείο για τον εαυτό σου

Ήμουνα άτυχος με τις
γυναίκες, γιατί προσέλκησα γυναίκες που δεν είχαν
τίποτα να δώσουν, και μ’ αυτές είχα
ανύπαντρες αγάπες. Γυναίκες πληγωμένες θανάσιμα που έπρεπε
ν’ αμύνονται, να προστατεύονται,
και δεν είχαν να δώσουν παρά μόνο έναν απογοητευμένο πόθο.
Είναι αυτές οι γυναίκες που είχα.
Τις προσέλκυα επειδή είμαι
μια γυναίκα. Ήταν όλες λεσβίες.
Βέβαια, δεν ήταν πολύ γυναίκες, αλλά εγώ
δεν τις βοήθησα να είναι
γυναίκες, τώρα που το σκέφτομαι.
Σκεφετείτε γι’ αυτό, σας παρακαλώ.
Να ξανασηκωθείς με το πολύ γύψο
και την σκόνη (και μόνος σου)
δεν είναι εύκολο.
Είναι ταπεινή δουλειά, αργή,
και λίγα δίνει. Της λείπει η
γονιμότητα που μπορεί να δώσει μια γυναίκα. Για παράδειγμα,
όταν θα έιμαι γέρος,
ποιός θα με βοηθήσει; Όχι βέβαια οι φίλοι μου, οι άντρες οι φίλοι μου.
Είναι πάρα πολύ άντρες να το κάνουν. Αυτό όχι για να πω κάτι εναντίον
τους,
απλά είναι πάρα πολύ άντρες. Δεν ξέρουν
να οργανώνονται. Ο καθένας από αυτούς χρειάζεται
μια γυναίκα. Αυτό δίνει ένα σκληρό χτύπημα στην εικόνα
της αρσενικής φιλίας μας. Χωρίς γυναίκες δεν ξέρουμε να κάνουμε
τίποτα. Τώρα πια το ξέρουμε, και έτσι είναι.
Αλλιώς, άλλη εξήγηση των γυναικών, αλλά είναι πάντα η ίδια,
γυναίκες που δεν ήθελαν να είναι γυναίκες, που ήθελαν να παίξουνε με τα
[ παιδάκια,
παιδάκια κι αυτές. Ω ανύπαντρες, τρεμάμενες, και ευφυείς σύντροφησσές μας,
απλά έτσι πήγε. Η αυτοκρατορία των παιδιών διαλύθηκε,
κι εσείς δεν μπορείτε να παίξετε μαζί μας. Η αυτοκρατορία των αρσενικών παιδιών ,
στην οποία θέλατε να συμμετέχετε. Τώρα πρέπει ξανά να παίξετε τις κυρίες – και να
[ φροντίσετε τους φθαρμένους άρρωστούς σας, που είμαστε εμείς.
Ο δικός ερεθισμένος, τρεμαμένος μποβαρισμός σας ναυάγησε. Δεν μπορείτε να παίξετε
στον φράχτη των ανδρών.
Δεν μπορείτε να είστε οι γυναικούλες τους και να παίζετε μαζί τους.
Ο κόσμος των παιδιών ναυάγησε, και μένουμε μόνο εμείς οι γέροι
οι φθαρμένοι. Μπορείτε να μας φροντίσετε, εάν θέλετε.
Σας απομείναμε μόναχα εμείς.
Ίσως ο κόσμος θα σωθεί από τις γυναίκες, φθαρμένος…
Οι γυναίκες θα σκουπίσουν τον κώλο του κόσμου…

Και οι άνδρες; Και οι άνδρες
που δεν θέλανε να γίνουν πατέρες.
Ήθελαν να είναι όλοι αδερφάκια, και παίζανε.

Σήμερα αισθάνθηκα τα καινούργια
συναισθήματα:
να περπατάς
να κοιτάς.
να νιώσεις το σώμα χωριστό
από το υπόλοιπο κόσμο
σαν ένα κάστανο ψητό

έτσι
Να πάρεις από την σπατάλη
των ρομαϊκών κτιρίων, τόσο απέραντα,
που άφησαν κομμάτια, συντρίμμια παντού,
σαν τα απορρίματα της τεχνολογικής κοινωνίας μας,
και μ’ αυτά τα συντρίμμια να κτίσεις ρομανικές εκκλησίες.
Οι παλαιοχριστιανικές εκκλησίες. Όπως πραγματικά έχει συμβεί.
Με όλη την δική τους ταπεινότητα.

να πάρω αυτό που ήθελα να κάνω και πέθανε και να στο ξαναβγάλω όπως
βγάζεις ένα άσπρο πράγμα από ένα παλιό νεκρό μέρος, από μια μύτη,
τη πρώτη κλωστή ενός κουβαριού, ένα παλίο εκτόπλασμα, ένα δέντρο που
φυτεύεται, το όποιο πάντα ξεκινάει από ένα άλλο ζωντανό δέντρο ή επίσης
μερικώς νεκρό ή από την μνήμη ενός άλλου δέντρου,
και τα πάντα μπορούν να ΞΑΝΑΖΗΣΟΥΝ! Τα πάντα μπορούν να ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΟΥΝ!
(άρα η έννοια είναι αυτό: εσύ δεν μπορείς να ξαναζήσεις μ’ ένα φυσικό τρόπο,
(το κομμάτι του πελεκίου) άλλα να ζεις σαν να μην ήσουνα εσύ και είναι εδώ που
επιστρέφουμε στο γεγονός πως αυτό που χάνουμε δεν έιναι ανακτήσιμο επειδή
δεν επίπτει στην προκαθορισμένη σειρά των πραγμάτων. μπορείς ν’ αναστήσεις
ένα μνημείο για τον εαυτό σου ή τουλάχιστον τα μισοπεθαμένα γάγγλια τα τούβλα
τα διάσπαρτα
ένα σύγγραμα φυσικής ιστορίας
μπορείς να κάνεις πως δεν έγινε τίποτα
(όλα με το “εσύ”)
(μια λίστα πραγμάτων που μπορείς να κάνεις, και μετά πιθανώς
τελειώνει).
μπορείς να ξανακάνεις συμπαγή τα συντρίμμια σου, που ήταν σκόνη τώρα πια: τώρα δεν
ενοχλούν πια, μπορείς να πλάσεις τις δικές σου
αδυναμίες και να τις κάνεις ό,τι θες. θα είσαι άνθρωπος από γύψο και
θα παντρευτείς.
μπορείς να κάνεις μόνο παιδιά από γύψο.

Σήμερα αισθάνθηκα τα καινούργια
συναισθήματα:
να περπατάς
να κοιτάς.
να νιώσεις το σώμα χωριστό
από τον υπόλοιπο κόσμο
σαν έφηβος που εφηβεί,
μια περίεργη ευτυχία
χωρίς δικαιολογία
έιναι δύσκολο η σάρκα
να μην διαφθαρεί
μ’ αυτή τη ζέστη του Ιουλίου
σ’ αυτή την κυματιστή πεδιάδα όπου λιμνάζει το νερό,
όπου συρρεύει το νερό,
διαθλάται σε διάφορα δευτερεύοντα ρεύματα
που αναμειγνύονται
με λιβάδια και λευκάτα,
αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει
σαν μια ελαιογραφία, σε νερά μαλακά
πεδιάδων και κολόνων
αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει σε νερά που αναμειγνύονται.
Αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει με καμπύλες
γραμμές, όπου τα νερά αναμειγνύουν
τα νερά τους
είναι μια μαλακή επανάληψη, ατελείωτη επανάληψη
μότιφ και κυπαρισσίων. Ειδωμένο τοπίο.
Η κατάβαση στην κοιλάδα.
Η ατελείωτη επανάληψη.

Είναι πολύ αργά
για να
ξαναρχίσεις.

Τα πράγματα είναι φύση,
παραδόξως
τα σύγχρονα αντικείμενα είναι πιο κοντά στη φύση
παρά τα αρχαία αντικείμενα: φτιάχθηκαν για να πεθαίνουν και να
επίκονται από τα παιδιά τους, σαν τους γάιδαρους,
τους σκύλους, τα ζώα. Τα σύγχρονα αντικείμενα είναι φύση: στο σύμπαν ήδη υπάρχει
μια αρχαιολογία, αυτή των διαστημοπλοίων που εγκαταλείφθηκαν.
Είχαν δημιουργηθεί για καθαρό κύρος και μετά εγκαταλείφθηκαν.
Εν συνέχεια εγκαταλείφθηκαν μετά από μια εβδομάδα, ένα μήνα, ήδη ναυάγια,
αρχαιλογικά ναυάγια,
που ασταμάτητα τριγυρίζουν. Τα πράγματα είναι φύση, κάνουν
τύρφη, άνθρακα που αποτελούν το τοπίο,
που συσσωρεύονται. Τα αντικείμενα χρήσης
είναι σαν τα πράγματα που τρώγονται:
Άρα είναι φύση. (π.χ.: ένα αυτοκίνητο).
Χρησιμοποιούνται, τρώγονται, λιώνουν,
μετά αποβάλλονται. Όταν αποβάλλονται
παύουν να είναι τροφή (με την ευρεία έννοια) και γίνονται φύση, καθιζάνουν.
Γίνονται χούμος, μάλλον σιδηρούχος χούμος, λιπάσματα και απολιθώματα,
καθιζάνουν, όπως η πέτρα. Όπως η χλοή που γεννιέται με τις λευκές
λεπίδες, τείνοντας προς τα πάνω,
και τα καταφέρνει. Αλλά δεν έχει σημασία
πόση χλοή γεννιέται. Ή, μάλλον,
πόση έχει γεννηθεί; Όπως ένας υπαινιγμός:
ότι η ζωή έχει δύναμη.

κάτι στρογγυλό,
που τριγυρίζει
σαν μια διαφανή σπείρα
σαν μια διαφανή σπείρα,
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει σαν σ’ έναν διαφανή
ουρανό
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει με δύναμη.
Κάτι στρογγυλό
Δεν γεννιέται, ήδη γεννήθηκε
σ’ έναν διαφανή
ουρανό
και τριγυρίζει
ήσυχα,
όπως γεννήθηκε
στρογγυλό σπειροειδές
όπως ήδη είχε γεννηθεί
που τριγυρίζει
Με δύναμη

κάτι στρογγυλό,
που τριγυρίζει
σαν μια διαφανή σπείρα
σαν μια διαφανή σπείρα,
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει σαν σ’ έναν διαφανή
ουρανό
ή σαν διαφανείς
ιδιότροπες μπούκλες
που τριγυρίζει με δύναμη.
Κάτι στρογγυλό
Δεν γεννιέται, ήδη γεννήθηκε
σ’ έναν διαφανή
ουρανό
και τριγυρίζει
ήσυχα,
όπως γεννήθηκε
στρογγυλό σπειροειδές
όπως ήδη είχε γεννηθεί
που τριγυρίζει
Με δύναμη

Όταν από την καταιγίδα ήρθανε οι υδρογονανθράκες στο
βάλτο, ο οποίος επικοινωνούσε με την καταιγίδα, αλλά ήταν χωριστός απ’ αυτή,
στο βάλτο ζεστό και ηλιόλουστο,
τότε εκεί γεννήθηκε η ζωή σαν σκόνη βυθισμένη στο νερό,
όπως κάτι απείρως μικρό και αδύναμο, που
έβρισκε τις κατάλληλες συνθήκες για να ανθίσει και έκανε
την αδυναμία του συνθήκη της ουσίας του.
Αν δεν ήταν αδύναμο, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί,
ούτε να διαπερνιέται από τον ήλιο. Αν η καταιγίδα
δεν το είχε χτυπήσει δεν θα είχε θρυμματιστεί και δεν θα είχε
έρθει σιγά-σιγά στο βάλτο, με τους θρυμματισμένο παρόμοιους του,
να διαπερνιέται από τον ήλιο.
Έτσι γεννήθηκε η ζωή. Από τη σκόνη, από τη
καταστροφή. Από το θρυμμάτισμα και από τα θρυμματισμένα
τα συντρίμμια. ‘Ετσι γεννήθηκε η δύναμη. Από τη
αδυναμία, από τη επιχειρηματολογία της
αδυναμίας. Από την αποδοχή του να
διαπερνιέται από τον ήλιο.

α

Έτσι θυμάμαι.
Μια νύχτα, στην εξοχή, μια ακρίδα
εμφανίστηκε στην υπνοδωμάτιό μου,
πηδώντας εδώ κι εκεί. Η σκέψη της φρίκης
εκείνης της καμμένης ακρίδας, εκείνου του καμμένου πηδήματος
με παρέλυσε και τότε πήρα ένα φλιτζάνι και το
έβαλα πάνω από την ακρίδα, δεν τόλμησα να την σκοτώσω.
Το επόμενο πρωί η ακρίδα ήταν νεκρή, χωρίς οξυγόνο, και
σκέφτηκα
την είχα σκοτώσει να την αποτρέψω να πήδαει στα τυφλά
στην φρίκη του υπνοδωμάτιού μου.
Φρίκη που ήταν για εκείνη, όχι μόνο για μένα, άλλα για να σταματήσω
εκείνη τη φρίκη
η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να σταματήσει η ζωή στη ροή της.
Και η φρίκη του θανάτου εκείνου
ήταν λίγο λιγότερο από τη φρίκη
εκείνου καμμένου πηδήματος εδώ κι εκεί.
Έτσι θυμάμαι.

Δεν ξέρουμε
τι γίνεται

η τήξη είναι η ένωση δύο πυρήνων
των ατόμων, που εν μέρει καταστρέφονται, εκείνο το μέρος τους
που καταστράφηκε μεταμορφώνεται σε τεράστιο ποσό
ενέργειας.

Αλλά χρειάζεται πολλή ενέργεια για να ωθηθούν οι πυρήνες
να συγκρουστούν: έχουν φορτίο μα ίδιο πρόσημο και
αποθούνται

Όταν τα δευτερόνια συσσωρεύουν καλά στο παλλάδιο
κολλούν το ένα στο άλλο

Πώς είναι δυνατόν, από θεωρητική άποψη,
ότι οι πυρήνες του δευτερίου υπερνικήσει τη φυσική
άποσή τους;

Δευτερόνιο + δευτερόνιο = ήλιο 3 + νετρόνιο
Δευτερόνιο + δευτερόνιο = ήλιο 4 + σοματίδιο α με
ανάπτυξη θερμότητας

Οι θεωρητικοί φυσικοί
είναι στη δουλειά

Ο Μπομπ Ντύλαν
πίσω από το σταυρό

όλοι μαζί για να
ξαναράψουν
εκείνη την τρομερή
ουλή

διαφανής να είσαι διαφανής
Να μην είσαι
γκρι
γιατί να γίνεις
διαφανής;
γιατί να είμαστε
διαφανείς;
Γιατί να είμαστε διαφανείς σαν μια σκιά;

Γιατί να θέλουμε να υπάρχουμε χωρίς να μας δουν, σαν ένα
πέπλο;
Γιατί να μοιάζουμε
μ’ έναν γκρι ουρανοξύστη;
Γιατί να τυλίξουμε την πόλη
χωρίς να μας δουν;
σαν γκρι χιόνι

σαν γκρι χιόνι
Γιατί να τυλίξουμε την πόλη
χωρίς να μας δουν;
Γιατί να μοιάζουμε
μ’ έναν γκρι ουρανοξύστη;
Γιατί να θέλουμε να υπάρχουμε χωρίς να μας δουν, σαν ένα
πέπλο;
Γιατί να είμαστε διαφανείς σαν μια σκιά;
γιατί να είμαστε
διαφανείς;
γιατί να γίνεις
διαφανής;
Μην είσαι
γκρι
διαφανής να είσαι διαφανής

το να είσαι έτσι είναι
να είσαι έτσι

δεν θα θέλαμε
πότε να τελειώσουμε
ποτέ
ποτέ

Κάποτε σκέφτηκα ότι θα ήθελα έκανε ζέστη, ήταν έξι η ώρα το πρωί και έκανε
[ ζέστη,
ήταν έξι η ώρα άλλα έκανε ζέστη, ένα θάυμα. (Οκτόβριος ήταν).
…Πάρα πολλά τσιγάρα. Σαν συνουσία.
Φυσικά πρέπει να κλείσουμε το φως. Και να κλείσουμε την πόρτα.
Θα ήταν καλό εάν είχα κάλτσες. Ή να βάλω τα πόδια μου κάτω από τις κουβέρτες.
Πραγματικά τα βάζω αμέσως κάτω από τις κουβέρτες.
Οκτόβριος είναι, κάνει κρύο. Έκανε ζέστη, άλλα κάνει κρύο.
Διάχυτο φως. Δεν έιναι λογικό να μου πέφτει το στυλό. Από το παράθυρο
σύννεφα φαίνονται. (και τι σύννεφα).
Οι πνεύμονες πονάνε, φυσικά.

Εγώ πάντα την μισούσα, και ήμουνα πάντα
φοβισμένος από αυτή. Και ήμουνα ευγενικός μαζί της.
Σηκώθηκα και η θέα, που η βροχή έπλυνε,
ήταν όπως οι παλιοί Ιταλοί ζωγράφοι
Ο θεϊκός σαρκασμός. Ο Θεός
είναι πολύ σαρκαστικός, για παράδειγμα. Δεν ήξερα ποτέ
άλλον να χαχανίζει πιο πολύ απ’ αυτόν. (Τώρα είναι πρωί,
ακούγονται φωνές. Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσω.)

επειδή
πράγματι
θα ψαχουλέψουν στα κόκκαλά μου

 

*********

 

Polvere

 

Sarò sempre un po’ meno di quello che sono,
e anzi, molto meno. Polvere. Ho perso molto.
Ciò che si perde è irrecuperabile, e se lo si recupera esso
è ormai disperso, non rientra più nell’ordine prestabilito
delle cose. Sono contento
se di me non rimane che un lieve
involucro. Ho perso
molto. In questa levità,
ciò che più importa è l’assenza di acuti,
che tutto sia tondo e raccolto. Basta
questo. Tutto ciò che è devastato può divenire rotondo,
ancora rotondo. Come un vaso. È ancora possibile.
La polvere può essere recuperata. La polvere era una volta
detriti. Ora la polvere non è detriti,
è lenta friabile. La polvere
è un po’ meno, ma può essere
tenuta insieme. Le ferite
possono diventare polvere, raccolta
e conchiusa. Sono contento
di non capire le cose. La loro
ragione. Vi sono cose che ignoro, e sono
contento. Appaiono come misteri,
tranquille. Ad esempio,
la ragazza che incontro sempre, mi ama
o no? Non lo so. Sono contento
di non saperlo. Sono contento di non sapere
se l’amo, o meglio, so che non l’amo, che potrei
amarla; sono contento
di non sapere se avrei potuto amarla. Questo mistero
mi rassicura più del suo amore.
È bello non sapere. Non sapere, ad esempio,
quanto vivrò,
o quanto vivrà la terra.
Questa sospensione
sostituisce l’eternità.
Andammo su e giù per la carta geografica
quest’estate. Cercando solo
il riposo. Dietro il riposo c’era
la speranza di nuovi tempi,
o forse soltanto, recuperare le forze.
Non c’era il rumore del mare.
Non c’erano voli di uccelli, esperienze,
non c’erano volti di donna. Soltanto
Riposo. Molto riposo. Molte
speranze. Speranze possibili,
quiete.
(La pazzia potrebbe a volte
essere
malattia infettiva).
(una volta avevo scritto
una poesia che diceva
“sono pervaso da una
breve tachicardia
non sarò un grande poeta ma
in compenso
sono un forte fumatore”.)
nel senso che
non sono capace
di esprimere
ma sono capace
di distruggermi
(e in fondo, per un poeta,
esprimere e distruggersi
non è la stessa cosa?
Giungere all’assolutezza non è
spogliarsi del corpo?

Così odiamo i nostri nemici
soprattutto
perché possono farci impazzire. Ed io ti amo perché il tuo vuoto
non mi permette di scuotermi.
Perché tu permetti agli altri
di espandersi.
Io posso entrare in te
e uscirne
quando voglio.
La polvere potrebbe essere
dispersa dal vento. È necessario
che sia conchiusa, in stato di quiete,
come la polvere dei morti di Pompei. Solo così
può essere eterna. Eternamente ferma. Assenza di moto.
Il mio sistema nervoso disfatto,
implora solo questo. Che la polvere sia quieta.
Assenza di stimoli. Neve. Solo così le ferite e i detriti,
hanno pace, e da queste crepature,
nasce una nuova forma di vita. Femminilmente
quieta. La polvere può essere
straordinariamente compatta. Ridivenire
illusione di pietra. In questa
diminuzione,
è la mia casa tranquilla,
la sua fissità devastata.
Pietra su pietra si costruisce e
si diminuisce
come il mare,
esplode la vita in fissità
in acqua fangosa
ed è zuccherosa
e primigenia,
ricca di polipi.
In questa diminuzione,
è la mia pazienza.
I piccoli dolori servono
ad evitare quelli grandi.
Così la fluidità dell’acqua e anche della terra,
cambiare continuo del giorno e della notte.

Adunque, andò così:
Così da l’immagine di una primitiva unità
si fecero detriti, e questa unità non nacque,
e i detriti si fecero polvere. E da quella polvere rinacque
la vita, una seconda vita artificiale, come sono artificiali
le case, i vestiti, le belle donne, i tacchi a spillo, i collants,
la brillantina per gli uomini. Vita che nacque dalla
fragilità. Come una possessione. I sensi erano morti.
Vita minorata. Ridotta.
Come un incubo quieto. Si specchia
in un lago.
Vita artificiale; come può essere artificiale
una nuova vita? Se la pietra non esiste più, o non c’è mai stata,
non è bene essere di gesso, come i morti di Pompei?
Eternamente? Forse…
Un archeologo astuto pompò il gesso negli involucri
lasciati dalla lava e i lapilli, dove si erano
consumati i corpi dei fuggitivi di Pompei. Il gesso
riprese le forme originarie, approssimativamente, in tutta
la loro tenerezza. Sembra che dormano, quieti, un po’
slavati. Un po’ sbiaditi. La vita artificiale non è, forse –
sbiadita – ciò che avrebbe potuto essere? Non è forse quieta,
informe, ciò che avrebbe potuto essere nella sua
giovinezza, nel suo stato naturale? Non è forse stato tutto
recuperato? L’essenziale, non ne è
forse rimasto? Non posso fare forse, di gesso,
ciò che non ho fatto prima?
Non è forse bello tutto ciò? C’è qualcosa
di non legittimo? Il gesso non è,
forse,
umana creazione?
Umile, gesso, fatto di polvere compatta. Siamo forse
monumento di noi stessi?
Fragile monumento, nei giardini pubblici, che qualcuno
può andare a vedere. Non è forse questa la vita? Nella sua umiltà,
non è forse magniloquente? A villa borghese,
guardano i busti dei nostri ottocenteschi, crepuscolari,
non privi di una loro dignità.
E tu, vuoi starmi vicina?
Sono fatto di buon gesso;
mi sono fatto da solo.
Tu che hai tagliato i tuoi figli,
ami le donne – di un amore
sterile.
………………………

Una cosa rosa, molto rosa,
come un’alba,
tenue e dorata, taslucida,
trasparente,
come un’alba dorata, traslucida,
trasparente, come una cortina rosa
e trasparente, come un nuovo
avvio, come una nebulosa dorata
che trasluce della sua debolezza,
e delicatezza, tenue, alba, prime ore
del mattino, farfalla come le ali della,
come un lenzuolo, un mattino
felice.

(La forma morbida naturale del cono della sfera
che gira in se stessa
l’elasticità del corpo
l’arco naturale
tutto ritorna in sé nulla sfugge
tranne che per l’azione dell’ascia che semina puntute schegge
il calore come propulsore di energia
la passività di ciò che si compie ciclicamente
sono spezzati tagliati. Tagliati i tuoi figli.)

Tutto può essere recuperato ma non tu
Puoi solo essere pieghevole come gesso come polvere
monumento di te stesso

Sono stato sfortunato con le
donne, perché ho attirato delle donne che non avevano
niente da dare, e con cui ho avuto
degli amori celibi. Donne ferite a morte, che avevano
da difendersi, da proteggersi,
e non avevano da dare che una frustrata velleità.
Queste sono le donne che ho avuto.
Io le attiravo perché sono
una donna. Erano tutte lesbiche.
Certo, non erano molto donne, ma io
non le ho aiutate ad essere
donne, adesso che ci penso.
Riflettete su questo, per favore.
Ritirarsi su a forza di gesso
e polvere (e da solo)
non è facile.
E’ un lavoro umile, lento,
e che dà poco. Gli manca la
fecondità che può dare la donna. Per esempio,
quando sarò vecchio,
chi mi aiuterà? Non certamente i miei amici, i miei amici maschi.
Sono troppo maschi per farlo. Questo non per dire nulla contro
di loro,
semplicemente sono troppo maschi. Non si sanno
organizzare. Ognuno di loro ha bisogno
di una donna. Questo dà un rude colpo alla nostra immagine
di amicizia maschile. Senza donne non sappiamo fare
niente. Ormai lo sappiamo, ed è così.
Oppure, altra interpretazione delle donne, ma è sempre la stessa,
donne che non volevano essere donne, ma che volevano giocare coi
[ ragazzini,
ragazzine anch’esse. O nostre celibi, tremanti, e acute compagne,
è andata semplicemente così. L’impero dei ragazzini si è sfasciato,
e voi non potete giocare con noi. L’impero dei ragazzini maschi,
a cui volevate partecipare. Ora dovete nuovamente giocare alle signore; e
[ occuparvi dei vostri decrepiti malati, che siamo noi.
Il vostro tremante, fremente bovarismo è fallito. Non potete giocare
nel recinto dei maschi.
Non potete essere le loro femminucce e giocare con loro.
Il mondo dei bambini è fallito, e rimaniamo solo noi vecchi
decrepiti. Potete occuparvi di noi, se volete.
Non vi rimaniamo che noi.
Forse il mondo sarà salvato dalle donne, decrepito…
Le donne puliranno il culo al mondo…

E gli uomini? E gli uomini
che non volevano essere padri.
Volevano essere tutti fratellini, e giocavano.

Oggi ho provato le nuove
sensazioni:
camminare
guardare.
sentire il corpo separato
dal resto del mondo
come una caldarrosta

così
Prendere dallo sperpero
delle costruzioni romane, così immense,
che hanno lasciato pezzi, detriti dappertutto,
come i rifiuti della nostra civiltà tecnologica,
e con questi detriti costruire le chiese romaniche.
Le chiese paleocristiane. Come effettivamente è successo.
Con tutta la loro umiltà.

prendere quello che volevo fare ed è morto e ritirartelo fuori come
si tira una cosa bianca da un vecchio posto morto, da un naso, il
capo di un gomitolo, un vecchio ectoplasma, un albero che si
pianta, che sempre parte da un altro albero vivo o anche
parzialmente morto o dal ricordo di un albero,
e tutto può RIVIVERE! Tutto può RINASCERE!
(quindi il senso è questo: tu non puoi rivivere in un modo naturale,
(il pezzo dell’ascia) ma vivere come se non fossi tu ed è qui che
si ritorna al fatto che ciò che si perde è irrecuperabile perché
non rientra nell’ordine prestabilito delle cose. puoi resuscitare
un monumento a te stesso o comunque i gangli mezzo morti i mattoni
dispersi
un trattato di storia naturale
puoi far finta che nulla sia successo
(tutto col “tu”)
(un elenco di cose che si possono fare, poi probabilmente è
finito).
puoi ricompattare i tuoi detriti, diventati ormai polvere: ora non
danno più fastidio, puoi modellare le tue
debolezze e farne quello che vuoi. sarai un uomo di gesso e ti
sposerai.
puoi fare solo figli di gesso.

Oggi ho provato le nuove
sensazioni:
camminare
guardare.
sentire il corpo separato
dal resto del mondo
come un adolescente che adolesce,
una strana felicità
senza giustificazione
è difficile che la carne
non si corrompa
in questo caldo di luglio
questa pianura ondulata dove l’acqua ristagna,
dove l’acqua confluisce,
si rifrange in varie correnti minori
che si mischiano
in prati e pioppi,
questa pianura che discende
come un quadro, in molli acque
di pianure e colonne
questa pianura che discende in acque che si mischiano.
Questa pianura che discende in linee
curve, dove le acque mischiano
le loro acque
è molle ripetizione, ripetizione all’infinito
di motivi e cipressi. Paesaggio già visto.
Scendere a valle.
Ripetere all’infinito.

È troppo tardi
per
riprendere.

Le cose sono natura,
paradossalmente
gli oggetti moderni son più vicini alla natura
degli oggetti antichi: son fatti per perire ed
essere incalzati dai loro figli, come gli asini,
i cani, gli animali. Gli oggetti moderni sono natura: nel cosmo esiste già
un’archeologia, quella delle navi spaziali abbandonate.
Sono state create per puro prestigio e poi abbandonate.
Quindi abbandonate dopo una settimana, dopo un mese, e diventate già relitti,
relitti archeologici,
che girano senza posa. Le cose sono natura, fanno
torba, carbone fossile che compongono il paesaggio,
che si accumulano. Gli oggetti d’uso
sono come cose che si mangiano:
quindi sono natura. (es.: una macchina).
Si usano, si mangiano, si consumano,
poi si espellono. Una volta espulsi
cessano di essere cibo (in senso lato) e diventano natura, si sedimentano.
Diventano humus, magari humus ferroso, concimi e resti fossili,
sedimentandosi, come la pietra. Come l’erba che nasce coi fili
bianchi, tendendo verso l’alto,
e ci riesce. Ma non è importante
quanta ne nasca. O non, piuttosto,
che sia nata? Come un accenno:
che la vita ha forza.

qualcosa di tondo,
che gira
come una spirale trasparente
come una spirale trasparente,
che gira
che gira come in un cielo
trasparente
che gira
che gira con forza.
Qualcosa di tondo
Non nasce, è già nato
in un cielo
trasparente
e gira
quietamente,
come è già nato e
tondo a spirale
come già nato
che gira
Con forza

qualcosa di tondo,
che gira
come una spirale trasparente
come una spirale trasparente,
che gira,
che gira come in un cielo
trasparente
o come capricciosi
riccioli trasparenti
che gira con forza.
Qualcosa di tondo
Non nasce, è già nato
in un cielo
trasparente
e gira
quietamente,
come già nato e
tondo a spirale
come già nato
che gira
Con forza

Quando dalla tempesta gli idrocarburi giunsero nella
palude, che comunicava colla tempesta, ma ne era separata,
nella palude calda ed assolata,
allora lì nacque la vita come polvere immersa nell’acqua,
come qualcosa di infinitamente piccolo e debole, che
trovava le condizioni favorevoli per fiorire e faceva
della sua debolezza la condizione della sua essenza.
Se non fosse stato debole non sarebbe potuto nascere,
né farsi penetrare dal sole. Se la tempesta
non l’avesse sbattuto non si sarebbe frantumato e non avrebbe
raggiunto piano piano la palude, coi suoi simili frantumati,
per farsi penetrare dal sole.
Così nacque la vita. Dalla polvere, dalla
catastrofe. Dal frantumarsi e dai detriti
frantumati. Così nacque la forza. Dalla
debolezza, dall’argomentare della
debolezza. Dal suo accettare di farsi
penetrare dal sole.

a

Così mi ricordo.
Una notte, in campagna, una cavalletta
si materializzò nella mia camera da letto,
saltando qua e là. Il pensiero dell’orrore
di quella cavalletta demente, di quel salto demente
mi paralizzava e allora presi una tazza e la
misi sopra quella cavalletta, non osando ucciderla.
La mattina dopo quella cavalletta era morta, priva di ossigeno, ed
io pensai
che l’avevo uccisa per impedirle di saltare alla cieca
nell’orrore della mia camera da letto.
Orrore che era per lei, non solo per me, ma per fermare
quell’orrore
l’unica alternativa era fermare la vita nel suo flusso.
E l’orrore di quella morte
era di poco inferiore all’orrore
di quel demente saltare qua e là.
Così ricordo.

Non sappiamo
che succede

la fusione è l’unione di due nuclei
di atomi che distruggendosi in parte, questa loro parte
distrutta si trasforma in un’enorme quantità
di energia.

Ma ci vuole molta energia per spingere i nuclei
a toccarsi: hanno una carica dello stesso segno,
e si respingono

Quando i deutoni sono ben ammassati nel palladio
si incollano l’uno all’altro

Come è possibile, da un punto di vista teorico,
che i nuclei del deuterio superino la loro naturale
repulsione?

Deutone + deutone = elio 3 + neutrone
deutone + deutone = elio 4 + particella alfa con
sviluppo di calore

I fisici teorici
sono al lavoro

Bob Dylan
dietro la croce

tutti insieme per
ricucire
quella terribile
cicatrice

invisibile essere invisibile
Non essere
grigio
perché rendersi
invisibile?
perché essere
trasparenti?
Perché essere trasparenti come un’ombra?

Perché voler esistere senza esser visti, come un
velo?
Perché assomigliare
a un grattacielo grigio?
Perché avvolgere la città
senza esser visti?
come neve grigia

come neve grigia
Perché avvolgere la città
senza esser visti?
Perché assomigliare
a un grattacielo grigio?
Perché voler esistere senza esser visti, come un
velo?
Perché essere trasparenti come un’ombra?
perché essere
trasparenti?
perché rendersi
invisibile?
Non essere
grigio
invisibile essere invisibile

essere così è
essere così

non si vorrebbe
mai finire
mai
mai

Una volta pensai che avrei voluto faceva caldo, erano le sei del mattino e faceva
[ caldo,
erano le sei ma faceva caldo, un miracolo. (era ottobre).
…Fumato troppo. Come un coito.
Naturalmente bisogna spegnere la luce. E chiudere la porta.
Sarebbe bene avere delle calze. O mettere i piedi sotto le coperte.
Infatti li metto subito sotto le coperte.
È ottobre, fa freddo. Faceva caldo, ma è freddo.
Luce diffusa. Non è logico che mi cada la penna. Dalla finestra
si vedono le nuvole. (e che nuvole).
I polmoni fanno male, naturalmente.

L’ho sempre odiata, e ne ho sempre
avuto paura. E sono sempre stato gentile con lei.
Mi sono alzato e la vista, lavata dalla pioggia,
era come gli antichi pittori italiani
Il divino sarcasmo. Dio
è molto sarcastico, per esempio. Mai conosciuto
uno più sghignazzante di lui. (Ora è mattina, si
sentono le voci. Non ha senso continuare.)

perché
infatti
frugheranno tra le mie ossa

Carlo Bordini

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Carlo Bordini (Ρώμη, 1938) είναι ένας πολύ γνωστός Ιταλός ποιητής. Επηρεασμένη από τα έργα του Eliot, και ιδιαίτερα του Guido Gozzano και του Apollinaire, η ποίησή του έχει ονομαστεί “αφηγηματική ποίηση”, της οποίας θεωρείται ο Bordini ο σημαντικότερος εκπρόσωπος στην Ιταλία.

Τα ποίηματά του έχουν μεταφραστεί στα Ισπανικά, Σουηδικά, Γαλλικά και τώρα, για τη πρώτη φορά, ειδικά για το “Ποιείν”, και στα Ελληνικά. Έγραψε τον πρόλογο για τα βιβλία των ποιητών Daniela Negri, Mauro Fabi, Guadalupe Grande και του Massimiliano Damaggio.

Το 1976, έγραψε το δοκίμιο πάνω στην ζωή του Pier Paolo Pasolini “Ένας θάρρος στα μισά”. Επίσης στη δεκαετία του ‘70, επιμελήθηκε με τον Antonio Veneziani το βιβλίο “Η ποίηση των αποβλήτων”. Το 1981, επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση του βιβλίου “Σημειώσεις της Amelia Rosselli”. Το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας, “Εγχειρίδιο της αυτοκαταστροφής”, είχε άμεσα μεταφραστεί στα Γαλλικά. Ο Carlo Bordini είναι επίσης ο συγγραφέας του μυθιστορήματος “Gustavo”. Έχει επιμεληθεί με τον Andrea Consoli το βιβλίο “Renault 4, συγγραφείς στη Ρώμη πριν από το θάνατο του Μόρο”.

Συνεργάζεται με την εφημερίδα “l’Unità”, με το περιοδικό “Ποίηση” και με άλλες εφημερίδες. Ήταν ο μόνος Ιταλός ποιητής που φιλοξενήθηκε στο “Festival de Poesia de Nicaragua” το 2008, στο “Festival de Poesia de Bogotà” τον 2010, στο “Festival de Poesia de Medellin» το 2010 και στο “Festival de Poesia de Lima”, το 2012. Σχετικά με αυτά τα ποιητικά ταξίδια στη Λατινική Αμερική, έγραψε: “Στην Κολομβία, η ποίηση είναι σημαντική και δεν απομακρύνθηκε από την κοινωνία. Ίσως θα ήταν πιο ακριβές να πούμε απλά ότι η ποίηση είναι σημαντική στην Κολομβία. Το υπόλοιπο έρχεται από μόνο του”.

Βιβλιογραφία

Ποίηση: Περίεργη κατηγορία, 1975 / Ελαφρά ποιήματα, 1981 / Στρατιγική, 1981 / Κίνδυνος, 1984 / Τρώω, 1995 / Σκόνη, 1999 / Μωβ νέκταρ, 2006 / Πέτρα, 2008 / Οι κατασκευαστές των ηφαιστείων, 2010.

Πεζογραφία: Εγχειρίδιο της αυτοκαταστροφής, 1998 / Ανταλλακτικά, 2003 / Γκουστάβο, μια ψυχική ασθένια, 2006 / Η ποίηση των οριακών,1978 / Renault 4, συγγραφείς στη Ρώμη πριν από το θάνατο του Μόρο, 2007 / Δεν είναι παιχνίδι, σημειώσεις ταξιδιού για την ποίηση στην Λατινική Αμερική, 2008.

Eυγένιος Αρανίτσης, «Νίκος Καρούζος (1926 - 1990), Οφειλή»

$
0
0

karouzos_poiimata-002.jpg

 

 

 

Σε όνειρο που έμοιαζε μ’ αλήθεια
συνάντησα το Νίκο ένα βράδυ
και μου ΄πε: - Το παρόν είναι συνήθεια,
αλλά το χτες θα γίνει το αλφάδι
γι’ αυτά που ο χρόνος δώρισε στον Άδη.
Η ένταση του πόνου, εδώ στα στήθια,
σημαίνει πως το μέλλον εξαρτάται
απ’ όλα όσα κανείς μας δε θυμάται.

Δε δείχνει ούτε το ναι ούτε το όχι
το βέλος της πυξίδας, το σημάδι
ξεχάστηκε για πάντα και οι στόχοι
συγχέονται σε τούτο το σκοτάδι.
Είν’ άραγε ο κόσμος παρακλάδι
τ’ ονείρου που αναδύεται απ’ τη λόγχη
του τίποτα; Στην άβυσσο που μοιάζει
νεκρή και στείρα βλέπω να πλησιάζει

η μέρα που ο τάφος μου θ’ ανθίσει,
μα η σκιά πάνω στης μνήμης την οθόνη,
σαλεύοντας αργά για να θυμίσει
εκείνο που αγαπώ και που τελειώνει,
μου θέτει ένα αίνιγμα που ακόμη
κι ο θάνατος απέτυχε να λύσει.
Λουλούδια από λέξεις θα τινάξουν
τα πέταλα της σκέψης και θα πιάσουν

το νήμα που τυλίγεται κι αρχίζει
να πλέκει μονοπάτια από μετάξι.

Αλλάζουμε. Μα αυτό που συνεχίζει
να μας κρατάει δέσμιους στην τάξη
των ζώντων και νεκρών είναι η πράξη,
εκείνη που στο αίμα της βαφτίζει
τις άγονες στιγμές, τις πιο τρωτές μου.
Σβήσε το φως του μέλλοντος και πες μου.

Δεν ξέρω αν ήταν ψέμα ή αλήθεια…
Θυμάμαι πως τον είδα έν’ άλλο βράδυ
και του ΄πα: - Το παρόν είναι συνήθεια,
σωστά το λες κι ας βρίσκεσαι στον Άδη.
Μα τούτη η σκέψη έχει το ψεγάδι
πως κι αν η αγάπη γράφει παραμύθια
το μίσος θα μας δείχνει άλλους δρόμους
κι οι γάμοι θα σφραγίζονται με φόνους.

Και μου ΄πε: - Στα εμπόδια της ρίμας
ψηλάφησα τη μοίρα του ισοβίτη,
για μήνες σ’ ένα σπίτι της Αθήνας
κοιτώντας τη σελήνη απ’ το φεγγίτη
το θύμα είχα ταυτίσει με το θύτη
κι αντί για το σχεδιάγραμμα του ονείρου
προτίμησα τα λόγια, τη βιασύνη
που δίνει του θανάτου ελεημοσύνη.

Κοιμάται και σωπαίνει σαν τη Σφίγγα
το φως του παραλόγου, κι όμως τώρα
εγώ, που ούτε το δάκρυ μου δε βρήκα
σ’ αυτής της νοσταλγίας την αιώρα,
σου δείχνω εδώ του μνήματος τα δώρα:
οι στίχοι είναι του τίποτα η προίκα.
Και του ΄πα: - Ως εκεί δεν έχω φτάσει.
Κι εκείνος μ’ απαντάει: - Όποιος χάσει

τα ίχνη του ανάμεσα στους μύθους
σ’ αυτόν θ’ αν’ηκεο πάντοτε η μνήμη
κι αυτός θα ΄χει το κράτημα του ξίφους
ανάμεσα σε πόλεμο κι ειρήνη.
Η νύχτα ξαγρυπνούσε σαν αγρίμι
κι ο Νίκος πάλι έπαιζε με γρίφους.
Το ίσως, είπε, είναι του βεβαίως
ο άλλος εαυτός, ο αμελητέος.

Αλλά καθώς οι λέξεις οι αναγκαίες
αγγίζαν στα τυφλά η μια την άλλη
κι ανοίγαν του νοήματος οι αυλαίες,
το σφάλμα, σα μαστίγιο, και πάλι
ηχούσε μες στη σκέψη και η ζάλη
του ύπνου αναμόχλευε ιδέες
κι ελπίδες που σωθήκαν κατά τύχη
στου χρόνου την αφρούρητη αποθήκη.

Και τότε μου ΄πε: - Έλα, θα σου δείξω
τα μέρη τ’ από ‘δω, που δεν αλλάζουν.
Το φως του σταλακτίτη θα σ’ ανοίξω
να δεις τις ερημιές που σε τρομάζουν
και τ’ άφυλα παιδιά που τα θαυμάζουν
οι νέοι και οι γέροι. Κι ό,τι αγγίξω
να ξέρεις πως δε θα ‘ναι παρά ψέμα
και μίμηση γιορτής μπροστά στο βλέμμα.

Ακούσαμε απαλό της χλόης το ρίγος
στο πέλμα, και ο άνεμος θρηνούσε
το κύμα των ψυχών μέσα στο σφρίγος
μιας άγνωστης φωνής που αντηχούσε
πλησιάζοντας διαρκώς. Αδημονούσε
η νύχτα να μιλήσει κι ήταν λίγος
ο χρόνος που απέμενε στον κήπο.
Τον μέτραγε η καρδιά σε κάθε χτύπο

κι ο ήλιος είχε πάψει να φωτίζει.
- Το βλέπεις, μου ‘πε, αυτό το μονοπάτι;
Τελειώνει εκε’ι που η όραση αρχίζει
κι αρχίζει εκεί που φλέγονται οι βάτοι.
Σ’ αυτής της γης τα μήκη και τα πλάτη
δεν έμαθ’ η ζωή να ψιθυρίζει
στ’ αυτί των πεθαμένων. Κάθε μέρα
την τέφρα τους σκορπίζει στον αέρα

θυσία στην ανθρώπινη αστοχία.
Υπέφεραν στην έρημο και χάρη
σ’ εκείνης της πληγής την ευτυχία
επέτρεψαν στο θάνατο να πάρει
στα χέρια του τ’ ωραίο χαλινάρι
του πόνου που γεννάει τη λατρεία.
Πεθαίνοντας, νυμφεύτηκαν το χώμα
και τώρα ταξιδεύουν δίχως σώμα.

Παιδιά περάσαν δίπλα μας και γέροι
μιλώντας σε αόρατες Κυρίες
που ακούμπησαν στον ώμο μου το χέρι.
Οι άγγελοι διηγούνταν ιστορίες
για αρραβώνες, γάμους και μοιχείες
γνωστές από παλιά σ’ αυτά τα μέρη.
Κι ο Νίκος είπε: - Εδώ θα μοιραστούμε
αυτό που απομένει ν’ αρνηθούμε.

Δεν λέω πως τον πίστεψα, αλλά τώρα
ερχόταν προς το μέρος μου απ’ τη λίμνη
(όπου οι ψυχές περίμεναν την ώρα
που θ’ άγγιζε η φτερούγα τους τη μνήμη)
η μάνα μου και μου ‘δειχνε την κρήνη
που έπιναν νερό τα σαρκοβόρα.
Στα μάτια της φυσούσε απ’ την Ασία
και μέσα στης βοής την πανδαισία

ακούστηκε για μένα κάποια νύξη.
Ποιος ίλιγγος, ποια χίμαιρα αιώνων
μπορούσε τώρα πια να ξαναδείξει
τον κόσμο των τρισδιάστατων εικόνων
σ’ εκείνη τη γυναίκα; Των αφρόνων
μνηστή και ερωμένη είν’ η θλίψη -
μα η μάνα μου περπάταγε μιλώντας
για τη χαρά. Της έγνεφε γελώντας

από ψηλά ο πατέρας μου, ζητούσε
αντίπαλο να παίξουν με τα χρόνια
και μέσα στη σιωπή του αναιρούσε
τη λύπη, που μου φαίνονταν αιώνια.
Σε μια σκακιέρα άδεια, δίχως πιόνια,
καθόταν και την ώρα του περνούσε.
Κι ο Νίκος είπε: - Ξέχνα τον, δε βλέπει.
Η νύχτα θα τον βρει εκεί που πρέπει.

Ιρίδιζαν οι κήποι. Και οι λάμψεις
τα βήματα οδηγούσαν προς το Δέντρο.
- Αν θες, είπε το πνεύμα σου να θάψεις,
ιδού ποιο ΄ναι του σύμπαντος το κέντρο,
και της φωνής του άλλαζε το τέμπρο
σιγά σιγά. - Θα άξιζε να κλάψεις
γι’ αυτούς τους μίσχους, για το κάθε φύλλο
της βλάστησης που έθρεψε το θρύλο.

Ανάμεσα στου ύπνου τις καμπύλες
κατέβαιναν τ’ αστέρια προς το χώμα
φωτίζοντας τού όνειρου τις ύλες
και είδα πως, θρεμμένο με το πτώμα
των ένοχων, δεν εχει σχήμα ή χρώμα
το Δέντρο στου Παράδεισου τις πύλες.
Καρπός του είν’ η σκιά που δελεάζει
εκείνον που τολμάει και πλησιάζει.

Λαμπύριζεν η Άρκτος και η πάχνη
αλλοίωνε το θέαμα στο βάθος,
εκεί που είχε πλέξει η αράχνη
το ψέμα απ’ του τίποτα το πάθος.
- Κοιμήσου, είπε ο Νίκος, είναι λάθος

να σκέφτεσαι το σώμα που σε ψάχνει.
Εδώ, όλες οι μέρες είν’ αργίες
κι ο ύπνος θα σου δίνει οδηγίες.

Κοιμήθηκα κι αυτός μονολογούσε
ορθός μπροστά στης νύχυας το δρεπάνι
- Ναι!, έλεγε, ο θάνατος χωρούσε
πολλούς ακόμη, μόνο που η πλάνη
του κάτω κόσμου ήταν το λιμάνι
για όσους ο Θεός δε συγχωρούσε.
Παράδεισος είν’ όνομα ένος τόπου
που φτιάχτηκε απ’ τη φύρα του ανθρώπου.

Ξημέρωσε κι απλώθηκε να λύσει
τα μάγια του το φως πάνω στο στάρι
που πάλλονταν. Κατάλαβα τη ρήση:
ο χρόνος είχε σβήσει το λυχνάρι
του μέλλοντος. Και ρίχνοντας το ζάρι
μιας μοίρας που την είχα λησμονήσει
θυμήθηκα το μόνο που γνωρίζω:
φεύγω μακριά θα πει απλώς γυρίζω.

Σωτήρης Παστάκας, «Παραπάτημα στη Χαρά», Σειρά ΠΟΙΕΙΝ (01), εκδ. Μετρονόμος

$
0
0

 

 

Το δέκατο ποιητικό βιβλίο, «Παραπάτημα στη Χαρά», του Σωτήρη Παστάκα, ψυχιάτρου και ιδρυτή της Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης «Ποιείν», www.poiein.gr, εγκαινιάζει τη νέα ποιητική σειρά «ΠΟΙΕΙΝ» των εκδόσεων Μετρονόμος.

 

Ο πίνακας του εξωφύλλου, Προσωπογραφία θνήσκοντος ζωγράφου είναι του ζωγράφου Άκανθου, ο σχεδιασμόςτου έγινε από τον εικαστικό Στράτο Φουντούλη και η στοιχειοθεσία ανήκει στον Παναγιώτη Πάκο.

 

I.

Εγώ που δεν τραγούδησα

το βαθύ κόκκινο του ρόδου,

ούτε τραγούδησα

το λυγμό που έχει

το βάθος ενός χαμόγελου

το προφίλ στα τρία τέταρτα,

την κρυμμένη γωνιά

στο μυαλό μου,

τους κόκκινους λεκέδες

στο σεντόνι της θάλασσας

όταν το αεράκι σηκώνει

μία προς μία τις ρυτίδες

του εγκεφάλου μου,

μία προς μία τις προσωπικές μου

απώλειες-μπερντές

που κοκκινίζει

μια στιγμή πριν πάρει φωτιά.

Το ορατό φως.

Τις πέντε αισθήσεις.

Τους εκατόν πέντε

κατοίκους της Ηράκλειας.

Τα έντεκα μέτρα του σκάφους.

Τις αμέτρητες μπύρες.

Τα μετρημένα καμπάρι

μέσα από τις ανταύγειες τους.

Μια βαλίτσα, ένα καπέλο

κι ένα διαζύγιο.

Άλλο ένα καμπάρι, παρακαλώ.

Ένα διαζύγιο

και πάμπολλες ομπρέλες.

Φέρτε μου κι άλλα καμπάρι.

Θέλω να βλέπω τη φέτα

του μαρτυρίου μου να μεγαλώνει

σε αντιστοιχία με τη δική σας

τακτοποιημένη απόλαυση.

Δώστε μου ένα μεγάλο σαγκουίνι.

Μην τραγουδάς, τραγούδησες

όσα σου δόθηκαν. Τραγούδησε

τα παιδιά που παίζουν ακόμα

στις δέκα το βράδυ, μόνον

οι φωνές τους ακούγονται

στο προαύλιο της Εκκλησίας,

Μεγαλοβδόμαδο κι ακόμη πιο μακριά

γαυγίσματα αδέσποτων σκύλων.

Δεν έχουν τελειώσει ακόμη

το παιγνίδι, το δικό μου

μόνον τέλειωσε γιατί δεν με παίζουν.

Ένα-ένα καλώ τα παιδιά

με τα ονόματά τους

Ηλία, Αλέξη, Κωστή, Αίγλη

κι ούτε ένα να μου γυρίσει πίσω

τη φωνή. Αναπάντητα ονόματα

ενός που δεν έγινε πατέρας.

Δεν τραγούδησα την πατρότητα

βεγγαλικό που δεν σκάει

το περιεχόμενο στ’ αρχίδια μου

τη νύχτα, αποτυχημένος

κι άσφαιρος νύχτα χωρίς βεγγαλικά,

πυροτέχνημα που δεν έσκασε,

και δεν πυρπόλησε σκοτάδια,

απλό κόκκινο φωτάκι πορείας.

Δεν τραγούδησα την οδήγηση.

Ούτε οδήγησα κανέναν κάπου:

αποτυχημένος ψυχίατρος αλκοολικός,

μόνον ακολούθησα τις σπίθες

φωτιάς που έβγαζαν απ’ τα μάτια τους

οι φίλες και οι φίλοι-μέγιστη

υποχρέωση κι αν δεν την τραγούδησα

τη ζωή, να τη σέβομαι

να την ακολουθώ,

να την προσπερνώ,

να την αφήνω να τρέχει ξωπίσω μου,

να την αφήνω να τρέχει έμπροσθέν μου.

Φώτα πορείας δεν έχει η ζωή

πέφτουν στον πιο βαθύ γκρεμό

όσοι την πάρουν στο κατόπι.

Δεν τραγούδησα τα φώτα πορείας,

απ’ τη μικρή στη μεγάλη σκάλα

τους προβολείς μου άλλαξα

και πάλι δεν βλέπω τους φίλους μου

δεν βλέπω κανέναν:

ανορεξία, αλκοόλ, κι αϋπνία.

Εφιάλτες μόνο βλέπω

μπροστά μου: προβλέπω

και δεν το ’θελα αυτό το χάρισμα,

τρόμαζα και πίεζα να το πνίξω,

μάντης κάθε προσωπική μου

απώλειας στο μέλλον,

όπισθεν δεν έχει η ζωή.

Δεν μου δόθηκε να τραγουδήσω

το φόβο ούτε την έκβαση

της κρίσης, ούτε έγραψα ποτέ μου

πως κόκκινο ήταν το αεράκι

που σμίλευε ρυτίδες

στο σεντόνι της θάλασσας.

Δεν είπα πως ήταν κόκκινο

το αδηφάγο στόμα μου

όταν καθόταν πάνω στο στόμα της.

Δεν είπα πως ήταν κόκκινα

τα χέρια που αγκάλιαζαν

το κορμί της-δεν τα τραγούδησα.

Δεν τραγούδησα τα δικά της

κόκκινα χέρια, τα κόκκινα

χείλη της, τα έμμηνα

που έσταζαν απ’ το μουνί της,

τα στοπ που άναβαν

εδώ κι εκεί στο κορμί της,

δεν τραγούδησα

τον πορφυρό της έρπητα.

Δεν τραγούδησα τις απαγορεύσεις.

Μόνον αυτά που εισέπραττα.

Τραγούδησα το λυγμό μου

που είχε το βάθος ενός χαμόγελου.

Τραγούδησα την απροσδόκητη χαρά

που κρύβει μέσα της βαθειά

κόκκινο άγριο χρώμα,

το αίμα που έφτυσα

όσο μακριά μπορούσα

να δω προς τα πού φυσάει

ο άνεμος να καθορίσει

την κατεύθυνση

τον προσεχή προορισμό μου.

Δεν έγραψα για τη χαρά.

Δεν μου δόθηκε τελικώς

το βαθύ κόκκινο του ρόδου,

επειδή ήθελα να γινόμουν ρόδο

και δεν σας το μαρτυρούσα,

μόνον έβαφα κόκκινα αυγά

για να σας ξεγελάω. Έβγαζα

κόκκινες φωνές. Κατάπινα

κόκκινες φλόγες. Ντυνόμουνα

την κόκκινη στολή του κλόουν

να σας διασκεδάσω, να πυρπολώ

την άχρωμη ζωή μου, αμφιβόλου

ρέζους ως και η ομάδα μου:

μηδενική μ’ αρνητικό πρόσημο.

Λευκές ρίγες, κόκκινες ρίγες

Τελικά ως και το αίμα μου

δεν θα μπορέσετε να μου χαρίσετε

αν παραστεί ανάγκη, να ξέρετε

πως θα βιαστώ να σας καληνυχτίσω.

Τα παιδιά δεν τέλειωσαν

ακόμη το παιγνίδι τους,

κόκκινη απριλιάτικη νύχτα

κι ας τελειώνει για μένα εδώ

το ποίημα.

 

 

****************

 

 

 

 

 

 

 

(πρώτη δημοσίευση περιοδικό “Μανδραγόρας”, τεύχος 45)

W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία» (μετφρ.: Γιώργος Σεφέρης)

$
0
0

 

 

ΑΚΟΥΣΤΕ εδώ

 

 

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.

Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.

 

 

Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Μαρία Ιωάννου, Εισαγωγή από τη συλλογή διηγημάτων «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας», εκδ. Γαβριηλίδη 2011

$
0
0

 

 

Ο Μπέκετ και τα Άπαντά του με ενοχλούν αφάνταστα.

Τα βράδια δε μ’ αφήνουν να κλείσω μάτι. Στήνουν γλέντια, στριφογυρίζουν μεθυσμένοι και επαναληπτικοί πάνω στα ράφια και περιμένουν τον Γκοντό να γλεντήσει μαζί τους. Περιμένοντας τον φτιάχνουν βουνά από σκόνη και μας θάβουν όλους μέσα για να μην τους ενοχλούμε με τα παράπονά μας. Η Beloved άλλως Αγαπημένη της Τόνι Μόρισον περιφέρεται στον χώρο σαν φάντασμα μπας και τους στοιχειώσει και μετακομίσουν σε κανένα άλλο ράφι, μα αυτοί το χαβά τους. «Μην κλαις, Αγαπημένη», της λέω. «Κάποια στιγμή κάποιος θ’ ακούσει και τη δική σου ιστορία…».

Κάποτε ο Μπέκετ και η παρέα του ντύνουν τον Ιονέσκο Θεό και σκαν στα γέλια. «Δε σου πάει ο Θεός!», φωνάζουν. Κάπου εκεί μπαίνει και στη συζήτηση ο Σαρτρ με τη Θεωρία των Συναισθημάτων αλλά προκαλεί την αντίδραση της Αγαπημένης που ξεχειλίζει από συναίσθημα, αφήνοντας το κλάμα της να επισκιάσει την οποιαδήποτε θεωρία. «Πάλι κλαίει αυτή;», ρωτά ο Σαρτρ εμφανώς ενοχλημένος. «Ποιον περιμένουμε;», ρωτά το Στόμα. «El Diablo!», απαντά ο Ιταλός και ξεκινώντας να τους περιγράφει τους κύκλους της Κόλασης ρίχνει ένα μαύρο πέπλο στη διάθεση της βραδιάς. «Σκάστε επιτέλους!», ουρλιάζει ένα ξεχασμένο βιβλίο από κάποιο γειτονικό ράφι. «Εσύ να σκάσεις που δε σε ξέρει ούτε η μάνα σου!», φωνάζουν όλοι μαζί βρίσκοντας και πάλι το χαμόγελό τους.

Εγώ συνήθως δε μιλώ. Έμαθα να απολαμβάνω τις νύχτες αϋπνίας που μου προσφέρει το πάρτι τους. Μ’ αρέσει να ακούω πόσο διασκεδάζουν μιλώντας για φιλοσοφία και λογοτεχνία, ισοπεδώνοντας τα πάντα μα ταυτόχρονα ανοίγοντας νέους ορίζοντες. Τους θαυμάζω γι αυτό. Δεν τους ζηλεύω. Δε θέλω να γίνω κι εγώ όπως ο Οθέλλος του Σαίξπηρ, που τον κατέστρεψε η ζήλια του, ούτε όπως ο Σαίξπηρ, που τον τρέλανε το πολύ όπιο. Έτσι κι αλλιώς αυτός δε μιλά σε κανέναν. Έχει κλειστεί σ’ εκείνη την τεραστίων διαστάσεων τιμητική του έκδοση με τις σχεδόν διάφανες σελίδες και δεν κάνει απολύτως τίποτα. Ούτε καν στους χαρακτήρες του δε μιλά πια. «Εγώ δε θέλω δηλητήριο», μου είπε μια φορά. «Το δηλητήριό μου είναι το ότι με διαβάζουν πια ακόμα και στην τουαλέτα. Εγώ δεν έγραψα τον Βασιλιά Ληρ για να σκουπίζει κάποιος τον κώλο του με αυτό!», μου λέει. Νομίζω πως υπερβάλλει. Άδικα προσπαθεί να τον διασκεδάσει ο Πάολο Κοέλο με τις δικές του αναλύσεις. «Εγώ τι να πω ρε αιωνόβιε! Εμένα έχουν κάνει αυτά που γράφω Βίβλο κι ούτε εγώ ο ίδιος δεν τα πιστεύω πια!».

Γενικότερα έχω προσέξει κάτι πολύ περίεργο να γίνεται στα ράφια τον τελευταίο καιρό. Όλοι μοιάζουν να περνούν μια φάση κατάθλιψης. Αν υπήρχαν ψυχολόγοι για βιβλία θα στοίχιζαν σίγουρα μια περιουσία αφού δεν πρέπει μόνο να γιατρέψουν τους συγγραφείς αλλά και τους χαρακτήρες τους.

Τα ελληνικά βιβλία της βιβλιοθήκης έχουν τακτοποιηθεί σε ένα δικό τους ράφι παντρεύοντας τους χαρακτήρες τους και μιλώντας τις περισσότερες φορές για τον Καβάφη, τον Σεφέρη και όλους τους μεγάλους ποιητές. Προχθές η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη παντρεύτηκε με συνοικέσιο τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. Τώρα μένουν μαζί στο ράφι, δίπλα δίπλα. Χειρότερος γάμος δεν μπορούσε να γίνει – καταδικασμένος είναι να αποτύχει κι αυτός όπως κι οι περισσότεροι. «Μα είναι δυνατόν!», αντέδρασε η Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου με τις δασείες και τις περισπωμένες. Σε μια γωνιά η μικρή Κασσάνδρα της Μαργαρίτας Καραπάνου παρακολουθούσε το γλέντι του τέλειου γάμου, γνωρίζοντας καταβάθος, πως ο δικός της Λύκος παραμόνευε να ξεσκίσει τις σελίδες ολωνών, μαζί και τις δικές της.

«Το νου σας!», φώναξαν ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης. Κάποιοι τους άκουσαν και κάποιοι όχι. ‘Άλλωστε τα μεγάλα λόγια των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων απλά τους θύμιζαν την θλιβερή τους κατάντια. «Πώς φτάσαμε ως εδώ ρε Πλάτωνα; Στ’ αλήθεια δε με λυπεί το ότι ο κόσμος δε θα έχει λεφτά για να αγοράζει. Με ενοχλεί που δε θα χει λεφτά για να διαβάζει και δεν υπάρχει χειρότερο κακό από αυτό!». Αυτά τα λέει ένα βιβλίο που πάντα κρύβει τον τίτλο του – δε μ’ έχει αφήσει να το γνωρίσω – ακούω μόνο τις συνομιλίες του από μακριά, μαθαίνοντας πολλά απ’ τη μετριοπάθειά του. «Μη φοβάστε αδέρφια!», φωνάζουν τα κυπριακά βιβλία από απέναντι. «Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!». Εκείνη είναι και η ώρα που ο Κάφκα ξυπνά και μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα. «Εσείς είσαστε αόρατοι, τι μιλάτε;», τους φωνάζει. Τα κυπριακά βιβλία δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αλληγορία του, παραμένοντας προσκολλημένα στο ‘74. «Εμείς αόρατοι;», ρωτούν το ένα το άλλο. «Εμείς, ΕΜΕΙΣ αόρατοι;». Μετά ξεχνούν τα πάντα συνεχίζοντας να αναλύουν και να αναμασούν το παρελθόν.

«Φάτε τη σκόνη μου!», ξεπετάγεται από το πουθενά ένας από τους Βρικόλακες της Μέιερ. «Φάτε και τη δική μας σκόνηηηηη!», τον ακολουθούν περπατώντας με νάζι διάφορες ηρωίδες ερωτευμένες, πόρνες και παθιασμένες. «Ελάτε να σας μάθω πώς βρίσκει κανείς την ευτυχία!», συμπληρώνει ένα μπεστ σέλερ αυτοβελτίωσης. «Ελάτε να σας σώσω τον ήδη καταδικασμένο σας γάμο!», συνεχίζει ένα άλλο.

«Εσύ γιατί δε μιλάς;», ρωτά τον Ντοστογιέβσκι η Συλβια Πλαθ. «Αυτοί μας έχουν φάει λάχανο! Κάτι πρέπει να κάνουμε! Πεθαίνουμεεεε εδώ μέσα, δεν το καταλαβαίνεις;».

Τη βλέπω να φτιάχνει πρόγευμα για τον Petit Prince και τα παραμύθια της βιβλιοθήκης. Μετά τη βλέπω να χώνει το κεφάλι της μέσα σε ένα βιβλίο φωτογραφίας. Η φωτογραφία που επιλέγει φαίνεται ξεκάθαρα. Ένας μεγάλος φούρνος ζεματιστός.

«Τι πας να κάνεις;», φωνάζω από μακριά για να τη σταματήσω. Γυρίζει για μια στιγμή και με κοιτάζει. Οι σελίδες της έχουν αρχίσει να σιγοκαίνε.

«Εσύ ποιος είσαι;», με ρωτά.

Τα χείλη μου παραλύουν. Χώνει και πάλι το κεφάλι της στην πυρά, σαν μάγισσα.

Από μακριά ο Εστραγκόν του Μπέκετ ρωτά με αφέλεια: «Πάλι αυτοκτόνησε αυτή;».

«Ναι…», του λέω διστακτικά. «Έχωσε το κεφάλι της μέσα σ’ ένα φούρνο».

«Εσύ ποιος είσαι;», με ρωτά.

Χάσκω. Δε μιλώ.

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ!, ψιθυρίζει στο αφτί μου η Αγαπημένη.

“Ο… κανένας…”, του απαντώ.

Νίκος Βέλμος – Βογιατζάκης: Κείμενα (επιμέλεια: Βαγγέλης Ψαραδάκης)

$
0
0

 

 

Λογίων και καλλιτεχνών το ανάγνωσμα

 

Ξένες σκέψεις, ξένες λέξεις, ξένα έργα, ξένα φερσίματα,
να με τι παλεύει η ζωή του Έλληνα λογίου και καλλιτέχνη.

Καλύτερα, πολύ καλύτερα, ν’ ανήκει κανείς στον κύκλο των αποπατοκαθαριστών, παρά στον καλλιτεχνικό και λογογραφικό κύκλο των Ελλήνων. Εκείνα που λέει κι εκείνα που κάνει δεν λέγονται. Ό,τι κακό κι αν πει κανείς γι’ αυτόν, είναι λίγο. Όσο σκληρά κι αν του φερθεί, έχει δίκιο. Κύκλος που ζει για την εντύπωση, με ιδανικό του το χρήμα, που περιφρονεί τον αφανή και θαυμάζει τον τραπεζίτη, κύκλος που ’χει πάντοτε για γνώμη του τη γνώμη του άλλου, που μεταμελείται μέχρι θανάτου για τα έργα του, κύκλος που όλα τα πουλεί, όλα τα συμβιβάζει, μα και όλα τα εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του.
Καλύτερα, πολύ καλύτερα, να διαφωνήσει κανείς μ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, παρά μ’ έναν Έλληνα καλλιτέχνη. Δυσφημεί με τέτοιο τρόπο, πιστεύεται τόσο εύκολα όταν βρίζει. Ναι, ναι, περισσότερο ο κόσμος οφείλει τη δυστυχία του στους καλλιτέχνες παρά στους Θεούς, στους βασιλιάδες και στους κυβερνήτες. Δούλοι, δούλοι, μόνον δούλοι είναι, των ιδεών που περνούνε, και μάλιστα οι ταπεινότεροι δούλοι. Γι’ αυτό είναι και στους δυστυχισμένους οι πιο βλαβεροί. Άλλα λένε, κι άλλα κάνουν. Ένα ψέμα τους αλλάζει. Ζουν ανανεώνοντας το ψέμα. Στα ξαναζωντανεμένα ψέματα βρίσκουνε τη χαρά.
Όταν ακούνε, δίκαια ή άδικα, να τους βρίζουν έναν του κύκλου τους, αγάλλονται, ακούνε με προθυμία. Ξεπέφτουν από τη λύπη τους άμα τους τον επαινούν. Για την ασκήμια μαλώνουν, και στην ασκήμια βρίσκουν μονάχα την ησυχία. Τίποτε δεν μπορούν ν’ αρνηθούν, γι’ αυτό και τίποτε δεν πιστεύουν. Μασκαρεύονται κάθε τόσο μ’ ένα ξένο μεγαλείο που δεν τους πάει. Σοβαρούς έχουν όσους δεν μιλούν, όσους λεν ανοησίες άμα μιλούν. Όταν κινδυνεύουν συνασπίζονται και με τον εχθρό τους, όταν είν’ ασφαλισμένοι τον βρίζουν.
Όλη τους η τέχνη στηρίζεται σε λέξεις, σε κακές επαναλήψεις, στα μικρότερα πράγματα. Η ζωή τους εξαρτάται από το τι θα πει γι’ αυτούς ο ένας κι ο άλλος. Στην αξία τους πιστεύουν όσο ακούγονται, όσο κουδουνίζουν στις τσέπες τους λίγα μονόλεφτα. Μόλις ακουστούν, κάνουν εκείνο που σ’ άλλους έβριζαν. Περιφρονούν όσους επλησίαζαν. Άμα πάψουν να παίζουν γι’ αυτούς τα φύλλα του φαρμακερού δέντρου της δημοσιογραφίας, αμφιβάλλουν για την αξία τους και τότε σιμώνουν κάθε λογής άνθρωπο, ζητιανεύοντας με χίλιους τρόπους την εκτίμησή του, που κρατάει μέσα τους μονάχα τόσο διάστημα όσο τον έχουν μπρος τους. Για ν’ αρέσουν σ’ όλους, δουλεύουν για όλους, ό,τι αρέσει σ’ όλους.

Κάθε τι τους μεταβάλει. Μιμούνται το κάθε τι. Μιμούνται σ’ όλα όσους εκτιμά ο κύκλος τους, που πάντα θα ’ν’ αυτοί που εκτιμά κι ο κόσμος. Με τα ψέματα, με τους εκβιασμούς, με τις ξένες ιδέες φαίνονται. Διαρκώς το δίκιο ζητούν από την αδικία, διαρκώς εμποδίζουν τον άλλο ανοίγοντας λάκκους στο δρόμο της επιτυχίας του. Δεν καταλαβαίνουν, όσο κι αν ζήσουν, πως εμποδίζοντας τον άλλο, εμποδίζουν και τον εαυτό τους. Πάντα επαινούν μπροστά όσους βρίζουν πίσω. Αλίμονο αν τους πάρεις τον αέρα. Άμα ξεπέσουν στη συνείδησή τους, για να πιστέψουν πως είναι κάτι, βρίζουν τους πιο αδύνατους, τους πιο αδικημένους, τους πιο φτωχούς. Βρίζουν όσους η ανοησία καταδίκασε στην πιο μεγάλη ανέχεια. Βρίζουν, βρίζουν, βρίζουν.
Καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα, να βρεθεί κανείς σε κύκλο ηλιθίων παρά λογίων, σε κύκλο κακών παρά καλλιτεχνών. Μιλούν και δουλεύουν για την ασκήμια και το άδικο με τέτοιο τρόπο, που είν’ επικίνδυνοι και στον πλέον σταθερό ιδεολόγο. Γιατί δεν έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, φοβούνται την επίκριση και αγοράζουν με χίλια μέσα τη φιλία όσων έχουν την μεγαλύτερη πέραση. Όλοι μαζί μιλούν άμα συναντηθούνε. Όλοι κοιτάζουν ν’ αρέσουν, στους πλούσιους ν’ αρέσουν, σαν τις γυναίκες ν’ αρέσουν. Ν’ αρέσουν για να κάμουν εντύπωση, όπως όπως. Με βρωμόλογα ή ανοησίες, με ψευτόλογα ή σάχλες, μ’ ευθυμία ή με λύπη, με θόρυβο ή με σιωπή. Να κάνουν εντύπωση για να πληρωθούνε, να πληρωθούνε για να κάνουν εντύπωση.
Με πόσο ενδιαφέρον αδιαφορούν για ό,τι τους βλάπτει, δεν λέγεται. Ο ένας τον άλλον τρομάζει και, σαν τον πλούσιο, δεν έχουν καμιά ιδεολογία γιατί ο πλούτος τους πηγάζει από την ανιδεολογία. Ένας απ’ τους σκοπούς της ζωής τους είναι και η ομιλία. Πόσα πράγματα που τους συγκινούν τα μεσάνυχτα, ξεχνούνε πριν φέξει, πόσα κλάματα κάνουν για μια χαρά, και πόσα γέλια για τα κλάματα που κάναν. Το απλό το ’χουν για συνηθισμένο και το ασυνήθιστο γι’ ανόητο. Η ανωνυμία τους τρομάζει, τους σαστίζει, τους βουβαίνει. Για ν’ ακούγονται, για να τους φοβούνται, και για να τα ’χουν όλα δικά τους, γίνονται δημοσιογράφοι. Καμιά στιγμή δεν είν’ ευχαριστημένοι. Διαρκώς ζητούν την ευχαρίστηση. Κάτι που δεν ξέρουν, κάτι που τους λείπει πάντα ζητούν. Την αλήθεια. Και όμως, η μεγαλύτερη αλήθεια γι’ αυτούς είναι ότι λένε διαρκώς ψέματα.

 

*******

 

 

Παραβολή με γνωστές φράσεις

 

- Ποια λένε Πόρνη;
- Τη Γυναίκα εκείνη που παραδίδεται με χρήματα.
- Ε! Τότε την εφημερίδα μπορούμε διαφορετικά να την πούμε;
- ………
- Η πόρνη τι κάνει;
- Κυνηγάει πάντα τον πλουσιότερο, χωρίς να τη νοιάζει αν είναι άσκημος ή βλάκας, και του μένει πιστή όσο δεν λιγοστεύει το πουγκί του.
- Η πόρνη, όταν παρακμάσει, τι γίνεται;
- Μένει χωρίς εραστή και γίνεται φιλενάδα όποιας έχει φίλο, όχι μόνο τον πλουσιότερο στο χρήμα παρά και στους θαυμαστές, για να κερδίσει κάτι κοντά της.
- Τι άλλο κάνει η πόρνη;
- Τιμωρεί όσους τη βρίζουν, γιατί όλα είναι στο χέρι της. Άνθρωποι, ζώα και χώρες. Γι’ αυτό όλοι τη φοβούνται, εκτός απ’ εκείνους που την πολεμούνε, όχι γιατί δεν την έχουνε δική τους, μα γιατί συντηρεί τη διαφθορά.
- Για σκέψου και πες μου, έχει καμιά διαφορά η πόρνη από την εφημερίδα;
- Ναι, πού ΄ναι οι αρρώστιες της εφημερίδας που μας κολλά η πόρνη;
- Και οι δημοσιογράφοι τι είναι, και τα δημοσιεύματά τους, τι άλλο είναι από δηλητήρια;

 

**********

 

 

Σύντομες σκέψεις και στοχασμοί

 

- Πολλοί το πρωτότυπο τής έκφρασης μιας ιδέας το παρεξηγούν, το παίρνουν ως νέα ιδέα. Νέες ιδέες δεν υπάρχουν, αλλά νέοι τρόποι που εκφράζουν τις παλιές ιδέες.

*

- Όποιος ανακαλύπτει μόνος του τις αλήθειες, τις αγαπά και τις εκτιμά περισσότερο απ’ όσους τις γνωρίζουν απ’ τα βιβλία. Γι’ αυτό αξίζουν το θαυμασμό μας κι όχι την περιφρόνησή μας όσοι μ’ ενθουσιασμό παινεύουν ένα έργο τους γινομένο έτσι.

*

Κάποιος μου είπε μια μέρα:
- Όσοι είναι ποιηταί και καλλιτέχναι, είναι καλοί, δεν μπορεί να μην είναι καλοί.
- Όχι, του είπα, μόνον όσοι δεν είναι κακοί ποιηταί και κακοί καλλιτέχναι, είναι καλοί, πολλοί καλοί άνθρωποι.

*

- Ήθελα να μάθω ποιος είναι ο πλέον αδύνατος άνθρωπος, εκείνος που ΄χει μιαν αδυναμία, ή εκείνος που δεν υποφέρει την αδυναμία του άλλου;

*

- Τίποτε δεν με βασάνισε περισσότερο από το ψέμα, μα και τίποτε δεν αγάπησα περισσότερο απ’ την αλήθεια. Προτιμώ να με παιδεύει μια αλήθεια παρά να με χαϊδεύει ένα ψέμα. Οι μεγαλύτεροι εγκληματίες είναι οι ψεύτες.

*

- Ένας ερωτευμένος είπε μια μέρα για τον Χριστό, πως η τιμωρία που του κάναν οι Εβραίοι ήταν τιποτένια. Έπρεπε να τον βάλουν ν’ αγαπήσει, τότε θα τον τιμωρούσαν.

*

- Όλοι έχουμε την αξίωση να γίνουν οι άλλοι σαν κι εμάς. Εμείς όμως, ούτε μια στιγμή δεν βαστούμε να γίνουμε όπως θέλουν οι άλλοι.

*

- Μόνον αν ζούσαν δυο αιώνες οι άνθρωποι, θα ΄σαν δικαιολογημένοι κάπως για τα ψέματά τους.

*

- Οι Έλληνες σοσιαλισταί -που με τη συντηρητικότητά τους ωφελούν τους αστούς, που απ’ τη μια μεριά μερικοί τους εξυψώνουν το σοσιαλισμό, ενώ απ’ την άλλη μερικοί τους τον προδίδουν- βλάπτουν το πλέον ωφέλιμο πράγμα, το σοσιαλισμό, που βλάπτει όσους δεν τον ωφελούν, όσους δεν έχουν την ικανότητα να προξενήσουν σε κάτι βλάβη.

*

- Ο λαός είναι αφιλοκερδέστερος απ’ την αστοκρατία στα πατριωτικά του αισθήματα, γι’ αυτό αγαπά και πολύ το κάθε ψέμα. Οι αστοί ούτε το ψέμα που σερβίρουν στο λαό δεν αγαπούνε. Κι αυτό τ’ αρνούνται, άμα τους θίξει τα συμφέροντά τους.

*

- Ωραιότερα συναισθήματα μού γεννούν τα ζώα απ’ τους ανθρώπους. Έπειτα είν’ εκφραστικότερ’ απ’ αυτούς. Τον σκύλο μας, μ’ όλο που δεν τον πολυχαϊδεύω, τον θυμούμαι όπως έν’ αγαπητό πλάσμα. Ο σκύλος μου με σέβεται και με κοιτάζει σαν ένας άνθρωπος άμα με πρωτογνωρίζει.

*

- Ο εαυτός μου είναι ο αμείλικτος δικαστής της ακατάπαυτης και ατέλειωτης δίκης μου.

 

***********

 

Συμβουλές σε νέους

 

- Θέλετε να γίνετε πλούσιοι, όσο κι αν είσαστε φτωχοί, χωρίς καμιά σπουδή, χωρίς μεγάλο κόπο; Εμπορευθείτε τη λέξη πατρίδα Είναι το μόνο εμπόριο που ΄χει εξασφαλισμένα κέρδη, μα όχι εξασφαλισμένες πλάτες.

- Θέλετε να γίνετε σε όλα φτωχοί, όσο πλούσιοι κι αν είσαστε; Αγαπήσατε την αλήθεια και την πραγματική ελευθερία.

 

 

 

(Τα κείμενα ανθολογούνται από το βιβλίο «Στοχασμοί για την τέχνη και την κοινωνία», Αθήνα 1920. )

**************

 

Βιογραφικο [επιμέλεια ΠΟΙΕΙΝ]

Το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Βογιατζάκης. Γεννήθηκε στην Πλάκα το 1890 από φτωχή οικογένεια. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε ηλικία δεκαέξι ετών και στη συνέχεια στο Εθνικό Θέατρο με σκηνοθέτη το Θωμά Οικονόμου. Το 1916 δημιούργησε το θίασο Στρατιωτικό Θέατρο. Την ίδια χρονιά κατέληξε στις φυλακές Αβέρωφ λόγω των αναρχοσοσιαλιστικών του ιδεών. Συνεργάστηκε με το Δημήτρη Ροντήρη στο περιοδικό Παρασκήνιο. Το 1926 μετατρέπει το σπίτι του σε Άσυλο Τέχνης που αποτέλεσε χώρο εκθέσεων για πολλούς σημαντικούς νεοέλληνες ζωγράφους, ανάμεσα τους και το 16χρονο τότε Γιάννη Τσαρούχη. Από τις 25 Δεκεμβρίου 1926 αρχίζει να εκδίδει το περιοδικό Φραγγέλιο που πρόσφερε πολλά στην πνευματική ζωή της Αθήνας της εποχής του και μέσα από το οποίο ασκεί και έντονη κριτική. Συνεργάτες του είναι ο Στρατής Δούκας, ο Αναστάσιος Δρίβας και ο Τεύκρος Ανθίας. Αρχικά κυκλοφορεί ως τετρασέλιδη εβδομαδιαία εφημερίδα ενώ από το 1928 μετατρέπεται σε μηνιαίο δεκαεξασέλιδο. Η έκδοση του λήγει την άνοιξη του 1929. Παράλληλα εκδίδει και το περιοδικό Φύλλα Τέχνης.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε με το πεζό Ερωτόπαθος τραγουδιστής το 1910. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Σαίξπηρ του οποίου το έργο Αντώνιος και Κλεοπατρα διασκεύασε σε πεζό λόγο σε συνεργασία με το Στρατή Δούκα. Έγραψε ακόμα ποίηση καθώς και μελέτες. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική ως αυτοδίδακτος.

Το 1930 πέθανε αιφνίδια από τροφική δηλητηρίαση.

[http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%AD%CE%BB%CE%BC%CE%BF%CF%82]


Λέανδρος, «πάντα ημιτελής»

$
0
0

 

 

 

εχω καταντησει ο μοναχικος λυκος, αλλα εχω δυο ποδια
μου λεει ο μπαρμαν τι κανουν οι φιλοι μου
ειμαι η χθεσινη μερα,τα λογια του αερα
το τσουγκρισμα των ποτηριων feedback στις φωνες μας
οι ανενεργοι αριθμοι τηλεφωνου στο ευρετηριο σου
το καλο τσιγαρο που ολο ακους και ποτε δεν ηπιες
τα σημαδια που μενουν στο σωμα,μετα την χημεια
ειμαι το παιδι του φιλου σου πατερα

 

 

***

 

Στη γαμημένη Αμερική

 
είπε στον ταξιτζή
εγώ καθόμουν πίσω για να’ρχεται ο καπνός του συνοδηγού
το αεροπλανάκι που μου χάρισες
και το ίδιο βράδυ χάθηκε στη θάλασσα
κι έκλαιγα
μετά από 20 χρόνια τα ξανάπαμε
σου έστειλα ποιήματα
μου δωσες την αγάπη σου
ξανά έφηβος όπως εκείνο το πρωινό
που μάζευε σε σακούλες την κληροδοτημένη δυστυχία της
εσύ ξυρισμένος,εγώ μουσάτος
πώς τα φέρνει η ζωή
εφηβική σήψη
ποτάμια πύον
η ρόμπα σέρνεται στο χαλί

 

***

 

παραδόθηκα με όλες μου τις δυνάμεις
στ’ όνειρα των άλλων,στις κρυφές τους ματιές
στο κυνήγι του απόλυτου
πρεζάκιας,τζογαδόρος,παντρεμένος
προκαλώντας την τύχη,περιμένοντας το απίθανο
σκότωσα όλα τα προτερήματα μου
έδωσα άφεση αμαρτιών στο σώμα μου
κουράστηκα απ τις φωνές τους
βαρέθηκα αυτούς που μιλάνε μόνο μέσα απ ανέκδοτα
μίσησα να λέω “σ αγαπώ” και κανείς να μην το πιστεύει
πάντα ημιτελής
τελειωμένος για πολλούς
στην αρχή πάντα με σένα
η ζωή μου όλη εκείνο το βράδυ παρασκευής που μ είπες “αν…”
βαρέθηκα τις αναγκαστικές συμφωνίες και συμβάσεις ως εισιτήριο στις παρέες
τη φασιστική νοοτροπία της μη αποδοχής της γνώμης σου
τη ζήλια των αντρών σε κάθε χαμόγελο σου
το ποδήλατο του παππού τ όνειρα του αύριο

Αναστάσης Γκόγκος, Ποιήματα

$
0
0

 

 

 
η αρχιτεκτονική του ερωτισμού

Εγκατέλειψα τους αφορισμούς
 που συγκατοικούν στο σώμα μου
 

μα ποιος θα ενώσει σ’ έναν εαυτό
όλα τα σχήματα

και πως χωράει μεσα σ’ένα μικρό παιδί που εκσπερματώνει
ένα κατηγορώ προς όλες τις σημασίες

 

*

πέρασα όλες μου τις νύχτες
δακτυλογραφώντας τη λέξη δίψα

 
*

Στο βεληνεκές της μήτρας σου
εγκατέλειψα το θίασο
που τιτλοφορεί το πρόσωπό μου

 

*

Με στοιχειώνει αυτή η μυθολογία των σπασμών
κι ακόμη δεν ανακάλυψα
αν κρύβεται νερό κάτω από τον πάγο

 

*

Τη νύχτα μετακινούν τους δρόμους
αλλά δεν έχει σημασία
αν δεν έχεις κάπου να πας.

*

Είναι κι αυτός ένας πόλεμος.

 

*

Η έρημος είναι απόρθητη

 

*

Μάρτυρες

Οι μάρτυρες θρηνούν
γιατί απόψε
ήλθες και αφόπλισες την αιτία τους

 

*

Τα μπουκάλια είναι φτιαγμένα από άμμο
για να κρατούν μέσα τους
τη δίψα μιας απέραντης ερήμου
*

Η ιστορία παρεκκλίνει
πίσω από εκείνους που επανδρώνουν
τα μεγάλα σας θαύματα

 

*

Η αφή είναι μια αναίμακτη συναίνεση

 
*
Χάθηκα
ανάμεσα σε ορυκτούς ανθρώπους
 αναζητώντας εκείνο το αντίβαρο της βίας

*
Η ιστορία παρεκκλίνει
 πίσω από εκείνους που επανδρώνουν
 τα μεγάλα σας θαύματα

 

 

***************

Προσωπικό blog: http://ratforart.blogspot.gr/

Γεωργία Τρούλη, «Ακρογωνιαία πορεία στο ΚΑΙ», Σαιξπηρικόν, 2012

$
0
0

 

 

Από εξαφάνιση σε εξαφάνιση

Στο μεσοδιάστημα της κουρτίνας η εισδοχή
Σιγά το ύφασμα του ύπνου να συρρικνώνει
Είδα πώς ο αέρας αλλάζει άρωμα στο σώμα
Τι κρίμα που δεν έγινε σήμερα
Ανάγνωση ουρανού
Οσο πιο μέσα- τόσο πιο κενό
Τόσο κι άλλη σταλαγματιά οδύνης
Τόσο πιο μάταιο
Και λες κουβαλήθηκα στα όρια του εαυτού
Χωρίς διαβατήριο
Χωρίς ούτε μια αλλαξιά
Να πάω λίγο πιο πέρα
Τρίζουν τα σιδερένια άκρα
Σαν πουλιά που μόλις γεννήθηκαν πεινασμένα
Για φτερούγισμα
Και για ζουμερά

Μιας διάψευσης
Ξανά
Από το μηδενικό σημείο εφαρμογής
¨Ελα
Θα μας φυσήξει ο χρόνος στο μπαλκόνι
Της νύχτας
Το φρύδι δεν θα σαλέψει
Καμιά έκφραση
Θα σταφιδιάσουμε την αναμονή
Θα αφηνόμαστε σαν δύο στην φαντασία
Νωθρά και λαίμαργα
Σαν δύο όλο βλέμμα
Και από πάνω ψυχή
Που θα οδεύει υγιής-ω! τι χαρά-
Υγιής προς το θάνατο
Καμιά φθίση και φθορά
Στα φωνήεντα και στις επάλξεις της μέρας
Αδικαιολόγητα θα δίνουμε πίστωση της σελίδας
Να γράφει σε χέρι
Συναρμολογημένο σε κόμπους ναυτικούς
Από ίνες
Από ιστούς
Και από νευρώνες
Είναι ζυμωμένη η σιγή
Και ο λόγος
Τα μελανιασμένα κατωσέντονα
Δεν έχουν τυλίξει ούτε μια λέξη τόση δα
Παρθενική και ξεχειλωμένη
Σε κραυγή από χείλη

Συνάψεις εγκεφάλου
Και δυνατή ποιητική βεβαιότητα
Να χρειάζεσαι μια συνεχή μετατόπιση
Από την άκρη του Νάρδου
Στην αποφορά της τέλειας σήψης

Μην πηγαίνεις στα βαθιά
Αν δεν βλέπεις από κάτω φύκια
Να μακραίνουν σαν χωρισμένες τούφες μαλλιών
Μιας κυρίας που πέθανε-λέει-
Στα τριαντα τρία διάκενα της απόφασης

Θα πάω να ακουμπήσω δυο τρεις καταραμένους αγίους
Στην ράχη της πλάτης μου
Και θα κάνω έρωτα στις λεμονιές και κάτω
Και μέσα στα μαργαριτάρια
Του λευκού μωσαικού του έρωτα

Τα πόδια Να! ¨Ερχονται στα χέρια
Τα χέρια στα πόδια
Καλή αρμογή
Να αγκαλιαζόμαστε διαφορετικά
Και με δύναμη άλλη
Να!Αφήνουμε αποτύπωμα ελεφάντου στο τζάμι
Ή στην πράσινη σκόνη του αέρα
Και χρειάζεται να αποδεικνύουμε
Πως τα μεγάλα βλέφαρα μαδάνε,
Φυλακίζονται σε ρώγες δαχτύλων
Και βγαίνουν ξανά από τη ρίζα- ευχή
Από ζώο σε άνθρωπο
Από άνθρωπο σε φυτό
Από αξαφάνιση σε εξαφάνιση
Καμιά φαρέτρα με πολυκαιρισμένα μαγικά
Δεν σε σώζει
Καμιά λέξη ξεχειλωμένη από
Τίποτα

Τα απόνερα

Τα απόνερα της υστεροβουλίας πέφτουν με παφλασμό
Στο χωρίο της συνήθειας
Δημιουργείται υγρός ολόκληρος φράχτης ολοστρόγγυλος
Παρουσιάζεται η λαστιχένια σκέψη γεμάτη υγρασία
Και φτιάχνει σχεδιάκια συνεχούς συνέχειας
Ο καταρράκτης των λέξεων κάποτε στερεύει
Και γίνεται λιγομίλητη παρουσία νερού
Και μέσα στο νερό λίμνη
Και μέσα εκεί βάλτος
Και μέσα εκεί φύκια
Και μέσα εκεί πλαγκτόν
Και μέσα εκεί αυγό
Και μέσα εκεί πυρήνας
Και εξω από εκεί αντίδραση
Και πιο έξω ουράνιο
Και πιο έξω τόξο
Και έξω έξω πολύχρωμο
Κα έξω έξω έξω πολύκροτο
Και έξω από το έξω τόξο
Και πάλι βολή
Και πάλι βέλος
Και πάλι βάλτος
Και πάλι θα χρησιμοποιήσεις κουπιά
Ν’ ανοίγουν διάπλατα δρόμο
Σαν πλαταγιασμα κύκνων
Και ο φράχτης θα γίνεται πιο ανισόρροπος
Αδύναμος και ηχηρός
Και κάποια στιγμή η μεγάλη υποχώρηση
Και κάποια στιγμή διάβρωση
Και κάποια στιγμή άνυδρη στέρνα
Εγκλωβισμένη στα τοιχώματα
Σε πόρους τσιμέντου

Κάποια στιγμή κάποιος προκαλεί τσακίσεις
Στο λάστιχο
Κάποια στιγμή επιμύκηνση ροής
Και συνεχής συνέχεια
Αφιλόξενη προσδοκία να ερωτεύεσαι
Τα απλά δευτερόλεπτα
Και μετά απορείς
Γιατί βιάζεσαι
Ν’ αποτυγχάνεις
Στο μέτρημα
Της διάρκειας

***

Και στα ενδιάμεσα

Δυο κατεβασμένα παραθυρόφυλλα καθημερινότητας
Και στις ρίγες που δημιουργούν σχίσματα
Βάζεις χαρτοταινίες σε παραλληλία
Σε διάταξη που συναγωνίζεται τη δίψα του νερού

Από πάνω στέκουν κονταροχτυπημένα
Τα χαρτιά της λειψυδρίας

Δεν καίγεται κανένα τίποτα
Τόσο αργά όσο θα έπρεπε
Δεν νιώθεις καμιά στιγμή πιο δικό σου
Το δικό
Παρά μόνο τη στιγμή που το βλέπεις
Να χάνεται
Κι έτσι να ξεγλιστρά στις χαρτοταινίες
Και στα ενδιάμεσα
Σαν έντομο να ξεφεύγει
Την ώρα που μοιάζει οκτάβα σε πεντάγραμμο
Και το λουκέτο σε όλες τις γραμμές
Και το κλειδί να έχει οξειδωμένες κλειδώσεις
Και εγκοπές
Πουθενά να μην ταιριάζει
Μόνο αντίγραφα
Και κάθε φορά ένα λιγότερο
Και

***

Με ανυπόφορο μπλε

Θα παρεις όλες τις μικρές φλέβες
και
Τις αρτηρίες μιας γης
Τώρα που γεώ γριά θα αναδιπλώνει
Την πλησμονή σε χρώμα
Και
Με σκιαγαρφικό
Τόσο αχνά θα διαχύσεις
Στη βάση της ηδονής
Το International Blue Klein

Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΟΥΛΗ ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ. ΖΕΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟ. ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΕ ΕΝΤΥΠΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ.

Intellectum, τ.χ. 9 με 16σελιδο ένθετο ΠΟΙΕΙΝ#2 (+Πάρτυ έκδοσης)

$
0
0

 

Πάρτυ για την έκδοση του 9ου Intellectum (www.intellectum.org) στις 8 Ιουνίου 2012 (9:00 μ.μ.) στη νέα Παπαρούνα (Παγγαίου 4 & Δόξης, Λαδάδικα, τηλ. 2310 510 852).

Μια παράδοση που γίνεται θεσμός!

▀ Κατά τη διάρκεια του πάρτυ θα πραγματοποιηθούν εικαστικά δρώμενα και θα προσφέρουμε πολλά βιβλία ως δώρα για τους παρευρισκόμενους χάρη στις εκδόσεις Σαιξπηρικόν & Λογείον και τα Βιβλιοπωλεία Πρωτοπορία, Ιανός, Γιάφκα, Κεντρί και Κωνσταντινίδη.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ. Θα διατίθεται δωρεάν μπουφές.

************

Το 9ο τεύχος του περιοδικού Intellectum (www.intellectum.org) κυκλοφορεί μαζί με ένθετο 16σέλιδο της ηλεκτρονικής ποιητικής επιθεώρησης «Ποιείν» (www.poiein.gr) σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (Πρωτοπορία, ΙΑΝΟΣ, Σαιξπηρικόν, Μπαρμπουνάκης, Σαββάλας, Κεντρί, Ρεντζής, Ραγιάς, Lexis, Πολιτεία, Ναυτίλος, Νέα Εστία, Πατάκης κ.α.) στην τιμή των 6 ευρώ και σ’ όλη την Ελλάδα μέσα από το ηλεκτρονικό κατάστημα του περιοδικού intellectum.

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9ου ΤΕΥΧΟΥΣ

  • Άλλη μια Μέρα της Μαρμότας στην Ελλάδα

Κάθε μέρα φαίνεται να φέρνει μια ακόμη αυτοκτονία (η οποία προστίθεται στις περίπου 1750 αυτοκτονίες που έλαβαν χώρα τα τελευταία δύο χρόνια στην Ελλάδα), ένα ακόμη κλείσιμο επιχείρησης, περισσότερους ανέργους και πολύ περισσότερους χαμηλόμισθους. Μετά τη σουηδική, γερμανική και αγγλική έκδοση του άρθρου, ο Βίκτωρ Τσιλώνης παρουσιάζει την πιο επικαιροποιημένη εκδοχή του άρθρου στα ελληνικά.

  • Η Κατάκτηση της Ελλάδας

Ο φιλέλληνας καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ Ντέιβιντ Όντερμπεργκ αναλύει πώς ακριβώς επιτεύχθηκε η οικονομική κατάκτηση της Ελλάδας και προτείνει λύσεις για το μέλλον, την ανεξαρτησία και την ευημερία της χώρας.

  • Αποπολιτικοποίηση και Δημοκρατικό Έλλειμμα: από την Οικονομική Κρίση στην Κρίση Δημοκρατίας

Η Αθηνά Αυγητίδου, υποψήφια διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, παρουσιάζει ενδελεχώς την επικίνδυνη μετακύλιση της οικονομικής κρίσης στους δημοκρατικούς θεσμούς

  • Ευρώ ή Δραχμή: μια Αναπόφευκτη Καταιγίδα

Ο γνωστός καθηγητής οικονομικών Κωνσταντίνος Λαπαβίτσας αναλύει την πιο πολύπλοκη δομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα από τον εμφύλιο πόλεμο και έπειτα. Στην ομιλία του προκρίνει ως καλύτερη λύση την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ, προειδοποιώντας ωστόσο ότι βραχυχρόνια η έξοδός μας από το ευρώ θα προκαλέσει καταιγίδα.

  • Η Μεγάλη Ύφεση: η Ολέθρια Οικονομική Πολιτική της Ευρωζώνης και οι Οδυνηρές Επιλογές μας στο Μέλλον

Ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών Γιώργος Δουράκης παρουσιάζει τη Μεγάλη Ύφεση που βιώνουμε από το 2009 και η οποία είναι αντίστοιχη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Εξετάζει τις πιθανές λύσεις από το σημερινό αδιέξοδο, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι όλες θα είναι οδυνηρές.

  • Το Πανεπιστήμιο σε Κρίση – Οι Δυσλειτουργίες των Ελληνικών Πανεπιστημίων και η Σύγκρουση με την Ελληνική Πολιτεία: Συνέντευξη με τον πρύτανη του ΑΠΘ Γιάννη Μυλόπουλο
  • Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ως Βάση της Πολυπολιτισμικής Κοινωνίας

Ο Πολωνός αναπληρωτής καθηγητής και δικαστής Μπάρτοζ Βοζγιεχόφσκι εξετάζει το πώς η τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιτρέπουν τη δημιουργία μιας ευνομούμενης πολιτείας.

  • Ο Ρόλος της Ψυχολογίας στις Κοινωνικές Επαναστάσεις

Ο πτυχιούχος του Τμήματος Ψυχολογίας του ΑΠΘ Αντώνης Γαλανόπουλος εξετάζει το ρεύμα της χειραφετικής ψυχολογίας στη Λατινική Αμερική και την ανάγκη επέκτασής του στην Ευρώπη σήμερα.

  • Πατρική Περιουσία

Διήγημα της Κατερίνας Χανδρινού

  • Αυτή τη Νύχτα: Τετραλογία Διηγημάτων του Δημήτρη Τανούδη, συγγραφέα του βιβλίου «Σπασμός»

Το Θαύμα του Συντελεσμένου Χρόνου, Σε Δυο Χώρες Σφαίρα, Οι Εχθροί, Ο Ξένος

  • Η Θεωρία του Πλεκτού: η τύχη του να γεννιέσαι άνθρωπος

Η αρχιτέκτονας Ελένη Λαλούμη εξετάζει το πόσο τυχερός τελικά είναι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε πριν από λίγες δεκαετίες στην Ελλάδα και τι σχέση έχει αυτό το ποσοστό τύχης με μια δική της θεωρία, τη θεωρία του πλεκτού.

  • Η Αποδόμηση Μιας Πόλης: μια Άλλη Ματιά στο Διπλό Χρυσό Ιωβηλαίο της Πόλης

Ο σχεδιαστής επίπλων Τόμμυ Παπαϊωάννου μιλά γλαφυρά για την κοινωνική ασυνέχεια της Θεσσαλονίκης και το ιστορικό της σχίσμα, όπως αυτό αποκαλύπτεται μέσα από την πολεοδομία της πόλης.

  • Στο δεύτερο ένθετο του «Ποιείν» περιλαμβάνονται:

Ποιήματα των: Γιώργου Κεντρώτη, Κώστα Παπαθανασίου, Πέτρου Γκολίτση, Νίκου Βουτυρόπουλου, Παύλου Παρασκευαΐδη & Γιώργου Χαριτωνίδη

και Μεταφράσεις των: Ρόκε Ντάλτον (από Γιώργο Μίχο) & Αντρέι Βοζνιεσένσκι (από Δημήτρη Τριανταφυλλίδη)

Σημείωση: Το intellectum είναι το πρώτο περιοδικό που
εγκαινιάζει τη χρήση των «ηγγλισινικών» στη γραφή των αγγλόφωνων όρων (λ.χ. γιουτιούμπ αντί youtube) ως απάντηση στα γκρήκλις!

ΜΕΤΕΦΡΑΣΑΝ: Σοφία Σιμήτη, Βίκτωρ Τσιλώνης
ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΑΝ: Αθηνά Αυγητίδου, Σοφία Σιμήτη, Φένια Βαζάκα

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης, Ορχάν Τσολάκ, Bojorgensen

ΣΚΙΤΣΑ: Δημήτρης Καρλαφτόπουλος, Λίλα Αγραφιώτη

ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Δημήτρης Καρλαφτόπουλος
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: Εμμανουήλ Παπαδόπουλος – photoeditor@intellectum.org
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9ου ΤΕΥΧΟΥΣ: Μιχάλης Καρακώστας (creative@deux.gr) & Ιωάννης Εργελετζής (info@ergeletzis.gr)

Ο Γιάννης Βαρβέρης διαβάζει απόσπασμα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου

$
0
0

 

Ακούστε ΕΔΩ

 

 

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

 

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται
ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι
θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

 

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι,
 ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες,
 ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου
 λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

 
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη,
τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

 
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα,
κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
 μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε,
γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
           μου,
σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν,
 κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου,
 κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
 μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
 δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
 οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου,
δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου
 εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου.
 Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

 
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
 μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
 Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

 

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει-
 θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκο
            τεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

 

(Από το κανάλι του japan88gr: http://www.youtube.com/watch?v=hR3LUp1Al50)

Γιώργος Μίχος, «Βιογραφισμός και Ψευδής Οικειότητα στο Διαδίκτυο»

$
0
0

 

 

Ο βιογραφισμός ως λογοτεχνική άποψη δεν θα κριθεί από τη χειρονομία εκείνου που η αγάπη του για ένα έργο τον κάνει να προσεγγίζει το βίο του συγγραφέα για διαπιστώσει σε επίπεδο εξωλογοτεχνικό σχέσεις με εξουσίες, συνέπεια ζωής και έργου, παραδείγματα συμπεριφοράς για χρήση από κάποιον που γράφει. Θα κριθεί από την αργή μεταστροφή του και την αναγωγή του σε εξήγηση του λογοτεχνικού έργου καθώς αγοραίες απόψεις χαμηλού επιπέδου μεταφέρονται από τα ριάλιτυ σόου στη γραφή. Μαζί και τα σχολεία ποίησης κι άλλες φαιδρές αμερικανιές. Διότι και το λογοτεχνικό έργο είναι επιδεκτό χειρισμού από την παραφιλολογία και το κουτσομπολιό. Η πρόθεση είναι που προφυλάσσει και που καθορίζει τη χρήση. Όχι το υλικό. Και ο βίος του λογοτέχνη δεν διαφέρει εξ ορισμού από το βίο οποιουδήποτε ανθρώπου. Εκτός από την ψευδαίσθηση εκείνου που πιστεύει ότι δεν έχει την έλλειψη και τον πριμοδοτεί με τα απωθημένα ευτυχίας του.

Τα τελευταία χρόνια και πρν ακόμα την έλευση του διαδικτύου, ο βιογραφισμός πήρε μιαν επικίνδυνη τροπή, (παρά τη δυσφορία κάποτε και μεγάλων λογοτεχνών , βλέπε Σεφέρης, ή την επισταμένη προσπάθεια να περιφρουρήσουν την ιδιωτικότητά τους, βλέπε Ελύτης), η λογοτεχνία εν μέρει για το γεγονός ότι έπεσε σε ανθρώπους που την χρησιμοποίησαν για κοινωνική άνοδο και εν μέρει γιατί το ήθος των αναγνωστών διαπαιδαγωγημένων από λαϊκές φυλάδες, μετέφερε μιαν αντίληψη παρμένη από νοοτροπίες του σταρ σύστεμ και την έκανε κυρίαρχη.

Έτσι η προσπάθεια της λογοτεχνίας να παράγει πολλαπλές αναγνώσεις συρρικνώθηκε σιγά σιγά, και με την εισαγωγή της στα ποσοτικά κριτήρια των εξετάσεων για τα πανεπιστήμια, δημιούργησε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε διαστροφή του βιογραφισμού. Το υλικό στεγνώνει σε μια μονοσήμαντη ανάγνωση και ο ποιητής ή ο συγγραφέας γίνονται οι μοναδικοί και αυθεντικοί κάτοχοι του νοήματος του γραπτού τους. Οι συνεχείς πιέσεις στην κα Δημουλά από διάφορους διεστραμένος αυτού του τύπου είναι χαρακτηριστικές. Ταυτόχρονα η οπιαδήποτε σοβαρή άσκηση κριτικής καταρρέει σε έναν ψυχαναγκασμό της θετικότητας. Η κριτική γίνεται παρουσίαση και υπέρτατο κριτίριο αξίας, το απνευστί, το μονορούφι της ανάγνωσης.

Αυτή η μονοδιάστατη άποψη και η αναγωγή του κουτσομπλιού σε λογοτεχνική πρακτική για την απόλαυση του κειμένου, είχε και μιαν άλλη ανυπολόγιστη συνέπεια από τη μεριά της γραφής. Στο βαθμό που η λογοτεχνία γίνεται ένα κυνήγι δικαιωμένου βίου από τη φήμη, με όλα τα χαρακτηριστικά ενός χυδαίου αμερικανισμού ως προς την αντίληψή της, γέμισε την αγορά με γραφομανείς, οι οποίοι έσπευσαν να καταγράψουν τους λόγους της αυτοδικαίωσης, που συνήθως ακούγονται στο γραφείο ένος ψυχαναλυτή, με απότερο στόχο, και με το συνεχές χαμήλωμα του επιπέδου των απαιτήσεων της τρέχουσας παραγωγής, “να κάνουν την καλή”. Και κάποιοι την έκαναν. Διαγκωνιζόμενοι ενίοτε με τους “κεκυρωμένους” λογοτέχνες.

Αυτός ο πληθωρισμός γραφής με την εγγυημένη ασημαντότητα, έγινε ταυτόχρονα ένα πεδίο ενεργειών για υπεράσπισή της σώματι παρουσίας. Νομαδικές περιπλανήσεις συγγραφέων από χωρίου εις χωρίον, να υπερασπίσουν τις πωλήσεις των προϊόντων του ψυχικού παραληρήματός τους, να δικαιώσουν το βίο τους επιτόπου με μια συνέντευξη στα τοπικά μέσα, να υπερβούν σε πρωτοτυπία αθλιότητας τους προηγούμενους, και να πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειες να εγγραφούν σε μια μνήμη που λέγεται Ιστορία της Λογοτεχνίας και που επίμονα αρνείται να τους καταγράψει, προωθώντας μόνο αυτούς που υπήρχαν στις καταγραφές πριν το γραφομανιακό μπουμ, και επιφυλάσσοντας τους την λήθη των ευπώλητων, που διαβάζονται για να πεταχτούν στα προηγούμενα σκουπίδια των εκμυστηρεύσεων της προσωπικής ανάλυσης του κάθε συγγραφέα. Η μη καταγραφή στην ταινία της Ιστορίας της Λογοτεχνίας αυξάνει την αγωνία και πολλαπλασιάζει τις προσπάθειες και εκφυλίζει τους τρόπους. Εκτός από τους ψυχαναγκαστικούς, οι αναγνώστες σιγά σιγά εγκαταλείπουν, όπως και αντιθέτως, οι αναγνώστες του χαμηλού αυτού επιπέδου επιφυλάσουν τον ίδιο χειρισμό στα έργα της υψηλής λεγόμενης λογοτεχνίας. Η κα Μπιχλιμπίδου και ο Φλωμπέρ εξισώνονται στην σεξουαλικής αναπλήρωσης μηχανή της ανάγνωσης που είναι η ελληνίς μεσαίας ηλικίας.

Όταν το διαδίκτυο αποκτά μιαν επαρκή παρουσία στην ελληνική κοινωνία, όπως είναι φυσικό αυτό το πανδαιμόνιο μεταφέρεται και εκεί. Το διαδίκτυο έχει δύο χαρακτηριστικά. Ευνοεί την έκφραση της φαντασίωσης του γράφοντος και δίνει μιαν αίσθηση ψευδούς εγγύτητας στον αναγνώστη. Είναι χαρακτηριστική η πλάνη μιας πολύπειρης δημοσιογράφου των πολιτιστικών που αγνοούσε στοιχειώδεις λειτουργίες της διαχείρισης των ιστολογίων, να πιστεύει ότι κάθε κείμενο που διάβαζε προϋπέθετε την παρουσία του συντάκτη πίσω από το πληκτρολόγιο όλη τη μέρα. Με τον συνδιασμό του βιογραφισμού ως πρόθεσης και της εγγύτητας ως ψευδαίσθησης παρουσιάζεται μια παθολογία, απαρατήρητη από δημοσιογράφους και κοινωνιολόγους οι οποίοι αρκούνται στο να μυρικάζουν τα στερεότυπα: παιδεραστία, τρομοκρατία, εξάρτηση, εξυπηρετώντας την περιρρέουσα τεχνοφοβία. Εν τω μεταξύ οι ψυχικές κρίσεις σε πραγματικό χρόνο στο διαδίκτυο πολλαπλασιάζονται.

Όλη η αδεξιότητα στην διαχείρηση της οικειότητας που εμφανίζεται στην καθημερινή παθολογία εκτός διαδικτύου μεταφέρεται κι εδώ. Το διαδίκτυο είναι ισπανικό πανδοχείο. Όπερ σημαίνει ότι ο καθένας βρίσκει μέσα ότι φέρει μαζί του από εκτός. Με μια σημαντική διαφορά. Ότι οι ψυχολογικές άμυνες που παρέχει κυριολεκτικά το δέρμα μας, απουσιάζουν. Και ότι ευνοείται η επικοινωνία μεταξύ φαντασιακών. Συν το γεγονός ότι η κίνηση στην πραγματική ζωή στο χώρο έχει συρρικνωθεί σε μερικά κλικ. Ψευδαίσθηση που γίνεται πρόξενος πόνου στις αθεράπευτες εμμονές που παράγει.

Τα παραδείγματα μαζικών επιθέσεων μέσω κοινωνικών δικτύων σε πρόσωπα μη αρεστά, αποτελούν τις μεγάλες επεκτάσεις μικρών μαζικών επιθέσεων και παρενοχλήσεων που διεξάγονται καθημερινά. Όποιος υπάρξει αφελής να δώσει στους άλλους περισσότερα προσωπικά στοιχεία από όσα έχει για αυτούς, υποβάλλεται στην στρεσογόνο πίεση που ξέρουν όλοι οι ψιχίατροι με τη μορφή του “μιλάνε για σένα”. ( Εδώ το αρχείο με τις ενός χρόνου συζητήσεις δύο κατά τα άλλα μορφωμένων καθηγητριών σε διαλόγους των οποίων η αθλιότητα υπερβαίνει κάθε φαντασία.) Στο βαθμό που κάποιος έχει ψυχική συγκρότηση, αν δεν έχει αυτή την παιδεία κιόλας απέξω, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα κοινωνικά δίκτυα σαν σχολείο επωνυμότητας και να πάρει τις αποστάσεις του από τα ακροατήρια, που λόγω της οικειότητας και της έκφρασης του φαντασιακού, απελευθερώνουν με λόγο αυτό που διαβάζεις στο πρόσωπό τους στις δημόσιες και εκτός διαδικτύου αγορεύσεις όταν παραμένουν σιωπηλοί. Φιλοδοξία χωρίς έρεισμα και διαθεσιμότητα για εξευτελισμό φτάνει να προσπορίσουν δημοσιότητα. Πελατειακή σχέση με την επωνυμότητα, από καθέδρας έως κλίνης.

Εξειδικεύοντας το στη λογοτεχνία των γραφομανών, ο κάθε λογοτέχνης είναι διαφημιστής του εαυτού του εναντίον όλων. Η οποιαδηπότε αποτίμηση των πεπραγμένων του δεν κρατάει κανένα σχεδόν ενημερωτικό πρόσχημα, γίνεται μια στυγνή και ανέλπιδη επιδίωξη φήμης όταν όλοι οι ιμάντες που θα συνέλεγαν τα τυχαία περιστατικά δημοσιότητας σε κάτι μνημικά πιο σταθερό έχουν σπάσει, και οι δράσεις καίγονται σαν τα πυροτεχνήματα αυξάνοντας την αγωνία και προκαλώντας άλλες δράσεις. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργούνται και διαλύονται γρήγορα κάποιες συμμαχίες για εκ του συστάδην επίθεση στη φήμη. Εκείνοι που βρίσκονται μόνιμα στην επκαιρότητα καθώς έχουν μια θεσμισμένη θέση στη δημοσιότητα γίνονται αντικείμενα αμφιθυμικής έκφρασης αγάπης, μίσους.

Μια δημοκρατική και υπερθερμασμένη μεταφορά του κλίματος του τύπου στην οποία βρίσκονται ερριμένοι άνθρωποι που μετά από χρόνια μονόδρομης κατανάλωσης πληροφοριών γίνονται αδέξια πομποί. Απροστάτευτοι ακόμα και από τις ίδιες τους τις φαντασιώσεις. Μέσα σε αυτό το παδαιμόνιο διαξιφισμών κάθε κύρωση εκτός διαδικτύου, ως εγγύηση καλύτερης μνημικής πρόσβασης στο ανύπαρκτο αρχείο χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως και αναπαράγεται. Γιατί το διαδίκτυο έχει μνήμη χρυσόψαρου. Όσο κι αν ελάχιστοι συνειδητοποιούν ότι είναι τα ψάρια που κολυμπάνε μέσα σε αυτό το ενυδρείο. Όπου βρίσκουν και εφευρίσκουν νέους τρόπους απόλαυσης της δημοφιλίας. Δημοφιλία που ανακυκλώνεται εντός και που ψάχνει στις εφαπτομένες της εκτός κάτι που σπανίζει και εντός και εκτός, την αναγνώριση και τη δόξα.

Στο διαδίκτυο επίσης όπως και παντού, όσο και να κατέβει το επίπεδο των απαιτήσεων, σπανίζει αυτό που δεν μπορεί να αποκτηθεί με τεχνικές προβολής και προσπάθειες, το αληθινό ταλέντο. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες ψυχαναγκασμένων και εμμονικών να προσεγγίσουν το δράστη του κειμένου που τους γοήτεψε για να πετύχουν ένα πλεονέκτημα, ενισχυμένο από την ψευδαίσθηση εγγύτητας, πολύ σύντομα βρίσκει την αλήθεια του, που είναι παλαιόθεν η αλήθεια κάθε εκ του σύννεγγυς προσέγγισης: ότι ο Ναπολέων δεν ήταν μέγας για το ράφτη του. Συνοδευμένο από μια απόρριψη, που η δυσκολία να τη δεχτούν εξαρτάται από το πόσο ερεθισμένο ήταν το φαντασιακό τους όταν επειχείρησαν την προσέγγιση. Και τις πιο πολλές φορές με μερικές τελευταίαες αντεπιθέσεις στη διάψευση, πριν πάνε στην άφάνεια να γλείψουν τις πληγές τους.

Το πόσο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λευκοπλάστης στις ζωές που επιστρέφουν γιατί το πρόσωπο του οποίου τη γραφή θαύμασαν δεν αναταποκρίνεται στις φαντασιώσεις τους θα γράψει ένα ακόμα κεφάλαιο στη σάγκα που συνεχίζει να γράφει ένα ανερμάτιστο πολιτιστικά κοινό νεοπλούτων που είναι το έλληνικο. Περαστικά σε όλους τους ματαιόσπουδους. Και ευχαριστίες σε όλα τα πειραματόζωα.

Υ.Γ.
Προσωπικά και με μερικούς φίλους δεν ξεχνάμε ότι δεν γίναμε λογοτέχνες εδώ και επιπλέον ξέρουμε ότι τα μεγάλα θαύματα κρατούν τρεις μέρες και το αίμα τοματοπελτές. Καλό θα είναι να το θυμούνται κι όσοι νομίζουν ότι απέχουμε μονάχα ένα κλικ. Είναι άκομψο να σε πιέζουν να θυμήσεις διαφορές επιπέδων. Διότι δεν υπάρχει επίπεδο. Όλα τα επίπεδα είναι καλυμμένα, που θα έλεγε κι ο Πόρτσια.

Υ.Γ.2 Κάποια μέρα θα σας γράψω το Αλμανάκ
του γλειψίματος που χρησιμοποιούν στα ιστολόγια.
Και για τις τεχνικές εκείνων που κάνουν δήθεν ανθολογίες
για να προωθήσουν το έργο τους.

http://giorgosmixos.blogspot.gr/2012/05/blog-post_1851.html

Vicente Valero, Ποιήματα (μτφρ: Αθηνά Στυλιανή)

$
0
0

 

 

Hojas del bosque

I
Lazos sagrados como raíces, redes invisibles.

La escritura de la primavera vierte su tinta de color una vez más
sobre el lecho oscuro, enfebrecido, del animal solitario.

Nunca lo salva, pero le dice con qué ropa partir.

II
Palabras que hemos visto sumergirse, a solas, muchas noches,
en las aguas oscuras de este río.

Cierto ciervo que vi bebía entonces, lavaba sus heridas
invisibles.

Un nuevo idioma renacía a oscuras, temblaba como animal
nocturno, ardía hasta el amanecer.

III
Agua que bebe el pájaro de octubre en la palma de mi mano:
agua que alumbra el secreto del bosque.

IV
Ojo del bosque: mira mis huellas. Son como las raíces
requemadas que aún esperan el aliento del mar.

O como las arrugas en el cuerpo de un viejo solitario que todavía
ama las canciones del mediodía.
O como las venas azuladas, siempre palpitantes, en las sienes
rojizas y suaves de los ciervos.

Ojo del bosque: apiádate de ellas, protege su camino.

V
El pensamiento más profundo de un cazador es su disparo.

Con él penetra a solas, siempre, en el silencio de las largas
distancias, en la humedad salobre del amanecer.

Con él penetra en el corazón oscuro de las tórtolas.

VI
Una gota mía de sudor en el bosque hará crecer el árbol de la
sed. Bajo la sombra de este árbol, algún día, tal vez, descansen
otros caminantes.

Tal vez, bajo la sombra de este árbol, algún día, las palabras del
bosque vuelvan a ser escuchadas, cierto ciervo que vi vuelva a
ser visto.

Que una gota mía de sudor pueda ser esto.

 

**************

 

Φύλλα του δάσους

Ι
Ιεροί δεσμοί σαν ρίζες, δίχτυα αόρατα.

Η γραφή της άνοιξη χύνει το χρωματιστό μελάνι μια φορά ακόμη
στο σκοτεινό, πυρετώδες, στρώμα, του μοναχικού ζώου.

Ποτέ δεν το σώζει, αλλά του λεεί με τί ρούχα να φύγει.

ΙΙ
Λέξεις που έχουμε δει να βουλιάζουν, μόνες τους, νύχτες πολλές,
στα σκοτεινά νερά αυτού του ποταμού.

Κάποιο έλαφι που είδα έπινε τότες, καθάριζε τις αόρατες
πληγές του.

Μια καινούρια γλωσσα αναγεννιόταν στα σκοτεινά, τρεμάμενη σα νυχτόβιο
ζώο, καιόμενο ώς το πρωί.

ΙΙΙ
Νερό που πίνει το πουλί του Oκτωβρίου στην παλάμη του χεριού μου:
νερό που φωτίζει το μυστικό του δάσους.

ΙV
Μάτι του δάσους: κοίτα τα ίχνη μου. Είναι σαν τις
κεκαμένες ρίζες που ακόμη περιμένουν την πνοή της θάλασσας.

Ή σαν τις ρυτίδες στο σώμα ενός μοναχικού γέροντα που ακόμα
αγαπά τα τραγούδια του μεσημεριού.
Ή σαν τις μπλεβιασμένες φλέβες, πάντα παλλόμενες, στα κοκκινωπά
και απαλά μιλίγγια των ελαφιών.

Μάτι του δάσους: λυπήσου τες, προστάτεψε το δρόμο τους.

V
Η πιο βαθειά σκέψη ενός κυνηγού είναι ο πυροβολισμός του.

Με αυτόν διεισδύει πάντα, μόνος του, στη σιωπή των μακρινών
αποστάσεων, στην αλατισμένη υγρασία της ανατολής.

Με αυτόν διεισδύει στη σκοτεινή καρδιά των τρυγονιών.

VI
Μια δική μου σταγόνα ιδρώτα θα κάνει το δέντρο της δίψας
να μεγαλώσει. Ύπο τη σκια αυτού του δέντρου, ίσως, κάποια μέρα,
να ξεκουραστούν άλλοι πεζοπόροι.

Ίσως, ύπο τη σκια αυτού του δέντρου, κάποια μέρα οι λέξεις του
δάσους να ξανακουστούν, και κάποιο ελάφι που έιδα να
ξαναεμφανιστεί.

Μια δική μου σταγόνα ιδρώτα να μπορεί να είναι αυτό.

 

****************

 

 

EL ÁRBOL

Entro en un árbol por su sombra abierta,
alegre y sin llamar, tranquilamente;
voy hacia el centro, subo o bajo, no lo sé,
y allí están todas las raíces, todos
los frutos esperándome, visibles y perfectos,
y el crecimiento de las ramas
es sólo una cuestión de pálpito y de luz,
que yo ahora puedo ver y oír… Hay nidos
abandonados, sucios, malolientes,
y extrañas criaturas de la noche. La luna
también está en el árbol y no es blanca.

Y hasta el viento circula muy oscuro,
se le puede tocar y no hace daño. Subo
o bajo, no lo sé: sé que camino.
Que pertenezco al árbol, lentamente. Me pierdo
en él, muy dentro, y soy el árbol, fértil
y fuerte, el que quería para mí. Y ahora crezco
sin descansar, en la quietud ardiente
del mediodía, cuando los pájaros me buscan,
entran en mí, reposan en su árbol.

 

 

Το δέντρο

Μπαίνω σε ένα δέντρο από την ανοιχτή του σκια,
χαρούμενος και χωρίς να χτυπήσω, με ηρεμία;
Πάω εως το κέντρο, ανεβαίνω ή κατεβαίνω, δεν το ξέρω,
κι εκεί είναι όλες οι ρίζες, όλοι
οι καρποί περιμένοντας με, ορατοί και τέλειοι,
και το μεγάλωμα των κλωναριών
είναι μόνο θέμα παλμού και φωτός,
που εγώ τώρα μπορώ να δω και να αφουγκραστώ… Υπάρχουν
εγκαταλελειμένες, βρώμικες, δύσοσμες, φωλιές
και παράξενα πλάσματα της νύχτας. Το φεγγάρι
είναι και αυτό στο δέντρο και δεν είναι άσπρο.

Και μέχρι και ο άνεμος περιτριγυρίζει πιο σκοτεινός.
Μπορείς να τον αγγίξεις, είναι άκακος. Ανεβαίνω
ή κατεβαίνω, δεν το ξέρω: Ξέρω ότι περπατάω.

Ότι αργά αργά ανήκω στο δέντρο. Χάνομαι
σ’αυτό, ακόμα πιο μέσα, και είμαι το δάσος, γόνιμο

και δυνατό, εκείνο που ήθελα για μένα. Και τώρα μεγαλώνω
χωρίς σταματημό, στη καυτή ηρεμία
του μεσημεριού, όταν τα πουλιά με ψάχνουν,
μπαίνουν μέσα μου, αναπάυονται στο δέντρο τους.


Μπελίκα Κουμπαρέλη, “Πώς στήνεται ένα νέο Έγκλημα-Πορνοτσοντοπαραφιλολογία”

$
0
0

Κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα βιβλία που το περιεχόμενό τους πλασάρεται ως ‘ροζ’ λογοτεχνία ή γυναικείο και ‘σοφτ’ πορνό, δηλαδή υποτίθεται ότι γράφτηκαν από γυναίκες και απευθύνονται σε γυναίκες. Το υποτίθεται δεν είναι τυχαίο: οι συγγραφείς χρησιμοποιούν ψευδώνυμα. Ωστόσο δεν με ενδιαφέρει ποιος τα έγραψε ούτε το γεγονός ότι κυκλοφορούν απ’ τους δύο μεγαλύτερους εκδοτικούς και ούτε καν θα αναφερθώ στους τίτλους. Δεν είναι εκεί το ζουμί. Εξάλλου σύντομα θα βγουν παρεμφερή και από άλλους εκδοτικούς.
Τα κείμενα που δυστυχώς υποχρεώθηκα να διαβάσω, έχουν ήρωες προβληματικούς με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ανθρώπους που θα έπρεπε να βρίσκονται σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Στη μία τριλογία μια δεκαεπτάχρονη (παρθένα) γίνεται υποχείριο ενός πολύ μεγαλύτερού της άντρα (κοινώς αγγίζεται οριακά και η παιδοφιλία) και μάλιστα κροίσου (γιατί βέβαια οι φτωχοί δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν βίτσια) και στην άλλη τριλογία δύο ζάμπλουτοι ερωτεύονται μόνο που φέρνουν στη σχέση τους μνήμες και συμπεριφορές απ’ τους βιασμούς που υπέστησαν στην παιδική τους ηλικία. Αυτά για να καταλάβουμε πώς στήνονται τα τερατουργήματα που με τίποτα δεν θα ονόμαζα λογοτεχνία ανεξάρτητα απ’ τον τρόπο που διαφημίζονται. Τα βίτσια κυμαίνονται από «απλά» έως βαριά σαδομαζοχιστικά και εξαιρετικά βίαια. Πάντα με αποδέκτη το γυναικείο σώμα.
Φυσικά οι συγγραφείς, αν όντως είναι γυναίκες, ξεχνούν ότι το ίδιο σώμα μπορεί και να γεννήσει κι αν γεννήσει μια γυναίκα που έχει υποστεί όσα διαβάζουμε σ’ αυτά τα εκτρωματικά κείμενα, το παιδί σε μια οργανωμένη κοινωνία θα καταλήξει επειγόντως στην πρόνοια ή αν το μεγαλώσει η ίδια θα καταλήξει στο τρελοκομείο ή στις φυλακές.
Επιστρέφω ωστόσο στη θεματολογία του πορνό ή της τσόντας γενικότερα. Θεωρώ υποτιμητικό για τη νοημοσύνη μου να μου πλασάρουν τέτοια κείμενα ως γυναικεία λογοτεχνία, όχι επειδή είμαι και η ίδια λογοτέχνης, αλλά επειδή είμαι Γυναίκα και Άνθρωπος. Επιπλέον ως κοινωνιολόγος σας διευκρινίζω ότι σε κοινωνίες με βουδιστικά, ινδουιστικά, κομφουκιανά θρησκεύματα και κουλτούρες, τέτοια κείμενα και συμπεριφορές δεν εμφανίζονται ποτέ!

Δεν θεωρώ τυχαίο ότι αυτού του είδους τα κείμενα εμφανίζονται σε εποχές παγκόσμιας κρίσης του δυτικού χριστιανικού πολιτισμού που έστησε και τον καπιταλισμό. Ανέκαθεν η μεθόδευση είχε τέλεια οργάνωση σε πολλαπλά επίπεδα. Οι γυναίκες άρχισαν να βγαίνουν στον κοινωνικό βίο όταν οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο. Το πιο χαρακτηριστικό κοινωνικο-ιστορικό δεδομένο είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος: ελλείψει αντρών οι γυναίκες ανέλαβαν τα εργοστάσια και κάθε τι δημόσιο. Μόλις επέστρεψαν οι άντρες, έπρεπε κι εκείνες να επιστρέψουν στα οικιακά τους. Δεν το έκαναν και οι εφημερίδες του 1950-1960 έγραφαν για ‘παρανοϊκές’ που πάνε να σπουδάσουν και θέλουν να δουλέψουν, ‘άρα είναι ανίκανες να γίνουν νοικοκυρές, σύζυγοι, μανάδες’ με στόχο φυσικά να μείνουν οι δουλειές στους άντρες αφού δεν επεκτεινόταν η βιομηχανική οικονομία τόσο όσο να χωρέσει και γυναίκες. Αργότερα η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, όχι επειδή το ήθελαν οι άντρες ή οι κυβερνήσεις, αλλά επειδή δεν μπορείς να σταματήσεις μια γυναίκα μορφωμένη και άξια. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι την τελευταία εικοσαετία που η γυναίκα στον δυτικό κόσμο μοιράζει τη ζωή της στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, έχουν σχεδόν εκλείψει τα γυναικεία-οικιακά εγκλήματα. Κοινώς και για να το κάνω πιο λιανά: η γυναίκα σκότωνε τον άντρα της όταν δεν είχε τη δύναμη και τη γνώση να τον εγκαταλείψει. Τώρα που την έχει, κάνει άλλου είδους εγκλήματα.
Επιστρέφω λοιπόν στα βιβλία αυτά όπου δήθεν περιγράφονται ρόλοι και συμπεριφορές που αρέσουν στις γυναίκες. Με λίγο ψάξιμο στο ίντερνετ και στις δήθεν αναλύσεις, διαβάζει κανείς ότι αυτού του τύπου η πορνοτσοντοπαραφιλολογία έχει πέραση στις γυναίκες.
Ερώτηση πρώτη: πώς το ξέρουμε αυτό; Ποια είναι η επίσημη στατιστική που διαπιστώνει ότι οι γυναίκες αρέσκονται να διαβάζουν κείμενα όπου τις δέρνουν, τις δένουν, τις βασανίζουν, τις εξευτελίζουν και το γλεντάνε; Οι διεθνείς στατιστικές αναφέρουν ότι σχεδόν 30% των γυναικών στο δυτικό κόσμο έχει δει πορνό και έχουν συμμετάσχει σε διάφορα σεξουαλικά όργια που προσφέρονται σε ποικίλα καταστήματα. Όμως στις ίδιες έρευνες διευκρινίζεται ότι ποτέ η γυναίκα δεν είχε οικειοθελώς τέτοια πρωτοβουλία απλώς υποκύπτουν στην αντρική απαίτηση και αποδεδειγμένα αυτές οι γυναίκες φεύγουν καταρρακωμένες απ’ τη σχέση.
Ερώτηση δεύτερη: σε αυτά τα βιβλία περνάει η πεποίθηση ότι η αγάπη τα επιτρέπει όλα. Αλήθεια; Και τότε γιατί αποδεδειγμένα οι γυναίκες δεν χρησιμοποιούν σωματική βία; Δεν αγαπάνε οι γυναίκες; Επίσης αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες διαβάζουν αυτά που δεν βιώνουν. Αλήθεια; Μα αν θέλουν να τα βιώσουν γιατί δεν γίνονται οι θύτες παρά τα θύματα;
Ερώτηση τρίτη: Αν δεχτώ το επιχείρημα ότι διαβάζουν για να διασκεδάσουν. Δηλαδή, οι γυναίκες θέλουν να βιώσουν στην πράξη τις φαντασιώσεις του κάθε ανώμαλου βάρβαρου και παρανοϊκού; Και τότε γιατί έχουμε τόσες καταγγελίες για γυναικεία και παιδική κακοποίηση; Ακόμα και στην Ελλάδα που το σύστημα και η αστυνομία δεν βοηθάει, έχουμε τέσσερις στις δέκα γυναίκες να έχουν αποτανθεί στην αστυνομία ή στις κοινωνικές υπηρεσίες για βία απ’ τους συντρόφους τους ή τους άντρες συγγενείς τους, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.
Η άποψή μου και τη δηλώνω αναλαμβάνοντας την ευθύνη να μείνω άνεργη στην Ελλάδα ως μεταφράστρια (το ως κοινωνική εγκληματολόγος το παραβλέπω γιατί είναι γεγονός) και να γίνω αντιπαθής στους εκδοτικούς που συνεργάζομαι με αποτέλεσμα να μην μου ξαναεκδώσουν βιβλίο. Και βέβαια με τον κίνδυνο να θεωρηθώ συντηρητική από όσους δεν με γνωρίσουν προσωπικά.
Αυτά τα κείμενα στόχο έχουν την υποτίμηση της γυναικείας ύπαρξης. Πιο φιλοσοφικά ή πιο βαθιά πολιτικά, στόχο έχουν να απομονώσουν το αρσενικό απ’ το θηλυκό ώστε να μην υπάρξουν συνεργασίες σκέψης και πράξης για έναν καλύτερο κόσμο. Έχουν στόχο να μας πείσουν όλους, άντρες γυναίκες, ότι πρέπει να κρυφτούμε στη γωνιά μας, να ανεχόμαστε τα πάντα, να μη διεκδικούμε τη θέση μας ούτε στο σπίτι μας ούτε στην κοινωνία, να μη σπουδάζουμε, να μη δουλεύουμε (γιατί βέβαια μια γυναίκα που τη σκοτώνεις στο ξύλο στη σεξουαλική επαφή δεν μπορεί να κυκλοφορήσει απ’ τις μελανιές, ή φοράει μες στην καταχειμωνιά γυαλιά ηλίου, όπως συμβαίνει στην Αγγλία για να κρύψει τις μπουνιές στα μάτια της), να μην απαιτούμε ισότητα και σεβασμό, δικαίωμα στις ίσες αμοιβές και πάνω απ’ όλα δικαίωμα στο σώμα μας και ως προς τις ερωτικές μας προτιμήσεις και ως προς το αν θέλουμε να κρατήσουμε ένα παιδί ή όχι. Και όταν αναφέρομαι στην ισότητα δεν εννοώ τον όρο όπως εμφανίστηκε στη δεκαετία του εβδομήντα. Ισότητα σημαίνει και διαφορετικότητα. Είμαστε διαφορετικά φύλα, σκεφτόμαστε διαφορετικά, ο εγκέφαλός μας λειτουργεί διαφορετικά, η ψυχοσύνθεσή μας εξαρτάται απ’ τον εγκέφαλό μας, όμως η σχέση μας με τον κόσμο πρέπει να είναι χτισμένη σε βάσεις ισότητας, ήθους και αλληλοσεβασμού.
Και εδώ μπαίνει και η τέταρτη ερώτηση: Η αριστερά που κόπτεται αυτή την εποχή για πολλά και διάφορα, δεν ανακάλυψε τι συμβαίνει με την πορνοτσοντοπαραφιλολογία; Είμαι κι εγώ αριστερή και θλίβομαι βαθύτατα για το τουμπεκί ψιλοκομμένο των δήθεν σκεπτόμενων αριστερών. Περίμενα λίγες μέρες να δω κάποια αντίδραση, κάτι να καταδικάζει αυτή την αθλιότητα που τόσο τέλεια εξυφαίνεται κατά των γυναικών. Κιχ. Όπως πάντα. Με τους δεξιούς δεν ασχολούμαι, όμως η αριστερά που ένα απ’ τα κόμματά της έχει και γυναίκα αρχηγό; Τίποτα;
Και συνεχίζω με την πέμπτη ερώτηση που πιθανόν θα φέρει και υπομειδιάματα στους άντρες αναγνώστες μου: γιατί θεωρείται λογικό ένας άντρας να ζητάει παρά φύσιν σεξ, αλλά βαθύτατα προσβλητικό για τον ίδιο αν η γυναίκα ζητήσει κάτι παρόμοιο στο δικό του σώμα;
Έκτη ερώτηση: γιατί όταν ένας άντρας δέρνει μια γυναίκα είναι μάγκας, ενώ αν η γυναίκα δείρει άντρα είναι υστερική; Μήπως ο στόχος είναι να μας χωρίσουν ξανά και ως φύλα ώστε να γίνει η πλήρης υποδούλωση πιο εύκολα; Γιατί βέβαια ο μοναχικός άνθρωπος παλεύει πιο αδύναμα απ’ τον ζευγαρωμένο. Θυμηθείτε ότι στο 1984 του Όργουελ απαγορεύεται ο έρωτας, η αγάπη.
Ως εγκληματολόγος σας βεβαιώ ότι οι γυναίκες διεθνώς δεν είναι ούτε επιδειξίες, ούτε ματάκηδες. Επιπλέον γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ούτε καν για τις πορνό ταινίες, ούτε μπαίνουν σε πορνοσάιτ του ίντερνετ – βγαίνουν επίσημες στατιστικές για αυτά που αναφέρω. Κι αν τώρα τελευταία υποτίθεται ότι πολλές έχουν αγοράσει δονητή, η διεθνής κοινωνιολογική έρευνα έδειξε ότι τον χρησιμοποιούν μόνο όταν δεν έχουν σύντροφο και μάλιστα με μεγάλη λύπη τους. Τα υπόλοιπα είναι παραμύθια που εντάσσονται και στην ψυχοθεραπεία και στην κοινωνιολογία και στη σημειολογία.
Έβδομη ερώτηση: και στις δύο τριλογίες αυτοί οι άνθρωποι κάνουν ελεύθερα έρωτα. Κοινώς διαφημίζονται τρόποι να κολλήσουμε έιτζ και κάθε άλλο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα. Αυτό δεν το σκέφτηκε κανείς όταν διάβαζε αυτά τα κείμενα κι αποφάσισε να τα εκδώσει; Παιδιά δεν έχουν οι εκδότες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό; Και μην σκεφτούμε τα κλισέ περί ελευθερίας του τύπου γιατί όλοι ξέρουμε τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά.
Μήπως ο στόχος είναι ακριβώς αυτός; Να αρρωστήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ώστε μια και δε γίνεται να μας σκοτώνουν επειδή ανασαίνουμε, να μας σκοτώσουν με το σεξ; Αντιλαμβάνεστε ελπίζω ότι χρησιμοποιώ τη λέξη σεξ αντί της λέξης έρωτας γιατί δεν σκοπεύω να εντάξω και τα δύο στο ίδιο τσουβάλι.
Όγδοη ερώτηση: αυτοί ή αυτές που διαβάζουν τέτοια κείμενα, πώς θα αντιδράσουν αν η κόρη τους έρθει σακατεμένη απ’ το ερωτικό ξύλο του εραστή της, ή ακόμα χειρότερα άρρωστη από έιτζ; Όλοι είμαστε χαλαροί όταν απλώς σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο, στην πράξη όμως έτσι γίνονται εγκλήματα. Άρα; Πού μας οδηγούν τέτοια κείμενα; Και μην διανοηθείτε να πείτε, ‘άλλο να διαβάζω κι άλλο να το κάνω’ γιατί δεν είναι έτσι. Ό,τι σκεφτόμαστε πράττουμε. Σημαίνον και σημαινόμενο για να το πω πιο κουλτουριάρικα. Αν και το θέμα δεν σηκώνει επιστημονικοφανείς ορολογίες.
Και ένατη ερώτηση: τι θυσιάζουμε στο βωμό του κέρδους γιατί μάλλον αυτή η πορνοτσοντοπαραφιλολογία πουλάει έξω, άρα θα πουλήσει και στην Ελλάδα;
Το μέλλον της ψυχής μας θυσιάζουμε. Την ικανότητά μας να αγαπήσουμε, να εμπιστευτούμε, να μιλήσουμε, να δέσουμε – αυτά θυσιάζουμε. Και οργανώνουμε έναν θάνατο αργό και βασανιστικό όπου θα ζούμε σαν ρομπότ μέχρι επιτέλους να πεθάνουμε.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά ακόμα ερωτήματα. Δεν ωφελεί. Ελπίζω να έθεσα το θέμα σε μερικές παραμέτρους. Για μένα η σημαντικότερη είναι πως για άλλη μια φορά, η γυναικεία ανθρώπινη ύπαρξη υποβιβάζεται, υποτιμάται, εξευτελίζεται, εκπορνεύεται και μάλιστα τόσο χυδαία και φτηνά. Γιατί βέβαια η επίσκεψη στο μπορντέλο είναι ακριβότερη απ’ το κόστος αγοράς αυτών των πορνοτσοντοβιβλίων. Και η οργή μου είναι απερίγραπτη. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να με θεωρεί res, αντικείμενο, και ξέρω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άντρες που ποτέ δε σκέφτηκαν την αγαπημένη τους γυναίκα, μάνα, φίλη, αδελφή, συντρόφισσα ως αντικείμενο. Θεωρητικά η νέα χιλιετία θα έφερνε έναν νέο καλύτερο κόσμο, ανθρώπους πιο ενωμένους, πιο συνειδητοποιημένους. Και είναι αλήθεια. Συμβαίνει ήδη. Το βλέπω και στη χώρα μου και στο εξωτερικό. Άρα προσπαθούν με άλλον έναν τρόπο να μας αποβλακώσουν και να μας διχάσουν. Μια επιπλέον μορφή φασισμού εμφανίζεται στην τυπογραφία. Ε, όχι! Νισάφι!

ΥΓ. Και για όποιον δεν κατάλαβε, επίτηδες τα ερωτήματά μου είναι εννέα. Όσα και οι μήνες της εγκυμοσύνης κάθε γυναίκας που βγάζει ένα παιδί στον κόσμο γεμάτη όνειρα και ελπίδες για το μέλλον του.

Η Μπελίκα Κουμπαρέλη γεννήθηκε το 1958. Είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Έχει διδακτορικό στην κοινωνική εγκληματολογία και μάστερ στη δημιουργική γραφή που το έκανε στα πενήντα της αφού είχε ήδη δημοσιεύσει 6 βιβλία. Ζει στην Αγγλία και στην Ελλάδα.

Αλίκη Ψαχούλα, Ποιήματα

$
0
0

 

ΑΝΕΣΤΗ

 
Δέν τον άφηνε η λεύκα να φύγει.
Τον είχε ξεντύσει αργά
κι έπειτα τυλίχτηκε
γύρω του και μέσα του.
Του έστρωνε νερό να πιεί
και φύλλα να ζεσταθεί.
Την άνοιξη του ψιθύριζε να ξυπνήσει
μα εκείνος όλο και στριφογύριζε στην αγκαλιά της.
Σαν ήρθαν να τον πάρουν
μάταια θρόιζε.
Μόνο ένα παπούτσι του την άφησαν να κρατήσει.

 

************

 

ΣΥΝΗΘΕΙΑ

 
Έμαθαν οι παλάμες το σχήμα του προσώπου.
Το σκοτάδι έγινε μια νύχτα απλή.
Η θάλασσα ούγια ξηλωμένη.
Ιχνοβασία πάνω σε ξερές ανάσες.
Ξύλινα μάτια παντού κ κουρασμένα τζιτζίκια.
Αλλά εμείς συνεχίζουμε με αγωνία
να ψάχνουμε.
Και χαιρόμαστε που βρήκαμε
καινούρια γλάστρα για τα σκουλήκια στα φύλλα.
Στους μίσχους. Στις ρίζες.

 

************

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 
Τη ρωγμή στην άσφαλτο να ψάχνεις.
Και όταν βρεις εκεί τον αγκαθωτό μίσχο,
να μείνεις και ν’ αφουγκραστείς.
Σκονισμένα ποδοβολητά ρότες θα ξαναγίνουν.
Ίσια να πας τότε.
Μήν τρομάξεις
και μήν αναρωτηθείς πού
πήγαν τα πράσινα δίχτυα
που έριχνε πάνω του το νηπενθές.
Ίσια να πας.
Προσπέρασε το Ηρώον.
Στο τέρμα της Χαίνουσας το μπλε φουστάνι.
Ανεμίζει στην ανοιχτή αγκαλιά.

 

**************

 

ΑΤΙΤΛΟ

 
Διαλέξαμε χρώμα
και βάψαμε
βουνά και θάλασσες και ρώτες.
Μετά ήρθαν βροχές
και αέρηδες με χώμα.
Αποτυχία η αναγνώριση.
Αυτό το ξέφτι.
Αυτή η κρούστα.
Αυτή η διχάλα.
Δέ θυμίζουν κάτι.

Γιώργος Σεφέρης, «Η Τέχνη και η Επόχη», από τις “Δοκιμές”

$
0
0

 

 

Το ερώτημα ήταν: τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού. Οι άνθρωποι που αποκρίθηκαν μπορούν να χωριστούν νομίζω σε δυο κατηγορίες: α] Σ’ εκείνους που προτίμησαν ν’ αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, πως το έργο τους θα απαντούσε καλύτερα από τους ίδιους. Μερικοί από αυτούς έτυχε να βρεθούν καταδικασμένοι σε θάνατο και από τους δύο αντίμαχους φανατισμούς και β] Σ’ εκείνους που προτίμησαν, εννοώ πάντα ως τεχνίτες και όχι ως πολιτικά όντα (το πολιτικό χρέος δεν αφορά τη συζήτησή μας) να διαλέξουν τα στρατόπεδα της κοινωνικής πάλης. Οι καλύτεροι, καθώς πιστεύω, ανάμεσα στους τελευταίους τούτους έκαναν την πράξη αυτή με απόλυτη συνείδηση του τι έκαναν. Είπαν δηλαδή καθαρά: «Σήμερα έχουμε πόλεμο, κι όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του πολεμάρχου μας. Αύριο, σαν τελειώσουμε, θα συζητήσουμε για την Τέχνη». Υπό τον όρο αυτό έχω το χρέος να προσθέσω ότι τους σέβομαι απόλυτα, γιατί οι μόνες συζητήσεις που μ’ ενδιαφέρουν είναι εκείνες όπου οι διαλεγόμενοι δεν προσπαθούν να θολώσουν τα νερά με δημαγωγικά τσακίσματα.

Και πραγματικά δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη – η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα- αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματισμένη εποχή μας, ν’ αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας. Βλέπετε, στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες, ή αν προτιμάτε ν’ αναφέρω τον Auden που υπηρέτησε ωστόσο εθελοντής στην Ισπανία:

«Να γίνει η Τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή».

 Αν ο τεχνίτης προτιμήσει την πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχω τίποτε να πω. Για εκείνους όμως που θα προτιμήσουν την Τέχνη, θα ήθελα να προσθέσω ακόμη δυο λόγια.

Όταν λέω Τέχνη, δεν εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε «η τέχνη για την τέχνη». Η διδασκαλία αυτή, που δε χρησιμεύει πια σε τίποτε, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου ανθρώπου που φτιάνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ’ ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη που δημιουργούν τα καλά έργα της τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν. Αν κοιτάξουμε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτά τα έργα, θα ιδούμε πως δεν είναι διόλου ξένα από τους αγώνες και τους πόθους της εποχής τους. «Ο μεγάλος καλλιτέχνης», όπως είπαν, «δεν είναι της εποχής, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του». Και αληθινά, η ζωή του ποιητή: αυτό το σύνολο των εντυπώσεων, αισθήσεων, αντιδράσεων που είναι το υλικό του έργου του, είναι συνάμα ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περιστοιχίζει με τους καημούς της, τους πόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Όσο περισσότερο «όμοιος εαυτώ» είναι ο καλλιτέχνης –και θα ήθελα τούτο να νοηθεί όχι με την έννοια μιας επιφανειακής συνείδησης, αλλά μιας γνώσης που ανατρέχει στα πιο βαθιά και αγνοημένα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης- τόσο πιο πλέρια μεταγγίζει την εποχή του στο έργο του. Ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι ο διανοητικός ή και ο αισθηματικός ακόμη δεσμός που συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός. «Είμαστε όλοι κληρωτοί της εποχής μας», έλεγε ο ίδιος ποιητής που ανάφερα παραπάνω. Πώς να γίνει αλλιώς. Από την καραβάνα της τρεφόμαστε. Κι αυτό εξηγεί το γιατί βλέπουμε ξαφνικά έναν αληθινό ποιητή που έχει τις πιο παράλογες ή «ξεπερασμένες» πολιτικές δοξασίες, να παρουσιάζει ένα έργο που, εκτός από τις ουσιαστικές αρετές του, οδηγεί ακόμη και πολιτικά, πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες.

Αλλά για να μπορέσει να δουλέψει ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερος. Κι έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω, πως ένας από τους σκοπούς αυτού του πολέμου που με τόσον ηρωισμό και με τόσες θυσίες έκανε ο λαός μας ήταν κι αυτού του είδους η ελευθερία. Για να μην πέσει δηλαδή ο κόσμος και ο τόπος μας σε μια κατάσταση καταληπτικής ηλιθιότητας. Κι αν τύχει, δουλεύοντας έτσι σαν ελεύθερος άνθρωπος ο ποιητής, να φτιάξει κανένα έργο «προπαγάνδας», όπως λένε (ας πούμε πως το ποίημα του λέγεται Οι Πέρσες), δεν θα είναι σπορά κακίας αλλά ένα έργο που μοιραία και αναπόφευκτα, και υποχρεωτικά, θα πρέπει να χειροκροτήσουν και οι εχθροί του.

Και για να τελειώνω. Υποστηρίζοντας αυτή την άποψη που νομίζω, όσο μπορώ να ξέρω, πως είναι η σωστή, δεν εννοώ διόλου πως ο ποιητής είναι ένας ανεύθυνος που κατρακυλά στο φύσημα της έμπνευσης ή της ιδιοτροπίας του. Απεναντίας, η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου. Από την ανθρωπότητα που μαίνεται ή σωπαίνει τριγύρω του τι θα διασώσει; Τι μπορεί να διασώσει; Τι πρέπει ν’ απαρνηθεί από την άμορφη ανθρώπινη ύλη, που είναι ωστόσο τρομακτικά ζωντανή, που τον παρακολουθεί ως μέσα στα όνειρα του:

 «Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα…»

Μάνος Χατζιδάκις, «Το Νησί των Συναισθημάτων» (18 χρόνια από τον θάνατό του)

$
0
0

 
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.

Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο

μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

BLOΟMSday 2012, Η «Αγρύπνια των Φίνεγκαν» κατά τον Ελευθέριο Ανευλαβή

$
0
0

Εδώ ο Τζέιμς Τζόις διαβάζει ένα απόσπασμα απ’ τους Φίνεγκαν

Γρηγόρης Μπέκος : Η «Αγρύπνια των Φίνεγκαν» κατά τον Ελευθέριο Ανευλαβή
Ο γνωστός γιατρός μετέφρασε το ιδιαίτερο βιβλίο του Τζέιμς Τζόις

Σε μια παραδοσιακή ιρλανδική μπαλάντα ένας χτίστης, ονόματι Τιμ Φίννεγκαν, προσπαθεί ν’ ανέβει μεθυσμένος σε μια σκάλα. Μοιραία όμως πέφτει, χτυπά στο κεφάλι του και πεθαίνει. Υστερα, συγγενείς και φίλοι τον βάζουν στο νεκροκρέβατο και αρχίζουν να τον θρηνούν. Δεδομένου ότι ο Τιμ ήταν δεινός πότης του έβαλαν ένα μπουκάλι ουίσκι στο προσκέφαλο και ένα βαρέλι μπύρα στα πόδια για να τον τιμήσουν.

Ετσι τον μοιρολόγησαν, έτσι ξαγρύπνησαν γι’ αυτόν. Κάποια στιγμή όμως οι παριστάμενοι «ήλθανε στα χέρια». Κάποιος εκσφενδόνισε το μπουκάλι με το ουίσκι (στα ιρλανδικά σημαίνει «νερό της ζωής») σε κάποιον άλλο. Μια σταγόνα ουίσκι έπεσε απροσδόκητα στα χείλη του πεθαμένου. Ο Τιμ αγαλλίασε και σηκώθηκε, ζωντάνεψε! Τότε οι συγγενείς και οι φίλοι του, θορυβημένοι καθώς ήταν, του είπαν ότι καλά ήταν εκεί, ότι έπρεπε να μείνει εκεί, να μη σηκωθεί.

«Πάνω σ’ αυτή τη μπαλάντα βασίστηκε ο Τζόις για να στήσει το έργο του “Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν”» είπε στο «Βήμα» ο Ελευθέριος Ανευλαβής που μετέφρασε στα ελληνικά το πιο αμφίσημο έργο του Τζέιμς Τζόις, το περίφημο «Finnegans Wake». Είναι η πρώτη φορά που εκδίδεται στη γλώσσα μας ολοκληρωμένη μια μετάφραση του βιβλίου (αποσπάσματα του οποίου επιχείρησαν να μεταφράσουν κατά το παρελθόν και άλλοι όπως η ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού). Θα διαβάσουμε προσεχώς (μέσα στο 2012) αυτή τη σημαντικότατη έκδοση σε «φιννεγκανικά ελληνικά» από τις εκδόσεις της «Εστίας».

Ο μεγάλος ιρλανδός συγγραφέας, που αφαίρεσε την απόστροφο από τον τίτλο της μπαλάντας, έγραφε αυτό το βιβλίο επί δεκαεπτά χρόνια στο Παρίσι και το εξέδωσε τελικά το 1939, δυο χρόνια πριν τον θάνατό του. «Λένε ότι είναι σκοτεινό. Το συγκρίνουν φυσικά με τον Οδυσσέα αλλά εκεί η δράση ήταν το περισσότερο την ημέρα και η δράση στο καινούργιο μου έργο λαμβάνει χώρα κυρίως τη νύχτα. Είναι φυσικό τα πράγματα να μην φαίνονται τόσο καθαρά τη νύχτα. Ετσι δεν είναι;» διαβάζουμε στην εξαιρετική βιογραφία του συγγραφέα που έγραψε ο Ρίτσαρντ Ελμαν (Scripta, 2005).

Ο Ελευθέριος Ανευλαβής, τον οποίο οι περισσότεροι γνωρίσαμε μέσα από ορισμένες εκρηκτικές τηλεοπτικές εμφανίσεις, εξηγείται εξ αρχής. «Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Γιατρός είμαι. Δηλώνω όμως ερασιτέχνης (εραστής της τέχνης) μεταφραστής. Η ιατρική είναι η σύζυγός μου και η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Το έργο αυτό με γοήτευσε εξαιτίας της σημειολογικής του διάστασης. Η σημειολογική του συνάρτηση, για να το πω καθαρά, εκτείνεται στο άπειρο, μπορεί ο καθένας να δώσει όσες ερμηνείες θέλει» τόνισε για την πρώτη του απόπειρα να μεταφράσει ένα λογοτεχνικό κείμενο μνημειώδους δυσκολίας.

Στις 628 σελίδες του βιβλίου όλα συμβαίνουν σε μια νύχτα. «Το έργο αυτό επί της ουσίας ούτε διαβάζεται, ούτε μεταφράζεται. Αλλωστε ούτε στο πρωτότυπο έχει διαβαστεί πολύ, απλώς πολλοί το έχουν αγοράσει» εξήγησε ο ίδιος που αφιέρωσε επτά χρόνια σκληρής δουλειάς «με πολύ κόπο και αγάπη» για να το «μεταφέρει» στην ελληνική γλώσσα και να το προσαρμόσει -όσο το δυνατόν επαρκέστερα - στο δικά μας πολιτισμικά συμφραζόμενα. Οπλα του, η «ατέλειωτη βιβλιογραφία» που διάβασε σχετικά με το έργο, οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι και επιφανείς θεωρητικοί της λογοτεχνίας όπως ο Τζορτζ Στάινερ.

Η πρώτη του επαφή με το κείμενο ήταν το 1975 όταν ακόμα βρισκόταν στην Αμερική. Είχε ήδη διαβάσει τον «Οδυσσέα». «Η γλώσσα του κειμένου είναι ιδιότυπη, ιδιόμορφη, μοναδική. Οι Φίννεγκαν μιλούν τα φιννεγκανικά (finneganish) του Τζόις. Μια γλώσσα επινοημένη, κατασκευασμένη με λέξεις ετεροσύνθετες, πορτμαντό: “δύο έννοιες πακεταρισμένες μέσα σε μια λέξη”, όπως λέει ο Χάμπτι Ντάμπτι στην Αλίκη, στο “Μέσα στον Καθρέφτη” του Λιούις Κάρολ. Γλώσσα κατασκευασμένη με αναγραμματισμούς, λογοπαίγνια, αντιμεταθέσεις, λιπογραμματισμούς, ονοματοποιίες, συγκοπές, μεταθέσεις, νεολογισμούς» υπογράμμισε ο μεταφραστής για τη χαοτική γλώσσα του πρωτότυπου.

Οπως έχει γράψει ο Ουμπέρτο Εκο πρόκειται για μια γλώσσα «πέρα από τα σύνορα του αντιληπτού, πέρα από τις δυνατότητες της επικοινωνίας. Ο κόσμος της Αγρύπνιας, πολύγλωσσος, πολύσημος και αμφίσημος, αποκτά τόσα νοήματα όσα και οι γλώσσες που τον μιλούν. Και υπάρχουν πάνω από 60 γλώσσες μέσα στο κείμενο του Τζόις» συνέχισε ο Ελευθέριος Ανευλαβής που είχε δημοσιεύσει κατά το παρελθόν μεταφρασμένα αποσπάσματα του έργου στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία».

Στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν «μια καινούργια γλώσσα έχει επινοηθεί που μιλά το υποσυνείδητο» είπε ο ίδιος και «επί της ουσίας το βιβλίο είναι μια πανανθρώπινη ονειρική συνθήκη που αφορά όλους μας, παρελθόντες, ζώντες και όσους ακόμα έλθουν μελλοντικά». Το έργο είναι μια τομή ανάμεσα στον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό. «Νόημα στο έργο δεν υφίσταται, όπως ακριβώς και στη ζωή αν το σκεφτείτε».

«Το όποιο νόημα καλείται να το δώσει ο αναγνώστης. Εχουμε να κάνουμε άλλωστε με μια ολόκληρη φιλοσοφία, την οποία ο καθένας μπορεί να τη δει πολιτισμικά, πολιτικά, θρησκευτικά, ακόμα και άσεμνα!» όπως λέει ο Ελευθέριος Ανευλαβής. «Το βιβλίο είναι εξόχως άσεμνο, έχει μια ανευλάβεια απέναντι σε πολλά αλλά πιο συγκεκριμένα στον κληρικαλισμό, ο Τζόις σε αυτό το έργο (όπως και στον Οδυσσέα άλλωστε) τα έχει βάλει με τον καθολικισμό του».

Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι πάρα πολλά. Ωστόσο «υπό μία έννοια είναι το εξής ένα: εμείς. Οι κύριοι χαρακτήρες μεταλλάσσονται, μεταμορφώνονται συνεχώς. Ο ΝΟΚ (Να Ο Καθένας, από το “Here Comes Everybody”), είναι ο πατέρας που στην πραγματική του ζωή είναι ο Αγρυπναυτιάς (Earwicker) και έχει ένα σωρό άλλα ονόματα. Η σύζυγός του, η πολύ όμορφη Αννα Λίβια Πλούραμπελ (ΑΛΠ), είναι η ίδια ηζωή η γεωμητέρα μας, όπως λέει κάπου ο Τζόις, αλλά και ο ποταμός Λίφι του Δουβλίνου. Στο τέλος χύνεται μέσα στον ωκεανό πατέρα της και πεθαίνει».

«Επίσης στα βασικά πρόσωπα συγκαταλέγονται οι δυο δίδυμοι γιοι του πατριάρχη, επισήμως γνωστοί ως Σεμ και Σον, οι οποίοι εκφράζουν μονίμως την αντίθεση αλλά ταυτοχρόνως συντίθενται στο πρόσωπο του πατέρα. Έπειτα είναι και η Ισσι, η Ιζαμπέλ, η κόρη που μιλάει με τον καθρέφτη της και εκεί μέσα αναπτύσσει μια άλλη προσωπικότητα. Επιπλέον έχουμε δώδεκα πελάτες της ταβέρνας του Αγρυπναυτιά που γίνονται κάποια στιγμή το δικαστήριο του και τέσσερις άνδρες, τους ΜαΜαΛουΓια (Mamalujo), τους τέσσερις Ευαγγελιστές δηλαδή (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) που γράφουν ένα μεγάλο έργο για την Ιρλανδία και μετατρέπονται και αυτοί σε κριτές του πατέρα. Στο βιβλίο έχουμε, κοντολογίς, να κάνουμε με ολόκληρο τον κόσμο» κατέληξε.

Το εγχείρημα ήταν δύσκολο αλλά είχε αρκετή πίστη από την πλευρά του. «Ηταν μια εναλλαγή καλών και κακών στιγμών. Οι καλύτερες ήταν αυτές που μπορούσα να καταλάβω αυτό που έγραφε ο Τζόις και οι χειρότερες ήταν όταν προσπαθούσα να το κάνω αυτό». Ο ίδιος περιμένει την καλόπιστη κριτική. «Η μετάφραση είναι μια διακινδύνευση. Η κριτική βέβαια θα είναι αποδεκτή αλλά φοβάμαι ότι ενδεχομένως να υπάρξουν και κριτικές που δεν θα έχουν κατανοήσει αρκετά τον μόχθο αυτού του εγχειρήματος. Αυτό θα πρέπει να σκεφτεί ο καθένας πριν το απορρίψει πλήρως αν το απορρίψει» κατέληξε ο Ελευθέριος Ανευλαβής.

Οσοι έχετε πάντως ακόμα την απορία πρέπει να ξέρετε ότι «η μετάφραση της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν και οι τηλεοπτικές μου εμφανίσεις, η δημόσια ας πούμε παρουσία μου, είναι αντιφατικά αλλά συνθέτουν εμένα».

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=443395

Τζέημς Τζόϋς: Δυο αποσπάσματα σε μετάφραση Μαντώς Αραβαντινού

Έριν, Έριν, ξεχασιάρα, πορνεύτηκες ξεδιάντροπα μπρος στα μάτια μου… Έριν που με κατάντησες εμένα και τα λόγια μου παίγνιο μες στα παζάρια, μ’ έκανες εμένα, τον κύριό σου, δούλο των δούλων και ρεντίκολο του Γιουσουρούμ… όταν μπροστά τα μάτια μου… ξεφτίλα των σκυλιών… Γύρνα… Γύρνα πίσω, Μίλλυ… Μη με λησμόνει… Μη, γυναίκα της Μίλητος. Μπροστά στα μάτια μου γιατί; Γιατί, ανάθεμα, πήγες μ΄ εκείνον τον έμπορα της αλόης: και μέσα στην άγρια νύχτα μ’ απαρνήθηκες, μπρος σε Ινδούς και Ρωμαίους; Κι οι ξεσκισμένες θυγατέρες σου μοιράσθηκαν τα βρωμερά ηδονικά τους στρώματα! Γιατί με πότισες φαρμακωμένο γάλα; Έσβησες τον ήλιο και το φεγγάρι για πάντα από τα μάτια μου, αφήνοντάς με ολομόναχο με στους πικρούς δρόμους της πιο φαρμακωμένης νύχτας… Κι ούτε καν με φίλησες, λησμονιάρα Έριν…

*****

Άφθονα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του. Αυτός δεν είχε ποτέ του νιώσει κάτι τέτοια για μια γυναίκα. Όμως το καταλάβαινε, πως αυτό είναι, αυτό πρέπει να είναι ο έρωτας. Τα δάκρυα κυλούσαν ελεύθερα, και στο μισοσκόταδο της κάμαρας νόμιζε πως είδε τη μορφή ενός νέου αγοριού που στεκόταν κάτω από ένα μουσκεμένο δέντρο, που έσταζε βροχή. Άλλες μορφές περιτριγύριζαν το νέο αγόρι. Η ψυχή του είχε πλησιάσει τις περιοχές που μένουν τα ατέλειωτα πλήθη των νεκρών…. Οι εφημερίδες είχαν δίκιο, το χιόνι ήταν γενικό σ’ όλη την Ιρλανδία. Έπεφτε σ’ όλη τη σκοτεινή πεδιάδα, παντού, στους άδενδρους λόφους, έπεφτε μαλακά στα ανθρακωρυχεία του Άλλεν κι ακόμα δυτικότερα, έπεφτε πάνω στα σκοτεινά κι απείθαρχα κύματα του Σάννον. Έπεφτε ακόμα πάνω σ’ εκείνο το απομονωμένο κοιμητήρι, πάνω στο λόφο, εκεί που ήταν θαμμένος ο Μάικλ Φάρεϋ, μαζεμένο και πυκνό πάνω στους σταυρούς και τις ταφόπετρες , στα σιδερένια κάγκελα, στα ζαρωμένα χαμόκλαδα. Η ψυχή του λιγοθυμούσε καθώς άκουγε να πέφτει το χιόνι σιγά σιγά, να σκεπάζει το σύμπαν μαλακά, να σκεπάζει την Ιρλανδία… σαν να ‘ταν αυτή η τελευταία ώρα, το χιόνι έπεφτε μαλακά, πάνω από ζωντανούς και πεθαμένους.

Από το διήγημα “Οι Νεκροί” των Δουβλινέζων

περισσότερα για τη σημερινή μέρα εδώ

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live