Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Εκλογές 2012, Δίστομο: «Συγχωρέστε μας. Σας ξεχάσαμε».

$
0
0

 
Σημείωση: Ο  Δήμος Διστόμου Αράχωβας Αντίκυρας σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης αποτελείται από το διαμέρισμα Αράχωβας όπου η Χρυσή Αυγή, στις χθεσινές Εκλογές πήρε 148 ψήφους, το διαμερισμα Αντίκυρας με 108 ψήφους και το διαμέρισμα Διστόμου με  79 ψήφους, σύνολο 335 ψήφοι, 5,96%.

 

1. Γιάννης Ρίτσος, Επίγραμμα για το Δίστομο

 

 
2. Νικηφόρος Βρεττάκος, Επιμνημόσυνη γονυκλισία
 
Στους εκτελεσμένους του Διστόμου

 
 
Δεν σας ξεχάσαμε.
 Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.
 Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους ,
 όλο αίματα , τρύπες και χώματα.
 
Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε !
 Η καρδιά μας μεγάλωσε , απόχτησε ουρανό
 με σελήνη κι αστέρια δικά της , λαμπρά ,
 για τους ήρωες , τους μάρτυρες τους αγίους της.
 Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ’ όταν
 χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας.
 Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας , στα δέντρα
 που φυτέψατε και ψήλωσαν , άνθισαν , κάρπισαν
 μόνα τους , δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε !
 
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι
 δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο
 είναι πολλά αυτά που το ύψος τους
 φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα
 πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα
 οι μορφές σας , στέκουν πάνω απ΄την ποίηση.
 Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις
 δεν φτάνουν να φτιάξουμε , ωραίο ωραίο , καθώς
 θα της ταίριαζε , ένα ένδυμα στη θυσία σας.
 Αν μπορείτε ν’ ακούσετε τη σιωπή μας , ακούστε τη
 αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε !

*******

Το ΒΙΒΛΙΟ

 

 Έρευνα, εισαγωγή, επιμέλεια: Γιώργος Χ. Θεοχάρης, εκδ. Σύγχρονη Έκφραση, Κρατικό Βραβείο 2011 (Χρονικό-Μαρτυρία)

 

… Το Σάββατο 10 Ιουνίου 1944 τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής, εφαρμόζοντας εμπράκτως τις αρχές του πολιτισμού του υπερανθρώπου και τις αξίες της αρείας φυλής, έγραψαν ακόμη μία αιματοβαμμένη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το Δίστομο της Βοιωτίας γνώρισε την απερίγραπτη σφαγή και τον όλεθρο.
 
Η σφαγή του Διστόμου έδειξε σε τι έσχατη θηριωδία οδηγεί τον άνθρωπο ο φασισμός και ο πόλεμος. Τ΄ αχνάρια από το αίμα των θυμάτων δείχνουν το πέρασμα της βαρβαρότητας. Το Δίστομο μένει στην Ιστορία για να θυμίζει τη φασιστική αγριότητα και να σηματοδοτεί το μέγεθος της χρεοκοπίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού στον 20ο αιώνα.

Μια συγκέντρωση κειμένων για τη σφαγή του Διστόμου είναι αυτό το βιβλίο. Ένα ανθολόγιο μνήμης…
 
“Το έργο του Γ. Θεοχάρη ξεχώρισε για την πληρότητα της τεκμηρίωσης, τη σαφή και ξεκάθαρη αφήγησή του, τη σφαιρικότητα της παρουσίασης των τραγικών γεγονότων του Διστόμου και την άρτια σύνθεση εξωτερικών αποτιμήσεων με τις προσωπικές βιωματικές αφηγήσεις και τις λογοτεχνικές αποδόσεις των συμβάντων. Η διεξοδική αποθησαύριση κειμένων και τεκμηρίων για τη μαρτυρική ιστορία του Διστόμου Βοιωτίας κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής από τον Γ. Θεοχάρη συνδυάζει την ιστορική καταγραφή των γεγονότων, τα οποία εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων της τελευταίας φάσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της κλιμάκωσης των επιθέσεων της ελληνικής Αντίστασης, με την παράλληλη παρουσίαση πρωτογενών πηγών, επίσημων εγγράφων, στρατιωτικών αναφορών και δικαστικών εκθέσεων. Ταυτόχρονα το έργο μεταφέρει τη συγκινησιακή φόρτιση των επιζώντων και τη σφοδρότητα της εμπειρίας τους τόσο άμεσα, χάρη στις αυτοβιογραφικές καταγραφές και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, όσο και διαμεσολαβημένα μέσα από τις λογοτεχνικές και εικαστικές προσεγγίσεις καθώς και τα επετειακά αφιερώματα. Αναδεικνύει, τέλος, τη διαχρονική πρόσληψη των γεγονότων από τη μεταπολεμική Ελλάδα ενώ υπηρετεί τον σύγχρονο και εν εξελίξει αγώνα των κατοίκων του Διστόμου για τον διεθνή καταλογισμό των ευθυνών και τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης.”
 
(από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης, Εισηγήτρια: Άννα Καρακατσούλη)
 
Περιέχονται τα κείμενα:
 - Εισαγωγή
 
Ιστορία - Χρονικά
 - Τάκης Λάππας, “Η σφαγή του Διστόμου - Χρονικό (αποσπάσματα) - κατάλογος σκοτωμένων
 - Νίκος Λ. Ασημάκης, “Η μάχη του Στειριού της 10ης Ιουνίου 1944 και η αλήθεια για τη σφαγή του Διστόμου”
 - Σπύρος Μελετζής, “Η φωτογραφία”
 Εκτέλεση 134 πατριωτών στο “Κορακόλιθο”, στις 25 τ΄ Απρίλη 1944″
 Το ολοκαύτωμα του Διστόμου, στις 10 του Ιούνη 1944
 - Γιάννης Μπασδέκης, “Προσφορά της περιοχής Διστόμου 1940-1944″
 - Pierre Amandry, “Η μάχη της ελευθερίας μέσα στα ερείπια των Δελφών”
 - Χ. Φ. Μάγερ, “Η σφαγή του Διστόμου και η Έκθεση του Διευθυντού του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού”
 - Γιάννης Μπασδέκης, “Η μεγάλη σφαγή του Διστόμου”
 - Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, “Ο θρήνος Δεσφίνας - Διστόμου”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Η σφαγή”
 - Λάμπρος Μάλαμας, “Το σφαγιαστικό ολοκαύτωμα του 1944 στο Δίστομο”
 
Επίσημα κείμενα
 
Μαρτυρίες - Αναμνήσεις
 - Επιστολή του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής Οσίου Λουκά
 - Π. Νικόδημος Περγαντάς, “Ο βομβαρδισμός του Οσίου Λουκά και η σφαγή του Διστόμου”
 - Οι επιζώντες θυμούνται
 - Γιάννης Μπασδέκης, “Μιλούν οι επιζώντες”
 - Έλληνες συγγραφείς για την τραγωδία
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Μαρτυρίες”
 - Η Σφαγή του Διστόμου στην τηλεόραση του σταθμού ΣΚΑΪ
 
Το πρώτο μνημόσυνο - Καταγραφές στον Τύπο
Το δεύτερο μνημόσυνο - Καταγραφές στον Τύπο
 Επετειακά ρεπορτάζ και άλλες δημοσιεύσεις [μετά το 1946]
 Η τύχη των υπευθύνων - Ο αγώνας για αποζημιώσεις και οι θέσεις της ελληνικής πολιτείας
 
Οι λογοτεχνικές προσεγγίσεις
 [μυθοπλασία - θέσεις - ιδέες]
 - Πέτρος Χάρης, “Ήρωες και οικοδόμοι”
 - Διονύσιος Α. Κόκκινος, “Πρώτες φωνές ελευθερίας: η ελληνική συνείδηση”
 - Φώτης Φωτεινός, “Δίστομο”
 - Ασημάκης Πανσέληνος, “Δίστομο”
 - Νίκος Βρανάς, “Το τραγούδι του Διστόμου”, “Πέραν του θρήνου”
 - Γιώργος Κοτζιούλας, [Στους νεκρούς του Διστόμου] , “Η σφαγή του Διστόμου”
 - Πέτρος Χάρης, “Τάκη Λάππα: “Η σφαγή του Διστόμου”, χρονικό”
 - Μαρίνος Σιγούρος, “Το πανηγύρι του θανάτου στο Δίστομο”
 - Ίσκιος Πρινάρης, “Δίστομο”
 - Γιάννης Ρίτσος, “Επίγραμμα για το Δίστομο”
 - Νικηφόρος Βρεττάκος, “Επιμνημόσυνη γονυκλισία”
 - Διαλεχτή Ζευγώλη - Γλέζου, “Δίστομο”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Οι θείες μου”
 - Γιάννης Δάλλας, “Εις μνήμην”
 - Νίκος Καββαδίας, “Federico Garcia Lorca”
 - Γιάννης Ρίτσος, “Στον Πάμπλο Νερούντα”
 - Ανδρέας Σ. Τσούρας, “Στο Δίστομο”
 - Σωτήρης Πατατζής, “Δίστομο”
 - Αργύρης Ν. Σφουντούρης, “Δέηση”
 - Σάββας Αγουρίδης, “Δίστομο 1944-1994″
 - Ανδρέας Τσούρας, “Δίστομο: Ματωμένη ανθρωπότητα”
 - Πέτρος Γλέζος, “Μια φωνή ανθρωπιάς”
 - Γιάννης Ρίτσος, “Αναστάσιμο μνημόσυνο”
 - Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας, “Η θυσία του Διστόμου, προσφορά στην παγκόσμια κοινότητα και στην Ελλάδα”
 - Δημήτρης Κ. Μαυραγάνης, “Οι Αθάνατοι”
 - Κύπρος Χρυσάνθης, “Η σφαγή στο Δίστομο”
 - Π. Τέτσης, “Προς τον Δήμο Διστόμου και το περιοδικό “Εμβόλιμον”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Οι καντηλανάφτρες”
 - Πάνος Ν. Παναγιωτούνης, “Δίστομο”
 - Απόστολος Κ. Λιανός, “Δίστομο”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Η θεία η Ελπινίκη”
 - Λεονάρδος Καλέγκας, “Κάθε χρόνο”
 - Κώστας Γαζής, “Μήνυμα ξεσηκωμού”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Διστομίτες”
 - Κώστας Μουρίκης - Γραικός, “Δίστομο”
 - Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, “Θυμάμαι”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Το ξένο εγγόνι”
 - Χρήστος Μαλεβίτσης, “Πενήντα χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, [για την παπαδιά του εκτελεσμένου παπά - Σωτήρη Ζήση]
 - Νέστορας Μάτσας, “Μικρό ελεγείο”
 - Κώστας Γαζής, “Η σφαγή του Διστόμου”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Η Νίτσα”
 Το δόλιο Δίστομο (τραγούδι)
 [απόσπασμα επιστολής στην εφ. "Ελευθερία"]
 - Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, “Αδέλφια του Διστόμου”
 - Κώστας Ε. Μπέης, “Και επί τοις δεινοίς ευέλπιδες”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Ανεμοστρόβιλος”
 - Νίκος Δ. Κελέρμενος, “Δίστομο: Σάββατο 10 Ιουνίου 1944″
 - Παναγιώτης Κρητικός, “Ωδή”
 - Κώστας Γαζής, “Χωρίς αυταπάτες”
 - Λεονάρδος Καλέγκας, “10 Ιουνίου 1944″
 - Κώστας Γαζής, “Δίστομο”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Το όνειρο του Γιώργη”
 - Ιάκωβος Ρήγας, “Δίστομο”
 - Στάθης Στάθας, “Τραγούδι για το Δίστομο”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Μνημόσυνο στο Δίστομο (1984)”
 - Γιάννης Κορίδης, “Εν Διστόμω 1994″
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Στη Νίτσα Αθανασίου - Κίνια”
 - Νίκος Ξυνός, “Δίστομο”
 - Μάνια Πάσσου, “Το μνημόσυνο των νεκρών του Διστόμου”
 - Ιάκωβος Καμπανέλλης, “Περί νεοναζισμού”
 - Νίκος Γκάτσος, “Ελλαδογραφία (σχεδίασμα)”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Στο Θανάση Καστρίτη”
 - Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδειάς Ιερώνυμος, “Ημέρα Διστόμου”
 - Αργύρης Ν. Σφουντούρης, “Το παιδί”
 - Καίτη Μανωλοπούλου, “Η δίκη των ζωντανών”
 - Νίκος Κούνδουρος, [Δίστομο]
 - Γιώργος Χ. Θεοχάρης, “Σ΄ εσέ που με ταχύτητα περνάς προς την Αράχωβα”
 
Κρατώντας τη μνήμη ζωντανή στον 21ο αιώνα
Η ταινία “Ένα τραγούδι για τον Αργύρη”


Σταυρούλα Παπαδάκη, «Ρολόι Χειρός»

$
0
0

 

”Σ’εκείνο το σπίτι”

Να έρθει η μέρα αυτή που θα μπεις μες στο σπίτι εκείνο. 

Εκείνη η μέρα, πιο σημαντική θα είναι απ’την πρώτη μέρα που ‘χες μπει σ’εκείνο το σπίτι.

Και ‘γω θα προσέχω όπως όλες τις ενδιάμεσες μέρες.

Θα προσέξω πως αδιάκοπτα ερχόσουν να με προσέξεις ,

ίσως με διαφορά λίγων λεπτών,

ίσως μισής ώρας,

πάντα όμως στην ώρα σου.

 

”Νιότες”

Πώς κρέμονται οι κοτσίδες
ανέμελες νιότες
δεμένες με λάστιχα χρωματιστά.

Δεμένες οι νιότες
με ματωμένα γόνατα χάνονται στο παιχνίδι.

Τώρα μοιραίες, λυτές
χάνονται.

 

 

”Να ξημερώνει λευκό”

Στον κόρφο κρυφά 
φανέρωμα θεού
που πλύθηκε σε έλος λύπης ελλειπές.
Ύστερα χάθηκε το ξημέρωμα
στο τρίξιμο της πόρτας
που άνοιξε και μύρισαν δέσμες φωτός
στα βάζα.

Τα μάτια μου δεν είδανε 
ποιος πρόβαλε στην πόρτα.
Γρίλια μισάνοιχτη 
γρυλίσματα
που γέμισαν με φόβο τη φοβέρα.

Δέσμες ισχνές 
Οι δέσμιοι ισχυροί
Τις κόρες τους
δε χαιρέτησες στην πρώτη γνωριμία
Τώρα δένουν τα άκρα σου με μάτια κλειστά
σε τέσσερις γωνίες.

Ξάφνου έφεξε μπουκέτο από κρίνα
Ευώδιασε λευκό
Λύπη περίσσια ξέχειλη 
εξάγνισε το έλος
τα χείλη πια σα νούφαρα δε φτάνουν στον πυθμένα
η λίμνη μου κρυστάλλινη
στο πέρασμα ναρκίσσων.

 

”Κουτσό”

Φτερουγίζοντας τα ψαλίδια 
θα πετάξουμε 
το κουδούνι πριν χτυπήσει.
Σαν μάθουμε την έννοια της πρόσθεσης 
η ηχηρή βέργα θα σιωπήσει.
Με δυο πόδια θα διανύσουμε
γωνιά γωνιά την τάξη
άτακτα.
Μέχρι η αυλή να κλείσει
με επιβλητικές φωνές
σειρές από μονόπρακτα.
Αδειάζουν οι χελιδονοφωλιές
όταν καπνίζουνε τα σπίτια
την άνοιξη ταϊζουν οι μάνες στα σπουργίτια
και άλλοι ψάχνουν ακόμη τη ζέστη στο φευγιό.
Η παράδοση δε φτάνει τον καιρό
αμέτρητα διαλείμματα για μήλα και κουτσό.
κερδίζουμε και χάνουμε ζωές
περνάνε τα χρόνια
μετρώντας αντοχές.

 

”Συμπληγάδες του Στέρνου”

Άραγε ποιό χέρι σπρώχνει τη θάλασσα και προκαλεί το κύμα
που σκάει στο βράχο και ξεδιψάει το αφυδατωμένο δέρμα του;
Το χέρι σου μου έριχνε νερό 
ενώ στεκόμουν γυμνή κάτω απ’τα κεραμύδια σου.
Κυλούσε το νερό και έγλειφε ολάκερο το κορμί μου
τα κύματα σου σκάγανε στις Συμπληγάδες Πέτρες μου
που ανοιγό-κλειναν και βούλιαζαν αβέβαιους ταξιδιώτες
στο άγνωστό μου πέλαγο.
Χρόνια θαμμένοι θησαυροί και στοιχιωμένα πλοία
στα πιο βαθειά και απόκρυμνα.
Απ’τα στήθη μου ανάμεσα πέταξε το άσπρο σου περιστέρι
και ύστερα με προσπέρασες σαν μια ταχεία ”Αργώ”
Σαν πεταλιοί,τα χείλη σου πάνω στα δύο μου βράχια
που μούγκριζαν με κάθε μου φύσημα
τους μάζεψε κάποιος ένα καλοκαίρι και έμειναν φιλήματα.
”Θα γυρίσω,δεν αργώ” και πέρασε το σκαρί σου ανέπαφο
ο ασπιδωτός μύθος μου τώρα πια νέφελο
οι δυο μου βράχοι ακίνητοι 
πληγή εκτεθημένη στην αλμύρα
πέρασμα ανώφελο.

 

”Το δείπνο”

Σαν ζώα γρυλίζοντας μυριστήκαμε καλά
 για να βρισκόμαστε στα δάση
 το κυνήγι δε μυριστήκαμε
 αυτό που ξεσκίζει τη σάρκα σου 
 για να τη φάει σε δείπνο με κεριά επίσημο.
 Σε δείπνα μυστικά έρχονται και πάμε
 με προθέσεις ντυμένες και δεμένες φιόγκο
 στα χέρια.
 Τα δώρα σας πάρτε τα πίσω
 και τους καλούς σας τρόπους
 βγάλτε τα γιορτινά σας ρούχα,αυτά της επισκέψεως
 βρωμίστε τ’αστραφτερά παπούτσια σας
 και βγείτε απ’τις πόρτες και απ΄τα παράθυρα
 Ας σβήσουν τα κεριά
 η σάρκα που με τέχνη μαγειρεύτηκε ας κρυώσει.
 Στο λαιμό έχω ένα κόμπο 
 ο οισοφάγος καταρέει 
 και πόσα πια να καταπιεί;
 Κενές μείναν οι θέσεις σας στο κυκλικό τραπέζι
 και οι όμορφοι φιόγκοι σας τώρα λυτοί
 Οι δρόμοι είν’ανοιχτοί
 και τα σκυλιά δεμένα
 με άκομψους κόμπους ναυτικούς 
 που θα’θελες να δέσουν τους ανθρώπους σου
 κοντά σαν μια πιστή παρέα 
 που έχει εξημερωθεί τώρα αιώνες
 να γλείφει τις πληγές σου και συ να τη χαϊδεύεις.
 Οι επισκέπτες διώχτηκαν 
 και τα κεριά εσβήσαν 
 η σάρκα που μαγείρεψες 
 το κόκκινο σου μήλο έφτυσε
 που φίμωσε το στόμα
 και ξέσκισε το χέρι σου που πήγε να τ’αγγίξει.
 Σε δείπνο συμφιλίωσης- αίμα μη χυθεί
 ας πιωθεί εις υγείαν.

 

”Εφιάλτης”

Ανέμιζαν οι τούφες των μαλλιών της.

Σεμνά ντυμένη ήταν.

Δυο χέρια βαριά της έκλεισαν το στόμα.

Εκείνος ο εφιάλτης αυτό που ήθελε το πήρε.

Αυτά παθαίνουν όσες έχουν προκλητικά όνειρα.

 

”Ρολόι Χειρός”

Δε θα του’χαν κλέψει τα χρόνια.
Όχι.
Θα τα ακουμπούσε τις νύχτες με μάτια κλειστά 
δίπλα στα γυαλιά,δίπλα στα ψεύτικα δόντια
Αβοήθητος και αληθινά λειψός
ελαφρόπετρα σε γαλάζιο με ζάρες.
Δε θα του’χαν κλέψει τα χρόνια.
Τα χρόνια εκείνα αντανάκλαση φωτός
λουρί τρύπιων επιλογών
λουρί σφιχτό όταν χανόταν ο σφυγμός.
Τώρα άδειος ο καρπός
μετρούν οι ώρες βήματα
οι εποχές ανάσες
Εφυγε σαν αυτόχειρας 
Πίστεψε χωρίς ρολόι χειρός
πως χρόνια είχε αργήσει.

 

 

Βιογραφικό

 
Σταυρούλα Παπαδάκη, φοιτήτρια Φιλοσοφικής Σχολής, 21 ετών,υπότροφος Ποιητικού Εργαστηρίου ¨Τάκης Σινόπουλος¨ , κειμενογράφος στο μηνιαίο διαδικτυακό περιοδικό ” NΤΟΥέΝΤΕ” στο κομμάτι του Λόγου με τη στήλη ” Ανθρώπολις”. Αγάπη για την ανάγνωση ποίησης , για τη συγγραφή στίχων , αγάπη για τη μετάφραση του θανάτου μέσω αυτής σε έρωτα για ζωή, αγάπη για το παλιό , το αυθεντικό, τις ομορφιές της πόλης. Αυτήν την περίοδο ενασχόλησις με συγγραφή παραμυθιού για μεγάλους και μικρούς σχετικά με τον χρόνο. Φλερτ με το είδος του ποιητικού θεατρικού μονολόγου.

 

Εικόνα συνημμένη. ” baselitzhand-the hand of god”.

Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», Σαιξπηρικόν, 2011

$
0
0

 

 

ΧΡΟΝΙΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

Ήρθε η Κ. κρατώντας
Σ΄ ένα δίσκο γραμμοφώνου το κεφάλι μου
Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής
Καθώς το στόμα μου τραύλιζε
Ένα τραγούδι για κωφαλάλους

Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της
Και ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται
Με τόση ορμή
Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του

‘’Είδες πώς ακούγεται’’ μου ‘πε η Κ.
‘’Παρά τη σκόνn αιώνων
Που’ χει μαζέψει πάνω του
Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε’’
Έκλεισα τα αυτιά μου
Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου
Κι έμεινα εκεί να αρρωστήσω κι άλλο
Με την πάρτη της

Χρόνιο περιστατικό εξάλλου
Τι δουλειά έχω εγώ
Να τρέχω στα επείγοντα
Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν
Κάτω από τη ζωή τους
Λες και θα προλάβουν το θάνατο

Με εκείνους που τρέχουν
Προς την έξοδο κινδύνου
Ξεχνώντας πως απ’ το σώμα του
Δεν ξέφυγε κανείς

‘ ’Κλαις; ‘’ με ρώτησε
‘’Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου’’

Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας
Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων

‘’Δεν είναι τίποτα
Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου
Μη σταματάς
Συνέχισε να χορεύεις
Το κομμάτι τα σπάει’’

***

ΠΡΕ(ΒΕ)ΖΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δώστε μου λίγη
Πρέ(βε)ζα θανάτου

***

ΣΚΟΝΗ

Ξεσκονίζεις τα παπούτσια σου
Ξέχασες όμως
Ότι είσαι ολόκληρος σκόνη

 

***

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Το ποίημα
Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης
Με θαλάμους αερίων
Από τις αναθυμιάσεις
Της πάλαι ποτέ ψυχής

***
ΣΤΗ ΛΗΓΟΥΣΑ

Το σώμα πάντα
Στή λήγουσα τονίζεται

 

 

Ο Θωμάς Ιωάννου γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1979 στην Άρτα. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Ειδικεύεται στη Νευρολογία.
Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Σημειώσεις,
Οδός Πανός,Μανδραγόρας, Ένεκεν)
Η συλλογή ‘’ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 15’’ είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα.

Νίκος Παναγόπουλος, 4 Ποιήματα

$
0
0

 

Αναρίθμητο Ποίημα

Στην Α.Ο.

 

Τα όνειρά σου μετατρέπονται σε πάγο.

κάποια άλογα τρέχουν μακριά στην Μινεσότα.

Ο κόσμος είναι ένα κλειστό μέρος, τώρα βρέχει.

Το αμάξι κάθεται διαβάζοντας ποίηση.

Χωρίς αντίκρισμα, μυστικά, πασχίζοντας

Να γίνει ένα κελαΐδισμα,o ταχυδρόμος μαζεύει

Όλα τα γράμματα από ένα κιβώτιο. η σκέψη μου

Προχωράει χιλιάδες χιλιόμετρα, περνώντας

Από χορτάρια και σπίτια, προσπαθώντας να περιγράψει

Τις αστραπές και την βροχή.

Κάθομαι σε μία άκρη, προσπαθώντας να ανασάνω.

Μερικά φύλλα παρασύρονται τυχαία στο δάσος.

Κοιτάω να ζεστάνω τα χέρια μου στις τσέπες,

Πατώντας το χώμα που έχει αρχίσει να μαλακώνει.

Η ποίησή μου θα πετάξει. κάπου πέφτει ένα δέντρο.

Ένας σκίουρος κρύβεται σιωπηλά σε μία κουφάλα.

Γυρίζω το κεφάλι μου και χαμογελάω.

 

 

 

Νέο Ποίημα

 

Ο Ναπολέων είναι απών και

Ο Αϊζενχάουερ είναι απών

o κόσμος παραμένει να μην είναι ωραίο μέρος.

ένας μοναχικός άνθρωπος προσπαθεί

σκίζοντας τα κομμάτια ενός ημερολογίου.

προσπαθώντας

κοιτώντας τα μπλουζ του αιώνα

να χάνονται μέσα σε μια γλώσσα μη αποδεκτή.

Αμάξια σηκώνονται και φεύγουν σε γνώριμες διαδρομές.

νέοι κοιτάζουν τα φώτα του δρόμου σαν να

Μην τα έχουν ξαναδεί ποτέ ότι αυτή είναι μία

Πρώτη νύχτα των ανθρώπων των σπηλαίων.

Το αυτί μου τεντώνεται ακούγοντας μια

θεσπέσια μουσική να έρχεται μάλλον

από ένα βιβλιοπωλείο.

 

Δώρο Γάμου

 

ένας άντρας ζητάει πληροφορίες για την κοντινή καφετέρια, θέλοντας να πιεί λίγο από το τσάι μου.

ένα περιπολικό περνάει από μπροστά μου. Κάποιος βήχει σε ένα χαρτομάντιλο. Αυτό είναι, σταματάω.

 

Ποίημα Άλεν Γκίνσμπεργκ

 

σε σουπερμάρκετ διαβάζοντας την ίδια ποίηση, μία φωνή δίπλα μου, μου είπε μην κουράζεσαι,ο κόσμος είναι αυτός και δεν πρόκειται

να αλλάξει, κρυμμένος πίσω από μία τέντα σκεπτόμενος το τελευταίο σου τσιγάρο, ένα κομμάτι μου έσπασε και σε είδα, Άλεν

Γκίνσμπεργκ. κατεβαίνοντας σε ένα πολυσύχναστο διάδρομο ακούγοντας μία συνηθισμένη μουσική, κοίταξα τον εαυτό μου ενώ

παζάρευε τα ποιήματά σου, ένα σαξόφωνο να παίζει μέσα στην διαύγεια της ημέρας .σε είδα να περπατάς στους γεμάτους δρόμους

κρατώντας ένα φράγκο στο χέρι, ζητώντας να έρθει η έμπνευση αποφασισμένος να συμμαζέψεις τα πράγματα σου. προχωρήσαμε

στην λεωφόρο διαβάζοντας τα ξεχασμένα καντίς κοιτώντας συνέχεια ένα φυλλάδιο, διασχίζοντας τα πνευματικά νοσοκομεία της

ύπουλης αμερικής. μάζεψες τις σκέψεις σου ουράνιε ποιητή ; μας περιμένουν και τους δυο σε ένα φροντιστήριο. η ηρώ λεγάκη

ξεντυμένη καθώς σε προφταίνω κοντά στην γωνία. σταμάτησες ποτέ να γράφεις χωρίς σταματημό ; δίπλα στα μεγάλα λεωφορεία

κοιτάζω το παράθυρο περνώντας από ένα δροσερό γρασίδι, έχοντας αφήσει στην άκρη μία εφημερίδα, σε μία τσάντα έχω το

πουλόβερ σου από το νιου τζέρσει, ακούω τον παρηγορητικό σου λόγο κρατιέμαι από το μανίκι σου καθώς περνούμε και ο χρόνος

φεύγει, και δεν ξέρω που βρίσκεται το βλέμμα σου, μόνος με τα ποιήματα σου κάτω από τον ίσκιο ουρανοξυστών.

Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης, «Tα «σατιρικά γυμνάσματα» του Νίκου Γκάτσου-(Τραγούδια «παράλογα» και παιχνίδια - Μια μικρή ανίχνευση)

$
0
0

 

Με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Γκάτσου (12 Μαΐου 1992) αναδημοσιεύουμε σήμερα στο ΠΟΙΕΙΝ μια μελέτη του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη η οποία αποτελεί μέρος  ανέκδοτης εργασίας του πάνω στο έργο του ποιητή-στιχουργού.*

 

 Ακούστε «Την Παναγία των Πατησίων» ΕΔΩ

 

 
Μια μεγάλη ομάδα τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου μπορούν να ενοποιηθούν κάτω από τον τίτλο «Σατιρικά γυμνάσματα» (από τη γνωστή παλαμική συλλογή). Πρόκειται για κείμενα ή στίχους που συναντάμε, με αμιγώς περιπαικτική διάθεση, με σάτιρα και χιούμορ, με θέματα συχνά ανάλαφρα, με ομοιοκαταληξίες πρωτότυπες κι ενδιαφέρουσες που αξιοποιούν συχνά και αναφέρονται σε πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος και του παρόντος χρόνου, από τη μυθολογία έως το τέλος του 20ου αιώνα. Ο Γκάτσος εντάσσει τέτοια κείμενα σε όλο το μελοποιημένο του έργο από πολύ νωρίς (τα πρώτα τραγούδια) και σταθερά μέχρι τους τελευταίους του ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών. Δίνει έτσι μια επιπλέον διάσταση στη θεματογραφία, στο ύφος και τη γραφή του. Πρόκειται και για μια αυτοσαρκαστική διάθεση του ίδιου του Γκάτσου. Υπήρχαν εξάλλου και στην Αμοργό δείγματα τέτοιων στίχων που κι εκεί λειτούργησαν αφομοιωμένοι πλήρως και αποτελεσματικοί μέσα στο έργο.
Όσον αφορά στα λίγα τραγούδια του ποιητή που προηγήθηκαν της Μυθολογίας (1958-1965) δεν έχουμε καθόλου τέτοια «σατιρικά» δείγματα, εκτός ίσως από «Τα λουστράκια», στίχοι που γράφτηκαν για την ταινία Αμέρικα Αμέρικα του Ελία Καζάν:

 

Πού θα πάμε, πού θα πάμε / τι θα φάμε, τι θα φάμε;
Έκλεψα μια λαμαρίνα / με ζεστή, ζεστή φαρίνα.
Σώπα, σώπα, σώπα, σώπα / δε μου το’πες, δε σου το’πα.
Πάψε, πάψε, πάψε, πάψε / κι ό,τι βρεις μπροστά σου χάψε.

 

Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν εξάλλου ένα από τα 10 που ο Νίκος Γκάτσος επέλεξε από το σύνολο των τραγουδιών του και τα οποία προσδιόρισε σε ενότητα ως «Παιχνίδια» στο Φύσα αεράκι φύσα με (εκδ. Ίκαρος) Τα υπόλοιπα ήταν τα: «Ο Πάρις και το μήλο», «Το παιδί με τα κόμικς», «Στο μαγαζάκι του Μηνά», «Με γαρίφαλο στο πέτο», «Κυκλαδίτικο» «Μια Κυριακή του Μάρτη», «Το Δεσποινάκι», «Η Παναγία των Πατησίων» και το «Ανατολίτικο». Θα μπορούσαμε βέβαια να προσθέσουμε εκ των υστέρων και από το Όλα τα τραγούδια (εκδ. Πατάκη) πολλά ακόμη σ’ αυτή την ενότητα. Ο ποιητής δημιούργησε εκεί και μια επιπλέον ομαδοποίηση στο Φύσα αεράκι φύσα με που τους έδωσε τον τίτλο «Σατιρικά» και στην οποία υπάρχουν μόλις 5 τραγούδια, πολύ χαρακτηριστικά τους, τα: «Ο Σαμ ο Τζόννυ και ο Ιβάν», «Η μπεκάτσα», «Μπάρμπα-Γιάννηη Μακρυγιάννη», «Ελλάδα Ελλάδα» και «Ισχύς μου η αγάπη του λαού». Μπορούμε βέβαια να καταλάβουμε τη λεπτή διαφοροποίηση ανάμεσα στα «Παιχνίδια» και στα «Σατιρικά». Τα δεύτερα, παρά τον σχηματοποιημένο τίτλο τους περιέχουν εμφανώς ενίοτε και πολιτικοκοινωνική κριτική σε μορφή εύστοχης σάτιρας και κριτικής («Ο Σαμ ο Τζόννυ και ο Ιβάν», «Μπάρμπα-γιάννη Μακρυγιάννη», «Ελλάδα Ελλάδα», «Ισχύς μου η αγάπη του λαού») ενώ τα πρώτα στέκονται περισσότερο σε μικρές παιγνιώδεις ιστορίες, πρόσωπα καθημερινά και καταστάσεις που σε κάνουν να χαμογελάς, που θυμίζουν τα σχεδιάσματα και τους σκανταλιές τους αθώου παιδιού. Γι’αυτό ίσως και η λέξη «παιχνίδια» τους είναι απόλυτα ταιριαστή.

 

 

 

 

 

Η Μυθολογία, οριακός κύκλος τραγουδιών στο έργο του Νίκου Γκάτσου, αποτελεί κομβικό σημείο τους στίχους του. Τα κείμενα εκεί περιέχουν πολύ έντονο το στοιχείο τους ανατροπής, του χιούμορ, του σαρκασμού, του παιχνιδιού. Ο Ροβινσόνας της Μυκόνου είναι μια καθαρά σουρεαλιστική μορφή που αδυνατείς να την προσδιορίσεις. Οι ομοιοκαταληξίες του είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Αλλά και ο Ορέστης διατηρεί μεν την τραγική φόρτιση του ονόματός του αλλά η περιγραφή της δραματικής πορείας του γίνεται μ’ έναν περιπαικτικό τρόπο και με ανάλαφρη διάθεση. Η Μυθολογία άνοιξε πολλούς δρόμους στην ελληνική μουσική και έδειξε πως η ποίηση σε πλήρη αρμονία με μιαν εμπνευσμένη μουσική μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά στην αποδοχή της από το ευρύ κοινό, να πετύχει το στόχο της, να τα περιέχει όλα σε μια θαυμαστή αναλογία. Το δίδαγμά της υπήρξε καταλυτικό για όλους τους επόμενους δημιουργούς και βέβαια υπήρξε σημείο αναφοράς και για τους Χατζιδάκι και Γκάτσο.

 
Ακόμη και στην προσωπική όμως ζωή του Γκάτσου υπάρχουν δεκάδες αναφορές και σημεία που αναδύουν και επιβεβαιώνουν μιαν υψηλή αίσθηση χιούμορ μέσα από σπαρταριστούς διαλόγους και περιστατικά που έφτασαν ως εμάς μέσα από περιγραφές φίλων και συναδέλφων που τα κατέγραψαν ή από άλλες πηγές.

 
Σταχυολογώ: ο Νάνος Βαλαωρίτης που μεταξύ άλλων έχει καταγράψει πολλά ενδιαφέροντα και συνάμα κωμικά περιστατικά από τη ζωή και το έργο των Ελλήνων «υπερρεαλιστών» (1) σε ειδικό δοκίμιο, σημείωνε χαρακτηριστικά:

 

«Μεγάλος χιουμορίστας ήταν ο Νίκος Γκάτσος και θρυλείτο ότι το ποίημά του Αμοργός ήταν ένα αστείο σε βάρος κάποιου φανταστικού ανίδεου ακροατή-αναγνώστη, που θ’ αναρωτιόταν τι σχέση έχει η Αμοργός (το νησί) με το ποίημα. Φαίνεται ότι οι Αμοργιανοί ενδιαφέρθηκαν, τότε, νομίζοντας ότι το ποίημα με κάποιο τρόπο παρουσίαζε το νησί τους, ενώ σήμερα οι τουρίστες πηγαίνουν στην Αμοργό επειδή έχουν διαβάσει το ποίημα στις διάφορες ξένες μεταφράσεις του, «σα σε τόπο προσκυνήματος!» Ένας φοιτητής μου μάλιστα ήθελε να πολιτογραφηθεί κάτοικος της Αμοργού, όπου έζησε ένα μεγάλο διάστημα. Ο Γκάτσος εφάρμοζε και στη ζωή του ένα περίεργο σύστημα από ταμπού. Δεν πήγαινε ποτέ πιο πέρα από μια ιδεατή γραμμή στην οδό Σταδίου όταν πηγαίναμε προς τον Άνω Λουμίδη της οδού Βουκουρεστίου. Ο Γκάτσος μάλιστα, ο πιο σολωμικός από τους υπερρεαλιστές ποιητές δε δίσταζε να προβαίνει σε παράδοξες φάρσες εις βάρος και των φίλων του, και μάλιστα του Ελύτη, τον οποίο εκβίαζε και τρόμαζε μια συμμορία της γειτονιάς, με διάφορες προφάσεις, πιθανώς διοχετευμένες από τον ίδιο τον Γκάτσο(;). (…) Μια δόση αναρχισμού ήταν χαρακτηριστικό του Γκάτσου της εποχής εκείνης, όταν, καθώς διηγόταν ο Κατσίμπαλης, κλήθηκε στρατιώτης, πήρε το όπλο του και πήγε σπίτι του και ξέχασε πως ήταν στο στρατό».

 
Μετά τη Μυθολογία, που κάποια ποιήματά της ακροβατούν μεταξύ τραγικού και κωμικού στα λαϊκά τραγούδια που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετή περίοδο (1965-1975) η γραφή του Γκάτσου είχε πολλές φορές αυτή την ανάλαφρη και περιπαικτική διάθεση και διάσταση, κάτι απόλυτα λογικό αφού έπρεπε επιπλέον να υπηρετήσει και να συνυπάρξει με μουσικές για ένα τραγούδι που απευθύνεται και στοχεύει σ’ ένα ευρύ κοινό που μ’ αυτό θα συντροφέψει τις έγνοιες, την καθημερινότητά του, τις δυσκολίες και τα προβλήματά του ή όπως πολύ ωραία το έγραψε ο Ελύτης στον Ήλιο τον Ηλιάτορα, έναν κόσμο που λαχταρά «ν’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανεβεί ο καημός/ να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός».

Κάτι πολύ ενδεικτικό των συγκεκριμένων λαϊκών τραγουδιών είναι αρχικά το παιχνίδι με τις λέξεις που καταλήγει σε πολύ σφιχτές και δυνατές ομοιοκαταληξίες:

 

Λευτέρη, Λευτέρη, Λευτέρη/ σ’έχω σταμπάρει στο παλιό μου το δεφτέρι.
Λευτέρη, Λευτέρη, Λευτέρη/ μην κοροϊδεύεις κι έχω γίνει πια ξεφτέρι.
(«Ο Λευτέρης»
  (2)

 

Πολύ συχνά αυτό γίνεται με κύρια ονόματα. Μια παράθεση ονομάτων και ομοιοκαταληξιών όπως η παρακάτω, καθώς και η απλή ερωτική ιστορία που αφηγείται δεν είναι η μοναδική στα τραγούδια του Γκάτσου:

Ένα βράδυ στην Πεντέλη/ γνώρισε η Φανή τον Τέλη.
Μα πριν βγει το καλοκαίρι/ ποιος τον είδε ποιος τον ξέρει.
(3)
Μια βραδιά στη Βουλιαγμένη/ γνώρισε η Φανή τον Μένη.
Τίποτα δεν πήγε πρίμα/ κι όλα τά ’σβυσε το κύμα
Ένα βράδυ στο Λουτράκι γνώρισε η Φανή τον Τάκη.
Τους ευλόγησε ένας γλάρος/ κι έγινα κι εγώ κουμπάρος.
(«Η Φανή»)

 

 

 

 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των τραγουδιών είναι η απλή καθημερινή γλώσσα την οποία αναπαράγει απόλυτα φυσικά ο ποιητής και που θα μπορούσε να αποτελεί ηχογραφημένο στιγμιότυπο μιας αυθεντικής σκηνής στους δρόμους π.χ. της Αθήνας, μιας σκηνής εποχής (ή και του σήμερα) ανάμεσα σ’ έναν άντρα, μια γυναίκα και τον διάλογό τους:

άντρας
Στάσου λιγάκι/ Δεσποινάκι/ στάσου λιγάκι κάτι να σου πω.
Έτσι που τρέχεις/ σκλάβο μ’ έχεις/ λες και δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ.
γυναίκα
Άι κατ’ ανέμου/ χριστιανέ μου/ πας να με βάλεις πάλι σε μπελά.
Μπα σε καλό σου/ το μυαλό σου/ δε θα δουλεύει σήμερα καλά.
άντρας
Σε κυνηγάω και με ζέστη και με κρύο/ μπαίνω μαζί σου στο παλιό λεωφορείο
δε με κοιτάς και τότε γίνομαι θηρίο/ δε μου μιλάς και μου ματώνεις την καρδιά…
(«Το Δεσποινάκι»)

 

Τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις έχουμε όταν ο ποιητής επιλέγει ένα πολύ γνωστό θέμα ή πρόσωπο από τη μυθολογία ή την αρχαιότητα και το παρουσιάζει σε έμμετρη μορφή δίνοντας μια κωμική και ειρωνική διάσταση του συγκεκριμένου μύθου όπως στο αμελοποίητο «Ο πόλεμος κι ο έρωτας» ή στο «Ο Πάρις και το μήλο»:

Η Αθηνά κι η Ήρα /κορίτσια δίχως πείρα/ μαζί κι η Αφροδίτη
σαν άβγαλτο σπουργίτι/ κατέβηκαν μια μέρα στο παζάρι
κι είδαν εκεί το ξένο παλληκάρι./ Η πρώτη τον ρωτάει στο Άργος αν θα πάει/ η δεύτερη κι η Τρίτη πως πέρασε στην Κρήτη/ και καθεμιά καλόπιανε τον Άρη της ομορφιάς το μήλο για να πάρει./ Ο Πάρις τις κοιτάζει/ συμπέρασμα δε βγάζει/ κάνει μια βόλτα πάλι στο πράσινο ακρογιάλι/ και σε καμιά το μήλο δεν πετάει: Προτίμησε ο ίδιος να το φάει.

 

Το «Κυκλαδίτικο» πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστορικό περιοδικό Τραμ λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του σε δίσκο. Ο ποιητής φαίνεται έτσι να το ξεχωρίζει κι αυτό αφού επίσης το συμπεριέλαβε στα «Παιχνίδια» του. Η ατμόσφαιρά του ως προς την λυρική απαρίθμηση νησιών του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου είναι παράλληλη στην πρώτη στροφή με το τραγούδι-ποίημα του Ελύτη, «Τα τζιτζίκια»,  από τα Ρω του Έρωτα που κυκλοφορεί κι αυτό την ίδια εποχή. «Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της. Τη Σίκινο την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της» τραγουδάει ο Ελύτης, «Στη Μύκονο στη Σέριφο στη Σίκινο στην Ίο / πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο» τραγουδάει ο Γκάτσος. Στις επόμενες στροφές ο Γκάτσος επιχειρεί μια ηθογραφική άσκηση ύφους γυρνώντας σε μια εποχή οριστικά χαμένη πλάθοντας για άλλη μια φορά ένα σύγχρονο δημοτικό τραγούδι που ρέει με απόλυτη φυσικότητα και φαντάζει τόσο απόλυτα πειστικό και βιωματικό ώστε αδυνατείς να πιστέψεις πως αποτελεί τη δημιουργία ενός ανθρώπου που δεν είχε καμιά σχέση με το νησιωτικό τοπίο, ούτε ταξίδεψε ποτέ εκεί (αντίθετα π.χ. με τον Ελύτη). Το «Κυκλαδίτικο» αποτελεί κι αυτό ένα χαρακτηριστικό γκατσικό παιχνίδι με τις λέξεις, τους ήχους, τα ονόματα, την παράδοση:

 

 

Στην Αμοργό στην Κίμωλο στη Νιο στη Σαντορίνη
μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι./…/
Παράγγειλα του κύρη σου που πίνει τον καφέ του
να σ’ έχει μαντζουράνα του να σ’ έχει κατιφέ του.

Παράγγειλα της μάνας σου που πλένει στο σκαφίδι
να μη σου λέει πικρόλογα τι θα τη φάει το φίδι.
Να δώσει η Μεγαλόχαρη κι η Παναγιά η Κανάλα4
να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τα κορίτσια τ’ άλλα.
Και τ’ άγιο-Λιος ανήμερα στη Νάξο και στην Πάρο
να δώσει η Καλαμιώτισσα γυναίκα να σε πάρω.
Παράγγειλα του κύρη σου που ρίχνει παραγάδι
να’ ρθεί να κουβεντιάσουμε την Κυριακή το βράδυ.
Παράγγειλα στη μάνα σου που μοιάζει με βαρέλι
να σε ποτίζει αφρόγαλο να σε ταΐζει μέλι.

 

Ένα άλλο τραγούδι στο οποίο μπορούμε να σταθούμε και το οποίο επίσης ενέταξε ο ποιητής στα «παιχνίδια» του είναι και το «Μαγαζάκι του Μηνά». Τη «φωτογραφική» αποτύπωση εποχής που πετυχαίνει ο Γκάτσος εδώ έχει ήδη εντοπίσει ένας άλλος ποιητής, ο Μάνος Ελευθερίου που όταν απαριθμεί τα προτερήματα του Γκάτσου, για τον ίδιο, σημειώνει:

 

«Πάντα με ενδιέφεραν οι πληροφορίες που έδινε ο Γκάτσος στα γραπτά του. Πληροφορίες που έβγαιναν αβίαστα είτε για βιβλία και συγγραφείς είτε για τη ζωή και την ατμόσφαιρα του Μεσοπολέμου, που τον είχε βιώσει και αποστηθίσει.(…) Μ’ ενδιαφέρει, γιατί το έχω δει στην επαρχία και στα μικρομάγαζα των συνοικιών το ότι είχε ‘κινηματογραφήσει’ τις βασανισμένες γυναίκες να κρατούν ‘διπλωμένα τα λεφτά/ να πάρουν φόδρα και ταφτά’. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν σήμερα ή γνώριζαν τότε τι είδους ύφασμα είναι ο ταφτάς ή τι σημαίνουν τα ‘δυο μασουράκια ντεμισέ’. Μ’ ενδιαφέρει ότι τα γνώριζε εκείνος και τα πέρασε στην ποίησή του, ότι είχε αποστηθίσει τα ‘λαϊκά’ λόγια των ανθρώπων και φωτογραφίσει τις μικρές, άγιες καθημερινές κινήσεις τους». (5) Παραθέτω τις δυο πρώτες στροφές:

Στο μαγαζάκι του Μηνά / ο νους μου πάντα τριγυρνά
και συλλογιέμαι τα χλωμά τα δειλινά / όταν ερχόσουνα κλεφτά
με διπλωμένα τα λεφτά / να πάρεις φόδρα και ταφτά.
Στο μαγαζάκι του Μηνά / το παραμύθι ξεκινά
όταν ερχόσουνα σα σβούρα που γυρνά / για ν΄ αγοράσεις βερεσέ
δυο μασουράκια ντεμισέ / κι όλοι στενάζαμε για σε.

 

 

 

 

Θα μπορούσαμε «κορφολογώντας» να προσθέσουμε από τα τραγούδια, και παραμένοντας μόνο στη θεματική του ερωτικού σμιξίματος που παραμένει πάντα σ’ αυτό το πλαίσιο ημιτελές και κωμικά «προβληματικό», μια απρόσιτη «Κεφαλλονίτισσα», τον «Χαραλάμπη», που για να αποκαταστήσει την τάξη και την τιμή οδεύει προς την εκκλησία διαμαρτυρόμενος όπως ο Α. Διάκος (Στα σίδερα με κλείσανε / κι ο ήλιος έξω λάμπει / με λένε Χαραλάμπη/ και πως να παντρευτώ./ Στα σίδερα με κλείσανε / μοσχοβολούν οι κάμποι κ.λ.π.), αλλά και μια κοπέλα που παινεύεται για την κοινωνική της τάξη και την προίκα της (Έχω αδερφό με καλό βαθμό/ στο Λιμεναρχείο / έχω κι ένα θείο τραπεζιτικό./…/ Έχω ρετιρέ ανατολικό / στο Πασαλιμάνι / έχω και στη Μάνη / σπίτι πατρικό).

 

Οι διάσπαρτες αυτές περιπτώσεις βρίσκουν σε μιαν άλλη μορφή την προέκτασή τους και την ολοκλήρωσή τους σε δυο κείμενα από τα Παράλογα λίγα χρόνια αργότερα. Εκεί δίπλα στον «Εφιάλτη της Περσεφόνης», τη «Μάγδα», τους «Χρησμούς της Σίβυλλας», ποιήματα με άλλη θεματική, γραφή και ύφος παρεμβάλλονται ως σχόλια παραλόγου και παιχνιδιού «Το άλογο του Ομέρ Βρυώνη» και «Η προσευχή της Παρθένου» που σαφώς ανήκουν στα «Σατυρικά γυμνάσματα», αλλά που ο ποιητής -σωστά- δεν τα απομονώνει από τον κύκλο (Παράλογα) όταν φτιάχνει τις ενότητες των σατιρικών και παιχνιδιών αφού αποτελούν βασικό συστατικό του παραπάνω κύκλου και ψηφίδες αποτελεσματικές του τολμηρού «παράλογου» παλίμψηστου που είναι τα Παράλογα και στων οποίων την ακρόαση σύμφωνα με τον Μάνο Χατζιδάκι «απαιτείται απ’ τους ακροατές προσήλωση, θρησκευτικότης και ει δυνατόν νηστεία -χωρίς να σημαίνει αυτό ότι Τα Παράλογα πρέπει να ακούγονται μόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή».  (6)

 

Κάτι άλλο κοινό που παρατηρούμε σ’ αυτά τα δυο κείμενα αποτελεί ένα υπερρεαλιστικό παιχνίδισμα με τις λέξεις και η διακωμώδηση στίχων της παλιάς αθηναϊκής σχολής, κάτι που παγιώθηκε για δεκαετίες ως ποιητική φιλοσοφία (η οποία κάποτε ατυχώς φτάνει και ως τις μέρες μας…) κορυφωνόταν με αυτοπεποίθηση στους χαρακτηριστικούς στίχους του δημοφιλέστατου στον καιρό του Α. Παράσχου:

 

Την θέλω ασθενήν εγώ την φίλην μου
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνιν΄
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμμίαν,
μ’ολίγον σώμα-άνεμον σχεδόν-ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθάνατον μ’αθανασίας μύρον.

 

Ο Γκάτσος, όπως κάνει συχνά στη διακειμενική του συνομιλία με την παρελθούσα ποίηση διαλέγει κάποια λέξη ή έναν στίχο-κλειδί ως αφετηρία για την δική του «εκδοχή» των πραγμάτων που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι εναρκτήριες φράσεις: Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη στο ομώνυμο τραγούδι και το Με είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία στο «Η προσευχή της παρθένου». Η διαρκής αυτή συνομιλία με τους ποιητές τους παρελθόντος στο δεύτερο αυτό κείμενο σχολιάζεται και αναδεικνύεται με γερές δόσεις εμφανούς ειρωνείας και χιούμορ στους καταληκτικούς στίχους: «το διάβασα στον Παλαμά το βρήκα στο Δροσίνη» που η Μελίνα Μερκούρη με τον κατάλληλο επιτονισμό στη φωνή εκφέρει. Ας δούμε όμως πρώτα από κοντά τα δυο αυτά κείμενα.

 

 

Το άλογο του Ομέρ Βρυώνη

Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
δες το κορίτσι μου πόσο κρυώνει
έλα ν’ ανέβουμε κι απόψε στ’άστρα
για να της φέρουμε χρυσή θερμάστρα.
Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
φέρ’ το τσεκούρι μου και το πριόνι
και πάμε γρήγορα να κόψω ξύλα
γιατί έχει σύγκρυο κι ανατριχίλα
Τ’ άλογο τ’ άλογο Ομέρ Βρυώνη
τούτο το σύννεφο μ’ εξαγριώνει
και το κορίτσι μου προσμένει πάντα
μ’ ένα θερμόμετρο που λέει σαράντα.

 

Η προσευχή της Παρθένου

Με είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία
απ’ την Υπάτη τό ’σκασα και πήγα στη Λαμία.
Ήμουν μικρούλα κι άπραγη και δροσερή κι ωραία
πως τό ’παθα μανούλα μου κι αγάπησα εκδορέα.
Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη
γι’ αυτό και ο Αλή πασάς έσφαξε την Φροσύνη.
Στο δρόμο μου σφυρίζανε και με φωνάζαν Γκόλφω
μα ευτυχώς τον Τάσο μου τον λέγανε Ροδόλφο.
Ήμουν ψηλή κι ανάλαφρη κι αφράτη και μοιραία
πως έμπλεξα μανούλα μου με τέτοιο διαφθορέα.
Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη
γι’ αυτό κι οι νέοι μουσικοί θαυμάζουν τον Ροσσίνι.
Από σκαλί σ’ άλλο σκαλί κι από φιλί σε πάθος
πήρα σοκάκι ανάποδα και μονοπάτι λάθος.
Κι απ’ τον Ροδόλφο στον Μηνά
κι απ’ τον Κοσμά στον Πάνο
μεγάλωσα μανούλα μου δεν ξέρω τι να κάνω.
Το γαρ πολύν του έρωτος γεννά παραφροσύνη
το διάβασα στον Παλαμά το βρήκα στο Δροσίνη.

 

 

Μέσα από σατιρικά τραγούδια όπως τα παραπάνω τα οποία συναντούμε σταθερά σε κάθε σχεδόν κύκλο τραγουδιών του, ο Γκάτσος καταφέρνει να σχολιάσει και να καυτηριάσει τα ίδια πράγματα που πάντα τον απασχολούν. Πρόκειται για μικρές σπουδές-σχόλια πάνω στην ελληνική γλώσσα και την ποίηση του 19ου και 20ου αιώνα. Η επίσημη καθιέρωση της δημοτικής τον Ιανουάριο του 1976 σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (έτος που κυκλοφορούν τα Παράλογα) βάζει μετά από δεκαετίες ένα οριστικό τέλος στην ατέρμονη διαμάχη δημοτικής και καθαρεύουσας που βίωσαν όλες οι προηγούμενες γενιές. «Η προσευχή της παρθένου» όπως και η «Ελλαδογραφία» από τα Παράλογα, (κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα), αποτελούν σαφείς νύξεις για την γλώσσα (7).

 

 Όψεις της νεοελληνικής κοινωνίας με τις ραγδαίες αλλαγές η οποία αυτή υφίσταται την εικοσαετία 1970-1990 και τις οποίες αδυνατεί συχνά να αφομοιώσει δημιουργικά, καθρεφτίζονται και σε πολλά άλλα τραγούδια αυτής της εικοσαετίας τα οποία έχουν σατιρικό χαρακτήρα, κάτι που τα κάνει συχνά πιο άμεσα, κατανοητά και αποτελεσματικά, λόγω της συγκεκριμένης μορφής τους (τραγούδι που απευθύνεται στο ευρύ κοινό). Από την συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι μπορούμε να εντάξουμε σ’ αυτή την κατηγορία άλλο ένα παιχνίδι με τις λέξεις, την «Παναγία των Πατησίων» του 1982 που θα μπορούσε άνετα να συμπεριλαμβάνεται στα Παράλογα που προηγήθηκαν. Συναντούμε εδώ εκτός από τις χαρακτηριστικές εμμονές στην απόλυτη ομοιοκαταληξία, νύξεις για την καταστροφική αστικοποίηση της πρωτεύουσας:

Τη μέρα που γεννήθηκα με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα μ’ έφεραν εδώ στον Ποδονίφτη
τα σπίτια τότε φτωχικά ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα ήταν όνειρο και παραμύθι η κρέμα.

Κριτική υπόγεια και χιουμοριστική-αληθινά επίκαιρη όσο ποτέ σήμερα- για τον (υπό)κοσμο της «τέχνης, του τραγουδιού και του θεάματος:

Μα εμένα μού ’δωσε η ζωή λαχταριστές καμπύλες
που για τους άντρες άνοιγαν των ουρανών τις πύλες
και μού ’λεγαν στενάζοντας καθώς με παίρναν πρέφα:
Εσύ κερδίζεις μάνα μου και κύπελλο Ουέφα.
Απ’ αριθμούς και γράμματα δε σκάμπαζα ούτε λέξη
κι ένα παιδί της γειτονιάς πού ’χα μαζί του μπλέξει
έπαιζε μού ’πε ακορντεόν σε μια μικρή ορχήστρα
και με το ζόρι μ’ έβαλε να γίνω τραγουδίστρα.
Βγήκα στο πάλκο μια βραδιά κι ω θαύμα των θαυμάτων
πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων
και μού ’λεγαν οι φίλοι μου παιδιά του εργοταξίου:
Εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου.

 

Η «ματιά» όμως του ποιητή εδώ δεν είναι σε καμιά περίπτωση αφοριστική και σκληρή αλλά, θα λέγαμε, χαρακτηρίζεται από έναν τόνο συμπάθειας και κατανόησης. Στις τελευταίες δυο στροφές που ολοκληρώνουν μια πλήρη ιστορία η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μια κινηματογραφική ταινία με αρχή, μέση και τέλος, όπως γίνεται πάντα στα τραγούδια του ποιητή, κατευθυνόμαστε προς έναν επίλογο που αναφέρεται και σχολιάζει τις συμβάσεις και τους συμβιβασμούς, την ματαίωση των ονείρων και φιλοδοξιών που μοιραία κάποτε επέρχονται στη ζωή (ή και στην ιδεολογία) πολλών ανθρώπων με την πάροδο των ετών. Όμως κι αυτές αντιμετωπίζονται στο συγκεκριμένο ποίημα-τραγούδι αποστασιοποιημένα, με μια τελική δόση μαύρου χιούμορ που κορυφώνεται με την ειρωνεία την οποία αναδύει η μετατροπή του «Η Παναγία των Παρισίων» σε «Παναγία των Πατησίων». Η απλή αλλαγή ενός γράμματος στα πλαίσια ενός αποτελεσματικού λεκτικού παιχνιδιού αποσαφηνίζει ακόμη περισσότερο τις αρχικές προθέσεις του ποιητή: Στόχος είναι ένα κείμενο απλό, κατανοητό, σαφές, καυστικό, χιουμοριστικό και κάποτε δραματικό, ρεαλιστικό παρ’ όλα αυτά, που καταφέρνει για άλλη μια φορά να παραμένει σημερινό αφού η επιφανειακή του επικαιρικότητα (Μοσχολιού, Αλεξίου) εκμηδενίζεται ολοσχερώς από την «διαχρονικότητα» των καταστάσεων ή των ανθρώπινων μορφών και τύπων που πραγματεύεται:

Με τον καιρό βαρέθηκα τον ακορντεονίστα
τα λόγια του μου φέρνανε και κούραση και νύστα
έτσι λοιπόν παντρεύτηκα με κάποιο συνταξιούχο
κι είχα σπιτάκι καθαρό σιδερωμένο ρούχο.
Κι έμαθα σα λησμόνησα του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα
κι όλοι μου λέγαν σε γιορτές σε γάμους σε βαφτίσια:
Εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια.

 

 

Μετά τα Παράλογα, την τελευταία δεκαπενταετία (1976-1991) ολοκληρωμένα τραγούδια σαν τα παραπάνω με έμφαση στο χιούμορ και την σάτιρα συναντούμε όλο και αραιότερα. Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου στους επόμενους συμπαγείς κύκλους τραγουδιών (Τα Κατά Μάρκον, Μύθοι μιας γυναίκας, Ρεμπέτικο, Αντικατοπτρισμοί, Χειμωνιάτικος ήλιος, Σκοτεινή μητέρα) έχουν άλλη στόχευση και ύφος ο καθένας ανάλογα και με τις προθέσεις ή την μουσική του εκάστοτε συνθέτη. Άλλοτε το στίγμα είναι λυρικό, άλλοτε αιχμηρό ή καταγγελτικό, κάποτε δραματικό, ενίοτε και χωρίς σαφή προσανατολισμό. Όμως από τους ανέκδοτους και αμελοποίητους στίχους του ποιητή θα μπορούσαμε, να εντάξουμε σ’ αυτή την ευρεία ενότητα («Σατιρικά/Παιχνίδια) πολλά τραγούδια που για διάφορους λόγους δεν μελοποιήθηκαν και «έμειναν στο συρτάρι». Ο ποιητής επέλεξε ένα από αυτά («Το παιδί με τα κόμικς») και το τοποθέτησε στα «Παιχνίδια» στο Φύσα αεράκι φύσα με ενώ ένα άλλο που θα μπορούσε να υπαινίσσεται και πολιτικές αιχμές («Η μπεκάτσα») κατέληξε στα «Σατιρικά». Είναι μεγάλη η προτίμηση του Γκάτσου στα κύρια ονόματα πάσης φύσεως. Τοπωνύμια, ονόματα από τις θρησκείες, πρόσωπα από την ιστορία, τη μυθολογία, τις τέχνες, κύρια βαφτιστικά, οικογενειακά, αρκτικόλεξα, μήνες, μέρες, αστερισμοί, κ.λπ., συναντούμε διαρκώς στους στίχους του, ήδη από την Αμοργό. Ο ποιητής βρίσκει πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό να τα ομοιοκαταληκτεί με πολυποίκιλες λέξεις καταλήγοντας σε απροσδόκητους συνδυασμούς όπως π.χ.: Ελλάδα - καιάδα, Αιχαίο - χυδαίο, Μύκονο - δίκανο, Βαλτεσινίκο - Νίκο, Καρύταινα - γείτονα, Τοπόλια - βόλια, έβρω - Έβρο, παντού -Κατμαντού, φατρίες -Τροίες, λούσα - Άγια Ελεούσα, υπάρχει - Πατριάρχη, Αγαύη -κουτάβι, Ομέρ Βρυώνη - πριόνι, Καραγκιόζη - μαφιόζοι, κ.λ.π. Τα ζευγάρια τέτοιου είδους είναι δεκάδες και συγκροτούν ομοιοκαταληξίες πολλές φορές πρωτάκουστες στην ελληνική ποίηση, και το σπουδαιότερο, χωρίς τις πιο πολλές φορές να αποβαίνουν αυτοσκοπός, σε βάρος δηλαδή του νοήματος. Ο Γκάτσος τις περισσότερες από αυτές τις ομοιοκαταληξίες τις χρησιμοποιεί, διόλου τυχαία θα λέγαμε, στα σατιρικά του τραγούδια πολλά από τα οποία μάλιστα φαίνεται να κατασκευάζονται ως «άσκηση ρίμας». Το πιο χαρακτηριστικό είναι «Το παιδί με τα κόμικς», γραμμένο την τελευταία δεκαετία. Από τις εφτά στροφές στο ίδιο ύφος παραθέτω τις τέσσερις:

Δε διάβασα τον Προυστ / δεν ξέρω τον Τολστόι
ακούω μόνο ουστ απ’ το μισό μου σόι./…/
Δεν είδα τον Νταλί / δεν ξέρω τον Πικάσο
συγχύστηκα πολύ / και μού ’ρχεται να σκάσω./…/
Δεν ξέρω τον Ραμώ / δεν άκουσα Στραβίνσκι
τα βράδια προτιμώ / παγάκια με ουίσκι./
Είμ’ ένα παιδί κουτό κι αμόρφωτο/ όλοι με φωνάζουν αδιόρθωτο
μά ’χω για κανόνα μου απαράβατο / κόμικς να διαβάζω κάθε Σάββατο.

 

Ένα μικρό σύνολο δημιουργούν σ’ αυτό το πλαίσιο τραγούδια που ο τίτλος τους αναφέρεται σε συγκεκριμένα γυναικεία ονόματα («Η Ασημίνα», «Η Φανή», «Ρήνα Κατερίνα», «Η Σίλια», «Το Δεσποινάκι», «Η Αλέκα», «Το Κατινάκι»). Η θεματογραφία τους είναι παραπλήσια. Πρόκειται για απλές, καθημερινές ιστορίες, κυρίως ερωτικές, οι οποίες αποπνέουν έναν ανάλαφρο και δροσερό αέρα «συμπάθειας προς τις «ηρωίδες» (και τους αντίστοιχους «ήρωες»-συντρόφους τους), συνάμα πάντα με τις κωμικοτραγικές καταστάσεις στις οποίες αυτές εμπλέκονται. Σε όλες διακρίνουμε το γνωστό παιχνίδι με τα κύρια ονόματα που προαναφέρθηκε:

Δε σε θέλω δε σε θέλω/ προτιμάω τον Οθέλλο.
(«Το Κατινάκι»)

Στο Βαλτεσινίκο/ γνώρισα το Νίκο/…/ Στο Καραμπουρνάκι/ γνώρισα το Μάκη…
(«Περιπέτεια»)

 

και άλλοτε -για άλλη μια φορά- απόηχους της δημοτικής παράδοσης:

-Πού θα πας Ρήνα μου / Ρήνα Κατερίνα μου;
-Στο νερό στη λαγκαδιά/ να με δούνε τα παιδιά.
(«Ρήνα Κατερίνα»)

 

ή μοτίβα και θέματα (όνειρο) της προσωπικής μυθολογίας του ποιητή:

Χάθηκε τ’ όνειρο / στον ουρανό / Σίλια Σίλια πού να σε βρω.
(«Σίλια»)

 

Στο πλαίσιο αυτό ο Γκάτσος χρησιμοποιεί συχνά στους στίχους του τον διάλογο ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που παίρνει τη μορφή αιτήματος/ερώτησης και μιας αντίστοιχης απάντησης:

άντρας
Σε κυνηγάω και με ζέστη και με κρύο / μπαίνω μαζί σου στο παλιό λεωφορείο
δε με κοιτάς και τότε γίνομαι θηρίο / δε μου μιλάς και μου πληγώνεις την καρδιά.

γυναίκα
Άκου και μένα να σου πω το βασανό μου
μη με περνάς για κουρελόχαρτο του δρόμου
έχω περίπτερο στα Σούρμενα δικό μου

έχω και κτήμα πατρικό στη Λειβαδιά.
(«Το Δεσποινάκι)

Η θεματογραφία κάθε φορά αλλάζει. Πότε έχουμε την εφήμερη σχέση ενός στρατιώτη με μια κοπέλα («Η Ασημίνα», «Η Μαρουλιώ»), πότε την αναζήτηση ενός σταθερού δεσμού που μετά από περιπέτειες θα καταλήξει (επιτέλους) στον γάμο («Η Φανή», 124), (8)  ή ακόμη και γυναίκες του περιθωρίου (Η Αλέκα) που ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή.
Μέσα από τις εκάστοτε περιπέτειες αυτών των γυναικείων προσώπων και το σκηνικό που τις περιβάλλει ξεδιπλώνεται και αποτυπώνεται μια ευρεία γκάμα της ελληνικής κοινωνίας, φωτογραφίζεται η μικροαστική και μεσοαστική ζωή στην πόλη, συνήθειες, αντιλήψεις και στερεότυπα.

 
Η αέναη π.χ. αναζήτηση ερωτικού συντρόφου στο τραγούδι του Γκάτσου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Περιπέτεια» που αποβαίνει για άλλη μια φορά κωμικά μάταιη, εκτός από όλα τ’ άλλα, είναι ενδιαφέρουσα, κυρίως όταν συσχετιστεί με ένα αντίστοιχο τραγούδι του Ελύτη από Τα Ρω του Έρωτα, το «Τα όσα η μοίρα μού ’γραφε». Αμφότερα έχουν το ίδιο θέμα και την ίδια κυκλική ανάπτυξη. Ξεκινούν με μιαν αντίστοιχη γενική διατύπωση που αναφέρεται στην πρόβλεψη της μοίρας:

Τα όσα η μοίρα μού ’γραφε

Τα όσα η μοίρα μού ’γραφε
κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
τα διάβασα στο χέρι.

Περιπέτεια

Τα σκυλιά βαρέθηκα
και τους ωροσκόπους
με τον κόσμο δέθηκα
και με τους ανθρώπους
και μια μέρα βρέθηκα
σε καινούργιους τόπους.

 

Μετά από διάφορες διαπιστώσεις που ακολουθούν και σχετίζονται με την επιβεβαίωση ή μη των προβλέψεων αυτών στην πραγματική ζωή και οι δυο ποιητές καταλήγουν σ’ ένα παραπλήσιο συμπερασματικό σχόλιο-επίγραμμα στην τελευταία στροφή. Η πραγματική ζωή συνήθως ή σε απογοητεύει ή είναι ανώφελη η οποιαδήποτε πρόβλεψη της εξέλιξής της. Οπότε μάλλον είναι πιο ενδιαφέρον και σοφό να ζεις το σήμερα, αφού κάθε είδος «πρακτικής» μαντείας είναι αναποτελεσματικό (παραμένει όμως πάντα ενδιαφέρον και σαγηνευτικό λόγω της της ανασφάλειας του ανθρώπου):

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
να ψάχνω δε συμφέρει.
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
κι αλλάξτε μου το χέρι

***
Τη ζωή σιχτίρισα
κι όλους τους ανθρώπους
γεια χαρά ψιθύρισα
στους καινούργιους τόπους
στα σκυλιά μου γύρισα
και στους ωροσκόπους.

 

Υπάρχουν βέβαια λίγα ακόμη μεμονωμένα κείμενα που θα μπορούσαμε να εντάξουμε στην ενότητα αυτή των παιχνιδιών-σατιρικών του Γκάτσου όπως τα «Προδομένοι αριστοκράτες», «El senorito satisfecho», «Kώστας κερνάει και Κώστας πίνει», «Σχόλιο για τη γλώσσα», «Καραγκιόζης 3-7». Πολλά από αυτά, χρονικά αλλά και θεματικά, συνδέονται με τον κύκλο Τα Κατά Μάρκον.

 
Τέλος, αξίζει, ως προσωρινό επίλογο να σταθώ στο (αμελοποίητο κι αυτό) απολαυστικό και παραληρηματικό κείμενο που τιτλοφορείται «Η δημοπρασία» και το οποίο εκτείνεται σε τρεις σελίδες. Ένας δημοπράτης που αυτοχαρακτηρίζεται «λίγο αριστοκράτης, πάντα δημοκράτης, λίγο διπλωμάτης» στο συμπερασματικό και καταληκτικό κείμενο (coda), του τραγουδιού αυτού, διαλαλεί την πραγμάτεια του με τη χαρακτηριστική φράση «Για περάστε! Για περάστε!» που επανέρχεται σταθερά στα λόγια του. Η αγωνιώδης προσπάθειά του να πείσει το κοινό για την αξία των κάθε λογής έργων που εμπορεύεται, είναι τόσο κωμικά έντονη ώστε καταλήγει σε αυτοειρωνικά σχόλια («Μια καλή δημοπρασία / θέλει νου και φαντασία») πέρα από το γνωστό παιχνίδι με τις ομοιοκαταληξίες του ποιητή («έχω και παλιό ταμπλό / από το Φοντενεμπλό») ή τα κύρια ονόματα («Έχω Γκίκα και Τσαρούχη / και Θεόφιλους πολλούς/ είναι όλοι ταλαντούχοι / μόνο κάνουν τους τρελούς»). Υπάρχουν επίσης όπως θα περιμέναμε, καυστικά σχόλια για την καταρράκωση της τέχνης και την εμπορευματοποίησή της («έχω φίνες Ταναγραίες / πού’ ναι βέβαια λαθραίες /…/ Βάλτε μία! Βάλτε δύο! Βάλτε τρεις! / Όπου χρήμα και πατρίς! /…/ Όλους σας γνωρίζω / δε σας ξεχωρίζω/ φτάνει να κερδίζω»).

 Στο δεύτερο μέρος του κειμένου της δημοπρασίας όλη αυτή η οργαστική έκπτωση της τέχνης σταδιακά στρέφεται μέσα από τις αντίστοιχες ντελιριακές κραυγές του εμπόρου ευθέως κατά των εκάστοτε αγοραστών των οποίων κριτικάρεται, για να εμπορευματοποιηθεί αμέσως μετά, η υψηλή θέση, ο νεοπλουτισμός, η απαιδευσιά και η ανηθικότητα («Όλα τ’ άπλυτα σας τώρα / θα τα βγάλουμε στη φόρα. / Τα καράβια σας τις βίλες / τις κρυφές ανατριχίλες / που πυροβολούν το σεξ σας / σαν ληστές από το Τέξας / το σπουδαίο τ’ όνομά σας / τα χρυσά παράσημά σας /…/ Για περάστε! Για περάστε!/ Τις ντροπές σας να θαυμάστε /…/ Αξιώματα διακρίσεις / πού ’ναι όλα να τα φτύσεις /…/ ερωμένους ερωμένες / και ποδιές κατουρημένες / που φιλήσατε με πάθος» κ.λ.π.).

 

 

 

 
Στην καταπληκτική περίπτωση του γενάρχη του νεοελληνικού τραγουδιστικού ποιητικού στίχου Νίκου Γκάτσου, νομίζω, τέλος, ταιριάζουν μερικές σκέψεις του Γιώργου Θεοτοκά όταν αναφερόταν στα μικρά «σατιρικά» ποιήματα του Σεφέρη (σε αντιδιαστολή βέβαια με την δραματική και αγωνιώδη του ποίηση):

 
«Μ’ αρέσει να παίζουν και να διασκεδάζουν πότε-πότε οι άνθρωποι που καταγίνουνται συστηματικά με τα σοβαρά πράματα της ζωής. Είναι δείγμα καλής καρδιάς και υγείας, ψυχικής και σωματικής. Κ’ είναι συνάμα ένας χρήσιμος αντιπερισπασμός που δεν τους αφήνει να πέσουνε στα δασκαλικά και στο σχολαστικισμό και να αποξεράνουνε την ιδιοσυγκρασία τους. Μην έχετε πολλήν εμπιστοσύνη στην αλύγιστη σοβαροφάνεια. Τα γράμματα κ’ η Τέχνη, σαν τον έρωτα, σαν όλα τα όμορφα πράματα, θέλουνε κέφι.)  (9)

***********

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

1. Νάνος Βαλαωρίτης, Για μια θεωρία της γραφής, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1990, σελ. 151-172 στο κείμενο «Το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό».
2.  Ο «μύθος» λέει πως οι στίχοι αυτοί έχουν γραφτεί ως περιπαικτικοί για τον Λ. Παπαδόπουλο που εκείνη την εποχή ανατέλλει το άστρο του και οι στίχοι του είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς.
3.  Ενδιαφέρον είναι πως τον ίδιο ακριβώς στίχο έχει χρησιμοποιήσει ο Γκάτσος και σ’ ένα τραγούδι σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, αμιγώς ποιητικό, το «Μια φορά κι ένα καιρό» από την Αθανασία.
4.  Την Παναγιά την Κανάλα αναφέρει και ο Ελύτης στο Μικρό Ναυτίλο, ανάμεσα σ’ έναν καταιγισμό ονομασιών της Παναγίας που υπάρχουν εκεί στο συγκεκριμένο ποίημα: Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου
5.  Αφιέρωμα στον ποιητή στο ένθετο «Πρόσωπα-21ος αιώνας» της εφ. Τα Νέα, της 15 Μαΐου 1999, τεύχος 10, σελ. 18-33. Το κείμενο του Μάνου Ελευθερίου έχει τίτλο «Γιατί τον αγαπώ», σελ. 30.
6.  Από το σημείωμα του συνθέτη στο οπισθόφυλλο του έργου.
7.   Το ίδιο βέβαια θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για την Αμοργό που προηγήθηκε.
8.   Το δίστιχο “Μα πριν βγει το καλοκαίρι/ ποιος τον είδε ποιος τον ξέρει” που κλείνει την πρώτη στροφή θα χρησιμοποιηθεί επτά χρόνια αργότερα άλλη μια φορά, σε άλλο τραγούδι, το «Μια φορά κι έναν καιρό» από την Αθανασία, σε εντελώς βέβαια διαφορετικό πλαίσιο εκεί.
9.   Γιώργος Θεοτοκάς, Αναζητώντας τη διαύγεια. Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2005 (με εισαγωγή και επιμέλεια Δημήτρη Τζιόβα), σελ. 391 στη βιβλιοκρισία του για τη Στροφή του Σεφέρη.

*************

 *Α΄ δημοσίευση: Περιοδικό «Μετρονόμος, τχ. 41-«Αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο», Περισσότερα για το τεύχος εδώ: http://www.metronomos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=117:-41-&catid=3:2010-01-16-23-42-48&Itemid=14)

 

Σημεία διανομής του αφιερωματικού τεύχους:

 

Δισκοπωλείο Music Corner, Πανεπιστημίου 56.

Δισκοπωλείο Νίκος Ξυλούρης, Πανεπιστημίου 39, τηλ.: 210 3222711.

Νίκος Βουτυρόπουλος, το Επόμενο Αίμα

$
0
0

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΙΜΑ

Έφευγα πάντα μακριά ως τις περασμένες στέγες,
με βήμα καρφωμένο στην αιτία που με ‘κανε
να ζητώ άλλες αιτίες. Ώσπου ξόδεψα κάθε μουσική,
κι έγινε πόνος κάθε αιτία, γιατί ποτέ δεν κατάλαβα
τι άξιζε να ζήσω όταν το σούρουπο ερχόταν
και το βλέμμα των άστρων συνόρευε με τ’ αδέξια σοκάκια
του νου. Μένει λοιπόν μια ιστορία να πω, τη δικιά μου,
αφού και τώρα ακόμα να διακρίνω δε μπορώ
τι είναι πόνος και τι αιτία.
Γι’ αυτό θυμάμαι κάστανα παλιά που τρώγαμε γύρω απ’ τη σόμπα,
και κάτι παραμύθια με τον Χάρο όσο το χιόνι σκέπαζε
τους παιδικούς μου φόβους.
Θυμάμαι ακόμα μια συμβουλή:
«δεν έχεις να μετρηθείς με κανένα,
ό, τι κάνεις σε περιμένει στην επόμενη στροφή του δρόμου,
κάντο και μετά τραγούδα της ζωής τ’ αμετάκλητα δάκρυα».

Ξεκίνησα λοιπόν να γυρεύω δύσκολους δρόμους,
τη φωνή μου να ψάχνω και τα μάτια μου
σε ξεχασμένες κοιλάδες, ώσπου χρόνια μετά
δεν είχα τι άλλο να κάνω και ρίχτηκα στο γράψιμο.
Έκανα και κάτι χειρότερο, φρόντισα απ’ το συρτάρι να βγουν
κάποια γραψίματα, ήταν μια ευγενής ασχολία,
έτσι φαντάστηκα. Και τη μισή μου ζωή ξόδεψα
να φαντάζομαι πως θα ‘ταν η άλλη μισή.
Μιλάμε τώρα γι’ απαράμιλλη βλακεία.
Έτσι βλάκας της πέμπτης δεκαετίας
κοιτάζω τη Βρωμοαθήνα να σουρουπώνει,
να φλέγεται κάτω από ήλιο παράδοξο,
κι όλοι οι πρόγονοι σε παρέλαση να στριμώχνονται
σε μουσεία και καφενείων κουβέντες.

«Διαβάτη εσύ της νύχτας, προστάτεψε το επόμενο βλέμμα σου!»

Όλα αυτά τα ‘χω σκεφτεί πολλές φορές και τα ‘χω πει
άλλες τόσες όταν με φίλους βρίσκομαι, έτσι που χάνονται
τα λόγια σαν τη βροχή μες το χώμα.
Συμπαθάτε τ’ αναπότρεπτα φιλιά της ζωής
και τις σκιές όταν σκύβουν στο αίμα της.

Ανθρώπους συνάντησα που υμνούσαν το μόχθο τους,
δεν τους κατάλαβα και συνέχισα να ψάχνω ανθρώπους
κι αιτίες. Κι ως τώρα δεν κατάφερα να σταθώ πουθενά,
παρά στα κεραμίδια μιας στέγης, που τρίζανε
κι ύστερα σπάζανε απότομα.
Αλλά βλέπω συχνά απ’ το θολό μου παράθυρο
τα νεράντζια να σαπίζουν στους δρόμους, φλέβες της έκστασης,
αιμορραγίες του τίποτα και του πουθενά το αίτημα.
Και μ’ όλα αυτά συγκεντρώθηκα σε μια ιστορία
που μακριά μου θα ‘ναι σαν την προφέρω,
ακόμα κι αν γίνει μ’ όλες τις αδύναμες λέξεις.
Γιατί, που λέτε, σκαρφίστηκα κάποτε τη ζωή
σαν κοκτέηλ θανάσιμο που αναπνέει τον γήινο πόθο μου,
μ’ ένα μαστίγιο ν’ αγγίζει σκληρά το περασμένο μου δέρμα.
Όμως θα ‘μουν αληθινά χαρούμενος, το παραδέχομαι,
αν δεν είχα να διηγηθώ το παραμικρό, τις σκέψεις των άλλων
να σκέφτομαι και με τις ώρες να κάθομαι
σαν το ποντίκι στη φάκα.
Γιατί ιστορία είναι το ψέμα που επιλέγουμε
από μύρια άλλα ψέματα που μυρίζουν αλήθεια.
Γιατί στο παρελθόν δεν υπάρχει αλήθεια,
παρά μόνο νεκροί και μνημεία.
Γιατί παρελθόν είναι απλά η ερμηνεία του.
Για όλα αυτά, η ιστορία που θα ‘λεγα, ανάξια θα ‘ναι,
με εικόνες αμέτοχες κι ανόητες λέξεις.
Ούτε να τη σκέφτομαι θέλω.
Και τι θα μου πείτε αν έλεγα
πως είμαστε γόνοι του ξύλου;
Παρ’ όλα βλέπετε να επιμένω σε κουβέντες αδέξιες
που ώρες-ώρες μου φαίνονται σαν προσευχές
βγαλμένες από βυθούς παράξενους,
απ’ την ασήμαντη ανάγκη μου να πω τι συμβαίνει,
δηλαδή ένας θόρυβος από μύριους άλλους θορύβους.
Τους τυφλούς, ρε παιδιά, συμπαθάτε
καθώς ψάχνουν το επόμενο βήμα.

Όπως νήπιος στεκόμουν λοιπόν στο κλαδί ενός δέντρου,
τα σπουργίτια συντρόφευα στης μουριάς τα φύλλα.
Τόσο αστεία ήταν η εικόνα. Ήταν ακόμα κι αυτή
η έλξη της γης ή του αέρα η πρόκληση που με ‘κανε
να κουνάω τα χέρια σα να ‘ταν φτερούγες, τον ουρανό
να κοιτώ σα γαλάζιο ταβάνι. Κι όλα φαίνονταν
τόσο μικρά που μπορούσα να χαϊδεύω τα σύννεφα,
αφού όλα γίνονταν στο μικρό μου πλανήτη, κι αυτά
ακόμα τ’ αστέρια δεν ήταν παρά κεριά που ανάβανε
οι παιδικοί μου δαίμονες, που θα ‘πρεπε
κάποια στιγμή να σβήσω. Ομολογώ πως έζησα
πολλά παραμύθια, του Πινόκιο τη μύτη απόκτησα,
αυλητής του Χάμελιν έγινα και ο Νέμο σε διαμέρισμα.
Είναι, βλέπετε, επικίνδυνη αυταπάτη το διάβασμα,
να νομίζεις πως ζεις με τις λέξεις.
Ευτυχώς δεν κράτησα ποτέ ημερολόγιο,
αλλιώς θα την είχα για τα καλά ψωνίσει.
Και τι μένει να γράψεις για μια ζωή
ξοδεμένη σε πόθους; Απλά να φαντάζεσαι
πόσο ανίκανος είσαι να μοιράζεσαι καθώς
σπαταλάς τον χειμώνα σε ζοφερές απορίες.

«Διαβάτη εσύ της μέρας, διέκρινε τους χρήσιμους ήχους!»

Δεν υπάρχει πλέον καιρός για παραμύθια.
Η πραγματικότητα παραμένει
η μόνη αξεπέραστη αλήθεια. Μα όσο υπάρχει
στη συνήθεια κατάρα, άλλο τόσο ανώφελα είναι τα ξόρκια.
Είναι, που λέτε, σκληρό παραμύθι η ζωή,
όταν έχεις απ’ αυτήν απαιτήσεις,
όταν σ’ άλλους τρόπους απότυχες,
γιατί τα χέρια σου δεν ταιριάξαν στο κύμα.
Και τι να πεις για το κύμα;
Τι να βρεις σε σκέψεις που ανεμίζουν
παράφορα σαν ασπρόρουχα σε βεράντες ανέμου;
Οι σιωπηλές μουσικές και τα λόγια που μάσησες
συντροφεύουν τα βράδια σου. Αν ανίκανος είσαι
με ανθρώπους, άλλο τόσο δειλός για ποιήματα.
Μίλα τώρα για το μηχάνημα της στέρησης.
Ή μάλλον άστο, αφού σ’ αρέσουν τα ματωμένα φεγγάρια,
τα παγωμένα χαμόγελα, κάτι πεζόδρομοι πλάι στη μιζέρια.
Έλα τώρα και πες μου για τη δυναστεία των λέξεων,
έλα μαζί να γελάσουμε μπροστά στον καθρέφτη του άλλου.
Μήπως δεν ήξερες πως δεν υπάρχουν γλώσσες νεκρές;
Πως όλες οι γλώσσες είναι νεκρές; Δεν αναπνέουν οι λέξεις,
ρε φίλο, γιατί νοσταλγείς τον παράδεισο; Γιατί πουλάς
τσαμπουκά στα ρόδα; Χάθηκες μάλλον έσβησες
έγινες θλιβερός τυμβωρύχος.
Βάλε σημαία στο άπειρο, σπιρούνια στο πέλαγος.
Κι έλα μετά να τσουγγρίσουμε
στο επόμενο αίμα.

Σταύρος Καμπάδαης, Ποιήματα

$
0
0

 
ΛΕΥΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

 
Γιατρός με μαύρα
παπάς με άσπρα
Μαύρος κύκνος
άσπρος πάνθηρας
Μαύρο πρόβατο
άσπρος σκλάβος
Δες η ζάχαρη
με το αλάτι
ίδιο χρώμα
άλλο πράμα

 

*****

 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ

 
Όλο για σκυλιά
και για κατοικίδια μιλάς
και ούτε είχες ποτέ
και ούτε θες να πάρεις

Έχω σκύλα ψυχή
και καρδιά σκυλίσια
Γι’ αυτό

 

*****

 
Χτες καθάρισαν
έναν στα Άνω Πατήσια
03:30 ξημερώματα
Σε μία από τις παραδουνάβιες
ποταμόπλοιο βυθίστηκε
με άλλους 100
Σε νησί της Μεσογείου
έγινε έκρηξη εν καιρώ ειρήνης
και είναι χειρότερα από πόλεμο
Σκέφτομαι τη γη σήμερα
να τη βλέπω από μακριά
Κάθε φορά που ανασαίνει
να ανασαίνει πολύ βαριά

 

 

******
Γυρίσαμε από ξενύχτι
και πέσαμε με τα ρούχα
Το πρωί όταν σηκώθηκε
είδα τα μάτια της
ακόμα βαμμένα
Τι γίνεται είπα;
Έτσι κυκλοφορούμε στα όνειρα
και βγαίνουμε από αυτά
γεμάτοι χρώματα

 

*****

 
ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΡΗΞΗ
Δεν υπάρχει ο χρόνος
μας εκπαίδευσαν
να σκεφτόμαστε με αυτόν
Για αυτό τα παιδιά αδυνατούν
να τον συλλάβουν
Σου λένε
-Θα πάμε εχτές
-Παίξαμε αύριο
και όταν ρωτάνε
-Μπαμπά πριν γίνω
πού ήμουν;
Είναι σαν να ανεβαίνω
στο βήμα να μιλήσω
σε συνέδριο κοσμολόγων
με θέμα
ΤΙ ΥΠΗΡΧΕ ΠΡΙΝ ΤΟ BIG BANG;

Κυριάκος Κυτούδης, Ποιήματα

$
0
0

*

Ξύπνησε ο γαρμπής

και τρόμαξε ο σιρόκος

κι άντε να τον βρεις .

*

Κοιτάς τα χιόνια

να δεις τάχα πως λιώνουν

να δεις τα χρόνια.

*

Είναι αβέρτο

μονάχο το φεγγάρι

σύρε και φέρτο.

*

Αραξοβόλι

ψάχνουνε οι αγγέλοι

μα κι οι διαβόλοι.

*

Τώρα σιμώνει

Κυριακή, μέρα γιορτής

κι αυτή ζυμώνει.

*************

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Κοίτα να δεις στο ρίξιμο, που φέραμε εξάρια

πρώτη φορά λες κι η ζωή μας έκανε χατίρι

πρώτη φορά βρεθήκαμε κι εμείς σε συναξάρια

μαρμαρυγή αγίων σε ουράνιο ποτήρι.
-

Κοίτα να δεις η ευχή, που πάει να γίνει πράξη

κάτι που μόνο μια φορά ίσως το περιμένεις

φεγγάρια συνωμότησαν κάτι για μας ν’ αλλάξει

μαλαματένιο χέρι μιας ουράνιας ειμαρμένης.
-

Λες ο ουρανός και ζήλεψε κάτι απ’ τα όνειρα μας

εκείνο το πολύ το μπλε μας έδωσε ανοιχτήρι

λες κι ότι για το κέρασμα να ήρθε κι η σειρά μας

Θύεστον κεραστήκαμε σε ουράνιο ακρωτήρι.

-
Κοίτα καμιά φορά να δεις, πως η ζωή τα φέρνει

τις περισσότερες φορές αυτά που δεν προσμένεις

ετούτη όμως τη φορά, η ζυγαριά μας γέρνει

απάνεμες ελπίδες που δεν τις περιμένεις.
-

Μαρμαρυγή αγίων σε ουράνιο ποτήρι

μαλαματένιο χέρι μιας ουράνιας ειμαρμένης

θύεστον κεραστήκαμε σε ουράνιο ακρωτήρι

απάνεμες ελπίδες που δεν τις περιμένεις.
-

* συναξάρια: συνάθροιση πιστών προς τιμή Αγίου / * μαρμαρυγή: ….. λάμψη, ακτινοβολία

* ειμαρμένη: πεπρωμένο, μοίρα / * θύεστον: ποτό από αρώματα / * απάνεμο: χωρίς άνεμο

*************

Ο κόσμος των ονείρων μου

Πώς να ζωγραφίσω τον κόσμο των ονείρων μου.

Τι χρώμα άραγε να βάλω στον Αγιόηχο

πώς να δείξω εκείνα τα φτερά της αετούσας.
-

Πώς να περιγράψω Θεέ μου μια αλικόπλαστη μορφή

γιασεμομύριστο φιλί πώς να το ζωγραφίσω

πως δείχνεις άραγε με χρώματα, μια όμορφη ζωή.
-

Κι αν έχω κάνει με παιδιά ροδόχτιστη αυλή

κι αν στην ποδιά μας έχουμε φεγγαροκέντητες ελπίδες

πως δείχνεις των αγγέλων εκείνο το φιλί

που τραγουδά την άνοιξη πάντα μ’ ακροστιχίδες.
-

Με λέξεις πώς να γράψεις για ηλιόχαρη αυγή

και πώς να περιγράψεις μια αηδονούσα καλημέρα

δυοσμοσταλιά σαν πέφτει απ’ τη βροχή.
-

Πώς να δείξω εκείνα τα φτερά της αετούσας

τι χρώμα άραγε να βάλω στον Αγιόηχο.

Πώς να ζωγραφίσω τον κόσμο των ονείρων μου.

*************

Κέντημα

Πάλι τα όνειρα μας, ξαναστήσανε καρτέρι

πάλι με ξόβεργες βγήκανε στους δρόμους

για μια φορά ακόμη, ν’ αλλάξουνε τους νόμους

αυτούς που λένε τ’ άστρα, πως πεθαίνουν στο νυχτέρι.
-

Πάλι οι ελπίδες πιάστηκαν, στο ουράνιο παρτέρι

και άφησαν σημάδια σε ουράνιους διαδρόμους

ντύσανε τους αέρηδες και πάλι ταχυδρόμους

όμως γκρεμίστηκαν ξανά, σαν είδαν πεφταστέρι.
-

Πως να κρατήσεις γαλανό, τ’ όνειρο στο σκοτάδι

πως να περάσεις αρμαθιά, σε νήμα τόσα αστέρια

και πως να κάνεις κέντημα, να ‘χει ο ουρανός ταβάνι.
-

Πως να μαζέψεις γιασεμιά, στην άνοιξη το βράδυ

πως να ψαρέψεις ουρανούς, με γυμνωμένα χέρια

που να ‘βρεις ήσυχη βραδιά, να πας για πυροφάνι.

****************

Η μπαλάντα του μικρού Θεού

Κι αν κάνεις αρμαθιά χίλια φεγγάρια

κι αν προσπαθήσεις να μάσεις γαλανό,

ν’ αφήσεις κάπου τα δικά σου χνάρια

στου θανάτου λίγο φως τον πηγαιμό

τη θηλεία να χαλαρώσει στο λαιμό,

τι κρίμα, δεν μπορείς να μάσεις άστρα

δεν ξεχωρίζεις απ’ το άσπρο το λευκό

στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.
-

Κι αν μάσεις κύματα μες τα πιθάρια

και τα σμιλέψεις με γάργαρο νερό

κι αν βάλεις βασιλιάδες σε αμπάρια

θα δεις η μοίρα πως πάει στο κενό

απ΄ την ίδια θύρα πάνε στο Θεό

πως όλοι πάνε και στην ίδια γάστρα

τον σπινθήρα έχασες τον Θεϊκό

στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.
-

Κι αν πάρεις απ’ την άνοιξη στιχάρια

κι αν προσπαθήσεις να μάσεις ουρανό

χίλια τραγούδια και να πεις καθάρια

θα δεις στο τέλος πως χάνεις την οδό

κι απ’ τις φωλιές ξεχνάς τον αριθμό

κι ότι η ζωή απλά είναι ξελογιάστρα

κι έχει ετοιμάσει για σένα επωδό

στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.
-

Ήθελες Θεός να γίνεις στο κενό

κι εκεί ψηλά να κάνει συ χαλάστρα

μάθε όμως πρώτα και τι θα πει καλό

στο χώμα εσύ, και πιο ψηλά τα άστρα.

****************

Εγώ ο εχθρός μου

Το μόνο που φοβάμαι είμ’ εγώ, εγώ ο εχθρός μου

δεν φταίνε τα φεγγάρια αν δεν γίνονται οι ευχές

δεν φταίει η αγάπη αν δεν τη βλέπω εμπρός μου

φταίω μονάχα εγώ για τις δικές μου αμυχές.
-

Δεν φταίνε τα φεγγάρια αν δεν γίνονται οι ευχές

δεν φταίνε ούτε τα κύματα με την ωραία ρότα

φταίω μονάχα εγώ για τις δικές μου αμυχές

γιατί ποτέ δεν κοίταξα των αστεριών τα φώτα.
-

Δεν φταίνε ούτε τα κύματα με την ωραία ρότα

ούτε η αλμύρα φταίει που θάμπωσε η καρδιά

γιατί ποτέ δεν κοίταξα των αστεριών τα φώτα

ποτέ δεν άπλωσα το χέρι εκεί για δυο φιλιά.
-

Ούτε η αλμύρα φταίει που θάμπωσε η καρδιά

ούτε τα καλοκαίρια που τις καρδιές ζεσταίνουν

ποτέ δεν άπλωσα το χέρι εκεί για δυο φιλιά

και δεν φοβήθηκα ποτέ φιλιά που ανασταίνουν.
-

Ούτε τα καλοκαίρια που τις καρδιές ζεσταίνουν

τον ήλιο δεν φοβήθηκα να του φωνάξω δώσ’ μου

και δεν φοβήθηκα ποτέ φιλιά που ανασταίνουν.

το μόνο που φοβάμαι είμ’ εγώ, εγώ ο εχθρός μου.


André Breton (1896 – 1966), «Ο Ελεύθερος Γάμος» (μετφρ.-σημείωμα: Κώστας Ριτσώνης)

$
0
0

 

Η γυναίκα μου με τα μαλλιά της φωτιάς του ξύλου
Με σκέψεις των αστραπών της ζεστασιάς
Με τη μέση της κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη σιλουέτα της ενυδρίδας μέσα στης τίγρης τα δόντια
Η γυναίκα μου με κονκάρδα το στόμα της και με το μπουκέτο
των άστρων του τελευταίου μεγαλείου
Με δόντια αποτυπώματα του λευκού ποντικού πάνω στην άσπρη γη
Mε την κεχριμπαρένια γλώσσα την καθαρισμένη
Η γυναίκα μου με τη γλώσσα της μαχαιρωμένης όστιας
Με τη γλώσσα της κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με τη γλώσσα της πέτρας της απίστευτης
Η γυναίκα μου στα βλέφαρά της κοντύλια των μικρών παιδιών
Στα φρύδια της η άκρη της χελιδονοφωλιάς
Η γυναίκα μου στους κροτάφους της οι σχιστόλιθοι σκεπής θερμοκηπίου
Και με τους αχνούς στα τζάμια
H γυναίκα μου με τους ώμους της σαμπάνιας
Και με σιντριβάνι από κεφάλια δελφινιών που ζουν κάτω απ’ τον πάγο
Η γυναίκα μου με τους καρπούς σαν τα σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα του τυχαίου και του άσσου κούπα
Με τα δάχτυλα του κομμένου χόρτου
Η γυναίκα μου με τις μασχάλες των αλεπούδων της νύχτας του Άη Γιάννη
Με μπράτσα απ’ τον αφρό της θάλασσας και του υδατοφράκτη
Και με το ανακάτωμα του σταριού και του μύλου
Η γυναίκα μου με τις γάμπες σα ρουκέτα
Με κινήσεις ρολογιού κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με κνήμες απ’ το μεδούλι του κουφόξυλου
Η γυναίκα μου με πόδια γράμματα κεφαλαία
Με πόδια αρμαθιά κλειδιά στο πόδια των πιωμένων καλφάδων
Η γυναίκα μου με μαργαριταρένιο κριθάρι στο λαιμό
Η γυναίκα μου με χρυσή κοιλάδα στήθος
Το ραντεβού μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Στα στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινά καλύβια
Η γυναίκα μου με στήθια όρυγμα ρουμπινιών
Με τα στήθια φάντασμα του τριαντάφυλλου κάτω απ’ την τριανταφυλλιά
Η γυναίκα μου με την κοιλιά ξεδίπλωμα της βεντάλιας των ημερών
Με την κοιλιά γαμψό νύχι γιγάντιο
Η γυναίκα μου με την πλάτη του πουλιού που δραπετεύει κάθετα
Με την πλάτη του ζωηρού ασημιού
Με την πλάτη του φωτός
Με σβέρκο από τυλιγμένη πέτρα και βρεγμένη κιμωλία
Και το πέσιμο ενός ποτηριού απ’ όπου μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με τους γοφούς της βάρκας
Με τους γοφούς της γυαλάδας και τις φτερούγες του βέλους
Και από κοτσάνια φτερών του άσπρου παγωνιού
Της ζυγαριάς της άσπλαχνης
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από κεραμικό και από αμίαντο
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από την πλάτη του κύκνου
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια της άνοιξης
Με το σεξ της γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με το σεξ της διευθέτησης και του ορνιθόρρυγχου
Η γυναίκα μου με το σεξ από φύκια και από αρχαίες καραμέλες
Η γυναίκα μου με το σεξ του καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια με δάκρυα γεμάτα
Με τα μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια της σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερό να το πιείς στην φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια δάσος συνέχεια κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια της στάθμης του νερού της στάθμης του αέρα της γης και της φωτιάς

 

**********

 

Σημείωμα

 

Ο André Breton ήταν φίλος του Πωλ Βαλερύ και θαύμαζε τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ,  τον Λωτρεαμόν και τον Μαλλαρμέ …έκανε παρέα με τον Απολλινέρ ….μελέτησε τις θεωρίες του Φρόυντ και μαζί με τον Σουπώ και τον Ντεσνός στερα από πειράματα υπνωτισμού ανακάλυψαν την αυτόματη γραφή. Ίδρυσε το κίνημα « νταντά», Το τραγούδι του ντανταϊστή / που είχε το νταντά μες στην καρδιά /κούρασε πολύ τη μηχανή του / που κι αυτή είχε το νταντά μες στην καρδιά  (Φιλίπ Σουπώ). Έγραψε τα τρία μανιφέστα του υπερρεαλισμού. Πιστός στις θεωρίες του και στον έρωτα μάς συγκινεί με ένα δικό του έντονο και αφηρημένο τρόπο .

Λένα Παππά: «Έξω είμαι περισσότερο γνωστή απ’ ότι στον τόπο μου». (Αποκλειστική συνέντευξη)

$
0
0

(Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο της ποιήτριας)

 

Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή

 

Aποτελεί μια από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις της σύγχρονης ποιητικής μας παραγωγής. Πολυγραφότατη και πολυτραγουδισμένη, («Της Αγάπης μαχαιριά», «Το δωμάτιο» κ.ά.) και ταυτόχρονα ακριβοθώρητη και εκτός ποιητικό-κριτικών κυκλωμάτων, η κα Λένα Παππά, μιλά αποκλειστικά στο ΠΟΙΕΙΝ, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της,  με την πείρα των ογδόντα χρόνων της και με την άχρονη αθωότητα ενός ανθρώπου που οι λέξεις σπάνε το φράγμα της σιωπής μονάχα από ανάγκη έκφρασης.

 

 

Σ.Α.: «Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Τάσος Λειβαδίτης). Ποιες είναι οι δικές σας αναμνήσεις από τον «πρώτο σας στίχο»;

 

Λ.Π.: Στο Γυμνάσιο ήμουν η πρώτη μαθήτρια. Εγραφα πολύ καλές εκθέσεις αλλά το πράγμα σταματούσε εκεί. Το πρώτο μου ποίημα προέκυψε από μία σχολική εργασία. Η καθηγήτριά μας των Νέων Ελληνικών, μας πρότεινε ένα διήγημα του Βιζυηνού -αν θυμάμαι καλά “ο γυρισμός του ξενητεμένου” να το διασκευάσουμε άλλη σε ζωγραφικό πίνακα, άλλη σε ποίημα κι άλλη σε θεατρικό έργο. Εγώ το έκανα ποίημα με ομοιοκαταληξίες, διαβάστηκε στην τάξη, άρεσε πολύ και πήρα θάρρος. Μετά έγραψα τις 4 εποχές, τις έδειξα στην καθηγήτρια που τις επαίνεσε….και αυτό ήταν. Συνέχισα ακάθεκτη να γράφω. Στην επόμενη τάξη ευτύχησα να έχω μια φωτισμένη φιλόλογο, που με ενεθάρρυνε πολύ και μάλιστα μια μέρα με πήρε και με πήγε στον Μυριβήλη, που ήταν συμπατριώτης και φίλος της, γιατί σκέφτηκε πως μια έγκυρη γνώμη ενός πραγματικού λογοτέχνη θα ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Ο Μυριβήλης διάβασε όλα μου τα ποιήματα με μεγάλη προσοχή και μου είπε: “Να συνεχίσεις να γράφεις να διαβάζεις πολύ, να γράφεις και να σκίζεις, να γράφεις και να σκίζεις”. Και γυρνώντας προς τη μεριά της, τόνισε: “Νομίζω πως έχει ταλέντο αλλά αν δεν το καλλιεργήσει δεν θα καταφέρει τίποτε. Είναι όπως το χωράφι που έχει γόνιμο χώμα, αλλά αν δεν το οργώσεις, τίποτε δεν θα φυτρώσει εκεί”. Βέβαια και να μου έλεγε να τα παρατήσω, δεν θα τον άκουγα, γιατί εκείνο που μ’ έσπρωχνε να γράφω ήταν έξω από τις δυνάμεις και τον έλεγχό μου, μια ζωτική ανάγκη, κάτι σαν την αναπνοή. Αλλά βέβαια αυτή η ενθάρρυνση στάθηκε αποφασιστική για μένα. Μετά, ακολούθησαν κι άλλες προτροπές κι άλλοι θαυμασμοί. Αλλά το μεγάλο χρέος μου είναι στον πνευματικό Φίλο και Δάσκαλό μου, Παντελή Πρεβελάκη, που κοντά του στην ΑΣΚΤ μαθήτευσα τόσα χρόνια ως βοηθός και μαθήτριά του. Ο Πρεβελάκης με εγκαρδίωσε, με κατήυθυνε και με στήριξε σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία και μ΄ έμαθε την αληθινή αξιοπρέπεια του Δημιουργού: να στηρίζομαι μόνο στην όποια αξία του έργου μου, να μη μιμούμαι κανέναν και να χειρίζομαι σωστά τη γλώσσα. Το πρώτο εκείνο ποίημα δεν το έχω πια. Από τους “πρώτους” όμως στίχους μου θυμάμαι ένα ποίημα με τον τίτλο “Άδειες ζωές” που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ραδιοφωνικό περιοδικό της εποχής “Εδώ Αθήναι” (1947) που τελειώνε έτσι:

“Σ’ όλες τις χώρες πόσο άδεια ζουν
μορφές ανθρώπων ζωντανών που έχουν πεθάνει
που αφήνουν μέρες, βράδυα και μαδούν
απ’ της ζωής το γοργομάραντο στεφάνι”

 

 

Σ.Α.: Περάσατε τη παιδική και νεανική σας ηλικία σε δύσκολες επόχες (δεκαετία ‘40-’50). Ποια ήταν η «θέση» της λογοτεχνίας στη ζωή σας εκείνα τα χρόνια;

 

Λ.Π.: Από μικρή μου άρεσε πολύ το διάβασμα. Μετά τα παραμύθια, που τα λάτρεψα και τα λατρεύω ακόμη, ήρθε και η σειρά της λογοτεχνίας. Τότε υπήρχε η “Διάπλαση των Παίδων” αυτό το εξαίρετο περιοδικό με διευθυντή τον Γρηγόρη Ξενόπουλο, τον αλησμόνητο Φαίδωνα, με μεταφράσεις ποιημάτων και μυθιστορημάτων, δοκιμίων και διηγημάτων, με τη σελίδα συνεργασίας των συνδρομητών (ένας θησαυρός). Συνέχισα λοιπόν να διαβάζω και να γράφω παράλληλα με τις γυμνασιακές μου σπουδές όχι μόνον ό,τι βιβλία έπεφταν στα χέρια μου, αλλά και βιβλία που έπαιρνα από δανειστικές βιβλιοθήκες. Βενέζης, Μυριβήλης, Πορφύρας, Σολωμός, Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Μαλακάσης, Κάλβος και άλλοι που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό ήταν η αγαπημένη μου συντροφιά – καθώς και οι μεταφρασμένοι ξένοι Κνούτ Χάμσουν, Βαλερύ κι ένα σωρό άλλοι.

 

Σ.Α.: Σπουδάσατε Ιστορία και Αρχαιολογία, Γαλλική Φιλολογία και Ιστορία της Τέχνης μεταξύ των άλλων. Πιστεύετε οτι ήταν «ενισχυτικές» σπουδές για την ποιητική σας τέχνη ή η ποίηση για εσάς ήταν κάτι που θα ανέβλυζε ούτως ή άλλως;

 

Λ.Π.: Φυσικά και ήταν ενισχυτικές οι σπουδές μου για την ποιητική τέχνη γιατί το ταλέντο να γράφεις ποίηση μπορεί να είναι ένα χάρισμα, ένα δώρο Θεού, αλλά χωρίς παιδεία και παράλληλη καλλιέργεια δεν μπορεί να αποδώσει. Είναι ακριβώς αυτό που είχε πει ο Μυριβήλης παρομοιάζοντάς το με χωράφι με γόνιμο χώμα που μένει αγεώργητο.

 

Σ.Α.: Πώς θα ορίζατε εσείς την «Τέχνη»; Τι ρόλο έχει στη ζωή ενός ανθρώπου;

 

Λ.Π.: Τέχνη: από το τίκτω: δημιουργώ: η ενέργεια του ανθρώπου να αποκρυσταλλώνει τα συναισθήματά του σε καλλιτεχνικές μορφές. Σκοπός της είναι να γεννήσει αισθητική συγκίνηση, να ανυψώσει τον άνθρωπο και να τον απομακρύνει από την πεζότητα του βίου. Είναι μια σύνθετη πνευματική λειτουργία: μας μεταμορφώνει εσωτερικά, μας χαρίζει μια μυστική αγαλλίαση, φωτίζει την ηθική μας συνείδηση, καλλιεργεί την ευαισθησία μας, μας χαρίζει στιγμές αιωνιότητας, μας ευεργετεί. Είναι μια κάθαρση, θα μπορούσα να πω. Στην αρχή ήταν ωφελιμιστική (βλ. Σπήλαια της Αλταμίρα και του Τασσιλί όπου σχεδίαζαν τα θηράματα για να τα συλλάβουν σύμφωνα με τη μαγική αντίληψη που είχαν τότε). Αργότερα έγινε αυτοσκοπός. Και είναι ο καθρέφτης κάθε εποχής. Αλλά βέβαια δεν επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο όλους τους ανθρώπους γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια ψυχοσύνθεση ούτε την ίδια ευαισθησία.

 

Σ.Α.: Τι ρόλο είχε για εσάς;

 

Λ.Π.: Για μένα ήταν και είναι ένα μαγικό γυαλί που μου φανερώνει ανείδωτους κόσμους, με πλουτίζει, με ανανεώνει, με γεμίζει άρρητες συγκινήσεις και με παρηγορεί για τις βαναυσότητες της ζωής. Έπαιξε τον πρώτο ρόλο στις επιλογές, τα κριτήριά μου, στη στάση μου απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους.

 

 

 

Σ.Α.: Με ποια Εποχή της Τέχνης αισθάνεστε πιο οικεία;

 

Λ.Π.: Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία, θεωρώ ότι μπορώ να πω πως η τέχνη των κλασσικών χρόνων είναι εκείνη που με κάνει να τη νιώθω πιο κοντά μου, πιο κοντά στον άνθρωπο γενικά.

 

Σ.Α.: Πιστεύετε οτι περισσότερο οι κοινωνικές συνθήκες καθορίζουν την Τέχνη ή μπορεί να λειτουργήσει και πιο αυτόνομα;

 

Λ.Π.: Πιστεύω πως οι κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν αναπόφευκτα την Τέχνη, γιατί οι καλλιτέχνες, δηλαδή αυτοί που την δημιουργούν και την υπηρετούν, δεν ζούν αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό, και μάλιστα, ως ευαίσθητοι δέκτες, επηρεάζονται τα μέγιστα από τα διάφορα γεγονότα. Ο Καβάφης έλεγε πως “η τέχνη σου δίνει το δικαίωμα να ζεις μέσα από αξίες και να γίνεσαι καλαίσθητος”.

 

Σ.A.: Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξατε Έφορος της Βιβλιοθήκης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και Προιστάμενη Γραμματείας. Ποιες είναι τα «συμπεράσματά» σας από τη «λειτουργία» της;

 

Λ.Π.: Για όσο διάστημα ήμουν στην ΑΣΚΤ, μπορώ να πω πως ήταν μια λαμπρή περίοδος με περίφημους καθηγητές όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γιάννης Παππάς, ο Απάρτης, ο Κώστας Γραμματόπουλος, ο Γιάννης Μόραλης -που ήταν κορυφαίοι ο καθένας στον τομέα του και οι σπουδαστές ήταν επίσης άξιοι των δασκάλων τους. Η ΑΣΚΤ ήταν μία από τις καλύτερες Σχολές Τέχνης στον κόσμο. Από τότε που έφυγα δεν ξέρω τι έχει γίνει και δεν μπορώ να εκφράσω κανενός είδους άποψη.

 

 Σ.Α.: Αναφερθήκατε στον Παντελή Πρεβελάκη. Πιστεύετε οτι είναι «αδικημένος» από τους μεταγενέστερους;

 

Λ.Π.: Αν είχε γεννηθεί σε κάποια χώρα του εξωτερικού και όχι στην Ελλάδα, θα είχε απολαύσει τις μεγαλύτερες διακρίσεις και τιμές. Δυστυχώς εδώ δεν εκτιμήθηκε το μέγεθος και η προσφορά του όσο έπρεπε παρόλο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην τέχνη και στην λογοτεχνική δημιουργία. Πίστευε βαθιά στον άνθρωπο και τις δυνατότητές του και το έργο του είναι γεμάτο αγάπη για την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη που την ανάδειξε μέσα από τα βιβλία του, τα οποία μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες.

 

 

 

Σ.Α.: Είστε πραγματικα πολυγραφότατη. Πώς και πότε ξεκίνησε η πρώτη σας επαφή με τον εκδοτικό χώρο; Υπήρξε κάποιος «λογοτεχνικός» μέντοράς σας;

 
Λ.Π.: Η πρώτη μου επαφή με τον εκδοτικό χώρο ξεκίνησε το 1956 που τύπωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή “Ποιήματα” για την οποία πήρα πολύ καλές κριτικές. Μέχρι το 1962 που πήγα στην ΑΣΚΤ να εργασθώ, δεν είχα κανένα “μέντορα”. Έδειχνα τα ποιήματά μου σε φίλους και απ’ αυτό το πρόχειρο γκάλοπ ξεχώριζα όσα νόμιζα πως άξιζαν να τα τυπώσω. Όταν γνώρισα τον Πρεβελάκη είχα ήδη εκδώσει δύο βιβλία και είχα αρχίσει να δημοσιεύω ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Ο Πρεβελάκης με στήριξε δίνοντάς μου συμβουλές πολύτιμες για την ποίηση και δίνοντάς μου διευθύνσεις λογοτεχνών του εξωτερικού και περιοδικών καθώς και εκδοτικών οίκων και έτσι άρχισε μια περίοδος δημιουργίας και επικοινωνίας με άλλους ποιητές, που μου άνοιξε νέους ορίζοντες. Τότε εξέδωσα και στον περίφημο γαλλικό οίκο Σεγκέρς τα ποιήματά μου, με τη φωτογραφία μου στο εξώφυλλο, στη σειρά που εξεδίδοντο ο Κουαζίμοντο, η Αχμάτοβα κ.α. περίφημοι ποιητές.

 

Σ.Α.: Η πορεία σας δείχνει οτι δεν ανήκατε ποτέ στις λεγόμενες «λογοτεχνικές παρέες». Γιατί;

 

Λ.Π.: Σε καμμιά λογοτεχνική παρέα δεν ανήκω για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχα καιρό, ούτε διάθεση γιατί εν τω μεταξύ είχα προβλήματα με την υγεία του πατέρα μου, μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας μου- αλλά και γενικά, λόγω ιδιοσυγκρασίας, αν θέλετε, δεν ανήκα ποτέ σε καμμιά παρεούλα, και προσπάθησα να κρατηθώ μακριά από την αβυθομέτρητη φιλοδοξία και κενοδοξία των περισσοτέρων, και να μείνω απέξω από διαμάχες και άχρηστες τυμπανοκρουσίες. Πριν διοριστώ στη Σχολή, πήγαινα πότε-πότε στον Μάριο Βαγιάνο, που είχε το ονομαζόμενο “Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας” όπου είχα γνωρίσει διάφορους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και τον Νίκο Καρούζο αλλά μετά έπαψα να πηγαίνω για όλους τους παραπάνω λόγους αλλά και λόγω ελλείψεως χρόνου.

 

Σ.Α.: Έχετε δοκιμαστεί σε πολλά είδη του λόγου: από θεατρικά μονόπρακτα (ανέκδοτα) μέχρι μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια κ.τ.λ. Όλη αυτή η πολυγραφία και πολυπραγμοσύνη χρειάζεται αμέτρητες ώρες ενασχόλησης. Πώς τα καταφέρνατε;

 
Λ.Π. .: Η αλήθεια είναι πως έχω γράψει και πεζά, διηγήματα, δοκίμια, παιδική ποίηση και ένα μυθιστόρημα, καθώς επίσης και θεατρικά μονόπρακτα που παίχτηκαν κατά καιρούς. Η ουσιαστική μου ενασχόληση όμως ήταν και είναι η Ποίηση. Μ’ αρέσει να γυρνώ ανάποδα το κλειδί. Κάθε τολμηρό βήμα είναι κι ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Το έκανα αφενός γιατί είχα πράγματα να βγάλω από μέσα μου, κι αφετέρου για να δω αν θα τα καταφέρω. Οι δυσκολίες που έχει ο πεζός λόγος, ήταν μια πρόκληση για μένα. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ένας ποιητής μπορεί να γράψει και πεζό λόγο, ενώ ένας πεζογράφος δεν μπορεί να γράψει ποίηση, γιατί ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται. Όσο για το πού εύρισκα το χρόνο, είναι πολύ απλό: ξενυχτούσα. Όταν κανείς θέλει κάτι πάρα πολύ, βρίσκει τον τρόπο να το καταφέρει. Άλλωστε τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση, ούτε έκανα τη μεγάλη ζωή.

 

Σ.Α.: Ποιο ήταν το κριτήριο και το μέτρο έκδοσης των ποιημάτων σας; Σας προβλημάτισε ποτέ ο φόβος της επανάληψης; Ή του κορεσμού των θεματικών σας σε συνάρτηση με την κλασική φράση «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ».

 
Λ.Π.: Να μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Και βέβαια με προβλημάτισε ο φόβος της επανάληψης. Αλλά δοθέντος ότι τα θέματα είναι λίγο πολύ τα ίδια για όλους, ο Θεός, ο Έρωτας, ο Θάνατος, η Μοναξιά κλπ. είδα ότι εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι πώς αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα διάφοροι άνθρωποι. Σημασία δεν έχει επίσης τι θα πεις, αλλά πώς θα το πεις, δηλαδή ο προσωπικός τόνος. Όλοι πάνω-κάτω λέμε τα ίδια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Όσο για το “ουκ εν τω πολλώ το ευ”, ομολογώ ότι ακόμα και σήμερα με απασχολεί και προσπαθώ όσο μπορώ να μειώνω την πολυλογία – καταργώντας όσο γίνεται κοσμητικά επίθετα, περιγραφές και τα ευκόλως εννοούμενα.

 

Σ.Α.: Με ποιους ποιητές αισθάνεστε συγγένεια;

 
Λ.Π.: Επιρροές δέχθηκα πολλές, γιατί τα διαβάσματα ήταν πάμπολλα. Δέχτηκα επιρροή από τον Καβάφη, από τον Ελύτη, από τους Γάλλους συμβολιστές, από τον Βαλερύ, τον Μπόρχες, τον Τζόϋς, ούτε και μπορώ να θυμηθώ πόσους και ποιους. Προσπάθησαν να μην τους αντιγράψω, και να εκφραστώ υπακούοντας στο φυσικό μου. «Κάθε πουλί με τη λαλιά του κελαηδεί», μου έλεγε ο Πρεβελάκης και αυτό δεν το ξέχασα ποτέ.

 

 

 

Σ.Α.: Η ποίησή σας έγινε πανελληνίως γνωστη μέσω της μελοποίησης τριών ποιημάτων σας από τους αφους Κατσιμίχα. Ποιο ειναι το ιστορικό της γνωριμίας σας;

 

Λ.Π.: Τον Οκτώβριο του 1994 έλαβα ένα γράμμα από τους αδελφούς Κατσιμίχα με το οποίο με πληροφορούσαν πως είχε βρει τυχαία ο Χάρης στη βιβλιοθήκη ενός φίλου τους το βιβλίο μου «Αρτεσιανά» και ο Χάρης έβαλε μουσική σε τέσσερα από τα ποιήματά μου, και μου ζητούσαν αφού τα ακούσω, να τους επιτρέψω να τα γυρίσουν σε δίσκο, εάν συμφωνώ.
Σημειωτέον ότι επειδή μου άρεσαν πάντα τα τραγούδια τους κι ήμουν θαυμάστριά τους, είχα ονειρευτεί πολύ καιρό πριν, να μπορούσα να τους δώσω στίχους μου να μελοποιήσουν, και τους είχα στείλει το τελευταίο βιβλίο μου, ΤΑ ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ με την κόρη μου, επίσης φανατική θαυμάστριά τους, στην τελευταία παράσταση που είχαν δώσει στο ΜΕΤΡΟ το 1991. Εκείνη το παρέδωσε σε έναν συνεργάτη τους –ο οποίος μάλλον το ξέχασε και δεν τους το έδωσε. Το συγκεκριμένο δηλαδή βιβλίο δεν έφτασε ποτέ στα χέρια τους. Ο Χάρης όμως κατά μία καταπληκτική σύμπτωση, αντίτυπο του ίδιου βιβλίου που τους πήγε η κόρη μου και που ποτέ δεν έφτασε στα χέρια τους, βρήκε τυχαία στη βιβλιοθήκη ενός φίλου του εκείνες ακριβώς τις μέρες, το δανείστηκε, το διάβασε, του άρεσε και περίπου δύο χρόνια μετά, όπως μου είπε, έγραψε τη μουσική και την άφησε σ’ ένα συρτάρι για πολύ καιρό. Έπειτα, κάποια στιγμή, όταν την ξανάκουσε, διασκεύασε κατάλληλα τα κείμενα και τα έκανε τραγούδια, τα οποία και ηχογράφησε και μου τα έστειλε μαζί μ’ ένα ωραιότατο γράμμα με λόγια της καρδιάς, εξιστορώντας μου τα γεγονότα και την περίεργη σύμπτωση με το βιβλίο που τη χαρακτήρισε «λίγο μεταφυσική». Φυσικά ενθουσιάστηκα, κολακεύτηκα, χάρηκα πάρα πολύ κι έδωσα αμέσως τη συγκατάθεσή μου γιατί τους αισθάνθηκα «συγγενικούς μου», πολύ κοντά στην ψυχή μου. Ένιωσα πως «δεν έγραψα στο νερό» και πως η φωνή μου βρήκε ευήκοον ούς. Τι άλλο θέλει ένας ποιητής για το έργο του;
Βέβαια δεν αυτή η πρώτη φορά που μελοποιήθηκαν ποιηματά μου. Στην αρχή της ποιητικής μου πορείας, ο Μίμης Πλέσσας μελοποίησε ορισμένα μου ποιήματα τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τραγουδιστή το Νίκο Νομικό και τη Βασιλική Λαβίνα. Αλλά η δουλειά των αδελφών Κατσιμίχα ήταν ένας μικρός θρίαμβος. Σημειωτέον ότι το τραγούδι “Της αγάπης μαχαιριά” τραγουδήθηκε επίσης από τον Νταλάρα και τον Μάριο Φραγκούλη και μπήκε και τίτλος και σε σήριαλ της τηλεόρασης.

 

 

 

Σ.Α.: Πώς αισθανθήκατε που ποιήματά σας έγιναν τραγούδια ευρέως γνωστά;

 
Λ.Π.: Τελικά αυτή η μελοποίηση των ποιημάτων μου έγινε αφορμή να γνωρίσει πολύς κόσμος την ποίησή μου και μ’ έβγαλε αρκετά από το καβούκι μου – γιατί εγώ δεν είχα ποτέ πολλά πάρε-δώσε με τη δημοσιότητα. Δεν τα καταφέρνω με τις δημόσιες σχέσεις. Το ωραίο είναι πως απ’ αυτή την ιστορία πήρα και χρήματα, γιατί σε κάθε μετάδοση των τραγουδιών από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση η ΑΕΠΙ μας έδινε ποσοστά. Μ’ αυτά μπόρεσα να εκδώσω τους άλλους τρεις τόμους των Απάντων μου.

 

Σ.Α.: Μιλήστε μου και για τις άλλες μελοποιήσεις του έργου σας.

 
Λ.Π.: Στη συνέχεια ήρθαν κι άλλες προτάσεις κι από άλλους μουσικούς και τραγουδοποιούς, όπως από τον Γιάννη Νικολάου, τον Γιώργο Αλτή κ.α. που μελοποίησαν εξίσου πετυχημένα ερωτικά και άλλα ποιήματά μου («Το κακό παιδί», «Τι χρώμα να’ χει ο έρωτας» κλπ) που τραγουδήθηκαν από εξαίρετους τραγουδιστές όπως ο Παντελής Θαλασσινός, η Καλλιόπη Βέτα, η Λυδία Σέρβου κ.λ.π. Είναι πολύ σημαντικό για ένα ποιητή να βρίσκει ηχώ στα λόγια του και απ’ αυτή την άποψη δεν έχω κανένα παράπονο.

 

Σ.Α.: Γιατί είστε εκτός «ποιητικής και κριτικής -δημοσιογραφικής καθεστυκυίας τάξης» αν και το έργο σας έχει γνωρίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και αποδοχή του κόσμου;

 
Λ.Π.: Όπως πολύ σωστά λέτε, παρόλες αυτές τις επιτυχίες και τις τιμητικές διακρίσεις που έχω λάβει, και εδώ και στο εξωτερικό, είμαι «εκτός ποιητικής και δημοσιογραφικής καθεστυκυίας τάξης». Δεν είναι δύσκολο να το αιτιολογήσω, είναι γνωστό σε όλους: Έτσι και δεν μπεις σε κάποιο κλειστό κύκλωμα, σε κάποια «παρεούλα», έτσι και δεν έχουν κάποιο συμφέρον από σένα, ή δεν έχεις καλές δημόσιες σχέσεις, σε αγνοούν εντελώς, σε θάβουν επιμελώς στη σιωπή.
Έξω είμαι περισσότερο γνωστή απ’ ότι στον τόπο μου. Είναι αλήθεια πως έχουν εκδοθεί βιβλία μου στην Ισπανία και τη Γαλλία κι έχουν μεταφραστεί ποιήματά μου στην Πολωνία, Γερμανία, Αμερική, Καναδά κλπ. Φυσικά δεν θέλω να πω ότι νιώθω σαν παραγνωρισμένη αξία. Κάθε άλλο μάλιστα. Και τα βραβεία μου τα πήρα και ανθολογήθηκα σε πολλές Ανθολογίες και το πιστό μου αναγνωστικό κοινό έχω και συνεργάστηκα και συνεργάζομαι με διάφορα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, (Νέα Εστία, Ευθύνη, Πάροδος κλπ) και το ποίημά μου για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο μπήκε στο Αναγνωστικό του Γυμνασίου, η σύγκριση όμως π.χ. με την Πολωνία όπου μεταφράστηκαν τα βιβλία μου και κλήθηκα δύο φορές να συμμετάσχω σε Παγκόσμιο Φεστιβάλ Ποιήσεως όπου ήμουν το τιμώμενο πρόσωπο, ενώ παράλληλα γίνονταν παρουσιάσεις των έργων μου στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση χωρίς να χρειαστεί να παρακαλέσω κανέναν, πώς να το κάνουμε, είναι συντριπτική.
Εδώ πήρα δύο φορές το βραβείο ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών (Λάμπρου Πορφύρα και Κώστα & Ελένης Ουράνη) και όχι μόνο κανείς δεν μου πήρε συνέντευξη, αλλά το έγραψαν στα ψιλά των εφημερίδων κάνοντας μάλιστα λάθος στο όνομα!
Γι αυτό θα πω πάλι το κοινότοπο: «Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι». Είναι μια πικρή αλλά αληθινή διαπίστωση.

 

Σ.Α.: Το 1993 πήρατε το Α’ Βραβείο ποίησης της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Η ποιητική τέχνη (αλλά και κάθε μορφή τέχνης) πιστεύετε οτι μπορεί να περιχαρακώνεται σε επιθετικούς προσδιορισμούς όπως «Χριστιανικά» Γράμματα;

 
Λ.Π.: Όχι βέβαια. Η Τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια γιατί προϋποθέτει την ελευθερία της έκφρασης. Και ένας άθεος μπορεί να γράψει ή να δημιουργήσει ωραιότατα πράγματα, και οι ταμπέλες του είδους δεν εξυπηρετούν την Τέχνη αλλά άλλου είδους σκοπιμότητες. Εγώ τότε πήρα το βραβείο για τα βιβλία μου «Ενδόφωνα» και «Ουρανοδρόμιο» (που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου) και τα οποία περιέχουν θρησκευτική ποίηση, που έγραψα την εποχή που περνούσα μία περίοδο έντονου θρησκευτικού προβληματισμού και αμφισβήτησης.

 

Σ.Α.: Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή;

 
Λ.Π.: Η ποίηση σήμερα είναι σκοτεινή, γεμάτη θλίψη και άρνηση, ηθελημένα δύσκολη, ένας καθρέφτης δηλ. της εποχής μας (γιατί ο ποιητής αντανακλά την εποχή του, δεν μπορεί να μένει έξω από τα προβλήματα του καιρού του) και αυτό είναι το πρώτο της μειονέκτημα. Το δεύτερο είναι η ερμητική της γραφή που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι «τι θέλει τέλος πάντων να πει ο ποιητής».
Η απελευθέρωση από τους μετρικούς κανόνες, η ασυδοσία, θα έλεγα καλύτερα, που επικρατεί στο χώρο του ελεύθερου στίχου, αποθρασύνει πολλούς να αυτοχρισθούν ποιητές, γράφοντας ό,τι τους κατέβει χωρίς συνέπειες (ενώ π.χ. κάποιος διώκεται για παραποίηση επαγγέλματος, δεν διώκεται για παραποίηση λειτουργήματος) κι έτσι γεμίζει η αγορά από ποετάστρους της πεντάρας που διασύρουν την ποίηση. Γιατί, ενώ φαίνεται τόσο απλό, ένα χαρτί κι ένα μολύβι μόνο χρειάζεται, στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου, για τον απλούστατο λόγο ότι ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται.
Η εποχή μας είναι άκρως αντιποιητική. Κι όμως παρατηρείται ένας ποιητικός εκδοτικός οργασμός γιατί τα ¾ των Ελλήνων συγγράφουν και εκδίδουν βιβλία που σχεδόν κανένας δεν διαβάζει. Η ποίηση όμως δεν είναι καθημερινής χρήσεως. Είναι μια πολυτέλεια, όπως έλεγε και ο Νίκος Καρούζος, και η εποχή μας δεν την ευνοεί ενώ την έχει –περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ανάγκη. Μέσα σ’ αυτούς τους καιρούς της μόνωσης και της ασφυξίας, της αλλοτρίωσης και της μαζοποίησης, η χειρονομία επικοινωνίας που κάνει ο ποιητής στον συνάνθρωπο μοιάζει παράλογη και σχεδόν κωμική. Ο Χάϊντερλιν αναρωτιέται:
«Κι ο ποιητής,
τι χρειάζεται τον αιώνα των μηχανών ο ποιητής»
Όμως αυτό είναι το λάθος: Η ποίηση, «αυτό το τίμιο ξύλο των αιώνων» (Ελύτης) είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, τις ρίζες και την αλήθεια μας. Αν λείψει η Ποίηση, θα ομοιωθούμε των αγαλμάτων και των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, που όλα σχεδόν μπορούν να τα κατορθώσουν, εκτός από το να νιώσουν συναισθήματα. Η ποίηση που μας χαρίζει «τη λάμψη και το άρωμα των σκοτεινών πραγμάτων» είναι η «σωσίβια βάρκα μας» γιατί διασώζει την κρυφή ψυχή μας. Σήμερα, εποχή της ατομικιστικής ζωής, η τέχνη παίρνει ολοένα και περισσότερο ιδιωτικό χαρακτήρα και στην ποίηση επικρατούν τα ατομικά αισθήματα. Μέσα σ’ αυτή την ποίηση όμως, ο καθένας βρίσκει το πρόσωπό του και διαβάζοντάς την, κατά κάποιο τρόπο λυτρώνεται. Ο ποιητής γίνεται η φωνή εκείνων που δεν μπορούν να εκφραστούν και γι αυτό τελικά πιστεύω πως η ποίηση δεν θα χαθεί, γιατί θα είναι σαν να πετάμε την ψυχή μας.

 

 

 

 

Σ.Α.: Χρειάζεται συμβουλές ένας νέος ποιητής και γενικότερα νέος δημιουργός;

 
Λ.Π.: Και βέβαια χρειάζεται συμβουλές. Όπως μου είπε και μένα κάποτε ο Μυριβήλης, «να γράφεις και να σκίζεις, να γράφεις και να σκίζεις, να σκίζεις» και το άλλο, το σοφό, του Πρεβελάκη που σας το ανέφερα ήδη «να μείνεις εσύ, ο εαυτός σου» γιατί «κάθε πουλί με τη λαλιά του κελαηδεί». Δηλαδή να μην μιμηθείς κανέναν.

 

Σ.Α.: Κλείνω με μια υποθετική και κλασική ερώτηση: Αν μένατε στην ιστορία των Γραμμάτων με ένα μόνο ποίημά σας, ποιο θα θέλατε αν ειναι αυτό;

 
Λ.Π.: Είναι μια ερώτηση δύσκολη ν’ απαντηθεί, γιατί οποιαδήποτε απάντηση θα ήταν άδικη για τα υπόλοιπα ποιήματά μου, -αφού είναι όλα τους παιδιά μου, αλλά επιμένοντας και ψάχνοντας, θα μπορούσα να ξεχωρίσω το ποίημα «Πολλά δε γύρεψα» στον Β΄ Τόμο των Απάντων μου, που ίσως αποτελεί μια περίληψη της ζωής μου ή μάλλον της ψυχής μου.

 

*********************

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956
 ΛΑΜΠΗΔΟΝΕΣ 1960
 ΨΙΘΥΡΟΙ 1963 (Εκδόσεις των Φίλων)
 ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ 1967
 POESIES 1969 (Editions Pierre Seghers, Paris Collection:Autour du monde)
 ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ 1973 (Εκδόσεις των Φίλων
 ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΘΑΛΑΜΟΣ 1979 (Εκδόσεις των Φίλων)
 ΕΝΔΟΦΩΝΑ 1982 (Εκτός εμπορίου)
 PALABRAS DE VIDRIO (Γυάλινα Λόγια)1984 (Εκδόσεις Los Vientos Barcelona)
 ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ 1984(Εκδόσεις Αστρολάβος - Ευθύνη)
 ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ 1988 (Εκδόσεις των Φίλων)
 ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΙΟ 1992 (Εκτός εμπορίου)
 ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1992 (Α τόμος Απάντων) 1994 (Εκδόσεις Αρμός)
 ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Β τόμος Απάντων) 1997(Εκδόσεις Αρμός)
 ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ 1999 (Εκδόσεις Ιωλκός - Παιδικά ποιήματα)
 ΦΑΡΜΑΚΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ (Εκδόσεις Ιωλκός)
 ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γ τόμος Απάντων) 2001 (Εκδόσεις Αρμός)
 SIBYLLE DANS LE VENT 2001 (Γαλλία Atelier Vivant)
 ΑΙΧΜΗΡΑ ΚΑΙ ΔΡΙΜΥΓΕΥΣΤΑ 2006 (Εκδόσεις Αρμός)
 TA ΠΟΙΗΜΑΤΑ Δ ΤΌΜΟΣ Απάντων, 2009,  (Εκδόσεις Αρμός)
 ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ, 2010, ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
 

Εκτός από τις ποιητικές συλλογές, έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων (ΒΙΟΡΥΘΜΟΙ 1982-Εκδόσεις Κολλάρος-Εστία, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ Δ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1996-Εκδόσεις Αρμός, ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΟ ΑΘΕΑΤΟ 2002-Εκδόσεις Ιωλκός), ένα μυθιστόρημα (ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 1999-Εκδόσεις Λιβάνη),  ένα βιβλίο με σκόρπιες σκέψεις πάνω σε διάφορα θέματα (ΦΑΡΜΑΚΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ 1999-Εκδόσεις Ιωλκός) και τις  ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (Μάρτιος 2008-Εκδόσεις Αρμός) το οποίο  αποτελεί μια συλλογή από παραμύθια κι ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά.
 
Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από τους τους Αδελφούς Κατσιμίχα (cd “Της αγάπης μαχαιριά” 1994), Γιάννη Νικολάου (cd “To κακό παιδί” 1998, cd “Πεντόβολα” 2000 σε συνεργασία με το Τοσίτσειο Αρσάκειο Δημοτικό Εκάλης) κι έχουν ερμηνευθεί από τους Γιώργο Νταλάρα, Νίκο Νομικό, Βασιλική Λαβίνα, Παντελή Θαλασσινό, Γιάννη Νικολάου, Καλλιόπη Βέτα.
 
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, πολωνικά, αγγλικά και βραζιλιάνικα και έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες και περιοδικά του εσωτερικού και εξωτερικού.

Μαρία Ανδρεαδέλλη, Τρία ποιήματα

$
0
0

 

Βαθαίνει η νύχτα

Βαθαίνει η νύχτα
μέσα από μουγκρητά
Φλόγες εκτινασσόμενης οργής
τα μεσημέρια των γλάρων
σμίγουν με χειρο-κροτήματα
με ιαχές αποκοπής.

Διαμέλιση επιούσιας σωτηρίας.
Κραδασμοί.
Το γήρας προσκρούει
στην υπερηφάνεια
στης καρδιάς τον νυμφώνα

Το σκοτάδι πληθαίνει.
Η διαμαρτυρία σύννεφο
Χάνεται ενώ διαπλέει
την πλατεία μαρμαρυγής.

Ο κώνωψ έκανε το χρέος του
Μας ήπιε

*****

 

Τα λόγια

 

Για ν’ ακουστούν εδώ τούτα τα λόγια
πρέπει να αντέχουν οι πιρόγες
Τα σύννεφα σαν κλαίνε φουσκώνουν το ποτάμι
σηκώνουν άνεμο και κανείς δεν ξέρει το μετά

Για ν’ ακουστούν εδώ λόγια μαγνήτες
τα μέταλλα έτοιμα, καθαρισμένα από τις σκόνες
και καρφωμένα στην προκυμαία της πυγμής
χρειάζεται να είναι

Περιστρέφονται οι ήχοι
επιστρέφοντας τις πλάνες αναμνήσεις
στις παλαιές φθαρμένες τους θήκες και τότε
Ένα μ’ εμένα γίνονται και λένε:

Τα λόγια μου σπαθιά στη γλώσσα ακονισμένα
Δεν μιλώ πια με προφάσεις
Δεν μιλώ με διαρρήκτες ή ευνούχους
Δεν συνομιλώ με φονιάδες σαν άλλοτε
Δεν εξασθενώ στο φτύσιμο του αίματος
Όσο μου αφαιρείται, δυναμώνω

Είμαι η φωλιά των λόγων
Σε τέτοια μεταμορφώθηκα μετά τα τελευταία νέα
Μας πήραν - λένε - παραμάσχαλα οι έρημοι
και αποθάναμε ζωντανοί στην εξουσία
Τέτοια η γενιά μας

Μασώ και φτύνω αίμα φιλάργυρο
Αίμα μειοδοσίας
Τι κατάντια και τούτη των νιάτων μας
Αγέλες αγέλες στην πυρά του Αποσπερίτη
και τίποτα άλλο
Ύστερα…τίποτες άλλο

Και τότε πεθαίνουν οι λέξεις μου, λιώνουν
Σαν βούτυρο στο τηγάνι
Σαν κρέας στο χώμα χωμένο
Λιώνουν δίχως να χάνονται
Με μορφή υγρασίας βυθίζονται στις μήτρες των κοριτσιών
Να τις ξαναγεννήσουν

Αλλάζοντας μορφές θα επιστρέφουν
Σαν ύπνος των βρεφών πριν το απογαλάκτισμα
Πριν το πρώτο χαμόγελο αναπαυθεί στα χείλη
Να σημαδεύουν τη ρίζα και τα όρια
Τα πληγιασμένα πλευρά της γνώσης
Το μαρασμό της φαντασίας
Την αναπηρία του μέλλοντος

Λιώνουν δίχως ποτέ να χάνονται
Σαν μάνες θα μιλούνε στις γενιές μας
σαν γριές θα τις μαλώνουν
σαν πεθερές θα τις κακίζουν
να έρθουν, να γίνουν, να φανούν
αντάξιες των όσων η λανθάνουσα αγάπη καταστρέφει

 

*****

Ο αιώνιος Βράχος

 

Στις έρημες γωνιές των δρόμων
κρύβεται η συγγνώμη των ετών.
Πουθενά αλλού δεν θ’ αντικρίσεις τη ζωή σου
πιο μόνη
ούτε πιο υπεύθυνη.

Στα στενά πίσω απ’ τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια
θα σε αγκαλιάσει όλος ο πλούτος μιας εποχής
που δεν έζησες
και όλα όσα σου είπανε θα γίνουνε δικά σου.

Μεσημέρι Κυριακής ηλιόλουστης.
Λίγο πιο πέρα
στα βράχια της Πειραϊκής
βλέπεις τα πλοία στην καθορισμένη πορεία τους
κι εσύ εκεί
Καρφωμένος,
δήθεν γαλήνιος
με τη θέα που δεν ζεις
ταράζεις συναισθήματα

Οι κινήσεις σε προσπερνούν
καθώς ο ήλιος ταλαντώνει μέσα σου
συνείδηση και θύμησες και στεριές
ενώ η θάλασσα μπροστά σου, αεικίνητη
σε χωρίζει από το καράβι που σου ξέφυγε
κι έφυγε μόνο του γι’ άλλη μια φορά.

Είναι ο ίδιος ήλιος που φυτεύει μέσα σου ελπίδες
για ένα μέλλον αίσιο
κι ας ψιθυρίζει το σκουλήκι της αμφισβήτησης
«φρούδο θα ’ναι».

Δεν έχει νόημα η στιγμή δίχως εσένα.
Παρέα με τα φαρμακωμένα λόγια σου πατάς το τσιγάρο
με πείσμα
όμως μόνο το τακούνι μοιάζει να συνθλίβεται
στον αιώνιο βράχο της Πειραϊκής
λίγο πιο πέρα
από τα ερειπωμένα εργοστάσια.

Μετρονόμος, τ.χ. 44, Αφιέρωμα: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας (+ Μικρή Ανθολογία στίχων)

$
0
0

 

 

Ακούστε τις «Τρύπιες Σημαίες»: εδώ

 

Το 44ο τεύχος του Μετρονόμου είναι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένο στους αδελφούς Κατσιμίχα. Για πρώτη φορά στην ιστορία των σημαντικότερων, από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, τραγουδοποιών της ελληνικής σκηνής επιχειρείται ένα εκτενές αφιέρωμα στη ζωή και το έργο τους. Μουσικολογικά άρθρα και μαρτυρίες δημιουργών και στενών συνεργατών τους επιχειρούν να φωτίσουν τις πολλαπλές πλευρές της τραγουδοποιίας τους (τη σχέση τους με το ροκ, την παράδοση, το λαϊκό τραγούδι, την ποίηση κ.ά.) δημοσιεύοντας παράλληλα άγνωστες ιστορίες γύρω από τα χρόνια τους στη Γερμανία, την πρώτη τους εμφάνιση στο Φεστιβάλ της Κέρκυρας το 1982, την ηχογράφηση των θρυλικών «Ζεστών ποτών» κ.ά. συνοδευόμενα από σπάνιο και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό. Το αφιέρωμα ξεκινά με μια βαθιά προσωπική πολυσέλιδη συνέντευξη των ίδιων των αδελφών Κατσιμίχα.

Το περιοδικό συνοδεύεται από ένα cd single με ένα καινούριο τραγούδι του Πάνου Κατσιμίχα που ερμηνεύει ο Γεράσιμος Ανδρεάτος με τον τίτλο: «Δως μου απ΄ το κουράγιο σου» (Ο πυγμάχος).

 

Επιμέλεια Αφιερώματος: Σπύρος Αραβανής, Θανάσης Συλιβός

 

Περιεχόμενα

  • Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, συνέντευξη στoν Σπύρο Αραβανή
  • Αδελφοί Κατσιμίχα: Βeat poetry
  • Οι ποιητές του λυκόφωτος, της Στέλλας Βλαχογιάννη
  • Η μουσική των αδελφών Κατσιμίχα, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Μια βραδιά στην Κέρκυρα, του Μάκη Γκαρτζόπουλου
  • Μανώλης Ρασούλης: Αφοί Κατσιμίχα
  • Νίκος Ζιώγαλας: Κράτησαν γερά μέσα στο χρόνο, του Χρήστου Α. Μιχαήλ
  • Ο Γιάννης Σπάθας και τα «Ζεστά ποτά», του Σωτήρη Μπέκα
  • Berlin zeit, του Δημήτρη Ζμπέκου
  • «Μου φαίνεται σα να’ ναι χθες μα πάνε τόσα χρόνια…», του Ηρακλή Κοντού
  • Στους ελαιώνες της ποίησης, του Σπύρου Αραβανή
  • Η Λένα Παππά για τους αδελφούς Κατσιμίχα
  • «…στο κέντρο και τις συνοικίες». Η διαλεκτική χώρου-ατόμου στους αδερφούς Κατσιμίχα, του Ηρακλή Οικονόμου
  • Ο Δήμος Μούτσης για τους αδελφούς Κατσιμίχα
  • Τα λαϊκά του Χάρη και του Πάνου, του Θανάση Γιώγλου
  • Η παράδοση στο έργο των αδελφών Κατσιμίχα, του Σωτήρη Μπέκα
  • O «εξάδελφος» Μιχάλης Πελώνης θυμάται
  • Ο Γιώργος Νταλάρας για τους Αδελφούς Κατσιμίχα
  • Ο Θύμιος Παπαδόπουλος για τους αδελφούς Κατσιμίχα
  • Σκορπώντας χαμόγελο και κέφι στην αγέλαστη πολιτεία των σχολείων μας,
  • του Σταύρου Καρτσωνάκη
  • Η «παράλληλη δισκογραφία» των αδελφών Κατσιμίχα, του Αλέξη Λιόλη
  • Ο Θάνος Μικρούτσικος για τους αδελφούς Κατσιμίχα
  • Οι Πρίγκιπες της τραγουδοποιοίας, του Νίκου Ζούδιαρη
  • Γιώργος Ανδρέου: «Γέλα πουλί μου, γέλα», του Χρήστου Α. Μιχαήλ
  • «Δύο δίδυμοι που έχουν πολύ πλάκα!», του Οδυσσέα Ιωάννου
  • Πόσο γεμάτο είναι ένα άδειο δωμάτιο; του Αντώνη Περιβολάκη
  • Νέοι τραγουδοποιοί για τους αδελφούς Κατσιμίχα
  • Ο Χάρης και ο Πάνος σε 500 λέξεις… του Μιχάλη Κουμπιού
  • Η δισκογραφία των Κατσιμίχα, του Θανάση Συλιβού

 

Μικρή Ανθολογία Στίχων

 

Είμαστε ακόμα εδώ         

Κάθεται τα βράδια μέχρι πολύ αργά
πίνοντας μονάχος κάτι βαριά τσιγάρα,
δεν καταλαβαίνει την καινούρια μουσική,
θυμάται το Βαν Μόρρισσον και μελαγχολεί.

Από νωρίς αγάπησε τους στίχους του Σεφέρη,
μα τώρα πια δεν ξέρει, μα τώρα πια δεν ξέρει.
Βαρέθηκε να δραπετεύει στα όμορφα τραγούδια,
βαρέθηκε να ταξιδεύει στις μέρες που θα ‘ρθούν, -στις μέρες.

Κάπως τα βολεύει κουτσά-στραβά.
Ψήφισε τρεις τέσσερις φορές αριστερά
κι ας του φαινόταν να ‘ναι κωμωδία όλα αυτά.

Στων φεστιβάλ τη θλίψη ξανά θα περιπλανηθεί,
τρέμει μήπως ξαφνικά μ’ αυτήν συναντηθεί.
Λάθος ραντεβού σε λάθος καφενεία,
και μια ζωή δυό πόντους έξω απ τη ζωή.

Ακόμη κι αν αυτοί που θέλαμε δεν γίναμε
ακόμη κι αν αυτοί που ήμασταν δεν μείναμε.
Είμαστε ακόμα εδώ, είμαστε ακόμα εδώ,
ψάχνοντας στα τυφλά καινούριους τρόπους.

Αχ! είναι δύσκολο πολύ για μιαν αγάπη να χαθείς , να σβήσεις
μα δυο φορές πιο δύσκολο είναι γι’ αυτή να ζήσεις -να ζήσεις.

 *

Τρύπιες σημαίες         
 

Σηκώσανε λοιπόν τις τρύπιες τους σημαίες
και έτσι όπως έμπασε ένα κρύο ξαφνικά
οι θεωρίες πούντιασαν και πάθαν πνευμονία
και αρρωστήσανε βαριά πολύ βαριά

και φεύγει ο αιώνας τώρα τσακισμένος
παραμιλάει γέρος και τρελός
κι οι νοσοκόμες τον δουλεύουν όλη μέρα
κι όταν νυχτώνει σβήνουνε στο θάλαμο το φως

Σκορπίσαν ξαφνικά στους πέντε ανέμους
με κείνα εκεί τα γκρίζα λυπημένα τους παλτά
με κείνα τα πολύχρωμα απλοϊκά ονειρά τους
το τι το πως και το γιατί αυτοί το ξέρουν πιο καλά

Και μοιάζουνε σαν πλάσματα μιας άγνωστης διάστασης
οι ματωμένοι ποιητές και οι φωτεινές τους χίμαιρες
Και οι αιτίες οι τρυφερές μιας άγριας επανάστασης
που δεν κατάλαβε πότέ τον εαυτό της
Μιας άγριας επανάστασης που θα ξανασυμβεί
που θα ξανασυμβεί με χίλιους τρόπους
όσο θα υπάρχουν οι αιτίες οι παλιές
εκείνες που ανάψανε του Οκτώβρη τις φωτιές

Κύρις Κάρολε μην τους παρεξηγείς
αν δεν κατάλαβαν ποτέ
τι πήγαινε να πει η λέξη υπεραξία
δεν φταις εσύ δε φταιν αυτοί δε φταίει η θεωρία
ήτανε γράμματα ψιλά μπροστά στη λέξη ελευθερία

 *

Σαντορίνη         
 

Σηκώθηκε αέρας
τα φώτα ανάψανε
εσφύριξε το πλοίο
η νύχτα έρχεται

Σε δάση από αιώνες
μονάχη ταξιδεύεις
το άγριο φως λατρεύεις
σε δωμάτια λευκά

Σαξόφωνα της άνοιξης
στη λάβα της καρδιάς σου
λυθήκαν τα μαλλιά σου
και καλοκαίριασε

Το θαύμα έγινε

Γλιστράς μες στην ομίχλη
παράξενων καιρών
φωσφορικό καράβι
των απάνω θαλασσών
Σάντα Ειρήνη

Τα μάτια του Σεβάχ
σε κοίταξαν για πάντα
καθώς τραβούσε σκεφτικός
να πάει στο πουθενά.

Το θαύμα έγινε

 *

H μοναξιά του σχοινοβάτη            

Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα
φύλλα πεταμένα στη φωτιά
κόκκινο φεγγάρι, κόκκινο λιμάνι
κάτι μου ‘χεις κάνει

Είδα πολλούς που ζήσανε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τραβηχτήκανε και άσχημα τραβιούνται
και το πληρώσανε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύρα ρούχα, αμίλητοι καπνίζουν, οι φίλοι
κι ονειρεύονται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρήκανε τίποτα ν’ αγαπήσουν
που δεν πιστεύουν τίποτα, κανέναν, πουθενά

Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να τρελαθείς
υπάρχουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω
θα περιμένω άλλες μέρες

*
 

Κορίτσια της συγνώμης         
 

Αυτό το άδειο βλέμμα στον καθρέφτη μου
κάπου το ξέρω καλά από παλιά
Nα με κοιτάει όπως οι γκρίζες οι κοπέλες που μ’ αγάπησαν
κάτι χλωμές κάτι χοντρούλες με γυαλιά

Αυτές που δεν τους ρίχνεις δεύτερη ματιά
ξενοδοχεία της αγάπης νυχτωμένα
Που περιμένεις να περάσει η μπόρα και μετά
φεύγεις και σε κοιτάζουν λυπημένα

Το ξέρουν από την αρχή μα πάντα ελπίζουν
όταν σου δίνουν με αγωνία το φιλί τους
Το βλέπουν μες στα μάτια σου
το βλέπεις στα δικά τους
ένα σωρό “τελειώσαμε” η ζωή τους

Μου μείνανε οι θεωρίες και τα λόγια
ένα “τελειώσαμε” και εγώ μες στη ζωή σου
Έφυγα σαν τον κλέφτη δίχως λόγια
και δεν λογάριασα την πίκρα τη δική σου

Ένας γελοίος παρλαπίπας κοκοράκος
που όπου με παίρνει και μένα κοκορεύομαι
Ένας χαζός και ζαλισμένος ανθρωπάκος
μες του φαλλού μου το φολκλόρ να κοροϊδεύομαι

Κορίτσια της συγγνώμης μες στα μάτια σας
είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει
Κορίτσια, γκρίζα, νεράιδες της αγάπης
ό,τι ήτανε να χάσω το έχω χάσει

Κι απ’ ότι μου ‘μεινε ετούτο το τραγούδι
σας δίνω απόψε που μονάχος ξενυχτάω
μοιάζει χαζό μα είναι το λουλούδι
είναι το χάδι και τα λόγια που χρωστάω
είναι το χάδι τ’ απαλό που σας χρωστάω

 *

  Αθήνα       
 

Μεσ’ τ’ ανελέητα χαράματα ξυπνάω των μεθυσμένων
Σε βλέπω από το τζάμι κοιμισμένη στη σκιά των περασμένων

Αθήνα που μιλάς για επανάσταση
Αθήνα σχολική παράσταση
Αθήνα δολοφόνων αθωωμένων
Αθήνα των ξεπουλημένων

Αθήνα των αιώνιων αντιπάλων
Αθήνα της πειθούς δια των ροπάλων
Αθήνα Ευρωπαία με το ζόρι
Αθήνα με σημαίες και μιραφιόρι
Αθήνα ανατολή με το στανιό
Αθήνα τρελό σκουπιδαριό

Αθήνα των βορείων προαστίων
Αθήνα των αναψυκτηρίων
Αθήνα της καψούρας και των πιάτων
Αθήνα των μοναχικών θανάτων

Αθήνα των αρχαίων μύθων
των πυροβολημένων στίχων
Αθήνα όλα από τρίτο χέρι
Αθήνα μαύρη, μέρα, μεσημέρι
Αθήνα εκτός σχεδίου ξεχασμένη
Αθήνα εντυπωσιασμένη

Τι να σου τραγουδήσω

Βασίλης Λαλιώτης, «Έργω Ανάγνωση του Λόρκα»

$
0
0

 

 

Για ν’ αρχίσω λορκιάνα, το Φεγγάρι, ο Λόρκα, και το όνομα Μαρία, φαίνεται πως δεν θα τελειώσουν ποτέ στην ποίηση. Γιατί είναι πάντα εξαντλημένα και πάντα ανεξάντλητα. Και αντιστρέφοντας τη γνωστή ρήση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ποίηση είναι ότι κερδίζεται στη μετάφραση. Με την έννοια ότι η γραφή κάθε ποιήματος και η κατάθεση κάθε έργου περιέχει και τη δύναμη των μεταφράσεών του, που κάνουν δυνατή την παρουσία του μετά το τραύμα της Βαβέλ στον κόσμο, μετά τη σύγχυση των γλωσσών. Μπορούμε να φανταστούμε τα μεταφράσματα σαν μια διπλή τάση εκπόρευσης από και απεύθυνσης στο πρωτότυπο που διευρύνει την παρουσία του. Από αυτή την άποψη όλες οι μεταφράσεις που γίνονται για το ίδιο έργο σε μιαν άλλη γλώσσα, δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά συμπληρωματικές, φωτίζοντας με διαφορετικό τρόπο το αεί απροσπέλαστο πρωτότυπο. Προορισμένες να γεράσουν, ενώ το πρωτότυπο μένει χλωρό, προορισμένες να εμπνεύσουν πρωτότυπα ποιήματα απαντήσεις στη γλώσσα που ανήκει το μετάφρασμα, προορισμένες να κρατήσουν τα πρακτικά μιας συνομιλίας πού πίσω από το γράμμα του ποιήματος πιάνει κάποτε νεύματα του βίου του ποιητή.
Το λέω εξ αρχής. Ο Γιάννης Σουλιώτης με το μετάφρασμά του μπαίνει άξια στον εσμό των μεταφραστών του Λόρκα. Και από αυτή την άποψη μπορούμε να περιοριστούμε λέγοντας ότι η μετάφραση μεταφέρει σε ζωντανά ελληνικά ότι επέλεξε να μεταφράσει. Αυτό σημαίνει ότι υπηρετεί έργω τις προκείμενες που έθεσε ως τεχνική μετάφρασης με τρόπο ακριβή και κυρίως αγαπητικό. Ο ίδιος μιλάει πρωτίστως για την Ωδή στη Θεία Ευχαριστία, μετάφρασμα που με την παρουσία του για πρώτη φορά ολόκληρο απ’ όσο ξέρω στα ελληνικά, περιέχει ξεκάθαρα την προσωπική του κατάθεση του μεταφράζειν Λόρκα. Μπορεί κάποιος να αρχίσει την ανάγνωση του βιβλίου από εκεί.
Το κριτήριο της επιλογής του βιβλίου μπορεί να μην περιέχει την τάξη που θέλουν οι ακαδημαϊκοί και να μοιάζει με συμπίλημα, αλλά περιέχει την τάξη, αν μου επιτρέπετε του παθιασμένου αναγνώστη ενός έργου . Η καλύτερα στη μετάφραση προκειμένων για το τελικό ποίημα του ίδιου του Σουλιώτη, που μοιάζει με τελικό αποτέλεσμα αλλά και πρώτο σχόλιο στην ίδια τη μετάφραση. Στο κεκορεσμένο μεταφραστικά έργο του Λόρκα, αυτή η επιλογή, όχι μόνο είναι νόμιμη, αλλά είναι και απελευθερωτική και αναζωογονητική του έργου του Λόρκα. Ο Σουλιώτης μάς παραδίδει ένα βιβλίο αναγνώστη εν δράσει με την υποδόρια πρόθεση να φωτίσει αγαπημένες διαστάσεις του λορκιανού πρίσματος.
Για αυτό θα τοποθετήσω το βιβλίο του στις συντεταγμένες της πρόσληψης που βρίσκεται ο Λόρκα στην Ελλάδα στις μέρες μας. Ο Λόρκα ο λαϊκός, ο σχετικός με τις ρίζες, ο νομιμοποιός του ιδεολογήματος ενός υπερεαλισμού που τρέφεται από την παράδοση, μάλλον είναι σε άμπωτη. Καθώς η ίδια οι κοινωνία μας αλλάζει εμφανίζεται σιγά σιγά το δεύτερο πρόσωπο του Λόρκα, το πλέον έγκυρο και στην ίδια την ισπανόφωνη γλωσσική κοινότητα. Ο Λόρκα ο λόγιος, που έχει αφομοιώσει όλη την ποιητική παράδοση της εποχής του, ο τολμηρός συνομιλητής της Αμερικής με Θεό, που είναι η Νότια Αμερική, απέναντι στην Αμερική χωρίς Θεό που είναι η Βόρεια. Ο παιγνιώδης στην αποκάλυψη των ερωτικών του προτιμήσεων, ο κακοαγαπημένος του Νταλί, ο άτυχος στον έρωτα, αλλά και ο πείσμων στην κατάθεση της πιο προωθημένης έκφρασης τόσο στη θεματολογία όσο και στο λεκτικό.
Απέναντι σ’ αυτή την εν πολλοίς ελάχιστη και σχηματική αναφορά αυτού του δεύτερου Λόρκα το βιβλίο του Γιάννη Σουλιώτη αποτελεί μια αξιόλογη περιδιάβαση. Αναγνωρίζω στην μεταφραστική παρέμβαση του Γιάννη Σουλιώτη, μια ακόμα βολή προς την αλλαγή, η καλύτερα την επέκταση της προσπάθειας να απεγκλωβίσουμε το Λόρκα από την ακαδημαϊκή και αργόσυρτη βαρύτητα των αναγνώσεων που υπήρξαν χρήσιμα προσαρτήματα του ιδεολογήματος της Ελληνικότητας, και να τον ανοίξουμε στην ευρύτητα των αναγνώσεων που επιδέχεται μια ποίηση άξια να έχει μέλλον για λόγους σύγχρονης αισθητικής και όχι για νομιμοποίηση εντοπίων προσπαθειών.

Η αίσθησή μου ως τώρα όσον αφορά την πρόσληψη του Λόρκα στην Ελλάδα είναι ότι κάθε ποιητής που γράφει ελληνικά γεννιέται κατά κάποιον τρόπο χρεωμένος ένα ποίημα για το Λόρκα. Και είναι θέμα συγκυριών να επιχειρήσει τη γραφή του. Ελπίζω αυτό να συνεχίσει και στο μέλλον, αξιοποιώντας και την δεύτερη εκδοχή του Λόρκα που σας περιέγραψα.
Για να γυρίσω στα αρχαιοελληνικά, θα ήθελα να επισημάνω πως μετρώντας τις χρονολογίες και τις νύξεις του μέλλοντος στα τελευταία γραπτά του Λόρκα, βρισκόμαστε κάποτε να ονειροπολούμε, με τον ίδιο τρόπο που ονειροπολούμε συμπληρώνοντας φανταστικά τα κομμένα χέρια της Νίκης της Σαμοθράκης, τι θα μπορούσε να είναι το έργο του Λόρκα αν στη συνάντησή του με την τραγική Ιστορία της χώρας του, είχε βγει ζωντανός.
Μ΄ αυτή την ονειροπόληση, που μοιάζει κιόλας με τον τρόπο που ο Λόρκα ονειροπολεί σε κάποια απ’ τα νεανικά του ποιήματα, θέλω να σας παρακινήσω για μιαν ανάγνωση του βιβλίου του Γιάννη Σουλιώτη. Το έργο του Λόρκα, όπως και κάθε έργο ενός μεγάλου ποιητή είναι νύξη αθανασίας, ακόμα και σε ένα κόσμο που έχει αναλάβει την Ύβρη ο Θεός να είναι νεκρός.

Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, «Το ταξίδι των πλοίων της νιότης», εκδ. Σαιξπηρικόν 2012

$
0
0

 

 

«ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ»

Το αυτοκίνητο σταμάτησε, ύστερα από ώρα διαδρομής.
Από το παράθυρο αγναντεύω τον ανθισμένο κάμπο,
στον οποίο μόλις έφτασα.
Από απόσταση, παρατηρώ τη φυσική ομορφιά του,
καθώς το βλέμμα μου σταματά να είναι απλανές.

Πλησιάζω να δω από κοντά.
Ρεμβάζω. Αναπολώ όμορφες παραστάσεις.
Σύντομα, όμως, παρασύρομαι
από τη γοητεία της φύσης, αυτή την αφύσικη γοητεία.

Δυσκολεύομαι να αποσπαστώ από την οσμή
από τη χάρη και την κίνηση των λουλουδιών
από το θρόισμα των φύλλων
από τον ανεπαίσθητο αέρα που τα κινεί.

Οργισμένος, έξαφνα, επιτείθομαι στα λουλούδια.
«Ω, εσείς διαβολικές υπάρξεις, σκλαβώσατε την προσοχή μου!»
Και εκείνα, αφού αφουγκράστηκαν τα λόγια μου με περίσκεψη,
λυγίζουν στα πόδια μου διστακτικά
και να αφεντέψω την οργή μου με ικετεύουν.

 

*****

 

 

«ΟΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ»

 

Τα χρόνια περνάνε.
Με ωριμότητα ενθυμούμαστε το παρελθόν
καθώς ατενίζεται, ατενίζεται κι εκτιμάται.
Αυτά που περιμένουμε καθυστερούν,
καθυστερούν να μας προϋπαντήσουνε.
Μα που να βρίσκονται κρυμμένα;
Τα πρέπει και τα θέλω δε συγκρούονται πια
είναι έναρμονισμένα.
Η εμπειρία απλουστεύει τα γεγονότα
χωρίς να τα μικραίνει σε σημασία
αλλά ίσως να είναι τα ίδια ασήμαντα
και για αυτό να μην τα θυμόμαστε με επάρκεια.
Με μουσική ατενίζεται το παρόν.
Κρουστά παίζουν, μελωδίες ηχούν.
Η ελευθερία που νιώθουμε, προσφέρει
στο ενδιαφέρον της συζήτησης.
Συζητούμε με τους εαυτούς μας, ω αγαπητή.
Συνομιλούμε με ακρίβεια,
με ακρίβεια έχουμε μάθει
να ζυγίζουμε την πραγματικότητα,
την πραγματικότητα που
σαν να εκπορεύεται από το όνειρο,
μας κλείνει τα μάτια
κι εμείς χωρίς να κοιμόμαστε
δε ζητούμε να μας τα ξανανοίξει.
Καθώς σμίγουμε με τα ταίρια μας,
ωριμάζουμε μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις
που μας εξοικιώνουν με τη ζωή και
μας εμπλουτίζουνε με επάρκεια, ω αγαπημένη.
Και η αγάπη μας η δυνατή
που μας περιλούζει στο σεληνόφως
μας ψιθυρίζει στο αυτί τα καλύτερα
και μας κλείνει το μάτι.
Γιατί μπορεί κατά τη διάρκεια
αυτών των λόγων αυτών των ιδεών
η αισιοδοξία να περισσεύει
να ξεχειλίζει, αλλά το ξεχείλισμά της
πόσο, μα πόσο αναγκαίο είναι!
Και η κατάληξη, η κατάληξη λέμε εμείς
οι αισιόδοξοι, οι αισιόδοξοι της ζωής
θα μας γεμίσει από ότι περιμένουμε
γιατί κι αυτό που περιμένουμε
από εμάς το αντλούμε
και δεν περιμένουμε τις αντλίες της ζωής μας
από κανένα και ούτε από κανένα εξαρτόμαστε.

 

******

 

«Η ΤΥΡΡΑΝΗΜΕΝΗ»

 

Μια ζωή γεμάτη από χτυπήματα.
Εκεί όπου η επιβίωση φαντάζει δύσκολη.
Εκεί όπου οι παραλογισμοί είναι η καθημερινότητα.
Προχωρώντας ακάθεκτοι, μες στην αβεβαιότητα.
Μια ζωή μαύρη, ένα απελπισμένο πρόσωπο.

Ο ήρωάς μας εμφανίζεται συγκλονισμένος.
Πώς θα επιβιώσει;
Ποιος θα τον ανακουφίσει, έστω προσωρινά,
από τα οδυνηρά χτυπήματα της μοίρας του;

Ω, επιτέλους, ας εμφανιστεί ένα δίκαιο χέρι βοηθείας!
Ας βρεθεί το έμβλημα εκείνο,
που θα γαληνέψει οριστικά τον απελπισμένο ήρωά μας.
Εκείνη η μορφή που θα σταθεί υπομονετικά,
πλάι στην τυρρανημένη του ψυχή.

Γιώργος Πίττας, Αυνανιστού Εγκώμιον, το ημερολόγιο (ν) του Εξουσιαστή.

$
0
0

Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;
Γιατί δεν αιμορραγείς πια;
Γιατί είσαι τόσο στεγνός ακόμα και στην προοπτική του ίδιου σου του τέλους;
Γιατί δεν θρηνείς την απολεσθείσα μαγεία σου;
Γιατί μένεις εκεί ακίνητος μα τόσο ακίνητος μα τόσο ακίνητος ;
Κάποτε κοιτούσες τον καθρέφτη και ήξερες πως η ματιά σου θα τον σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Κάποτε πότε;- αχ ξόδευες μαλάκα μου την ύπαρξη σε φλέβες ναι αχ πονούσες
ω!

Ξέσκιζες τις σάρκες σου στα ηλεκτροφόρα σύρματα και
ε!
Τι έκαμες ;
Α!
Ω!
Ε!
Ταχυπαλμία ναι!
Σταματούσαν τα ρολόγια τότε μαζί με την αναπνοή σου τότε , αχ τότε , σταματούσε η Ιστορία με την αναπνοή σου και ναι, ναι, ναι, σε βλέπω ολόρθο να ισορροπείς πάνω σε μια τεντωμένη χορδή κιθάρας , γλιστράς , γλιστράς , και γίνεσαι δυο , τρία , τέσσερα , αμέτρητα κομμάτια , πάντα ήσουν κομμάτια, πάντα θραύσματα μικρά και έτοιμα να εκραγούν κάθε στιγμή , μια ζωή εμπόλεμη σε θυμάμαι σε έναν διαρκή εμφύλιο άνευ λόγου ή μετά λόγου , δεν έχει σημασία!

ΑΛΤ! Σταμάτα!
Θα σε σκοτώσω ακόμα κι αν κάνεις πως αναπνέεις!
Θα σου κάνω το κρανίο μια μάζα αίμα και εγκεφαλικής ουσίας .
Θα γίνω «ιδιαζόντως απεχθής» για σένα
χρυσό μου , αγάπη μου, μάτια μου, καρδιά μου
και θα πράξω το επίσης ιδιαζόντως ειδεχθές να ησυχάσεις εσύ από τον εαυτό σου και εγώ από όλους αυτούς τους σκοτεινούς που εμπορεύθηκαν κατ’ εξακολούθηση την παρθένα μεγαλοφυΐα μου
Α.. ναι! Θα κάνω έγκλημα !
Και θα το πράξω όσο δύναμαι πιο φρικτό
κτο-φρι
φρι- κτο, φρικτότατο-ναι-τατο φρι .
Be free.
Θα σε σκοτώσω πρώτα , δεν θέλω να υποφέρεις , είμαι καλός εγώ.
Μετά , θα χαζέψω το πτώμα σου για ώρα και νομίζω ότι θα ασελγήσω πάνω του και θα προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κλαίω να γελάω ή να μην κάνω τίποτα από αυτά τα δυο.
Στη συνέχεια θα σε τεμαχίσω
εδώ θα κλαίω και θα ξερνάω αλλά δεν πειράζει-
και θα σε χτίσω σε ένα κουτί από μπετόν.
Μόλις στεγνώσει το μπετόν θα σε μεταφέρω με τη βάρκα και θα σε ρίξω στο πέλαγος
Κανείς δε θα σε βρει εκεί
Τώρα θα ξημερώσει .
Ήλιος χρυσός θα βγει και όλα θα ξεχαστούν .
Ποτέ δε σε γνώρισα , ποτέ μα ποτέ δε σε σκότωσα , όλα ένα κακό όνειρο ήταν , πάει , πέρασε.
Με κόπο θα ξαναπάω στον καθρέφτη και θα με κοιτάξω για ώρα και θα είναι σα να κοιτάω έναν άλλο , όπως πάντα γινόταν δηλαδή.
Ωραία να επιστρέφει κανείς στην τάξη.
Την ηρεμία .Την μονίμως κρυμμένη γλυκύτητα .
Ξέρεις, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπω στον καθρέφτη.
Είναι και αυτός που ακουμπάω , όταν για παράδειγμα καμιά φορά τσιμπάω το πρόσωπό μου , τραβάω τα μάγουλα μου , κόβω με το μαχαίρι τα μπράτσα μου.
Δεν πονάω , κάποιος άλλος είναι αλλά με εξοργίζει γιατί δεν μου λέει για τον πόνο του τίποτα.
Δεν θέλει να τον παρηγορώ.
Έτσι , νιώθω να με πνίγει η αδικία.
Ο ηλίθιος δεν έρχεται να μου πει :
πο-πο-πο-ναααααω!
Αχ πως ..νάω,
νοπάω,
οπνάω,
πονάω ,
πο!
Δεν το λέει ο αλήτης, σε μένα!
Που γεννήθηκα για να είμαι βάλσαμο σε όσους πονούν.
Και όταν δεν πονάνε τους πονάω εγώ-χωρίς να το ξέρουν- για να συναντήσουν μετά ,την ευτυχία της παρηγοριάς σε μένα
Τι θρίαμβος !
Ψέματα;
Να για δες!
Την βλέπεις αυτήν που έρχεται;
Κοίτα, έχει το κλασικό ύφος της στερημένης και κουρασμένης γυναίκας
Κανένας δεν την καταλαβαίνει και έχει πολύ καιρό να γαμηθεί.
Πρώτα θέλει παρηγοριά.
Όχι όμως για τις ήδη υπάρχουσες δυστυχίες της
Αυτές τις έχει συνηθίσει , ζει μαζί τους για χρόνια.
Κοίτα! Κοίτα ! σκέψου την ευτυχισμένη!
Να αποβάλει την δυστυχία της δια των δακρύων να πονάει μετά σχεδόν από τους οργασμούς , να αλλάζει ζωή για λίγο και εκεί ακριβώς ααααααααααχ!
Να η δυστυχία ξαναφυτρώνει μπροστά της .
Τότε πρέπει να τρέξω εγώ , να την παρηγορήσω.
Να την πάρω αγκαλιά μου και να την κάνω να νιώσει ασφάλεια απέραντη σα να έγινε το σύμπαν ολάκερο ένα θερμό λουτρό, αφροί και μοσχοβολιές βανίλιας.
Ξέρεις , έτσι ξεχνάω και εγώ ότι υπάρχω δίχως να υπάρχω.
Ξεχνάω ότι μέσα μου κατοικεί ένας άλλος που μέσα του κατοικεί ένας άλλος που μέσα του κατοικεί ένας άλλος και πάει λέγοντας, δεν ξέρω μέχρι που.
Τότε δεν υπάρχω στ αλήθεια .
Είμαι μόνο μια παρηγοριά για την δυστυχία που κρατώ στα χέρια μου.
Τίποτα άλλο.
Τώρα πια δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Η εποχή μας είναι κυνική και σκληρή και συχνά οι άλλοι δεν επιθυμούν την παρηγορητική μου τέχνη , δεν την έχουν ανάγκη .
Έτσι νομίζουν δηλαδή.
Άσε που με πήραν και χαμπάρι τελικά. Δηλαδή τι πήραν χαμπάρι;
Πως δεν υπάρχω.
Έγινε παρούσα η απουσία μου
ενώ πάντα , μια ολάκερη ζωή
η παρουσία μου ήταν που απουσίαζε.
Τέρμα οι συγκινήσεις , τα δάκρυα , τα λόγια , τέρμα όλα .
Το μόνο που ακόμα μου φέρνει μια κάποια ηδονή , αλλά και αυτή φεύγει σιγά σιγά είναι όταν βρίσκω καμιά ενδιαφέρουσα πορνοφωτογραφία που να έχει ένα κάποιο ερωτισμό , να μην είναι τελείως χύμα ένα μουνί κει πέρα .
Πάλι , συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ψάχνω την δυστυχία στο βλέμμα της γυμνής γυναίκας..
Φαίνεται πως κάποιο μέρος του μυαλού μου , επιθυμεί να την παρηγορήσει
Αλλά φευ!
Πως να παρηγορήσεις μια φωτογραφία;
Έτσι ,αναγκάζομαι να υπάρξω για λίγο και αυνανίζομαι με μανία κοιτώντας πότε το προσφερόμενο στο χαρτί κορμί και πότε τα μάτια της.
Πού και πού κλείνω και τα δικά μου και θυμάμαι .
Με τη μνήμη αυτή και το παντελόνι λερωμένο πάω στον καθρέφτη και μιλάω σε αυτόν που βλέπω μέσα στο γυαλί:
Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;
Μετά , με σκοτώνω ξανά.
Με τωνώ να ξα
σκο τα τώνω σκοτώ να ξα!
Άω-Κυβερνάω-Χύσε.


«…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός». Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ-Αποκλειστικότητα), Α΄ΜΕΡΟΣ

$
0
0

 

 

Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη με τίτλο «Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε» πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα Πρεβέζης. Σημειώνει σχετικά ο συγγραφέας:

«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος […] Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου «Καρύδη».
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος.
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα.
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από τον Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο.
Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή…»

 

(Απόσπασμα από το σημείωμα του Άλκη Αλκαίου που διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας στην Αθήνα)

*

Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας

Ευχαριστώ τον Σπ. Αραβανή για την παρακίνηση.
Στ. Μ. , Μάιος 2012

*********

                                                         Η ΔΙΑΛΕΞΗ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά όταν συναντώ μια προσπάθεια — όποια προσπάθεια, — που βρίσκεται στα πρώτα της βήματα κι ακόμη μια ιδιαίτερη αδυναμία και εσωτερική επιταγή να την υποβοηθώ. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα πνευματικό ξεκίνημα, τόσο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο, όπως αυτό του κ. Ευάγγ. Λιάρου.
Την διάλεξί του: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε», έθεσα, υπό την προστασία μου — και επραγματοποιήθηκε εδώ στις 22 - 1 - 1967 — και για τον λόγο ότι με τον άτυχο Κώστα Καρυωτάκη, καθώς και με την Μαρία Πολυδούρη με συνέδεσαν προσωπικοί φιλικοί δεσμοί, αλλά και για ένα σπουδαιότερο λόγο, που συμφωνεί με τα πιο πάνω. Γιατί πρόκειται για μια εξαίρετη πνευματική εργασία, θεμελιωμένη γερά πάνω στη ζωή, το έργο και τα αγχώδη ψυχικά συναισθήματα του αλησμόνητου ποιητή.
Το ότι η διάλεξι αυτή θα αποτελέση το πρώτο αυτοτελές έργο του κ. Λιάρου, είναι αφορμή χαράς και προσδοκιών ότι η κατοπινή πνευματική πορεία του θα είναι όπως την προβλέπω και την εύχομαι: σύντομα ανοδική και απέραντα πλατειά και μεγάλη.

Πάργα 3 - 2 - 1967

Αλέξ. Δ. Μπάγκας
Δήμαρχος Πάργας

 

********

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

 

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ Λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη, δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε, σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους. Απλή κατανόηση και προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας ομιλίας, αρκεί για να μπορέσουμε και σήμερα ακόμα, σαράντα περίπου χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό του και λίγες εβδομάδες μετά τα αποκαλυπτήρια μιας αναμνηστικής πλάκας, να φτάσουμε στα συμπεράσματά μας. Παράκλησή μας δεν είναι η αλλαγή ιδεών, αφού και πάλι, σχεδόν δεν έχουμε τη δύναμη και τα μέσα για να επανδρώσουμε τα όνειρά μας. Ύστατη ευγενική παράκλησή μας στο εκλεκτό κοινό, είναι: Η α ν ο χ ή σ’ όσα θα πούμε. Κι η ηλικία του ομιλούντος είναι τέτοια, που τα λάθη σε μια ποιητική ιδεολογική στάση νάναι αναπόφευκτη, αναγκαία θα λέγαμε.
Υποστηρίξαμε πως ο Καρυωτάκης με τη μορφή της ζωής και της ποίησής του επέσυρε δυο ειδών αισθήματα γι’ αυτόν: Την αγάπη και το μίσος. Τα δύο αυτά αντιθετικά ρεύματα, ο αυθορμητισμός κι η ψυχρότητα, έχουν πολύ απέχουσες τις πηγές τους. Την πρώτη αναβλύζει η διάθεση της καρδιάς. Τη δεύτερη ο επικριτικός νους κι ο ασυνείδητος υπερτροφισμός.
Η αγάπη, η αγάπη μας, πρώτα. Το μάτι και το αίσθημα. Η κατανόηση μ’ όσο ανώμαλο χαρακτήρα κι αν μπλεχτούμε. Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός. Φτάνεις σε μια ψηλή κορφή και γύρω αγναντεύεις την ψυχή του, την υπόστασή του, τη «θεωρία» του. Τον αγκαλιάζεις με τη ματιά του· τον ζωγραφίζεις μ’ αδρές πινελιές, τον παρασταίνεις με μυστικά υπερκόσμια λόγια». Σύμφωνα με τη δική σου ψυχοσύνθεση, τη δική σου ψυχική κατάσταση κι ωριμότητα, το δικό σου νόμο. Μα οι θάλασσες κι οι ουρανοί, τα δάση κι οι ουρανοξύστες δεν γνωρίζονται μόνο με την αποκάλυψη των νόμων που τους διέπουν. Ο κόσμος αυτός, που επιδρά αναπόφευκτα και μοιραία στο πλάσιμο του κόσμου του ποιητή, παίρνει κι ενός άλλου τρόπου ξάνοιγμα· περισσότερο γοητευτικό και ελκυστικό, περισσότερο αγαπητό και σημαντικό. Κι οι φυσικές εκφάνσεις κυριεύονται με τη συνθετική φαντασία και τη μαντική δύναμη. Την ταπεινή ενατένιση των περιστάσεων, το ήσυχο φροντισμένο ψάξιμο, το μυστικό εσωτερικό μόχθο. «Για να ξεδιαλυθεί το σε πολλά σκοτισμένο ακόμα ζήτημα της ψυχής», έγραψε χαρακτηριστικά ο Παλαμάς «ανάγκη να δουλέψει παραπλήσια, στο φιλόσοφο, ο φιλόλογος μαζί με τον ψυχρό εξεταστή των παραμικρών ο αισθηματικός θαυμαστής, μαζί, τέλος, με τον πεζό αποθησαυριστή λεξιλογίων, ο αιθερόλαμνος ιδεαλιστής». Το πρώτο είναι δύσκολο, σπάνιο κι επικίνδυνο. Το δεύτερο έχει μιαν τέλεια σιγουριά, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας καθαρός καθρέφτης προσωπικών συναισθηματικών αληθειών. Κι είναι μεγάλη ανάγκη, περισσότερο από κάθε φορά σήμερα, να λείψουν οι διακυμάνσεις. Για μάς η ακέραια εικόνα του ποιητή θα βγει από το ζωντανό, πηγαία λυρικό αντίκρυσμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτές ακόμα τις απορίες, που γεννάν ατέλειωτες συζητήσεις και γίνονται αφορμές γι’ ασύμβατες και φλύαρες αντιλογίες, είμαστε σε θέση να τις σβήσουμε, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον πλήρη διαφωτισμό μας. Αντίθετα, φτάνοντας ως τα τελευταία ψιλολογήματα της ζωής και της ρίμας, ο κίνδυνος ν’ αποκλίνουμε απ’ τον αρχικό σκοπό μας θάναι άμεσος. Το απαθέστατο κρύο ψάξιμο που αναζωπυρώνει το θορυβώδες δημιουργημένο άλλοθι, για τον ποιητή που μας απασχολεί, αβίαστα μπορεί να φανεί ανόητα σχολαστικό και μικρόχαρο.
Ερχόμαστε όμως στη δεύτερη περίπτωση: Ο Καρυωτάκης — αλοίμονο — δεν είχε μόνον ανθρώπους πού τον αγάπησαν και τον πίστεψαν, φτάνοντας έμμεσα στην δική του τραγική θέση. Είχε κι ανθρώπους που τον επέκριναν. Κι ήταν — κι είναι — πολλοί εκείνοι που μέχρι χτες ακόμα, διασύρουν και αποφεύγουν σαν μαύρη, σατανική κι ανήλιαγη σκιά τη μνήμη του. Και δεν είναι μονάχα εκνευριστική και αφορμή καταγανάκτησης, μα και αφάνταστα λυπηρό το γεγονός ότι αυτές οι τόσο προσβλητικές και μικροπρεπείς ενέργειες, γίνονται από υποτιθέμενους ανθρώπους του π ν ε ύ μ α τ ο ς!.. Σκοπός μας δεν είναι να διασύρωμε τους διασύροντες. Ούτε τόλμημα καν. Ξαναϋπογραμμίζουμε μόνο τούτο: πως στη σκέψη απλώς, πως ο Κώστας Καρυωτάκης λειτούργησε, σαν ποιητής — φιλόσοφος, το πνεύμα, έχει όλο το δικαίωμα να τύχει όχι αντανθρώπινης άλλα ανεπιφύλαχτα ευγενικής συμπάθειας, όπως στη συνέχεια θα δούμε. Γιατί, αν καλοεξετάσουμε στο βάθος τους τις γνώμες των επικριτών, θα δούμε πως χαρακτηρίζονται από μια ωμή ηθικοφροσύνη και μετανοημένη πίστη. Στην ουσία, δηλαδή, το θέμα περιορίζεται ασφυχτικά στον εγκλωβισμένο και αυστηρά συγκροτημένο πυρήνα της άρνησης της ζωής, ποιητικά και πραχτικά. Εσφαλμένη αντίληψη της ζωής, κατήφορος, ανανδρία, απαισιοδοξία, θάνατος. Εδώ, σταματήσανε. Ούτε βήμα πιώ πέρα, ωσάν ν’ ακολουθούσε γκρεμός και διαφθορά, όλεθρος και παρόμοιος θάνατος. Ο άνθρωπος που απ’ την αρχή κατάλαβε σαν πεπρωμένο το αδύνατο κάποιου προσανατολισμού και δεν μπορεί να διευθετηθεί στα λιμνάζοντα κοινωνικά πράγματα, δεν έπεται ότι είναι στερημένος ιχνών ανθρώπινης δίψας. Γιατί κι ο πόνος είναι μια δίψα, που, είτε η αδιάκοπη συρροή ατυχιών, είτε το ενστιχτώδες του ρίγους και της φρίκης που μας κυριεύει με πανουργία, ο πόνος λοιπόν μας αφήνει ερμητικά κλεισμένους στον εαυτό μας, με θολό βλέμμα, πικραμένους. Αν είμαστε απλοί και συνηθισμένοι θα ξεδιψάσουμε με τον καιρό. Αν είμαστε μύστες και δημιουργοί μόνο στο ξέσπασμα το γραφικό θα βρούμε την άκρη και την ανακούφιση και τη ζωή. Γι’ αυτό αν θέλουμε να κρίνουμε αντικειμενικά, τότε, θα ιδούμε πως δεν πρέπει πρώτα - πρώτα να μεταλλάξουμε τα αντικειμενικά, τα ιστορικά, ας πούμε, δεδομένα. Να προσπαθήσουμε να διασώσουμε και διαλευκάνουμε ολάκερο και ατόφιο τον αποχρωστικό κόσμο της ψυχής του προσώπου που καταγινόμαστε, και, καλοζυγίζοντας τη ζωή με τη φύση, την επάρκεια και την ανεπάρκεια — και πάλι — σε αντικειμενικού κύρους ηθικά, ταξικά και κοινωνικά εφόδια, να δώσουμε μια σχετική λύση, έναν κάποιο ορισμό του ατόμου. Το ίδιο και στην περίπτωση — την τόσο κλασσική του Καρυωτάκη. Ας μη φανεί παράξενο, πως δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους τυφλά κανοναρχημένους, που τολμούν και άφοβα μηδενίζουν τη διπλή υπόσταση του ποιητή μας — ποιητής και άνθρωπος —, ενώ ακόμα δεν έχουν κατανοήσει παρά μόνο τη ζωή του, κι αυτήν ίσως — ποιος τ’ αποκλείει; — όχι ολοκληρωμένα.

Έχει πολύ δίκιο ένας σύγχρονος Γάλλος σοφός που υποστηρίζει πως τόσο στην πεζογραφία και το θέατρο, όσο περισσότερο, στην ποιητική τέχνη είναι κανόνας το περιβάλλον να επιδρά στον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας αφήνει κι ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του. Πριν από λίγες μέρες ο Β. Βαρίκας έγραφε στο «ΒΗΜΑ» τα εξής: «Ο άνθρωπος και το έργο είναι δυο πράγματα εντελώς διάφορα. Κι η γνώμη μας για το ένα δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να θολώνει την κρίση μας για το άλλο. Η συνέπεια ιδεών και ανθρώπου, που τις εκφράζεται, απαραίτητη ίσως στον θρησκευτικό ή τον πολιτικό ηγέτη, δεν έχει έννοια προκειμένου για τον ποιητή ή τον λογοτέχνη. Ή, όπου εμφανίζεται, αποτελεί κάτι το συμπτωματικό. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του».

 

 

 
Για τους συμβατικώτερους όμως, δεν μπορεί, νομίζω, να συμβαίνει το ίδιο. Πολλές φορές η προσωπική περιπέτεια αναβιβάζεται στην περιωπή της ανθρώπινης περιπέτειας, της καθολικής υψιπέτειας, είτε γιατί αποτελεί πηγή διδάγματος δύσκολα καταφρονητού, είτε επειδή γεννάει προβλήματα που υπερβαίνουν τον μικρόστενο ατομικό χώρο και φτάνουν στη σφαίρα του πανανθρώπινου. Προσωπική μας γνώμη είναι, πως αυτός ό προβληματισμός, στον οποίο πολλές φορές δίνεται μια βεβιασμένη και σκοτεινή λύση, ναι μεν δεν είναι τόσο άρτιος και συγκρατημένος, ενέχει όμως, μαζί με την αλγεινή διάθεση, συμπύκνωμα γνώσης και πείρας, μαζί με το φόβο τη διαπίστωση. Άρα, όσο ζοφερότατη κι αν είναι η περίσταση, η αποστροφή που δείχτηκε και εξακολουθεί παράδοξα να δείχνεται απόνα μεγάλο πλήθος «μικρών και μεγάλων» είναι οπωσδήποτε α λ ό γ ι σ τ η και α β ά σ ι μ η.
Το πάθος κι ο υποτονισμός, η ρέμβη κι η μελαγχολία ο καυσίγελως κι η αποσιωπημένη θέληση, είναι και καλλιέργεια εκτός από κατάσταση. Κι’ η φιλολογική καλλιέργεια και συνέπεια του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, είναι, νομίζω, αρκετή και ικανή, για να τον κρατήσει τόσο ψηλά, κι ακόμα πιο ψηλά, απ’ όσο μέχρι σήμερα τον ανέβασε.

 

 

ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ στο έργο του Καρυωτάκη και την αποστολή του, ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τη ζωή του.
Η ζωή ενός ποιητή έχει κάτι το προσωπικό, το ιδιόμορφο και το δικό της. Το πέρασμα των στιγμών κρύβει μια υποβλητική μαγεία, μια πνοή ζωής, ένα παρακίνημα στην ονειροπόληση, ένα βήμα στην τελετουργική πράξη. Το εξωτερικό αισθηματικό ερέθισμα, η θεά Μούσα, άλλοτε ασπροντυμένη και ανοιξιάτικη κι αισιόδοξη, άλλοτε πνιγμένη στο μαύρο, που κι’ αυτό, λες κι έχει υπόσταση, απαιτεί να θεωρηθεί σαν μια ανέκλητη προσταγή, που ταιριάζει στο κλίμα του ιδεατή.
Όλες εκείνες οι λεπτές περισυλλογές, ποτισμένες με το αόριστο και το βαθύ, άλλοτε χάνονται ή μεταμορφώνονται κ’ άλλοτε με μια ριζική αναγέννηση του νου και της ψυχής, τείνουν, πάνω στις ίδιες βάσεις ανανεωμένες, να προσαρμοσθούν στους τύπους μιας ωριμότερης τεχνικής επιμέλειας και αρμοδιότητας. Κι’ ή αρμοδιότητα αυτή είναι το μέσο που θα φανερώσει τις πτυχές, την αξία, την προσωπικότητα, το ύφος.
Ο Καρυωτάκης ανήκει στη χορεία εκείνων των θολωμένων ποιητών, που θύματα της πικρόχολης αναγκαιότητας, ποτέ δεν ξέφυγαν και δεν δυνήθηκαν να ξεκολλήσουν από την αρχική τους ιδεολογική και ποιητική θέση.
Το μαύρο εκείνο σύγνεφο που απ’ τα παιδιά μας χρόνια βαραίνει τη φαντασία και την ψυχή, εξακολουθεί αδήριτο κι ανεξάχνωτο να αμαυρώνει το ποιητικό κλίμα ενός δημιουργού μέχρι τις ύστερες στιγμές του. Γιατί οι πρώτες αγκαθερές ρίζες προχωρούν τόσο βαθιά μέσα μας πού, όσο κι αν προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε, αντί να πάμε στο Καλύτερο έχουμε επιδεινώσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να καταφύγουμε αναγκαία σε μιαν άλλη ανύπαρκτη ελπίδα και καθαρή ουτοπία. Ο πεσσιμισμός που συνήθως ακολουθεί ακάθεκτος, είναι το προηγούμενο στάδιο πριν από τον ολοκληρωτικό, απρόσκοφτο εκτροχιασμό. Γίνεται μια καλοδεχούμενη θεότητα κι’ απλησίαστη να πολεμηθεί, όπως παλιά συνέβαινε με τη φωτιά.
Κι η αναγκαία τύχη τούτο επιβάλλει: να μην της φέρουμε καμμιά αντίσταση. Να τη δεχτούμε σαν κάτι το φυσικό και το ανεύθυνο πούρχεται από άλλον καθοδηγό και διακανονιστή. Οι πολλοί υποχωρούν συμβατικά κι ησυχάζουν. Οι λίγοι και διαλεκτοί, που τους καίει η φωτιά του αυθαίρετου, αγωνιστές και ήρωες, εραστές του απόλυτου και πολέμιοι στο αίτημα της αλλαγής. Αναστέλλουν με καρτερία κι αν ακόμη είναι ταμένοι στο βωμό ενός ολοκαυτώματος. Κι άλλοι υποκύπτουν, άλλοι ανακύπτουν προσωρινά ή τελικά. Θα χρειάζονταν νομίζω διαφορετική περίσταση, για να τονιστεί αυτός ο τραγικός αγώνας, και πλατύτερος χρόνος. Γιατί ο πόλεμος αυτός, με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, είναι ατελείωτα ακατάληπτος και θα χρειάζονταν απαρχής ένας άλλος, διαφορετικός πολύμορφος, σκεπτικός και εμπειρικός αγώνας, για να φτάσουμε έστω και ψευδαίσθητα στην εκπλήρωση του μεγάλου πόθου.

 
Η συνάρτηση του καιρού προς τη σπουδή του ανθρώπου ή του έργου του, σε παρασύρει σαν χείμαρρος μανιασμένος να μεροληπτήσεις, άρα και να χαθείς και να αχρηστευθεί η προσπάθεια κι ο κόπος όπου υποβλήθηκες. Οι ποιητές των καιρών θα βρουν καθένας μόνος του μέσα στην εσωτερική συμφωνία και μία νέα ανάγκη αναζήτησης (μέσ’ τη γαλήνη ή τη θύελλα) . Κοινό τους γνώρισμα είναι ο οίστρος που πυργώνει τη θέση στο αχανές. Το γνώριμο και το ξένο εξαρτά τη μορφή που θα λάβει από την κράση καθενός απ’ τους αγωνιζομένους. Σε δεύτερο πλάνο, οι απαιτήσεις των ανθρώπων, παραμορφωμένες φαίνονται και ανισοζύγιστες με την πολιτιστική ανέλιξη ή κοινωνική εξαθλίωση. Στο δεύτερο τούτο μονοπάτι έταξε σαν ποιητή τον Καρυωτάκη το αίτημα του καιρού του και η αδημονία στην επιφάνεια και η ενυπάρχουσα τάση γίγνεσθαι, να καθιερωθεί στην συνείδηση όσων τον άκουσαν, σαν ποιητής περισσότερο και σαν άνθρωπος λιγότερο. Εμείς ίσα και στα δύο θα τον εξετάσουμε. Κι’ απ’ αυτή τη σύνθετη σκοπιά θα τον κρίνουμε.

 

 

 

 

 

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Η χρονολογία της γέννησής του μαθαίνουμε πως είναι: 30 Οχτώβρη 1896. Ο πατέρας του, μ’ επάγγελμα πολιτικού μηχανικού, ήταν διαρκώς σε κίνηση περιοδεύοντας στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις, όπου αναγκαστικά τον ακολουθούσε ο μικρός Κώστας: Κεφαλληνιά, Λευκάδα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα, Τρίπολη, Χανιά, ήταν οι κύριοι σταθμοί του. Μάλιστα τα Χανιά ήταν ο τόπος όπου περισσότερο από κάθε άλλον παρέμεινε, ζώντας εκεί το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Γυμνάσιο, έρχεται στην Αθήνα στις αρχές του Σεπτέμβρη 1913 και γράφεται στη Νομική Σχολή, με μελλοντική πρόθεση ν’ ακολουθήσει το διπλωματικό στάδιο. Στην Ιόνιο Σχολή μένει ένα χρόνο, γεμάτο κατάθλιψη και μοναξιά και περιορισμούς στη μελέτη. Λίγο αργότερα, μη αντέχοντας την αποξενωτική ατμόσφαιρα της Σχολής, αποφασίζει και νοικιάζει δωμάτιο στη Νεάπολη. Έτσι έχει όλες τις ευχέρειες και ελευθερίες να επιδοθεί σ’ εκδηλώσεις φάρσας, αμείλικτου σαρκασμού και τρελλών επινοημάτων.
Στα 1917 παίρνει το πτυχίο από τη Νομική και αναχωρεί για τη Μακεδονική, πρωτεύουσα, όπου είχαν προ πολλού εγκατασταθεί οι γονείς του.
Για να πετύχει αναστολή στράτευσης έρχεται ξανά στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Στα 1919 περίπου κατόρθωσε να πάρει την άδεια για να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, χωρίς όμως αύτη τη φορά να αποφύγει και πάλι τη στράτευση. Έτσι, ως το τέλος του 1920 ζει ως στρατιώτης ενώ στις 31 Οχτώβρη 1920 διορίζεται υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Με συνεχείς μεταθέσεις έρχεται στη συνέχεια στις αντίστοιχες Νομαρχίες της Σύρας, της Άρτας και της Αθήνας, οπού θα υπηρετήσει υπό την ηγεσία του Νομάρχη και ποιητή Ν. Πετιμεζά — Λαύρα και με συναδέλφους τον Πάνο Ταγκόπουλο και τη Μαρία Πολυδούρη.
Το έτος 1923 μετατίθεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Προνοίας και καταφέρνει έτσι ν’ αποφύγει τις ταλαιπωρίες στην Επαρχία. Παράλληλα οι περιοδικές του άδειες, του δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό: στα 1924 στη Γερμανία και την Ιταλία, δύο χρόνια, αργότερα στη Ρουμανία και τέλος στα 1928 στο Παρίσι. Το τελευταίο ταξίδι του είχε δυσάρεστο απροσδόκητο, τη μετάθεσή του στην Πάτρα, και πριν καλά - καλά επιστρέφει βρίσκεται ήδη εξορισμένος στην Πρέβεζα τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου δηλ. στα 1928. Ένα μήνα αργότερα, στις 21 Ιουλίου κάνει την οριστική του αποδημία με τη θορυβημένη αυτοκτονία του.

 
Από τους βιογράφους του μαθαίνουμε, πως ο Καρυωτάκης από μικρός ήταν ένα παιδί δειλό κι’ ασθενικό, συνεσταλμένο και φοβισμένο — εύκολη λεία των ομηλίκων του. Ένα παιδί σιωπηλό μ’ ονειροπόλα μάτια που τ’ άρεσε να μένει μόνος, να οπτασιάζεται και ν’ αφαιρείται. Προ πάντων αυτό. Παράλληλα με τη μελέτη και τα όνειρα για μια μελλούμενη αυτοδημιουργία, η ζωγραφική ήταν το μέσο που τον οιστρηλατούσε και παρηγορούσε μέσα στη μοναξιά του. Κι’ ενώ αυτός εμπνέεται, όσο προχωράει, νοιώθει αυτό το κοινωνικό κενό γύρω του να τον κυκλώνει πιο παγερά με την πλήξη και την εγκατάλειψη. Και δεν έφτανε αυτό. Στα Χανιά, στα δεκαεφτά του μόλις χρόνια, γνωρίζει την πρώτη αισθηματική αποκαρδίωση, που εβάρυνε και τυραννούσε περισσότερο την ελαττωματική και μειονεκτική του φύση, όταν τα καλοκαίρια ερχόταν απ’ την Πρωτεύουσα στην Κρήτη για διακοπές. Κι αυτό το πρώιμο τραύμα τον έκανε πιο έγκλειστο κι απόκοσμο, «ένα παράξενο παιδάκι γερασμένο» όπως συνήθιζε ο ίδιος ν’ αποκαλείται. Η κατάσταση τότε χειροτέρεψε, όταν, φοιτητής όντας, μαθαίνει το γάμο της κόρης των ονείρων του και δεν θέλει να το πιστέψει. Ήτανε τόση η ευθιξία του και τόσο αχαλίνωτη η Φαντασία του, ώστε σχημάτισε μόνος του τη δραματική εντύπωση για ένα ανύπαρκτο δράμα, όπου ο ίδιος δικιολογούσε, πως ο γάμος ήταν απόρροια σκληρής βίας και όχι αυτοπροαίρετη πράξη. Βέβαια, η επαναφορά σε μια τόσο σκληρή πραγματικότητα είχε σαν οδυνηρή συνέπεια την όξυνση του ολοφυρμού του, που χειροτέρεψε τον ακραιφνή παροξυσμό σε μια τόσο πονεμένη, άρρωστη ψυχή και οδήγησε σε πεισιθάνατη ροπή, πιο δυνατή από την Καβαφική νιχιλιστική έφεση, πιο δυνατή κι’ ισχυρή απ’ την αντίστοιχη του Κοτζιούλα, πιο τελειοποιημένη και γινόμενη από του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Μα αυτό ήταν το πρώτο ακόμα στάδιο.
Ένα δεύτερο στάδιο είναι η συνάντηση δυο απελπισμένων στην Νομαρχία της Αθήνας. Είναι αλήθεια πως — αν και πολλοί μένουν μονάχα στα όρια μιας απλής φιλίας — ο έρωτας της Πολυδούρη αποτέλεσε για τον Καρυωτάκη την απαρχή μιας νέας δραματικής εποχής. Εκείνη μια απεγνωσμένη μ’ ευαίσθητη ποιητική προδιάθεση. Εκείνος ένας άρρωστος κι’ ανήσυχος πού ενέκλεισε απεγνωσμένα μέσα στις κοχλιώσεις της ψυχής του τό μεγάλο αίσθημα, που τόσο επέδρασε στην κοινή γνώμη, κ’ εξύψωσε ταυτόχρονα τον ποιητή και το έργο του.
Οι σχέσεις, από την ελαφρή φιλολογία πήραν διαστάσεις απρόσμενες. Μια εφημερίδα κείνης της εποχής κάνει μιθυστόρημα το δεσμό του και το δημοσιεύει με τίτλο:

«ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΔΥΟ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ»

 

Αργότερα, όταν ο Καρυωτάκης μετατέθηκε, ή, όπως είπαν εξορίστηκε στην απόμερη Πρέβεζα, ο ψυχικός του κόσμος δεν μπορεί πια να χωρέσει την ομορφιά της φύσης και τα κάλλη που τον περιζώνουν. Η αλληλογραφία με την Μαρία Πολυδούρη όχι μονάχα δεν απετέλεσε πηγήν ελπίδας, αλλά αντίθετα συνεδαύλιζε πιο πολύ την πένθιμη δίψα του, εξουθένωνε τις δυνάμεις του. Γινόταν η στυγνή τυράγνια, ένα όνειρο ανεκπλήρωτο και σκοτεινό και καταδικασμένο. Κι’ η εξοχική πόλη της Πρέβεζας, ο τόπος της ξεγνιασιάς για τον κουρασμένο, έγινε γι’ αυτόν ο τόπος της απελπισίας. Η έπαρχιακότητα ήταν μηχάνημα που αδιάκοπα τον βελόνιαζε. Και τ’ αποτέλεσμα δεν άργησε να φτάσει:
Κάτω από ένα ευκάλυπτο, ο ποιητής των Νηπενθών κάνει το τραγικό του εγχείρημα κι αποδημεί, λυτρωμένος, από τ’ ανίκητο άγχος, μ’ αιμόφυρτο το σαρκίο του, κάτω απ’ τον λαμπρό πρωινό καλοκαιριάτικο ήλιο. Διηγείται με πόνον ο προσωπικός του φίλος και βιογράφος Χαρίλαος Σακελλαριάδης: «Αποφασισμένος αμετάκλητα να πετάξει από πάνω του το φορτίο που τον βάραινε καταθλιπτικά, έφυγε το βράδυ στις 20 Ιουλίου έξω από τον κόλπο της Πρέβεζας προς την παραλία του Ιονίου, άφησε τα ρούχα του στην αμμουδιά κι ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα ολόκληρες ώρες, μας λέει το σημείωμα πού άφησε, πάλευε να πνιγεί· άδικα όμως, γιατί κάθε φορά που το κουρασμένο του σώμα βυθίζονταν στο κύμα, η κλωστή, που τον κρατούσε ακόμα στη ζωή τον ξανάφερνε στην επιφάνεια. Αποφασισμένος οπωσδήποτε να τελειώσει και μη μπορώντας να βρει το θάνατο στο κύμα, βγήκε το πρωινό της άλλης μέρας μακρυά από το μέρος πούχε πέσει, κι αφού ζήτησε τα ρούχα του, που κάποια παιδιά, παίζοντας στην αμμουδιά, είχαν βρει, τράβηξε για την πόλη. Γυρίζει στο σπίτι του, πίνει ένα γάλα και φεύγει· αγοράζει ένα περίστροφο, ξεμακραίνει από την πολιτεία προς τ’ αντίθετο μέρος κάθεται σ’ ένα καφενεδάκι ώρες ολόκληρες, καπνίζει απανωτά τσιγάρα, γράφει το στερνό του σημείωμα· πηγαίνοντας κατόπι μακρύτερα, ξαπλώνει κάτου από έναν ευκάλυπτο και φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του».
Μετά απ’ αυτά, αξίζει νομίζω να μεταφέρουμε εδώ το σημείωμα —το τελευταίο πού άφησε πριν πάρει τη στερνή του θαρραλέα απόφαση: «Είναι αυτό: να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αιστανθώ. Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο σαν ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους χωρίς ουσία».
Τι ιπποτική φιλοφροσύνη! Τι τραγικός ανθρωπισμός! Τι διαυγής καταδίκη!
Και συνεχίζει το σημείωμα: «Τους βλέπω να έρχωνται ολοένα περισσότεροι μαζί με τούς αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος τώρα για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τούς δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά… Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν διά θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…».
Λίγο αργότερα, με την αγγελία του θανάτου του, η Μαρία ΙΙολυδούρη θα γράψει μέσα απ’ τη «Σωτηρία», όπου κλείστηκε για να γιατρέψει την ανίατη αρρώστεια της, με κραυγαλέα καλεστικά λόγια:

 

«Είμαι τρελλή να σ’ αγαπώ
αφού έχεις πια πεθάνει»

(Ηχώ στο Χάος).

 

Ο ποιητής της «Πρέβεζας» δεν υπήρχε πια. Ή καλύτερα, ο άνθρωπος. Γιατί ζει και θα ζει ακόμα, άπειρα, στη μνήμη και τη συνείδηση των ανθρώπων ο ποιητής. Των ανθρώπων θέλω να πω που τον πρόσεξαν πρώτα, και τον πίστεψαν δεύτερα. Πολύς ο θόρυβος που ακολούθησε γύρω απ’ την αυτοχτονία του. Γνώμες ειπώθηκαν πολλές. Άλλες μ’ αυστηρότητα κι άλλες με συγκατάβαση. Άλλες μόνιμες κι άλλες αμφισβητητές, έγκυρες κι άκυρες. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει στα «Πρόσωπα και τα κείμενα» πως «οι αυτοκτόνοι δεν είναι σπάνιοι σ’ αυτή τη φυλή των ανθρώπων, που πλάθει με τη δύναμή της και με τη θλίψη της το αμάραντο λουλούδι της έκφρασης. Μα η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, συμπληρώνει, ήταν για μένα ένα περιστατικό βαρυσήμαντο, σα να μου έδειχνε, πώς ένας ποιητής της γενιάς μου, μπορεί ο καλύτερος, έφτυνε την αηδία του καταπρόσωπο του περίγυρου, γιατί δεν του στάθηκε άλλο βολετό ν’ ανθέξει στην εναντίωση και το περιγέλασμα της καθημερινής χαμοζωής». Όπως είδαμε, τα ίδια γράφει κι ο ποιητής στο σημείωμά του. Κι αλήθεια, με την αυτοχτονία ο Καρυωτάκης ξέφυγε τις πλεχτάνες μιας μεγάλης παγίδας, που σ’ όλα, τα λίγα χρόνια της ζωής του τού παρέστεκε ύπουλα, έτοιμη να δαμάσει τον ανίσχυρο ρεαλισμό του. Κι η παγίδα αυτή, ήταν: το πνεύμα του Κινδύνου και της αγωνίας, που τον σκέπαζε.

 

 

 

 

 

Β΄

 

ΜΕΡΙΚΟΙ από τους ποιητές μας, μα και πολλοί ξένοι, συνήθισαν — ή καλύτερα έδειξαν έφεση σε τούτο: Να μιλήσουν από νωρίς. Ο κόσμος στο πρώτο του αντίκρυσμα έχει για την ευαίσθητη ποιητική φύση προδιαγράψει τα χαρακτηριστικά του. Οι πρώτες όμως ιδέες δε μένουν άθικτες κι απέλαστες. Ζυμώνονται, πλάθονται, ζωηρεύονται. Πλατύνονται τα όρια της φαντασίας. Σιγά - σιγά, σε στενή συνάφεια με τα ατομικά και καθολικά γεγονότα, αρχίζει ένας κόσμος να προβάλλεται στη συνείδηση. Ο κόσμος με τη μυθική ύλη που θα συντροφεύσει το δημιουργό του στα πρώτα πατήματα στο χώρο της προσπάθειας για μια έγκυρη και θαυμαστή υλοποίηση. Αρχικά, τα ποιητικά προϊόντα σπάνια μπορούν να διαφύγουν το περιπότισμα από τ’ ασυνάρτητο, το ατελές ή το ασταθές. Θεωρητικά, πρόκειται γι’ απλά δονίσματα που καθόλου δεν πρέπει να καταπατηθούν, αφού σπάνια ο ρυθμός τους στα κατοπινά χρόνια μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς χρόνο και λυρική ουσία. Τα παραπροϊόντα συνθέτουν μια δεύτερης αξίας εικόνα, που τα ορατά χαρακτηριστικά της — με το μάτι του νου — απέχουν πολύ από τα οριστικά τελειότυπα. Στην περίπτωση γενικά της νεανικής επίδοσης οι γνώμες των μελετητών διχάζονται. Άλλοι θα μας πουν πως δεν πρέπει καθόλου να φροντίζουμε ν’ αναζητήσουμε το πνεύμα των ποιητών στις σκόρπιες παλιές πηγές, όταν εύκολα μπορούμε από τα παρόντα ολοκληρωμένα στοιχεία ν’ αποκρυσταλλώσουμε γνώμην γι’ αυτούς. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η ενσωματωμένη — γιατί τέτοια είναι η πρώτη που αναφέραμε — ποιητική έρευνα αποκλείει τον παράγοντα: ακρίβεια ή λεπτομέρεια. Χωρίς να μονομεριάσουμε το ζυγό, λέμε ξεκάθαρα και ρητά, πως στη δεύτερη μονάχα γνώμη θα σιγουρεύαμε την καλή έκβαση της έρευνας, στο συγκεκριμένο τούτο θέμα της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη. Σ’ αυτόν, το ξετύλιγμα της λυρικής ενέργειας αρχίζει από τα δεκάξη μόλις χρόνια, ενώ, κατά όλως παράξενο τρόπο, ο Καρυωτάκης ως τα δεκαπέντε του χρόνια δεν είχε δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον για τον ποιητικό μας λόγο. Η πληροφορία ταύτη είναι αναμφισβήτητη, αφού προέρχεται από το βιογράφο του, που μας παρουσιάζει ξεσκονισμένη και εγγυημένη κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Ωστόσο το πρόβλημα έχει και την ερμηνία του: η επαγγελματική ιδιότητα και τάση του πατέρα του ήταν τέτοια, που σχεδόν αποκλείεται η υπόνοια να του δόθηκε η ευκαιρία παραμικρής διατριβής πάνω στην ποίηση. Μόνον όταν άρχισε να ωριμάζει η προσωπική ανεξαρτησία, δημιουργήθηκαν κι οι προϋποθέσεις να εκδηλωθεί η οπωσδήποτε ενυπάρχουσα σχετική τροπή. Προσθέτουμε πώς εξ άλλου δεν ήταν καθόλου αναγκαίο να γίνει αυτό που λεν «ποιητική προκατήχηση» σ’ έναν αυτοσχεδιαστή και ηγετικό στοχαστή σαν κι αυτόν. Υπεισήλθε μονάχα ο παράγων—ώθηση. Κατά τ’ άλλα, ο ψυχικός ερμηνευτής έμεινε από την πρώτη στιγμή ο ίδιος, με ζωηρότερη παραλλαγή και πρωτοτυπία πολύ αργά φανερωμένη.
Το πρώτο ποίημα του Καρυωτάκη γράφεται στα 1912 μ’ αφορμή το ναυάγιο του «Τιτανικού». Το τραγικό τούτο περιστατικό είχε ριζική απήχηση στην ψυχή του νέου ακόμα παιδιού κι απετέλεσε το σκληρό όνειρο ως τα τελευταία του, με αθόλωτες τις δαχτυλιές. Από δω και μπρος δεν παύει να στέλνει στίχους κατά καιρούς σε περιοδικά, την «Ελλάδα», τον «Παιδικό Αστέρα», για ν’ αρκεστούμε στα αντιπροσωπευτικώτερα της εποχής του. Κι ακριβώς στα 1919 τυπώνεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ο βιογράφος του μάς πληροφορεί πως: «βγήκε σ’ εκατό μόνο αντίτυπα κ’ είκοσι σ’ έκδοση πολυτελή. Άδικα όμως περίμεναν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων· δεν πουλήθηκε σχεδόν κανένα». Θόρυβο προκάλεσε η διένεξη Καρυωτάκη—Νουμά. Ο συγγραφέας έστειλε τρία αντίτυπα στον Νουμά, με την ελπίδα να αγγελθή η έκδοση μέσω του περιοδικού. Μάταια όμως περίμενε, γιατί ο Νουμάς αγνόησε το βιβλίο. Ο Καρυωτάκης καταφεύγει… στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με υποσχέσεις του Νουμά έπρεπε κάθε βιβλίο που λάβαιναν να κάνουν κοινοποίηση. Τ’ αποτέλεσμα ήταν η συμφιλίωση που απόφερε μια εξώδικη πρόσκληση. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου δημοσιεύει στην «Εστία» την εξής αγγελία: «Λόγοι εσπευσμένης αναχωρήσεως ενοικιάζεται εντός τριών ήμερων πολυτελής οικία αντί 100 μόνον δραχμών και πωλούνται έπιπλα… Style Louis XIV και πιάνο εις το 1/100 της σημερινής των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κυρίω… Ώραι επισκέψεως 2—4 μ.μ. Η φράση ετούτη, που την εντάσσουμε στα… γραφόμενά του, όσο κι αν φαίνεται από την πρώτη της όψη χαριτολογική και απαλλαγμένη σοβαρότητας και λογικής, έγινε εν τούτοις αίτια να συρρεύσουν στο σπίτι του οι συνηθισμένοι «απόστολοι εκ περάτων» που κυνηγούνε την ευκαιρία, κι’ η φασαρία να λάβει ακανόνιστες διαστάσεις. Η δικαιολογία του όμως μάς τη διέσωσε ο βιογράφος του είναι: «θέλοντας να γελάσει σε βάρος ενός γνωστού του ανύπαρκτου συμπληρώνουμε εμείς. Στα 1921 βγαίνουν τα «Νηπενθή» που βραβεύτηκαν στον Β΄ Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό με βραβείο δεύτερο. Γράφει σχετικά ο Τέλλος Άγρας: «Στα 1919 από τις εφημερίδες μάθαμε οι άλλοι πως η ποιητική συλλογή η δεύτερη, τα Νηπενθή, του Κώστα Καρυωτάκη βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό—σ’ εκείνον άλλως τε πάλι, που ου συνομίληκοί του «très respecteux de leurs vers…», όπως θάλεγε ο Βερλαίν, αλλά και συγχρόνως μεστοί από την έπαρση των μελετών τους και της ηλικίας τους, τον αγνοούσαν, δηλαδή τον περιφρονούσαν». Γύρω στα 1923, ο «Κακοήθης φαρσέρ» όπως τον έλεγε ο Νιρβάνας σοφίζεται την δεύτερη αγγελία, που δημοσιεύτηκε και πάλι από την «Εστία»: «Νέος στην ηλικίαν, διοικητικός υπάλληλος, τοποθετηθείς εις Σύρον, ζητεί επίσης νεαράν σύντροφον του βίου του, όπως ποικίλλη την εν τη επαρχία μονότονον ζωήν του. Απευθυνθήτε: Κον Κωστάκην, Φαβιέρου 54». Αφήνεται να εννοηθεί πόσα δυστυχισμένα πλάσματα έτρεξαν να πληροφορηθούν περί του κ. Κωστάκη που, όπως είπεν, «Κατέστη σπανίζων». Τον ίδιον καιρό υποβοηθούμενος από φανατικούς του φίλους βγάζει το λιγόζωο περιοδικό «Η γ ά μ π α» που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και απειλητικών εκδηλώσεων της αυστηρής μερίδας. Στα 1925 περίπου γράφει την τιτλοφορούμενη επιθεώρηση «Πέλ—Μέλ» που δυστυχώς δε βρέθηκαν θιασάρχες πρόθυμοι να την ανεβάσουν σε σκηνή. Το τελευταίο του έργο η περίφημη συλλογή «Ε λ ε γ ε ί α κ α ι Σ ά τ ι ρ ε ς» τυπώνεται στα 1927. Η συλλογή αυτή αποτελεί την τελειότερη και ωριμότερη από τις δύο προηγούμενες. Γράφει ο βιογράφος του: «Στη Δημητσάνα που ήμουν το καλοκαίρι του 1927 κι όπου είχεν έρθει κι αυτός και ταξινομούσε το υλικό, θυμάμαι πως πολλά (ενν. ποιήματα) —και ανέκδοτα και δημοσιευμένα σε περιοδικά— δεν τα έκρινε άξια να συμπεριληφθούν στην έκδοση· τα έσβηνε με σταυρωτές γραμμές και έγραφε τη λέξη «ανάξιο». Αυτά ίσως έχουν χαθεί διά πάντα». Μερικά άλλα δημοσιεύτηκαν κι έτσι διασώθηκαν απ’ την αφάνεια. Λίγα πεζά και στίχοι συναπαρτίζουν τα «Άπαντά» του, που εξεδόθηκαν από το βιογράφο του X. Σακελλαριάδη, στα 1938. Ανάμεσα στα ποιήματα της τελευταίας κατηγορίας ξεχωρίζουν η «Αισιοδοξία» η «Κυριακή» το «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» και η «Πρέβεζα» μαζί μ’ ένα άτιτλο που είναι και τα τελευταία του ποιήματα, πριν απ’ το θάνατό του. Από τις μεταφράσεις του ξεχωρίζουν το «Ultima» του Emile Despax, οι «Σκιές της κόμησσας Ντέ Νοάϊγ» και ο «επιτάφιος» του Mathurin Régnier. Η έκδοση των απάντων απετέλεσε αντικείμενο εκδηλώσεων, μελετών, σχολίων, συζητήσεων, πούχαν σαν αποτέλεσμα να καταστεί ξανά επίκαιρο και ζωντανό και απαραίτητο στα πινάκλ το πρόσωπο με την πικρή ζωή και τον κακό μα δοξοποιό θάνατο.

 

 

 

 

 
—«Κ υ ρ ί α ρ χ η φιλοδοξία του Καρυωτάκη ήταν να γίνει καλός ποιητής» τονίζει ο Σακελλαριάδης. Και την προσπάθεια αυτή αν και δυσδιάκριτα, βλέπουμε ανάμεσα στις τρεις συλλογές του. Η καλλιέργεια μορφής και περιεχομένου, η έφεση για τη διαμόρφωση του ύψους, η αδιόρατη ανάλωση πνευματικών και ψυχικών αποθεμάτων, γίνονται φανερά και αισθητά, στην προσπάθειά του να συμπυκνώει σε απέριττο φραστικό πλαίσιο τις ακρότητες της φαντασίας και του υποθαλπόμενου απελπισμού «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», γραμμένο στην πρώτη χρονιά του μεσοπολέμου, είναι καταδίκη. Ατομική. Αυτοκαταδίκη. Αμετάκλητη καταδίκη, που δεν περιορίζει τη σκέψη στη δική της ειρκτή, αλλά αντίθετα για αντιπερισπασμό θα λέγαμε, εξοστρακίζει τελείως τα μαύρα σύνορα που την περιβάλλουν. Κι ή σκέψη είναι ελεύθερη να δεσμεύσει τους αντιπάλους της καρδιάς, να επισημάνει το άγχος και τα πάθη της ψυχής και να διοχετεύσει σε λίγους στίχους το μεγάλο πόθο:

 

«Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόμα ιστορήστε μου
τον πόνο των πραγμάτων και τ’ ανθρώπου»

(Πρόλογος συλλογής…)

 

Τόσο στον «πόνο του ανθρώπου» (Α΄ μέρος) όσο και στον αντίστοιχο των πραγμάτων (Β΄ μέρος), κυριαρχεί το πνεύμα του καταδικασμένου. Το πεπρωμένο και ο ανίατος πόνος, η θλίψη και το παράπονο…
…Το μεγάλο παράπονο, που ποτέ δε θα βρει απάντηση κι ούτε καν θα δεχθεί την απάντηση που ζητάει, απλώς και μόνον γιατί είναι ανυπόστατη. Υπογραμμίζουμε εδώ την εμφάνιση, το ξέσπασμα μιας προδιάθεσης που, μη ζητώντας θέση μέσα στις απαιτήσεις των αισθηματικών κανόνων, γίνεται πεζό υπότιτλο, απελεύθερο, σκιά ή ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει ή κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέο το νόημα των κυρίων στίχων με τον επιγραμματικό της στόμφο. Αναφέρουμε τέτοιες χαρακτηριστικές φράσεις: «Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, ίσως γιατί οι συφορές Έ ρ χ ο ν τ α ι» «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή» «Κι έτσι πάνε και σβήνουν όπως πάνε» «Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» «Μες απ’ το βάθος των καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε» «Κι ήμουν σκοτάδι κι ήμουν σκοτάδι, και με είδε μια αχτίδα» «Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο θανάσιμο βάρος ποτέ δε θα γαληνέψουν» και τέλος το πεζό υπότιτλο της «Αμυγδαλιάς»: «Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται».
Από τα χρόνια του Άγρα και δώθε, η πρώτη συλλογή ενός ποιητή κατάντησε κανόνας ν’ αποτελεί θεωρία του κόσμου, να βιοθεωρεί. Αλλιώς δεν αποτελεί ποίηση, αφού δεν προσφέρει κάτι καινούργιο στο φιλοσοφικό, στοχασμό, από τήν ποιητική σκοπιά. Ο ποιητής δηλαδή, είτε για τη γη μιλάει είτε για τον ουρανό, πρέπει αυτά τα δύο να τα συσχετίσει και να βγάλει την πίστη του. Τα τεκμήρια από την πρώτη έρευνα που κάνει ο Καρυωτάκης, είναι γεννήματα μιας κλειστής, συνεσταλμένης βιοθεωρίας. Η θεώρηση εξ άλλου γίνεται περιπτωσιακή. Ο πόνος είναι που κυριαρχεί Το βραδυνό με το σκοτάδι πρώτα, ναι μεν γεννάει το φόβο, φέρνει όμως και μιαν απόβαθη αντιδιαστολή:

 

Καθημερινών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.

(Νύχτα).

 

Κι άλλου γράφει:

 

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον Άδη

 (Gala)

 

Κι αυτή η συνείδηση της ματαιότητας, ο «Εφιάλτης», το τρυφερό πένθος άγουν τις χορδές της ψυχής του ποιητή, ακόμα και μέσα στην καρδιά της άνοιξης:

 

«Και πάνε πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λιτάνιες ύψωσαν μες την απελπισιά τους
τα χέρια. Κ’ είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.»

 

Αυτή η αδιάκοπη, αδιόρατη ροή θλίψης, σε λίγα ποιήματα βρίσκεται αποδιωγμένη. Ανάμεσα όμως στην πάλη του σκότους με το φως παρεμβάλλεται ένας άλλος γυάλινος θεός: Ο Έρωτας, που είναι για τον Καρυωτάκη γεμάτο χαμόγελο —ένας κρίκος που δένει αναπόσπαστα τον πόθο και τη μελαγχολία με μια μυστική τρυφερότητα, την έκσταση του φιλιού με τα μάτια της Κίρκης:

 

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασταίνει
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη. (Χαμόγελο).
Τη βλέπω—στα μαλλιά σου πνέει—την αύρα
Είναι βαθιά τα μάτια σου όπως νά ’βρα
το δρόμο της ζωής μου, τον Απρίλη.

(Χαρά).

 

Η ψυχική κατεύθυνση μέσα στον «Πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων» έχει βέβαια διακυμαντικές δίνες, που για να θεμελιωθούν οι σταθερές μας γνώμες πάνω τους, προαπαιτείται μια σχετική προσοικείωση κι ευελιξία ανάμεσά τους. Ο Καρυωτάκης δεν ξέρει μονάχα να γράφει απλά. Είναι ο μοναδικός ειδήμονας της γενιάς του που μπορεί και συλλαμβάνει τα και τα αιθέρινα, τα βατά και τ’ άφραστα, τα ενδόμυχα και τα μακρινά. Γιατί παντού αναζητώντας κάτι το βαρυσήμαντο και πολυπρόσωπο και θλιβερό, ψάχνει να βρει τον στοιχειοκομμένο εαυτό, που χάνεται στην παλίρροια των καιρών. Και γράφοντας στίχους, σαν άνθρωπος και σα λυρικός, απλά και σύνθετα, τούτο ζητά να πετύχει: Να βρει— συντεθειμένο κι αληθινό — τον εαυτό του.

«…Κι ο ποιητής είναι ένας Κόσμος Φυσικός». Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη, Πάργα 1967 (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ-Αποκλειστικότητα), Β΄ΜΕΡΟΣ

$
0
0

(Η  προτομή του ποιητή στην οδό Δαρδανελίων στην Πρέβεζα. Η λήψη και επεξεργασία έγιναν από τον κο Στράτο Μάστρα)

 

Το Α΄ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/17857/index.html

 

Ψηφιακή μεταγραφή ειδικά για το «Ποιείν»: Στρ. Μάστρας

 

**********

 

                                                   ΔΙΑΛΕΞΗ (Συνέχεια)

 

—Στα «Ν η π ε ν θ ή» πιο ώριμος ο νους, πιο άρτια τα στιχουργικά συμπλέγματα, πιο ζωηρά η εκδηλούμενη τάση προς τη χίμαιρα. Ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει, πολύ πετυχημένα, πως «βρισκόμαστε στη δεύτερη πράξη της τραγωδίας του Καρυωτάκη». Αληθινά, η υπεροχή στων Νηπενθών το Κλίμα είναι εμφανής. Η επίδραση του Γερμανικού εξιστενσιαλισμού και των κολασμένων του Γαλλικού συμβολισμού—σαφώς εντονώτερα και κορυφωμένα στα «ελεγεία και τις Σάτιρες»—είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Να τι λέει ο Baudelaire στους «Πληγωμένους θεούς: «Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια, που μου δαγκώνουν τα πόδια. Κι’ από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, στην έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκειά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέμματα τις αλήθειες, και με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς… Αλλά η φωνή με παρηγορεί και μου λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελλούς»!. Ο δεύτερος τούτος δρόμος για τη λύτρωση, απεικονίζεται κι εφαρμόζεται πάνω του η πορεία, στην ακόλουθη στροφή της Ευγένειας:

 

«Κάνε τον πόνο σου άρμα
και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, δείλι
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου».

 

Σε παρόμοιες στροφές, μ’ ανάλογα πληγωμένα νοήματα, πέφτουμε στο καβαφικό αδιέξοδο ή μερικές συννεφιασμένες ώρες στον Κώστα Ουράνη. Οι ακόλουθοι στίχοι του Καβάφη, άνετα ταιριάζουν στο κλίμα των «Νηπενθών» απαλλαγμένων φυσικά από την καθαρευουσιάνικη φόρμα:

 

«Το γήρασμα του Σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτόν μαχαίρι
Τά φάρμακά σου φέρε—Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε—για λίγο—να μη νοιώθεται η πληγή».

(Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου
εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.)

 

Στα «Νηπενθή» το ξέσπασμα και το συγκράτημα, σ’ ίσο βαθμό καταχωρούνται. Άλλοτε ο ποιητής προστρέχει στη φύση κι άλλοτε την αποδοκιμάζει. Άλλοτε απεγνωσμένα χτυπά τα χέρια πάνω στις έντρομες μνήμες κι άλλοτε, με κάποιον κατευνασμό, αλαφρώνει. Αλλού η ρομαντική ταλανιζομένη έπαρση, κι αλλού η πλατειά φιλοσοφημένη απαισιοδοξία, αλλού η αδρότατη βεβαιότητα κι άλλου οι σπαραξικάρδιες αλγεινές κραυγές το απρόσμενο ανάκρουσμα της θανατικής μέριμνας. Κι χυτό το στοιχείο του σπαραξικάρδιου είναι και στοιχείο κρυφής προσδοκίας. Ξαναθυμίζουμε πάνω σ’ αυτί, τα υπερκόσμια σαλπίσματα του Γκαίτε: «Οι γόοι κι οι θρήνοι κάθε σπαραγμένου ανθρώπου, δεν είναι, παρά έκφραση της προσδοκίας για ένα καλύτερο—αύριο». Μια τέτοια προσδοκία κρύβεται στους παρακάτω στίχους:

 

«Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς
σα νάχουν βγει σε τάφο).

(Γραφιάς).

 

Είπαμε και ξαναλέμε, πως ποτέ δεν έλειψε από τον ποιητή Καρυωτάκη ο συναισθηματισμός. Αν και δουλικά υποτεταγμένος στην εναγώνια περισυλλογή, όσο μπορεί και σαν άνθρωπος και σαν λυρικός, μεταστοιχειώνεται με τρόπο αβίαστο και καθυποτάζει το ένστιχτο και το πάθος του στο ένστιχτο και το πάθος του τραγουδιού και αποδεσμεύει πλουσιώτερα τα καθάρια θέλγητρα που παρέχει:

«… Και το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στέρνα θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν».

(Ύπνος).

 

Φωτεινότατος είναι ο ύμνος της Αθηνάς, παράπλευρος προς το παλαμαϊκό ύψος και τη στιλπνάδα και την έξαρση:

 

«Κάτω απ’ την πάχνη αναρριγά με του κορμιού της την υγρή
νωχέλεια περιστέρια
η Αθηνά κι ηδονεύεται και σα νυμφίον ακαρτερά
τον ήλιον από πέρα»

(Γυρισμός).

 

 

 

 

 

Στον Καρυωτάκη, κι ίσως στον κύκλο των «Νηπενθών», αξίζει να εξετάσουμε αυτό πού πολλοί έλαβαν σαν αφορμή κατηγορίας: Ο ερωτικός απελπισμός και η Φ ι λ ό τ η τ α. Στο πρώτο αναφερθήκαμε μιλώντας για την αυτοχειρία του. Ας δούμε τώρα τη φιλότητα, αρχίζοντας από γνώμες ξένες. Ο Γιάννης Χατζίνης γράφει κάπου συμπτωματικά πως η τάση αυτή δεν εξηγείται αλλοιώς παρά μονάχα σαν μια προσπάθεια ανεύρεσης της τέλειας Μούσας, που συμβιβάζονταν με τα απατηλά του όνειρα. Αναλυτικά μελετητής του Καρυωτάκη ο Παναγιωτόπουλος, εξετάζοντας σ’ εκτεταμένη κλίμακα το σοβαρό τούτο θέμα, πιστεύει ότι «… τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη παντοτεινά διψασμένοι και παντοτεινά αξεδίψαστοι, ας μη μας ξεγελούν τα επιφαινόμενα, είναι στο βάθος γ υ ν α ι μ α ν ε ί ς.

Ο όρος φαίνεται βαρύς, μα δεν υπάρχει κι άλλος σωστότερος. Είναι οι προορισμένοι από τη μοίρα να εκφράσουν σ’ ολάκερη τη θλιβερή της απεραντοσύνη την αιώνια δίψα…» Προσωπικά νομίζουμε, πως μια τέτοια γνώμη δεν καλοευσταθεί. Πρώτα - πρώτα, οι «τέτοιοι άνθρωποι σαν τον Καρυωτάκη» δεν διευκρινίζονται. Μήπως μπορεί η ποίηση—έπειτα—να γίνει μέσο για να εξυπηρετήσει φιλήδονες προθέσεις και ακόρεστες ακολασίες; Μήπως ο γράφων αυτός είναι στην προκειμένη περίπτωση ποιητής; Φυσικά όχι. Ο Καρυωτάκης όμως διδασκόμαστε πως πριν απ’ όλα είταν ποιητής, σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της έννοιας. Γιατί, αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχαν σήμερα ούτε έργο ούτε μιμητές. Για να στεριώσει ένας ποιητής, που δημιουργήθηκε ολάκερη ποιητική τεχνοτροπία κι απέβη ο άνθρωπος της γενιάς του, αυτονοείται πως όλα αυτά τα συμπτωματικά και σπάνια πάθη του, αποτελούσαν τις αναπόφευκτες—για μια τέτοια ιδιοσυστασία—κακές στιγμές, όπως συμβαίνει και σε κάθε σχεδόν ομότεχνο κι ομότροπό του, παλιόν ή νέο—όσο για το αν ο ποιητής μας είταν «παντοτεινά αξεδίψαστος», λέμε πως υπήρχαν ισοβαρείς κι ά λ λ ο ι παράγοντες όπως:

1ον. Το μειονεκτικό αίσθημα και η νεανική εσφαλμένη αντίληψη της μεγάλη ήττας. 2ον. Η συνεχής ψυχική κατατριβή του στην ατμόσφαιρα της επαρχίας και 3ον (για να μην πλατυλογούμε) οι πρώτες ωχρές αναμνήσεις —ο εμπαιγμός απ’ τους ομηλίκους, οι αισθηματικές ατυχίες και τόσα άλλα. Τελικά θα πρέπει να κατασταλάξουμε στο συμπέρασμα, πως η εκ των προτέρων αντίληψη της ασωτείας, δεν τούδωσε όπλα ν’ αξιοποιήσει τα νιάτα του, και τον άφησε, να μείνει ουραγός στην κοινή γνώμη, μ’ αναμμένη, συνεχώς επαυξημένη, την πυρκαϊά της αδυσώπητης μοίρας. Έτσι ήταν αναγκασμένος να βλέπει το χρόνο σα φάντασμα που περνά και πρέπει να φύγει, τη ζωή σαν κάτι το παρωχημένο, πούχει χάσει κάθε αξία γι’ αυτόν, αφού ο κόσμος έμεινε απελπιστικά στάσιμος, ακίνητος και σκοτωμένος. Ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκααρτ πιστεύει πως Μοίρα του ανθρώπου είναι το ναυάγιο των προσπαθειών του. Με το ν’ αντικρύσουμε το ναυάγιο αυτό, έχουμε ήδη υποκύψει στα κελεύσματά της. Και μαζί στην κακία των ανθρώπων, όπως λέει στην «Μπαλλάντα προς τους άδοξους ποιητές των αιώνων», ο ποιητής μας:

 

«Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι»

 

—Εκεί όμως, όπου ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τον πραγματικό, τον γνήσιο εαυτό του, και τον υπερβάλλει, είναι η τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», η πιο γινόμενη κι ακέρια, πιο προσεγμένη και διαλεχτή. Είναι το βιβλίο που το περιεχόμενό του μάς αναλύει σχεδόν αποκλειστικά μια ιδιαίτερη πτυχή της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα: Το σαρκασμό. Χωρίς να ξεφεύγει απ’ το παλιό γνώριμο χώρο αντλήσεως των θεμάτων του. Κείνο μόνο που ξεχωρίζει κι ενδιαφέρει είναι το γεγονός πως οι στίχοι εδώ γίνονται πιο πηχτοί σ’ απελπισία· που το ζενίθ της είναι το κάγχασμα και η δηκτικότητα, περιγέλασμα ξερό και παράταιρο, αφορμή βαθύτερου τραυματισμού. Ο νιχιλισμός στο κορύφωμά του, η αβεβαιότητα στ’ αδιέξοδο, ο ακροβατισμός του φόβου και της μελανής ανυπαρξίας, στ’ απροχώρητο. Η γύμνια και η φθορά βγάζουνε το πολύγλωσσο ρώτημα, καρτερώντας την τελευταία ώρα της ελευθερίας:

 

«Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
νάχω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς».

 

 

 

Και τα τελευταία αποθέματα ηφαιστειακής ζωτικότητας, κομματιασμένα και μισά κι ανάπηρα, κάνουν την άστατη απολογία τους. Μιαν απολογία σπαραχτική με ξέχειλη την ευαισθησία και τη θύμηση και τις λύπες, που διασώζουν στους καινούργιους, ένα poetam minorem. Μέσ’ απ’ ορίζοντες κλειστούς με την οιμωγή τα έγκατα του ερέβους, με το θραυσμένο μάτι το μάκρος των δευτερολέπτων, όταν:

 

«Ώχρα χέρια σα σβήσουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν».

 (Οι αγάπες).

 

Αξιοσημείωτη για τη λιτότητα και το δυναμισμό της η λυρική ιστορική τριλογία: Διάκος—Κανάρης—Βύρων—μια ακόμα απόδειξη της ύπαρξης του ηρωικού στοιχείου και της παροδικής ευψυχίας, αφού κι ο αφύσικος θάνατός του ήτανε κάτι το ηρωικό. Αναντικατάστατο δείγμα ο «Κανάρης»:

 

«Το πέρασμά του—μήνυμα κρύο—μαύρου θανάτου.
Κι είχε το θείο—χέρι που φλόγα—Κράταε κι ευλόγα».

 

Αυτό φυσικά είναι μια μικρή εξαίρεση κι είναι ανώφελο να επιμείνουμε. Στα «ελεγεία και τις Σάτιρες» θα πρέπει κάτι άλλο να προσέξουμε και ν’ αναζητήσουμε: Το πνεύμα τους. Μπορεί αναντίρρητα να ισχυρισθεί κανείς, πως μέσα στους στίχους αυτούς καταφαίνεται φοβερή η προαίσθηση πως ο θάνατος όλο και πλησιάζει. Ο Καρυωτάκης εξ άλλου τόχε τονίσει σε φίλους, πριν από την έκδοση της συλλογής πως αντάξιο βιβλίο δε θα μπορούσε πια να φτιάξει. Ίσως ήθελε να πει μ’ αυτό —κι είναι το πιθανότερο— πως τα ποιητικά του εφόδια εξαντλήθηκαν. Τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούσαν είχαν λάβει το οριστικό τους αποκαλυμμένο σχήμα. Και πως ο κόσμος του είχεν αδειάσει αφήνοντάς τον, περισσότερο από ποτέ, μόνο στη νύχτα, να βολοδέρνεται με τον καημό. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν την αποπνευμάτωση δεν αρνιόμαστε — ουσιαστικά— στις Σάτιρες την καταθλιπτική τους γνησιότητα. Ήρθε η ώρα που ο εγωκεντρισμός έγινε μάστιγα. Δημιουργήθηκε έτσι η απόλυτη ανάγκη στον ποιητή, μετά την αηδία προς τον εαυτό του, να στραφεί προς κάτι το καινούργιο και το πιο θετικό, να ρίξει την ευθύνη της ελπίδας πάνω στο πλήθος, στους συνανθρώπους του. Τι πικρή ειρωνεία της τύχης όμως. Αντί να συναντήσει εκεί την απαραίτητη αλλαγή, βρίσκει πιο σκοτεινή τη νύχτα του κι άχαρη όσο ποτέ τη ζωή του. Τι άλλο θα ήταν σε θέση να επιδιώξει πια που άλλου να καταφύγει: ποια απαλλά ριζάρια θα τον βαστούσαν μετέωρο στο χείλος ενός γκρεμού; Όταν η αστάθεια, ατόμου και κοινωνίας, πήρε τον κατήφορο και προκαλούσε αθέλητα νευρασθένεια. Η καταφυγή στη Σάτιρα έγινε εδώ μια ελπίδα ζωής. Όνειρα που χάθηκαν και δεν θα ξανάρθουν, πληγές ανίατες, άδετες κι απροστάτευτες, σκιές αγαπητές, κινούνται στους τοίχους και το ταβάνι, σαν φαντάσματα και βρυκόλακες, κεντρίζουν αρχές που πλησιάζουν το ένστιχτο. Οι άνθρωποι θεωρούνται κακά πνεύματα, δίχως καρδιά κι εσωτερικότητα. Αναφέρουμε κομμάτι από τις «Υποθήκες»:

 

«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής
όταν ακούσεις ανθρώπους».

 

(Ο νεκρός Κώστας Καρυωτάκης)

 

Το ίδιο το πνεύμα επιθεωρεί τη ζοφερή νύχτα της «Επίκλησης» και τους «ιδανικούς αυτόχειρες». Οίκτος σκληρός γι’ αυτούς που ξέρουν να πεθαίνουν, όταν στα μάτια τους έχει σμικρυνθεί κατά πολύ το πλατύ νόημα της βιολογικής αποστολής. Οι οπτασιακές (… ακίνδυνες) εκρήξεις, αφήνουν πιο αχαλίνωτη τη φαντασία και το λογικό χαμένο. Τα τρελλά αποκυήματα συγκρατούνται, στην ορμή της αγριωπής γκριμάτσας της εκμυστηρευτικής πραγματικότητας. Ο νόμος της ειμαρμένης προβάλλει με κλειστά μάτια τη βοήθεια του, ένα «εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» διολισθαίνει στο ποταμό:

«Στο ταβάνι βλέπω τούς γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου σκέπτομαι, θάναι ζήτημα ύψους.

Α, πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι
Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι
πολύ θ’ αρέσω».

 

Η «αισιοδοξία» του ποιητή στη συλλογή τούτη είναι ανύπαρκτη.
Στ’ ομώνυμο αυτόγραφο, η πίστη είναι υποθετική. Η σάρκα και το αίμα κι οι παλμοί ακούγονται πιο δυνατά από τούς ψίθυρους μιας ύστερης θαρραλέας απόφασης. Ο τραγικός άνθρωπος, που παύει πια να έρπει στο δεύτερο κατώφλι του συνειδησιακού διχασμού, εκσφενδονίζει το κρυμμένο στη φούχτα του «μεγάλο ρώτημα», όχι πια σαν ένδειξη μερικής ισχύος, μα σαν ανάθεμα προς το άδειο κι αινιγματικό. Η απόκριση βρίσκεται μέσα του κι’ ακούγεται σαν ένας μονότονα ξαφνικός πάταγος, που ζητάει να τον κρατήσει στον ίσιο δρόμο. Ένας εσωτερικός μονόλογος, θα μου πείτε. Κάτι μεγαλύτερο. Ένα αφυπνιστικό τράνταγμα. Ένας φρουρός — ο τελευταίος στις τελευταίες αυτοκυβέρνητες συλλήψεις, στις τελειωτικές προοπτικές. Δυο - τρεις συλλήψεις ποιητικές, οι τελευταίες του, κάνουνε μόνιμη την προσφορά του Καρυωτάκη στην ποίησή μας, αποτελώντας κληροδότημα για μας τους καινούργιους. Ο χώρος και το κλίμα, όπου γράφτηκαν έχουν μεγάλες διαστάσεις. Εδώ πρόκειται για τελευταίες κατεργασίες. Θα πρέπει, αλήθεια, να παραδεχτούμε, πως η μάχη της αυτονομίας προς την αντιλογία είναι άνιση, χωρίς όρια προδιαγεγραμμένα. Οι λέξεις μια - μια γράφονται, γράφονται μέσα σε σκότος χωρίς μαρμαρυγή καμμιά, μέσ’ απ’ το πρίσμα μιας φαγωμένης φαντασιοδοξίας. Ο ποιητής ολάκερος ζυμώνεται και ζυμώνει κι’ εγκυμονεί διανοητικά υπό συνθήκες αθλιώτατες. Σε γενικό φόντο, όσο ο χρόνος παρεμβάλλει τα προσκόμματά του, τόσο οι διατηρημένες προσδοκίες παύουν να εγκαθιδρύουν με δεσπόζουσα υπαιτιότητα τον τέλειο φανταστικό άνθρωπο, τον ανεξάρτητο από φυσικούς νόμους κι’ ανθρώπινους, που θα σφηνώσει με την πρώτη του βέβαια κίνηση την αντιλογία στην αφάνεια, καταδικάζοντάς την. Ο ποιητής όμως έχει να παλαίσει και με την τυποποίηση στην έκφραση, που βρίσκεται πολύ κοντά στο νόημα και την ουσία. Μ’ άλλα λόγια, όσο πιο θετική και ξεκάθαρη είναι η γνώμη του πάνω στο μεγάλο θέμα, τόσο λιγότερα περιθώρια αφήνει για την τυποποίηση, την επαναληπτική τετριμμένη κι εξαντλημένη έκφραση. Η περίπτωση αυτή, το πρόβλημα καλύτερα, για τον Καρυωτάκη γίνεται ακόμα πιο φιλοσοφημένο. Γ ί ν ε τ α ι τ ρ α γ ι κ ό π α ι γ ν ί δ ι. Δανειζόμαστε εδώ την ώριμη γνώμη του Παναγιωτόπουλου: «Ο Καρυωτάκης, γράφει όσο ξεμακραίνει από την απαίτηση μιας θετικής αποτίμησης της ζωής, τόσο κερδίζει οριστικότερα μέσα το νόημα του θεάματος. Και του θεάματος στην πιο ελεεινή και πιο τραγική του μορφή. Υπάρχει πρόσωπο τραγικώτερο, από τον γελωτοποιό, το παλιάτσο, τον clown, από τη μηχανική κίνηση, το τυποποιημένο χαμόγελο, το σπασμό της αγωνίας που μετουσιώνεται σε ξέσπασμα παράφρονης ευθυμίας; Είναι φοβερό να συλλογιέται κανείς με τι μπορούν να διασκεδάσουν οι άνθρωποι». Για να μην προχωρήσουμε εμείς, λέμε εδώ συμπληρώνοντας, όπως οι τελευταίες εκφάνσεις της τέχνης του Καρυωτάκη, και συνέπεια έχουν και επάρκεια και αλήθεια. Το ξετύλιγμα της εμπειρίας, που υπογραμμίστηκε διαδοχικά στα τρία βιβλία, τις τρεις προσπάθειες, εκεί που ο αισθητικός παλεύει με το χλευαστή, ο τεχνίτης με τον άγρυπνο φάρυγγα του κακού ονείρου, γίνεται πια πλούσιο και μόνιμο εύρημα· και γόνιμο θάλεγα, αν η θέληση του Καρυωτάκη δεν έπαυε ν’ αντιστέκεται με λύσα στην έμμονη, ολέθρια ιδέα του θανάτου. Γιατί και πάλι, δεν μπόρεσε ν’ αποσπαστεί από τον παλιό ρόλο. Μεταφέρουμε χαρακτηριστικές στροφές από το πόνημα: «Όταν κατέβουμε τη σκάλα» που το σκεπάζει το χώμα του Άδη:

 

 

«Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχθούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη;

Αλλά εκεί κάτω τι θα πούμε, πού θα πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλο θα κυττάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες».

 (άπαντα).

 

Διαφορετικώτερη, μα στα ίδια σχεδόν μέτρα περιεχόμενου η «Αισιοδοξία», ενέχει όλη τη σπουδαιότητα στην παραφροσύνη:

 

«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φθάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Κι ας τραγουδήσουμε — το τραγούδι να μοιάσει
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης
και ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει

(άπαντα)

(Το χειρόγραφο της «Αισιοδοξίας»)

 

 

Κι ας έρθουμε τώρα στο τελευταίο νατουραλιστικό ξέβρασμα: το ποίημα «Πρέβεζα». Άφοβα μπορούμε να πούμε πως «Το ποίημα τούτο τόγραψε η Μοίρα με το χέρι της». Είναι το κορύφωμα όλης της δημιουργίας του Κώστα Καρυωτάκη και το επισφράγισμά της. Ζώντας μέσα στο ζόφο της απόκοσμης Επαρχίας, τον τόπο με τους συνθλιβόμενους στενούς δρόμους που τους προσκόλλησαν ονόματα μεγάλα, ο ποιητής με την όραση τη δική του, αυτό ακριβώς δεν παράβλεψε· και παραμέρισε εντελώς όσα δεν ταίριαζαν στη διάθεσή του. Ένας ωμός ρεαλισμός, ανάλατος για τους γευστικούς του κύλυκες, έμεινε η Πρέβεζα. Η επαρχία που τότε δεν έγινε πρωτεύουσα και βυθίστηκε στη φτώχεια, την ένδεια, τον αποτελματωμένο κάμπο των πλαδαρών μικροφιλοδοξιών. Οι άνθρωποι με το συνεσταλμένο κρύο βλέμμα, συνταιριασμένοι με την ήρεμη φύση, οι κόρες σιωπηλές, όπως τις περιγράφει ο Ουράνης στο μακρόστιχο «Οι νέες των Επαρχιών», οι ματαιόδοξοι και χαμερπείς, που ούτε με τα φυσικά ούτε με τα αδιάφθορα μάτια μπορούν να τον γιατρέψουν, άγουν στην αποστροφή και την ενδοτρέφεια, το σαρκασμό και την αηδία:

 

 

«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».

 

Φτωχό ποσοτικά το μεταφραστικό του έργο μα, με μια λέξη, περίφημο. Και καθόλου δεν υπερβάλλουμε. Απόδειξη ένα κομμάτι από τη μετάφραση των «Σκιών» της μεγάλης Γαλλίδας ποιήτριας Κόμησας Ντέ Νοάϊγ, εφάμιλλης προς τις εμπνεύσεις και την τεχνική του Βερλαίν:

 

«Φρανσουά Βιγιόν, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλλοι
ετραγουδούσες
Πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει
όταν σ’ επρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!»

 

Η απασχόληση όμως του Καρυωτάκη σ’ όλη του την περίοδο της ακμής, δεν ήταν να μεταφράζει. Ήταν να μεταφράζεται. Πώς θάλεγε τους θρήνους τους ξένους, όταν οι δικοί του ήταν θαμμένοι; Κι οι λιγοστές φορές, που ξέφυγε την επιτήρηση του εαυτού του, ήταν μια θυσία.

 

 

 

 

 
                                                                   Γ΄

 

Η ΙΙΡΩΤΗ εικοσιπενταετία του αιώνα μας είναι πολύ ανακατεμένη από άποψη ποιητική. Οι νοτροπίες παίρνουν και δίνουν. Στις πρώτες τους ρίζες, ο βυρωνισμός, ο λεοπαρδαλισμός, ο λαμαρτινισμός, οι κυριώτερες μορφές οι αρρωστημένες του ρομαντισμού, επιζούνε χωρίς στηρίγματα πολλά και καθησυχαστικά. Το είδος τους είναι τέτοιο που δεν έχει απόκριση. Συνεχίζεται και διασώζεται απαρχής χωρίς να στέκει δημοφιλές. Λίγοι είναι οι Ναρκισσιστές που το υπερασπίζουν, με φανατικήν αδεξιότητα. Αργά στην αρχή, με ταχύτητα αφάνταστη κατόπιν, ανθίζει ό συμβολισμός, σε λίγο. Οι ρίζες εδώ είναι βαθιές κι αμετακίνητες. Η διάδοση εύκολη και δύσκολη για τους προετοιμασμένους και απροπαρασκεύαστους. Τ’ αυλάκια που δημιουργεί το ξεχείλισμά του πιάνουν χώρον πολύ. Φτάνουν ως τα προπύργια της δικής μας αναγέννησης με τις λιγότερες παθολογικές κρίσεις. Γιατί η Ελλάδα είχε ν’ αντιτάξει το καθαρό εθνικό στοιχείο προς κάθε τι το ξενικό, κι έμενε βράχος ακλόνητος. Άλλαξε κι αυτή τον πυρήνα της με μορφές καινούργιες και δοξαστές. Έμενε όμως σ’ αυστηρή επιφυλακή προς το καινούργιο. Προς ώφελός της, ίσως. Φαναριώτες και Εφτανησιακοί μισορραγίζουν με την εμφάνιση της Νέας Σχολής της Αθηναϊκής, χωρίς όμως να μην θεωρούνται υπολογίσιμοι. Με τη νέα κίνηση όμως τα σύνορα της ποιητικής ιθαγένειας αρχίζουν να χάνονται. Ο Παλαμάς πρώτος μάς διώχνει προς τα έξω να βρούμε ότι λείπει στο Ελληνικό πεδίο, κι η πρώτη ώθηση για τη σπουδή των ξένων γιγάντων είναι γεγονός. Κείμενα άγνωστα και φρεσκογραμμένα φτάνουν μεταφρασμένα στην Ελλάδα. Ένας κόσμος ανεκμετάλλευτος και ποικιλόμορφος μάς δονεί. Βλέποντας τούτη την ανωτερότητα, θέλουμε και μεις να τους μιμηθούμε, τους στιχουργούς τους μεγαλόπνοους της Ευρώπης. Στην προσπάθεια ακριβώς αυτή, καταλαβαίνουμε σε λίγο πως ήδη τους αγαπήσαμε και ο ζήλος μας να τους μοιάσουμε ολοένα μεγαλώνει. Μ’ αυτή τη μορφή της συνεργασίας κατορθώνεται η δημιουργία ενός δεσμού, τέτοιου ώστε, όταν τα χρόνια του Καρυωτάκη αλλάζει η ποιητική συνήθεια ριζοσπαστικά, εμείς δεχόμαστε σαν καλοί γεωργοί τη φουσκονεριά τους, τη μπόρα της εξέλιξής τους.
Σε καιρούς άλλους απ’ τους πραγματικούς, ο Καρυωτάκης θα μπορούσε να γίνει τύπος Βυρωνικός. Και πολύ θα του ταίριαζε ταύτη η προσωνυμία. Όσο για τους παλιούς δικούς μας έναν θα λέγαμε πως ένοιωσε ο ποιητής: Ό Δημήτριος Παπαρηγόπουλος, ο αγαπημένος του ποιητής, που του στόλισε τη φωνή και την έγκλειστη ψυχολογία, μ’ εκείνα τα μελαγχολικά εμβατήρια, τον έκανε να γευθή το λεπτό άρωμα ενός γνήσιου υποκειμενικού σπαραγμού. Απ’ αυτόν εδώ πάρθηκαν από τον Καρυωτάκη τα τυπικά χαρακτηριστικά στοιχεία της ρομαντικής θεωρίας, που απετέλεσαν την αφετηρία μιας νέας προσωπικής βιοθεωρίας. Οι ομοιότητες γι’ αυτό που υπάρχουν ανάμεσα στην ποίηση του Παπαρηγόπουλου και του Καρυωτάκη είναι πάρα πολλές, αν παραλείψουμε το γλωσσικό ιδίωμα του καθένα, που οπωσδήποτε παίζει σπουδαίο ρόλο στη συγκριτική εργασία.
Δεν θα κάνουμε εμείς σύγκριση. Δύο λόγια μονάχα λέμε, για επιβεβαίωση όσων πιστέψαμε: Εκλεπτυσμένη αισθητική αγωγή, σπειραχτική ειλικρίνεια με ευπαθή επιχρίσματα στη θεωρητική κατάρτιση παριστάνουν με έμμετρους κοπετούς το άπελπι και το μάταιο. Μεταφέρουμε εδώ από τη συλλογή «Οι ποιηταί» δύο επιγραμματικά τετράστιχα. Το ένα είναι το «Μηδέν»:

 

Δεν έχει τέλος. Εν αυτώ γεννώνται και περώσι.
«Μηδέν; τί είναι το μηδέν; αρχήν δεν έχει άλλην.
Τούτο υπήρχε προ ήμερων κ’ εις τούτου την αγκάλην
εσχάτην εκφωνών αράν ο κόσμος θα υπνώση».

 

«Θ ν ή σ κ ε ι» προγράφεται τ’ άλλο:

 

«Τον τάφον του ο άνθρωπος γεννάται όπως σκάψη·
ράπτων το σάβανον αυτού τον βίον αναλίσκει.
Η υπαρξίς του προς στιγμήν επί της γής θ’ αστράψη,
διπλούται εις τον θάνατον και θνήσκει, θνήσκει, θνήσκει.»

 

Ο παράγων καθαρεύουσα είναι κάτι που πρέπει εδώ να θεωρηθεί αποτύπωμα μιας αδιόρατης προσπάθειας να διασωθούν σ’ όλες τους τις θεμελιακές αποχρώσεις οι γυμνές αλήθειες. Κι όλη η θεωρία του Καρυωτακισμού, η σχολή που την καθιέρωσαν, είναι μεστή από μιαν απόγνωση τ’ ανίατο άλγος, που πουθενά δεν παρατηρήθηκε. Σήμερα λέγοντας τον όρο «Καρυωτακισμό» επηρεασμένοι καθώς θα είμαστε από τα νέα ποιητικά δεδομένα, που δεν αποκλείουν την καθαρευουσιάνικη τεχνική, θα συνδέσουμε οπωσδήποτε το αναντίρρητο με το οξύ κι ακριβό της καθαρεύουσας, όπως αυτή εμφανίζεται σιγουρεμένη και φρικτή, νοσηρή και γοητευτική. Το αναντίρρητο στο είδος αυτής της ποίησης πρέπει να ληφθεί σα δόγμα. Ο στίχος, σαν μορφή τελειότητας, έχει καλύτερη έκφραση. Γράφει ο Τέλλος Άγρας: «Αληθινά, κάποια μικρή στιχουργική αναγένηση επήγασεν από τον Καρυωτάκη για τους νεωτέρους του κι ίσως και για μερικούς παλαιοτέρους του». Και καταλήγει: τ’ Άλλ’ ο στίχος του εκτός από την ποικιλία παίρνει στα χέρια του Καρυωτάκη νεύρα και ευρωστεία· πατά στερεά, στερεώτερα τελειώνει. Αυτό είναι το μυστικό του. Και η γοητεία του — συμπληρώνουμε εμείς — η αναντίγραφη. Σχόλια πολλά έγιναν για το «κίνημα» του Καρυωτάκη, όπως ονόμασαν τη σχολή του. Οι γνώμες που διασταυρώθηκαν είναι σχεδόν ταυτόσημες, χωρίς να λείπουν κι οι εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι μελετητές λένε ότι ουσιαστικά δ ε ν ε ί ν α ι σ χ ο λ ή η μια νοοτροπία ατομική, χωρίς συνέχεια». Θα πρέπει να γνωρίσουν ότι κάνουν μεγάλο λάθος, σκεφτόμενοι πως ο Καρυωτάκης, ο ποιητής Καρυωτάκης, ή τ α ν μια τελεσίδικη φυσιογνωμία που χάθηκε. Αυτός ο «εξόριστος της πραγματικότητος», ο αυτοτιμωρούμενος κι αυτοελεγχόμενος δράστης, ανέβηκε ηγετικά σε μια σφαίρα που δεν επηρεάζουν πια οι συρμοί, κι ανέπαφος από το χρόνο και τους ανθρώπους, εξακολουθεί να διαφαίνεται, όπως τον έντυσε το Έ ρ γ ο του.

 

 
Η Nelly Sachs (Βραβείο Νόμπελ 1966) λέει τούτα τα λόγια, που πολύ θα ταίριαζαν στο πρόσωπο του ποιητή μας:

 

 

«Ποιος κράζει;
Η δική σου φωνή:
Ποιος αποκρίνεται;
Ο θάνατος:

Αυτό τι είναι;
Η στιγμή της εγκατάλειψης
απ’ όπου εξαφανίστη ο χρόνος
νεκρός από αιωνιότητα

(Ποιός κράζει;)

 

 

Σαν αρχηγός ποιητικού ρεύματος θα διασώζεται στις μνήμες των καινούργιων ανθρώπων o Κώστας Καρυωτάκης. Τον αρχηγόν αυτό συνέστησαν όλα εκείνα τα προτερήματα τα σπάνια, και τα ελαττώματα μαζί τ’ ανθρώπινα, που κανενός άλλου δεν ανήκουν. Ο Καρυωτάκης, για να μεταχειριστούμε τη φράση του Σέλλεϋ, ήταν ένας «Νέος ορφέας που ψάλλει ακόμα κι αγαπάει και κλαίει και πεθαίνει». Κι ο Έμερσον γράφει: «Κόψτε δάση από δάφνες και φέρτε τες, με των ανθρώπων τα δάκρυα, προς εκείνους που γενναία της αντιστάθηκαν της γνώμης του κόσμου γύρω τους. Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα όμως μένουν και με το χρόνο μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο. Ο άνθρωπος Καρυωτάκης αντιστρατεύθηκε στο αίτημα της ζωής και κρίνεται «έξω» απ’ την άρρωστη φύση του. Ο ποιητής όμως με το γλυκό και λυπητηρό τραγούδι, που ζεσταίνει τον ανθρώπινο αποτροπιασμό και χλιαίνει τον πόνο, ο ποιητής με την ευαίσθητη καρδιά, που κατόρθωσε να υποτάξει την ανθρώπινη τραγικότητα στο νόημα της ψηλής Τέχνης και βάσταξε το πάθος και τον τρυφερό αισθησιασμό στους νόμους της σοβαρότητας και της καθαρής ποιητικής συνείδησης, πρέπει να έχει και την ειλικρίνειά μας μαζί του. Και τη συμπάθεια. Όχι δίπλα στο εσωτερικό δράμα που πέρασε, το μίσος μας. Μα την αγάπη μας.

 

 
Αφήνοντας άπειρες ευχαριστίες σ’ όσους μας άκουσαν, κλείνουμε το φτωχό λόγο με τούτη την ελπιδοφόρα σκέψη: Πως, για μας, ο ποιητής και ο άνθρωπος μαζί, ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι αχώριστοι: Γιατί κι εμείς, τώρα που τον κρίναμε σκεφτήκαμε, όσο μπορέσαμε, σαν άνθρωποι και σαν ποιητές, που ουσιαστικά δεν κρίναμε, μα καταλάβαμε. Κι αυτή θάναι μια ικανοποίηση, δίπλα στην παρουσία σας.

 

 

Π ά ρ γ α  22 - 1 - 1967

 

 

 

************

 

Θερμές Ευχαριστίες στον κο Στράτο Μάστρα για την παραχώρηση του υλικού.

Τζούτζη Μαντζουράνη, «Τα 24 γράμματα του αλφάβητου», Σαιξπηρικόν,2012 (+ Ένατη Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης)

$
0
0


Το δεύτερο βιβλίο της νέας σειράς ( 16 X 2 ) των εκδόσεων Σαιξπηρικόν, « Τζούτζη Μαντζουράνη- Τα 24 γράμματα του αλφάβητου».

Πρόκειται για μια σειρά (32 σελίδες το καθένα) που θα φιλοξενούνται μικρές ποιητικές ενότητες και αυτοτελή πεζά κείμενα σύγχρονων ελλήνων ποιητών και συγγραφέων. Είναι η δεύτερη σειρά μικρών - βιβλιοφιλικών «πλακετών» που ξεκινάνε οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν μετά την σειρά Vox Humana που πλέον θα φιλοξενεί μόνον ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια ξένων συγγραφέων. Η τυπογραφία είναι εξαιρετική- σε μονοτυπία με πολυτελή υδατογραφημένα -χρωματιστά- χαρτιά σε διαστάσεις 14Χ21.

 

 

-Χ-

Χαμένα κορμιά

κερδισμένα σώματα.

Ερωτες που δεν έγιναν ποτέ

αληθινοί.

Ο Χρόνος,

που μας προσπερνάει

τρένα

με τα βαγόνια τους άδεια

κάνουν στάσεις

στο Χάος.

Χάνομαι

μέσα στο βλέμμα σου

και στον λαβύρινθο

της ψυχής σου.

Χρώμα!

Χαρισμένα φιλιά

Χρησιμοποιημένα συναισθήματα.

ολα αγορασμένα

με Χρήμα και δάκρυα.

Χύτρα ταχύτητος

με σπασμένη βαλβίδα.

Χαλασμένη ζωή…

Χρυσός του Μίδα.

 

 

 

 

-Ε-

Έφυγα.

Πάντα φεύγω

γιατί,

η Ελευθερία μου,

είναι πιό πολύτιμη

απο την

Ευτυχία…

Έφυγες.

Εγώ σ’έδιωξα…

γιατί,

η Ευτυχία μας,

σκότωνε την

Ελευθερία μου…

 

 

-Θ-

η Θύμηση!

όλων αυτών που νοιώσαμε,

όλων αυτών που ζήσαμε.

Θυμάμαι,

σημαίνει έχω ζήσει

έχω γελάσει

έχω πονέσει

έχω κλάψει.

Θυμάμαι

σημαίνει πως,

ακόμα είμαι ζωντανή

 

 

Ω

Ωχ!

Που καταπίνω την χαρά

και φτύνω

φαρμάκι!!!

 

**********

Σήμερα το απόγευμα, 18.00-20.00, η Τζούτζη Μαντζουράνη στο Περίπτερο 15 των Εκδόσεων “Σαιξπηρικόν” θα υπογράφει το βιβλίο της.
*****************

 

 
ΕΝΑΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

▀ Πέμπτη 24 ΜΑΙΟΥ ,ΕΝΑΡΞΗ

●ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 21.30

Από το απόγευμα μέχρι τις 9 το βράδυ, η φιλαρμονική του Δήμου Θεσσαλονίκης χωρίζεται σε δύο ομάδες, οι οποίες δίνουν συναυλία στα 2 υπαίθρια τουριστικά λεωφορεία της πόλης (hop on-hop off).To δρώμενο καταλήγει στις 21.30 στον υπαίθριο χώρο του Δημαρχείου όπου εκεί θα ξεκινήσει το πάρτυ εγκαινίων της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου. Θα παίζουν DJ και το συγκρότημα BALKAN COLA ενώ ταυτόχρονα θα πραγματοποιείται έκθεση φωτογραφίας με θεματική την παλιά και νέα Θεσσαλονίκη, με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης

▀ Παρασκευή 25, ΜΑΙΟΥ

● Αρχαιολογικό Μουσείο 22.00

Επτά ποιητές της νεότερης γενιάς που ζουν και δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη, γράφουν και παρουσιάζουν ποιήματα και κείμενά τους, βασισμένα σε γνωστούς δρόμους της πόλης. Επτά φωνές- συν/ομιλούν για επτά διαφορετικούς δρόμους. Επτά ποιητές- επτά κείμενα, επτά φορές συναντιούνται και πολλαπλάσιες απομακρύνονται, προσπαθώντας να μιλήσουν μέσα από προσωπικές τους ιστορίες για τον άνθρωπο μέσα σ’ ένα σύγχρονο αστικό κέντρο, τη Θεσσαλονίκη.

Συμμετέχουν οι ποιητές: Γιώργος Αλισάνογλου, Θωμάς Ιωάννου, Δήμητρα Κατιώνη, Έλσα Κορνέτη, Δημήτρης Λεοντζάκος, Κώστας Παπαθανασίου, Γεωργία Τρούλη.

Συντονίζει η Τιτίκα Δημητρούλια

Η εκδήλωση συνοδεύεται με βιντεοπροβολή, όπου παρουσιάζονται διάφοροι δρόμοι της Θεσσαλονίκης .

Ξεκινάει στις 10 μμ, στον αύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου απέναντι από την κάτω είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου.

●Διανυκτέρευση στο μουσείο – Sleepover στο ΝΟΗΣΙΣ Κέντρο Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας .30 παιδιά συμμετέχουν στο πρόγραμμα sleepover –διανυκτέρευση στο μουσείο της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού & Τουρισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος τα παιδιά συμμετέχουν σε διάφορα ειδικά διαμορφωμένα για αυτά εκπαιδευτικά προγράμματα και δραστηριότητες από ειδικούς μουσειοπαιδαγωγούς και διανυκτερεύουν στο μουσείο.

▀ Σάββατο 26, ΜΑΙΟΥ ● Βόλτα με καράβι από για μελή EKEBI (από Λευκό Πύργο )

ΜΕ ΟΧΗΜΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μια θεατρική ομάδα της πόλης και με τη συνοδεία live τζαζ μουσικής διαβάζει σε μορφή αναλόγιου – και «αναπαριστά» κείμενα Θεσσαλονικιών λογοτεχνών. Η συγκεκριμένη εκδήλωση πραγματοποιείται μέσα σε καραβάκι που θα ξεκινήσει σε συγκεκριμένη ώρα από την περιοχή του Λευκού Πύργου ή της Αριστοτέλους (συμμετέχοντες και κοινό) και θα βρίσκεται εν πλω (αλλά και αραγμένο) στο Θερμαϊκό Κόλπο για μια περίπου ώρα. Μετά το πέρας της εκδήλωσης, επιστροφή στον τόπο της αφετηρίας του.

▀ Κυριακή 27 ΜΑΙΟΥ

● «Με όχημα τη λογοτεχνία»

Οχτώ ποιητές της πόλης ξεκινάνε μαζί με το κοινό με τουριστικο λεωφορείο από το χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, διαβάζοντας (με μικροφωνική) ποιήματα και κείμενά τους με θεματική τη «λογοτεχνία ως όχημα»- κυριολεκτικά ή μεταφορικά

Paul Elyard, «Ελευθερία», 1945 (μετφρ.: Χαρτογράφος)

$
0
0

 

 

εδώΟ Gérard Philipe διαβάζει το ποίημα «Ελευθερία» του Πωλ Ελυάρ

 

Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές

Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!

George Bernard Shaw (1856 – 1950), Ρήσεις

$
0
0

 

 

*
Δεν πρόκειται να γράψετε ένα καλό βιβλίο, εάν δε γράψετε πριν μερικά κατώτερα.

 

*
Είμαι εναντίον των εκδοτών: αυτοί μ’ έμαθαν να βολεύομαι χωρίς εκείνους και για αυτό θέλω να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.

 

*
Υπάρχουν δύο τραγωδίες στη ζωή: η μία, ότι δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες μας, και η άλλη, όταν τις εκπληρώνουμε.
 
*
Το διάβασμα έκανε τον Δον Κιχώτη ιππότη, αλλά η πίστη σ’ αυτά που διάβασε, τον έκανε τρελό.

 

*
Έγινα λόγιος γιατί ο συγγραφέας σπάνια συναντιέται με τους πελάτες του και δεν είναι απαραίτητο να ντύνεται σύμφωνα με τη μόδα.

 
*
Η τιμωρία του ψεύτη δεν είναι ότι δεν τον πιστεύουν, αλλά ότι αυτός δεν μπορεί να πιστέψει.
 
*
Ο λογικός άνθρωπος προσαρμόζει τον εαυτό του στον κόσμο. Ο παράλογος επιμένει να προσαρμόσει τον κόσμο στον εαυτό του. Γι’ αυτό, όλη η πρόοδος στηρίζεται στον παράλογο.
 

*
Το βραβείο Νόμπελ είναι ένα σωσίβιο, που ρίχνουν στον κολυμβητή, όταν αυτός ήδη έχει φτάσει στην στεριά.
 
 
*
 
Μη χάνετε τον καιρό σας με κοινωνικές έρευνες, Εκείνο που ενδιαφέρει τον φτωχό, είναι η φτώχεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον πλούσιο δεν μας ενδιαφέρει.
 
 
*
 
Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που μας εξασφαλίζει πως δεν πρόκειται να κυβερνηθούνε από άτομα καλύτερα από εκείνα που μας αξίζουν.
 
*
 Η δημοκρατία αντικαθιστά την εκλογή από τους πολλούς ανίκανους με το διορισμό από τους λίγους διεφθαρμένους.
 

*
Δημοκρατία: όταν η κυβέρνηση δεν διορίζεται από μια χούφτα διεφθαρμένων, αλλά εκλέγεται από αστοιχείωτη πλειοψηφία.
 

*
Ο πίνακας τον οποίον επαινούν περισσότερο από δέκα τοις εκατό θεατές, αξίζει να καεί.
 

*
Η ζωντανή αποτυχία είναι προτιμότερη από το νεκρό αριστούργημα.
 

*

Ο γάμος δεν είναι λαχείο, γιατί στα λαχεία υπάρχουν πάντα νικητές.
 

*
Οι προκαταλήψεις μας είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, ώστε ποτέ δεν τις βλέπουμε ως προκαταλήψεις, αλλά τις ονομάζουμε «κοινός νους».
 
*
Οι συμβουλές μοιάζουν με το φιλί: δεν κοστίζει τίποτε και το δίνεις με ευχαρίστηση.

 
*
Ο άνδρας που όλη τη ζωή του αγαπούσε μια γυναίκα πρέπει να πάει στο γιατρό ή στην κρεμάλα.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live