Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Δημήτρης Μητροπάνος (1948-2012), «Δεν είμαι εγώ για προκοπή»

$
0
0

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ: Αγάπη Δίκοπη

 

 

Σωτήρης Παστάκας, «Η φιλόμουσος νεαρά»

 
” σου το ’χα πει,
σου το ’χα πει,
δεν είμαι εγώ
για προκοπή “

Επίλογος μιας ερωτικής τραγωδίας στα Μανιάτικα του Πειραιά, όπου ο σύζυγος σκότωσε χθες τη νεαρή γυναίκα του και αμέσως μετά τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Δύο μικρά παιδιά ορφανά, θα παρακολουθήσουν σήμερα την κηδεία των γονιών τους και θα αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους κοντά σε συγγενείς. Μια νοσηρή ζηλοτυπία όπλισε το χέρι του Παν. Παπαδάκου 35 χρόνων, ο οποίος στις 9.10 το πρωί περίμενε τη γυναίκα του στη γωνία των οδών Κουμουνδούρου και Αρτεμισίου. Όταν η Κούλα Παπαδάκου-Αρβανίτη 27 χρόνων φάνηκε στη στροφή πηγαίνοντας στη στάση των λεωφορείων την πλησίασε ο Παναγιώτης απειλητικά. ” Και τώρα το τέλος. ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ”, της είπε με ψυχρή φωνή. Τα λόγια του συνόδεψε με δύο σφαίρες διαμετρήματος 9 μιλιμέτρ.
“Τις δύο σφαίρες”, διαβάζουμε εμείς “διαμετρήματος 9 μιλιμέτρ, τις συνόδευσε με τα λόγια ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ”. Ας μας συγχωρήσει ο ανώνυμος αστυνομικός συντάκτης της “Ελευθεροτυπίας” (23/7/94), την αντιστροφή των δύο τελευταίων προτάσεων της λιτής και άψογης περιγραφής του. Η σύγχρονη ελληνική τραγωδία που κατονομάζει στην πρώτη αράδα του κειμένου του χωρίς να την υποψιάζεται,, βρίσκεται κατά τη γνώμη μας, στις τέσσερις λέξεις απ’ το ρεφρέν γνωστού λαϊκού τραγουδιού. Όταν κάποιος επιλέγει ως κορύφωση του προσωπικού του δράματος έναν παρόμοιο τρόπο, δεν ευθύνεται το λαϊκό τραγούδι. Δίνει όνομα στα συναισθήματα, λεκτικοποιεί τις συγκινήσεις, προσφέρει λόγο και λαλιά στους αναλφάβητους, δηλαδή σε όλους μας. Αναλφάβητοι των αισθημάτων καθώς είμαστε όλοι μας, στην πηγή του προστρέχουμε, ξεδιψάμε και ξαναγεννιόμαστε. Ποίος από εμάς δεν έχει λουσθεί σε αυτή τη σύγχρονη Δελφική Κασταλία πηγή;
Ζηλεύω, λοιπόν, τους άγνωστους συντελεστές του λαϊκού άσματος, την πάμφωτη ανωνυμία τους, την άκρατη ηγεμονία τους στις καθημερινές διαθέσεις των συμπολιτών μου.
Ζαλίζομαι κάθε φορά που συλλογίζομαι, τα συγγραφικά δικαιώματα που τους αναλογούν, από τα ημερήσια πάθη μας. Το κοπυράιτ του έρωτα, του χωρισμού, και της αγάπης γενικώς , εκείνοι διακινούν, εκείνοι το κατέχουν. Ως ποιητής λοιπόν, καταθέτω στέφανο τιμής στον επώνυμο στιχουργό, πού θα κατακτήσει ανώνυμος τη δόξα.
Τη δόξα τη φαντάστηκα ως “διθέσιο αεροπλάνο που σέρνει πίσω του μια διαφημιστική κορδέλα, ανήμερα του μεγάλου καύσωνα, κι ως καταναλώσιμο αγαθό έναν και μόνον στίχο μου να τον διαφημίζει”. Η αιγαιοπελαγίτικη αισθητική του Κώστα Μαυρουδή, αρκούσε κάποτε σε όλους εμάς τους Έλληνες που ορεγόμασταν τους κεντροευρωπαίους. Πρόβαλε όμως ο Γκανάς, εξ Ηπείρου ορμώμενος, ως εφιάλτης, να διατρανωθεί ως ποιητής μέσα από τα προσωπικά του λάθη, εκλαμβάνοντας (μέσα στο όνειρο του Τήνιου) ως μονοκινητήριο ένα ΤSEROKI 960.
Μέσα από τα σφάλματά του διατρανώνεται το λαϊκό τραγούδι, μέσα από τα λεκτικά ατοπήματα, τις ποιητικές υπερβολές και τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Η μαυροντυμένη νεαρά που με συντρόφευε (μαύρο μπλουτζίν, μαύρο μεταξωτό πουκάμισο, μαύρα μακριά μαλλιά να της κρύβουν το πρόσωπο), στο ταξίδι μου προς τη Λάρισα, με την ταχεία άμεσης προτεραιότητας INTER-CITY, είχε περασμένα τα ακουστικά του γουόκμαν στ’ αυτιά της κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Στη διθέσια μοναξιά μας, εγώ διάβαζα Λόρκα στην κοπιώδη μετάφραση του Βασίλη Λαλιώτη “Ποιητής στη Νέα Υόρκη” και πίστευα πως με απομόνωνε η ποίηση, εκείνη πίστευε πως την απομόνωνε η μουσική.
Στα Παλαιοφάρσαλα έμαθα τα νέα, αν και θα προτιμούσα να μην γνώριζα τίποτα γι αυτήν. Ήταν από τη Χίο κι έτρεχε προς τη Χαλκιδική. Ο ερωμένος της, συμμετείχε σε κάποιο συνέδριο εκεί. Της είχε υποσχεθεί πως θα την έπαιρνε μαζί του στο Πόρτο Καράς, άτυπο μήνα του μέλιτος, τριήμερο χαράς. Όμως τα γύρισε την τελευταία στιγμή, προτίμησε τα σίγουρα, τα ασφαλή, την σύζυγό του μετακίνησε ομού μετά του εαυτού του. Εκείνη δεν σκεφτότανε να πάει να τα τσουγκρίσει, το ίδιο τρένο θα’ περνε αμέσως και θα γύριζε πίσω-δεν θα πατούσε καν το πόδι της στη θεσσαλονίκη. “Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα” άκουγε και ξανάκουγε, “Στο Σου-μι-τζου κάποια βραδιά” και τα τοιαύτα.
Της είπα πως μόλις προερχόμουν από έναν άτυχο έρωτα. Πως πρόδωσαν και μένα αφού είχα κι εγώ προδώσει. Μου κρέμασε αυθόρμητα τα ακουστικά στ’ αυτιά, και άρπαξε απτά χέρια μου το όμορφο βιβλίο, ενός μεγαλύτερου χωρισμού, μιας πιο ακραίας απόγνωσης. Καθώς εγώ κυλούσα στα όμορφα λαϊκά, αναθυμώντας τα παλιά, τουτέστιν δηλαδή πάει να πει, όλη την πρωθύστερη καταγωγή μου, κι έφτασα μάλιστα να ντραπώ για την αμέλειά μου, στον Μητροπάνο συγνώμη να ζητώ για την αμάθειά μου, πως δεν τον γνώριζα πιο πριν και να με συγχωρεί, δεν θα το επαναλάβω-εκείνη σκόνταφτε με μιας στα ελληνικά του Λόρκα και της πίκρας. Πόσο μεγάλη είναι η γλώσσα μας, που χωράει τα ισπανικά κι όλες τις άλλες γλώσσες; Ποίος ξέρει αλήθεια να μου πει, ποίος φταίει πιο πολύ, για τα ελληνικά μας; Ο Αγγελάκας; ο Σαββόπουλος; ο Παπαδόπουλος ή ο Λαλιώτης; Φταίει ο μεταφραστής ή ο Λόρκα που δεν έγραψε μόνον τραγούδια;
Πριν απ’ τον ποιητή, υπήρξε ο τροβαδούρος του νέου κύματος Πατίλης. Μήπως οι υποψήφιοι ποιητές πρέπει να σταδιοδρομήσουν πρώτα στο λαϊκό τραγούδι; Γιατί όσα δεν μας αποκαλύπτονται σε ολόκληρο ταξίδι, να συντελούνται την ύστατη στιγμή;
Ετοίμαζα ήδη τις αποσκευές, μπαίναμε πια στη Λάρισα κι έπρεπε να κατέβω, κι εκείνη ξεφύλλιζε ακόμη το βιβλίο:
“Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαδιά”, είπε, “ψάχνω και δεν το βρίσκω”

Σωτήρης Παστάκας, Εγκόλπιο του καλού αναγνώστη, Ενδυμίων, 2010


Massimiliano Damaggio, Κάποια ποιήματα

$
0
0

Massimiliano Damaggio
Μαξιμιλιανός Μαΐου
Κάποια ποιήματα

Αθήνα, Μάιος 2011

άνθρωποι
βγαίνουν απ’ τις τρύπες της νύχτας
γεμάτοι δόντια
τσιγάρα
μικρές κραυγές

στην μεγάλη νύχτα
πολύ μεγάλη
υπερβολικά μεγάλη

ακολουθούν την διαδρομή προς την πλατεία
την δακρυγόνα (δακρυγονούσα?)

“άκου, μου λένε, έχασα την δουλειά
τώρα κοιμάμαι στους κάδους
έχει καταπιεί η τράπεζα το ένα μου χέρι
είμαι κουτσός
δεν μπορώ πια να παρέχω χάδια
ούτε κλοτσιές

τι μπορεί απόψε, αύριο
αυτή η αράδα, αυτό το στυλό, αυτό το πράγμα εδώ
που ονομάζετε ποίηση;

δεν είναι
ψάρια ή
όρνιθες ή
γλώσσα
τώρα πια “

και πηδάνε στις κάθετες
πυρκαγιές των περιπτέρων

και τα δέντρα
ρίχνουν λάδι
στην φωτιά

Atene, maggio 2011

uomini
escono dai buchi della notte
pieni di denti
sigarette
piccole grida

nella notte grande
molto grande
eccessivamente grande

seguono il cammino verso la piazza
lacrimogena

“ascolta, mi dicono, ho perso il lavoro
adesso dormo nei cassonetti
la banca m’ha mangiato un braccio
sono zoppo
non posso più elargire carezze
né calci

cosa può stasera, domani
questa riga, questa penna, questa roba qua
che chiamate poesia?

non è
carne né
pesce né
lingua
oramai”

e saltano tra gli incendi
verticali dei chioschi

e gli alberi
soffiano
sul fuoco

Preghiera

Oggi la poesia deve essere una pietra.
Prendete e scagliatene tutti.
Questa è la mia pietra offerta in dono per voi.

Nel breve tragitto fra la mano e l’obbiettivo
una poesia sibila come una corda nel vento.
Beati quelli che ne verranno colpiti.

Ma come potrà una poesia, ci chiediamo
pagare la spesa, la luce e la chemioterapia?
Cosa potrà contro lo sportello bancario
contro il mutuo che vien di notte
con le scarpe tutte rotte?
Esatto: cosa potrà
se tu che stendi le lenzuola dei versi
incolonni parole sulla pagina bianca
perché, anche scritta, rimanga bianca
e poi alzi il braccio per scagliare una piuma
o peggio
per chiedere il permesso d’andare a pisciare?

***

Questa sera passo da piazza Omònia
dove le siringhe conficcate nell’asfalto
splendono come piccole candele votive
nel bagliore del mondo finanziario.

Sulla facciata del centro commerciale
una cascata di luci di natale:
lunghe colonne di consumatori
di droga e di beni
s’inginocchiano, pregano e offrono monete.

Tu mi dici: “Io ti dico
che la lingua è potente
perché con essa si può dire di tutto.”
Ma lo vedi da te
solo se scrivi SCONTI!
s’affacciano dai palazzi
il telegiornale ne parla.

E anche tu mi dici:
“La poesia è come il pane, è di tutti”.
Ma lo vedi da te
oggi il pane
è un’offerta sul volantino.

Prendete e compratene tutti
questo è il mio volantino
offerto in offerta per voi.

***

La pioggia scivola sui cassonetti
scioglie l’immondizia che gocciola
muta
sulle mani di chi ci scava dentro.

Guardali, come ti dicevo
non mi sembra raccolgano poesia
non mi sembra che cerchino una pietra
e se la poesia fosse pietra
non potrebbero masticarla.

Nello specchio delle pozze
uomini obliqui come pali arrugginiti
malati di fame
siedono da anni sul marciapiede.

***

Ma quindi, allora, tutto ciò premesso:
che cosa deve essere oggi la poesia?

Oggi la poesia deve essere un seme.
Aprite in due i corpi di questi morti
e seminatene tutti
questo è il mio seme che crescerà dentro di voi.

Se il chicco di grano, caduto in terra
non muore, rimane solo;
se invece muore, produce molto frutto.

Oggi la poesia deve essere una preghiera.
Nient’altro che una preghiera
in forma di pietra
scagliata con la mano. Προσευχή

Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι μια πέτρα.
Πάρτε και ρίξτε όλοι σας.
Αυτή είναι η πέτρα μου που προσφέρω ως δώρο για εσάς.

Στην μικρή απόσταση απ’ το χέρι ως το στόχο
ένα ποίημα σφυρίζει σαν σχοινί στον άνεμο.
Μακάριοι αυτοί που θα χτυπηθούν.

Αλλά πως μπορεί ένα ποίημα, αναρωτιόμαστε
να πληρώσει τα ψώνια, το φως και την χημειοθεραπεία;
Τι μπορεί ενάντια το τραπεζικό ταμείο
ενάντια το δάνειο, που όργανο βαστάει
που το κερί κρατάει;
Ακριβώς: τι μπορεί
εάν εσύ που διπλώνεις το σεντόνι των στίχων
βάζεις τις λέξεις σε στήλη στην σελίδα την λευκή
για να παραμείνει, αν και γραπτή, λευκή
και μετά σηκώνεις το χέρι σου να ρίξεις ένα φτερό
ή χειρότερα
να ζητήσεις την άδεια για να πας για κατούρημα;

***

Αυτό το βράδυ περνάω απ’ την Ομόνοια
όπου οι σύριγγες καρφωμένες στην άσφαλτο
λάμπουν σαν μικρά αφιερωτικά κεριά
στη λάμψη του χρηματοπιστοτικού κόσμου.

Στην πρόσοψη του εμπορικού κέντρου
ένας καταρράχτης από χριστουγεννιάτικα φώτα:
μακρές φάλαγγες από καταναλωτές
αγαθών ή ναρκωτικών
γονατίζουν, προσεύχονται και προσφέρουν κέρματα.

Εσύ μου λες: “Εγώ σου λέω
ότι η γλώσσα είναι δυνατή
διότι με αυτή μπορείς να λες τα πάντα.”
Αλλά το βλέπεις κι από μόνος σου
μόνον εάν γράφεις ΕΚΠΤΩΣΗ!
ξεπροβάλλουν στα κτίρια
οι ειδήσεις μιλάνε γι’ αυτό.

Κι εσύ που μου λες:
“Η ποίηση είναι σαν το ψωμί, όλων”.
Αλλά το βλέπεις κι από μόνος σου
σήμερα το ψωμί
είναι μια προσφορά στην προκήρυξη.

Πάρτε και αγοράστε όλοι
αυτό είναι το φυλλάδιο μου
που σας προσφέρω σαν συμπαράσταση.

***

Η βροχή κυλάει στους κάδους
διαλύει τα σκουπίδια που στάζουν
βουβά
στα χέρια εκείνων που σκάβουν μέσα της.

Κοίταξέ τους, όπως σου έλεγα
δεν μου φαίνεται να μαζεύουν ποίηση
δεν μου φαίνεται να ψάχνουν μια πέτρα
ή αν η ποίηση ήταν πέτρα
δεν θα μπορούσανε να την μασήσουν.

Στον καθρέπτη των νερόλακκων
άνθρωποι πλάγιοι, σκουριασμένοι στύλοι
πάσχουν από πείνα
χρόνια κάθονται στο πεζοδρόμιο.

***

Άρα, λοιπόν, ως εκ τούτου:
τι πρέπει να είναι σήμερα η ποίηση;

Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι ένας σπόρος.
Ανοίξτε στα δυο τα σώματα τούτων των νεκρών
και να τα σπείρετε όλοι
αυτός είναι ο σπόρος μου που θα μεγαλώσει μέσα σας.

Εάν ο κόκκος του σίτου δεν πέσει εις την γην
και αποθάνει, αυτός μόνος μένει•
εάν όμως αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει.

Σήμερα η ποίηση πρέπει να είναι μια προσευχή.
Τίποτε άλλο από μια προσευχή
σε μορφή πέτρας
που το χέρι εκσφενδονίζει.

Poesia odierna

Colleghi poeti, chi l’avrebbe detto
che avremmo scritto per non avere voce
che ci saremmo impegnati così a fondo
per ritornare, convinti, al geroglifico?

Che avremmo chiacchierato fra te e un tè
allegri carcerati nei nostri circoli illetterari
mentre l’universo è ancora in espansione
e più s’espande e più siamo ininfluenti e petulanti
- affollatissimo gruppo di coliformi?

Stamattina, in piazza, si tirano pietre
(colleghi poeti, chi l’avrebbe detto?)
e nessuna di queste è una nostra poesia. Τωρινή ποίηση

Συνάδελφοι ποιητές, ποιός θα το ‘λεγε
ότι θα γράφαμε για να μην έχουμε φωνή
ότι θα δουλεύαμε, τόσο βαθιά, για να
γυρίσουμε, πεπεισμένοι, στα ιερογλυφικά;

Ότι θα μονολογούσαμε μεταξύ ημών κι έναν καφέ
ιλαροί φυλακισμένοι μες στις α-λογο-τεχνικές λέσχες μας
ενώ το συμπάν συνεχίζει να επεκτείνεται
και όσο συνεχίζει τόσο είμαστε αναξιόλογοι κι οχληροί
- πολυσύχναστη ομάδα κολοβακτηρίδιων;

Αυτό το πρωί, στην πλατεία, ρίχνουν πέτρες
(συνάδελφοι ποιητές, ποιός θα το έλεγε;)
και καμία απ’ αυτές δεν είναι δικό μας ποίημα.

Ritorno ad Atene

E’ la mia notte del ritorno.
Per favore, siate educati.
Fate silenzio.

E’ la notte di molti per le strade
cioè la solita
cioè una delle tante.

E’ anche la sua notte del ritorno
in questo buio pieno di cassonetti bruciati.

(I piccioni immobili sui fili.
I drogati immobili sui semafori.
I semafori immobili sul suolo.)

E’ anche la notte di molti uomini
che urlano dalle finestre.

Ma in silenzio, per favore.

Perché questa è la notte
che mi riporta la sua bocca
come un frutto maturo.

Ma io non ho più denti. Επιστροφή στην Αθήνα

Είναι η δική μου νύχτα να επιστρέψω.
Να είστε ευγενικοί, παρακαλώ.
Κάντε σιωπή.

Είναι η νύχτα πολλών στους δρόμους
δηλαδή η συνήθης
δηλαδή η μια από τις πολλές.

Είναι και η δική της νύχτα της επιστροφής
σ’ αυτό το σκοτάδι γεμάτο καμένους κάδους.

(Τα περιστέρια ακίνητα στα σύρματα.
Οι πρεζάκηδες ακίνητοι στα φανάρια.
Τα φανάρια ακίνητα στο έδαφος.)

Είναι και η νύχτα πολλών ανθρώπων
που ουρλιάζουν απ’ τα παράθυρα.

Αλλά σιωπηλά, παρακαλώ.

Γιατί αυτή είναι η νύχτα
που μου επιστρέφει το στόμα της
σαν ώριμο φρούτο.

Αλλά εγώ δεν έχω δόντια πια.

Scarpe

Un callo, duro, sotto il piede.
Perché la strada è stata molta.
E’ stata molta in aereo
è stata molta in macchina
è stata molta in nave
ma soprattutto
è stata molta a piedi.
Mondo, mondo, vasto mondo
sono 40 anni che ti guardo
e nell’abbruttimento
nella pedofilia
nello sterminio
nel delirio dei numeri
intravedo ancora qualcosa
tutto sommato
ancora
non s’è spenta una luce negli occhi.
Arrivare partire tornare ripartire.
Tutta la mia poesia
tutta la mia vita
è stata un verbo di moto.
Un callo, duro, sopra il cuore.
Perché la fatica è stata molta.
E’ stata molta amando disamando
nella moltitudine nella solitudine
nelle facili rime
negli opposti banali.
I giorni sono scomparsi
nei tombini del tempo.
Oggi è uguale a ieri.
Tutto è diverso dall’altro ieri.
Contro l’orizzonte liquido
enormi punti di domanda
brillano inquieti nel tramonto.
Nella girandola isterica delle ore
resiste ancora la poesia
stanza piena di vento.
Oramai scrivo poco
ma oggi ho comprato un quaderno
e una penna.
Ancora una volta
seduto in un autogrill
alle 18 e 50 in punto
c’è qualcosa che intravedo
in tutto il già visto.
Qualcosa è rimasto
nonostante tutta questa strada.
Un callo, duro, sotto al piede.
Eppure continuo a mettermi le stesse scarpe. Παπούτσια

Ένας κάλος, σκληρός, στο πόδι.
Επειδή ο δρόμος ήταν πολύς.
Ήταν πολύς με το αεροπλάνο
ήταν πολύς με το αυτοκίνητο
ήταν πολύς με το καράβι
αλλά πάνω από όλα
ήταν πολύς με τα πόδια.
Κόσμε, κόσμε, απέραντε κόσμε
40 χρόνια τώρα που σε κοιτάζω
και στην ζωοποίηση
στην παιδοφιλία
στην εξόντωση
στο παραλήρημα των αριθμών
ακόμα ψιλοβλέπω κάτι
μετά απ όλα
ακόμα
δεν έσβησε το φως στα μάτια.
Φτάνω φεύγω γυρίζω ξαναφεύγω.
Όλη η ποίηση μου
όλη η ζωή μου
ήταν ρήμα κίνησης.
Ένας κάλος, σκληρός, στην καρδιά.
Επειδή η κούραση ήταν πολλή.
Ήταν πολλή αγαπώντας ξαγαπώντας
στη πληθώρα στη μοναξιά
στην εύκολη ομοιοκαταληξία
στις τετριμμένες αντιθέσεις.
Η μέρες εξαφανίστηκαν
Στα φρεάτια του χρόνου.
Σήμερα είναι σαν χθες.
Όλα δεν είναι σαν προχθές.
Ενάντια στον υγρό ορίζοντα
τεράστια ερωτηματικά
ανήσυχα λάμπουν στο ηλιοβασίλεμα.
στους υστερικούς ανεμόμυλους των ωρών
η ποίηση ακόμα αντιστέκεται
δωμάτιο γεμάτο αέρα.
Λίγο γράφω τώρα πια
αλλά σήμερα αγόρασα ένα τετράδιο
κι ένα στυλό.
Και πάλι μια φορά
κάθομαι σ’ ένα Σ.Ε.Α.
στις 18 και 50 ακριβώς
έχει κάτι που ψιλοβλέπω
σ’ όλα αυτά που είδα.
Κάτι έχει μείνει
παρά όλος αυτός ο δρόμος.
Ένας κάλος, σκληρός, στο πόδι.
Όμως επιμένω να βάζω τα ίδια παπούτσια.

Gente che beve il caffè davanti al mare

Il mare è liquido
l’atmosfera è umida
e la vita evapora
lentamente veloce.

Dentro l’acqua salata distinguiamo pesci
che stasera mangeremo al ristorante.
Poi i camerieri getteranno gli avanzi
nei bidoni o nei gatti, e andremo avanti.

Metalli, gas, nuvole, sismi:
tutto questo continuerà sempre uguale.

Nomi, cognomi, documenti, nipoti:
tutto questo torna a circolare nel ciclo dell’azoto.

Mentre il sole si coniuga al passato
guardiamo l’orizzonte liquido
e abbiamo paura.

Sembra appurato che anche noi
un giorno
o una notte
raggiungeremo lo stato gassoso

ma anche questo
(soprattutto questo)
indica che il sangue
circola nel corpo
e che il corpo non ha un senso
ma è piacevole indossarlo.

Tuttavia soprassediamo
e in questo momento
ci coniughiamo nel verbo esistere.

Esistere soltanto. Κόσμος που πίνει το καφέ του μπροστά στη θάλασσα

Η θάλασσα είναι υγρή
η ατμόσφαιρα ρευστή
κι η ζωή εξατμίζεται
αργά γρήγορη. ?

Στ’ αλμυρό νερό διακρίνουμε ψάρια
που θα φάμε απόψε στο εστιατόριο.
Μετά οι σερβιτόροι θα ρίξουν τα απομεινάρια
σε κάδους ή γάτους, και θα συνεχίζουμε.

Μέταλλα, αέριο, σύννεφα, σεισμοί:
αυτό θα συνεχίζει, πάντα το ίδιο.

Ονόματα, επίθετα, έγγραφα, εγγόνια:
αυτό θα ξαναγυρίσει, στον κύκλο του αζώτου.

Καθώς ο ήλιος κλίνεται στο παρελθόν
κοιτάζουμε τον ρευστό ορίζοντα
και φοβόμαστε.

Φαίνεται ασφαλώς πως κι εμείς
μια μέρα
μια νύχτα
θα φτάσουμε την κατάσταση των αερίων

αλλά και αυτό
(πάνω απ’ όλα αυτό)
δείχνει πως το αίμα
κυκλοφορεί στο σώμα
πως το σώμα δεν έχει νόημα
μα ευχαρίστως το φοράμε.

Αλλά αναβάλλουμε
και αυτή τη στιγμή
κλινόμαστε στο ρήμα υπάρχω.

Μόνον υπάρχω.

Neon

verrà il neon e avrà i tuoi occhi
i tuoi occhi così sepolti
a volte inquadrati negli schermi

è la metropolitana che urla
o sono uomini bianchi, scomparsi
che chiamano te, seduto o in piedi
nello scompartimento impietoso?

che posizione assumere per cessare d’esistere
e non sperimentare più le protesi artificiali?

gli architetti, pulitissimi
sorridono lineari sotto i tubi luminosi
- e noi camminiamo contenti di vedere meglio Το νέον

θα έρθει το νέον και θα έχει τα μάτια σου
τα μάτια σου τόσο θαμμένα
κάποιες φορές στο πλαίσιο της οθόνης

είναι το μετρό που ουρλιάζει
ή άσπροι άνθρωποι, εξαφανισμένοι
που καλούν εσένα, καθισμένος, ή όρθιος
στο βαγόνι το ανελέητο;

τι θέση να πάρεις να πάψεις να υπάρχεις
να μην πειραματιστείς πια τεχνητές προθέσεις;

οι αρχιτέκτονες, πεντακάθαροι
χαμογελούν γραμμικά κάτω από τους φωτεινούς σωλήνες
- κι εμείς περπατάμε χαρούμενα που βλέπουμε καλύτερα

La pietra

Ecco una pietra sarajievska.
Ma non la raccolgo.
E’ un calcare famoso
e forse per lei c’è pure un mercato.
Ma mi osserva, ferma
forse spera che non la prenda a calci.

Perché allungare un braccio
e farne un simbolo da scrivania?

Per dire: sapete, cari
che sono stato a Sarajevo
subito dopo la guerra?

Ecco Sarajvo
come una pietra
e un nucleo
umano.

I turisti
i giornalisti
gli statisti
tastano la superficie esterna
fredda e scheggiata
cercando una serratura.

Ma serratura non s’apre più.

All’interno
un uomo attende
lento
che capiscano
e se ne vadano.

Rajvosa
non ti preoccupare
non ti farò nessuna domanda.

Il ventre della pietra
è pieno di luce.

Altre pietre
sparse in tutta la piazza
illuminano il giorno notturno.

Mi siedo fra loro.
So che capire resterà un verbo della terza coniugazione:
non raccoglierò la pietra.

Poi m’addormentai disfatto.

Il tempo cambiò dieci volte in venti minuti
i minuti diventarono dati di fatto
le pietre si evolsero in casa e furono dipinte di giallo. Η πέτρα

Να μια πέτρα σεράγεβσκα. (του Σεράγιεβου?)
Αλλά δεν τη μαζεύω.
Διάσημος ασβέστης είναι
και μπορεί να εκτιμάται στην αγορά.
Αλλά με κοιτάζει, ακίνητος
ίσως ελπίζει να μην τον κλωτσήσω.

Γιατί να απλώσω ένα χέρι
και να το κάνω σύμβολο γραφείου;

Θέλω να πω: ξέρετε, αγαπημένοι
πως ήμουνα στο Σεράγεβο
αμέσως μετά τον πόλεμο;

Να το Σεράγεβο
σαν μια πέτρα
κι ένας πυρήνας
ανθρώπινος.

Τουρίστες
δημοσιογράφοι
πολιτικοί
πασπατεύουν την εξωτερική επιφάνεια
κρύα και πελεκητή
και ψάχνουν για μια κλειδαριά.

Αλλά κλειδαριά δεν έχει πια.

Μέσα
ένας άνθρωπος περιμένει
αργός
να καταλάβουν
και να φύγουν.

Rajvosa
μην ανησυχείς
δεν θα σου κάνω ερωτήσεις.

Η κοιλία της πέτρας
είναι γεμάτη φως.

Άλλες πέτρες
διάσπαρτα στην πλατεία
φωτίζουν την νυχτερινή μέρα.

Κάθομαι μεταξύ τους.
Ξέρω ότι καταλαβαίνω θα παραμείνει ένα ρήμα:
αλλά δεν θα μαζέψω την πέτρα.

Μετά έπεσα στον ύπνο σαν πτώμα.

Ο καιρός άλλαξε δέκα φορές σε είκοσι λεπτά
τα λεπτά έγιναν γεγονότα
οι πέτρες εξελίχτηκαν σε σπίτι και βάφτηκαν με κίτρινο.

Questo paesaggio (non) è duro come il silenzio

Sono lontano come un paese lontano in un luogo lontano
invoco liricamente l’amicizia delle pietre
che non cambiano il loro progetto:
esistere.

Questo paesaggio non è duro come il silenzio.
E’ silenzioso come un uomo solo.

La luce è molta
l’organismo evapora:
restano, scartavetrate dal sole, alcune ossa.

Vorrei restare qui
sulla sedia bianca del tempo
e ascoltare le pietre e il vento
finché il corpo, traforato dalla luce
non si secchi obliquamente, come un’agave morta. Ετούτο το τοπίο (δεν) είναι σκληρό σαν τη σιωπή

Είμαι μακρινός σαν μακρινή χώρα σε μακρινό τόπο
λυρικά επικαλούμαι την φιλία της πέτρας
που δεν αλλάζει το σχέδιο της:
να υπάρχει.

Ετούτο το τοπίο δεν είναι σκληρό σαν τη σιωπή.
Είναι σιωπηλό σαν άνθρωπος μονάχος.

Το φως είναι πολύ
ο οργανισμός εξατμίζεται:
μένουν κάποια κόκκαλα, που ο ήλιος γυαλοκόπησε.

Θα ήθελα να μείνω εδώ
στην άσπρη καρέκλα του χρόνου
να ακούσω τις πέτρες και τον άνεμο
μέχρι το σώμα, διάτρητο από το φως
να στεγνώσει λοξά, σαν μια νεκρή αγαύη.

Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, Ποιήματα (επιμέλεια: Χρήστος Α. Μιχαήλ)

$
0
0

 

Τα μικρά (02.03.2011)

1.
Το σοφό
Όταν φιλοσοφώ
Κρύβεται

2.
Κ λαίω
Λ έω
Π λέω, κλπ, κλπ, κλπ…

3.
Πονάω
Πονώ
Πόνος συνηρημένος

4.
Ερωτάω
Ερωτώ
Έρως συγ-κεκρυμμένος

5.
-Μητέρα…
Τι θηλάζω τώρα;
-Χιόνι…

6.
-Πατέρα…
Μ’ ακούς;
-Όχι…

7.
-Θεέ μου…
Πού είμαι;
- Στις ερωτήσεις…

8.
-Θεέ μου…
Πού είσαι;
-Στις απαντήσεις…

9.
Ο έρως
Ως έρωτας
Ρωτά …

10.
Μια στιγμή, στιγμιαίως,
στιγματίσθην,
απ’ το στίγμα της στιγμής…

11.
Αγνοώ αν
αγνοούμε
την άγνοιά μας ή εν αγνοία μας…

12.

Ήθελα να γίνω ποιητής
Κι ερωτεύτηκα
Μιαν Ελένη…

13.
Άγονη ζώνη το σώμα σου
Άγονη γραμμή η καρδιά σου
Μα εγώ, καράβι που σε διασχίζω

 

 

Μηνίσκω (1990)

Μιλάω με λέξεις
Μα έχω για στίξη τα κυκλάμινα
Αρχαίο άκλιτο ρήμα
Eγκλίνω προς μια γενική θανάτου
Ονειρεύομαι να σωθώ σ’ αμετάφραστο μάρμαρο λείο
Το θείο ποθώ σε μια πρόταση

 

 

Η Λουκία …
(Αθήνα, 1 Ιουνίου 2010)

στην Λουκία Ρικάκη

« Φοβηθέντες δε πας ο λαός έστησαν μακρόθεν.
Και είπον προς Μωυσήν “λάλησον σύ ημίν,
και μη λαλείτω προς ημάς ο Θεός, μη αποθανώμεν”»
(΄Εξ. Κ΄18-19 )

Η Λουκία
όταν λείπει από λύπη,
δεν λείπει…
Είναι στο Είναι!
Στις ακρογιαλιές του χρόνου.
Στη θάλασσα της ύπαρξης.
Αλιεύει τον Θεό…

Η Λουκία
όταν λείπει από λύπη,
δεν λείπει…
Μη φοβού !
Κολυμπά στ’ αφανέρωτα.
Και ρωτά το νερό για τον έρωτα.
Μεσολαβεί.
Υπέρ ημών…

Εικόνα - η φωνή της…
καλλιτέχνης - προφήτης…

 

 

Ορέστης (1989)

Απ΄ τον Πυλάδη, τον Άδη…
Κι’ απ’ τα σκοτάδια τα άδεια
επήρα την άδεια
και μίλησα…

«Ό,τι το σκοτάδι μηχανεύεται…»
είπα
«…το φώς το ξέρει!»
Το ξέρεις;…

Κι εγένετο φώς!

Και γνώριζα
πως όριζα μονάχα τους χρησμούς…
Και ό,τι σε –ισμούς το χώρισα…
Κι εχώρισα κι απ’ τους τους Θεούς…
Κι απήλθα!

 

 

Ας είναι η φωνή
(10 Φλεβάρη 1990)

Ας είναι η φωνή
Ο καμβάς
Όπου η στιγμή θα ζωγραφίσει
Τις εκλείψεις μας
Ή
Τις ελλείψεις μας
Που τυχόν εγκυμονούν
Εν των τειχών
Κινδύνους
Όπου «τειχών» – το σώμα
Κι όπου «τυχόν» – ο νούς
Σε κίνδυνο

 

 

Αγάπης αγώνας άγονος
(10 Δεκέμβρη 1992 , Ύδρα)

«Αγάπης αγώνας άγονος»

Η φωτογραφία
πιστοποιεί
τις ψηφίδες του στήθους σου,
που με κατέστησαν θηλαστικό της νιότης σου…

Ντρέπομαι…

Την «σκίζω» ,το λοιπόν, κι εγώ…
Και την πετώ.
Και βρίζω…

Αόρατος
πια
κι αόμματος
τρέπομαι
προς τον Χρόνον…

«Ο Ουρανός…»
είπες
«…το μόνον»

Κι όρισες
τον αγώνα
τον άλλον
αλλού…

Αγάπης αγώνας άχρονος…

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου. Σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Από το 1981 ως ηθοποιός πρωταγωνιστεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο. Τα τελευταία χρόνια σκηνοθετεί και μεταφράζει. Σκηνοθεσίες: Η επικίνδυνη στροφή, Δίχως να ξέρεις πως, Ανθισμένες μανόλιες, Σε στενό οικογενειακό κύκλο, Χαμάμ γυναικών, Η σχέση σας… προωθείται, Σωτηρία, με λένε, Το Αλφαβητάρι των Άστρων, Ρίττερ-Ντένε-Φός, Ορέστης, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Η πιο δυνατή, Προς κατεδάφιση, Χαιρετίσματα από την Μπέρθα, Σκοτεινό δωμάτιο, Η θεία Βιβή, ο Σταθμός, Σωμόν Σατέν, Νουμηνία, Ο μέγας Ιεροεξεταστής. Έχει γράψει το θεατρικό έργο: Εις το όνομα της Μητρός και του Υιού. Ιδρυτικό μέλος του θεατρικού σχήματος «θέατρο ΣΥΝ ΚΑΤΙ – σύνολο τέχνης». Διδάσκει υποκριτική από το 1996.

 

Αυτή είναι η πρώτη του δημόσια ποιητική απόπειρα.

το POST RESTANTE φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη (γ΄μέρος, τελευταίο)

$
0
0

Ακούστε εδώ το Τρίτο Μέρος

Tο POST RESTANTE την Τετάρτη 21/3 17.30 με 19.00 ήταν φιλοξενούμενο της Φωτεινής Λαμπρίδη στο ραδιοφωνικό σταθμό ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ 105,3.
(Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με τον Σωτήρη Παστάκα και τον Βασίλη Λαλιώτη)

Κώστας Ταβουλτσίδης, Παραμύθι

$
0
0

Ήμουνα , μια φορά και ένα καιρό , έξι χρονών και μου φαινότανε περίεργο λέει περισσότερο από όλα ένα πράγμα , η νύχτα , γι αυτό τα βράδια όταν σβήνανε στο σπίτι όλα τα φώτα και πλήρης σιγή γέμιζε τα δωμάτια μέχρι επάνω , άνοιγα το παράθυρο και έβγαινα να την εξερευνήσω.
Ξέρετε την νύχτα σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας , όπως αυτό που γεννήθηκα , συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Πρώτα από όλα όλοι κυκλοφορούν με ποδήλατα , όχι συνηθισμένα από αυτά που σήμερα ίσως βλέπεται στους δρόμους , αλλά παλαιού τύπου , βαριά , με σιδερένιους σκελετούς χρωματισμένα κατά προτίμηση μαύρα και σε μεγάλη ποικιλία κατασκευών με δύο με τρεις ή περισσότερες ρόδες. Εμένα αυτά που μου έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση ήταν βέβαια εκείνα με τη μια ρόδα , ήθελε βλέπεις μεγάλη δεξιοτεχνία η οδήγηση τους και θαύμαζα με πόση υπερηφάνεια προχωρούσαν όσοι τα οδηγούσαν και πόσο περιφρονητικά κοιτούσαν τους υπόλοιπους , ειδικά εμένα που καθώς δεν είχα ποδήλατο προχωρούσα με τα πόδια.

Όταν μια φορά τόλμησα να ρωτήσω γιατί όλοι έτσι «ο χρόνος κυλάει» μου έλεγαν θυμωμένα «δεν περπατάει» και φεύγανε φανερά εκνευρισμένοι που μπορεί κάποιος και κάνει τέτοιες ανόητες ερωτήσεις «εεε εσείς τελειώνει ο χρόνος;» φώναζα ξωπίσω τους αλλά μάταια , αναπτύσσανε μεγάλη ταχύτητα και εξαφανίζονταν. Έπειτα οι άνθρωποι την νύχτα δεν μιλούν πολύ , στην πραγματικότητα μιλούν σπανίως και είναι μεγάλη αγένεια να τους ενοχλήσεις εκτός αν έχεις κάτι πολύ σπουδαίο να πεις.
Ξέχασα να σας πω επίσης πως τις ώρες αυτές , στο μικρό λόφο πίσω από το χωριό μου , εμφανίζονται τριαντατέσσερα σπίτια μεσαιωνικού τύπου στα πλακόστρωτα μικρά δρομάκια των οποίων μου άρεσε πολύ να τριγυρίζω. Ένα βράδυ λοιπόν , οκτώ μήνες μετά , που έτρεχα εκεί μέσα ενθουσιασμένος γιατί κατάφερα επιτέλους να σκεφτώ κάτι σπουδαίο , συνέβη κάτι πολύ σημαντικό για μένα που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω , κάτι που όπως λένε οι μοίρες μου και τα γραμμένα θα συνέβαινε ούτως ή άλλως , αλλά εγώ εκείνο τον καιρό δεν γνώριζα , ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πως τα νήματα που ξετυλίγονταν κάθε φορά που περπατούσα από τα χέρια μου και από τα πόδια μου δεν ήταν δικά μου , ήταν κάτι που έδινα πίσω και ότι με αυτό τον τρόπο οι μοίρες μου με κρατούσαν καλά στα χέρια τους.
Τη μέρα εκείνη λοιπόν στρίβοντας ένα δρομάκι , έτυχε να πέσει επάνω μου ένας ποδηλάτης με μια ρόδα , από αυτούς που θαύμαζα , με αποτέλεσμα να σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο πέτρινο οδόστρωμα , αναγκάστηκε λοιπόν να μου δώσει την ρόδα του αφού όπως ήταν φανερό , έτσι ήταν της τύχης μας να γίνει. Από τότε πολλά μυστήρια ξεδιαλύθηκαν , κατάλαβα για παράδειγμα , ότι καθένας δεν γυρνούσε άσκοπα εκεί μέσα αλλά είχε μια δουλειά να κάνει. Άλλος έπρεπε να μεταφέρει τις μέλισσες από τα λουλούδια στις φωλιές τους , άλλος να κοιμάται κάτω από τα δέντρα , άλλος να μαθαίνει στις σκιές πως να πέφτουνε πίσω από τους ανθρώπους και εγώ έπρεπε να κάνω βόλτες και να παρατηρώ ότι μου φαινόταν πως άξιζε την προσοχή μου. Εμένα μου άρεσε να παρατηρώ τις σκιές.
Οι σκιές , δεν είναι γνωστό , αλλά είναι πολύ υπομονετικές και πολύ ευαίσθητες , καταλαβαίνουν τι νοιώθουμε από τον τρόπο που περπατάμε ή από το πως στεκόμαστε και περιμένουμε , ποιος ξέρει ο καθένας τι , κάτω από το φως του φεγγαριού. Όταν δε , δεν έχει φεγγάρι , μπορούν και ξαποσταίνουν λίγο στην πηγή , δίπλα στο ποτάμι. Παρότι έχουνε πολλά να πούνε προτιμούν να στέκονται σιωπηλές και να βρέχουν τα πόδια τους , στη συνέχεια εγώ βαριέμαι και τσουλάω μέχρι το δάσος.
Από όλα περισσότερο στο δάσος μου αρέσουνε οι βάρκες , προχωρούνε πέρα δώθε ανάμεσα στα δέντρα και σε ύψος εννιάμισι μέτρων πάνω από το έδαφος , ενώ σέρνουν πίσω τους είτε άγκυρες , είτε δίχτυα , είτε αιθέριες υπάρξεις , νεαρής όμως ακόμη ηλικίας που μαθαίνουνε να πετούνε και να προσανατολίζονται. Τις νύχτες που η άπνοια είναι απόλυτη , πράγμα που σημαίνει ότι η θάλασσα είναι λάδι , οι βάρκες στέκονται ακίνητες , αν βάλεις κάτω το κεφάλι στο χώμα και αφουγκραστείς καλά τις ακούς «βζζζζζζ» «βζζζζζζζ» να έρχονται εκατοντάδες πυγολαμπίδες και να στέκονται κατά ομάδες , προτιμώντας κυρίως να μπλέκονται με τα δίχτυα ή να χορεύουν με τα πνεύματα του δάσους ερωτικούς χορούς. Τότε το σκοτάδι φωτίζεται από ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα τα δίχτυα παίρνουν φωτιά και όσοι κοιμούνται κάτω από τα δέντρα ξυπνούν για να θαυμάσουν , ξυπνούνε για να δούνε το πιο ωραίο όνειρο.
Τα όνειρα είναι πολύχρωμες φυσαλίδες που βγαίνουν μέσα από τα μαλλιά τους και όπως καταλαβαίνεται αυτός είναι ο λόγος που κοιμούνται συνέχεια , για να ονειρεύονται. Όταν ένα όνειρο σου αρέσει μπαίνεις μέσα και γίνεται σαπουνόφουσκα , αν φοβηθείς η φούσκα σκάει και πέφτεις απαλά σαν φύλλο ή σαν φτερό στο χώμα. Αν πάλι μείνεις νηφάλιος , όπως μετά από καιρό έμαθα να κάνω εγώ , η σαπουνόφουσκα ανεβαίνει με ταχύτητα προς τα επάνω και φτάνοντας στο ύψος που είναι οι βάρκες αρχίζει να επιπλέει όπως σημαδούρα ή όπως πάπια που κοιμάται στο μέσο ταραγμένης λίμνης. Με αυτό τον τρόπο μπορείς να γνωρίσεις τους ψαράδες. Είναι απλοί άνθρωποι και πρόσχαροι , μερικές φορές βέβαια νευριάζουν με τις πυγολαμπίδες που τους καίνε τα δίχτυα αλλά στα ψέματα , γιατί είναι ψαράδες και οι ψαράδες πρέπει να νευριάζουν όταν τους καίνε τα δίχτυα , όπως οι μαμάδες πρέπει να νευριάζουν όταν τα παιδιά τους δεν κάθονται ήσυχα ή όπως οι ποιητές πρέπει να νευριάζουν όταν τα ποιήματα τους δεν μένουν φρόνημα στο γραφείο τους , αλλά κολλάνε τα μούτρα τους στο παράθυρο και κοιτάνε τους περαστικούς να σουλατσάρουν.
Από τους ψαράδες έμαθα για τις φουρτούνες , οι φουρτούνες έρχονται τις νύχτες που έχουμε πανσέληνο. Είναι τότε που δυνατός αέρας σηκώνεται και η βροχή πέφτει με τις κανάτες από τον ουρανό , είναι τότε που κάνεις τις πιο όμορφες βόλτες με το ποδήλατο σου. Μια τέτοια ημέρα , συνεπαρμένος όπως ήμουν από την βροχή ξεχάστηκα , δεν γνωρίζω πόση ώρα περιπλανιόμουν ή προς ποια διεύθυνση , γνωρίζω όμως ότι έφτασα στο τέλος του δρόμου. Εκεί βρίσκεται ένας γκρεμός , πέρα από τον γκρεμό είναι η άβυσσος , από το χείλος του γκρεμού ξεκινάει μια ξύλινη γέφυρα , το άλλο της άκρο μπαίνει σε μία μικρή σπηλιά που στέκεται μετέωρη στο μέσο της αβύσσου , η σπηλιά είναι αρκετά μικρή , τόσο που να χωράει μέσα της ένα ολόκληρο κήπο , ο κήπος τριγυρίζει μια έπαυλη του προπερασμένου αιώνα. Στον κήπο αυτό ένας μαυροντυμένος κομψός άνδρας χορεύει ταγκό με μια γυναίκα. Πρόκειται βεβαίως για τον θάνατο που χορεύει με τον έρωτα το φλογερό ταγκό της ζωής.. Ο θάνατος παρά τα όσα αντίθετα προσπαθούν να διαδώσουν είναι νεαρός άνδρας απίστευτης καλλονής , ο χορός του είναι μαγευτικός και η έλξη του απίστευτη , εάν σε κοιτάξει στα μάτια πρέπει να μπεις στην έπαυλη. Εκεί διάφοροι καλλιτέχνες πίνουν το τσάι τους και συζητούν. Το ότι είναι καλλιτέχνες το καταλαβαίνεις εύκολα από την μηχανική εμφάνιση τους , οι συζητήσεις τους περιστρέφονται γύρω από την στριφογυριστή σκάλα που υπάρχει στο κέντρο του δωματίου και καταλήγουν στο υπόγειο.
Στο υπόγειο το σκότος είναι απόλυτο , ένας μονότονος θόρυβος κάποιας μηχανής ακούγεται στο βάθος. Αν κλείσεις τα μάτια το νοιώθεις , όλα τα μυστήρια του κόσμου βρίσκονται εκεί μέσα , μόλις ανοίξεις τα μάτια το κεφάλι σου φλέγεται , το δωμάτιο φωτίζεται αμυδρά και ο ήχος από το κλάμα ενός μωρού σου τρυπάει τα αυτιά , πρόκειται για την στιγμή που γεννιούνται οι ποιητές, με δάκρυα στα μάτια και μια απορία στο πρόσωπο.

Θανάσης Αλεξανδρής, Ποιήματα

$
0
0

 

Πυγμαλίων

 

                        «…ars adeo latet arte sua…»

                              Ovid, Metamorphoses X.

 

 

Τις υποσχέσεις δεν τις κράτησε

ούτε η κούφια αυτή η νύχτα

κι΄ ο οίνος, ο πικρόγλυκος, δεν έσβησε,

όπως ενόμιζε, τον έρημο τον πόνο

 

 

όχι, μονάχος ποτέ δεν ήταν˙

άλλωστε έβλεπε τα μάτια τα δικά της

που σαν να δάκρυζαν στου λυχναριού το φως

αυτόν κοιτούσαν αλαβάστρινα

 

 

έχοντας ίσως ξεχάσει πως από

τα χέρια τα δικά του καμωμένα ήσαν…

 

 

Όχι, όχι, μονάχος ποτέ δεν ήταν˙

άλλωστε δεν ένοιωσε ποτέ

την απουσία των ομοβρότων.

 

 

Ίσως, μονάχα, καμιά φορά

όταν ’ αγέρας εσωπούσε,

νά ῾ταν η σιγή πιο μέλανη και

αδιάφανη από το βράδυ˙

 

 

τότε η πέτρα στα χέρια θα εμαλάκωνε

μια ψυχή, αθάνατη θαρρείς, να

﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ η άλευθερώσει,

γνωρίζοντας καλά πως μήτε λόγια μήτε φτερά

να τον λαβώσει θα χε.

 

 

Έτσι σαν γάλα λευκή, στο κρύο δέρμα,

μια νύχτα εσμίλευτηκε,

σαν το γάλα που οι Χάριτες

την Ουράνια ελούσαν Αφροδίτη

όταν της Ίδης την τρύπησε αγκάθι…

 

 

Και η μορφή της, άγαλμα ψυχής,

που θαρρείς θα σάλευε μονάχα

αν δεν την είχε η σεμνότη δέσει ˙

 

 

περιστέρι θα έβγαινε μια λέξη, άσπρo,

που κρατούν σφιχτά τα χείλη.

 

 

Πόσες φορές το εξέχασε, όμως,

πόσες τάχα;

και τ’ άγγιγμα επέστρεψε πιο κρύο

 

 

Και πόσες δεν ετόλμησε

μήπως το σώμα να ῾μενε σάρκα

και όχι να γινόταν ελεφάντινο

και το χάδι πιο πικρό…

 

 

Και να ῾ταν η Κυπραία που τον λησμόνησε

ή του υιού της του τυφλού παιχνίδι

καθέ φορά που τα χείλη ερωτούσε τα δικά της

αυτά να έμεναν ασάλευτα, ακλόνητα, νωθρά;

 

 

Και δεν εθάρρευε σε σένα, Αφροδίτη, να μιλήσει

γιατί τον έρωτα εμίσησε (θαρρεί) και τις γυναίκες

όπως ανόσια τις είδε να διάγουν

 

 

Και ας αλύπητα εγύριζε ανάσα, ανάσα:

 

 

«Τις υποσχέσεις δεν τις κράτησε

ούτε η κούφια αυτή η νύχτα…»

 

 

(και ας την είπανε μητέρα του Μορφέα

και του Χάους κόρη, οι παλαιοί …)

 

 

Αλλά οι σκέψεις ευθύς εσβήστηκαν

σαν του λυχναριού η φλόγα ῾χάθη

μες στο σκότος,

και τα μάτια τα δικά της φύγαν.

 

 

Και να ῾ταν ονείρου τρέλα γι᾽ όνειρο

που κοντά πλησίασε την κόρη

και ήλθε τ᾽ άγγιγμα ζεστό.

 

 

 

Και το δέρμα το δικό της υποχώρησε

σαν τον κήρο τ᾽ Υμμητού

όταν πύρινος ο ήλιος πέφτει

 

 

Ως που τελικά, τα χείλη τα δικά της

μελωμένα ανοίξανε, γλυκά

σαν τρυφερά ακούμπησαν με κείνου

κ᾽ είπαν:

 

 

«Ἦν ἡ Τέχνη, ἡ ἔτεκεν μέ, ἡ ἐσού,

ἢ ἡ Φύσις, ἣν ζηλοὶς ζήλῳ θεοῦ;»

 

Αλλά εγώ, εσένα της τέχνης Μούσα σ᾽ ερωτώ

μήπως να ῾τανε….

… μια πλάνη, Ερατώ;

 

 

 

Ο δρόμος προς την Ζανσκάρ

 

                                             «Θα έχω έναν αδερφό

                                             και θα ρωτάω που είναι…»

                                              κάπου στην Ζανσκάρ

 

 

I. Grave

 

Δεν θυμόμουν… Δεν θυμόμουν πια.

Ο ουρανός – ένα καθάριο γαλανό,

δεν σ᾽ άφηνε – σου έκλεβε τις σκέψεις…

Μα πάλι το γαλάζιο αυτό,

αν και στις υφές αλλότριο, ξένο

είχε μια οικειότητα μυστηριακή ˙

σαν τότε.

 

 

Σαν τότε που στην οχλοβοή

άθελα το βλέμμα και η καρδιά

ψηλά στρεφόταν,

σαν απ᾽ ανάγκη εσώτερη, κρυφή,

σπασμένη

από το σκότος.

 

 

Έβλεπες, τότε, μια ομορφιά ανέγγιχτη,

μακρινή από τον εγκόσμιο πόνο,

τα κτήρια, τ᾽ ατσάλι,

το σκυρόδεμα, τους δρόμους.

                                                                 Mancando

Δεν ήξερες τότε εσύ αν ήσουν, αν θα ῾σουν

μήτε αν πότε…

 

 

II. Agitato non troppo

 

Και να, τώρα είμ᾽ εδώ,

στα χάλκινα, τα άσπρα τα βουνά,

χωρίς να ξέρω.

 

 

 

Μήνες ή χρόνια ολόκληρα ῾σβηστήκαν

σαν τις γραμμές που χάραξε

ένα παιδί στην άμμο,

από κύματα σχεδόν πικράλμυρα,

σχεδόν αναίτια όταν σα θάλασσα

η νύχτα έσταξε μαυροντυμένη

μες στις σκέψεις.

 

 

Μήνες ή χρόνια ολόκληρα ῾σβηστήκαν έτσι

και αυτό που έμεινε,

μια ανάμνηση θολή

από των ανθρώπων τ᾽ άγγιγμα, τις λέξεις.

 

 

Ούτε τεχνάσματα, ούτε ονόματα

δεν άντεξαν αυτό το χάδι

το αέρινο, το κρύο,

ούτε τα έργα τα πολυθρήνητα

που νόμισες γινήκαν.

 

 

 

Κι όμως όσο και αν προχώραγα

μεσά στους δρόμους,

άλλους χωμάτινους, άλλους πέτρινους

και άλλους από πίσσα καμωμένους,

κανείς δεν γεύτηκε αυτά τα δάκρυα τα πικράλμυρα

που σαν θάλασσα ῾χυθήκαν…

 

 

                                                                  Rallentando

 

Και έτσι ήταν μέρα εκείνη, μουδιασμένη

που ῾δα

μια σακούλα πλαστική,

που παρμένη απ᾽ τον αέρα,

χορό ακατανόητο, λυπητερό τραβούσε

και μια σαν να πονούσε

και μια σαν αέρα να ζητούσε, να σταθεί

ακατανόητο χορό τραβούσε…

 

 

Και τελικά στου ωραίου το χέρι, το δεξί

που ένα σπαθί κρατούσε,

με το πόδι το γυμνό, το χώμα να πατεί

γλυπτό και αυτός, μιας άλλης εποχής,

εκεί, εκεί ακριβώς, εκάθησε και ῾σκίθη…

 

 

Κ᾽ έφυγα, τότε, έφυγα, μακριά

σε άλλα μέρη…

Κι ήρθα εδώ στα χάλκασπρα βουνά

χωρίς να ξέρω…

 

 

 

III. Molto Adagio, ma Lamentoso

 

Φωνές αλλόθροες, ο αχός τ᾽ αγέρα

αλλόθροες φωνές τ᾽ ανέμων.

Mοναχικού πνευστού αρμένικου το άχος

για έναν που εχάθη ή ευρέθη;

 

 

Μα πώς τέτοια μουσική ευρέθηκε εδώ πέρα

και ποιος νότες άγραφες, ανήκουστες προφέρει;

 

 

Η αύρα η χαλκεόφωνη

καθώς οι άνεμοι κατέρχονται

σε απρόσιτες κορφές, θα είναι.

Θα ῾ναι ο δρόσος ο ηδύπνοος

του γαλάζιου ουρανού.

Είναι ίσως η Άνοιξις

που ῾μίσεψε εδώ πέρα,

καθώς με χάδια θέρει τον χιονιά

και νερά σμαράγδινα την κοιλάδα αυτή

την κόκκινη, την χάλκινη, στολίζει.

 

 

Και συ, ω αρχαίο χώμα, διψασμένο από το κρύο,

από βάρος πατημένο των αιώνων,

συνάζεσαι και ξαναθάλλεις

και την ζωή την πρόσκαιρη ξανά δωρίζεις,

καθώς οι αρμοί, οι φλέβες σου, ανοίγουν,

και στο φτωχό χορτάρι.

 

 

Κι ο αγέρας ακόμη τραγουδεί

και η χλόη τού χορεύει.

Και ακούς μονάχα˙

ναι, ακούς! αυτό τον ήχο…

όπως πένθιμα ήθελε ενά ντουντούκ να παίξει

όταν χωρίς σκεπή, μονάχο του ευρέθη…

Έτσι και συ μονάχος προχωράς.

Προχωράς μπροστά, ψηλά, και ψάχνεις…

 

 

Και τότε˙ ναι τότε,

είδες… (είδα !)

μια γερόντισσα τυφλή,

καθισμένη σε μια ψάθα

Σιωπηλή, σχεδόν ακούνητη,

σιγά, σιγά, με τρόπο τελετουργικό

το χορτάρι εμάζευε και το ῾δενε σε δέσμες.

 

 

Τα χέρια, με των χρόνων τα σημάδια,

ευλαβικά, ευλαβικά χαϊδεύανε

την τρυφερή την χλόη.

Και το πρόσωπο και αυτό

χαραγμένο πολύ βαθιά από τον ήλιο

γαλήνιο στεκόταν.

 

 

Και σιγά, σιγά, καθώς πλησίασα,

με το χέρι της το άγιο, έδειξε

μες από μένα, μακριά…

και σαν να είδα, ένοιωσα και ῾γω,

μια μορφή, αέρινη, μία κόρη.

 

 

Έτρεξα τότε να την προλάβω

και δίπλα, σε μια καλύβα κάτασπρη, την ῾βρήκα

ένα πέπλο κόκκινο να υφαίνει.

 

 

Δεν μίλησα, δεν μίλησε˙

μονάχα με ένα βλέμμα ευγενικό,

σαν να ένοιωσε τον πόνο,

λίγο νερό μου έδωσε και ήπια.

Τα μάτια της, νεανικά

και φωτεινό το πρόσωπό της,

τα δάκτυλα λεπτά καθώς υφαίνουν,

ένα χαμόγελο αδελφικό

εγνώρισα και είδα.

 

 

Δεν υπήρχε γλώσσα, ανθρώπινη, κοινή,

μονάχα λέξεις άγραφες

εσώτερες, παλαιές

που θαρρείς ειχές ξεχάσει.

 

 

Είπε πολλά,

χωρίς φωνή και λόγο

είπα πολλά,

σαν οι κόρες των ματιών

αγγίχθηκαν σε αυτόν τον δρόμο…

Όμως, είπα πως θα έφευγα

έπρεπε να φύγω˙

(έπρεπε…)

και μου απάντησε τοτέ γλυκά

καθώς ακόμη μια φορά την είδα:

 

 

«Θα έχω έναν αδερφό,

και στων περαστικών το όνομα

θα ρωτώ που είναι.

Θα έχω έναν αδερφό

και θα ρωτώ που είναι.»

 

Έτσι έφυγα. Και ακόμη στο μυαλό

τον ήχο αυτού του αγέρα ακούω:

 

 

«Θα έχω έναν αδερφό

και θα ρωτώ που είναι…»

 

 

 

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1992 και είμαι πλέον φοιτητής της Ιατρικής. Η λογοτεχνία από νωρίς κέρδισε ένα κομμάτι της ψυχής μου και ξεκίνησα να γράφω κάποιους στίχους στα 16 μου.

Σπύρος Αραβανής, Πέντε «Παραβολές»

$
0
0

 

 

 

Ένας ολόγυμνος άνθρωπος προσπαθούσε για ώρες να ζεστάνει τα χέρια του μέσα στις τσέπες του παλτού που δεν φορούσε. «Μα αφού δεν φοράς τίποτα» τού φώναζαν οι περαστικοί «γιατί πασχίζεις τόσο;». «Κι εσείς σταυροκοπιέστε σε έναν Θεό που δεν είδατε ποτέ» απαντούσε και συνέχιζε να βαθαίνει ολοένα τα χέρια του στις τσέπες του παλτού που δεν φορούσε.

 

 *

Ένας εθνικόφρων άνθρωπος για πολλοστή φορά ανέβηκε στην Ακρόπολη να θαυμάσει τον Παρθενώνα σιγοτραγουδώντας: «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει». Την ίδια ακριβώς στιγμή ένα πουλί άφηνε μια κουτσουλιά επάνω στη λευκή επιφάνειά τους και ένας άντρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, έκανε το απονενοημένο διάβημα από τον ιερό λόφο.

 

 *

Ένας άπιστος άνθρωπος στεκόταν για πολλή ώρα μπροστά από μια εικόνα Αγίου, αναζητώντας κάποιο σημάδι που θα απεδείκνυε την ύπαρξή του. Την ίδια στιγμή, πίσω από την εικόνα, ο Άγιος περίμενε και αυτός ένα σημάδι από τον άπιστο, που θα δικαιολογούσε την παρουσία του. Τελικά, μετά από ώρες αναφώνησαν ταυτόχρονα και οι δυο απογοητευμένοι: «Το ήξερα! Δεν υπάρχεις!». Και επέστρεψαν στη σιωπή τους.

 

*

Ένας τυχάρπαστος άνθρωπος είδε κάποια φορά μια ταμπελα που έγραφε: «Προς ποίηση» και ως άλλος ταξιδευτής κίνησε θριαμβευτικά κατά ‘κει. Στο τέλος του δρόμου συνάντησε μόνο αδιέξοδο και μια φράση στον τοίχο: «Προσοχή στο διάκενο».

 

 *

Ένας γενναιόδωρος άνθρωπος κάθε πρωί άνοιγε το χρηματοκιβώτιο για να ταΐσει τα πουλιά στο μπαλκόνι του. Αυτά κοίταζαν τις χρυσές λίρες και πετούσαν μακριά. «Αχάριστη φύση» μονολογούσε θυμωμένα, «σας προσφέρω το θησαυρό μου και εσείς τον απαξιώνετε». Ως γενναιόδωρος άνθρωπος, όμως, συνέχιζε καθημερινά την προσπάθεια. Κάποτε σώθηκαν οι λίρες και άδειασε το κιβώτιο. Τότε τα πουλιά μπήκαν μέσα του και έφτιαξαν μια ζεστή φωλιά.

 

 

 

 

Ανθολογία Νέων Ποιητών, A’ Μέρος

$
0
0

Ξεκινά σήμερα στο ΠΟΙΕΙΝ ένα τριήμερο Ανθολόγησης Νέων Ποιητών.

 

Σήμερα ανθολογούνται οι:  Αγαθή Ευαγγελοπούλου, Φώτης Γιαννίκος, Κρινώ Λιβυκού, Μιχαέλα Κόλλια, Αφροδίτη Διαμαντοπούλου

 

 

1) Ευαγγελοπούλου Αγάθη

 

Η σιωπή είναι χρυσός

την ώρα που η Λάχεση, η Κλωθώ,

η Άτροπος

γύριζαν το αδράχτι κι

οι κλήροι

μοιραζόταν

εκείνος ο αχρείος ο Μπωντλαίρ

πετάχτηκε απ’ το λειμώνα,

φώναξε

γίνε ο καλλιτέχνης της δικής σου

ζωής,

και τόσοι κλήροι

στην ποδιά της Λάχεσης

πλούτη, δόξα, ομορφιά,

περιποιημένες θεσούλες

κι ευτυχία,

πήγαν περίπατο!

καμιά τους δεν μπορούσες να κοιτάξεις

 

 

Ποίηση

 

ο γείτονας φορά μισό παπούτσι

αυθαδιάζει ο ήλιος

κάθε μέρα

τα όνειρα

έχουν αυτονομηθεί

στις κολόνες στο ύψος των ματιών

φυτρώνουν κηδειόχαρτα

οι παπαρούνες εννοούν να

φυτρώνουν

στα

χέρια σου

εκείνος ο γίγαντας

πού

να πηγαίνει

 

****

2) Φώτης Γιαννίκος

 

Ο Πιανίστας

Εκστασιασμένο το κοινό χορεύει
πίνει, επευφημεί ουρλιάζοντας
τον πιανίστα
αυτός
ανεβασμένος στο πάλκο
όντας σε κοινή θέα
ως μελλοθάνατος
στο ικρίωμα
πατάει τις νότες παρανοημένα
το όργανο στριγγλίζει
στα σωθικά του οι χορδές
στα όρια
για να σπάσουν
μια για πάντα
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φωνάζει το πλήθος

Ο μουσικός νιώθει ναυτία
στο μυαλό του χορεύει
το νεκρό σώμα
της γυναίκας
μόλις προχθές
την έθαψε
σήμερα
την κλαίει
μ’ ένα δάκρυ
που κυλά
από τα μάτια του
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φωνάζει ο κόσμος

Τα δάχτυλα του καλλιτέχνη
στροβιλίζονται στα πλήκτρα
οδεύει προς την κορύφωση
αυτό το φινάλε
δεν θα ’ναι σαν τ’ άλλα
ο ήχος, ο ρυθμός, η ένταση
ξεπερνούν
με ταχύτητα τις αισθήσεις
ξάφνου
το ένα χέρι
αστραπιαία
αρπάζει το πιστόλι
το φέρνει στο κεφάλι
πυροβολεί
‘‘Παίξε’’
‘‘Παίξε’’
φώναζε ο όχλος

*

Κορίτσι στη λίμνη

 

Συμφωνία βατράχων
χορωδία θυμάτων
επαιτών θαυμάτων
μεταλλαγμένοι πρίγκηπες
κοάζουν για
το φιλί της λύτρωσης
αγνοώντας πως
η τύχη του ενός
θα στείλει μεμιάς
τους λοιπούς
να χαθούν οριστικά
στο βούρκο

Το κορίτσι στην όχθη
παίζει πετώντας
βότσαλα στη λίμνη
τα οποία με τη σειρά τους
σχηματίζουν
τέλειους
ομόκεντρους
κύκλους

*

Σύμπλεγμα

Δυο κόσμοι
διαφορετικοί
δυο άνθρωποι
άφυλοι
κατ’ ανάγκην
περιπλέκονται
ψηλαφίζουν
ο ένας τον άλλον
σκέψεις που συγκρούονται
ψάχνουν πάτημα
κράτημα
από μια λέξη
μια προεξοχή
στον τοίχο
που δεν έχει κορυφή
δεν έχει πάτο
η κίνηση καθοδική
υπάκουη σε νόμους
βαρύτητας
σαν το χέρι κουραστεί
γλιστρώντας απ’ το
σταθερό σημείο
προόδου
η ιδέα
να πέσει
ο τοίχος κατάχαμα
οριζόντια
με τι ευκολία τότε
θα περπατούσε κανείς
επάνω του

 

*****

3) Κρινώ Λιβυκού

 

Αμοργιανή Κόρη

Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.

Ο χρόνος μ’ έσπασε

η καρδιά μου μένει- ανέπαφη

το σημείο του γένους μου

δεν έχω αίσθηση

σχεδόν λείπει. Λείπεις.

Κι όλα μου τα μέλη αγνά και δύσπλαστα

τα στήθη μου·

γυμνά κι ασύμμετρα

πάνω απ’ την καρδιά μου- ανέπαφο

το άλλο πονεμένο.

Παγώνουν, τα στήθη μου

ύστερα καίγονται

στο χώμα και στο φως

εκτεθειμένα.

Τα Χέρια που μ’ έφτιαξαν, μετά

τα χέρια

δε μ’ άγγιξαν

κι ας καπηλεύτηκαν, για λίγο,

δε μ’ άγγιξαν.

Μόνο τα μάτια, ατέλειωτα μάτια,

με βασανίζουν.

Τα κάτω μέλη μου δεν τα νιώθω

έχουν καεί.

Η ηλικία μου κυμαίνεται.

Ή είμαι 27 ή 24

σχεδόν 27, σχεδόν 24

Τι σ’ αρέσει;

Να είμαι λίγο πιο παλιά ή λίγο πιο καινούρια;

Σοφία είναι, να νιώθεις το χρόνο.

Εγώ, δε θυμάμαι.

Δε θυμάμαι τους χρόνους μου

μόνο τους θυμίζω.

Εγώ, θυμάμαι μόνο το νησί μου

α! και τον πρώτο μου άντρα, τον κύριο Ja…

Χάιδεψε τα στήθη μου,

το δεξί κυρίως- το φθαρμένο

Αλλά, είπαμε·

τα χέρια

δε μ’ άγγιξαν.

Ούτε κι εγώ η ίδια δεν μπορώ ν’ αγγίξω τον εαυτό μου.

είμαι δεμένη, μα

θα λυθώ· σύντομα.

και θα χαϊδέψω τα στήθη μου

παγωμένα και καυτά

ανέπαφα και φθαρμένα.

Έτσι, να νιώσω ότι έχω κορμί,

Έστω και δύσπλαστο

Έστω και μισό.

Τα δικά μου χέρια, τα δικά μου

θα είναι τα πρώτα, τα μόνα

που θα μπουν μέσα μου.

Κρυώνω τώρα, πολύ

σ’ αυτό το νησί, μόνη

Θέλω να γυρίσω στο νησί μου.

Οι άνθρωποι με κοιτάζουν

σχεδόν με πόθο, με θέλουν.

Αλλά εγώ θέλω εσένα:

ήλιο· νησί· τα χέρια σου·

Γειτονεύω με το Σιντάρτα.

δε λέω, είναι καλός, ήσυχος

καμιά φορά μου ψέλνει

με καλεί να πετάξουμε, αλλά

εγώ δεν ξέρω να πετάω.

Πέταγα παλιά

πριν τα 27 ή τα 24 μου χρόνια

πριν με φτιάξουν Τα Χέρια

πριν προσγειωθώ στο νησί μου.

Δε θυμάμαι ακριβώς· μα νομίζω πως πέταγα

Κάποτε. Σε είχα δει;

Ο Σιντάρτα λέει «νίκησε την επιθυμία»

Μα, πως! Ψέλνεις όμορφα, αλλά εγώ

δεν είμαι τίποτ’ άλλο, μόνο επιθυμία.

Ο Σιντάρτα λέει «ειρήνη»

Αχ! δεν ξέρει:

*πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι*.

Ξεκουράσου, Σιντάρτα, επάνω στο λωτό σου

Εγώ θα πολεμήσω

για το σχηματικό μου κρίνο

κρατώντας τα φίδια της γονιμότητας.

Στο απολιθωμένο μου κορμί

βαθιά, στον πυρήνα μου

καίει το μάγμα.

Μη με βλέπεις έτσι λευκή, ψυχρή, ουράνια·

κάτω απ’ τον οπτικό φλοιό είναι τα χρώματα

εκεί που δε βλέπεις, με τα μάτια…

Ανασυσταίνονται μονάχα με ακτινοβολία

ενέργεια- ύλη, ύλη- ενέργεια, ενέργεια- ύλη

Ο χωροχρόνος ανδιπλούται.

Σε ποιο συμπαντικό αιώνα ζούμε;

-Ακόμα είμαστε σε διάχυση.

Η συρρίκνωση δεν έχει αρχίσει.

Κάποτε, θα ξαναγίνουμε μια σφαίρα μάζας

θα ξαναγίνουμε, με θεϊκή πυκνότητα

θα ξαναεκραγούμε.

Θα ξαναγίνουν αστρικοί σχηματισμοί

μια άλλη γη θα ευλογηθεί σε νέα γέννα

οι γεωλογικοί αιώνες θα σκαλίσουν

την λεκάνη της Τηθύος

η Αιγαιίς θα αναδυθεί, θα βουλιάξει

θα μείνουν μόνο οι Ολύμπιες κορφές

ο κύκλος της μικρής πράσινης θάλασσας

με την ιερά Φανερή στο κέντρο

Ξανάρχεται η εποχή του χαλκού.

Τότε το χέρι σου ζωντανεύει στην πλάτη μου.

Κολλάς ξανά επάνω στο κορμί μου.

Μ’ αγγίζεις.

Έχω πρόσωπο, έχω μάτια, βλέπω·

Ιδού, τα στάχια του Παραδείσου

Κυματίζουν

Αρχίζω να ξανανιώθω τον κόλπο μου

και τους μηρούς μου

Πλέον με χαϊδεύουν τα χρυσά δάχτυλα

Εκτέλεσα τη σπείρα

και βγήκα απ’ το Βιβλίο των Νεκρών.

Μέχρι να ξανασπάσουμε.

Μέχρι να ξαναφύγεις.

Πάλι, σοφή. Πάλι, νεκρή.

Σοφία είναι να νιώθεις το χρόνο.

Ζωή, να τον μοιράζεσαι.

 

******

 

 

4) Μιχαέλα Κόλλια

entrance free

 

Άνοιξε το μυαλό σου

Άνοιξε το wi-fi σου

Άνοιξε τις πόρτες
 
Άνοιξε τη σκέψη σου
Άνοιξε το ραδιόφωνο

Άνοιξε τα μάτια σου
Άνοιξε ένα μπουκάλι λευκό κρασί

Άνοιξε ένα βιβλίο

Άνοιξε την ψυχή σου
Άνοιξε τα σύνορα
Άνοιξε ένα πακέτο τσιγάρα(προφυλακτικά και σοκολάτες)
Άνοιξε το στόμα σου
Άνοιξε και Άνοιξη
Άνοιξε και Άνθισε.
Επιτέλους.

 

Φ.Π.Α

και τι να πω που η πουτάνα η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.

Άλλη φορά θα προσλάβω κοράκια ή γύπες να κάνουν όλη τη

βρωμοδουλειά. Θα ζητήσω και απόδειξη για να την κορνιζάρω.

Πάντα η ίδια  -λευκό χαρτί γελάει-  μόνο η ημερομηνία αλλάζει.

        μένουμε ίδιοι; - ρωτάει-          
Η σιωπή σου είναι πόλεμος και εγώ προσπαθώ να κολυμπήσω στα

ρηχά. Τα γόνατα μου δε λυγίζουν άλλο. Ο διπλωμάτης μου

αυτοκτόνησε και οι στρατιώτες μου ζητούν αύξηση μισθών. Σταμάτα

 να βάζεις νάρκες και παίξε δίκαια.              
                 Πίσω απ’το τοίχο δεν υπάρχει τίποτα. Στο βάθος δεν υπάρχει

 κήπος. Τα δέντρα μεθάνε με whiskey και ξερνάνε μέλι.                               

                 Είπα; Την  άλλη φορά θα προσλάβω γύπες. Και κοράκια . Θα

 απέλυα την ανάμνηση αλλά δε συμφέρει η αποζημίωση. Χαλεποί

 καιροί και δύσκολοι να ανοίξεις σπίτι. Άνοιξε καλύτερα ένα μπαρ και

κέρνα τους ερωτευμένους κύκλωπες ρετσίνα. 

 

Αϋπνία 

Μια πρόκα πίσω, στον αυχένα . Ο ύπνος έρχεται τις πιο ακατάλληλες

ώρες και με σκορπίζει. Το πόδια έχουν αρχίσει να μιλούν. Πονάω λέμε.

Τραγικό. Διστάζω, νυστάζω, κομπιάζω. ζΩ; Ω!!! Τι βάθος και αυτό;

 Συμβολικό.  Η πλάτη κόβεται στα δυο. Μαυρίσαν τα μάτια. Οι αγκώνες

 μαγκώνουν.  Ειρωνικό. Σου λέω διστάζω. Το στομάχι ένα τεράστιο

μπαλόνι. Και φουσκώνει και φουσκώνει και φουσκώνει. Οι ώμοι

μολύβια. Στο μυαλό μόνο γόμες. Έλα τώρα, μη χαϊδεύεσαι.

 

 

Κόμποι

η σκέψη έχει κολλήσει
σαν παλιά πόρτα που χρειάζεται λάδωμα
αλλά βαριέσαι να βγεις απ’το σπίτι να αγοράσεις γράσο
προτιμάς να κάθεσαι διπλωμένος στο κρεβάτι σα φάκελος που δε θα ανοιχτεί ποτέ
βουλοκέρι το αίμα πήζει στο μέτωπο σου
ξεχάστηκες πενθώντας το χαμένο χρόνο
μα δεν είσαι δα και ο μοναδικός
“κανείς δε χάνεται”
η δυστυχία σου
γιατί εσύ δε θες να σε βρουν.

 

 *****

 

5) Αφροδίτη Διαμαντοπούλου

 
 

 

    Κόκκινο                                                                                                                                                                                      

Κόκκινα απογεύματα …..                                      
αντανακλάσεις του Άτλαντα
φωτίζουν την ψυχή μου
και κίτρινα μόρια Σαχάρας
δονούν τη σάρκα μου.

Σφυρίζει στ αυτιά μου
αέρας της ερήμου,
άτια των Βεδουΐνων
που πλησιάζουν.

Μπλέκομαι σε μια δίνη
που με ρουφάει
σαν σε χορούς δερβίσηδων.
Γυρίζω, γυρίζω…
Πνίγομαι…
σε ομόκεντρους κύκλους
χαραγμένους με το διαβήτη της λογικής.

Κι ο διαβήτης ανοίγει ……
τρυπάει την Αφρική, 
σβήνει τη μοναξιά των βουνών,
το βούισμα των οάσεων ,
το όνειρο….
και αφήνει πίσω του το επίπεδο (Ο,ρ)
που ορίζεται από τα ίχνη μoυ……
 
Σκέψεις
Κάπου κάπου νομίζω πως πιάνω τις σκέψεις σου
μέσα στα δάχτυλά μου.
Τις αγγίζω, τις χαϊδεύω,
τις αισθάνομαι
και …ξαφνιασμένη ανοίγω τη χούφτα μου
να χυθούν στο άπειρο
σαν τους διάττοντες των Λεοντιδών.
Όχι πως δεν μπορώ να τις κρατήσω,
Όχι πως δε λαχταρώ να τις κάνω δικές μου,
Φοβάμαι μη τις διαβάσουν οι άλλοι και προδοθείς.

 

 

Ίσως

΄Ισως τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο!
Είναι θέμα χημείας ,μαθηματικών ή καλύτερα ποδοσφαίρου:
Ορθολογισμός τεχνοκράτη vs συναισθηματισμoύ αιθεροβάμονος 2-0.
Η  ευαισθησία μου σκόραρε σε τρύπια δίχτυα,
έγινε σαπουνόφουσκα που έσπασε πιτσιλώντας τους γύρω
ματαιότητα.
Έμεινε ξεχασμένη σε ένα γραφείο,
σκονισμένη σ΄ένα συρτάρι ….η ψυχή μου.

 

Το σύνδρομο της Στοκχόλμης

 

Έκανα πολύ κόπο απόψε,
Προσπάθησα και τελικά τα κατάφερα!
Άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο της ζωής μου
και είδα απέναντι.
Γαλάζια ακρογιάλια, κίτρινα λουλούδια,
κόκκινα πρόσωπα.
Ποιος με απήγαγε;
Ποιος με παγίδευσε με δόλο;
Ποιος με εντοίχισε στη ρέμβη καταραμένων ποιητών;
Πρέπει να κλείσω αυτήν την τρύπα!
Μπάζει ζωή και….τρέμω.


Aνθολογία Νέων Ποιητών, Β΄Μέρος

$
0
0

 

Σήμερα ανθολογούνται οι: Γιώργος Εγγλέζου, Λοάνα Γεσούδη, Κωνσταντίνος Νικολόπουλος,  Ζηναίς, Γεωργία Ανδρουλιδάκη

 

 

1) Γιώργος Εγγλέζου

 

TO US

Όταν μου λένε ότι είμαι απαισιόδοξος, θυμάμαι τον Whitman
που έγραφε το 18..    «Stranger, if you passing meet me and desire

                                    to speak to me, why
                                   should you not speak to me?
                                   And why should I not speak to you?»

και σκέφτομαι, αυτός τι να ‘ταν άραγε;
Εμάς η τρέλα είναι η φυσιολογική μας στάση,
η ίδια μας η φύση,
η συνεχής κατηγοριοποίηση και διαχωρισμός των ανθρώπων,
παράνοια είν’ η πίστη τους Walt,
σύγχυση η χαρά τους.
Κανένας παροξυσμός, κανένα σπουδαίο όνειρο,
απλοποιήσαμε και περιπλέξαμε τα πάντα.
Εϊ Walt;
τι θα ‘λεγες ν’ ανταλλάζαμε εποχές;
Και χάρισμα τα γραφτά σου,
δεν θα σ’ τα πάρω,
χάρισμα και τα δικά μου, άμα σου κάνουν.
Φτάσαμε τη φαντασία στα άκρα
ότι κι αν ονειρευόμαστε, είναι η μικροσκοπική προέκταση
ήδη ονείρων αναλωμένων και ξέχειλων.
«Τι σκατά;», αναρωτιέμαι.
Τι ‘λεγαν για ‘σενα τότε Walt;
Αυτοί θα ‘χαν κάτι να ονειρεύονται και να φαντάζονται.
Αεροπλάνα, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, δορυφόρους, ποδόσφαιρα.
Εσύ στην εποχή σου τι διαλαλείς πως έκανες Walt;
Φαντασία ή πράξη;
Η σημερινή – καθωσπρεπισμού και τσόντας - κοινωνία
μοιάζει με ένα τεράστιο σαλιγκάρι.
Αργή, δυσκίνητη, βαρετή, γλοιώδες,
που πηδάει τον ίδιο της τον εαυτό,
ξανά και ξανά,
μέχρι να ψοφήσει.
Σήμερα το 20…     «Stranger, if you passing meet me and desire

                              to speak to me, why
                              should you speak to me?
                               And why should I speak to you?»

Σήμερα το 20… που έχουν τα πάντα και γνωρίζουν τα πάντα
ποιος θα ‘δινε δεκάρα για να σου μιλήσει Walt,
εσένα ή εμένα;
Το μόνο που θα σου ‘λεγαν είναι πως
΄΄τα όνειρα τελείωσαν, έμεινε το ψέμα΄΄.
Ποιός με έμμετρο λόγο να συμβάλει σε καιρούς ενεστώτες Walt,
που εσένα η αυθεντία σου από τότε ακόμη συμβάλλει;
Κοίτα τους και μίλα τους Walt, κοίτα τους και μίλα τους
όσο θέλεις.
Ω Walt! θέλω να μιλήσω,
θέλω να μιλήσω όσο κανείς άλλος,
όσο ένας άλαλος,
μα φοβάμαι, μην μ’ ακούσει κανείς και με χαρώ,
φοβάμαι, μην μ’ ακούσει κανείς και με πιστέψω.

 

 

 

*

Στου πόνου τη μελωδία ορθώνομαι,
πάνω από διάττοντων αστέρων τα ευχολόγια,
με αχνιστή των πεύκων πίσσα
και κουκουναριών οσμή
τους πνεύμονες μου αλείφω,
που πιο εύκολα κοιμάμαι στης γης την άβολη ξεγνοιασιά
παρά στου στρώματος την απαλή συνείδηση,
απ’ του πολιτισμού τα τυφλά τα φώτα,
πέρα,
σε συγχυσμένων εθνών το φιλάργυρο άγχος
την πατριωτική αδυναμία.

Γυάλινου ιδρώτα παντοκράτορες
ευτραφών ευθυνών αποποιητές
λειψών αντιλήψεων οργωτές
θεμελιωτές ανοσιουργημάτων
φουσκωμένων κόλπων το ανάβλυσμα
σφιγμένων φαλλών οι μουσκεμένες τρίχες
αχόρταο ειν’ του κορμιού το θράσος
στων ασθενικών ψυχών μας την ανόρεκτη κράση.

Από μπάσταρδες γενεές προκύψαμε
στου απομονωμένου το περιβόλι αντιλάλησε
η μαλακιά μας φτέρνα,
απόγονοι ανθρώπων
που ήσαν ξένοι
από εμάς, λιγότερο
παράδοσης δεσμών, δέσμιοι.

 

**************

 

 

2) Λοάνα Γεσούδη

 

Lefkosa-Girne

 

Ο βόρειος άνεμος της θέλησης
τρύπωνε στα ρούθούνια μου.
Μου τράβηξε πίσω τα μαλλια για να δω,
Έπρεπε να δω.
Μου στέγνωνε τα δάκρυα για να μην προδωθώ.

Μπροστά μου ανοίχτηκε ενας κάμπος σεληνιακός.
Πιο πίσω, δέσποζε μια παλάμη χωμάτινη ανοιχτή
Οι σκιές απ΄τα σύννεφα καραδοκούσαν
απο πάνω της.
Και σπαρμένα γιαπιά
περιμένουν νέους κατοίκους.
Hilarion Planet.

Ξαφνικά ο κάμπος ψήλωνε
όλο ψηλώνε,
βυθίστηκα σ’ένα δρόμο με πευκα,
ο άνεμος δυνάμωνε και
βίαια μου άνοιξε τη μπλούζα.
Ένα ζεστό χέρι με άρπαξε απο το λαιμό
μου ξεπάγωσε ένα λυγμό.
Τα μάτια μου πήδηξαν απο τις κόγχες του δισταγμού:
Η θάλασσα.
Ένα καραβάκι ερχόταν να με συναντήσει ,
απο μια φωτογραφία παλιά.
Προσγειώθηκα σ’ενα δρόμο
στρωμένο με πέτρα κι αλάτι ,ενα χαλί
απο φτυσμένους λιόσπορους,
αστοχιά του αγναντέματος ίσως.
Μια τεράστια μηχανική παλάμη ,
έσκαβε τη θάλασσα,
Ενω η άλλη-η χωμάτινη- έφτασε
κι άγγιξε τα σύννεφα.
Το κάστρο,
το καράβι ,σαν απολιθωμένο ψάρι
η μορφή που διανυεί σκυφτή το βουνό.

Μα ,δε θυμόμουν.
9/11/2009
Λευκωσία-Κερύνεια

 

LORCA HIPPY

 

“Vi en tus ojos dos arbolitos locos.
De brisa ,de risa y de oro.
Se meneaban.”
F.G.Lorca

 

Σιωπηρά, ξερογλείφω απ’ τα αμούστακα χείλη μου
λουκούλλεια δάκρυα, αιώνια ακόρεστα.

Και στο τέλος της μέρας, με στέλνει στο κρεβάτι νηστικό
Η ίδια η όρεξη που είχα για θάνατο,
σκεπασμένo μ’ενα σκοτάδι αλμπίνο, ανυπόφορο

Οι ορμόνες μου χτυπάνε κάτι μεταξυ φλίπερ και σπανιόλικης bulería
Πράσινοι θρόμβοι ταύρου αναπηδούν στο λαιμό μου
σαν μου κλείνουν τα μάτια κόκκινα πανιά.
Ονειρώξεις σαν ουράνιο τόξο
Πολύχρωμες αψίδες
Και συ γλιστράς απο μια ψηφίδα ,
ανακατεύεσαι με δυο τρελλά δεντράκια
Και απο κει διαλύεσαι
σε μια νερένια λήθη
Ρόδο του συντριβανιού,
που έπλενα για να σκουριάσω το γέλιο, τον χρυσό και τον αέρα .

Ελπίζω, πως σήμερα θα ενηλικιωθώ.
Αλκοολικά και ουσιωδώς.

 
Albaycín
Granada
Marzo 2012.

 

*****************

 

 

3) Κωνσταντίνος Νικολόπουλος

 

«ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ»

 

 

Το αυτοκίνητο σταμάτησε, ύστερα από ώρα διαδρομής.
Από το παράθυρο αγναντεύω τον ανθισμένο κάμπο,
στον οποίο μόλις έφτασα.
Από απόσταση, παρατηρώ τη φυσική ομορφιά του,
καθώς το βλέμμα μου σταματά να είναι απλανές.

Πλησιάζω να δω από κοντά.
Ρεμβάζω. Αναπολώ όμορφες παραστάσεις.
Σύντομα, όμως, παρασύρομαι
από τη γοητεία της φύσης, αυτή την αφύσικη γοητεία.

Δυσκολεύομαι να αποσπαστώ από την οσμή
από τη χάρη και την κίνηση των λουλουδιών
από το θρόισμα των φύλλων
από τον ανεπαίσθητο αέρα που τα κινεί.

Οργισμένος, έξαφνα, επιτείθομαι στα λουλούδια.
«Ω, εσείς διαβολικές υπάρξεις, σκλαβώσατε την προσοχή μου!»
Και εκείνα, αφού αφουγκράστηκαν τα λόγια μου με περίσκεψη,
λυγίζουν στα πόδια μου διστακτικά
και να αφεντέψω την οργή μου με ικετεύουν.

 

*************************

 

 

4) Ζηναίς

 

 Σκιές

Βρέχει σκιές απόψε.
Βαρομετρικά χαμηλά
μου επέβαλαν αυτή τη βροχή.
Κι εγώ που είμαι άστεγη εδώ κι αιώνες
μέσα στη στέπα των τεσσάρων τοίχων
καθόλου δεν μπορώ να επιλέξω τις φιναλίστ της συμφιλίωσης.
Βρέχει σκιές.
Τι να την κάνω την βροχή
Τόσο καυτή και άυλη
Ανοίγει λάκκους πάνω στο έσω δέρμα
Κι εκεί μέσα διαδραματίζονται λιποταξίες και οχυρώσεις.
Θα θελα να μουν επιβάτης
στο τρένο που χαρακώνει κάθε βράδυ
τις ράγες του αχνισμένου παραθύρου μου.
Εγώ που τόσους αιώνες σπούδασα την αναμονή στους σταθμούς.
«Επόμενη στάση η Ουτοπία»
φώναζε ο φτερωτός μου σταθμάρχης.
Βρέχει σκιές.
Μα δεν ξέρω να βρέχομαι.

 

 

 Μικρά εγχειρήματα                                                                
 
Απόψε ντύθηκα το ένδυμα της τύχης
κι έσπευσα να τον προϋπαντήσω,
της μεγάλης μου ζωής, τον επίγειο ταχυδρόμο.
Φτερά λειψά κρατούσε και μιαν ευχή στον ώμο.
Κι έσπερνε το περπάτημά του άτσαλα,
εγχειρήματα μισά και αφυδατωμένα,
με μια παρόρμησης κουβέρτα τυλιγμένα
κι έσπερνε το περπάτημα του,
εγχειρήματα από βουλήσεις στραγγισμένα,
πάνω στον βρεγμένο δρόμο.

Και πως με κοίταγαν
κι έκλαιγαν κι έσκουζαν κι αλάλαζαν,
σαν ζώα πληγωμένα.
Και με θορύβησε ο αλαλαγμός
και τον ταχυδρόμο κοίταξα, κάπως θυμωμένα.
«Παρέδωσε μου την ευχή» του είπα
«και πάρε πίσω τα φτερά, τα βλέπω χαλασμένα».

«Ούτε η ευχή, μα ούτε τα φτερά είναι για σένα.

Ετούτα μόνο σου φέρνω τα παιδιά σου,
δες τα πως κλαίνε αλαφιασμένα».

Κι έτσι ο ταχυδρόμος χάθηκε,
ενός λεπτού φυγή τηρώντας εσκεμμένα.
Κι έμεινα μόνη με τα τέκνα μου,
κάτι μικρά εγχειρήματα,
στον δρόμο πεταμένα.

*****************

 

5) Γεωργία Ανδρουλιδάκη

 

Παρεκκλίσεις

 

 

Του άρεσε να σβήνει τη δίψα του για ζωή
στην κάψα που αφήνει η αιθυλική αλκοόλη στο λαιμό..
Τον έβρισκες συχνά σε κακόφημα μπαρ να απολαμβάνει
τη μαγεία στην πεπειραμένη ματιά της γκαρσόνας
που κοίταζε με νόημα την παρακμή γύρω της
διεκδικώντας με υπέρμετρο επαγγελματισμό το επόμενο της ποτό..
Μα το δικό του ταξίδι δεν είχε να κάνει με κείνο τον κόσμο έλεγε,
στους δρόμους της χαράς του φύτευε λουλούδια
κι εξυμνούσε τα πάθη του
όπως κάνει ο φονιάς κατά συρροή καθώς βελτιώνει την τεχνική του..
Ο πόνος γίνεται πιο ανεκτός
σα σε πονάει το συκώτι σου πιο πολύ απ’ την καρδιά σου..
Κι ο κόσμος πιο όμορφος σαν είναι η σκέψη σου απαλλαγμένη
από αλήθειες που βαραίνουν τους ώμους..
Και τούτο το κορμί που σου δόθηκε,
κατάδικό σου να βγάλεις πάνω του το μίσος
που δεν έχεις λόγο να δείξεις σε κανένα άλλο ον..
“Μα τί να ξέρετε εσείς αχρείοι εραστές της συμβατικότητας
από τον κόσμο το δικό μου τον ονειρικό
που κάθε που νυχτώνει πλάθω με τίμημα τα σωθικά μου..
Θέλει κουράγιο να είσαι νηφάλιος
και τύχη σαν παίζεις κρυφτό με τον πόνο
μα ακόμα περισσότερο ανδρεία
για να σκοτώνεις όσα αγαπάς
απ΄την αδυναμία σου να τα χαϊδέψεις..”

 

Ελεύθερη και ωραία

 

Νιώθω πολύ ωραία απόψε,

ερωμένη του βασιλιά των αδυνάτων

με το δάχτυλο στη σκανδάλη και ψηλοτάκουνα..

Αν πεθάνω απόψε στο δρόμο, τρέχοντας να ξεφύγω

θα βρουν κάτω απ΄ τα ρούχα μου τη μαρτυρία

πως ένιωθα σπουδαία,

μεταφρασμένη σ’ ένα υπέροχο σετ εσώρουχα

που δούλεψα υπερωρίες για ν΄ αποκτήσω..

Θα ήθελα να με κηδέψουν μόνο μ’ εκείνα,

δίπλα του,

πάντα με ζέσταινε το σώμα του

και νομίζω ότι θα μου χρειαστεί η ζεστασιά..

Πολλά χρειάζεται κανείς όσο κρατάει τον κόσμο στη γροθιά του

λεφτά, μέσα μεταφοράς, επιβεβαίωση,

μα σαν τελειώνει το παιχνίδι

του φτάνει να ξέρει πως θα ‘χει ζεστασιά και δέρμα ν’ ακουμπάει..

Μη με ρωτάτε πως το ξέρω,

κρατάω πιστόλι και φλερτάρω με το θάνατο,

δε γίνεται να υποκριθώ πως φοβάμαι

μόνο να τρέξω θέλω,

το χρόνο να σταματήσω,

να παγώσει στη σκηνή

που τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα..

 

 

H τέντα

 

Θα στέκομαι μελλοντικά απέναντι, στο σταθμό..
Θα με κοιτάξεις από την κατεβασμένη τέντα σου,
θα φοράω ταγέρ συντηρητικό και τακούνια
και θα κρατάω στο χέρι χαρτοφύλακα βαρύ
γεμάτο μ’ εμάς..
Κάπου στη μέση της διαδρομής,
θα τον αφήσω τρυφερά,
να ξαπλώσει στο δρόμο
και θα τον δω να γίνεται λιώμα
από ένα περαστικό φορτηγό..
Κι εσύ..
Θα κοιτάς τις γάμπες μου,
και δε θ’ ακούσεις τίποτα από το ξεψύχισμα του
γιατί οι λέξεις ξεψυχούν αθόρυβα
σαν την κορύφωση του πόθου,
μ’ ένα μικρό αναστεναγμό..
Θα συνεχίσω το δρόμο μου με σταθερό βήμα
κι εσύ,
θ’ ακούσεις ανάμεσα στους θορύβους της πόλης,
τα τακούνια μου
να παίζουν τρυφερά ένα παιδικό νανούρισμα..
Κι όλο θ’ αναρωτιέσαι,
αν όλα αυτά συμβαίνουν στο σύμπαν μας ή αλλού..
Κι αν, όταν θα με ξαναδείς θα με θυμάσαι..

Ανθολογία Νέων Ποιητών, Γ’ Μέρος

$
0
0

 

Σήμερα ανθολογούνται οι: Κωστούλα Μάκη, Γιώργος Ψαχούλιας, Θάνος Γώγος, Ευάγγελος Ρούσσος, Γεωργία Κορδατζάκη.

 

1) Κωστούλα Μάκη

 

Αποδομητικά πουλιά

 

νυσταγμένοι επιπόλαιοι πελαργοί
αρνούνται να μεταναστεύσουν
σε πιο εύκρατα κλίματα.
επιλέγω να παραμείνω θυμωμένη
ξεφλουδίζοντας το μανταρίνι μου.
τι της θέλεις τις δικλείδες ασφαλείας
όταν ακόμα δεν έμαθες
τον πολλαπλασιασμό της αλαλίας;
πετάνε δίπλα μας μοχθηρά κοράκια
και μεις αμέριμνοι βαφτίζουμε τα σύννεφα.
Να ένας μέρμηγκας
και λίγο παραπέρα
μια κάμπια που δε θα γίνει ποτέ πεταλούδα.
Μια κατσαρόλα με αχνιστές καταιγίδες
και συ χαρωπά
στο μπαλκόνι
σιγοτραγουδάς τον ερχομό
μιας σεισμικής δόνησης.
Κοίτα μαμά
οι δεινόσαυροι ήρθαν ξανά στη γη
να κυβερνήσουν.

 

 

Η επινόηση της πατρίδας

 

Η επινόηση της πατρίδας είναι κοπιαστική
σαν βαρυφορτωμένη γριά
στην αρχή απότομης ανηφόρας.
Και η παράδοση ηχώ που αντιλαλεί μονάχη της στα φαράγγια.
Οι χοροί δεν ήταν τελικά λυτρωτικοί
κι’ ας απέμεινε μια μυρωδιά βασιλικού στη σάλα.
Ωστόσο όταν οι μαυροφορεμένες
πιάσουν τα μοιρολόγια,
θα κοιταχτούμε συνωμοτικά στα μάτια.
Συγκινούνται τα πλήθη από τα ρίγη των αιώνων.

 

********************

 

2)Γιώργος Ψαχούλιας

Περιδινήσεις

 

Αγαπητή αόρατη συντροφιά των ύπνων μου
πάλι οφείλω να απολογηθώ:

Ξέρω πως σκέφτομαι αλλόθρησκα,
όταν σαν οδοιπόρος δρόμων που δεν ανοίχτηκαν ακόμα,
το χέρι σηκώνω και κάποιον προορισμό δείχνω
που νυχθημερόν αναζητά για επιστέγασμα τον πιο φρέσκο ουρανό.
Αλλά είναι χάρισμα απ’ του θεού τη φλέβα
να αγνοείς πόσο εύκολα τιθασεύεται
το ανάλαφρο φύλλο απ’  των ανέμων τον τροχό!
 
Ο πόνος δεν έχει δέρμα να τον γδάρουμε,
έχει αγκάθια που τραγουδούν τον απόηχο της μέρας.
Γι’ αυτό τα βράδια με ναυτικό κόμπο
να δένετε τα χέρια γύρω απ’ τη μέση
και τον ξεχασμένο διθύραμβο να χορεύετε.

Είναι που αυτός ο κόσμος
περιστρεφόμενος ανακαλύπτει τον δυσβάσταχτο νόμο της επιτάχυνσης.   
 

 Πρώτη γραφή

Το παιδί, αφού κολύμπησε για αρκετή ώρα σε βαθιά νερά
κι ευχαριστήθηκε τη δροσιά τους, φώναξε:

«Θέλω να γράψω τη βιογραφία της θάλασσας!»

Κι επειδή πριν γράψει, έπρεπε (κι ήθελε) να μάθει,
με γρήγορα βλέμματα διάβασε το κύμα στο ακρογιάλι
και τις φούσκες των αφρών δοκίμασε να εννοήσει
(μα γιατί όλο σκάνε!).

Αργότερα, που το σούρουπο έγειρε ροδαλό στον ορίζοντα,  
πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
μελέτησε τις αντανακλάσεις του γέρο-ήλιου.
Κι όταν πια χορτασμένο απ’ τη μέθεξη στον κόπο
νύσταξε και τα βλέφαρα έπαιξαν σαν πεταλούδας φτερά,
λίγο αρμυρό νερό αντί για μελάνι έσταξε στο δάχτυλο
και μ’  αυτό δυο λέξεις δυσανάγνωστες έγραψε στην άμμο.
Εκεί, με το όνειρο των επόμενων σελίδων αγκαλιάστηκε
και στo πλάι του φλοίσβου αποκοιμήθηκε.

Δεν ήξερε ότι κάτω απ’ την επιφάνεια,
στο σκοτεινό και παγωμένο βυθό των μεγάλων ψαριών,
σε ένα σφραγισμένο μπουκάλι
κάποιος ένα ανεξίτηλο σημείωμα είχε κλείσει
με το παρελθόν και το μέλλον κάθε θάλασσας
που τα σώματα και τις σκέψεις δροσίζει

 

 Ενώπιον σεπτού δικαστηρίου

Μα γιατί, κύριε δικαστά,
να οξύνω τον μαρασμό του άνθους των ματιών μου;
Δε θάλλουμε, όταν μετά το βαρύ φτερούγισμα
του σιδηρού κορμιού μας από ένα σπρώξιμο αόρατου χεριού
στο χάσμα καταρριπτόμαστε της μυσταγωγίας;

Με τις ρίζες των δέντρων θέλω να τυλίξω την καρδιά,
ώστε όλα τα φύλλα να αναριγούν στον παλμό της!
Και γρήγορα, γρήγορα το σώμα να ξεπαγώσω από το ψύχος,
γιατί μόνο θερμούς μας αναγνωρίζουν τα πουλιά
σαν φιλιά που τρέχουν με τα πόδια του λουλουδιού!

Γιατί πάλι, κύριε δικαστά, ξεστομίζετε την ίδια διδαχή;
«Απ’ τα χρόνια της Γένεσης
πορευόμαστε με τη βόμβα στο χέρι
και συνεπείς στο ωρολόγιο πρόγραμμα της έκρηξης
το ολοκαύτωμα οφείλουμε να προσμένουμε.»

Στο ρολόι του κόσμου οι φύλακες δεν είμαστε της ώρας του μεσημεριού;
Διορισμένοι απ’ τον Μέγα Ωρολογοποιό 
των δεικτών δεν υπομένουμε τις κόψεις,
όταν ποντιζόμαστε στων νύκτιων ωρών το τέλμα;
Κι αν έτσι είναι, κύριε δικαστά, γιατί
τους φυσικούς νόμους απαιτείτε να καταπατήσω
και σε ειρκτή αντί σε μέλαθρο να κατοικήσω;

 

*********************

 

3) Θάνος Γώγος

 

Δίχως αισθαντικότητα καμιά

Ανάμεσα στα μικροσκοπικά της δάκτυλα
Που αλείφουν τη πόλη τα απογεύματα
Και όχι πολύ μακριά από αυτό που αποκαλούν μυαλγία
Στις εφτά και δεκαέξι ακριβώς
Μια τρύπα στο χρονικό των ταχυδευτερολέπτων
Ανοίγει

Και όπως
ΑΝΟΙΓΕΙ
Ανοίγουν και δυο βεντάλιες
Γοητευτικές
με τις οξείες τους
και τα ποιήματά της
νιφάδες
Να εκτρέπουν αυτή τη γυμνή φιλαρέσκεια
που επιδέξια τόσο έχει δημιουργήσει

 

 

Πόλυ Ντεκόρ Χέδερς

i)

Όπως τα ψάρια συνωστίζονται στην βαλίτσα μου
Και διάγουν την ανθρωπολογία σε κάτι ασήμαντο
Γελά κι εκείνη μαζί τους
Γνέφοντας η στιγμή για τη γη έχει έρθει
Και οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να μιλούν άλλο πια

ii)

Από τον ουρανό που φλέγεται
Μέχρι τη γη που κοιμάται
Ένας κόσμος δεν θα είναι ποτέ αρκετός
Κι αφήνει την φωτιά
Να προσαρμόσει πάνω μας
Όπως μια έρημος
Αγκαλιάζει δυο λουλούδια και τα πνίγει

 

*******************

 

4) Ευάγγελος Ρούσσος

 

Άνθρωποι

Ο αποσπερίτης
Τήρησε τη συμφωνία με τα άγρια έχνη
Πάλι
Το λιγοστό του ασήμι
Θα υποφωτίσει
Τη μασκαράτα των λατόμων πυγολαμπίδων
Στα σωθικά της Χίμαιρας.
Η ανασαιμιά φυλακίζεται
Στο αγιόκλημα που ξεψυχά
Στον κόρφο των πάλαι ποτέ
Θαλαμωμένων σκιρτημάτων.
Σίδερο και σκληράδα
Αγκαθερή στα καχύποπτα στίγματα.
Το νερό αρνήθηκε τρεις φορές
Την άμπελο
Έσμιξε με τον αγκαθιά
Κάρπισε αίμα
Ίδρο και ψέμα.
Κιγκλιδώματα σιωπής λόγχισαν
Τα ύστερα χαμόγελα.
Μειδίαμα σε πρόσωπο πρώτο
Μάτια στη γη
Δακτύλια σφαλιχτά
Οι γυρισμένες πλάτες.
Τα χνώτα των ιδανικών αντικατοπτρισμών
Δεν τύφλωσαν τη λούτα
Σκιάχτηκε να αυτομολήσει
Μασκαρεύτηκε λίγο φεγγάρι
Και μίσεψε με τα φτερά
Μελλοθάνατου ανεμόμυλου.

 

Βάρδια

Κάθε που το χλωμό αστέρι
Υποκλίνεται στην πορφύρα
Το άχρωμο φόρεμα της
Απλώνει παγερά η σβούρα
Ίσα ν’ ασφυκτιούν οι ζωντανοί
Και ν’ αλαφροπατούν οι ξεχασμένοι.
Κατάκαρδα στον κάμπο της ημιζωής
Φιδοσέρνει μια φλέβα
Απαρέγκλιτα ‘γκριφώνει στα ίδια χνάρια
Με θέρμη άφωτης ψυχής
Τα μάτια της σάλπισμα
Φωτιάς και λάμας για τους αναιδείς ιεροθύτες.
Βαριές μυρουδιές θυσίας
Αντιπαλεύουν με τον άνεμο
Οι θύμησες
Λήθινοι χιτώνες
Σε σώματα εγκυτιωμένα
Μαρασμός
Οι σκέψεις πασχίζουν να δραπετεύσουν
Τετραγωνισμένες
Βρυχώνται.
Πίσω από τα διάφανα πετάσματα
Η ίδια εικόνα καραδοκεί
Γρανάζια
Ρουλεμάν
Διακόπτες
Ένα μολύβι και λίγες κόλλες ωχρό χαρτί
Ο πηγαιμός και ο ερχομός
Σφιχταγκαλιάζονται
Συνωμοτικά
Κι η πυξίδα έχει έναν προορισμό
Τον τάφο της δολοφονημένης αθερίνας.

 

*****************************

 

5) Κορδατζάκη Γεωργία

 

Ώριμη Άνοιξη αυτή στα μαλλιά σου

 

Έλυσες τα μαλλιά τινάζοντας κόκκινο,
μια κίνηση νωχελική και ράντισες αλμύρα.
Έσπρωχν’ αλάτι με τα δάχτυλα απ’ τα χείλη και τα μάτια.
Ναι, ώριμη άνοιξη αυτή στα μαλλιά σου.
Τα έπιανες με βελόνες απ’ τ’ αρμυρίκια του Μαΐου.
Γύρεψα τα νοτισμένα σου άνθη για να διώξω την δίψα.
Μια ανθοφορία από δικότυλα πάνω σου
να χορταίνει με ροζ το μπλε τ’ ουρανού,
να χαρίζει δροσιά στους στερημένους αγρούς,
να διαρρηγνύει μ’ αρώματα τις αστοχίες των κλειστών παραθύρων,
να κλείνει το μάτι με ιδιότροπες υποσχέσεις.
Κυκλοφορούσες ρόδινη εκείνη την εποχή,
την εποχή που περπάταγα τεθλασμένα
την αοριστία του πένθιμου βήματος.
Ήσουν κάτι λιγότερο από άνεμος.
Ήσουν ανάσα. Ανάσα μέσα στην Άνοιξη.

η Ποίηση που Αντιστέκεται, Salerno, 28/4-2/5/2012

$
0
0

La poesia resistente
28/04/2012
Salerno

Ferruccio Brugnaro Italia
Michel Cassir Libano/Francia
Giancarlo Cavallo Italia
Agneta Falk Inghilterra / Svezia
Andrea Garbin Italia
Sinan Gudžević Serbia / Croazia
Jack Hirschman Stati Uniti
Gianluca Paciucci Italia
Sotirios Pastakas Grecia
Juan Vicente Piqueras Spagna
Lucija Stupica Slovenia
Antonio Trucillo Italia

Presentazione

Casa della poesia, in collaborazione con il Comune di Salerno, Assessorato alla Cultura e Università, Università degli Studi di Salerno, Soprintendenza BSAE Salerno e Salerno Energia spa, organizza l’evento “La poesia resistente!”, nei giorni 28 e 29 aprile e 2 maggio, alle ore 20,30, nelle Sale del Museo Diocesano “San Matteo” (Largo Plebiscito, 10, Salerno).

La manifestazione nasce come una festa di poesia e amicizia per celebrare il decennale della scomparsa di Izet Sarajlic, presidente onorario di Casa della poesia e cittadino onorario della città di Salerno. Casa della poesia proprio nel nome di Sarajlic ha organizzato per 10 anni un grande festival di poesia a Sarajevo, provando, alla fine della guerra di Bosnia e dell’interminabile assedio della sua capitale, a “costruire con la poesia ponti di pace”.

“La poesia resistente!” è la linea guida per questa festa di Casa della poesia, che suggerisce tante possibili interpretazioni. Prima di tutto c’è il riferimento alle difficoltà complessive nelle quali si dibatte oggi la cultura nel nostro paese e ancor di più un linguaggio di comunicazione così marginale ed etereo. La poesia è poi certamente una forma di resistenza culturale, morale, spirituale. Abbiamo voluto presentare in questa occasione una ricerca poetica che, confrontandosi con il reale, prova con la parola a squarciare il buio del mondo contemporaneo e a contrastare il dolore dell’esistenza con l’arma apparentemente fragile eppure potente della poesia, che comunica direttamente con il cuore e con la mente delle persone, costruisce le forme di resistenza dell’anima, parlando della vita, della gente, dell’amore. Essa prova ad organizzare luoghi di incontro e di scambio, a costruire possibilità di dialogo e di comprensione reciproca, offre testimonianze e partecipazioni; ricerca nel passato, nelle tradizioni, nelle memorie, eppure è in continua evoluzione, proiettata nel futuro, come unica possibilità di salvezza spirituale del genere umano.

La manifestazione si svolge nel cuore della città, in un’area tra le più suggestive e ricche di storia e di cultura. E nell’organizzare l’evento siamo partiti da una considerazione oggettiva: il 2012 è il sedicesimo anno di attività di Casa della poesia e per un’organizzazione autonoma ed indipendente questa è una dimostrazione della “resistenza” della poesia.

Casa della poesia si è conquistata un ruolo riconosciuto e riconoscibile a livello internazionale. E proprio dalla sua storia, dalla sua vocazione internazionale, si sviluppa la festa di questi giorni.

“La poesia resistente!” si articola in diversi momenti, il primo presenta il collaudato schema di Casa della poesia e prevede due giornate dense di readings, con ospiti straordinari provenienti da vari angoli del mondo, poeti e musicisti che animeranno le dolci, primaverili, serate salernitane.
Ecco alcuni degli ospiti previsti: Ferruccio Brugnaro (Italia), Michel Cassir (Libano/Fracia) e Claudia Christiansen (Francia), Giancarlo Cavallo (Italia), Agneta Falk (Svezia/Inghilterra), Andrea Garbin (Italia), Sinan Gudzevic (Serbia/Croazia), Jack Hirschman (Stati Uniti) e Gaspare di Lieto (Italia), Gianluca Paciucci e Adriana Giacchetti (Italia), Sotirios Pastakas (Grecia), Juan Vicente Piqueras (Spagna), Lucija Stupica (Slovenia) e Henrik C. Enbohm (Svezia), Antonio Trucillo (Italia). Inoltre lo storico della poesia Francesco Napoli terrà un seminario sui rapporto tra Izet Sarajlic e Alfonso Gatto.

E in video: Izet Sarajlic, Lawrence Ferlinghetti, Leonard Cohen, Mario Benedetti e Daniel Viglietti, Ante Zemljar, Rafeef Ziadah, Allen Ginsberg, Juan Carlos Mestre, Janine Pommy Vega e tanti altri.

“La poesia resistente!” continua il 2 maggio con la celebrazione del decennale della scomparsa di Izet Sarajlic con una festa di poesia e di amicizia, così come lui avrebbe voluto, senza retorica, con gioia, con poesia, musica, brindisi e canzoni. Nel corso della serata proiezioni, letture, racconti, testimonianze, canzoni, la proiezione della straordinaria testimonianza in video dalla Sarajevo sotto assedio, “Izet Sarajlic, Sarajevo, marzo 1994″. Quest’anno ricorre inoltre il ventennale dell’inizio della guerra di Bosnia e dell’assedio di Sarajevo, città martire e città di Izet Sarajlic. Una seconda parte dell’evento sarà dedicata alla straordinaria esperienza di Casa della poesia a Sarajevo, città nella quale da dieci anni organizza gli Incontri internazionali di poesia.

Una magnifica occasione per i salernitani che vorranno condividere questa esperienza per riappropriarsi di alcuni dei luoghi più caratteristici del centro antico della città, carichi di storia quanto di vita. Un’occasione irripetibile, per chi viene da più lontano, di visitare una città incantevole, di immergersi nelle sue bellezze e nella sua cultura e di trascorrere alcune serate ascoltando i versi di questi viandanti della parola.

Tra gli ospiti presenti: Ferruccio Brugnaro (Italia), Michel Cassir (Libano/Francia) e Claudia Christiansen (Francia), Giancarlo Cavallo (Italia), Agneta Falk (Svezia/Inghilterra), Andrea Garbin (Italia), Sinan Gudzevic (Serbia/Croazia), Jack Hirschman (Stati Uniti) e Gaspare di Lieto (Italia), Gianluca Paciucci e Adriana Giacchetti (Italia), Sotirios Pastakas (Grecia), Juan Vicente Piqueras (Spagna), Lucija Stupica (Slovenia) e Henrik C. Enbohm (Svezia), Antonio Trucillo e Gaspare Di Lieto (Italia).

E in video: Lawrence Ferlinghetti, Leonard Cohen, Mario Benedetti e Daniel Viglietti, Rafeef Ziadah, Allen Ginsberg, Juan Carlos Mestre, Janine Pommy Vega, Erri De Luca, Martin Matz.

Inoltre l’artista Salvatore Marrazzo presenterà una sua serie di fotografie dal titolo “Poeti” mentre lo storico della poesia Francesco Napoli terrà un seminario sul rapporto tra Izet Sarajlic e Alfonso Gatto.

Dopo le due giornate con i poeti “La poesia resistente!” ritorna il 2 maggio con la celebrazione del decennale della scomparsa di Izet Sarajlic – così come lui avrebbe voluto, senza retorica, con gioia, con poesia, musica, brindisi – attraverso letture, racconti, testimonianze, canzoni e la proiezione della straordinaria testimonianza in video dalla Sarajevo sotto assedio, “Izet Sarajlic, Sarajevo, marzo 1994″.

A venti anni dall’inizio della tragedia della guerra di Bosnia e dell’assedio di Sarajevo, città martire e città di Izet Sarajlic, sarà l’occasione di raccontare l’esperienza di Casa della poesia nella capitale bosniaca.

Una magnifica occasione per i salernitani che vorranno condividere questa esperienza per riappropriarsi di alcuni dei luoghi più caratteristici del centro antico della città, carichi di storia quanto di vita; un’occasione irripetibile, per chi viene da più lontano, di visitare una città incantevole, di immergersi nelle sue bellezze e nella sua cultura e di trascorrere alcune serate ascoltando i versi di questi viandanti della parola.
_______________________

Programma

LA POESIA RESISTENTE!
Incontri internazionali

28 aprile 2012
ore 20,30
Museo Diocesano “San Matteo”
Largo Plebiscito, 10, Salerno

Saluti istituzionali:
Dott. Vincenzo De Luca (Sindaco di Salerno)
Dott. Maura Picciau, (Soprintendente BSAE, Salerno)
Dott. Ermanno Guerra (Assessore alla Cultura e Università del Comune di Salerno)

“POETI”
Fotografie di Salvatore Marrazzo.

Presentazione degli Archivi di Casa della poesia

Reading

Michel Cassir e Claudia Christiansen, Giancarlo Cavallo, Andrea Garbin, Sinan Gudzevic, Gianluca Paciucci e Adriana Giacchetti, Lucija Stupica e Henrik C. Enbohm.

29 aprile 2012
ore 20,30
Museo Diocesano “San Matteo”
Largo Plebiscito, 10
Salerno

“Izet Sarajlic incontra Alfonso Gatto”
seminario di Francesco Napoli

Reading

Ferruccio Brugnaro, Agneta Falk, Jack Hirschman e GAspare Di Lieto, Sotirios Pastakas, Juan Vicente Piqueras, Antonio Trucillo e Gaspare Di Lieto

2 maggio 2012
ore 20,30
Museo Diocesano “San Matteo”
Largo Plebiscito, 10
Salerno

“Omaggio a Izet Sarajlic”

“Izet Sarajlic, Sarajevo, marzo 1994”
(video lettera dalla Sarajevo sotto assedio)

Reading
(video, canzoni, poesie, foto, racconti)
Sinan Gudzevic, Sergio Iagulli, Raffaella Marzano, Massimo Mollo, Vincenzo Esposito, Jack Hirschman, Agneta Falk, Gaspare Di Lieto, Mario Boccia, …

Al termine delle serate i poeti e gli organizzatori si recheranno per la cena all’Hostaria “Il Brigante” (a pochi metri dal Museo, via Fratelli Linguiti 4). Chi volesse aggregarsi per trascorrere qualche ora con noi può prenotare ad un costo politico di 15 euro (Il Brigante, tel. 3283423428). I posti sono pochi e quindi si consiglia di farlo subito.

Μεταφράστηκαν στα γαλλικά οι «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» της Νίνας Αλέξη

$
0
0

Η Νίνα Αλέξη επιστρέφει με το θεατρικό της έργο «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» αυτή τη φορά σε γαλλική μετάφραση από την Νάντια Χαραλαμπίδου. Οι «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» είχαν εκδοθεί στις αρχές του 2005 από τις Εκδόσεις «Δωδώνη» και έτυχαν μεγάλης ανταπόκρισης από το θεατρόφιλο αναγνωστικό κοινό. Η γαλλόγλωσση έκδοση κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις «Ελίκρανον» με ένα καλαίσθητο εξώφυλλο το οποίο επιμελήθηκε ο Μάριος Πασχάλης. Η πρακτόρευση του βιβλίου γίνεται από τις Εκδόσεις «Δωδώνη».

Το έργο αυτό, αγαπήθηκε πολύ από όσους το διάβασαν και οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές, γι’ αυτό κι αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από αυτές. Στην παρουσίαση του βιβλίου ο δημοσιογράφος/θεατρικός κριτικός, Ηλίας Μαλανδρής είπε μεταξύ άλλων «… το θεατρικό σύμπαν της Νίνας Αλέξη αποτελείται από γυναίκες που αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους με την αφοπλιστική απλότητα της ζωής. Το έχω ξαναπεί .. οι διάλογοί της είναι το μεγάλο προτέρημα της Τέχνης της. Είναι τόσο αληθινοί που έχεις την εντύπωση ότι έχεις ζήσει μέσα σ’ αυτούς.. ότι τους ακούς συνέχεια. Κι αυτό είναι ίδιον της μεγάλης και σπουδαίας τέχνης, να ταυτίζεσαι σαν θεατής με τον ήρωα της σκηνής και ταυτόχρονα αυτός να παραμένει απόμακρος βυθισμένος στο δικό του συμπαντικό είναι.. Το έργο της Νίνας Αλέξη όπως και το προηγούμενο, έχει όλα τα προσόντα που συναντά κανείς σ’ ένα προικισμένο καλλιτέχνη…
Η δημοσιογράφος Σοφία Βούλτεψη είπε μεταξύ άλλων «Οι διάλογοι του θεατρικού έργου της Νίνας Αλέξη εκπροσωπούν την καθημερινότητα όλων των γυναικών όσο σπουδαίες και επιτυχημένες κι αν είναι… Θα ΄ρθουν και οι ποιήτριες είχε προφητέψει ο Αρθούρος Ρεμπώ, προσθέτωντας πως αυτό θα συμβεί όταν θα συντριβεί το καθεστώς της γυναικείας σκλαβιάς.. Τώρα που το καλοσκέφτομαι όταν ο Ρεμπώ έλεγε πως θα’ρθουν και οι ποιήτριες μπορεί να εννοούσε γυναίκες σαν τη Νίνα. Το πρόβλημα.. είναι πως εξακολουθεί να ισχύει η απάντηση που έδωσε ο Τόμας Τζέφερσον στους ευρωπαίους οι οποίοι χλεύαζαν τον νέο κόσμο επειδή δεν διέθετε ούτε καλλιτέχνες ούτε συγγραφείς. Αφήστε μας να ζήσουμε και ύστερα ζητήστε μας να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας. Αυτή τη φορά η κραυγή αγωνίας προέρχεται από τις «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» της Νίνας Αλέξη. Ο θεατρικός συγγραφέας και κριτικός Σπύρος Νικολετάτος επισήμανε μεταξύ άλλων πως το έργο της Νίνας Αλέξη «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» όπως και το προηγούμενο «Ανάσταση Αγάπης» θα έπρεπε, οπωσδήποτε να ανέβουν σε μία από τις δέκα σκηνές του Εθνικού Θεάτρου.. η Νίνα Αλέξη κατόρθωσε να δώσει αυτό το κάτι το διαφορετικό στους χαρακτήρες της, …αν ανοίξετε το βιβλίο σε οποιοδήποτε σκηνή θα δείτε… ένα διάλογο ο οποίος πηγάζει από το θέλω της Αλέξη να φτιάξει όχι χάρτινους χαρακτήρες αλλά χαρακτήρες που έχουνε υπόσταση. Αυτό πραγματικά μας λείπει στο ελληνικό θέατρο.. το να βρεις αυτή την εποχή έργα που να σου μιλάνε στην καρδιά σου, στην ψυχή σου είναι πάρα πολύ δύσκολο… Διαβάστε το και θα ανακαλύψετε ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία σας αφορούν.. υπάρχει αυτό που λένε οι αγγλοσάξωνες homework δηλαδή το διαβάζω και παίρνω δουλειά στο σπίτι, το βλέπω και θέλω να πάω σπίτι μου να σκεφτώ κάτι παραπάνω… Ο Παναγιώτης Αποστόλου έγραψε μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για ένα «…εκπληκτικό σε πλοκή και υπόθεση έργο.. χρήσιμο, ευχάριστο, ανεπανάληπτης λογοτεχνικής και κοινωνικής αξίας». Ο Τάκης Νατσούλης χαρακτήρισε το έργο «θαυμάσιο» και σημείωσε στη στήλη του ότι «πρέπει να το διαβάσουν όλοι». Η Ελπίδα Πασαμιχάλη εκτίμησε μεταξύ άλλων πως «… το θεατρικό κείμενο της Νίνας Αλέξη «Γυναίκες σε Κόκκινο Φόντο» παραμένει «γυναικείο» χωρίς να λησμονεί πως είναι ανθρώπινο και διαχωρίζεται με τρόπο σαφή από τις υπερβολές και μερικές φορές υστερίες των μαζικών δημιουργημάτων του είδους. Συζητήσεις εκλεπτυσμένες, που προβληματίζουν τον αναγνώστη χωρίς να τον προσβάλλουν και χωρίς να καταφεύγουν στην σκανδαλοθηρία για να ξεχωρίσουν. Ο ηθοποιός Δημήτρης Παπαγιάννης μιλώντας για το βιβλίο επεσήμανε μεταξύ άλλων πως « στην τελευταία πράξη του έργου η Αλέξη κάνει μία μοναδική επίθεση ειρήνης και ανθρωπιάς .. είναι φοβερό το πως μπόρεσε μέσα σε αυτό το έργο να χωρέσει… ένα οδοιπορικό στις χώρες εκείνες όπου μαστίζονται οι άνθρωποι και ιδιαίτερα τα παιδιά για τα οποία δείχνει τεράστια ευαισθησία.. και επιλαμβάνεται, χειρίζεται με μοναδικό θεατρικό τρόπο.. πραγματικά εντυπωσιάστηκα…». Η Νίνα Βλάχου έγραψε μεταξύ άλλων «… Η ματιά των γυναικών εκφράζει ό,τι αποσιωπά η γλώσσα» λέγει ο Μίλτον. Στην περίπτωση, πάντως, της Νίνας Αλέξη, θα λέγαμε πως όταν η γυναίκα έχει για …όπλο της τη γραφίδα, όχι μόνο δεν αποσιωπά τίποτε, αλλά ξεδιπλώνει και την ψυχή της…».
Ο Φίλιππος Πανταζής έγραψε μεταξύ άλλων ότι «.. από τους αβίαστους διαλόγους της Νίνας Αλέξη ξεπηδούν τα όνειρα, οι ρωγμές, τα λάθη και οι επιλογές τους.. η μετάβαση από περίοδο σε περίοδο γίνεται με λόγο και δομή ακραιφνώς θεατρική, φανερή απόρροια της μακράς θητείας της Νίνας Αλέξη στο θεατρικό στερέωμα… Έργο σύγχρονο και αληθινό με αποσκευή, γυναικεία συναισθήματα και ανησυχίες που ξετυλίγονται καθώς κυλά το πέρασμα του χρόνου….» Η Βασιλική Πιτούλη αναφέρεται και στο εξώφυλλο του βιβλίου στο οποίο «… σε μια παλιά φωτογραφία φιγουράρουν δύο κοριτσάκια αγκαλιασμένα προστατευτικά, που μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά σου.» Ο θεατρικός κριτικός/συγγραφέας Κρίτων Τομάζος σε μία ολοσέλιδη παρουσίαση του βιβλίου στην «Ελευθερία» του Λονδίνου γράφει μεταξύ άλλων..εδώ βρίσκεται, νομίζω η ουσία της δραματικής τέχνης της θεατρικής συγγραφέως-η θαυμαστή χρήση της γλώσσας, η βαθιά γνώση κι εμπιστοσύνη της στην τέχνη του ηθοποιού, η λιτότητα σε συνάφεια με την ένταση και το πάθος που συνεπάγεται η άμεση επικοινωνία με το εναλλασσόμενο κοινό και η ακλόνητη πίστη σε κάποια ανθρώπινα ιδανικά που τόσο σκληρά δοκιμάζονται στην εποχή μας. Πιστεύω πως πέρα από τον γοητευτικό θεατρικό λόγος της κ. Αλέξη, το έργο αυτό έρχεται σαν μια πολύτιμη εναλλακτική όψη πραγμάτων, απόψεων και προβληματισμών για τις ανθρώπινες σχέσεις και πράξεις, των κοινωνικών αντιφάσεων και μιας αναθεώρησης στερεότυπων αντιλήψεων που μόνο ίσως μια διαπεραστική γυναικεία αντίληψη και προσέγγιση μπορεί να δώσει…

Ζέφη Δαράκη, «Ερήμωνε», ΥΨΙΛΟΝ / ΒΙΒΛΙΑ

$
0
0

Υπομένοντας την αγάπη σου
υπομένοντας το θρίαμβο
του προσώπου σου

αραιώνοντας το χρόνο σου
σιγά σιγά εγώ
ο καθρέφτης σου

εκβάλλοντας το πρόσωπο σου
στα δάκρυα του

Είρων και κλέφτης των δακρύων σου
Εγώ, ο δαίμονας σου έγινα
το πρόσωπο σου
απέναντι στο είδωλο του

*

Δεν υπάρχει Θεέ μου
ένα ποτήρι δροσερό νερό
να προσευχηθώ
μήπως σε διασώσω;

Είσαι πολύ μακρινός διάδρομος
ως τον ψαλμό που
έχεις γκρεμιστεί

*

Γέλιο αγοριού – άσπρο κατσικάκι
Και άδεια σκοτωμένα παπουτσάκια

Εσύ που κλαις πεθαίνοντας
στην άκρη από τα αίματα
βομβαρδισμένων ποταμών

Που κυλούσες ανάποδα τη ρόδα του
παλιού παραμυθιού
Με δροσερές κορδέλες σε τύλιγε σε
ξετύλιγε ο ουρανός

Για να σε σκέφτομαι πήγαινα προς τα πίσω
τα βήματα μου

για να σε παίρνω
απ’ τον αέρα που περνούσες
κορμάκι μου από πέταλα
τσακισμένων λουλουδιών

*

Βλαδιμήρ

Τα ποιήματα, μου λέει ο Βλαδιμήρ
που ακούγονται στα μπαρ και
πλάι στα κομπρεσέρ στα βιβλιοπωλεία
και στους πεζόδρομους

Και μεσ’ στις μεγάλες αίθουσες
από τα βάθη των αιώνων μου λέει
Κι από τα βάθη τω επαναστάσεων
τα κείμενα κι οι μουσικές και τα χρώματα
είναι μια βία πάνω σου η τέχνη – η έμφλογη επιλογή
Το διατρέχον ρίγος …

Εγώ τον είδα εκείνο τον άνθρωπο,
από το μέτωπο του έτρεχαν αίματα
Ποτάμι τα αίματα της Ιστορίας

Και πάντα έτσι γίνεται
κανείς δεν το καταλαβαίνει
πως εφιάλτης και τέχνη
πηγαίνουν μαζί

ως τον τελευταίο πυροβολισμό

*

Να επαναλαμβάνεσαι ψυχή μου
να επαναλαμβάνεσαι

Μια είναι η ψυχή του ανθρώπου και
οι σημασίες του κόσμου λίγες

Διανύοντας σε
άλλη μια φορά
γνωρίζοντας σε
ίσως σε αποστηθίσω …

*


Πρόκειται να κάνουμε
ένα πρωινό περίπατο
πρόκειται να μιλήσουμε
για ανύπαρκτα γεγονότα
αόριστες πράξεις
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε
για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ

Πρόκειται να υπερασπιστούμε
την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή
να συναντήσουμε
τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε
με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν

Πρόκειται να επιμείνουμε
στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Επιλογή-Επιμέλεια: Βάκης Λοϊζίδης

Συνέντευξη με τον Τυνήσιο γελοιογράφο -ζ-, (Αποκλειστικότητα ΠΟΙΕΙΝ)

$
0
0

 

Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή

 

Είναι ένας από τους αφανείς ήρωες της επανάστασης των Τυνησιων που ξεκίνησε το 2010. Οι γελοιογραφίες του μέσω του προσωπικού του μπλογκ -http://www.debatunisie.com/-, της σελίδας του στο facebook και του πρώτου του βιβλίου, συνετέλεσαν και αυτές καθοριστικά στην “αφύπνιση” της φωνής και της συνείδησης των συμπατριωτών του κάνοντας και τον ίδιο ιδιαίτερα δημοφιλή τόσο στη χώρα του όσο και στο παγκόσμιο διαδικτυακό χωριό. Έχοντας επιλέξει την ανωνυμία, και κρατώντας αυτή του τη πλευρά μυστική, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και από τους πιο οικείους του, -μάλιστα το Νοέμβριο του 2009 οι καθεστωτικοί συνέλαβαν μια άλλη Τυνήσια μπλογκερ, τη Fatma Riahi, με την υποψία οτι αυτή κρύβεται πίσω από το μπλογκ- μιλάει αποκλειστικά και για πρώτη φορά σε ελληνικό μέσο, συμβολικά-ανήμερα της Εργατικής Πρωτομαγιάς, για τις δυσκολίες της τυνησιακής επανάστασης την οποία βίωσε από τη Γαλλία όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια.

 

Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Ριτσώνη για τη μετάφραση της συνέντευξης.

 

 

Πότε ξεκινά η παρουσία σας ως γελοιογράφου - μπλόγκερ;

 
Ξεκίνησα τον Αύγουστο του 2007, μάλλον τυχαία, κάνοντας κριτική στα μεγάλα χωροταξικά σχέδια που ήθελε να επιβάλλει ο Μπεν Αλί. Από το πρώτο κι όλας σχέδιο και άρθρο προτίμησα τη στάση της ανωνυμίας γιατί από την αρχή γνώριζα ότι αργά ή γρήγορα θα βρισκόμουν σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία.

 

Δεν υπήρχε έλεγχος του διαδικτύου στην Τυνησία;

 
Παραδόξως στην Τυνησία κάτω από το καθεστώς του Μπεν Αλί υπήρχε η θέληση να γίνει το διαδίκτυο προσιτό σε όλους τους Τυνήσιους. Όμως παρόλ’ αυτή την ευνοϊκή πολιτική ξεκίνησε και ένας σχολαστικός έλεγχος του περιεχομένου όλων όσων κυκλοφορούσαν μέσα στο διαδίκτυο. Ξεκίνησε η λογοκρισία σε οτιδήποτε δεν ήταν σε αρμονία με την προπαγάνδα του καθεστώτος . Ο αστυνομικός όμως έλεγχος του δικτύου έγινε η αιτία να αναδυθεί μια ολόκληρη γενιά από διαφωνούντες του κυβερνοχώρου που από το 2000 και μετά άρχισαν να διαδίδουν μια κουλτούρα αντίστασης. Ανάμεσα στις ιστοσελίδες αυτού του αγώνα ξεχωρίζoυν οι : takriz .com , www . tunezine com (ο ιδρυτής της, Zouheir Yahyaoui, πέρασε δυο χρόνια στη φυλακή και μόλις τον άφησαν ελεύθερο το 2005 πέθανε από καρδιακή προσβολή), www .nawaat.org, reveiltunisien.org. Σε αυτές τις ιστοσελίδες συμμετείχαν συχνά και Τυνήσιοι του εξωτερικού . Το 2006 η εμφάνιση πολλών πολιτικών μπλογκ δυνάμωσε τις γραμμές της αντίστασης και έγινε αιτία να εμφανιστούν πολλές διαφορετικές ιδεολογίες την ώρα που ξεκινούσε ο αγώνας εναντίον της δικτατορίας.

 

Ποιες ήταν αυτές οι ιδεολογίες των μπλόγκερ;

 
Υπήρχαν όλες οι τάσεις. Οι συντηρητικοί, οι φιλελεύθεροι, αυτοί που έγραφαν στα γαλλικά και άλλοι που γράφανε στα κλασσικά αραβικά και στα αραβικά της Τυνησίας. Bέβαια τα περισσότερα από τα μπλογκ δε ήταν ανοιχτά εναντίον του Μπεν Αλί -από φόβο- αλλά ήταν φανερό ότι ένας πολιτικός αγώνας ξεκινούσε μέσα από το συντονιστικό μπλογκ www.tn-blogs.com. Ήταν, επίσης, φανερό ότι η λογοκρισία γινόταν όλο και πιο συστηματική όλο και πιο περίτεχνη. Οι μπλόγκερ είχαν ανακαλύψει το ψευδώνυμο “Αmmar 404” για να ονομάζουν το λογοκριτή, δηλαδή, το Υπουργείο Εσωτερικών. Κάθε μπλογκ που λογοκρινόταν από τον Αmmar γινόταν αντικείμενο και μιας εκστρατείας συμπαράστασης . Διαμαρτυρόμασταν ενάντια στον Ammar, διαμαρτυρόμασταν ενάντια στο καθεστώς. Ακόμα και τα μπλογκ μαγειρικής έπαιρναν μέρος στις διαμαρτυρίες. Το μπλογκ μου γεννήθηκε με αυτή τη δυναμική. Γνώριζα τι παρακολούθηση γινόταν στο ίντερνετ της Τυνησίας και τι κινδύνους διέτρεχα. Γι ‘ αυτό ασφάλισα τελείως το λογαριασμό μου και διατήρησα μια πλήρη ανωνυμία κρύβοντας ακόμα και στους γονείς μου τη δραστηριότητά μου . Η λογοκρισία που έγινε στο μπλογκ μου το Δεκέμβρη του 2008 περιόρισε στο μισό τον αριθμό των αναγνωστών μου αλλά όμως δεν εμπόδισε τους πιο πεισματάρηδες να προσεγγίζουν το σάιτ μου κάνοντας χρήση του συστήματος proxus.

 

 

 

Πώς ερμηνεύετε τη δημοτικότητα των γελοιογραφιών σας;

 
Η προπαγάνδα και το κυνηγητό όσων “αυθαδίαζαν” σκότωσε τις γελοιογραφίες στις εφημερίδες. Αυτός ο απαίσιος περιορισμός με βοήθησε εύκολα να αναδυθώ. Από εκεί προέρχεται η «εύκολη» δημοσιότητα που απολαμβάνω. Eίναι αλήθεια, δηλαδή, ότι ήμουν ο μόνος στο διαδίκτυο που χρησιμοποιούσε καρικατούρες .

 

Eκτός από τον πολιτικό τους ρόλο πιστεύετε ότι οι γελοιογραφίες αποτελούν αυτόνομο έργο τέχνης;

 
Η καρικατούρα, δηλαδή η γελοιογραφία, είναι και βέβαια μια τέχνη. Χρησιμοποιεί το φανταστικό, τη μεταφορά και το συμβολισμό . Δε γίνεται μηχανικά ούτε προκατασκευασμένα. Θέλω να πω με αυτό ότι πίσω από κάθε καρικατούρα κρύβεται ένας γελοιογράφος με χαρακτηριστικά μοναδικά που δεν μπορείς να τον μιμηθείς ακόμα και αν είναι μέτριος. Και όπως συμβαίνει σε κάθε μορφή τέχνης, έχει και αυτή ανάγκη από μια τεχνική που είναι έμφυτη στον ίδιο τον τεχνίτη που τη δημιουργεί.

 

Υπάρχει κάποια παράδοση στους γελοιογράφους στην Τυνησία;

 
Ο μισός αιώνας δικτατορίας, όπως είναι λογικό, δε βοήθησε και πολύ για να δημιουργηθεί στη χώρα μας μια παράδοση γελοιογράφων . Όμως υπήρχαν κάποιοι. Δυστυχώς οι ειδικοί πρέπει πάλι να ασχοληθούν με αυτούς και να μας βοηθήσουν να τους ανακαλύψουμε . Όσο αφορά εμένα δεν έχω στηριχτεί σε καμιά “σχολή “ και σε κανένα τυνήσιο “δάσκαλο”. Ομολογώ ότι έχω επηρεαστεί περισσότερο από τη γαλλική παράδοση που είναι πλούσια σε αυτό το είδος .

 
Γνωρίζετε άλλους συγγραφείς ή καλλιτέχνες της χώρας σας που να βοήθησαν με το έργο τους στις εξεγέρσεις;

 
Δεν υπάρχουν και πολλοί. Αυτή η επανάσταση δεν ήταν τόσο πολιτιστική όσο πολιτική. Αυτός όμως που ξεχωρίζω είναι ο μουσικός Bendirman του οποίου τα αυθάδη τραγούδια κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο μέσω του facebook -σχεδόν όπως και τα δικά μου σχέδια- και έχει γίνει σήμερα ένας σταρ.

 

Κλείνοντας, έχετε γνώση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα;

 
Κάνω προσπάθεια να καταλάβω σε βάθος την πολύπλοκη κατάσταση της Ελλάδας .Ομολογώ ότι δεν το καταφέρνω πάντοτε γιατί τα μίντια παρουσιάζουν το θέμα από οικονομολογική άποψη. Είναι φανερό ότι η χώρα σας πραγματοποιεί μια επανάσταση εναντίον του συστήματος -στον αραβικό κόσμο ξεκινήσαμε μια επανάσταση εναντίον του καθεστώτος- και οι Βρυξέλλες σας παρουσιάζουν σαν ένα κακό μαθητή της Ευρώπης, υπερβολικά τεμπέλη Μου χρειάζεται ένα πέρασμα από τη χώρα σας για να δω ξεκάθαρα τι γίνεται.

 

Πώς φαντάζεστε το μέλλον της Τυνησίας;

 
H Tυνησία δε θα ολοκληρώσει ποτέ την επανάσταση της αν δε μελετήσει τα προβλήματα που βασανίζουν σήμερα τους Έλληνες. Σίγουρα, δηλαδή, το επόμενο στάδιο για το δικό μας αγώνα είναι αυτό που εσείς περνάτε τώρα. Επιθυμούμε κι εμείς να έχουμε μια κοινωνία που να έχει ξεφύγει από τη δικτατορία αλλά και από το χρέος και το μεγάλο κεφάλαιο που θέλει να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο .

 

Βασίλη Δασκαλάκη, «Διαδικασία αναβολής» (κρίνει η Φωτεινή Κεραμάρη)

$
0
0

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βασίλη Δασκαλάκη, Διαδικασία αναβολής, (εκδ. \”Ενδυμίων\”2011) εμφανίζει αξιοπρόσεκτες αρετές τόσο ως προς τα θεματικά της κέντρα, όσο και ως προς τον τρόπο γραφής.
Ο Δασκαλάκης με αφετηρία το χώρο της μυθολογίας επιχειρεί να επαναφέρει στο παρόν του ποιητικού υποκειμένου συγκεκριμένα μυθικά πρόσωπα για να υπογραμμίσει τη διερεύνηση του ψυχικού κόσμου, τη διάψευση ή τη μη πραγματοποίηση των στόχων. Η ανάκληση ονομάτων του μύθου (Αριάδνη, Ιδομενέας, Μινώταυρος) αλλά και η αναφορά σε \”μυθικές νύχτες\”, \”μυθικούς νόμους\” ή \”άχρονο χρόνο\” αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη στάση απέναντι σε θέματα που απασχόλησαν τον άνθρωπο πριν από χιλιάδες χρόνια, σε απώτατες εποχές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσει ο Δασκαλάκης τα επίπεδα του χώρου. Οι τόποι, όπως προβάλλονται στη συλλογή του, φωτίζονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ανάλογα με τις ψυχικές διαθέσεις του ποιητικού υποκειμένου. Η στέρηση του γενέθλιου χώρου και της ανοιχτής θάλασσας αποδίδεται με λέξεις που κλείνουν μέσα τους χρωματικό περιεχόμενο (\”στη γλώσσα μου η αγάπη έχει χρώμα μπλε\” σ. 14) ή παραπέμπει σε στοιχεία ενός θαλασσινού πλαισίου (είμαι βαρκούλα στο γιαλό \”είμαι σκαρί ναυαγισμένο\”). Ακόμα και η έκφραση του ερωτικού συναισθήματος αποδίδεται από ανάλογες εκφράσεις (\”ωκεανός τα εσώρουχά σου/ χελιδόνια\” σ. 11).

 
Άλλοτε οι τόποι συμπλέκονται για να δηλώσουν την έννοια της απόστασης ή για να συνενώσουν οντότητες του αστικού πλαισίου: \”Πολιτεία αγέρωχη. / Τα λυτά σου μαλλιά / φτάνουν στις εκβολές του Ευφράτη\” (\”Μυθολογία\”, σ. 12)
κι άλλοτε για να υπογραμμίσουν αντιθέσεις που αποκαλύπτουν τις επιλογές των προσώπων.
Έτσι η στάση αναμονής στην \”εύφορη κοιλάδα\” ή στο ακρωτήρι που αντικρίζει το πέλαγος της Λιβυκής αντιπαρατίθενται με τις μαύρες λίμνες του Ευρωπαϊκού Βορρά σε μια σκηνή αποχαιρετισμού.


Παράλληλα, στοιχεία του ουράνιου χώρου  (εκφράσεις όπως \”το αστρικό σώμα μου\”- \”το διάστιχτο από άστρα σώμα σου” \”και συ μεθάς με άστρα\”) - αξιοποιούνται για να ορίσουν όχι μόνο την απόσταση, αλλά και να αποκαλύψουν εσωτερικές διαθέσεις ή υπαρξιακά ερωτήματα.
Ωστόσο, οι τόποι σε άλλα κείμενα του Δασκαλάκη, φορτίζονται από ιδιαίτερα περιστατικά, που συσκοτίζουν με τρόπο δραματικό το πλαίσιο. Αν σε πρώτο επίπεδο \”οι κοίτες του Αλιάκμονα\” τονίζουν τη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου, η σκιά του θανάτου αποδίδεται μέσα από αντιθετικές εικόνες, που συνθέτουν την οριστική απώλεια ή τη διαρκή στέρηση.
\”ροδάκινο αίμα
σταλακτίτες της μοναξιάς
στου Αλιάκμονα τις κοίτες

γελώ όταν πετώ
στις κερασιές
μιας όασης θανάτου\” \”(Βέροια\”, σ. 33)

Σε έναν άλλο τόπο, ο Δασκαλάκης μας οδηγεί στη διαδρομή ενός ταξιδιού, για να μας θυμίσει, μέσα από τη σύζευξη αντιθετικών χρονικών επιπέδων, το τραγικό ατύχημα των Τεμπών. Τα εργαστήρια των Ελλήνων στα Αμπελάκια, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, απλώνουν τα \”κόκκινα νήματα\” του παρελθόντος στο σύγχρονο παρόν, για να σχηματίσουν ένα πλέγμα θανάτου ή ανακαλούν τις ψυχές των παιδιών στο \”φιλόξενο τόπο\” σε ένα ατέλειωτο πένθος, καθώς ο Δασκαλάκης μας καλεί σε μια διαρκή εγρήγορση της μνήμης. Ο χρόνος με την Ιστορία, η λύπη με την αγάπη συμπλέκονται αδιαχώριστα στο δυνατό αυτό κείμενο.

ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ SCHWARTZ

Οι ψυχές μας είναι ακόμα εδώ
Προσευχές-σημαίες στα Αμπελάκια
μη μας ξεχνάτε
Ταξίδι άλλο να μη δούμε…
Χώρα μας, νήματα κόκκινα
Σφράγισαν τις ζωές μας
Αυτή δεν ήταν εκδρομή
Μα μια θυσία στο βωμό το Βάαλ
στα Τέμπη
Ασπρόμαυρο εργαστήρι απόγνωσης
Θα μείνουμε σε φιλόξενο τόπο
Πώς να σωπάσουμε το πένθος;
εδώ στα οχυρά των φιλελλήνων
διαχειριστές της λύπης
στην άδεια στέρνα της αγάπης.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το στοιχείο του θανάτου αποτελεί ευδιάκριτη ενότητα στην παρούσα συλλογή. Αν στα ποιήματα με τίτλο \”Βέροια\” και \”Στον Πύργο του SCHWARTZ\” ο θάνατος αποδίδεται με τον τρόπο που προαναφέραμε, σε άλλα κείμενα, το ίδιο θέμα αντιμετωπίζεται με διάθεση αυτοσαρκασμού, επιλογή που παραπέμπει στην ποίηση του Κ.Καρυωτάκη. Όμως ο Δασκαλάκης δεν υιοθετεί την απαισιόδοξη ματιά του Καρυωτάκη, αφού το ίδιο θέμα συνιστά αφορμή προβληματισμού, όσον αφορά τη στάση του ανθρώπου απέναντι σε μια οριστική απώλεια. Έτσι βλέπουμε ότι και σε στιγμές ευφρόσυνες ο Δασκαλάκης εισάγει τη σκιά του θανάτου, για να υποβάλει, μέσα από αντιθετικές, εικόνες το συναίσθημα του φόβου ή για να συνενώσει τη χαρά με τη λύπη, σε ένα πλαίσιο ρευστό και μετέωρο.

\”Το νυφικό σου έγινε από ανέμους τροπικούς
κι όλη η προίκα σου τα μάτια σου
Δυο πετραμύγδαλα
Κι αυτός ο αδελφός σου
Ίδιος ο θάνατος\” (\”Διαδικασία αναβολής\” σ. 27
Από την άποψη αυτή, αξίζει να τονιστεί, ότι στα κείμενά του το ζεύγος φως-σκοτάδι, ο Δασκαλάκης το εκμεταλλεύεται σε διάφορες εκδοχές είτε στο επίπεδο του προσωπικού βιώματος είτε στο επίπεδο της υπαρξιακής αναζήτησης.
\”Στις επετείους γενεθλίων και θανάτων
Στους αποχαιρετισμούς
κλείνω μέσα μου μόνο φώς\” (\”Μυθικό\”, σ. 17)

\ντυμένος τα χρώματα
αιώνιας φθοράς, σιγανά απ\’ το
σκοτάδι μου
ανατέλλω\” (\”Του προσφιλούς\”, σ. 18)

\”τις διαδρομές
τα βράδια
θα ξεκινώ από βαθιά για ένα φως\” (\”Είπες\”)

Από τα κείμενά του δεν λείπει το στοιχείο της μοναξιάς, της λήθης και της στέρησης αγαπημένων προσώπων. Το θέμα δεν τοποθετείται μόνο σε ατομικό επίπεδο (πολλές φορές η μοναξιά μου / τρυπούσε το ταβάνι/ φαίνονταν μόνο ο ουρανός\” σ. 29)  αλλά εκτείνεται και σε πρόσωπα της σύγχρονης πραγματικότητας που βιώνουν την απόλυτη εγκατάλειψη από τους άλλους ανθρώπους. Το πρόβλημα των αστέγων έμμεσα συνδέεται με μια διάθεση αυτοκριτικής, μέσα από την οποία αναδύεται η μοναχική πορεία του ατόμου, χωρίς ελπίδα συμπαράστασης.
\”Έπρεπε να κοιμάμαι σε χαρτόνια
φυγάς του κόσμου αυτού του άπιαστου.
Τη μοναξιά μου έπρεπε να βγάλω στα σκουπίδια\”
(\”Έπρεπε\” σ. 40

Τα ποιήματα του Δασκαλάκη, αν και μικρά σε έκταση, διακρίνονται για την πυκνότητα των προβληματισμών, την κριτική στάση και τη σατιρική διάθεση. Πρόκειται για ποίηση που στηρίζεται στην εσωτερική διερεύνηση και πραγματώνεται μέσα από μια αυστηρή επεξεργασία της μορφής. Με λιτά εκφραστικά μέσα, ο Δασκαλάκης σχηματίζει ακουστικές, χρωματικές και υπερρεαλιστικές εικόνες, για να υποδηλώσει την υπαρξιακή αγωνία, την ανασφάλεια, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ο Δασκαλάκης, με την πρώτη συλλογή του \”Διαδιακασία αναβολής αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη ποιότητα του ποιητικού λόγου, καθώς αποδεικνύει με πόση σοβαρότητα αντιμετωπίζει το ζήτημα της ποιητικής γραφής.


Θανάσης Κριτσινιώτης, «Η Δάφνη και το ποτάμι»

$
0
0

 

Την είδα στο ποτάμι

Κυλάει το ποτάμι, χλωμό και ήσυχο.
Ανάμεσα σε δέντρα και βήματα οδοιπόρων.
Προσόψεις σπιτιών το ακολουθούν
σαν σιωπηλοί, πέτρινοι άγγελοι.
Έχουν χρώμα σκοτεινό κι ένα μορφασμό εγκατάλειψης.

Εκεί την είδα. Μαυροφορεμένη
και τα μαλλιά της να κυματίζουν. Μ’ ένα σακίδιο
στον ώμο. Έχοντας μέσα την ψυχή της,
ένα ζώο παράξενο κι άγριο.

Η Δάφνη βλέπει

Αστέρια και βολβούς ματιών, το στόμα
του σκύλου ανοιχτό όπως καμπάνα
της θλίψης, φυλλώματα δέντρων, λίμνες
που κυματίζουν στον αέρα, κόκκινα
ψάρια να σπαρταρούν στη δύση,
μια μονόφθαλμη γάτα ανάμεσα στα σύννεφα,
ένα γρήγορο, αόρατο τραίνο,
που χάνεται σφυρίζοντας.

Το χαμένο τραίνο

Χαμένο τραίνο
δράκοντα φωτιάς και ονείρου
καις μέλη σωμάτων αγαπημένων.
Αγαπημένο τραίνο
φίδι του χρόνου
και της φυγής
απ’ τα παράθυρά σου
χαμογελάει
ένας παράξενος πρίγκιπας.

Η απορία της Δάφνης

Τι είναι αυτό που σκιάζει τον κόσμο
σαν σινικό μελάνι;
Κυλάς σιωπηλά, χλωμό ποτάμι.
Απ’ το υγρό σώμα σου
το βλέμμα μου δεν επιστρέφει.

Το δίχτυ

Το σώμα μου πιασμένο σε δίχτυ
ποιο χέρι το έριξε γύρω μου;
Θεέ του ποταμού
τρέχεις πίσω μου
νοιώθω τα νερά σου
στις κοιλότητες μου
βυθίζομαι μέσα σου.

Οι πληγές της Δάφνης

Παράξενα πουλιά με κεντούν. Πουλιά
με ράμφη κόκκινα, αλλά χωρίς σώμα.
Πράσινα δάκτυλα σαν φιδόχορτο
μ’ αγγίζουν. Κόκκινα στόματα
στο στήθος μου και στους μηρούς.
Στις άκρες των δακτύλων μου,
το σάρκινο κεράσι που δαγκώνεις.

Τα σάρκινα κεράσια της Δάφνης

Ποιος είσαι
Θεός ή τέρας;
Δάχτυλα και στήθη
προσδοκούν ένα στόμα,
για ν’ ανθίσουν
πάνω απ’ την σκόνη
της αιωνιότητας.

Η αγρυπνία της Δάφνης

Το σεληνόφωτο δαγκώνει το κεφάλι μου.
Σκιές γύρω μου, σαν χυμένο μαύρο γάλα.
Ένα συνηθισμένο, φτερωτό σκυλί
μ’ ακολουθεί. Τα μάτια μου κόκκινα
γυρεύουν ηλεκτρικά ποτοπωλεία αγγέλων.

Κάτω απ’ τη γέφυρα του Αλκαζάρ

Εδώ ήταν το ενδιαίτημα
του ουρανόπληκτου «πάτερ – Κώστα».
Συχνά συνομιλούσε με τους αγγέλους
δίνοντας τα ονόματά τους
ιστούς δυο αχώριστους σκύλους του.
Μιχαήλ κι Γαβριήλ,
αρχάγγελοι του ονείρου !

Η Δάφνη και ο σκύλος της

Έλα δω σκύλε, με το μαύρο, γυαλιστερό
τρίχωμα. Είσαι ο μοναδικός μου θησαυρός.
Πρόσεξε σκύλε, το μετάξι σου.
Μην κυλιέσαι στα σκουπίδια των ανθρώπων.
Μην τρως τα’ αποφάγια τους, είναι ανάξια
για την υπέροχη, κόκκινη, υγρή γλώσσα σου.
Κόκκινη και υγρή, σαν ρυάκι φωτιάς
και αγάπης.

Η Δάφνη στην όχθη

Σάπια ξύλα μου κλείνουν το δρόμο
σκουριασμένα μαχαίρια
από χαλασμένα γεύματα.
Το ανοιχτό βρώμικο στόμα μιας
κονσέρβας
σαν πληγή από δόντια άγνωστου
τέρατος.
Τα σιωπηλά σκουλήκια
συνεχίζουν το έργο τους:
το κουφάρι ενός σκύλου
γίνεται χώμα.

Η Δάφνη μέσα στο πλήθος

Γλιστρώ ανάμεσα στο πλήθος:
Νερό ανάμεσα σε πέτρες, πουλί
ανάμεσα σε κλαδιά.
Το πέπλο των μαλλιών μου
χωρίζει στα δυο το πρόσωπό μου.
Το κρυμμένο μέρος είναι από υδράργυρο.

Η Δάφνη χαμένη στο δάσος

Τρέχω στο δάσος
χάθηκα
μια άγνωστη ανάσα
νοιώθω πίσω μου
κλαδιά μου μαστιγώνουν
το πρόσωπο,
Τεράστια σαρκώδη φύλλα
κλείνουν τα μάτια μου
ένα μαύρο χέρι αγγίζει
την κοιλιά μου.
Όχι, όχι έτσι
έτσι κι αλλιώς δική σου είμαι.

Το όνειρο της Δάφνης

Καθόμουνα πάνω σε κίτρινη άμμο.
Έριχνα το βλέμμα μου μακριά,
για να δω τη θάλασσα
μα δεν την έβλεπα.
Ξαφνικά, μέσα απ’ την άμμο ένα
κεφάλι φιδιού, ή σκύλου.
Το σώμα του εκτεινόταν,
κάτω απ’ το δικό μου σώμα.
Συνέχισε να βγαίνει και να ανυψώνεται.
Πρόσεξα ότι είχε φτερά
και μ’ έπαιρνε μαζί του.
Εγώ κραύγαζα άηχα και χειρονομούσα,
καθώς διασχίζαμε έναν κίτρινο ουρανό.

Η Δάφνη ευωχείται

Κάτω απ’ το δέντρο σου
με μάτια φωτιάς
γονατίζω.
Δαγκώνω τους καρπούς σου,•
κόκκινα σαρκώδη όντα.
Τώρα με σκάβεις ανάμεσα
στους μηρούς μου.
Όλες οι πληγές μου άνοιξαν.

Η Δάφνη ανυπόδητη

Τα πόδια μου γυμνά. Πατώ χώμα και πέτρες.
Νοιώθω ένα σκουλήκι να συστρέφεται
μεσ’ στο έδαφος.
Νοιώθω ένα σπόρο να μισανοίγει.
Νοιώθω τον καλπασμό μακρινών αλόγων.
Ένα κόκκινο ψάρι κολυμπάει,
σ’ ένα υπόγειο, βαθύ ποτάμι.

Μαύρη Μουσική

Τύμπανο χέρια στο χάος
μαύροι στροβιλισμοί
αόρατα χταπόδια με τυλίγουν
η χρυσή χοάνη του σαξόφωνου.
Τύμπανο
τριγμός χορδής νύχι
φωνή σπασμένη
ψυχή στον αέρα
τύμπανο.

Η αστρική προσευχή της Δάφνης

Ω, λαμπερή αστρική μοτοσικλέτα!
Ταξίδεψε με στο ασημένιο μάγουλο
της Σελήνης, στη φλεγόμενη καρδιά
του Ηλίου, στο συμπαντικό γάλα
της Ήρας, στο ρόδινο κοχύλι ενός
κοιμισμένου αυτιού.

Η Δάφνη και τα ερείπια

Ποιος δάγκωσε αυτό το σπίτι
σαν μήλο;
Το εντοιχισμένο ξύλινο ντουλάπι
της κουζίνας
έχει ακόμα ίχνη αλατιού κι
δαχτύλων.
Αναπνοές ακινητούν στους τοίχους
σαν αόρατες σαύρες.
Μια μαύρη τρύπα
στο σπασμένο πάτωμα
σαν καταφύγιο ψυχών.
Γρυλίζοντα τρωκτικά
λυμαίνονται τα θεμέλιά του
αλλά το σπίτι
στέκει άφθαρτο στον αέρα.

Η Δάφνη στο Μπαρ

Το ξύλο με γνωρίζει •
με χαϊδεύει σαν χέρι αγαπημένο.
Απ’ αυτό δεν θα γνωρίσω ποτέ
την προδοσία.
Ποτά με χρώματα φωτός
με ταξιδεύουν στην καρδιά
της νύχτας.
Η μουσική, μου τραβάει τα μαλλιά
σαν άνεμος.
Σώματα με κυκλώνουν.
Ποιο θα με κάψει;

Ήχοι πολιορκούν τη Δάφνη

Βελούδινα κύματα του κόντρα μπάσο.
Αργή, αόρατη περίπτυξη. Βυθίζομαι στο ποτάμι.
Το ποτάμι βυθίζεται μαζί μου.
Χλωμό κι ήσυχο. Ακίδες βιολιού.
Ραπτομηχανή ηλεκτρικής κιθάρας
γαζώνει το σώμα μου.

Έλεγχος στο δρόμο

Τι θέλετε από μένα;
είμαι ένα σώμα
που το καίει μια ψυχή.
Μη με τυφλώνετε
μ’ αυτό το μπλε παγωμένο φως.
Η ταυτότητά μου
έχει καεί σε αστρικές φωτιές.
Μην ακουμπάτε
αυτό το μεταλλικό πέος
στο σώμα μου.
Εγώ γεννήθηκα
για τα δόντια του φεγγαριού.

Ω, Σύννεφα

Ανάσες του αόρατου. Ζώα σφαγμένα
και κρεμασμένα στον αέρα. Σύννεφα
επίδεσμοι στις πληγές του ουρανού.
Σύννεφα, πυκνά, χλωμά, συστραμμένα
προορισμένα στο χαμό.

Γέρνει το κεφάλι

Στην αντίθετη πλευρά του τρόμου.
Χειρονομεί, να διώξει τα χλωμά νερά.
Το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της
επιπλέει στη ράχη του υγρού Δράκοντα.
Το βλέμμα της Δάφνης στα σύννεφα.

Η Δάφνη στον Κήπο των Σκουπιδιών

Σιωπηλά και έρημα σαν σκοτωμένα πουλιά,
κλεισμένα σ’ ένα κύκλο περιφρονημένου θανάτου.
Αυτός ο σπασμένος λαιμός του μπουκαλιού
ηχεί παράξενα, καθώς ο αέρας
στριμώχνεται για να περάσει.
Πλαστικές ακέφαλες κούκλες, σώματα
πρόωρα χαμένων ονείρων.
Μάταια αυτή η καρέκλα προσπαθεί
να ισορροπήσει στα τρία πόδια,
αυτό το κόκκινο κουβάρι με τρομοκρατεί,
ένα γυάλινο αγκάθι με ματώνει,
η βουβή ρακοσυλλέκτρια χάνεται τρέχοντας.

Τα πράσινα μαλλιά της

Κυματίζουν αρωματίζοντας το απόγευμα.
Χρυσά ίχνη εντόμων. Ρόδινες ανταύγειες
του δέρματος. Αστρική λάμψη,
γύρω απ’ το σώμα της.
Το βλέμμα της χαϊδεύει τον
πράσινο βάτραχο.

Έκρηξη

Τι είναι αυτή η λάμψη
στο βάθος του ορίζοντα;
κεραυνός, ένας φλεγόμενος άγγελος
ή το κόκκινο γέλιο του διαβόλου;
Δεν ξέρω
όμως το νερό του ποταμού
ξαφνικά κοκκίνισε σαν αίμα
κι ο αέρας μυρίζει καμένη σάρκα.
Που είναι το φεγγάρι;

Η Δάφνη στο δρόμο Ι

Μαύρος δρόμος
σαν τεράστιο χταπόδι
εγώ κινούμαι
ή αυτός κυματίζει;
Που πάω
φεύγω ή έρχομαι;
Δεν ξέρω.
Κάτι με καίει
κάτω απ’ τα πόδια μου.

Η Δάφνη μέσα σε οθόνη

Είμαι κλεισμένη
μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο ενυδρείο
τα βλέμματα μας συναντιούνται
αλλά όχι τα σώματά μας.
Ανθίζω, αλλά κανένας
δεν μπορεί να με μυρίσει.
Είμαι κοντά σου
αλλά αδύνατο να μ’ αγγίξεις.
Υπάρχω;

Η Δάφνη και το φεγγάρι

Φεγγάρι, χρυσό κεφάλι αλόγου
το φως σου χύνεται πάνω μου,
σαν αέρινο ποτάμι.
Τα μάτια μου
διαμάντια που κολυμπούν
μέσα στη χρυσή σου λάβα.
Με αργές κινήσεις
πετώ πάνω απ’ τη γη.

Η Δάφνη και ο τυφλός τραγουδιστής

Παίξε τυφλέ
να βρούμε την ψυχή μας.
Το θεϊκό της κάρβουνο
γίνεται στάχτη
αντί διαμάντι.
Θαμμένη μεσ’ στη σκόνη
της κάθε μέρας
χλωμιάζει το υπέροχο χρυσάφι της.

Ένα γιασεμί

σε μαύρο μίσχο
εσύ κλεισμένη
σε μαύρο φόρεμα.

Ανέστια

Ψυχρή πνοή
απ’ το βάθος του ορίζοντα
τυλίγει το κορμί μου.
Άστεγη, η ψυχή μου
και ψύχεται
σε έρημους δρόμους.
Σκύλε, αγάπα με.

Η Δάφνη κλόουν

Γλιστρώ απ’ την καρέκλα
και πέφτω •
η ράχη μου στο πάτωμα
μα πάλι σηκώνομαι
σαν λυγισμένο κλαδί
που ξαφνικά τα’ αφήνουν.
Άπειρες πτώσεις κι άλματα
σαν χτύποι ρολογιού,
καθώς τονίζουν
το χορό του χρόνου.

Κλίμαξ

Που πάει αυτή η σκάλα;
Δεν βλέπω αρχή κι τέλος.
Καθώς ανεβαίνω
το προηγούμενο σκαλοπάτι
φλέγεται.
Δεν μπορώ πια να κατέβω.

Κλείνει την πόρτα

Η πόρτα πίσω μου έκλεισε •
βγαίνω στο χάος
κανείς δεν με περιμένει.
Ο Μινώταυρος χαμογελάει
στην άκρη του δρόμου.

Και πάλι στο δρόμο

Υγρός ο δρόμος
απ’ τα δάκρυα των αγγέλων •
Το πρόσωπο μου
κυματίζει ανάμεσα
σε λάμψεις αστεριών.
Που βρίσκομαι;
Εδώ ή σε άλλο Ουρανό;

Η Δάφνη στροβιλίζεται

Κάτι με σφίγγει γύρω απ’ τη μέση.
Μια αόρατη ζώνη. Υψώνω τα χέρια.
Η ζώνη με σφίγγει, τα χέρια μου κινούνται
γρήγορα σαν πλέκουν ένα αόρατο υφαντό.
Η ζώνη σφίγγει, κλείνει.
Γίνομαι ένα πράσινο , πικρό κορμί
Στην άκρη του ποταμού.

Θανάσης Κριτσινιώτης
Λάρισα, Μάρτης 2012

Κατερίνα Αγυιώτη, 9 ποιήματα

$
0
0

 

Οδηγίες προς αναγνώστες ποίησης εν γένει

Να διαβάζετε τα ποιήματα εγωϊστικά
Με τριζάτα δόντια και σφιχτές κλειδώσεις
Αλλιώς θα γίνετε ολόκληροι φρουί ζελέ
Από τη ζάχαρη, τις χρωστικές
Και τις ευαίσθητες συνδέσεις

Τέλος,

Υπάρχουν μόνο μικροί έρωτες
Σα μυρμηγκάκια που σηκώνουν
Τριάντα φορές το βάρος τους

Ground

Μιλάς σα να ορίζεις την επόμενη σιωπή
Με πέτρες απ’ τον ποταμό
Της παιδικής σου ηλικίας

Το όνομά μου “Κατερίνα” στο στόμα σου

Το όνομά μου “Κατερίνα” στο στόμα σου
Είν’ η αραχνοΰφαντη βεντάλια
Της μεθυσμένης κόμισσας

Boom Smash

Υπάρχει μια περίπτωση να μιλήσουν ταυτόχρονα οι φωνές
Και ν’ αλληλoεξοντωθούν με μικροέκρηξη
Η Μητέρα και ο Κλέφτης

Ύστερα συνεχίζουμε τη ζωή μας κανονικά
Μετατρέποντας το ετυμολογικό λεξικό
Σε σκαλί για το παραθυράκι

Κύριε Δικαστά

Ζητώ αναβολή
Μέχρι να εμφανιστεί
Ο εαυτός που διέπραξε το αδίκημα

Χμ.

Δεν έπρεπε να σε περιμένω σε καμιά γνωστή γωνία
Έπρεπε να κόψω τη γλώσσα μου με το σπαθί
Και να σε συναντήσω μ’ άλματα
Στη σκοτεινή πηγή

Αυτός ο άντρας είναι άρρωστος με πυρετό

Αυτός ο άντρας είναι άρρωστος με πυρετό
Κι αν πλησιάσω θα κολλήσω

Κάθεται οκλαδόν στο διάδρομο
Μιας δυτικής πολυκατοικίας
Και με κοιτάζει με δυο μάτια
Ένα κλειστό, ένα ανοιχτό

Ύστερα του επιτίθεμαι κόσμια
Έτσι που είναι αδύνατο
Να πάμε μπρος ή πίσω

Το όνομά μου “Κατερίνα” στο στόμα σου (2)

Το όνομά μου “Κατερίνα” στο στόμα σου
Eίναι το ασήκωτο σπαθί
Του βασιλιά των Κορασίδων

Το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη μελοποιήμενο από τον Γιάννη Ζουγανέλη (1983), ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)

$
0
0

 

AΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ: http://www.youtube.com/watch?v=dnDZqhFnr6w

 

Το ντοκουμεντο και η ιστορία της μελοποίησης που ακολουθεί ανήκουν στον japan88gr.

 

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

 

 Η ιστορία της μελοποίησης

1982. Αθήνα. Τρίτη βράδυ.
Στο δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ στο ραδιόφωνο, η Μαρία Παξινού και ο Γιάννης Ζουγανέλης κάνουν, όπως κάθε Τρίτη, την εκπομπή «Τρίτη βράδυ με ποίηση». Ο Γιάννης, για πρώτη φορά αναμεταδίδει ζωντανά μια δική του μελοποίηση σε ένα κομμάτι από το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη.«Πενθώ τον ήλιο»
Ο Νίκος Δήμου (γνωστός συγγραφέας και blogger στις μέρες μας) είναι ένας από τους ακροατές της εκπομπής. Δεν διστάζει να επικοινωνήσει με τον Γιάννη Ζουγανέλη και να του μεταφέρει την χαρά, την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση του Οδυσσέα Ελύτη που άκουσε το συγκεκριμένο απόσπασμα μελοποιημένο. Ο ίδιος ο Ελύτης, μέσω του Νίκου Δήμου, ζητάει από τον Γιάννη Ζουγανέλη να μελοποιήσει όλο το «Μονόγραμμα» με σκοπό να εκδοθεί σε δίσκο. Ο Γιάννης κάνει την μελοποίηση.
Στα τέλη του 1982 μπαίνει στο στούντιο και ξεκινάει να ηχογραφεί το «Μονόγραμμα». Ο Μίνως Μάτσας αναλαμβάνει την παραγωγή ενώ η ηχογράφηση γίνεται στο στούδιο PDR του Πάνου Δράκου με την συμμετοχή εξαιρετικών μουσικών:
 
Σαράντης Κασόρας Πιάνο
 Βασίλης Δερτυλής Keyboards
 Βαγγέλης Πατεράκης Μπάσο
 Δημήτρης Κουτζανίδης Τύμπανα
 Χρήστος Ζέρβας Ηλεκτρικές κιθάρες
 Βάνα Μαγκαφά 2ο Πιάνο
 Γιάννης Ζουγανέλης Ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα, μαντολίνο και κρουστά
 Βασίλης Σαλέας Κλαρίνο
 
Τραγουδούν ο συνθέτης και η Ισιδώρα Σιδέρη, ενώ συμμετέχουν η Δήμητρα Γαλάνη και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ενορχήστρωση είναι του Γιάννη Ζουγανέλη ενώ είναι η πρώτη συμμετοχή του Βασίλη Σαλέα σε δισκογραφική δουλειά.
Το υλικό είναι έτοιμο για έκδοση όταν για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, ο Οδυσσέας Ελύτης ζητάει ξαφνικά από τον Μίνω Μάτσα ένα αστρονομικό ποσό για την παραχώρηση των δικαιωμάτων του «Μονογράμματος». Ο Μάτσας, αδυνατεί να βρεί τα χρήματα αυτά και έτσι η δουλειά μένει στο συρτάρι…
 
To «Μονόγραμμα» περιέχει 11 κομμάτια.

1. Εισαγωγή στο Μονόγραμμα
 2. Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
 3. Πενθώ τον ήλιο
 4. Intermedio 1
 5. Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
 6. Εχω δεί πολλά
 7. Ειναι νωρίς ακόμη μες τον κόσμο αυτό
 8. Για σένα έχω μιλίσει
 9. Intermedio 2
 10. Στον παράδεισο
 11. Intermedio 3

Επιστολή Νίκου Καζαντζάκη προς την αδελφή του, 26/2/1915

$
0
0

«Αγαπημένη μου αδερφή

Τα πράματα γύρισαν πολύ άσκημα και ο Βενιζέλος. Έπεσε. Δε φαντάζεσαι τη λύπη μου. Έπεσαν μαζί του και όλοι οι άνθρωποι που ήσαν στην εξουσία και ήσαν φίλοι μου. Τώρα όλοι μού είναι άγνωστοι και εχθροί. Μ’ αυτό δεν είναι τίποτα. Λυπούμαι για την Ελλάδα, γιατί μόνον ο Βενιζέλος είταν άξιος να την κυβερνήσει. Τώρα, αρχές Μαΐου, θα γίνουν εκλογές και ελπίζω να βγει πάλι ο Βενιζέλος. Πολλοί φίλοι μου θα εκτεθούν βουλευτές και εγώ θα δεχόμουν αν ήθελε ο Σακλαμπάνης να μου παραχωρήσει τη θέση του∙ αυτόν δεν τον συμφέρει να μένει στην Αθήνα, ν’ αφήσει το γραφείο του, το σπίτι του και να μένει εδώ. Γι αυτό και πρόπερσυ του πρότεινα, μα δεν εδέχτη και φέτο δεν πιστεύω να δεχτεί. Αυτό με στενοχωρά γιατί ήταν ευκαιρία να πολεμήσω στη Βουλή, τώρα που τόσο έχει ανάγκη ο Βενιζέλος από φίλους.

Ας είναι. Σε ζάλισα με τα πολιτικά. Εγώ λέω γλίγορα να κάμω το ταξίδι που θέλω. Μα το πέσιμο του Βενιζέλου με στενοχώρησε και ανέβαλα λίγο.

Δεν έχομε και δούλα και δεν μπορώ ν’ αφίσω τη Γαλάτεια μοναχή. Αν ήθελε η Καλλιόπη να γυρίσει θα τη δεχόμουν με δώδεκα ναπολεώνεια το χρόνο – μα δε θέλει.

Να μου χαιρετάς όλους, χώρια τη μητέρα.

26-2-15

Αν εδεχόταν ο Σακλαμπάνης Θα ερχόμουν στο Ηράκλειο να συνεννοηθώ μαζί του.

Νίκος»

 

(οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι του ΠΟΙΕΙΝ)

Σύνταγμα της Ελλάδος, Άρθρο 120

$
0
0

Σύνταγμα της Ελλάδος
ΤΜΗΜΑ Δ’: Ακροτελεύτια διάταξη
Άρθρο 120
1. Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με διάταγμα που προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και αρχίζει να ισχύει από τις ένδεκα Ιουνίου 1975.
2. Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3. Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος.
4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live