Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Ingeborg Bachmann, Επιλογή Ποιημάτων (μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου)

$
0
0

Επιλογή ποιημάτων από τα Werke, Herausgegeben von Christine Koschel, Inge von Weidenbaum, Clemens Münster. Erster Band, R. Piper&Co Verlag, München 1978

Η ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ

Έρχονται σκληρότερες μέρες
Στον ορίζοντα διαφαίνεται
Η ανάκληση της χρονικής παράτασης
Σύντομα πρέπει να ανασκουμπωθείς
Και τα σκυλιά να διώξεις στους βάλτους.
Γιατί τα σπλάχνα των ψαριών
Παγώσανε στον άνεμο
Αχνοφέγγει το φως από τα λούπινα
Το βλέμμα σου ανοίγει δρόμο στην ομίχλη:
Στον ορίζοντα διαφαίνεται
Η ανάκληση της χρονικής παράτασης

Πέρα εκεί η αγαπημένη σου βουλιάζει στην άμμο
Που σκαρφαλώνει και τυλίγει τα μαλλιά της στον άνεμο
Της κόβει το λόγο,
Την διατάσσει να σιωπήσει,
Τη βρίσκει θνητή
Και πρόθυμη για χωρισμό
Μετά από κάθε εναγκαλισμό.
Μη κοιτάς γύρω σου,
Ανασκουμπώσου
Διώξε τα σκυλιά
Ρίξε τα ψάρια στη θάλασσα
Σβήσε τα λούπινα
Έρχονται σκληρότερες μέρες

*

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ωραιότερος και από την αξιοπρόσεκτη σελήνη και
Ωραιότερος από τα διάσημα παράσημα, τα’ αστέρια
Ωραιότερος από το φλογερό θέαμα ενός κομήτη
Ταγμένος όσο κανένας άλλος αστερισμός για τα Ωραία
Είναι ο Ήλιος.

Ωραίος ήλιος, ήλιος που ανατέλλει και το έργο του ποτέ
Δεν το’ χει λησμονήσει
Και το ολοκληρώνει ομορφότερα το καλοκαίρι, όταν η μέρα
Στ’ ακρογιάλια αργοσβήνει κι αδύναμη τα ιστία αντανακλά
Αυτά που μπρος στα μάτια σου αρμενίζουν, μέχρι να κουραστείς
Και γίνει ελάχιστο το τελευταίο.

Χωρίς τον ήλιο η Τέχνη τα πέπλα της ξαναφορά
Πια δεν μου φανερώνεσαι, κι η θάλασσα κι η άμμος
Από σκιές μαστιγωμένες φεύγουν και χάνονται
Κάτω από το βλέφαρό μου μακριά

Ωραίο φως που μας ζεσταίνει, μας προφυλάσσει και μεριμνά
Θαυμάσια για μας
Να έβλεπα ξανά, να σ’ έβλεπα ξανά!

Τίποτε ωραιότερο κάτω απ’ τον ήλιο από το να είσαι κάτω απ’ τον ήλιο…
Τίποτε ωραιότερο απ’ το ραβδί μες στο νερό και το πουλί ψηλά
Που συλλογίζεται το πέταγμά του, και κάτω το σμάρι των ψαριών
Πολύχρωμο, σχηματισμένο, γεννιέται από μια εκπομπή φωτός.

Και να θωρείς το κυκλικό, το τετραμερές σχήμα των αγρών
Το χιλιόγωνο της χώρας μου.
Και το φόρεμα που φόρεσες. Το φόρεμά σου γαλάζιο στο σχήμα της καμπάνας.

Ωραίο γαλάζιο, μέσα του παγώνια περπατούν και υποκλίνονται
Γαλάζιο των αποστάσεων, των πεδίων ευτυχίας με θύελλες
Για το αίσθημά μου.
Γαλάζια σύμπτωση του ορίζοντα! Και τα έκθαμβά μου μάτια
Ανοίγουν διάπλατα και βλεφαρίζουν, φλέγονται και γίνονται πληγές

Ωραίος ήλιος, ακόμα και η σκόνη τού οφείλει θαυμασμό.
Γι’ αυτό δεν θα παραπονεθώ
Για τη σελήνη και τ’ αστέρια και για τη νύχτα που για τ’ άστρα της καυχιέται
Και σε μένα ψάχνει τον τρελό.
Αλλά για σένα και σύντομα πολύ
Και όσο για τίποτε άλλο,
Για την αναπόφευκτη απώλεια των ματιών μου

*

ΨΑΛΜΟΣ

Σώπα όπως σωπαίνω κι εγώ, όπως σωπαίνουν οι καμπάνες.

Στον πλακούντα του τρόμου
Ο όχλος αναζητά νέα τροφή
Ημέρα των παθών με θέαμα ένα χέρι
Να κρέμεται απ’ το στερέωμα, του λείπουν δύο δάχτυλα
Και δεν μπορεί να ορκιστεί πως όλα,
Όλα δεν έγιναν και τίποτε άλλο
Δεν θα γίνει. Βυθίζεται μες στην πορφύρα από το σύννεφο
Διώχνει τους νέους φονιάδες
Και αναχωρεί ελεύθερο.

Νύχτα πάνω σ’ αυτή τη γη
Άνοιξε τα παράθυρα, σήκωσε τα σεντόνια
Να απογυμνωθούν τα μυστικά των ασθενών
Ένα θρεπτικό απόστημα, ατέλειωτες οδύνες
Για κάθε αρέσκεια.

Χασάπηδες με χειρόκτια αναχαιτίζουν
Την ανάσα των γυμνών
Κατάχαμα σωριάζεται η σελήνη μπρος στην πόρτα.
Άσε τα θρύψαλα να κείτονται, το πόμολο…
Έτοιμα ήταν όλα για το τελευταίο ευχέλαιο
(το Μυστήριο δεν μπορεί να τελεστεί)

Πόσο μάταια όλα
Κάνε μια πόλη να κυλήσει προς τα εδώ
Σήκω από τη σκόνη αυτής της πόλης
Ανάλαβε ένα αξίωμα
Και προσποιήσου
Για να αποφύγεις το ξεγύμνωμα

Τηρώ τις υποσχέσεις
Μπροστά σ’ έναν καθρέφτη στον αιθέρα
Μπροστά σε μια κλεισμένη πόρτα στον αέρα

Άβατοι είναι οι δρόμοι στους γκρεμούς του ουρανού

*

3

Ω, μάτια που καήκατε στην ηλιοσυλλέκτρα γη
Φορτωμένα με το βρόχινο φορτίο όλων των ματιών

Και τώρα σας γνέθουν, σας υφαίνουν
Οι τραγικές αράχνες
Του σήμερα….

Στη σκάφη της αφωνίας μου
Ακούμπησε μια λέξη
Και κάνε δάση να φυτρώσουν σε κάθε της πλευρά

Ώστε το στόμα μου να το σκεπάζει όλο η σκιά.

*

Ι V

Έπεσε παγωνιά όση δεν έπεσε ποτέ.
Ιπτάμενα τάγματα ήρθαν απ’ τη μεριά της θάλασσας
Ο κόλπος με όλα του τα φώτα παραδόθηκε
Έπεσε η πόλη
Είμαι αθώα και αιχμάλωτη
Στην υποταγμένη Νάπολη,
Όπου ο χειμώνας
Παυσίλυπο και Βόμερο στήνει στον ουρανό,
Όπου με τις λευκές του αστραπές σκότωσε τα τραγούδια
Κι επέβαλε τις βραχνές του τις βροντές.

Είμαι αθώα και μέχρι το Καμάλντολι
Τα πεύκα ανακινούν τα νέφη
Κι απαρηγόρητη γιατί απ’ τα φοινικόδενδρα
Η βροχή τα λέπια δεν θα βγάλει
Απελπισμένη γιατί δεν θα μπορέσω να ξεφύγω
Ακόμα κι αν τα πτερύγια του προστατευτικά το ψάρι
Τα σηκώσει
Και η καταχνιά στη χειμωνιάτικη ακτή
Όπου πάντοτε έσκαγαν κύματα θερμά
Ένα τείχος ανορθώσει
Μα ούτε κι αν το κύμα το θεόρατο,
Φεύγοντας,
Από τον επόμενο στόχο τους
Τους φυγάδες απαλλάξει

Werke. Herausgegeben von Christine Koschel, Inge von Weidenbaum, Clemens Münster. Erster Band, R. Piper&Co Verlag, München 1978

**************

Γεννήθηκε το 1926 στο Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας. Σπούδασε φιλοσοφία, νομικά, γερμανική φιλολογία και ψυχολογία. Από το 1958 έως το 1962 ζει μεταξύ Ρώμης και Ζυρίχης. Της απονεμήθηκε το βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ. Από το 1965 εγκαθίσταται στη Ρώμη όπου και πεθαίνει το 1973 από πυρκαγιά που έπληξε το σπίτι της.


Σταύρος Σταμπόγλης, «Απόδοση τοπίων», εκδ. Γαβριηλίδη 2012

$
0
0

 

ΟΜΙΛΟΥΣΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

 
Η θάλασσα αρωματίζεται μ΄ ευκάλυπτο και πεύκο.
Μοιάζει με προσπάθεια εμφύτευσης μνήμης
από μια πρώην χλωρίδα.
Και παιδιά να βουτάνε σε ρυθμούς ξέφρενους.
Και μικρομάνες, καθώς επιδιώκουν βολικές γέννες,
σχεδόν μη γέννες.
Και σύννεφα να επικρέμονται απ΄ το αυριανό φθινόπωρο.
Μια πήχη πριν το χειμώνα.
Μέδουσες μεσοπέλαγα τ΄ ουρανού τα σύννεφα.
Θα μας πάρουν λες όπως τα αερόστατα το καλαθάκι τους.
Εδώ τίποτα δε θυμίζει πτώση ή ταπείνωση.
Όλα προβάλλονται με διάθεση πληρότητας.
Ό,τι οδηγεί στην επανάληψη του ανύποπτου.
Όπου κάτι τσακίζει τον ασπασμό
πριν μυρίσει ο έρωτας,
αλλά δε θέλουμε να μάθουμε τι.

 

*

ΟΡΕΙΝΗ ΖΩΝΗ

 
Τις καθημερνές θα συναντήσεις μαρμαρένια μνήματα
καβάλα σε καρότσα τετρακίνησης.
Σε προσπερνούνε βιαστικά στην εθνική
και χάνονται στην επόμενη διασταύρωση.
Κι΄ είναι τα Σάββατα οπού σοροί και κόλλυβα
καταφθάνουν απ΄ τα πέρατα.
Ο ιερέας, ο ψάλτης, ο σκαφτιάς, αν και ξένοι,
αποτελούν το τιμώμενο άγημα στα καραβάνια των πενθούντων.
Η μνήμη ανασκάπτεται πρόσωπο προς πρόσωπο.
Ναοί, χοροστάσια, καφεταβέρνες, αγάλλονται όλα.
Η εντοπιότητα προάγεται σε πεμπτουσία της επικράτειας.
Το διάφορο, από κοιμητήριο σε κοιμητήριο,
διασαλεύει την πενία στα ψηλά βουνά.
Εδώ πάνω τα Σάββατα του πένθους είν΄ ένα γλέντι όλα.
Κι΄ ύστερα, η νέκρα της Κυριακής,
γιατί οι Κυριακές είναι της Δευτέρας.
Και οι Δευτέρες δεν είναι παρά
το εναρκτήριο λάκτισμα της απώλειας εκεί κάτω.

 

 

*

ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΟΥΣ

 
Ό,τι εκκενώνει το σύμπαν, τα υπολείμματα του ήλιου.
Όπως ξάνει τα μαλλιά του περιδιαβάζοντας κατά τη δύση.
Και οι χείμαρροι μιας καταιγίδας.
Η αυτοπεποίθηση της φυγής, κυρίως.
Ό,τι παρασύρεται με τους αφρούς της ενδοχώρας.
Καθώς άνοιξαν τ΄ ακροδάχτυλα των ηπείρων.
Κάθε πληγή είν΄ ένα Δέλτα
και εκβάλλει κοιτίδες στη θάλασσα.
Εδώ θα βαπτιστούν ταυτότητες και λαλιές.
Η μάνα θα λησμονήσει την ανάσα του παιδιού της.
Ο γιος θα απολέσει το χέρι του πατέρα.
Οι άνεμοι θα σηκώσουν πολυχρωμίες .
Ευάλωτα νερά, ισχυρά χρώματα.
Κι΄ ύστερα αυτές οι λέξεις βάφουν
την ακτή μου με της ανάγκης το ανεξίτηλο.

 

*

ΠΑΡΑΛΙΑ

 
Σηκώθηκε καιρός.
Ξέσυρε αγρούς και εργοστάσια ως την ακτή.
Εξόκειλαν ποστάλια, γκαζάδικα και ρυμουλκά.
Και ξύλινα με τις μπουγάδες στα ξάρτια τους να σβήνουν.
Σκιές, αργόσυρτα τραγούδια στην αύρα εκεί.
Κατανοούνται ως συναξάρια∙ βότσαλα αγίων πια.
Και η γύμνια του κοριτσιού όπως την περιγράφει ο ήλιος.
Κάρβουνο και αιωρείται στο γλαυκό σώμα του χάους.
Μια ελπίδα δίπλα μου σαν δραπετεύει στην κυματαγωγή.
Κι΄ εγώ την εγκαλώ για απερισκεψία εξ΄ αρχής.
Μας τσάκισε η πίστη τη ζωή.
Όπως παλεύουμε με την ελιά μέχρι να δώσει.
Κι΄ έχει γεύση πικρή το αίμα του φωτός.
Να δοκιμάζουμε στ΄ ακροδάχτυλο τη χημεία του Θεού.
Τον ίδιο να δοκιμάζουμε.
Ότι η οδύνη είναι η έμπνευση των τοπίων μου.

 

*

ΠΕΡΙΣΚΕΠΑΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

 
Ταχυδρομείο συνοικίας ή εντόσθιο πόλεως.
Εδώ πωλούνται είδη φιλοτελισμού, χρόνος από ήλεκτρο
κι΄ ένα κόκκινο άλογο με πράσινη χλαμύδα.
Ιππέας άγιος Δημήτριος αρματωμένος πνευματικά
κατά Φώτη Κόντογλου.
Μια σφραγίδα πλέον σε καλοζυμωμένα σύνορα.
Αποτύπωση ανέμου ή παγετώνας σε στιγμή καλπασμού.
Όλο κι΄ όλο αυτό… σε στιγμή καλπασμού.
Πλην όμως υπάρχει και το τρεχαντήρι πλάι της.
«Τρεχαντήρι», νεολογισμός, όσο να πεις.
Άνοιγμα πελάγους στον τοίχο, ή ένσημο αφής
σε κοιμητήριο ξύλων.
Ταξίδια συντετριμμένα, καρδίες συντετριμμένες.
Και μια φωτογραφία Φαλήρου ή άλλο πρώην Δέλτα.
Όπως έχουν καταχωθεί οι στεριές εν είδη Λος Άντζελες.
Εξώστες και δώματα ασφάλτου.
Μας συντρίβει ετούτο το στοιχειό
με τον κλαυθμό του,
όπου το ΄να κύμα αγνοεί το άλλο.
Κάτι σαν θάλασσα αμνησίας ή ολιγωρίας.

*

METAPHORE IV
(της Φρόσω και του Χάρη Τζεδάκη)

 
Γνωρίζουν∙ και γνωρίζουν σημαίνει οδύνη.
Όπως αυτό το αιδοίο στις συναρμογές της πόλης.
Θα οδηγεί στην επόμενη πορεία μάλλον.
Πίσω απ΄ το τετελεσμένο.
Ή θα εκβάλλει στην αθέατη πλευρά μιας υπόσχεσης.
Κι΄ έξαφνα πετάει ανάμεσα μας μια πεταλούδα.
Σαν παρουσία ελπίδας ή σταγόνες αίματος.
Μερικά σημάδια ακόμα.
Ότι γεννάει σκέψη, του ηφαιστείου ιπποδύναμη.
Μπορεί έτσι ν΄ ανακουφίζεται η ασχήμια της πόλης,
αλλά η εικόνα επιμένει ουδέτερη.
Δε μιλάνε για ομορφιά εδώ∙
απλά την ξέρουν και περιμένουν.

Anonymous, «Τo Love and To be Loved»

$
0
0

Κυριακή, 23 Σεπτεμβρίου 2012, 11:12 μμ η ακριβής ώρα στο laptop. Μόλις είδα την ταινία του Αλμοδόβαρ «The skin I live in» έτσι, για να περάσει η ώρα, και κάθισα να γράψω, μετά από πολλά χρόνια, κάτι σαν ημερολόγιο. Πώς πέρασα μια μέρα που δεν κατάλαβα, μήπως και την καταλάβω. Δεν βγήκα παρά μόνο για να απλώσω τα ρούχα που έπλυνα εχθές και άπλωσα σήμερα. Σκοτάδι. Ένα σπίτι σκοτάδι. Ανοίγω, κλείνω κουρτίνες, ανεβάζω ρολά, το ίδιο ελάχιστο φως. Μια ζωή χωρίς φως, χωρίς σκιές, ακούγεται τρομακτική, και μόνον η σκόνη πάνω στα έπιπλα που δεν φαίνεται συνιστά ένα κάποιο πλεονέκτημα. Χωρίς φως, χωρίς σκιές, χωρίς σκόνη. Θρίλερ χειρότερο και από αυτό που πήγε να στήσει ο Αλμοδόβαρ. «The skin I live in», «The house I live in», «The grave l live in». Why?

Χα! Υπαρξιακές ερωτήσεις σαιξπηρικού τύπου «to be or not to be». Δεν ξέρουμε και τίποτα άλλο να ρωτάμε. Ταινία που αποφάσισα να δω κι εγώ… Ένας psycho γιατρός αλλάζει φύλο, δέρμα, πρόσωπο στον κατ’ υποψία βιαστή της κόρης του και το μόνο που διατηρείται αλώβητο στο νεαρό αγόρι χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί από την επιστήμη, είναι η μνήμη μιας ζωής προγενέστερης και μιας χαμένης ταυτότητας η ανάμνηση. Μπούρδες! Σιγά που δεν ελέγχεται η μνήμη. Ελέγχεται και παραελέγχεται. Λειτουργεί σαν χαλασμένο τηλέφωνο δηλώνουν οι νευροεπιστήμονες, ενώ οι φυσικοί παίζουν με το φως και τα κλάσματα του δευτερολέπτου, δημιουργώντας ακόμη και συσκευές απόκρυψης γεγονότων και εξαφάνισης του χρόνου για να μας τρελάνουν.

Όχι δεν είμαι μηδενίστρια, ούτε τα ισοπεδώνω όλα. Υστερική του αίσχιστου βαθμού είμαι και μη με παρακολουθεί κανείς. Μπούρδες γράφω κι ας δηλώνω ομοίως επιστήμων. Μια ολόκληρη μέρα χωρίς να μπει κανείς στο σπίτι μου, χωρίς να βγει κανείς παρά μόνον απ’ την πίσω πόρτα για το άπλωμα, χωρίς να χτυπήσει τηλέφωνο. Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου. «Να σου πω; Έτσι κάνεις εσύ;» με ρωτά. «Μπαίνεις για τα καλά στη ζωή κάποιου και μετά εξαφανίζεσαι;» «Έτσι κάνω» του απαντώ γιατί δεν μπορώ να του πω την αλήθεια. Τι να του πω; Πώς τον έχει μικρό και δεν του σηκώνεται γι αυτό και προσπαθώ να τον αποφύγω; Πώς γουστάρω την παρέα του τρελά, πώς θέλω να βγαίνω μαζί του, πως θα θελα να δούμε μαζί απόψε την ταινία, πως θα θελα να περάσει με το αυτοκίνητο και να με πάρει για μια βόλτα μέχρι τη θάλασσα, ή να ανέβουμε το βουνό, αλλά δεν θα θελα να ξαπλώσω μαζί του διότι θα αναγκαστώ και πάλι (εντός των πέντε πρώτων λεπτών) να προσποιηθώ έναν πολλαπλό οργασμό, ως είθισται, και μετά (μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο) να απαντήσω ή να αποφύγω την απάντηση στην ερώτηση «είμαι καλός εραστής;» Αθώα ερώτηση ακούγεται, αλλά δεν είναι.

Ας μην κλαίγομαι και κυρίως ας μην οικτίρω. Προχθές, Παρασκευή, βγήκα με έναν άλλο φίλο μου. Καλό παιδί κι αυτός, φάτσα σκληρή όμως κι ακόμη σκληρότερη η σεξουαλική του συμπεριφορά. Κάθε φορά αισθάνομαι σαν δαρμένο σκυλί την άλλη μέρα. Η μέση μου πονάει, τα πόδια μου πονάνε, οι γοφοί μου το ίδιο, το στήθος μου, και φυσικά ολόκληρη έχω πάρει ένα χρώμα μπλε-μαρέν - απ’ τα φιλιά του. Και τα χάδια του. Σ’ αυτόν πάλι τι να πω; Πως είναι 47 χρονών γαϊδούρι και παρότι τον έχει μεγάλο και σκληρό, άρα διαθέτει την ανάλογη εμπειρία, δεν έχει μάθει ακόμη πως το γυναικείο σώμα δεν είναι από πέτρα, ούτε από άχυρα, αλλά από κύτταρα, μύες, οστά, ευαισθησία, λαχτάρα να αγαπηθεί; The skin I live in is the skin that I love and I need someone to love it. I need to love and to be loved. Όχι να γίνω μαύρη στο ξύλο απ’ την αγάπη, αλλά κόκκινη απ’ τα φιλιά. Τα δικά μου φιλιά όπως έχουν αποτυπωθεί πάνω στα δικά του χείλη και τανάπαλιν στο δικό μου σώμα. Δεν φορώ κραγιόν, μα θα φορούσα το πιο κόκκινο αν ήταν να αγαπηθώ. Ποιος μπορεί όμως να αγαπήσει; Ανίκανοι όλοι μας κι ευνουχισμένοι. Κανείς. Ούτε κι εγώ.

Edgar Allan Poe, «Το ημερολόγιο του Ιούλιου Ρόντμαν», (μτφρ.: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος) εκδ. Περισπωμένη, 2012, ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

$
0
0

 

Edgar Allan Poe
Το ημερολόγιο του Ιούλιου Ρόντμαν
Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Ξυλογραφίες: Mallette Dean

(Πιθανότερη ημερομηνία έκδοσης: Οκτώβριος 2012)

 

******************

6 Σεπτεμβρίου – [...]
Η συμμορία των Σιου κάλπασε μέχρι την άκρη του βράχου ακριβώς από πάνω μας, και άρχισε να κραυγάζει και να χειρονομεί προς το μέρος μας. Αμέσως αντιλήφθηκα το νόημα της πράξης τους. Ήθελαν να σταματήσουμε και να αποβιβαστούμε στην όχθη. Δεν με εξέπληξε η απαίτησή τους – μάλλον την περίμενα. Είχα αποφασίσει να μην δώσουμε την παραμικρή προσοχή στις προκλήσεις των Σιου· έπρεπε να συνεχίσουμε απαρέγκλιτα την περιήγησή μας στον Μιζούρι. Η αδιαφορία που επιδείξαμε σε έναν τόσο άμεσο κίνδυνο είχε τουλάχιστον θετικό αποτέλεσμα: οι Ινδιάνοι απόρησαν με την αντίδρασή μας· είχαν σταθεί ακίνητοι και μας παρατηρούσαν σχεδόν με κωμικό θαυμασμό, ενώ εμείς εξακολουθούσαμε τη σταθερή πορεία μας στο ποτάμι. Κατόπιν, βάλθηκαν να λογομαχούν μεταξύ τους· όταν, τελικά, συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν καν να μας απειλήσουν, έστρεψαν τα άλογά τους προς τα νότια και άρχισαν να καλπάζουν, μέχρι που χάθηκαν εντελώς από το οπτικό μας πεδίο. Η αποχώρησή τους όχι μόνο μας εξέπληξε, αλλά μας πλημμύρισε και με πρωτόγνωρα αισθήματα χαράς.
Στο μεταξύ, εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία και καταφέραμε να απομακρυνθούμε από το σημείο με τις απόκρημνες όχθες πριν την αναμενόμενη επιστροφή των εχθρών μας. Μετά δύο ώρες περίπου, τους είδαμε πάλι στα νότια, σε μακρινή απόσταση. Οι δυνάμεις τους είχαν αυξηθεί αριθμητικά και κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος μας· σύντομα έφτασαν στην όχθη του Μιζούρι. Όμως, τώρα, ήμασταν σε πλεονεκτική θέση – γιατί οι όχθες ήταν ομαλές και δεν υπήρχαν δέντρα στην ξηρά για να προστατεύσουν τους άγριους Σιου από τα πυρά μας. Επιπλέον, το ρεύμα δεν ήταν τόσο ορμητικό πια και μπορούσαμε να πλεύσουμε καταμεσής του ποταμού. Η συμμορία είχε επιστρατεύσει διερμηνέα για να μας πλησιάσει· ο τελευταίος μπήκε με το μεγάλο, γκρίζο άλογο του στο νερό και μας διέταξε –σε άθλια γαλλικά– να σταματήσουμε και να τον ακολουθήσουμε στην όχθη. Έδωσα εντολή σε έναν από τους Καναδούς να απαντήσει πως θα θέλαμε να συμμορφωθούμε με την απαίτηση της συντροφιάς και να βγούμε στην ακτή να συζητήσουμε για λίγο με τους συμπαθείς Σιου, μα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον χωρίς τη συνοδεία του μεγάλου μάγου μας (εδώ ο Καναδός έδειξε προς το κανόνι), ο οποίος ζητούσε διακαώς να συνεχίσει το ταξίδι του, και εμείς φοβόμασταν να παρακούσουμε την επιθυμία του.
Οι Ινδιάνοι ξεσηκώθηκαν πάλι με έντονες κραυγές και χειρονομίες· έδειχναν να βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία και να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Στο μεταξύ, είχαμε σταματήσει τις βάρκες μας σε πλεονεκτικό σημείο· ήμουν διατεθειμένος να ανοίξουμε πυρ, αν χρειαζόταν, κατά των αντιπάλων μας και να τους ανταποδώσουμε τη θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξαν με μια τρομερή εκδήλωση βίας· ένα είναι βέβαιο: θα μάθαιναν πώς να διαχειρίζονται ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον. Σκέφτηκα πως ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεπεράσουμε το εμπόδιο των Σιου χωρίς να εμπλακούμε σε σύρραξη – μας μισούσαν θανάσιμα και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε τη λεηλασία και τη σφαγή ήταν να πείσουμε τους άγριους ληστές για την ανδρεία μας. Έστω πως συναινούσαμε στις παρούσες απαιτήσεις τους και αποβιβαζόμασταν στην όχθη, ακόμη κι αν εξασφαλίζαμε, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, την ασφάλειά μας προσφέροντας τους ανταλλάγματα, η υποχωρητική συμπεριφορά εκ μέρους μας θα συνιστούσε πρόσκαιρη καταπράυνση –και όχι ριζική θεραπεία– του Κακού. Οι τελικοί ηττημένοι θα ήμασταν εμείς. Αργά ή γρήγορα, οι Σιου θα ξεσπούσαν τη μανία τους πάνω μας· πιθανώς, σε κάποιο μέρος του ποταμού όπου θα βρισκόμασταν σε δυσχερή θέση για να απωθήσουμε τις δυνάμεις τους – πόσο μάλλον για να τους απειλήσουμε. Αντιθέτως, τώρα είχαμε την ευκαιρία να τους δώσουμε ένα καλό μάθημα – ίσως να μην μας δινόταν παρόμοια ευκαιρία αργότερα. Με τον παραπάνω συλλογισμό συμφώνησαν όλοι οι σύντροφοί μου, εκτός από τους Καναδούς. Εν τέλει, αποφάσισα να επιδείξουμε θράσος: να προκαλέσουμε τις εχθροπραξίες παρά να τις αποφύγουμε. Αυτή την τακτική θα ακολουθούσαμε. Οι Ινδιάνοι δεν διέθεταν πυρομαχικά – με εξαίρεση την παλιά καραμπίνα που έφερε ένας από τους αρχηγούς τους. Τα βέλη τους έμελλε να αποδειχθούν εντελώς αναποτελεσματικά, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που χώριζε τα αντίπαλα στρατόπεδα. Όσο για τις πολυάριθμες τάξεις τους, αδιαφορούσαμε πλήρως: ήταν απόλυτα εκτεθειμένες στο φονικό βεληνεκές του πυροβόλου μας.
Μόλις ο Ζυλ (ο Καναδός) ολοκλήρωσε την απάντησή του και οι διαμαρτυρίες των βάρβαρων καταλάγιασαν κάπως, ο διερμηνέας πήρε πάλι τον λόγο και υπέβαλε τρία ερωτήματα. Πρώτον, αν είχαμε μαζί μας καπνό, ουίσκι ή όπλα· δεύτερον, αν θέλαμε τη βοήθεια των Σιου για να περάσουμε τις βάρκες μας από την περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό της η αχρεία φυλή των Ρικαρί και τρίτον, αν ο μάγος μας ήταν μία τεράστια, δυνατή, πράσινη ακρίδα.
Σε αυτές τις ερωτήσεις, που διατυπώθηκαν με αυστηρή επισημότητα, ο Ζυλ –υπό τις οδηγίες μου– απάντησε ως εξής: Ότι διαθέταμε αστείρευτες ποσότητες ουίσκι, καπνού και πυρομαχικών· όμως, ο μεγάλος μάγος μάς είχε προειδοποιήσει πως οι Τέτον ήταν χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί· ήταν εχθροί μας και παραμόνευαν για να μας στήσουν ενέδρα και να μας σκοτώσουν εδώ και πολλές μέρες και γι’ αυτό δεν έπρεπε να τους δώσουμε τίποτε, ούτε να έχουμε την παραμικρή επαφή μαζί τους. Συνεπώς, ακόμη και αν θέλαμε να τους προσφέρουμε κάποιο αντάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση, καθώς φοβόμασταν την οργή του μεγάλου μάγου, σε περίπτωση που αυτός εκλάμβανε την πρωτοβουλία μας ως έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Δεύτερον, πως μετά την εικόνα που μας έδωσε ο μάγος για τους Τέτον, δεν θέλαμε τη συνοδεία τους για να διασχίσουμε τον Μιζούρι και τρίτον πως, ευτυχώς για τους ίδιους –τους Σιου, δηλαδή– ο μεγάλος μάγος μας δεν είχε ακούσει το τελευταίο ερώτημα σχετικά με την «τεράστια, πράσινη ακρίδα»· ειδάλλως, θα έπρεπε να φανεί ιδιαίτερα σκληρός απέναντί τους. Ο μεγάλος μάγος μας ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, και οι Τέτον έπρεπε να αποχωρήσουν άμεσα από την όχθη αν δεν ήθελαν να διαπιστώσουν –με δραματικές συνέπειες για τη ζωή τους– την πραγματική ταυτότητα της ύψιστης δύναμης που μας συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι.
Μολονότι κατανοούσαμε πλήρως την κατάσταση στην οποία είχαμε περιέλθει, και τον επαπειλούμενο κίνδυνο, αποπνέαμε ακόμη κάποια αίσθηση έκπληξης και θαυμασμού στους εχθρούς μας με τις παραπάνω απαντήσεις. Πιστεύω πως θα είχαν διαλυθεί αμέσως και θα μας άφηναν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, αν δεν τους χαρακτηρίζαμε –ατυχώς– «χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί». Προφανώς, μια τέτοια σύγκριση επρόκειτο για ειδεχθή προσβολή εκ μέρους μας, η οποία εξόργισε παράφορα τους Τέτον. Άρχισαν να επαναλαμβάνουν «Ρικαρί! Ρικαρί!» κραυγάζοντας οργισμένα. Εξ όσων μπορούσαμε να συμπεράνουμε, η συμμορία χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις: η μία υποστήριζε πως έπρεπε να κρατήσουν αμυντική στάση, καθώς φοβόταν την τεράστια δύναμη του μεγάλου μάγου μας, ενώ η άλλη δεν λογάριαζε τίποτε μπροστά στην προσβολή που είχε δεχθεί η φυλή και επέμενε στην αιματηρή επιδρομή. Καθώς εξελισσόταν η παραπάνω διαμάχη, εμείς διατηρήσαμε τη θέση μας καταμεσής του ποταμού, αποφασισμένοι να αδειάσουμε τα βλήματα του κανονιού μας πάνω στους Σιου, με την πρώτη πρόκληση από πλευράς τους.
Την ίδια στιγμή, ο διερμηνέας με το γκρίζο άλογο μπήκε ξανά στο ποτάμι και είπε πως τελικά δεν ήμασταν όσο καλοί έπρεπε να φανούμε· πως όλα τα χλωμά πρόσωπα που είχαν ανεβεί τον Μιζούρι, στο παρελθόν, είχαν αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τους Σιου, προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα. Μας ξεκαθάρισε πως οι Τέτον είχαν αποφασίσει να μην μας αφήσουν να συνεχίσουμε την πορεία μας, εκτός αν βγαίναμε στην όχθη, παραδίδαμε τον οπλισμό μας, όλο το ουίσκι που είχαμε στη διάθεσή μας και τη μισή ποσότητα καπνού. Ήταν φανερό πως ήμασταν σύμμαχοι των Ρικαρί (με τους οποίους οι Σιου βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) και πως στόχος μας ήταν ο ανεφοδιασμός των αντιπάλων τους. Κατέληξε πως δεν είχαν και μεγάλη εκτίμηση στον μάγο μας, αφενός γιατί είχε πει ψέματα για τις προθέσεις των Τέτον και αφετέρου επειδή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, παρά τη δική μας διαφορετική εντύπωση. Με τα τελευταία λόγια του –σχετικά με την τεράστια, πράσινη ακρίδα– συμφωνούσε όλο εκείνο το συνονθύλευμα βαρβάρων που εκπροσωπούσε ο διερμηνέας· μάλιστα, εκτόξευσε τις εν λόγω κατηγορίες υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, ώστε αυτήν τη φορά ο μάγος μας να ακούσει σίγουρα τον χλευασμό εναντίον του. Συγχρόνως, οι Σιου διαλύθηκαν ατάκτως, κι άρχισαν να καλπάζουν με τα άλογα τους γράφοντας μικρούς κύκλους, χειρονομώντας αισχρά και περιφρονητικά προς το μέρος μας, κραδαίνοντας τις λόγχες τους και τραβώντας τα βέλη από τις φαρέτρες τους.

 

Ιωάννης Πρίμπας, «Ένας αποτυχημένος συγγραφέας»

$
0
0

 

Κάποτε γνώρισα τον πιο αποτυχημένο του κόσμου συγγραφέα. Αν και τα κείμενά του σε κανέναν δεν άρεσαν και κανείς δε τα διάβαζε, εκείνος ασταμάτητα συνέχιζε να γράφει. Από τους κριτικούς στους οποίους δείγματα είχε αποστείλει της δουλειάς μου, οι περισσότεροι δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι οι λίγοι οι καλόψυχοι εκείνοι που του απαντούσαν, δίχως καμιά ευγένεια ή τακτ, παντελώς τον απέτρεπαν απ’ το να γράφει. Εκείνος όμως, αν και βέβαια ταπεινωνόταν, από ένα πάθος άσβεστο θαρρείς οδηγούμενος, απτόητος συνέχιζε, κείμενα γράφοντας σκοτεινά, παράξενα, τα οποία αναγνώστης ουδείς ενδιαφερόταν να διαβάσει.
Το φαινόμενο αποτυχημένος συγγραφέας, θέλοντας από καιρό να μελετήσω εξ απόψεως ψυχολογίας, τον εν λόγω κύριο προσέγγισα, την εμπιστοσύνη του προσπαθώντας να κερδίσω. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι ο αποτυχημένος αυτός της συγγραφής και της ζωής, δεν άφηνε βιβλιοπαρουσίαση που να μην πήγαινε, δεν άφηνε βιβλίο νέου συγγραφέα που να μην πρόσθετε στη συλλογή του. Όσο μάλιστα κι αν τον προκάλεσα, ουδέποτε εκστόμισε κουβέντα για κάποιον άλλον. Μα εγώ το βαθύτερο κίνητρο αναζητούσα που τον έκανε να γράφει. Εφόσον τα κείμενά του ούτε δημοσίευε, ούτε επιθυμούσε να δημοσιεύσει, το κίνητρο του βεβαιότατα δεν ήτανε η προβολή κι η φήμη.
Μια μέρα που τυχαία τον συνάντησα, μοναχικό όπως πάντα, σε μια στιγμή απότομα ανοίχτηκε και μού’ πε: “ξέρεις αδερφέ, τίποτα δεν αγαπώ πιότερο απ’ το να σωπαίνω. Μα κάθε βράδυ μου χτυπάει την πόρτα η ασχήμια, μ’ ακούς; Κάθε βράδυ το Κακό μου τσακίζει την πόρτα. Μ’ ένα απαίσιο στόμα, στη μύτη μου σχεδόν τα δόντια του ακουμπώντας, χαχανίζει. Με νύχι γαμψό τις νύχτες με παίζει, καθώς η γάτα το πληγωμένο περιπαίζει ποντίκι, και μάτι να κλείσω δε μ’ αφήνει. Τις σάρκες της σιωπής μου ξεσκίζει, τη σιωπή μου με μίσος σπαράσσει, τη σιωπή μου αχόρταγα καταβροχθίζει. Κάπως έτσι, ξέρεις, βγαίνουν όσα γράφω. Άπεπτα υπολείμματα σιωπής με την αγωνία της ύπαρξης”.
Η διάμετρος όμως του κύκλου σε κάποια σημεία στενεύει, ο ήλιος δεν δύει και τ’ αστέρια αρνούνται το φως τους να δώσουν, κάθε φορά που η καρδιά του ανθρώπου πονά. Ποιος τότε του σύμπαντος τον πόνο απορροφά σαν κραδασμό; Ο αποτυχημένος αυτός της συγγραφής και της ζωής, φίλος μου στάθηκε γνήσιος. Κάθε που το τραύμα μου γύμνωνα μπροστά του, το αβάσταχτό του βάρος με ξαλάφραινε. Όταν μια σταγόνα νερού με παράπονο του έδειχνα, να ανασαίνει τον έβλεπα μέσα στην σκοτεινιά των θαλασσών.
Πέθανε ο φίλος μου, μια μέρα, απ’ τη γνωστή αρρώστια, άγνωστος πέθανε όπως έζησε. Μέχρι την τελευταία του μέρα έγραφε, ιδέες ακατέργαστες, στίχους, μισόλογα, επιγράμματα, στροφές. Κι ας ήξερε πως δε νοιαζότανε κανείς να τα διαβάσει. Σαν τελευταία του επιθυμία μου παρέδωσε, ένα σημείωμα με δυο δικές του σκέψεις, στους κύκλους των λογοτεχνών να το δημοσιεύσω. Λόγια παλαβά, δυσνόητα, σαν όλη την υπόλοιπη ζωή του: “Έλα άγιε θυμέ μου”, έγραφε, “κι εσύ αγία επιθυμία μου, μ’ απάθεια ελάτε για να δείτε. Στης ομορφιάς το περιβόλι, άνθη φανταχτερά απλώνονται μυριάδες, για κάθε επιθυμία και ανάγκη. Άνθη που δε μπορείς μήτε όμορφα μήτε άσχημα να τα πεις. Άνθη άοσμα, ολότελα άνοστα και γι’ αυτά ακόμα του αγρού τα ζωντανά. Μα όχι, προς Θεού ησυχάστε. Κάτι μαραμένα πέταλα παίρνω μαζί μου. Εκείνα που έραιναν για χρόνια την ψυχή μου”.

Vladimir Vysotsky, «Δυο μοίρες» (μτφρ.: από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©)

$
0
0

 

ΑΚΟΥΣΤΕ Εδώ

Ζούσα μια χαρά στο πρώτο τρίτο της ζωής
Είκοσι χρόνια στον κόσμου τούτο –
πιστός στο μάθημα,
Ζούσα ανέμελα, αλλά σωστά,
Το ρεύμα ακολουθώντας, -
Ταξίδευα εκεί που έφταναν τα μάτια.

Σκεφτόμουν πως βραβείο είναι, -
Δε χρειάζονται κουπιά,
Μα ούτε και οι χούφτες.
Κουνούπια, αλογόμυγες και σφήκες
Οι αιματορουφήχτρες ενοχλούσαν,
Μα δεν εξαντλούσαν.

Απ’ την ακτή αρχικά άκουσα
Να με καλούνε σε βοήθεια,
κάποιος εκινδύνευε.
Μα δεν προφτάσαν, φουκαράδες, -
Ξαπλωμένος, από την μπύρα ήμουν μεθυσμένος,
και λιπόθυμος.

Στη στροφή τινάζεται,
Τη δίνη αποφεύγει –
κι όλα πάνε καλά.
Τα παπούτσια βάζω, βγάζω,
Στο νερό να πέσω θέλω -
Με τρελαίνει αυτό.

Οι ακτές τη βάρκα κυνηγούν.
Μα ‘γω το λαρύγγι μ’ οινόμελο
χαϊδεύω.
Άλλη μια γουλιά σαν πίνω,
Μοναχός μου δεν πλέω πια, -
Μα με την γριούλα μ’ αγκαλιά.

Μα όσο εγώ χάζευα,
Έπεσε ομίχλη και αμέσως βρέθηκα
σε τόπο θανατερό, -
κι η τεράστια γριούλα
στ’ αυτί μου εχαχάνισε,
η κακιά κατεργάρισσα.

Ουρλιάζω, - μα δεν ακούω την κραυγή,
Να δέσω από τον φόβο δεν μπορώ τη φλούδα,
Δεν βλέπω καλά,
Ο αγέρας με κουνάει . . .
- Ποιος είναι εδώ; - Ακούω ν’ απαντάει:
Εγώ, η Δύσκολη !

Πάψε να σταυροκοπιέσαι πια, ευλογημένη, -
Δε σε σώζει η Παναγία
Θεοτόκος:
Όποιος κουπιά και τιμόνι αφήνει,
Εκείνον η Δύσκολη αρπάζει –
Και τον κάνει ότι θέλει! –

Δρόμο ψάχνω μεθυσμένος,
Να ‘χα λίγο οινόμελο –
Πίνω γραμμάρια εκατό, -
Μα εκείνη δεν κοιμάται
Μπρος μονάχη προχωρά
Με τις βαριές πατούσες.

Σκόνταψε σε μια ρίζα
Απ’ το πολύ το πάχος
αναστενάζοντας βαριά.
Η ανάσα είχε κοπεί,
Μα με σέρνει κατά κει
Πλάσμα δύσκολο.

Άξαφνα βγαίνει μπροστά μας – ολοζώντανη,
Μια κουτσή, στραβή
Μούρη παμπόνηρη.
Και φωνάζει: είσαι πάνω απ’ τον γκρεμό,
Θα σε σώσω όμως εγώ, άρρωστε,
Τα δάκρυα σου θα σκουπίσω! –

Ρώτησα: ποια είσαι εσύ –
Και μου είπε εκείνη: Είμαι η Στραβή, -
Φόρτο, τάχα, κουβαλώ,
Τι κι αν είμαι μονόπαντη,
Στραβοχέρα, στραβομάτα,
Το φορτίο μου κουβαλώ!

Φώναξα τότε κι εγώ, γεμίζοντας τα ποτήρια:
Εμένα κουβάλα Στραβή !
Δεμένος είμαι με λουρί!
Μέχρι νέο κεφάλι θα σου βάλω
Τη στραβομάρα σου θα φτιάξω –
Μόνο κουβάλα με !

Κι εσύ, μανούλα, σκύλας κόρη,
Έλα πιες μισή γουλιά-
Μιας κι είσαι νευρασθενικιά.
Ξέχασε με για λιγάκι,
Κι αφού είσαι και χοντρή
Θα ‘σαι στο χαρέμι πρώτη.
Κι έπεσαν οι δυο γριές
Με ένα μπουκάλι οινόμελο
μεθυσμένες υστερικές.
Πίσω απ’ τις λάσπες κρύβομαι,
Και πίσω – πίσω βηματίζω,
στην ακτή να βρεθώ.

Λεβέντικα κουπί τραβώ προς τη δίνη
Δυο κουπιά μέχρι τη μέση –
Ωχ, τι πονηρός που είμαι !
Να ψοφήσετε, πίνοντας,
Οι δυο μου οι μοίρες –
Η Στραβή και η Δύσκολη!

Μα η τύχη μ’ η κακή
Και κάποιου άλλου η μυστική
στοργή
Δεν τα ‘φέραν όλα πρίμα, στον άχρηστο,
Με παρέσυρε, τον απατεώνα,
το ρεύμα.

Νόμιζα πως γλέντι είναι η ζωή,
Τάχα κουπιά δε θέλει, ωχ τι έπαθα –

Jose Maria Arguedas, «Τα Βαθιά ποτάμια» (μετφρ.:Χριστίνα Ρόρρη-Μίχου), 4ο Μέρος [Τέλος]

$
0
0

 

ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18673/index.html

ΤΟ Β΄ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18686/index.html

ΤΟ Γ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ: http://www.poiein.gr/archives/18684/index.html

 

 

3.

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Μέχρι που μια μέρα, ο πατέρας μου, με ένα ύφος πιο σοβαρό από το συνηθισμένο, μου εξομολογήθηκε, ότι η οδοιπορία μας θα τελείωνε στο Αμπανκάι.
Έπρεπε να διασχίσουμε τρία γεωγραφικά διαμερίσματα για να φτάσουμε σε αυτή τη μικρή και σιωπηλή πόλη. Ήταν το πιο μακρινό και παράξενο ταξίδι που κάναμε μαζί, περίπου πεντακόσιες λεύγες μοιρασμένες σε ίσες ημερήσιες πορείες που τηρήθηκαν με ευλάβεια. Πέρασε από το Κούσκο, όπου γεννήθηκε, σπούδασε και σταδιοδρόμησε, όμως δεν σταμάτησε, το αντίθετο, πέρασε από εκεί σαν να πέρναγε μέσα από τη φωτιά.
Διασχίζαμε τον Απουρίμακ, και στα γαλανά και αθώα μάτια του πατέρα μου, είδα την χαρακτηριστική έκφραση που είχαν όταν η απογοήτευση τον έκανε να πάρει την απόφαση για καινούρια ταξίδια. Ενώ εγώ πάλευα στον καύσωνα της κοιλάδας, εκείνος βάδιζε σιωπηλός και αφηρημένος.
«Έχει παραμείνει ο ίδιος αναθεματισμένος άνθρωπος» είπε μια φορά.
Και όταν τον ρώτησα σε ποιόν αναφερόταν, μου απάντησε: «Ο Γέρος!»
Δίνουν το όνομα αμανκ’άι σε ένα αγριολούλουδο με κίτρινα πέταλα, και αουανκάι στο ζύγιασμα των μεγάλων πτηνών. Αουανκάι σημαίνει να πετάς αιωρούμενος, κατοπτεύοντας την άβυσσο. Αμπανκάι! Σίγουρα ήταν ένα χωριό χαμένο ανάμεσα στα δάση από πισονάι* και άγνωστα δέντρα, σε μια κοιλάδα από τεράστια καλαμποκοχώραφα που έφταναν μέχρι το ποτάμι. Στις μέρες μας, οι σκεπές από γαλβανισμένη λαμαρίνα έχουν μια κραυγαλέα λάμψη, περιβόλια με βατομουριές χωρίζουν τις μικρές γειτονιές και οι καλαμιώνες εκτείνονται από το χωριό μέχρι το Πατσατσάκα. Είναι ένα χωριό αιχμάλωτο, χτισμένο στην ξένη γη ενός τσιφλικιού.
Την μέρα που φτάσαμε, σήμαιναν οι καμπάνες. Ήταν τέσσερις το απόγευμα. Όλες οι γυναίκες και η πλειοψηφία των ανδρών ήταν γονυπετείς στους δρόμους. Ο πατέρας μου κατέβηκε από το άλογο και ρώτησε μια γυναίκα για την αιτία της κωδωνοκρουσίας και της προσευχής καταμεσής στο δρόμο. Η γυναίκα του είπε ότι ακριβώς αυτή την ώρα *Pisonay πολύ μεγάλo δέντρo με κατακόκκινα λουλούδια
εγχειριζόταν ο παπάς Λινάρες, άγιος ιεροκήρυκας του Αμπανκάι και διευθυντής του σχολείου. Με διέταξε να πεζέψω από το άλογο και να γονατίσω δίπλα του. Προσευχηθήκαμε περίπου μισή ώρα στο πεζοδρόμιο. Κανείς δεν μετακινιόταν, οι καμπάνες σήμαιναν σαν να καλούσαν στην λειτουργία. Ο αγέρας φυσούσε και τα σκουπίδια στους δρόμους μας περικύκλωναν. Μα κανείς δεν σηκώθηκε, ούτε συνέχισε το δρόμο του, μέχρι να σταματήσουν οι καμπάνες.
«Εκείνος πρέπει να είναι ο Διευθυντής σου» είπε ο πατέρας μου. «Ξέρω ότι είναι ένας άγιος, ο καλύτερος ιεροκήρυκας του Κούσκο και εξαιρετικός καθηγητής μαθηματικών και γλώσσας».
Κοιμηθήκαμε στο σπίτι ενός συμβολαιογράφου, πρώην συμμαθητή του πατέρα μου. Κατά την διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού, μου είχε μιλήσει για τον φίλο του και για την πεποίθηση που είχε, ότι στο Αμπανκάι θα του σύστηνε πελάτες και έτσι θα άρχιζε να δουλεύει από τις πρώτες μέρες. Αλλά ο συμβολαιογράφος ήταν σχεδόν ανώφελος. Χλωμός και καμπούρης, πολύ εξασθενημένος, μόλις που περπατούσε. Ο υπάλληλός του ασχολιόταν με την δουλειά του συμβολαιογραφικού του γραφείου και τον έκλεβε ανελέητα.
Ο πατέρας μου λυπόταν για τον φίλο του και μετάνιωνε για όσο καιρό ήταν στο Αμπανκάι, που πήγαμε να μας φιλοξενήσει αυτός ο άρρωστος κύριος αντί να πάμε σε ένα πανδοχείο. Μας έστρωσαν χάμω, στο παιδικό δωμάτιο. Τα παιδιά κοιμήθηκαν πάνω σε προβιές και εμείς στρωματσάδα.
«Γαβριέλ! Συγχώρα με, αδελφέ μου, συγχώρα με» έλεγε ο συμβολαιογράφος. Η γυναίκα του περπατούσε με χαμηλωμένο το βλέμμα, χωρίς καν να τολμάει να κοιτάξει, ή να μιλήσει. Εμείς θα προτιμούσαμε να είχαμε φύγει από εκεί, με οποιαδήποτε πρόφαση. «Έπρεπε να είχαμε πάει σε ένα πανδοχείο, σε οποιοδήποτε πανδοχείο» έλεγε ο πατέρας μου, χαμηλόφωνα.
«Μετά από τόσο καιρό, να έχεις έρθει από τόσο μακριά, και να μην μπορώ να σε φιλοξενήσω όπως πρέπει» παραπονιόταν ο άρρωστος.
Ο πατέρας τον ευχαριστούσε και του ζητούσε συγνώμη, αλλά δεν αποφάσιζε να του ζητήσει να μας αφήσει να φύγουμε. Δεν ήταν δυνατόν. Η φωνή του φίλου, έμοιαζε έτοιμη να σβήσει ανά πάσα στιγμή, μιλούσε με μεγάλο κόπο. Τα παιδιά βοηθούσαν τη μητέρα, με κοιτούσαν όχι και τόσο καχύποπτα, αλλά έμοιαζαν ξαφνιασμένα και δεν τολμούσαν να κοιτάξουν τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου φορούσε ένα παλιό κοστούμι φτιαγμένο από κάποιον επαρχιακό ράφτη, η εμφάνισή του ήταν παράξενη. Έμοιαζε με χωρικό, αλλά τα μπλε του μάτια, το ξανθό του μούσι, τα αριστοκρατικά του ισπανικά και οι τρόποι του σε παραπλανούσαν. Όχι, δεν έπρεπε να προκαλούμε οίκτο ούτε να πληγώνουμε τους πιο ταπεινούς ανθρώπους. Όμως ήταν μια οδυνηρή μέρα. Και χαρήκαμε όταν, την επομένη, μπορέσαμε να κοιμηθούμε πάνω σε ένα πλινθόκτιστο πεζούλι, σε ένα κατάστημα γεμάτο σκαλωσιές που νοικιάσαμε σε ένα κεντρικό δρόμο.

Έτσι, μονοκοπανιάς, ξεκίνησε η ζωή μας στο Αμπανκάι. Και ο πατέρας μου ήξερε πώς να επωφεληθεί από τις πρώτες δυσκολίες για να δικαιολογήσει την αποτυχία του κύριου σκοπού, που είχε αυτό το ταξίδι. Δεν μπόρεσε να μείνει, δεν οργάνωσε το γραφείο του. Για δέκα μέρες παραπονιόταν για την ασχήμια του χωριού, την σιωπή του, την φτώχεια του, το καυτό του κλίμα, την έλλειψη δικαστικής κίνησης. Δεν υπήρχαν μικροκτηματίες στην επαρχία, οι δικαστικές υποθέσεις αφορούσαν μόνο το ποινικό δίκιο, μίζερες διαμάχες που δεν τελείωναν ποτέ, όλη η γη άνηκε στα τσιφλίκια, η ίδια η πόλη του Αμπανκάι, δεν μπορούσε να επεκταθεί γιατί ήταν περικυκλωμένη από το τσιφλίκι της Πατιμπάμπα και ο ιδιοκτήτης δεν πούλαγε την γη του ούτε σε φτωχούς ούτε σε πλούσιους, οι μεγαλουσιάνοι μόνο είχαν κάτι παλιές υποθέσεις, που τις λιβάνιζαν επί δεκαετίες.
Ήμουν γραμμένος στο σχολείο και κοιμόμουν εσωτερικός στο οικοτροφείο. Κατάλαβα ότι ο πατέρας μου θα έφευγε. Μετά από τόσα χρόνια που ταξιδεύαμε μαζί, εγώ έπρεπε να μείνω, εκείνος θα έφευγε μόνος του. Όπως πάντα, κάποια τυχαία συγκυρία θα αποφάσιζε την πορεία του. Σε ποιό χωριό; Και από ποιά διαδρομή; Τούτη τη φορά εγώ και εκείνος συλλογιζόμασταν χωριστά. Δεν θα έπαιρνε πάλι τον δρόμο του Κούσκο, θα ξεκινούσε από την άλλη πλευρά της χαράδρας, περνώντας το Πατσατσάκα, αναζητώντας τα χωριά στα ψηλά. Όπως και να έχει, θα ξεκινούσε κατεβαίνοντας μέχρι το βάθος της κοιλάδας. Και μετά θα ανηφόριζε στην απέναντι οροσειρά, θα έβλεπε το Αμπανκάι για τελευταία φορά από κάποιο πολύ μακρινό διάσελο, από κάποια γαλάζια κορυφή όπου θα ήταν αόρατος για μένα. Και θα έμπαινε σε άλλη κοιλάδα ή πάμπα, μόνος πια· τα μάτια του δεν θα έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο ούτε τον ουρανό ούτε το μακρινό ορίζοντα· θα προχωρούσε καβάλα στο άλογο, ανάμεσα στις πέτρες και τους θάμνους χωρίς να μπορεί να κουβεντιάζει, και ο ορίζοντας, στις χαράδρες ή στις κορυφές, θα εισχωρούσε με περισσότερη δύναμη, με μεγαλύτερη ασπλαχνία και σιωπή στα σωθικά του. Γιατί, όταν πορευόμασταν μαζί, ο κόσμος ήταν κτήμα μας, η χαρά και οι σκιές του πήγαιναν από εκείνον σε μένα.
Όχι, δεν θα μπορούσε να μείνει στο Αμπανκάι. Ούτε πόλη ούτε χωριό: το Αμπανκάι απέλπιζε τον πατέρα μου.
Όμως, ήθελε να μου αποδείξει ότι δεν θα ήθελε να αθετήσει την υπόσχεσή του. Καθάρισε την δικηγορική του ταμπέλα και την κάρφωσε στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα του καταστήματος. Με ένα παραβάν από λινάτσα χώρισε το δωμάτιο και πίσω του, πάνω σε βάση από πλίνθους, άπλωσε το κρεβάτι του. Καθιστός στην πόρτα του καταστήματος είτε βηματίζοντας, περίμενε πελάτες. Πίσω από το ξύλινο χώρισμα, ψηλά, φαίνονταν οι σκαλωσιές του καταστήματος. Καμιά φορά, κουρασμένος από το να περιφέρεται ή να κάθεται, έπεφτε στο κρεβάτι. Εκεί τον έβρισκα, έτσι, απελπισμένο. Όταν με έβλεπε, προσπαθούσε να υποκριθεί.
«Μπορεί κάποιος τσιφλικάς να μου αναθέσει μια υπόθεση. Και αυτό θα ήταν αρκετό», έλεγε. Έστω κι αν έπρεπε να μείνω δέκα χρόνια σε αυτό το χωριό, το μέλλον σου θα ήταν εξασφαλισμένο. Θα έψαχνα για ένα σπίτι με περιβόλι για να ζήσουμε και δεν θα αναγκαζόσουν να πας εσώκλειστος.
Εγώ συμφωνούσα μαζί του. Μα εκείνος είχε συνηθίσει να μένει σε σπίτια με μεγάλες αυλές, να μιλάει στα κέτσουα με δεκάδες ινδιάνους και μεστίσο πελάτες, να υπαγορεύει τις προσφυγές του καθώς ο ήλιος φώτιζε το χώμα της αυλής και προεκτεινόταν χαρούμενα στο ξύλινο δάπεδο του «γραφείου». Τώρα ήταν σκυφτός, καταπιεσμένος από τους τοίχους ενός μαγαζιού χτισμένου για ψιλικατζήδες.
Γι’ αυτό, όταν ένα απόγευμα ήρθε να με επισκεφτεί στο σχολείο με έναν ξενομερίτη που έμοιαζε με κονομημένο χωριάτη, διαισθάνθηκα ότι το ταξίδι του είχε ήδη αποφασιστεί. Το πρόσωπο του ξεχείλιζε από ασυγκράτητη χαρά. Είχαν πιει κι οι δυο τους.
«Ήρθα για λίγο με αυτόν τον κύριο» μου είπε. «Ήρθε από την Τσαλουάνκα για να συμβουλευτεί έναν δικηγόρο, και ήμασταν τυχεροί. Η υπόθεση του είναι απλή. Πήρα πια την άδεια εξόδου σου. Έλα στο γραφείο μετά από το μάθημα».
Ο ξένος μού έδωσε το χέρι.
Με αποχαιρέτησαν αμέσως. Το παντελόνι ιππασίας του ξένου, με τη δερμάτινη ενίσχυση, οι θαμπές του γκέτες, το κοντό σακάκι, η γραβάτα με ένα μικρό κόμπο πάνω από το φαρδύ γιακά του πουκαμίσου του· το χρώμα των ματιών του, η ντροπαλότητά του, το καπέλο με μπορντούρα, ήταν χαρακτηριστικά σε όλους τους γαιοκτήμονες των Ινδιάνικων επαρχιών.
Το απόγευμα πήγα να δω τον πατέρα μου. Βρήκα τον Tσαλουανκίνο στο γραφείο να κάθεται σε έναν πάγκο. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν σχεδόν κλειστή. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν αρκετά μπουκάλια. Ο πατέρας μου κερνούσε τον ξένο ένα ποτήρι μαύρη μπύρα.
«Το παιδάκι μου, ο ήλιος που με φωτίζει. Να το, κύριε» είπε.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και με πλησίασε με μια χειρονομία γεμάτη σεβασμό.
«Είμαι από την Τσαλουάνκα, νεαρέ. Ο πατέρας σου, ο κύριος δικηγόρος, μου κάνει την τιμή».
Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Ένα κασκόλ από βικούνια* κρεμόταν από το λαιμό του· τα κουμπιά του πουκάμισού του ήταν μωβ. Είχε ανοιχτόχρωμα μάτια, αλλά στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο έμοιαζαν με μάτια ινδιάνου. Ήταν απαράλλαχτος με όλους τους φίλους που πάντα είχε ο πατέρας μου στα χωριά.
«Εσείς είσαστε η χαρά του κυρίου δικηγόρου, εσείς είσαστε η καρδιά του. Εγώ, εγώ είμαι περαστικός. Στην υγεία του, κύριε δικηγόρε!»
«Στην υγεία του!»
Και ήπιαν ένα γεμάτο ποτήρι.
«Είναι πια άνδρας, δον Χοακίν» είπε ο πατέρας μου, δείχνοντας με. «Μαζί του έχω διασχίσει πέντε φορές την οροσειρά· περπατήσαμε στις παραθαλάσσιες αμμουδιές. Κοιμηθήκαμε στις πεδιάδες του υψιπέδου, στις παρυφές των αιώνια χιονισμένων βουνών. Εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες λεύγες με άλογο. Και τώρα είναι εσώκλειστος σε *Vicuña, Χορτοφάγο θηλαστικό με πολύτιμο μακρύ τρίχωμα, κίτρινο-κόκκινης απόχρωσης που χρησιμοποιείτε στη υφαντουργία. Σ.τ.Μ.
ένα σχολείο με παπάδες. Πώς θα του φαίνεται, σε αυτόν που έτρεξε παντού, ο εγκλεισμός μέρα νύχτα; Αλλά είσαι στο σχολείο σου! Είσαι εκεί όπου ανήκεις! Και δεν θα σε κουνήσει κανείς από εκεί μέχρι να τελειώσεις, μέχρι να πας στο πανεπιστήμιο. Μόνο που ποτέ, μα ποτέ να μην γίνεις δικηγόρος! Φτάνουν οι δικές μου ταλαιπωρίες!»
Ήταν ανήσυχος. Πηγαινοερχόταν κατά μήκος του δωματίου. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα άλλο. Εκεί ήταν αυτός ο ταξιδιώτης, το κασκόλ του από βικούνια, το ινδιάνικό του καπέλο, οι γκέτες του με κίτρινες αγκράφες, τα μωβ κουμπιά στο πουκάμισο του, τα μακριά του μαλλιά κολλημένα από τον ιδρώτα, τα πράσινα του μάτια, σαν ξεπλυμένα από το κρύο. Μου μίλαγε ισπανικά. Όταν θα μίλαγε κέτσουα, θα έβγαζε το κασκόλ ή θα το τύλιγε γύρω από το λαιμό, όπως άρμοζε.
«Εγώ νεαρέ, είμαι από την Τσαλουάνκα. Έχω μια διαμάχη με ένα μεγάλο γαιοκτήμονα. Θα τον λιανίσω. Τώρα, ναι! Όπως το κιρκινέζι όταν κάνει το γεράκι κομμάτια στον αέρα. Με τις συμβουλές του πατέρα σου, και ας είναι από μακριά. Δεν είναι ανάγκη να έρθει μαζί μου στο χωριό. Δεν είναι έτσι, κύριε δικηγόρε;»
Απευθύνθηκε σε εκείνον, αλλά ο πατέρας έμεινε ακίνητος με την πλάτη γυρισμένη.
Τότε ο ξένος γύρισε να με κοιτάξει.
«Μη νομίζετε τίποτα λάθος, νεαρέ. Είμαι από την Τσαλουάνκα· ήρθα για μια συμβουλή σε σχέση με την υπόθεσή μου. Και ιδού ο κύριος δικηγόρος. Τα είδε όλα, όπως το γεράκι. Εγώ ήμουν πια δεμένος χειροπόδαρα. Αλλά ένας δικηγόρος είναι ένας δικηγόρος και ξέρει περισσότερο από έναν καλαμαρά. Μίζεροι καλαμαράδες! Τώρα θα δείτε! Παϊουνάκ’α νερκ’ατσά…!»
Και συνέχισε να βγάζει τον καημό του στα κέτσουα.
Ο πατέρας δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο. Ήταν άσκοπο να κρύψει τη φυγή του. Οι αθώες προσπάθειες του φίλου του για να καθυστερήσουν την είδηση, αποκάλυπταν ήδη το φευγιό του και ταράχτηκε για τα καλά. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι και έκλαψε. Ο Τσαλουανκίνο προσπάθησε να τον παρηγορήσει, του μιλούσε στα κέτσουα, και του προσέφερε όλες τις αμοιβές και όλα τα αγαθά που μπορεί κανείς να προσφέρει στην γλώσσα των ινδιάνων μέχρι να καταλαγιάσουν, έστω και για μία στιγμή, οι μεγάλοι . Έπειτα απευθύνθηκε σε μένα:
«Δεν είναι μακριά η Τσαλουάνκα, νεαρέ» μου είπε. «Πίσω από αυτές τις οροσειρές· σε μια μικρή χαράδρα. Θα έρθουμε όλοι μαζί για να σε πάρουμε. Θα σκάσουμε βεγγαλικά όταν θα πατήσεις την πλατεία του χωριού. Θα βάλουμε τους χορευτές να στήσουν χορό. Θα ψαρέψεις με δυναμίτη στο ποτάμι, θα τριγυρνάς με άλογο όλα τα βουνά, θα κυνηγήσεις ελάφια, βισκάτσας*, αγριογούρουνα…»
Τον άφησα να μιλάει και πλησίασα τον πατέρα μου. Μείναμε πολλήν ώρα μαζί. Ο Τσαλουανκίνο συνέχιζε την κουβέντα στα κέτσουα, τριγυρίζοντας μας, κάνοντας φασαρία, προφέροντας τις λέξεις κάθε φορά πιο δυνατά και τρυφερά.
«Στην Τσαλουάνκα είναι καλύτερα. Έχει ένα ποτάμι, κολλητά στο χωριό. Εκεί αγαπάμε τους ξένους. Ποτέ δεν έχει έρθει ένας δικηγόρος, ποτέ! Εκεί θα είσαστε σαν βασιλιάς, καλέ μου δικηγόρε. Όλοι θα υποκλίνονται όταν θα περνάτε, θα βγάζουν το καπέλο τους , όπως αρμόζει. Θα αγοράσετε γη· στο παιδί θα κάνουμε δώρο ένα άλογο με καλό μεταλλικό σαμάρι… Θα διασχίζεις το πέρασμα καλπάζοντας…! Στο αγρόκτημα μου, θα χρησιμοποιείς ένα βροντερό μαστίγιο για να δαμάζεις τα ζώα! Θα ψάξουμε τις πάπιες στα θαμνώδη ψηλώματα του ποταμιού, θα ταυρομαχείς με τα ατίθασα ταυράκια του κτήματος. Αχ, μάτια μου! Δεν πρέπει να κλαις! Ακριβώς το αντίθετο! Είναι θαύμα, του Χριστού της Τσαλουάνκα! Είναι Εκείνος που διάλεξε αυτό το χωριό για σας! Στην υγειά σας, κύριε δικηγόρε! Ψηλά το κεφάλι! Σήκω λεβέντη μου! Στην υγεία σας, κύριε δικηγόρε! Διότι αποχαιρετάτε αυτό το θλιβερό χωριό!»
Και ο πατέρας μου σηκώθηκε όρθιος. Ο Τσαλουανκίνο μου έβαλε μισό ποτήρι μπύρας:
«Έχει πια μεγαλώσει, αρκετά για την περίσταση. Στην υγεία σας!»
Ήταν η πρώτη φορά που έπινα μπύρα με τον πατέρα μου. Ήταν και πάλι ευτυχισμένος. Πάντα εκθαμβωτικά τα σχέδια της παραμονής του ταξιδιού.
«Θα μείνω στην Τσαλουάνκα, γιε μου. Θα γίνω, επιτέλους, κάτοικος ενός χωριού.
Και θα σε περιμένω στις διακοπές σου, όπως λέει ο κύριος, με ένα ζωηρό άλογο για να
μπορέσεις να ανέβεις στα βουνά και να περνάς καλπάζοντας τα ποτάμια. Θα αγοράσω
ένα μικρό αγρόκτημα δίπλα στο ποτάμι και θα χτίσουμε ένα πέτρινο μύλο. Ποιος ξέρει,
ίσως να μπορέσουμε να φέρουμε τον δον Πάμπλο Μάιουα για να τον εξοπλίσει.

*Vizcacha. Τρωκτικό της Αμερικής, που μοιάζει με το λαγό και έχει μακριά ουρά. Σ.τ.Μ.
Είναι ανάγκη να ριζώσουμε κάπου, να μην συνεχίσουμε σαν τον Περιπλανώμενο
Ιουδαίο… Ο καλός ο Αλσίγια θα είναι ο κηδεμόνας σου μέχρι το Δεκέμβρη».
Και αποχαιρετιστήκαμε σχεδόν χαρούμενα, με την ίδια ελπίδα σαν εκείνη που μας φώτιζε όταν πια, μπουχτισμένοι από ένα χωριό, ξεκινούσαμε για καινούριο ταξίδι.
Εκείνος θα ανηφόριζε προς την κορυφή της οροσειράς που υψωνόταν από την άλλη πλευρά του Πατσατσάκα, θα πέρναγε το ποτάμι από ένα γεφύρι χτισμένο με ασβεστόλιθους, με τρεις καμάρες. Από το ύψωμα, θα αποχαιρέταγε την κοιλάδα και θα έβλεπε μια καινούρια πεδιάδα. Και στην Τσαλουάνκα, όταν θα μίλαγε με τους καινούριους του φίλους, με την ιδιότητα του νιόφερτου ξενομερίτη, θα αισθανόταν την απουσία μου, εγώ θα εξερευνούσα, σπιθαμή προς σπιθαμή, την μεγάλη κοιλάδα και το χωριό, θα υποδεχόμουν το δυνατό και θλιβερό συναίσθημα που κυριεύει τα παιδιά, όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνα τους έναν κόσμο γεμάτο με τέρατα και φωτιά και με μεγάλα ποτάμια που τραγουδάνε με την ομορφότερη μουσική όταν προσκρούουν πάνω στα βράχια και στις νησίδες.

(ΤΕΛΟΣ)

Πέτρος Σκυθιώτης, «Της πολύ μικρής οθόνης»

$
0
0

 

1.

Η γραφή είναι όπλο
γι’ αυτούς που ξέρουν να διαβάζουν
Η αυτόματη είναι πυρηνικό
Κάθε που σκάει ο αντιδραστήρας
οι φίλοι φεύγουν ακαριαία
κι οι καινούριοι βγαίνουν ακόμα πιο
ελαττωματικοί

ενώ οι ηλίθιοι βάζουν τα γέλια

 

2.

 Ήταν μια εποχή που ολόγυμνοι
ανάμεσα σε χιλιάδες πράσινα δέντρα
και ηλίθια πουλιά
σηκώναμε τα χέρια και ταξιδεύαμε
προς εκείνες τις κόκκινες θάλασσες
του μέσα τοπίου
κι όσο ματώναμε τόσο περισσότερο
έλαμπε
ο μπάσταρδος ο ήλιος

 

 

 

3.

 Ο στίχος μιλούσε για επανάσταση
οι μουσικοί πήραν έκαστος χίλια τη βραδιά
επειδή
έπαιξαν σωστά τις διασκευές
και διασκέδασαν τον κόσμο από κάτω
που σίγουρα κάτι θ’ αγόραζε τις επόμενες μέρες
απ’ τους χορηγούς
ο στιχουργός κάπου μακριά μιλούσε για επανάσταση
κι ίσως να ‘χει πεθάνει τώρα
-κανείς δεν ξέρει-
κι αυτός
κι αυτή

 

 

4.

Ανοίγει σαν λουλούδι η μέρα
κι απ’ τα πέταλά της τρέχουν
ρυάκια
οι μυρωδιές και τα χρώματα
βάλθηκε να μας καυλώσει
η άνοιξη
η καριόλα cockteaser

 

5.

Τα όνειρα
σαν τα ρούχα τα παιδικά
αλλάζεις αλλάζεις κι έρχεται η στιγμή
που πια δε χωράς

όσο αγαπημένα κι αν
ήταν

 

 

6.

Μια αβέβαια
συνθήκη ισορροπίας
εγγυάται τη ζωή μας

προχωράμε βαστάζοντες κλειδιά

βασταζόμενοι από πόρτες

 

 

7.

 Ψάχνοντας για ώρες με προτεταμένα χέρια…

έεεεει εσείς οι αόρατοι!
παίζουμε κρυφτό ή την τυφλόμυγα;

 

8.

Προς απογοητευμένους χασικλήδες:
στις διαφημίσεις να προσέχετε κάτω κάτω
και τα μικρά γράμματα

\”ο παράδεισος είναι ένα τσιγάρο δρόμος

μετ’ επιστροφής\”

 

 

9.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

«Όλη αυτή είναι η περιουσία μου..!»

της φώναξε
δείχνοντας μια βιβλιοθήκη χειρόγραφα
και βιβλία

εκείνη
τον κοίταξε πικραμένη

το ίδιο κι εκείνος

και ξάπλωσαν μαζί
πάνω στο γραφείο
αυτός
κι η κατακόκκκινη

καρδιά του


Massimiliano Damaggio, «Πορτρέτο μιας πόλης»

$
0
0

θα υπάρχει πάντα ένας, κάποιος
που θα κατεβαίνει την Θεμιστοκλέους
στο χλιαρό αέρακι, κάτω από τα δενδράκια
που δεν παίζουν, το καλοκαίρι - σύντομα φύλλα
της σιωπής στο φως του μεσημεριού - κάποιος
ξεχασμένος πίσω από το πάγκο, γιατί
ο πόνος είναι παράδοση να σεβόμαστε
- και θα κατεβαίνει με προσοχή τα σκαλοπάτια, κομμένα
στα δυο από τη κίτρινη σκιά των λαμπάδων
και θα πέφτει, όπως έπεσα τη νύχτα αυτή εγώ
στη ζεστή αγκαλιά μιας ασφάλτου

θα υπάρχει πάλι ένας, σε αυτά
τα πεντακάθαρα απογεύματα, σαν το μωρό
που κοιτάζει, που θα είναι
κολλημένο στο τιμόνι, εκεί όπου τελειώνει
το Ποτάμι, και ο δρόμος
πετάει πάνω από τη θάλασσα, κάποιος
θα αποφασίσει να μην στρίψει, όπως θα έπρεπε
να κάνω εγώ, για να μένω εδώ, οριστικός
πολίτης του φαλήρου

ένας, κάποιος, θα σταματήσει
στο Θησείον, καθώς κάνει κάτι, μια δουλίτσα
τον νοέμβρη τον ζεστό, τον σκιερό, τον γεμάτο
από τραπεζάκια, τελευταία στρατιωτάκια της Αντίστασης
σε χρόνο, γραβάτα, παραγωγή: από μια πλευρά
ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος από την άλλη, παράγουν
λόγο, και αίσθημα, και εκκρεμότητα

λόγος, αίσθημα, εκκρεμότητα
του χρόνου, στο κουτσό το τραπεζάκι,
δυο καρέκλες, στου Μεταξουργείου το βράδυ
θα έχει έναν, κάποιος που θα κοιτάξει
από μια τεράστια απόσταση
τα χνάρια του, ξαπλωμένα
στον χρόνο που περπάτησε: ήταν
μικρός, αλλά φαινόταν
μακρύς - έχει κάτι καλύτερο
παρά να τον μοιραστούμε μπροστά σε μια μπίρα, όλοι
τη νύχτα;

όλη τη νύχτα, όλα τα χρόνια, όλο το χρόνο
μέχρι να φανούν οι αρχαιολόγοι, οι
ιστορικοί, σαστισμένοι, κάτω από μια πέτρα
θα προσπαθήσουν να αποκρυπτο-
γραφήσουν κόκκαλα, πράγματα, σημειώσεις
που δεν θα έχουν πια το όνομά σου

που θα έιναι, πάλι, όπως πάντα,
η αθήνα

Λίλιαν Χαρασίμου, «στο ψυχομετρικό σαδισμό των επισήμων» (Ανοικτή Επιστολή)

$
0
0

 

Κοντεύω να κλείσω χρόνο που επιτέλους αναπνέω, ώρες ώρες με πιάνει τρόμος πως πάλι θα εξαφανιστώ για αόριστο χρόνο κι όμως τότε ίσως για κάποιους να είμαι πιο αποδεκτή. Πόσα χρόνια η ανάμνηση του εαυτού μου να λείπει, να είναι εξ ορισμού λάθος, άρρωστη, βιολογικά ανισσόροπη. Κι όσες φορές θέλησα να πάψω να υπάρχω δεν ήταν άρνηση της ζωής αλλά της ανυπαρξίας. Πόσο να αντέξεις να είσαι μια διεκπεραίωση της ζωής; Ύπνος, φαγητό, φάρμακα και οι αποφάσεις να μετατρέπονται σε διαρκή ερώτηση αποδοχής, όλα είναι υπό έλεγχο και τελικά παρεπιπτόντως σαν ένα τυχαίο λάθος, για ένα δευτερόλεπτο, νιώθεις ότι δεν υπάρχεις δεν είσαι εσύ, αλλά ένα αντικείμενο που τρέφεται, μετακινείται, καθαρίζεται, στολίζεται, νιώθει τα πάντα διυλισμένα σε πλαστικό, σίγουρη λύση, για να μην σπάει, κι όμως εγώ δεν θέλω να είμαι ασφαλής, θέλω να νιώθω, τη φρίκη και τη χαρά, να είμαι ζωντανή όπως συνήθιζα δηλαδή μέχρι τη διάγνωση της ζωή μου. Κι όταν ξεπήδησε ξανά ο θάνατος, τον διώξανε οι άνθρωποι κι όχι τα αντικαταθλιπτικά ανίκανα να αντιμετωπίσουν την απελπισία του απόβλητου, του μη προσιτού του διαρκώς περιπλανώμενου, του παρατηρητή σαν τότε στο σίριαλ του ‘80, να κοιτάζω από το τζάμι τον παραλογισμό πάντα απέξω μα πάντα εγώ η παράλογη είτε αδυνατώντας να μείνω αδρανής να φέρνω μια πρόσκαιρη καταστροφή, πιστέψατε με τίποτα δεν θα μπορούσε να οριστικοποιηθεί εάν επιλέγαμε την κίνηση και όχι τη σωτηρία.

 
Και η ζωή; Μου; Ποσό να κρατήσει; Βαριέμαι αφάνταστα συνήθως κι όμως πάντα ονειρευόμουν ένα ένδοξο θάνατο άλλων εποχών, ήταν δεδομένος, τι πλάκα! κι όμως ο θάνατος να παραμονεύει υποχθόνια καθιστώντας σε απλά αόρατο, στιγμές; Η για πάντα; ζώντας νομίζουμε θα λυθεί το αίνιγμα; Η απλά μιλάμε για ένα ανεξάντλητο χτύπημα του κεφαλιού στον τοίχο; Φυτεύοντας ευτυχώς πότε και πότε τίποτε ανακουφίζεται κανεις. Κι η ζωή μου; Από γεννησιμιού κρίθηκε λάθος αλλά ενδιαφέρουσα για λογοτέχνημα και σταθηκα τόσο ηλιθία που το πίστεψα πως ναι όλοι πρέπει να είμαστε να προσπαθούμε να γίνουμε αποδεκτοί, μα αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, έτσι δεκτηκα το παράλογο, όχι συνειδητά μα μες στη καθημερινότητα και οι ασυνείδητες αντιστάσεις έκρυβαν και άλλες διαγνώσεις κι όμως εγώ πάντα να ντρέπομαι για τη διαρκή απουσία μου.

 
Κι όμως γυρνώντας πίσω καταλήγω πως ίσως η διαφορά που με χαρακτήρισε ασθενή είναι πως από παιδί έμαθα να υπάρχω με ένα, δια παντώς για κάποιους, μη συνήθη τρόπο. Ευτυχώς μπροστά στην συνήθη πραγματικότητα υπήρχε για μένα σωτήρια η επινόηση μιας άλλης. Και πόσο θα θελα να τη συμβιώσω μα αυτό γίνεται μόνο εν μέρει, έστω αυτό μου έσωσε τη ζωή, υπήρξε ο τόπος και η συμπαρουσία, η εμπιστοσύνη, όπως έρχεται μερικές φορές απρόσκοπτα και απρόοπτα και αυτό αρκεί για να συνεχίσεις να αγαπάς τον κόσμο τη ζωή.

Άλλες πάλι φορές όταν η αδυναμία επιβίωσης σε μετατρέπει σε ξένη αναρωτιέμαι φταίει πάλι η βιολογική μου ασθένεια ή κάποια απαγορευμένη έννοια; Που όταν την ξεπερνώ οικονομικά θεωρούμαι έστω υποφερτά υγιής και όταν ξαναγυρίζω πάλι έκθετη; Τι με στέλνει στο ψυχιατρείο, η αρρώστια μου; ή η διάγνωση της; μήπως ο πραγματικός κόσμος; Πού με οδηγεί σωτήρια να επινοήσω έναν μικρό Οδυσσέα γεμάτο αιώνια εμπιστοσύνη στη ζωή που θα λέει πάντα πρόσχαρος σας αγαπώ, είστε φίλοι μου, ξεκουραζόμενη έστω στα ψέματα νοιωθοντας απόλυτη εμπιστοσύνη διαμέσου, γινόμενη αφελής, για όσο χρειαζομαι να το πιστευω, πως η αθωοτητα αυτου του παιδιού θα βρει τρόπο να παραμείνει ζωντανή, θα διαχυθεί, έστω το τελευταίο δευτερόλεπτο της ανθρωπότητας.

 
ΑΛΛΩΣΤΕ έχω φτάσει τόσες φορές στην απελπισία και πάντα τα κατάφερνα, όμως κάποιες δεν τα κατάφερα και αυτός ο δρόμος είναι διαρκή απειλή όταν τα πράγματα είναι δύσκολα μετά είναι επί μακράν σίγουρη η αποτυχία σου σε οτιδήποτε αυτό το άλυτο πρόβλημα είναι πάλι στο προσκήνιο η μαμά σου; Ευτυχώς δεν είναι πια είναι όλα τόσο αβέβαια που ένα τυχαίο γεγονός σου εκτινάσσει τον εγκέφαλο το ξέρω πάντα έτσι είναι όλα αβέβαια αλλά ώρες-ώρες δεν αντέχω την απελπισία να είμαι ολομόναχη έστω στα πρακτικά τα τόσα χιλιάδες πρακτικά που νομίζω πάντα ότι θα τα καταφέρω παρόλα αυτά ξέρω ότι αν προσπαθήσω θα τα καταφέρω και μόνη μου ως συνήθως αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι για τους συνήθεις αυτό είναι περίεργο ίσως και απωθητικό δεν μπορώ να κάθομαι να κάνουν άλλοι τις δουλείες μου τουλάχιστον αυτές που ξέρω να κάνω και μετά όταν πλέον δεν γίνεται και άλλο να παριστάνω το Σούπερμαν είναι λογικό να απαντήσω στην αναισθησία της αγνοίας και του όλα είναι εύκολα όταν τα κάνουν πάντα άλλοι μαλάκες αντί για σένα: «εμείς η πλέμπα βάζουμε και τα μωρά μας σε αναξιόπιστα οχήματα μάλιστα αν δεν μπορούμε να σηκωθούμε καθόμαστε όρθιοι. Φώναξε την υπηρέτρια να σου κάνει καλύτερη σπανακόπιτα» ή «αγνοείς τη συμπόνια απλά επειδή δεν έχεις εμπειρίες»,  είμαι σίγουρη όμως πως ούτε αυτές οι φράσεις λύνουν κάποιο πρόβλημα, η αγνοία της αναισθησίας τους είναι αμετάκλητα εδραιωμένη, ακόμα και αν εκτονώνομαι μετά ξαναρχίζει η ιστορία αφού εγώ ξαναρχίσω αυτή τη γαμμημενη ιστορία. Δεν μπορώ να ισορροπήσω στην ανισορροπία έστω σεβάσου πως ακούω, βλέπω.
Ωραία! Ωραία! μου επιδείξανε τα σπίτια τους τις κομματικές τους γνωριμίες παραπονεθήκανε για τους υπηρέτες τους «είναι αργοί δεν πετυχαίνουν την σπανακόπιτα» μαζί με την φροντίδα του παιδιού τους και την καθαριότητα του σπιτιού τους «αν την έκαναν εκείνοι θα τελείωνε γρηγορότερα» γιατί δεν δοκιμάζουν. Μόνο η προσομοίωση πιστεύω θα έφερνε αποτέλεσμα μάλλον σκέφτηκα μέθοδο βασανισμού ποιος θα ορίζει τον χρόνο και τον τύπο της προσομοίωσης έστω να μην με προσβάλουν κατά πρόσωπο και ούτε να το καταλαβαίνουν.

 

 
Η φράση «ο καθένας όπως είχε συνηθίσει» μου διαλύει ακόμα τον εγκέφαλο δηλαδή ζούμε σε κάστες; Εγώ διαρκώς πρέπει να κάνω και το μαλακά αφού είμαστε κυρίως ηθικά μα και ταξικά εχθροί πόσο στο διάολο να μας ενώσει η συγγένεια και επιτέλους τα ρουχαλάκια σας δεν τα φοράω έστω δεν είναι πρακτικά οδηγώ μηχανάκι πρέπει σώνει και ντε να σας μοιάσω αν εσείς σιχαίνεστε την γάτα μου εγώ την συμπεριφορά σας απλά είπα να προσπαθήσω να καταλάβω να μην ζω σε μικρόκοσμους να μην έχω μονομανίες όμως ο δικός σας μικρόκοσμος είναι μικρότερος σε μέγεθος και οι μονομανίες σας διαρκώς αγοράζονται τόσα έξοδα που χρόνος για κάτι. Ευτυχώς ακούω και βλέπω μιας και αν πάω να μιλήσω πέφτετε σαν τα όρνια Μια φορά να βρω τι δύναμη να φωνάξω ΣΚΑΣΜΟΣ
Λίγη σιωπή να μιλήσω και να σωπασω όταν πιστέψω ότι τα είπα όλα.
Όμως ΟΧΙ πια ο χρόνος σας τώρα τελείωσε. Έτσι κι αλλιώς είχατε τόσο χρόνο να μιλήσετε για κάτι, από μένα τουλάχιστον τον είχατε όπως και από τόσους άλλους που καθημερινά προσπερνάτε πατώντας τους μαζικά τόσους άλλους… άλλωστε πόσο εξαιρετικά χρήσιμη αποδεικνύεται πάντα και ιδιαίτερα για σας και τους σαν και σας η φράση (μα ποιος πηρέ την ευθύνη να γράψει αυτή την φράση) ο καθένας είναι υπεύθυνος για την Ζωή του και γιατί δεν την δέχεστε να την χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος για εσάς ας πούμε εγώ όταν επιτέλους είπα ότι εσείς και μόνο επιλέγετε να ασχολείστε μόνο με πράγματα που έχουν υλική αξία και όχι με αλλά γιατί λέτε πως δεν περισσεύει χρόνος πως περισσεύει πάντα σε όλους τους περισσοτέρους που ζουν μόνο με το ελάχιστο υλικό διαμεσολαβητή και ποιος είναι ο τυχερός ποιος ο άχρηστος ποιος ο εγκληματίας ποια είναι η ζωή
η δική μου πραγματικότητα σας απωθεί κι όποιος ήρθε στο βουνό ήταν μόνο για μια φορά, και τα μούτρα του ως το πάτωμα και τα χέρια σφικτά στη μέση και όσες έχω έρθει εγώ στο βουνό σας, εσείς βλέπετε μόνο τις καφετερειες και χαμογελάω και κάνω κουβεντούλα έχω πάθει ηθική βλάβη τι μου ζητάς κροποτκιν ηρθε στη μόδα; Τότε γιατί με τόση αηδία φυλλομετράς αόμματα τις σελίδες και το πετάς στο τραπέζι γιατί μου το ζήτησες σου είπα τίποτα για τον κουκουλοπουλο απλά έκανα μια βόλτα να προσπαθήσω τη συγγένεια στα γεράματα. Είμαι μαλακας!!! Όταν κάποιος τα έχει όλα έτοιμα απλα δεν μπορεί να καταλάβει. Άλλα έτσι κι αλλίως είμαι και θέλω να «έιμαι» ένα λάθος γιατί δεν έχω παντρευτεί δεν έχω δωσει νοημα στη ζωή μου με έναν τυχαίο καφρο να γεννοβολάω γιατί δεν έχω το ιδανικό βάρος γιατί δεν έχω το ανάλογο εισόδημα τη γυναικεια συμπεριφορα. Κι εσυ μου απαντας «φορεσε κανενα γυναικειο παπουτσι, ασχολησου λιγο με τα νυχια σου» εχω τρελαθει μακαρι να ημουν κουφη μονο να βλεπω όπως η φωτογραφικη μηχανη μου τους ανθρώπους, τις πετρες και τα φυτα, τις γεννησεις, τα παιδία και τα δεντρα,το νερο, τα συνθηματα: «ΖΩΗ ΟΧΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗ»/ «ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΤΑΡΤΑ».

 

 

 

 

 

 

 
Όχι απλα μου αρκει ετσι, υπαρχω γιατι υπαρχουν κι αλλοι, κι αλλοι… κι ας μην συναντηθηκαμε, πορευομαστε παραλληλα. Τι κρίμα που δεν είχα αορατη κάμερα να καταγράψω αυτά που είδα θα μπορούσε να γίνει καταπληκτική παράσταση. Η μέρα που ο παππους ήταν στο σπίτι νεκρός και περίμενε να τον θάψουνε την επόμενη. Η συγκέντρωση των τοπικών πασόκων με αυτή τη διακόσμηση ήταν καταπληκτική ουισκάκια, ψηφοδέλτια και τηλέφωνα σε ψηφοφόρους το αηδιαστικο κάδρο με τον νικόλα να φιγουράρει πάνω από το αχρησιμοποίητο πιάνο αν μπορόυσα να βάλω στη φωτογραφία και το πλαστικο διακοσμητικό τοιχου με τα αρχαιοελληνικα κολωνακια απλα τέλειο. Και ο παππούς μπλαβής σαν βρικόλακας μάλλον φάνηκε ο πραγματικός εαυτός του σίγουρος αφού οι τηλεοράσεις και η καθρέφτες είχαν σκεπαστεί πως τι γλύτωσε από το διάβολο. Την είχε ήδη πατήσει εν ζωή επονται οι ακολουθοι του. Το τι μαλακία έκανα και ένιωσα συναισθήματα για αυτό το γεροντάκι το δικαιολογώ γιατί μάλλον όλοι οι ανήμποροι στολίζονται με ένα πέπλο. Το ότι έδωσα την ευκαιρία σε αυτό το γέρικο πρώην κάθικι να δικαιωθεί σε αυτούς που υπολόγιζε χωρίς να έχει καταβάλει καμία προσπάθεια μετά το σκέφτηκα του πέρασε ποτέ από το μυαλό η θύμηση της υπογραφής για τα ηλεκτροσόκ μακάριοι αναπαύονται οι ευυπόληπτοι πωλητές και τους χεζουνε ευτυχώς και τα σκουλήκια. Το τι σημαίνει  «νοιάζομαι, είμαι υπεύθυνος για κάτι», ο καθένας έχει την ευκαιρία ερχόμενος στη ζωή να το μάθει μερικοί απλά το προσπερνούν εξαίρεση για ότι τους ανήκει κατά το νόμο. Όποτε ήρθα στην πόλη σας, παρεστησα αμίλητη, επί της ουσίας διακοσμητικο και αναλαμβάνω την ευθύνη για αυτό, προϊόν επίδειξης σε όλη την πόλη νόμιζα πως θα ακολουθούσε κάτι πιο ουσιαστικό, τίποτα μόνο τρίχες εγώ πάντως δεν συστήνομαι έτσι να το ξεκαθαρίσω έχω σκεφτεί και το καταπληκτικό συνδυαστικό επίθετο «ασημόχαρτο« ή και χαρτόσημο» για να αποφεύγω τους απανταχού φετιχιστές της κυριακάτικης προσφοράς απλά απολαμβάνετε τη συγγένεια με ένα σταρ, νομίσατε μετά θάνατο σημειώνω. Και μόνο εκείνη η αμνημόνευτη γνωριμία με τον πανηλιθιο εθνικιστή θαμώνα τοπικού καφενείου αρκεί, ο Νικόλας δεν πρόβαλε ποτέ την τυχαία εθνικότητα του ως ιδιότητα τώρα τι πιστεύουν αυτοί που τους βολεύει αλλιώς, βάζουν και πεταχτή διαφήμιση στο ιντερνετ και γω αιωνια τροτσκιστρια εχοντας χεσμένους ολους τους ηρωες της επανάστασης, εστω επιλεκτικά αιώνια ημιαμορφωτη, εκφραζομαι συναισθηματικά κανοντας επαναληψη το ΕΑΜ ΕΛΛΑΣ ΟΠΛΑ.

 

 

 

 

Τι ωραία να ήμασταν μαζί με τον Νικόλα και στη μεταγενέστερη συνάντηση στο «μοιρολόι του παππού» με τον κουκουλόπουλο ε ρε κάτι μπάτσες που θα χε φάει και μετά παρεουλα στο ψυχιατρείο. Και εσείς με τους γιατρούς να κανονίζετε εναίσιμη αγωγή ο ασθενής αντιστέκεται αρνήται να δει το πρόβλημα του σούπερ και το κεφάλι σας ήσυχο όπως πάντα. Όταν έχουν τελειώσει οι ευκαιρίες μας μένουνε παλιές φωτογραφίες όμως η αγάπη και η εκτίμηση είναι σιωπηλά συναισθήματα που στηρίζονται σε απλές χειρονομίες χωρίς κόστος και οι λέξεις συνήθως αποδεικνύονται ανεπαρκείς ομως οι παρακάτω θα είναι αιωνια ηληθιες. Ο κόσμος του μικρού αδερφού. Χιλιάδες αντικείμενα σωρευμένα και κρυμμένα το ένα από το άλλο ρημαγμένα στο πάτωμα περιλουσμένα με σαπισμένα φαγητά σε χαμένα τάπερ φίλων, ρούχα και αυγά κατσαρίδας σε μια διασκορπισμένη συμπαγή μάζα με τη χαρακτηριστική μυρωδιά αυτού του αηδιαστικού χόρτου και της της αιώνιας βρώμας που επέστεψε και ξαναεπέστρεψε και αναγεννάτε διαρκώς γεννημένη στο πιο τρυφερό παρελθόν φύτεψε το σπόρο της τέλεια και βρήκε συνοδοιπόρους τώρα στην πλήρη κατάρρευση φασιστοειδή νέου τύπου με έδρα στη βουλή που δεν αντιλαμβάνονται την ιστορία που ξεπετάγεται από τα μπάζα του κληρονομημένου σπιτιού. Εργατικές του νέου κόσμου ένα ρημαγμένο εν γένει σπίτι με βασικό κάτοικο και διαμορφωτή της πραγματικότητας φανατικό κομμουνιστή που τήρησε με ευλάβεια τη συνδρομή στην κουμμουνιστική επιθεώρηση, προσπάθησε να μελετήσει φιλοσοφία και επιστήμη κρατώντας μεθοδικά σημειώσεις, επεκτάθηκε στα ιερά και όσια πάντα κριτικός στα χειρόγραφα του μα πάντα διαφορετικά παρόν σε αυτό το σπίτι, ο πρώτος γιος του, πατέρας Δημήτρης, σαν να βρήκε το καθαρό νόημα όλων αυτών και ότι ξέρω για αυτόν πως ήταν σποροφάγος το 80, οικοδόμος και στις φωτογραφίες γλυκός και ήρεμος σε βουνά και θάλασσες, την ιστορία του πρόλαβε τροχαίο, τα αλλά παιδιά μικρότερα, ο Γιάννης πάντα χαμένος, αμίλητος με το αιώνιο αμφιταλαντευμα των ψυχοφαρμάκων να εμφανίζεται τόσο αόρατα που κανείς δεν τον έχει δει ακόμα χαμένο πλέον μόνιμα, σε δωμάτιο στο Δαφνί, με επιστημονική διάγνωση και χορήγηση, οριστικά χαμένος στον τρόμο, ο Άκης, ο μικρότερος, ο φυτευτής της ναρκοκουλτούρας και των ηλεκτρονικών στο μικρό ανιψιό, μα πρώτα στον εαυτό του, με τη βοήθεια του παππού-πατέρα αγοραστή και εφαρμοστή. Το σπίτι πάντα κατέρρεε και αυτό έγινε στην πραγματική ζωή με το μέλλον να προσφέρει νέες ευκαιρίες, ροζ τηλέφωνα για μαλακία, σεξ σοπ για πήδημα με κοπέλες που διώχνονται και τώρα φασιστοειδή να προσφέρουν τσάμπα μαστούρα και ω τι ευτυχία εργασία σε εικόνα ανθρώπου που μόλις μια βδομάδα το σκασε από το Άουσβιτς, να προσφέρει υπηρεσίες επανδρωμένων συστημάτων ασφαλείας, τι καλά που η νεράιδα από την Ουκρανία επέστεψε στον τόπο της μετά από αποτυχημένες ευτυχώς, απόπειρες αυτοκτονίας, τι χαρά η γνωριμία με τυπικούς, συνήθεις δηλαδή, Έλληνες πλούσιους και άπορους που ούτε αντιλήφθηκαν τα δώρα της, ποιος ξέρει μια επιδίωξη καταξίωσης ή έστω ο φόβος της ανεργίας του αγαπημένου μου, πάντα, μικρού αδερφού, μπορεί να την οδηγούσε στην πορνεία. Και τόσα εκτρώματα που βρίσκονται εδώ μέσα, η πραγματική ντροπή του κόσμου, η υστερία δηλαδή μπροστά στο τι θα πει η γειτονιά από το χτύπημα της πόρτας, που δεν έχει πόμολο κι όχι εύρεση του, η λάμπα που ίσως και να αλλαχτεί από τυχαίο περαστικό στο μπάνιο και την κουζίνα σε 2,3,4 ποιος ξέρει χρόνια, η βρώμα που δεν φαίνεται αλλά ξεπετάγεται από την οσμή, όταν ανοίγει η πόρτα, δεν ενοχλεί τους αξιοσέβαστους γείτονες, ενός Έλληνα σεκιουριτα, που θα ψοφήσει άγνωστο πότε αγνοημένος η περισσότερο, αγνοώντας ο ίδιος διαρκώς τον εαυτό του, μη αντιλαμβανόμενος την πραγματικότητα, χαμένος στη μαστούρα, χτίζοντας διαρκώς ιδανικές, μα σε διαρκή πόλεμο πολιτείες, μην αντιλαμβανόμενος καν την αντίφαση, τι κρίμα δεν πρόλαβαν οι νέοι φίλοι να εξαφανίσουν όλη του τη φάρα πριν γεννηθεί σώνοντας τον από την κόλαση του εαυτού του.

 

 

 

 
Και γω απεγνωσμένα φεύγω για οπουδήποτε, ποτισμένη από τη μυρωδιά και τι φρίκη της, για άλλη μια φορά νοιώθοντας τι ματαιότητα των λύσεων μου, φεύγω αφού ξανάνιωσα τον παιδικό τρόμο της νύχτας και την ασφυξία, ευτυχώς αλώβητη από τα εγκαύματα χλωρίνης και αναισθησίας, προστατευμένη πάντα και δια πάντως, ακόμα και μόνο από την ηχώ της φωνής των «άλλων» ανθρώπων και των τριών σωματοφυλάκων που δεν φάγανε τις σάρκες τους σε αυτό το δωμάτιο μα κιόλας με φρόντισαν όπως πάντα «ο μαύρος πάνθηρας, το κουνέλι του Πάσχα και η πινέζα πετρακι» δεν ξέρω αν πια θα τον περιμένω γιατί κι αυτός ποτέ δεν ήρθε, μα ούτε που με κάλεσε ποτέ, επιλέγοντας να αναστήσει μόνο την κόλαση του παρελθόντος, διαλέγοντας μόλις τώρα ολοκληρωτικά και τη γλωσσά των ανθρωποφάγων και αν κάτι με κρατάει ξανά και ξανά είναι η ιδανική εικόνα που πάγωσαν οι παιδικές φωτογραφίες, μετά από ένδοξες ληστείες μακαρονιών και οσπρίων της μαμάς, ευτυχώς προλάβαμε να ζήσουμε, πριν έρθουν βροντοφωνάζοντας, οι απανταχού φύλακες του νόμου και τάξης. 2012-04-29: έχω φτάσει τόσες φορές στην απελπισία και πάντα τα κατάφερνα, όμως κάποιες δεν τα κατάφερα και αυτός ο δρόμος που οδηγεί στo διάλειμα του ψυχογραφηματος είναι διαρκή απειλή όταν τα πράγματα είναι δύσκολα μετά είναι επί μακράν σίγουρη η αποτυχία σου σε οτιδήποτε αυτό το άλυτο πρόβλημα είναι πάλι στο προσκήνιο η μαμά σου; Ευτυχώς δεν είναι πια «Η πετρα είναι ο θανατος η πετρα είναι η ζωή μου…στην πετρα σπαει η φωνή μου…η πικρα αυτή της μανας μου είναι η πηγή του κόσμου» είναι όλα τόσο αβέβαια που ένα τυχαίο γεγονός σου εκτινάσσει τον εγκέφαλο το ξέρω πάντα έτσι είναι όλα αβέβαια αλλά ώρες-ώρες δεν αντέχω την απελπισία να είμαι ολομόναχη έστω στα πρακτικά τα τόσα χιλιάδες πρακτικά που νομίζω πάντα ότι θα τα καταφέρω και τόσα σχέδια όλο σχέδια η φαντασία έχει όλο όνειρα παρόλα αυτά ξέρω ότι αν προσπαθήσω θα τα καταφέρω και μόνη μου ως συνήθως αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι για τους συνήθεις αυτό είναι περίεργο ίσως και απωθητικό δεν μπορώ να κάθομαι να κάνουν άλλοι τις δουλείες μου τουλάχιστον αυτές που ξέρω να κάνω και μετά όταν πλέον δεν γίνεται και άλλο να παριστάνω το σούπερμαν είναι λογικό να απαντήσω στην αναισθησία της άγνοιας και του όλα είναι εύκολα όταν τα κάνουν πάντα άλλοι μαλάκες αντί για σένα: «εμείς η πλέμπα βάζουμε και τα μωρά μας σε αναξιόπιστα οχήματα μάλιστα αν δεν μπορούμε να σηκωθούμε καθόμαστε όρθιοι. Φώναξε την υπηρέτρια να σου κάνει καλύτερη σπανακόπιτα» «αγνοείς τη συμπόνια απλά επειδή δεν έχεις εμπειρίες» είμαι σίγουρη όμως πως ούτε αυτές οι φράσεις λύνουν κάποιο πρόβλημα, ακόμα και αν εκτονώνομαι μετά ξαναρχίζει η ιστορία αφού εγώ ξαναρχίσω αυτή τη γαμημενη ιστορία. Δεν μπορώ να ισορροπήσω στην ανισορροπία έστω σεβάσου πως ακούω, βλέπω Ωραία! Ωραία! μου επιδείξανε τα σπίτια τους τις κομματικές τους γνωριμίες παραπονεθήκανε για τους υπηρέτες τους «είναι αργοί δεν πετυχαίνουν την σπανακόπιτα» μαζί με την φροντίδα του παιδιού τους και την καθαριότητα του σπιτιού τους «αν την έκαναν εκείνοι θα τελείωνε γρηγορότερα» γιατί δεν δοκιμάζουν. Μόνο η προσομοίωση πιστεύω θα έφερνε αποτέλεσμα μάλλον σκέφτηκα μέθοδο βασανισμού ποιος θα ορίζει τον χρόνο και τον τύπο της προσομοίωσης έστω να μην με προσβάλουν κατά πρόσωπο και ούτε να το καταλαβαίνουν. Η φράση «ο καθένας όπως είχε συνηθίσει» μου διαλύει ακόμα τον εγκέφαλο δηλαδή ζούμε σε κάστες; Εγώ διαρκώς πρέπει να κάνω και το μαλακα αφού είμαστε ηθικά και ταξικά εχθροί πόσο στο διάολο να μας ενώσει η συγγένεια και επιτελούς τα ρουχαλάκια σας δεν τα φοράω έστω δεν είναι πρακτικά οδηγώ μηχανάκι πρέπει σώνει και ντε να σας μοιάσω αν εσείς σιχαίνεστε την γάτα μου εγώ την συμπεριφορά σας απλά είπα να προσπαθήσω να καταλάβω να μην ζω σε μικρόκοσμους να μην έχω μονομανίες όμως ο δικός σας μικρόκοσμος είναι μικρότερος σε μέγεθος και οι μονομανίες σας διαρκώς αγοράζονται τόσα έξοδα που χρόνος για κάτι. Ευτυχώς ακούω και βλέπω μιας και αν πάω να μιλήσω πέφτετε σαν τα όρνια. Μια φορά να βρω τι δύναμη να φωνάξω ΣΚΑΣΜΟΣ. Λίγη σιωπή να μιλήσω και να σωπασω όταν πιστέψω ότι τα είπα όλα. Έτσι κι αλλιώς είχατε τόσο χρόνο να μιλήσετε για κάτι από μένα τουλάχιστον τον είχατε και πόσες φορές δεν μίλησα μήπως και σας πληγώσω και πόσες φορές με πληγώσατε και απλά συνεχίσατε όπως και τόσους άλλους άλλωστε πόσο εξαιρετικά χρήσιμη αποδεικνύεται πάντα καιιδιαιτερα για σας και τους σαν και σας η φράση (μα ποιος πήρε την ευθύνη να γράψει αυτή την φράση, αναφέρετε σε αυτή την πραγματικότητα¨;) ο καθένας είναι υπεύθυνος για την Ζωή του και γιατί δεν την δέχεστε να την χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος για εσάς ας πούμε εγώ όταν επιτέλους είπα ότι εσείς και μόνο επιλέγετε να ασχολείστε μόνο με πράγματα που έχουν υλική αξία και όχι με άλλα γιατί λέτε πως δεν περισσεύει χρόνος πως περισσεύει πάντα σε όλους τους περισσοτέρους που ζουν μόνο με το ελάχιστο υλικό διαμεσολαβητή και ποιος είναι ο τυχερός ποιος ο άχρηστος ποιος ο εγκληματίας ποια είναι η ζωή η δική μου πραγματικότητα σας απωθεί μια φορά κατάφερα τον αδερφό μου να έρθει μια βόλτα στο βουνό και τα μούτρα του ως το πάτωμα και τα χέρια του σφικτά στη μέση και όσες έχω έρθει εγώ στο βουνό σας εσείς βλέπετε μόνο τις καφετερειες και χαμογελάω και κάνω κουβεντούλα έχω πάθει ηθική βλάβη τι μου ζητάς κροποτκιν ηρθε στη μόδα? τότε γιατί με τόση αηδία φυλλομετράς αόμματα τις σελίδες και το πετάς στο τραπέζι γιατί μου το ζήτησες σου είπα τίποτα για τον κουκουλοπουλο απλά έκανα μια βόλτα να προσπαθήσω τη συγγένεια στα γεράματα. Είμαι μαλακας!!!. Όταν κάποιος τα έχει όλα έτοιμα απλά δεν μπορεί να καταλάβει. Άλλα έτσι κι αλλιώς είμαι «είμαι» ένα λάθος γιατί δεν έχω παντρευτεί γιατί δεν έχω το ιδανικό βάρος γιατί δεν έχω το ανάλογο εισόδημα τη γυναικεία συμπεριφορά. Κι εσύ μου απαντάς «φόρεσε κανένα γυναικείο παπούτσι, ασχολήσου λίγο με τα νύχια σου» έχω τρελαθεί μακάρι να ήμουν κουφή μόνο να βλέπω όπως η φωτογραφική μηχανή μου τις πέτρες και τα φυτά τις γεννήσεις τα παιδία και τα δέντρα το νερό τα συνθήματα: «Ζωή όχι επιβίωση». «ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΤΑΡΤΑ».

 
Μα τι μου λες φοράγαμε το ίδιο παντελόνι, μια φορά μπερδεύτηκα και νόμιζα πως μου έραψες το κουμπί, χάρηκα πόσο χάρηκα, απλά είχα φορέσει το δικό σου. Μεγαλώσαμε κι όμως αν είχε τύχει το ξέρω θα το είχες ράψει κι αυτό μου αρκεί. Όχι απλά μου αρκεί έτσι υπάρχω γιατί υπάρχουν κι άλλοι κι άλλοι κι ας μην συναντηθήκαμε. Τι κρίμα που δεν είχα αόρατη κάμερα να καταγράψω αυτά που είδα θα μπορούσε να γίνει καταπληκτική παράσταση. Η μέρα που ο παππούς ήταν στο σπίτι νεκρός και περίμενε να τον θάψουνε την επόμενη. Η συγκέντρωση των τοπικών πασόκων με αυτή τη διακόσμηση ήταν καταπληκτική ουισκάκια, ψηφοδέλτια και τηλέφωνα σε ψηφοφόρους το αηδιαστικό κάδρο με τον Νικόλα να φιγουράρει πάνω από το αχρησιμοποίητο πιάνο αν μπορούσα να βάλω στη φωτογραφία και το πλαστικό διακοσμητικό τοίχου με τα αρχαιοελληνικά κολωνάκια απλά τέλειο. Και ο παππούς μπλαβής σαν βρικόλακας μάλλον φάνηκε ο πραγματικός εαυτός του σίγουρος αφού οι τηλεοράσεις και η καθρέφτες είχαν σκεπαστεί πως τι γλύτωσε από το διάβολο. Την είχε ήδη πατήσει εν ζωή έπονται οι ακόλουθοι του. Το τι μαλακία έκανα και ένιωσα συναισθήματα για αυτό το γεροντάκι το δικαιολογώ γιατί μάλλον όλοι οι ανήμποροι στολίζονται με ένα πέπλο. Το ότι έδωσα την ευκαιρία σε αυτό το γέρικο πρώην κάθικι να δικαιωθεί σε αυτούς που υπολόγιζε χωρίς να έχει καταβάλει καμία προσπάθεια μετά το σκέφτηκα του περασε ποτε από το μυαλο η θυμηση της υπογραφης για τα ηλεκτροσοκ μακαριοι αναπάυονται οι ευηποληπτοι πωλητές και τους χεζουνε ευτυχώς και τα σκουλήκια. Το τι σημαίνει νοιάζομαι, είμαι υπεύθυνος για κάτι, ο καθένας έχει την ευκαιρία ερχόμενος στη ζωή να το μάθει μερικοί απλά το προσπερνούν εξαίρεση για ότι τους ανήκει κατά το νόμο
Όποτε ήρθα παρεστησα αμίλητη επί της ουσίας διακοσμητικο και αναλαμβάνω την ευθύνη για αυτό προιον επίδειξης σε όλη την πόλη νόμιζα πως θα ακολουθούσε κάτι πιο ουσιαστικό τίποτα μόνο τρίχες εγώ πάντως δεν συστήνομαι έτσι να το ξεκαθαρίσω έχω σκεφτεί και το καταπληκτικό συνδυαστικό επίθετο ασημόχαρτο ή και χαρτόσημο απλά βαριέμαι τη γραφειοκρατία
απλά απολαμβάνετε τη συγγένεια με ένα σταρ, νομίσατε μετά θάνατο σημειώνω.

 
Και μόνο εκείνη η αμνημόνευτη γνωριμία με τον πανηλιθιο εθνικιστή θαμώνα τοπικού καφενείου αρκεί ο Νικόλας δεν προέβαλε ποτέ την τυχαία εθνικότητα του ως ιδιότητα τώρα τι πιστεύουν αυτοί που τους βολεύει αλλιώς βάζουν και πεταχτή διαφήμιση στο ιντερνετ. Τι ωραία να μασταν μαζί με τον Νικόλα και στη μεταγενέστερη συνάντηση στο «μοιρολόι του παππού» με τον κουκουλόπουλο ερε κάτι μπάτσες που θα χε φάει και μετά παρεουλα στο ψυχιατρείο.
Και εσείς με τους γιατρούς να κανονίζετε εναίσιμη αγωγή ο ασθενής αντιστέκεται αρνείται να δει το πρόβλημα του σούπερ και το κεφάλι σας ήσυχο όπως πάντα. Όταν έχουν τελειώσει οι ευκαιρίες μας μένουνε παλιές φωτογραφίες όμως η αγάπη και η εκτίμηση είναι σιωπηλά συναισθήματα που στηρίζονται σε απλές χειρονομίες χωρίς κόστος και οι λέξεις συνήθως αποδεικνύονται ανεπαρκείς
Σκέψου έναν τόπο η ότι θες που σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια. Πόσο ανασφαλή μπορεί να σε κάνει μια άσκηση με καλό σκοπό. Υπήρχε αυτός τόπος και είχε συνδεθεί ξεκάθαρα με αυτή την αίσθηση τυχαία;  Καταστράφηκε; Και κείνος από τους κανίβαλους; Πόσο βολέψανε τα παιδικά τραύματα την αδιαφορία για το σήμερα και τι απλό και συνάμα θαυματουργά οικονομικό οι κάθε είδους διαγνώσεις, βαρέθηκα. Αδυνατώ απλά να ζήσω χάνοντας τη ζωή μου με εκείνους που επιλέγουν τη μη συναισθηματική εμπλοκή, αν χάσω όμως το μοναδικό αυθόρμητο μου χάρισμα τι απομένει;  ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ παρα να κανω τον κλοουν παντα καπου αλλου που χρονος για παραστασεις, ετσι κι αλλιως ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ το ποιος είναι ο τυχερός είναι αποψη αλλου και εγω απλα κανω την πλακα μου θαβοντας ισως για 100στη φορα τον πυροβολημένο μου σκυλο, υποψηφόντας το ψυχογράφημα παντα απροετοίμαστη θα αρνούμαι σε κάθε σκυλο που φυλάει τα αφεντικά μου να εμπλακεί επισημα στη ζωή μου, ετσι κι αλλιως εγω απλα ειμαι η λιλλιαν δεν παρεστησα κατι άλλο στο θεατρο των σκυλων παρα υποσυνειδητα οι χριστιανοι ουτοπιστές θα ψυχογράφουν και γω προσκυνόντας την αιωνια αντιφαση ενός απλου κλοουν.

«Ο μονος τρόπος να νοιωσει κανεις αξιοπρεπης είναι ρισκάροντας την προσωπική του ύπαρξη και όχι εκ του ασφαλούς κάποιου άλλου και υπάρχουν πάντα αμέτρητες ευκαιρίες να προσφέρει έστω στη βια καποιος τον εαυτό του για να υπερασπιστεί κατι ευρύτερο και πιο αδύναμο, παρόλα αυτά και εγώ είμαι ένοχη υπογράφοντας διαρκως την άρνηση της ζωης μπροστά στην επιβίωσή της».

****

Σημείωση: Οι «υπογραμμίσεις» είναι του Ποιείν.

Henry Lawson, Ποιήματα (μετφρ.-επίμετρο: Μαρία Ανδρεαδέλλη)

$
0
0

 

Όσα ποτέ δεν είπαμε

 

Πόσο όμορφοι οι αγροί το φθινόπωρο, με τον ήλιο ακόμα να λάμπει,
Μα εμείς σαν τυφλοί τ’ απαρνιόμαστε, γιατί ο θάνατος μέσα μας λάμνει·
Κι αν με κόπο τα χείλη μας σκάσουμε, κι αποδεχθούμε την εύθυμη μέρα,
Τα σωθικά μας βαριά ματώνουνε, γιατί δεν λέμε την αλήθεια ως πέρα.

Της αγάπης της πρώτης η φλόγα μας τέμνει, με το φως ριζωμένο βαθιά·
Κι απ’ το ψέμα του πόνου η αγωνία μας μένει, ο κόσμος μην δει την νυχιά.
Έτσι χρόνια η ζωή μας ξεφτίζει πίσω από μάσκες και ήχους γιορτής,
Καθώς η καρδιά μας από θλίψη σαπίζει, απ’ τις πράξεις αυτές της σιωπής.

Το μόνο που αντλούμε μια κουτή υπερηφάνεια, από ένα στήθος που σπάει η καρδιά·
Πόσο ο κόσμος θα έμοιαζε αλήθεια στα ουράνια αν φανερώναμε τα σωθικά!
Όμως ζούμε ανταλλάσσοντας τ’ ολοζώντανο ψέμα μεταξύ μας σαν κάτι ιερό,
Ενώ τρώει της καρδιάς μας τις χρονιές ένα-ένα, κάθε τι που κρατάμε κρυφό.

Θυσία το σώμα σε λερό βωμό γέρνει, ή ναό απώτερης γης,
Εις υγείαν των δογμάτων κρασί στα φέρετρα φέρνει, θεαθήναι μιας τάχα γιορτής·
Έτσι νικάμε κι αντέχουμε με μια ξέμακρη μνήμη, τα καταφέρνουμε παραδόξως καλά,
Όμως οι καρποί του αιώνα πεθαίνουν χειμώνα απ’ τον πάγο που σπάει την καρδιά.

 

*

 

Ο σύντροφος δεν κάνει ποτέ λάθος

 

Στο Hungerford μάθαμε το δόγμα,
Το δόγμα μάθαμε στο Bourke·
Το μάθαμε σε στιγμές καλές
Το μάθαμε από εμπειρίες πολλές.
Το μάθαμε στου λιμανιού την άκρη
Και στης ξερής λίμνης τη λάσπη:
«Ανεξαρτήτως τι ένα ταίρι φτιάνει,
Ένας σύντροφος ποτέ λάθος δεν κάνει!»

Σαν Βασιλιάς ως προς αυτά
(ότι κι αν κάνει δεν μετρά)
μοιράζεται αρχοντικά με θύελλα ή καλοκαιριά
Το Θρόνο της Ζωής με σε αγκαλιά.
Το μάθαμε σαν φυλακή βρεθήκαμε
Και μ’ αυτό σε τραγούδι ενωθήκαμε:
«Ανεξαρτήτως τι ένα ταίρι φτιάνει,
Ένας σύντροφος ποτέ λάθος δεν κάνει!»

Θα λένε πως είπε κουβέντα πικρή
Όταν λείπει ή έχει πεθάνει
Όμως μένουμε στη μνήμη του πιστοί,
Ασχέτως τι έχει πει.
Και δίχως ίχνος από δισταγμό
Χτυπώντας καίρια στο ψαχνό,
Τον συκοφάντη διαλύουμε με πάθος-
Ο σύντροφος δεν κάνει ποτέ λάθος!

 

*

Τελικά

 
Τ’ ανήσυχα φαντάσματα της Ωκεάνιας νύχτας, από πόλη κι ερημιά έχουν εκλείψει·
Το πνεύμα μου στην πρωινή δροσιά ζητάει να ξαναζήσει, παρότι πέθανε στο ήλιου τη δύση·
Το ποτάμι είναι βαθύ, τα ρεύματα ισχυρά, το χορτάρι πράσινο, φτάνει αρκετά ψηλά,
Κι έτσι ο κόσμος γαλήνια θα σκεφτώ ωραίος είναι τελικά.

Φως πάθους σε ονειροπόλα μάτια, και μια σελίδα αλήθειας αποστηθισμένη,
Απ’ το πνεύμα που νόμιζα νεκρό η άκρατη συγκίνηση καρδιάς ψυχρά μεγαλωμένη,
Ένα τραγούδι που ταξιδεύει στην καρδιά του συντρόφου, κι ένα δάκρυ περηφάνιας που κυλά–
Και η ψυχή μου δυνατή! και ο κόσμος για μένα ένας σπουδαίος κόσμος τελικά!

Άσε τους εχθρούς μας στα συντρίμμια τους, στην ντροπή ή το λάθος που τους ορίζει
(Είναι πικρός ο άνθρωπος πως φταίει όταν γνωρίζει)·
Το σκοτεινότερο μας παρελθόν ας μένει σκοτεινό, και ας θυμόμαστε μονάχα τα καλά·
Διότι, γλυκιά μου, πρέπει να πιστέψω ότι ο κόσμος μας μειλίχιος είναι τελικά.

Πιθανόν το θεώρησα υπερβολικά απλό, και τυφλός να στάθηκα ίσως·
Μα θα κρατώ το πρόσωπο στο ανατέλλων φως, ακόμα κι αν ο διάβολος στέκεται από πίσω!
Ακόμα κι αν ο σατανάς ξοπίσω μου σταθεί,, δεν θα δω τη δική του σκιά,
Μα θα διαβάζω το μέλλον στου πρωινού τα αστέρια ενός αθώου κόσμου τελικά.

Ξεκουράσου, κορίτσι, τα μάτια σου φθαρμένα — έχεις πάρει τη χείριστη πλεύση μακριά–
Το φάντασμα του ανθρώπου που ίσως υπήρξα εγκατέλειψε την καρδιά μου σή-μερα·
Θα ζήσουμε για τη ζωή και τα άριστα που φέρνει ώσπου να πέσει του λυκόφωτος μας η σκιά·
Η καρδιά μου δυναμώνει, και ο κόσμος, γλυκιά μου, είναι θαυμάσιος κόσμος τελικά.

 

*

 

Χωρισμός

 

Γνωρίζαμε ελάχιστα τον κόσμο,
Και ζούσαμε αρμονικά -
Ασήμαντα πράγματα χάλασαν τη ζωή μας
Πως έτσι θα συνέβαινε το γνώριζα καλά.

Είπανε η αγάπη μας πως ήτανε νεκρή,
Πώς να γνώριζαν κάτι τέτοιο ωστόσο;
Αχ! και να ήτανε λιγάκι πιο μικρή
Δεν θα είχαμε λογομαχήσει τόσο.

Γνωρίζαμε ελάχιστα τον κόσμο,
Και ήμασταν μεταξύ μας αβροί,
Ακούσαμε τι έλεγαν οι άλλοι
Και γίναμε κι οι δύο μας τυφλοί.

Είπανε πως ήταν ο εγωισμός,
Μα να το γνώριζαν πως ήτανε σε θέση;
Αχ! και να είχαμε κι οι δυο πιότερο εγωισμό
Δεν θα είχαμε χωρίσει έτσι.

Μα κι αν ακόμα στη γη όλα μοιάζουν χαμένα
ο θεός δείχνει κάποιο σημάδι -
Γονάτισε δίπλα στο άδειο σου κρεβάτι,
Κι εγώ στο δικό μου θα γονατίσω πλάι,

Και ας προσευχηθούμε για μέρες ευτυχισμένες -
Σαν εκείνες που στο χθες έχουν σβήσει
Αχ! και να ’χαμε τότε μαζί γονατίσει
Δεν θα είχαμε έτσι χωρίσει.

 

*

39

 

Ξύπνησα αυτό το πρωινό
Μόνο τον κόσμο για να βρω ότι είναι ωραίος-
Προς τα σαράντα περπατώ,
Κι ούτε μια τρίχα μου θαρρώ γκρίζα δεν έχω· Νέος
Προς την τετάρτην της ζωής πάω δεκαετία,
Όπου το σθένος όλο της αρχίζει πια να δείχνει,
Δίχως του χρόνου εμφανή να έχουν γίνει ίχνη,
Παρά τ’ όλο μερίδιο που ’χω στην αμαρτία.

Ακολουθούν τα ολοζώντανα τα ζωηρά Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Ακολουθούν ολοζώντανα τα ζωηρά Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.

Όλη η εφηβεία πικρή και μαυρισμένη,
Θαμμένος επιτάφιος των παιδικών των χρόνων-
Σαν κάτεργο υπαίθριο σε ξηρασίας χρόνο,
Σαν εργαστήρι δουλικών, αυτά ήταν και μόνο.
Οι χρόνοι όμως των είκοσι την έχουνε καλύψει,
Κι όλος ο κόσμος φαίνεται να είναι ιδανικός-
Θα βρούμε στα Σαράντα μας όλο και κάποια λύση,
Έτσι ώστε να καλύψουμε των νιάτων το κενό.

Έρχονται τα ελεύθερα, τα εκτενή Σαράντα-
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Έρχονται τα ελεύθερα και εκτενή Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.

Τα είκοσι ήταν τίμια,
Τα πιο γενναία, νομίζω·
Όλοι μέσα σε πρόβλημα,
Στη δουλειά και στο πιοτό·
Όλοι μέσα σε πάλη,
Για χρήμα ή έπαινο.
Μα στα Σαράντα θα βρεθούν
Μέρες σε μποέμ ρυθμό.

Έπονται τα σοφότερα Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Έπονται τα σοφότερα Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.

Των τριάντα τα χρόνια υπήρξανε χρόνια μιας κάποιας μοίρας·
Σαν μία μάχη ατέλειωτη παρασκηνιακά.
Πιο σκληρά ήτανε τα χρόνια των τριάντα
Κι ακόμη μελανότερα κι απ’ τα εφηβικά·
Δεν τα άντεξα, τα υπέφερα-
Ξένα μου αυτά τα χρόνια·
Όμως μ’ αφήνουν τώρα πια,
Γιατί είμαι τριάντα εννιά.

Καταφθάνουν τα δριμύτερα Σαράντα!
Τα Σαράντα! Τα Σαράντα!
Και ορίστε τα νοσταλγικά Σαράντα!
Δέκα μας φύλαξε η ζωή χρόνια καλά στην πάντα.

 

 

********************

The Things We Dare Not Tell

 

The fields are fair in autumn yet, and the sun’s still shining there,
But we bow our heads and we brood and fret, because of the masks we wear;
Or we nod and smile the social while, and we say we’re doing well,
But we break our hearts, oh, we break our hearts! for the things we must not tell.

There’s the old love wronged ere the new was won, there’s the light of long ago;
There’s the cruel lie that we suffer for, and the public must not know.
So we go through life with a ghastly mask, and we’re doing fairly well,
While they break our hearts, oh, they kill our hearts! do the things we must not tell.

We see but pride in a selfish breast, while a heart is breaking there;
Oh, the world would be such a kindly world if all men’s hearts lay bare!
We live and share the living lie, we are doing very well,
While they eat our hearts as the years go by, do the things we dare not tell.

We bow us down to a dusty shrine, or a temple in the East,
Or we stand and drink to the world-old creed, with the coffins at the feast;
We fight it down, and we live it down, or we bear it bravely well,
But the best men die of a broken heart for the things they cannot tell.

 

 

*

A Mate can do no Wrong

 
We learnt the creed at Hungerford,
We learnt the creed at Bourke;
We learnt it in the good times
And learnt it out of work.
We learnt it by the harbour-side
And on the billabong:
‘No matter what a mate may do,
A mate can do no wrong!’
He’s like a king in this respect
(No matter what they do),
And, king-like, shares in storm and shine
The Throne of Life with you.
We learnt it when we were in gaol
And put it in a song:
‘ No matter what a mate may do,
A mate can do no wrong!’
They’ll say he said a bitter word
When he’s away or dead.
We’re loyal to his memory,
No matter what he said.
And we should never hesitate,
But strike out good and strong,
And jolt the slanderer on the jaw –
A mate can do no wrong !

 
*

After All

 

The brooding ghosts of Australian night have gone from the bush and town;
My spirit revives in the morning breeze,
though it died when the sun went down;
The river is high and the stream is strong,
and the grass is green and tall,
And I fain would think that this world of ours is a good world after all.

The light of passion in dreamy eyes, and a page of truth well read,
The glorious thrill in a heart grown cold of the spirit I thought was dead,
A song that goes to a comrade’s heart, and a tear of pride let fall –
And my soul is strong! and the world to me is a grand world after all!

Let our enemies go by their old dull tracks,
and theirs be the fault or shame
(The man is bitter against the world who has only himself to blame);
Let the darkest side of the past be dark, and only the good recall;
For I must believe that the world, my dear, is a kind world after all.

It well may be that I saw too plain, and it may be I was blind;
But I’ll keep my face to the dawning light,
though the devil may stand behind!
Though the devil may stand behind my back, I’ll not see his shadow fall,
But read the signs in the morning stars of a good world after all.

Rest, for your eyes are weary, girl — you have driven the worst away –
The ghost of the man that I might have been is gone from my heart to-day;
We’ll live for life and the best it brings till our twilight shadows fall;
My heart grows brave, and the world, my girl, is a good world after all.

 

*
The Separation

 
We knew too little of the world,
And you and I were good—
’Twas paltry things that wrecked our lives
As well I knew they would.
The people said our love was dead,
But how were they to know?
Ah! had we loved each other less
We’d not have quarrelled so.
We knew too little of the world,
And you and I were kind,
We listened to what others said
And both of us were blind.
The people said ’twas selfishness,
But how were they to know?
Ah! had we both more selfish been
We’d not have parted so.

But still when all seems lost on earth
Then heaven sets a sign—
Kneel down beside your lonely bed,
And I will kneel by mine,
And let us pray for happy days—
Like those of long ago.
Ah! had we knelt together then
We’d not have parted so.

 
*

39
I only woke this morning
To find the world is fair—
I’m going on for forty,
With scarcely one grey hair;
I’m going on for forty,
Where man’s strong life begins,
With scarce a sign of crows’ feet,
In spite of all my sins.

Then here’s the living Forties!
The Forties! The Forties!
Then here’s the living Forties!
We’re good for ten years more.

The teens were black and bitter,
A smothered boyhood’s grave—
A farm-drudge in the drought-time,
A weary workshop slave.
But twenty years have laid them,
And all the world is fair—
We’ll find time in the Forties,
To have some boyhood there.

Then here’s the wide, free Forties—
The Forties! The Forties!
Then here’s the wide, free Forties!
We’re good for ten years more!

The twenties they were noble,
The bravest years, I think;
’Twas man to man in trouble,
In working and in drink;
’Twas man to man in fighting,
For money or for praise.
And we’ll find in the Forties
Some more Bohemian days.

Then here’s the wiser Forties!
The Forties! The Forties!
Then here’s the wiser Forties!
We’re good for ten years more.

The thirties were the fate years;
I fought behind the scenes.
The thirties were more cruel
And blacker than the teens;
I held them not but bore them—
They were no years of mine;
But they are going from me,
For I am thirty-nine.

So here’s the stronger Forties!
The Forties! The Forties!
And here’s the good old Forties!
We’re good for ten years more.

 

*****************************

 

 
 Ο Henry Lawson γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου 1867 σε μια πόλη της Νέας Νότιας Ουαλίας.

Ξεκίνησε το σχολείο το 1876, αλλά υπέστη μια μόλυνση στο αυτί περίπου εκείνη την περίοδο κάτι που του προκάλεσε μερική κώφωση η οποία μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων έγινε ολική.

Αργότερα παρακολούθησε ένα καθολικό σχολείο όπου ο εκεί διευθυντής θα διδάξει τον Lawson σχετικά με την ποίηση, αλλά η ανάγνωση έγινε σημαντικότατη πηγή της εκπαίδευσης του, επειδή λόγω της κώφωσής του είχε πρόβλημα παρακολούθησης μέσα στην τάξη

Το 1896, παντρεύτηκε την Bertha Bredt τζούνιορ, κόρη της επιφανούς σοσιαλίστριας Bertha Bredt. Απέκτησαν δύο παιδιά αλλά ο γάμος τους τελείωσε άδοξα.

Για πρώτη φορά δημοσιεύεται ποίημά του το 1887.

Το 1892 κάνει ένα ταξίδι στην ενδοχώρα όπου βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα της ξηρασίας που έπληττε την Νέα Νότια Ουαλία. Αυτό έγινε πηγή για πολλές από τις ιστορίες του για τα επόμενα έτη. Σημειώνεται ότι το επίπονο ταξίδι που έκανε ο Lawson μεταξύ Hungerford και Bourke θεωρήθηκε ως το πιο σημαντικό επίπονο ταξίδι στην Αυστραλιανή λογοτεχνική ιστορία και επιβεβαιώνει όλες τις προκαταλήψεις για τη σκληρότητα της Αυστραλιανής ερήμου.

Το 1898 στο Σίδνεϊ είναι εξέχον μέλος της Λέσχης “Dawn and Dusk”, μια λέσχη μποέμ λογοτεχνών φίλων που συναντιούνται εκεί για ποτό και συζήτηση.
Αργότερα, ο αλκοολικός συγγραφέας-ποιητής είναι ίσως η πιο μεγάλη διασημότητα της Αυστραλίας, ενώ ταυτόχρονα ζητιανεύει συχνά στους δρόμους του Σίδνεϊ.

Το 1903 ζητάει ένα δωμάτιο στην επιχείρηση της Isabella Byers η οποία είναι επίσης ποιήτρια. Αυτό σηματοδοτεί την αρχή μιας φιλίας 20 ετών.

Παρά το γεγονός ότι είναι ο πιο διάσημος Αυστραλός λογοτέχνης της εποχής ο Lawson βρίσκεται σε βαθιά κατάθλιψη και είναι μονίμως απένταρος, κάτι που θα τον στείλει ως και φυλακή μετά από αναφορά της πρωην συζύγου του για μη καταβολή της διατροφής των παιδιών του.

Η κ.Byers που τον θεωρεί ως τον σημαντικότερο εν ζωή ποιητή τον βοηθάει στη διαπραγμάτευση με τους εκδότες, την επανασύνδεση με τα παιδιά του, επικοινωνεί με φίλους για να τον συνδράμουν οικονομικά και τον βοηθάει με το πρόβλημα του αλκοολισμού και τα ψυχολογικά του προβλήματα.

Είναι στο σπίτι της κας Isabella Bryers που ο Henry Lawson πεθαίνει από εγκεφαλική αιμορραγία στις 2 Σεπτεμβρίου 1922 και είναι το πρώτο πρόσωπο που κηδεύεται δημοσία δαπάνη.

Το 1949 ο Lawson εμφανίζεται σε γραμματόσημο της Αυστραλίας και το 1966 σε χαρτονόμισμα της χώρας.

«Index Librorum Prohibitorum» (”Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων”)

$
0
0

   (Η αρχική σελίδα του Καταλόγου Απαγορευμένων Βιβλίων, έκδοση Βενετίας, 1564.)

 

Με αφορμή τα γεγονότα στο Θέατρο Χυτήριο θυμόμαστε σήμερα την ιστορία του «Καταλογου Απαγορευμένων Βιβλίων».

 

Το Index Librorum Prohibitorum (”Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων”) είναι ένα κατάλογος εντύπων τα οποία λογοκρίθηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς τα θεωρούσε επικίνδυνα για την ίδια και για την πίστη των μελών της. Στις διάφορες εκδόσεις του περιέχονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες σχετικά με την ανάγνωση, την πώληση και τη λογοκρισία των βιβλίων.

Ο σκοπός του καταλόγου ήταν η αποτροπή της ανάγνωσης ανήθικων βιβλίων και έργων, τα οποία περιείχαν θεολογικά σφάλματα, και της διαφθοράς των πιστών. Ο κατάλογος δεν συμπληρωνόταν αποκλειστικά ως αντίδραση σε βιβλία που είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Οι Καθολικοί συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τα γραφόμενά τους και μπορούσαν στη συνέχεια να ετοιμάσουν μια νέα έκδοση του έργου τους με τις απαιτούμενες διορθώσεις ή περικοπές έτσι ώστε να αποφύγουν ή έστω να περιορίσουν την απαγόρευσή του. Η λογοκρισία πριν την έκδοση των βιβλίων ενθαρρυνόταν.

 

Ο πρώτος κατάλογος αυτού του είδους δεν δημοσιεύθηκε στην Ρώμη, αλλά στην Ολλανδία το 1529. Η Βενετία και το Παρίσι ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα (1543 και 1551). Το πρώτο ρωμαϊκό Index (Κατάλογος) ήταν έργο του Πάπα Παύλου Δ’ (1557, 1559). Το έργο της λογοκρισίας θεωρήθηκε πολύ αυστηρό και, μετά από τον επαναπροσδιορισμό της εκκλησιαστικής νομοθεσίας στο ζήτημα της απαγόρευσης των βιβλίων, ο Πάπας Πίος Δ΄ ανακοίνωσε επίσημα το λεγόμενο Tridentine Index (Κατάλογος του Τριέδου), την βάση όλων των μετέπειτα καταλόγων μέχρι που ο Πάπας Λέων ΙΓ΄, το 1897, δημοσίευσε το Index Leonianus (Λεόντειος Κατάλογος). Οι πολύ πρώιμοι κατάλογοι ήταν έργο της Επιτροπής της Ιερής Υπηρεσίας (Congregation of the Holy Office) της Καθολικής Εκκλησίας (πρόκειται για την Επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης [Sacred Congregation of the Inquisition], αργότερα γνωστή ως Επιτροπή για τo Δόγμα της Πίστης [Congregation for the Doctrine of the Faith]).

 

Διάσημοι συγγραφείς που περιλήφθηκαν στον Κατάλογο

 
Τζόζεφ Άντισον
Φράνσις Μπέικον
Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Τζορτ Μπέρκελεϊ
Τζιορντάνο Μπρούνο
Τζιάκομο Καζανόβα
Νικόλαος Κοπέρνικος
Ντάνιελ Ντεφόε
Ρενέ Ντεκάρτ


Ντενί Ντιντερό
Αλέξανδρος Δουμάς (πατέρας)
Αλέξανδρος Δουμάς (νεώτερος)
Ντεζιντέριους Έρασμος
Γκυστάβ Φλωμπέρ
Ανατόλ Φρανς
Γαλιλαίος Γαλιλέι
Έντουαρντ Γκίμπον
Αντρέ Ζιντ
Βιντσέντσο Τζιομπέρτι
Τόμας Χομπς
Βίκτωρ Ουγκό
Ντέιβιντ Χιουμ
Ιμμάνουελ Καντ
Νίκος Καζαντζάκης
Hughes Felicité Robert de Lamennais
Τζον Λοκ
Νικολό Μακιαβέλι
Μωρίς Μέτερλινκ
Νικολά Μαλμπράνς
Καρλ Μαρξ
Τζον Μίλτον
Μπλεζ Πασκάλ
Φρανσουά Ραμπελέ
Σάμιουελ Ρίτσαρνσον
Ζαν Ζακ Ρουσώ
Γεωργία Σάνδη
Ζαν-Πολ Σαρτρ
Μπαρούχ Σπινόζα
Λόρενς Στερν
Εμάνουελ Σβέντενμποργκ
Τζόναθαν Σουίφτ
Τέοντορ Χέντρικ φαν ντερ Φέλντε
Βολταίρος
Εμίλ Ζολά
Gerard Walschap

 

 

Περισσότερα εδω: http://el.wikipedia.org/wiki/Index_Librorum_Prohibitorum

«Cantares», του Antonio Machado και του Χουάν Μανουέλ Σερράτ

$
0
0

 

 

ΑΚΟΥΣΤΕ εδώ

 

Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.

Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.

Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε…
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…

Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…

Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
μόνο απόνερα στη θάλασσα.

Πριν λίγο καιρό σ’ αυτό τον τόπο
όπου τα δάση ντύνονται με αγκάθια
ακούστηκε η φωνή ενός ποιητή να κραυγάζει

“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
γίνεται δρόμος βαδίζοντας”

Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.

Πέθανε ο ποιητής μακριά από τον τόπο του.
Τον σκεπάζει η σκόνη μια γείτονας χώρας.
Μακραίνοντας τον είδαν να κλαίει:
“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας…”

Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.

Όταν ο σπίνος δεν μπορεί να κελαηδήσει,
όταν ο ποιητής είναι ένας περιπλανώμενος,
όταν σε τίποτα δεν μας βοηθάει η προσευχή

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Το μυθικό τραγούδι με τη φωνή του Μανουέλ Σερράτ. Το τμήμα ως τους στίχους: « Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος μόνο απόνερα στη θάλασσα» καθώς και το εμβληματικό «Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος γίνεται δρόμος βαδίζοντας» ανήκουν στον Αντώνιο Ματσάδο, που, φυγάδας στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου, πέθανε το 1939 στο Γαλλικό χωριό Κολιουρί. Στο περιστατικό αυτό συνεχίζουν οι στίχοι του Σερράτ και σταθεροποιούν την παρουσία του τραγουδιού εμβληματικά στη συνείδηση του ισπανικού κόσμου.

Γιάννης Σουλιώτης, «Λόρκα: Ο Θάνατος του Πηγάσου», εκδ. Αρμός 2012

$
0
0

 

Τετάρτη, 16 Μαίου 2012/ Ομιλία στο “Θερβάντες”

 

Για τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον «ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ»,όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, θα σας μιλήσουν απόψε η Αθηνά Σχινά κι ο Βασίλης Λαλιώτης. Από πλευράς μου, θα περιοριστώ σ’ ένα σύντομο κείμενο που αναδεικνύει την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού ποιητή.

 

Αγαπητοί φίλοι,
Είναι καιρός που πήρα τη σταθερή απόφαση να αποκρούω κάθε είδους τιμητικές εκδηλώσεις, γεύματα και πανηγυρισμούς που γίνονται για το ταπεινό πρόσωπό μου· Πρώτον, γιατί νιώθω πως καθετί παρόμοιο βάζει ένα λιθαράκι στο φιλολογικό μας τάφο και δεύτερον, γιατί διαπίστωσα πως δεν υπάρχει πιο δυσάρεστο πράγμα από έναν ψυχρό λόγο προς τιμή μας ούτε και πιο θλιβερή στιγμή απ’ το οργανωμένο χειροκρότημα, ακόμα κι όταν είναι καλόπιστο.
Εξάλλου, πιστεύω πως γεύματα επίσημα και περγαμηνές φέρνουν δυστυχία και κακοτυχία στον άνθρωπο που τα δέχεται. Κακοτυχία και δυστυχία γεννάει η βολική στάση των φίλων που σκέφτονται: «Τώρα ξοφλήσαμε μαζί του». Ένα επίσημο γεύμα είναι μια επαγγελματική συγκέντρωση προσώπων που τρώνε μαζί μας κι όπου βρίσκονται, θέλοντας και μη, οι άνθρωποι που μας αγαπούν λιγότερο. Για τους ποιητές και τους θεατρικούς συγγραφείς θα οργάνωνα, μαζί με τις τιμητικές εκδηλώσεις, επιθέσεις εναντίον τους και αντεγκλήσεις όπου θ’ ακούγαμε να μας λένε παλικαρίσια και μ’ αληθινή οργή: «Γιατί δεν έκρινες πως αξίζει να κάνεις αυτό; Γιατί δεν κατάφερες να εκφράσεις την αγωνία της θάλασσας σ’ ένα θεατρικό πρόσωπο; Γιατί δεν τόλμησες ν’ αναμετρήσεις την απόγνωση των εχθρών στρατιωτών στον πόλεμο;». Η απαιτητικότητα μ’ ένα φόντο αγάπης αυστηρής τονώνουν την ψυχή του καλλιτέχνη που χάνει τη λεβεντιά του και καταστρέφεται με την εύκολη κολακεία. Τα θέατρα είναι γεμάτα από απατηλές σειρήνες στεφανωμένες με ρόδα θερμοκηπίου και το Κοινό είναι ικανοποιημένο, και χειροκροτεί βλέποντας καρδιές από πριονίδι και διαλόγους που λέγονται με νάζι·

 όμως ο δραματικός ποιητής δεν πρέπει να ξεχνά, αν δε θέλει να ξεχαστεί, τους αγρούς με τις τριανταφυλλιές, που τις δροσίζει η χαραυγή κι όπου υποφέρουν οι εργάτες, και το περιστέρι που, πληγωμένο από μυστηριώδη κυνηγό, χαροπαλεύει μέσα στις καλαμιές χωρίς ν’ ακούει κανένας το κλάμα του.

Ομιλία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα , Το τρελό διαμάντι, όπως τον έλεγε ο Νταλί, που έγινε στις 18 Μαρτίου του 1935, με την ευκαιρία της ειδικής παράστασης της «Γέρμα», αφιερωμένη στους ηθοποιούς της Μαδρίτης,

«Θέλω να κοιμηθώ μια στιγμή,

μια στιγμή, ένα λεπτό, έναν αιώνα ∙

αλλά να ξέρετε όλοι σας καλά ότι δεν είμαι πεθαμένος

 

Και πράγματι, 76 χρόνια μετά τον θάνατό του, είναι εδώ μαζί μας και θα παραμείνει στους αιώνες των αιώνων.

 

 

***************************

Λίγα Λόγια για το βιβλίο

Θυμάμαι
το κορινθιακό κιονόκρανο,
την πεσμένη κολόνα και τα πεύκα.
Η κλασική θάλασσα
τραγουδάει πάντα το Καλοκαίρι
και τρέμει όπως το
κορινθιακό κιονόκρανο.

Η παρουσία στην ποίηση του Λόρκα ελληνικών μυθολογικών προσώπων είναι ένα γεγονός που εντυπωσιάζει. Είναι γνωστό ότι ο ποιητής ήταν βαθύς γνώστης των μύθων της αρχαιότητας, και όχι μόνο. Γνώριζε επίσης καλά τα κείμενα των Ομήρου, Αισχύλου, Σοφοκλή Ευριπίδη κ.α.

Ο Γιάννης Σουλιώτης σε μία πρωτότυπη έρευνα με θέμα την ελληνική μυθολογία στο ποιητικό έργο του Λόρκα, παρουσιάζει 75 ποιήματά του, η πλειονότητα των οποίων ανήκει στη χρονική περίοδο 1918-1924, δηλαδή στα πρώτα νεανικά χρόνια του ποιητή. Μέσα από τα ποιήματα αυτά αναδύεται το βαθύ τραγούδι της Ισπανίας, αλλά και οι ελληνικοί μύθοι.

Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης σε πρώτη μετάφραση τα έργα: Εννέα σονέτα και ένα νανούρισμα, την Ωδή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και την Ωδή στον Σέστροτη, και σε νέα μετάφραση Τα σονέτα του σκοτεινού έρωτα. O τόμος αυτός, ο οποίος εκδόθηκε με χορηγία του Υπουργείου Πολιτισμού της Ισπανίας, αποτελεί φόρο τιμής στα 76 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή.

******************************

 

http://www.ysouliotis.gr/

ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΥΡΙΚΟΥ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΥ (μτφρ.: Νίκος Βουτυρόπουλος), Προδημοσίευση

$
0
0

 
1. Ernst Stadler

 

Λέξεις

Μας απάγγειλαν λέξεις που βρίσκονταν πέρα από κάθε γνώση
και πόθο και γυμνή ομορφιά.
Προσεκτικά τις κρατήσαμε, σαν εξωτικά λουλούδια, και μ’ αυτές
στεφανώσαμε τα χρόνια μας τα παιδικά.
Υπόσχονταν περιπέτεια και θύελλα, κινδύνους και έκσταση και
όρκους θανάτου.
Μέρα τη μέρα καρτερούσαμε την περιπέτεια να βρούμε.
Αλλά άδειες κυλούσαν οι βδομάδες χωρίς σημάδια, και άλλο
δεν αντέχαμε το κενό μας να κουβαλούμε.
Και με τον καιρό οι πολύχρωμες λέξεις τα φύλλα τους αρχίσανε
να χάνουν. Χωρίς καρδιοχτύπι τις προφέραμε πλέον.
Και όσες με χρώματα απομείνανε, δραπετεύσανε και φύγανε απ’
τη γη:
Κάπου μαγεμένες ζούσαν σε παραδείσια νησιά, παραμυθένια
και γαλήνια.
Το ξέραμε: απλησίαστες ήταν σα σύννεφα λευκά πάνω από τον
παιδικό μας ουρανό.
Αλλά κάποια βράδια κρυφά δακρύζαμε και νοσταλγικά, καθώς
ακούγαμε τον σβησμένο τους σκοπό.

 

 

*

Η μορφή είναι ηδονή

Μορφή και σύρτης πρέπει πρώτα να σπάσει,
Ο κόσμος από ανοιχτούς σωλήνες να περάσει:
Η μορφή είναι ηδονή, ειρήνη, ουράνια χαρά,
Αλλά εμένα να οργώνω το χώμα με τραβά.
Η μορφή να με δέσει θέλει και να με ορίσει,
Αλλά εγώ θέλω το Είναι μου παντού να ορμήσει-
Η μορφή είναι σκληρή διαύγεια που έλεος δεν έχει,
Αλλά για τους φτωχούς και θολωμένους έγνοια με κατέχει,
Και τον εαυτό μου δίχως όρια να δώσω
Έτσι ζητώ τη ζωή μου να εκπληρώσω.

 

Σχόλιο:

Τα παραπάνω δυο ποιήματα του Ernst Stadler (1883-1914), που περιέχονται στη συγκεντρωτική συλλογή του: Der Aufbruch, Leibzig 1914, θεωρούνται από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Οι πρωταρχικές επιρροές του ποιητή από τον νεορομαντισμό των Hoffmanstahl και George βρίσκονται πλέον μακριά, ενώ κυριαρχούν μηνύματα για μια παγκόσμια συμφιλίωση, για υπέρβαση του Εγώ και για νέες εκφραστικές δυνατότητες. Μετά από σπουδές συγκριτικής φιλολογίας στο Μόναχο, το Στρασβούργο και την Οξφόρδη, ο Stadler δίδαξε φιλολογία στις Βρυξέλες, ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων του Σαίξπηρ και απέρριψε θέση καθηγητή σε πανεπιστήμιο του Καναδά, για να στρατευτεί τελικά στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και να χάσει τη ζωή του στις 30.10.1914 από χειροβομβίδα στο Ypern.

 

Βιβλιογραφία:
Ernst Stadler, Der Aufbruch, Verlag der Weißen Bücher, Leibzig 1914.

 

 

*****************

 

2. Georg Heym

 

Νύχτα

Έξω
Στάζουν
Οι υδρορροές.
Κι η θύελλα
Στα σύννεφα κρυμμένη
Με το πρώτο φως
Απελπισμένων πρωινών
Όλο και πιο βαθιά αναστενάζει
Μες τα σοκάκια βυθισμένη.

Κι εσύ σαν πέτρα
Πεταμένη σ’ ερημιά
Θα προτιμούσες < μάλλον>
Τα ουρλιαχτά.

Κοιμήσου.
Μες τη νύχτα
Μόνος είσαι.
Κανείς δεν ξενυχτά.
Κοιμήσου.

 

 

 

*

Μισοκοιμισμένος

Το σκοτάδι σαν ύφασμα τρίζει,
Τ’ ουρανού την άκρη δάσος αγγίζει.

Της νύχτας η καρδιά καταφύγιό σου,
Στη σκοτεινιά γρήγορα θάψε τον εαυτό σου,
Γίνε μικρός όσο μπορείς,
Απ’ το κρεβάτι σήκω για να δεις.

Από γεφύρια θέλει να περάσει κάτι,
Με νύχια γαμψά σκαλίζει,
Στης ξαστεριάς τη δίνη.
Και σαν γριά η σελήνη
Πάνω ψηλά γυρίζει
Με την καμπουριαστή της πλάτη.

 

 

*

Μεσοχείμωνο
(Σχεδίασμα)

Η χρονιά τελειώνει οργισμένα. Κι οι μέρες μικρές,
Σκορπισμένες καλύβες μες τον χειμώνα.
Κι οι νύχτες δίχως φώτα, δίχως ώρες,
Κι εικόνες αβέβαιες από γκρίζα πρωινά.

Καλοκαίρι. Φθινόπωρο, όλα περνούν
Κι οι καρποί σε μαύρη < σήψη>.
Μες το κρύο κι άλλοι < θάμνοι> σκοτεινοί
Που δεν είδαμε απ’ τα πλοία ακόμη.

Αδιέξοδη ζωή. Και σφαλερός
Κάθε δρόμος. Και το τέλος δεν ξέρει κανείς,
Κι αν ψάχνεις τον Έναν να βρεις,
Μ’ άδεια χέρια που τρέμουν, βουβός τον θωρείς.

 

 

*

Ο Θεός της Πολιτείας

Σε στέγες σπιτιών έχει κουρνιάσει.
Στο μέτωπό του αγέρας στροβιλίζει.
Μ’ οργή κοιτά, πόσο μακριά θα φτάσει
Την χώρα αυτή να την γκρεμίζει.

Φωτιές ξερνάνε του Βάαλ τα σωθικά,
Γύρω του πόλεις μεγάλες γονατίζουν.
Αμέτρητα καμπαναριά,
Θάλασσας μαύρης πύργοι κυματίζουν.

Σαν τον χορό των Κορυβάντων απειλεί
Του πλήθους η κραυγή στους δρόμους.
Φουγάρα, σύννεφα, φάμπρικας καπνοί
Στου Βάαλ θυμιάματα τους ώμους.
Απ’ τα μάτια του καταιγίδες να περνούν.
Ως να νυχτώσει, η μέρα ναρκωμένη.
Καλπάζουν θύελλες, όρνια που κοιτούν
Πάνω στην κόμη του τη μανιασμένη.

Γροθιά φονική στο σκοτάδι υψώνει.
Φοβερίζει. Πύρινη θάλασσα οι δρόμοι.
Ερείπια όλα σαν ξημερώνει,
Απ’ τις φλόγες που λυσσάνε ακόμη.

 

 

Σχόλιο:

 

Κατά την πρώιμη φάση του λυρικού εξπρεσιονισμού, οι δημιουργοί του, επηρεασμένοι από την ποίηση του Μπωντλέρ και του Ρεμπώ, διαμορφώνουν το ιδίωμά τους, καταφεύγοντας συχνά στο σκληρό κυνισμό και τη μακάβρια ενατένιση, στοιχεία που από την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα ενσωματώνονται στην παράδοση της γερμανόφωνης ποίησης. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της νέας τάσης, ο Georg Heym (1888-1912), παρά τη σύντομη ζωή του, άφησε σημαντικό έργο σε πρόζα, θέατρο και ποίηση. Μετά από νομικές σπουδές στο Βίρτσμπουργκ, το Βερολίνο και στην Ιένα, το 1910 γίνεται μέλος του ριζοσπαστικού Neuer Club του ακτιβιστή συγγραφέα Kurt Hiller. Οράματα καταστροφής, εικόνες φρίκης και αποσύνθεσης αναδύονται από τις «διαλυμένες» στροφές των ποιημάτων του Heym που πνίγηκε στα εικοσιπέντε του, κάνοντας πατινάζ σε παγωμένη λίμνη.

 

Βιβλιογραφία:
Georg Heym, Umbra Vitae, Leibzig 1912.

 

 

 

 

*****************

 

3. Jakob van Hoddis

 

Τέλος του Κόσμου

Φεύγει το καπέλο του αστού απ’ το μυτερό κεφάλι,
Παντού αντηχούν ουρλιαχτά σαν από αγρίμια.
Στέγες πέφτουν και γίνονται συντρίμμια,
Η θάλασσα –διαβάζουμε- φουσκώνει στ’ ακρογιάλι.

Έφτασε η θύελλα, αγριεμένα κύματα χορεύουν
Στη στεριά, φράγματα πελώρια βυθίζονται.
Με το συνάχι τους οι άνθρωποι παλεύουν,
Από γέφυρες σιδηρόδρομοι γκρεμίζονται.

*

Νυχτοτράγουδο

Τους γαλανούς έσκισε ουρανούς της νύχτας το άτι.
Στο πέλαγος στάζει αίμα. Οι πυρετοί ανεβαίνουν.
Οι λάμπες τρύπησαν το νέο βράδυ.
Σε δρόμους φέγγει και σε λευκά δωμάτια.

Πληγωμένοι οι άνθρωποι απ’ το φως διπλώθηκαν.
Ουρλιάζουν οι αλήτες. Κλαψουρίζουν τα νήπια,
Φοβισμένα ονειρεύονται δάση. Στο κρεβάτι
καθισμένος καρτερεί ένας τρελός: Να δραπετεύσω;

«Απ’ την κοιλιά αφού συρθούμε τη μητρική
Προσπαθούμε να γίνουμε άλλοι.
Τα μάτια θέλει ο ένας του άλλου να βγάλει
Και στ’ όνειρό σου ξάφνου ο άλλος χωρίς ντροπή
Θέλει να ‘στε για πάντα μαζί,
Λες και δεν υπάρχει πια τόπος να σταθεί.

Να πεθάνει δε θέλει κανείς
Σαν το φεγγάρι μονάχοι βράζουμε εμείς.
Το φεγγάρι όμως δείχνει πάντα την καταστροφή,
Γιατί η αγάπη του έχει τον θάνατο ανταμοιβή.
Μέσα μου βαθιά άρρωστη αργοπεθαίνει η νύχτα.
Και τρομακτική ορθώνεται γρήγορα η αυγή.
Με τα φτερά της το σκοτάδι θανατώνει.
Είν’ άραγε πιο άγρια απ’ το Χθες
Που η νύχτα εξοντώνει;»

Ήχοι τρομπέτας από βουνό καταραμένο-
Με τον Θεό πότε θα σμίξει θάλασσα και ξηρά;

 

 

 

Σχόλιο:

 

Ο Hans Davidsohn ή αλλιώς Jakob van Hoddis (1887-1942), αφού σπούδασε Αρχιτεκτονική, Αρχαία Ελληνικά και Φιλοσοφία, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Συνιδρυτής του Neuer Club στο Βερολίνο, υπήρξε μια από τις ηγετικές μορφές του πρώιμου εξπρεσιονισμού και εισηγητής του «μαύρου χιούμορ» στην ποίηση με το οκτάστιχο Weltende (=Τέλος του Κόσμου), δημοσιευμένο την 11η Ιανουαρίου 1911 στο περιοδικό Der Demokrat. Το 1942 τον απαγάγουν οι ναζί από εβραϊκό ψυχιατρείο στο Koblenz και τον εκτελούν σε άγνωστη τοποθεσία.

 

Βιβλιογραφία:
Dietrich Bode, Gedichte des Expressionismus, Stuttgart 2001.


Ιωσήφ Ιωσηφίδης, «Ο κόσμος όχι μόνο καταλαβαίνει τη γλώσσα, αλλά είναι προφανές ότι την απολαμβάνει».

$
0
0

 

Συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή

 

Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ’ ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος δια τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική.

Έτσι ξεκινάει το απολαυστικό διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου», γραμμένο το 1894, το οποίο η θεατρική ομάδα Gaff, ήτοι η σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη και οι ηθοποιοί Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Ειρήνη Μουρελάτου, ανέλαβαν να το παρουσιάσουν ως θεατρικό έργο ανεβάζοντάς το για δεύτερη συνεχή χρονιά στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» -έπειτα από μια επιτυχημένη πρώτη χρονιά  ως προς την αποδοχή του κόσμου και των κριτικών. Με αφορμή, λοιπόν, τις νέες αυτές παραστάσεις μιλήσαμε με τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ηθοποιό της νεότερης γενιάς, που αριθμεί ήδη πολύ αξιόλογες συνεργασίες στο χώρο, για αυτή τη θεατρική απεικόνιση του λόγου του δαιμόνιου κυρίου με το όνομα: Εμμανουήλ Ροΐδης…

 

Σ.Α.: Ιωσήφ, πώς προέκυψε η επιλογή του Ροΐδη;

Ι.Ι.: Είχα δει την ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ, στο θέατρο «Χυτήριο» πριν κάποια χρόνια και εκτός από την παράσταση μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η γλώσσα και το χιούμορ του Ροΐδη. Επίσης ως φιλολόγος έχω και γω τη διαστροφούλα μου με τη γλώσσα…

 

 

Σ.Α.: Στην παράσταση έχει κρατηθεί η γλώσσα του  Ροΐδη. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτό για έναν ηθοποιό;

Ι.Ι.: Είναι βέβαια πολύ δύσκολο για ηθοποιούς και μάλιστα της νεότερης γενιάς, που δεν έχουν διδαχθεί την καθαρεύουσα, να την κάνουν παράσταση. Ακολουθήσαμε μια πορεία στη δουλειά: κατανόηση του κειμένου, εξαγωγή νοημάτων, εκφορά του λόγου, ένταξη στην υποκριτική. Πρέπει να ομολογήσω ότι αρκετό καιρό πριν την έναρξη των προβών είχα ξεκινήσει ατομική δουλειά και ξεχωριστές πρόβες με τη σκηνοθέτιδα, Σοφία Καραγιάννη.

 

 

Σ.Α.: Υπήρξαν σκηνοθετικά τεχνάσματα ώστε να γίνει το κείμενο πιο κατανοητό;

Ι.Ι.: Τεχνάσματα δεν υπήρξαν. Υπήρξε η έξυπνη ματιά της Σοφίας Καραγιάννη που κατόρθωσε μέσα από αυτοσχεδιασμούς που μας ζητούσε,να δημιουργήσει εικόνες και έτσι να καταστήσει κατανοητό και ενδιαφέρον το κείμενο.

 

 

 

 

 

 

Σ.Α.: Ποια ειναι η ανταπόκριση του κόσμου; Γίνεται εύκολα αντιληπτη αυτή η γλώσσα στο σημερινο ακροατήριο;

Ι.Ι.: Αυτό ήταν και μια δικιά μας αγωνία. Αποδεικνύεται όμως ότι ο κόσμος όχι μόνο καταλαβαίνει τη γλώσσα, αλλά είναι προφανές ότι την απολαμβάνει. Εξάλλου δεν μιλάμε για μια ακαταλαβίστικη και δύσκολη καθαρεύουσα..Η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο όπλο της παράστασης και σημαντικός φορέας του χιούμορ και της ειρωνείας του Ροΐδη. Μην ξεχνάμε ότι ο συριανός λογοτέχνης ήταν υπέρμαχος της δημοτικής, αν και κατηγορήθηκε πως έγραφε μόνο σε καθαρεύουσα. Δε μου βγάζει κανείς από το μυαλό πάντως ότι γράφει καθαρεύουσα και για να την ειρωνευτεί. Δαιμόνιος…

 

 

 

Σ.Α.: Είσαι υπερ η κατά των ενδογλωσσικών μεταφράσεων όπως έχουν γίνει σε έργα του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη κ.ά.

Ι.Ι.: Κατά, με βεβαιότητα. Είναι σα να αφαιρείς από το πορτοκάλι το ζουμί και τις βιταμίνες του.Δεν έχουν την ίδια δύναμη αυτά τα έργα μεταφρασμένα κατά την ταπεινή μου γνώμη. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ έχει έναν εσωτερικό ρυθμό (σαν ποίηση)που επιτυγχάνεται χάρη στη γλώσσα. Αν μεταφράσεις το έργο έχασες και την ποίηση. Επιχειρήσαμε σε κάποια σημεία να αλλάξουμε τη σειρά ανάμεσα σε δύο λέξεις και το κείμενο αισθανθήκαμε ότι μας πέταξε έξω. Φαντάσου να το μεταφράσεις…

 

 

 

 

 

 
Σ.Α.: Πώς θα χαρακτήριζες το πνεύμα του Ροΐδη;

Ι.Ι.: Δύο χρόνια τώρα που μελετάμε σε βάθος τον Ροΐδη ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν τον δαίμονα της Σύρου αυξάνει καθημερινά. Ανακαλύπτω διαρκώς καινούρια πράγματα τα οποία μέχρι πριν λίγο ούτε καν τα είχα υποψιαστεί. Ειρωνικός, χιουμορίστας, χειμαρρώδης, ρομαντικός, σκληρός κάποιες φορές με πολλές δόσεις πικρίας για ορισμένα θέματα, βιτριολικός, σκωπτικός, γκρινιάρης και με πολύ μα πάρα πολύ «παιχνιδιάρικη» διάθεση.

 
Σ.Α.: Θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν την παράσταση μαθητές σχολείων;

Ι.Ι.: Ήδη από πέρυσι κάποιοι φιλόλογοι έχουν ανακαλύψει την παράσταση και έχουν φέρει τους μαθητές τους στο Θέατρο. Αυτό μας έκανε να σκεφτούμε μια επίσημη πρόταση σε όλα τα Λύκεια του λεκανοπεδίου,την οποία και πραγματοποιούμε. Ο τίτλος αυτής της πρότασης είναι ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ, και ενισχύεται από την διδασκαλία του Ε.Ροϊδη στο Λύκειο. Πιστεύουμε ότι οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να δουν αυτά τα κείμενα μέσα από μια άλλη ματιά και να κατανοήσουν καλύτερα την πραγματική τους αξία, κατά κάποιο τρόπο συνεχίζοντας το μάθημα στο Θέατρο, αλλά με πιο ανάλαφρο και διασκεδαστικό τρόπο.

 

 

Σ.Α.:  Το εργο ανέβηκε και στην πατρίδα του Ροΐδη, τη Συρο. Πώς αισθάνθηκες και ποια ήταν η απήχηση του κόσμου;

Ι.Ι.: Στη Σύρο υπήρχε μια έξτρα αγωνία. Οι Συριανοί είναι άνθρωποι θεατρόφιλοι με ένα παρελθόν και ένα παρόν ιδιαίτερα δημιουργικό σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και πολύ καλοί γνώστες του Ροϊδη και του Σουρή. Σε έναν καταπληκτικό χώρο, όπως είναι το Θέατρο Απόλλων, δεν μπορούσαμε να μην επιβάλλουμε στον εαυτό μας να «πετάει«  κατά τη διάρκεια της παράστασης. Απλά μαγευτικά. Κάποιες λεπτομέρειες που αλλού περνούσαν απαρατήρητες στη Σύρο προκαλούσαν σχολιασμό και κυρίως γέλιο σε σημεία, που ούτε εμείς είχαμε φανταστεί. Η προσέλευση του κόσμου μαρτυράει και την αποδοχή της παράστασης κατά τη γνώμη μου. Φύγαμε με πολλές καινούριες φιλίες από τους φιλόξενους Συριανούς (και πολλά λουκούμια!).

 

 

Σ.Α.: Ας κλείσουμε ασφαλώς με την αναφορά στους άλλους συντελεστές της παράστασης.

Ι.Ι.: Για να γίνει μια θεατρική παράσταση από ένα κείμενο λογοτεχνικό χρειάζεται πάρα μα πάρα πολύ δουλειά. Επίσης χρειάζεται ένα μαέστρο που να ξέρει ακριβώς τι ζητάει και νομίζω πραγματικά πως χωρίς την καθοδήγηση της Σοφίας Καραγιάννη αυτό το διήγημα θα παράμενε απλά κείμενο για αναλόγιο.Η Ειρήνη Μουρελάτου με την εξαιρετική κίνηση και τις τέλειες μεταμορφώσεις της δίνει μια ξεχωριστή αύρα στο έργο και υπήρξε για μένα πολύτιμη συνεργάτιδα στον κοινό αγώνα για μια καλή παράσταση. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η μουσική του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη που ήταν χείρα βοηθείας μας κατά την διάρκεια των αυτοσχεδιασμών.Η Αγγελική Καραμούτσου και η Δέσποινα Γαμβρούδη συνέλαβαν αμέσως το πνεύμα της παράστασης σε κοστούμια και σκηνικό αντίστοιχα,ενώ ο Χρήστος Παπαδόπουλος βοήθησε κινησιολογικά το έργο. Τέλος όλες οι φωτιστικές ατμόσφαιρες δημιουργήθηκαν με μεράκι από τον ταλαντούχο Νίκο Βλασόπουλο.

 

 

***********

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

 

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης γεννήθηκε στη Νάουσα. Απόφοιτος της σχολής του Εθνικού Θεάτρου(2003) και πτυχιούχος Φιλολογίας του Ε.Κ.ΠΑ. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στις παραστάσεις :Άμλετ (σκην.Μ. Κακογιάννης) ,Λυσιστράτη, Ο κύκλος με την κιμωλία υπάλληλος, Μάνα κουράγιο,(σκην.Κ.Τσιάνου) . Στο Φεστιβάλ Αθηνών συμμετείχε στην παράσταση Κοριολανός (σκην. Μ. Κακογιάννης). Συνεργάστηκε με τον Θ.Καρακατσανη στον Πλούτο και με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ρούμελης στους Ιππείς (σκην. Γ.Αρμένη).Συμμετειχε στα Μυστικά της αποτυχίας μου (σκην. Π.Ζούνη),ενώ συνεργάστηκε με τη Θεατρική Διαδρομή στα έργα : Αι δυο ορφαναί (σκην. Τ.Χρυσικάκος) και Ιππείς (σκην. Β Νικολαΐδης). Με το Ν.Ε.Θ του Γ.Αρμένη στο έργο Ο άνθρωπος το κτήνος και η αρετή (σκην. Γ.Αρμένης) και με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας στο Λεωφορείο ο πόθος (σκην. Β. Νικολαΐδης). Τηλεοπτικά συμμετείχε στις σειρές :Σαββατογεννημένες ,Όλα στην ταράτσα ,Στο παρά πέντε , Πολυθρόνα για τρεις , Εργαζόμενη γυναίκα κ.α. .Στον κιν/φο εμφανίστηκε στις ταινίες: Πέντε λεπτά ακόμα του Γ. Ξανθόπουλου και Πεθαίνω για σένα Ε. Ράντου (σκην. Ν. Καραπαναγιώτη).

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

Έγραψαν για την παράσταση

…Η Σοφία Καραγιάννη με την ομάδα της έδωσε ζωντανή πνοή στο κείμενο, χειρίστηκε έξυπνα την ειρωνεία του λόγου καθιστώντας τον εξίσου ειρωνική εικόνα, με άλλα λόγια θεατροποιώντας τον και προτείνοντας μια απολαυστική παράσταση…

Δημήτρης Τσατσούλης (Νέα Εστία)

 

… σε μια παράσταση πολύ καλών ρυθμών, εύφορη, σπαρταριστή, με παραπομπές στον βουβό κινηματογράφο…/ είναι ο εξαιρετικός τρόπος που η γλώσσα-η καθαρεύουσα-του Ροΐδη διδάχτηκε και κατεβαίνει στο κοινό: καθαρή, άψογα τονισμένη, απόλυτα χωνεμένη-κάθε λέξη προβάλλει αυτό που σημαίνει…

Γιώργος Σαρηγιάννης (Το τέταρτο κουδούνι)

 

…Η παράσταση στο θέατρο του Νέου Κόσμου είναι από τις ευτυχέστερες περιπτώσεις δραματοποίησης λογοτεχνικού έργου, κατορθώνοντας όχι μόνο ν’ αποδώσει το κείμενο, αλλά πολύ περισσότερο να το αναδείξει! (…) Συνίσταται δε ανεπιφύλακτα και για την αντικαταθλιπτική της δράση, πολύτιμη για τις μέρες που έρχονται…

Έλενα Σταγκουράκη (Νέα Ευθύνη)

 

…οι δύο πρωταγωνιστές αξιοποιούν τα πρωτότυπα σκηνοθετικά ευρήματα για να προσφέρουν στον κοινό στιγμές θαυμάσιας ευωχίας….

Μαρία Κυριάκη (Επί σκηνής)

 

************

Σκηνοθεσία

Σοφία Καραγιάννη

Μουσική

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης

Σκηνικά

Δέσποινα Γαμβρούδη

Κοστούμια

Αγγελική Καραμούτσου

Επιμέλεια κίνησης

Χρήστος Παπαδόπουλος

Φωτισμοί

Νίκος Βλασόπουλος

 

Παίζουν οι ηθοποιοί

Ιωσήφ Ιωσηφίδης

Ειρήνη Μουρελάτου

 

 

ΚΑΤΩ ΧΩΡΟΣ

από 5.10.2012

μέχρι 6.1.2013

 

Παραστάσεις

Παρασκευή, Σάββατο 21:15

Κυριακή 19:00

 

Τιμές εισιτηρίων

Κανονικό 12€

Φοιτητικό/ανέργων 10€

 

 

 

**************

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΠΟΙΕΙΝ

Το ΠΟΙΕΙΝ προσφέρει στους αναγνώστές το εισιτήριο, σε τιμή 10 ευρώ,  για όποιον θέλει να παρακολουθήσει την παράσταση, το τριήμερο 19, 20, 21 Οκτωβρίου δηλώνοντας απλώς το ονοματεπώνυμό του και το όνομα του ΠΟΙΕΙΝ στα εκδοτήρια του θεάτρου.

Ιορδάνης Κουμασίδης, «Εν ονόματι της ποιήσεως : Ένας φανταστικός μονόλογος του Γεώργιου Βαφόπουλου», Εκδοτικός Συνεταιρισμός Alterthess, 2012

$
0
0

 

 

Ακολουθούν δυο αποσπάσματα από το βιβλίο.

 

Ονομάζομαι Γεώργιος Βαφόπουλος.
Ή Γ.Θ. Βαφόπουλος.
Είμαι και άνθρωπος, ξέρετε, εκτός από κτήριο.
Έρχομαι από μια άλλη εποχή.
Μια εποχή που η ποίηση άξιζε, έχαιρε εκτίμησης.

Ονομάζομαι Γεώργιος Βαφόπουλος.
Του Θωμά και της Ρούλας.
Ή αλλιώς, περιπαικτικά όπως με αποκαλεί προσφιλής γνωστός,
‘της δημιουργίας και του δούναι’.
Εξαίρετοι γονείς.

Όπως σας ανέφερα και πριν, έρχομαι από μια άλλη εποχή. Και από έναν άλλο κόσμο. Υπάρχει ένα μέρος κρυφό, ξέρετε. Εκεί κρύβονται οι ποιητές και οι ποιήτριες όταν φεύγουν. Όχι όταν φεύγουν από τον κόσμο. Όταν φεύγουν από τις λέξεις.

Θέλω να σας πάρω από το χέρι και να σας δείξω τα μονοπάτια της ποίησης. Για την ακρίβεια, να φτιάξω αυτά τα μονοπάτια. Ξανά. Κι ας είναι μάταιο.

Αποφάσισα να σας μιλήσω για αυτά, και για έναν ακόμα λόγο: πιστεύω πως ‘ η καλύτερη έκφραση του εαυτού μου πραγματοποιείται μονάχα με το μονόλογο…’

 

 

*******

Τα πάντα όμως γίνονται για την ποίηση.
Πως να ξεκινήσω να σας μιλώ για αυτήν;

Σεμινάριο ανατομίας.
Μάθημα πρώτο: η λέξη.
O διχασμός.
Οι λέξεις ενάντια στην πραγματικότητα.
Να μετρήσουμε το μέγεθος μιας προδοσίας.
Ποιος κερδίζει άραγε τη μάχη της ποίησης;

Τι εξαίσια στιγμή η στιγμή της δημιουργίας, ε; Σε χτυπάει σαν κεραυνός. Ξαφνικά, όλα τα ανέκφραστα, οι σκοτεινές νύχτες και οι βασανιστικές σιωπές γεμίζουν φως και φωνή.

H ποίηση σου χτυπά ανύποπτα μια μέρα την πόρτα. Τοκ-τοκ.

Όταν ήμουν μικρός, έπεσε στα χέρια μου η Νεοελληνική Κιβωτός. Μαγεύτηκα. Ρώτησα τον πατέρα μου τι σήμαινε ‘ποιητής’. Μου απάντησε με σοβαρό, αλλά και σπινθηροβόλο βλέμμα, ‘ο ποιητής δε γίνεται, αλλά γεννάται’.

Και λίγο αργότερα, όταν έπαιζα με μικρά ζωγραφισμένα γράμματα πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, όσο και να τα ανακάτευα, πάντα τυχαία σχημάτιζαν -σαν μαντείο-
τη λέξη Παλαμάς…

Όταν πρωτοαποφάσισα να γίνω ποιητής. Πως θυμάμαι τη στιγμή; Σε ένα δικηγορικό γραφείο που μισο-απασχολιόμουν. ‘Ωστόσο, είχε ανοίξει μια λεπτή ρωγμή στο παραπέτασμα, πίσω από το οποίο καθόταν η Ποίηση’.

Κάποιες στιγμές τo μυαλό μου πάει στο κακό. Ότι κανείς δε θα νοιαστεί για ορισμένα μεγαλειώδη γραπτά του παρελθόντος, ότι κανείς δε θα γλιτώσει. Άλλες στιγμές, όμως, αναθαρρώ.
Α, εγώ θα τις πω τις λέξεις μου, κι ας με μεταχειριστεί μετά η ζωή όπως θέλει…

 

 

************

 

O Ιορδάνης Κουμασίδης (Θεσσαλονίκη, 1979) είναι συγγραφέας και υπ. διδάκτορας φιλοσοφίας. Έχει κυκλοφορήσει τα βιβλία Ερωτικό Παραλήρημα (2010), Άνταμ Ντρόζντεκ Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι ως θεολόγοι (μετάφραση, 2011), Ξαναπιάνοντας το Νήμα – Για τη Σχέση Δημοκρατίας και Σοσιαλισμού (2012) ,  Jean-Luc Godard Η Ελεγεία του Έρωτα- μια φιλοσοφική ανάγνωση και Εν ονόματι της Ποιήσεως - ένας φανταστικός μονόλογος του Γεώργιου Βαφόπουλου. Συνεργάζεται με τις επιθεωρήσεις κριτικής The Book’s Journal, Vakxikon.gr και με τα φιλοσοφικά περιοδικά Αντίλογος και Φιλοσοφείν.

Το θεατρικό κείμενο Στάχτη του Καλοκαιριού του Ιορδάνη Κουμασίδη ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και σε πόλεις της Βορείου Ελλάδος τη χρονιά 2011-2012, σε σκηνοθεσία Κώστα Αποστόλου και μουσική Γιώργου Καζαντζή με τις Γιώτα Τσιότσκα, Νίκη Κατσαρού και Μαρίνα Αντωνοπούλου).

O θεατρικός μονόλογος, Εν ονόματι της Ποιήσεως - ένας φανταστικός μονόλογος του Γεώργιου Βαφόπουλου, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη το 2012, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.

Κείμενο: Ιορδάνης Κουμασίδης,
Σκηνοθεσία: Άννυ Τσολακίδου,
Παίζουν: Στέργιος Τζαφέρης, Άννυ Τσολακίδου,
Τεχνική Υποστήριξη: Αντώνης Παπαδόπουλος,
Σχεδιασμός αφίσας: Γιώργος Βασιλειάδης,
Ομάδα παραγωγής: Ευτυχία Δασκαλοπούλου, Έλενα Γιαννουτάκη.

Τάσος Σκεντερίδης, «Οι λεύκες σε οργασμό»

$
0
0

 

 

 

Μάιος

Απόγευμα Σαββάτου:
Σύννεφο γκρεμίζεται μπροστά
η ταραχή της πόλης.
Μα πώς φτάνουνε υπέροχα
με την κίνηση του αέρα
οι λεύκες σε οργασμό!

 

*

Οι Μπούκλες

Ω γλυκό μου όνειρο
Ω όνειρο με μπούκλες!
Τυχη θα ναι να μπορώ
Μακριά σου να αγαπώ
Το όνειρο, το σύννεφο, το νερό!

 

*

Οξυγονο

 
Κάτω απο τη στάχτη
από  μια άνοιξη
και ένα καλοκαίρι
το πάθος ονειρεύεται
την εύνοιά σου
σαν οξυγόνο.

 

*

Πλημυρίδα

Φέρνεις τα νερά σου στα χωράφια μου
με καθε δικιά  μας σύγκλιση
κι ας δύουμε καθένας μας αλλού.

Κι έχω χαρά εγώ

σαν νοικοκύρης- να’ μουνα -
σαν γνωστικός
ολημερίς με το κλαδευτήρι
στους οπωρώνες των στίχων.

 

*

Φυση

έσκυψα πάνω απο την ομορφιά σου
οπως σκύβουν στην πηγή τα σύννεφα

τα σώματά μας κυλιστήκανε
στους ήχους του κοιμισμένου λιβαδιού

έγειρα ξανά στο μαξιλάρι
όπως πέφτουν τα μεγάλα έλατα

 

*

Σ3
Εγώ
που θέλησα σκλάβα να την κάνω
και να την σύρω στο λημερι μου του λύκου
στην έρημο του γυαλιού αγκάθια
μπήκανε στα ματια μου.
οπως μέθυσος απο το ποτήρι νικημενος
οπως παικτης στο παιγνιο που χανει
Ειμαι εδω
ανοιχτός σαν ουρανός, απλωτός σαν θάλασσα
αδημονώντας σαν στρατός, κραυγάζοντας σαν πλήθος
Και περιμένω.

Ασημίνα Ξηρογιάννη, Ανθολόγιο Ποιημάτων

$
0
0

 

 

ΝΕΑ ΖΩΗ

Τώρα πια δεν είναι εύθραυστη η ζωή σου
Γέμισε αντρικά σώματα
κραυγές οδύνης νυχτερινές
και τραχιά αγγίγματα
Τώρα πια η ζωή σου προχωράει
χωρίς την αύρα εκείνη του ανείπωτου
χωρίς την θλίψη εκείνη των πρωινών.

(από ανέκδοτη συλλογή)

 

*

Κάθε τοίχος και ένα σύνθημα.
Αυτή είναι η Ποίηση που διαθέτουμε σήμερα.

(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)

 

*

ΑΝΑΛΟΓΙΑ

Εσύ,
μοιάζεις με τα πρόσωπα στον Καβάφη
Βυθισμένος στην ηδονή
περιπλανιέσαι στις οδούς,
μεθάς με αντρικά σώματα
και το μελαχρινό σου πρόσωπο δείχνει λιγάκι ωχρό
αν το κοιτάξεις μέσα σπό τους βρώμικους καθρέφτες των καταγωγείων
όπου συχνάζεις τις νύχτες.
Και συ
Απολαμβάνεις άνομους έρωτες σε μισοφωτισμένες κάμαρες κρυφές.
Πηγαίνεις πάντα όπου το σώμα σου σε πάει.
Δίχως τύψεις ή ενοχές ρεμβάζεις την αγάπη.
Δίχως να εγκλωβίζεσαι σε “πρέπει” και σε “μη”.
Είσαι διάφανος όπως όλοι όσοι σε ερωτεύονται.
Ανέμελα ξεγλιστράς σα σκιά
και μόνο η σάρκα σου φροντίζεις να λατρευτεί,
συλλέγοντας στη μνήμη σου κάθε άγγιγμα ,άρωμα και φιλί.
Τώρα γράφεις και ποιήματα υπό το συνωμοτικό φως των κεριών.
Απελευθερώνεις τη φαντασία σου μήπως και νικήσεις τα γηρατειά
-γιατί στη σκέψη τους πεθαίνεις.
Και θεατρίνος γι΄αυτό έγινες.
Να εξωραΐσεις λιγάκι την κραιπάλη
Να δικαιολογήσεις τον έκλυτό σου βίο.
Να ζεις άπειρες ζωές και να΄χεις άλλοθι.
Εσένα,
σε αθωώνει η Τέχνη.

(Ανέκδοτο)

*

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

[...] Και τώρα που έφυγες Μάγια;
Πλαγιάζεις μέσα στη θάλασσα
Η θάλασσα είναι θάλασσα
πάντα λυτρωτικά σπουδαία
Κι η στάχτη σου είναι θάλασσα πια

Μάγια έγινες θάλασσα
κι εκείνος δεν το ξέρει

Το χυμένο πόρτο
ο χώρος βρώμικος
και ανάστατος
κι εσύ γυμνή
και σκόρπια
τα βιβλία του τριγύρω
χιλιουπογραμμισμένα
με κόκκινους
πράσινους
μπλε μαρκαδόρους
-να μην χάσεις τη σοφία του-

Ήθελες να κρατάς στα χέρια σου
τον Ποιητή πιο πολύ παρά τον άνθρωπο
-ή στα μάτια σου αυτές οι ιδιότητες ήταν μία;

Tί υφής ήταν αυτή η γοητεία που δεν ξεπέρασες;

Kαι έμοιαζες με πληγωμένο πουλί
λευκό
επικίνδυνα όμορφο
απόκοσμο
και μακρινό

Μάγια έφυγες
και κείνος δεν το ξέρει

Τα γεμάτα σου ημερολόγια
οι πίνακες του Μontiliani
τα χάπια στο κομοδίνο σου
το αποχαιρετιστήριο γράμμα προς συγγενείς
μια σκισμένη τράπουλα-
απ΄όταν προσπαθούσε να σου μάθει χαρτιά.

Δεν θα μάθει πως εφυγες
παρά μονάχα αν εκδοθείς.

 

(Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Η μυστική ζωη της Μάγιας Μ.»)

 

*

Πες μου,
γιατί να γράφεις ποιήματα
όταν δεν υπάρχουν αναγνώστες;

Oι άνθρωποι απελπίστηκαν
και βγήκαν στους δρόμους.
Κι η ποίηση μοιάζει τώρα μακρινή ανάμνηση,
μια τέχνη γραφική..

Εδώ υπάρχει η ζωή που πρέπει να διασωθεί.
Υπάρχουν τα παιδιά
και τα παιδιά δεν μεγαλώνουν με λέξεις.

Εδώ χρειάζονται χέρια και σώματα και περίστροφα
που θα δολοφονούν τους δισταγμούς και τις αναβολές.

(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)

 

 

 

*

Οι δρόμοι της πόλης είναι πιο όμορφοι τη νύχτα.
Περπατάς μονάχος
Ακούς τους ήχους των βημάτων σου
Το ποίημα σού έρχεται στο στόμα
Αβίαστα σχεδόν
Και συ αναρωτιέσαι
αν αύριοι θα υπάρχουν δρόμοι.
Αν αύριο θα υπάρχει πόλη.

(Από την ανέκδοτη συλλογή «Εποχή μου είναι η Ποίηση»)

 

 *******

 

 

 

…αυπνία

Απ την ταρατσα βλεπω φωτα να τρεμοπαιζουν περα μακριά.

Κι ακούω θορυβους της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται.

Τα βραδια του καλοκαιριού έχει δροσιά.

Φορώ λευκό νυχτικό - σατέν.

Μαύρους κύκλους θα χω το πρωί

και στα μάτια μου γραμμένα ερωτηματικά.

Που την άλλη νύχτα δεν θ΄απαντήσω πάλι.

 

 

*

Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΒΥΘΙΣΤΗΚΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Τα χέρια σου-το μήκος των δακτύλων-δεν μ΄αφήνουν
να ησυχάσω τα βράδια.
Προσπαθώ να ονειρευτώ όταν για πρώτη φορά μ΄ακούμπησαν,
μ’ ‘επαιξαν ,μ΄απογείωσαν.
Τα χέρια σου έχουν ωραία γεύση.
Με βασανίζουν έτσι που μου λείπουν τα βράδια και τα πρωινά.
Τα φωτογράφισα με τη μνήμη τότε που τα φιλούσα για ώρες.
Και πάλι δεν τα χόρταινα.

 

**************

 
1.

Συχνά τις νύχτες δεν κοιμάμαι.
Φαντάζομαι πως ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις.
Έχεις λάγνο βλέμμα.
Χαϊδεύεις τα κόκκινα μαλλιά.
Μυρίζεις το σώμα μου.
Εγώ δεν κουνιέμαι.
Σκύβεις
μου φιλάς το λαιμό.
Μετά φεύγεις
σιωπηλός
όπως ήρθες.
Μα εγώ εχω την αίσθηση πως κάτι ψιθυρίζεις,
σαν όνειρο πως λες
Μη σπαταλάς τις νύχτες σου, δεν θα΄ρθω.

 

 

2.
Η ΑΡΝΗΣΗ ΣΟΥ

Την άρνησή σου την έκανα καράβι
που θα με ταξιδεύει στα χρόνια που θα ΄ρθουν.
Κυματάκι της θάλασσας που πάνω του θα χαϊδεύομαι
Φωνούλα μέσα μου που τραγουδάει για αθωότητα.
Την άρνησή σου την έκανα στίχους ηχηρούς,
την έκανα στιγμή ολόκληρη γεμάτη από σένα,
ελπίδα ότι μπροστά μου θα σταθείς μια μέρα,
Κι εγώ,
ελεύθερη,
θα σου ψιθυρίζω την αλήθεια μας,
κι εσύ,
για πρώτη φορά,
θα την αποδέχεσαι.

 

 

3.
XEΡΙΑ ΜΟΥ

Χέρια δυσκίνητα
βουνά ακίνητα
απόλυτα θλιμμένα
Χέρια μου,
που ονειρευτήκατε γραφές
δοθήκατε στην Ποίηση,
το ταξίδι της ψυχής μου.
Χέρια,
-σκληρά και μόνα-
τα βράδια
μιλάτε με το μολύβι
σιωπηλά,
τον συρτό του ήχο αφουγγράζεστε
Χέρια μου,
ζείτε τη δική σας ζωή,
έξω από μένα,
και χωρίς-.

 

 

(Από τη συλλογή «Πληγές», Γαβριηλίδης 2011)

****************************

 

Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αγαπημένος τόπος της η Αίγινα όπου και έγραψε τα πρώτα της ποιήματα. Σπούδασε κλασσική φιλολογία και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στο “Θέατρο - Εργαστήριο”. Εδώ και αρκετά χρόνια διδάσκει το μάθημα της θεατρικής αγωγής και εργάζεται ως εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα γλώσσας και λογοτεχνίας καθώς και θεωρίας και ιστορίας του θεάτρου. Είναι ενεργό μέλος του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων. Έχει παρακολουθήσει διάφορα θεατρικά σεμινάρια, όπως με τον Δ. Καταλειφό και την Α. Μακράκη (υποκριτική), τον D. Glass και τη Lilo Baouer (θεατρικό παιχνίδι), τον Θωμά Μοσχόπουλο (σκηνοθεσία). Έχει σκηνοθετήσει και “ανεβάσει” με τους μαθητές της αρκετά έργα, κάποια από τα οποία έχει διασκευάσει (π.χ., (”Ειρήνη” και “Πλούτο” του Αριστοφάνη) και κάποια άλλα τα οποία έχει γράψει η ίδια (π.χ. “Η εξαφάνιση του Αϊ-Βασίλη” και “Ο χιονάνθρωπος που έγινε βοηθός Αϊ-Βασίλη”. Έχει διακριθεί σε δύο ποιητικούς διαγωνισμούς. Η νουβέλα της “Το σώμα του έγινε σκιά” (Ανατολικός, 2010) έχει λάβει έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο varelaki σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού.

(http://varelaki.blogspot.com).

Χάρρυ Κλυνν- Τάκης Μπουγάς, «Γεώργιος Σουρής-Αφιέρωμα», δίσκος 1982

$
0
0

 

 

Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο 2 της Columbia από την 1η Αυγούστου 1981 ως τις 14 Ιανουαρίου 1982.  Η ενορχήστρωση και η διεύθυνση ορχήστρας είναι του Άγγελου Μπότση και του Νίκου Στρατηγού.

Τα τραγούδια του δίσκου

Φόροι, Το παλιοκαύκαλο, Το μέτρημα, Ευρώπη, Η ζωγραφιά μου, Αθήνα, Ελλάς-Ελλάς, Κλέφτες, Ελλάδα, Η γλώσσα, Το φίλημα, Απόκριες, Θέλω να γίνω

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ

 

Φόροι 

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχή μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι,
κ’ εμείς να σας κυττάζωμε με μάτι σαν γαρίδα.
Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει…
βάλετε φόρους, βάλετε, κι’ η ράχη μας αντέχει…

 

Ό,τι καλό κι αν έχωμε απάνω μας ας μείνη,
στα πρόσωπά μας ας χυθή του μαρασμού το χρώμα,
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνη,
φορολογήσετε κι’ αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα,
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ό,τι κι’ αν τρώνε οι πτωχοί, το έθνος ας τα τρώγη,
ό,τι κι’ αν πίνουν οι πτωχοί, το έθνος ας το πίνη,
χορταίνετε σαν Λούκουλλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι,
κι’ εμείς θα σας γνωρίζωμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάταις πούμαστε αντέχομε εις όλα,
και ούτε τόσο εύκολα τινάζομε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι,
πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν απάνω στο Παλάτι.
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη,
κι ο λιγοστός απάνω του κανένα να μην πάρη.

Μ’αυτόν τον νόμο έζησε ο κόσμος και θα ζήση,
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία,
δεν ειμπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίση,
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία.
Φτώχια και πλούτος!… ζήτημα του καθενός αιώνος,
ιδού το τέλος κι’ η αρχή του φοβερού αγώνος.

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώση,
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλη τσιμουδιά,
εις της πατρίδος τον βωμόν το αιμα του ας δώση,
χωρίς ν’αφήση στεναγμό η μαύρη του καρδιά.
Κι αν τώρα πάλι έπεσε επάνω του ο κλήρος,
πρέπει και πάλι να φανή γενναίος, μάρτυς, ήρως!

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live