Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Οι εκδόσεις Μετρονόμος σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Λέντζου «Εωθινά Αγάλματα» την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στις 20:30 στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5 Αίθριο Στοάς Βιβλίου)

$
0
0

Οι εκδόσεις Μετρονόμος σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Λέντζου
«Εωθινά Αγάλματα»

την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στις 20:30
στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5 Αίθριο Στοάς Βιβλίου)

Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Σπύρος Αραβανής

Στο καλλιτεχνικό μέρος τέσσερις γυναικείες παρουσίες:

Απαγγελία ποιημάτων: Ουρανία Μπασλή, ηθοποιός

Ακέκδοτα μελοποιημένα ποιήματα του Δημήτρη Λέντζου
παίζουν και τραγουδούν οι συνθέτριες:
Μάρθα Μεναχέμ, Χρύσα Κωττάκη, Ιφιγένεια Κορολόγου

The post Οι εκδόσεις Μετρονόμος σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Λέντζου «Εωθινά Αγάλματα» την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στις 20:30 στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5 Αίθριο Στοάς Βιβλίου) appeared first on Ποιείν.


Δημήτρης Λέντζος, «Εωθινά Αγάλματα», εκδ. Μετρονόμος, 2018

$
0
0

ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ
Τραβούσε με κόπο
στην κεντρική λεωφόρο
το μεγάλο καρότσι
με το άγαλμα
του αγνώστου εκείνου
στη μεγάλη πλατεία
είχαν αρχίσει
τις ομιλίες
και τις απαγγελίες
των ποιημάτων
ο αχθοφόρος
με τη μαύρη σκούφια
τα μακριά γένια
και το τσιγάρο στα χείλη
σταμάτησε μπροστά
στο πορνείο
πότισε τον βασιλικό
με τα κλειστά παράθυρα
έκανε τον σταυρό του
και συνέχισε να σέρνει
εκείνο
το ακέφαλο άγαλμα
του Αγιάννη του Προδρόμου
ή του Καραβάτζο
ποτέ δεν έμαθε ακριβώς
ρωτώντας επίμονα
τους επισήμους και τους ειδικούς
περί των αγαλμάτων.

`

*

ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ


Η μάνα μου σιδέρωνε
με το παλιό της σίδερο
το άσπρο μου πουκάμισο
όταν τέλειωσε
το κρέμασε στην καρέκλα
και μου είπε:
«να το φορέσεις στον γάμο σου
να ’χεις τη μυρωδιά μου πάνω σου»
πέρασε καιρός
και στον γάμο μου δεν παρέστην
ως ώφειλα
το φόρεσα στην κηδεία της
αργότερα
με όλη τη μυρωδιά της
πάνω μου
που την κρατώ ακόμη
ανύμφευτος
στις γαμήλιες τελετές
και λειτουργίες.

`

*

ΦΕΓΓΑΡΙ ΔΙΚΟΠΟ
Ένα φεγγάρι δίκοπο
στου ουρανού το χέρι
με λάβωσε κατάστηθα
και τριγυρνώ τις νύχτες
στον μύλο και στον ποταμό
κι αλέθω τη χαρά μου
και την σκορπίζω στα νερά
να πίνουν οι ψυχούλες
που ήρθαν απόψε μια φορά
πάλι στον πάνω κόσμο
να δούνε την αγάπη τους
και τ’ άσπρα τα σκουτιά τους.

`

*

ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ
Η μάνα μου σιδέρωνε
με το παλιό της σίδερο
το άσπρο μου πουκάμισο
όταν τέλειωσε
το κρέμασε στην καρέκλα
και μου είπε:
«να το φορέσεις στον γάμο σου
να ’χεις τη μυρωδιά μου πάνω σου»
πέρασε καιρός
και στον γάμο μου δεν παρέστην
ως ώφειλα
το φόρεσα στην κηδεία της
αργότερα
με όλη τη μυρωδιά της
πάνω μου
που την κρατώ ακόμη
ανύμφευτος
στις γαμήλιες τελετές
και λειτουργίες.

 

`

*

ΣΠΑΝΙΟΛΙΚΟ
Αυτό το τραγούδι
το σπανιόλικο
που ίσως
για κάποια αγάπη
στην Ανδαλουσία λέει
–δεν ξέρω Ισπανικά–
δεν ξέρω άλλη γλώσσα
το μόνο που ξέρω
είναι να καταλαβαίνω
τη γλώσσα των ερωτευμένων
και του Φλαμένγκο το ράγισμα
μέσα στις φλέβες μου
που κοιμούνται θανατερά
οι λέξεις
και οι ασώματες σκιές
σαν εξαίσιες
χορευτικές φιγούρες
των μπρούτζινων
εωθινών αγαλμάτων.

******************************************************************

`

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

 

Οι εκδόσεις Μετρονόμος σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής

του Δημήτρη Λέντζου
«Εωθινά Αγάλματα»

την Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στις 20:30
στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5 Αίθριο Στοάς Βιβλίου)

Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Σπύρος Αραβανής

Στο καλλιτεχνικό μέρος τέσσερις γυναικείες παρουσίες:

Απαγγελία ποιημάτων: Ουρανία Μπασλή, ηθοποιός

Ακέκδοτα μελοποιημένα ποιήματα του Δημήτρη Λέντζου
παίζουν και τραγουδούν οι συνθέτριες:
Μάρθα Μεναχέμ, Χρύσα Κωττάκη, Ιφιγένεια Κορολόγου

The post Δημήτρης Λέντζος, «Εωθινά Αγάλματα», εκδ. Μετρονόμος, 2018 appeared first on Ποιείν.

Aλεξάνδρα Σωτηράκογλου, «Τζέρι» (απόσπασμα)

$
0
0

Στο χωριό ξέχασαν
το όνομά μου.
Όλοι με φωνάζουν Τζέρι
– από τον Τζέρι Λιούης, τον κωμικό.

Το βασίλειό μου είναι μικρό.
Απλωμένος κατά μήκος του υγρού κάμπου
είναι ένας δρόμος – αλλά γι’ αυτόν
που δεν τον ξέρει
τρεις μέρες να παίζουμε κρυφτό
αμφιβάλλω αν θα με βρει

Σε αυτό
το απελπισμένο μέρος
βλέπω
τι κυκλοφορεί


#
Από ’δω πάνω που κάθομαι
όχι· δεν πιστεύω ότι η χαρά
πέρασε
δίπλα απ’ τους κάδους
μέσα στα κτήρια
Τι θαυμαστά επιτεύγματα!
να πιάσεις πάτο
από τόσο ψηλά
Πόσο πολιτισμένα!

Καλύτερα να κατέβω
Θα ’πρεπε πιο κοντά

#
Περπατώ
παρέα μ’ ένα τραγουδάκι

«Το θεριό μες στο κλουβί
μελετάει τη φυλακή του
σπιθαμή προς σπιθαμή
μα το θεριό δεν ξέρει
πως είναι τυχερό
να βλέπει μες στη γούβα του
το μέρος – το πλέον – μακρινό»

Περπατώ
παρέα μ’ ένα τραγουδάκι
σχεδόν σατανικό

#

Στην Οδό Κ.Π. 25 πέφτω
πάνω στον γείτονα.
Κλασικά παράπονα
για το νοίκι, τους φόρους
και τους πρόσφυγες.
Μου θυμίζει τον πατέρα μου

#

Είναι δύσκολο
να το χωνέψεις
να ξέρεις ότι παρά τις προσευχές
και τις μετάνοιες
ένα πεισματάρικο κατάλοιπο
των χειρότερών σου πράξεων
θα στέκεται ανέπαφο.

Ό,τι δεν το σφίγγεις
σε σφίγγει
Ό,τι δεν το προσπερνάς
σε ακολουθεί
για πολύ καιρό

#
Μου ταιριάζει – το κλίμα εδώ
Μου ταιριάζει η ματαιότητα

The post Aλεξάνδρα Σωτηράκογλου, «Τζέρι» (απόσπασμα) appeared first on Ποιείν.

Άννα Παληκίδου, Ποιήματα

$
0
0

1.
Ποιος θα σκεφτεί να σε αγαπήσει όταν τα σκουλήκια θα τρώνε τη λιωμένη σάρκα σου;
─Κανείς. Μόνο εσύ. Επιτέλους τα κατάφερες και γενναία παραιτήθηκες, γενναία δείλιασες και έφυγες.
Θα ακουμπήσω το κεφάλι μου στο μάρμαρό σου και θα σε ακούσω να φωνάζεις σιωπηλά να σε προσέξω τώρα που αξίζεις.
Αξίζεις;
─Έτσι φαίνεται. Όλοι έτσι λένε.
Και όσο θα κουράζεσαι ενώ θα αναπαύεσαι θα σε σκέφτομαι και θα αναρωτιέμαι αν θα μπορώ να αξίζω και γω μία μέρα, όπως το κατάφερες εσύ.
Μπα, όχι, εγώ δεν είμαι τόσο γενναία. Θα αφιερωθώ στο να αναρωτιέμαι και να γράφω αντί να πράττω και να φεύγω.
Πριν με κρίνεις όμως, αναρωτήθηκες; Ποιος θα σκεφτεί να σε αγαπήσει όταν τα σκουλήκια θα τρώνε τη λιωμένη σάρκα σου;
─Όλοι. Καλά έκανες.


2.
Μια γυναίκα με γκρι δέρμα Πάντα αυτή είναι
κάθε φορά που χτυπάει η πόρτα σου αργά τη νύχτα, αυτή είναι
Κάθε φορά που πασχίζεις να κρατήσεις τη λάμψη αυτή θα σε κοιτά
Με τα άσπρα μάτια της και τα μαύρα της μαλλιά
Που κρέμονται σα ραδίκια και σχοινιά και σύρματα
Μόλις αποκοιμηθείς πάνω στο μάρμαρο θα έρθει να σε φιλήσει ληθαργικά στο μέτωπο
Μη ρωτάς πότε θα φύγει.
Μόλις πάψεις να αναπνέεις θα ψάξει κάποιον άλλον να ενοχλήσει
Ή, τουλάχιστον, με αυτήν την σκέψη θα αποφασίσεις απόψε
Να βαυκαλιστείς
3.
(Για τον «Ελεγκτή» του Μ. Σαχτούρη)
Εσύ, κληρονόμε πουλιών.
Έφυγες χωρίς να δώσεις και σε μας φτερά.
Έστω και σπασμένα.
Και τώρα πρέπει μόνοι να τα ζωγραφίσουμε
Να μάθουμε να πετάμε κάτω από την αιμάτινη βροχή
Και να μην αφήσουμε σταγόνα να πέσει σε αυτούς
Και όταν πέσουμε οι ίδιοι από το βάρος στα χάρτινα φτερά μας, τότε θα καταλάβουν…
Πως ψηλά δε θα πετάει πια κανείς.

4.
Μείνε ακίνητη, θα σε κρύψω
Θα σου πετάξω χώματα και σκοτάδια και λύπες και ελπίδες και μαύρο και λευκό για να μη σε δει κανείς.
Σου είπα να μη χαθείς στη σκιά μου και έγινες η ίδια
Σου είπα να μη φύγεις και έγινες το είδωλό μου στον καθρέφτη
Τώρα σε βλέπω και τα πρωινά, όχι μόνο την νύχτα.
Σε χρειάζομαι. Να με πονέσεις, να με μαχαιρώσεις, να με γεμίσεις πληγές και να με σχηματίσεις πάλι.
Λύγισέ με, σπάσε με, κομμάτιασε με όσο μπορείς.
Απορρόφα όση ψυχή θέλεις από εμένα
Αρκεί να με κάνεις κάποια μέρα κάτι άξιο να διαβαστεί

The post Άννα Παληκίδου, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Alfonsina Storni (Αργεντινή, 1892-1938), «Λιτανείες της νεκρής γης», (μετφρ. -επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας)

$
0
0

 

 

 

 

Για το ανθρώπινο γένος θα έρθει  μια μέρα

Που σαν δεντρί ματαιότητας  θα το κυριεύσει η ξέρα.

 

Κι ο   γέρο ήλιος  στην απλωσιά  τ’ ουρανού

Κάρβουνο άχρηστο θα γίνει σβησμένου πυρσού.

 

Θα ‘ρθει μια μέρα που του κόσμου η παγωνιά

Σιγή  του πένθους θα γίνει   πολύ βαθιά :

 

Ίσκιος  βαρύτατος   στον πλανήτη θα πέσει

Κι  η Άνοιξη ποτέ πια δεν θα επιστρέψει ∙

 

Σαν μάτι  τυφλό η γη πεθαμένη,

Θα συνεχίσει να γυρνά συνεχώς ταραγμένη,

 

Αλλά μέσα  στο έρεβος, στα τυφλά, μοναχή της

Δίχως «αχ» και τραγούδια, δίχως την προσευχή της.

 

Μόνη με όλα τα όντα της τ’ αγαπημένα

Κουρασμένα  στον κόρφο της και κοιμισμένα.

 

(Μάνα  που  κινείται  ακόμη και με τα πικρά τα  φαρμάκια της

Που   αφήνουν στο  στήθος της  τα πεθαμένα παιδάκια της)

 

Τίποτα όρθιο… Πολιτείες ερείπια,  διαλυμένες

Θ’ ανέχεται πάνω στις πλάτες της τις τσακισμένες

 

Απ’ τα μεγάλα τα ύψη,  κατάμαυρη, το βουνό

Θα την  θωρεί  με το βλέμμα του το φθονερό

 

Ίσως κι η θάλασσα άλλο δεν θα ‘ναι από ‘να σκληρό

Κομμάτι πάγου, μέσα  και  έξω   εντελώς σκοτεινό.

 

Και μες την αγωνία της και την μοναξιά της

Θα ονειρευτεί τα δάση της και τα κύματα της

 

Θα ‘ναι τα χρόνια όπως περνούν, μια   προσμονή

Ενός  πλοίου, να οργώσει  το στέρνο της σαν το υνί

 

Κι εκεί που η άμμος σωρουδάκια  θ’   αφήνει ,

Με τ’ ακροθαλάσσι θα ονειρευτεί και τη σελήνη

 

 

Θα της μένει μόνο ο  πόθος  και τίποτα άλλο

Γιατί το φεγγάρι της θα ‘ναι σαν  κοιμητήρι μεγάλο

 

 

Ματαίως θα θέλει ο πάγος  στα δύο ν’ ανοίξει

Ανθρώπους και βράχους να τους ρουφήξει

 

 

Ν’  ακούσει πάνω τους  την τρομερή την κραυγή

Του ναυαγού που σ’ όλο τ’  άπειρο δυνατά αντηχεί:

 

 

Δεν θ’ απομείνει τίποτα ∙  από πόλο σε πόλο

Αγέρας μονήρης θα σβήσει τον κόσμο  όλο

 

 

Τις φιλήδονες οικίες των  Λατίνων

Και τα μίζερα καταφύγια των Βεδουίνων

 

 

Των Εσκιμώων   τους άφεγγους οικίσκους τους θολωτούς

Και τους εξαίσιους  και μεγαλόπρεπους  καθεδρικούς

 

 

Κι οι  μαύροι,  οι κίτρινοι  και οι ερυθροί,

Οι  μιγάδες, οι  μελαψοί  και οι  λευκοί

 

 

Θα κοιταχτούνε τότε όπως θα ‘ναι κάτω απ’ τη γη

Ζητώντας συγχώρεση για του  πολέμου τη τόση σφαγή

 

Από τα χέρια πιασμένοι,  την  ολοστρόγγυλη γη

Στον μεγάλο τους κύκλο  θα την κάνουν να μπει.

 

Βαριά θα στενάξουν με μία  φωνή:

_Ω, τι μάταιος πόνος που δεν ωφελεί!

 

_Ήταν  κήπος ο κόσμος ,  μεγάλος ροδώνας

Οι μεγαλόπρεπες πόλεις του ήταν κανόνας

 

Άλλες απλωμένες στo μήκος των ποταμών

Κι άλλες σε λίμνες και στην καρδιά των δασών

 

 

_Τις διασχίζανε  λεπτές τρένων γραμμές

Που με τον τρόπο τους  ήταν ελπίδες πιστές

 

Τα χωράφια άνθιζαν   και  παντού απλωνόταν

Ολόδροσος κάμπος που απ’ το γέλιο σειόταν

 

 

_Κι αντί όλ’ αυτό να γίνει δικό μας: ανά χείρας μαχαίρι

Αδερφός φονεμένος  απ’ τ’ αδερφού του το χέρι

 

 

_ Τις προσβολές της έριχνε η μια γυναίκα στην άλλη

Τον  κόσμο κυρίευε των  εμπόρων  η παραζάλη:

 

Χτυπούσαμε   ενάντια σε  ό,τι ήταν καλό

Λάσπη του ρίχναμε και φαρμάκι πικρό

 

Και τώρα κόκκαλα άσπρα, τη στρόγγυλη γη

Κυκλωμένη την έχουμε σ’  αγκαλιά αδερφική

 

_Κι απ’ την ανθρώπινη μας φευγαλέα πυρά

δεν έμεινε τίποτα  όρθιο στη γη πουθενά

 

Μα,  όμως ποιος ξέρει αν μοναχό και βουβό

Γυμνό κάποιο  άγαλμα  δεν έχει απομείνει ορθό

 

Κι έτσι να γίνει, ενώ  απ’ τους ίσκιους  δρόμους θ’ ανοίγει,

Άσυλο  έσχατο όπου κάποια  ιδέα θα καταφύγει

 

 

Καταφύγιο έσχατο για εκείνη την φόρμα

Που να ορίσει θέλησε τον Θείο κανόνα

 

 

Και  απ’ την ίδια  τη χάρη του έχοντας πάθει ζημιά ,

Χωρίς να τη νιώθει,   θα συναντήσει   την ομορφιά

 

 

Και κάποιο αστέρι τρυφερό και γλυκό

Μπορεί να ρωτήσει ποιο ειν’ το κορίτσι  αυτό;

 

 

Ποια είναι αυτή η γυναίκα που έτσι τολμά

Μόνη μες σ’ ένα κόσμο νεκρό να περπατά;

 

 

Από  ουράνιο ένστικτο θα την αγαπήσει

Μέχρι να πέσει  το βάθρο  του να το  γκρεμίσει

 

 

Και από μια απροσδιόριστη λύπηση   ίσως μια μέρα

για τ’ ανθρώπινο ον και τη φτωχή, γήινη σφαίρα

 

 

Ένας  ήλιος, περαστικός ταξιδιώτης,  το φως του ν’ ανάψει

να της δώσει και πάλι  φωτιά στην πρώτη του λάμψη

 

 

 

Και να της πει : _ Ω, γη κουρασμένη, εξαντλημένη

Ονειρέψου για λίγο  την  Άνοιξη την μυρωμένη!

 

 

Πάρε με μέσα σου για στιγμή: είμαι η ψυχή

Του Σύμπαντος που ησυχία δεν βρίσκει, δεν έχει  φωνή…

 

 

Πως το χώμα  συθέμελα θα δονηθεί

Απ’ τους νεκρούς της που είναι μέσα εκεί!

 

Πως  μέσα απ’   το Θείο το Φως με αγώνα μεγάλο

του υπέρλαμπρου άστρου θα θέλουν να φτάσουν την άλω!

 

Εις μάτην ! Εις μάτην!  πυκνές πολύ και όλο πιο πάνω

οι στρώσεις της γης, αχ!  στους σκελετούς τους   επάνω

 

Όλοι ένας σωρός και  ηττημένοι για τα καλά

Δεν θα μπορέσουν ν’ αφήσουν την παλιά τους φωλιά

 

Και στο άστρο  που θα προσπερνά και θα τους καλεί

Κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί να φωνάξει: «σε θέλω πολύ!»

 

(Από τη  Συλλογή “Languidez”,1920)

 

 

 ******************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η Αλφονσίνα Στόρνι (Αργεντινή 1892-1938) είναι μία από τις πιο σημαντικές φωνές της Ποίησης του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Ελβετία και ήταν παιδί Ελβετοιταλών γονιών που μετανάστευσαν στην Αργεντική  για οικονομικούς λόγους. Από νωρίς στη ζωή της χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες δυσκολίες: οικονομικά προβλήματα, τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της, εργασία από τα παιδικά της χρόνια για λόγους επιβίωσης, σπουδές  χωρίς καμιά οικονομική υποστήριξη από πουθενά, ένα παιδί εκτός γάμου στα είκοσι χρόνια της, ερωτικές απογοητεύσεις, έντονες ψυχικές διαταραχές  και στο τέλος ένας καρκίνος που την ωθεί στη αυτοκτονία. Άρχισε να γράφει από πολύ νωρίς και το 1916 δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή που της εξασφαλίζει συνεργασίες με  λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και σημαντικές γνωριμίες με ανθρώπους των γραμμάτων. Κάπως έτσι  θα δημοσιεύσει  και μια σειρά άρθρων μέσα από τα οποία δίνει τον δικό της αγώνα  προκειμένου να δει την γυναίκα εκείνης της εποχής να βγαίνει από το περιθώριο και να βρίσκει τη φωνής της ( «Θα έρθει μια μέρα που οι γυναίκες θα τολμήσουν να αποκαλύψουν τον εσωτερικό τους κόσμο ∙ την ημέρα αυτή η ηθική θα υποστεί μια μεγάλη ανατροπή…») αλλά και να διεκδικεί με σθένος  τα πολιτικά της δικαιώματα όπως το δικαίωμα της ψήφου. Εξαιτίας των θέσεων αυτών θα δημιουργήσει αρκετούς εχθρούς ακόμη και μέσα στον γυναικείο  πληθυσμό αφού θα τη  θεωρήσουν άτομο με επικίνδυνες ιδέες. Τα πρώτα της ποιήματα εντάσσονται στο ρεύμα  του Ρομαντισμού και του Μοντερνισμού με φανερές επιρροές από τον την ποίηση του Ρουμπέν Νταρίο και στο τέλος της λογοτεχνικής της διαδρομής, η οποία έχει να παρουσιάσει ένα μεγάλο σε όγκο έργο, υπηρέτησε τα ρεύματα της πρωτοπορίας (vanguardia). Η  Στόρνι θα πειραματιστεί  πολλές φορές, θα ανοίξει νέους δρόμους στην Ποίηση της εποχής, ο τολμηρός λόγος της θα γίνει, και θα παραμείνει ως σήμερα, το σύμβολο της γυναικείας  θέλησης που διεκδικεί τη θέση της στην κοινωνία επί ίσοις όροις, και το ποίημα της «Tú me quieres blanca» («Εσύ λευκή με θέλεις») θα αποτελέσει το φεμινιστικό λάβαρο μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα έγραψε και θέατρο χωρίς ωστόσο να γνωρίσει την ίδια επιτυχία. Στα συχνά της ταξίδια στην Ουρουγουάη γνωρίζει και συναναστρέφεται με εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Οράσιο Κιρόγα, με τον οποίο διατηρεί μια ιδιαίτερα στενή σχέση,  και η ποιήτρια  Χουάνα ντε Ιμπαρμπούρου.  Σε ένα από τα ταξίδια της στην Ευρώπη   γνωρίζει έναν ποιητή που για εκείνη αποτελεί σημείο αναφοράς: τον Φεδερικό Γκαρθία Λόρκα.   Ωστόσο η  αυτοκτονία  του Οράσιο Κιρόγα, το 1937,  την να κάνει να απομονωθεί  εντελώς, η ψυχική της υγεία επιδεινώνεται και αρχίζει να επικαλείται στα ποιήματα της, με μεγάλη συχνότητα,  τη θάλασσα.  Στις 25 Οκτωβρίου του  1938 εξουθενωμένη από τον μεγάλο και διαρκή αγώνα που είναι η ζωή της,  τις σοβαρές ψυχικές διαταραχές, που φτάνουν ως την παράνοια,  και από έναν οδυνηρό καρκίνο  τον οποίο με τον οποίο παλεύει επί τρία χρόνια,  θα αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά του Μαρ ντε Πλάτα. Την ίδια στιγμή, στην εφημερίδα «La Nación» , δημοσιεύεται το τελευταίο της ποίημα με τίτλο “Voy a dormir” (“Θα κοιμηθώ”),  που η ίδια είχε γράψει και είχε στείλει λίγες μέρες πριν,  αναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό τον θάνατο της ακριβώς τη στιγμή που λαμβάνει  χώρα :

ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ

 

Λουλουδένια δόντια, φιλέ από πάχνη,

χορταρένια χέρια, λεπτοκαμωμένη παραμάνα εσύ

της γης τα σεντόνια έχε  μου έτοιμα

και των ξεριζωμένων βρύων το πάπλωμα.

 

Θ’  αφεθώ στον ύπνο, παραμάνα μου, να πλαγιάσω βάλε με,

ένα φως στο  προσκεφάλι μου  άναψε,

μια σύναξη άστρων, όποια σ’ αρέσει

είναι όλες καλές, κατέβασε τες λιγάκι πιο κάτω.

 

Μονάχη άσε με: ακούς τα μπουμπούκια να ξεπετιούνται

ένα ουράνιο πόδι από ψηλά σε λικνίζει

ένα πουλί σου δίνει τις ρυθμικές μελωδίες του

 

…για να ξεχάσεις. Ευχαριστώ! Α, κι ένα θέλημα:

εάν εκείνος τηλεφωνήσει ξανά

πες του  να μην επιμείνει, πως έχω πια φύγει…

 

(Μτφρση: Στέργιος Ντέρτσας)

 

The post Alfonsina Storni (Αργεντινή, 1892-1938), «Λιτανείες της νεκρής γης», (μετφρ. -επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.

Theodor W. Adorno, «Η κοινωνιολογία της μουσικής» (μετφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης), εκδ. Νεφέλη 1997

$
0
0

 

 

Η γλώσσα της μουσικής είναι αρκετά διαφορετική από την προθετική γλώσσα. Περιέχει μια θεολογική διάσταση. Αυτό που έχει να πει αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα κρύβεται. Ιδέα της είναι το θείο Όνομα στο οποίο έχει δοθεί σχήμα. Είναι απομυθολογικοποιημένη προσευχή, απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο μαγικής αποτελεσματικότητας. Είναι η ανθρώπινη προσπάθεια – καταδικασμένη όπως πάντα – να ονομάσει το Όνομα, όχι να μεταδώσει νοήματα. Η ερμηνεία είναι ουσιώδης τόσο για τη μουσική όσο και για τη γλώσσα, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Το να ερμηνεύεις τη γλώσσα σημαίνει: να κατανοείς τη γλώσσα. Η μουσική ερμηνεία είναι τέλεση, η οποία, ως σύνθεση, διατηρεί τη συγγένειά της με τη γλώσσα ενώ εξαλείφει κάθε ειδική ομοιότητα. Ιδού γιατί η ιδέα της ερμηνείας δεν είναι ένα τυχαίο κατηγόρημα της μουσικής, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της. (. . .)

`

 

*************************************************************

`

[…[ Εώ ο συγγραφέας δεν επιδίδεται σε αναλύσεις συγκεκριμένων μουσικών συνθετών ή έργων, όπως σε άλλα έργα του (Adorno 1962, 1966, 1976 κ.ά.), αλλά, μέσα από δώδεκα θεωρητικές διαλέξεις πραγματεύεται μια σειρά θεμάτων που αποτελούν νομιμοποιημένα αντικείμενα της κοινωνιολογίας της μουσικής. Η μελέτη αυτή πρωτοδημοσιεύεται το 1962, σε μια εποχή που οι μουσικές βιομηχανίες βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη και το ραδιόφωνο αποτελεί ιδιαίτερα δημοφιλές μέσο, ενώ η εμπειρία του Ολοκαυτώματος και του πολιτικού απολυταρχισμού, από όποια κατεύθυνση και αν προέρχεται αυτός, προβληματίζουν έντονα τον Adorno.

Προσπαθεί να θέσει τις βάσεις για μια κριτική κοινωνιολογία της μουσικής, ενδιαφέρεται και ασχολείται αποκλειστικά με την όψιμη καπιταλιστική δυτική κοινωνία και τη μουσική της όπως αυτή διαμορφώνεται στα πλαίσια της ‘πολιτιστικής βιομηχανίας’ [‘Kulturindustrie’]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, ο Adorno προτείνει μια κοινωνιολογικά της μουσικής που δεν θα εξετάζει μόνο τη θέση της μουσικής μέσα στην κοινωνία, αλλά και την παρουσία της κοινωνίας μέσα στη μουσική, τόσο τις σχέσεις μεταξύ του ακροατή, ως κοινωνικοποιημένου υποκειμένου, με την ίδια τη μουσική’, όσο και ‘τις κοινωνικές δομές των οποίων βρίσκουμε το αποτύπωμα στη μουσική και σε όλα όσα ονομάζουμε, με την ευρεία έννοια, μουσική ζωή’ (Adorno 1994: 7, 223). Παρατίθενται στη συνέχεια δύο βασικές επιστημολογικές παραδοχές του Adorno που αφορούν, η πρώτη, την ιστορικότητα του μουσικού υλικού και την υπεροχή της παραγωγής στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία και, η δεύτερη, την ταύτιση του αισθητικού επιπέδου με το περιεχόμενο της κοινωνικής αλήθειας.

Ο Adorno δεν ασχολείται με το μουσικό υλικό από φυσική πλευρά, αλλά το αντιμετωπίζει στην ιστορικότητά του.Δεν είναι μόνο ο συνθέτης ένα κοινωνικό υποκείμενο, αλλά και η μουσική έχει κοινωνικό χαρακτήρα, οι κοινωνικές συνθήκες ενυπάρχουν σε αυτή. Ο συνθέτης όχι μόνο βρίσκεται δεμένος με τα αντικειμενικά κοινωνικά δεδομένα της παραγωγής, αλλά η πραγματική του εισφορά, ένα είδος λογικής σύνθεσης προσωπικής φύσης η οποία αντανακλά ό,τι πιο υποκειμενικό υπάρχει στον ίδιο, είναι σε τελική ανάλυση επίσης κοινωνική. Το υποκείμενο που συνθέτει δεν είναι ατομικό αλλά συλλογικό. Κάθε μουσική, ακόμη και αν το ύφος της είναι ιδιαίτερα ατομικό, έχει ένα αδιαχώριστο συλλογικό περιεχόμενο: ένας απομονωμένος ήχος φωνάζει ήδη Εμείς (Adorno 1972: 11).

Το νόημα της μουσικής και οι απαραίτητες συνθήκες για τη μουσική σύνθεση δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την αποδοχή της ιστορικότητας του μουσικού υλικού και την ανάλυση της σχέσης του τελευταίου με την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι, στον συλλογισμό του Adorno, η τέχνη αντανακλά απλώς την κοινωνία, όπως το ήθελε η θεωρία των ειδώλων ή ακόμα η ρεαλιστική αισθητική η οποία αντιμετώπιζε την καλλιτεχνική πρακτική οργανικά δεμένη με την πολιτική. Αντίθετα, ο γερμανός συγγραφέας αναγνωρίζει αυτονομία στη μουσική, τη βλέπει ως γλώσσα, μια γλοισσα, ωστόσο, που παραμένει αινιγματική καθώς δεν αποτελείται από ένα μονοσήμαντο σύστημα συμβόλων και εννοιών (Rizzardi 2003:158). Αυτή η έννοια του υλικού τού επιτρέπει να επιλύσει το παράδοξο που δημιουργείται μεταξύ απαραίτητης αυτονομίας της τέχνης (η εξέλιξή της σύμφωνα με τον δικό της νόμο) και του κοινωνικού χαρακτήρα αυτής της εξέλιξης· η κατεύθυνση των δύο είναι η ίδια. Ο συνθέτης βρίσκεται αντιμέτωπος με το σύνολο της κοινωνίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή έχει διαμορφώσει το υλικό: έχοντας την ίδια καταγωγή με την κοινωνική διαδικασία και συνεχώς εμποτισμένο με τα σημάδια της, αυτό που μοιάζει σαν απλή αυτο-κίνηση του υλικού εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση με την πραγματική κοινωνία, ακόμη και εκεί όπου οι δύο κινήσεις τείνουν να αλληλοαγνοούνται και να αντιμάχονται.

Για τον λόγο αυτόν η αντιπαράθεση του συνθέτη με το υλικό είναι συγχρόνως και αντιπαράθεση με την κοινωνία […] οι οδηγίες που μεταδίδει το υλικό στον συνθέτη και που αυτός μετατρέπει υπακούοντας σε αυτές, συστήνονται μέσα από μια ενυπάρχουσα διάδραση (Adorno 1962: 45). Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, η αποδοχή της ιστορικότητας του μουσικού υλικού θέτει στην κοινωνιολογία της μουσικής το ερώτημα της σχέσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις, κατά τον Adomo, δεν περιορίζονται στη μουσική παραγωγή με τη στενή έννοια, δηλαδή τη μουσική σύνθεση. Περιλαμβάνουν επίσης κάθε καλλιτεχνική εργασία αναπαραγωγής, τη δραστηριότητα του ερμηνευτή και το σύνολο της τεχνικής: την ενδομουσική τεχνική σύνθεσης, την ικανότητα κίνησης αυτών που μετέχουν στην αναπαραγωγή και τις διαδικασίες μηχανικής αναπαραγωγής που παίζουν σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη κοινωνία. Οι σχέσεις παραγωγής ορίζονται από τις οικονομικές και ιδεολογικές συνθήκες που επικρατούν και στην επήρεια των οποίων υπόκεινται οι ήχοι και η ανταπόκριση σε αυτούς. Υπ’ αυτή την έννοια, μια πτυχή των σχέσεων παραγωγής αποτελούν η μουσική νοοτροπία και το γούστο (Adorno 1994: 223) […]

Από το άρθρο: «ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΚΛΑΣΙΚΟΥΣ/ Max Weber και Theodor Adorno: διαφωνία ή πολυφωνία στην κοινωνιολογία της μουσικής» της Παναγιώτας Αναγνώστου, Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος 20/2008

`

********************************************************

 

`

Ο Theodor W. Adorno (Φρανκφούρτη, 1903-1969) είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους του εικοστού αιώνα, συνεχιστής μιας μεγάλης παράδοσης της Γερμανικής φιλοσοφίας, ένας από τους οξύτερους κριτικούς του φασισμού και του αυταρχισμού εν γένει, αλλά και της μαζικής εμπορευματικής κοινωνίας των μεταπολεμικων χρόνων. Το ακριβές αποτύπωμα της φιλοφοσικής του σκέψης θα το βρούμε σε βαρυσήμαντα έργα όπως Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ, η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ (ημιτελές). Ο Adorno ωστόσο υπήρξε, παράλληλα με τις φιλοσοφικές και κοινωνιολογι- κές του ασχολίες, ένας λαμπρός μουσικολόγος, με μουσική παιδεία και με συνθετικές επιδόσεις ο ίδιος.

Κυρίως όμως υπήρξε ένας σημαντικός θεωρητικός της μουσικής. Το έργο του Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ανήκει δικαιωματικά στην ίδια κατηγορία με τα άλλα μείζονα φιλοσοφικά του έργα, αλλά δεν είναι το μόνο: τα μουσικολογικά του γραπτά καταλαμβάνουν έξι τόμους από τους είκοσι των Απάντων του, και σε αυτά θα βρει κανείς από λεπτούς φιλοσοφικοαισθητικούς στοχασμούς μέχρι δύσκολες τεχνικές αναλύσεις της γλώσσας της Νέας Μουσικής, από μονογραφίες που αφορούν ένα συγκεκριμένο συνθέτη κι ένα συγκεκριμένο έργο (Στραβίνσκι, Σάινμπεργκ, Βάγκνερ, Μπετόβεν, Μάλερ) μέχρι αναλύσεις της κοινωνικής λειτουργίας της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας, του ραδιοφώνου της ελαφράς μουσικής, της τζαζ.

Ενα απάνθισμα από αυτά τα κείμενα, συλλεγμένα από διάφορες εκδόσεις και από διαφορετικές εποχές του φιλοσόφου, παρουσιάζονται σ αυτό το τόμο για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την ελπίδα ότι αντιπροσωπεύουν ικανοποιητικά το όλον αυτής της σκέψης για τον ευρύτερων ενδιαφερόντων αναγνώστη, αλλά και ότι θα οδηγήσουν την περαιτέρω ενασχόληση εκείνου που έχει ένα ειδικό ενδιαφέρoν. 

The post Theodor W. Adorno, «Η κοινωνιολογία της μουσικής» (μετφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης), εκδ. Νεφέλη 1997 appeared first on Ποιείν.

Dimítrios Mouzákis, from «Bruxist», ed. Sidontas, 2011 (Translated from the Greek by Yannis Goumas)

$
0
0

                

 

 

BRUXIST*

 

When your body was athirst

to know where it belonged

you should have come to me.

Before you knew me you knew

that on your body I’d find

others’ touches.

How could you believe

that your infidelity

would not affect me?

You didn’t know where I was

you’ll say

didn’t even know if I existed.

It doesn’t matter.

Before you knew me you knew

that on your body I’d find

others’ touches

if I exist

if every night

I chatter in my dreams

that hungered I love you

on my stolen side.

 

*Bruxism: The unconscious gritting or grinding of teeth in situations of stress

or during sleep.

*

 

BRAIDS OF FINGERS

 

There’s no way you can reach me

by stretching your arm

circularly.

Extend your hand back

for our fingers to clinch

where our habits

and petty egotism

can’t see with what yearning

we touch each other.

 

*

 

 

RELAPSE

 

Come dawn I slap my window.

The sun takes heart

and timidly enters the room

coyly it touches my desk

the floor, the mattress

but when unexpectedly it reaches

your nightgown

it yields and the light withdraws

and once more I need you in the dark.

 

*

PARADISE NOW

 

Do you know how many Gods fit in knowledge?

Take hold of thunder bare-handed.

Are you afraid?

An electric current will run through you

and this jolt

will turn the blood into wine

for your life to get drunk on death.

*

 

I INVOKE CEMETERIES

 

I take off shirt

and trousers.

I continue with underwear

and socks.

I strip off with zest;

I want to get out of here

I want my throat

to loosen breathing.

I mash the crucifix on my chest

I bang my head

on my signature

I forget name and surname

forget my mother

forget people I love

and my God

I do away

with all my prayers.

I go out bare-souled in the street.

On the world’s ID cards

I prefix blood, flesh and bones.

To the living foe

I invoke cemeteries.

 

*

TORTURERS

 

Torturers, kick me

in the face

stick in my urethra

burning wires

stub out on my back

your thirst and cigarettes

but

don’t for a moment think

that you are hearing blows

piercing and burning.

It’s me you are hearing, torturers.

It’s me writhing with pain.

 

*

 

NUMBER 049 BUS TO PIRAEUS

 

The time Asians

are pressing against the railing

for a free meal

I get on No. 049 bus

to Piraeus

reflecting on how certain countries

dump their offspring

on other countries

as though some homelands

are unneeded.

I consider my thoughts

luxurious

as the immigrants’ stench and hunger

penetrate the Athenian

air and intermix with

the pollution

as if the universe hovers

thanks to disgust.

Utterly ridiculous comparisons go through

my mind

the time human-legged pigs

crowd in rooms of decisions

full of ptomaine, neckties and pricy

bracelets.

“Bloody beasts,” I say between my teeth

and clutch the wallet

in my pocket fearing.

 

*

CATHETERS

 

One can read catheters

on the faces of certain nurses.

Catheters wrapped round the necks

of patients at death’s door

and pillows pressed

on their faces.

Such an unbearable hate

not even a dustman has felt

for the garbage he collects.

 

*

FALLING WATER

 

It’s raining.  Millions of raindrops are falling

on the roof embracing by degrees

the house.  My worries undress

take a bath naked

in the water’s gloss.

The fan heater strikes my legs

warmly

and down my back goes

a shiver condensing at the waist.

Winter is the season

for blankets.  Our bodies

exchange warmth

snug in the intimacy

of our breathing.

The soap in the bathroom smells sweet

to bring us close.

In the neighbouring streets roam

a cello

and an old barrel organ.

The universe is orchestrated for us

lightning increases our music

to a crescendo.

Clouds have brought a strong feeling.

 

*

NOT I NEVER

 

Not I never

not

I

never.

 

As if by verbalizing

denials are sustained in the future.

 

*

PARENTHOOD IS A BURDEN

 

Father remembered exactly

where he holidayed

in the summer of 1954

which taverna he preferred

in the winter of 1961

what thought gnawed him

in the autumn of 1978.

Then I was born.

In vain do I ask him about 1983

1990 and 1994.

Father stopped recording them

from the time he became a father

as a parent he neither learned nor enjoyed

anything

songs, scenery, scents, tastes

everything

ran through him.

Father forgot the lot.

Parenthood is a burden.

 

*

THE SAGES GOT TOGETHER

 

The world’s sages

got

together

and we held

our breath.

Our troubles are over

we said

the world’s sages

as one

won’t be long providing answers

to major problems

they won’t delay finding

ways of rescuing us

of allowing us to survive and

be redeemed.

All the world’s sages

got

together to be

photographed.

 

*

A STABBING PAIN IN MY ARM

 

A stabbing pain is gnawing my arm today.

I must have slept on it.

 

Damn it that I should

have slept on my arm.

There’s nothing you can do about this pain.

I go to pick up a bag

I hurt

to write

I hurt

even lying down and perfectly

still

I hurt.

 

Don’t get me wrong.

It’s not that I don’t know what’s to blame.

In the past I’d break my arm

in a thousand places of sleep

carpus, metacarpus, radius, ulna

smithereens

and never did it occur to me

to complain.

 

However

now that gravity is heavier

now that the atmosphere is frozen

in my spinal column ice too

is deepening down to the farthest

backbone of luck

 

I can’t even bear my cuticles.

 

*

 

GREEK GOD

 

A few pennies are left in my pocket.

No woman desires me.

All my friends have vanished

and those who haven’t, betrayed me.

I had no children

nor was I worthy of having any.

The earth reversed its magnetic

field

and lost its atmosphere.

The sun fell on it

and destroyed it.

Men’s bones

have not

mouldered away

they hover as Gulag and Auschwitz

monuments in space.

My mother spat at me and died.

The water was poisoned by

billions of years of a stagnant

deposit in the earth’s bowels.

I drank it all

and yet

from nowhere I produce

a glass of frappuccino

and ask my death

for a straw.

 

*

PILOT OFFICER LUCAS

 

“Have you ever been in love?”

I asked.

“You must be

a very romantic soul,”

answered

pilot officer Lucas

with a sympathizing smile

as if a dad

was first asked

by his son

what a plane was.

 

*

WE SHAN’T BE PUNISHED WITH BEAUTY AGAIN

 

There’s no need for us to worry anymore.

Fine words have been abolished long ago

since all poets have died

long ago.

No one shall reorder us

to be happy with a sun

and pebbles;

no one shall suggest

our pouring imagination

out of everydayness

for our soul to drink courage.

Poets who committed suicide

grew tired of figures of speech

thrusting horrendous reality

into their bodies:

love affairs without kisses

poems without readers

indecencies that never

will be sins.

 

*

THOSE CONTEMPTUOUS OF TEARS

 

To imagine that someone is moved

when yawning

is not shameful.

Honour to the romantics

who take tears seriously.

 

As regards those who keep on

yawning

what can I say?  They’ve seen through us.

Those contemptuous of tears make good.

 

*

HORROR FILMS

 

When the story reaches

a critical moment

a woman needs

a man

to fold her in his arms.

When the story reaches

a critical moment

a man needs

a woman

to fold in his arms.

When the story reaches a critical moment

the moment you are really scared

of dying alone or childless

never

you man or woman reconcile yourselves

to a warmth lesser

than that of a mother’s womb

and of childbirth.

For thousands of years now entire love

has been trying to enact it.

 

*

 

THE EARTH’S ROTATION

 

Trees remind me of people’s faces.

A little their leaves

a little their branches

knowing a little how to read

the nuances of the skin’s twitching

and

trees assume looks of perplexity

hate, caution, sorrow

but mainly

my God

mainly indifference.

Trees say the world has no brakes

and in summer as they kindle

near

our perspiring brows

they moisten hope with whatever the future brings

erasing it from the earth’s rotation.

Thus are born those we call atheists.

No one protects them

and no one loves them

who isn’t human or luck.

A photograph stills inside me.

If I don’t think of the world afresh

I’ll have to surrender to it.

 

*

RESURRECTED BY NECESSITY

 

He was obliged to be resurrected.

He stood anaemic on the stone

and said nothing more, knew nothing more to say

than love, love, love

but the Jews had no need

of miracles

of people around you when you are

in hospital, of women who

offer their breast when you are thirsty or

friends who fall down a precipice with you.

The Jews needed wonder-workers

to extinguish the sun’s light

in the sky

to take rabbits out of their pockets

and be resurrected after dying

amid blinding lights

on gold-trimmed chariots

angel-sung and wing-lead.

 

*

 

ECSTASY UP TO THE ALARM CLOCK

 

Air starts from the lung

it goes through the saxophone

becoming a note of dreams

and whirl of ecstasy.

And as we are getting wet

at a fountain

stepping on coins

of wishes

and as our moist kiss

irrigates paradise

that the dead might drink water again

the alarm clock goes off

for us to get up and go to work.

 

*

XERXES

 

My skin doesn’t breathe.

Presently it will die.

By and by nothing animate

shall define my insides

from the atmospheric air.

Once the skin decomposes

on me

my bowels will undergo

sublimation

in the crowd’s breathing.

Woe is him who catches sight of me

when I circulate freely, a smell,

in nostrils.

Removing his head

from the exhaust

he’ll have a clear view

of the heads’ boundless space

in the exhausts

rooted to the spot by the deafening

vrooming

of the invisible leader.

 

*

BLOODY BONES

 

I get up in the morning.

Millions of nightingales rub

coconut oil on my face

while singing, say it.

No, I must be mistaken.

The path I think of taking

is instantly strewn with lemon leaves;

termites strew it.

No, surely things can’t be

like this.

Vultures fly above the heads

of my enemies

thunder warns the rioters

lightning, termites, nightingales, coconuts

beseech, say it.

The sun has deserted

it hides in my mouth.

The planets shiver

and turn in the dark

around my tongue

for a taste, say it!

Tongue of earthquake victims and

cancer patients, tongue of

flood victims, of orphans

the poor, the maimed

what warmth and what light

can restore you?

What can I say that could rest

the bloody bones?

 

Â

*

LUNGS, LIVERS AND PANCREAS

 

When they tell you lung cancer

liver and pancreas metastases

you have all the time you need

to realize that

you’ll never go to the isle of Andros again

you’ll never hear Fotis Polymeris singing again

you won’t say no again

to your granny’s hairpins being disposed of.

With this refreshing sweetness on your lips

you close your eyes filled with hate

for the dependence of your home, your music

your unique personal history

of lungs, livers and pancreas.

 

*

 

COUNTDOWN

 

Government austerity measures

are inevitably imposed

as long as on this earth crooks,

usurers, bigheads and grabbers

are in control.

Now if some guy was found

to kill (having first tortured) the demon

then the majority of us could easily

go hungry without complaining

so that those few others

feed well.

However, we are all in a hurry to live

tick-tack tick-tack tick-tack.

 

*

 

DARWINIAN THEOLOGY

 

Having felt her struggling

entangled in the cobweb

the spider came out and bit

the bee

quickly wrapping her

in a silken shroud.

Once its innards

were moistened

it began sucking

greedily her juices

before leaving her, an empty carcass.

O God, I am watching you.

Here they call me a slanderer.

 

*

HEADSTONE IN PERSON

 

Here lies Dimitrios Mouzakis

who spent his life

beheading waves.

With his supernatural vision

he told us the truth:

above the sea’s body

for a moment protrudes

our life

and then is lost forever

in the water’s infinity.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The post Dimítrios Mouzákis, from «Bruxist», ed. Sidontas, 2011 (Translated from the Greek by Yannis Goumas) appeared first on Ποιείν.

Άννα Γρίβα, Ανέκδοτα και Άλλα Ποιήματα, (μετάφραση στα ιταλικά: Ευαγγελία Πολύμου)

$
0
0

 

 

 

 

μνήμη

τρελό πουλί

ερωτεύεσαι

όλους τους απόντες

 

memoria

uccello pazzo

ti innamori

di tutti gli assenti

 

 

Γεωμετρία

 

Ήθελα να της μάθω τα σχήματα:

κύβος τετράγωνο το ζάρι κάτω απ’ το τραπέζι

θα σκύψω να το βρω πριν το βάλει στο στόμα της

κουτί παραλληλόγραμμο τα σπίρτα έχουν τελειώσει

θα βάλουμε στραγάλια να παίζεις μουσική

και το αλάτι κύλινδρος με κλειστό καπάκι πάντα

μην κυλίσει η θάλασσα στο πάτωμα.

 

Αδίκως βασανίζομαι:

δεν βλέπει τίποτα

όταν έχει γωνίες.

Όλη μέρα μια μπάλα κυνηγά

μια μπάλα που περνά

και σέρνει τραβά τα μάτια της

μακριά μέχρι όλα τα καλοκαίρια της ζωής της.

 

Στρογγυλό κύκλος

ο ήλιος

το μήλο

η μπάλα η μπάλα

οι πέτρες στη γλάστρα

το σαλιγκάρι στα μαλλιά μου

μια σταγόνα κρασί

στο λαρύγγι του κόσμου

ένας κόκκος νερό

στης ερήμου τα νώτα

στρογγυλό κύκλος

το ζεστό μας μπουμπούκι

το ζουμί των χειλιών μας

που ανοίγουν στον ύπνο

το γρασίδι που φούσκωσε

όταν κουρνιάσαν γατάκια

στα αυτιά και στις ρίζες του

στρογγυλό κύκλος

οι αγκαλιές μας

οι αγκαλιές μας…

 

 

Geometria

 

Volevo farle sapere gli schemi:

cubo quadrato il dado sotto il tavolo

mi piegherò a trovarlo prima che lei lo metta in bocca

scatola rettangolare i fiammiferi sono finiti

metteremo dei ceci tostati per farti suonare musica

e il sale cilindro con il coperchio sempre chiuso

perchè non rotoli sul pavimento il mare.

 

Invano mi tormento:

non vede niente

quando ci sono degli angoli.

Per tutto il giorno insegue una palla

una palla che passa

e trascina tira i suoi occhi

lontano fino a tutte le estati della sua vita.

 

Cerchio rotondo

il sole

la mela

la palla la palla

le pietre nel vaso da fiori

la lumaca nei miei capelli

una goccia di vino

nella gola del mondo

un grano d’ acqua

alla schiena del deserto

cerchio rotondo

il nostro caldo boccio

il sugo delle nostre labbra

che si aprono nel sonno

l’erba gonfiata

quando sono appollaiati dei gattini

alle orecchie e alle sue radici

rotondo ciclo

i nostri abbracci

i nostri abbracci…

 

 

 

H χαρά της όσφρησης

 

Όταν είδα τις Μυκήνες

ήμουν οχτώ χρονών.

Μέσα στον τάφο του Ατρέα

μύριζε σάρκα πεθαμένου

κι ήμουνα σίγουρη πως κάπου

είχαν ξεχάσει το κορμί του

χιλιάδες χρόνια να σαπίζει

να γίνεται χώμα η βασιλεία του.

 

Με βεβαιώναν πως στη μύτη μου

φτάνει η μούχλα από τις πέτρες

και η κλεισούρα του ανήλιαγου.

Ο βασιλιάς δεν είναι πια

ούτε η σκόνη του αέρα

έτσι μου λέγανε.

Μα εγώ καιγόμουν και κοκκίνιζα

σαν να πατούσα τη φωτιά

 

Μέσα σ’ εκείνο το καμίνι

φλόγιζε ο έρωτας τον Άδη

να μας βυθίζει λίγο λίγο

στο αφράτο κρεβατάκι του.

 

 

Lagioiadellolfatto

 

Quando ho visto Micene

avevo otto anni.

Nella tomba di Atreo

odorava di carne morta

ed ero sicura che da qualche parte

avevano dimenticato il suo corpo

migliaia di anni a marcire

il suo regno a diventare terra.

 

Mi assicuravano che al mio naso

giungeva la muffa dalle pietre

ed il chiuso di non soleggiato.

Il re non c’è più

né la polvere dell’ aria

così mi dicevano.

Ma io mi bruciavo e mi arrossavo

come se calpestassi il fuoco

 

Dentro a quella fornace

l’ amore infiammava l’ Ade

per immergerci pian piano

nel suo soffice lettino.

 

 

Οάλλοςκόσμος

 

Της λέγανε πως η μαμά πήγε στον ουρανό

ο θεός τη φροντίζει και της δίνει μέλι

και στα μαλλιά της ανθίζουν λουλούδια.

 

Στα σαράντα την πήρανε μαζί τους

το συμφωνήσαν να μην κλαίνε

και να μιλούν για το μέλι

και τον ουρανό

που είναι μεγάλος κι όμορφος

γεμάτος περιπάτους και πορτοκαλιές.

 

Μα εκείνη δεν άκουγε τίποτα.

Χαρούμενη δεν ήταν ούτε και λυπημένη.

Κοιτούσε από μακριά μια κηδεία

γυναίκες ακουμπισμένες στον τοίχο

να θρηνούν

ένας γόος που έσκιζε το αυτί της

ενώ εκείνη έπαιζε μήλα ανάμεσα στους τάφους

με μια μπάλα φανταστική

που την κλωτσούσε ως τα σύννεφα.

 

Κι ύστερα ανάβουν το καντήλι της μαμάς

και φεύγουν.

 

Σκεφτόταν πως είναι δύσκολο

να ανάψεις το καντήλι:

λάδι νερό φιτίλι

σπίρτα νερό φωτιά

ποτήρι διάφανο

κρυστάλλινη αντανάκλαση

στον πάτο

κι ένας μενεξές τα πέταλά του στο λαδάκι.

 

Ανάλαφρα

οι πεταλούδες πετούσαν πάνω απ’ τα φέρετρα

όπως αγγίζουν τα μάτια των ανθών

ο ψίθυρός τους ήταν στα φτερά

μια τριβή από ξύλο

που δυναμώνει

και δυναμώνει…

 

 

L’ altromondo

 

Le dicevano che la mamma andò in cielo

il Dio la cura e le dà del miele

e nei suoi capelli sbocciano fiori.

 

Sui quaranta la presero con loro

si accordarono di non piangere

e parlare del miele

e del cielo

che è grande e bello

pieno di passeggiate e di aranci.

 

Ma lei non sentiva niente.

Non era felice nemmeno triste.

Guardava da lontano un funerale

donne appoggiate al muro

a lamentare

un lagno che rompeva il suo orecchio

mentre lei giocava tra le tombe

con un pallone immaginario

che calciava sino alle nuvole.

 

E poi accendono il lume ad olio della mamma

e se ne vanno.

 

Pensava quanto sia difficile

accendere il lume:

olio acqua stoppino

fiammiferi acqua fuoco

bicchiere trasparente

riflesso di cristallo

sul fondo

ed i petali di una viola nell’ olietto.

 

Leggere

le farfalle volavano sopra le bare

come toccavano gli occhi dei fiori

il loro sussurro era nelle ali

un attrito di legno

che si rafforza

e si rafforza…

 

 

 

Τυφλοπόντικας

 

Τρυπώνωβαθιά

στις ρίζες των δέντρων

κι ακούω τον φλοίσβο

να φέρνει λυγμούς

υπόγειων κόσμων.

 

Η ιστορία του ανθρώπου

κρέμεται από τη σκαπάνη μου.

 

Τις σκοτεινές νύχτες

βρίσκω τη μάνα του Οδυσσέα

να του πλέκει ζακετάκια

μήπως ξανάρθει

«κάνει κρύο εδώ κάτω»

μου γνέφει και γελά

«δεν είναι τόπος για επιζώντες».

 

Πώς να της πω

ότι έχει νήμα αόρατο

που οι κόμποι του δε δένουν

παρά σε κάθε βελονιά

ξηλώνονται αθόρυβα

τα σεντονάκια της αυγής.

 

Δε θα της πω:

οι ποντικοί στο στόμα τους

δεν πιάνουν τα αιώνια

μόνο σκάβουν.

 

Talpa

 

Mi infilo profondamente

alle radici degli alberi

e sento il soffio

che porta lacrime

di mondi sotterranei.

 

La storia dell’ uomo

è appesa alla mia zappa.

 

Nelle notti buie

trovo la madre di Ulisse

che gli sferruzza dei giacchetti

che forse torni

“fa freddo quaggiù”

mi annuisce e ride

“non è un posto per sopravvissuti”.

 

Come dirle

che ha un filo invisibile

che non si legano i suoi nodi

se non ad ogni puntura d’ ago

si scuciono tranquillamente

i lenzuolini dell’ alba.

 

Io non le dirò:

i sorci non discutono mai

di cose eterne

soltanto scavano.

 

[da “Così sono gli uccelli”]

 

 

 

Φως

 

Το φως μοιάζει με τη σκόνη:

περνάς τα χέρια σου ανάμεσα

και ύλη δεν κρατάς

κι αν πέσει πάνω σου άφθονο

ή το εισπνεύσεις

νιώθεις αρχαίος

σαν να σε σκέπασε

έναπαλιόμυστικό.

 

Luce

 

La luce assomiglia alla polvere:

passi le tue mani in mezzo a questa

e non trattieni materia

e se abbondante cade su te

o se la inspiri

ti senti antico

come coperto

da un vecchio segreto.

 

 

Ταξιδιώτης

 

Δεν ξέρω πού πάω

μονάχα να επιστρέψω μπορώ

κοιτάζοντας τις κηλίδες

απ’ το αίμα μου

που σημαδεύουν

αυτόν τον μάταιο δρόμο

ωςτοτέλος.

 

Viaggiatore

 

Non so dove vado

posso soltanto tornare

vedendo le macchie

del mio sangue

che marcano

questa vana strada

sinoallafine.

 

 

 

Γη

 

Η γη είναι σκέπη μου

όταν γίνομαι ρίζα

κι οι καρποί μου υπόγειοι

βολβοί λουλουδιών

 

δεν θέλω τη χλόη

τα κλαδιά και τα φύλλα

ας κρυφτεί απ’ το φως

η αγωνία

να υπάρξω.

 

Terra

 

Il mio tetto è la terra

quando mi faccio radice

ed i miei frutti sono i bulbi

ipogei di fiori

 

non voglio l’ erba

i rami e le foglie

sia nascosta lontano dal sole

l’ angoscia

della mia esistenza.

 

 

 

Περιπλανώμενος

 

Όλη μέρα περπατώ

πάνω στον ήλιο

και το δείλι βυθίζομαι

ματωμένος στη θάλασσα.

 

Τότε ο βυθός

παίρνει μια λάμψη

καιόμενη

σαν να επιστρέφει

στο σπίτι ο ναυαγός

κι ανάβουν την εστία

να ζεστάνουν τον νόστο.

 

Errante

 

Tutto il giorno cammino

sopra il sole

ed il vespro mi immergo

insanguinato nel mare.

 

In quel momento il fondo

ha uno sfavillio

ardente

come se tornasse

a casa il naufrago

e accendessero il focolare

perscaldareilritorno.

 

 

 

Γιορτή

 

Πέπλα τυλίγαν τους χορευτές

κι όλοι γονάτιζαν

στους δαίμονές τους

 

η μουσική δυνάμωνε

το βιολί που τρίζει

για να σπάσει

τονκόσμο.

 

Festa

 

Veli avvolgevano i danzatori

e tutti si piegavano

davanti ai loro demoni

 

la musica si faceva più forte

il violino che strideva

per rompere

ilmondo.

 

 

 

Καπνός

 

Έχω τα μάτια της νύχτας

βλέπω το αόρατο φως

το πένθιμο αστέρι

που αλλάζει πορεία

για να πέσει στο χέρι μας

και να ανάψει μαζί μας

 

κανείς να μην ξέρει

πώς ενώνεται ο κόσμος

με ένα μαύρο θυμίαμα.

 

[ανέκδοταποιήματα]

 

 

Fumo

 

Ho gli occhi della notte

vedo la luce invisibile

la stella funebre

che cambia rotta

per cadere nella nostra mano

ed accendersi con noi

 

e nessuno saprà

come il mondo si unisca

ad un nero incenso.

 

[poesieinedite]

 

***Α΄ δημοσίευση στο ιταλικό περιοδικό Perigeion: https://perigeion.wordpress.com/2015/12/18/anna-griva/

 

The post Άννα Γρίβα, Ανέκδοτα και Άλλα Ποιήματα, (μετάφραση στα ιταλικά: Ευαγγελία Πολύμου) appeared first on Ποιείν.


Χρήστος Α. Μιχαήλ, «Τρεις τελείες», εκδ. Μελάνι, 2019

$
0
0

 

(αποσπάσματα)

 

Αρχές Φλεβάρη κεραστήκαμε τον πόνο
αυτό το κρύο φέτος άφησε νεκρούς
και ζωντανούς-νεκρούς να σκέφτονται το φόνο
σε μια σκηνή που μου θυμίζει ότι μόνο
αυτός που ξέρει δυστυχεί. Με ιερούς
σκοπούς και όρκους ροκανίσαμε το χρόνο.

 

*

 

Χωρίς ανάμνηση η ζωή δεν προχωράει
μα η ανάμνηση ζητά να πληρωθεί
βάζει στην τσέπη την παλάμη (αν χωράει)
και ψαχουλεύει, ψαχουλεύει όσο γερνάει
κάνει ταμείο και ζητά να αθωωθεί
με κάτι μνήμες μεροδούλι-μεροφάι.

 

Ζωή σε τίτλους και το αίσθημα πλαγίως
όσο μιλήσαμε, μιλήσαμε σωστά
με τα εμπόδια να χτυπάνε υπογείως
και τον αντίκτυπο να φαίνεται αστείος
μπροστά στου έρωτα τους μυς και τα οστά
που χτίζουν σώμα να γλεντήσει κάποιος βίος.

 

*

 

Φωτογραφίες σου ασπρόμαυρες και ξένες
γυμνό το σώμα κάποιο χάδι λαχταρά
και με νικά σ’ όλου του κόσμου τις αρένες
λες και φωνάζει απειλές ακονισμένες
που θα με βρούνε μια Δευτέρα Καθαρά
με τις ανάγκες μου ζεστές και ιδρωμένες.

 

Μια εμπειρία βιωμένη όλη κι όλη
ούτ’ εραστές ούτε ως θύματα του νου
θα καταθέσουμε αλήθειες. Σκέτοι ρόλοι
που θα ακούσουνε της μοίρας το πιστόλι
πάνω στο τζάμι ενός καθρέφτη ικανού
να χαραμίσει τον καρπό για ένα βραχιόλι.

 

*

Αίμα και σώμα μόνο· πρέπει και νηστεία.
Απαγορεύεται – μια λέξη αιματηρή
σαρκαστικά κλείνει το μάτι στην ουσία
και το δικόγραφο σαφές: αχαριστία.
Για ό,τι δόθηκε κανόνες αυστηροί
μόνο απόφθεγμα: μετάνοια κι αμαρτία.

 

*

Πες μου αλήθεια μιαν αλήθεια που να καίει
δεν με τρομάζει η φωτιά, πώς να σ’ το πω;
Δεν είναι στόμα αυτό που άκουσες να κλαίει
δεν είναι πνεύμα ή ψυχή. Πες μου τι φταίει
η ύπαρξή μου να θυμίζει τον καρπό
της αμαρτίας; Δι’ ευχών ημών τα χρέη.

 

Δεν ξεπληρώνεις κάποιο χρέος με το τάμα
να τάζεις έμαθες χωρίς να εξοφλείς
κρυφά ο χρόνος ακονίζει μία λάμα
ό,τι μας ένωσε να κόψει απ’ το ράμμα
μπροστά στα βλέφαρα μιας Θέμιδος τυφλής.
Στη ζυγαριά ποτέ δεν βάρυνε το κράμα.

 

*

 

Τώρα το δίλημμα φτηνό όπως τα λάθη
τα μεθυσμένα. Μετανιώσαμε σκληρά
για τα σωστά που καταλήξανε σε πάθη
κι όλο πονάει –πώς πονάει– αυτό τ’ αγκάθι
που δεν μ’ αφήνει να χωθώ σε μια σειρά
και μου σερβίρει για ζωή το κατακάθι.

`

**************************************************

Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ γεννήθηκε στο νησί της Σαλαμίνας και τελείωσε το σχολείο στη Λεμεσό. Σπούδασε Χρηματοοικονομική και Τραπεζική Διοικητική στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά και Media & Journalism στο Newcastle University. Ασκεί δημοσιογραφία με έδρα την Κύπρο. Κατά το παρελθόν καταπιάστηκε με την μουσική δημοσιογραφία σε περιοδικά και ιστοσελίδες, καθώς και με την πολιτική επικοινωνία. Ενίοτε, γράφει στίχους για τραγούδια. Αυτό είναι το τρίτο του βιβλίο.

The post Χρήστος Α. Μιχαήλ, «Τρεις τελείες», εκδ. Μελάνι, 2019 appeared first on Ποιείν.

Τάσος Μάντζιος, Ποιήματα

$
0
0

ΤΟ ΖΑΦΤΙ

Πλάι σε κάποιο τζάκι
θα ’σαι λέω,
καθισμένη,
τ’ ουρανού.
Στο παραγώνι.
Σαν τότε
που μ’ ορμήνευες
πώς να την κάνω ζάφτι
τη ζωή
για να τα καταφέρω.

Θα λες ακόμα ιστορίες
για φαντάσματα,
για λύκους
που έπεσαν στα πρόβατα
και για σοδειές χαμένες.
Θα λες,
για φτώχεια
και για Κατοχή
και πάντοτε με καραμέλες,
γεμάτες θα ’ναι οι τσέπες σου,
για όλα τα μικρά
που παίζουνε,
στ΄ουράνιου τόξου τα σοκάκια.

Ξέρεις,
πάει πολύς καιρός
κι εμείς εδώ,
σκορπίσαμε.
Ξεράθηκε κι η μυγδαλιά
που ’χες φυτέψει.

Κι εγώ,
δεν τα κατάφερα.

ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ

Γεμάτες φασαρία
ήτανε πάντα οι γιορτινές
οικογενειακές συνάξεις.
Γεμάτες φασαρία
κι αναστάτωση.
Όλο τα ίδια πρόσωπα,
το ίδιο, που έστρωνε η μητέρα,
καλό τραπεζομάντιλο,
τ’ άνοστα χωρατά
κι οι ίδιες ιστορίες για την Κατοχή,
που έλεγε η γιαγιά,
σπαραξικάρδιες.
Γεμάτες φασαρία
και κόσμο,
ήτανε πάντα, οι γιορτές.

Εδώ είναι ακόμα το τραπέζι
που τότε μαζευόμασταν.
Εδώ,
με τις καρέκλες όλες γύρω του.

Άδειες.

ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Σε κάτι νύχτες του Γενάρη
φεγγαρόλουστες,
ξυπνάν
κι ανασηκώνουνε τα μάρμαρα,
περνάνε μέσα απ΄τους σταυρούς
και πλάι πλάι
στη μάντρα κάθονται.

Κάθονται και κοιτάζουνε
τ’ ολόγιομο φεγγάρι
μαγεμένοι,
κάθονται
και θαυμάζουνε
τις μυγδαλιές
π΄ανθίζουν.

The post Τάσος Μάντζιος, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Μικρό ανθολόγιο ερωτικής ποίησης

$
0
0

Στο θεμέλιωμα των ερειπίων

Τα παραμύθια που σου χάρισα
μην τα διαβάζεις πριν να κοιμηθείς.
Μπορεί από μέσα τους να βγουν
δράκοι και μάγισσες
στις εντολές μου να υπακούν
ως το ταβάνι να πηδούν
ως τ’ όνειρό σου να βυθίζονται
και στα σεντόνια να χωθούν
δίπλα και μέσα σου
όσο εσύ θα ονειρεύεσαι
τον πρίγκιπα να σε φιλά-
και θα ξυπνάς, αλίμονο,
μ’ ένα σφαγμένο πετεινό
ανάμεσα στα πόδια σου.

Στο γκρέμισμα του έρωτα
θέλω γερά να είναι τα θεμέλια.

Iωάννης Ν. Κυριαζής


Στη θηρεύτρια των ονείρων

Έπρεπε να έχουμε συναντηθεί
σε εποχές άλλες
Τότε που η δύση
έσπαγε στα παράθυρά σου
Κι εσύ σε ετοιμότητα λύπης
Σε μια τρυφερή αναμονή δακρύων
Να με γκρέμιζες από τη μοτοσικλέτα μου
Κι από τις τσέπες του δερμάτινου
Να άρπαζες τα ποιήματα

Γιάννης Τόλιας

[Είναι σαν παγκόσμιος πόλεμος]

Όταν βγάζεις τα ρούχα σου
είναι σαν παγκόσμιος πόλεμος.

Σκέφτομαι πόσα κορμιά χαθήκανε
στις μάχες
πόσοι αιχμάλωτοι στους
βελουδένιους σου βυθούς.

Αντώνης Αντωνάκος

[Cockteaser]

Ανοίγει σαν λουλούδι η μέρα
κι απ’ τα πέταλά της τρέχουν
ρυάκια
οι μυρωδιές και τα χρώματα
βάλθηκε να μας καυλώσει
η άνοιξη
η καριόλα cockteaser

Πέτρος Σκυθιώτης

Φυγείν αδύνατον

Ήταν αλλεργική
στη γύρη,
όπως μου είπε.
Φταρνίστηκε απανωτά
επτά φορές λουλούδια.
Σταγονίδια
με έραναν
παρά την προσπάθεια
να τα συγκρατήσει
με την παλάμη της.
Ποιος τώρα να πιστέψει
ότι με αυτό τον τρόπο
κόλλησα έρωτα.

Νίκος Σκούτας

Ερωμένη

Κάθε βράδυ
Στο κρεβάτι του
Άλλαζε ερωμένη

Κάθε πρωί
Όταν ξύπναγε
Έβλεπε δίπλα του
Την ίδια γυναίκα

Κι όταν σηκωνόταν
Και κοιταζόταν
Στον καθρέφτη
Δεν έβλεπε κανέναν

Γιάννης Βούλτος

Από μηχανής θεός

Στον Louis

Έβαλα πλυντήριο χτες.
Χωρίς πρόπλυση,
με ένα απορρυπαντικό που καθαρίζει στους 40 βαθμούς.
Και μετά έβαλα τα κλάματα.
Είχαμε απομείνει εγώ, το πλυντήριο,
το ψυγείο, η τοστιέρα, η κουζίνα και το καλοριφέρ.
Ευτυχώς, την ώρα που κορύφωναν οι λυγμοί
και οι στροφές του πλυντηρίου,
μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο ο γάτος μου
και νιαουρίζοντας θυμωμένα,
μου είπε να σου πω
ότι είσαι μεγάλη κουφάλα.

Άννα Νιαράκη

The post Μικρό ανθολόγιο ερωτικής ποίησης appeared first on Ποιείν.

Κώστας Κουτσουρέλης, «Ομολογία ενοχής»

$
0
0

Όπως με τους αριστερούς φίλους όλη την περσινή χρονιά, όπως με τους ευρωπαϊστές και φιλελεύθερους φίλους ενίοτε, ή τους ομοτέχνους άλλοτε για ποικίλες αφορμές, μου συμβαίνει συχνά, πολύ συχνά ομολογουμένως τον τελευταίο καιρό, να στενοχωρώ φίλους και συνομιλητές με όλα αυτά που γράφω περί προσφυγιάς και περί μετανάστευσης. Αρκετές φορές, όταν όλα τα άλλα εμπράγματα επιχειρήματα παροπλιστούν –αν και πρέπει να ομολογήσω ότι τέτοια σπανίως μου αντιτάσσονται–, αυτό που μένει στην ατμόσφαιρα να επικρέμαται εναντίον μου είναι η μομφή, κάτι μεταξύ παραπόνου και καταγγελίας: ότι μου λείπει η συμπόνια, ότι δεν έχω καρδιά, ότι αυτό που απουσιάζει από τα λεγόμενά μου είναι ο ανθρωπισμός.

Ένα τέτοιο κατηγορητήριο δεν μου φαίνεται κακή αφετηρία. Ας ξεκινήσω λοιπόν με μια ομολογία ενοχής, κι ας ονοματίσω εδώ το ακατονόμαστο: δεν είμαι ανθρωπιστής. Ο ανθρωπισμός στα μάτια μου είναι ένα ιδεολόγημα. Μια αυταπάτη. Πατάει πάνω στην πλανερή παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αγαθός και ότι αρκεί να τον απαλλάξεις από τα έξω του βάρη που τον κάνουν «κακό» (τις μολυσμένες ιδέες και λέξεις, τις φρικτές ύπερθεν εξουσίες) για να ανασάνει. Επιπλέον, ο ανθρωπισμός, ως ανθρωποκεντρισμός αυτή τη φορά, κρύβει μέσα του μια βαθιά έπαρση, είναι το αλαζονικό πιστεύω ενός βιολογικού είδους που επειδή ανέπτυξε αυτοσυνειδησία νομίζει ότι είναι ανώτερο απ’ όλα τα άλλα, και ότι γι’ αυτό και μόνο, η φύση, ο πλανήτης, το σύμπαν ολόκληρο, με επικεφαλής του τον Μεγαλοδύναμο, οφείλει να τον υπηρετεί. Μόνο μια τέτοια αλαζονεία εξηγεί το γεγονός ότι τούτο το βίαιο, βάναυσο βιολογικό είδος, το πιο απάνθρωπο που έχει περπατήσει πάνω στη γη, έχει βαφτίσει τα υψηλότερα, τα ευγενέστερα ιδεώδη που μπορεί να διανοηθεί, με το όνομά του: «ανθρωπιά».

Τις δύο αυτές πλάνες, την αυταπάτη και την έπαρση, τις συναντώ αδελφωμένες στο μεταναστευτικό. Στην αγιογράφηση του μετανάστη λ.χ. βλέπω την επείγουσα ανάγκη του ανθρωπιστή να βρει έναν υποδειγματικό τύπο ανθρώπου για να πιστέψει. Ένα πρότυπο όσο το δυνατόν αμόλυντο, απαλλαγμένο από την καιροσκοπία, την πονηρία και την ιδιοτέλεια την οποία –τόσο ορθά– εντοπίζει στον άμεσό του περίγυρο. Ο πρόσφυγας και ο μετανάστης σήμερα είναι ο πτωχός τω πνεύματι του Ιησού, ο ευγενής άγριος του Τάκιτου και του Ρουσσώ, ο αλυσοδεμένος προλετάριος του Μαρξ, ο εν γένει πάσχων άνθρωπος. Απέναντι στη λογοκριτική ορμή αυτής της πεποίθησης, όποιος επιμένει όχι στην πρώτη όψη των πραγμάτων και στις ρητορικές δηλώσεις των πρωταγωνιστών της (στην προαίρεση και στα λόγια μας μπορούμε να είμαστε όλοι αγαθοί) αλλά στην αμείλικτη δυναμική της ανθρώπινης κατάστασης και της ιστορίας (πρόσφυγες -οι Γότθοι- γκρέμισαν την -ευεργέτιδά τους- Ρώμη· πρόσφυγες -οι Εβραίοι- ξεσπίτωσαν τους Παλαιστίνιους· μετανάστες οικονομικοί στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και αλλού ευθύνονται για την γενοκτονία των αυτοχθόνων πληθυσμών), είναι λογικό να αντιμετωπίζεται ώς απολογητής, αυτοθέλητος κήρυκας του απάνθρωπου. Το συνήθειο να τα βάζουμε με τον αγγελιαφόρο όταν το μήνυμά του μας οχλεί είναι πανάρχαιο. Ο Ληρ αποκτά επίγνωση της αφροσύνης του όταν είναι αργά. Κανείς δεν αγαπά τους μάντεις κακών. Κανείς δεν συμπαθεί την Κασσάνδρα. Ας είναι ωστόσο, so be it. Γένοιτο.

Ότι η αγαθότητα (όπως και η μοχθηρότητα) δεν είναι φύσει αλλά θέσει ιδιότητα, παραπροϊόν της ίδιας πάντοτε επικαθοριστικής μας ορμής, της αυτοσυντήρησης, ο ανθρωπιστής δεν μπορεί να το παραδεχτεί. Τι ανθρωπιστής θα ήταν τότε; Όμως όλα στον βίο μας είναι ιδιοτελή, όλα υπηρετούν πρωτίστως τις δικές μας ανάγκες. Ενίοτε, όταν οι εξωτερικές συνθήκες βοηθούν, και όταν η ισορροπία αυτών των δικών μας αναγκών με τις ανάγκες του εκάστοτε άλλου είναι η σωστή (η ενσυναίσθηση εδώ βοηθάει), παίρνει σάρκα και οστά εκείνη η υπερπολύτιμη αρμονία που ονομάζουμε δικαιοσύνη. Όμως για λίγο. Κι αυτό δεν αναιρεί σε τίποτα την ανεκκρίζωτη ιδιοτέλεια της αρχικής μας πράξης.

Τώρα, η συμπόνια ως στρατηγική επιβίωσης διηθημένη μέσα από το φίλτρο της συγγένειας πρώτα, και εξακτινωμένη αργότερα σε όλο το κοινωνικό σώμα, μέχρι το νοερό, αφηρημένο επίπεδο της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, είναι ασφαλώς κατάσταση φυσική. Μόνο όμως στο μέτρο που δεν θίγει την αυτοσυντήρηση· όταν ναρκοθετεί τα βιοτικά και κοινωνικά θεμέλια, τότε ισοδυναμεί με αυτοχειριασμό. Ο οίκτος για να πιάσει τόπο πρέπει να λογοδοτεί στην πραγματικότητα. Πρέπει να τον αντέχει πρώτα απ’ όλα αυτός που τον προσφέρει. Ειδάλλως, είναι γέννημα όχι της καλής καρδιάς αλλά της πλάνης, ή, ακόμη χειρότερα, της πιο βαθειάς αλαζονείας: γέννημα της ανάγκης μας να φανούμε ηθικώς ανώτεροι όχι στον άλλο μόνον, ώστε να μας θαυμάσει και να μας ευγνωμονεί, αλλά κυρίως (και εδώ έγκειται η υπουλότητά του) στα ίδια τα μάτια μας. Οι χριστιανοί ασκητές εδώ έχουν να μας διδάξουν πολλά, την πιο φρικτή του μορφή την παίρνει ο δαίμων όταν φοράει τη μάσκα της αυταρέσκειας. Και ο Στέφαν Τσβάιχ στον Επικίνδυνο οίκτο μάς έχει δώσει το συγκλονιστικό του πορτραίτο.

Θα ρωτήσει κανείς: Και μένουμε απαθείς εμπρός στον πόνο που αντικρίζουμε; Δεν δρούμε, δεν αντιδρούμε εμπρός στο κακό; Η απάντηση είναι ναι, αντιτασσόμαστε στο Κακό: δεν του ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα. Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, δεκαετίες πρωτύτερα, περιέγραψε με μοναδική ψυχολογική ακρίβεια τη βαθιά δυσθυμία που αθέλητα καταλαμβάνει τον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, εμπρός στον Ξένο. Το σκηνικό είναι εκείνο του κουπέ σ’ ένα τραίνο εν κινήσει. Ο μόνος ώς τότε επιβάτης αντιδρά με ενστικτώδη ενόχληση όταν την ηρεμία, την άνεση της μόνωσής του, έρχεται να χαλάσει ένας νεοφερμένος. Χρειάζεται να περάσει λίγος χρόνος, κάποια λεπτά, ώσπου να συνηθίσει την παρουσία του και να συμβιβαστεί πια ψυχικά μαζί της, αναγνωρίζοντας στον συνεπιβάτη του ότι έχει κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Μέχρι τον επόμενο σταθμό, οπότε ένας τρίτος κι ένας τέταρτος επιβάτης έρχονται να πάρουν θέση στα διπλανά τους καθίσματα. Τότε, σημειώνει ο Εντσενσμπέργκερ, την αρχική εκείνη ενόχληση του ενός την βλέπεις πια να διευρύνεται, δεν είναι μόνο εκείνος, αλλά και ο δεύτερος επιβάτης που την συμμερίζεται, κι από κοινού πια κι οι δυο, μέσα σε μια αναπάντεχη άδηλη αλληλεγγύη την στρέφουν προς τους νέους «εισβολείς».

Με αυτήν την εικόνα ο Εντσενσμπέργκερ περιέγραφε αλληγορικά την κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη των μεταπολεμικών μεταναστευτικών ρευμάτων και των ήδη τότε διαφαινόμενων αντιδράσεων. Περιέγραφε έναν πανίσχυρο ψυχικό αυτοματισμό δηλαδή σε μια ανώδυνή του εκδήλωση, ώστε να εννοήσουμε τη δυναμική και τις ακραίες του συνέπειες – που μόλις σήμερα αρχίζουμε κάπως να τις υποψιαζόμαστε. Ο Παναγιώτης Κονδύλης το ίδιο αυτό αίσθημα, παροξυμένο πλέον ώς την ύπατή του αναβαθμίδα, το συνόψισε σε δύο αράδες. Τα φασίζοντα και ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά ρεύματα που αυτή τη στιγμή μας απειλούν στην Ευρώπη, γράφει, δεν τα τρέφει τόσο μια ιδεολογία ή ένα νοσηρό ιδεώδες ρατσιστικής υφής αλλά κάτι βαθύτερο, στοιχειακό, η «επιθετικότητα του ζώου όταν ένα άλλο ζώο εισδύει στη φωλιά του». Όταν παραγνωρίζουμε τον ποσοτικό παράγοντα στα θέματα της μετανάστευσης, χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Κι άλλοι σημαντικοί συγγραφείς, λ.χ. ο Καστοριάδης, έχουν εγκαίρως επισημάνει την ακρισία μιας μεταναστευτικής πολιτικής που φαντάζεται ότι αρκεί να παραχωρήσει στον μουσουλμάνο επήλυδα ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα για να τον κάνει να προσχωρήσει εθελουσίως στον δυτικό τρόπο ζωής.

Υπάρχει στα νομικά μια κρίσιμη έννοια, εκ των ων ουκ άνευ. Και ισχύει εξίσου για την πολιτική: impossibilium nulla est obligatio – δεν μπορούμε να αξιώνουμε από κάποιον τα αδύνατα. Πολλώ δε μάλλον: δεν γίνεται να απαιτούμε από κάποιον να βλάψει ανήκεστα τον ίδιο τον εαυτό του. Κι όμως αυτό ακριβώς πράττει εξήντα σχεδόν χρόνια τώρα η Ευρώπη, αξιώνει από τον εαυτό της, και από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που την κατοικούν, το αδύνατο. Εξήντα χρόνια διαρκών αποτυχιών, που γέννησαν γκέττο, εκκόλαψαν τρομοκρατικές οργανώσεις και φανατικούς ζηλωτές, γιγάντωσαν την εγκληματικότητα και την ανομία και ανέστησαν από τις στάχτες του το φίδι του φασισμού και της πολιτικής ακρότητας. Τα γεγονότα του περασμένου έτους εικονογραφούν αρκετά πιστά την κατάστασή μας.

Σήμερα έχουμε φτάσει στο απόγειο της παραδοξότητας. Σ’ ένα σημείο όπου ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε δεν είναι ίσως ούτε η ακροδεξιά ούτε η ισλαμιστική βία, ούτε οι κοινωνικές συγκρούσεις ούτε οι εκατέρωθεν ρατσισμοί που τις συνοδεύουν. Αλλά αυτός ο αστόχαστος ιδεαλισμός, αυτός ο άκριτος ανθρωπισμός που επιμένει να τους δίνει τροφή, αποθαρρύνοντας κάθε συζήτηση επί της ουσίας, κάθε απόπειρα να δούμε το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις – άρα και κάθε δυνατότητά μας να το αντιμετωπίσουμε.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τον δρόμο προς την κόλαση τον στρώνουν οι καλές προθέσεις – ετερογονία των σκοπών ονομάζουν το φαινόμενο οι φιλόσοφοι. Ωστόσο τι ωφελεί να το επισημαίνεις; Όποιος δεν καταλαβαίνει τον πόνο, δεν έχει καρδιά, σου απαντούν. Να το παραδεχθώ. Τι γίνεται όμως μ’ αυτόν που δεν έχει μυαλό;

The post Κώστας Κουτσουρέλης, «Ομολογία ενοχής» appeared first on Ποιείν.

Κ. Π. Καβάφης, «Η Πόλις» |«Όπου το Μάτι Μου Γυρίσω» (μουσική: Αρίσταρχος)

$
0
0

 

`

Μουσική – Ερμηνεία: ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ

Ως νεκρικό πορτρέτο Φαγιούμ, το βλέμμα του Ποιητή που «εκόμισε εις την Τέχνη» «κάτι μισοειδωμένα, πρόσωπα ή γραμμές» διακρίνει με την κόχη του ματιού την περιφορά ψυχών στην κώχη του Ματιού. Οπτικοακουστικό επίγραμμα εις μνήμην. Εις μάτην.

 

Επίσημη συμμετοχή στο Athens Animfest 2019 (Experimental).

 

 **********************

Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

`

***************

Ιδέα – Σενάριο: Αρίσταρχος Παπαδανιήλ

Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Κουντουράς, Αρίσταρχος Παπαδανιήλ

Κινηματογράφηση – Μοντάζ: Παναγιώτης Κουντουράς

Σχεδιασμός τίτλου – Animation: Αρίσταρχος Παπαδανιήλ

Οπτικά εφέ: Πάνος Παπαδανιήλ

Ηχοληψία – Μίξη: Θοδωρής Ζευκιλής | SCA Studios

Μπάσο: Θοδωρής Ζευκιλής

Αγγλική απόδοση: Πιέρρα Φωτιάδου | Cosmos Translations

Εκτέλεση παραγωγής: Αρίσταρχος Παπαδανιήλ, Παναγιώτης Κουντουράς, Πάνος Παπαδανιήλ

Παραγωγή: Syllipsis

Ελλάδα 2019

 

***************************************************

O Αρίσταρχος Παπαδανιήλ είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ελληνική Πολιτική Γελοιογραφία. Η Σοβαρή Πλευρά Μιας «Αστείας» Τέχνης» και δημιουργός της σειράς φυλλοσκοπίων «Σινεμά Τσέπης» (Syllipsis). Συνδημιουργός, μαζί με τη συγγραφέα Σοφία Μαντουβάλου, της πρώτης ελληνικής εκπαιδευτικής σειράς κινουμένων σχεδίων «Ένα Γράμμα Μια Ιστορία» (Εκπαιδευτική Ραδιοτηλεόραση | Υπουργείο Παιδείας, ΕΡΤ1) για την ελληνική αλφάβητο και γλώσσα, που εξελίσσεται σε διαδραστικό περιβάλλον μάθησης (Medea Awards, Highly commended). Στιχουργός των τραγουδιών «Με την Καμπύλη της Γραμμής και την Αιχμή του Λόγου» και «Χρώμα Βάζω Μαρκαδόρου», που μελοποίησε ο συνθέτης Δημήτρης Μαραμής. Το πρώτο έγινε τραγούδι τίτλων της σειράς βιογραφικών ντοκιμαντέρ «Από το Μικρό στο Μεγάλο» (Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος, Βουλή Τηλεόραση) αφιερωμένη στη ζωή και το έργο σπουδαίων Ελλήνων γελοιογράφων. Συνεπιμελητής του βιβλίου «70 Χρόνια Δημιουργίας Ελληνικών Κινουμένων Σχεδίων» (ASIFA Hellas – Greekanimation.com). Συνιδρυτής του βραβευμένου δημιουργικού γραφείου Syllipsis και ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κινουμένων Σχεδίων ASIFA Hellas.

 

Ο Παναγιώτης Κουντουράς είναι αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Κινηματογράφου (ΑΠΘ). Οι ταινίες του «Αφανείς Ήρωες», «Ξύλινο Κουτί» και «Emoticon Man» έχουν συμμετάσχει σε δεκάδες φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Η βραβευμένη νέα του ταινία «IVAN», πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Leeds. Έχει σκηνοθετήσει περισσότερα από 60 διαφημιστικά, 120 τηλεοπτικά επεισόδια αλλά και music videos για καταξιωμένους καλλιτέχνες (Gus G., Δημήτρης Μαραμής). Έχει επιτελέσει σκηνοθέτης του διακρατικού προγράμματος EUFORIA σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για το οποίο και δημιούργησε 15 εκπαιδευτικές ταινίες τεκμηρίωσης. Με τη σειρά ντοκιμαντέρ «My Name is not Refugee» (TV100), συμμετείχε ως σκηνοθέτης στο Παγκόσμιο Συνέδριο Δημόσιας Τηλεόρασης (Input 2017). Διετέλεσε υπεύθυνος κινηματογραφικών προγραμμάτων στα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη και ήταν ένας από τους 6 φιναλίστ στα Medea Awards 2018 για παγκόσμια καινοτομία στη χρήση βίντεο στην εκπαίδευση. Σκηνοθετεί και παρουσιάζει την ταξιδιωτική εκπομπή «SELFIE» στην ΕΡΤ2. Τέλος, κατά την τρέχουσα περίοδο βρίσκεται στη θέση του Creative Director της διαφημιστικής εταιρείας Vibrand.

The post Κ. Π. Καβάφης, «Η Πόλις» | «Όπου το Μάτι Μου Γυρίσω» (μουσική: Αρίσταρχος) appeared first on Ποιείν.

Αδαμάντιος Τσακαλούδης, Ποιήματα

$
0
0

Έως και η σιωπή φωνάζει τ’ όνομα σου

Όταν με κύκλωσε η σιωπή, δεν αφουγκράστηκα,
αλλά λύθηκα, σαν κουβάρι ξετυλίχθηκα,
να πιάσω, να πιάσω πρόλαβα το νήμα το δικό σου.
Τιτάνια η κραυγή που πρόβαλε, και μέσα μου
κούρνιασε για πάντα, για πάντα…

Στο πέλαγος της σιωπής, νησί είναι τ’ όνομα σου,
που κύματα θεριά να το καταπιούν ποθούν,
κι αυτό σαν πιο αψηλό να γίνεται, κάθε φορά που το χτυπούν.
Σαν κεραυνός που βρυχάται και αυλακώνει τα σύννεφα,
που αντί για βροχή, γράμματα στάζουν.

Σαν δυο παλάμες γιγάντιες να χτύπησαν,
κι έδιωξαν της σιωπής τους φύλακες,
που μέρα νύχτα αδιάκοπα την αλυσοδένουν,
παντοτινά για να ΄ναι, να μην τυχόν ξεφύγει,
και φωνάξει τ’ όνομα σου.

Σείστηκε η γη και άνοιξε βαθιά χαραγματιά,
και ποτάμια λάβας λάξευσαν τ’ όνομα σου.
Τα βουνά παλεύουν, πλαγιά με πλαγιά, κορφή με κορφή,
τ’ όνομα σου για ν’ αφουγκραστούν.
Αυτά π’ απόμειναν όρθια μόνο τ’ άκουσαν.

Στης θάλασσας την άβυσσο ακούστηκε τ’ όνομα σου,
κι ως τα ουράνια σώματα να τ’ αντιλάλησαν,
στην απέραντη έρημο και στους πάγους των πόλων,
αντήχησε, τ’ όνομα σου, ζωή.

Ο φονιάς του χρόνου

Ακούστηκε στις ειδήσεις πως σκότωσαν τον χρόνο,
τον φονιά ψάχνουν, ψάχνουν να τον βρούνε,
στα βουνά, στις πόλεις, στα σπίτια, σε παλιά σεντούκια,
κρύβεται ο φονιάς καλά, ίχνος του πουθενά,
σκότωσαν τον χρόνο, ύπουλα στον ύπνο του.

Δίνουν αμοιβή σ’ όποιον βρει του χρόνου τον φονιά,
που κομματιασμένος βρέθηκε, πότε; Ποιος ξέρει πια;
Αιώνες ριγμένοι εδώ κι εκεί: χρόνια πεταμένα, μέρες, ώρες…
Ο ήλιος να στέκεται ακίνητος, μαρμαρωμένος.
Το φεγγάρι ν’ αδημονεί πότε θα προβάλει στον έναστρο ουρανό.

Το εκκρεμές δεν πρόλαβε να ισορροπήσει, κοιτώντας με θλιβερά,
Οι δείκτες του ρολογιού κοκαλωμένοι, νεκροί κι αυτοί.
Προγράμματα, ραντεβού, ξυπνητήρια,χρονόμετρα,αφίξεις,αναχωρήσεις,
αναβλήθηκαν μέχρι αορίστου, απεφάνθησαν οι ειδικοί,
που τον θεό χρόνο λάτρευαν, κι από τον εαυτό τους πιο πολύ.

Ο χρόνος δεν θα μείνει νεκρός-λένε- θ’ αναστηθεί,
οι ειδικοί του χρόνου συμφώνησαν σ’ αυτό,
γιατί, τι θα ‘ταν ο κόσμος χωρίς τον χρόνο,
ανάπηρος, κατάκοιτος θα ‘ταν, απέλπιδος κι ατέρμονος.
Όχι! Ο χρόνος δεν πέθανε για πάντα γιατί θ ‘αναστηθεί.

Τον φονιά του χρόνου πιάσανε, στο όνειρο του μέσα,
σ’ ένα κελί άυλο τον έκλεισαν δίχως διαφυγή,
τ’ όνομα του, Οδυσσέας, γιατί ο πολυμήχανος αυτός,
το τέχνασμα αυτό σκαρφίστηκε, τα χρόνια μην περάσουν,
και τη Πηνελόπη του γερασμένη να μη βρει.

Το παρανάλωμα της μνήμης

Φαντάσματα του παρελθόντος και του μέλλοντος,
όμοιο τους παλεύουν να με κάνουνε,
με δυνατό πιοτό φωτιά τα βάζω,
όμως αυτά σαν τον φοίνικα ανασταίνονται,
πιότερο ατράνταχτα κάθε φορά όταν ξανάρχονται.

Θραύσματα μνήμης με πληγώνουν σαν από έκρηξη χειροβομβίδας,
σαν ένα όνειρο που συνεχίστηκε στον ξυπνημό,
σαν να ‘ναι όντα αυθύπαρκτα κι αλύτρωτα,
και σάρκα και οστά να θέλουν ν’ αποκτήσουν,
κατασπαράσσοντας με μ’ αχόρταγη μανία.

Ποιος ανασύρει αυτές τις μνήμες σαν απ’ απύθμενο πηγάδι,
και μου τις σερβίρει σε περίτεχνο κανάτι,
πίνοντας γουλιά γουλιά εικόνες, ήχους, μυρωδιές και συναισθήματα που με στοιχειώνουν;
Μην είναι εχθρός, μην είναι δαίμονας αυτός που τ’ ανασύρει,
και στην λήθη να παραδοθούνε δεν τ’ αφήνει;

Καίω παλιές φωτογραφίες, επιστολές, κιτάπια,
για να ξορκίσω τους δαίμονες που αυτά γεννούν.
Λύνω το κουβάρι της μνήμης, να μείνει χωρίς κόμπους,
σαν τον μίτο της Αριάδνης για να γίνει,
μέσ’ από τον δαίδαλο της μνήμης να μπορέσω να ξεφύγω.

Νοητά καλεντάρια περασμένων χρόνων,
τυπωμένα στη μνήμη μου ανεξίτηλα,
θα τα πυρπολήσω με πανάρχαια φωτιά,
παρμένη απ’ τα έγκατα της γης ή από τον ήλιο,
να μην αναστηθούν και με στοιχειώσουν.

The post Αδαμάντιος Τσακαλούδης, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Γιοβάννα, Ποιήματα

$
0
0

*
Κατεβαίνω
ψάχνοντας τον ουρανό.

*
Είπα να ανοίξω το παράθυρο
να δραπετεύσω
Αλλά
στο τζάμι
το είδωλό μου
καραδοκούσε.

*
Δεν είναι ότι σ’ αγάπησα.
Αγάπησα.

*
Τι κι αν κρύφτηκες
Τα μικρά, γρήγορα φιλιά
σε πρόδωσαν.

Κανείς

Κανείς δεν πατάει πια αυτό το πάτωμα
Έδωσαν μια και πήδηξαν όλοι στις φωτογραφίες.
Με τα ίδια χαμόγελα
Τις ίδιες στιγμές
Και βλέμματα που κοιτάνε
Άλλα εμένα και άλλα αλλού.
Κι εγώ
Ριζωμένη κι αιωρούμενη
Χορεύω με το γέλιο τους
Αφήνοντας τον ήλιο να υπογράφει
Το χάρτινο πάντα.

Γελάω

Ίσως να φταίει που δε σκάρωσα ένα όνειρο
για να το κυνηγήσω.
Που άφησα τους δείκτες
να χαράζουν δρομολόγια
χωρίς να με ρωτήσουν.
Μπήκα βγήκα από άλαλα κτίρια
Από μπαρ
με την compact μουσική
να μαχαιρώνει τις φλέβες μου.
Πέρασα από αγορές
Από «ενοικιάζεται»
Από γκράφιτι με γλώσσες ξεδιάντροπες
Από σ’ αγαπώ
φωτιά κι αέρας
Πέρασα κι από κοιμητήρια
με τους λαιμούς των σταυρών να τεντώνονται
να δουν έξω από τη μάντρα να περνάει
η ζωή.
Σπουργίτι στη χούφτα μου ο χρόνος.

Ε, και;
Γελάω.

***
H Γιοβάννα (Ιωάννα Φάσσου – Καλπαξή), κόρη του Ζωγράφου Κώστα Φάσσου, γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Κατάγεται από τα Καλάβρυτα. Βραβείο του Ωδείου Αθηνών στην όπερα, έκανε καριέρα στο ελαφρό τραγούδι. Συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους μεγάλους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού (’60 – ’70). Παράλληλα έκανε καριέρα και στο Εξωτερικό: 150 κοντσέρτα και εκατομμύρια δίσκους στη Σοβιετική Ένωση, εκπρόσωπος για δύο χρόνια του ραδιοφωνικού σταθμού Γενεύης με συναυλίες σ’ όλη την Ευρώπη, εκπρόσωπος της Ελβετίας στην Eurovision, δίσκους σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία. Εμφανίσεις, γενικότερα, από Λατινική Αμερική μέχρι Βόρεια Ρωσία, Καύκασο και Ισραήλ. Στο χώρο του Λόγου, μαθήτρια του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου, έχει εκδώσει 21 τίτλους: έξι ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μονολόγους, έντεκα μυθιστορήματα [το πρώτο της, το Άντε γεια, πήρε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε εκατό, των εκδόσεων Μπελ], δύο από τα οποία μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, όπως και δύο θεατρικά (ένα από αυτά βραβευμένο από το ΥΠΠΟ). Βιβλία της βρίσκονται στις βιβλιοθήκες της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ. Το 2011, αναγορεύθηκε Επίτιμη Πολίτις της Τιφλίδας, Πρωτεύουσας της Γεωργίας.

The post Γιοβάννα, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.


Ξένια Πολίτη, «Το fair play του μηδενιστή»

$
0
0

Κάθε που ο Μηδενιστής ελπίζει
πολύ ψηλά από πάνω του, ξεκαρδίζεται ο Θεός
χαμογελώ ερεθισμένα κι εγώ η ταπεινή
σαν ψυχανεμίζομαι
μέσω απόμακρων πομπών του
τη θλίψη
αυτήν την τόσο Γοτθική γοητευτική μελαγχολία
και συντρέχω παρέχοντας
σκύφο εναπόθεσης δακρύων, στεναγμών
κι όλων των λυπημένων αυνανισμών… Δυτικού τύπου.


Κάθε που ο εναγκαλισμός του με το μαραγκιασμένο του άτομο
Πάλι δε φτούρησε
Βρίσκω τολμηρά χαριτωμένο, ειλικρινώς, να εύχεται Καλή χρονιά για μέρες
καλύτερες στις Γιορτές,
στις αεργίας του τις σχόλες.

Όσο πιο βαριές οι περγαμηνές
τόσο πιο απαστράπτων είναι ο άνθραξ. Έτσι καθώς νογά την Ιστορία, πούπουλο
ένα θέμα Οπτικής δηλαδή
ημιαναρχοαυτόνομου στραβισμού.

Κι άμα ο έρωτάς του για τον άλλον είναι ανέφικτος,
πιστεύει πως είναι ανέφικτος ο Έρωτας.
Fair play:
Κάθε φορά που Εκείνος δεν αναγνωρίζει τη δίψα Μου της ζωής,
όσο έμειν’ ήλιος και δεν έλειψε θάλασσα πλάϊ απ’ το γιασεμί μου,
παύω κι εγώ να βουρλίζομαι για το Κενό του στο στήθος.
Χάδι, νισάφι το λοιπόν. Χώμα.
Από χώμα πλάσε το Πρόσωπο, Ακριβέ μου
Νίψου κι Αγάπησε.

The post Ξένια Πολίτη, «Το fair play του μηδενιστή» appeared first on Ποιείν.

Κωνσταντίνος Πρωτόπαππας, Ποιήματα

$
0
0

«Πως σε λένε είπαμε», με ρώτησε αυτός που ονομάζεται Τσιν σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης.

***

Ο Τσιν ήθελε να πιει μαζί της.
Μου το είπε ένα βράδυ που ήταν σίγουρος γι αυτό.
Το είπε και σε αυτήν που το χαμόγελο δε μπορεί να ξεχάσει εύκολα, μα τον έγραψε.
Τώρα που είναι μακριά την σκέφτεται πιο συχνά, μου είπε σε μια στιγμή σπάνιας ειλικρίνειας.
Το είπε και σε αυτήν.
Έμμεσα.
Δεν άλλαξε κάτι, άμεσα.

***

“Το πας καλά;”
Τον ρώτησε αυτή.
Εκείνος της αποκρίθηκε αναλόγως και ανέστρεψε την απάντηση.
Του είπε πως “και εμένα μου αρέσουν όσα κάνω και τα πάω πάρα πολύ καλά, καλύτερα από οποιονδήποτε στην ηλικία μου”.
Τότε ο Τσιν της αποκρίθηκε πως υπάρχει ελπίδα αν κάνει κι αλλά.

***

Ο Τσιν παραδέχτηκε τα λόγια του μεγάλου αρχιτέκτονα
και είπε πως ναι, το χιόνι είναι κόκκινο.

Για τον Α. Κωνσταντινίδη

Ο Τσιν θυμάται πως πάνω από όλα
είναι το τίποτα.
Κάνω κουράγιο.

***

Ο Τσιν κατάλαβε ότι όταν η απώλεια χάνει κάτι από τον εαυτό της, γίνεται αδιαφορία.

***

Αδιάφορες λέξεις
Και προτάσεις που δε βγάζουν
Κανένα νόημα
Χρησιμοποιείς
Για να με πείσεις
Ότι μιλάς με αποδείξεις
Λογικά
Με επιχειρήματα.
Πίπες.

***

Όπως κι αν τρώγεται η εκδίκηση, εγώ μαγειρεύω καλά.

***

Ρώγες

Ταλαιπωρημένες ρώγες
Που η ζέστη και η υγρασία τις λιώνει μέρα με τη μέρα
Ρώγες απάνεμες φασκιωμένες συμπληγάδες
Σε ένα τσαμπί μαλώνετε οι δυο σας.

Αυτή

Η κυρία κράνος
ξαπόστασε στο πλατύσκαλο λίγο έξω μου
Κι ενώ ευχόμουν να σταματήσει
εκεί ο χρόνος
Δεν έπεφτε κανένα αστέρι

Σκηνή

Κι ενώ η αυλαία έπεσε
Κι έφυγε ο τελευταίος θεατής
Εμείς ακόμη ψοφάμε στη σκηνή
Με τα φώτα
Διάχυτα

Γλωσσόφιλο

Δυο ανοιχτά μάτια κουκουβάγιας
Και γλωσσόφιλο
Απέναντι σε δυο κλειστά σκίουρου
Ενώ γλωσσόφιλο
Το λεωφορείο ταραχή
Ο ιδρώτας στάζει και οι γέροι παίρνουν μάτι μαζί με μένα
Στο γλωσσόφιλο
Τη βάζει πιο ψηλά πάνω του
Μετεωρίζεται σε αλουμινένια πόδια
Επόμενη στάση κάπου στη Νίκαια
Φοράει μια μοβ φούστα και ένα λεπτό μαύρο ραντάκι
Το γλωσσόφιλο δεν έχει τελειωμό
Ένα εφηβικό γλωσσόφιλο και τίποτε άλλο
Εκτός από το εσωτερικό μπαστούνι ευτυχίας
Και τον ιδρώτα που πέφτει αλμυρός στο στόμα μου.

Σε θέλω

Σε θέλω κι εσύ όχι
Το ξέρω ενώ εσύ όχι
Μα σε θέλω κι ας όχι εσύ

 

The post Κωνσταντίνος Πρωτόπαππας, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Βέρα Βασιλείου Πέτσα, «βορεινό παράθυρο», εκδ. Μετρονόμος, 2015 (μετφρ. στα γερμανικά: Κατερίνα Λιάτζουρα)

$
0
0

nördliches Fenster

 

Am Ende des Festlandes

mit einer Windung

berührtest dudie Vergessenheit

und es schlossendie Meereslider

ein ganzes Leben.

 

Es schneit

in der Seele

und blüht meine Verwüstung.

Ich trage die Erwartung

auf dem nackten Leib

und nehme Platz am Fenster.

Das nördliche der Traurigkeit.

 

*

βορεινό παράθυρο

 

Στην άκρη της στεριάς

μ’ έναν ελιγμό

τη λήθη άγγιξες

κι έκλεισαν τα βλέφαρα της θάλασσας

ολόκληρη ζωή.

 

Χιονίζει

μέσα στην ψυχή

κι ανθίζει η ερημιά μου.

Φορώ την προσμονή

κατάσαρκα

και πιάνω παράθυρο.

Το βορεινό της Λύπης.

 

`

****

 

Auschwitz- Januar im Jahre ‘45

 

Es ist nicht der Schnee

weder die kristallklaren Finger,

des Gefängniswärters die Lanze

auch nicht.

Weder ein kleines Himmelstück aus dem Dachfenster.

 

Es ist der Geruch des Leibes

-Fehltritt Gottes im Krematorium-

der immer noch den Jahrhunderts Atem erstickt

zumal als Triumphator der General

marschiert

in den Schlaf der Tapferen.

 

*

Άουσβιτς-  Γενάρη του ‘45

 

Δεν είναι το χιόνι

ούτε τα κρουσταλλένια δάχτυλα,

του δεσμοφύλακα η λόγχη

μήτε.

Ούτε ένα μικρό κομμάτι ουρανού απ’ τον φεγγίτη.

 

 

Είναι η οσμή της σάρκας

-παραπάτημα Θεού στο κρεματόριο-

που ακόμη πνίγει την ανάσα του αιώνα

καθώς θριαμβευτής ο στρατηλάτης

παρελαύνει

μέσα στον ύπνο των γενναίων.

 

*****

Abfahrt

 

Ich liebe die Meere.

Die Meere liebe ich

diejenige, die kein Ziel haben.

Jungfräuliche Meere.

Eingeweide machten sie weder auf noch zu

sodass Schiffe durchfahren.

Unangetastet vom Ankers Untertauchen

und dem Segels Segeln.

Nur sind sie von tausenden Augen entblößt

pressten das Hellblaue heraus.

 

Ich liebe die Meere

diejenige, die, die Trennungsträne

nicht versalzte.

 

Ich liebe die Meere

ohne Hafen.

 

 

*

Αναχώρηση

 

Αγαπώ τις θάλασσες.

Τις θάλασσες αγαπώ

εκείνες που προορισμό δεν έχουν.

Παρθένες θάλασσες.

Σπλάχνα δεν ανοιγόκλεισαν

καράβια να περάσουν.

Ανέγγιχτες από άγκυρας κατάδυση

κι αρμένισμα ιστίου.

Μονάχα από χιλιάδες μάτια απογυμνώθηκαν

στράγγιξαν το γαλάζιο.

 

 

Αγαπώ τις θάλασσες

που δάκρυ αποχωρισμού

δεν τις αρμύρισε.

 

 

Αγαπώ τις θάλασσες

χωρίς λιμάνι.

 

******

 

Aus dem Fenster

 

Schmaler Horizont

nagelt die Zeit

im Steinbruch der Betrübnis

und danach

hat der Geist nichts zum Träumen.

 

Von Stein zu Stein

werden die Augen umherirren

und wenn die Seele die Flügel leiht

werden sie die Spalte finden.

 

 

*

Απ’ το παράθυρο

 

Μικρός ορίζοντας

καρφώνει τον χρόνο

στα λατομεία της θλίψης,

κ’ ύστερα

δεν έχει ο νους να ταξιδέψει.

 

 

Πέτρα στην πέτρα

θα περιπλανηθούν τα μάτια

και σαν η ψυχή δανείσει τα φτερά

θα βρουν τη χαραμάδα.

 

`

************************************************************

 

Η Βέρα Βασιλείου-Πέτσα γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας μέχρι τα εφηβικά της χρόνια. Οι σπουδές της και ο διορισμός της στο Δημόσιο την κράτησαν στην Αθήνα.

Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 2006 με το μυθιστόρημα «Μην περάσεις το ποτάμι» εκδ. ΚΨΜ, για το οποίο έλαβε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης μυθιστοριογράφου από τον Διεθνή Πολιτιστικό Οργανισμό «Το Καφενείο των Ιδεών». Το 2011 κυκλοφορήθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή «Σαράντα μίλια σιωπή» από τις εκδόσεις Ιωλκός. Το 2015 οι εκδ. Μετρονόμος κυκλοφορούν την ποιητική της συλλογή ‘’βορεινό παράθυρο’’ με ένθετο ψηφιακό δίσκο μελοποιημένης ποίησης και στίχων της από σπουδαίους Έλληνες συνθέτες και ερμηνευτές. Εξαντλήθηκε και έκανε δεύτερη έκδοση το 2018.

Θήτευσε στην ελληνική ραδιοφωνία (Δίαυλος 10, Ράδιο Υγεία-Οικολογία, κ.ά.) με παραγωγές εκπομπών λόγου και μουσικής. Συνεργάζεται με έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία κατά καιρούς δημοσιεύονται έργα της.

Τον Ιούνιο του 2018 απέσπασε το δεύτερο ποιητικό βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Ποιητικούς Αγώνες. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.

The post Βέρα Βασιλείου Πέτσα, «βορεινό παράθυρο», εκδ. Μετρονόμος, 2015 (μετφρ. στα γερμανικά: Κατερίνα Λιάτζουρα) appeared first on Ποιείν.

Βίκυ Σπυροπούλου, «Τη θάλασσα μού αρπάξανε»

$
0
0

ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ ΑΡΠΑΞΑΝΕ

Τη θάλασσα που είχα μου αρπάξανε

μ’ αφήσανε ανέστιο από αρμύρα.

Κάποτε, όταν ξεμπέρδευα τα δίχτυα στ’ ακρογιάλι

και γέμιζαν τα χέρια μου κοχύλια και γυαλιστερές

τότε που οι γλάροι νιόνυφοι το ‘στηναν στο τραγούδι

πίστεψα πως τούτη τη γη και τη θάλασσα τις κέρδισα για πάντα.

Οι οριστικές και οι προστακτικές που μου ‘μαθαν γίνανε ευκτικές,

τώρα μιλώ πια επιφυλακτικότερα

και οι γλάροι εκτονώνουν διακριτικότερα το δικό τους παράπονο,

τώρα, έχω τα χέρια μου πασαλειμμένα απ’ τα δίχτυα, που ξερνάνε μόνο σκέτη άλγη.

 

Δε φίλιωσα ποτέ με τη θάλασσά μου

κι ας την κολύμπησα ως τα βάθη

κι ας την τρύγησα με τα δίχτυα μου μέχρι το τελευταίο της κοράλλι

μου ξοδεύτηκε σε χούφτες άλγη,

μα μου ‘χε τάξει μαργαριτάρια.

 

Δε φίλιωσα ποτέ με τη θάλασσά μου

η μοναξιά της τους χειμώνες την αγρίευε

μασκαρεμένη με μαύρη κι ασημένια φορεσιά κάτω απ’ το θαμπό σεληνόφως

σακάτευε θυμωμένη την καλύβα μου

μ’ έδιωχνε αγριεμένη για αλλού.

 

Ξέρεις, η θάλασσά μου δε φιλιώνει μ’ ευκολία.

Σπάνια καπετάνιους καλοδέχτηκε στους κόλπους της,

Λίγους λυπήθηκε,

άλλους που αιθεροβάτησαν τους αγκάλιασε

και τους πήρε καταδικούς της για πάντα,

αυτούς που τη σεβάστηκαν τους έκανε ήρωες.

 

Η γοργόνα μια νύχτα

βγήκε μέχρι τη στεριά για να δικηγορήσει.

Η υπεράσπιση της θάλασσας ήταν μάταιη, άκαρπη, ψεύτικη.

Στ’ αλήθεια ακόμη έψαχνε τον αδερφό της.

 

Μια άλλη νύχτα με ζύγωσε η Θέτιδα

περπατώντας αργά με χιτώνα βρεγμένο

και κοιτώντας με βλέφαρα άσπρα απ’ την αρμύρα

μου ‘ταξε αθανασία χαϊδεύοντας τη φτέρνα μου.

«Μη φοβού» μου ψιθύρισε μ’ ανάσα υγρή

ότι τάχα παρήγγειλε τα όπλα μου στον Ήφαιστο

κι εγώ σκαρίφιζα στην άμμο «φεύγω».

 

Ξέρεις, η θάλασσά μου δε φιλιώνει μ’ ευκολία.

Είναι καχύποπτη, αν θες να την καπηλευτείς

φρόντισε πρώτα να κάνεις, μπας και σε λυπηθεί,

μια γενναιόδωρη σπονδή στον Ποσειδώνα.

`

***

 

ΧΑΙΚΟΥ

Πέτρες, ρυάκι

ακούστε κελάρυσμα

το τελευταίο.

 

Στερνό αντίο,

βαριές κληματόβεργες

σκύβουν στο χώμα.

 

Πλατανόφυλλο

μισογκρί, ξεραμένο

πέφτει στο τέλος.

 

Κρώζει η γλαύκα

άσχημο προμήνυμα

σέρνει θάνατο.

 

Και τρεις βιολέτες

μωβ, σκούρες, αδιάφανες

στον τάφο απάνω.

 

Άσε μου φεύγοντας

να μυρίζω λιγάκι

αχ, εκεί κάτω.

 

The post Βίκυ Σπυροπούλου, «Τη θάλασσα μού αρπάξανε» appeared first on Ποιείν.

Ανδρέας Κατσιγιάννης, «Πολιορκημένος χρόνος» (ποίηση: Τίτος Πατρίκιος), εκδ. Όγδοο, 2019

$
0
0

 

 

Ο  συνθέτης Ανδρέας Κατσιγιάννης τόλμησε μετά από προτροπή του, φίλου του ηθοποιού, Μιχάλη Μητρούση, να αναμετρηθεί με το έργο του Τίτου Πατρίκιου και να συνθέσει ένα  έργο, που σέβεται τη μουσική των λέξεων και αναδεικνύει τις λεπτές συναισθηματικές ισορροπίες τους. Έτσι «γεννήθηκε» ο «Πολιορκημένος χρόνος», ένα  μουσικό έργο αντάξιο της μακράς και γόνιμης ποιητικής διαδρομής του Τίτου Πατρίκιου.

Ο «Πολιορκημένος χρόνος» απαρτίζεται από επτά μελοποιημένα ποιήματα και τις αφηγήσεις από τον ίδιο των ποιητή οκτώ ποιημάτων. Συνοδεύεται δε από ένα βιβλίο 52 σελίδων που περιλαμβάνει ποιήματα πεζά, την πλήρη εργοβιογραφία του ποιητή αλλά και σπάνιες εικόνες από το προσωπικό φωτογραφικό του αρχείο. Στον «Πολιορκημένο Χρόνο» ερμηνεύουν οι : Γιάννης Κότσιρας, Γιώργος Περρής ,Γιώργος Νταλάρας ,Μίλτος Πασχαλίδης, Φοίβος Δεληβοριάς, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας  και Απόστολος Μόσιος .

`

 

Πολιορκημένος χρόνος

Νομίζαμε πως γνωριζόμαστε καλά.
Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν
χωρίς προσχήματα ούτε ανταλλάξιμη παραφορά
και μείναν τα κορμιά μας απροσποίητα
φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος
πόσο ήταν ο χρόνος μας πολιορκημένος, κι εμείς
δυο άνθρωποι συνηθισμένοι, περίπου απροσπέλαστοι.

Παρίσι, Μάρτης 1962

 

`

Ρόδα αειθαλή

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας
βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις
δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια
όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες
όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.
Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν
στα λόγια που έφτασαν έστω αργά
στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας
στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια
στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.
Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή
μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι αυτές
ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους

`

**********************************************

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1- Tίτος Πατρίκιος Η Πύλη Των Λεόντων

2–Γιάννης Κότσιρας Τρεις Πόλεις

3–Tίτος Πατρίκιος Υπόγειο Τραίνο

4–Γιώργος Περρής Γυναίκα

5–Tίτος Πατρίκιος Ρόδα Αειθαλή

6–Γιώργος Νταλάρας Τέλος Του Καλοκαιριού

7–Tίτος Πατρίκιος Το Δύσκολο

8–Μιλτιάδης Πασχαλίδης Πρόφαση

9–Tίτος Πατρίκιος Άλλο Ένα Καλοκαίρι

10–Φοίβος Δεληβοριάς Υμνώ Το Σώμα

11–Tίτος Πατρίκιος Οδός Δερβενίων

12–Λαυρέντης Μαχαιρίτσας Συνεπαφές

13–Tίτος Πατρίκιος Πολιορκημένος Χρόνος

14–Απόστολος ΜόσιοςΈρωτας Και Πολιτική

15–Tίτος Πατρίκιος Οι Μάρτυρες

The post Ανδρέας Κατσιγιάννης, «Πολιορκημένος χρόνος» (ποίηση: Τίτος Πατρίκιος), εκδ. Όγδοο, 2019 appeared first on Ποιείν.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live