Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

Τάκης Κουφόπουλος, «Σώματα και χρώματα» (από τη συλλογή «Η οδός»), 1962

$
0
0

Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά. Ένας μοχλός σε κάποιο κεντρικό σημείο ανέβηκε κι αμέσως όλα τα φώτα της πόλεως ανάψαν.

Η εργάσιμη μέρα στα μαγαζιά ή στα Δημόσια Γραφεία κοίταξε τα ρολόγια της τα καρφωμένα στον τοίχο, χάρηκε, παράτησε στα τραπέζια ανάκατα τα εμπορεύσιμα μέλη της ή τα προς έγκρισιν πεπραγμένα, έκλεισε τις πόρτες στεγανά, κατέβασε τα σιδερένια της βλέφαρα ένα ένα, τα κλείδωσε και ξεχύθηκε στη λεωφόρο.

Ήταν η ώρα του μεγάλου συνωστισμού. Η τελευταία ώρα της μέρας. Έπειτα αρχίζει η νύχτα, που πολύ λίγοι την υποπτεύονται.

Τα πεζοδρόμια γέμισαν πέλματα. Με κάλους ξερούς ή κάλους με επιθέματα. Με δάχτυλα κοκαλιάρικα, γαμψά. Με νύχια άκοπα, μαύρα. Προχώρησαν το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο βιαστικά, ηχώντας σκληρά στις τσιμεντένιες πλάκες του πεζοδρομίου, μέχρι που φτάσαν στη διασταύρωση. Μπροστά τους τώρα βρισκόταν η διάβαση. Γραμμές από ασβέστη καθόριζαν την κατεύθυνση.

Φώτα ηλεκτρικά καθόριζαν τον χρόνο. Τα φώτα ήταν κόκκινα. Ήταν η σειρά των μηχανών. Η σειρά των ανθρώπων είχε περάσει.

Τα πρώτα πέλματα σταμάτησαν. Τα επόμενα πλησίασαν ακόμα λίγο, πύκνωσαν, ακούμπησαν τα προηγούμενα και μεταξύ τους, και σταματήσανε κι αυτά. Σε λίγο και τα τέσσερα πεζοδρόμια γέμισαν τη διασταύρωση. Όλοι περίμεναν τα χρώματα τα ευνοϊκά για να περάσουν. Από τους άντρες μερικοί, που αισθανόντουσαν το σώμα τους πολύ βαρύ, λύγιζαν. Άλλοι το είχαν δέσει με λεπτές γραβάτες και το αιωρούσαν. Απ’ τις γυναίκες, όλες οι γυναίκες, δεν ένιωθαν κανένα κίνδυνο. Μόλις είχαν βάψει τα χείλια τους και τα έγλειψαν. Πιο κάτω, σε διάφορες γωνιές, τις περιμένανε οι φίλοι τους, ανυπόμονοι, με σκέλια πρόχειρα πλυμένα.

Τα αυτοκίνητα κατέβαιναν το δρόμο ορμητικά. Τα καθαρά κορμιά τους έσφυζαν. Οι δυνατές καρδιές τους εκρήγνυνταν κάθε στιγμή. Πολυμέταλλοι θώρακες προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν. Περνούσαν σε αραιωμένη διάταξη καταλαμβάνοντας όλη τη λεωφόρο. Με τις φωτεινές τους λόγχες τεντωμένες μπροστά. Με τις νικέλινες ασπίδες τους υψωμένες. Παρατεταγμένοι αστυνομικοί τους εξασφάλιζαν το δικαίωμα. Ένας μαλακός ασφάλτινος τάπητας τους απάλυνε το δρόμο.

Τώρα, πάνω στα πεζοδρόμια, οι άνθρωποι του συνωστισμού, με σηκωμένα φρύδια, απέδιδαν τιμάς. Τα σώματά τους ήταν κολλημένα. Οι καρδιές τους συγχρονίζονταν σύμφωνα με τους όρους μιας Προδιαγραφής. Ανάσαιναν όλοι ομαδικά, με το ρυθμό ενός Πενταετούς Σχεδίου. Άτριχα χέρια εξείχανε από φανέλες Θερμοζάν. Πολλά χωνόντουσαν σε μία τσέπη. Άτριχα πόδια εξείχαν από ίδια σώβρακα. Μπαίνανε το ‘να μέσα στ’ άλλο. Το κατακόρυφο φως των γλόμπων έπεφτε πάνω στα επίπεδα κεφάλια τους και τα ζέσταινε.

Ένας άρχισε να βήχει, — όλα τα σώματα ταλαντεύτηκαν. Κάποιος ξεχώρισε το χέρι του, το σήκωσε, άπλωσε το μακρύ νύχι του μικρού του δάχτυλου και καθάρισε το αυτί ενός άλλου. Μια γυναίκα έγκυος έμπηξε τις φωνές. Ένας γιατρός από απέναντι της φώναξε τις τελευταίες οδηγίες. Η μπροστινή πλάτη τής έκανε μασάζ στην κοιλιά, το διπλανό λιγδερό μαλλί τής σκούπισε τον ιδρώτα. Σε λίγο ένας γδούπος ακούστηκε. Το πτώμα έπεσε πάνω στα παπούτσια. — Σε κάποιο άλλο πεζοδρόμιο, ο πατέρας χαμογελαστός, δεχότανε τα συχαρίκια.

Εν τω μεταξύ τα αυτοκίνητα έφταναν στη διασταύρωση, χωρίζονταν, μισά στρίβαν δεξιά, μισά αριστερά, στον κάθετο δρόμο. Οι φωτεινές τους λόγχες σάρωναν τα κεφάλια στα πεζοδρόμια. Μπαίνανε απ’ τα μάτια, βγαίνανε απ’ απέναντι, τα κεφάλια πέρναγαν μέσα, γλίστραγαν προς τη βάση, ατέλειωτα, το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο. Οι υπόλοιποι στα πεζοδρόμια κούναγαν τα μαντίλια. Τα αυτοκίνητα βάραιναν, οι λόγχες έγερναν μπροστά. Σε κάποια επόμενη στροφή θα παίρναν τα κεφάλια των παιδιών. Μέχρι που να γεμίσουν.

Επιτέλους, σε μια στιγμή, ανάψανε στη διάβαση τα φώτα που ήταν πράσινα. Τα σηκωμένα φρύδια αμέσως κατέβηκαν, η ανάσα επιταχύνθηκε, τα σώματα κουνήθηκαν, ξεκίνησαν, και μπαίνανε στο ανοιγμένο λούκι, γρήγορα, όσο ήταν καιρός.

Όμως τότε, έγινε το επεισόδιο. Τα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν υπερήφανα, δε βρήκαν λόγο, δε σταμάτησαν, επέσανε με όλο τους το κύρος και τη δύναμη απάνω στους ανθρώπους που πέρναγαν, και τους πατήσαν.

Σηκώθηκε μεγάλο πανδαιμόνιο. Τα ηλεκτρικά κουδούνια της προκαθορισμένης τάξεως κουδούνισαν, τα μεγάφωνα της τροχαίας έβρισαν, ούρλιαξαν, οι παρατεταγμένοι αστυνομικοί με τις σφυρίχτρες έτρεξαν όρμησαν απλώσανε τα χέρια έσπρωξαν, πίσω όλοι, φώναζαν, έγινε κάποιο λάθος στο σήμα. Οι «όλοι», γύρισαν έντρομοι στα πεζοδρόμια.

Τα αυτοκίνητα αδιάφορα εξακολουθούσαν να περνούν πάνω απ’ τους πατημένους ανθρώπους. Μερικοί από αυτούς, ανάμεσα σε δυο διαδοχικά πατήματα, ανασηκώναν απ’ τη μέση κι απάνω το σώμα τους, απλώνανε τα χέρια προς το πράσινο σήμα του στύλου κι εκλιπαρούσαν. Ένας, του έταζε μια λαμπάδα χρυσή.

Το αίμα έτρεξε, έφτασε ως το ρείθρο, ανέβηκε στο στύλο, πέρασε μέσα απ’ τα σήμα, και άρχισε να εκτοξεύεται προς όλες τις διευθύνσεις. Ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος, τα αυτοκίνητα βάφτηκαν κόκκινα, οι άνθρωποι στα πεζοδρόμια βάφτηκαν κόκκινοι, ως το κόκαλο, για πρώτη φορά. Η διακόσμηση άρεσε πάρα πολύ, η αρμόδια επιτροπή συνήλθε, απεφάσισε ομόφωνα, κι έδωσε στους πατημένους ανθρώπους το πρώτο βραβείο.

 

Έπειτα, η άσφαλτος σιγά σιγά καθάρισε. Και τα σώματα. Και το πράσινο φως επίσης. Τότε οι άνθρωποι πήρανε την απόφαση, είπανε έχουνε δίκιο, κοίταξαν και την ώρα τους —ήταν ακόμη νωρίς για φαΐ—, κατέβηκαν στη διάβαση, δεν πέρασαν απέναντι, στράφηκαν όλοι μαζί κάθετα, κι άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος του δρόμου. Τα αυτοκίνητα είδαν τον όγκο, φρενάρησαν, σβήσαν τις φωτεινές τους λόγχες, διαμαρτυρήθηκαν, μα είμαστε το πράσινο κύμα είπαν. Κι εμείς είμαστε το ανθρώπινο κύμα, τους απάντησαν. Οι αστυνομικοί άρχισαν πάλι να σφυρίζουν με όλη τους τη δύναμη. Μετά οι αναπνοές τους εξαντλήθηκαν, έτρεξαν πίσω στα τμήματα να προμηθευτούν.

Τα πεζοδρόμια ερημώθηκαν. Το κατακόρυφο φως των γλόμπων έπεφτε στο πλακόστρωτο, σουρνόταν πέρα δώθε, σκεφτότανε, δεν ήξερε τι να υποθέσει.

Το ανθρώπινο κύμα προχωρούσε τώρα πάνω στο δρόμο μονοκόμματο. Τα σώματα είχανε πια ενωθεί εντελώς, είχανε γίνει ένα σώμα, φαρδύ, πλαδαρό, ασπόνδυλο. Χιλιάδες πόδια βγαίνανε μπροστά, πατάγανε στην άσφαλτο, λυγίζαν, και το μεταφέραν.

Διάφοροι πήγαιναν και πέρναγαν μες στις λουρίδες ή στους γιακάδες τους σημαιοκόνταρα πολύχρωμα. Άλλοι τους καρφιτσώνανε στα στήθη μεγάλες επιγραφές. Όμιλοι κυριών μοιράζανε ξερή τροφή και χαρτζιλίκι, η μουσική παιάνιζε διαρκώς το «ἅμμες δέ γ’ εἰμές», ένα παιδί τριγύρναγε σκυφτό κάτω απ’ τα πόδια τους και έχωνε στην τσέπη τους την τελευταία εφημερίδα. Αυτοί, γύριζαν το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και χαμογέλαγαν στους περιοίκους.

Κάποιος από ‘ναν κάθετο δρόμο ήρθε τρέχοντας, μπήκε μπροστά κι εβάδιζε κι αυτός με το ρυθμό τους απαγγέλλοντας ποίηση. Απ’ τον επόμενο δρόμο κάποιος άλλος ήρθε, έπεσε πάνω στον πρώτο, τον έσφαξε, κι άρχισε ν’ απαγγέλλει με διαφορετική φωνή την ίδια ποίηση. Έπειτα ήρθαν κι άλλοι πολλοί, δεν είχαν πια το θάρρος να σφαχτούν, σταμάτησαν λοιπόν εκεί μπροστά στη μέση του δρόμου και άρχισαν να φτύνονται και να χτυπιούνται. Την τελευταία στιγμή ένας τους γύρισε, είδε το πλήθος που πλησίαζε έτοιμο να τους πατήσει, ειδοποίησε και τους άλλους, μόλις προλάβανε, τραβήχτηκαν στο πεζοδρόμιο, και συνεχίζουνε εκεί χρόνια πολλά την επίμαχη κουβέντα.

Το ανθρώπινο κύμα τούς προσπέρασε. Ξεκρέμασε τις αλυσίδες που περιόριζαν τα πεζοδρόμια, —τα πεζοδρόμια επεκτάθηκαν—, εμούντζωσε τις πινακίδες της τροχαίας, έβγαλε τη μεγάλη γλώσσα του στις αντιπροσωπείες που έφταναν με διάφορες προτάσεις συνδιαλλαγής. Οι φίλοι της Πατρίδος ή του Λαού κατέβαιναν στο δρόμο, πλησιάζαν σιγά σιγά, αθόρυβα, στις μύτες των ποδιών, φτάναν τους τελευταίους, τεντώνανε τα χέρια από μακριά, τους χάιδευαν μια δυο φορές την πλάτη, κι έπειτα τρομαγμένοι γύριζαν και τρέχανε, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Ήρθαν οι αντλίες του Δήμου και τους βρέξανε. Άνοιξαν οι καταπακτές των υπονόμων να τους καταπιούνε. Φτάσαν οι αστυνομικοί με νέες σφυρίχτρες και νέες αναπνοές. Όμως εκείνοι προχωρούσαν απτόητοι.

Πολλοί σήκωναν πότε πότε τα βλέφαρα ή τη φωνή τους να τα ξεμουδιάσουν. Άλλοι γύριζαν πίσω στους επόμενους και λέγανε, μη σπρώχνετε ζώα είσθε; Μερικοί άνοιγαν όπως όπως την εφημερίδα και διάβαζαν το μυθιστόρημα σε συνέχειες.

Τότε εγώ, απ’ το δωμάτιο μου, τους φώναξα.

— Στον Ανώτατο Άρχοντα.

— Ναι, στον Ανώτατο Άρχοντα, είπανε όλοι μαζί και επιτάχυναν το βήμα.

Αμέσως τα πράγματα γίνανε σοβαρότερα. Ο Ανώτατος Άρχων, από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν πρόσωπο πολύ υπεύθυνο και πολύ σοβαρό. Ο Ανώτατος Άρχων ή το υπεράνω κυμάτων, πρασίνων κυμάτων, ανθρωπίνων κυμάτων και εποχών. Κανείς δεν ενοχλούσε ποτέ τον Ανώτατον Άρχοντα. Ο Ανώτατος Άρχων εσκέπτετο. Ήτανε ξαπλωμένος.

Τα κόκκινα λοιπόν τηλέφωνα κουδούνισαν, εδόθηκαν οι σχετικές εντολές, όλος ο στρατός κινητοποιήθηκε, βγήκε στους δρόμους, παρατάχτηκε κάθετα, σε διαδοχικές σειρές, με εφ’ όπλου λόγχη.

Όμως το ανθρώπινο κύμα ήταν πλέον ασυγκράτητο. Έβγαλε τα μαντίλια του και έφτυσε στη λεωφόρο των Ρόδων, τα ξαναέβγαλε και σκούπισε τις μύξες του στη λεωφόρο των Φιλυρών, έπειτα αφού γέμισαν, τα κρέμασε απ’ τα σημαιοκόνταρα για να στεγνώσουν. Στην πλατεία Ελευθερίας κουράστηκε και στάθηκε λίγο να πάρει ανάσα. Μερικοί τότε κοίταξαν πάλι την ώρα τους, είδαν πως ήταν αργά, το φαΐ θα κρύωνε, είπανε καληνύχτα σας κύριοι, και τράβηξαν σπίτι.

Τα κενά αμέσως συμπληρώθηκαν, νέοι άνθρωποι —που τρέφονταν με κονσέρβες— ήρθαν και μπήκαν. Κάποιος ανέβηκε στην πλάτη του μπροστινού του, κοίταξε γύρω, χαμογέλασε, οι άλλοι ζήλεψαν κι όσοι πρόλαβαν κάναν κι αυτοί το ίδιο, το ανθρώπινο κύμα, με ρυθμική κραυγή «στον Ανώτατο Άρχοντα» και νέα πια μορφή κι οργάνωση, ξεχύθηκε πάλι μπροστά, αποφασισμένο.

Οι υπόλοιποι δρόμοι στέναξαν, οι τάξεις των στρατευμάτων διαλυθήκαν, τα κυβερνητικά κτίρια έπεσαν.

Εν τω μεταξύ πολλοί από κείνους που ‘τανε ψηλά, ζαλίζονταν και ξέρναγαν. Τότε οι άλλοι, που τους κουβαλούσαν, βρίσκαν την ευκαιρία τους κατέβαζαν, τους ίσιωναν τις πλάτες τραβώντας με τα χέρια σπρώχνοντας με το γόνατο, κι ανέβαιναν αυτοί τώρα απάνω.

Το ανθρώπινο κύμα προχώρησε. Πέρ’ απ’ την πόλη, πέρ’ απ’ τη χώρα, πέρα από τον ορίζοντα. Τέλος, βρήκε ένα μνημείο, που ήτο σπήλαιον και λίθος επέκειτο επ’ αυτώ, χώθηκε μέσα κι αποκοιμήθηκε. Μαζί με τον Ανώτατο Άρχοντα. Ευχαριστημένο.

 

Τα πράσινα και τα κόκκινα φώτα πίσω στη διασταύρωση άρχισαν πάλι να λειτουργούνε κανονικά. Το λάθος των στύλων διορθώθηκε. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα διασταυρωνόντουσαν αρμονικά, χάιδευαν το ‘να τ’ άλλο, τάιζαν το ‘να τ’ άλλο, έτρωγαν το ‘να τ’ άλλο, κι έπειτα πέρναγαν απέναντι. Οι νόμοι της κυκλοφορίας δεν είχαν αλλάξει.

The post Τάκης Κουφόπουλος, «Σώματα και χρώματα» (από τη συλλογή «Η οδός»), 1962 appeared first on Ποιείν.


Yorgos Moraris, from «The Poem- Portrait», ed. Kastaniotis, 2017 [Translated from the Greek by Yannis Goumas]

$
0
0

                              

 

The Poem-Portrait

 

Gone are the days

when the bandits on Parnassus

were more than the snowfall

and drummers raised high-sounding walls

in the unfortified land.

Now in the palace square

they are laying the carpet weaved

with the fibre of class.

They leave the bandits’ severed heads

on a log-pillow

for the blood that turned out to be medicinal.

People gathered

to wash off evil in the stream of tears.

 

One of King Otto’s guards

in black and a red cloak like an executioner

held by the beard the head of Davelis

showing the crowd how obedient it had become.

Young at the time, the painter Gyzis

chased near the royal garden

a butterfly’s elusive dust

that made its wings iridescent.

He took the last colours

from the sunset’s palette

to paint the dark apparition.

The beautiful head of the chief of bandits opened its eyes

and stared beyond the bounds of his life.

 

 

The Minotaur

 

Who is he

that the night’s stagnant silence

bellyached

in the merciless daylight

with two palms for a face?

Behind every wall

you hear his breath

louder than a flock.

The inconceivable hidden

between human hair

and animal fur.

In the centre Minotaur

a creature haunted by a beast

with a knife cut

on his neck, like the way you open an envelope.

 

When evil is bad

it’s good to know what’s worst

the labyrinth with its innumerable ways.

The riddle is kept

in the teeth of the dead.

You designed a circle

to study like a spider

straight on its web

hanging with its mouth in the void.

A labyrinth is a centre

without periphery.

 

 

The Twilight Seen from Mount Vesuvius

 

When you enter the villa of Pompeii

where in every corner its tangible shadows

shine with promises

with the mysteries transformed

into painterly dreams

you interrupt a secret ceremony overnight

and in thorough sin.

The woman-satyr nurtures the deer

firmly, stimulatingly,

holding the sacred plenty of her breast.

With the look a secret opening

to the world’s immemorial age.

 

Phyllis comes out of the veil’s unfolding

that opens like a calyx

she dissolves in the air the outline of her body

made only of her glowing scent.

The planets’ dance begins

for the honeymoon love

in the intermittent glow

that torches wave like flags.

Young Faun’s face is shaded by the horn

life and death change masks.

Whatever you see let it escape your eyes

the twilight in its last syllable

the rolling of outcast life

with its embraced ashes.

 

In a villa without windows

wrapped in the aspects

of a forbidden work

who begs destiny

to save him from what is coming?

The theatre company is only a spectacle for the gods

and the painted dreams

don’t wait for the end of their night.

 

 

Elegy for a Fatal Pairing

 

to Andonis Fostieris

 

Twined souls

differently disguised.

The half-man of the Black Forest and the nymphet

a ewe whose hair is ruffled

on the approach of a stinking goat.

In the stormy crypt of his garment

he grasps with greedy hands his tail

for the unholy union

that corrupts the Cherubs.

The branded love hurries

in the thickening mist and night.

 

A blonde girl with a damned breath

whiter than an angel.

His fingers are orchestrated

in her crotch

touching the source of youth

under her damp lace.

Deficient creature that never became a woman

a perpetual child.

 

Her demon is transformed to one possessed.

Her flesh is not eatable

a precocious worm in a green apple.

 

 

 A Mimic’s Masks

 

      to Sophia Garpozi

 

The curtain falls

at the most fascinating moment of the play

when the two dancing partners

go across in turn

at the finale of the quadrille.

You hear in their laughter and their weeping

the play and the player

the puppets go up and down on a string

and fall without breath, without a single word

in the music’s sacred furore.

 

They wait for their puppeteer

to take the thread of their cut life

and just as their little bells

ring on the stage

all to be a mirror’s reflection

the marionettes on the stage

and the marionettes in the gallery.

 

Pierrot, Harlequin and Columbine

you who live the comedy of great love

the footlights however high they rise

above passions is the moon

and a star so near and yet so far

sets course

like a glinting tear.

 

Life has render us clowns

and rung by rung

we go up

the ship’s rope ladder

between the abyss of the sea and the sky.

Let it all be the art

that has no need of ground

and is to be found suspended in the air.

 

 

Inheritance and Will

 

The coachman decorates the hearse

he puts blinkers on the horses  —

the wind’s continuous chafing

has smoothed their skin –

and he bridles their gallop

lest they should touch the vertigo of the abyss.

 

Widow and maiden of sin

hidden behind the veil

that waves in all winds

with his death she inherits her rejuvenation.

An endless process doesn’t see

in her dark eyes

the sunbeam that succeeds the downpour.

People empty of existence

for the immemorial chasm of time

with their fast-travelling dead man.

Consumed of flesh

he wills the dust.

 

 

Apelles Dying

 

   to Neocles Kyriakou

 

Apelles painted Fryni

in the waves of Eleusis

baptized with the ethereal sperm of the gods

at their wedding celebration.

For her mountaintops

he was an unskilled climber

and in the dizziness of her ravine

orgiastic was the spring’s eruption.

 

He laid numerous layers of colour

to make with pleats

the sea marble-hued.

When he came to inaccessible waters

Fryni became

a blur of happiness

a distant echo

a spectre painted with the mist

in the evening twilight.

The apparition of his soul.

 

 

A Grassy Field in Northern Cyprus

 

to Lefteris Konstantinidis

 

Don’t let tears cause tears

here where you walk in the grassy field

and you see ploughed graves

the trampled crop of youth

a pile of copper-riddled bodies

others that needed a whole night

to die with lead in their guts

and the talisman beaten on their neck.

Let them stay in the lavandula stoechas

with immutable wounds like inscriptions on columns.

 

To you I resort, O bones, picked up

under gallows

when the rope punished fevered dreams.

With a crown of thorns, a chlamys and a reed

they ripped your vision

to its last glow.

 

In this grassy field

you see all the trampled crop of youth

that they won’t let it sleep

to be forgotten and to forget

until the end of the world.

 

 

With Child

 

        To those who lost children and land

                                in Cyprus in 1974

 

The bayonet bent when it pierced her

and found the twins dwelling in her existence

before their dawn became rose-hued.

They were hugged spectres in her viscera

breathing their last.

 

On her slab was written:

“Grow in me, sperm of hope.

Replete with my children

I waited for their life to be determined

and they died of my death.”

 

They have no name nor the weeping of a newborn

to stammer the ignored right to life.

I leave, what remains, the aroma of my verse

of a dried-out flower the ancient pollen.

 

 

Going Across the Bridge

 

The suspension bridge expanded

its curves to infinity.

Those who passed it

walked without moving

their way.

They were lost like spooks

And not even half their cry was heard.

 

An eagle rose

in the utter desert as a roof of wind.

Heavy, laden with rain and snow

it perched upon an invisible rope

supported by the storm.

 

You went up the bridge, weighed down

with the earth’s orbits

and the canyon sawing it with its teeth.

Its stone mass was supported

by a woman’s skeleton

a shadow imprisoned in the foundations.

It waited for its deciphering

the miraculous point

where the vulture balanced.

 

Your hair was growing, eagle’s wings

in the wind’s direction

weighing your flight in outer space

like the walk of a wanderer

who loses his way in the wilderness.

 

 

 

 

 

The post Yorgos Moraris, from «The Poem- Portrait», ed. Kastaniotis, 2017 [Translated from the Greek by Yannis Goumas] appeared first on Ποιείν.

Μαρία Γ. Γρατσία, Τέσσερα ποιήματα

$
0
0
Ο ΟΙΩΝΟΣ
Όταν επιστρέφεις
Σε διακρίνει η ησυχία
Καθόμαστε στην όχθη
Της βαθιάς λίμνης
Της κόρης των ματιών
Στο βυθό σκέψεις
Δεν αφεθήκαμε – τότε
Στην επιφάνεια όπου
                στραφτάλιζε
Το φως μέσα στις φυσαλίδες
Δεν αναπνεύσαμε το οξυγόνο
Της χαμένης τρέλας
Σιωπή στα δέντρα το
                   φθινόπωρο
Ο νους στα καλοκαίρια
Πνίγηκαν λόγω έλλειψης
                           τζιτζικιών
Σπάνιας ομορφιάς τα φύλλα,
Καθώς πέφτουν βαριά
Ξαπλώνουμε
Στριφογυρίζουν
Πάνω από τα σώματα
Ανακαλούν μνήμες
Γδύνομαι
Να δροσιστούμε στη λίμνη
Η συννεφιά ίσως φέρει βροχή
Θα βαφτιστούμε στο κενό
Το δάσος χρυσοκίτρινο
Είναι ο οιωνός.
`
*
ΦΡΑΣΙΚΛΕΙΑ
Κρατιέμαι απ’ τις αλυσίδες
                             της κούνιας
Προκαλώ το κενό
Ο έρωτας μ’ ανυψώνει
Η δύναμη της αγκαλιάς
Λήθη της θνητότητας
Το φίδι έρπει ασταμάτητα
Κατεβαίνω τα σκαλιά τρέχοντας
Ένας τάφος ανοιχτός
Κάτω από τον ήλιο
Δυο αγάλματα δίπλα δίπλα
Αντικριστά εγώ κι ο κούρος
Η αναγέννηση του έρωτα
Μέσα στο θάνατο.
`
*
ΤΑΤΟΥΑΖ
Πρόσωπο νεανικό
Μισάνοιχτο πόλο
Το τατουάζ στο λαιμό
– Δύο μισάνοιχτα χείλη –
Ξεθωριασμένο κόκκινο
Το χρώμα του πόθου
Σβήνει αργά με το χρόνο
Από τα φιλιά της νύχτας
Πόση ηδονή έχει φυλάξει
Στις παλόμενες φλέβες,
Πόση έχει ανεξίτηλα χαράξει
Στο δέρμα του κορμιού.
`
*
ΔΙΑΨΕΥΣΗ
Οι στιγμές περνάνε μέσα από τη διάψευση.
Τουλάχιστον στην έρημο της κλεψύδρας
Οι οάσεις που συναντήσαμε ήταν αληθινές.
`

***********************************************

 

`

Η Μαρία Γ. Γρατσία γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Έχει παρακολουθήσει σειρά σεμιναρίων στο Μικρό Πολυτεχνείο και στον Ιανό.

The post Μαρία Γ. Γρατσία, Τέσσερα ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, «Άπατρις ύπνος», εκδ. Ροδακιό, 2018

$
0
0

Ο πίνακας του εξωφύλλου είναιι το ζωγραφικό έργο του Ανδρέα Άντη Ιωαννίδη, Χρόνοι της Γης 

 

…………………………………………………………………………………

      ἄρθρωση τοῦ ψιθύρου ἡ γραφὴ

      νερὸ ἐνάρετος ἀέρας κρήνη τὸ λεξιλόγιο τῆς σιωπῆς

      ὁ ἰδιόχειρος ἦχος ὁ λαξεμένος στίχος

στερέωση τῶν ὁραμάτων ἡ προτομὴ τοῦ νεροῦ

στῆς λίμνης του τὸ φέγγος οἱ ποταμοὶ τῶν ὀνομάτων

      πλίνθοι ὑδρατμοὶ στὰ βάθη ξέρες θέρμες πνιγερὲς

      δὲν ἦταν οἱ πυρρὲς στὰ μάτια νὰ φανοῦν ἀναλαμπὲς

      οὔτε πὼς λάμψη κάμινος τέφρα σταχτὸς ποὺ εἶναι

καιρὸ μετὰ τὸ νέφος ἀναμμένο καπνοὶ φαιὰ νερὰ

θρύψαλα ἀχνισμένα κεραμίδια

ψηλόροφη βροχὴ βροντὴ ριγμένη

ἔσταζαν οἱ τοῖχοι πλάσματα νωπὰ πρωτόλεια προπλάσματα

ἔλιωναν τὰ περιγράμματα ὁ σχεδιασμὸς ἡ χρώση τῶν εἰκόνων

ἄγνωστη δυσανάγνωστη γραφὴ πέφταν ἐγχάρακτα ἐλάσματα

ἄναρθρο λάθεμα λίθωμα ἀποτύπωμα λαξεμένο παραλάλημα

ἐπιγραφὲς ἴχνη κείμενα παλίμψηστα λειψὰ μηνύματα

σϐῆναν ἀναγνώσματα σχήματα γραφήματα σημάδια

συλλαϐογραφὲς καλλίγραφα πρόσωπα σκιὲς

ἡμιτελῆ χαμόγελα ἀγίνωτα πετράδια

…………………………………………………………………………………

μὲ θάματα τῆς προσμονῆς μὲ ἀναθήματα χρησμοὺς μὲ δοξασίες τάματα

      ἑρμηνεύεται ἡ ἀλήθεια στὰ νερὰ

      μεταφράζεται τὸ ἐπιστήθιο χῶμα

      ἡ ἀπὸ στήθους μνήμη

ἐπέπλεαν λόγια ἀλλόκοτα παράδοξοι στίχοι παραφράσεις

ὅσα τους γράμματα σιγοῦσαν γινόντουσαν εἰκόνες

      ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας πέφτουν πλεούμενα    

      στάζουν τὰ δάση τῶν καραϐιῶν μας

στὴ ρωγμὴ τοῦ νεροῦ ὅπου φυσᾶ καὶ ἀκούει

σὲ στίχο ποὺ δὲν ἤσουνα ἀκούγεσαι τραγούδι

…………………………………………………………………………………

μπροστὰ τὸ ὕψος χαμηλὸ μὲ γέρνει πίσω ἀπ᾿ τὸν καιρὸ

βρίσκω ἴχνη στίχους εἰκόνες ἤχους

σκόρπια ἀντικείμενα παρακείμενα εὑρήματα

ἄδειες γραμμὲς κενὲς σελίδες περιθώρια

μαζεύω ἐνθύμια φυλακτὰ θυμήματα

λιγοστὰ μολύϐια

σημεῖα στίξης ψηφίδες μελάνης καλλίγραφα φτερὰ

παλιά μηνύματα θερμά λησμονημένα χαιρετίσματα

εὔθραυστα σκιρτήματα περάσματα πνοῆς

…………………………………………………………………………………

χαραγμένη ἡ κίνηση στὸ βράχο ἔτρεχε μὲς στὴν πέτρα

ἀνέτελλε ἡ νύχτα ὁλημερὶς ἔπαλλαν τὰ λαξεμένα βάθη

στὴ λευκάδα τῶν μαρμάρων ὁ κραδασμὸς τῶν φύλλων ἀντηχοῦσε

ἡ ψυχὴ φτεροκοποῦσε πεταλούδα κι ἄνοιγε μακρὺ ταξίδι τὸ κορμὶ

      θνητὴ μακροπνοὴ

      τρέχουσα κλίση ἡ πτωτικὴ ἀκμὴ

      στὸ χῶμα βούλιαζαν νὰ βγοῦν τοῦ ὕπνου οἱ πηγὲς καθρέφτες

      ψήλωναν τὰ νερὰ κι ἀνέϐαιναν τὰ βάθη στὴ ράχη τῶν κυμάτων

κράταγαν τὸν ὁρίζοντα κλωστὴ γραμμὴ κι ἰσορροποῦσαν χαιρετοῦσαν

ἀκροϐατοῦσε στὴν ἀκροθαλασσιὰ τοῦ φλοίσϐου κι ἔγερνε πάλι μακρινὴ

ἡ φεγγερὴ ἀστραφτερὴ ἀθανασία

…………………………………………………………………………………

στάχυς ποθέριν ποκαλάμη

τὸ ξάνθος τ᾿ οὐρανοῦ ὁ νερανθὸς ὁ δρόσος

πηγὴ δροσιστικὴ θυμάρι καλοκαίρι σὲ σταμνὶ

ἡ παλαιότερη φωνή μας ὣς τώρα τρυφερὴ

τοπολαλιὰ τοῦ τόπου μου ἀκούγεσαι τραγούδι

κόρη κοπέλλα πέρκαλλη

      κόρη μ᾿ ἐσὲν ἀνέφανεν ἡ μέρα τζ˘αὶ ἡ ὥρα

      τζ˘αὶ δίχα σου ἐμάρανεν ἡ νύχτα μὲς στὰ φκιόρα

…………………………………………………………………………………

εἰδώλιο πικρόλιθος πυκνὴ γυναίκα μὲ τὴ στάμνα θήλαζε τὴ θάλασσα

ἔθρεφε τὸν οὐρανὸ στὰ σωθικά της

      σπασμένα λυγίζαν τὰ νερὰ

      ἐμϐαπτισμένα δέντρα καρποὶ στὴν κολυμϐήθρα

      γῆ λεπτὴ ἀνάλαφρη εὐχὴ τυλιγμένη στὸ σεντόνι

      τὸ ἱδρωμένο βρέφος μὲ τὶς ρίζες

      κλαρὶ ἐλιᾶς στῆς πόρτας τὸ κρικέλι

      πλατὺ τοπίο τ᾿ οὐρανοῦ πλησίον τοῦ ἐδάφους

πὼς ἦταν πὼς ἐφάνηκεν πὼς ἔτσι θά ᾿ταν πάντα

νωπογραφία κι ἔσταζαν ὣς τώρα τὰ μαλλιά της

ὑπνογραφία κοίμιζε στὸν κόρφο της νερὰ

σταγόνα πνοὴ

τῆς στέρευαν οἱ θάλασσες μὲς στ᾿ ἀδειανὸ σταμνὶ

ἦχος φωνόλιθος ἀπόσπασμα τῆς γῆς

      πρωὶ κομμάτι νύχτα μὲς στὸ μεσομέριν

…………………………………………………………………………………

ἀνεμόφερτο σύννεφο μαζὶ ὁδοιποροῦμε

περνᾶς κι ἀκολουθῶ κάτω τὸν ἴσκιο σου

θροΐζουν τόποι μέσα μας εἰκόνες παραμύθια

μιλᾶς διψᾶς

σὰν ἐμᾶς μὲ δέντρο μοιάζεις

βρέχεις τυλίγεσαι τὸν ὕπνο μας νυστάζεις

βαθαίνουμε στὴ σιωπὴ λὲς τὴν ἑπόμενη σιγὴ

μετρᾶς τοῦ χρόνου τὴν ἠχὼ τὴ διάχυση τοῦ ἤχου

σκαμμένα τὰ ἴχνη μας στὴ γῆ ἀκοῦς τὴν ἔκσταση τοῦ ἴσκιου

στὰ κλώνια λόγια μοιραζόμαστε ὀνόματα

…………………………………………………………………………………

ἔγκλειστος ἄνεμος ἐντοιχισμένος οὐρανὸς τὸ σῶμα

μέσα μας δέντρο ὁλόγιομο νυστάζει τὸ φεγγάρι

      προϋπῆρχε σὲ μηνύματα κρυφὰ καὶ δυσανάγνωστα

      μέσα στὴν ἄγνοια τοῦ τοπίου

ἀκαθόριστο φέγγος ἡ ὁμίχλη

ἔμοιαζαν νά ᾿ν᾿ ὅλα ἀπὸ πρὶν ἡ ἀφανὴς ἡ ὅραση τὸ σταθερὸ τὸ βλέμμα

ἐδῶ ἡ βροχὴ ἔσκαϐε ὥρα πολλὴ νὰ πάρει τὸ χῶμα σχῆμα μὲς στὴ λάσπη

ξεθώριασαν ἀλλιῶς τὰ χρώματα δὲ μάραναν τὰ χώματα παρέμειναν παλιὰ

μητρικὴ γλώσσα τῆς φωνῆς ἀποτύπωμα τῆς γραφῆς

μὲς στὸν σταχτὸν ἐϐρέθηκαν ὁλόκορμα φεγγάρκα οἱ ἕλικες ἀνέμοι ποιητὲς

      λὲν πὼς τὰ δέντρα βλέπουνε τὰ ὕψη μὲς στὰ βάθη

      ἀκοῦν τὸν οὐρανὸ μὲς στὸ κορμὶ

ἀγωνία τὸ γέρμα τοῦ φωτὸς τὸ δείλι τῶν πτηνῶν ὁ νυσταγμὸς τῶν βοτάνων

μὴ δὲ φυτρώσουν δὲ φανοῦν πέσουνε φύλλα τὰ φτερὰ πιὰ δὲν ἀνοίξουν

μὴ δὲν πετάξουν νυχτωθοῦν στὴ γῆ μας μὴ χαθοῦν οἱ οὐρανοί τους

φυλλοϐόλα πλάσματα πτηνὰ δὲ φύγανε μὲ τὸν ἀέρα

στὴν ἄλλη νύχτα πέρασαν πὼς ἦταν ἄλλη μέρα

…………………………………………………………………………………

      δέντρο τῆς ἐγκαρτέρησης τῆς ἔγνοιας τῆς ἀγρύπνιας

      ἐδῶ οἱ βροχὲς χαμηλώνουν ἀπόγευμα

      τ᾿ ἄργιλα δάχτυλα γνώριζαν τὴ γῆ στὸ χῶμα

      ἤξεραν πὼς ὁ παλμὸς ὁ χτύπος ὁ ρυθμὸς εἶναι πηλὸς

      ὁ οὐρανὸς ἐκμαγεῖο

τόποι τοῦ χώματος τόποι τοῦ χρόνου οἱ καιροὶ

ὄψεις τῆς γῆς οἱ οὐρανοὶ χρόνοι δικά της βάθη

ἀθροίζομαι δίχως σύνολο

μᾶς συνέχουν χωρισμένοι ποταμοὶ

ὁ χῶρος τῆς ἀπουσίας μου μὲ στέγασε

      πάνω στοὺς λόφους τοῦ οὐρανοῦ σὰν ἔγειρε σὰ δέντρο

      ἐϐρέθηκαν στὸν ἴσκιο του φωνὲς παλιὲς δικές μας

       ἡ μιὰ ἐμᾶς ἀχολογᾶ ἡ ἄλλη κλώνια πλέκει

…………………………………………………………………………………

      ριγᾶ ψιλόϐροχο δεντρὸ

     ἴ σως γιατὶ τὴ μέρα τὴν ψιχαλίζει ἡ νύχτα ἀπὸ βραδὺς

      ἴσως γιατὶ τὸν κῆπο τὸν ποτίζω τὰ μεσάνυχτα

στὴν αὐλή μας πέφτουν σύννεφα μαζεύω ψίχουλα

πλάθω ψωμὶ νερὸ καινούριο

      κλωστὲς πουκάμισα κορδέλες ἀκρογιαλιὲς στὸν ποταμὸ

      στὸν οὐρανὸ κρεμόντουσαν κοράλλια

      παράλληλοι μεσημϐρινοὶ εὔκρατοι γηγενεῖς εὐοίωνοι ἀνέμοι

      ὁ ἐρχομὸς τῆς θάλασσας μὲ τ᾿ ἄσπιλά της στέφανα τὰ βρέφη

      αἰχμὴ ρωγμὴ αἶνος κραυγὴ τῆς γῆς

      ἐπουλώνεται ὁ τοκετὸς

       ὁ οὐρανὸς στὸ χῶμα

…………………………………………………………………………………

εἰκόνα ἀμφίγραφη φωνὴ

      ὅ,τι δὲν ἦταν μὴ χαθεῖ

      τὰ ὅσα δὲν ἀνέφαναν μὲν εἰπωθοῦν χαμένα

ὁρώσα ἀκοὴ μᾶς ἑρμηνεύει

      ὅσων τὰ πρόσωπα φωτίζει ὁ φεγγίτης

      ὅσων ἡ λάμψη τοῦ ὕπνου τους ἀστράφτει καὶ σιγοῦν

      τὸν οὐρανὸ στὸ μέτωπο ϑεμελιώνει ἡ ϑάλασσα

…………………………………………………………………………………

ὀστὰ χλωρὰ δεντρὰ κατάρτια

πίσω ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα περνοῦν καράϐια

φυτρώνουν φύλλα κλώνια σὰν ἐμᾶς

ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ δοξολογοῦνται τὰ πρωτόπλαστα ὀνόματα

ὑμνολογεῖται τ᾿ ὁλόσωμό τους σχῆμα

      ἄκρατη ποθεινὴ ἀγάπη παράφορη ἀφοσίωση

      ἐμμονὴ δοκιμασία μόχθος ἡ φανέρωση τῆς ὅρασης

      δίκαιος κόπος ἡ εὕρεση τῶν ἀφανῶν δασῶν

      εἰσπνέω βαθὺ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἄχνας μου

      εὐχαριστία τῆς δωρεᾶς χαρὰ τῆς ὥρας ἀποστήθισα τὸν ἀέρα

ὕμνος πολλῶν ψαλμῶν πνοὴ μακροσκελὴς

ἄσμα γραφῆς ἀκούστηκε ἀπὸ μνήμης

…………………………………………………………………………………

`
***************************************************************

`

`
Ο Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1939, είναι ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης με μακρά προσφορά στον πολιτισμό της Κύπρου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 παρουσιάζει το ζωγραφικό του έργο σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό. Την ίδια δεκαετία εισήγαγε τις γραφικές τέχνες στον τόπο εργαζόμενος σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Μεταξύ άλλων, ο Ιωαννίδης υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών Κύπρου και της Φωτογραφικής Εταιρείας Κύπρου. Έχει φιλοτεχνήσει βιβλία, περιοδικά, αφίσες, κέρματα, μετάλια, γραμματόσημα.
Εργάστηκε στους τομείς της σκηνογραφίας, του κινηματογράφου, του κινουμένου σχεδίου, της φωτογραφίας, της τοιχογραφίας, της τυπογραφίας και της χαρακτικής. Δίδαξε Τέχνη στην Κύπρο και στο εξωτερικό, έγραψε και δημοσίευσε κείμενα και έδωσε διαλέξεις.
Εξέδωσε δύο βιβλία ποίησης, «Χρωμόλευκο» 1991, «Άπατρις Ύπνος» 2018. Έχει μεγάλο αδημοσίευτο ποιητικό έργο. Έλαβε διεθνείς διακρίσεις και βραβεία. Τιμήθηκε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών για τη συμβολή του στην κατανόηση των κρατών μέσα από την εργασία του (1989) και στην Κύπρο για την συμβολή του στην ανοικοδόμηση της χώρας (2001).

The post Ανδρέας Άντης Ιωαννίδης, «Άπατρις ύπνος», εκδ. Ροδακιό, 2018 appeared first on Ποιείν.

Εmily Dickinson, Ποιήματα (μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

$
0
0

Πες την Αλήθεια, αλλά λοξά,
όχι μεμιάς, με βία –
τόσο έχει φώτα λαμπερά
που αιφνιδιάζει η ευθεία.

Πρέπει αργά, όπως το παιδί
στη θύελλα ξεζαρώνει,
να φέγγει η Αλήθεια – ειδεμή
τους πάντες τους τυφλώνει.

~.~

Ένα ποθεί η καρδιά: χαρά,
κι ένα άλλο, όχι οδύνη,
κι ένα άλλο, αναλγητικά
τους πόνους ν’ απαλύνει –

κι ένα άλλο, ν’ αποκοιμηθεί,
κι ένα άλλο, σαν σημάνει
η ώρα, από τον Δικαστή
την άδεια να πεθάνει.

~.~

Δεν είναι έργο της στιγμής
το ρήμαγμα, μια κι έξω –
έχει ο χορός της παρακμής
πάντα ρυθμό επιδέξιο.

Σαράκι σε τρυπάει βαθιά,
πρώτη η ψυχή αραχνιάζει,
τα σωθικά σου τρώει η σκουριά,
η σκόνη σε σκεπάζει.

Το σώριασμα αργεί να ’ρθεί,
διαλέγει ο διάβολος το πού –
δεν πέφτεις έτσι στη στιγμή,
γλιστράς: ο Νόμος του Γκρεμού.

~.~

Άλλον άθλιο, Σωτήρα μου, ας πάρεις
που τη λύτρωση νά ’βρει ποθεί –
κι ας μ’ αφήσει η θεία σου χάρη
μίας ώρας ακόμη ζωή.

~.~

Καμιά δεν είμαι εγώ! Κι εσύ;
Είσαι κι εσύ – Κανένας;
Τότε λοιπόν είμαστε δυο!
Μα μη το μάθει ούτ’ ένας!

Να είσαι Κάποιος, τι φρικτό!
Στα έλη να υμνούν –φαντάσου–
το καλοκαίρι το ζεστό
βατράχοι τ’ όνομά σου!

~.~

Στα χείλη ο κόσμος; Κουρνιαχτός.
Σαν γέρνεις να πεθάνεις
λίγη δροσούλα θες απλώς –
δόξες, τι να τις κάνεις;

Τα λάβαρα; ίδια σάβανα –
μα η πιο μικρή βεντάλια
αν φίλου χέρι την κρατά
βροχής σου ραίνει στάλα.

Ας είναι να σου φέρω εγώ
η δίψα όταν σ’ αδράχνει
της Ύβλας τ’ άγιο βάλσαμο,
της Θεσσαλίας την πάχνη.

~.~

Η «Ελπίδα» είν’ πράγμα με φτερά –
μες στην ψυχή κουρνιάζει,
με δίχως λέξεις τραγουδά,
στιγμή δεν ησυχάζει.

Κι ηχεί στην μπόρα πιο γλυκά –
αισχρή η θύελλα θα ’ναι
που τα μικρά απειλεί πουλιά
ζεστούς που μας κρατάνε.

Την άκουσα στου Κρύου τη γη,
στα Βάθη τ’ αφρισμένα –
αλλά ούτε ψίχουλο αυτή
δεν γύρεψε από μένα.

~.~

Πέφτει η λέξη νεκρή
–λένε– αν ειπωθεί
και πιο πέρα.

Εγώ λέω καν δεν ζει
παρά μόνο απ’ αυτή
την ημέρα.

~.~

Τον ήλιο άμα δεν είχα δει
θ’ άντεχα ίσως τη σκιά.
Αλλ’ απ’ το φως μι’ άλλη ερημιά
–η μέσα μου– έχει γεννηθεί.

~.~

Την πάχνη ο ήλιος πάλευε,
νά ’χει εξουσία στη μέρα –
μαστίγιο βγάζει κίτρινο
κι η πάχνη έκανε πέρα.

~.~

Απαλά – όπως σφάζουν τους ήλιους
με το ξίφος τους τα δειλινά.

~.~

Στ’ άστρα του θεριν’ ουρανού
την Ποίηση μόνο θα δεις.
Στους τόμους σου δεν θα τη βρεις –
οι αληθινοί στίχοι πετούν.

The post Εmily Dickinson, Ποιήματα (μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης) appeared first on Ποιείν.

Karoline von Günderrode, Ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Πολυχρόνης)

$
0
0

Αφιέρωση

Σε ώρες σεμνές σου έχω τυλιγμένα,
δίχως μιλιά, και σε μοναξιά ιερή,
τα άνθη αυτά, που ανήκουν σ’ εποχή
περασμένη όσο και τωρινή. Από σένα,

το ξέρω, η έννοια τους θα νοηθεί:
στου κάλυκα τον σιωπηλό πυθμένα
διακρίνουν μόνο μάτια μυημένα
την ευγενή των χρωμάτων πνοή.

Παιδούλες έτσι πέρα, στην Ανατολή,
πλέκουν στεφάνια· και, σ’ αγώνα κάλλους,
θέλουν ν’ αρέσουνε τ’ άνθη στους άλλους.

Μα ένας τον κρύφιο νου τους σαν νοεί,
σύμβολο του ‘ναι μόνο και σημάδι –
και του μιλούν, κι ας σιωπούν ομάδι.

(Zueignung, 1806)

Οι χήρες του Μαλαμπάρ

Στις όχθες του Ινδού ποταμού, στην πυρά
πέφτουν μαζί, στης νιότης τον ανθό,
με τον άντρα τους οι χήρες – χωρίς δισταγμό
ή λύπη, με γιορτινή, λες γάμου, φορεσιά.

Το έθιμο αυτό έχει νοήσει καλά
τον έρωτα: λυτρώνει απ’ το χωρισμό,
και, με ιερέα το θάνατο, στο δεσμό
δίνει της αιωνιότητας τη δωρεά.

Πλέον ο χωρισμός δεν τους απειλεί:
δυο φλόγες ερωτικές, που ήταν χώρια,
σε μια, μαζί, αναφλέγονται πανώρια·

κι ο θάνατος του έρωτα μοιάζει γιορτή,
τα ξέχωρα στοιχεία σαν πάλι ενώνει:
σαν φτάνει η ζωή στο ζενίθ της – τελειώνει.

(Die Malabarischen Witwen, 1806)

Ροδοκόκκινο

Ω πορφυρό εσύ χρώμα,
και στο θάνατο ακόμα
η αγάπη μου ας σου μοιάσει:
ποτέ να μη χλομιάσει –
και στο θάνατο ακόμα,
ω πορφυρό εσύ χρώμα,
να σου μοιάσει.

(Hochrot, 1804;)

Η Αριάδνη στη Νάξο

Στης Νάξου τα βράχια κλαίει μονάχη του Μίνωα η κόρη,
κι οι πυρωμένοι λυγμοί στων Ολυμπίων φτάνουν τ’ αυτιά:
τους κεραυνούς του στέλνει ο Δίας, σαν την εθώρει,
στην αθανασία να την τραβήξει η κοσμοχαλασιά.

Μα κι ο Ποσειδώνας, ερωτοχτυπημένος, τα χέρια ανοίγει,
να την αγκαλιάσει με των κυμάτων του τ’ άγριο σκοτάδι.
Στην αθανασία ν’ ανέβει ψηλά η κόρη, ή να φύγει,
και ως σκιά να κατέλθει στον μαύρο, άραχλο Άδη;

Η Αριάδνη δε διστάζει, πέφτει στον κόλπο των κυμάτων:
προδομένης αγάπης ο πόνος αθάνατος ας μη μείνει!
Κλήρος των θεών ψηλά ο καημός δεν μπορεί να γίνει,
της καρδιάς η πληγή αγαπά τη νύχτα των μνημάτων.

(Ariadne auf Naxos, 1804)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η «Σαπφώ του Ρομαντισμού»

Η Γερμανίδα ποιήτρια Karoline von Günderrode (1780 – 1806) υπήρξε από πολλές απόψεις μία χαρακτηριστική περίπτωση του Ρομαντισμού: στο έργο της βρίσκουμε την ξέχειλη έκφραση του προσωπικού συναισθήματος, την αγάπη για το εξωτικό και το αλλόκοτο όπως και τη μελαγχολία και τη νοσταλγία του απέραντου. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη ζωή της, ούσα μέλος μίας συντηρητικής προτεσταντικής μοναστηριακής κοινότητας, η οποία όμως της έδωσε τη δυνατότητα μίας μόρφωσης όχι συνηθισμένης για γυναίκες της εποχής εκείνης. Οι γνώσεις της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας επηρέασαν το έργο της, όπως και η αγάπη της για τον παντρεμένο φιλόλογο Friedrich Creuzer, η οποία όμως δεν μπορούσε να ευοδωθεί. Όταν εκείνος της είπε πως θα πρέπει να χωρίσουν, η ποιήτρια αυτοκτόνησε στις όχθες του Ρήνου, με ένα ασημένιο στιλέτο που είχε προμηθευτεί ειδικά για αυτό το σκοπό· ήταν 26 χρονών.
Όσο βρισκόταν ακόμη εν ζωή είχε δημοσιεύσει κάποια έργα της με το ψευδώνυμο Tian, τα οποία προκάλεσαν αίσθηση (κάποιος σχολιαστής μάλιστα διέκρινε μέσα τους έναν ιδιαίτερα «αντρίκειο» τόνο). Η λυρική της ένταση όπως και το στιχουργικό της ταλέντο είναι εμφανή στις συλλογές Ποιήματα και Φαντασίες (Gedichte und Phantasien, 1804) και Ποιητικά Σπαράγματα (Poetische Fragmente, 1805), ενώ η τελευταία της συλλογή Μελέτη (Melete, 1806) εκδόθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, καθώς ο Creuzer, ο οποίος αναφερόταν έμμεσα στα ποιήματα, εμπόδισε την έκδοσή της. Το ενδιαφέρον της στρεφόταν τόσο στην ελληνική όσο και στη βόρεια μυθολογία, ενώ Οι χήρες του Μαλαμπάρ αναφέρονται στην παλιά ινδική παράδοση του σάτι (πλέον απαγορευμένη, καθώς πολλές γυναίκες αναγκάζονταν να αυτοκτονήσουν από τις οικογένειές τους, για τη διασφάλιση της τιμής τους). Η Αριάδνη στη Νάξο παραλλάσει το μύθο της εγκατάλειψης της κόρης του Μίνωα από το Θησέα στο νησί αυτό, φέρνοντάς τον κοντά στον Ρομαντικό μύθο της ολοκλήρωσης της ζωής μέσω του θανάτου (όπως στον Novalis), ενώ και το Ροδοκόκκινο εξιδανικεύει το θάνατο ως λύτρωση από την ανιαρή και ληθαργική πραγματικότητα.

The post Karoline von Günderrode, Ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Πολυχρόνης) appeared first on Ποιείν.

«Φροσύνη» του Στέφανου Παπατρέχα [Θέατρο Άβατον]

$
0
0

`

Φροσύνη είναι ο τίτλος του νέου θεατρικού έργου του Στέφανου Παπατρέχα που παίζεται στο θέατρο Άβατον από τις 20 Φεβρουαρίου 2019. Τη σκηνοθεσία του μονολόγου συνυπογράφουν ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο συγγραφέας του έργου. Ερμηνεύει η Σύνθια Μπατσή σε μουσική της Σίσσυς Βλαχογιάννη. 

 

************************************

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Φροσύνη

Πρώτα ήρθαν κάποιες σκέψεις. Πιο πολύ δικές μου, προσωπικές. Γύρω από τον έρωτα, την ελευθερία, τον θάνατο. Αργότερα άρχισα να ψάχνω για αυτήν τη γυναίκα. Φροσύνη. Όλα όσα είχα γράψει και πολλά ακόμη, που βρισκόντουσαν ήδη στο μυαλό μου και ζητούσαν να γίνουν λέξεις γραμμένες, ήταν στην ιστορία αυτού του προσώπου. Έγινε η αφορμή να περάσω τη σκέψη στο χαρτί. Τις διάβασε ο Λάζαρος. Μάλλον κάτι βρήκε σε αυτές. Κάτι δικό του. Τις διάβασε η Σύνθια. Το ίδιο. Ο Αλέξανδρος επίσης. Η Ναταλία του έδωσε εικόνα, η Σίσσυ μουσική, ο Λευτέρης φως, η Έλλη χρώμα. Όλοι μαζί κάναμε αυτήν την παράσταση πραγματικότητα. Η «Φροσύνη» ζωντανεύει πια για εμάς κάθε Τετάρτη στο θέατρο Άβατον.

Στέφανος Παπατρέχας

 

****************************************

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Μία γυναίκα ηθοποιός καλείται, στο πλαίσιο ενός αυτοσχεδιασμού, να ετοιμάσει ένα μονόλογο πάνω στην Κυρά-Φροσύνη, το ιστορικό πρόσωπο-θρύλο των Ιωαννίνων που πνίγηκε από τον Αλί Πασά στη λίμνη Παμβώτιδα.

Ψάχνοντας πληροφορίες και υλικό για εκείνη, βρίσκει πράγματα που τη γοητεύουν, την προκαλούν. Δοκιμάζει ρούχα, στάσεις, φωνές, αυτοσχεδιάζει πάνω στην τελευταία νύχτα της Φροσύνης, πάνω στη ζωή, το γάμο, τα παιδιά της, τον έρωτά της για τον γιο του Αλί Πασά, Μουχτάρ, τις απαιτήσεις των άλλων για εκείνη, τις απαιτήσεις του έρωτά της για Εκείνον.

Πια δεν είναι η ηθοποιός, δεν είναι η Φροσύνη. Είναι μια γυναίκα δέσμια των επιθυμιών τόσο των γύρω της, όσο και των δικών της. Μια γυναίκα που της μέλλεται να πνιγεί, να μείνει στη μνήμη όλων ως αυτό που οι άλλοι κατάλαβαν για εκείνη, αφήνοντας ξεχασμένο το πραγματικό της πρόσωπο.

«Η πόρνη, η γυναίκα που πρόδωσε την πατρίδα, η ξεδιάντροπη…

Κι εγώ σαν ένα παιδί σε ένα σταυροδρόμι, μόνη, μετέωρη ανάμεσα σε όλα αυτά.

Σαν απλός θεατής της ζωής μου»

 

 

`

Συντελεστές:

Κείμενο: Στέφανος Παπατρέχας

Σκηνοθεσία: Λάζαρος ΒαρτάνηςΣτέφανος Παπατρέχας

Σκηνικά – Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή

Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Φωτογραφίες – Trailer – Σχεδιασμός αφίσας: Ναταλία Β.

Βοηθός σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Καναβός

Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη

Στην παράσταση ακούγεται η φωνή του Αιμίλιου Χειλάκη

Ερμηνεύει η Σύνθια Μπατσή

 

Info:

Τοποθεσία: Θέατρο Άβατον, Ευπατρίδων 3, Κεραμεικός (Μετρό – Κεραμεικός)

Παραστάσεις: Κάθε Τετάρτη στις 20.30. Διάρκεια: 60΄

Πρεμιέρα: Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 210 3412689

*********************************************************

`

O Στέφανος Παπατρέχας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Αριστούχος απόφοιτος της ανώτερης δραματικής σχολής Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη και απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στο θέατρο έχει παίξει σε παραστάσεις όπως: Η Φρεναπάτη του Πιερ Κορνέιγ στο Εθνικό Θέατρο, Η πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη στο Φεστιβάλ Αθηνών, Το Τερατώδες αριστούργημα του Γιάννη Ρίτσου στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου όλα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, Το Τελευταίο Ψέμα – A matter of dignity του Μιχάλη Κακογιάννη στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» σε σκηνοθεσία Ένκε ΦεζολλάριΤο σκυλί του Ωρίωνα του Τηλέμαχου Τσαρδάκα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Ηλέκτρας Ελληνικιώτη, Το Τρίτο Κύμα των Ρον Τζόουνς και Τζόζεφ Ρόμπινετ στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Αρβανίτη, Ο Μόγλης και οι περιπέτειές του στη ζούγκλα του Γιάννη Σκαραγκά στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φωτεινής Μπαξεβάνη, Ο Πουπουλένιος του Μάρτιν ΜακΝτόνα στο Θέατρο Σαρρή και Αριστοφάνους σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη, Η Σκάλα του Σωκράτη Καψάσκη στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη, Υγρασία στους τοίχους σε κείμενο του Αναστάση Πινακουλάκη και σκηνοθεσία Αναστάση Πινακουλάκη και Λάζαρου Βαρτάνη στο Θέατρο Επί Κολωνώ, Η μουσική που σταμάτησε τον Πετροπόλεμο του Δημήτρη Σπύρου σε θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Θησείον, Έλα να παίξουμε σε κείμενο της Γεωργίας Πιερρουτσάκου και σκηνοθεσία Γεωργίας Πιερρουτσάκου και Λάζαρου Βαρτάνη στο Θέατρο Επί Κολωνώ. Φέτος θα παίζει στην παράσταση Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλο σε διασκευή και σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

Έχει επίσης γράψει το θεατρικό έργο Το Ξέφωτο, στο οποίο έπαιξε και συν-σκηνοθέτησε στο Θέατρο ΠΚ και μαζί με το Χρήστο Κοροβίλα έγραψε το έργο Ανιούτα (Βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Άντον Τσέχωφ), που ανέβασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Off–Off Athens, το οποίο προκρίθηκε και παίχτηκε στο Θέατρο Επί Κολωνώ.

Έχει τέλος παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής (Α΄ και Β΄ κύκλο) καθώς και σεμινάριο σκηνοθεσίας του Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα.

 

The post «Φροσύνη» του Στέφανου Παπατρέχα [Θέατρο Άβατον] appeared first on Ποιείν.

Σπύρος Αραβανής, «Τα Τραγούδια ενός Ξένου Χρόνου»

$
0
0

1. ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΑΘΑΜΕ

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Πριν γίνει πέτρα ήταν λάσπη

Και των οδόντων ο τριγμός

Αν είναι αγάπη.

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Τα χερουβείμ ελευθερώνει

Και αν του θανάτου ο λυγμός

Μας ξεχρεώνει.

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Κρυφοπατά μες το σαλόνι

Και των ονείρων ο θεός

Πού τα ζυμώνει;

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Σκυφτός ξερόφυλλα σκουπίζει

Και το πρωί καμαρωτός

Χρόνο δανείζει.

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Προτού ραγίσει ήταν ώμος

Και των ασφοδέλων καρπός

Αν ήταν τρόμος.

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Ποιος μας σκαλίζει σαν πλατίνα

Και ποιος μας κρύβει απ’ το φως

Με την κουρτίνα.

 

Ποτέ δεν μάθαμε το ποιος

Μας χαιρετάει και μακραίνει

Και ο παλιός μας εαυτός

Γιατί πεθαίνει;

`

*

2. ΠΟΙΟΣ

 

Ποιος τα χρόνια μου μισθώνει

Με φτηνές ανταμοιβές

Ποιος το μέλλον ξεδιπλώνει

Μ’ ακριβές στατιστικές;

 

Ποιος ορίζει τι θα φάω

Και με ποιον θα κοιμηθώ

Ποιος μου δείχνει πού να πάω

Και από ποιον ν’ αγαπηθώ;

 

Ποιος μικραίνει τη σκιά μου

Και μου ασπρίζει τα μαλλιά

Ποιος γεννάει τα παιδιά μου

Και τα πάει στα αγγλικά;

 

Ποιος μου σκάβει μια θέση

Με σκεπάζει στα ζεστά

Ποιος θρονιάζει στο τραπέζι

Και καπνίζει τα στριφτά;

 

`

*

3. ΌΠΟΙΟΣ ΝΟΜΙΖΕΙ

 

«Όποιος νομίζει πως πετά

Είναι το έδαφος που νεύει»

Μια τσιγγάνα μου μιλά

Και έπειτα φεύγει.

 

«Όποιος νομίζει πώς μεθά

Είναι ο κόσμος που χορεύει»

Ένας  ζητιάνος με κοιτά

Κι ύστερα φεύγει.

 

Όποιος νομίζει πως νομίζει

Σηκώνει πάντα ένα σταυρό

Βαδίζει πάνω στο αφρό

Και στο σκοτάδι φωσφορίζει.

 

«Όποιος νομίζει πως ξυπνά

Είναι το φως που ταξιδεύει»

Ένας τυφλός με ακουμπά

Κι ύστερα φεύγει.

 

«Όποιος νομίζει πως γερνά

Είναι ο χρόνος που στερεύει»

Μια γριά με χαιρετά

Και έπειτα φεύγει.

 

Όποιος νομίζει πως νομίζει

Έχει το πιο όμορφο λειρί

Τον αγαπούν οι κυνηγοί

Και στο στομάχι  καταλήγει.

`

*

 

4. ΕΛΑΦΡΟΠΕΤΡΑ

 

Γεννήθηκα ελαφρόπετρα, το δέρμα να λειαίνω

Αγιογδύτης των ψυχών και σώμα διψασμένο.

Ο Γιαγκούλας μού χάρισε πλυμένη την Παρδάλα

Και ο Πανουριάς με έταξε στην Παναγιά Κανάλα.

 

Ο γέρο Λύγκος μού φέρε σκισμένη αμνηστία

Κι ο μοναχός το στρώμα του, θαμμένη αμαρτία.

Με τη σιωπή μου τρύπωσα στα πιο τρανά λαρύγγια

Τους έστριψα απ’ το λαιμό, κτύπησα στα μηνίγγια.

 

Όσοι με καταράστηκαν, στον ύπνο είδαν ψάρια

Κι αυτοί που με αγάπησαν, τους κέρδισαν στα ζάρια

Έμεινα άθραυστο γυαλί τη «Νύχτα των Κρυστάλλων»

Ένα λουλούδι άκοπο στο στον κήπο των Σινιάλων.

 

Ξενοπατώντας έστρωσα το χώμα με άδεια χνάρια

Γέμισα με αινίγματα του χρόνου τα λιθάρια

Πήρα μια τούφα απ’ τα μαλλιά της Σίβυλλας του Ρήνου

Και έδεσα ολόσφιχτα τη γλώσσα μανδαρίνου.

`

*

5.  Ο ΞΕΝΟΣ   

 

Περπατάει στην ομίχλη ή το μάτι είναι θολό

Ξένος μέχρι το μεδούλι με το γύρω του θεριό

«Με γαζώνουν οι ειδήσεις και  οι κοσμοθεωρίες

Που ΄χα κάποτε φλερτάρει σαν τις όμορφες κυρίες».

 

Τριγυρνά πια ένας άλλος μες στην άγνωστη πλατεία

Σαν τυφλός ζητά του κόσμου την αλλόκοτη μαγεία

«Έχω τρεις ζωές να ζήσω μέσα στη μικρή ζωή μου

Τόσα σώματα να θρέψω μες στο ίδιο το κορμί μου».

 

Στρίβει στη γωνιά του δρόμου που ‘ταν κάποτε φωλιά του

Είναι εκεί σαν πάντα όλοι μα είναι τόσο μακριά του

«Άλλοι μες στα ίδια ρούχα, τόσα πρόσωπα αλλαγμένα

Αν αυτοί με είχαν ζήσει, ποιος μεγάλωσε με μένα;».

 

 

 

 

 

            

 

 

 

 

 

 

The post Σπύρος Αραβανής, «Τα Τραγούδια ενός Ξένου Χρόνου» appeared first on Ποιείν.


Αναστασία Μπακουνάκη, Ποιήματα

$
0
0

Το Ελάχιστο

Είδα ένα όνειρο. Σε στιγμή διαύγειας σε επινόησα. Το τρελό μυαλό μου, αδάμαστη πύρινη όαση.

Ξεριζώνονται οι φλέβες του ουρανού. Χιονίζει θαλπωρή. Ηχηρά, εκκριτική η πνοή. Εντος μου. Πέρα από το μηδέν.

Όσο πιo ακατανόητα και παράλογα. Τόσο έμψυχα. Αληθινά.

Δεν έχω το σθένος να εγκαταλείψω ότι με σκοτώνει. Παρουσία η απουσία. Ανυπομονησία.

Πάντα η νύχτα σημαίνει κάτι. Ποτέ δεν είναι ίδιο το τίποτα. Η μνήμη, μικρό νησί. Οσμή απεραντοσύνης.

Ανοίγω τα μάτια. Ποτέ ο φόβος δεν ήταν τόσο λευκός.  Μόνο η σκέψη διαιρεί τον χρόνο. Μικρές γουλιές αιωνιότητας.

Πως φτάσαμε εδώ; Το ελάχιστο, τι  αβάσταχτο.

Δίκοπο φως

Γιατί βλέπω το ίδιο όνειρο; Ξυπόλητη τρέχω στις σκάλες.  O πάγος  θρυμματίζεται.   Δεν διακρίνω χρώματα, συλλαβές, μορφές. Μονάχα μια αιματοβαμμένη θάλασσα.

Οι παλάμες σου με λούζουν. Χώμα καλοκαιριού.  Οσμή, ιδρώτας, φωνή. Το ξέρω ότι είναι λάθος. Αλλά πώς να εγκαταλείψω την αδυναμία; Μέσα της εσύ αναπνέεις. Όσο με καταβροχθίζεις το χθες γίνεται αύριο. Οφθαλμαπάτη η εφιάλτης: Δίκοπο φως.

Το τώρα σπαρταρά.  Mονο η βροχή καταλαβαίνει γιατί έμεινα εδώ.

Αλλάζω στις λέξεις ονόματα. Μετρώ ανάποδα. Πόσο βαθιά πρέπει να φτάσω; Κάθε πόρτα που ανοίγω, παγωμένη όαση.

Μέρα δίχως εμένα — Νύχτα δίχως εσένα — Μέρα δίχως εμένα — Νύχτα δίχως εσένα. Σιωπές που δεν τέμνονται.

Σκόνη και μέλι


1.

Όταν δεν ξέρω πού βρίσκομαι, φυλλομετρώ τα σύννεφα. Ωχρά, σαν βερίκοκο. Ανοίγουν τρύπες στους άφωνους τοίχους. Η μέρα πολύ. Η νύχτα λίγο. Πριν προλάβω να δω τι έχασα. Πιάνει βροχή.

Ανυπόστατα πλησιάζω προς  στο φως. Που νομίζω πως βρηκα. Αυτό το τίποτα. Τόσο μικροσκοπικό. Μοιάζει με το κεφάλι μιας καρφίτσας. Άλλοτε πάλι, χιονοστιβάδα.

Η ανάσα στις ράγες. Εγώ ή Εσύ;

Προσπέλαση. Τα χέρια δεν μεγαλώνουν πια. Αλλάζουν χρώμα. Κοιτάζω την αποβάθρα. Τι περιμένω;

Όλο μένω εκεί που φεύγω. Ό,τι είναι λογικό είναι και πραγματικό;

Στην πραγματικότητα δεν είμαι εδώ.
Ονειρεύομαι πως γράφω.
Δρόμοι, σπίτια, λεωφορεία.

Ποτέ δεν λησμονώ το πολύ.  Αυτό που λείπει, που δεν ξέρω.

Είναι ανώφελο να γνωρίζω απαντήσεις. Η αβεβαιότητα πλήρης.
Ξεψυχώ μέσα στο λίγο, ή αυτό μέσα σ’ εμένα;

Όλες οι ημέρες, ίδιες. Εκτός από τις νύχτες.
Όσο η μνήμη παραμένει αδηλη. Τίποτα δεν αποσαφηνίζεται.

Σαν περιπλανώμενος θίασος. Σκόνη και μέλι.

2.

Έγκλειστο φως. Βήματα, ψίθυρος, κλειδιά. Ούτε ίχνος… Ανώνυμα, ξεμακραίνουν. Μικρή παγωνιά. Το κενό ζωηρεύει. Γιατί πρέπει να το απωθήσω; Απροσδιόριστα το γυαλί γίνεται φλόγα. Λιμνάζει. Εντός μου.

 

Ίσως έρθω

Ίσως φύγω

Ίσως μείνω

 

Θα διαβάζω και θα γράφω τους ίδιους στίχους. Θα αναπνέω, η σκιά σου. Πετάω…

 

Διαλυμένες εικόνες. Μια γλυκιά αγριότητα. Αποχρώσεις.

Δέος και αντιθέσεις. Υπάρχουμε.

 

Μην προσπαθείς να κατανοήσεις. Όλα στην ουσία εκμηδενίζονται.

3.

 

Τα βλέφαρα βαραίνουν. Από τη βρύση τρέχουν λέξεις. Σπάει η φωνή. Τυλίγω με επιδέσμους το μηδέν. Πνοή, βήματα. Τα χέρια μου δεν φτάνουν μέχρι εκεί. Περισσεύω στο λίγο που νομίζω πως ξέρω.

 

Τι θα τα κάνω τόσο βιβλία. Τόσες αξόδευτες σκέψεις, δίχως κεφάλαια. Τόσο φως, δίχως κόκαλα. Πώς να το σμιλεύσω. Ότι με ταΐζει, με τρώει. Γεμίζει ο αέρας.

 

Τρέχω να προσπεράσω τη βροχή. Σαν χαρτοσακούλα.

Ορφανές αναμνήσεις μου: η τρέλα υπερτερεί.

 

Ποτέ ο φόβος δεν ήταν τόσο λευκός. Γιατί δεν φυσάει;

The post Αναστασία Μπακουνάκη, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Οι Εκδόσεις Καστανιώτη διοργανώνουν αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου την Τρίτη 5 Μαρτίου 2019 και ώρα 6.30 μ.μ. στο μπαρ «ο ξένος» (Χαριλάου Τρικούπη 81, Αθήνα).

$
0
0

Οι Εκδόσεις Καστανιώτη διοργανώνουν αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου την Τρίτη 5 Μαρτίου 2019 και ώρα 6.30 μ.μ. στο μπαρ «ο ξένος» (Χαριλάου Τρικούπη 81, Αθήνα).

Αφορμή η κυκλοφορία του βιβλίου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του», όπου συγκεντρώνονται συνεντεύξεις και κείμενα της Κατερίνας Γώγου, καθώς και αρχειακό υλικό (χειρόγραφα, φωτογραφίες κ.ά.) σε επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου

Η δημοσιογράφος Τίνα Μανδηλαρά και η ποιήτρια Εύα Σπαθάρα θα μιλήσουν για το βιβλίο και την Κατερίνα Γώγου.

Στη συζήτηση θα παρέμβουν συντελεστές της έκδοσης, φίλοι και άνθρωποι που τη γνώρισαν.

Η ηθοποιός Νάνα Παπαδάκη θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο.

Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Στέλιος Ελληνιάδης.

The post Οι Εκδόσεις Καστανιώτη διοργανώνουν αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου την Τρίτη 5 Μαρτίου 2019 και ώρα 6.30 μ.μ. στο μπαρ «ο ξένος» (Χαριλάου Τρικούπη 81, Αθήνα). appeared first on Ποιείν.

Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου διοργανώνουν οι Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, ο Αθήνα 9.84 και η Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου την ημέρα γέννησής του, Τρίτη 12 Μαρτίου, στις 19.00, στην Τεχνόπολη.

$
0
0

Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου διοργανώνουν οι Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, ο Αθήνα 9.84 και η Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου την ημέρα γέννησής του, Τρίτη 12 Μαρτίου, στις 19.00, στην Τεχνόπολη.

Αφορμή, η έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματός του με τίτλο «Άνδρες του αίματος», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

Για τη ζωή και το έργο του θα μιλήσουν ο συνθέτης – στιχουργός Γιώργος Ανδρέου, ο ποιητής- δημοσιογράφος, Σπύρος Αραβανής, ο ποιητής-σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης και ο συγγραφέας Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Αποσπάσματα από το έργο του θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Νένα Μεντή και Μάνος Καρατζογιάννης.
Σύντομο χαιρετισμό θα απευθύνει ο Γιώργος Νταλάρας.
Συντονίζει η δημοσιογράφος Μαρία Χούκλη.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα ακουστούν τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου από τους ερμηνευτές Πολυξένη Καράκογλου, Νίκο Μερτζάνο, Κατερίνα Παράσχου.
Συμμετέχουν οι μουσικοί Αλέξης Στενάκης (πιάνο, πνευστά), Βασίλης Γεωργακόπουλος (πιάνο) και οι συνθέτες Σπύρος Παρασκευάκος και Γιώργος Κυριάκος.
Επιμέλεια μουσικού προγράμματος: Σπύρος Παρασκευάκος

Χορηγός επικοινωνίας ο Αθήνα 9.84

The post Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου διοργανώνουν οι Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, ο Αθήνα 9.84 και η Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου την ημέρα γέννησής του, Τρίτη 12 Μαρτίου, στις 19.00, στην Τεχνόπολη. appeared first on Ποιείν.

Δημήτρης Σούκουλης, Ποιήματα

$
0
0

ΕΛΕΗΣΤΕ

 

Ελεήστε.

Ελεήστε. Σώστε και ελεήστε.

Να ‘σχωρεθούν τα πεθαμένα σας,

ωάρια.

Ευλόγησον Κύριε Παντοπώλα Μας,

Μετά της Μητρός Σας,

Παναγιότατη Ε.Π.Ε. Σας,

Το Πραλινάτο Κρουασάν,

Την Υγρή Μουτσαρέλλα,

Τη Φυστικωτή Μορταδέλα.

 

Στο πάγκο αλλαντικών Σας,

οικόσιτη νοικοκυρά,

γονυπετής,

με εικονίτσα mastercard,

ανάμεσα στα δόντια,

στα σκέλια ημιπάρθενος,

κάτω από την λευκή σας ρόμπα,

το νεκρό σας φαλλό,

δοξολογεί με «ωσαννά»,

κροταλίζοντας καινούργια μασέλα,

τον πρώιμα ηττημένο Πρίαπο,

τον νικηφόρο τραπεζοϋπάλληλο,

τη σύνεσή Σας,

τη τρισυπόστατη μονάδα

εξ αδιαιρέτου εταιρικού δικαίου,

το χλωρινισμένο σας Κατάστημα.

 

Ελέησον, Ελέησον,

τη δούλη σας,

των POS Σας,

και κοινωνήστε την πιστή,

που ξόανα φέρουσα,

μπιζού,

Φετάκι Σαλαμάκι.

 

Σώστε και ελεήστε κι εμένα

και δώστε το κατιτίς σας,

– καλό να βρείτε,

μεγάλη πόρτα συρόμενη να περάσετε –

Το ένα σας cent,

Το κουμπί της κιλότας σας,

Τη μπαλένα του σουτιέν σας,

Το τσιμπιδάκι της περούκας σας,

πάρτε ως ενέχυρο,

από τα χέρια μου,

αυτήν εδώ την καρφίτσα του Οιδίποδα,

βαφτιστικό μου δώρο,

κι αποτρέψατε απ’ εμού,

τη μοίρα της

αυτάδελφους

αεργούς Μήδειας.

 

 

*Στη Νόπη, «Γιατί, καλή μου, ποτέ το super market δεν θα είναι πια το ίδιο.»

 

*

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

 

Θα αφήσω να ζει ανάμεσά σας η αδιαφορία μου,

ενώ στην ουσία εγώ θα έχω μετακομίσει στα εσωτερικά μιας άγριας αγκινάρας

ή σε ένα μύδι του ωκεανού.

Η αδιαφορία μου, θα Σας κοιτάζει στο πρόσωπο,

ως κάποιου ανθρώπου που έχει κουραστεί πολύ

και βιάζεται σπίτι του να πάει.

Θα πείτε πως

“Κρίμα, δεν έφτασε ο πηλός στον Ιησού να του ανοίξει τα μάτια.

Ήταν, αλήθεια, πιο καλός να μετατρέπει το νερό κρασί,

να γεμίζει κούπες στα χέρια των παρθένων,

τραπεζοκόμος κι υπηρέτης,

σε πανηγύρια ψαροφαγίας,

και στα λουτρά της Βηθεσδά.

Τους υπόλοιπους τους άφησε χωλούς”.

 

Θα λέτε πως δεν έχετε ξαναδεί πιο καθημερινό άνθρωπο.

Εγώ θα σας προσφέρομαι με αδιαφορία απλόχερα σε φέτες ψωμιού σε δίσκο.

Εσείς, θα τρώτε τον άρτο τον επιούσιο

και θα με τινάζετε, χωρίς προφάσεις, στα χαλιά σας.

Θα λερωθούν τα σπίτια σας,

από αυτό που ποτέ δεν ήμουν,

που επιμόνως εσείς δεν αντιληφθήκατε,

από ψίχουλα που ‘χει σκαρτάρει η βουλιμία σας,

κι από κλώνους πικροράδικο,

που στόλιζαν το μέτωπό μου.

 

*

ΤΕΤΑΡΤΑ

 

Αυτός ο τόπος δεν μας ανήκει.

Μας χώνει σαν κόκκαλο ανάμεσα στα δόντια την ενόχληση της προσωρινότητά μας.

Αυτός ο τόπος που φτάσαμε δεν μας αξίζει.

Οι ιθαγενείς του είναι λίγο φιλόδοξοι και υποφέρουν από μία χρονίζουσα υπνηλία.

Ικανοποιούνται με τα λόγια.

Κρατούν επίμετρα και καζαμίες που προλέγουν επιγραμματικά το μέλλον.

Περιλήψεις για επουράνιους παραδείσους μετά θάνατον,

μετά την Μεγάλη Παύση τους.

Κάποτε, είπαν, πέρασαν Σωτήρες από το χωριό

και χάθηκαν πίσω από τελευταίο σπίτι.

Πρόλαβαν και τράβηξαν από τα κλήματα σταφύλια και δυο κότες.

Ούρλιαζαν Αλληλούια.

Δεν γνωρίζουν οι συντοπίτες

ποιος από αυτούς γκάστρωσε την χοντρή σπιτονοικοκυρά

που άπλωνε τα ρούχα.

Από μέσα της, ξεπήδησε ένα μογγολάκι

και το ‘χουν τώρα πια για προφήτη:

είναι το μοναδικό που μένει βουβό σε ένα κόσμο που κρώζει.

Αυτό πάλι λίγο μας μοιάζει.

 

 

Αυτός ο τόπος δεν μας σηκώνει.

Στις πορώδεις πέτρες του,

που γίνονται θρύψαλα στις βαριές μας προδοκίες,

δεν πιάνει σπόρος,

δεν δένουν άγκυρες και ρίζες.

Το ξέρουμε πως δεν θα απλωθούν παλάμες, δάχτυλα.

Όπως στην πάλη του έρωτα κορμί που δεν το κατέχεις

και κάπως όλο σου φαίνεται,

πως πάντα σου ξεφεύγει στα κατωσέντονα.

Γλιστρά σαν το σαπούνι στον κατάδικο

κι όλο κάποιο κρέας περισσεύει.

Και πάντα θα εξέχει.

 

Ό,τι περισσεύει δεν κόβεται.

Ό,τι περισσεύει βλασταίνει.

Πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του,

σαν τις παραφυάδες.

Αργά ή γρήγορα θα συρθεί κάτω από την πόρτα,

θα αλλάξει τετράγωνο και πόλη – άλλη χώρα,

άλλη ήπειρο.

Εσύ θα κρατάς στο κρεβάτι ακίνητη μια φθηνή λύση,

μια ιδέα φόβου,

το ερμαφρόδιτο ουδέτερό της.

 

Είμαι σε έκλειψη.

Είμαι σε έλλειψη.

Οι ιστορίες σας, μου έφαγαν τα τέταρτα.

 

*

ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΔΕΝ ΚΛΑΙΝΕ;

 

Ξαφνική , αναπάντεχη υποτροπή,

σαν ύπουλη φλεγμονή που καλπάζει πάνω μου,

με χτυπά πισώπλατα,

μου στέκεται μπροστά,

σφαδάζω

από διαμπερή πόνο

από σκουριασμένο μέταλλο,

σύνδεσμος παλιάς περόνης,

που δεν είχε τελικά δέσει,

με κυριεύει ο τέτανος,

ο πυρετός της ανάμνησης, του ενδεχόμενου σφάλματός μου,

των ενοχών, αέρια που ανεβαίνουν στην στρατόσφαιρα,

κι επιπλέουν, μεσάνυχτα, ενώ έξω λυσσομανά βοριάς,

μέσα εμείς σε παράξενη γιορτή,

– θεάρεστη ύβρις στην επιμνημόσυνη τελετή της ιστορίας μας –

το γέλιο σου, το στήσιμο, τα λόγια σου,

το βήμα που γλυκά με τρόμαζε σαν ένιωθα πως πλησίαζες,

και κρατούσα τεχνηέντως μέχρι και την αναπνοή, μειώνοντας στο ελάχιστο τους σφυγμούς,

στηθοσκόπιο και σιγαστήρα πιστολιού στο θώρακα,

πως με μισούσα που δεν μπορούσα να μου ακυρώσω τις ζωτικές μου λειτουργίες

το χτύπο της καρδιάς,

τον ήχο από την εισροή του αέρα στα ρουθούνια μου,

κι έγερνα

και μ’ έμαθες από την αρχή να πηγαίνω στα τέσσερα,

να σε ακούω πως κόβεις τον αέρα,

κι αυτός πως γύρω σου σφυρίζει.

Με τον καιρό,

με το παίδεμα,

με την εξάσκηση του ερωτευμένου, θυμάμαι, είχα χάσει την ακοή.

 

Ξετυλίγω τις γάζες από τα μάτια μου,

βλέπω θολά, τυφλώνομαι από το φώσφορο,

τώρα που εμφανίστηκες μετά από καιρό πάλι μπροστά μου,

ψάρι ενυδρείου,

για να μην με κατασπαράξει η σμέρνα της λήθης,

τραβώ πάλι το αγκίστρι,

και ξεκολλούν μαζί με τον ουρανίσκο

κομμάτια από τα βράγχια μου,

κι αισθήματα ταξινομημένα σε βαθεία κατάψυξη.

Θεέ μου, ποιος είπε ότι τα ψάρια δεν κλαίνε;

 

*

ΜΑΥΡΟ ΝΟΥΦΑΡΟ

 

Μερικές φορές,

εμένα θα μ’ έχεις δει γυμνό,

ακάλυπτος σε φωταγωγό

ν’ ανθίζω.

Στο πρώτο φως του Εωσφόρου

ν’ ανοίγω πέταλα

μαύρο νούφαρο.

 

Εκείνη την ώρα,

πως με πονά

όταν κατεβαίνει

μόνο το ένα τέταρτο

του φεγγαριού,

και λάμπω λίγο, με εγκράτεια,

και λίγο το φως αντανακλώ ένα γύρω.

 

 

Πως, μια πεταλούδα λευκή της νύχτας,

γύρω μου πετώντας

πως με ρουφά

στους στήμονες,

και πως με βασανίζει,

και πως μου σκορπά άδικα

τις λέξεις

και τη μαύρη γύρη.

 

*

ΡΑΒΕΝΑ, 21.12.2016, 23:38 Ω

 

 

Αυτή η πόλη μου δένει τα πόδια,

βαρίδια τα νιώθω να βυθίζονται σε στάσιμα νερά,

η λάσπη στα γόνατα.

Στα νώτα μου υψώνονται καλαμιές,

κουνούπια με ποτίζουν κουταλιές ελονοσία,

πρασινωποί βάτραχοι μου τραγουδούν ανεβασμένοι σε νούφαρα:

‘‘Μείνε.

Όπως οι νηστικές μεροκαματιάρες στις ρυζοκαλλιέργειες.

Να μείνεις.

Μη μας ζητάς να μοιραστούμε το ξεροκόμματο, ακόμα κι αν πεινάς.

Ούτε κι εμείς όμως θα το φάμε. Δεν απέμειναν δόντια.

Να γίνεις μέρος της μοναξιάς μας, θέλουμε,

και της σιωπηλής υπομονής μας.

Δεν θα μπορέσουμε να σε αγαπήσουμε

αλλά αν καθίσεις σιμά μας μπορεί να σε συνηθίσουμε.

Κι αυτό αγάπη είναι.

Κάποια μέρα, ίσως πάλι, να διώξουμε το φόβο.

Μέχρι τότε μείνε.

`

***************************************************************

 

Ο Δημήτρης Σούκουλης γεννήθηκε το 1973 στο Περιγιάλι Κορινθίας. Παρακολούθησε το τριτάξιο Γενικό Λύκειο στο Βραχάτι Κορινθίας από το οποίο αποφοίτησε. Σπούδασε κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε (Ιταλία) και αποφοίτησε με διπλωματική εργασία στον Καρυωτάκη, με τίτλο «Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες: Η προαναγγελία μιας αυτοκτονίας» με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Isabella Oztasciyan Bernardini. Η ερευνητική διαδρομή επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο, στην ψυχολογική προσέγγιση της καρυωτακικής ποιητικής σε συνάρτηση με τα ιστορικο-πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής και με το ευρύτερο ρεύμα της γενιάς του ’30 και του γαλλικού συμβολισμού. Σε παράρτημα αποδόθηκαν στα ιταλικά τα κυριότερα ποιήματα και ανέκδοτα πεζά του ποιητή. Έχει ζήσει στην Κόρινθο, στην Αθήνα όπου εργάστηκε και διαμένει στη Ραβέννα, στην Ιταλία. Θεωρεί τη κατοικία του προσωρινή και εργάζεται ως καθηγητής, διδάσκοντας ιταλική φιλολογία και ιστορία σε δημόσιο σχολείο της Μέσης Εκπαίδευσης του Ιταλικού Υπουργείου. Ενέτεινε τις συγγραφικές του προσπάθειες πρόσφατα (2016) ύστερα από θετικές κριτικές που έλαβε από τη δημοσίευση των πρώτων διηγημάτων (2014) και από την διαρκή προτροπή των φίλων του να ασχοληθεί συστηματικά με τη συγγραφή, πράγμα για το οποίο τους είναι ευγνώμων. Στο προσωπικό του ιστολόγιο ‘‘Φυγόκεντρες Λέξεις – No Sense Words’’ εκπέμπονται συστηματικά ασύρματα σήματα, ποιήματα, διηγήματα, glimpse, φιλοξενούμενα collage, παραμύθια για ονειροπόλους που μεγάλωσαν αλλά πεισματικά επιμένουν να πιστεύουν σε ένα άλλον παράλληλο κόσμο στον οποίο επιθυμούν να μετοικίσουν συντόμως. Λατρεύει τους συμβολιστές, τον υπερρεαλισμό, το παράλογο και φοβάται το κενό και την μετριότητα όπως ο Κάφκα του οποίου τα έργα λατρεύει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The post Δημήτρης Σούκουλης, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Ανδριάνα Στυλιανή Χονδρογιάννη, Δύο ποιήματα

$
0
0

 

Τα νυχτοπούλια

 

Τα γεράκια του Χόπερ δεν πετούνε

Ούτε τη νύχτα ούτε καν τη μέρα

Είναι θρονιασμένα σε κάτι ψηλά σκαμνιά

Οι γαμψές τους μύτες είναι χαμηλά στραμένες

Το ένα απ’αυτά θα ‘τριβε και θα ‘σφιγγε νωρίτερα τον μακρύ λαιμό του

Θα προσπαθούσε να διώξει τ’άλλο το χέρι.

Όχι εκείνο που κρατάει το θάνατο ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα

Αυτό που τώρα το χαιδεύει

Αυτό που το πνίγει.

Είναι πιο γρήγορος και πιο νόστιμος

Απ’την μοναξιά ο καπνός.

Τέσσερα σκαμνιά παραδίπλα

Ακόμα ένα.

Ήταν όλα τους σκυμμένα

Γυρτά

Μοιράζονταν την ίδια μοναξιά

Του πιο φωτεινού καφέ της πολής

Την πιο σκοτεινή νύχτα του κόσμου

Λες και τη σχίζανε σε μικρά κομμάτια.

Δεν κοιταχτήκανε στιγμή.

Το βλέμμα του καρφωμένο στο δηλητήριο που σέρβιραν μπροστά του

Οι ψυχές τους όχι σκοτεινές, άδειες

Και τα ποτήρια τους.

Δεν είδε κανένα τους έναν άντρα αλλοπαρμένο

Στέκεται απ’έξω ξένος

Στον δρόμο

Έναν άδειο και σκοτεινό.

Κοιτάζει τα μέσα της βιτρίνας απ’τη γωνία

Καταλαβαίνει άραγε;

Ίσως να ήθελε κι αυτός να κομματιάσει λιγάκι τη μοναξιά του

Μα καλά

Δε βλέπει πως ούτε πόρτες υπάρχουν ούτε παράθυρα;

Ούτε μπορει να μπει κανείς

Μα ούτε και να βγει

Σ’αυτή τη νέα πόλη όλα είναι σκοτεινά

Μόνο εκεί που ζει η μοναξιά φωτίζει ολόγυρα

Είναι όλοι τους αιχμάλωτοι.

Εμείς.

Οι μόνοι.

`

*

Ανταλλαγή

 

Πήγα κι εγώ κάποτε μια εκδρομή

Μα δεν επέστρεψα ακόμη

Δεν επέστρεψα ποτέ

Μου κόστισε ακριβά η ελευθερία

 

Την είδα τη ζωή νωρίτερα

Μου άρεσε

Την αγάπησα

Μάλλον όχι τόσο ώστε να επιστρέψω.

Η πιο επικίνδυνη στιγμή άλλωστε

Ήταν πάντα η προσγείωση

 

Την αντίκρυσα τη νύχτα

Όχι όπως εσείς

Ούτε φώτα ούτ’ άστρα ούτε φεγγάρι

Ερεβώδης,

Κενό

Τη μέρα εκτυφλωτική

Ούτε ήλιος, ούτε γαλάζιος ουρανός

 

Τις είδα όμως να εναλλάσσονται μονομιάς

Είδα κανέναν και τίποτα να μην έρχεται

 

Τη μια στιγμή πέταγα από πάνω μου

την πενταβρόμικη ζακέτα μου

Η λάβα απ’τον πυρήνα ολόκληρης της γης ζέσταινε τα πόδια μου

Και τα σύννεφα γαργαλούσαν τα μάγουλα μου

Όλος ο κόσμος χωρούσε μες στη χούφτα μου

Μέχρι και τα φυτά άκουγα να αναπνέουν

Και κάθε πλάσμα μου να μ’ευχαριστεί

Μπορούσα να ‘μαι ο Θεός.

Ήμουνα πια ελεύθερη

Από δεσμά κι ό,τι άλλο ανθρώπινο

 

Σαν έστρεφα όμως το κεφάλι μου

Απ’την άλλη

Έψαχνα να βρω αυτή τη ρημαδιασμένη τη ζακέτα μου

Κάπου ανάμεσα στα χώματα ή στα χορτάρια

Και την ξαναφόραγα

Και τότε προσκυνούσα ό,τι πιο πανάθλιο, τιποτένιο και γελοίο είχα ακουστά

Και προσευχόμουν γι’ αυτό

Κυλιόμουν χάμω σαν το σκουλίκι

Ημουν διπλωμένη

ξεσκίζοντας τα γόνατά μου

Ακούμπαγα τα χέρια μου στις λάσπες και τα τέντωνα

Τα τέντωνα

Ικέτευα

Ικέτευα για να σωθώ

Για να με σώσει

Κάποιος από κάτι

Ή κάτι από κάποιον

 

Μια φωνή δίπλα μου

Ζητούσε να επιστρέψω

Διάλεξα να μην την ακούω

Κι ας την αγάπησα τόσο

Αφού ήξερες πόσο πολύ μ’αρεσαν αυτές οι εκδρομες

 

Και διάλεξα λοιπόν

Διάλεξα χωρίς επιλογή

Εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή διάλεξα

Εσείς μπορεί να διαλέγατε τη ζωή

Εγώ διάλεξα αυτές τις ατέρμονες εκδρομές

Αυτές τις εκδρομές με την πιο απλή στροφή του λαιμού μου

Την πιο απλή στροφή που μπορεί να κάνει ένας λαιμός.

Από τότε

Δεν μπορώ πια να επιστρέψω

Ούτε και να ξαναφύγω

Λοξοδρόμησα, βλέπετε

 

Κι αυτό το ξεροκέφαλο δεν μπορούσε με τίποτα να μείνει σε μια μεριά

 

The post Ανδριάνα Στυλιανή Χονδρογιάννη, Δύο ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Το κόκκινο πανδοχείο», (Μτφρ.: Νίκος Σκοπλάκης), εκδ. Κοβάλτιο, 2018

$
0
0

 

 

ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΞΕΡΩ ΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΗΤΑΝ, όταν κάποιος τραπεζίτης από το Παρίσι, που διατηρούσε στη Γερμανία εμπορικές σχέσεις μεγάλου εύρους, δεξιωνόταν έναν από εκείνους τους φίλους, άγνωστους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τους οποίους οι μεγαλέμποροι κάνουν από μέρος σε μέρος δι’ αλληλογραφίας. Αυτός ο φίλος, αφεντικό σε ποιος ξέρει ποιον αρκετά σημαντικό εμπορικό οίκο της Νυρεμβέργης, ήταν ένας καλοκάγαθος και παχύς Γερμανός, άνθρωπος με αγάπη για το κάλλος και την πολυμάθεια, άνθρωπος που αγαπούσε πάνω απ’ όλα την πίπα του∙ είχε ένα ωραίο και πλατύ νυρεμβεργιανό πρόσωπο, μέτωπο τετράγωνο και αρκετά αποψιλωμένο, στεφανωμένο με μερικά, αρκετά αραιά, ξανθά μαλλιά. Παρουσίαζε τον ανθρώπινο τύπο των τέκνων εκείνης της αγνής και ευγενικής Γερμανίας, της τόσο γόνιμης σε χαρακτήρες άξιους τιμής, που τα ειρηνικά της ήθη δεν αποδείχθηκαν απατηλά ακόμα και ύστερα από επτά επιδρομές. Ο ξένος γελούσε απονήρευτα, άκουγε προσεκτικά κι έπινε αξιοσημείωτα πολύ, δείχνοντας μάλλον να αγαπά τον καμπανίτη οίνο το ίδιο με τα υπόξανθα κρασιά του Γιοχάνισμπεργκ. Ονομαζόταν Χέρμαν, όπως σχεδόν όλοι οι Γερμανοί τους οποίους ανεβάζουν στη σκηνή οι συγγραφείς. Ως άνθρωπος που τίποτα δεν ξέρει να κάνει με επιπολαιότητα, είχε καλοκαθίσει στο τραπέζι του τραπεζίτη, έτρωγε μ’ εκείνη την —τόσο ξακουστή στην Ευρώπη— τευτονική όρεξη και αποχαιρετούσε με ευσυνειδησία την κουζίνα της μεγάλης ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. Για να τιμήσει τον φιλοξενούμενό του, ο οικοδεσπότης είχε προσκαλέσει ορισμένους στενούς φίλους, κεφαλαιούχους ή έμπορους, και πολλές γυναίκες, αξιέραστες, όμορφες, των οποίων η χαριτωμένη φλυαρία και οι ανυπόκριτοι τρόποι εναρμονίζονταν με τη γερμανική εγκαρδιότητα. Στ’ αλήθεια, αν μπορούσατε να δείτε —όπως εγώ είχα την ευχαρίστηση να δω— εκείνη τη χαρούμενη συνάθροιση ανθρώπων που είχαν μαζέψει τα εμπορικά τους γαμψόνυχα για να κερδοσκοπήσουν πάνω στις απολαύσεις της ζωής, θα σας ήταν δύσκολο να μισήσετε τα προεξοφλητικά επιτόκια των τοκογλύφων ή να ρίξετε ανάθεμα στις χρεοκοπίες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει πάντα το κακό. Επίσης, ακόμα και μεταξύ των πειρατών, πρέπει να υπάρχει κάποια γλυκιά στιγμή, κατά την οποία θα νομίζατε πως είναι πάνω στο απαίσιο πλοίο τους όπως θα ήταν σε μια αιώρα.

«Προτού να αποχωριστούμε, ο κύριος Χέρμαν θα μας διηγηθεί, ευελπιστώ, ακόμα μία γερμανική ιστορία που θα μας τρομάξει για τα καλά!».

Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στο επιδόρπιο από μια νεαρή ύπαρξη, χλωμή και ξανθή, η οποία, δίχως αμφιβολία, είχε διαβάσει τα παραμύθια του Χόφμαν και τα μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ. Ήταν η μοναχοκόρη του τραπεζίτη, πλάσμα θεσπέσιο, που η παιδεία της τελείωνε στο Γυμνάσιο και η ίδια ξετρελαινόταν με τα έργα που παίζουν εκεί. Εκείνη τη στιγμή, οι συνδαιτυμόνες βρίσκονταν σε αυτή την ευδαιμονική διάθεση νωθρότητας και σιωπής, στην οποία μας βάζει ένα απολαυστικό φαγοπότι όταν έχουμε κάπως υπερεκτιμήσει τη δύναμη του πεπτικού μας συστήματος. Με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάθισμα και τον καρπό ελαφρά στηριγμένο στην άκρη του τραπεζιού, κάθε συνδαιτυμόνας έπαιζε ράθυμα με την επιχρυσωμένη λάμα του μαχαιριού του. Όταν ένα δείπνο πλησιάζει στη στιγμή του τέλους του, ορισμένοι πιλατεύουν τον σπόρο ενός αχλαδιού∙ άλλοι πλάθουν μπαλάκια από την ψίχα του ψωμιού ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη∙ οι ερωτευμένοι σχεδιάζουν ακαθόριστα γράμματα με τα απομεινάρια των φρούτων∙  οι τσιγκούνηδες μετρούν τα κουκούτσια τους και τα παρατάσσουν πάνω στο πιάτο, όπως ένας δραματουργός τοποθετεί τους κομπάρσους του στο βάθος της σκηνής. Είναι οι μικρές γαστρονομικές απολαύσεις, τις οποίες δεν έλαβε υπόψη στο βιβλίο του ο Μπριγιά-Σαβαρέν, τόσο εμπεριστατωμένος συγγραφέας κατά τα άλλα. Οι υπηρέτες είχαν φύγει. Το επιδόρπιο έμοιαζε με στολίσκο έπειτα από ναυμαχία∙ το κάθε τι αχρηστευμένο, λεηλατημένο, κατεφθαρμένο. Τα πιάτα περιφέρονταν εδώ κι εκεί πάνω στο τραπέζι, παρόλη την πεισματική επιμονή, με την οποία η οικοδέσποινα πάσχιζε για να τοποθετηθούν και πάλι στη θέση τους. Μερικά από τα πρόσωπα κοίταζαν ελβετικά τοπία, συμμετρικά κρεμασμένα στους γκριζωπούς τοίχους της τραπεζαρίας. Δεν έπληττε κανείς από τους ομοτράπεζους. Δεν γνωρίζω ούτε έναν άνθρωπο που να είναι ακόμα θλιμμένος, ενόσω χωνεύει ένα καλό δείπνο. Μας αρέσει, λοιπόν, να καθόμαστε δεν ξέρω κι εγώ σε ποια μορφή αταραξίας, ένα είδος χρυσής τομής ανάμεσα στην ονειροπόληση του στοχαστή και στον κορεσμό των μηρυκαστικών ζώων, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε υλική μελαγχολία της καλοφαγίας. Ομοίως, οι συνδαιτυμόνες στράφηκαν αυθόρμητα προς το μέρος του καλού Γερμανού, ενθουσιασμένοι όλοι τους που θα είχαν ν’ ακούσουν μια ποιητική αφήγηση, ακόμα και αν ήταν χωρίς ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια εκείνου του ευλογημένου διαλείμματος, η φωνή ενός αφηγητή μοιάζει πάντα εξαίσια στις ναρκωμένες μας αισθήσεις∙ ευνοεί την αρνητική ευτυχία τους. Εγώ, θηρευτής εικόνων, αποθαύμαζα γύρω μου τα πρόσωπα που φαιδρύνονταν από κάποιο χαμόγελο και φωτίζονταν από τα κεριά, φλογισμένα από την ευωχία∙ οι διαφορετικές εκφράσεις των προσώπων προξενούσαν διασκεδαστικές εντυπώσεις εν μέσω των πολύφωτων, των κανίστρων από πορσελάνη, των φρούτων και των κρυστάλλων.

Ξάφνου, προσήλωσε τη φαντασία μου η θωριά ενός συνδαιτυμόνα, ο οποίος καθόταν ακριβώς απέναντί μου. Ήταν άντρας μεσαίου αναστήματος, παχουλός, περιγελαστικός, είχε το παρουσιαστικό και τους τρόπους ενός μεσίτη συναλλαγών κι έμοιαζε να μην είναι προικισμένος παρά μόνο με μια πολύ συνηθισμένη διάνοια, δεν τον είχα επισημάνει ακόμα∙ εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπό του μου φάνηκε πως άλλαξε ύφος, σκοτεινιασμένο, δίχως αμφιβολία, από κάποια αλλοίωση του φωτισμού∙ είχε γίνει κάτωχρο και βιολετί αποχρώσεις το αυλάκωναν. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν η νεκρική όψη ενός ανθρώπου που ψυχορραγούσε. Ασάλευτος όπως τα ζωγραφισμένα πρόσωπα στο διόραμα, με βλέμμα αποχαυνωμένο και καρφωμένο στις έδρες ενός κρυστάλλινου πώματος που στραφτάλιζαν∙ μα, στα σίγουρα, δεν τις μετρούσε κι έμοιαζε βυθισμένος σε κάποια εκστατική ενατένιση του μέλλοντος ή του παρελθόντος. Αφού εξέτασα για πολλή ώρα αυτό το αμφίθυμο πρόσωπο, μου γεννήθηκαν αυτές οι σκέψεις: «Άραγε, υποφέρει;», είπα από μέσα μου, «μήπως ήπιε πολύ; Μήπως καταστράφηκε από μια πτώση των κρατικών χρεογράφων; Και αν σκέφτεται πώς να εξαπατήσει τους πιστωτές του;».

«Κοιτάξτε!», είπα στη διπλανή μου, δείχνοντάς της το πρόσωπο του άγνωστου, «αυτό δεν είναι μια χρεοκοπία που ανθίζει;».

«Α, όχι!», αποκρίθηκε, «θα ήταν πιο χαρούμενος». Έπειτα πρόσθεσε, σηκώνοντας το κεφάλι της με χάρη: «Αν αυτός καταστραφεί ποτέ οικονομικά, θα πάω να το πω μέχρι το Πεκίνο! Διαθέτει ένα εκατομμύριο σε επενδύσεις ακινήτων! Είναι τέως προμηθευτής των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, ωραίος τύπος, αρκετά εκκεντρικός. Νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά από συμφέρον, κι εντούτοις κάνει τη γυναίκα του εξαιρετικά ευτυχισμένη. Έχει μια όμορφη κόρη, την οποία δεν ήθελε να αναγνωρίσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα∙ μα ο θάνατος του γιου του, που δυστυχώς σκοτώθηκε σε μονομαχία, τον υποχρέωσε να την πάρει στο σπίτι του, καθότι δεν μπορούσε πια ν’ αποκτήσει παιδιά. Το καημένο το κορίτσι έγινε με αυτόν τον τρόπο μια από τις πλουσιότερες κληρονόμους στο Παρίσι. Η απώλεια του μοναχογιού του έριξε αυτό τον αξιαγάπητο άνθρωπο σε μια θλίψη, η οποία κάνει και πάλι την εμφάνισή της από καιρό σε καιρό».

Εκείνη τη στιγμή, ο προμηθευτής σήκωσε τα μάτια του προς το μέρος μου∙ το βλέμμα του μ’ έκανε να τιναχτώ από τη θέση μου — τόσο σκυθρωπό και συλλογισμένο ήταν! Αναμφισβήτητα, εκείνη η ματιά που μου έριξε συνόψιζε μια ολόκληρη ζωή. Αλλά μονομιάς η φυσιογνωμία του ξανάγινε χαρούμενη∙ πήρε το κρυστάλλινο πώμα, με μια μηχανική κίνηση το τοποθέτησε σε μια καράφα που βρισκόταν γεμάτη νερό μπροστά στο πιάτο του και γύρισε το κεφάλι προς τον κύριο Χέρμαν χαμογελώντας. Αυτός ο άντρας, σε μακάρια ευδαιμονία από τις ηδονές της καλοφαγίας, αναμφίβολα δεν είχε δεύτερες σκέψεις στο κεφάλι του και τίποτα δεν τον απασχολούσε. Ντρεπόμουν επίσης, κατά κάποιον τρόπο, που σπαταλούσα τη μαντική μου επίνοια για την ποταπή ψυχή ενός χοντρόπετσου χρηματιστή. Για όσο διάστημα επιδιδόμουν ματαίως σε φρενολογικές παρατηρήσεις, ο καλοκάγαθος Γερμανός είχε μπουκώσει τη μύτη του με μια πρέζα καπνού και ξεκινούσε την ιστορία του. Θα μου ήταν αρκετά δύσκολο να την αναπαράξω με τις ίδιες διατυπώσεις, με τις συχνές παύσεις του και τις διεξοδικές παρεκβάσεις του. Κι επιπλέον, την έγραψα όπως μου άρεσε, αφήνοντας τα λάθη στον άντρα από τη Νυρεμβέργη και ιδιοποιούμενος ό,τι μπορεί να είναι ποιητικό και ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία, με την αθωότητα των συγγραφέων, οι οποίοι ξεχνούν να βάλουν στον τίτλο των βιβλίων τους: μεταφρασμένο από τα γερμανικά.

 

***********************************************************

 

Η Ιστορία στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ είναι πρώτα απ’ όλα η Ιστορία της διαφοράς και της αντίθεσης μέσα από ανταγωνισμούς και κερδοσκοπίες, κληρονομιές και δολοφονίες, μικρές ραδιουργίες και «αόρατες» συνωμοσίες.

Το «Ένα επεισόδιο από την εποχή της Τρομοκρατίας» και «Το κόκκινο πανδοχείο», ως συστατικά μέρη της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», δεν διαθέτουν ως μοναδικό τους σύνδεσμο το ότι διαδραματίζονται σε συγκεκριμένες φάσεις από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Αν και με διαφορετικό τρόπο, συναντάμε και στα δύο το χρήμα και το αίμα – ή το χρυσάφι και ένα κομμένο κεφάλι.

Ο Μπαλζάκ, με την «επαναστατική διαλεκτική» του, μας δίνει δύο καταπληκτικές ρεαλιστικές ιστορίες από την «κοινωνία» της «Ανθρώπινης Κωμωδίας».

 

 

The post Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Το κόκκινο πανδοχείο», (Μτφρ.: Νίκος Σκοπλάκης), εκδ. Κοβάλτιο, 2018 appeared first on Ποιείν.

Marianne Moore, Ποιήματα (μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου)

$
0
0

Silence

My father used to say,
“Superior people never make long visits,
have to be shown Longfellow’s grave
or the glass flowers at Harvard.
Self-reliant like the cat—
that takes its prey to privacy,
the mouse’s limp tail hanging like a shoelace from its mouth—
they sometimes enjoy solitude,
and can be robbed of speech
by speech which has delighted them.
The deepest feeling always shows itself in silence;
not in silence, but restraint.”
Nor was he insincere in saying, “Make my house your inn.”
Inns are not residences.

Σιωπή

Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει,
«Οι ανώτεροι άνθρωποι δε χρονοτριβούν στις επισκέψεις,
χρειάζεται να εμφανισθούν στον τάφο του Λονγκφέλοου
ή στην έκθεση των γυάλινων ανθών του Χάρβαρντ.
Με την αυτοπεποίθηση μιας γάτας –
που σέρνει τη λεία της μακριά απ’ τα βλέμματα,
η λεπτή ουρά του ποντικιού να κρέμεται απ’ το στόμα της
σαν κορδόνι –
έτσι κι αυτοί μερικές φορές προτιμούν την απομόνωση,
και θα μπορούσες να τους κλέψεις μια κουβέντα ή δυο
με λόγια που βαθιά θα τους ευχαριστούσαν.
Το γνησιότερο των συναισθημάτων φανερώνεται πάντοτε μες στη σιωπή•
όχι σιωπηλό, μα ελεγχόμενο.»
Ούτε υπήρξε ανειλικρινής όταν έλεγε, «Νιώσε το σπίτι μου άνετο σαν ξενώνα.»
Οι ξενώνες δε θεωρούνται κατοικία.

The Steeple Jack

Dürer would have seen a reason for living
in a town like this, with eight stranded whales
to look at; with the sweet sea air coming into your house
on a fine day, from water etched
with waves as formal as the scales
on a fish.

One by one in two’s and three’s, the seagulls keep
flying back and forth over the town clock,
or sailing around the lighthouse without moving their wings —
rising steadily with a slight
quiver of the body — or flock
mewing where

a sea the purple of the peacock’s neck is
paled to greenish azure as Dürer changed
the pine green of the Tyrol to peacock blue and guinea
gray. You can see a twenty-five-
pound lobster; and fish nets arranged
to dry. The

whirlwind fife-and-drum of the storm bends the salt
marsh grass, disturbs stars in the sky and the
star on the steeple; it is a privilege to see so
much confusion. Disguised by what
might seem the opposite, the sea-
side flowers and

trees are favored by the fog so that you have
the tropics first hand: the trumpet-vine,
fox-glove, giant snap-dragon, a salpiglossis that has
spots and stripes; morning-glories, gourds,
or moon-vines trained on fishing-twine
at the back door;

cat-tails, flags, blueberries and spiderwort,
striped grass, lichens, sunflowers, asters, daisies —
yellow and crab-claw ragged sailors with green bracts — toad-plant,
petunias, ferns; pink lilies, blue
ones, tigers; poppies; black sweet-peas.
The climate

is not right for the banyan, frangipani, or
jack-fruit trees; or for exotic serpent
life. Ring lizard and snake-skin for the foot, if you see fit;
but here they’ve cats, not cobras, to
keep down the rats. The diffident
little newt

with white pin-dots on black horizontal spaced-
out bands lives here; yet there is nothing that
ambition can buy or take away. The college student
named Ambrose sits on the hillside
with his not-native books and hat
and sees boats

at sea progress white and rigid as if in
a groove. Liking an elegance of which
the source is not bravado, he knows by heart the antique
sugar-bowl shaped summer-house of
interlacing slats, and the pitch
of the church
spire, not true, from which a man in scarlet lets
down a rope as a spider spins a thread;
he might be part of a novel, but on the sidewalk a
sign says C. J. Poole, Steeple Jack,
in black and white; and one in red
and white says

Danger. The church portico has four fluted
columns, each a single piece of stone, made
modester by white-wash. This would be a fit haven for
waifs, children, animals, prisoners,
and presidents who have repaid
sin-driven

senators by not thinking about them. The
place has a school-house, a post-office in a
store, fish-houses, hen-houses, a three-masted schooner on
the stocks. The hero, the student,
the steeple-jack, each in his way,
is at home.

It could not be dangerous to be living
in a town like this, of simple people,
who have a steeple-jack placing danger signs by the church
while he is gilding the solid-
pointed star, which on a steeple
stands for hope.

Ο Συντηρητής Καμπαναριών

Ο Ντύρερ θα έβλεπε έναν λόγο για να ζει
σε μια πόλη σαν κι αυτή• με οκτώ φάλαινες που εξόκειλαν
σε ανοιχτή θέα• με το γλυκό θαλασσινό αεράκι που μπαίνει μες στο σπίτι σου
μια ηλιόλουστη μέρα• από το νερό που σημαδεύτηκε
με κύματα τόσο αυστηρά όπως τα λέπια
πάνω στο ψάρι.

Ένα-ένα σε τριάδες και δυο-δυο, τα γλαρόπουλα εξακολουθούν
να πετούν πίσω και μπρος απ’ το ρολόι της πλατείας
ή να ταξιδεύουν γύρω απ’ τον φάρο δίχως να κουνούν τα φτερά –
κερδίζοντας σταθερά ύψος μ’ ένα ελαφρύ
τρέμουλο στο σώμα – ή να σμίγουν
νιαουρίζοντας εκεί

όπου η θάλασσα το μοβ από τον λαιμό του παγωνιού
ξεθωριάζει σ’ ένα πρασινωπό αζούρ όπως ο Ντύρερ άλλαξε
το πράσινο των πεύκων του Τιρόλ με το μπλε του παγωνιού
και το φραγκοκοτίσιο γκρι. Μπορείς να δεις είκοσι πέντε
λίβρες αστακό• και τα δίχτυα των ψαράδων αραγμένα
να στεγνώνουν. Το

θυελλώδες εμβατήριο της βροχής λυγίζει το αλμυρό
βαλτώδες χορτάρι, ενοχλεί στον ουρανό τ’ αστέρια και
το άστρο στο καμπαναριό• είναι προνόμιο να βλέπεις τόσο
μεγάλη σύγχυση. Μεταμφιεσμένα με κάτι που
ίσως να έμοιαζε το αντίθετο, τα λουλούδια
και τα δέντρα

της ακτής ευνοούνται από την ομίχλη ώστε να έχεις
τους τροπικούς από πρώτο χέρι: γιγάντια σκυλάκια,
βιγόνιες, ραβδωτές σαλπιγλώσσες και μοβ
δακτυλίδες• πρωινές δόξες, κολοκύθες
και φεγγαρολούλουδα κρέμονται πάνω στον ναυτικό σπάγκο
της πίσω πόρτας:

βούρλα, ίριδες, τηλέγραφοι και βατόμουρα,
ριγωτό γρασίδι, αστράκι, λειχήνες, μαργαρίτες, ηλιοτρόπια –
αναρριχητικά ραγκούν κίτρινα και καβουρόσχημα με τρυφερά βλαστάρια –
φτέρες, πετούνιες• κρίνα ροζ, μπλε
και τίγρινα• παπαρούνες, μαύρα μοσχομπίζελα.
Το κλίμα

δεν ευνοεί την ινδοσύκη, το φρατζιπάνι ή
τον αρτόκαρπο• ούτε την εξωτική ζωή
των ψυχρόαιμων. Δέρμα δράκου και φιδοτόμαρο για τα πόδια, αν το βρίσκεις ταιριαστό•
αλλά εδώ έχουν γάτες, όχι κόμπρες, για
να μειώνουν τα ποντίκια. Τα φοβισμένα
μικροσκοπικά αμφίβια

με τις λευκές βούλες πάνω στο μαύρο οριζόντιο σκόρπια
ανά ομάδες ζουν εδώ• κι ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα
που να μπορεί η φιλοδοξία να πάρει ή να αγοράσει. Ο κολεγιακός φοιτητής
με το όνομα Αμβρόσιος κάθεται στην άκρη του λόφου,
με το «ξενικό» καπέλο και τα βιβλία του
και βλέπει τις βάρκες

λευκοντυμένες και καμαρωτές να απομακρύνονται στη θάλασσα σαν μια
χορογραφία. Θαυμάζοντας μια κομψότητα της οποίας
η πηγή δεν είναι κάλπικη, γνωρίζει απ’ έξω τα πλεγμένα σανίδια
του παλιού εξοχικού σε σχήμα
ζαχαριέρας, και την κορυφή
στο ύψος

του καμπαναριού, όχι αληθινό, όπου ένας άντρας στα κόκκινα
αμολάει το σχοινί του όπως η αράχνη κάνει στον ιστό της•
θα μπορούσε να είχε βγει από κάποιο μυθιστόρημα, αλλά η πινακίδα
στο πεζοδρόμιο γράφει Σ. Τζ. Πουλ, Συντηρητής Καμπαναριών –
με άσπρο και μαύρο χρώμα• και μια άλλη με κόκκινο
και άσπρο λέει

Κίνδυνος. Το προστώο του ναού έχει τέσσερις αυλακωτές
κολώνες, η καθεμιά κι ένα κομμάτι πέτρα, που έγινε
πιο ταπεινή με το ασβέστωμα. Αυτό θα ήταν ένα ταιριαστό άσυλο
για τα παιδιά, τα ορφανά, τους φυλακισμένους, τα ζώα
και τους προέδρους που ξεπλήρωσαν
τους αμαρτωλούς

γερουσιαστές με το να μην τους σκέφτονται. Το
μέρος έχει σχολείο, σε κάποιο μαγαζί
ταχυδρομείο, ψαράδικο, κοτέτσια και μια τρικάταρτη σκούνα στα
σκαριά. Ο φοιτητής, ο ήρωας
και ο συντηρητής, ο καθένας με τον τρόπο του,
βρίσκονται σπίτι.

Δε θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη η ζωή
σε μια τέτοια πόλη, απλών ανθρώπων,
που έχουν έναν συντηρητή να βάζει πινακίδες κινδύνου δίπλα από την εκκλησία
καθώς γυαλίζει το συμπαγές-
μυτερό αστέρι, που πάνω στο καμπαναριό
στέκεται για την ελπίδα.

A Graveyard

Man, looking into the sea—
taking the view from those who have as much right to it as you have it to yourself—
it is human nature to stand in the middle of a thing
but you cannot stand in the middle of this:
the sea has nothing to give but a well excavated grave.
The firs stand in a procession—each with an emerald turkey-foot at the top—
reserved as their contours, saying nothing;
repression, however, is not the most obvious characteristic of the sea;
the sea is a collector, quick to return a rapacious look.
There are others besides you who have worn that look—
whose expression is no longer a protest; the fish no longer investigate them
for their bones have not lasted;
men lower nets, unconscious of the fact that they are desecrating a grave,
and row quickly away—the blades of the oars
moving together like the feet of water-spiders as if there were no such thing as death.
The wrinkles progress upon themselves in a phalanx—beautiful under networks of foam,
and fade breathlessly while the sea rustles in and out of the seaweed;
the birds swim through the air at top speed, emitting cat-calls as heretofore—
the tortoise-shell scourges about the feet of the cliffs, in motion beneath them
and the ocean, under the pulsation of light-houses and noise of bell-buoys,
advances as usual, looking as if it were not that ocean in which dropped things are bound to sink—
in which if they turn and twist, it is neither with volition nor consciousness.

Το Νεκροταφείο

Άνθρωπε, που κοιτάζεις μέσα στη θάλασσα –
στερώντας τη θέα από εκείνους που έχουν πάνω της το ίδιο δικαίωμα όσο έχεις κι εσύ για τον εαυτό σου –
είναι φύσει ανθρώπινο να σταθείς στη μέση ενός πράγματος,
αλλά δε γίνεται να σταθείς εν μέσω αυτής:
η θάλασσα δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει παρά έναν καλοσκαμμένο τάφο.
Τα έλατα στέκονται σε πομπή – έκαστο με ένα σμαραγδένιο τρίγωνο στην άκρη – εσωστρεφή όπως τα περιγράμματά τους – λέγοντας τίποτα·
η απώθηση, ωστόσο, δεν είναι το πιο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό της θαλάσσης·
η θάλασσα είναι ένας συλλέκτης, ταχύς στο να επιστρέψει το αδηφάγο βλέμμα.
Υπάρχουν κι άλλοι πέρα από εσένα οι οποίοι ενδύθηκαν αυτό το βλέμμα –
η έκφραση των οποίων έπαψε να είναι μία διαμαρτυρία –
τα κόκκαλα των οποίων έπαψαν να είναι το αντικείμενο της έρευνας για τα ψάρια
εφόσον δεν έχουνε αντέξει·
άντρες ρίχνουν τα δίχτυα, δίχως επίγνωση πώς βεβηλώνουν έναν τάφο,
και κωπηλατούν γρήγορα μακριά· όμοια με τα πόδια της αράχνης στην επιφάνεια
κινούν συγχρονισμένα τα πτερύγια λες και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
όπως ο θάνατος.
Οι κυματισμοί αναδιπλώνονται εις εαυτόν σε μία φάλαγγα – υπέροχοι κάτω από ένα αφρώδες δίκτυο,
και καταλήγουν ξέπνοα ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα κι έξω από τα φύκια·
τα πουλιά βουτούν στον αέρα με τη μέγιστη ταχύτητα, γιουχάροντας κατά το σύνηθες–
τις ρίζες των βράχων γδέρνει το καύκαλο μιας χελώνας, ανάμεσά τους εν κινήσει κι ο ωκεανός, κάτω από τον παλμό των φάρων και τον ήχο των σημαδούρων,
όπως πάντα προελαύνει, δείχνοντας λες και δεν είναι αυτός ο ίδιος ωκεανός
μες στον οποίο όλα τα πεταμένα πράγματα δεσμεύονται να βουλιάξουν –
μες στον οποίο το αν αναδεύονται ή αν θα στροβιλιστούν, δεν θα ‘ναι
από δική τους βούληση ή συνείδηση.

The post Marianne Moore, Ποιήματα (μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου) appeared first on Ποιείν.


Χάρης Μανουσάκης, Τρία τραγούδια σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 2019

$
0
0

`
Ποίηση: Ναπολέων Λαπαθιώτης Μουσική: Χάρης Μανουσάκης Ερμηνεία: Εμμανουέλα Νινιράκη
`
****************************************************
* Ηχογραφήσεις στο σπίτι και Mad Hat Music*, Μίξεις : Νίκος Βογιατζάκης, Mad Hat Music Mastering : Πάνος Μπόθος, Εξώφυλλο : Πάνος Ανδριανός
`
Αηδόνι Στο Κλουβί
Έχω έν’ αηδόνι στο κλουβί,
Κι απ’ τον καημό του λιώνει·
έχω έν’ αηδόνι στο κλουβί,
και μοίρεται, τ’ αηδόνι.
Μου λέει για τις αμυγδαλιές
που ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τις τριανταφυλλιές –
και μοίρεται, τ’ αηδόνι…
Και παραδέρνει ανώφελα,
και τα φτερά του απλώνει,
κάθε που φεύγουν τα πουλιά,
κι αναρριγούν οι κλώνοι…

*

Κρίνο Με Τα Κρίνα

Θα γίνω κρίνο με τα κρίνα,
θα μάθω αν έχουνε καρδιά,
αν ονειρεύονται κι εκείνα
και ξεψυχούνε στα κλαδιά…

Και στα φεγγάρια τ’ ασημένια,
στον κρυσταλλένιο το γιαλό,
τη γλώσσα την τριανταφυλλένια
θα μάθω να κρυφομιλώ…

θα μάθω πώς κρυφαγαπούνε
και κλαίνε οι πράσινοι κισσοί,
και τ’ αστεράκια θα μου πούνε
την θλίψη τους, που’ ναι χρυσή…

Και αφού με μάθουν την λαλιά των,
στον ολογάλανό βυθό,
στις αρμονίες των κυμάτων
θα πέσω ν’ αποκοιμηθώ…

Και την φτωχή καρδιά μου οι κλώνοι
θα την αρπάξουν, πριν πνιγώ,
και θα την κάμουν έν’ αηδόνι,
γλυκό-γλυκό, σίγο-σίγο…

`

*

Οι Κόσμοι Ήταν Γιομάτοι
(Vöglein’s Abendlied)

Πήρε το κρίνο, το άσπρο κρίνο,
μια στάλα ασήμι απ΄το φεγγάρι·
κι από τα πέταλα του, εκείνο,
γλυκό χαμόγελο έχει πάρει…

Το ρόδο ρούφηξε απ΄τη δύση
την κόκκινη φωτοπλημμύρα,
και το σκοτάδι, άμα ροδίσει,
πίνει τα ολόγλυκά του μύρα…

Πήρε απ΄τα κύματα η φλογέρα,
κι απ΄τη βροχή, δροσούλα, οι κλάδοι·
η νύχτα πήρε από τη μέρα,
πήρε το φως απ΄ το σκοτάδι…

Ζήλεψα… Οι κόσμοι ήταν γιομάτοι
άστρα, χαμόγελα, άνθη, μύρα!
Πήγα κι εγώ να πάρω κάτι,
μα ήταν πικρό. Και δεν το πήρα.

 

The post Χάρης Μανουσάκης, Τρία τραγούδια σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 2019 appeared first on Ποιείν.

Ευδοκία Ζορπίδου, Ποιήματα

$
0
0

Εμβατήριο βαλς

Απέτισαν τον αναμενόμενο -για την περίσταση- φόρο τιμής.
Κράτησαν μάλιστα και ενός λεπτού σιγή.
Απομακρύνθηκαν έπειτα την προκαθορισμένη ώρα,
με βήμα ταχύ,
απ’ το ένδοξο μνημείο
των διακαών τους πόθων!

Κι έκτοτε, παρελαύνουν συντονισμένοι στον ρυθμό του εμβατηρίου,
που άλλοι όρισαν,
αψηφώντας την ενδόμυχη μελωδία τους
που- χρόνια τώρα-
παίζει ρομαντικά
ένα βαλς …

Εκπόρθηση

Αφέθηκε…
Ρίχνοντας ενστικτωδώς τις βαθιά φυλαγμένες της άμυνες,
ένα- ένα τα κομμάτια απ’ το παλιό υψωμένο τείχος,
άνοιξε διάπλατα την υγρή της τάφρο
και τον υποδέχτηκε.

Άμα τη αφίξει του,
έπεσαν θριαμβευτικά τα κάστρα -συνοδεία σάλπιγγος-
και κατέρρευσαν οι προμαχώνες
και άνοιξαν διάπλατα οι πύλες.

Μα δεν ήταν τελικά παρά άλλος ένας κατακτητής,
που άφησε τα ίχνη του στο πολύπαθο κορμί της…

Μυστηριώδης πέπλος

Η νύχτα έπεσε
και η Μοίρα γούρλωσε τα μάτια.
Τη νύχτα γίνονται τεράστιες οι κόρες της
και μας κοιτάνε επίμονα,
μέχρι τα κατάβαθα της ζωής μας,
έχοντας συναίσθηση των δεινών που μας περιμένουν.
Έχοντας πλήρη συναίσθηση του γλυκόπικρου…

The post Ευδοκία Ζορπίδου, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937), «Η Καθαρή Δευτέρα»

$
0
0

`

Γερ. Γερολυμάτος: «Καθαρή Δευτέρα», Λάδι σε καμβά./ Βασισμένο σε μια ιδέα του Σπ. Βασιλείου

 

Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντριά. Κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο εκείνο το θλιβερό συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη μεγάλη σαρακοστή και με το σκολειό. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβύθια, κουκιά, φακή και λαχανικά και να νηστεύουμε και το λάδι τα τετραδοπαράσκευα!

Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων το κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ’ αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί αυτό λογίζονταν αμαρτία! Κι όταν ακόμα το ‘φερνε ο λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι, ή-θεός φυλάξοι!- το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς» π. χ. «ζυγιάσαμε το τυρί -μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς-και βγήκε δέκα οκάδες.

Μια μέρα μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα, ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της.

Αλλ’ ήρθα λίγο λίγο στον εαυτό μου, πείστηκα ότι δεν ήταν ψέμα κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες ακτίνες πόμπαιναν από τις χαραμάδες των κλεισμένων παραθυριών του δωματίου μου ήταν της Καθαρής Δευτέρας. Θυμήθηκα περίλυπος ότι την περασμένη βραδιά είχαμε τυρινή αποκριά. Θυμήθηκα ότι είχαμε φάει κουλιάστρα, αυγά, τηγανισμένα, τυρί, ομορφοφκιασμένη αυγοτυρόπιτα, ψάρια, χέλια και θυμήθηκα ότι ύστερα απ’ το δείπνο είχαμε τραγουδήσει και χορέψει…

Όλα αυτά τα’ αναθυμήματα περνούσαν απ’ τη φαντασία μου σαν εικόνες φωτόλουστες, χαρωπές, όμορφες, γεμάτες τέρψη και ευθυμία, η μία πίσω από την άλλη, σαν κύμα που διδάχεται το κύμα, αλλ’ η Καθαρή Δευτέρα, γριά ψηλή, σεμνή, ασπροντυμένη και κατακάθαρη, σκυθρωπή, μ’ αυστηρό πρόσωπο και κάτασπρο φακιόλι, παρουσιάστηκε στη στιγμή μπροστά μου και μόσβησε όλες εκείνες τις όμορφες τερπνές εικόνες και με φοβέριζε μ’ ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια της, απαράλλαχτη όπως μου την είχε παραστήσει η μάνα μου άλλες χρονιές, όταν ήθελα να φάγω πίτα ανήμερα.

–Πεινώ μάνα! Είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό.

–Άνοιξε την άρκλα, μου είπε και πάρε ψωμάκι και φάε!

–Δεν έχεις τίποτε προσφάγι ρώτησα με δακρυσμένα μάτια.

–Σήμερα παιδί μου προσφάγι μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενευόταν που της ζητούσα προσφάγι. Προσφάγι τρήμερο μέρα;

-Αλλά δεν τρων σήμερα τίποτε άλλο εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα.

–Τίποτε, τίποτε! μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά. –Κανένα σύκο, καμιά σταφίδα να φάγω για προσφάγι;

-Σύκο, σταφίδα, τι λές μοναχέ μ’ κι ακριβέ μ’;

-Σήμερα τρήμερο Καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί, αλλά μονάχα ψωμί και νερό και τίποτε, τίποτε άλλο!

-Πώς να κάνω, της είπα που εγώ θέλω και προσφάγι; Ελιές δεν κάνει να φάω;

-Μπα! μπα! μπα! Ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ ’ανάβαλμά τους μόνο. Το λάδι δε βγαίνει απ’ τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές» έφτυσε, για να ξεπλύνη το στόμα της να μη μαγαρίση.

-Πώς να κάνω της ξαναείπα,που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι;

Κι αυτή κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξεφορτωθη:

-Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρης περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας.

Κι αναφέροντας τα περδικαυγά ξανάφτυσε.

 

-Και τρων περδικαύγα μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα.

-Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρης, να μου τα φέρεις να στα ψήσω να τα φας.

-Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα.

-Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή… βούτυρο.

-Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα!

-Ας είναι και ψημένα… είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ’ είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια;

-Και καλύτερα ακόμη.

-Δεν μου το’ λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυρρανιέμαι;

Και λέγοντας αυτά, ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάω στην πλαγιά μόνος μου. Αλλά δεν μου ’ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ’χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου τον Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω:

-Γιάννη! Γιάννη!

-Όρσε! μου απολογήθηκε εκείνος με ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι.

-Έλα γρήγορα που σου λέω. Του πρόσταξα.

Βγήκε ο Γιάννης στον δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα το ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο μ’ αγκάθια.

-Τι με θέλεις; Μου ξαναείπε βγαίνοντας.

-Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, κι άιντε μας να πάμε πλαγινά να μαζέψουμε περδικαύγα.

-Τι να τα κάνωμε τα περδικαύγα; Με ρώτησε εκείνος.

-Τι να τα κάνωμε; του είπα. Να τα φάμε!

-Και τρων αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος.

-Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα. Μου το’ πε η μάνα μου!

Η μάνα μου ήταν η πολύξερη του χωριού μας  και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα… Όλα τα’ άλλα τά ‘ξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα, κι απ’τους πλειότερους άντρες ακόμα… Ήξερε τις γιορτές, ποιες είναι οι βαριές και ποιες οι αλαφριές, καθώς και ποιες κάνουν και τα γαϊδούρια σκόλη. Ήξερε να ζυγιάζη, ήξερε τις δρύμες, πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Ήξερε πότε είναι η χάση και πότε είναι η πιἀση του φεγγαριού. Ήξερε πότε ήταν δισεχτιά και είχε ο Φλεβάρης εικοσιεννιά μέρες και πότε εικοσιοχτώ. Ήξερε ποια τετραδοπαρασκευή αρταίνονται και ποια σαρακοστεύουν.

Ήξερε πότε ανοίγει το Τριώδι και πότε είναι η μεγάλη Πασκαλιά, λογαριάζοντας τη γιόμωση του φεγγαριού, και ποιοι μήνες έχουν τριάντα και ποιοι τριάντα μια. Ήξερε τέλος πάντων πολλά κι άμα τα’ἀκουσε ο φίκλος μου ο Γιάννης ότι το ‘χε πει η μάνα μου ότι τρων περδικαύγα την Καθαροδευτέρα, θυμήθηκε ότι του το ‘χε πει κι η μάνα του το πρωί, αλλά δεν το πίστεψε, νομίζοντας ότι τον γελούσε. Πέταξε λοιπόν αμέσως το ψωμοκόμματο απ’ τα χέρια του στις κότες πόβοσκαν στη χλόη γύρα μας κι έτρεξε μαζί μου για περδικαύγα.

Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ νας βρούμε περδικοφωλιές με περδικαύγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ’τα προσήλια τους, περδίκια απ’ τις βοσκές τους αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά!

Ψάξαμε όλη τη μέρα χωρίς να βρούμε τίποτε! Μήπως μας είχαν γελάσει οι μάνες μας; Αλλά γιατί να μας γελάσουν; Προπάντων η μάνα δε λέει ποτέ ψέματα κι οι ορμήνειες που μόδινε συχνά ήταν: «μη κλέψης, φονέψης, μη ψευδομαρτυρήσεις.»

Γυρίζοντας, γυρίζοντας όλη μέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί βρεθήκαμε βασίλεμα ηλιού σε μια βαθιά λακιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνωμε για ν’ ανεβούμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια, που ρουφούσε τα σπλάγχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί όχι σταρίσιο αλλά και αραποσίτικο αλλά και καλαμποκίσιο αλλά και κεχρίσιο ακόμα έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, γάλα, ψάρια, κρέας… δεν περνούσαν καθόλου τότε απ’ το νου μας. Ψωμί , ψωμί να λέγονταν κι ας ήταν ό,τι. Πώς να βγάλωμε όμως τον ανήφορο και να φτάσωμε στο χωριό το γληγορότερο για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε να ανηφορέσωμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Έτσι, θέλοντας και μη, αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα στη λακιά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το χωριό. Τι να κάναμε; Να φωνάζαμε απ’ εκεί μέσα; Θα ήταν στα χαμένα… Δεν θα μπορούσε να μας ακούσει κανείς γιατί ερχόταν σαν απίκουπα το χωριό κι οι πιστικοί που θα μπορούσαν να ‘ναι εκεί γύρα, είχαν συμμαζευτεί με την ώρα τους στο χωριό. Δε συλλογιόμαστε την κακομοιριά μας που κιντυνεύαμε να κοιμηθούμε έξω Φλεβάρη μήνα, αλλ’ είχαμε και τη συλλογή του δασκάλου μας του φοβερού και τρομερού παπα-Αντριά, που θα μας ρήμαζε στις βεργιές, αν τύχαινε να ‘ρθη εκείνο το βράδυ στο χωριό και δε μας έβρισκε εκεί. Θα το θεωρούσε αυτό μεγάλη αταξία. Μη μπορώντας όμως να κάνωμε άλλο τίποτε, μαζευτήκαμε σε μιαν απόγωνη σμούλα να περάσωμε εκεί τη νύχτα! Αν είχαμε σπίρτα ή πυροβολκιά, μπορούσαμε να ανάψωμε φωτιά, αλλά πού σπίρτα! Αρχίσαμε να κρυώνωμε. Δοκιμάζω να ψάξω στις τσέπες μου μη βρω κανένα σπίρτο. Ένα σπίρτο έσωζε δύο ζωές εκείνη τη βραδιά! Ψάχνω ψάχνω…Δόξα τω θεώ. Βρίσκω δυο τρία σπίρτα!

-Σπίρτα, Γιάννη! Φωνάζω και στη στιγμή κατορθώσαμε κουτσά κουτσά να μάσωμε στα σκοτεινά μερικά φύλλα και ξερόκλαδα κι ανάψαμε φωτιά! Δόξα σοι ο μεγαλοδύναμος που μας λεημονήθηκε! Και θα ζεσταινόμαστε και τα ισκιώματα και τα κάθε λογής δαιμονικά δε θα ‘χαν ανάκρα να μας ζυγώσουν! Αν είχαμε και κανένα κομμάτι θυμίαμα ή κανένα σπυρί αλάτι, θα ήταν ακόμα καλύτερα για τα δαιμονικά, τις νεράιδες και τις ξωτικές αλλά δεν είχαμε. Η φωτιά μας φάνηκε σαν καλός σύντροφος. Πήραμε θάρρος κι αρχίσαμε να ξεχνούμε λιγάκι την πείνα κι εκεί που γλυκοπυρωνόμαστε ναρκωμένοι από την κούραση και από την πείνα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε για να ‘ρθουν να μας σηκώσουν.

Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζη και να αγριεύη πλειότερο η νύχτα, να σου ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό γκάρισμα γαϊδουριού. Γκάααααρρρρ! Μάλιστα το γνωρίσαμε κι από τη γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν.

Πιο χαρμόσυνο άγγελμα δε θα μπορούσε να μας γένη σε κείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκότερο κι από λάλημα αηδονιού εκείνο το γκάρισμα. Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους! Βάλαμε την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο αλλά δε μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό. Προχωρούσαμε αγάλια αγάλια κι άναργα λαναργα και σε μια ώρα και πλειότερο φτάσαμε στα πρόθυρα του χωριού. Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στενοχωριόνταν κι έκλαιγαν για μάς κι έτρεχαν  απ’ εδώ κι απ’ εκεί στενοχωριόνταν κι η γειτόνισσά μας για το χαμένο της το γαϊδούρι μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος. Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζη χαρούμενα και μια τσιούπρα που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πεί στα σπίτια μας για να πάρη σχαρίκια. Σε μια στιγμή και πριν φτάσωμε στο μεσοχώρι, έτρεξε όλο το χωριό μ’ αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πως είχαμε χαθεί. Αλλά οι πλειότεροι είχαν την ιδέα πως μας είχαν πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφηκαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα. Μέσα σ’ εκείνη την αναμπομπούλα ένιωσα ότι μ’ είχε αρπάξει κάποιος στη αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας.

-Τι μόγινες σήμερα μονάκριβέ μου;

-Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη.

-Χαλασιά μου και φορτούνα μου παιδάκι μου, τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα, εγώ.

-Είχαμε μπεί πια στην αυλή του σπιτιού μας.

-Ψωμί, ψωμί, φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή.

-Ψωμή, μωρή. Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου.

-Ψωμί γρήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί απ’ την πείνα!

Και πριν μπούμε ακόμα στο σπίτι, μου παρουσίασε έναν κόμματο ψωμί η αδερφή μου.

Άρχισα να το καταπίνω. Νόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν!

Όταν άνοιξα τα μάτια, που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου.

-Μάνα… με μέλι το ‘χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;

-Όχι παιδί μου.

-Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό;

Έτσι είναι μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για κείνους που δεν τρώνε καθόλου όλη την μέρα…

Και μ’ όλα ταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ‘ χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαύγων, που μού ‘χε κάνει εκείνο το πρωί.

 

 

 

 

The post Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937), «Η Καθαρή Δευτέρα» appeared first on Ποιείν.

Μάνος Ελευθερίου, «Τρία ποιήματα», Edizioni Fratelli Sublimi, Αθήνα 2018 -εκτός εμπορίου

$
0
0

ΟΙ ΑΣΚΕΠΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΟΥΚΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

`

Ασκεπείς και πεζοί ως ύψιστη τιμή προς τον νεκρό

και με την πένθιμη επίσημη στολή χωρίς παράσημα

ακολούθησαν τη σορό του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

οι δυο Μεγάλοι Δούκες και αδελφοί του κακορίζικου

Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄.

Πίσω τους έρχονταν οι αρχές της Αγίας Πετρούπολης

και οι πραγματικοί στενοί του φίλοι, λαός αρίφνητος,

τυραννισμένος, οι περισσότεροι οδυρόμενοι

για την απώλεια του ένδοξου ειδώλου τους

του μάγου συγγραφέα

βλέποντας κιόλας πόσο αργά οι άνθρωποι τιμούν

αυτούς που τιμωρήθηκαν με φθόνο και καταλαλιά

με φυλακίσεις και εξορίες.

`

Ωστόσο, σκέπτομαι, τέτοιες τιμές οφείλονται

για το χαμό τέτοιων ανθρώπων.

`

Γι’ αυτό κι εγώ πάντα πεζός και ασκεπής

ως ύψιστη τιμή και χρέος

και με το σκούρο πένθιμο κοστούμι μου

έτσι ακολουθώ περίλυπος τα μάταια

και τ’ ακριβά του κόσμου ετούτου

φίλους, ελπίδες, προσδοκίες

κι έτσι φιλώ ώς και τις λάσπες απ’ τα πόδια τους

ανθρώπων που αγάπησα.

`

************************************************************

Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου διοργανώνουν οι Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, ο Αθήνα 9.84 και η Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου την ημέρα γέννησής του, Τρίτη 12 Μαρτίου, στις 19.00, στην Τεχνόπολη.

Αφορμή, η έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματός του με τίτλο «Άνδρες του αίματος», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

Για τη ζωή και το έργο του θα μιλήσουν ο συνθέτης – στιχουργός Γιώργος Ανδρέου, ο ποιητής- δημοσιογράφος, Σπύρος Αραβανής, ο ποιητής-σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης και ο συγγραφέας Θανάσης Θ. Νιάρχος.
Αποσπάσματα από το έργο του θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Νένα Μεντή και Μάνος Καρατζογιάννης.
Σύντομο χαιρετισμό θα απευθύνει ο Γιώργος Νταλάρας.
Συντονίζει η δημοσιογράφος Μαρία Χούκλη.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα ακουστούν τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου από τους ερμηνευτές Πολυξένη Καράκογλου, Νίκο Μερτζάνο, Κατερίνα Παράσχου.
Συμμετέχουν οι μουσικοί Αλέξης Στενάκης (πιάνο, πνευστά), Βασίλης Γεωργακόπουλος (πιάνο) και οι συνθέτες Σπύρος Παρασκευάκος και Γιώργος Κυριάκος.
Επιμέλεια μουσικού προγράμματος: Σπύρος Παρασκευάκος

The post Μάνος Ελευθερίου, «Τρία ποιήματα», Edizioni Fratelli Sublimi, Αθήνα 2018 -εκτός εμπορίου appeared first on Ποιείν.

Rafael Obligado (Argentina, 1851-1920), «Santos Vega» -ΙΙ. Η  αγαπημένη του payador» (μετφρ. -επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας)

$
0
0

 

Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ http://www.poiein.gr/2017/08/24/rafael-obligado-argentina-1851-1920-dhiethiaoa-iaoon-adhssiaoni-ooynaeio-ioynooao/

 

 

Ο ήλιος κρύβεται: φλέγεται

ο ορίζοντας, φεγγοβολάει,

κι απάνω στον κάμπο απλώνεται

ολόχρυση  εταμίνα, ανάλαφρη.

Φυσάει  πράο τ’ αγέρι

και απ’ την αχανή περιφέρεια

στη ψυχή άλλη δεν φτάνει κραυγή

μήτε στην καρδιά νανούρισμα άλλο

εχτός απ’ τον ψιθυρισμό τον μονότονο

που ‘ ναι η φωνή που έχει το άπειρο.

`

Ο Σάντος Βέγκα την πεδιάδα διασχίζει ,

σηκωμένο  του καπέλου το γείσο,

που  της Πάμπας ο άνεμος ψηλά το κρατάει

στην μέγιστη ορμή του .

Ντυμένος με  Αμερικάνικο πόντσο,

που στον  λαιμό  λυτό  κυματίζει.

και στα μαλλιά του, σπίθες  πετώντας,

και στου μετώπου το μπρούντζο,

όπως δύει  τον σμιλεύει ο ήλιος

με την τελευταία λαμπερή ηλιαχτίδα.

`

Που  να πηγαίνει; Απόμακρος  φαίνεται

από ενός ομπού την υψωμένη  κορυφή,

σαν να  κατασκοπεύει το φευγιό

του φωτός π’ αργοσβήνει .

Κάτω από έναν ίσκιο γίγαντα

του   δέντρου που ειν’ προστάτης

μια  στέγη ,  εργόχειρο φίνο

καλαμοσκεπής απαστράπτουσας,

στο καλύβι υψώνεται εκεί μέσα που κατοικεί

του payador  η αγαπημένη.

`

Στον κορμό του αυτή έχει καθίσει,

στις σκέψεις της χάνεται και τον προσμένει,

και στα χυτά,  μαύρα μαλλιά της

βυθίζει  το χέρι της το ροδαλό της .

Τον βλέπει να ‘ρχεται: κι από το σούρουπο

ακόμη πιο πράα είναι τα μάτια της

τα σφαλίζει τότε  άδεια από  λύπες,

γιατί είναι που όλη την έκσταση της

 κείνος ξυπνάει μ’  ένα φιλί του

δοσμένο πάνω  στο μελαμψό της το μέτωπο

`

Πριν φτάσει καν, τ’ αγαπημένα χείλη

αγγίζουν  το μέτωπο το λατρεμένο.

Και μια πνοή όλο ζωή αρχίζει να ίπταται

μέσα από τα κλαδιά τα σιωπηλά…

Ένα «αχ!»  που μόλις βγήκε ,

σαν να ‘ταν του φοίνικα ψιθυρισμός

 στης ατμόσφαιρας την νηνεμία γυρνοβολάει  ∙

κι εκείνη, προσποιούμενη δήθεν ενόχληση

κάτι  μάτια σηκώνει κατά τον κύρη της

που είναι  της ψυχής της δυο ασπασμοί .

`

Σκοτάδι έπεσε.  Για λίγο μόνο

ξαπόστασε ήσυχη η   Πάμπα ,

όταν ένα  γρατσούνισμα αρμονικό

με νότες κατοίκησε τον άνεμο.

Μετά, το  ευφρόσυνο  όργανο

να δονείται πήρε σ’  ερωτικό μοιρολόι,

και, στου τροβαδούρου τον  ώμο,

γεμάτη θλίψη αγαπησιάρικη

εκείνη το κεφάλι της γέρνει

 να τ’  ακούσει καλύτερα.

`

«Το μακρινό  το σύννεφο είμαι εγώ

(ο  Βέγκα έλεγε με το τραγούδι του)

που με τα ερέβη της  νύχτας μαζί,

σαν  φτάσει  το χάραμα, το έχει σκάσει·

είμαι το φως,  που στο  παραθύρι σου μέσα

ρίχνει η σελήνη σε δέσμες φωτός·

εκείνο που μικράκι σαν ήσουν  κούνια,

τα μάτια σου άνοιξε τα γελαστά·

εκείνο που ζωγραφίζει τα όνειρα σου

μέσα σε λίμνη ερημική. »

`

«Εγώ είμαι η μουσική η ακαθόριστη

που ως τις γραμμές του ορίζοντα ακούγεται,

αυτή η αρμονία που αντιπαλεύει

 τη σιωπή, και ύστερα παίρνει να γαληνεύει ·

ο ολόδροσος άνεμος που ευφρόσυνος γίνεται

με το πέταγμα του το ανυποχώρητο

που  στου ομπού την κορυφή

την θαρραλέα την πάει πέρα-δώθε ·

και η κιθάρα η πονεμένη

που ‘χει συνήθειο της  να σε κάνει να κλαις!»

`

Απαλό ψιθύρισμα ενός στεναγμού,

ενός αγγίγματος που δάκρυα  φέρνει,

την φοβερή σκιά βαθιά τη ράγισε ,

τριγμούς προκάλεσε στο κοιμώμενο δέντρο.

Κατόπιν, ο  υπόκωφος  θόρυβος

σπασμένων χορδών παντού ακούστηκε ·

ένας στρόβιλος  πέρασε

χτυπώντας το ράντσο το κοντινό ∙

και στα περάσματα της πεδιάδας

βυθίστηκαν όλα μες την σιωπή.

`

Μετά, το κενό  πυρπολώντας

ψηλά σηκώθηκε η χαραυγή,

με κείνο το βλέμμα της το λευκό

που σπίθες κάνει να πετιούνται απ’ την πάχνη  .

Κι όταν ο ήλιος μες το ποτάμι

έχυσε εκεί τις πρώτες του φλόγες,

  ένας ίσκιος ανάλαφρος φάνηκε

που προς τη δύση πήγαινε για να κρυφτεί ,

και το ψηλό ομπού να τραμπαλίζεται πήρε

πάνω απ’  τα ερείπια τα παλιά.

`

***************************************************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

O Rafael Obligado (Αργεντινή, 1851-1920) είναι ένας από τους διακεκριμένους εκπρόσωπους της ρομαντικής ποίησης της Αργεντινής, και συγκεκριμένα της ποίησης gauchesca που έχει ως σημείο αναφοράς της τους ανθρώπους της Αργεντίνικης Πάμπας (gauchos)  και που έδωσε σημαντικά έργα στην εποχή της, έχοντας ως βασικούς της εκπρόσωπους, εκτός από τον Rafael Οbligado, τους José Hernández και Hilario Ascasubi.  Η επιθυμία του να αφοσιωθεί στην ποίηση τον έκανε να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Νομική. Το έργο του αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα και τον καθιέρωσε ως  μια από τις λαμπρές μορφές,  του πνευματικού κόσμου της χώρας του, όπου αργότερα ήτανε ένας από τους θεμελιωτές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Το 1883 εξέδωσε το ποίημα «Σάντος Βέγκα», που υπήρξε ένα εμβληματικό έργο στην εποχή του. Πρόκειται για μια μεγάλη σε έκταση ποιητική σύνθεση, εμπνευσμένη από ένα αληθινό πρόσωπο, τον τροβαδούρο (payador) Σάντος Βέγκα, που είχε αποκτήσει διαστάσεις λαϊκού θρύλου και είχε  απασχολήσει  και άλλους  ποιητές της και πεζογράφους εποχής εκείνης. Ο Σάντος Βέγκα, σύμφωνα με τον θρύλο ήταν ένας λαϊκός, αυτοδίδακτος  βάρδος που μάγευε τα πλήθη με την κιθάρα και τη φωνή του. Μέχρι που κάποια στιγμή αναγκάζεται να δεχτεί μια μουσική αναμέτρηση με  έναν εντυπωσιακό, τόσο στην   εμφάνιση   όσο και στις φωνητικές  ικανότητες,  νέο που σύμφωνα με τον θρύλο ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Τον θρύλο  αυτόν, ο εκάστοτε δημιουργός που καταπιάστηκε μαζί του για να του δώσει λογοτεχνική μορφή , τον προσέγγισε με διαφορετικό τρόπο και μέσα από διαφορετικό πρίσμα κάθε φορά. Έτσι, στις πιο συχνές εκδοχές του,  άλλοτε εκλήφθηκε σαν μια αλληγορία του Προπατορικού Αμαρτήματος κι άλλοτε σαν μια αναμέτρηση μεταξύ παράδοσης και προόδου.   Όσον αφορά τον «Σάντος Βέγκα» του Rafael Obligado πρόκειται,   από τεχνικής και λογοτεχνικής άποψης, σύμφωνα με τη γνώμη διαφόρων μελετητών, για την  πιο αριστοτεχνική, ποιητική  απόδοση.

Το ποίημα είναι γραμμένο σε τρία μέρη (μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος ο ποιητής πρόσθεσε ένα ακόμη, εμβόλιμο  μέρος)  σε στροφές δέκα οκτασύλλαβων στίχων (décimas).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The post Rafael Obligado (Argentina, 1851-1920), «Santos Vega» -ΙΙ. Η  αγαπημένη του payador» (μετφρ. -επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live