Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all 4221 articles
Browse latest View live

«Ποιητικη ανθοφορία σ’ ένα άνυδρο τοπίο» (γράφει ο Χρήστος Μαυρής) (προδημοσίευση)

$
0
0

 Προδημοσίευση από την  εισαγωγη στο υπο έκδοση βιβλίο-μελέτη του Χρήστου Μαυρή, «Λογος ερωτικος για μία «γυναίκα βουρκωμένο ποτάμι». Μια προσέγγιση στη Λιβιδώ του Μανόλη Πρατικάκη».

 

 

`

TO 1978 HTAN μία αρκετα παραγωγικη χρονια για την ελληνικη λογοτεχνία, ειδικα για την ποίηση, γιατι εκδόθηκαν μία σειρα απο σπουδαία ποιητικα βιβλία στον ευρύτερο ελληνικο χώρο, τόσο απο παλαιότερους όσο και απο νεότερους (κυρίως) ποιητες. Ήταν βιβλία που ανέβαζαν πολυ ψηλα τον πήχυ της ελληνικης ποίησης, τόσο απο την πλευρα της ποιότητας του περιεχόμενου, όσο και απο την πλευρα της αισθητικης, γεγονος που της έδινε, αυθωρει και παραχρήμα, το δικαίωμα για ακόμη καλύτερες επιδόσεις στο χρηματιστήριο της Τέχνης.

Κάποιες μάλιστα απο αυτες τις ποιητικες συλλογες αποτέλεσαν ορόσημα και σημεία αναφορας στην ελληνικη λογοτεχνία, όπως η ποιητικη συλλογη Μαρία Νεφέλη, του Οδυσσέα Ελύτη, καθως και η συλλογη Λιβιδω του νεότερου Μανόλη Πρατικάκη, για την οποία θα αναφερθω εκτενέστερα στη συνέχεια αυτης της μελέτης.

`

 

`

Διερωτήθηκα και προβληματίστηκα όμως, ουκ ολίγες φορες, όπως υποθέτω και άλλα άτομα που ασχολούνται συστηματικα με την μελέτη της ελληνικης λογοτεχνίας, ποιος ήταν ο βαθύτερος λόγος που οδήγησε σε αυτη την ποιητικη ανθοφορία και, παράλληλα, σε αυτη την τόσο πλούσια εκδοτικη δραστηριότητα σε μία χώρα που μετρούσε ακόμη τις πληγες-της απο τις πρόσφατες αντιξοότητες και συμφορες που την βρήκαν, αλλα και σε μία περίεργη και δύσκολη χρονια που, στον τομέα ειδικα του πολιτισμου, μάλλον άγονη έπρεπε να θεωρείται παρα εύφορη και παραγωγικη! Ας μην ξεχνάμε πως το 1978 απείχε μόλις πέντε χρόνια απο την εξέγερση των φοιτητων του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, και τέσσερα χρόνια απο την τουρκικη εισβολη στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του βορείου μέρους του νησιου. Προηγήθηκε, βέβαια, όλων αυτων των δεινων, το άνυδρο και απονευρωμένο τοπίο της δικτατορίας με τις ανυπολόγιστες καταστροφικες συνέπειες που επέφερε στο πολιτικο, κοινωνικο και πολιτιστικο γίγνεσθαι του τόπου.

Ο ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟΣ (και πασιφανης) λόγος -πέραν της κάποιας οικονομικης ευμάρειας που άρχισε να διακρίνει μεγάλη μερίδα του ελληνικου λαου- ήταν, κατα την άποψή-μου, η πλήρης ελευθερία που επήλθε στον πνευματικο κόσμο της Ελλάδας αμέσως μετα την κατάρρευση της στρατιωτικης χούντας των Αθηνων που καταδυνάστευε, ψυχικα και σωματικα, για επτα ολόκληρα χρόνια, τον ελληνικο λαο. Ας μην ξεχνάμε πως τα πέτρινα εκείνα χρόνια όλοι, ή σχεδον όλοι, οι Έλληνες συγγραφεις ανέστειλαν την εκδοτικη δραστηριότητά-τους. Δηλαδη, απο αντίθεση προς το δικτατορικο καθεστως των Συνταγματαρχων και ειδικα απο αντίδραση στην προληπτικη λογοκρισία που εφάρμοσαν οι Στρατοκράτορες απο τον Απρίλιο του 1967 μέχρι το Νοέμβριο του 1969, οι Έλληνες συγγραφεις δεν προωθούσαν πνευματικη δουλεια-τους στα τυπογραφεία για να εκδοθει σε βιβλία. Μη μπορώντας να μετατρέψουν την πένα-τους σε ξιφολόγχη, όπως θα το ήθελε και θα τους προέτρεπε ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ, υιοθέτησαν την «ηχηρα» σιωπη σαν μέσο παθητικης αντίστασης.

Με άλλα λόγια, ο πνευματικος κόσμος και γενικα όλος ο ελληνικος λαος, μετα το γκρέμισμα της στρατιωτικης χούντας, απαλλάχθηκε απο τον ψυχοφθόρο φόβο των άτεγκτων δικτατόρων και κατα συνέπειαν των αυστηρων μέτρων λογοκρισίας που επέβαλλαν σε όλα τα είδη της Τέχνης που παραγόταν τότε στην Ελλάδα, είτε αυτη ήταν ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και μελέτη, είτε ήταν μουσικη, ζωγραφικη, θέατρο και κινηματογράφος.

Μετα την 24η Ιουλίου 1974 όμως, και την αποκατάσταση της αστικης δημοκρατίας στην Ελλάδα, ο πνευματικος κόσμος μπορούσε πλέον ανενόχλητα, χωρις οποιονδήποτε εμπόδιο ή περιορισμο, να δημιουργει ξανα  και, το σπουδαιότερο, να δημοσιοποιεί ελεύθερα το είδος της Τέχνης με το οποίο καταπιανόταν. Στην ουσία απέκτησαν την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης και της δράσης, στοιχεία απαραίτητα για κάθε αληθινο συγγραφέα. Επιπλέον, μπορούσαν να έρχονται σε επαφη με βιβλία, ταινίες, δίσκους μουσικης αλλα και με ξένες γενικα λογοτεχνίες, μουσικα και κινηματογραφικα ρεύματα. Επομένως, όλα αυτα τα λυτρωτικα στοιχεία οδήγησαν, πιστεύω, στην πνευματικη αναζωογόνηση και την ψυχικη ανόρθωση του ελληνικου λαου, που είχε σαν κατάληξη (και) αυτη την εκδοτικη έκρηξη!

 

ΤΟ 1978, ΛΟΙΠΟΝ, ανάμεσα στους ποιητες που δήλωσαν παρων και εξέδωσαν συλλογες-τους, απο τους παλαιότερους, εννοω αυτους που ανήκουν στη γενια του 1930, ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος είχε εκδώσει την ποιητικη συλλογη Μαρία Νεφέλη αλλα και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο οποίος είχε εκδώσει την ποητικη συλλογη Προμηθέας ή Το παιχνίδι μιας μέρας. Ο πληθωρικος Γιάννης Ρίτσος, την χρονια αυτη, είχε εκδώσει 10 ποιητικες συλλογες! Ανάμεσά τους ήταν το Τερατώδες αριστούργημα, η ΦαίδραΤο ρόπτρο, οι Μονεμβασιώτισσες, η ΠύληΤο σώμα και το αίμα κ.ά..

Απο τους ποιητες της πρώτης μεταπολεμικης γενιας, ο Τάκης Σινόπουλος εξέδωσε το 1978 την ποιητικη συλλογη Νυχτολόγιο, ο Νίκος Καρούζος τον Απόγονο της νύχτας και η Ελένη Βακαλο τη συλλογη που τιτλοφορείται Του κόσμου. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, που ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμικη γενια, εξέδωσε το συγκεντρωτικο τόμο Δύσκολος θάνατος.

Ο ποιητικος πληθωρισμος όμως, παρουσιάζεται πιο έντονος και εντυπωσιακος στους νεότερους ποιητες. Θέλω να πω τους ποιητες της «Γενιας του 1970» ή, όπως αλλιως την απεκάλεσαν, «Γενια της Αμφισβήτησης», που τη συγκεκριμένη χρονικη περίοδο είχαν αρχίσει να προβάλλουν και να ξεχωρίζουν στο ποιητικο στερέωμα της Ελλάδας, να συγκροτούνται σιγα-σιγα σε ομάδα και στη συνέχεια να κωδικοποιούνται σε γενια με τα ίδια σχεδον χαρακτηριστικα. Χαρακτηριστικα που αναγνωρίζονταν πρώτιστα στο ύφος, στην έκφραση, στην οργη, στην αγανάκτηση και στην κοινωνικη διαμαρτυρία που τους διακατείχε, μέχρι ακόμη και στις επιδράσεις που δέχονταν απο ξένες λογοτεχνίες καθως και στην ανεπιτήδευτη, στο έπακρον παρορμητικη και επαναστατημένη γλώσσα με την οποία δημιουργούσαν τα ποιήματά-τους. Και όπως πολυ σωστα επεσήμανε ο Γιώργος Παναγιώτου, ένας απο τους διακεκριμένους ποιητες και μελετητες της «Γενιας του 1970», ο οποίος στη συνέχεια ετοίμασε και μία σπουδαία ανθολογία για αυτους τους ποιητες, «σε μία γενια δεν μετέχουν υποχρεωτικα όσοι δημιουργουν στον ίδιο περίπου χρόνο, αλλα εκείνοι που έχουν κοινα σημεία αισθητικης και ύφους-περιεχομένου».²

Το 1978, λοιπον, απο τη «Γενια της Αμφισβήτησης», ο Λευτέρης Πούλιος εκδίδει Το αλληγορικο σχολείο, ο Νάσος Βαγενας τη Βιογραφία, ο Μιχάλης Γκανας τον Ακάθιστο δείπνο, ο Γιάννης ΒαρβέρηςΤο ράμφος, η Κατερίνα Γώγου το Τρία κλικ αριστερα, ο Σωτήρης Κακίσης Τα σύρματα, η Τζένη Μαστοράκη Το σόι, ο Νίκος Λάζαρης Το δάσος των εκρήξεων, ο Χριστόφος Λιοντάκης το Υπόγειο γκαραζ, ο Κώστας Παπαγεωργίου Το οικογενειακο δέντρο, ο Τηλέμαχος Χυτήρης το Θέμα και η Ιωάννα Ζερβου Τα ίχνη.

Ο Τάσος Δενέγρης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, που είναι κάπως μεγαλύτεροι στην ηλικία αλλα ορισμένοι ανθολόγοι τους συγκαταλέγουν σε αυτη τη γενια ποιητων, εξέδωσαν, ο μεν πρώτος το Το αίμα του λύκου, η δε δεύτερη τον Θρίαμβο της σταθερης απώλειας.

 

Η ΚΥΠΡΟΣ δεν ολιγώρησε και δεν υστέρησε σε ποιητικη παραγωγη και εκδοτικη δραστηριότητα την χρονικη αυτη περίοδο. Το 1978 ο Κώστας Βασιλείου εκδίδει την ποιητικη συλλογη Πόρφυρας, ο Φοίβος Σταυρίδης την Απομυθοποίηση, η Ντίνα Κατσούρη τα Υπομνήματα και ο γράφων την Ενέδρα. Επίσης, στην Αθήνα, εκδίδεται απο τις εκδόσεις Κέδρος, η Ανθολόγηση απο τις «Στιγμες» (1958-1975),του Κώστα Μόντη και απο τις Εκδόσεις των φίλων η Υπνοπαιδεία, της Πίτσας Γαλάζη.

Αξίζει ν’ αναφέρω πως την χρονια αυτη εκδόθηκαν σε βιβλία και κάποιες αξιόλογες μελέτες ή δοκίμια για την ελληνικη ποίηση. Συγκεκριμένα, ο Κρεσέντζιο Σαντζήλιο, στη σειρα «Μελέτες για τον Γιάννη Ρίτσο», που καθιέρωσε ο Κέδρος, εξέδωσε τη μελέτη Μύθος και ποίηση στο Ρίτσο, ο Κίμων Φράιερ εξέδωσε τη μελέτη Τοπίο θανάτου-Εισαγωγη στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, ο Κωστης Μοσκωφ τοΠάθος και Κάθαρση στον Γ. Ρίτσο, ο Γιώργος Π. Σαββίδης το Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978), ο Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος τον τόμο δοκιμίων Κριτικη της Κριτικης και ο Γιάννης Καρατζόγλου το δοκίμιο Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης (ανάτυπο απο το περιοδικο Νέα Εποχη, της Λευκωσίας). Ν’ αναφέρω ακόμη πως το 1978 κυκλοφόρησε για πρώτη φορα και το λογοτεχνικο περιοδικο Το δέντρο, ένα απο τα ποιοτικότερα και μακροβιότερα περιοδικα που εκδίδεται μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.

ΕΙΝΑΙ, ΣΥΝΕΠΩΣ, μέσα σ’ αυτο το πολιτιστικο κλίμα και τον εκδοτικο οργασμο, που επιχείρησα να περιγράψω μόλις πιο πάνω με την εκτενη εισαγωγη-μου, που έκανε την εμφάνισή-της η ποιητικη συλλογη Λιβιδω, του Μανόλη Πρατικάκη. Πρόκειται για την Τρίτη στη σειρα εκδομένη συλλογη του, μίας και προηγήθηκαν οι συλλογες Οι Παραχαράκτες, το 1976 και η Ποίηση 1971-74, το 1974.

 

`
*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει τους κανόνες μονοτονικου που καθιέρωσε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος.

The post «Ποιητικη ανθοφορία σ’ ένα άνυδρο τοπίο» (γράφει ο Χρήστος Μαυρής) (προδημοσίευση) appeared first on Ποιείν.


Λεωνίδας Μαριδάκης, «Βάρκα στο σπίτι» (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου), εκδ. Μετρονόμος, 2018

$
0
0

«Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό σε ένα γωνιακό μικρό καφέ στο κέντρο πριν μερικά χρόνια όταν ο Μάνος Ελευθερίου μου άπλωσε το χέρι δίνοντας μου μια σελίδα Α4 με στίχους του χτυπημένους σε γραφομηχανή και με κάποιες διορθώσεις χειρόγραφες επάνω… Ένα πρωινό που ένιωσα την εμπιστοσύνη και τη ζεστασιά του να μου δείχνουν έναν νέο για μένα δρόμο στο τραγούδι. Και είχαμε μόλις πριν λίγες μέρες γνωριστεί. «Είναι δικοί σου οι στίχοι, μόνο σε παρακαλώ πολύ να μην βιαστείς», μου είπε. Πήρα τους στίχους του «Βάρκα στο σπίτι» στα χέρια μου και τους έριξα μια γρήγορη ματιά. Ήταν πολύ παράξενο αλλά σα να έβλεπα γραμμένες στο χαρτί δικές μου προσωπικές στιγμές, έρωτες, αγωνίες και την απέραντη θάλασσα, πλάι στην οποία είχα μεγαλώσει και που συχνά εισέβαλε από παιδί στα όνειρά μου. Πως διάλεξε να μου δώσει αυτούς τους συγκεκριμένους στίχους που σήμαιναν τόσα για μένα, πως διάλεξε την περίοδο και τη στιγμή που αναζητούσα με αγωνία λόγια γερά να οδηγήσουν τις μουσικές μου δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως το παίδεψα χρόνια, δεν βιάστηκα. Και πως λίγους μήνες πριν φύγει πήρε το «Βάρκα στο σπίτι» στα χέρια του. Με πήρε αμέσως στο τηλέφωνο, με ευχαρίστησε και παρουσίαζε τακτικά τραγούδια από το cd στις τελευταίες εκπομπές του… Τόσο απλά, ανθρώπινα, γενναιόδωρα. Αυτός ήταν ο Μάνος Ελευθερίου που γνώρισα.»
`
Λεωνίδας Μαριδάκης 18/1/19
`

`
ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
`
Σα να ‘γινε σεισμός και σπάσαν τζάμια
και του σπιτιού η πόρτα υποχωρεί
μονάχα εγώ που ξέρω τα σημάδια
γνωρίζω κι ότι μέλλει να συμβεί
και ξέρω πως αστέρια πια θα γίνουν
οι αγάπες μες τον κόσμο όταν σβήνουν
`
Πώς μπήκε τούτη η βάρκα μες το σπίτι
μια βάρκα που είναι για τους ναυαγούς
και ποιος θυμάται μέσα στον πλανήτη
ρομαντικούς να σώσει νοσταλγούς
το κύμα έχει φίδια και κοχλάζει
στο σπίτι που η αγάπη αναστενάζει
`
Ποιος έσπρωξε τη βάρκα μες το σπίτι
ζωγραφισμένη μ’ όστρακα παλιά
με ψάρια κεντημένα σ’ ένα δίχτυ
και τα μαργαριτάρια στα κουπιά
Πως ήρθε; όπως μπαίνουν στα όνειρα μας
εκείνα που σκεφτόμαστε δικά μας
`
Η θάλασσα ως το στήθος πια με φτάνει
δεν ξέρω τι έχει γίνει και ποιος ζει
μα ένα χέρι βγαίνει απ το ταβάνι
σωσίβιο μου ρίχνει και σχοινί
το σπίτι στον αέρα ταξιδεύει
ποια αγάπη μες τον κόσμο μας γυρεύει

`
`
****************************************************
`
To τραγούδι που έδωσε το όνομά του στον δίσκο «Βάρκα στο σπίτι» (Μετρονόμος 2018), σε μουσική, ερμηνεία του Λεωνίδα Μαριδάκη και στίχους του αξέχαστου ποιητή Μάνου Ελευθερίου συνεχίζει το ταξίδι του με ένα video clip -σαν ταινία μικρού μήκους- με την υπογραφή του σκηνοθέτη Βαγγέλη Καλαϊτζή.

Η θάλασσα και μια βάρκα εισβάλουν ξαφνικά στο σπίτι. Η ιστορία ξετυλίγεται σαν σεκάνς ονείρου. Η εισβολή αυτή μας φέρνει στο νου τους βαθύτερους φόβους και επιθυμίες μας, ότι μας κυνηγάει και ότι στο τέλος μας λυτρώνει. Μέσα στην υπαρξιακή αγωνία το τραγούδι καθρεφτίζει με δυνατές συμβολικές εικόνες την ανθρώπινη περιπέτεια στο σύνολο της, μέσα και έξω μας. Η βάρκα, το σπίτι, η θάλασσα ως σύμβολα για το ταξίδι της ζωής… Ποιος θα μπορέσει να σωθεί;

Το βιντεοκλίπ γυρίστηκε σε ένα πολύ ιδιαίτερο τοπίο στην πόλη των Χανίων όπου τα παλιά εργοστάσια της περιοχής υψώνονται κάθετα στην άκρη της θάλασσας. Με ένα αριστοτεχνικό γύρισμα και μοντάζ ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Καλαϊτζης εμπνέεται από τις ατμόσφαιρες της εξαιρετικής αυτής μπαλάντας δίνοντας μια νέα, οπτική, εκδοχή του τραγουδιού.

Το άλμπουμ «Βάρκα στο σπίτι» κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018 από τις εκδόσεις Μετρονόμος και είναι η τρίτη προσωπική δουλειά του Λεωνίδα Μαριδάκη. Είναι από τα τελευταία άλμπουμ με μελοποιημένους στίχους του που είδε να κυκλοφορούν, πριν φύγει από κοντά μας ο Μάνος Ελευθερίου.  Ένα άλμπουμ που το στήριξε στο σύνολο του, ο ίδιος, παρουσιάζοντας σχεδόν πάντα κάποιο τραγούδι μέσα από αυτό στις εκπομπές του στο ραδιόφωνο.

«…το σπίτι στον αέρα ταξιδεύει / ποια αγάπη μες τον κόσμο μας γυρεύει…»
Μάνος Ελευθερίου (Βάρκα στο σπίτι – 2018)
`
*************************************************************
Videoclip & song Credits: 
Βάρκα στο σπίτι | album «Βάρκα στο σπίτι» (εκδόσεις Μετρονόμος /2018)
Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Καλαϊτζής

Στο βίντεο εμφανίζονται οι Απόστολος Κελεμίδης και Φρόσω Κοσσυβάκη.Ευχαριστούμε τους Γιώργο Μπομπολάκη και Χάρη Ντουκάκη.
Έπαξαν οι μουσικοί: Φώτης Σιώτας: βιολιά, Γιώργος Λιμάκης: κιθάρες, Πέτρος Βαρθακούρης: κοντραμπάσο, Δρόσος Σκυλλάς: κρουστά
Ηχογράφηση – μίξη: Νίκος Λαγός, Συν Ένα Recording Studios
Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος

The post Λεωνίδας Μαριδάκης, «Βάρκα στο σπίτι» (στίχοι: Μάνος Ελευθερίου), εκδ. Μετρονόμος, 2018 appeared first on Ποιείν.

Μίλος Ματσόουρεκ ,«Ζωολογία», (μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς), εκδ. στιγμή, 2018

$
0
0

O μεταξοσκώληκας

O μεταξοσκώληκας φτιάχνει λογής λογής όμορφα πράματα, μεταξωτά φουλάρια, μπλούζες και γραβάτες, βραδινά φορέματα και τα τοιαύτα, στη ζωή του ο μεταξοσκώληκας έχει κάνει πολλά πράματα, πολύ ακριβά πράματα για τους καλύτερους μόδιστρους και μια φορά γίνεται μεγάλη επίδειξη μόδας στου Κριστιάν Ντιορ, είσοδος μόνο με προσκλήσεις, ντουζίνες αυτοκίνητα κουβαλάνε τους πιο κομψευόμενους ανθρώπους απ’ όλα τα σημεία της γης, ο μεταξοσκώληκας τυχαίνει να περνάει αποκεί, θα πρέπει να ‘ναι ενδιαφέρον, σκέφτεται, και σκαρφαλώνει στα σκαλιά, όμως εκεί, στο κεφαλόσκαλο, στέκεται ο πορτιέρης με τη μεγάλη στολή: έχετε πρόσκληση, κύριε;
Ο μεταξοσκώληκας δεν έχει πρόσκληση, πού θα μπορούσε διάβολε να τη βρει, δεν έχει άλλωστε καιρό να ασχολείται με προσκλήσεις, είναι πάρα πολύ απασχολημένος με την ύφανση όλων αυτών των ωραίων μεταξωτών, ξανακατεβαίνει λοιπόν από τα σκαλιά, κάνει έναν άσκοπο περίπατο γύρω στην πλατεία κι έπειτα γυρίζει σπίτι και πέφτει νωρίς-νωρίς να κοιμηθεί. Τι άλλο να κάνει με τόση δουλειά που τον περιμένει το πρωί.

`

**

Η γαλοπούλα

Η γαλοπούλα είναι ένα εξαιρετικά ευερέθιστο πλάσμα, κάτι συμβαίνει με τα νεύρα της, κάτι δεν πάει καλά. Όποτε δει κόκκινο χρώμα εξαγριώνεται. Το κακό είναι πως υπάρχουν ένα σωρό κόκκινα πράγματα στον κόσμο. Οι στέγες είναι κόκκινες, τα τριαντάφυλλα και τα λεωφορεία (στο Λονδίνο) είναι κόκκινα, υπάρχουν πολλά κόκκινα πράγματα στον κόσμο και φαίνεται πως γίνονται συνεχώς όλο και περισσότερα. Η γαλοπούλα αναγκάζεται να τρέχει όλη την ώρα στον ψυχίατρό της. Ο ψυχίατρος της λέει «διάβολε, πάψε να κοιτάς γύρω σου τόσο πολύ, γιατί δεν διαβάζεις κάτι ευχάριστο, γιατί δεν ακούς λίγη ελαφρά μουσική, να βγαίνεις περίπατο μόνο το βράδυ». Η γαλοπούλα όμως είναι πάντα γαλοπούλα. Το παραμικρό την αναστατώνει. Πέφτει κατά τύχη πάνω σε μια λαμπρίτσα -που τη λένε και κοκκινέλη- προμηνύεται άγρια θύελλα, η γαλοπούλα γίνεται μπλε από το κακό της και ουρλιάζει. Αυτό είναι το τελευταίο χτύπημα. Ορμάει σ’ ένα φαρμακείο και αγοράζει άσπρη μπογιά. Ξοδεύει όλες τις οικονομίες της για την άσπρη μπογιά και βάφει άσπρα τα βενζινάδικα και τα γραμματοκιβώτια, τις ντομάτες και τα καρότα, βάφει ολόασπρη όλη τη πολιτεία. Το αστείο είναι που όλοι νομίζουν τότε πως είναι Χριστούγεννα. Χριστούγεννα που οι γαλοπούλες έχουνε μεγάλη ζήτηση και χάνει τη ζωή της χωρίς φυσικά να ξέρει γιατί.

`

**

Η καμηλοπάρδαλη

Όταν ήταν μαθήτρια η καμηλοάρδαλη έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς στην ανάγνωση και την αριθμητική αλλά ήταν σταθερά κακή στη γυμναστική· αδύνατο να κάνει τούμπες όσο κι αν έβαζε τα δυνατά της, ήταν απλώς αδύνατον. Ήταν απίστευτα δυστυχισμένη γι’ αυτή την αδυναμίας της, όλοι της λέγανε: «Κοίτα να δεις, να, έτσι να το κάνεις, ακριβώς έτσι· δεν είναι τρομερά απλό;»
Αλλά όσο και αν προσπαθούσε η καημένη η καμηλοπάρδαλη ποτέ δεν τα κατάφερνε, πάντα έμπαινε στη μέση ο λαιμός της, και ο δάσκαλος της ταρακούναγε το κεφάλι και της έλεγε: «Ω, καμηλοπάρδαλη!, τι άγαρμπος ατζαμής που είσαι, θα χαντακώσεις τη βαθμολογία σου και τι θα πούνε οι γονείς σου». […]

`

****************************************************************

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

-Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ
– Η ΖΕΒΡΑ
– Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ
– Η ΚΑΜΗΛΑ
– Ο ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ
– Η ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΣ
– Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
– Η ΦΑΛΑΙΝΑ
– Η ΧΕΛΩΝΑ
– Η ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ

The post Μίλος Ματσόουρεκ ,«Ζωολογία», (μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς), εκδ. στιγμή, 2018 appeared first on Ποιείν.

Leopoldo Alas (España, 1852-1901), «León Benavides» (μετφρ.- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας)

$
0
0

Βάζω οποιοδήποτε στοίχημα  πως οι περισσότεροι αναγνώστες δεν γνωρίζουν  την ιστορία αλλά ούτε και το όνομα του λιονταριού του Κοινοβουλίου, το πρώτο που συναντά κανείς καθώς κατηφορίζει τη  Λεωφόρο  Σαν Χερόνιμο. Λοιπόν, ακούει στο όνομα… Λέων, φυσικά. Όμως το επώνυμο; Τι επώνυμο έχει; Ονομάζεται Μπεναβίδες.

Kαλύτερα όμως να δώσουμε σε κείνο  τον λόγο και ν’ ακούσουμε την ιστορία του έτσι όπως το ίδιο είχε την ευγένεια να μου τη διηγηθεί, μια φεγγαρόλουστη νύχτα που  το κοίταζα εξονυχιστικά, βρίσκοντας δεν ξέρω κι εγώ ποια ιδιαιτερότητα που στερούνταν  ο σύντροφος του που βρισκόταν στην αριστερή του πλευρά .

«Τι τόσο το ενδιαφέρον έχει ετούτο το λιοντάρι, το τόσο μεγαλοπρεπές, ευγενές και μελαγχολικό που δεν έχει το άλλο ∙ το οποίο, ωστόσο, με μια επιφανειακή ματιά θα μπορούσε να φαίνεται απολύτως όμοιο με το  άλλο;»

Κάπου στο μέσο του μετώπου του εντοπιζότανε το μυστήριο του ∙ στις ζάρες ανάμεσα στα φρύδια του. Δεν ξέρω πως, αλλά εκεί υπήρχε η αντανάκλαση  μιας ιδέας  που απουσίαζε από τ’  άλλο ∙ και μονάχα για  ετούτη τη διαφορά το ένα ήταν συμβολικό, μεγαλειώδες , καλλιτεχνικό, σχεδόν ιερό και το άλλο άτεχνο, κοινότυπο ∙ το ένα ήταν η πατρίδα και το άλλο η καπηλεία της. Το ένα ήταν λουσμένο   στην ιερή ιδέα, και το άλλο όχι. Όμως σε τι συνίστατο η γλυπτική διαφορά; Ποια πτυχή υπήρχε στο μέτωπο του ενός που απουσίαζε από το μέτωπο του άλλου;

Και παρατηρούσα εγώ το λιοντάρι, που ήταν τοποθετημένο πιο ψηλά, αποφασισμένος, με βαθιά συμπάθεια, να εκμαιεύσω μυστικό του.  Πόσες φορές μέσα στον κόσμο, συλλογιζόμουν, δεν αντιμετωπίζουμε παρόμοιες καταστάσεις: δυο δημιουργήματα  που δείχνουν να ‘ναι  πανομοιότυπα, χυμένα στο ίδιο εκμαγείο, και  που διαφέρουν τόσο,  σε βαθμό να αποτελούν δυο σύμπαντα ολωσδιόλου διαφορετικά ! Το όνομα, το σχήμα, σκεπάζουν ενίοτε κάτω από φαινομενικές ομοιότητες ακόμη και ταυτίσεις, τα πιο διαφορετικά χαρακτηριστικά, κάποιες φορές στοιχεία εκ διαμέτρου αντίθετα.

Και εν μέσω τέτοιων φιλοσοφιών με κατέλαβε  εξαπίνης μια μεταλλική φωνή, που δονούταν στην λάμψη της σελήνης  όπως δονούταν κάτω απ’ τις ηλιαχτίδες εκείνο το περίφημο Αιγυπτιακό άγαλμα.

Τρεμάμενη, γλυκιά, αχνή, βγαίνοντας απ’ τα σιδερένια σαγόνια, η φωνή έλεγε:

«Είναι μια ουλή, η διαφορά που ψάχνεις ανάμεσα σε μένα και τον σύντροφο μου και δεν είναι τίποτα περισσότερο  απ’  αυτό  ∙ είναι πως εγώ έχω  στο μέτωπο μου το σημάδι μιας ουλής. Η ουλή σου αποκαλύπτει μια ψυχή κι έτσι σου προκαλώ ενδιαφέρον. Ευχαριστώ. Πλέον εσύ αντιλήφθηκες  πως εγώ έχω πνεύμα ενώ το άλλο όχι, άκου λοιπόν την ιστορία μου και την ιστορία της ουλής αυτής:

Γεννήθηκα στα βουνά της Λεόν, εδώ και πολλούς αιώνες, στα πιο ψηλά απόκρημνα μονοπάτια που χωρίζουν,  με βαθουλώματα αιωνίως χιονισμένα,  τα χώματα της Λεόν από εκείνα των Αστουριών. Εγώ ήμουν από πέτρα, από πέτρα λευκή, σκληρή, λεία. Από την κορφή μου αγνάντευα μακριά προς τα Βορειοανατολικά άλλα βουνά, επίσης ασπριδερά και απ’  το πολύ που τα θωρούσα βυθισμένα,  σαν και του λόγου μου, βυθισμένα προς τα πάνω, στην λαμπρότητα του γαλάζιου ουρανού, κατέληξα να τα ερωτευτώ σαν  αντικείμενο αντάξιο της  πιο υψηλής μου σκέψης. Ο ήλιος μας έλουζε  με φως ∙ από μένα σε κείνα, από κείνα σε μένα πηγαίναν κι έρχοταν μαρμαρυγές. Τ’ όνομα τους ήταν Κοβαδόνγκα.

Μια μέρα, το σίδερο ενός ευγενούς βουνίσιου μ’  έκανε να πηδήξω έξω απ’  την μήτρα μου, μ’ έβγαλε μέσα από τα σπλάχνα της μάνας μου, της βουνοκορφής, και κάτω στον κατσικόδρομο το άγαρμπο καλέμι  ενός υποταχτικού με επεξεργάστηκε έτσι που από τα βάθη της γρανιτένιας φύσης μου λίγο-λίγο άρχισε να διακρίνεται το ανάγλυφο μιας φιγούρας, και έκτοτε είχα μια ψυχή, ήμουν μια ιδέα, ένα λιοντάρι. Ήμουν ένα δίχως χαίτη λιοντάρι σε ένα απ’ τα τετράγωνα μιας ασπίδας. Από εκείνες τις μέρες κι έπειτα πέρασα μέσα από εκατό μεταμορφώσεις, από  αρίφνητες μετεμψυχώσεις  χωρίς ωστόσο να χαθεί η συνοχή της απεικόνισης  που ήμουν, της απεικόνισης ενός λιονταριού.

Η ιδέα αυτής της απεικόνισης  στην πραγματικότητα γεννήθηκε από ένα λάθος ∙ το όνομα μου δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι Λέων παρά Λεγεώνα ∙ γιατί προέρχομαι  από το Λέγιο της Λεόν και όχι από τον Λέων. Η πόλη της Λεόν, στην οποία χρωστώ όσα  είμαι, ονομάζεται έτσι, όπως όλοι γνωρίζουν , επειδή αποτελούσε τη βάση κάποιας Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Όμως υπάρχει κάτι που ξεπερνά την λογική της γραμματικής, και η ίδια η Ιστορία δικαίωσε την μετατροπή της Λεγεώνας σε Λέων. Οι κάτοικοι της Λεόν αποδειχτήκαν λέοντες στον πόλεμο της Ανακατάκτησης[1].  Από την ορεσίβια ασπίδα μου, όπου η παγερή τραμουντάνα των κακοτράχαλων μονοπατιών του ορεινού διάσελου με μαύριζε με την οξείδωση της εποχής των ευγενών, κατηφόρισα με τους κατοίκους της Μπεναβίδες[2], των οποίων  ήμουν η περηφάνια και ενέπνεα τους άθλους τους, στις πεδιάδες της Καστίγια, πέρασα τρέχοντας από την Εξτρεμαδούρα και την Πορτογαλία, μέχρι που μπόρεσα και να  πατήσω  το πόδι μου στην Ανδαλουσιάνικη γη. Σε γάμους από έρωτα και σε γάμους για λόγους κρατικού συμφέροντος, μπλέχτηκα ουκ ολίγες φορές, στα τετράγωνα άλλων ασπίδων, με αετούς και κάστρα και κομμένα κεφάλια  και κοντάρια και λάβαρα μάχης. Κάποιες φορές ήμουν από πέτρα, άλλες από σίδερο, από χρυσό κι ασήμι επίσης ∙ και άλλες διέτρεξα τα πεδία της μάχης, διασχίζοντας τον αέρα, στο κεντημένο ανάγλυφο ενός λάβαρου, είτε δίνοντας σάλτα   όντας πάνω στο στήθος κάποιους ευγενούς ιππότη, είτε σε κείνο κάποιας μορφονιάς από την Καστίγια στο κυνήγι, εικόνα πολέμου.

Όμως μια μέρα θέλησα να δοκιμάσω την τύχη μου στην αληθινή ζωή, να πάψω να είμαι ένα σύμβολο και ν’ αποκτήσω δικό μου αίμα… και να μεταμορφωθώ σε πραγματικό λιοντάρι, με γαμψά νύχια και δόντια, για να έχω την τιμή να νικηθώ από τον Μίο Σιντ, τον Ροδρίγο του Βιβάρ, τον πορθητή της Βαλένθια[3].

Περάσανε αιώνες και άλλοι αιώνες και από την μία στην άλλη μεταμόρφωση κατέληξα να γίνω κανονικός άνθρωπος, χωρίς όμως να εγκαταλείψω την λιονταρίσια φύση μου.

Και στην ανθρώπινη ενσάρκωση μου θέλησα να γεννηθώ εκεί που άλλοτε είχα γεννηθεί σαν πέτρα και γίνηκα ορεσίβιος κάτοικος της Λεόν και όταν βαφτίστηκα με ονομάσανε Λέων και των γονιών μου το επώνυμο ήταν Μπεναβίδες. Αλλά Μπεναβίδες φτωχοί ∙ ξεπεσμένοι ευγενείς που δούλευαν  το χωράφι του όπως οι παλιοί τους υποταχτικοί.

Στο χωριουδάκι μου,  όπως ο Πιθάρρο[4] στο δικό του, έγινα  ο φόβος και τρόμος των συγχωριανών μου επειδή από πολύ τρυφερή ηλικία άρχισα να δρω σαν να ‘μουν εγώ και κανένας άλλος, να πράττω κατά το δοκούν, λεονταρισμοί, έργα ενός θηρίου. Ας μιλήσω έξω απ’ τα δόντια… από πολύ μικρός έκανα να χυθεί αίμα ∙ όμως τούτο γίνηκε για να υπερασπιστώ την αξιοπρέπεια μου ή το δίκιο του αδυνάτου και πάντα παλεύοντας, όπως ο Σιντ ο δαμαστής μου, με καμιά δεκαπενταριά και πλέον εχθρούς.

Με φώναζαν μπερδεψομαλλιά γιατί έτσι τα είχα, μεγαλώναν σαν μια ανακατεμένη  άγρια βλάστηση, γυριστά και πλούσια,  και πάνω στο δυνατό μου κεφάλι δεν μου άντεχα  σκουφί ούτε καπέλο, μ’ έκαναν ν’ ασφυκτιώ σαν ήταν χαλινά.

Στα μεγάλα πανηγύρια  έφερνα σε πέρας τις  μεγάλες μου καταστροφές, τα σπουδαιότερα των  ανδραγαθημάτων μου… Εγώ δεν ήθελα το κακό κανενός, ούτε καν των βουνίσιων απ’  την άλλη μεριά του διάσελου με τους οποίους οι συντοπίτες μου βρικόταν σε πόλεμο σ’ αυτά τα πανηγύρια… Δεν μισούσα κανέναν… όμως η αγάπη, το κρασί, ολ’ αυτά  μετατρεπότανε εντός μου σε μάχη. Τα μάτια των μελαψών και σκεφτικών κοριτσιών απ’ τα ορεινά της πατρίδας μου, της Λεόν,  μου ζητούσαν παλικαροσύνες, αίμα ηττημένων…. Η ηδυπάθεια είχε για μένα, σαν μια  μουσική συνοδεία,  την ηρωική προσπάθεια, την αιματοβαμμένη απερισκεψία. Και ύστερα, λες και  τα ‘φερνε  ο δαίμονας , συνέχεια μπαίνανε  στα χέρια μου εύθραυστα κόκκαλα, πλαδαροί  μυς… Να συγκρατιέμαι δεν ήξερα… Ξέρανε να μ’  εξωθούν στα άκρα  αλλά δεν ξέρανε  να με νικήσουν. Κανείς δεν με θεωρούσε κακό αν και οι πάντες με φοβόντουσαν ∙ μέσα σε ευλογίες και κλάματα κοριτσιών, γέρων και μικρών παιδιών… κατέληξα να φύγω από το χωριό, πήρα το δρόμο για τη φυλακή.  Στα είκοσι μου χρόνια.

Μέσα από πρωτάκουστα κατορθώματα, ηρωικές προσπάθειες, σώζοντας ένα ολόκληρο χωριό  με τίμημα το ίδιο μου το αίμα- λιγοστό και σχεδόν μαύρο- απαλλάχτηκα από τα δεσμά μου και μεταμορφώθηκα σε στρατιώτη. Στον πόλεμο το πράγμα μου πήγαινε  καλά-όμως η ειρήνη ήταν σκέτη φρίκη! Υπήρχε κάτι  που το λέγανε  πειθαρχία, που στη διάρκεια του πολέμου ήταν ένα σπιρούνι που εμφυσούσε θάρρος, που έδινε δύναμη ∙ και σε καιρό ειρήνης ήταν σαν το πυρωμένο σίδερο του θηριοδαμαστή, που φέρνει τρόμο και ταπεινώνει, και ακόμη σε κάνει να λιποψυχείς,  δηλητηριάζει και ευνουχίζει τον χαρακτήρα των λιονταριών, που όπως είναι ήδη γνωστό είναι από μόνα τους ευγενή όντα.

Ετούτο μ’  έκανε να υποστώ ένα παιδαρέλι  δεκανέα που μύριζε σαν βρωμοθήλυκο  και  ήταν όλο φτιασιδώματα ∙ ψωροπερήφανος επειδή, λέει,  ήταν γραμματιζούμενος! Ετούτο  μ’ έκανε να υποστώ τη δοκιμασία των φθονερών κουμπιών που όλες τις μέρες σκάγανε   στο στήθος μου! Εμένα το στήθος μου φούσκωνε μ’  έναν θαυματουργό τρόπο, ανάσαινα με δύναμη σαν φυσερό και …πτινγκ  πετιόταν  πέρα το κουμπί ∙ και ο δεκανέας εκεί , κάτω από το γένι μου, να με βρίζει , να με ταρακουνά: «Ατζαμή! Τεμπελχανά! Κωλόψαρο!».  Και ο μπερές του στρατιωτικού  μας ουλαμού; Δεν χωρούσε στο κεφάλι μου. Κάθε φορά που ριχνόμουν στη φωτιά, ο  μπερές, το δίκοχο ή οτιδήποτε άλλο, πεταγόταν απ’ το κρανίο μου γιατί εντελώς ξαφνικά η χαίτη μου μεγάλωνε, γινόταν ένα ανάκατο κουβάρι κι εγώ δεν ξέρω πως. Δεν μπορούσα να δεχτώ τίποτα πάνω στους κροτάφους μου. Και τι δυσαρέσκειες, πόσες ταπεινώσεις εξαιτίας αυτού! Στην δράση ήμουν ο πιο γενναίος, όμως στο στρατόπεδο βρισκόμουν υπό το κράτος μιας επικείμενης τιμωρίας, η ζωή μου σερνόταν….

Επιτέλους , σε μια τρομερή εκστρατεία, όπου οι δικοί μας πεθαίναν σαν τις μύγες, πήγαιναν άκλαυτοι, διαμελισμένοι… εγώ  ξανάγινα εκείνο που ήμουν, ένα θεριό ανήμερο. Και δεν ξέρω τι ακριβώς έκανα αλλά πρέπει να ήταν φοβερό. Στο πεδίο της μάχης, μόνος εντελώς, μεταμορφώθηκα σ’ εκείνο που ήμουν στον καιρό του Μίο Σιντ…. όμως εδώ ο Μίο Σιντ ήμουν εγώ ∙ νίκησα, σακάτεψα, λούστηκα στο αίμα… μέχρι  που έφτασα να καρφώσω  τα δόντια βαθιά… γίνηκα λιοντάρι για κάποιο λόγο. Κατόπιν μιλήσανε για τον ηρωισμό μου, για μια  νίκη που κάποιος μου όφειλε… όμως με πούλησε το αίμα που ανάβλυζε απ’ το στόμα μου. Ήτανε μια πληγή; Όχι. Το αίμα δεν ήτανε δικό μου. Φαίνεται πως μέσα στους κυνόδοντες μου βρήκανε σάρκα. Το πράγμα ήτανε ξεκάθαρο: περίπτωση κανιβαλισμού- ποιος να το ‘λεγε! Δεν υπήρχε προηγούμενο… όμως αναλογικά… Η τιμή, η πειθαρχία, τα θεμέλια  του πολιτισμού επίσης αιμορραγούσαν. Σχηματίστηκε το εκτελεστικό απόσπασμα, με πυροβόλησαν οι  σύντροφοι , οι  ίδιοι  των οποίων εγώ τη ζωή είχα σώσει. Και έπεσα φαρδύς πλατύς. Δεν με πέτυχε παρά μονάχα μια σφαίρα, όμως αποδείχτηκε αρκετή, με βρήκε κατακούτελα. Με θάψανε σαν έναν νεοσύλλεκτο λιποτάκτη  κι αναστήθηκα σαν μεταλλικό  λιοντάρι για να μην επιστρέψω ποτέ ξανά  από τότε στην ένσαρκη ζωή. Εκείνη η σφαίρα με σκότωσε για πάντα.  Πλέον ποτέ δεν θα εγκαταλείψω ετούτη  τη φιγούρα μανιασμένης  σφίγγας της οποίας τα μυστήρια του πεπρωμένου της αφαιρούν τη γαλήνη και της προσθέτουν έναν κρυσταλλωμένο θυμό μέσα στην σιωπή. Ετούτη η ουλή έχει τόσα από ένα τραύμα   όσα κι από μια ακλόνητη ιδέα.»

Σιώπησε  το λιοντάρι, και με μια αφ’ υψηλού περιφρόνηση, έστρεψε ανεπαίσθητα  το κεφάλι του για να κοιτάξει τον σύντροφο του, που ‘ταν λίγο πιο κάτω, το δίχως ουλή λιοντάρι, χυδαία υπεροπτικό, ανούσιο, κωμικό, του συρμού.

«Εγώ», είπε εν κατακλείδι ο Μπεναβίδες, «είμαι το λιοντάρι του πολέμου, της ιστορίας, της πληγής. Είμαι ευγενής, όμως είμαι ένα θηρίο. Ετούτο είναι άλλο λιοντάρι… πολιτικός φανφαρόνος, κακέκτυπο.»

`

 

***************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

`

Ο Λεοπόλδο Άλας Γκαρθία-Ουρένια (Ισπανία, 1852-1901) γνωστός και με το ψευδώνυμο Κλαρίν (Clarín), με το οποίο υπέγραφε τα πρώτα του δημοσιευμένα  κείμενα,   θεωρείται  ένας από τους πιο σημαντικούς πεζογράφους της Ισπανίας.   Τόσο στο  έργο του όσο και στη δική του στάση ζωής  ήταν έντονο το αποτύπωμα των ιδεών του Γερμανού φιλόσοφου Karl  Krause οι οποίες εξάλλου θα αποδειχτούν καταλυτικές στην αναμόρφωση τη φιλοσοφίας και του  εκπαιδευτικού συστήματος, στην Ισπανία των τριών τελευταίων δεκαετιών του περασμένου  αιώνα. To μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε ως έναν συγγραφέα με παγκόσμια ακτινοβολία, με τίτλο La Regenta, ενταγμένο στο ρεύμα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού  και προάγγελος του μυθιστορηματικού ύφους που καθιερώθηκε στον 20ο αιώνα,  είναι ένα από τα πιο σημαντικά  της Ισπανικής και Ισπανόφωνης λογοτεχνίας καθώς εισάγει καινούργια στοιχεία όπως ο εσωτερικός μονόλογος ή  η αφήγηση ονείρων και αναμνήσεων και την ίδια στιγμή ασκεί δριμεία κριτική σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ∙ κατά πολλούς μάλιστα θεωρείται εφάμιλλης  σημασίας και αξίας με την Μαντάμ Μποβαρύ  του Φλωμπέρ. Όσον αφορά τη συμβολή του στη  σύγχρονη   διηγηματογραφία της χώρας του, ο Λεοπόλδο Άλας,  είναι αναμφίβολα  ο  συγγραφέας  που με τα περίπου εβδομήντα διηγήματα που έγραψε έδωσε  στο είδος νέες, αδιανόητες έως τότε,   διαστάσεις. Επίσης έγραψε   θέατρο, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία,  και  συμμετείχε, είτε σαν εκδότης είτε σαν μέλος της συντακτικής ομάδας,   στην έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών της εποχής, επί το πλείστον σατυρικών.

 

`

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Reconquista: η επιχείρηση  ανακατάκτησης των υπό Μουσουλμανική κατοχή Χριστιανικών  εδαφών της Ιβηρικής Χερσονήσουν, η οποία ξεκινά από τα μέρη απ’ όπου κατάγεται το λιοντάρι του διηγήματος.

[2] Περιοχή της Λεόν, βορειοανατολικά της Ισπανίας.

[3] Αναφορά στο Μεσαιωνικό επικό ποίημα ‘’El cantar de mío Cid” όπου, σε ένα από τα επεισόδια του, ο Σιντ με αξιοθαύμαστο θάρρος και τρόπο τιθασεύει ένα λιοντάρι που βγαίνει έξω από το κλουβί του.

[4] Αναφέρεται πιθανότατα στον Φρανθίσκο Πιθάρρο, μετέπειτα κατακτητή της αυτοκρατορίας των Ίνκας, που καταγόταν από την Εξτρεμαδούρα.

The post Leopoldo Alas (España, 1852-1901), «León Benavides» (μετφρ.- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.

Ειρήνη Παραδεισανού, Τρία ποιήματα

$
0
0

ΤΟ ΑΔΙΚΑΙΩΤΟ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ ΧΑΣΜΟΥΡΗΤΟ

Ήρθαν τα καρφιά που αγκυλώνουν
με το πρόσχαρο γέλιο του δύτη
που σαλτάρει στο τσιμέντο και σπάει τα δόντια του.

Τα κοίταζα με το πάθος του συλλέκτη.
Δεν ήξερα τι να δώσω γι’ αντάλλαγμα.
Το μυαλό μου νερουλό μπαλάκι στα χέρια του γίγαντα πίσω απ’ το πέπλο.
Έπαιρνε το σχήμα της παλάμης του.
Κάθε λεπτό να στριφώνει με βία.

Και το ανοιχτό στόμα του σκύλου
το τάνυσμα της σοφής γάτας
το αδικαίωτο του χώματος χασμουρητό.

ΑΞΙΟΤΙΜΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ

Αξιότιμοι συνάδελφοι
εσείς οι ποιητές με τη βούλα
εσείς που υπήρξατε υπάκουοι μαθητές
σχολών δημιουργικής γραφής
εσείς που τιθασεύσατε το μέσα σας υγρό
εσείς που βγάλατε τον μεγαλοπρεπή σκασμό
κι έπειτα είδατε τις πύλες των εκδόσεων ν’ ανοίγουν
και το σινάφι να σάς κουνά την ουρά μεγαλόψυχα
εσείς που μάθατε να σκύβετε τη μέση με μιαν ευλυγισία αξιοζήλευτη
εσείς που τώρα κοιτάτε με συγκατάβαση και το αυτάρεσκο χαμόγελο του ανθρώπου που επέτυχε

κάντε τον κόπο να σκύψετε το βλέμμα

ο Οιδίποδας
με τα τυφλά του μάτια
σάς τείνει τα χέρια

να ψαύσετε ζητά
το σκοτάδι του.

ΠΟΝΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΦΡΑΓΜΑ

Αν καταφέρω ποτέ να κλείσω σε ποίημα
το ασήμι της θάλασσας
κείνη την ώρα του σούρουπου που μαγεμένα τα πουλιά διπλώνουν τις φτερούγες και κοιμούνται
αν καταφέρω ποτέ να κλείσω σε ποίημα
τα μαύρα στίγματα στη μπάλα της σελήνης που φλέγεται
και τα σκυλιά γαληνεύουν το βήμα τους
και τις μουσούδες απλώνουν στον τυχαίο διαβάτη να χωρέσει την πίκρα του

( α
κι η ομορφιά πονάει
ειδικά αυτούς που πλάστηκαν με το καρφί στο στέρνο
και ξόδεψαν μια ολάκερη ζωή
να μάχονται σε αλώνια ξένα
και σταματούσαν κάποτε μπροστά στα μάτια της
και τη δείχναν με χέρια που τρέμαν
μα τους καρφώναν σίδερα στις κόρες των ματιών τους )

Αν καταφέρω ποτέ να δώσω όνομα στο χάος της άμορφης δίνης
που κρατά το χέρι μου δεμένο

θα’ ναι που έσπασα την πέτρα
και θα κοιμηθώ
στον ίσκιο αυτού του ποιήματος που ξέρω πως θα είναι πια
το τελευταίο.

The post Ειρήνη Παραδεισανού, Τρία ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Στράτος Κιαπίδης, Δύο ποιήματα

$
0
0

Πλοίο-φάντασμα

Καράβι πεθαμένο.
Σκιά νερού θαλασσινού –
σκαρί νεκρό, πολλά χαμένο.
Το πλέει το κύμα δίχως ρότα.
Χτυπούνε κι οι αιώνες τα ίσαλά του.
Δεν έχει στίγμα μήτε φώτα.
Πάει του κάκου, του Κακού
κι ανήκει του Θανάτου.

Εξαίρεση

Θάνατε,
κι αν υπήρχε έστω μία σαν εξαίρεση ελπίς,
–για να ισχύσει ο κανών σου–
μας τη στέρησε αυτήν,
άπαξ και διά παντώς,
ο εξ Ανατολής
έσχατος θεός –
αυτός ο Ναζωραίος· αυτός
ο αναστηθείς.

The post Στράτος Κιαπίδης, Δύο ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Γιώργος Κοζίας, «Πολεμώντας υπό σκιάν…[Ελεγεία και σάτιρες]» (Περισπωμένη, 2017). Την Πέμπτη 24.01, στο Πόλις Αρτ Καφε. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Ευριπίδης Γαραντούδης και ο Αλέξης Ζήρας.

$
0
0

ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ της τελευταίας ποιητικής συλλογής του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΖΙΑ «Πολεμώντας υπό σκιάν…[Ελεγεία και σάτιρες]» (Περισπωμένη, 2017). Την Πέμπτη 24.01, στο Πόλις Αρτ Καφε. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Ευριπίδης Γαραντούδης και ο Αλέξης Ζήρας.

Από το Δελτίο Τύπου της έκδοσης:

Στίχοι μοναχικοί, αρρενωποί, ηρωικοί και πένθιμοι φτερουγίζουν κατακορύφως, αναζητώντας την αρετή και την τόλμη της ελευθερίας του Κάλβου, την εξεγερμένη φύση του αυτόχειρα Καρυωτάκη, το αγγελικό μαύρο φως του Σεφέρη, ψάχνοντας έναν απαστράπτοντα ορίζοντα, στίχοι που ορμούν αιρετικοί και αγέρωχοι ενάντια σε κάθε φουρκισμένη μούσα.

Από την έκδοση:

Αναρίθμητες οι εικόνες της μεγάλης θλίψης.
Τίποτε όμως δεν πάει χαμένο.
Έλα να δεις
από τα κόκκαλα βγαλμένη την Ελπίδα
κι άδραξε το άστρο της αυγής.

Κρέμασε το τσεκούρι στο περήφανο πένθος…

The post Γιώργος Κοζίας, «Πολεμώντας υπό σκιάν…[Ελεγεία και σάτιρες]» (Περισπωμένη, 2017). Την Πέμπτη 24.01, στο Πόλις Αρτ Καφε. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Ευριπίδης Γαραντούδης και ο Αλέξης Ζήρας. appeared first on Ποιείν.

«Το Είδος Της/ Ο τελευταίος μονόλογος της Anne Sexton», FAUST THEATER, από 16/1/

$
0
0

 

Μετά τη μεγάλη επιτυχία της παράστασης «Ντε Σαντ. Στη Ζυστίν» σε σκηνοθεσία Τ. Γκραουζίνις η οποία παρουσιάστηκε από το 2010 ως το 2015 σε Ελλάδα και εξωτερικό, η ηθοποιός Μάρω Παπαδοπούλου επιστρέφει στο θεατρικό περιβάλλον του μονολόγου ερμηνεύοντας τη θρυλική Αμερικανή ποιήτρια Anne Sexton.

 

 

Το Είδος Της

Ο τελευταίος μονόλογος της Anne Sexton

 

 

FAUST THEATER

Καλαμιώτου 11 & Αθηναϊδος 12, Μοναστηράκι

 

Πρεμιέρα

16 Φεβρουαρίου 2019

 

Παραστάσεις

Κάθε Σάββατο & Κυριακή στις 18:00

12 € γενική είσοδος, 10 € μειωμένο – φοιτητικό, 5 € ατέλειες – ανέργων

 

Video trailer: https://youtu.be/y8Rcytm0zus

 

Ας πέθαινα ως δεκαεξάρα,

γεμάτη απορίες.

Anne Sexton

(1928 – 1974)

 

Στις 4 Οκτωβρίου του 1974 η Anne Sexton φόρεσε το παλιό γούνινο παλτό της μητέρας της, πήρε ένα ποτήρι βότκα και πήγε στο γκαράζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μουσική και άναψε τη μηχανή – περιμένοντας καρτερικά να τη σκοτώσει το γκάζι. Δεν άφησε κανένα σημείωμα.

 

«Το Είδος Της» είναι ένας μονόλογος εμπνευσμένος από τη ζωή και την ποίηση της αμερικανίδας ποιήτριας Anne Sexton (1928-1974).

 

Μια γυναίκα αναθυμάται τα σημαντικά γεγονότα της ζωής της, επαναφέρει πρόσωπα, λέξεις, εικόνες, στιγμές, τραύματα και θραύσματα ευτυχίας. Διατρέχει τη ζωή της, μέσα από την ποίηση της, στο κατώφλι του θανάτου. Τα γεγονότα υφαίνονται με τους στίχους, αναζητώντας την σκηνική εκφορά τους και την ατμόσφαιρα μιας «υπαρξιακής εξομολόγησης». Η μουσική που η ίδια επιλέγει, υποβοηθά την μνήμη της, αλλά δίνει και τον τόνο στις εναλλαγές της διάθεσης της.

Σύμμαχοι της το θάρρος, η ελευθερία, ο αυτοσαρκασμός, το χιούμορ και η απόφαση για λύτρωση.

 

Έχει ειπωθεί για την Anne Sexton ότι κατάφερε να φέρει το θέατρο στην ποίηση και την ποίηση στο θέατρο. Οι δημόσιες απαγγελίες της έμειναν αξέχαστες. Η ίδια μιλώντας γι’ αυτές είχε πει «γίνομαι ηθοποιός στο δικό μου αυτοβιογραφικό έργο».

 

Η παράσταση αναζητά την γυναικεία ταυτότητα, μέσα από τους επώδυνους -πολλές φορές- ρόλους «κόρη-ερωμένη-σύζυγος-μητέρα-θεραπευόμενη». Αντλεί υλικό από την βιογραφία, την αλληλογραφία και την ίδια την ποίηση μιας γυναίκας που επιβιώνει της ψυχιατρικής διαταραχής μέσα από τον ρόλο της «δημιουργού». Μιας γυναίκας που όπως η ίδια το διατύπωσε, «άνοιξε την πόρτα και εισήλθε στον εαυτό της».

 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ANNE SEXTON

Η Anne Sexton γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη το 1928. Στα 28 της, ήδη μητέρα 2 μικρών κοριτσιών, υπέστη νευρικό κλονισμό κι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο γιατρός της Δρ. Μάρτιν Όρν, την ενθάρρυνε, να κάνει κάτι δημιουργικό. Ξεκίνησε να γράφει στα τριάντα της.

Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της γραφής και της θεραπείας. Η περιπέτεια μιας πλούσιας ζωής με συνεχή αναζήτηση αγάπης και αποδοχής.

 

Γράφτηκε σε σεμινάρια ποίησης και άρχισε να εκδίδει. Γνωρίστηκε μεταξύ άλλων και με τη Σύλβια Πλαθ με την οποία έγιναν στενές φίλες. Οι δυο ποιήτριες αλληλοεπηρεάστηκαν.

 

Η Sexton επιχείρησε ένα βαθύ σκάψιμο στις επώδυνες εμπειρίες της παιδικής της ηλικίας αλλά και των γεγονότων της ζωής της.

 

Η «εξομολογητική ποίηση» (confessional poetry) υπήρξε ο ιδιαίτερος δρόμος της Sexton. Κατόρθωσε όσο ζούσε να γίνει μια από τις ποιητικές διασημότητες της εποχής της, εκδίδοντας ποιητικές συλλογές, κερδίζοντας υποτροφίες και διδάσκοντας σε μεγάλα πανεπιστήμια. Το 1967 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ. Πάντα όμως προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στην προσωπική της ζωή κα τη δημιουργία, με φόντο την ψυχική ασθένεια και τις θεραπείες.

 

Στις 4 Οκτωβρίου 1974 η Anne Sexton έδωσε τέρμα στη ζωή της.

 

Η τελευταία της συλλογή εκδόθηκε μετά το θάνατό της και είχε τίτλο: «Η Φριχτή Κωπηλασία προς το Θεό» και προήλθε από τη συνάντησή της με έναν ιερέα, ο οποίος της είπε: «Ο Θεός είναι στην γραφομηχανή σου».

 

 

 

Ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο – Ερμηνεία – Σκηνοθεσία:   ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Μετάφραση ποιημάτων: ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

Επιμέλεια Κίνησης: ΜΑΡΙΑ ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Μουσική επιμέλεια: ΜΑΡΩ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Σκηνικός χώρος-αντικείμενα: ΜΑΙΡΗ ΤΣΑΓΚΑΡΗ

Φωτισμοί: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Δημιουργικοί Συνεργάτες: ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΣ – ΜΠΑΜΠΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΣ

Βοηθός σκηνοθέτη: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΤΑΥΡΟΥ

Κουστούμι: FRANCESCO INFANTE

Επιμέλεια Μαλλιών: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΜΠΑΚΑΚΗΣ

Σχεδιασμός ήχου – εφέ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΣΙΔΩΡΟΥ

Trailer: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΣ

Μουσική τίτλων trailer:  Yiannis Papanastasiou Quartet

Φωτογραφίες: ΧΑΡΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΔΗΣ

Επικοινωνία: ΑΡΗΣ ΑΣΠΡΟΥΛΗΣ

 

 

 

Φωτογραφίες σε υψηλή ανάλυση: https://www.dropbox.com/sh/rhc0u826fc9lpd8/AAD_o4gcUOMY-vDofRHr0clea?dl=0

The post «Το Είδος Της/ Ο τελευταίος μονόλογος της Anne Sexton», FAUST THEATER, από 16/1/ appeared first on Ποιείν.


Βασιλική Καστριώτη, Ποιήματα

$
0
0

• 1 •

“Shall be lifted? -Never more” *

Το σκήνωμά μου θα αγγίξεις

Όλο το χρόνο στέγνωνα τον πόθο
Στέγνωνα τη λαχτάρα να μαραθεί
Να σβήσει

Και με κοιτούσα
-προσπαθούσα-
μέσ’ απ’ τα μάτια σου,
ή έστω
από αυτό που υπέθετα πως ήταν
το δικό σου εκπεφρασμένο βλέμμα

Με εξουθένωσαν οι εικασίες
με απογύμνωσε η απόγνωση

Κι απέκτησα απόσταση από μένα
μίλια, χιλιάδες μίλια
Με άφησα

Σε πολικό ψύχος με άφησα
να με αγιοποιήσουν οι παγετώνες

Κοίταξέ με τώρα
εκεί που κείτομαι

Όλοι οι φόβοι μου με συνόδευσαν
στη σκήτη μου
Και μήνα με το μήνα
με μετάλλαξαν

Δες με
Αγνή και άχραντη πλέον
ακατοίκητη από ελπίδες
Άμωμη

Γι αυτό σου λέω
δεν θα είμαι εγώ

Το σκήνωμά μου θα ασπαστείς .

——————————————-

[*ο τίτλος, δάνειο από το τόσο γνωστό «The Raven» του Edgar Allan Poe]

• 2 •

Η ελπίδα δεν μένει πια εδώ

Να λοιπόν που φτάσαμε ως εδώ
την ζωή μας

Ούτε σεισμός, ούτε θύελλα
ούτε πύρινη λαίλαπα
δεν μας κατέκαψε
Τίποτε δεν ανατινάχτηκε
Καμία εκρηκτική απογείωση
δεν συνέβη
Όλα τα στοιχειά της φύσης
κάθονται ήσυχα στον πάγκο
των αναπληρωματικών
Το παιχνίδι παίζεται ράθυμα
χωρίς την συμβολή της έξαρσης

Παροπλισμένη και η ελπίδα
ότι κάτι κάποτε θα αλλάξει
και θα νοιώσεις την θεϊκή μεταρσίωση
αυτού που πήγε πιο πέρα από το σύνηθες
αυτού που τόλμησε
να παίξει με τα σύννεφα
Αμετανόητος ίκαρος σε άλλες ζώνες νόησης
πήγασος σε υπερκόσμιες πτήσεις
σε εκείνον τον ουράνιο προορισμό
της ζεύξης έκστασης

Μεσούρανα βασιλεύει η πλήξη
πλέον

Στην παιδική χαρά των χλωμών καταστάσεων
σκαμπανεβάσματα στην τραμπάλα
του λίγου και του λιγότερου
Πάντα μερικά εκατοστά
από το έδαφος
η εξύψωση
Ελεγχόμενη πλήρως
από τον πανθ’ορώντα φόβο
μην διαρραγεί το βολικά ασφαλές
Μην διαταραχθεί η αυτοκράτειρα Τάξις

Και η ζωή συνεχίζεται
Αλλού .

 

• 3 •

Εκπτώσεις

Κρατώντας σφιχτά
το εισιτήριο στο χέρι του
πορεύτηκε
Σε λάθος τόπο
τρόπο κι εποχή
πώς βρέθηκε
διόλου δεν κατάλαβε

Και το εισιτήριο αντίκρισμα δεν είχε

Λαθρεπιβάτης θα έμενε
σε τούτο το ταξίδι
Σαν ιδαλγός
και νοσταλγός σε μια αξία
που ολοένα εξέπιπτε

Εκπτώσεις του Αυγούστου
Στα καταστήματα επιγραφές
κι όλα μισοτιμής
Όλα προσφέρονται
Κι όσα πωλούνται
μα κι όσα είναι ανεκτίμητα

Σε ένα σκοινάκι κρέμεται
εκτιθέμενο
ως και αυτό το όνειρό του
για να στεγνώσει

Και το εισιτήριο ένα απόκομμα
ακόμα
Σαν κάποιος κάποτε να το’χε θεωρήσει
και τώρα είχε λήξει .

 

• 4 •

nihil ex nihilo

Την είχε φυλαγμένη
από των υπολοίπων τα όμματα
Προφυλαγμένη

Σίγουρος δεσμοφύλαξ
της τάξεως των πραγμάτων
κατά τα ειωθότα

Της έφερνε τροφή
κι ανέσεις
εντός

Πιάτα εκλεκτά
μαχαιροπήρουνα αργυρά
κρυστάλλινα ποτήρια

Σκεύη στο σκεύος
Μετάξια και αρώματα
στα δώματα

Βασίλισσα
των τετραγωνικών των τοίχων

Κι όμως αυτή
με μια μικρή δυσδιάκριτη λίμα
τα κάγκελα του παραθύρου
καθημερινά ετρόχιζε

Στο αίμα της η υπομονή
με την επιμονή
συνευρίσκοντο

Και απεργάζοντο διαφυγή
διαμέσου
μέσου επίφοβου

Στο πλήρωμα του χρόνου
από εκεί
τις πάμφωτες πανσέληνες νύχτες
δραπέτις
εξήρχετο πετώντας

Κι έβρισκε φως
εκτός

Αργότερα
τα κάγκελα ετίθεντο
εις την θέσιν των
και πάλι

Ουδεμία της τάξεως
διατάραξις διεφαίνετο

Μηδέν ορατό
πλην
του φωτός
που έκρυβε στους οφθαλμούς της

Εκεί
μια πάλη
εμαίνετο

Μην
εις την επομένην έξοδο
επιχειρηθεί
επιπροσθέτως

η του καθεστώτος κατάλυσις .

——————————————————————-

[nihil ex nihilo: τίποτε εκ του μηδενός]

 

• 5 •

Παίγνια

Συχνά ανάμεσά μας
δολίως παρεισφρέουν
έποικοι κάποιοι θεοί
Στις χώρες των ανθρώπων
υπεισέρχονται
με κίνητρο την ευαρέσκειά των
και μόνον
Δεν θροΐζουν στο πέρασμά των
δεν ηχούν
δεν νοιώθεται κάν πως έφτασαν εδώ
και μειδιούν μαζί μας

Αργά ρίχνουν τις θεόρατες σκιές των
επάνω στις επιθυμίες των ανθρώπων
στα όνειρα και τα άλλα
Εκεί κατασκηνώνουν και παρατηρούν
κι αρέσκονται συχνότατα
να μας εγείρουν τον νου
κι άλλο
μεταμορφώνοντας περίπλοκα
τα όνειρα σε ελπίδες
και στόχους εφικτούς

Και τότε είναι που
εντός μας έχουν πλέον κατοικήσει
και δήθεν κι εμείς
όμοιοι είμαστε κι ιχώρ
στις φλέβες μας κυλά αδιακρίτως
Πιστεύοντας ασμένως
πως όλα είναι δυνατά
και τάχα είμαστε κι εμείς θεοί μαζί των
Πεφιλημένοι των μύχιών μας σκέψεων
και των ανομολόγητων των ηδονών
αναδεικνύονται

Κι όταν καλά καλά μας έχουν ξεσηκώσει
κι όταν τα πιόνια δεν τους διασκεδάζουν πια
αποφασίζουν το αναλώσιμο της ψυχής μας
Ορθώνονται υψηλοί κι ανάλγητοι
τερατώδεις
και μ’ ένα πάτημα εκεί
σαν κανθαρίδες με το πόδι τους
μας λειώνουν
μας συνθλίβουν

Τότε ακούγεται ο ήχος μοναχά

Το κρακ του τέλους
το απόλυτο .

 

• 6 •

Έως θανάτου

Η στρατιά των λέξεων
σήμανε σιωπητήριο
Στα νεκροκρέβατα της μνήμης
τώρα αναπαύεται

Όσα ήσαν
όσα χάθηκαν
σαβανώνονται

Εκκρούω
το ε του Έρωτα
το άλφα της Αγάπης

Η γεύση που απόμεινε
δηλητήριο του νου

Το κόστος των πράξεων
απροσδιόριστο
βάρος η συνέχεια
δυσβάσταχτο
Βάρος όλα
ως και η ζωή
η επιμένουσα

Αναδεύονται επιταγές
και κελεύσματα
-Τις εί;
Ποιος ταράσσει τον βαθύ μου ύπνο;
Από όλα είμαι απούσα
από όλα απέρχομαι

Στα τραύματά μου
υπέκυψα

Υστάτη πράξις
χρωστούμενη στην
νέα τάξη των πραγμάτων:
Πυροβολώ
τις ελπίδες μία προς μία
Τις εκτελώ
Μην με βρουν ανύποπτο θύμα
Μήπως με υπνωτίσουν
ξανά

Το επιδιωκόμενον
η αφασία
Νοός ακινησία
σε κώμα
διαρκές

Και ω, να επιτέλους
η σιγή
η ατσαλάκωτη Σιγή
ως νέα ένοικος
των εγκεφαλικών κυττάρων
εγκαθίσταται

Επιβεβλημένη
Σαν το κενό που βουίζει στο μυαλό
αμέσως μετά
την πρόσκρουση

το εφιαλτικό κενό
του τετέλεσθαι

Εκκενώνω τον χώρο
και παραδίδω τα πάντα
πλέον

Νεκρώνομαι
κι από τις αναμνήσεις μου
ακόμα

καθώς κρυώνω

Κρυώνω έως θανάτου .

 

• 7 •

Μη μου θυμίζεις τη νεότητα
Πέταλα ανθών που σκόρπισε ο χρόνος
Σαν φτεροκόπημα που σβήνει τρομαγμένο στη σιωπή
καθώς ανοίγει άγρια τα βλέφαρα η νύχτα

Μη μου θυμίζεις τα χαμένα
Άδικα ελπίδες στη ζωή μου χώρεσα

Με διαπερνούν μνήμες αλύτρωτες
Για όσα δεν θα κάνεις,
σε συγχώρεσα

Όλη μου η ζωή…
Κι ούτε ένας έρωτας .

 

• 8 •

Ερημία

Δεν έχω τίποτε άλλο
παρά την ηχώ από όσα έγιναν
να αλυχτά στη μνήμη μου

Φωνές
όσων ειπώθηκαν
και δεν απηχούν κάν πια
σημερινές αλήθειες

Τις έσπασε ο χρόνος
στις συνθήκες παραδόθηκαν
στου τετελεσμένου
-εκτελεσμένου-
τη φθορά

Δεν έχω τίποτε
εκτός από μια πεθαμένη Ελπίδα
Το νεκρικό της σώμα
που δεν θα αναστηθεί

Και την Επιθυμία
-γυμνή κι αστόλιστη-
να κλαίει πάνω στο μνήμα της

Παρακαλώ θεούς και δαίμονες
κι αυτή να την λυτρώσουν .

 

• 9 •

Θάνατος ή Τρόμος

Περιφέρεται ανάμεσά μας
σιωπηλός
Μια κρύα ριπή αέρα
όλο κι όλο
όταν περνά ξυστά

Κάποτε
ακουμπά κάποιον από μας
ελαφρά στον ώμο
κι αυτός τον ακολουθεί
υπνωτισμένος

Και ξέρεις πως
όταν μειδιά επικίνδυνα
κάποιον πάλι
έβαλε στο μάτι

Τον ένοιωσα ένα απομεσήμερο
του Οκτώβρη
Ήμουν ξαπλωμένη
και χανόμουν

Τον ένιωσα να σκάβει στο στέρνο μου
να βγάζει αίμα
να βάζει κρύο
Λες και με άδειαζε
ψάχνοντας για την ψυχή μου

Κέρωσα παγώνοντας
καθώς το σκάμμα βάθαινε

Κι έπειτα ήρθε η μάνα μου
από τον τόπο του

Του άγγιξε απαλά το χέρι
και του είπε:

-Όχι ακόμα .

 

• 10 •

SITIS

Διψάω για σένα

Λειμώνες χειμώνες καιροί
με σβήνουν μακριά σου
Πάγος γίνονται οι δροσοσταλίδες
και στέκονται πάνω μου κρυσταλλικές
Διατηρώ τις αισθήσεις μου μονάχα
εσώκλειστη σε κουκούλι ψύχους
Ομφάλιος λώρος ήχος
επιχειρεί την αναγέννησή μου
διστακτικά μα δραστικά θεραπεύει
με αγωγούς θερμότητας απεγνωσμένης

Και καθώς με γαληνεύει η συχνότητα
απερίσκεπτα αφήνομαι
σε επικίνδυνη εξάρτηση ενυδάτωσης
Βρίσκομαι σε κάτι
ανάμεσα από υποδόρια ζωή
και επιβεβλημένη ύπνωση
Ως πόσο θα παραμείνει
αυτή η χειμέριά μου νάρκη;

Ξαπλώνω στο γυάλινο κιβούρι
στην κορυφή του βουνού
μαγεμένη
Εκεί που με άφησες
εκεί θα με βρεις
να υφαίνω τους πόθους μου
περιτύλιγμα από ατλάζι

Με το ολόχρυσο βελούδο
απ’ τα μάτια σου
έλα και κάλυψέ με
Με το αυγινό σου χαμόγελο
τύλιξέ με
Και σκέπασέ με
με τα ανθισμένα χείλη σου

Κοιμάμαι,
μα μην παραιτηθείς απ’τα κλειστά μου βλέφαρα
Εσένα περίμενα
πάντα

Για να με ντύσεις άνοιξη .

——————————————————

[sitis: δίψα, λατινικά]

• 11 •

Δεν υπάρχει απόσταση να με συγκρατήσει
Αλυσίδες ή
σκοινιά που δένουν στην προβλήτα
τοίχοι που φυλακίζουν την ορμή

Κανένας δρόμος δεν είναι τόσο μακρύς
για να με αποτρέψει
να αγγίζω
αυτό που λαχταρώ
Θα πλέω
θα πετώ
θα έρχομαι σε σένα
ακόμα και με την άκατο των ονείρων
θα φθάνω
Δεν υπάρχει δρόμος να με κρατήσει
μακριά
Καμία οδός δεν είναι απροσπέλαστη

H συντομοτέρα είναι της αγάπης .

 

• 12 •

Να πεθαίνεις

Να σκοτωθείς Ιφιγένεια
Να θυσιαστείς

Δεν σου πρέπει άλλος θάνατος
μόνο αυτός

Της αυταπάρνησης
εσύ
η μονάκριβη κόρη

Στην κρύα πέτρα ακούμπησε το κεφάλι σου
και παραιτήσου
απ’ την αυριανή σου τύχη

Να τελειώνεις Ιφιγένεια
Να φεύγεις

Μην νομίζεις ότι είχε αξία η ζωή σου
Ασήμαντη ήσουν και θα είσαι
Αμνός

Έτσι μόνον

Θυσία να γίνεσαι
Για να πνέουν ούριοι οι άνεμοι της ποίησης .

 

• 13 •

Μέγιστη διάρκεια

Αιώνες μετά
η γερασμένη Σεχραζάντ
Γνωρίζει

Διηγήθηκε ιστορίες πολλές
κι έκανε

Στα χέρια της τύλιξε την ηδονή
και στην επιθυμία
προσηλώθηκε ολόψυχα

Κοίμισε τους φόβους του
και γιγάντωσε την ισχύ

Λίκνισε την αγάπη
την νανούρισε

Αφοσιώθηκε

Αιώνες μετά γνωρίζει
πως τώρα πια
η ζωή που της χαρίζεται

είναι από αδιαφορία .

 

• 14 •

Σε μιαν άλλη ζωή

Σε μιαν άλλη ζωή
να με περιμένεις

Να φτάσω απαλλαγμένη
από κάθε βάρος
από κάθε ήττα

Να έρθω ολόφωτη
με όλα τα εφόδια
της ευτυχίας

Με την ψυχή μου
ασύλητη
κι όλη δική σου

Σε μιαν άλλη ζωή
θα συναντηθούμε
ξανά

Απελεύθεροι .

The post Βασιλική Καστριώτη, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

E. Μύρων, Ποιήματα

$
0
0

Ἄβολα φτερά
Στὸν κ. Μάνο Τασάκο

Μόλις χτυπήσω κάρτα,
ρυτιδώνουν
τὸ κυνηγητὸ
τὰ μῆλα
ἡ μακριὰ γαϊδούρα.

Στὴν ἔξοδο,
ἔχει μείνει
ἕνα παιδάκι
μόνο,
ποὺ ἀκόμα δὲν τολμάει
νὰ φτάσει
ὡς τὸ ἑκατό..

Δεξιότητες
…ἦταν κακὴ ἐπιλογὴ τὰ ὄνειρα
γιὰ ἄρματα –
βούλιαξαν ἀπὸ νωρὶς
στὴ λάσπη.

Ἐκεῖ πᾶς μὲ τὸ ἐλαφρὺ βιογραφικό.

Ἐξέγερση
Κάθε πρωί
ἀκόμα λίγη μέρα
χαράζεται στὸ δέρμα.
Ἄς ἐλπίζουμε σὲ μιὰ ἀνατροπή –
νὰ φτιάξουν τὰ παιδιά
μιὰ βόμβα ἀπὸ παραμύθι
ποὺ θ’ ἀφανίσει τὶς ἡλικίες.

Θεμέλιος λίθος
Κοίτα πῶς σηκώνει στὶς πλάτες
ὁλόκληρο ντουβάρι ὁ πίνακας…
Σκυφτός, σὰν ἄλλος Κουταλιανὸς
ἀπ’ ἕνα καρφὶ κρατάει τὸ σπίτι ὄρθιο.
Τούβλα, μπετόν, σοβάδες, πλήξη,
ὅλα τὰ φορτώθηκε ὁ δύσμοιρος…

The post E. Μύρων, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Παντελής Θαλασσινός, «12 + 1 Ηλιοτρόπια» (στίχοι: Άλκης Αλκαίος), εκδ. Έρημος Αθήνα, 2018

$
0
0

Περιλαμβάνει 12 τραγούδια σε στίχους του Άλκη Αλκαίου και ένα σε στίχους του Δημήτρη Λέντζου, που είναι αφιερωμένο στον Άλκη Αλκαίο

`

ΤΟ ΠΑΝΕΡΙ

Πλοίο δίχως τιμονιέρη
τούτος ο ντουνιάς
κι ζωή μας στο πανέρι
της κοψοχρονιάς.

Ποιος πληρώνει ποιος χρωστά
που να πάω να ρωτήσω;
Πώς ο κόσμος πάει μπροστά
κι η ζωή γυρίζει πίσω.

Ίδιο έργο δυο αιώνες
μ’ άλλους θεατές
σ’ αγορές και σε στρατώνες
θάλασσες κι οι ακτές.

*****************************************************************

`

Η Ιστορία με τα “12 +1 Ηλιοτρόπια”, ξεκινάει κάπως έτσι..

Είναι μεσημέρι της 17ης Απριλίου του 2012.. Απ’ το πρωί  τα ραδιόφωνα παίζουν Δημήτρη Μητροπάνο, και αναγγέλουν  το δυσάρεστο γεγονός! Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Λιζέτα.

– Παντελή, πρέπει να σε δώ. Να συναντηθούμε, να σου  δώσω κάτι..
– Τι είναι Λιζέτα μου;
– Θα καταλάβεις .. μου λέει
Συναντηθήκαμε λοιπόν το βραδάκι στη “Συλλαβή” της Κικής και του Φίλιππου, στο Παγκράτι.
– Εχω αυτό το φάκελλο για σένα. Διάβασε και θα καταλάβεις,  γιατί ήθελα ειδικά σήμερα, να σε δω.
Είχε μέσα ένα γράμμα για μένα, απ’ τον Άλκη Αλκαίο,  με ημερομηνία 13 Απριλίου, λίγο πριν το Πάσχα του 2012.  Περιείχε δώδεκα εξαιρετικούς λαϊκούς στίχους,  αριθμημένους κι αραδιασμένους, με σειρά τη δική του.
(Τη σειρά την κράτησα ως σήμερα).  Ο τίτλος 12+1 Ηλιοτρόπια, και γραμμένα για τη νέα δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου. Πάνω απ το +1 υπήρχε μια σημείωση,  που μου έλεγε.. Το +1 (στο στούντιο για γούρι) Γύρισα στο σπίτι, να τον πάρω τηλέφωνο, με την ησυχία μου.
– Άλκη μου, σήμερα πήρα το φάκελλο στα χέρια μου.
Τι ατυχία! Μας προλαβαίνει η ζωή…
– Ειδες καμιά φορά η μοίρα, τι παιχνίδια παίζει Παντελή μου;
– Ναι, Άλκη μου, όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει…

Μου εξήγησε ότι συζητώντας με το Δημήτρη, έκριναν,  ότι αν είχα και γω το χρόνο, θα ήταν πολύ ωραίο αποτέλεσμα,  μια ολοκληρωμένη δουλειά, με τους τρείς μας, ή έστω  κάποιο απ’ αυτά.  Είχα ήδη συνεργαστεί με το Δημήτρη Μητροπάνο, στην  προηγούμενή του δουλειά, δίνοντας του ένα τραγούδι,
σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, με τίτλο “Δίψα ο έρωτας  κι αρμύρα”.
—Νοιώθω ότι τα τραγούδια μείναν παραπονεμένα, του είπα,  γιατί ήταν προορισμένα, να τα βγάλει βόλτα ένας πολύ  μεγάλος τραγουδιστής.
– Να τα γράψεις τα τραγούδια, Παντελή, και να τα πείς εσύ,  μου είπε.
Κλείσαμε το τηλέφωνο, κι είμαι σίγουρος, πως κι οι δύο  νοιώθαμε τα ίδια. Τη ματαιότητα και την απουσία, να μας  ταρακουνά.. Το περαστικό μας παρόν, ήταν απαλλαγμένο  από κάθε ίχνος φιλοδοξίας και υστεροφημίας..

Άρχισα να γράφω τα τραγούδια, ύστερα απο λίγες εβδομάδες, παίζοντας του μερικά, απ’ το τηλέφωνο.  Θυμάμαι τη χαρά του, και τα ενθαρυντικά του σχόλια, που με προέτρεπαν να φτιαξω όλα τα τραγούδια..
Του άρεσαν πολύ τα “Βότσαλα”, οι “Σπαθιές στο κύμα”, το “Πανέρι”, “Ο δρόμος το γραμμα κι ο ταχυδρόμος”, που του τα έφτιαξα ένα Cdάκι και τα άκουγε τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του, και της ζωής του.

Πάντα άφηνα μια απόσταση, απο τους ανθρώπους  που θαυμάζω. Πάντα είχα το φόβο μην απογοητευτώ, η μην  τους απογοητεύσω, ή μήπως χαλάσω το μύθο, που ‘χα  πλάσει στο μυαλό μου, αλλά και μην τους ζαλίσω και τους κουράσω. Το Μάλαμα, το Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Ορφέα, τους Κατσιμιχαίους, το Σαββόπουλο, το Μήτσο το Χαίνη, το Νίκο Παπάζογλου, το “Μανόλο” το Ρασούλη, τους έχω, ή τους είχα πολύ ψηλά, και σε απόσταση, μόνο γι αυτό το λόγο.. (τους άλλους για άλλους).

Τον ξεχωριστό αυτό ανθρωπο, δεν τον γνώρισα από κοντά. Κοντά ήρθαμε από τις τηλεφωνικές συζητήσεις μας, μιας και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, δεν ήθελε να τον δω.. Κοντά μας έφεραν τα τραγούδια μας.. Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω απεριόριστα για το πάθος του στα γραπτά του. Για τη λαχτάρα του να έρθει σ’ επαφή με το ανήκουστο και το φρέσκο, ακόμη και τον τελευταίο καιρό που είχε δυσκολίες. Είναι ωραίο να κρίνεται ένας δημιουργός απ το έργο του, κι όταν μάλιστα, μας έχει ομορφήνει τις στιγμές.

Γι αυτό το λόγο δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτόν περισσότερο, αφήνω σ’ άλλους αυτό το ρόλο. Ο Αλκης Αλκαίος όπως κι οι άνθρωποι που έκαναν αθάνατα τραγούδια θα ζει για πάντα στα χείλη μας και στην ψυχή μας ..

Το Δημήτρη το Μητροπάνο τον συνάντησα τρείς φορές  στη ζωή μου.. Η μια ήταν στην Πανσέληνο στην Πλάκα, που είχε έρθει να μας ακούσει με το Γεράσιμο, η άλλη ήταν στο Ηρώδειο στη συναυλία του Δημήτρη Παπαδημητρίου, κι άλλη μια στο στούντιο 111, του Τάκη του Αργυρίου στο Μοσχάτο, όταν έφτιαχνε το cd “Στη Διαπασών” Θα ήταν παράλειψη άν δε δημοσίευα στο βιβλίο αυτό, τους χειρόγραφους στίχους του Αλκαίου.  Έχουν μια μαγεία και μια άλλη δύναμη τα χειρόγραφα ενός μεγάλου ποιητή. Σου δίνουν κάτι απ’ την ατμόσφαιρα. Οι παρτιτούρες σε απλή μορφή με τις συγχορδίες, οι “οδηγοί” – όπως τους λέμε εμείς στο σινάφι μας,

– είναι για να βοηθήσουν τους μουσικούς και τα παιδιά,
να παίξουν τα τραγούδια μας όπως είναι, και για να
ολοκληρωθεί αυτή η δουλειά. Γι αυτό άλλωστε, έγινε βιβλίο.

Το βιβλίο αυτό προσθέτει άλλον ένα νεωτερισμό, στον πολύπαθο χώρο της μουσικής επικοινωνίας. Στο βιβλίο αυτό που κρατάτε, στην τελευταία του σελίδα υπάρχει ένα CD ή ένα USB στικάκι.
6 ολόκληρα χρόνια για να γίνουν τραγούδια οι στίχοι του Βαγγέλη Λιάρου (Αλκη Αλκαίου).. μάλλον είναι πολλά, αν κρίνω απ τα 3,5 χρόνια που έκανα για το «Καλαντάρι», του Ηλία, και τα 2,5 για το «Να ‘ταν ο πόλεμος χορός» του Φασουλά.. του Άλκη, μιας και παρακολουθούσε μέσω e-mails την εξέλιξη.
Απο κοντά κι φίλος μου ο Θανάσης Συλιβος με τις πολύτιμες συμβουλές του, ως πιο παληός στο βιβλίο. Πολύτιμο για μένα και το τετραήμερο, που ηχογράφησα στη Χίο, τα μπουζούκια και τα τύμπανα, και σωτήρια  η βοήθεια του σπουδαίου βιολιστή Σταμάτη Πούπαλου, που αποδειχθηκε και πολύ καλός ηχολήπτης στο αυτοσχέδιο αλλά καλόηχο στουντιάκι του στο Λατόμι..

Εκει το Μανολάκι κι ο Μιχαλάκης πέταγαν φωτιές στο μπουζουκι και στα τύμπανα. Είναι αυτό που είχα φανταστεί, χωρίς εκπτώσεις.. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στο υπόγειο του σπιτιού μου.

Τέλος ευχαριστώ πολύ όσους αγάπησαν αυτά τα τραγούδια, κι ιδιαίτερα τη Λιζέτα και τη Φαίδρα.

Τα Βότσαλα τ’ αφιερώνω στο Γιώργο Χριστοδούλου.

Το σημείωμα αυτό, προσπαθώ να το απαλλάξω από βαρύγδουπες κουβέντες, και να είμαι περισσότερο περιγραφικός. Είχα δασκάλους που με συμβούλεψαν γι αυτό.

“Μίλα σεμνά, για τα σημαντικά.. Δεν περιγράφονται,
όσο και να φωνάξεις. Οι βαριές οι λέξεις είναι μόνο για
τα ασήμαντα”

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

`

*****************************************

Παίζουν:

Στέλλα Βαλάση: Σαντούρι
Πέτρος Βαρθακούρης: Κοντραμπάσο, ακουστική κιθάρα
Μιχάλης Βούκουνας: Τύμπανα, τουμπερλέκι
Παντελής Θαλασσινός: Ακουστική κιθάρα
Σωτήρης Μαργώνης: Βιολί
Πάρις Περυσινάκης: Μαντολίνο, Τζουρά
Μανόλης Στάθης: Μπουζούκι
Νίκος Τσιατσούλης: Κρουστά
Λευτέρης Χαβουτσάς: Κιθάρα κλασσική, και άταστη
Ντίνος Χατζηϊορδάνου: Ακορντεόν
Νάνα Μπινοπούλου: Β΄ φωνές
Majed Ali: Τρίγωνο

Ενορχηστρώσεις: Παντελής Θαλασσινός, Πέτρος 
Βαρθακούρης, Λευτέρης Χαβουτσάς
Ηχοληψία: Παντελής Θαλασσινός, Σταμάτης Πούπαλος
Ηχογράφηση: Στούντιο “Κουτουρού”, και “ στου παππού”
Μίξεις: Γιώργος Καρυώτης – Σιέρρα Στούντιος
Mastering Παραγωγή CD: Digital Press Γιάννης Ιωαννίδης
Φωτογραφίες: Νίκος Κουστένης, Γιώργος Σπανός,
Νατάσσα Παυλάτου, Σπύρος Τρουπάκης, 
Ελένη Συμεωνίδου.

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Της φωτιάς
2.Οι κήποι των Εσπερίδων
3. Της παρέας (Φαίδρα Θαλασσινού)
4. Σπαθιές στο κύμα
5. Μικρή Ελλαδογραφία (Λιζέτα Καλημέρη)
6. Το δαχτυλίδι
7. Ο δρόμος το γράμμα κι ο ταχυδρόμος
8. Κλόουν
9. Βότσαλα
10. Οι μεγάλοι δρόμοι
11. Το νησί της αγάπης
12. Το πανέρι
+1. L’ ultimo barco (Στίχοι: Δημήτρης Λέντζος)

The post Παντελής Θαλασσινός, «12 + 1 Ηλιοτρόπια» (στίχοι: Άλκης Αλκαίος), εκδ. Έρημος Αθήνα, 2018 appeared first on Ποιείν.

Jean Cocteau, «Η ανθρώπινη φωνή»

$
0
0

`

Μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι της σαν νεκρή. Ζωντανεύει μόνο όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο αγαπημένος της που την αφήνει για να παντρευτεί μια άλλη. Η γυναίκα σταδιακά απελπίζεται και στο τέλος καταρρέει. 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Εμπρός, εμπρός, εμπρός.. Μα όχι κυρία μου, είμαστε πολλοί στη γραμμή,
κλείστε… Εμπρός… Εμπρός… Κλείστε εσείς… Εμπρός… Μα όχι, δεν είναι του
γιατρού Σμιτ… Μηδέν 8, όχι μηδέν 7… εμπρός!… μα αυτό είναι γελοίο… (Κλείνει,
μένει με το χέρι στο ακουστικό. Κουδούνισμα)… Εμπρός!… Μα τι θέλετε να κάνω,
κυρία μου;… Είστε πολύ αγενής… Δικό μου λάθος;.·., καθόλου… καθόλου…
[Εμπρός!… εμπρός, κέντρο;… Με καλούν και δεν μπορώ να μιλήσω… Πέστε σ’
αυτή την κυρία να κλείσει]. (Κλείνει. Κουδούνισμα.) Εμπρός! Εσυ είσαι;… εσύ
είσαι;… Ναι… Δε σ’ ακούω καθόλου… είσαι πολύ μακριά, πολύ μακριά… Εμπρός!…
είναι φοβερό… μιλάνε κι άλλοι… Ξαναπάρε με. Εμπρός! Ξαναπάρε με… Λέω: ξαναπά-ρε με… Μα, κυρία μου, σας είπα, δεν είμαι ο γιατρός Σμιτ… Εμπρός!…
(Κλείνει. Κουδούνισμα).
Α! επιτέλους… είσαι εσύ… ναι… ναι… πολύ καθαρά… εμπρός… ναι… Ήταν σωστό
μαρτύριο να σ’ ακούω μέσα απ’ όλες αυτές τις φωνές… Ναι… ναι… όχι… Τι
σύμπτωση!… Γύρισα πριν δέκα λεπτά,… Με είχες ξαναπάρει;… α… όχι… όχι… Έφαγα
έξω… στης Μάρθας… [Πρέπει να είναι 11 και τέταρτο] Είσαι σπίτι σου;… [Λοιπόν, κοίτα
το ηλεκτρικό ρολόι…] Το φανταζόμουν… Ναι, ναι, αγάπη μου… Τι; Χτες βράδυ; Χτες,
έπεσα αμέσως, κι επειδή δεν μπορούσα να κοιμηθώ, πήρα ένα χαπάκι… όχι… ένα μόνο…
στις εννιά… Είχα λίγο πονοκέφαλο, αλλά μου πέρασε… Το πρωί, ήρθε η Μάρθα. Φάγαμε
μαζί. Πήγα στα μαγαζιά. Γύρισα σπίτι. Έβαλα όλα τα γράμματα μέσα στην κίτρινη
τσάντα, και… Τι;… Πολύ δυνατή… στ’ ορκίζομαι… Έχω πολύ, κουράγιο, πολύ… [Μετά;
Μετά, ντύθηκα, ήρθε η Μάρθα και με πήρε και… αυτό είν’ όλο… Γυρίζω απ’ το σπίτι
της. Ήταν πολύ καλή… τέλεια… Μπορεί να έχει αυτό το «υφάκι», αλλά δεν είναι…
Είχες δίκιο, όπως πάντα.] (Χαμογελάει). Ίο ροζ φόρεμα μου με τη γούνα… Το μαύρο
καπέλο… Ναι, το φοράω ακόμα… Όχι, όχι, δεν καπνίζω. Μόνο τρία, όλα κι όλα… Ναι,
σωστά… Ναι, ναι… Είσαι πολύ καλός… Κι εσύ, τώρα γύρισες;… Έμεινες σπίτι… Ποια
δίκη;… Α, ναι… Δεν πρέπει να κουράζεσαι… Εμπρός! εμπρός! μη διακόπτετε. Εμπρός!…
εμπρός! αγάπη μου… εμπρός!… Αν μας διακόψουν, ξανά πάρε με αμέσως… φυσικά…
Εμπρός! Όχι… εδώ είμαι… Την τσάντα;… Τα γράμματα σου και τα δικά μου…
Μπορείς να στείλεις τον Ζοζέφ να την πάρει, όποτε θέλεις… Λίγο σκληρό…
Καταλαβαίνω… Ω! αγάπη μου μη δικαιολογείσαι, είναι πολύ φυσικό. Εγώ είμαι ανόητη… [είσαι καλός… είσαι καλός… ούτε κι εγώ φανταζόμουν πως θα ήμουνα τόσο
δυνατή… Δεν πρέπει να με θαυμάζεις. Πηγαίνω λίγο σαν υπνοβάτης. Ντύνομαι, βγαίνω,
ξαναγυρίζω, μηχανικά. Αύριο, ίσως θα ‘χω λιγότερο θάρρος… Εσύ;…] Μα όχι, μα όχι,
αγάπη μου, δεν έχω να σου παραπονεθώ για τίποτα… εγώ… εγώ… Τι; Πολύ φυσικό…
Ίσα-ίσα… Είχαμε… συμφωνήσει απ’ την αρχή πως δε θα λέγαμε ποτέ ψέματα ο ένας στον

άλλον, και θα μου φαινόταν εγκληματικό αν μου το έκρυβες ως την τελευταία στιγμή. Το
χτύπημα θα ήταν τρομερό, ενώ έτσι είχα τον καιρό να συνηθίσω, να καταλάβω… θέατρο;… Εμπρός!… Τι;… Σου παίζω θέατρο εγώ;… Με ξέρεις, είμαι ανίκανη να τα
καταφέρω… Καθόλου… Καθόλου… Πολύ ήρεμη… θα το καταλάβαινες… Λέω: θα το
καταλάβαινες από τη φωνή μου, αν σου έκρυβα κάτι… Όχι. Αποφάσισα να έχω θάρρος
και θα έχω… Δεν ήταν το ίδιο… μπορεί, αλλά, όσο και να περιμένεις μια συμφορά, άμα σε
βρει, σε ζαλίζει… Μην υπερβάλλεις…
Είχα όλον τον καιρό για να συνηθίσω στην ιδέα. Φρόντιζες να με νανουρίζεις, να μ’
αποκοιμίζεις… Η αγάπη μας είχε ν’ αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια. Έπρεπε ή να απαρνηθώ
πέντε χρόνια ευτυχίας ή να δεχτώ τους κινδύνους. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως όλα τα
πήγαιναν θαυμάσια. Πληρώνω ακριβά μια ανεκτίμητη χαρά… Εμπρός… ανεκτίμητη…
και δε μετανιώνω… δε μετανιώνω για τίποτα -για τίποτα-για τίποτα… Κάνεις… κάνεις
λάθος… λάθος, λάθος. Έχω… εμπρός!… έχω αυτό που μου αξίζει, θέλησα να κάνω μια
τρέλα και να δοκιμάσω μια τρελή ευτυχία… αγάπη μου… άκουσε… εμπρός!… αγάπη μου…
άφησε με να σου μιλήσω. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Εγώ φταίω για όλα… Ναι, ναι…
θυμάσαι εκείνη την Κυριακή, στις Βερσαλλίες, και το τηλεγράφημα;.. Α!… Ναι, τότε!…
Εγώ θέλησα νά ‘ρθω, εγώ σου ‘κλεισα το στόμα, εγώ σου είπα ότι δε με νοιάζει τίποτα…
Όχι… όχι… όχι… εδώ είσαι άδικος… Εγώ… εγώ τηλεφώνησα πρώτη… [όχι, την Τρίτη…
μια Τρίτη… Είμαι σίγουρη. Μια Τρίτη 27 του μηνός. Το τηλεγράφημα σου έφτασε τη
Δευτέρα το βράδυ, στις 26. Τις θυμάμαι αυτές τις ημερομηνίες απ’ έξω… Τη μητέρα σου;
Γιατί… Αληθινά, δε χρειάζεται… Δεν ξέρω ακόμα… ναι…. ίσως… Ω! όχι, πάντως όχι
αμέσως, κι εσύ;…]
Αύριο;… Δεν ήξερα πως ήταν τόσο βιαστικό… τότε, περίμενε… είναι πολύ
απλό… αύριο πρωί, θ’ αφήσω την τσάντα στο θυρωρό μου. Ας περάσει ο Ζοζέφ
να την πάρει… Ω! εγώ… μπορεί να μείνω ή μπορεί να πάω μερικές μέρες στην
εξοχή, στης Μάρθας…
Εδώ είναι. Μοιάζει σαν άνθρωπος που πονάει. Χτες, πήγαινε όλη την ώρα
απ’ το χωλ στην κάμαρα. Με κοίταζε. Σήκωνε τ’ αυτιά του, αφουγκραζόταν, σε
γύρευε παντού. Έμοιαζε να με μαλώνει που καθόμουν ασάλευτη και δε
σηκωνόμουν να ψάξω μαζί του… Το καλύτερο θα ήταν να το πάρεις εσύ… Ω,
εγώ!… Δεν είναι σκυλί για γυναίκα. Δεν θα ήξερα να το περιποιηθώ. Δεν θα το
έβγαζα έξω. Καλύτερα να μείνει μαζί σου… Θα με ξεχάσει γρήγορα… [Δεν
είναι και τόσο δύσκολο. Μπορείς να πεις πως είναι ο σκύλος ενός φίλου σου.
Αγαπάει πολύ τον Ζοζέφ. Ας έρθει ο Ζοζέφ να τον πάρει]… θα δούμε… ναι…
ναι… ναι, αγάπη μου… σύμφωνοι… μα ναι, αγάπη μου… Ποια γάντια;… Τα
γάντια σου για το αυτοκίνητο; Δεν ξέρω. Δεν τα είδα. Μπορεί. Να κοιτάξω…
Περίμενε. Μην κλείσεις.
(Παίρνει απ’ το τραπέζι, πίσω από τη λάμπα, τα γούνινα γάντια του και τα
φιλάει με πάθος. Μιλάει, με τα γάντια πάνω στο μάγουλο της)

Εμπρός… εμπρός… όχι… έψαξα στο κομοδίνο, στην πολυθρόνα, στο χολ, παντού, – δεν
είναι… ‘Ακου… θα κοιτάξω πάλι, όμως είμαι βέβαιη… Αν τα βρω ως αύριο, θα στα
στείλω μαζί με την τσάντα… Αγάπη μου;… Τα γράμματα… ναι… θα τα κάψεις… θα σου
ζητήσω κάτι πολύ ανόητο… Όχι, να, σε παρακαλώ αν τα κάψεις, θα ήθελα να φυλάξεις
τη στάχτη στη μικρή κοκαλένια τσιγαροθήκη που σου είχα χαρίσει και… Εμπρός!… όχι…
είμαι ανόητη… συχώρησε με. Ήμουν πολύ δυνατή (Κλαίει)… Να, τέλειωσε. Σκουπίζω
τα μάτια μου. Ναι θα ήθελα πολύ να έχω αυτή τη στάχτη, αυτό είναι όλο… Τι καλός
που είσαι!… Α!
[(Η ηθοποιός πρέπει να πει τα παρακάτω σ’ όποια ξένη γλώσσα ξέρει καλύτερα).
«Τα χαρτιά της αδελφής σου τα ‘καψα όλα στο φούρνο της κουζίνας. Στην αρχή
σκέφτηκα να τ’ ανοίξω για να πάρω το σχέδιο που μου ‘χες πει, αλλά μια και ήθελες να
τα κάψω, τα ‘καψα όλα… Α! καλά… καλά… ναι» (Στη γλώσσα της)].
Σωστά, φοράς τη ρόμπα σου… Είσαι ξαπλωμένος;… Δεν πρέπει να δουλεύεις τόσο αργά,
πρέπει να κοιμηθείς, αν είναι να σηκωθείς νωρίς. [Εμπρός!… Εμπρός!… Τώρα;… Κι
όμως, μιλάω πολύ δυνατά… Τώρα μ’ ακούς;… Λέω: μ’ ακούς;… είναι αστείο, γιατί
εγώ σ’ ακούω σαν να είσαι πλάι μου… Εμπρός!… εμπρός!… εμπρός!… Ωραία! τώρα
δε σ’ ακούω εγώ!… Ναι, αλλά πολύ μακρυά, πολύ μακριά… Εσύ μ’ ακούς; Ο καθένας
με τη σειρά του. Όχι, μην κλείσεις!… Εμπρός!… Α! Σ’ ακούω. Σ’ ακούω πολύ καλά.
Ναι, ήταν πολύ δυσάρεστο. Νομίζεις πως πέθανες, ξαφνικά. Ακούς και δε σ’ ακούνε…
Όχι, πολύ, πολύ καλά. Είναι απίστευτο που μας αφήνουν και μιλάμε τόση ώρα.
Συνήθως, σε κόβουν σε τρία λεπτά και σου ξαναδίνουν λάθος αριθμό… Ναι, ναι…
ακούω καλύτερα κι από πριν, αλλά η συσκευή σου βουίζει. Σαν να μην είναι το δικό
σου τηλέφωνο]… Σε βλέπω, ξέρεις (Εκείνος τη βάζει να [χα,ντέφεή… Ποιο φουλάρι;…
Το κόκκινο… Α!… Έχεις σηκωμένα τα μανίκια… Στο αριστερό σου χέρι; το
ακουστικό. Στο δεξί; το στυλό σου. Ζωγραφίζεις στο στυπόχαρτο καρδιές, πρόσωπα,
άστρα. Γελάς! Έχω μάτια στη θέση των αυτιών… (Με μια μηχανική κίνηση, κάνει να
σκεπάσει το πρόσωπο της)… Ω, όχι, αγάπη μου, προπάντων μη με κοιτάς… Φοβάμαι;… Όχι, δε φοβάμαι… κάτι χειρότερο… Ξεσυνήθισα να κοιμάμαι μονάχη μου…
[Ναι… ναι… ναι… ναι, ναι… στ’ ορκίζομαι… στ’ ορκίζομαι… είσαι πολύ καλός… Δεν
ξέρω. Αποφεύγω να κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Δεν τολμώ ν’ ανάψω το φως της
τουαλέτας μου. Χτες, αντίκρισα μια ηλικιωμένη γυναίκα… Όχι, όχι! μια ηλικιωμένη,
αδύνατη, με άσπρα μαλλιά κι ένα σωρό μικρές ρυτίδες… Αστειεύτηκα… μη λες
κουταμάρες… Ευτυχώς που είσαι αδέξιος – και μ’ αγαπάς. Αν δε μ’ αγαπούσες και ήσουν
επιδέξιος, το τηλέφωνο θα γινόταν ένα τρομακτικό όπλο. Ένα όπλο που δεν αφήνει ίχνη, δεν
κάνει θόρυβο… Εγώ κακιά;] Εμπρός!… εμπρός!… εμπρός, αγάπη μου… πού είσαι;…
Εμπρός, εμπρός, δεσποινίς. (Χτυπάει τη διχάλα του τηλεφώνου). Εμπρός, μας έκοψαν.
(Κλείνει. Παύση. Ξαναπαίρνει το ακουστικό). Εμπρός! (Χτυπάει τη διχάλα). Εμπρός!
εμπρός! (Ξαναχτυπάει τη διχάλα). Εμπρός! Εμπρός! (Κουδούνισμα). Εμπρός, εσύ
είσαι;… Όχι, λάθος, κλείστε, κλείστε…

 

[…]

`

* Η Έλλη Λαμπέτη παρουσίασε το 1978 τα μονόπρακτα του Cocteau, «Η ψεύτρα», «Η ανθρώπινη φωνή», «Την έχασα», μαζί με τα μονόπρακτα: «Η Εβραία» του Μπρεχτ, «Η πιο δυνατή» του Στρίντμπεργ, «Μια ψυχούλα» του Τσέχωφ. Τη μετάφραση έκανε ο Μάριος Πλωρίτης, τη σκηνοθεσία ο Σωτήρης Μπασιάκος, τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Πάνος Παπαδόπουλος 

 

The post Jean Cocteau, «Η ανθρώπινη φωνή» appeared first on Ποιείν.

Ιγνάτιος Ταγκούλης, «Μπου», εκδ. Οδός Πανός, 2018

$
0
0

ΚΡΙΣΙΜΗ ΑΛΛΑ ΣΤΑΘΕΡΗ

 

Καλυτερεύω.

Είμαι με τους  περιπλανώμενους και την ανέκαθεν απελπισία τους.

Υπονοώντας :

Αγνοούμαι και με ψάχνουν διαρκώς στα ξέφωτα –

σ’ αυτούς τους μοναχικούς πληθυντικούς της όρασης και των θηραμάτων.

Είμαι των ελεύθερων σκοπευτών η αναμονή

και το αλάνθαστο αριστερό τους

η σταγόνα της αγωνίας τους στο μέτωπο

με χαλασμένο κλείστρο και θαμπωμένη διόπτρα.

 

Είμαι όσα προσμένω και όσα δεν θα πετύχω σ’ αυτήν την ζωή.

 

Καλυτερεύω δίχως φάρμακα και μόλις κλείσω τα μάτια

περιπολώ καλοντυμένος σε νηπίων όνειρα

σφυρίζοντας  δήθεν αδιάφορα καθώς πλησιάζει το φριχτό τέλος της αθωότητας.


Απομνημονεύω τα σύννεφα και των δέντρων την γενεαλογία

περασμένα μεσάνυχτα μ’ ένα κερί αναμμένο απ’ την πίκρα μου

για να περάσει η ώρα και να ξεκουραστούν τα ρολόγια.

Είμαι σε συμμαχία με τα σωθικά μου – τ’ ομολογώ.

Καλυτερεύω γιατί περιφρόνησα τις νηστείες και τώρα – ω, θεέ μου ! –

που εγώ και το μέσα μου κατουριόμαστε απ’ τα γέλια

μ’ όλες αυτές τις Σαρακοστές των ανθρωποκρεάτων

δεν μας απομένει ούτε ένα σαββατοκύριακο να μετανοήσουμε…

 

Καλυτερεύω,

το λένε ξεκάθαρα κι όλων των αναστηθέντων οι χημειοθεραπείες !

 

Οικειοποιήθηκα τα μεσοσκόταδα κ’ έλαμψε όλη η Οικουμένη μου

μ’ όλα της τα ερπετά μεμιάς.

Καλυτερεύω κι όλες μου οι προβλέψεις για μια άλλη ζωή πετάχτηκαν στα σκουπίδια.

 

`

*

 

ΟΡΙΣΜΟΣ

 

Ποίηση δεν είναι η ομοιοκαταληξία αυτού του κόσμου.

Ποίηση είναι το ίζημα κάθε λέξης  που μας βαραίνει μέχρι το βαθύ γήρας.

 

Ποίηση είναι ένας Φεβρουάριος που με θράσος στριμώχνεται

 

στο ανέμελο καλοκαιράκι.

Ποίηση είναι η άδεια καρέκλα αντίκρυ στην δική σου.

Ποίηση είναι το βουρκωμένο μάτι του ζώου πριν την σφαγή.

 

Ποίηση είναι η πόρτα που θα ανοίξει

αλλά δεν θα είσαι εσύ αυτή που θα πει καλησπέρα.

 

Ποίηση δεν είναι,  ούτε θα μπορούσε να ήταν ποτέ.

 

 

 `

*

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

Σου μιλώ

κι ας μην μου μιλούν πια οι άνθρωποι

κι έχω όλες τις λέξεις μου ακροβολισμένες

στα γύρω υψώματα περικυκλώνοντας την Αγάπη

με συνθήματα και σήματα καπνού

μ’αλαλαγμούς άγριας χαράς και σιωπητήρια της συγγνώμης

από απαρχής των σωμάτων μέχρι τα σύνορα της αφής

Σου μιλώ.

 

Ψυχή μου εσύ πικρέ μου φώσφωρε 

που στα σεντόνια τα λευκά ανάμεσα 

αποκοιμιέσαι κι εγώ σε λέω αγάπη…

Τ’ όνομά σου δεν γράφεται στην γλώσσα αυτή

ούτε και σ’ άλλη απ’ αυτές που γνωρίζουν οι άνθρωποι

κι απ’ αυτές που μιλούσαν των σπηλαίων οι πρωτόγονοι κάτοικοι

τ’ όνομά σου είμαι εγώ, μ’ ακουμπώ και με σπρώχνω σ’ εσένα

συνθηματικά και σημάδια αλλάζοντας

με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα από μια άγνωστη δύναμη

για να ‘ρθεις  και να φέρεις στην γη

ό,τι απόμεινε από ανθούς και βροχή

απονιάς πρωθιέρεια στα πανάρχαια δάση

σε απόκρημνα άπατα και στους βυθούς της θαλάσσης

Εσύ.

Ψυχή μου εσύ ορφανό μου ικρίωμα

πες μου, από πού έρχεται η Αγάπη και για ποιούς ; 

 

Κι αν σ’ αγαπώ τίποτα δεν αλλάζει

από τους νόμους της ουράνιας φυσικής

που μας κρατούν στην τροχιά του ακοίμιστου πεπρωμένου

κι αν σου μιλώ από χιλιάδες έτη φωτός ψιθυριστά

κάποτε

θα επιστρέψουν τα σώματα μ’ ολάκερη την αξία τους

στραμμένη στην Ομορφιά

γιατί ο θάνατος άδικος είναι

όσο κι αν πιστεύεις σε άλλη ζωή

γιατί μόνη Δικαιοσύνη στον κόσμο αυτό

η αγάπη μας.

 *

ΜΠΟΥ
Ποιος είναι, αγάπη μου, αυτός μες στην αυλή μας
Με μάτια δάκρυα κλαμένα γοερά;
Μήπως τον ξέβρασε θυμός ή άστρων θλίψη
Και κάθε χάραμα τον γλύφουνε σκυλιά;

Ποιος είναι, αγάπη μου, αυτός που μας κοιτάει
Φορώντας αίματα μετάξια ακριβά;
Ποιος τον μαχαίρωσε με μνήμες και γελάει
Και ποια τον έριξαν εδώ χέρια φονιά;

Ποιος είμαι, αγάπη μου, εγώ που σου μιλάω
Αυτό το βράδυ σαλεμένος γιασεμιά;

Είμαι ένας άνεμος που κλαίει στα σκοτάδια
Γυμνός ξυπόλυτος αν θες να με αγγίξεις
Στης λησμονιάς τ’ απύθμενα ολάνθιστα πηγάδια
Προσμένω αιώνες σκεφτικός να με φιλήσεις.

Είναι το σώμα μου ένα λεύκωμα θανάτων
Που μια ζωή σου αφιερώνει από καρδιάς.

 

 

 

The post Ιγνάτιος Ταγκούλης, «Μπου», εκδ. Οδός Πανός, 2018 appeared first on Ποιείν.

Μαρία Μπεθάνη, Πέντε ποιήματα (σχόλιο: Μιχάλης Γελασάκης)

$
0
0

 

 

 

Σιντριβανάκι

 

Αυτό που κρυφά πόθησα (πάγωσα_)

Έρχεται τώρα πιο συχνά.

Ο πάγος ποτέ δεν ήταν τρυφερός.

Τρυφερή είμαι εγώ (πάγωσα_)

Που ελευθέρωσα την επιθυμία.

 

Νερό.

Ελατήριο.

Σιντριβάνι.

Δάκρυα.

Σιντριβανάκι

Από σκληρά δάκρυα.

Ζεστά δάκρυα.

Τρυπάνι.

Δυνατά δάκρυα

Δυνατά.

Πιο δυνατά

Από τις προσδοκίες της τρυφερής μαμάς.

 

*Έλα τώρα να κάνουμε πως είμαι εγώ η μαμά και εσύ το παιδί.

`

*

Όλα όμορφα

 

Στην αρχή είναι όλα όμορφα.

Οι κρυστάλλινες ασυμμετρίες

Λαμποκοπούν στον αθώο ήλιο.

Αρκεί λίγο κονιάκ

Ένα φιλί που διαρκεί

Ένα κομμάτι γνήσιας τέχνης.

 

Ξαφνικά ακούς τον ήχο.

Από μέσα.

Ψάχνεις να κρατηθείς

-χωρίς να κοπείς-

Δε φτάνει ένα φιλί

Δε φτάνει η τέχνη

Δε φτάνει το κονιάκ.

 

Ψάχνεις

Με παλάμες τρυπημένες

Από μικρά κρυσταλλάκια

Συμμετρικά τοποθετημένα.

 

Όλα όμορφα

Λαμποκοπούν στον αθώο ήλιο.

 

Σκέτο έργο τέχνης.

`

*

Δε μπόρεσα ποτέ

 

Σκίζω τα σύννεφα

Την όψη των βουνών

Και τη μορφή των περήφανων λουλουδιών.

Σα να είναι απλά τρεις ζωγραφιές

Που δε μου αρέσουν

-Ή μου αρέσουν αρκετά-

Δε θέλω να δω.

 

Δεν είμαι έτοιμη.

Δε μπορώ.

Να παίξω δε μπορώ

Με τη γλυκιά δροσιά των φύλλων.

Την άγρια χρυσαλλίδα

Το πυκνό ομίχλωμα

Τα μισόκλειστα βλέφαρα

Και τη λεπτή αχτίδα.

 

Τα παιδιά φεύγουν γρήγορα.

Έχω αποσυντονιστεί.

Δε θα κοιτάξω τώρα.

`

*

 

ΓΙΟΡΤΗ ν001.

 

Έπειτα από χρόνια

Κάθισαν γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι

Γονείς και παιδιά

Τότε λένε πως άνοιξε η γη.

Πάντα υπήρχαν χάσματα

Όχι όμως ικανά να ρουφήξουν

Τα σερβίτσια, το τραπέζι και τα παιδιά.

 

Έχω δει υπέροχα ταξίδια

Τα σερβίτσια, το τραπέζι, τα παιδιά

Στη μαύρη τρύπα

Τα παιδιά πίνουν κρασί.

 

Έχω δει υπέροχα ταξίδια

Οι γονείς στη γαλάζια τρύπα.

Τρώνε και πίνουν νερό.

 

Ήταν ζήτημα χρόνου.

 

Μη φοβάσαι.

Δε γίνονται θαύματα.

`

*

Κάνε αυτό

 

Υπάρχουν δάχτυλα γύρω σου
Με δυναμικούς αισθητήρες
Τα δάκρυά σου τα νιώθουν ποτάμι
Και πνίγονται.
Μη το κάνεις αυτό.

 

– Θέλουν όλοι μια αγκαλιά

 

Έχεις φίλους
Είναι δάση και πουλιά
Εσύ τους ποτίζεις
Μη λυγίσεις τώρα
Που καίει ο ήλιος
Μη το κάνεις αυτό.

 

– Όλοι θέλουν να πιούν νερό

 

Έχεις μελωδίες
Αγκίστρια στο λαιμό σου
Μην καταπιείς.
Τραγούδα.
Μη λυγίσεις τώρα
Που οι άλλοι σιωπούν

 

– Θέλουμε δυνατά τη μουσική.

 

Είσαι σπουδαίο κορίτσι
Το ξέρεις
Πες το πριν κοιμηθείς
Για να το θυμηθείς.

 

– Θέλω πολύ να το θυμηθείς.

 

Κάνε αυτό.

 

*****************************************

Μία ακόμη νέα κοπέλα που γράφει ποιήματα; Μπορεί. Μπορεί όμως και όχι. Ο λόγος της λιτός, πυκνός, αιχμηρός και ευθύς. Το πεσιμιστικό της φόντο μοιράζεται με την παρότρυνση. Με την παρακίνηση για συναισθηματική δράση. Προστακτικές και διαπιστώσεις στον βίο της νεότητας, στην αμφισβήτηση της σιγουριάς. Στίχοι προετοιμασίας για το σημείο βρασμού.
Η Μαρία Μπεθάνη είναι παιδαγωγός.  Έχει γράψει και σκηνοθετήσει παιδικές παραστάσεις, παίζει και γράφει μουσική για θέατρο και τραγούδια για μικρά και μεγάλα παιδιά. Αυτήν την περίοδο ετοιμάζει την πρώτη της δισκογραφική δουλειά με τραγούδια που έχει γράψει η ίδια. Το Ποιείν παρουσιάζει πέντε από τα ποιήματά της.

Μιχάλης Γελασάκης

 

 

 

 

 

The post Μαρία Μπεθάνη, Πέντε ποιήματα (σχόλιο: Μιχάλης Γελασάκης) appeared first on Ποιείν.

«Για τον Αντώνη Φωστιέρη. Κριτικά κείμενα»  (Ανθολόγηση, Εισαγωγή, Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός), εκδ. Αιγαίον,  2017

$
0
0

Πρισματικός ποιητής ο Αντώνης Φωστιέρης, και άρα υπάρχουν πολλοί τρόποι κριτικής προσέγγισης στην ποιητική του: φιλοσοφικός, (μετα)ποιητικός, υπαρξιακός. Επιλέγω όμως τον γλωσσικό, ή, καλύτερα, τον στιχουργικό και λεκτικό τρόπο, γιατί αυτή είναι η πλευρά του πρίσματος όπου όλες οι εν λόγω συντεταγμένες συγκλίνουν.
Εκείνο που εκπλήσσει στο έργο του Φωστιέρη είναι η συνεχής προσπάθεια ν’ αποσπάσει την λέξη “από τον άξονα της χρησιμοθηρικής τ[η]ς υποτέλειας” (Ελύτης), ούτως ώστε να αποδεσμεύσει όλη τη λανθάνουσα ενέργειά της. Οι λέξεις δείχνουν έτσι την αμφισημία τους, τη ρευστή τους ουσία, πέρα από τη συμβατικότητα της ονοματολογίας.
Τι θα γίνει, επομένως, εάν αφήσουμε να πλέουν ελεύθερα οι σημασίες, αποσπασμένες από τις φλούδες των σημαινομένων (“Ύστερα έμαθα με φλούδες συλλαβών / Να φτιάνω πλοία […] / Και τα ’ριχνα μες στο νεράκι που έφευγε – ”); Πώς ν΄ αντιμετωπίσουμε την αστάθεια των ονομάτων, δηλαδή της ύπαρξης; Είναι κάποια από τα ερωτήματα στα οποία ο ποιητής απαντά με την ίδια του την ποίηση. Ένα ποίημα, από τα Τοπία του Τίποτα (2013), αποτελεί σχεδόν το μανιφέστο μιας ποιητικής πορείας προς τον στόχο του “ποιείν”: “Αφού κανένας ορισμός / Δεν είναι οριστικός / Κι αφού απ΄ τις χίλιες εκδοχές / Καμιά δεν απαντάει / Τι να ΄ναι / Ποίημα, / Φαντάζομαι δεν θα βαρύνουν / Τρεις ακόμα λέξεις: / Ρυθμικά / Σκεπτόμενο / Αίσθημα”. Το σημασιολογικό βάρος βαραίνει στις τρεις τελευταίες λέξεις, που είναι συνάμα και τρεις μεμονωμένοι στίχοι. Ρυθμός, σκέψη, αίσθημα  είναι τα μόνα σταθερά μεγέθη, στην αλλιώς ρευστή ουσία του ποιήματος, που αποφεύγει κάθε οριστικό ορισμό

Εδώ θα παραμερίσω τη σκέψη και το αίσθημα και θα εστιάσω την προσοχή μου στο πρώτο στοιχείο: στον ρυθμό, που ταυτίζεται με τη στιχουργία, με τη δομική ανάπτυξη του ποιήματος, γιατί η ποίηση του Φωστιέρη μιλά για τις διπολικές αντιθέσεις που κυβερνάνε την ύπαρξη: τη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το παρόν και το μέλλον, ως μια ενδοσκόπηση στα σπλάχνα του ήχου που οι λέξεις κρύβουν μέσα τους, πριν βγουν στο φως χάρις στην ποίηση. “Άκουσε / Τους παφλασμούς, τα μουγκρητά ή τα κλάματα: / Με τέτοιους ήχους πλάστηκε ο κόσμος. Άκουσε / Το κρώξιμο − ή τον βρυχηθμό / Του λιονταριού που είναι ο κόσμος. Άκουσε / Το βουητό του ωκεανού…” (“Ο ήχος του κόσμου”).
Τι κρύβεται, λοιπόν, πίσω από τους στίχους; Ποια είναι, αλήθεια, η βαθύτερη ουσία του “ποιείν”; Ο Φωστιέρης αποθησαύρισε το μάθημα των Προσωκρατικών (πολλές οι μνείες και τα παραθέματα) και των μειζόνων ποιητών της ελληνικής λογοτεχνίας αφ΄ ενός, και αφ΄ ετέρου το δίδαγμα του Μαλλαρμέ, που στο δοκίμιό του “Αγγλικές Λέξεις” παρότρυνε τους ποιητές να ψάχνουν ηχηρές σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις, ούτως ώστε να εκπηδούν καινοφανείς και πρωτότυπες ετυμολογίες και να βρει ο λόγος τη χαμένη μαγεία του. Π.χ. ο διφορούμενος τίτλος της συλλογής Πολύτιμη Λήθη είναι ενδεικτικός, γιατί δεν πρόκειται ούτε για διασκέδαση ούτε για λογοπαίγνιο, αλλά δείχνει “το αγώνισμα με την πολυσημία των λέξεων” (Πυλαρινός, στην εισαγωγή, σελ. 40): “Την λέξη που διστάζει αμφίσημη / Σε σκοινί τρόμου” (“Τα λόγια μένουν”).
Η ουσία του λόγου απορρέει με πολλούς τρόπους: με παρηχήσεις (“να τρέμει απ’ τη ρώμη των ρημάτων”, “οι στίχοι είναι στάχυα”), με αναγραμματισμούς (‘‘Τοπία του Τίποτα’’), με συλλαβόγριφους (“στό-μα στο μα-στό”), με ψευδοετυμολογικές συνδέσεις της λέξης (“ομιλία, ωμή λεία”), με ομόρριζα σχήματα (“τη νοσταλγία εκείνη τη νοστάλγησα”). Αλλού σφυροκοπά τις λέξεις στον άκμονα των ετυμολογιών (“ψυχή σημαίνει πεταλούδα”, “πνεύμα σημαίνει φύσημα”), ή παίζει στο κλαβιέ των ομόηχων σημαινομένων για να δημιoυργήσει σοφές αμφισημίες: “Μορς – μόρσιμον”, όπου η λέξη παραπέμπει και στα σήματα Morse και στο λατινικό mors (θάνατος). Έτσι, το ποίημα δομείται σε δύο επίπεδα: διηγητικό το πρώτο, συμβολικό το δεύτερο. Και ανάμεσα στα δύο επίπεδα, συνδετικός κρίκος ο ήχος, που είναι συνάμα σημαίνον και σημαινόμενο.

Ο ώριμος Φωστιέρης στη στιχουργία του είναι κληρονόμος της καθαρής ποίησης. Ο λόγος απογυμνώνεται, με την άκρας λιτότητας αποφθεγματική ρήση, το απόσπασμα λόγου, με τον ήχο και τη σιωπή να συμμερίζονται το σημασιολογικό βάρος του ποιήματος. Η τάση προς την απογύμνωση φτάνει στα άκρα στα Τοπία του Τίποτα, όπου η σιωπή είναι η άλλη πλευρά του Τίποτα. Ο κατακερματισμός του στίχου σε μικρές ενότητες επηρεάζει και τη συντακτική δομή του, επειδή τα θρύψαλα του στίχου διασκορπίζονται στις επόμενες στροφές και δημιουργούν διασκελισμούς και υπερβατά, λ. χ.: “Στην πιο πολύτιμη / Άπεφθη / Λυδία των πάντων / Λήθη” (“Τα γραπτά πετούν”), ή: “Και πριν προλάβουν / Να μας βρουν / Πάμε τρεχάτοι / Να κρυφτούμε / Στη σπηλιά των // σκεπασμάτων” (“Σαρκοβόρα δωματίου”).
Ο διασκελισμός είναι, κατά τον Κ. Βούλγαρη (“Ομόκεντροι αλλά φυγόκεντροι κύκλοι”, σελ. 259-61), ένας τρόπος να περιγράψουμε την ποιητική τέχνη του Φωστιέρη, “ως δομικό στοιχείο”, επειδή μέσω του σχήματος αυτού το ποίημα “αναφύεται εκ νέου, απροσδόκητα και συστηματικά”.
Όμως –και αυτό είναι χαρακτηριστικό αποτύπωμα της φωστιερικής ποιητικής– ο διασκελισμός “υπερβαίνει” συχνά το ποίημα, για να συνδέσει δύο ποιήματα μεταξύ τους σαν να συνεχίζεται ο λόγος εξ αποστάσεως. Για παράδειγμα, στη συλλογή Η σκέψη ανήκει στο πένθος (1996), το ποίημα “Ομοίωμα κελαηδισμού” αρχίζει με τους στίχους: “Μέσα στο ξύλο ένα στυφό πουλί / Κελαηδάει”. Και δυο ποιήματα παρακάτω, στο “Απολίθωμα ήχου”, διαβάζουμε: “Δυο ποιήματα περάσαν και / Αθέατο μέσα στο ξύλο ακούγεται ακόμη / Το κοτσύφι”. Το ίδιο σχήμα εμφανίζεται στην Πολύτιμη Λήθη, όπου η επανάληψη είναι συνάμα και ανακεφαλαίωση και εκ νέου εκκίνηση: “Ψυχή σημαίνει πεταλούδα”, “Πνεύμα σημαίνει φύσημα”  – “Ψυχή σημαίνει πεταλούδα. / Πνεύμα σημαίνει φύσημα”. Εδώ η επανάληψη κλείνει το πρώτο μέρος της συλλογής, αφιερωμένο στην “ψυχή”.
Άλλο χαρακτηριστικό στίγμα της ποιητικής του Φωστιέρη είναι η εκτεταμένη χρήση ενός μεταφορικού συστήματος που λειτουργεί σαν αλληγορία. Συχνά οι αλληγορίες είναι μεταποιητικές ή μεταγλωσσικές: “(Ο Ρίλκε δεν σηκώνει πλέον μετασκευή. Για πέταμα. / Όμως του Πάουντ, λέει, στενεύουνε τα πέτα / Και στο μπλουτζίν του Γκίνσμπεργκ ταίριαξε σακάκι τουήντ / Αντί για τζάκετ)”. Η μεταποιητική αλληγορία, γεμάτη λεπτή ειρωνεία, απευθύνεται προς τις αδέξιες ποιητικές ανανεώσεις που επιχειρούν να βρουν καινοφανείς απαντήσεις σε μια προφανέστατη πραγματικότητα και αγνοούν ότι οι απαντήσεις έχουν ήδη βρεθεί εδώ και χρόνια: “Ποιο ένστικτο / Ρίχνει χαστούκι στα εύοσμα / Παιδιά της σημειολογίας / Που άφησαν / Σκανδαλωδώς να τους ξεφύγει το εμφανές;”. Γύρω από τέτοιες αλληγορίες οικοδομεί ο ποιητής την κεντρική ιδέα του ποιήματος και σ’ αυτήν κλείνει το μήνυμα που θέλει να μας κοινωνήσει.
Η εκτενής συλλογή κριτικών κειμένων Για τον Αντώνη Φωστιέρη (195 κείμενα ελλήνων μελετητών και συγγραφέων, συν 37 ξένων) είναι η μέχρι στιγμής καλύτερη χαρτογράφηση του ποιητικού ταξιδιού του Φωστιέρη. Μια πορεία που είμαστε σε θέση ν’ ακολουθήσουμε βήμα το βήμα χάρη στη χρονολογική σειρά των κειμένων και χάρη στην κατατοπιστική εισαγωγή “Η κριτική αποτίμηση της ποίησης του Α. Φ.”, του επιμελητή του έργου, Θεοδόση Πυλαρινού, εισαγωγή που ιχνογραφεί με κριτική οξυδέρκεια την πλήρη εικόνα της ποιητικής του Φωστιέρη, από Το Μεγάλο Ταξίδι (1971) έως τα Τοπία του Τίποτα (2013). Αυτό το πολύτιμο υλικό είναι η καλύτερη πυξίδα να προσανατολιστεί κανείς στο βαθυστόχαστο έργο ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές, στο γύρισμα του εικοστού προς τον εικοστό πρώτο αιώνα.

Μάσσιμο Κατσούλο  (εφ. Αυγή, 13-5-18)

 

`
*******************************

Η κριτική συγκομιδή είναι πλούσια, ανάλογη με τις κριτικές. Οι απόψεις πολύμορφες, συχνά διατυπωμένες ως δοκιμές. Δεν υπάρχει δηλαδή ομοφωνία αλλά αξιοσημείωτη καταγραφή γνωμών. Δεν είναι το δύσβατο της ποίησης του Φωστιέρη αλλά η έκπληξη μπροστά στο νεοφανές, η αδυναμία -ανάλογη με την αμφισβήτηση του ιδίου- μπροστά στη σύλληψη του κεντρικού μηνύματός του, εκφρασμένου από συλλογή σε συλλογή ετερότροπα και με συστηματικές προσθήκες φερτής ύλης, απόδειξη της ανάπτυξης ενός συστήματος εν εξελίξει, του οποίου τα σπέρματα έχουν αναφανεί ήδη από Το Μεγάλο Ταξίδι, τη νεανική και προδρομική συλλογή του. Η μελέτη του θανάτου, ως σκοτεινού έρωτα, ως απορηματική, προτρεπτική ή μελλοντική εκδοχή, η εμπλοκή του Διαβόλου στην ανισόρροπη ζυγαριά ζωή του, με εμφανή αλλά παραδόξως αδιανόητη για την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική τη ματαιοδοξία (και ενώ όλα τα δεδομένα δείχνουν να γέρνει προς τη μεριά του αναπόφευκτου), η χαρτογράφηση του Τίποτα, όλα αποτελούν απεικονιστικές (ο Φωστιέρης είναι εικονοποιός του παραδόξου) μελέτες του ίδιου θέματος, της μόνης βέβαιης και αμετάκλητης τύχης του ανθρώπου, της απώλειας, την οποία αντιμάχεται με χάρτινα όπλα, αντί να συναισθανθεί τις συνεχείς αποκοπές και αφαιρέσεις, αναδομώντας ένα στείρο παρελθόν και οικοδομώντας ένα σκοτεινό και ασφαλώς ασύλληπτο μέλλον. Υπό τη νεφελώδη αυτή σκηνή, αποτυπωμένη από τον ποιητή με τεχνικές και γλώσσα συμφωνικά συνεργαζόμενες και συνάμα πρωτοφανέρωτες, είναι λογικό η κριτική να μετεωρίζεται ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί, να συλλαμβάνει με εκλάμψεις, να χάνει όμως τον μίτο, να αδυνατεί να συστηματοποιήσει το παράλογο και να αποφανθεί τελεσίδικα.
Αυτή είναι, εν ολίγοις, η παρώθηση για μελέτη και συνάμα η υπαρξιακή φόρτιση που προκαλεί η ποίηση του Φωστιέρη. (Απόσπασμα από την εισαγωγή της έκδοσης)

`

*******************************************

`

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

`

Εισαγωγή: Η κριτική αποτίμηση της ποίησης του Α. Φωστιέρη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Σφαιρική θεώρηση της ποίησης του Αντώνη Φωστιέρη
Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑΣ, ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΝΕΤΗΣ, ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, Φ. Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ, ΜΑΡΙΑ Ν. ΨΑΧΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΑΚΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ, ΝΙΚΟΣ Γ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ, MARIO VITTI, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ ΑΓΓ. ΜΠΩΛΟΣ, ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΤΣΙΟΣ, ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΕΦΡΑΙΜΙΔΟΥ, ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, ΣΩΤΗΡΗΣ Π. ΒΑΡΝΑΒΑΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ, ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

`
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Κριτικές αποτιμήσεις ανά ποιητική συλλογή
Ι. Το Μεγάλο Ταξίδι
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΙΙ. Σκοτεινός Έρωτας – Ποίηση μες στην Ποίηση
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΑΛΣΑΜΙΔΗΣ, ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, ΠΑΥΛΟΣ ΠΕΖΑΡΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ, ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΤΤΗ, Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜΙΡΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ
ΙΙΙ. Ο διάβολος τραγούδησε σωστά
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΛΥΓΙΖΟΣ – ΧΡΥΣΩ ΛΥΓΙΖΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ, ΕΛΛΗ ΠΕΤΡΙΔΟΥ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΟΥ, ΜΑΓΔΑ ΜΠΡΙΣΚΑ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
IV. Το θα και το να του θανάτου
ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ, Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΝΙΚΟΣ Γ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ, ΛΥΝΤΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΚΑΛΙΔΗΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΤΣΙΚΡΙΤΣΗ-ΚΑΤΣΙΑΝΑΚΗ, ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΤΣΑΚΝΗΣ
V. Σκοτεινός Έρωτας, Ο διάβολος τραγούδησε σωστά, Το θα και το να του θανάτου
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
VI. Η σκέψη ανήκει στο πένθος
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ, Θ. Μ. ΠΟΛΙΤΗΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ, Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ, ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ, ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΦΑΙΔΡΑ ΖΑΜΠΑΘΑ-ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ, ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΩΑΝΝΑ ΖΕΡΒΟΥ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΝΕΤΗΣ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ,ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ, ΧΛΟΗ Κ. ΜΟΥΡΙΚΗ, ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΣΙΦΟΣ, ΝΙΚΟΣ Γ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ, Θ. Μ. ΠΟΛΙΤΗΣ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ, ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ, ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ, ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΤΣΙΟΣ
VIII. Ποίηση 1970-2005
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Δ. ΚΑΡΑΜΠΑ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ, ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ, Θ. Μ. ΠΟΛΙΤΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ, ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ
ΙΧ. Τοπία του Τίποτα
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ, ΠΟΛΥ ΜΑΜΑΚΑΚΗ, ΝΙΚΟΣ Γ. ΔΑΒΒΕΤΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ, ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ, ΑΣΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ, ΠΩΛΙΝΑ ΓΟΥΡΔΕΑ, ΜΑΡΙΑ Ν. ΨΑΧΟΥ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ, ΤΖΟΥΛΙΑ ΦΟΡΤΟΥΝΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΟΨΙΔΑ-ΒΡΕΤΤΟΥ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Μεταφρασμένες ξενόγλωσσες κριτικές
Ι. Από τα αγγλικά
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΝΙΗΛ, PETER BIEN, ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΕΡ, WILLY GJERLOV PEDERSEN, ΕΙΡΗΝΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-MOORE
[…]

The post «Για τον Αντώνη Φωστιέρη. Κριτικά κείμενα»  (Ανθολόγηση, Εισαγωγή, Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός), εκδ. Αιγαίον,  2017 appeared first on Ποιείν.


T.S. Eliot, «Οἱ κούφιοι ἄνθρωποι» (1925) [μετφρ. -επίμετρο: Άρης Φίλιππας]

$
0
0

`

Ὁ μεσιέ Κούρτς—πέθανε
Μιά πεντάρα γιά τόν γερο-Γκάι

Ι

Εἴμαστε οἱ κούφιοι ἄνθρωποι
Εἴμαστε οἱ παραγεμισμένοι ἄνθρωποι
Πού γέρνουμε ἀντάμα
Μέ τά κρανία μας γεμᾶτα μ’ ἄχυρο. Ἀλίμονο!
Εἶναι οἱ στεγνές μας φωνές, ὅταν
Ἀντάμα ψιθυρίζουμε
Βουβές κ’ ἀνούσιες
Καθῶς ὁ ἄνεμος στό ξερό γρασίδι
Ἤ ὁ βηματισμός τῶν ἀρουραίων πάνω σέ σπασμένο γυαλί
Μές στό ξερό κελάρι μας.

Μορφή χωρίς σχῆμα, σκιά δίχως χρῶμα,
Ἱσχύς παράλυτη, χειρονομία ἀκίνητη•

Ὅσοι διάβηκαν
Μ’ ὁλόισιο βλέμμα, στό ἕτερο Βασίλειο τοῦ θανάτου
Μᾶς θυμοῦνται -ἄν καθόλου τό κάνουν- ὄχι σάν χαμένες
Βίαιες ψυχές, μά μόνο
Σάν τούς κούφιους ἀνθρώπους
Τούς παραγεμισμένους ἀνθρώπους.

`

ΙΙ

Μάτια πού στόν ὕπνο μου φοβάμαι νά κυττάξω
Στ’ ὀνειρικό βασίλειο τοῦ θανάτου
Αὐτά δέν φανερώνονται:
Ἐκεῖ, τά μάτια εἶναι
Ἡλιό φως πάνω σέ σπασμένη στήλη
Ἐκεῖ, εἶναι ἕνα δέντρο πού λικνίζεται
Κ’ εἶναι οἱ φωνές
Στό τραγούδισμα τοῦἀνέμου
Πιό μακρινές καί πιό ἱεροπρεπεῖς
Ἀπό ἕνα ἄστρο πού πεθαίνει.

Ἄς μη βρεθῶ ἐγγύτερα
Στ’ ὀνειρικό βασίλειο τοῦ θανάτου
Κ’ ἀκόμη ἄς μοῦ φορεθοῦν
Μεταμφιέσεις τέτοιες προσεγμένες
Προβιά ἀρουραίου, κοράκου χρώς, πάσσαλοι σταυρωμένοι
Σ’ ἕνα λιβάδι ὅπου
Θά διατελῶ στόν τρόπο τῶν ἀνέμων
Ὄχι ἐγγύτερα —

Ὄχι αὐτή ἡ στερνή συνάντηση
Στό δειλινό βασίλειο.

`

ΙΙΙ

Τούτη εἶναι ἡ νεκρή χώρα
Τούτη εἶναι τῶν κάκτων ἡ χώρα
Ἐδῶ τά πέτρινα εἴδωλα
Ἀνυψώνονται, κ’ ἐδῶ ἀπολαβαίνουν
Τίς ἱκεσίες ἀπό νεκρῶν ἀνθρώπων χέρια
Κάτω ἀπ’ τό σπίθισμα ἕνός ἄστρου πού πεθαίνει.

Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει
Στό ἕτερο βασίλειο τοῦ θανάτου
Ξυπνώντας ὁλομόναχος
Τήν ὥρα πού ἐμεῖς
Τρεμουλιάζουμε ἀπό τρυφερότητα
Τά χείλη πού εὐδοκοῦσαν τό φιλί
Ψάλλουν δεήσεις στή σπασμένη πέτρα.

`

IV

Δέν εἶναι ἐδῶ τά μάτια
Δέν εἶναι μάτια ἐδῶ
Στήν κοιλάδα μέ τούς θνήσκοντες ἀστέρες
Σ’ αὐτήν τήν κούφια κοιλάδα
Τοῦτο τό σπασμένο σαγόνι τῶν βασιλείων μας πού χαθῆκαν
Σ’ αὐτόντόν στερνό τόπο συνάντησης
Ψηλαφίζουμε ἀντάμα
Κ’ ἀποφεύγουμε τά λόγια
Στῆς φουσκοποταμιᾶς τίς ὄχθες συναγμένοι.

Ἀόμματοι, ἐκτός ἐάν
Ἀναφανοῦν τά μάτια
Καθῶς τ’ ἀέναο ἄστρο
Ρόδο πολύφυλλο
Τοῦ δειλινοῦ βασίλειου τοῦ θανάτου
Ἡ ἐλπίδα μόνο
Τῶν ἀδειανῶν ἀνθρώπων.

`

V

Γύρω-γύρω ὅλοι
Στή μέση τό Φραγκόσυκο
Χέρια-πόδια στή γραμμή
Ὥρα πέντε τό πρωί.

Μεταξύ τῆς ἰδέας
Καί τῆς πραγματικότητας
Ἀνάμεσα στήν κίνηση
Καί τήν πράξη
Πέφτει ἡ Σκιά
Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία

Μεταξύ τῆς σύλληψης
Καί τῆς δημιουργίας
Ἀνάμεσα στή συγκίνηση
Καί τήν ἀπόκριση
Πέφτει ἡ Σκιά
Ἡ ζωή μακριά πολύ

Μεταξύ τῆς ἐπιθυμίας
Καί τοῦ σπασμοῦ
Ἀνάμεσα στήν δύναμι
Καί τήν ὕπαρξη
Ἀνάμεσα στήν οὐσία
Καί τήν κάθοδο
Πέφτει ἡ Σκιά
Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία

Ὅτι σοῦ ἐστιν
Ἡ ζωή
Ὅτι σοῦ ἐστιν

Ἔτσι ὁ κόσμος τελειώνει
Ἔτσι ὁ κόσμος τελειώνει
Ἔτσι ὁ κόσμος τελειώνει
Ὄχι μέ κρότο ἀλλά μ’ ἕνα ξέπνοο κλάμα.

 

`

*****************************************************************************

`

EΠΙΜΕΤΡΟ

`

Ο λόγος που καταπιάστηκα με ακόμη μία μετάφραση των διάσημων «Κούφιων ανθρώπων» είναι ο λόγος που μπαίνει στη διαδικασία αυτή οποιοσδήποτε ένιωσε κάποτε, πρωτίστως ως αναγνώστης, ότι δεν «του πήγαιναν» οι προηγούμενες απόπειρες και άρα αποφάσισε να φέρει το ποίημα πιο κοντά στη δική του ιδιοσυγκρασία και αισθητική. Στη μετάφραση άλλωστε είναι μάλλον αντίφαση να μιλάμε για απόλυτη γνησιότητα και υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί ο Έλιοτ του Σεφέρη είναι οριακά ένας άλλος ποιητής από τον Έλιοτ του Παπατσώνη, τον Έλιοτ του Κλείτου Κύρου κ.ο.κ.Αυτός είναι ο βασικός λόγοςπου διαβάζετε σήμερα την απόπειρά μου. Παρακάτω θ’ αναπτύξω κάποια πιο πρακτικά ζητήματα, κάποιες μεταφραστικές αστοχίες, που όμως καθόλου δεν είναι αυτές που με ώθησαν στο να προτείνω ακόμη μια νέα μετάφραση.

`
Τρεις μεταφράσεις έχω υπόψη μου των «Κούφιων ανθρώπων»: μία του ψυχιάτρου και ποιητή Αριστοτέλη Νικολαΐδη από τις εκδόσεις Κέδρος, μία του Γιώργου Σεφέρη από τις εκδόσεις Ίκαρος -αυτή είναι και η διασημότερη- και μία πιο πρόσφατη από τον ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Αντιόχου, για τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η πρώτη θεωρώ ότι είναι στα όρια της φάρσας, και ως εκ τούτου δεν θα τη σχολιάσω καθόλου: μία απλή αντιπαραβολή του πρωτότυπου κειμένου με την «μεταγλώττιση» (έτσι την ονομάζει) του Α. Ν. είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς του λόγου το αληθές.

`
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει κάνει φυσικά σοβαρότερη δουλειά. Χωρίς όμως να λείπουν, κατά την ταπεινή μου αίσθηση, κάποιες αστοχίες. Αρχικά, ο Σεφέρης επιτονίζει, εκεί που ο Έλιοτ δεν το κάνει: από την αρχή του μεταφράσματος μέχρι και το τέλος παρατηρούμε σε διάφορες λέξεις κ’ εκφράσεις να δίνει έμφαση, με την ιδιαιτέρως συνηθισμένη στην εποχή του τεχνική των α π ο μ α κ ρ υ σ μ έ ν ω ν γραμμάτων, όπου και όποτε θεωρεί ότι πρέπει να τονιστεί κάτι. Αυτό σ’ «εγκλωβίζει», ας μου επιτραπεί η λέξη, σε μια συγκεκριμένη ανάγνωση του ποιήματος, που όμως δεν υπήρχε στο πρωτότυπο, στερώντας ενδεχόμενες άλλες σκηνοθεσίες και διεισδύσεις στην ποιητική σάρκα.
Βρήκα επίσης κάποιες νοηματικές ή εκφραστικές ασυμβατότητες. Δεν είναι, ξαναλέω, καθόλου μείζονες, γι’ αυτό δεν τιςδικάζω ως «λάθη». Θα δώσω τρία παραδείγματα. Toευκτικό«Let me also wear» (στ. 31) που αποτελεί και επανάληψη («Let me be no nearer» λέει 2 στίχους πριν), ο Σεφέρης το θέλει υποθετικά: «Κι αν φορέσω ακόμη». Στους στ. 47-49: «Waking alone / At the hour when we are / Trembling with tenderness») ο Σεφέρης αποφασίζει να αποδώσει το -ασαφές ως προς το πρόσωπο- απαρέμφατο σε ρηματική μορφή και δεύτερο πρόσωπο, μετατρέποντας όμως και τον επόμενο στίχο από α’ πληθυντικό σε β’ ενικό: «Ξυπνᾶς μονάχος / Τήν ὥρα ἐκείνη / Πού τρέμεις τρυφερός».Στο 5ο μέρος του ποιήματος ο Έλιοτ παραφράζει το διάσημο παιδικό λάχνισμα «Here we go round the mulberry bush» μετατρέποντας την μουριάσε φραγκοσυκιά («prickly pear», στ. 68) —που μαζί με τους «κάκτους» νωρίτερα (στ. 40) αποτελούν αναφορές στην «Έρημη χώρα» του. Ο Σεφέρης πολύ σωστά θυμάται το δικό μας «Γύρω-γύρω όλοι» και συνεχίζει «Στή μέση τό φραγκόσυκο», που το βρήκα πανέμορφο και γι’ αυτό και πήγα κ’ εγώ με αυτή τη λύση. Βρίσκω όμως ότι διεκπεραιώνει κάπως αμήχανα τον υπόλοιπο στίχο, ενώ θα μπορούσε ίσως να δώσει κάτι πιο στέρεο. Παραθέτω ολόκληρο τον στίχο στο πρωτότυπο και στο σεφερικό μετάφρασμα, και μ’ αυτό τελειώνω περί Σεφέρη:

Here we go round the prickly pear

Γύρω-γύρω όλοι

`
Prickly pear, prickly pear

Στη μέσητο Φραγκόσυκο

`
Here we go round the prickly  pear

Φραγκόσυκο

`
At five o’ clock in the morning

Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγή.

`

Τέλος, στη μετάφραση του Αντιόχου, την οποία βρήκα και την πιο πετυχημένη, οι αντιρρήσεις μου είναι λίγες και ασημαντότερες: κάποιες επιλογές λέξεων, πχ. τα αδύναμα κατά τη γνώμη μου «βλέμματα» αντί για τα στιβαρότερα «μάτια» («The eyes are no there», στ. 52),στους στ. 78-89η «Επινόηση» αντί για την φιλοσοφική-θεολογική «Σύλληψη» («Conception»), το «αίσθημα» («Emotion» λέει ο Έλιοτ, σχετίζοντάς το με το ανωτέρω «Motion», τα οποία ο Σεφέρης ευφυέστατα αποδίδει ως ζευγάρι: «Κίνηση» και «Συγκίνηση»), η απλή «ισχύς» αντί για την αριστοτελική «δύναμι» («potency»), η «πτώση» αντί για την πλατωνική «κάθοδο» («descent»), όπως και το λόγιο «Ενσκήπτει η Σκιά» αντί για το «Πέφτει» («Falls the Shadow») που ακριβέστερα υπαινίσσεται, μες στην απλότητά του, τις δαντικές αναφορές.

 

The post T.S. Eliot, «Οἱ κούφιοι ἄνθρωποι» (1925) [μετφρ. -επίμετρο: Άρης Φίλιππας] appeared first on Ποιείν.

«Motel Sub Rosa» (στο βάθος θάλασσα), Θέατρο Faust

$
0
0

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ της ομάδας Κόσμοι από γάλα για την παράσταση Motel Sub Rosa (στο βάθος θάλασσα) που ανεβαίνει τα απογεύματα του Σαββατοκύριακου στο Faust.

[ Η παράσταση βασίζεται σε κείμενα γραμμένα από τους: Δήμητρα Αγγέλου, Ιβάν Βιριπάγιεφ, Ροντρίγκο Γκαρσία, Γιώργο Ευθυμίου, Ε.Ε. Κάμμινγκς, Αλεχάντρα Πισαρνίκ, Αλφονσίνα Στόρνι, Μπέλα Ταρ και αποσπάσματα από τη Βίβλο.] 

`

Οι “κόσμοι από γάλα” είναι μια φράση από ένα γαλατένιο ποίημα μιας πολύ αγαπημένης μας ποιήτριας, της Ανν Σέξτον . Έγινε ο τίτλος της πρώτης μας παράστασης κι έπειτα έγινε το όνομα της  ομάδας μας. Αυτή την εποχή την ομάδα συνθέτουν κυρίως ο Βασίλης Χατζηδημητράκης, η Κατερίνα Κλειτσιώτη, η Νατάσσα Διαμάντη και ο Γιάννης Παπαδάκης.

Στο έργο Motel Sub Rosa (στο βάθος θάλασσα) πρωταρχική σημασία έχει η θάλασσα, κι ας είναι σε παρένθεση, κι έπειτα ένα υγρό σουρεαλιστικό παραμύθι για την αγάπη και τρεις φορές η λέξη αγάπη για να ‘ναι αρκετή, αφού ποτέ δεν είναι αρκετή.

Το κείμενο της παράστασης συντέθηκε από κείμενα αγαπημένων ποιητών (Δ. Αγγέλου, Ε.Ε.Κάμινγκς, Γ.Ευθυμίου, Α.Πισαρνίκ, Α.Στόρνι) και σκηνοθετών (Ρ.Γκαρσία, Ι.Βιριπάγιεφ, Μπέλα Ταρ). Η παράσταση  είναι γεμάτη κυρίως από θραύσματα ποιημάτων που σιγά σιγά μπήκαν στη σειρά καθαρά ενστικτωδώς, με κάποια συναισθηματική ίσως λογική. Χρησιμοποιήθηκαν κάποια αποσπάσματα από τη Βίβλο ως αντιδιαστολή.

Οι στίχοι των ποιημάτων είχαν από κάτω κάποιες πολύ δυνατές εικόνες που σίγουρα θα θέλαμε να δούμε. Όταν μπήκαν τα σώματα πάνω στη σκηνή κινήθηκαν προς αυτές τις εικόνες. Πολλά ποιήματα δεν ειπώθηκαν καν, αλλά υπάρχουν μέσα στα σώματα που κινούνται. Ήταν μια ιδιαίτερη διαδικασία με αρκετές “ψυχοσωματικές” δυσκολίες.

Το ΜOTEL “sub rosa” δεν θέλει να θέσει κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα. Αν υπάρχει κάποια επιθυμία, αυτή  είναι να ενεργοποιηθεί  το “νιώθω” κι όχι το “καταλαβαίνω” του θεατή.

Ένα απόσπασμα από την παράσταση που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπεριέχει τον πυρήνα της:

“Ήμουν παιδί και έπαιζα με τα μυρμήγκια στον κήπο”.

Είναι μια πολύ απλή φράση από ένα ποίημα του Γιώργου Ευθυμίου. Στο μυαλό σου ‘ρχεται ένα παιδί, μ’ όλη του την αθωότητα, που παρατηρεί τα μυρμήγκια για ώρες και περνάει όμορφα, τα υπόλοιπα θα ‘ρθουν στη ζωή μετά. Σε κάποια πρόβα ρωτήσαμε τον Γιώργο τι ακριβώς περιείχε αυτό το παιχνίδι κι απάντησε εξίσου αθώα  “έριχνα νερό και τα έπνιγα”. Στην απάντηση αυτή ξεκαθάρισαν και τα περισσότερα νοήματα της παράστασης

 

`

**************************************************************************************

Motel Sub Rosa

(στο βάθος θάλασσα)

Ένα δωμάτιο κάποιου ερημικού παραθαλάσσιου μοτέλ στο υπερπέραν.
Δύο εραστές που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν το προηγούμενο βράδυ.
Ο τελευταίος υπάλληλος του ξενοδοχείου. 
Κι ένα κορίτσι- τριανταφυλλιά.
Ξυπνούν δίχως μνήμη.
Προσπαθούν να ξαναγνωριστούν από την αρχή.
Προσπαθούν να ξαναγαπηθούν χωρίς τέλος.
Ένα σουρεαλιστικό παραμύθι  για την αγάπη, την αγάπη, την αγάπη
με βασικά υλικά την ποίηση και το σώμα.

Η παράσταση βασίζεται σε κείμενα γραμμένα από τους:
Δήμητρα Αγγέλου, Ιβάν Βιριπάγιεφ, Ροντρίγκο Γκαρσία, Γιώργο Ευθυμίου, Ε.Ε. Κάμμινγκς, Αλεχάντρα Πισαρνίκ, Αλφονσίνα Στόρνι, Μπέλα Ταρ και αποσπάσματα από τη Βίβλο.

[σ υ ν τ ε λ ε σ τ έ ς]
σκηνοθεσία-σύλληψη: Κατερίνα Κλειτσιώτη
αφίσα : Νικήτας Κοτροκόης
φωτισμοί: Γιάννης Βολέλης
μουσική επιμέλεια: Κατερίνα Κλειτσιώτη, Γιάννης Παπαδάκης
βοηθός σκηνοθέτη: Βάνα Πουλή
βοηθοί πάντων:  Γιάννης Βασιλόπουλος, Άγγελος Τσαντήλας
επικοινωνία: Στέλλα Πεκιαρίδη
παίζουν:
Νατάσσα Διαμάντη
Κατερίνα Κλειτσιώτη
Γιάννης Παπαδάκης
Βασίλης Χατζηδημητράκης

Ημερομηνίες παραστάσεων:
Σάββατο & Κυριακή: 
12,13 | 19,20 | 26,27 Ιανουαρίου
2, 3 | 9,10 Φεβρουαρίου
Ώρες παραστάσεων: 18.00

Πληροφορίες-Κρατήσεις:
Θέατρο Faust (Καλαμιώτου 11 & Αθηναΐδος 12)
Τηλ. 210 3234095
email: info@faust.gr

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: ΠΟΙΕΙΝ

`

*******************************************************

ΟΜΑΔΑ «Κόσμοι από γάλα»

Η ομάδα “Κόσμοι από Γάλα” συναντήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2016 θέλοντας να πειραματιστεί πάνω σε κάποια αγαπημένα κείμενα και να αξιοποιήσει το ενδιαφέρον της για το σωματικό θέατρο. Ήταν, στην ουσία, μία συνεύρεση φίλων (Πόλυ Ανδρεάδη, Κατερίνα Κλειτσιώτη, Μαγδαληνή Κρυσταλλινού, Βαγγέλης Ντίνος, Βασίλης Χατζηδημητράκης) με κοινές αισθητικές αντιλήψεις και δημιουργικές ανησυχίες.

Από την συνάντηση αυτή προέκυψε η παράσταση με τον τίτλο “Κόσμοι από γάλα”, μία φράση δανεισμένη από έναν στίχο της ποιήτριας Ανν Σέξτον που αποτέλεσε τελικά και το όνομα της ομάδας.
Στην πορεία η ομάδα, αναζητώντας ένα όνομα για να αυτοαναφέρεται, δεν βρήκε τίποτα το ενδιαφέρον κι έτσι κράτησε αυτό της πρώτης θεατρικής δουλειάς της.

Βασικό πυρήνα της συνεχίζουν να αποτελούν ο Βασίλης Χατζηδημητράκης, η Κατερίνα Κλειτσιώτη και η Πόλυ Ανδρεάδη, αλλά πολύτιμα και σταθερά έχει τη βοήθεια και τη στήριξη πολλών ετερόκλητων συνεργατών.

Φέτος, η ομάδα ετοιμάζει τη δεύτερη θεατρική της δουλειά με τίτλο ΜOTEL ‘sub rosa’ (στο βάθος θάλασσα) κι έχει την χαρά να συνεργάζεται με τη Νατάσσα Διαμάντη, μέλος της κολλεκτίβας καλλιτεχνών Duende Ensemble, και τον Γιάννη Παπαδάκη (HAU, i o n l y s l e e p w i t h t h e b e s t, Olla Via, epiniere).
Κύρια δημιουργικά υλικά της αποτελούν πάντα ο ποιητικός λόγος και η σωματικότητα.

The post «Motel Sub Rosa» (στο βάθος θάλασσα), Θέατρο Faust appeared first on Ποιείν.

Ραδιοφωνικό Αφιέρωμα στη Λένα Παππά (21-10-17) -Αρχείο Ποιείν Radio

$
0
0

 

 

 

Aπό το Αρχείο της εκπομπής Ποιείν Radio όπως μεταδόθηκε στις 21-10-17 στο ραδιόφωνο της ertopen, σε επιμέλεια Σπύρου Αραβανή. Ακούγονται ποιήματα, κείμενα και τραγούδια σε στίχους της Λένας Παππά από τις συνεργασίες της με τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Γιάννη Νικολάου και Γιώργο Άλτη. Στη δεύτερη ώρα της εκπομπής, μιλά η ίδια η ποιήτρια σε ζωντανή τηλεφωνική επικοινωνία.

 

Ακολουθεί η πρωτότυπη μορφή του ποιήματος «Του Έρωτα» όπως δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή της Λένας Παππά, «Αρτεσιανά», Εκδόσεις των Φίλων 1988, και εμπεριέχεται στον Α΄ Τόμο των «Απάντων» της.

`

Του Έρωτα

Αϊ σκοτεινό φως

τρεμάμενο αίμα του Έρωτα

μες στη γητειά σου απολησμόνησα

τους φονιάδες καιρούς

γέννησα ρόδινα μωρά

σε αστερωμένο μέλλον.

Αϊ της αγάπης μαχαιριά

στης νιότης το κρουστό κορμί

πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών

και μουσική

ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο.

 

Απόψε

μέσα στης μνήμης τα βαθιά  βελούδα

κυλιέμαι και σε καλώ

με τη φωνή την απερίγραπτη

των απαρηγόρη

των τη γυάλινη,

χλωμή φωνή των διψασμένων

που αγαπούν τη δίψα τους

κι ας ξέρουν πως

όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια

κι αν θα πιούν ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν.

The post Ραδιοφωνικό Αφιέρωμα στη Λένα Παππά (21-10-17) -Αρχείο Ποιείν Radio appeared first on Ποιείν.

Γιώργος Γκανέλης, «Ωδίνες της Ποίησης», εκδ. στίξις, 2018

$
0
0

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΑΣΤΕΡΙΣΚΟ

 

Κάποιος θα μου πει:

γύρνα τα κλοπιμαία

σκίσε τα διπλώματα

κάποιος δε θα διστάσει

θα τραβήξει τον χαλκά

να εξαϋλωθεί η ψυχή

κι άμα γυρίσει ο τροχός

θα διηγηθώ τα υπόλοιπα

υπομονή, χρειάζονται

και μερικές εισπνοές

 

Μια μέρα θα βρεθούμε

λιπόθυμοι στον ουρανό

με μαξιλάρι τα σύννεφα

ηρωική έξοδος στο κενό

ωραία να καίγονται

αλσύλλια και πλανήτες

θα πέσουν και τα τείχη

αυτά που υψώθηκαν

ανάμεσα στα σώματα

και στην ανυπαρξία τους

 

Αυτά λοιπόν για αρχή

επιφυλάσσομαι προσεχώς

να αποκηρύξω το ποίημα

 

`

*

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ

 

Γύρνα στη συνήθεια

σαν να ‘τανε καφές

 

Αισθάνομαι τελευταία

τη γειτνίαση του νου

με τις παρενθέσεις

βγαίνω συχνά εκτός

κι άντε να ξαναγράψω

 

Κι ακόμη χειρότερα

όταν πλειοψηφεί το εγώ

και σπάω τις λέξεις

κάνω τις αντωνυμίες

πάντα προσωπικές

 

Προφάσεις εν αμαρτίαις

πάντοτε υπήρχανε

ο χρόνος μόνο θα ράψει

το ξηλωμένο ποίημα

 

Μια μέρα που λέτε

θα πλημμυρίσει ο αέρας

με δημιουργικές γραφές

και σεμινάρια στίχων

(μαντρώνεται η Ποίηση;)

`

*

ΓΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

 

Έτσι που πενθείς, κύριε τάδε

πίσω απ’ τα κοκάλινα γυαλιά

με προσοχή να μη σπάσει

καμιά σιδερωμένη ρυτίδα

 

Έτσι που η φωνή μου έγινε

τρίτο πληθυντικό πρόσωπο

και τη μαζεύουν τα πρωινά

οι οδοκαθαριστές του δήμου

 

Έτσι που η αλητεία εξόκειλε

κι έμεινε μια τρύπια φόρμα

κι αυτός ο έντονος κνησμός

απ’ το ακρυλικό της ύφασμα

 

Έτσι που η στιγμή εξερράγη

χωρίς ο βιολιστής να ενδώσει

σε καμιά αλλοίωση του ήχου

κι έπεφταν σωρηδόν οι νότες

 

Έτσι που τέλος πάντων υπάρχω

αναπνέοντας μόνο με βελόνες

και τ’ αντικλείδια των ουρανών

σκούριασαν από την αχρησία

 

Είπα να γράψω αυτό το ποίημα

μα αλήθεια, ποιος το διαβάζει;

`

*

 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΚΩΦΑΛΑΛΟΥ

 

Τη φτωχή μου φωνή

έχω πάψει να ακούω

ούτε μέσα στο ποίημα

ούτε στα εντευκτήρια

γράφω τώρα τελευταία

σε δεύτερο ενικό

κάτι σαν alter ego

κραυγές και βλαστήμιες

είναι που έχασα το τρένο

της αιώνιας αναχώρησης

και είπα μέσα μου

«έχω ψωμιά ακόμη

μέχρι το επόμενο»

 

Οραματίζομαι λοιπόν

εκείνη τη μέρα

που από μικρός αγνοώ

με γειτνίαση στο τίποτα

και βέβαια τη στιγμή

που θα «πρέπει»

να ορίσω τη συντέλεια

πάνω σε λευκό χαρτί

τα πιο δύσκολα, φίλε

δε θα τα πω δημοσίως

αντικλείδια της φωνής μου

θα βρεις στα χαλάσματα

και κυρίως στην ανυπαρξία

όσο για την υστεροφημία

μην τη ζορίζεις ακόμη

σε πέντε έξι τέρμινα

θα ξέρουμε αν υπάρχει

 

`

*

ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 

Μέσα στο ποινικό μου μητρώο

φωλιάζουν κάθε είδους πουλιά

ώσπου μια νύχτα τα είδα αθρόα

να σκάβουν στο χάος για νερό

 

Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ

στο σκοτάδι της αναρρόφησης

ανακαλύπτω μια δεύτερη εκδοχή

να δοκιμάζεις να πετάς νεκρός

όταν η άνοιξη κλωτσά τις λέξεις

 

Κάποιες φορές νιώθω στα χέρια

τη διγλωσσία της γραφής μου

άλλα να λες την ώρα του τοκετού

κι άλλα την ώρα της αιμορραγίας

 

Οι στίχοι σε γεμίζουν με ρόζους

βγαίνεις το πρωί απ’ την εντατική

στην κορύφωση του δράματος

 

Με γερανό μεταφέρεται η θλίψη

φοβάμαι να τη χρεωθώ ολόκληρη

σας καλώ να βάλετε ένα χεράκι

να ξεμπλοκάρει λίγο το ποίημα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

The post Γιώργος Γκανέλης, «Ωδίνες της Ποίησης», εκδ. στίξις, 2018 appeared first on Ποιείν.

Χρυσοβαλάντης Μπασούκος, Ποιήματα

$
0
0

Ακέφαλη προτομή

Είχα καιρό να περάσω από τον κήπο σου
δε σε αναγνώρισα
το κεφάλι σου
κομμένο
από την καρδιά
το κορμί σου άφηνε
να χάσκει εκκρεμές
μιας χρονιάς
που δεν τελειώνει∙
κατάρα,
πια μπορείς να μπεις
στο σώμα
κάθε γυναίκας

Ανενεργή στάση

Σε τούτο το σταθμό
τα τρένα δε σταματούν πια∙
οι επιβάτες ακίνητοι στις αποβάθρες
σηκώνουν το χέρι
σε αόρατες αμαξοστοιχίες
που στοιχειώνουν τα όνειρά τους,
τα τρένα δε σταματούν πια,
δεν έχουν ανθρώπους να πάρουν μαζί τους,
και τούτοι που απόμειναν εδώ
στέκουν ασβεστωμένα αγάλματα
μιας στιγμής
που προσπεράστηκε
ενός έρωτα
που δεν ειπώθηκε ποτέ

Αλλόκοτο πλήθος

Η ώρα
απλωμένη θέα
καταμεσής της αποβάθρας,
γύρω της συγκεντρωμένοι
οι πιστοί της ακόλουθοί,
σαν ένα υγρό μελίσσι
που κυλά προς το άγνωστο
ξοδεύοντας
τα μοναδικά του εισιτήρια
σε διαδρομές
αλλεπάλληλων αναπολήσεων
εικονικής πραγματικότητας

Συνεπιβάτες

Σε τούτο το μεταλλικό κουτί
στριμωγμένοι ως το λαιμό
ερχόμαστε σε ανεπιθύμητη επαφή
ο ένας με τα μικρόβια του άλλου
πολλαπλασιάζοντας τη διαβρωτική τους δράση
με τα ανύπαρκα λόγια
και το κιτρινιασμένο ενδιαφέρον
μιας κοινωνίας που κοιμάται αμέριμνη
στο πίσω κάθισμα της γραμμής

Μικρομέγαλος

Μικρός ονειρεύτηκα μια θάλασσα
με μια σανίδα
και ένα δίπτερο στην αγκαλιά
χαρτογραφούσα ταξίδια στο άγνωστο∙
στη τσέπη μου είχα μια ξεχασμένη τσίχλα
και ένα βότσαλο,
ολοστρόγγυλο
σαν το αιώνιο κεφάλι του ήλιου∙
χρόνια σε τούτη τη στεριά
απόμεινα χαζεύοντας
από απόσταση ασφαλείας
τα πουλιά να ξεμακραίνουν,
στη θέα τους αντρεύτικα
ένας μικρός που ολοένα μεγάλωνε
αποκτώντας δυο μάτια θολά
και λόγια μπερδεμένα
για όσα αγάπησε παιδί

The post Χρυσοβαλάντης Μπασούκος, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.

Viewing all 4221 articles
Browse latest View live