Τα μουστλούκια*
Χαρά ονομαζόταν η πρώτη θυγατέρα. Κι ήταν όνομα και πράμα. Γέμιζε το σπίτι μας με χαρά. Το όνομά της ήταν Χαρίκλεια. Από τη μάνα μου, μα τη φωνάζαμε Χαρά. Η μάνα μου μας είχε αφήσει χρόνους και τον γέρο μου τον Αγαμέμνονα. Γερό σκαρί, μα οι κακουχίες τον βασίλεψαν. Την ιστορία με τον παπά που τον βάφτισε μας την είπε τόσες φορές. Μάλωσαν με τον παπά που έλεγε πως δεν υπάρχει άγιος με τέτοιο όνομα.
«Θα με ξυρίσει ο επίσκοπος», είπε ο παπάς με τρόμο και γούρλωσε τα μάτια του.
Έτσι βαφτίστηκε Αγαθοκλής, να γιορτάζει στις 17 Σεπτέμβρη, μα τον φωνάζανε Αγαμέμνονα. Τώρα που η γυναίκα μου η Στεριανή έκανε γιο, ήθελε ν’ ακούσει τ’ όνομά του. Και τ’ όνομά του δεν ήταν Αγαθοκλής, μα Αγαμέμνων.
«Να τ’ ακούσω και να πεθάνω», μου ’λεγε.
«Θέλεις να με βάλεις να μαλώσω με τον παπά», του είπα, μα μέσα μου δεν υπήρχαν δυνάμεις για αντίσταση.
Το κατάλαβε και χαμογέλασε. Ενημερώθηκε ο παπάς και αποδείχτηκε ανοιχτομάτης.
«Είναι καιρός να βγάλουμε και νέους αγίους», μου είπε. «Θα το πούμε Αγαμέμνων».
Ήμασταν θεοσεβούμενη οικογένεια. Είχα και κλίση να γίνω παπάς, μα η Στεριανή δεν ήθελε να γίνει παπαδιά. Έτσι έγινα αριστερός ψάλτης κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν όλα για τη βάφτιση. Ο νονός εκεί, είχε ενημερωθεί κι αυτός για την απόφαση. Όλοι ήταν στην εκκλησιά. Εγώ περίμενα στο σπίτι. Έτσι ήταν το έθιμο, κι εμείς τα τηρούσαμε όλα κατά γράμμα. Θα περίμενα στο σπίτι κι εκεί θα με έβρισκαν για τα μουστλούκια. Έθιμο από παλιά. Τα πιτσιρίκια άκουγαν το όνομα και τρέχαν να το ανακοινώσουν στον μπαμπά που περίμενε στο σπίτι. Με το αζημίωτο. Όλοι έπαιρναν χαρτζιλίκι. Κάποιοι πατεράδες περίμεναν έξω από την εκκλησιά, κοντά στο καμπαναριό, μα εγώ ήθελα στο σπίτι, πατροπαράδοτα.
Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος στο δρόμο από την εκκλησιά ώς το σπίτι. Όλοι είχαν βγει έξω από την πόρτα και περίμεναν την πιτσιρικαρία να περάσει τρέχοντας. Όλο και κάποιος θα τους πετούσε τ’ όνομα. Άσε που κάποιοι είχαν εσωτερική ενημέρωση για το όνομα και ήταν μακρύτερα. Μόλις έβλεπαν το τσούρμο να τρέχει, έτρεχαν κι αυτοί σίγουροι για το όνομα. Ο πρώτος έπαιρνε το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι.
Είχα μαζέψει πολλά ψιλά να δώσω σε όλα τα μικρά που θα έφερναν τη χαρούμενη λέξη.
«Και το όνομα αυτού;».
«Αγαμέμνων», φώναξε ο νονός.
Ποδοβολητό από τα μικρά που έτρεχαν. Έπρεπε να κάνουν στην εκκλησιά ένα γύρο, γιατί το σπίτι ήταν στην άλλη μεριά. Ο Γιωργάκης το ανιψούδι μου, όπως έμαθα μετά, ήθελε να κόψει δρόμο και καβάλησε τα κάγκελα.
«Γαμέμνους, Γαμέμνους», φώναζαν τα παιδιά τρέχοντας.
Η γιαγιά η Αντριανούδαινα πήρε είδηση αργά κι έφτασε λαχανιασμένη στην πόρτα. Απέναντι η θεια-Μυρσίνα.
«Πώς, μαρή, του είπαν του παιδί;».
«Άσι, Μοσκιανή, δεν είνι για λέισμου».
«Γιατί, μαρή Μυρσίνα;».
«Ε, σι λέου δεν είνι για λέισμου».
«Θα μι πεις, μαρή;».
«Να μαρή, Γαμέμνου του είπαν», και ξινίστηκε.
Όταν φτάσαν τα παιδιά, πήραν ο πρώτος ταλιράκι, ο δεύτερος δυο δραχμές και μετά έβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη. Σήκωσα όλα τα ψιλά που χωρούσε η χούφτα και τα πέταξα ψηλά. Γέμισε ο δρόμος ψιλούδια. Τα παιδιά όρμησαν και τσακώνο-νταν. Μερικά ψιλά είχαν σκεπαστεί από το χώμα, μα πού να γλιτώσουν από τους δαίμονες. Τσαλαβουτούσαν μέσα στα χώματα. Οι μάνες δεν τα μάλωναν, γιατί φέρναν στο σπίτι λεφτά. Μερικούς αδύναμους που δεν πρόλαβαν τους έδωσα κι αυτούς και φύγαν όλοι ευχαριστημένοι. Μα ο Γιωργάκης, το ανιψούδι μου, πού είναι; Δεν τον είδα. Αυτός έτρεξε να σκαρ-
φαλώσει στα κάγκελα της εκκλησίας για να κερδίσει χρόνο. Εκεί τον βρήκαμε μετά από λίγο. Είχε καρφωθεί στα κάγκελα της εκκλησιάς και ξεψυχούσε.
* μουστλούκια: έθιμο σύμφωνα με το οποίο ο μπαμπάς δεν παρευρισκόταν στη βάφτιση, αλλά καθόταν σπίτι για να ακούσει το όνομα από τα πιτσιρίκια του χωριού και τους έδινε μπαξίσι.