[Μνήμη μέσα στη μνήμη, σπείρα στην πυρωμένη χόβολη,
Μνήμη από τον ίδιον ήλιο, από τα ίδια μάτια,
Ίδιος ήλιος, ίδια μάτια, αλλά σαν άλλος ήλιος, σαν άλλα μάτια…
Μνήμη θυμιατό, δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
Όταν… Όταν μια φορά κι έναν καιρό…
Όταν ανάσκελα, το θάμβος…
Όταν στην άμμο… Όταν, άμμος, κοσκινισμένο ασήμι… Ανάσκελα… Μάτια στον ήλιο, μάτια γεμάτα ήλιο… Μάτια μαύρα άτια, και κόκκινο στο κόκκινο του μεσημεριού…
Όταν, γιγαντωμένος καστροπολεμίτης… Έλα, μαργαριταρένια μου…
Όταν, έρωτας, πόθος, αρπάγη και αρπαγή… Πάλη σώμα με σώμα κι εκείνος δαμαστής… Το ‘χρτς’ του πουκάμισου, το ‘φρρρρ’ της σαύρας, το ‘βζζζ’ του μελισσιού, το ‘σσσσς’ της σιωπής… Δίνομαι και χάρισμά σου… Συριγμός βαθιάς ανάσας και βουβό αναφιλητό… Βουητό νεκρού ναυτίλου, αχνά χνάρια αστερία, σκιά από γεράκι περαστικό…
Όταν διάπυρος κι αβάσταγος… Θέρος, κάψα, καίει… Δρεπάνι, δρεπανηφόρος, θερισμός… Αλμύρα γδέρνει, τσούζει… Άλας… Άτλας… Εσταυρωμένη στον τροχό, εσταυρωμένοι στην άμμο, απέθαντοι, παντοτινοί… Ανοχύρωτες ηδονές… Άπαρτες πόλεις… Τι τις βαστάζουν;… Λάθρα οι επιδρομές… Παραδίδομαι… Κάνε με ό, τι θες…
Όταν εντός του και εντός της μ’ ένα λυγμό… Μη λες! αλλά και μίλα μου, προσκυνώ σε και σε παρακαλώ… Αθάνατη κλωστή δεμένη, όρκοι από τις μοίρες φασκιωμένοι… Σκίνα και αψάδα και γιορτή… Κρίνοι εξαπέταλοι θαλασσινοί, μολόχες και βάτοι αγκαθωτοί…
Όταν σάρκα γλυφή, γλώσσα τραχιά σερνάμενη… Σπονδές, βυθός ακαταπόνητος κι ακαταμέριστος και ιλιγγιώδης και σκοτεινός…
Όταν καταβύθιση… Σπονδές και πάλι… Μνήμη, στην ανέμη τυλιγμένη… Χρυσάφι, ολόχρυση και χρυσαφιά και χρυσαφένια μου και χρυσογιορντάνι μου και χρυσοπλουμιστή μου… Γυμνά χείλη, γυμνά μάτια, γυμνά δάχτυλα, γυμνά θαυμαστικά… Φτου, ξελεφτερία!...
Όταν ανάσκελα… Ουρανοί! Σας κέρδισα! Σε κέρδισα! Εγώ, ο νικητής!... Ποιος σε ποιον υποταγή;… Παραμύθι στη ζωή μας αρχινίζει… Εϊ! Θάλασσα απαστράπτουσα κι εκτυφλωτική! Απόλλωνα και Ποσειδώνα μου!...
Ίδιος ήλιος, ίδια μάτια… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει… Την κτυπά ο ήλιος στα μάτια και δακρύζει…
Όταν μια φορά κι έναν καιρό…
Γλυμμένα κοχύλια, αμείλικτος χρόνος…
Μνήμη από σώματα, μνήματα σώματα…]
Πλησιάζει… πλησιάζει…
Πλησιάζει κι άλλο,
Πλησιάζει κι άλλο, κι άλλο,
Όσο γίνεται περισσότερο κι άλλο,
Όσο γίνεται και πιο κοντά,
Πλησιάζει προσεκτικά για να μην,
Προσεκτικά για να μη σκοντάψει,
H παντόφλα του να μην,
-η δεξιά παντόφλα που συνήθως-,
Να μη σκοντάψει και όλα ματαιωθούν,
Και δεν γίνουν όπως πρέπει,
Και δεν γίνουν ξανά από την αρχή,
Και δεν γίνουν όπως πάντα,
Όπως πάντα το ίδιο πάντα ίδιο,
Το ίδιο ίδιο κι ωστόσο διαφορετικό,
Και μείνουν αδιευκρίνιστα τα απαντημένα ερωτήματα,
Και μείνουν αναπάντητα τα αναπάντητα ερωτήματα,
Και παραμείνουν στη σιωπή,
Πλησιάζει,
Πλησιάζει κι άλλο με κρυφούς εξορκισμούς,
Μέσα στην ησυχία την σπασμένη σε ίσα μέρη από το μέτρημα του ρολογιού,
-αλυσοπρίονο φτιαγμένο από τώρα, τώρα, τώρα, τώρα-,
Πλησιάζει και την αναζητά στη σκουριασμένη δαντέλα,
Στο σημείο το σίγουρο και αποκλειστικά δικό της,
Εκεί που είναι η θέση της,
Η μόνιμη θέση της,
Ζυγώνει με λαχτάρα,
Αδημονεί,
Αφήνει πάνω της τα δάχτυλά του,
Τα δάχτυλά του που περίπου διάφανα,
Με ατέλειες,
Με βουνοκορφές αιχμηρές και βάραθρα,
Με σκόνη ωριμότητας,
Με στάχτες,
Αφήνει πάνω της τα δάχτυλά του,
Απαλά, πολύ απαλά,
Την αγγίζει δηλαδή,
Την αγγίζει και την παίρνει στα χέρια και την ανασηκώνει,
Έτσι, σαν πούπουλο,
Μεταξωτή νύμφη,
Χρυσαλλίδα,
Έτσι, σαν γρανιτένιο τοτέμ,
Μονόλιθο ερήμου,
Κάστρο,
Έτσι,
Την ανασηκώνει και την κρατά και της κάνει μιαν ολόκληρη διαδρομή εκατοστών σε σχεδόν ευθεία γραμμή,
Μια διαδρομή εκατοστών χρονοβόρων από εκεί που βρίσκεται έως εκεί που πρέπει,
Εκεί, κοντά στα μάτια του,
Και παλινδρομεί το βλέμμα του στο σώμα της, μήπως και κάτι της έχει συμβεί από τα πολλά πέρα και δώθε και τότε και τώρα,
Μήπως και κάτι έχει πάθει,
Μήπως και κάτι,
Μήπως,
Ο παραλυτικός φόβος του γι αυτό το ‘μήπως’,
Και εστιάζει,
Ερευνητικά,
Απερίσπαστα,
Στα ελάσσονα,
Εξονυχιστικά,
Χιλιοστό το χιλιοστό,
Ώσπου όλα κατ’ ευχήν,
Και συνέρχεται και δοξάζει και γαληνεύει,
