`
1.Ταξιδεύεις ακόμα
Ταξιδεύεις ακόμα βουερό σπίτι της εξοχής
κι ακόμα η τρελή σου ψυχή
επιμένει στο καλοκαίρι.
Ακόμα αντλείς απ΄το πηγάδι νερό,
ακόμα τις νύχτες
με πάθος ανασαίνεις.
Είσαι μαγική
κι άσβηστη θλίψη,
ακόμα κρατάς
το παιδί
στην καρδιά σου.
*
Du reist immer noch
Du reist immer noch,
rauschendes Haus auf dem Land
und deine immer noch närrische Seele
beharrt auf Sommer.
Du ziehst immer noch Wasser im Brunnen herauf,
atmest noch leidenschaftlich
in der Nacht.
Du bist die magische
und unausgelöschte Trauer,
noch immer drückst
das Kind du
an deine Brust.
`
*****
2.Μεταμορφώσεις
Τη νύχτα συντελούνται
οι πιο βουβές μεταμορφώσεις:
ανοίγουν στη δροσιά τα λουλούδια,
τα δέντρα μεγαλώνουν
και τα ανήσυχα σκουλήκια
μες σε σπασμούς βγάζουν φτερά.
Φιλήσυχοι πολίτες
πάνω σε παραπέτα υπνοβατούν,
διψούν για κίνδυνο.
Ω, τη νύχτα,
οι έρημοι κήποι αργυπνούν
και τα παράθυρα
ανοίγουν μοναχά τους στο φεγγάρι.
Φλέγονται οι τριανταφυλλιές
στην τρομερή αστροφεγγιά
και οι μοναχικές ψυχές,
βγαίνουν αλλοπαρμένες στο σεργιάνι.
*
Metamorphosen
In der Nacht vollziehen sich
die stillsten Verwandlungen:
Blüten öffnen sich unterm Tau,
die Bäume wachsen
und spastisch wimmelnde Würmer
bekommen Flügel.
Friedliche Bürger
schlafwandeln auf Brüstungen,
dürsten nach Gefahr.
Oh, in der Nacht
bleiben wach die verlassenen Gärten
und die Fenster
öffnen sich von allein gegen den Mond.
Die Rosenstöcke brennen
im gleißenden Sternenlicht
und die einsamen Leute
schlendern herum wie verrückt.
`
*******
3.Συνηθίζεις
Φοβήθηκα πολύ
όταν αντίκρισα πρώτη φορά το θάνατο:
Ήταν θυμάμαι στον υπόγειο
στις πέντε το πρωί
καθώς με κοίταξε με τα σβηστά του μάτια.
Ύστερα,
την επόμενη φορά που τον συνάντησα
- μου διαφεύγει πού –
μου φάνηκε ηπιότερος,
για να μού γίνει με το πέρασμα του χρόνου
οικείος.
Τώρα μπορώ να τον καλημερίζω στο ανέκφραστο πρόσωπο
του θυρωρού,
στη στάση να τον συναντώ περιμένοντας το λεωφορείο,
να τον κοιτάζω στο εστιατόριο αδιάφορα.
*
Gewöhnungssache
Ich erschrak sehr,
als ich dem Tod das erste Mal in die Augen blickte.
Es war in der U- Bahn
um fünf Uhr morgens,
erinnere ich mich,
wo er mich mit stumpfen Augen ansah.
Als ich ihm das nächste Mal begegnete
-weiß nicht mehr wo –
schien er mir milder,
und im Laufe der Zeit wurde er mir
vertraut.
Jetzt kann ich bei seinem Anblick im ausdruckslosen Gesicht
des Pförtners
ihm einen Guten Tag wünschen,
ihm, wenn ich auf den Bus warte,
an der Haltestelle begegnen,
kann ihn im Restaurant ohne Anteilnahme beobachten.
`
********
4.Όλοι κοιμούνται
Και επιμένει η αυγή τα χρώματά της να προσφέρει
στους κοιμισμένους
απ΄το βουνό προβάλλοντας,
και το αηδόνι το τρελό τραγούδι του
κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
τον καημό της.
Όμως
χέρι κανένα
το παράθυρο ν΄ανοίξει δε σηκώνεται,
καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
κανένα όνειρο
μες στη δροσούλα να βουτήξει.
Όλοι κοιμούνται.
Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.
*
Alle schlafen
Und die Morgenröte
leuchtet schon hinter dem Berg hervor,
bietet ihre Farben den Schlafenden dar,
und die Nachtigall besteht auf ihr verrücktes Lied
und das Meer, das in Kanälen braust,
bringt seinen Kummer dar.
Doch
keine Hand rührt sich,
das Fenster zu öffnen,
keine Seele lehnt sich aus dem Fenster heraus,
um sich einen Traum im Tau zu schnappen.
Alle schlafen.
Keiner ist mehr auf.
`
*******
5.Σκιά
Εδώ να προσέξετε,
σ΄αυτό το σιωπηλό παλτό που κρύβεται,
στο βήμα τούτο της επιστροφής
τη νύχτα.
Κι αν θέλετε να μάθετε τον άνθρωπο,
κοιτάξτε τώρα που περνάει από το φως
την πονεμένη έκφραση στην ωμοπλάτη΄
και προπαντός μια λεπτομέρεια:
με πόση ευκολία γλίστρησε μέσα στο γνώριμο,
τ΄αγαπημένο του σκοτάδι.
*
Der Schatten
Darauf sollt ihr achten,
auf diesen stillen Mantel, der in sich verschwindet,
auf diesen Gegenschritt
in der Nacht.
Und wenn ihr den Menschen kennen wollt,
schaut jetzt, da er unter dem Licht vorbeigeht,
auf den Schmerz, der sich auf dem Schulterblatt entbirgt –
und vor allem achtet auf diese Einzelheit:
wie leicht er in seine vertraute,
seine geliebte Dunkelheit gleitet.
`
********
6.Αν είναι κάποιος
Αν είναι κάποιος που στο σπίτι με κρατά,
δεν είσαι εσύ:
μια μετρημένη,
και καλή νοικοκυρά΄
είναι εκείνη η αδελφή σου η ανεπρόκοπη,
όταν στο πιάνο κάθεται
και παίζει.
*
Wenn jemand ist
Wenn jemand ist, der mich zu Hause hält,
du bist es nicht:
besonnene und gute Hausfrau –
es ist deine Schwester, die nichtsnutzige,
die am Klavier sitzt
und spielt.
`
*******
7.Τη ρίζα σκέφτομαι
Τη ρίζα σκέφτομαι,
που όπως και η καρδιά
θαμμένη είναι
μα δεν παραπονιέται
δουλεύοντας για τα κλαδιά,
τα φλύαρα φύλλα.
*
Αn die Wurzel denke ich
Ich denke an die Wurzel,
die wie das Herz
begraben liegt,
doch sie beschwert sich nicht,
dass sie für Äste
und die geschwätzigen Blätter arbeiten muss.
`
********
8.Oι εραστές της νύχτας
Τη νύχτα όχι
δεν θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.
Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές.
*
Die nächtlich Liebenden
Die Nacht, nein,
werden sie uns nicht nehmen,
die werden sie uns nicht wegnehmen,
Geliebte.
Mit ihren Körpern
werden die Liebenden sie verteidigen.
Immer und immer mehr Liebende.
`
`
********
Ο ποιητής Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008) γεννήθηκε στο Χάβαρι της Ηλείας και μεγάλωσε στην Πάτρα. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου. Εργάστηκε ως τη συνταξιοδότησή του στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων του Δήμου Πατρών. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, που εκδόθηκαν από διάφορους εκδ. οίκους της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις “Γαβριηλίδη”. Το 2007 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο “Καβάφη” -με το όνομα του ποιητή ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να τον επηρεάζει (”ανήκω στην καβαφική ποίηση και στην Παλατινή Ανθολογία”, είχε πει). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά. Πέθανε στις 11 Ιουνίου 2008, σε ηλικία 77 ετών.
*
Christos Laskaris (1931-2008) wurde in Chavari von Ilia geboren und ist in Patras aufgewachsen. Er studierte an der Pädagogischen Akademie von Tripolis hat den Lehrerberuf aber nie ausgeübt. Er arbeitete bis zu seiner Pensionierung in Busgesellschaft Gemeinde Patras. Seine gesammleten Gedichte erschienen 2004 durch die Veröffentlichung bei “Gavriilidi.” 2007 hat er den Internationalen Kavafis-Preis erhalten. Seine Gedichte wurden ins Englische, Deutsche, Polnische, Spanische und Portugiesische übersetzt. Er starb am 11. Juni 2008 im Alter von 77 Jahren.