`
Memento mori
I
έρχομαι από πολύ μακριά
από το τύμπανο της μασχάλης σου
έρχομαι
κι από τη σπάνια τάξη
του λαιμού
έχω δρόμο μπροστά μου
πόλεις και σπίτια να διανύσω
σύννεφα να μασήσει η φωνή μου
κι άλλων χεριών το μελάνι
να ξεφυλλίσω
μέχρι τα μάτια σου
να φτάσω
θα μ’ έχει χτυπήσει η ζωή
και το νερό της επαύριον
η νύχτα θα με θέλει
η κλεισμένη πατρίδα μου
κι ο χρόνος:
ψίχουλο στο σαγόνι
`
***
ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Ι
υπάρχει λίγο νερό
σε κάθε θάνατο’
όπως αλάτι ήλιου
στο σχοινί με τ’ ασπρόρουχα
τη νύχτα μας θυμάται
ο γρύλος του χρόνου
το πρωί σέρνεται
στη γυμνή γροθιά του
τρώει παξιμάδια σε καντίνα
καλπάζει με μια Φορντ
στην εθνική οδό:
Τέμπη
Lincoln Highway
E75 Subotica
υπάρχει λίγο δέρμα
σε κάθε απώλεια
ανέπαφο από συγκινήσεις
ηλίανθους σε κοιμητήρια
ροδαλό γυαλί στα μάτια
και ενθύμια στο βάθος της ντουλάπας
υπάρχει πάντα
ένα ψαλίδι που κόβει τα πόδια
της πραγματικότητας
σαν νικηθούμε
απ’ τη μύγα του τρόμου
που τώρα δα απ’ το παράθυρο
περνάει
σε σχήμα αετού
και πέφτει
`
****
ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ
ΙΙ
πρώτα του έφυγε η ώρα
μια ώρα, δύο ώρες
ζυγά και μονά στοιχεία των λεπτών
χαλούσαν το σεντονιού το κοπάδι
ύστερα οι μέρες, οι βδομάδες
μήνες λύκοι με στόμα μισοφέγγαρο·
σταμάτησε να πηγαίνει στα χρόνια
ο βράχος του πότισε τα βλαστάρια
τον παρηγόρησε το πράσινο τραγούδι
έμαθε να λέει
α λ ε ξ ί κ ε ν ο ς
όταν το ρολόι του τοίχου
τα μείον αιμοσφαίρια
χτυπούσε
για ακριβώς
`
*****
ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΙV
χωρίς εσένα
το παλιό σου σακάκι
προβάρει άλλο σώμα
μεταθανάτιος συνοδός
που παρατείνει τις ραφές
της αδειοσύνης·
τις νύχτες που επιστρέφω σπίτι
ένα ποτάμι, ένα ερείπιο και η ζωή
πασχίζουν να ανασάνουν
στον καλόγερο
βάζα ξεσπάνε στα παράθυρα
κάλτσες αφόρετες μαθαίνουνε
τις δίνες των δαχτύλων
φοράω το σακάκι σου
έξω κάποιος πεινάει
και στο ραδιόφωνο
η Ρεζεντά παραφυλάει
μην γυρίσεις