[author] Του Γλαύκου Κουμίδη[/author]
`
`
Πάντα δυσκολευόμασταν, ακόμα και σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια επετειακής παίδευσης, να βρούμε τα λόγια, το σωστό ύφος, και προπάντων χρήσιμους μνημονευτικούς τρόπους, τέτοιους που να εγκαρδιώνουν, να παρηγορούν, αλλά και να συνάδουν με τις πολιτειακές μας ανάγκες. Και σαν να μην έφταναν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και οι ενθυμητικές διαλείψεις, φέτος χάσαμε και το μέτρο των δυνάμεων, αφού όπως φαίνεται θα δυσκολευτούμε να βρούμε κι αυτά τα αναγκαία ψιλά για να φιλοδωρήσουμε τους μουσικούς.
Ποια να ’ναι άραγε η διαβολική διαφορά της δικής μας τραυματικής εμπειρίας, και τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο δύστροπους, πιο ιδιότροπους από τους άλλους λαούς που είδαν κι έπαθαν παρόμοια, ίσως και χειρότερα; Φταίει η μορφολογία της Μεσαορίας, που δεν μας αφήνει να αποστρέψουμε το βλέμμα από τη σημαδεμένη οροσειρά, το επιτηδευμένο ξεχείλωμα του ιστορικού χρόνου που δεν επιτρέπει στο θυμικό να γαληνέψει; Ή μήπως αυτές οι στρεβλώσεις οφείλονται σε μια βαθύτερη εσωτερική σύγκρουση, στην παθογενή συσσώρευση κάποιων ακατέργαστων αντιφάσεων.
Τουλάχιστο υφολογικά είναι πασιφανές πως ακόμα βωλοδέρνουμε ανάμεσα στη θλίψη και την έπαρση, την ελεγεία και τον θούριο. Το ύφος όμως είναι τελικά θέμα αισθητικής, υποκειμενικής προτίμησης. Πιο καθοριστική είναι η χρεία του μνημονευτικού εθιμικού, προπάντων σ’ αυτό το όψιμο στάδιο που ο λαϊκός αυθορμητισμός κοντεύει να εκτοπιστεί ολοσχερώς από τους κερδοσκοπικούς σχεδιασμούς των ατζέντηδων και των διαφημιστών. Εξάλλου δεν είναι βέβαιο αν υπάρχουν ακόμα εκεί έξω άνθρωποι που θα ’θελαν ν’ακούσουν για το πρόβλημά μας, να συμπονέσουν, ή και να νιώσουν ενοχή για την κατοχή και τη διαίρεση του νησιού μας. Εκτός κι αν το ζητούμενο είναι η εκτόνωση, η κομματική συσπείρωση και ο κατευνασμός του φόβου για τα χειρότερα που ίσως να έπονται. Αλλά και τα πιο έκδηλα αιτήματά μας, για αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, επανένωση της χώρας, επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους, φαίνεται να έχουν διαβρωθεί από την κατά κόρον επανάληψη και την αναποτελεσματικότητα. Η δε υφολογική αμφιρρέπεια της διαγωγής μας των τελευταίων χρόνων, και όχι μόνο των επετειακών μας εκδηλώσεων, εγείρει την υποψία πως ίσως εντός κι ανάμεσά μας να αναπτύσσεται βαθμηδόν μια διάθεση που μόνο ως «κρυπτοεόρτια» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πιθανόν λοιπόν αυτό που πραγματικά επιθυμούμε, ίσως και το μόνο που μας απομένει, είναι να το «γιορτάσουμε». Το γεγονός δηλαδή πως το κράτος μας κατάφερε τότε να επιβιώσει, κι εξακολουθεί να υπάρχει, παρά τις πολλαπλές απώλειες ανθρώπων, περιουσιών, αλλά και εθνικών ιδεωδών. Με πιο βαρύνουσα την απώλεια της ιστορικής προοπτικής για «Ένωση» με την μητέρα Ελλάδα. Και όπως στις αγγελίες θανάτου οι συγγενείς προτρέπουν το κοινό να κάνει εισφορές αντί στεφάνων σε κάποιο ίδρυμα, έτσι κι εμείς εισφέρουμε έκτοτε αγόγγυστα στον «μακροχρόνιο» που κήρυξε ο Μακάριος. Δεν πρέπει όμως να έχει κανείς παράπονο. Η Κυπριακή Δημοκρατία στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια γενναιόδωρη, γαλαντόμος, ένα ευαγές ίδρυμα που ακόμα και σήμερα, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες, συνεχίζει να προσφέρει καταξίωση, ασυλία και άλλοθι, ακόμα και σ’ εκείνους που θέλησαν τότε να την καταλύσουν πραξικοπηματικά, καθώς και στους απατεώνες που την οδήγησαν τελικά στην πτώχευση, αποτέλεσμα της οποίας είναι και η αδυναμία της να βρει τις τετρακόσιες χιλιάδες που ζητά φέτος ο μαέστρος και οι «οργανικοί» υμνωδοί της καρτερικότητάς μας.
Πώς θα μπορέσουμε λοιπόν να επανασημασιοδοτήσουμε σαράντα βεβαρημένους Ιούληδες, χωρίς να πρέπει να προικίσουμε κάποιους επίδοξους ψυχαγωγούς; Δύσκολο το ερώτημα, αφού μια συγκεκριμένη απάντηση θα μας υποχρέωνε να μπούμε στο πνεύμα και την πρακτική των ατζέντηδων και των διαφημιστών, ή να παρεξηγηθούμε ως ομοίως «οργανικοί», με την γκραμσιανή έννοια του όρου. Δεν φτάνει όμως να ξέρουμε τι «δεν» θέλουμε. Πρέπει καμιά φορά να αντιπροτείνουμε. Ας το «γιορτάσουμε» λοιπόν ασύστολα, μέσα στη φτώχια μας, ανέξοδα και πανδήμως. Χωρίς κομματική καθοδήγηση, στήνοντας πηγαδάκια κι ανάβοντας μύριες λαμπρατζιές* σ’ όλο το κυκλικό βαθούλωμα της τάφρου. Να κοπιάσουν οι ροκάδες από τη Λεμεσό, να έρθουν και οι μαθητευόμενοι ρεμπέτες, οι λαϊκοί αοιδοί, οι τζασίστες, οι ράππερς, από Λονδίνο, Τορόντο, Αθήνα ή Αμστελόδαμο, κι όποιος άλλος θέλει να παίξει γύρω απ’ την πυρά, αμισθί. Κι ας φροντίσουν εγκαίρως οι «ανοργανικοί» επαναπροσεγγιστές να λαμπαδιάσει και το κατεχόμενο ήμισυ της τάφρου, έτσι που το τείχος της Λευκωσίας να γίνει ολόγιομο, να μοιάζει για λίγο από ψηλά σαν ένα καιόμενο στεφάνι, ένα υπερθέαμα μέσα στη νύκτα. Κι ας το φωτογραφήσουμε από πάνω με δορυφόρο ή ελικόπτερο. Για μια εικόνα στο «You Tube», αντί στεφάνων.
`
* Λαμπρατζιά, η (λαμπρόν> λαμπρακιά) μεγάλη πυρά (Κωνσταντίνου Γιαγκουλλή, Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία ³2009).
`
***********
Ο Γλαύκος Κουμίδης είναι εικαστικός και ποιητής. Γεννήθηκε το 1950 στη Λευκωσία. Εργάζεται στην Κολωνία και στη Λευκωσία. (glavkos@t-online.de)