Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αιμιλία Πανταζή, Τέσσερα Ποιήματα

$
0
0

`

ΣΙΩΠΗΛΟ ΜΩΡΟ

Σκύβω
μαζεύω τις λαδωμένες λέξεις του.
Μοιάζουν με σπόρια
ριγμένα σε ξύλινο πάτωμα
με ψίχουλα
φρεσκοψημένου καρβελιού
με ανθούς θυμαριού
που οσμίζονται τον ερχομό μου.

Χτες είχε βγει απ’ τα σπάργανα
Σήμερα ενώνει τα μέλη του.
Ανασυντάσσεται.
Ένα ακόμη ποίημα
στάλαξε στη νύχτα.

Του ‘ταξα την αυγή
με περίμενε…

Η νύχτα γεννά κι η μέρα τίκτει,
έτσι το καλημέρισα.

Άπλωσα τις παλάμες.
Κουβάλησα το νεογέννητο,
εύθραυστο,
γυάλινο σώμα του
με τα πύρινα δεσίματα των άκρων.
Το τακτοποίησα.
Του φόρεσα μάλλινα,
Ολόλευκα.
Καρτερούσα να τελειώσει
το κυκλικό χορό του.
Γύρω από τη φωτιά
Καρδιοχτυπούσα.
Ανήσυχα ήταν τα σαλέματά του.

Το φως της μέρας
με γάλα το ξεδίψασε.
Η σκοτεινιά της νύχτας
έλπισε στο μεγάλωμά του.
Γύρεψε να το νταντέψει.
Είχε έρθει η σειρά της.
Νανούρισμα του ‘πε,
το αποκοίμισε
σαν ώριμο στάχυ στην αγκαλιά της.
Ένα καινούριο σπάργανο ύφανε
στις σκοτεινές ζάρες των χεριών της
φωλιά και γι’ άλλο νεογέννητο.

Ένα ποίημα…
Ένα σιωπηλό μωρό.
Κλαίει ή γελά μόνο πάνω στη κούνια του.
Κρυμμένα τα κλειδιά του εκκρεμές του
στου πελάγου τα βάθη.
Κλειδωμένα σε άμπωτες και παλίρροιες,
ανάμεσα σε φώτα και σκιές.

Αν θες να ακούσεις τη λαλιά του
μη στέκεσαι μακριά του σιωπηλός,
καταδικασμένος στην ερημιά.
Κολύμπησε μέχρι το κενό.
Έξω από το περίγραμμα των υφάλων
κάλεσέ το.
Νιώσε το αναφιλητό,
το χαμόγελό του.

`

*

Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ

Πανοπλία φοράς
Κάγχασε…

Κι όρμησαν οι ποταμοί
Ανέβηκαν στο άγνωστο σώμα της
Τα σιδερικά της έσκισαν
Από το παράθυρο τα ‘ριξαν
Ξεδίπλωσαν τη νύχτα απ’ τα μαλλιά της
Κύλησαν τα άστρα στο πάτωμα
Ακούμπησαν στις φτέρνες
Πήραν το σχήμα των τακουνιών
Ζούληξαν τα χείλια
Τα χώρισαν με πορφύρα.

Κι όταν στο βλέμμα της άστραψε λίγος δυόσμος
Δεν κάγχασε ξανά…

`

*

ΕΥΦΛΕΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Οι ώμοι χάθηκαν.
Το κορμί εξαϋλώθηκε.
Μοναχό το πρόσωπο στράφηκε.
Έβρεχε ρινίσματα καυτά.
Το ακολούθησαν ουρανοί από σπόρια.

Εύφλεκτος φάνταζε ξανά ο ουρανός.
Το νερό του κόντευε να πυρποληθεί.
Και μια φωνή μοσχοβολούσε αρμύρα.

`

*

ΑΛΛΑΓΗ

Ζητά λάμψεις να πετροβολά με φλογοβόλα
Aνάσες βήχει πυρακτωμένη
Υφές ακοίμητες αντλεί από τα έγκατα
Λάφυρα τσαμπιά ανούσια
Δόξες παλιές από γιορντάνια θρύψαλα.

Αλλαγή τη βάφτισαν μια νύχτα
Την λεν ακόμη έτσι στα υψώματα.
Κόβει σαν λεπίδα.
Ενώνει με βελονιές τις μύτες των βράχων.
Κουμαντάρει αερικά λαιμητόμους.
Αδημονεί για απόηχους ταξίμια.

Πολλαπλασιάζει το σώμα της.

Σκηνικά στήνει σε πολλαπλούς καθρέφτες.

Σε θυσιαστήριο ολάκερο ενώνεται.

Καραδοκεί πλάι σου σα σκιά.

Έχεις ακούσει για κείνην;
Την ψάχνεις άραγε;
Τη μελετάς ίσως;
Τη χαστουκίζεις έστω;
Κάτι θα ήταν κι αυτό για τα σκιερά της χνάρια.

Μα εσύ,
πλάτες φευγιά της δείχνεις.
Το μετανιώνεις.
Επιστρέφεις.
Στροβιλίζεσαι σαν δίνη στο πευκοδάσος της.
Πουλιά της αφουγκράζεσαι για μερόνυχτα
σαν γίνονται πειρατές με άκρα γάντζους.
Τραβούν κοφτά, με δύναμη,
παρασέρνουν κάτω από φωτιές.

Συνέχισε.
Μη σταματάς.
Μάζευε χούφτες τα άγια στάγματά της.
Ανάσες και βαφές τα περβόλια των λέξεων.
Υδάτινους πίδακες πορφύρας τα αποκαΐδια.
Συνέχισε.
Κι ας πονάς.

Λάξευσε γι αυτήν τα δάχτυλά σου.
Βούτηξέ τα σε αρμύρα.
Άκουσε τη φωνή της.

Τι είσαι στ’ αλήθεια συ που την κοιτάς;
Δον Κιχώτης,
Ζητιάνος,
ή κοιμισμένο φυλλοκάρδι γύρω από πυρά;


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles