*
για το μηδέν
δέν έχω γράψει
προσπαθώ να ζήσω μαζί του
χρόνια γύρω απ΄τον κύκλο
ασκητής
γεννήθηκα στο πέτρινο σπίτι
με παγωμένα τζάμια
το μηδέν ζεί ελεύθερο
με ακολουθούσε ότι κι αν έκανα
καλύτερα ανέπνεα στην κοιλιά του
παρά σε άγνωστες παρέες
χθές πέθανε ένας χωριανός
το μηδέν ζεί ελεύθερο
την ώρα που σ΄αγάπησα
το μηδέν έγινε αριθμός
*
πάρε από πάνω μου αυτά
τα μάτια
έχω κι εγώ
γκρεμό
στον έδωσα με χάδι
τώρα που όλα σίγησαν
να με θυμάσαι θέλω
γυμνή
όπως ζω
μαχαίρι στον αέρα
*
τo στρογγυλό τραπέζι
το καθίσαν
δυο μαύροι γάτοι
ο ένας δεν είχε μάτια
στον άλλο έλειπε η γλώσσα
όλα τα κλάψανε
όσα δεν είδανε
όσα δεν είπανε
ερωτευτήκανε την ώρα
*
ερημιά στο σπίτι
το ψυγείο γεμάτο
ελιές Καλαμών
φέτα σε απόγνωση
η πείνα χαρίζεται
σε μία συσκευασία
ανοίγω τη ντουλάπα
κόκκινο φόρεμα
χορεύει με το σμόκιν
δυο κορμιά πάλλονται
εντός μου
άγνωστα
*
ένα σκύλο συνάντησα
πιο κάτω
στη γωνία
ήταν κι αυτός δεμένος
μ΄ένα σχοινί
ίσα πάνω στο γαλάζιο
πεινούσε
φωνή καμιά
διψούσε
τα μάτια χαμηλά
τα βήματα αργά
στάθηκε στο φανάρι
δίπλα στον ξένο
στεφανώθηκαν
*
άνοιξα δρόμους
σ΄αυτό το σπίτι
φύτεψα την ελιά
δάφνη, λεμονανθούς
ρυάκια δεν χωρέσανε
στο πάτωμα
έσπαγα πέτρες
ο ήχος έδινε ελπίδα
να έβρισκα έναν κόσμο
ολόκληρη χαρά
να περισσεύει
ο άνθρωπος να κρέμεται
έξω απ΄ τα μάτια
ελαφριά θα έφευγα
πούπουλο
όπως ήρθα
*
μ΄ένα μολύβι άδειο
πώς να γράψεις
για τον κόσμο
να πιστέψεις
ότι νίκησες
λευκό χαρτί
υπόλοιπον
ρίγος
ημιαναύπαση