Ζήσε με την τέχνη θα πει…
Ζήσε τη βροχή, ζήσε τα αστέρια…
Τη βροχή με τα πράσινα καπέλα…
Τη βροχή με τα κίτρινα πινέλα…
Ζήσε με τη βροχή!!!
Ζήσε τις μέρες…
Τις μέρες με τις κόκκινες ομπρέλες!!!
Ζήσε με την τέχνη θα πει…
Ζήσε τον έρωτα με μουσική!!!
Με όλα τα χρώματα…Αγκάλιασέ τα!!!
Με όλα τα ζώα συντροφιά…Αγάπησέ τα!!!
Ζήσε με την τέχνη θα πει…
*
Τίποτα άλλο…
Λένε πως τον είδαν να φεύγει,
αλλά δεν ήταν σίγουροι πως ήταν αυτός.
Ακόμα και αυτοί που τον ήξεραν καλά, δεν ήταν
και τόσο σίγουροι αν ήταν αυτός ή απλά ένα χελιδόνι…
Πετούσε πάντως!
Για αυτό ήταν σίγουροι…
Πετούσε. Μόνο αυτό. Τίποτα άλλο.
Μετά έκλεισαν τα παράθυρα να προστατεύσουν τη μοναξιά τους…
*
Και πάλι του χρόνου στις έξι…
Μικρέ, μη τους πιστεύεις όλους αυτούς που «κλαίνε» για σένα…
Ξέρω πολλούς που θα σε σκότωναν…
Ξέρω πολλούς που υπακούνε σε διαταγές
και όχι μόνο της υπηρεσίας τους…
Αν ήσουν γάτος ή σκύλος θα πέθαινες ακόμα πιο νωρίς
και δεν θα σε έκλαιγε κανείς…
Ούτε μια φωτογραφία σου, ούτε ένα λουλούδι πουθενά…
Μικρέ, ξέρω πολλούς που θα σου έριχναν μια σφαίρα,
μια απόλυση απ’ τη δουλειά,
μια αποβολή απ’ το σχολείο…
Οι περισσότεροι εκτελούνε διαταγές…
Καμιά φορά εκτελούν και χωρίς αυτές…
Για αυτό σου λέω, μην τους πιστεύεις…
Μην πιστεύεις όλα τα κλάματα και όλες τις διαμαρτυρίες…
Ούτε θα πέσει το σύστημα επειδή σκοτώθηκες εσύ…
Τώρα είσαι πιο σοφός και ξέρω πως θα καταλάβεις…
Ρώτα και τον Μιχάλη…
Ρώτα αν θες και τον Σωτήρη και όλους τους παλιούς
που πέθαναν στο δρόμο…
…και αυτούς κάποιοι τότε τους έκλαψαν
και ας έχουν τώρα τις καλύτερες θέσεις…
Θα τα πούμε και πάλι του χρόνου στις έξι Αλέξη…
*
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ …
Στο δρόμο για την εκκλησία είδαν τον Χριστό
και δεν του είπαν ούτε καλημέρα…
Και όμως, μερικά λεπτά μετά προσεύχονταν στο όνομά του…
Στο δρόμο για το κόμμα πέρασε ο Che από μπροστά τους
και δεν του είπαν ένα Γεια!!!
Και όμως, σε λίγα λεπτά της ώρας κρατούσανε σημαίες με τη μορφή του απάνω…
Κανένας δεν σταμάτησε το αμάξι του σε οτοστόπ του Σιδηρόπουλου
και του Άσιμου τού πέταξε λάσπες ο τροχός…
Kαι όμως, μέσα στα αυτοκίνητά τους
άκουγαν τον Μπαγάσα και τον Mπάμπη τον Φλου
χαχανίζοντας ηλίθια…
*
Άδικα…
Θα έρθεις με όλα τα καπέλα σου;
Τα καπέλα σου όλα είναι τρύπια…
Θα έρθεις με όλες τις ομπρέλες σου;
Μια κόκκινη που σου χάρισα την έχασες…
Τέλος πάντων άδικα κουράζεσαι…
Άδικα οργανώνεσαι…
Άδικα θα τρέξεις…
Άδικα θα έρθεις στην ώρα σου…
Αυτό το κλαψούρισμα δεν θα το πω βροχή…
Εγώ άλλα πράγματα περίμενα…
Ποτάμια να ξεχειλίζουν ήθελα να δω
και γέφυρες να τρέμουν…
*
Σήματα✐Doors
ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ
ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΝ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΘΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΚΛΙΚ Ή ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ…
Από όλα τα λουλούδια προτιμώ τα αγριολούλουδα…
TA ΖΩΑ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ…
ΛΟΓΙΚΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΟΥΝ…
ΕΙΔΑΤΕ ΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟ ΖΩΟ ΝΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΕΙ;
ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΚΑΙ ΑΣ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ…
Οι μόνοι βασιλιάδες που συμπαθώ είναι τα λιοντάρια!
Τα λιοντάρια και ο Έλβις…
Κάποια ζώα μοιάζουν με ανθρώπους…
Και κάποιοι ξένοι με τους ντόπιους…
Μη γυρίζεις ποτέ την πλάτη σε μια όμορφη λέξη
Έτσι σκοτώνεις μια πρόταση…
ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΑ ΕΧΕΙ ΣΠΙΤΙ…
Η ΨΕΥΤΙΑ ΕΧΕΙ ΠΑΛΑΤΙ!!!
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΕ ΠΟΥΛΑΝΕ ΛΕΝΕ ΠΡΩΤΟΙ ”ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ”
ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΕ ΑΓΑΠΑΝΕ ΛΕΝΕ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΛΗΜΕΡΑ…
ΝΑΙ…ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ…ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ…
ΑΥΤΟΣ / ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΛΑΘΗ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΕΝΑ ΑΤΟΜΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΛΑΘΗ.
ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ / H ΙΔΙΑ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ…
Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΠΟΝΤΑΡΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΑΛΛΑ
ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΣΑΣ…
Τα τραγούδια είναι πιο καλά απ τις κουβέντες
όταν τα τραγούδια βέβαια είναι ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ…
Αυτοί που δεν ”τρώνε” τα μούτρα τους είναι αυτοί που δεν έχουν μούτρα για να προσφέρουν κάτι. Όλα τα μετράνε αλλιώς…
Τι μίζερο πράγμα να αγαπάς μόνο τα ζώα σου…
Τι μίζερο πράγμα να αγαπάς μόνο τα παιδιά σου…
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΕ ΚΤΥΠΑ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΔΙΝΕΙ ΓΑΖΕΣ…
Ξυπνήστε!!! Τώρα που τα πυροβόλα ροχαλίζουν…
Το διαδίκτυο είναι μια άσχημη πόλη…
*
Η νύχτα σηκώνει το χέρι…
Η νύχτα σηκώνει το χέρι…
τα στόματα κλείνουν ξανά
κανένα ελεύθερο δεν φυσάει αγέρι
τα παντζούρια μας ‘κλεισαν και αυτά
Στο δρόμο κανείς δεν κοιτάζει
τον άλλο στα μάτια πουθενά…
ούτε ρωτάει κανείς αν είσαι καλά
εικόνες γνωστές απ’ τα παλιά…
Η νύχτα σηκώνει το χέρι…
κανείς δεν θυμάται πώς φτάσαμε εδώ
οι λέξεις που ήμασταν ταίρι
είναι το λίγο που έμεινε φως
Χιλιάδες κεφάλια κουβαλάνε τομάρια
στο δρόμο, στη στάση, στη δουλειά…
ο ένας το φταίξιμο ρίχνει στον άλλο
τις ώρες που στέκουν παντού σε ουρά
Η νύχτα σηκώνει το χέρι…
μια σβάστικα με βλέπει από ψηλά…
όταν κάνω να φύγω μου πετάει μαχαίρι
και όταν μείνω μου πετάει φωτιά…
*
Δεν είναι αυτό που περιμέναμε ποιητή…
Οι μέρες πια είναι σκοτεινές γεμάτες πόνο…
Δεν είναι οι λέξεις σου που φταίνε ποιητή
ούτε τα όνειρα της νύχτας και της μέρας…
Δεν είναι αυτό που περιμέναμε ποιητή
πως κάποτε θα ψάχναμε τροφή απ τα σκουπίδια…
Δεν είναι τα λόγια σου που φταίνε ποιητή
αλλά για τα στομάχια μας δεν φτάνουν ούτε μέρα…
Στους δρόμους υπάρχει μονάχα η χαρά για μίσος και σημαίες
Δεν έχει φως… μονάχα αυτό που βγάζει ένας κρότος
Δεν είναι στο γέλιο ούτε στο κλάμα που πιστεύουν ποιητή
Είναι οι λίγοι που έγιναν πολλοί και κάνουν ότι θέλουν…
*
Τα λόγια τα δικά σου…
Μην κάνεις έτσι…
πάντα θα υπάρχει ένας λόγος για να γελάσεις
και δυο για να κλάψεις…
Μην ακούς τι λένε…
πάντα κάποιος θα λέει κάτι άσχημο
και πάντα κάποιος θα λέει κάτι ωραίο
Πάντα κάποιος θα είναι έτοιμος
να σκοτωθεί και κάποιος για να γλυτώσει…
Μην ακούς τίποτα…
Τα λόγια τα δικά σου είναι ο δρόμος μας!
Μόνο εμείς ξέρουμε τι είσαι
και τι έκανες τόσους αιώνες…
Την πλησίασε ένα βράδυ…
Ήταν πολύ ανήσυχη…
Μην ανησυχείς κυρία μου δεν είναι το σπίτι σου που τρίζει
είναι η γη ολόκληρη που τρίζει…
*
Δεν τρέχει τίποτα…
Είναι άνετος, είναι άνετη, και όλα καλά…
κανένα πρόβλημα, κανένας στεναγμός,
καμιά μοναξιά…
Τίποτα ποτέ… καμιά ανησυχία…
Με την καριέρα τους και τα παιδιά τους
Με την καριέρα τους και τα δικά τους
Μικροαστοί και σίγουροι για τη ζωή τους
Εύθυμα ταξιδάκια εντός και εκτός
Δεν τρέχει τίποτα…
Μόνο την οικογένειά τους κοιτάνε
Οι φίλοι τους όμοιοι με αυτούς
και οι συγγενείς το ίδιο μοντέλο όλοι.
Δεν υποψιάζονται το παραμικρό
Δεν τους λέει τίποτα ο αγώνας
των άλλων για επιβίωση
Δεν τους αφορά καμιά εκμετάλλευση
Δεν τους καίγεται καρφί για τα άλλα παιδιά…
δεν τους νοιάζει για τα άλλα ζώα…
Μόνο για τα δικά τους παιδιά τούς νοιάζει…
μόνο για τα δικά τους ζώα τούς νοιάζει
Η ζωή τους είναι έτσι φτιαγμένη και έτσι τη συντηρούν
Η ζωή τους τα καινούργια τους αμάξια
Η ζωή τους τα ωραία εξοχικά
Η ζωή τους ένα μεγάλο πάρτι
και η συνείδησή τους ένα νεκροταφείο…
*
Άλλη μια μέρα…
Μας ενοχλεί που ξημερώνει έτσι…
Πάλι θα μας στοιχίσει η μέρα.
Μεγάλο χρέος μάς φορτώνει η κάθε μέρα…
Ένας αναστεναγμός μετά από κάθε τραγούδι
και ύστερα άλλο ένα τραγούδι
και άλλος ένας αναστεναγμός λύπης, χαράς, ανακούφισης
Μας ενοχλεί που ξημερώνει έτσι…
Μπορούσε να ξημερώσει και καλύτερα.
Ο καθρέφτης που κοιτάζω ξέρει
πιο πολλά από μένα για μένα.
Εγώ σε κάνω να υπάρχεις καθρέφτη ή εσύ εμένα;
Σκέψου και μέχρι αύριο το πρωί να μου πεις.
Νομίζω καθρέφτη πως ο ένας υπάρχει για τον άλλο…
Αν ένα πρωί δεν έρθω μπροστά σου
θα καταλάβεις έτσι
*
Παράσταση 1933…
Πώς πήγε η παράσταση;
Θρήνος…
Τι; Έπαθε κάτι το βιολί;
Το βιολί έκλαιγε συνέχεια…
Μήπως έπαθαν κάτι οι κιθάρες;
Οι κιθάρες κοιτούσαν το βιολί που έκλαιγε…
Και το κοινό; Τι έκανε το κοινό;
Αιμορραγούσε…
**********************
O Πάμπος Φιλίππου Γεννήθηκε και ζει στη Λευκωσία. Εργάζεται από το 1995 επαγγελματικά ως μουσικός παραγωγός ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Κάθε απόγευμα μετά τις 18:00 μάς καλεί όλους στην «ΠΛΑΤΕΙΑ ΡΟΚ» στον ραδιοφωνικό σταθμό Αstra 92,8 [http://www.astra.com.cy ].
Η εκπομπή του αποτιμάται σαν «έργο τέχνης», σε εποχή και σε χώρα που τέτοια «έργα» αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Μέχρι Να Πάρω Παγωτό Με Βρήκε ο Χειμώνας» και «Άνοιξη, Άνοιξε Μου», «Εκεί που νομίζεις πως είσαι βουνό χάνεις τα δέντρα σου», «Κάνε ό,τι σου λέει η πόλη», «Η νύχτα σηκώνει το χέρι» [Λευκωσία, 2012].
Από το 2000 πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από καλλιτέχνες και συγκροτήματα της ελληνικής μουσικής σκηνής (Μάνος Ξυδούς, Πάνος Κατσιμίχας, «Magic de Spell» , Γιάννης Γιοκαρίνης, «Μαφία των Αγίων», «Ανοιχτή Θάλασσα» και άλλοι).
*****
Γιώργος Κ. Μύαρης, «Ανάμεσα στην ποίηση και το τραγούδι των κολασμένων. Σχόλιο για την ποίηση του Πάμπου Φιλίππου»
Η συνομιλία ποίησης και πολιτικής ηθικής εξακολουθεί πολύμορφη και συχνά απρόσμενη. Σαν και την απόπειρα του ποιητή Πάμπου Φιλίππου στη γραμμή προηγούμενων αισθαντικών συλλήψεων. Τέτοια βιβλία αποδεικνύουν πόσο δύσκολα μπορούν οι εξουσίες να εφαρμόσουν την παλιά επιθυμία για πάταξη της Ποίησης. Πόσο οι καταχθόνιοι μηχανισμοί θα μοχθήσουν για να υλοποιήσουν την κωδικοποίηση και την εξώθηση στην παρανομία της ποιητικής λειτουργίας και κάθε συναφούς ερωτικής λειτουργίας. Η γκρίζα ομίχλη της βάρβαρης παγκοσμιοκρατίας υπήρχε αιώνες πριν. Απλώς η μνημονιακή δρεπανιφόρα επέλαση την κάνει πιο απαίσια, καθώς ξαναστήνει τις μηχανές της αλλοτρίωσης και της καταπίεσης, αφαιρεί δικαιώματα και αγαθά, απεργάζεται νέα δεινά. Συντρίβει αδυσώπητα τις ψυχές, τα συναισθήματα, το πνεύμα, την ελπίδα – του ελληνισμού και των λοιπών ποδοπατημένων πολιτισμών. Σ’ αυτά ορθώνει το ανάστημα η «Νύχτα», η ψυχή του άγνωστου ποιητή που με δυνατό σχεδόν νατουραλιστικό τρόπο έκφρασης αντιτάσσεται στο σκοτάδι της διάλυσης της ανθρωπιάς [ «Και πάλι του χρόνου στις έξι»], στο βόρβορο της ληστρικής εκμετάλλευσης ανθρώπων και φύσης [«Η εισβολή των ανθρώπων», «Όνομα: ΓΗ»], στον μαύρο σκοταδισμό των προκαταλήψεων, των στερεοτυπικών συμπεριφορών [«Τα λόγια τα δικά σου», «Η νύχτα σηκώνει το χέρι»]. «Υπερβολές!», θα πουν αμέσως και θα ορμήσουν κάποιοι πιο φιλελεύθεροι απολογητές της νέας τάξης πραγμάτων και πτωμάτων: «Τολμά να συνδέει τη μεγαλοφυΐα του Λ.Φ. Σελίν και το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» με ανολοκλήρωτες εκμυστηρεύσεις, επικαιρικές εμπνεύσεις!». Όχι! Μολονότι υποβολή, αφαίρεση και τραγικότητα εκτινάσσουν στα ύψη της Αισθητικής το ποίημα «Παράσταση 1933». Τις εποχές προσπαθώ να διαβάσω και να συγκρίνω. Τη μεσοπολεμική Ευρώπη των δικτατόρων και τη σημερινή Ευρώπη των μνημονιακών καταδυναστεύσεων. Κι εσείς οι ήρεμοι και ψύχραιμοι υπο-λογιστές των αιμοβόρων διαπλοκών κάντε τους συνειρμούς και τους απολογισμούς [«Δεν τρέχει τίποτα», «Αγανακτισμένος»,].
Όταν ακόμη η ήττα της Ουτοπίας δεν έχει γίνει κατανοητή σ’ όλο το πλάτος και το βάθος, η Νύχτα σηκώνει το χέρι για να δείξει τις πληγές και τους υπεύθυνους για την κατάληξη αυτή [«Άδικα», «Στο δρόμο κυματίζουν οι σκέψεις»]. Η Νύχτα, χωρόχρονος τη\ς απελπισίας μα και της αντίστασης, σηκώνει το χέρι, αποδιώχνοντας το φάσμα του συμβιβασμού, δείχνοντας στα ζαλισμένα βλέμματα το αντιστασιακό ήθος. Μα και τη μοίρα όσων βαυκαλίζονται μέσα στη λάιφ στάιλ καθημερινότητα [«Δεν έχει όνομα»] ή αργοπεθαίνουν στο περιθώριο [«Στην άκρη της μικρής ζωής», ‘Τι να σου πω»] ή ακόμη και στα σαλόνια της «καθαρής ποίησης» [«Ζήσε με την τέχνη θα πει»].
Αν γίνει αποδεκτός ο αφορισμός που διατύπωσε πριν από κάποια χρόνια ο Παναγιώτης Κονδύλης σχετικά με την εξάντληση της γλώσσας που έχει σηματοδοτήσει και το τέλος της μεγάλης ποίησης, τότε οφείλουμε να δούμε την ήττα ως γενεσιουργό αίτιο μιας νέας ποιητικής τάσης υπό διαμόρφωση. Στην κοίτη αυτού του ρεύματος κινείται και η ποίηση πηγαίου λυρισμού, ειλικρίνειας, απλότητας, φιλότητας του Π. Φιλίππου. Με βασικά υλικά το βίωμα, τον άμεσο στίχο, την προφορικότητα των μουσικών συνθέσεων [«Σήματα Doors», «Αυτή είναι η κοινωνία», «Πίνοντας και καπνίζοντας»]. Η εγκαρτέρηση που ο ίδιος συνιστά στον εαυτό του αφορά και στον δοκιμαζόμενο τόπο του [«Το νησί με τις μύγες»: «Βαρέθηκα τους μισούς ανθρώπους, τις μισές γυναίκες, / τα μισά παιδιά σε μισή χώρα…»]. Αφορά και στο άδηλο μέλλον, όταν αναγνωρίζει ότι «δεν είναι αυτό που περιμέναμε ποιητή».