Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Διονύσης Μαρίνος, «Ο Ιωσήφ Σαρ, ένα πρωινό»

$
0
0

Δεν ήταν πριν, ούτε μετά, αλλά ένα τώρα σαν λάμψη απώλειας.
Η παλέτα της φωτιάς εκτείνεται από το κίτρινο του χαλασμένου κρόκου, μέχρι το συνθετικό ιώδες που ανακάλυψε ο χημικός σερ Γουίλιαμ Χένρι Πέρκιν, σε ηλικία 18 ετών. Στο ενδιάμεσο ένα κόκκινο κύμα λάσπης εφορμά προς τα πάνω και καθώς φτάνει στο ψηλότερο σημείο ανόδου, ραντίζει τον δρόμο με κόκκους, νικημένο από το νόμο της βαρύτητας.
Ναι, πριν από τα χρώματα, πριν ακόμα το νευρικό σύστημα όλου αυτού του ανθρώπινου σμαριού -ένας ξεχωριστός οργανισμός μέσα σε σώματα που στοιβάζονται γεωμετρικά-, πολύ πριν κωδικοποιήσει τις συχνότητες του φωτός, σ’ αυτό που προσκρούει είναι η παρατεταμένη σειρήνα της πυροσβεστικής. Τίποτα πιο ισχυρό από δαύτο• οι σαϊτιές του ρημάζουν το ορθωμένο μπετόν των κτηρίων, τις αγέλες σκύλων που τρέχουν με κατεβασμένες τις ουρές στους γύρω δρόμους, στη μέση της ασφάλτου ένα κενό παπούτσι δίχως συνοδευτικό πόδι, μια ομπρέλα δίχως στάμπες βροχής, ένα ασημένιο ρολόι, άνθρωποι, αρμαθιές κλειδιά, άνθρωποι, χαρτοσακούλες γεμάτες αγορασμένα προϊόντα, άνθρωποι, αυτοκίνητα σταματημένα, άνθρωποι, σκελετοί γυαλιών σπασμένοι, άνθρωποι και άνθρωποι και οι σαϊτιές να πέφτουν φλύαρες και ψιλόλιγνες και συνθετικές, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σκαστοί θόρυβοι χτυπούν την πλάτη του άντρα που όσοι τον γνωρίζουν –και είναι αρκετοί αυτοί- με δυσκολία θα πιστέψουν πως είναι ο Ιωσήφ Σαρ γιατί η γραβάτα του έχει χάσει τη γλώσσα της, το μισό πουκάμισο είναι σχισμένο, μια βάτα του σακακιού πέφτει χαχόλικη, παντελόνι και παπούτσια είναι γεμάτα σκόνη άσπρη και τόπους – τόπους σκόνη μαύρη και, όχι, αυτός είναι ένας άλλος, διαφορετικός Ιωσήφ Σαρ που προχωράει παραλογισμένος κρατώντας την άκρη των κροτάφων του για να μην του φύγουν από το κεφάλι. Φυλλοβόλο κεφάλι.
Πίσω ακούγεται μια έκρηξη και μετά μια άλλη πιο δυνατή. Πρέπει να ήταν ακόμα στο πεδίο βολής, κι όμως πίστευε ότι είχε απομακρυνθεί, ήταν σίγουρος πως τόσο ώρα είχε διανύσει με τα πόδια μια απόσταση δύο χιλιομέτρων, όμως στην πραγματικότητα έκανε επιτόπου τροχάδην, μια άσκηση που την είχε αποτυπώσει από τον στρατό, και τώρα την εκτελούσε δίχως δεύτερη σκέψη. Μετά βίας είχε καλύψει μια απόσταση ίση με ένα οικοδομικό τετράγωνο, άρα ήταν ακόμα στο στόμα του λύκου. Και ο λύκος ήταν εκεί με ανοιγμένο το στόμα.

Είχες βγει από την κεντρική είσοδο των γραφείων, είχες σταματήσει να χαιρετήσεις τον υποδιευθυντή που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στην Βαρκελώνη, μιλήσατε για την αύξηση της παραγωγής, για τους αλγόριθμους της ανάπτυξης, για περιβάλλοντα που διαμορφώνει η νέα οικονομική κατάσταση και ύστερα μέτρησες τον κόμπο της γραβάτας σου –ναι, πάντα το έκανες αυτό ως ένδειξη υπεροχής- και προχώρησες με βήμα στητό σαν να σου ανήκε κάτι αδιόρατο στο τέρμα του δρόμου. Σταμάτησες. Κοντοστάθηκες. Σκέφτηκες να υποκύψεις στην παρόρμηση να φας κάτι στα όρθια• αυτά τα λιγδερά ανθυγιεινά χοντ ντογκ που ο γιατρός σου τα είχε απαγορεύσει. Άκουσες τα γαστρικά υγρά σου και μετά τη φωνή της συνείδησής σου και τελικά την μάχη την κέρδισε στα σημεία η ισχυρή σου θέληση. Προχώρησες. Όχι για πολύ.
Ο ασύμμετρος όγκος του συνεχίζει το τροχάδην, καθώς η ανάσα του ανεβαίνει οκτάβες, πιάνει ψιλές, αφήνεται σε χαμηλές, προσπαθεί να εισπνεύσει στις μεσαίες και όλο χάνεται.
Μια γυναίκα με λυμένο κεφαλόδεσμο περνάει τον κοιτάζει, αλλά δεν τον παρατηρεί, σαν να μην υπάρχει μπροστά της. Τίποτα δεν υπάρχει μπροστά της. Ένα λευκό σεντόνι που μάζεψε στο πλυντήριο και κιτρίνισε. Όχι, μαύρο είναι από την σκόνη που πέφτει ακατάπαυστα. Κάτι παράξενο θωρακίζει την αποφασιστικότητα αυτής της γυναίκας που εκτείνει τους λειψούς αγκώνες της για να προσπεράσει το πλήθος, να προηγηθεί, να ξεφύγει, να διαβολίσει τον θόρυβο της πυροσβεστικής που τα πάντα καλύπτει με έναν ψυχρό υμένα. Τον σπρώχνει. Παραπατάει. Δίπλα του πέφτει μια άλλη γυναίκα δίχως μαλλιά. Έχουν καεί μέχρι τη ρίζα, γκρίζα σκιά με άδεια μάτια.
Αν δεν είχα φύγει, αν είχα αποφασίσει να παραμείνω στο γραφείο, να συνεχίσω τη δουλειά μου σαν να μην είχε τελειώσει το ωράριό μου, αν τώρα έπινα εσπρέσο στην καφετέρια της επιχείρησης, αν, αν, αν.
Δεν μπορεί να τα σκεφτεί όλα αυτά, τον ξεπερνούν, δεν υπάρχει πριν, ούτε μετά, μόνο το τώρα με μια φυσικότητα που μπουκώνει το μυαλό του και δεν το αφήνει να δουλέψει.
Λέξεις όπως «έκρηξη», «επίθεση», «βία» τις ακούει να διατρυπούν τον αέρα. Δεν βγαίνουν από το δικό του στόμα, η εικόνα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα του, δεν έχει αυτή την αναλυτική ικανότητα. Από άλλα στόματα έρχονται, λέξεις και κόντρα λέξεις και λαχανιάσματα, ένας συσχετισμός αναπνοών που δεν μπορεί να καταλάβει τι ζητούν, ένας στρόβιλος από σώματα που πάλλονται, τα κτήρια να κουνιούνται και λέξεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Δεν περιγράφουν τίποτα από αυτά που συμβαίνουν εκεί ακριβώς μπροστά τους. Δεν φτάνουν οι λέξεις, είναι πεπερασμένες σε ισχύ, πυκνωμένες σε μιαν ασάφεια.
Ο Ιωσήφ Σαρ έκανε μια στροφή 90 μοιρών και έστριψε στην πρώτη κάθετο της λεωφόρου Δημοκρατίας. Συνήθως δεν πήγαινε ποτέ από αυτόν τον δρόμο. Δεν του άρεσε η ανθρωπογεωγραφία της συγκεκριμένης συνοικίας. Κυρίως μαύροι μετανάστες, παλιατζήδες, αρχαία πρεζάκια στα τελευταία τους και εσχάτως πουτάνες από την Αφρική. Τώρα δεν είχε νόημα να σκεφτεί διακρίσεις και αισθητικές πινελιές. Κατευθύνθηκε προς την οδό Μπλε που στο τέλος της θα τον οδηγούσε στην παράλληλη της λεωφόρου Δημοκρατίας, την οδό Μπρι, ακριβώς στην άκρη του λιμανιού με το αμίμητο άρωμα του ραντισμένου με μαζούτ θαλασσινού νερού. Για φαντάσου, περπατάω την οδό Μπρι.
Ο αέρας του παράσερνε τα μαλλιά, του έφερνε τη σκόνη τα μάτια. Πρώτη αντίδραση: τσούξιμο. Δεύτερη αντίδραση: μια σταγόνα στην άκρη του ματιού. Τρίτη αντίδραση: καμία αντίδραση. Τυχαίο περπάτημα προς τα μπρος.
Οι μαγαζάτορες έχουν βγει στον δρόμο με τα χέρια μαδημένα έξω από τις τσέπες και κάτι του δείχνουν. Από εκεί που ήρθε, από εκεί που έρχεται. Μια γυναίκα τον πλησιάζει. Το άρωμά της, όξινο και σπινθηροβόλο, του μπουκώνει τη μύτη. Υπάρχει τόση σκόνη τριγύρω που ούτε δίνει σημασία.
Τι έγινε εκεί, του λέει ταρακουνώντας τον.
Ιωσήφ Σαρ, της απαντάει.
Δεν έχει ακούσει την ερώτηση; Ή μήπως αυτή είναι η μοναδική ανεκτή απάντηση που μπορεί να δώσει;
Έχει νεκρούς; του λέει κάποιος μεσήλικας που φοράει μια καταματωμένη άσπρη ποδιά και τον κοιτάζει με μάτια αναμμένους βολβούς. Γιατρός; Χασάπης; Ποιος νοιάζεται;
Ιωσήφ Σαρ, απαντάει ξανά εκείνος. Τόσο στερεότυπα σαν να έχει μπλεχτεί το μυαλό του σε μια θάλασσα επιλεκτικής αμνησίας. Θυμάται μόνο τα χρειώδη: Ιωσήφ Σαρ.
Ο ουρανός έχει γεμίσει με μια διάθεση αφύπνισης. Δεν είναι ακριβώς γαλάζιος, ούτε φωτεινός. Μπορεί να φταίει ο ίδιος, όχι ο ουρανός. Τα μοναδικά χρώματα που μπορεί να ξεδιαλύνει μέσα του είναι το κίτρινο του χαλασμένου κρόκου και το ξεπλυμένο ιώδες της φωτιάς. Τίποτα περισσότερο από αυτό. Οι κόρες των ματιών του Ιωσήφ Σαρ είναι προσαρμοσμένες στις ανεμόδαρτες ριπές της φωτιάς που έχει αφήσει πίσω του, αλλά είναι σαν να τις κουβαλάει μαζί του. Σαν να έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια του, ένα τέτοιο πράγμα που δεν μπορεί να το εξηγήσει.
Γιατρός ή χασάπης; Και τα δύο. Έτσι αποφαίνεται.
Ακουμπάει στη βάση ενός φανοστάτη και βάζει το χέρι στην μέσα τσέπη του σακακιού του. Πίσω του το πλήθος στέκεται σε απόσταση ασφαλείας, δεν ξέρει αν πρέπει να τον ακολουθήσει (θα τους οδηγήσει κάπου συγκεκριμένα ή τσάμπα τον περιμένουν;) ή να τον αφήσει στην ησυχία του.
Κουνιέται. Το χέρι και το κινητό. Το κινητό μέσα στο χέρι του. Η δεξιά βάτα του σακακιού σαν ώριμο μήλο είναι έτοιμη να πέσει.
Το σηκώνει απελευθερώνοντας το ζουζούνι της δόνησης που είχε πιαστεί στα πλήκτρα του τηλεφώνου.
Την ξέρεις τη φωνή, φυσικά και την ξέρεις. Είναι η Ιουλία Σαρ, η γυναίκα σου. Κανονικά τώρα πρέπει να της απαντήσεις με τον γνωστό πρόσχαρο, ουδέτερο, μπλαζέ, ψευδοανώτερο, τραχύ «γεια σου μικρή», αλλά δεν λες τίποτα παρά μόνο την ακούς που ουρλιάζει και η φωνή της είναι πιο στριγκή από ποτέ και οι λέξεις που σου απευθύνει έχουν την ίδια χροιά με εκείνες που άκουγες πριν στο δρόμο από αόρατα στόματα. Μεταλλικούς φθόγγους που συνθέτουν κάτι απόμακρο όπως «έκρηξη», «επίθεση», «βία». Δεν καταλαβαίνει ούτε καν την επωδό όλου αυτού του ορυμαγδού αν και είναι η πλέον οικεία, καθώς περιγράφει τον εαυτό του, επαναλαμβάνει τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του: όνομα και επίθετο.
Ιωσήφ… Ιωσήφ… είναι ο Ιωσήφ Σαρ;… Ιωσήφ… η Ιουλία είμαι… ω, Θεέ μου.
Το βλέμμα του είναι απαλλαγμένο από κάθε έκφραση. Δεν εγγράφεται ούτε το ελάχιστο σπάσιμο στους μύες του προσώπου του. Ακόμα και όσα τα μάτια του καταγράφουν ως πραγματικότητες, χάνονται στο περιθώριο του αμφιβληστροειδή, στην κατακλείδα της όρασής του. Νερό, μπόλικο νερό στα αυτιά του. Ακόμα και η ακοή χαμένη, ηττημένη.
Όχι, όμως, εντελώς γιατί τις σειρήνες της πυροσβεστικής τις ακούει μια χαρά, σαν να είναι δίπλα του και να τον καλούν να προσέλθει. Οι καμπάνες της κυριακάτικης λειτουργίας, όμως σήμερα δεν είναι Κυριακή, γι’ αυτό και φοράει γραβάτα και κοστούμι και κρατάει την τσάντα του γεμάτη από υπηρεσιακά χαρτιά.
Ακούει κάτι και συνάμα δεν ακούει κάτι άλλο. Οι ήχοι συναθροίζονται σε μια θύελλα που τον καταπίνει και ο κόσμος το ίδιο. Αυτός που άφησε πίσω του και τούτοι που στέκονται και τον κοιτάζουν σαν αξιοπερίεργο έκθεμα που το έσκασε από το κλουβί του. Οι άνθρωποι της οδού Μπρι.
Ξάφνου ανασηκώνεται. Στηρίζεται στον φανοστάτη και απλώνει όλα τα εκατοστά του κορμιού του που τώρα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Το τηλέφωνο ακόμα κάτι λέει. Το νιώθει από τον τρόπο που τρέμει το χέρι του. Το κρατάει μακριά από τον υπόλοιπο κορμό του σώματός του, ένα παράξενο μόρφωμα που κάποιος του κόλλησε άτσαλα στον ώμο. Οι άνθρωποι της οδού Μπρι πισωπατούν, καθώς τον βλέπουν να επιστρέφει και να καλύπτει την απόσταση που τον χωρίζει από αυτούς. Σχεδόν καταπίνει τον δρόμο με τις δρασκελιές του. Που την βρήκε τόση δύναμη; Κι όμως, η ανόργανη ύλη του κορμιού του εξακολουθεί να υφίσταται.
Στέκεται μπροστά στον μεσήλικα με την καταματωμένη άσπρη ποδιά. Τα μάτια του άντρα είναι τώρα σαν βραστά αυγά. Τα δικά του σαν σπασμένα. Βάζει το τηλέφωνο στο αυτί του για να βεβαιωθεί ότι ανακυκλώνει τη φωνή της γυναίκας που φωνάζει Ιωσήφ… Ιωσήφ…
Του το προσφέρει δίχως σκέψη. Ο μεσήλικας κοιτάζει τους γύρω του παγωμένος• τι να κάνει; Δεν ξέρει τι να κάνει. Ο Ιωσήφ του προτείνει το κινητό με τρόπο ψυχαναγκαστικό. Ή θα το πάρεις ή θα το πάρεις. Ο άντρας το παίρνει και το κοιτάζει σαν να είναι ένα ιδιόμορφο εξάρτημα μιας μηχανής που δεν ξέρει τη χρησιμότητά της.
Μίλα, του λέει ο Ιωσήφ, μίλα.
Τι να πω; Ο μεσήλικας σηκώνει τους ώμους διαγράφοντας μια καμπύλη κενή νοήματος.
Μίλα, του επαναλαμβάνει ο Ιωσήφ, εσένα θέλουν.
Ο άντρας με την ματωμένη άσπρη ποδιά βάζει το κινητό στο αυτί του και κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά.
Ο θόρυβος της πυροσβεστικής γίνεται τώρα επίβουλος και οικείος. Στεγνός παφλασμός δίχως αρχή και τέλος. Έρχεται από το πάνω μέρος της πόλης. Εδώ είναι το κάτω. Τα σύνορα είναι ευδιάκριτα. Όλοι τα ξέρουν.
Ο άντρας με την ματωμένη άσπρη ποδιά ψελλίζει «ναι» και «βεβαίως» και «εγώ» και «ναι, εγώ».
Ο Ιωσήφ Σαρ κατηφορίζει τον δρόμο προς το λιμάνι.
Η δεξιά βάτα του σακακιού του πέφτει και σπάει.
Τα δέντρα, δεξιά και αριστερά της οδού Μπρι, διατηρούν την ηρεμία τους μπρος σ’ όλον αυτό τον χαμό.
Ο Ιωσήφ Σαρ κατηφορίζει.
Ο κόσμος πίσω του κοιτάζει έκπληκτος.
Ο άντρα με την ματωμένη άσπρη ποδιά μιλάει και ακούει, ακούει και μιλάει.
Ο Ιωσήφ Σαρ κατηφορίζει.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles