«La ragazza d’ Atene»
dalla raccolta Diario d’ Algeria
di Vittorio Sereni
Periferia 1940
La giovinezza è tutta nella luce
d’ una città al tramonto
dove straziato ed esule ogni suono
si spicca dal brusio.
E tu mia vita salvati se puoi 5
serba te stessa al futuro
passante e quelle parvenze sui ponti
nel baleno dei fari.
«Το κορίτσι της Αθήνας»
από τη συλλογή Ημερολόγιο της Αλγερίας
του Βιτόριο Σερένι
Περιφέρεια 1940
Η νιότη ολάκερη μες στο φως
μιας πόλης σε δύση
όπου ο κάθε ήχος
λαβωμένος κι εξόριστος
ξεκόβει από τον ορυμαγδό.
Κι εσύ ζωή μου σώσου αν μπορείς
φυλάξου
για το μέλλον το διαβατικό
και για κείνους τους ίσκιους πάνω στις γέφυρες
στο αστραποβόλημα των φάρων.
Città di notte
Inquieto nella tradotta
che ti sfiora così lentamente
mi tendo alle tue luci sinistre
nel sospiro degli alberi.
Mentre tu dormi e forse 5
qualcuno muore nelle alte stanze
e tu giri via con un volto
dietro ogni finestra – tu stessa
un volto, un volto solo
che per sempre si chiude.
*
Μια πόλη τη νύχτα
Ανήσυχος
στο μεταγωγικό
που σε αγγίζει στα όριά σου
προεκτείνομαι στα μακάβρια φώτα σου
στο στεναγμό των δέντρων.
Ενώ εσύ κοιμάσαι και ίσως
στα ψηλά δώματα
κάποιος πεθαίνει
κι εσύ αποστρέφεις μ’ ένα πρόσωπο
πίσω από κάθε παράθυρο - εσύ η ίδια
ένα πρόσωπο, ένα μόνο πρόσωπο
που κλείνεται για πάντα.
*
Diario bolognese
Io non so come sempre
un disperato murmure m’ opprima
nell’ aria del tuo mezzogiorno
tanto diffusa ai colli dentro il sole
tanto quaggiù gremita e fumicosa. 5
E non è fiore in te che non m’ esprima
il male che presto lo morde,
non per finestra musica s’ inoltra
che amara non ricada sull’ estate.
Invano sotto San Luca ogni strada 10
voluttuosa rallenta, alla tua gioia
sono cieco ed inerme.
E l’ ombra dorata trabocca nel rogo serale
l’ amore sui volti s’ imbestia,
fugge oltre i borghi il tempo irreparabile
della nostra viltà.
Ημερολόγιο: Μπολόνια
Πάντα
και δεν ξέρω πώς
ένα απεγνωσμένο μουρμούρισμα με ταλανίζει
στου μεσημεριού σου την ατμόσφαιρα
τόσο διάχυτη στους ηλιόλουστους λόφους
τόσο ασφυκτική και καπνισμένη εδώ κάτω.
Λουλούδι σου δεν έχει που να μη μου μαρτυρά
το κακό που σύντομα θα το κατασπαράξει,
μουσική που από τα παράθυρα διαπερνά
που πικρά να μην ξανακυλά πάνω στο θέρος.
Μάταια κάτω στο Σαν Λούκα κάθε
λάγνος δρόμος ραχατεύει, στις χαρές σου
είμαι τυφλός και άοπλος.
Κι ο χρυσός ίσκιος ξεχειλίζει στη βραδινή πυρά
ο έρωτας πάνω στα πρόσωπα αποκτηνώνεται,
τρέχει πέρα από τις συνοικίες ο χρόνος
ο μη-αναστρέψιμος
της αθλιότητάς μας.
*
Belgrado
a Giosue Bonfanti
- …Donau? -
- Nein Donau, Sava - come in sogno
dice la sentinella e rulla un ponte
sotto il convoglio che s’ attarda.
E non so che profondità remota
di lavoro e di voci dai tuoi spalti
celebra una tranquilla ora d’ Europa
nata con te tra due chimere
-il Danubio! la Sava!-
azzurre di un mattino
perduto, di là da venire:
sogno improvviso di memorie, come
le sentinelle sognano
dai ponti della Sava
qualche figura tra le piante a caso,
un intravisto romanzo d’ amore.
Tradotta Mestre-Atene, agosto 1942
Βελιγράδι
στον Τζοσουέ Μπονφάντι
- … Donau? -
- Nein Donau, Sava – σαν σε όνειρο
λέει ο φρουρός και τραντάζεται μια γέφυρα
κάτω από τη φάλαγγα που βραδυπορεί.
Και δεν ξέρω ποια μακρινή άβυσσος
μόχθου και φωνών από τις επάλξεις σου
γιορτάζει στην Ευρώπη μία ώρα νηνεμίας
που γεννήθηκε μαζί σου ανάμεσα σε δυο χίμαιρες
- ο Δούναβης! η Σάβα! –
διαύγειες ενός πρωινού
που χάνεται, πέρα μακριά στο μέλλον:
απρόσμενο όραμα αναμνήσεων, καθώς
οι φρουροί ονειρεύονται
από τις γέφυρες της Σάβα
κάποιες φιγούρες ανάμεσα σε τυχαία φυτά,
μια ορατή ιστορία έρωτος.
Μεταγωγικό Mέστρε – Αθήνα, Αύγουστος 1942
*
Italiano in Grecia
Prima sera d’ Atene, esteso addio
dei convogli che filano ai tuoi lembi
colmi di strazio nel lungo semibuio.
Come un cordoglio
ho lasciato l’ estate sulle curve
e mare e deserto è il domani
senza più stagioni.
Europa Europa che mi guardi
scendere inerme e assorto in un mio
esile mito tra le schiere dei bruti,
sono un tuo figlio in fuga che non sa
nemico se non la propria tristezza
o qualche rediviva tenerezza
di laghi di fronde dietro i passi
perduti,
sono vestito di polvere e sole,
vado a dannarmi a insabbiarmi per anni.
Pireo, agosto 1942
Ιταλός στην Ελλάδα
Πρώτο βράδυ στην Αθήνα, ατέλειωτος αποχαιρετισμός
των νηοπομπών που φεύγουν στις παρυφές σου
γεμάτες σπαραγμό στο διάχυτο ημίφως.
Σαν ξόδι
άφησα το θέρος πάνω στην καμπή του
και θάλασσα κι έρημος είναι το αύριο
δίχως εποχές πια.
Ευρώπη, Ευρώπη που με κοιτάζεις
να κατεβαίνω σκεφτικός και άοπλος σε έναν
εύθραυστο μύθο μου με τις ορδές των βαρβάρων,
είμαι ένα παιδί σου σε φυγή που δεν γνωρίζει
άλλον εχθρό από τη δική του θλίψη
ή κάποια αναστημένη τρυφερότητα
για λίμνες, για φυλλωσιές
πίσω από τα χαμένα βήματα,
είμαι ντυμένος με σκόνη και ήλιο,
τραβώ για την κόλαση,
να θαφτώ στην άμμο για χρόνια.
Πειραιάς, Αύγουστος 1942
*
Dimitrios
a mia figlia
Alla tenda s’ accosta
il piccolo nemico
Dimitrios e mi sorprende,
d’ uccello tenue strido
sul vetro del meriggio.
Non torce la bocca pura
la grazia che chiede pane,
non si vela di pianto
lo sguardo che fame e paura
stempera nel cielo d’ infanzia.
΄E già lontano,
arguto mulinello
che s’ annulla nell’ afa,
Dimitrios-su lande avare
appena credibile, appena
vivo sussulto
di me, della mia vita
esitante sul mare.
Pireo, agosto 1942
Dimitrios
στην κόρη μου
Πλησιάζει στο αντίσκηνο
ο μικρός εχθρός
Δημήτριος και με ξαφνιάζει,
πουλιού ψιλό τιτίβισμα
στο γυαλί του απομεσήμερου.
Δεν ασχημονεί το αγνό του στόμα
η χάρη που ζητάει ψωμί,
δεν σκεπάζεται με κλάματα
το βλέμμα που πείνα και φόβος
λιώνουν μες στον παιδικό του ουρανό.
Είναι κιόλας μακριά,
έξυπνη σβούρα
που χάνεται μες στην κάψα,
ο Δημήτριος – σε αδηφάγους τόπους
μόλις πιστευτός, μόλις
ζωηρό για μένα
σκίρτημα, της ζωής μου
που διστάζει πάνω στη θάλασσα.
Πειραιάς, Αύγουστος 1942
*
La ragazza d’ Atene
Ora il giorno è un sospiro
e tutta l’ Attica un’ ombra.
E come un guizzo illumina gli opachi
vetri volgenti in fuga
è il tuo volto che sprizza laggiù 5
dal cerchio del lume che accendi
all’ icona serale.
Ma qui
dove via via più rade s’ abbattono
dell’ ultima caccia le prede
tra le piante che seguono il confine,
ahimè che il puro
segno delle tue sillabe si guasta,
in contorto cirillico si muta.
E tu: come t’ oscuri a poco a poco.
Ecco non puoi restare, sei perduta
nel fragore dell’ ultimo viadotto.
Presto sarò il viandante stupefatto
avventurato nel tempo nebbioso.
Το κορίτσι της Αθήνας
Τώρα η μέρα είναι ένας στεναγμός
κι όλη η Αττική ένας ίσκιος.
Καθώς μια λάμψη φωτίζει τα θαμπά
τζάμια που τρέπονται σε φυγή
είναι το πρόσωπό σου που ακτινοβολεί εκεί κάτω
από τη στεφάνη του καντηλιού που ανάβεις
στη βραδινή εικόνα.
Εδώ όμως
όπου ολοένα και πιο αραιά ξεπέφτουν
τα θηράματα του τελευταίου κυνηγιού
ανάμεσα στα φυτά που ακολουθούν τα σύνορα,
αλίμονο! το αμιγές
σημείο των συλλαβών σου φθίνει,
σε στρεβλά κυριλλικά μεταβάλλεται.
Κι εσύ: πώς σκοτεινιάζεις σιγά-σιγά.
Νά! δεν μπορείς να μείνεις, είσαι χαμένη
μες στην οχλοβοή της τελευταίας οδογέφυρας.
Σύντομα θα είμαι ο εκστατικός οδοιπόρος
που ριψοκινδυνεύει μες στο νεφελώδη καιρό.
Deboli voli, nomi inerti ormai
ad una ad una si sgranano note
per staccarsi dal coro, oscuri scorci
d’ un perduto soggiorno: Kaidari,
una conca dolceamara d’ ulivi
nel mio pigro rammentare-o quelle
navi perplesse al vento del Pireo.
E tutto che si prese sguardo e ascolto
confitto nella bruma è già passato.
Perchè di tanto la ruota ha girato
oggi una flotta amica incrocia al largo,
tardi matura il frutto d’ ansietà
primizia ad altri che non te,
despinìs.
Chi dorme dorme nell’ alta
neve lassù tra i cari morti.
Tu coi morti ti levi e in loro parli:
-Io voglio una bandiera
del mio strazio sonora
smagliante del mio pianto,
io voglio una contrada ove sia canto
lieve dagli anni verdi
l’ inno che m’ opprimeva,
Πτήσεις αδύναμες, ονόματα στάσιμα τώρα πια
μία - μία ξετυλίγονται νότες
για ν’ αποσπαστούν από τη χορωδία, σκοτεινές μικρογραφίες
μιας χαμένης διαμονής: Χαϊδάρι,
μια γλυκόπικρη κρύπτη ελαιώνων
στη νωθρή μου θύμηση - ή εκείνα
τα σαστισμένα καράβια στον άνεμο του Πειραιά.
Και κάθε τι που άρπαξε το μάτι και το αυτί
βυθισμένο στην ομίχλη είναι κιόλας παρελθόν.
Αφού για καιρό γύρισε ο τροχός
σήμερα ένας φιλικός στόλος περιπλέει στ’ ανοιχτά,
ωριμάζει αργά ο καρπός της αγωνίας
πρώιμος για άλλους όμως όχι για σένα,
despinìs.
Όποιος κοιμάται, κοιμάται στο ψηλό
χιόνι εκεί επάνω ανάμεσα στους αγαπημένους νεκρούς.
Εσύ ξυπνάς με τους νεκρούς και σ’ εκείνους μιλάς:
- Θέλω μια σημαία
που να ηχεί τον πόνο μου
να λάμπει από το κλάμα μου,
θέλω μια χώρα όπου να είναι τραγούδι
απαλό από τ’ άγουρα χρόνια
ο ύμνος που με κατάτρεχε,
ove l’ allarme che solcò le notti
torni mutato in eco
di pietà di speranza di timore_.
Così, distanti, ci veniamo incontro.
E a volte sembra
d’ incamminarci, despinìs, nel sole
lieto anche ai vinti
nei giardini dell’ Attica vivaci.
E ancora il tuo ricordo ne verdeggia.
Tradotta Atene-Mestre, Αutunno 1942
Africa del Nord, Αutunno 1944
όπου ο συναγερμός που όργωσε τις νύχτες
να επιστρέψει αλλαγμένος σε ηχώ
οίκτου, ελπίδας, σεβασμού_.
Έτσι, απόμακροι, πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον.
Και μερικές φορές μοιάζει
να προχωρούμε κεφάτοι, despinìs, στον ήλιο
που είναι ευχάριστος και στους ηττημένους
μες στους ζωηρούς κήπους της Αττικής.
Και πρασινίζει ακόμα η θύμησή σου.
Μεταγωγικό Αθήνα-Μέστρε, Φθινόπωρο 1942
Βόρειος Αφρική, Φθινόπωρο 1944
*
Risalendo l’ Arno da Pisa
O mia vita mia vita ancora ansiosa
d’ un urbano decoro…
Se case e campi diventano vacui
se assurde si fanno le voci
e il velo sollevare non sai più,
è tua quella bruma, tristezza
foriera a ritroso dalle foci
d’ una sua grigia bellezza.
Poi venne una zazzera d’ oro
su un volto nebbioso.
Fu un giorno di fine d’ anno
nel torvo tempo di guerra
a Santa Croce sull’ Arno.
dicembre 1942
Ανεβαίνοντας τον Άρνο από την Πίζα
Ω! ζωή μου ζωή μου που αδημονείς ακόμη
για έναν αστικό διάκοσμο…
Αν σπίτια και στρατόπεδα ρημάζουν
αν οι φωνές παραλογίζονται
και το παραπέτασμα ν’ ανασηκώσεις
δεν ξέρεις πια,
είναι δικιά σου εκείνη η καταχνιά, θλίψη
μαντατοφόρος αντίστροφη από τις εστίες
μιας γκρίζας σου ομορφιάς.
Ύστερα ήλθε μια χαίτη χρυσή
σ’ ένα συννεφιασμένο πρόσωπο.
Ήταν μια μέρα στα τέλη του έτους
στους σκαιούς του πολέμου καιρούς
επάνω στον Άρνο στη Σάντα Κρότσε.
Δεκέμβριος 1942
*
Villa Paradiso
Avvilite delizie, non meglio del filo
di brezza che nel mattino
di glicine
s’ inoltra sulla costa bombardata.
Paceco, 1943
Έπαυλη Παράδεισος
Χαύνες ηδονές, διόλου καλύτερες
από την πνοή αύρας
που το πρωί
με τη γλυσίνη
παρεισφρύει στη βομβαρδισμένη ακτή.
Πατσέκο, 1943
*
Pin up girl
Guarda il ritaglio triste che s’ affloscia
nell’ aria abbacinata:
ha cenni di maltempo,
rade voci d’ allarme
il meriggio di luglio.
E per poco la sete
si placa alle tue labbra
umide ancora nel vento.
Fronte di Trapani, luglio 1943
Pin-up girl
Κοίτα το λυπημένο σύννεφο που γέρνει
μες στη θολή ατμόσφαιρα:
κρύβει σημάδια κακοκαιρίας,
ανάριες φωνές συναγερμού
στο απομεσήμερο του Ιουλίου.
Και για λίγο η δίψα
καταλαγιάζει στα χείλη σου
νοτισμένα ακόμα
στον άνεμο.
Μέτωπο Tράπανι, Ιούλιος 1943